ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ-ΠΑΠΑΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ

Προβολή άρθρου

 

Γεννήθηκε στην Πάφο το 1941. Σπούδασε Κοινωνικές Επιστήμες στην Ελλάδα και Αγγλία και είναι κάτοχος τίτλου Msc στην Κοινωνική Πολιτική και το Σχεδίασμά. Εργάστηκε μέχρι το 1996 στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας και αφυπηρέτησε από τη θέση της Πρώτης Λειτουργού Ευημερίας.
Ασχολείται με την ποίηση από τα νεανικά της χρόνια δημοσιεύοντας ποιήματα της στα περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής. Αργότερα ασχολήθηκε και με την παιδική- νεανική λογοτεχνία καθώς και με την ιδιωματική γραφή.
Τιμήθηκε με 3 κρατικά βραβεία από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου, 6 βραβεία από τον Σύνδεσμο Παιδικού-Νεανικού Βιβλίου, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, καθώς και με πανελλήνιο βραβείο. 

Ποιήματα της περιλαμβάνονται σε ανθολογίες στην Κύπρο και στο εξωτερικό και έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες
( Αγγλική, Ιταλική, Γαλλική, Γερμανική, Ισπανική, Ρουμανική ).

Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου της οποίας επί σειράν ετών διετέλεσε πρόεδρος. Είναι επίσης μέλος του Κυπριακού ΠΕΝ, του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού- Νεανικού Βιβλίου καθώς και της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου.
Έφυγε από τη ζωή στις 17 Δεκεμβρίου 2021

 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

1. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, 1978, ποίηση
2. ΗΡΩΙΚΟΙ ΑΠΟΗΧΟΙ,1983, ποίηση
3. ΑΧΡΟΝΗ ΦΥΣΗ,1988, ποίηση
4. Γράμμα στον Αγνοούμενο,1997,ποίηση για νέους, κρατικό βραβείο Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου
5. Στον Κρατήρα του Ηλιου,1999, πανελλήνιο βραβείο του περιοδικού «Νουμάς»
6 Τα φκιόρα της πικραθασιάς, 2003, ιδιωματική ποίηση
7. Η πόρτα μου ήτανε μεράντι,2004, ποίηση για νέους, κρατικό βραβείο Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου
8. Αριες του Περασμένου Καλοκαιριού,2007, ποίηση
9. Τραντάφυλλατζιαγκάθκια,2009 ,ιδιωματική ποίηση
10. Ανάδρομη Πλεύση, ποίηση 2010-1965, Λευκωσία 2011 (Συγκεντρωτικός τόμος)
11. Σε κλίμακα ελάσσονα 2015, εκατό χαϊκού
12. Σε γνώριμες Ράγες Σονέτα 2018 Εκδόσεις Γερμανός
13. Ως άνεμος καματερός ποίηση 2021 Εκδόσεις Γερμανός

ΠΑΙΔΙΚΑ ΝΕΑΝΙΚΑ

1. ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑΤΑ,1992, ποίηση για παιδιά, βραβείο Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού-Νεανικού βιβλίου
2. ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΕΣ,1994, ποίηση για παιδιά, βραβείο Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού- Νεανικού βιβλίου
3. Της Γης μου οι Αντίλαλοι,1997,ποίηση για παιδιά, βραβείο Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού-Νεανικού βιβλίου
4. ΚΑΤΕΒΑ ΦΕΓΓΑΡΑΚΙ ΝΑ ΠΑΙΞΟΥΜΕ ΚΡΥΦΤΟ,2002, ποίηση για μικρά παιδιά, κρατικό βραβείο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου
5. Η ΦΟΥΡΝΑΡΟΠΟΥΛΑ ,2002, παραμύθι για παιδιά
6. Άιμάτια γιαλλουρούδια, άι πόδια πεταλλούδια,2002, δέκα μύθοι
7. Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝΗ, 2006, παραμύθι για παιδιά, τιμητικός κατάλογος ΙΒΒΥ
8. Το τζιτζίκι παίζει ντέφι,2008, ποίηση για παιδιά
9. Ταξίδια Μαγικά στο Χτες, 2008, μικρές ιστορίες
10. Το τραινάκι τραγουδάει Χάι Κου- Χάι Κάι, 2011, ποίηση για παιδιά
11. Χρώματα κι Αρώματα, 2011,ποίηση για μεγάλα παιδιά, βραβείο ΚΣΠΝΒ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

1. ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ,2004, λαογραφία

.

.

 

ΩΣ ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΜΑΤΕΡΟΣ (2021)

Μέρος Α
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ

ΥΠΟ ΚΑΛΥΨΗ ΠΟΙΗΤΗΣ

Δεν ήταν
παρά ένας υπό κάλυψη ποιητής
Τις μέρες κυκλοφορούσε ανάμεσά μας
απαρατήρητος
ένα συνηθισμένο ανάστημα
Μια αδιόρατη κόψη στο μεσόφρυδο
μια ανεπαίσθητη φλόγα
στις κόρες των ματιών
Όμως τις νύχτες
ω τις νύχτες
ψήλωνε δυο μέτρα πάνω από τη γη
ολάκερος ένα κύμα παφλάζον
σε φουρτουνιασμένη θάλασσα
μια ανεξέλεγκτη πυρκαγιά
στον δρυμό της ψυχής του
Κανείς μας δεν έμαθε ποτέ
πού τον ξέβρασε η θάλασσα
ή πότε τον εξαΰλωσε η φωτιά

ΦΛΟΓΕΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Οι άνθρωποι που πέρασαν από in ζωή σου
όλοι αυτοί που γνώρισες
μικρές αδύναμες φλογίτσες
που ενδημούν
στις παρυφές της μνήμης σου
Πού και πού εισβάλλουν στον χώρο σου
μέσα από λόγια
θολές εικόνες και ήχους
μέσα από χειρονομίες και γέλωτες χαράς
μέσα από οδυρμούς και κλάματα του πόνου
Άλλοτε πάλι σ’ ακολουθούν
στις καθημερινές σου αποδράσεις
σηματοδοτούν τα βήματα σου
και ξαναχάνονται στα άδυτα του χρόνου
Για να γυρίζουν ξανά και ξανά
όλο και πιο αδύναμες
όλο και πιο φευγάτες

ΕΡΩΤΗΜΑ

Κι εσύ λοιπόν τι κέρδισες
από εκείνον τον αισθησιακό χορό
προς τέρψιν του Ηρώδη;
Ένα αραχνοΰφαντο ματωμένο πέπλο
κι ένα κομμένο κεφάλι
σε ασημένιο δίσκο
στοιχειώνουν από τότε τις μέρες
και τις νύχτες σου
θύμα κι εσύ
μιας καλοστημένης πλεκτάνης
το μεγαλύτερο ίσως θύμα
αφού στο διηνεκές
θα κουβαλάς σ’ αυτό τον δίσκο
τα ολόγυμνα μάτια
και το αίμα των αθώων

ΤΟ ΑΘΩΟ ΠΑΙΔΙ

Το αθώο
ίο ξέγνοιαστο παιδί
κρύφτηκε πίσω από ρυτίδες
και χλωμά μάγουλα
Όμως τις νύχτες σεργιανά
στις όχθες των παραμυθιών
στις ξύλινες κούνιες αλλότριου τόπου
στις αλάνες των ξεπεσμένων καλοκαιριών
στο ραγισμένο πιάτο με το στάρι
του άφαντου Άι Βασίλη
στο άδειο πορτοφόλι
που πιστεύει ακόμα στα θαύματα
Το αθώο
το ξέγνοιαστο παιδί
κυκλοφορεί μόνο τις άγρυπνες νύχτες
Τις μέρες
τρώει με αγωνία τα νύχια του
μήπως και γδάρουν την ψυχή του

ΣΤΟ ΠΕΡΙΓΙΑΛΙ

Στο μυστικό ακρογιάλι του Σεφέρη
βρεθήκαμε κι εμείς το δειλινό
όμως δεν ήταν άσπρο περιστέρι
παρά ένα πουκάμισο αδειανό

Γραφή δεν ήταν στην ξανθή την άμμο
μήτε και φύσαε μπάτης δροσερός
φύκια νεκρά μονάχα ήσανε χάμω
κι ανταριασμένος έκλαιγε ο καιρός

Πήραμε τη ζωή μας λάθος;
Το περιγιάλι πλάνη απατηλή
μες στου μυαλού το άπειρο βάθος;

Μα η καρδιά από μέσα σου ομιλεί
πως της ζωής το έμβιο πάθος
πάντα σαν τον τυφλό θα σ’ οδηγεί

ΣΤΙΧΟ-ΜΥΘΙΕΣ

Κι όμως
το κορίτσι απ’ το Νεπάλ
στην αρχή χαμογελούσε
κι ανθούσαν οι ουρανοί

*

Τόσα πολλά όνειρα
πώς να χωρέσουν
σε μιαν ελάχιστη στιγμή
του αιωνίου

*

Ανάμεσα φωτός και σκότους
κράτα το φως
κι ας καίει

*

Άκου λοιπόν καμιά φορά
πώς μοιάζει η σιωπή
με μελωδία

*

Σκόνη ήταν
από μιαν άλλη εποχή
σκόνη ήταν
και την ξέπλυνε η βροχή

*

Η μικρή Αισέ
μες τα χαλάσματα
φορούσε μια κούκλα φαλακρή
κι ένα φουστάνι δανεικό

*

Φλεγόμενη βάτος
καιόμενη βάτος
αλήθεια δεν ξέρω
τι ήταν τελικά

Μέρος Β
ΠΑΛΙΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ

ΕΙΧΕΣ ΜΙΑ ΖΕΣΤΑΣΙΑ
(της γιαγιάς που γνώρισα)

Είχες μια ζεστασιά στις φούχτες σου
που ολημερίς ιδρώνανε
για το κομμάτι το ψωμί
και το φασμένο ρούχο
Και μια σιγουριά στο βήμα σου
που ηχούσε στις πλάκες της αυλής μας
σαν το φτερούγισμα του αρχάγγελου
τις νύχτες του χειμώνα
Τώρα πια
σε σημαδεύει ένας λευκός σταυρός
και μια φωτογραφία εποχής
που ξεθωριάζει λίγο-λίγο
βορά στους χειμώνες
και στα αμείλικτα καλοκαίρια
αυτού του τόπου
Λεπτομέρεια:
ετών εκατό

1970

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Μια δέσμη φως στα αυλακωμένα πρόσωπα
σαν τον απαλότατο ασπασμό του ήλιου
στην πόρτα μας που σημαδεύει τη θάλασσα
Και μια σταγόνα δάκρυ
δεμένη σε λευκό μαντίλι
που ανεμίζει στην παλάμη τ’ ουρανού
για κάτι τόσο μικρό
έως κόκκου σινάπεως

Το σπίτι σου αδελφέ μου
είναι μικρό για να χωρέσει μια ψυχή
Το ψωμί σου έχει μια γεύση δάκρυ

και την αλμύρα του ιδρώτα
Στα παγωμένα χεράκια των παιδιών σου
ψάχνω επίμονα τον τύπο των ήλων

1965

ΠΟΥ ΠΑΣ

Πού πας
Στ’ όνειρο και στον άνεμο καβάλα
πού φεύγεις;
Σε ακολουθούν οι μέρες μου
που δεν πρόλαβαν να ζήσουν
σε ακόλουθά το γέλιο μου
που δεν πρόλαβε να ανθίσει
μικρή ανεμώνη
φυτρωμένη σε άνυδρο βράχο

1970

 

.

 

ΣΕ ΓΝΩΡΙΜΕΣ ΡΑΓΕΣ  (2018)

ΣΟΝΕΤΑ
Α΄ΜΕΡΟΣ

Θα φύγω

Θα φύγω είπες με το πρώτο
για κάποιον άγνωστο βορρά
μα είσαι ακόμα εδώ στο νότο
δεσμώτης γι άλλη μια φορά.
Θα φύγω είπες δίχως άλλο
δε θέλω τίποτα από δω
μα το ταξίδι σου μεγάλο
χωρίς διεύθυνση κι οδό.
Κι όλο καμώνεσαι πως φεύγεις
κι όλο από δίπλα σου περνάς
μόνο στα λόγια να ξεφεύγεις
με αυταπάτες να κερνάς
ζωή που δεν τη διαφεντεύεις
και λίγο-λίγο να γερνάς.

Η πόλη

Σε σημαδεύουνε σαν βέλη οι κεραίες
τανάλιες σφίγγουνε το νου
βρισιές και χάχανα παντού
οι μεθυσμένες σαν ξεχύνονται παρέες.

Μες στα φτηνά της τα αρώματα η πόλη
στα πεζοδρόμια ξενυχτά
γίνεται σκύλα κι αλυχτά
φαρμακερό γίνεται φίδι και σε ζώνει.

Κι όλο ετοιμάζεις μια βαλίτσα για να φύγεις
σαν θα το φέρει ο καιρός
και τα φτερά τα μουδιασμένα σου ανοίγεις

ίσως πετάξεις χαρταετός
λαθρεπιβάτης μ’ ένα σπάγκο να ξεφύγεις
σε κάποιο σύννεφο φωτός.

Μα τα παιδιά

Πώς χάθηκε η λάμψη από τα μάτια
το φως που σεργιανούσε στη μορφή σου
ρημάξανε της νιότης τα παλάτια
με τα βασιλικά του παραδείσου.

Η στενωπός του ορίζοντα μπροστά σου
πίσω η λεωφόρος με τα φώτα
φλόγα που τρεμοπαίζει η καρδιά σου
για τα παλιά, τ’ αλλοτινά, τα πρώτα.

Μα τα παιδιά δεν έπαψαν να παίζουν
στις ίδιες τις δικές σου τις αλάνες
και σαν ζαρκάδια ολόγυρα να τρέχουν.

Χαρταετούς στον ήλιο να πετάνε
όμοιες χαρές και όνειρα να γνέθουν
με τη φωνή, φωνή σου να μιλάνε.

Το σονέτο του αλμυρού νερού

Απλώθηκε μετά μια συννεφιά
και τα πουλιά λουφάξανε στα δέντρα
μικρό παιδάκι τη ζωή του εκέντα
στον άσπρο τον καμβά μια ζωγραφιά.

Μαύρα τα καραβάκια στη σειρά
τον ήλιο ένα πύρινο καμίνι
κάπου να επιπλέει ένα παιγνίδι
και τα νερά ζωγράφιζε αλμυρά.

Κι ύστερα τραγουδούσε ολονυχτίς
χωμένο σε μιαν άγνωστην αγκάλη
απόκοσμο τραγούδι της ψυχής

και έλεγε για τα χαμένα κάλλη
για την καυτή την άμμο μιας ακτής
για τη μικρή ζωή που δεν είν’ άλλη.

Νυχτερινός μονόλογος

Απ’ τον αυχένα ενός άλλου ουρανού
κρεμάστηκε ολοφώτεινο φεγγάρι
στα μονοπάτια τα απόκρυφα του νου
ασύγγνωστο παιδί να σουλατσάρει.

Να καταγράψει με ρολόι ρυθμικό
τις ώρες τα μεγάλα σου τα βράδια
της αγρυπνίας σου να παίρνει το σφυγμό
από μια δεύτερη καρέκλα άδεια.

Ένα κοκόρι από μακριά να διαλαλεί
πραμάτειες και καθέκαστα της μέρας
κι απ’ τον φεγγίτη η ζωή να σε καλεί

της Αμαλθείας φέροντας το κέρας
το σιντεφένιο της ν’ απλώνει το χαλί
να κρύβει τις σκοτούρες της εσπέρας.

Η αναχώρηση του ποιητή

(του Θεοκλή Κουγιάλη)

Έφυγε λένε ο ποιητής το βράδυ
το χέρι του γραφίδα και στυλό
στα μάτια του ξαπόστασε ένα χάδι
στα χείλη του χαμόγελο δειλό.

Οι λέξεις τριγυρνάνε στα σκοτάδια
ψάχνοντας ένα ποίημα γυμνό
στα σκονισμένα του καιρού τετράδια
στις κόγχες των ανήκουστων λυγμών.

Ω ποιητή των εύμορφων γραφών
τα σύνορα η ζωή δεν τα ορίζει
κι εγώ την άλλη όψη ιχνογραφώ.

Την μέσα όψη σου που κατακλύζει
του μέλλοντος αιώνος το παρόν
τον ζώντα λόγο που σε καθορίζει.

Περίκλειστη πόλη

(Αμμόχωστος)

Μέσα απ’ τα σπίτια δέντρα έχουν φυτρώσει
ως να κρατάνε τους απόντες αγκαλιά
κι η πόλη από τ’ ατσάλινο της κρόσσι
βγαίνει τις νύχτες με τ’ ανύσταχτα πουλιά.

Χέρσα τα λόγια στις αυλές του πόνου
-πού V το φρουκάλι, το φαράσι μας γιαγιά;-
Αύριο, μεθαύριο, του άλλου χρόνου
κουβάρι ο μίτος και ξεφτίζει στη σπηλιά.

Μα πάντα μια Αριάδνη θα προσμένει
ένα Θησέα απ’ το λαβύρινθο να βγει
και τον νεκρό Μινώταυρο να σέρνει.

Κι από την άγια θάλασσα τη γαλανή
ούριος άνεμος σκαρί να φέρνει
και ν’ ανεμίζει ένα κατάλευκο πανί.

Το δέντρο του αγνοούμενου

Οι μυροφόρες του μικρού συνοικισμού
στου δέντρου επάνω τα χλωμά κλωνάρια
-καρτερικές Μαγδαληνές του γυρισμού-
κρεμάνε του καημού τα θυμητάρια.

Κι όπως ο άνεμος βογκά μες τις βραγιές
και κίτρινα ανεμίζουνε τα υφάδια
ίδια με ξεσκισμένες μοιάζουνε καρδιές
στοιχειώνοντας τα άυπνα σου βράδια.

Το νυχτοπούλι στην κορφή του θρηνωδεί
αετίνα τις φτερούγες ξεμαδάει
κι αντιλαλεί απ’ άκρου σ’ άκρου η οιμωγή.

Η μέρα σκεφτική παραμιλάει:
μες την ασώματη σιωπή στη στέρφα γη
σκοπιά ο αγνοούμενος φυλάει.

Ρεμβάζοντας

Εδώ η θάλασσα απλώνει την ποδιά της
ως τ’ ουρανού το πιο ψηλό μπαλκόνι
τον ήλιο διαθλά στα λαγαρά νερά της
κι αμμοβολεί τη νύχτα που ζυγώνει.

Απ’ του ορίζοντα τη μακρινή πατρίδα
και της ζωής την γλιστερή τη σκάλα
λες και σαν όνειρο μου φάνηκε πως είδα
του κόσμου τα μικρά και τα μεγάλα.

Την ανηφόρα, τον ιδρώτα και το κλάμα
τον θάνατο εκλειπτικό φεγγάρι
την εγγενή μας χαρμολύπη και το δράμα

του έρωτα την υπερκόσμια χάρη
να υφαίνει της αέναης ζωής το θάμα
με μια σαΐτα και χρυσό υφάδι.

.

Β’ ΜΕΡΟΣ
ΣΟΝΕΤΑ ΣΤΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ

Η Παναγιά η Αφέντρικα

Έφκην η Παναγιά η Αφέντρικα
ολονυχτού που τα Καρπάσια
τζι ήρτεν ποδάξω γιαν την πέρτικαν
όπως που να την εφαράσαν.

Τα πόθκια της ούλα που τρέμασιν
που τον πολλύν τον ποσταμόν της
εμοιρολόαν τζαι πααίννασιν
βροσσιή τα δάρκα των ποθκιών της.

– Έμπα σσω μου τζυρά τζι αρκόντισσα
βρόκκον νερόν να πκιείς να πνάαεις.
Τέθκοια λοής την καλωσόρισα

έγειρα μέσα στην ποθκιάν της
γιαν το μιτσίν μωρόν εμώρισα
τζαι έκλαψα τζι εγιώ μετά της.

Ρα μουζουρού του Μόρφου

Άρκον έλα μιτά μου ρα κορού
να πάμεν κατατζεί μερκάν του Μόρφου
να δώκωμεν γυρόν του περβολιού
να σε φορτώσω αθθούς πουπανωκόρφου.

Να τρέχουν μες τ’ αυλάτζια τα νερά
πουλιά να τζελαδούσιν στην αλάναν
να μπαίννουσιν να βρέχουν τα φτερά
τζαι ν’ αδονά η καμπάνα τ’ Άη Μάμα.

Να κατεβούμεν πέρα του βραμού
να μεν μας εσσιαστεί μμάτιν αδρώπου
μεν μας ακούσει φτιν του πασανού.

Τζαι μες τες ομορκιές τζείνου του τόπου
να πω τραούδιν κόρη του καμού
ρα μουζουρού για «δκιο βυζιά του κόρφου»

Απού το χάραμαν του φου

Έλα ττωρνόν απού το χάραμαν του φου
πριχού ψυσσιή πλασμάτου μας πισκάσει
κλούθα τον Κάρβαν τζαι το τζύμμαν του γιαλού
παθκιάν-παθκιάν να πάμεν το Καρπάσιν.

Φόρα παππέξω ρούχα μαύρα του πρεπού
να ρέξωμεν Πογάζιν, Βουκολίδαν
τον Αεονάρισσον, την Κώμαν του Γιαλού
τζαι την Λφέντρικαν την Παναγίαν.

Να ξηντιλήσω κόρη θάλασσες νερόν
να πλύννω με τα σιέρκα την καρκιάν τους
δέντρη, βουνούς τζαι κακοτράχαλα γυρόν

την πρωτινήν αρχαίαν ομορφκιάν τους
να αναστήσω όπως τζείνον τον τζαιρόν
που τζοίταζα στρουθίν μες την φουλιάν τους.

.

ΣΕ ΚΛΙΜΑΚΑ ΕΛΑΣΣΩΝΑ  (2015)

ΕΚΑΤΟ ΧΑΪΚΟΥ

ΤΑ ΚΛΑΣΣΙΚΑ

ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ

Στον άσπρο κρίνο
Ψίθυροι και μυστικά,
Η πεταλούδα

*

Η τριανταφυλλιά
Μαδάει τα πέταλα,
Αγκάθια μόνο

*

Απρίλη μήνα
Σκαρφαλώνουν στις ροδιές
Οι παπαρούνες

*

Στην πορτοκαλιά
Κοιμάται ο έρωτας
Άσπρα σεντόνια

*

Κίτρινα φύλλα
Φθινοπωρινή βροχή
Αρχή του τέλους

*

Χωρίς βαρκάρη
Τα νέφη ταξιδεύουν
Άγνωστοι δρόμοι

*

Χιόνια στον κάμπο
Ποιος να τινάζει πάλι
Τις αμυγδαλιές;

*

Πού τάχα φεύγουν
Τα μαδημένα φύλλα
Του Φθινοπώρου;

*

Και το ρυάκι
Τραγουδούσε στη βροχή
Ούτι το νερό

*

Λευκό το χιόνι
Στο βουνό των κοχυλιών
Και η θάλασσα;

*

Μια μελωδία
ξαγρυπνάει στο δάσος
να ‘ναι τ’ αστέρια;

*

Μπήκε στην καρδιά
Από τη χαραμάδα
Μια ηλιαχτίδα

*

Ορθό το δέντρο
Στη άγρια καταιγίδα
Στρώμα τα φύλλα

*

Άκου πώς γελά
Στ’ αυλάκι το νερό!
Πιο κάτω δέντρα

*

Κι όμως το δέντρο
Δεν είναι πια το ίδιο
Μετά τη βροχή

*

Σώπασε κι άκου
Χτυπήματα στην πόρτα
να ‘ναι η βροχή;

*

Το πρωτοβρόχι
Πώς ξέπλυνε τη σκόνη
Απ’ τη ψυχή μου!

*

Μοσκοβόλησε
Το μουσκεμένο χώμα
Πόσο ακόμα;

*

Άδειοι οι δρόμοι
Μάτια στα παράθυρα
Κρυφοκοιτάνε

*

Πέτρα στη λίμνη!
Αλλεπάλληλοι κύκλοι
Ρυτίδες καιρού

*

Αργά το βράδυ
Μονότονο τζιτζίκι
Με τυραννούσε

*

Οι χαρταετοί
Χάθηκαν στο άπειρο
Πρώτη του Μάη

*

Ένα λουλούδι
Χάραξε το σκοτάδι
Γλιστράει το φως

*

Μικρό κορίτσι
Χτενίζει τα μαλλιά του
Ετών δώδεκα

*

Ήσυχο δείλι
Το παλιό γραμμόφωνο
Στη διαπασών

*

Αφρός το κύμα
Στη λευκή ακρογιαλιά
Μαύρος ο βράχος

*

Μικρό μυρμήγκι
Σέρνει νεκρή αράχνη
Μακριά η φωλιά

*

Πάνω στην άμμο
Ζωγραφίζει το κύμα
Αυτοδίδακτο!

*

Μικρή γοργόνα
Αναζητεί στα βράχια
Τον Αλέξανδρο

*

Καλή σου μέρα
Οι γαλάζιοι ουρανοί
Βροντοφωνάζουν

.

ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Της νύχτας ήχοι
Μαζί μου ξαγρυπνάνε
Άκου! Τριζόνι

*

Της νύχτας ρίμες
Στις ρύμες του ουρανού
Ποιος τραγουδάει;

*

Το νυχτοπούλι
Έκλεισε τις πόρτες του
Νύχτα ή μέρα;

*

Μικρό φεγγάρι
Μες τα κλαδιά του δέντρου
Αποκοιμήθη

*

Τραγούδα νύχτα
Να κοιμίσω το παιδί
Που μ’ αγρυπνάει

*

Πέφτει τ’ αστέρι
Χρυσή γραμμή χαράζει
Την παλάμη μου

*

Και το φεγγάρι
Περπατούσε μαζί μου
Μαύρ’ η σκιά μου

*

Στο φως της λάμπας
Τσουρουφλίζει τα φτερά
Δεν το ήξερε!

*

Η νύχτα πέφτει
Κατράμι ο ουρανός
Ίχνος φεγγάρι

*

Γλυκό σούρουπο
Πώς πέφτει ανάλαφρο
Φωνή του γκιώνη

*

Ραγίζ’ η νύχτα!
Τι να θρηνεί η κραυγή
της κουκουβάγιας;

*

Τι παράξενο!
Να λάμπουν στο σκοτάδι
Τ’ άσπρα γιασεμιά!

*

Τις άσπρες νύχτες
Γιορτάζουνε τ’ αστέρια
Στρώνουν τραπέζι

.

ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ

Φυλακισμένο
Το πουλί μες το κλουβί
Μη με κοιτάς!

*

Τα χελιδόνια
Στων γερανών τις πλάτες
Λαθρεπιβάτες

*

Βουβά τα πουλιά
Το δέντρο κοιμήθηκε
Αύριο πάλι

*

Χτυπά καμπάνα
Και τρομάζουν τα στρουθιά
Το κυπαρίσσι;

*

Στα μανίκια του
Τρυπώσανε κοτσύφια
Φωλιά το σκιάχτρο

*

Σκιάχτρο και πουλιά
Φιλέψανε στο τέλος!
Λες το καπέλο;

*

Το ξεγέλασε
Μια πρώιμη Άνοιξη
Το χελιδόνι

*

Το καναρίνι
Μέρα νύχτα στο κλουβί
Τι τραγουδάει;

*

Η νύχτα μόνο
Τ’ αηδόνι του Σεφέρη
Γλυκοκελαδεί

.

ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ

ΚΡΑΥΓΕΣ

Σε περιμένω
Τις νύχτες της αγρυπνίας
Και της συλλογής

*

Φορώ το σώμα
Μοναδικό μου ρούχο
Και σε φωνάζω

*

Σπάζει κομμάτια
Ο αντίλαλος ήχος
Και αργοσβήνει

*

Άγονη πέτρα
Μαζεύει τα λόγια μου
Ξεψυχισμένα

*

Καμένα δέντρα
Τα χέρια ολάνοιχτα
Σε προσκαλούνε

*

Μα συ ακόμα
Με γλώσσα αρχέγονη
Μιλάς στ’ αστέρια

*

Κι όμως θα έρθεις
Σα δε σε περιμένει
Κανένας μας πια

.

ΕΡΩΤΙΚΑ

Όταν σωπαίνεις
Ουρανοί χαμογελούν
Βαθειά τα μάτια

*

Να ‘μουν αγέρας
Στα φύλλα της καρδιάς σου
Να ξαποσταίνω

*

Να ‘σουν θάλασσα
Κι εγώ το βοτσαλάκι
Στην αμμουδιά σου

*

Να ‘σουν ποτάμι
Κι εγώ μες τα νερά σου
Το αποκλάδι

*

Η ανάσα σου
Το χνώτο της Άνοιξης
Μες το χειμώνα

*

Αστέρια λάμπουν
Μες το βαθύ σκοτάδι
Είναι τα μάτια σου;

*

Κοράλλι π’ ανθεί
Κάθε χαμόγελο σου.
Βύθος θαλάσσης

*

Έλα κοντά μου
Ν’ ανθίσουν τα λούλουδα
Στην ορτανσία

*

Το φλέγον σώμα
Περίτεχνο όργανο
Σε συναυλία

.

ΕΠΙΛΟΓΟΙ

Καινούριοι κόσμοι
Μα τα δικά μου ρούχα
Έχουν παλιώσει

*

Φεύγουν τα χρόνια
Στα ημερολόγια
Που έχουν λήξει

*

Χρόνια που φύγαν
Μετράνε οι χαρακιές
Στο μέτωπό του

*

Χωρίς φεγγάρι
Ο σκοτεινός ουρανός
Και με πληγώνει

*

Το κοριτσάκι
Με την άσπρη κορδέλα
Μεγάλωσε πια

*

Το τραγούδι του
Ίσως το τελευταίο
Μα πού να ξέρει;

*

Το παλιό παλτό
Γερνάει στο ντουλάπι.
Κι εσύ μαζί του

*

Στα λασπόνερα
Η γέρικη ομπρέλα
Παραπατάει

*

Έλα μαζί μου
Το δρόμο δεν τον ξέρω
Μόνο σημάδια

*

Όταν σιγήσουν
Οι τελευταίες φωνές
Τότε να κλάψεις

*

Μικρός ο κόσμος.
Μια δράκ’ από μυρμήγκια
Σε αναζήτηση

*

Σκόρπισαν όλα
Τα λόγια σαν τα πουλιά
Που αποδημούν

*

Η άσπρη πόλη
Τα φλογάτα δειλινά
Πόσο μακριά μας;

*

Σε χαιρετάνε
Τα καθάρια πρωινά
Κι αναχωρούνε

*

Απλώνεις χέρια
Απλώνεις χαμόγελα,
Ποτέ δε φτάνεις

*

Οι καλή μέρες
Σκαλώνουν ανείπωτες
Στις καληνύχτες

*

Το μικρό παιδί
Στις πλάτες του σηκώνει
Τον μέγα κόσμο

*

Χειμώνας τώρα
Και κλείσαμε τις πόρτες.
Τρέχει η ζωή!

*

Σε ζεστά παλτά
Οι μέρες μας κλεισμένες
Ασφυκτιούνε

*

Μάτια της νύχτας
Στα ταβάνια τ’ ουρανού
Περιδιαβάζουν

*

Δώς’ μου τα χέρια
Μέσα στις παλάμες μου
Να τ’ αναστήσω

.

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΠΛΕΥΣΗ (2011)

Διαχρονικά-Αδημοσίευτα

ΠΟΙΟ ΓΛΥΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Ποιο γλυκό παραμύθι
σφαλνά τα μάτια σου
πλανιέται
δροσερός μαΐστρος
στα μαύρα ματόκλαδα;
Κι αυτό το χαμόγελο
που απλώνεται
ως τις κόρες των ματιών σου
ω, ένας ήλιος αυγουστιάτικος
στα κύματα του απέραντου σιτώνα
που τραγουδάν οι ώρες
τα δευτερόλεπτα του νου μου
μικρή αγάπη, Έλενα

1968

ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ

Αργούσες
Οι δικαιολογίες γέρασαν
– συνηθισμένες εκφράσεις –
τα λόγια φτώχυναν
κι η γλώσσα υποτάχτηκε
σ’ αυτά που η σκέψη ανασκαλεύει
τυραννικά
Λες και το έρμο το πουλί βουβάθηκε
τρομάζοντας την ίδια τη λαλιά του
κι ούτε για κλάμα
ή για χαρά
τολμά να κελαδήσει πια

1969

ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΣ

Μη με ρωτάς πως βρέθηκα
σ’ ένα πεδίο που εκπέμπει
στη συχνότητα «τύψεις»
σε μια συν-οικία που πνίγεται
με κάγκελα και μάνταλα
και απαγορευτικές ενδείξεις

1970

ΤΩΡΑ

Τώρα στα κλειστά μας παραθύρια
αποκοιμιούνται
τα δειλινά του χρόνου
και στη στέγη μας
το χιόνι πλάκωσε λευκό
τόσο λευκό
που δεν τολμάς να το κοιτάξεις με τα μάτια
και το γνωρίζεις μόνο
απ’ την αμείλικτη παγωνιά
που περονιάζει την ψυχή σου

1970

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Ψηλά κι όλο ψηλότερα
ένας ευνοϊκός άνεμος
κι ένας μακρύς σπόγγος τόσο αόρατος
θα ‘βαζες στοίχημα
πως πετά από μόνος του
Ένας πολύχρωμος χαρταετός
τόσο μα τόσο βιαστικός
θα μας κοιτάζει από ψηλά
δεδομένου του σπόγγου
κι ουρίου ανέμου

1981

ΜΑΘΗΜΑ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ

Εντιμότατε
δεν ξέρω βέβαια
πόσο έντιμος είστε
και διατελώ μεθ’ υπολήψεως
που δεν έχω ιδέα
πόσο σας υπολείπεται
Οσιολογιότατε
δεν ξέρω βέβαια
πόσο όσιος είστε
και προσκυνώ
ένας Θεός ξέρει
τι προσκυνώ

1981

ΣΩΜΑ Τ’ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Σώμα τ’ Αυγούστου
με δυο σκοτώστρες άρβυλα
με χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
κίβδηλα πρόσωπα
πως επανέρχεται
με προσωπεία τώρα απονενοημένων καιρών;
Τα μέτωπα ζάρωσαν
τα μάγουλα βυθίστηκαν στο χρόνο
τα σώματα φεύγουν δίχως σώμα
Κι εσύ
ένας ανέραστος μήνας
χωρίς ημερολόγια
χωρίς τις μικρές ή τις μεγάλες
μέρες σου
χωρίς τη μαγεία
της έκπαγλης νύχτας σου

Σώμα τ’ Αυγούστου
με τα χρυσά τα δόντια κρόταλα
σταμάτα πια
ν’ αποξερνάς σιδερικά και ρόπαλα
δεν σε μπορώ
με ανυδράργυρα θερμόμετρα
να μου μετράς τα όνειρα

1984

ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Μακρύς ο δρόμος του πηγαιμού
κι όλο να σκιάζεσαι
μη δε προλάβεις τη Θεά
Ήχος νερού

που αργοσταλάζει ολούθε της σπηλιάς
οσμή βουνού στα βράχια
κλωνιά και ρίζες αξεδιάλυτα
μα η συκή δεν εξηράνθη
Μην την είδατε την Αφροδίτη
άσπρο σεντόνι στα νερά;
Μιαν αχτίδα περίεργη
που τρύπωσε ανάμεσα στα φύλλα
κι αχνοφέγγει στον πάτο της σπηλιάς;
Μικρή ζαρκάδα γοργοκίνητη
με δυο αρμαθιές λουλούδια στην αγκάλη
να τρέχει αλαφιασμένη
στην άλλη άκρη του δρυμού;
Μη και την είδατε
μια χαδιάρα τρυγόνα
στο πέταλο της αροδάφνης
μ’ ένα φτερό της πεθυμιάς τρεμάμενο
να σέρνει πλουμιστό πουκάμισο
στην τραχηλιά του ήλιου;
Μη δεν την είδατε την Αφροδίτη
κι άδικο μείνει
το ταξίδι ως το Λατσί!

1989

ΤΑΦΟΙ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ

Ξένε
αυτός ο τόπος που πατάς κρατάει ακόμα
ότι απόμεινε από κάποιο βασιλιά
Κανένας τους
δεν άντεξε στο χρόνο
εξόν από την πέτρα
που διαφεντεύει το τοπίο
σκληρή
σαν την ανθρώπινη μοίρα
που τους ξεγέλασε

Κι αν θέλει ν’ αποτίσεις
κάποιο φόρο
τίμα τους άσημους και τους θνητούς
που μη όντες βασιλιάδες
όμοια μ’ εκείνους
είχανε μοίρα

1989

ΑΣΕ ΝΑ ΟΔΥΡΕΤΑΙ Η ΒΡΟΧΗ

Άσε να οδύρεται η βροχή
χειμώνες άλλους να θυμίζει
ζήλια να φλέγει το κορμί
ορμή νερού να μ’ αφανίζει

Άσε να οδύρεται η βροχή
χίλιες κραυγές να μ’ αγρυπνάνε
νάναι τραγούδι το φιλί
λιμιώνας η αγάπη να ναι

Άσε να οδύρεται η βροχή
χειμερινοί να ηχούνε θρήνοι
νυχτόβιος πόθος στο κορμί
η ανάσα ξέψυχη να σβήνει

2003

ΤΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ

Αληθινά, τι άλλο πια να πω
απόκαμε η καρδιά να περιμένει
μένει στο στόμα μου το σ’ αγαπώ
απόκριση βουβή και ξεχασμένη

Χειμώνιασε στου κόσμου τα στενά
στενάζουν οι ουρανοί και κλαίνε πάλι
άλλη δεν είναι νάρθει πια ξανά
αναστεριά από τούτη πιο μεγάλη

Αληθινά δεν ξέρω τι να πω
αποκαΐδια γέμισε το δείλι
η λύπη αντάρα σέρνει το χορό
ορχείται και κρατεί μου το μαντίλι

Μάιος 2003

.

 

ΑΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ (2007)

Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ

Η αγάπη μου κοιμήθηκε
και η μορφή του γαληνεύει
νεύει στ’ αστέρια και καθίζουνε
νερόκρινα στην κοίτη μας επάνω
πάνωθε λάμπουν οι ουρανοί
ανοίγουν παραθύρια και κοιτάνε
τα νέφη σκίζουν άγγελοι
αγγελικά και περπατάνε
ανεβοκατεβαίνουνε στη στέγη μας
μαζί του και μιλάνε
Ανέβα τη μεγάλη σκάλα
αλαφροΐσκιωτο πουλί
λύσε του έρωτα τα μάγια

ΑΡΑΧΝΗ

Ήσυχα πέφτει απόψε το σκοτάδι
αδιόρατο χάδι
διαχυμένο στις ρύμες του μυαλού
Αλλού σε ταξιδεύει
βήμα-βήμα
η μαύρη τρύπα
η παγερή της νύχτας
Ασήκωτη η μοίρα
μύρα φορά
αγκίστρια και δολώματα
Αράχνη γίνεται και γράφει
αφηρημένους κύκλους στο κενό
ενώ στραγγίζει στην καρδιά
η ακριβή του έρωτα μελάνη
Νύχτα ξηλώνει το πανί
ανήμερα το υφαίνει
φαίνει και σένανε μαζί

ΝΟΜΑΔΑΣ ΕΡΩΤΑΣ

Ήρθε με τους τρελούς βοριάδες
δέσμη από φως αλαργινό
νομάδας έρωτας δίχως βέλη
λειψός από φαρέτρες και φτερά
ερασιτέχνης ήρθε ραψωδός
Δώσε μου, είπε, το σώμα
Μα εγώ δεν είχα
Χάρισε μου την ψυχή σου, είπε
Πέρασα τα σαράντα κύματα
μα τα τυφλά πουλιά
λιανοπετώντας αντικρύ μου
μούσκλια σκορπώντας και κρωγμούς
μες του βυθού τις άγνωστες σπηλιές
εσώκλειστη κρατούσαν
σαν από χρόνια τη ψυχή μου

Ήμουν μικρό δεντρί και γέρασα

ΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Βουβό τ’ αηδόνι στα φυλλώματα
τα δέντρα τάφοι ωραίων
ονείρων που στοιχειώσανε
ανεμικά παράπονα μετρώντας
Άσμα δεν είναι πια κανένα
να τραγουδήσει ο ποιητής
τις νύχτες με φεγγάρια
Άρια του περασμένου πια καλοκαιριού

ΟΤΑΝ ΕΦΕΥΓΕΣ

Όταν έφευγες
έσταζε έρωτα η σελήνη
η νύχτα στέκονταν γυμνή
μνήμη του πόθου που πληγώνει
Όνειρο τ’ άστρα όπως τσακίζονταν
ανεμίζοντας σκόνη από χρυσάφι
Άφησε είπα να σ’ αγαπήσω
ίσως δεν είναι να γεννηθώ ξανά
Ανασήκωσε το κεφάλι
λυσίκομη η νύχτα και με κοίταξε
ξένα τα μάτια
ξένα τα βλέμματα
αίματα

ΕΛΑ

Η νύχτα πήζει τώρα
ώρα την ώρα τα σκοτάδια της
άδεια της ειμαρμένης τα χαμόγελα
Ελα, μου γνέψουν οι ωραίοι αγαπημένοι
Μένει το ναι στα χείλη μου να κρέμεται
τεφρή κατάφαση
ύστατο σέλας θανάτου

ΣΒΗΣΜΕΝΑ ΛΥΧΝΑΡΙΑ

Μη μιλάς άλλο
αλλόκοτη η φωνή σου ανήκουστη
στείρα πηγή το στόμα
Στο μάτι ορθρίζει ακόμα
ο μακρινός ορίζοντας
όντας επέρναγες παιδί τους ύφαλους
άλλους να ψάχνεις αγγέλους
Γελούσε ο Θεός
στις φτέρουγες πατώντας των ανέμων
μοναχικός πολίτης
στο γυάλινο ουρανό
Ανώφελο τώρα να κυνηγάς τις χίμαιρες
οι μέρες τρέχουν σαν νερά
ανέραστες παρθένες βιαστικές
και συ με τα σβησμένα σου λυχνάρια
χνάρια γυρεύεις τάχα
άλλων χαμένων ερώτων;

Η ΑΛΛΗ ΧΩΡΑ

Ο ήλιος τώρα βιαστικά
κατρακυλά στην κατηφόρα
ραγίζοντας στα δυο τη δύση
Σηκώνει στις ξαναμμένες πλάτες του
του δρόμου τα σημάδια
αδειάζει πύρινα τα χρώματα
άτακτα σχήματα τρελά
ελάφια αλαφροπάτητα
τάχα πως τρέχουν να προλάβουν
Βουνά μου παραστέκουν μακριά
ρυάκια και ρηχά νερά
Ράθυμα σκλήθρα γύρω μου
μου γνέφουν και τ’ ακολουθώ
θόλους ανοίγοντας για να περάσω
σώμα διάφανο μες την αχλή
λιτός, ατάραχος διαβάτης
της άλλης χώρας

ΓΥΑΛΙΝΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ

Όνειρο ο κόσμος
όσο ιριδίζει η μέρα μες τα μάτια του
του χρόνου ιχνογραφώντας τις στιγμές
Μεσούρανα θροΐζουνε τα λόγια ,
λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ
ερωτικές κραυγές που σπάνε
ανέλπιδα στους τοίχους
στους στίχους σπάνε
ανέκφραστων κι αλλόφωνων γραφών
Φωνές που σέρνονται στα χείλη
λιπόψυχοι ήχοι μακρινοί
οι τέλειες φράσεις της σιωπής
πισθάγκωνα δεμένες στο ζυγό
του γυάλινου ουρανού

Τώρα κιτρινισμένη γέρασε η γραφή

ΑΣ ΤΟ ΔΩ Τ’ ΩΡΑΙΟ ΣΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟ

Ας το δω
στων ονείρων τ’ ακροδάκτυλα
τ’ ωραίο σου πρόσωπο
στο παλλόμενο πράσινο φύλλο
στο ατάραχο
το άχρωμο νερό

Τώρα με τους νεκρούς μου ζω
να ‘ρχονται αμίλητοι και φευγαλέοι
σχεδόν αόρατοι
σχεδόν ωραίοι
Τους ψηλαφίζω
με άλλα ανάλαφρα χέρια
μ’ αέρινα μάτια τους χαϊδεύω

Ας το δω
στης φωτιάς την αλλόφρονη φλόγα
τ’ ωραίο σου πρόσωπο
στου έσχατου ορίζοντα την κόψη
λευκό
κεκαθαρμένο φως

ΔΕΝ ΜΕ ΓΕΛΟΥΝ ΕΜΕ

(Του Ανδρέα Πετρίδη)

Δεν με γελούν εμέ
οι κραυγαλέες των χειλιών σου αναλαμπές
των οματιών σου η θλίψη με συνθλίβει
Αχ η αυγή
κομμάτι αυγή
να ξέπεφτε στα μάτια σου
κι ως φλόγα να ραγίσει το γυαλί
σχισμή ν’ ανοίξει στο παράθυρο
να’ μπει ο Απρίλης
να φωλιάσει μες τα ρόδα
να σκαρφαλώσει
αγκάθι-αγκάθι το παιδί

.

Η ΠΟΡΤΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΜΕΡΑΝΤΙ (2004)

(ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ)

«Θέλω να δω το σπίτι μου» δήλωνε χωρίς περιστροφές, όταν άνοιξαν τα σύνορα. Οι άνθρωποι συνωστίζονται από το χάραμα στα σημεία εισόδου, περιμένουν ώρες μέσα στο λιοπύρι. Εικοσιεννέα χρόνια συμπυκνωμένα στο σήμερα. Όνειρα απλά κι ανθρώπινα που αρνούνται να ξεθωριάσουν, παρά μόνο περιφέρονται από το ένα σημείο εισόδου στο άλλο, αναζητώντας την πόρτα για τον παράδεισο που η καρδιά κι ο νους συντηρούν σα σε φωτογραφία, ανάλλαχτο.

«Θέλω να δω το σπίτι μου». Εικοσιεννέα Ιουλίου δυο χιλιάδες τρία, εικοσιεννέα χρόνια μετά το ξεριζωμό, η Άννα, καθισμένη στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, αρχίζει το πιο μεγάλο ταξίδι της ζωής της, ξετυλίγοντας ένα κουβάρι νήμα την ιστορία της. Τόσο ήρεμη που της πέφτουν τα πράγματα από τα χέρια. Τόσο ήρεμη που της χύνεται το νερό από τη μικρή παγωνιέρα που κουβαλά. Τόσο μα τόσο ήρεμη. Η διαδρομή οδηγεί χωρίς πολλά λόγια στην κατεχόμενη γη.

Τα μάτια της τώρα βρίσκονται σε εγρήγορση. Κατοπτεύει το τοπίο, τα χωριά, τους δρόμους που άλλαξαν. Το βλέμμα της αμολημένο βοσκά στην ανοιχτή πεδιάδα, ανιχνεύει τις μπάλες του σανού κι αγκομαχά στ’ αντάκια με το θερισμένο στάρι. Όπου να ’ναι θα φανεί η πόλη.

* * *

Δεν είναι αυτό το σπίτι μου σας λέω
Εγώ είχα ένα κλήμα στην αυλή
βέρικο
Η πόρτα μου ήτανε μεράντι
-ξύλο πρώτης ποιότητας –
με δυο μικρά παραθυράκια στα πλάγια για τον αέρα
Ύστερα
στο σπίτι εμπρός
δεν είχαμε κανένα πεύκο
μήτε κι ελιά στο πεζοδρόμιο
ούτε κι αυτό
το θεόρατο κυπαρίσσι στο πλάι
Ε, ναι
τα παράθυρα ήτανε βαμμένα
σε γκρίζο χρώμα σαν κι αυτά
μα πάλι το δικό μου σπίτι
χώριζε με χαμηλό τοίχο
κι από κει μιλούσα με τη γειτόνισσα
-ανταλλάζαμε κάποτε και φαγητό –
Δεν είναι αυτό το σπίτι μου σας λέω
Εγώ το είχα μόλις χτίσει
κι ήταν ολοκαίνουριο
Ε, ναι
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε
και φυσικό να έχει παλιώσει
Μα πάλι
πού πήγε η μικρή τζαμαρία;
πού πήγε το κοτέτσι
στο πίσω μέρος της αυλής;
-είχαμε κουνέλια και κότες –
Ναι, ναι
Εγώ είχα κι ένα μικρό υποστατικό
για πλυσταριό
-τώρα θυμάμαι –
και δεν είχα αυτό το φουρνάκι στη γωνιά
Μπορεί όμως και να’ ναι το σπίτι μου
Το μπάνιο έχει το ίδιο χρώμα
κι οι πάγκοι της κουζίνας ήτανε άσπροι σαν κι αυτούς
Και το σέντε κάπως έτσι με την ξύλινη πορτούλα
Γεννησαρέτ 3Α
αυτή ήταν η διεύθυνση
Μα εδώ γράφει οκτώ
κι η οδός εκεί
μου είναι άγνωστη
Ένα ή δυο στριψίματα
από τ’ ανώι του Αλυπόλητου

Δεν είναι αυτό το σπίτι μου σας λέω
Τα σκαλάκια από το δρόμο
ήτανε μόνο δύο
– αν θυμάμαι καλά –
κι αυτές οι πέτρες στο περιτοίχισμα
θαρρώ δεν το’ χαμε φτιάξει έτσι
ούτε και είχαμε αυτή
την ξύλινη βεράντα στην είσοδο
τζαμαρία είχαμε
-ναι σας το ξανάπα αυτό –
Κάτι
κάτι μου θυμίζει
αυτό το σήμαντρο στην πόρτα
μα σας είπα
η δικιά μου ήτανε μεράντι
Μπορεί όμως και να’ vaι το σπίτι μου
Η γειτονία ήτανε καινούρια
Φτωχόκοσμος

Σ’ ένα οικόπεδο χτίζαμε δυο
κι είχαμε ένα κοινό τοίχο
Γι’ αυτό σας λέω
Ούτε και το πλαϊνό
μοιάζει με το σπίτι της Νίκης
Έζησα στο σπίτι αυτό
οκτώ ολόκληρα χρόνια
πώς είναι δυνατό να μη θυμάμαι
Πάρε τη Νίκη στο τηλέφωνο
Νίκη Κασάπη
Μα παντρεύτηκε μετά
κι ούτε που ξέρω το επίθετο της
Τι κάνεις τώρα;
Γυρίζεις πίσω
χωρίς να δεις το σπίτι σου;
Μπορεί όμως και να ’ναι το σπίτι μου
Μα πάλι
πώς έγιναν έτσι οι τοίχοι;
Τα παράθυρα
τα παράθυρα μου ήταν γκρίζα
– σας το ξανάπα –
αυτά εδώ
είναι έτοιμα να πέσουν
Κάπου εδώ ήτανε το σπίτι μου
Με δάνεια το χτίσαμε
κι ούτε που το είχαμε ξοφλήσει
Φτύσαμε αίμα
αλήθεια σας λέω
Παρκέ στα υπνοδωμάτια
σαν και τούτο
Στο σαλόνι μια διαχωριστική καμάρα
κάπως έτσι
Για την τραπεζαρία
ένα τετράγωνο τορνευτό τραπέζι
-της μάνας μου –
με τέσσερις τόνενες καρέκλες
κι η οκταήμερη νυφική μου φωτογραφία στον τοίχο
Κάπου εδώ ήτανε το σπίτι μου
Δυο στριψίματα από τ’ ανώι του Αλυπόλητου
δέκα λεπτά από την εκκλησία της Αγίας Ζώνης
Να το καμπαναριό
– περπατητή πήγαινα –
Λίγο πιο ψηλά
από το εργοστάσιο του Εύρηκα
λίγο πιο χαμηλά
από το Μαντζούρειο σχολείο
-το περάσαμε καθώς ερχόμασταν –
εκείνο με τους χρωματιστούς τοίχους
Πώς είναι δυνατό
να μη θυμάμαι;
Κάπου εδώ σας λέω
ήτανε το δικό μου σπίτι
Γεννησαρέτ 3Α

Αυτό είναι το σπίτι μου
λέει η φωνή της
από τα τρίσβαθα του Άδη
σπασμένη σαν ηχώ
σε διάσελα βουνών
Ναι αυτό είναι το σπίτι μου
Χωρίς τα κλήματα
χωρίς την πόρτα από μεράντι
χωρίς το κοτέτσι
χωρίς την οκταήμερη φωτογραφία
χωρίς το τραπέζι της μάνας μου
χωρίς
χωρίς
χωρίς
το σπίτι μου Γεννησαρέτ 3 A

* * *

Μπαίνει μέσα ξανά
σε αργή κίνηση
— Παναγιά μου βοήθα
βόηθα –
μουρμουρίζει σαν υπνωτισμένη
Μπορώ; ρωτά
Και στο γνέψιμο του Μεχμέτ
αρχίζει την ανάβαση
Τα μάτια της γλείφουν το πάτωμα
ακουμπούν δεξά ζερβά τους τοίχους
καρφώνονται στο ταβάνι
και πάλι απ’ την αρχή
πάτωμα
τοίχοι
ταβάνι
οι μεσόπορτες
ναι οι μεσόπορτες
τα παραθύρια
το σέντε με τη μικρή ξύλινη πορτούλα
-βρήκατε τίποτα
-όχι μπήκαν άλλοι πριν από μας
-μα κοιτάξατε; επιμένει
-ναι, κοιτάξαμε
Περπατά πάνω κάτω
στέκει μπροστά στο παράθυρο
και κοιτάζει στην αυλή
ξανάρχεται στο διάδρομο
ξαναπηγαίνει στην κουζίνα
-αφήσατε τους πάγκους με φορμάικα
λέει μονολογώντας
και ψηλαφώντας το άσπρο
ανασηκωμένο επικάλυμμα
Όσοι δεν ξέρετε τι είναι το φορμάικα
καιρός να μάθετε
Είναι συνδετικό επικάλυμμα
για πάγκους και έπιπλα
ανθεκτικό στις κακουχίες και στο χρόνο
γυαλιστό τόσο
που μπορεί να αντιφεγγίζει τις μνήμες
δέκα χιλιάδων πεντακόσιων εβδομήντα ημερών
-Αφήσατε και την πόρτα –
λέει ακουμπώντας στοργικά
την πόρτα της κουζίνας
Τα μάτια της συγκρατούν
σα δυνατός φράκτης την πλημμύρα
που ανεβαίνει σιγά σιγά
-Μπορώ; ρωτά
Μπαίνει μόνη στο μπάνιο
και κλείνει πίσω της την πόρτα
τάχα προς νερού της
Αργεί να βγει
Τα μάτια της
χαμηλωμένα στο πάτωμα
-Με πείραξε η σκόνη του δρόμου
θα νομίσει πως εξαπατά όλους
-Έναν καφέ, κάτι κρύο;
ρωτά η ραγισμένη φωνή
του ευγενικού Μεχμέτ
Γνέφει ναι με το κεφάλι
Τώρα οικονομεί τα λόγια της
-Ευχαριστώ που μ’ αφήσα …
Σπάει κομμάτια η φωνή της
-Να ‘ρχεσαι… όποτε θέλεις
-Δεν είναι εύκολο απαντά τάχα ήρεμα
και δεν ξέρεις αν μιλά για την απόσταση
ή για την ηλικία της
ή για την αντοχή της ψυχής
Σιγά σιγά
πέφτει μια ηχηρή σιωπή
στο μικρό προχώλ
Αμηχανία στα χέρια
που δεν ξέρουν πώς να φερθούν
αμηχανία στα μάτια
που σταθμεύουν στο κενό
Μια απόκρυφη συνομιλία
αρχίζει ανάμεσα στους δυο
-Αυτό εδώ είναι το σπίτι μου
-Κατοικώ εδώ είκοσι χρόνια
-Αυτό εδώ είναι το σπίτι μου
-Ήταν ερημωμένο, ξόδεψα πολλά
-Αυτό είναι το σπίτι μου
με δάνεια το ‘κτισα μονάχη μου
-Αν δεν το ’χεις προσέξει μεγάλωσα την κουζίνα
-Είναι το σπίτι μου
-Μπορείς να έρχεσαι όποτε θέλεις
-Το σπίτι μου
– Να μας ξανάρθεις
λέει δυνατά ο Μεχμέτ
και της γράφει το τηλέφωνο του
σ’ ένα κομματάκι χαρτί
Το διπλώνει και το φυλάει στην τσάντα της
-Να ξανάρθεις
επαναλαμβάνει η φωνή του Μεχμέτ
Κουνά το κεφάλι
με ακαθόριστο νόημα
Σηκώνεται
Το μπαστούνι αργό την οδηγεί στην έξοδο
-Να μου τηλεφωνάς λέει πάλι ο Μεχμέτ
Γνέφει ναι με το κεφάλι
Δεν έχει πια άλλα λόγια

Το αυτοκίνητο σκίζει την πεδιάδα ακολουθώντας τα βήματα του ήλιου.
Το νήμα τυλίγεται πάλι πίσω στην άτρακτο. Ο ήλιος βουτηγμένος σε χρυσόσκονη ταλαιπωρεί τα μάτια της. Τα κλείνει. Θαρρείς πως κοιμάται. Ησυχία. Μόνο η βουή του αυτοκινήτου ακούγεται αμυδρά καθώς ο ήχος σκορπά και χάνεται στην άπλα.

Δε νομίζω να ξανάρθω
ακούγεται ξαφνικά σίγουρη η φωνή της
από το πίσω κάθισμα
Δε νομίζω να ξανάρθω
Όλα εδώ έχουν αλλάξει
τίποτα δεν έμεινε όπως πριν
Ακόμα κι ο ήλιος
πιο κίτρινος μου φαίνεται
– αν είναι δυνατό –
εκτός κι αν δε θυμάμαι
Ο δικός μας ήλιος
γίνεται κόκκινος σα φωτιά
σαν πάει να δύσει Α
υτός εδώ θαμπός μου φαίνεται
Δε συμφωνείς κι εσύ;
Αλλιώτικος κόσμος
Τα πάντα αλλιώτικα
Κάπου εδώ ήτανε …
Να δεις τι ήτανε
Α ναι ένα εκκλησάκι
Κάνε σιγά
Κάπου εκεί στα δέντρα ήτανε …
Να δεις τι ήτανε…
Βάλε λίγη μουσική
Θες ένα μήλο
ζεσταθήκαν απ’ τον ήλιο
μα να βάλουμε κάτι στο στόμα μας
απ’ το πρωί τρέχουμε
να πάρω κι εγώ τα χάπια μου
Λίγο νερό να τα πάρω σιγά σιγά
-δεν κάνει να τα παίρνω μαζεμένα –
Δε νομίζω πως θα ξανάρθω
Να σας γράψω το σπίτι
μήπως και
άνθρωποι είμαστε
δεν ξέρεις τι γίνεται
καμιά φορά εκεί που είσαι καλά
Να θυμάσαι
Στο σέντε μέσα
έχω κρύψει όλα τα πολύτιμα
—ά, ναι, δε βρήκανε τίποτα —
Άνοιξε λίγο το παράθυρο
όχι κλείσε
με πνίγει ο αέρας
Γιατί δε βάζεις λίγη μουσική;
Λες να πηγαίνουμε σωστά;
Γιατί νομίζω πως πάμε πάλι πίσω;
Πρόσεχε τα σήματα μη χαθούμε
Ο ήλιος έδυσε
Βραδιάζει οπού να ’ναι
να βγούμε από δω
πριν νυχτώσει για καλά
Να βγούμε
Παναγιά μου βόηθα
να γυρίσουμε στο σπίτι μας

Ανοίγει την τσάντα
και βγάζει από μέσα
το διπλωμένο χαρτάκι του Μεχμέτ
-Κράτησε το, λέει
μπορεί και να το χάσω
έτσι που μπερδεύομαι ώρες-ώρες
Κι ύστερα
-Κοίτα τώρα
που ξέχασα να δώσω κι αυτά τα δώρα
Δε με θύμισες και συ
Μα πού να ‘ξερες
Ας είναι, κάπου θα χρειαστούν
Βγάζει τώρα τα γυαλιά και τα παπούτσια της
Απλώνει αναπαυτικά
το γέρικο σώμα
ακουμπά το κεφάλι
κι αποκοιμιέται
για το υπόλοιπο του ταξιδιού
του πιο μακρινού ταξιδιού
που έκαμε ποτέ η Άννα
στη ζωή της

.

ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ

1. ΤΡΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΤΖΙ ΑΓΚΑΘΚΙΑ (2009)

A…ΤΖΙ Ο ΤΟΠΟΣ ΓΕΡΗΜΟΣ

Oi τόποι εγερημώσασιν
απoύ τα πλάσματά τους
τα πλάσματα εσκορπίστησαν
μα ‘πήραν τους μετά τους

ΤΡΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΤΖΙ ΑΓΚΑΘΚΙΑ

Εκάμασιν τραντάφυλλον
με δίχα τα αγκάθκια
μα μεν θωρείς την δείξην του
την μυρωθκιάν αγκάθκια

ΕΙΠΕΣ ΕΝ ΝΑ’ΡΤΕΙΣ

Είπες εν ν’άρτεις τζι εν ήρτες τζι έκατσα τζ’ εκαρτέρουν
ώστι τζι εχάραξεν το φως τζι ακόμα τζείθθεμέρου

Μες το καμίνιν έγκρουζα τζι εζώνναν με τα φίθκια
μεν τζι ήτουν ούλλα ψέματα τζι εν μ’ αγαπάς π’ αλήθκεια

Ήρτεν η νύχτα τζι’ ηύρεν με τζι’ έππεσα να πεθάνω**
τον κόσμον επογνώμησα τζι εμέναν παραπάνω***

Είπες εν να’ρτεις τζι εν ήρτες μ’ ακόμα καρτερώ σε
τζι ούλλον τες στράτες ασκοπώ μεν τζαι φανείς χαρώ σε

* έχω μεγάλη έγνοια, φόβο
** απελπίστηκα
*** βαρέθηκα αυτό τον κόσμο

ΠΛΑΣΜΑΝ ΑΛΛΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Τ’ αμμάθκια σου εν θάλασσα τζύμματα τα μαλλιά σου
που πάσιν τζαι ξανάρκουνται τζαι φέρνουν με κοντά σου

Μαύρα πουλιά τα φρύθκια σου με τα φτερά αννοιμένα
σαν τζαι που σωζυάζονται στον ουρανόν για μέναν

Που σε θωρώ ζαλίζομαι σαν που ’χασα το φως μου
Να’ σαι π’ αλήθκεια τούν’ της γης για πλάσμαν άλλου κόσμου;

.

2. ΤΑ ΦΚΙΟΡΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΑΘΑΣΙΑΣ (2003)

Λαλούσιν η πικραθασ’ιά
πως έσ’ιει χάρην άλλην
όντας οι άλλες πορουβούν
τζαι ‘παντινάσσουν τζιαι λουβούν
τζιείνη ν’ αθκιεί καπάλιν

ΣΤΟΛΙΖΕΤΑΙ Η ΟΜΟΡΦΗ

Ήλιε μου χρυσήλιε μου με το χρυσαππαρίν σου
τζι η καματόβερκα χρυσή
πόμεινε της να στολιστεί
πο’ ν όμορφη τζιαι πρέπει της να φέγγει στο γυρίν σου*

Τζι’ εστάθην ο χρυσήλιος μου που πόρταν ως ξαπόρτιν
ρέσσει ο κόσμος τζι’ αρωτά
είντα’ σ’ιει ο ήλιος τζι’ εν βουττά;
Στολίζεται η όμορφη, λαλεί, τζιαι καρτερώ την

* στη θέση σου, αντί για σένα

ΜΕΝ ΜΕ ΚΟΛΑΖΕΙΣ

Μεν με κολάζεις άφοη με τα καμώματά σου
εγιώ γυρεύκομαι τζι αλλού
έσ’ιει που με παρακαλούν
μα’ν να ραεί η καρκιά σου

Εν έσ’ιει παίξε γέλασε κόρη με τον καμόν μου!
Κάλλιον να φύεις που τωρά
παρά να με καστιοράς
τζιαι φέτι τζιαι του γρόνου

Μα μεν σου κακοφαίνεστε τζι ένας Θεός το ξέρει
πως τούτα εν λόγια της οκκάς*
Εσού στα σ’ιέρκα σου κρατάς
τζι εμέν τζιαι το μασ’ιαίριν**

*δεν έχουν σημασία ή αξία
** με έχεις στο χέρι

ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΝ

Να μπόρουν να πεθάνισκα έναν κάρτον
νά’ στρεφα πίσω τον τζιαιρόν
να κάλαρα τζιαι τον Θεόν
την πόρταν να μ’ αννοίξει να ξανάρτω!

ΕΝ ΤΖΙΑΙ ΖΗΛΕΥΚΩ ΚΑΝΕΝΟΥ

Εν τζιαι ζηλεύκω κανενού
πάνω στον κόσμον τούτον
ζηλεύκω τζιείνου του πουλιού
δίχα φκιολίν λαούτον
που τζιελαδά που το πωρνόν
ίσ’ια με νήλιου δύσην
τζι εν έσ’ιει έννοιαν μήτε φό’ν
για βρέξει για σ’ιονίσει
είντα να πκιεί, είντα να φα
’ντα τόπον να μονάσει
ούλλες οι πέτρες εν φουλιά
τα δέντρη τζιαι τα δάση
Ζηλεύκω του τζιαι που πετά
που μιαν χώραν ως άλλην
με πασαπόρτιν αρωτά
με εισιτήριον φκάλλει

ΠΑΛΛΙΩΝΩ ΜΕ ΤΑ ΤΖΙΥΜΜΑΤΑ

Έναν πεζούνιν έκατσεν
μονάτζιν στον βραμόν μου
λυπητερόν το κλάμαν του
λυπητερόν το δειν του
όπως το πλάσμαν ένωθεν
θαρκούμαι τον καμόν μου
ακόμα τζιαι που λλόου σου
επόνεν με περίπου

Μ’ έναν πουλλίν πετούμενον
έπεψα σου μαντάτον
Παλλιώνω με τα τζιύμματα
τζι εν πόμακρα η ξέρη
χοχλοκοπά τζι η θάλασσα
τζιαι παίρνει με πουκάτω
μα έξερε πως εν να φκω
ότι τζιαιρός το φέρει*

*χωρίς αμφιβολία

.

 

ΣΤΟΝ ΚΡΑΤΗΡΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ (1999)

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Νερό
ατόφιο κρύσταλλο η σταγόνα
που διασπάται στο πρώτο φως του πρωινού
Χάραξε η πέτρα
το πρόσωπό της στη σιωπή
με κοφτερό λεπίδι
Αγύρτης άνεμος πετροβολά τα στήθια της
ύμνος ακάθιστος
ανάκουστος
ανάκρουστοι καιροί των λουλουδιών

Φωτιά κι η θάλασσα
με πυροφάνι καίει τη σάρκα της
νερό κι αλάτι στις πληγές της
Σε σκιάζομαι ηδονή
το ρούχο σου σκιάζομαι
πυρακτωμένο σίδερο να με τυφλώνει

Σφράγισε η νύχτα
τις φωλιές των αηδονιών
κατάχαμα κοιμάται το φεγγάρι
σώμα του έρωτα που απόκαμε
Πέρασε η νύχτα βήμα-βήμα τη σιωπή
βουλιάζει ολόκληρη
στην άμμο που γλιστρά
μέσα από δάχτυλα χεριών
Σκόνη
ο πόνος στις παλάμες
και τα σημάδια στις πατούσες
τις γυμνές από στολίδια
σκόνη

Μαρμαρωμένο χέρι το κλαδί
μια άφωνη τρομπέτα
σε στάση αναμονής
φυλλοβολεί τον Αύγουστο
στα χίλια δώματα του κράχτη που σιωπά
στα μύρια κλειστά στόματα
των άστρων

Σε σκιάζομαι σιωπή
τον ήχο σου σκιάζομαι
που στάλα-στάλα με διαβρώνει

ΡΙΠΕΣ

(Δερύνεια 1996)

Ριπές
στην καρδιά του ήλιου
που ανασηκώνει μεσούρανα ατσάλινα χέρια
ριπές
ατσάλι φονικό
στη φτέρνα του αητού
την ώρα της ημίθεης απογείωσης
Αίμα
Τα λόγια δεν κρατάνε πια
τα παίρνει ο άνεμος και φεύγουνε φτερά
τα λόγια δεν κρατάνε
Μόνο η ψυχή που δέρνεται μονάχη
μπορεί να σχεδιάζει παράλογα άλματα
μόνο η ψυχή που από μείνε
μπορεί να υπογράφει
με κόκκινο μελάνι
την τελευταία παράτολμη κίνηση

ΟΙ ΙΣΚΙΟΙ ΒΑΘΑΙΝΟΥΝ

Οι ίσκιοι βαθαίνουν
στο προσκεφάλι του ύπνου
Η εγκάθετη άρκτος
αχαλίνωτη καλπάζει στο χαλαρό στερέωμα
Αύρα ξεχύνεται κατά μόνας
στα πηχτά σκοτάδια του αμετάθετου χρόνου
που φωλιάζει στα κοιμισμένα φύλλα
Ανάλαφρο πετούμενο
ενδημεί
στις παρυφές των άπλετων δρόμων
κι άγρυπνά
για τις στιγμές που ξέφυγαν άπλερες
από τις χαραμάδες της πολύβουης μέρας

Νύχτα
τα μάτια αγίνωτων παιδιών
βγαίνουν απ’ την κρυψώνα του μέγα κόσμου
για να αποτάξουν τη σοφία τους
και να ξεμωραθούν λευτερωμένα
στους βόλους της αυλής

ΑΧΟΣ ΚΥΜΑΤΟΥ

Αχός κυμάτου
αλλόκοτος ήχος
κλεισμένος στα βάθη της πολύπαθης πέτρας
εδώ στο δικό μου ερημικό ακρογιάλι
που απολιθώνει τον ίσκιο μου
Εδώ τα χαραγμένα
κατακόκκινα μάγουλα της γης
αποστάζουν τον φλεγόμενον ήλιον
φορώντας κατάσαρκα
τo ένδυμα του πόνου
το δικό μου αλάνθαστο ένδυμα
Μια λάβα ανθός το κύμα και με καίει
μια λάβα ανθός το δάκρυ και με σβήνει
Αχός κυμάτου
αλλόφωνος ήχος
στους λόφους που αγρυπνήσανε μαζί μου
δε με χωράνε τα κοχύλια
δεν με χωράν οι βράχοι και στα σπήλιά
δε με χωράνε τα φαράγγια και τα πέρατα
δε με χωρά ουδέ κι η θάλασσα
που την κατάπιανε τα μάτια σου
παρθένα
και δακρύζουν

ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ

Στα μάτια ενός παιδιού θα ξημερώσω
μιαν αειπάρθενην αυγή
με ένα πετράδι αμέθυστο στην κόμη μου
κι ένα αλάνθαστο σπαθί
στο αστραφτερό θηκάρι
να ξεπληρώσω την οδύνη ενός ρηχού χαμόγελου
του μισοτέλειωτου παραμυθιού την πίκρα
να απαλύνω
Ορκίζομαι
στα μάτια ενός παιδιού θα ξημερώσω

ΒΡΟΧΗ ΤΟ ΦΩΣ

Πάγωσε η φλόγα στο μαγκάλι
και το φως
κατρακυλάει χορεύοντας στο μάρμαρο
φλέβα της γης που πάλλεται αδιάκοπα
Βροχή το φως
σε πλάγιους ήχους ανασαίνοντας
πλένει τα χώματα
τα διάσπαρτα χρώματα
λευκή σινδόνη στην κλίνη του ήλιου

Αιώρα
που σταμάτησε μετέωρη
στο διάσελο των μακρινών βουνοκορφών
με το παιδί να ονείρεται
σ’ ανάπαιστους στίχους

Βροχή το φως
στις διάφανες τις πόρτες των σπιτιών
στους διάφανους τοίχους
στις στέγες
στα παντζούρια
που αφουγκράζονται διάτρητους ήχους

Σε σκιάζομαι βροχή
το φως σου σκιάζομαι
που με διαλύει

.

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟ (1997)

Στον ανθυπολοχαγό
Πανίκο Παναγή
και σ’ όλους τους άλλους
αγνοούμενους του 1974
ελάχιστη μαρτυρία
και γραφή οδύνης

Βάρυνε η νύχτα
σα μολύβι στο στέρνο μου
και το κορμί μου ενέκρωσε
σε τούτη την κάμαρη
που την ορίζω πια
με τα καμώματα του νου και μόνο

Και να’ σαι τώρα
με τα λουλούδια της φωτιάς στα δάχτυλα
λαλέδες θα ’ναι
που παιδί τους μάζευες
κι όσο να φτάσεις
μαδούσανε στα χέρια σου
οι λαλέδες σου ’λεγα
δεν είναι για τα βάζα
παρά
για να στολίζει ο Θεός τους κάμπους

Και μπαίνεις και περπατάς με τα νερά
και τα βαριά σου τ’ άρβυλα
Οκτώβρης θα ’ναι και πρωτοβρόχι
«Βρέχει χιονίζει
τα μάρμαρα ποτίζει»
μπες μέσα σου ’λεγα
θ αρπάξεις καμιά πούντα
σι βροχές δεν είναι για παιγνίδι
παρά
για να ποτίζει ο Θεός τη γη
Κι αστράφτεις άξαφνα
στη σκοτεινή την κάμαρη
με το γαλάζιο φως
να κρέμεται στους ώμους σου
η στολή σου θα ναι
«κοίτα μάνα πως την κρεμμάς
μην είναι η τσάκιση στραβή»
Και να ’σαι από παντού
με τους λαλέδες
τα νερά
και το γαλάζιο φως
να προχωράς
να προχωράς
και να μη φτάνεις
γομάρι ασήκωτο στα πόδια μου
και δεν τα σέρνω
η καρδιά μου ορμά να σε πιάσει
να φύγει απ’ το κλουβί που την κρατά
να φύγει
να φύγει
να φύγει
και τ άσπλαχνο κουφάρι μου
ξυπνά

Λένε πως παντρεύτηκες εκεί μια δική τους πως έχεις σπίτι
και παιδί Μακάρι να το πίστευα και θα ’σερνα φωνή ν’ ακούσεις να ’σαι καλά όπου και να ’σαι γιε μου Εμάς δε μας πέφτει λόγος σε τέτοια θέματα πάντα το λέγαμε μια γυναίκα σου χρωστά ο Θεός και δεν έχει σημασία τ’ όνομά της να σ’ αγαπάει μόνο θέλαμε να σου στέκει σύντροφος θέλαμε και προπαντός να τιμά το στεφάνι της

Άλλοι λένε
πως είσαι σε στρατόπεδο κλεισμένος
μ’ άλλους πολλούς
πως έχεις ξεχάσει τη λαλιά σου
μέρα μπαίνει
μέρα βγαίνει
χρόνια που έπαψες να μετράς
πως ξέχασες ακόμα κι εμάς
αν είναι ποτέ μπορετό
να λησμονήσει ο άνθρωπος
το γάλα που τον βύζαξε

Μα κι έτσι να ’ναι κράτα
όσο κρατά ετούτος ο μακρύς χειμώνας
όσο να βγουν κι αυτά
τ’ απανωτά ζεστά μας καλοκαίρια
κράτα σου λέω
κράτα

Θέλω να ξέρεις πως ακόμα λαχταρώ με τα αυτοκίνητα που σταματούν έξω από την πόρτα μας στυλώνω τα μάτια μη σε δω να κατεβαίνεις Πως στον ύπνο μου απάνω αλαφιάζομαι ως να ’κουσα βήματα στην αυλή Πως φυλάω για σένα το τελευταίο σταφύλι στο κλήμα μην έρθεις χειμώνα και δεν έχω το φρούτο που αγαπάς Πως αλλάζω ακόμα τα στρωσίδια στο κρεββάτι να ’ναι καθαρά μην έρθεις νύχτα και στη χαρά μου δε βρίσκω σεντόνι να σου στρώσω Πως τρέμουν τα χέρια μου κάθε φορά που παίρνω γράμμα κι η καρδιά μου τρελαίνεται όσο να βάλω τα γυαλιά και να διαβάσω. Δεν είναι
από σένα Πού να τα βρει παραμιλάω το παιδί τα γραμματόσημα και περιμένεις γράμμα…. τρομάρα σου;

Μη μου στέλλετε άλλα γράμματα
μη μου στέλλετε άλλες κάρτες
Δεν αντέχω πια
να μελετώ τους αποστολείς
δεν το μπορώ να περιμένω
το επόμενο ταχυδρομείο

Γυρίζω ακόμα στους δρόμους ίσως και κάποιος κάπου σ’ έχει δει Και τρέμω μην σ΄ έχουν αλλάξει τα χρόνια κι αυτή η φωτογραφία δεν σου μοιάζει πια…
………………………………………………….

Σκούζει το πουλί
από τις χαραμάδες
των ένοχων ψυχών
που βολεύτηκαν
στον κλεμμένο παράδεισο
Φοράει για στέμμα
τα πατημένα στέφανα του γάμου
που δεν στέριωσε
το ράμφος του πληγή
που αποξερνά το αίμα
των σφαγιασμένων παιδιών
Πουλί μη σωπαίνεις
εν’ ονόματι Κερύνειας
εν’ ονόματι Αμμόχωστος
εν’ ονόματι
επωνύμων και ανωνύμων προγόνων
οδύρου

Μπήκα στα χρόνια γιε μου κι οι γέροι όλο θυμούνται και παραμιλούν μονάχοι τους Κοίτα τώρα τι θυμήθηκα η τρελή που σε μάλωνα που δεν καθόσουν να διαβάσεις και λέω τι να τα κάνει τώρα το παιδί τα Μαθηματικά που δεν τα ’παίρνε κιόλας τι να την κάνει τη Φυσική Μα τα Αρχαία και τα Νέα και η Ιστορία αυτά σου είναι χρήσιμα δεν είναι; Κόλλησε ο νους μου σε κείνο το ποδήλατο που ήθελες κι όλο στην αναβολή έπεφτε Θα ‘πρεπε να στο χα πάρει κι ας έμενε πίσω η κρεβατοκάμαρη της μικρής που τη χτίσαμε με τα χέρια μας κι άλλοι τη χαίρονται αν τη χαίρονται δηλαδή κι αυτοί γιατί πώς να χαρείς τη ξένη στρώση που κουβαλάει ακόμα τα χνώτα του αλλουνού και τα σημάδια του κορμιού στην πλάτη της; Το ποδήλατο που λες γιε μου το πήρα και στο ’χω φυλαγμένο κι όλοι μου λένε να το δώσω γιατί μεγάλωσες και δεν είσαι πια για τα ποδήλατα Τι ξέρουν αυτοί τι αξία έχει για μένα ένα ποδήλατο που το ’θελες τόσο

Αχ να μπορούσα
να σε γεννήσω ξανά
να φυλακίσω κάθε στιγμή σου
στις φτωχικές μου μνήμες
να ξαναπαίξω μαζί σου
τα παιχνίδια που δεν πρόφταξα
να μάθω για χάρη σου
στα παιδικά σου πείσματα
άμυαλη μάνα
να ενδίδω

Αυτό τώρα διστάζω να στο πω μα δεν βαστάνω και κοίτα μη μου βαλαντώνεις με τις βλακείες του καθενού Βαλτήκανε φίλοι και δικοί να μου γυρίσουν τα μυαλά να σου κάνω λέει μνημόσυνο στην εκκλησιά ν’ αναπαυτεί η ψυχή σου να ησυχάσουμε όλοι απ’ το καρτέρα και περίμενε

Η αγωνία βλέπεις
σκάβει αργά με το νύχι
όλο και πιο βαθειά
όσο περνά ο καιρός
Ο θάνατος χτυπά δυνατά μια και έξω
ο πόνος κάποτε μερεύει
κι οι νεκροί
λησμονιούνται με τα χρόνια
στις ταφόπετρες

Μα εγώ προσέχω την υγεία μου να ’μαι γερή και να ’μαι εδώ
για σένα δε θα κιοτέψω τώρα στα στερνά Δεν κλαίω αλήθεια σου λέω δεν κλαίω για τίποτε γιατί δεν έχω πια καημό

Είναι η ίδια μου ο καημός
κι αν κάμω πως τον σβήνω
σβιέμαι κι εγώ μαζί του
τρεμάμενο κερί
που δεν έχει λόγο κανένα
ν’ ανάβει πια

Ξημέρωσε κιόλας κι έχω τόσα να σου πω μα όπου να ’ναι θα σηκωθεί ο κύρης σου θα τον ρωτώ και θα λέει πως κοιμήθηκε καλά θα με ρωτά και θα λέω πως κοιμήθηκα κι εγώ καλά Συνεννοούμαστε όπως πάντα Τα λόγια δεν λένε πάντα αυτό που λένε και το ξέρουμε κι ο πολύς ο ύπνος είναι χασομέρι τώρα για μας Εσύ όμως κοίτα να κοιμάσαι έχεις ανάγκη τον ύπνο στην ηλικία σου Θυμήθηκα τώρα το κουρδιστό ξυπνητήρι που βάραινε στ’ αυτιά σου κάθε πρωί κι εγώ σου φώναζα ξύπνα θ’ αργήσεις και τι θα λέει ο δάσκαλος για τη μάνα σου που δε ξυπνά τα παιδιά της στην ώρα τους;

Νύχτες αγρύπνιας
στην άγνωστη χώρα
που περιφέρεις τον ίσκιο σου
Κι αμόλησα τα περιστέρια
να σε ψάχνουν
κλωνάρι ελιάς
στους έρημους τόπους
του κατακλυσμού

Είπαμε ο πατέρας σου κι εγώ τώρα που είμαστε στα συγκαλά μας να σας μοιράσουμε τα χτήματα κι ας τα κρατάνε τώρα οι ξένοι αν είναι δυνατό να κρατήσει άνθρωπος στη γη Η γη κρατάει τον άνθρωπο κι ας το νομίζουνε αλλιώς Γράψαμε κατά το συνήθειο στο σπίτι στη μικρή και στους αδελφούς σου τ’ αμπέλια μας στις Πλάντες κι αφήσαμε για σένα τον ελιώνα στο
Δρουγγάρη ξέραμε πως και μόνος σου έτσι θα διάλεγες Μόνο που δεν μπορούμε να σ’ τα κοιτάξουμε

Μα τι τα θες
γη ειν’ αυτή
κι εκεί θα μείνει
δεν πάει πουθενά
δε φεύγει
δε χάνεται
Ωσότου να γυρίσετε
ωσότου να γυρίσουν τ’ αγγόνια μας
Τα λιόδεντρα βαστάνε
πέντε γενιές και βάλε
κι άμα γεράσουν
ξαναβλασταίνουν απ’ τη ρίζα
και φουντώνουν
και καρπίζουν πάλι
τί νόμισες;

Χαιρετισμούς από… – μα τι σου λέω αυτό το γράμμα είναι ένα μυστικό ανάμεσά μας κανένας τους δεν ξέρει Ίσως σου γράφουν κι αυτοί μα δεν το γνωρίζω Μιλάμε βλέπεις για άλλα πράγματα είναι τα καθημερινά που πρέπει να γίνουν είναι κι οι δουλειές που τρέχουμε όλοι μας Η αγάπη δε χρειάζεται δα και λόγια πολλά κι ο πόνος δε μιλά Μα μη θαρρεί; πως υποφέρουμε και μαραζώνεις τώρα και για μας Εμείς καλά τη έχουμε Εσύ τον εαυτό σου να φυλάς και να προσέχεις

Φιλιά σου στέλλω
με το φεγγάρι
αυτό το ίδιο το φεγγάρι
που φωτίζεται απ’ τα μάτια σου

Φιλιά σου γράφω
αμέτρητους σταυρούς
στα μύρια ταξιδιάρικα κύματα
στην αύρα της νυχτιάς
που σου χαϊδεύει τα μάγουλα
Φιλιά
Φιλιά σου στέλλω

.

ΑΧΡΟΝΗ ΦΥΣΗ (1988)

1. ΑΧΡΟΝΗ ΦΥΣΗ

III. Το φίδι

Άπλωσαν ύστερα τη μαύρη σταφίδα
στο περήλιακο αλώνι
τέλος ζεστού καλοκαιριού
παρατεταμένος Σεπτέμβρης
τεντωμένος απ’ άκρη σ’ άκρη
όσο που χώραγε
έναν ηλιοκαμένο άντρα
σε ώρες ανάπαψης.
Ζώστηκα την κληματαριά
ένα μαύρο καλογυμνασμένο φίδι,
π’ απαντούσε το ταίρι του
αγνώριστο απ’ τα χρόνια τα πολλά,
που χάθηκαν στην αναζήτηση.
Τα λόγια μου σώθηκαν
σ’ αναπάντητες ερωτήσεις
τα πόδια μου σώθηκαν
περπατώντας σ’ ατέλειωτες στράτες.
Είχα μόνο τα μάτια μου,
ένα ζευγάρι διαπεραστικά μάτια
κοκκινισμένα από τις ολονύκτιες αγρύπνιες
στους χρόνους του σκληρού κατατρεγμού.
«Σκότωσέ το» μου φώναξαν
«Δεν έχει τη δύναμη να αντισταθεί»

Κι εγώ παρασυρμένη
έμπηξα ένα βέλος στην καρδιά μου
και την τρύπησα πέρα για πέρα.
Μ’ αυτή συνέχισε να κτυπά
ακριβώς πίσω απ’ το αριστερό μου στήθος
ενώ το βέλος
έπεφτε άψυχο
ματωμένο στα πόδια μου.
Το καλοκαίρι στάθηκε λίγο
ακόμα σκεφτικό
τίναξε το κόκκινο αίμα
από τους ώμους του
και κατρακύλησε
στην άκρη του ουρανού
ν’ αναπαυτεί,
για το επόμενο μακρύ,
σιωπηλό ταξίδι.

IV. Ιφιγένεια

Γύρισ’ η μέρα
άναψαν τις μεγάλες φωτιές στο ξέφωτο
πανέτοιμοι για τη μεγάλη θυσία.
Ακόμα κι ο άνεμος τότε
ήθελε μια θυσία
για νάναι ούριος.
Ήμουν πολύ μικρή,
ένα τρομαγμένο κορίτσι
στολισμένο και μυρωμένο
με σκόνη άγριας μυρσίνης.
Μούχανε πλέξει τα μαλλιά
σφιχτές κοτσίδες
και καμωνόμουν την ιλαρή παιδούλα
που προξενεύουν σε γαμπρό.
Μη, φώναξε η μάνα μου
απλώνοντας δύο βασιλικές αγκάλες
τριγύρω μου.
Την κοίταζα αδιάφορη.
Δεν είχε ιδέα για το θέμα
κι αν έτυχε να ήμουνα παιδί της
σάμπως με ήξερε από πριν;
Μη, σπάραξε!
Της έριξα μιαν αυστηρή ματιά,
τη βρήκε κατάστηθα και σώπασε.
Οι αυλιστές
τεχνοτροπούσαν στους ξύλινους αυλούς
προσηλωμένοι.
Οι ιερείς παραλληρούσαν
μέσα από δάφνες και καπνούς μεθυστικούς.
Πίσω ο γονιός μου παραπατούσε
ζαλισμένος από το χρέος
κι εγώ
ένα μοναδικό κορίτσι σε σφαγή
ανέμισα τ’ άσπρο μου πέπλο
σε πείσμα τους
κι έφυγα μέσα στο σύννεφο
που τους σπλαχνίστηκε
την ύστατην ώρα.
Για να ξελογιάσω τον άνεμο
να το γυρίσω με το μέρος τους
και να τους τιμωρήσω
έτσι άμυαλοι που δείχνονταν
να εκστρατεύσουν αύτανδροι
κατά της κάποιας Τροίας.

VI. Η Ελένη

Μ’ έστησαν ύστερα στο εδώλιο
γιατί τάχατες εγώ
αποπλάνησα
με δόλο τον άντρα.
Και προσήλθαν οι μάρτυρες κατηγορίας
κι ήταν πολλοί
όλοι εκείνοι οι γνωστικοί
που δεν κατάφερα ν’ αποπλανήσω.
Με κοίταζαν αγριεμένοι
οι ανάσες τους μ’ έπνιγαν από παντού.
Τα ιδρωμένα χνώτα τους
πετροβολούσαν τα μέλη μου
αναμάρτητοι καθώς ένιωθαν.
Μα εγώ δεν αποπλάνησα κανένα
επιχείρησα μιαν απολογία.
Ένας αυστηρός δικαστής από ψηλά
μου πέταξε κατάμουτρα
την καταδίκη μου.
Το φίδι, είπα, το φίδι φταίει –
μα κανένας δεν ήθελε το φίδι.
Εμένα ήθελαν
αμαρτωλή κι ένοχη
για να μπορούν να κατακτούν
και να απονέμουν αδέκαστοι
την υπέρ πάντων δικαιοσύνη.

Έφεραν ύστερα και την Ελένη
μιαν ωραία χωρίς αμφιβολία Ελένη
και τη δίκαζαν και ξένοι και δικοί.
«Κατηγορείσαι για τον πόλεμο της Τροίας»
-Μα εγώ
μόνο που αγάπησα πολύ
δεν απόσωσε.
Μας καταδίκασαν μαζί
για αμαρτήματα βαρεία κι ασήκωτα
για τους δικούς τους ώμους.
Χρόνια γερνούσαμε στη φυλακή
εγώ κι η Ελένη παρέα
με μόνη τη διαφορά
πως έξω οι ωραίες πλήθαιναν
κι αναγκάστηκαν στο τέλος οι γνωστικοί
ν’ αναζητήσουν τον άνδρα.

IX. Οδυσσέας

Όταν όλοι πια κουράστηκαν
να με προσμένουν στην Ιθάκη,
το γλυκόπιοτο κρασί
απ’ τα πυθάρια σώθηκε
και το χιλιοφαμένο νήμα
ξέφτησε στον αργαλειό.
Εκείνη,
νούσιμη καθώς ήταν
με τις παντείες μάγισσες κι ωραίες
να την αντιμάχονται
μ’ ένα πολυμήχανον
αλητήριον άντρα
να βολοδέρνεται για ξένες τιμές,
διάλεξεν επιτέλους ένα σύντροφο
για το κρεβάτι και το σπίτι της
κι ησύχασαν τα κουτσομπολιά
μέσα και έξω απ’ το παλάτι.
Χρόνια μετά
όταν τα καράβια των Αχαιών
γύρισαν με τις σκλάβες από την Τροία
βρήκα το σπίτι μου σε τάξη
κι έτοιμους απογόνους
τόσο πολύ που πάθιασα ο δύστυχος
και δεν αποζητούσα πια
εξόν από βολεμένα
και ήσυχα γεράματα.

X. Σωκράτης

Μια ζωή
λυπόμουν το Σωκράτη
για κείνη την άδικη καταδίκη του
ώσπου μια μέρα
συνάντησα τη Ξανθίππη
να βγαίνει από το κομμωτήριο.
_ Δε σου στοίχισε πολύ της είπα
Με κοίταξε σχεδόν ήσυχη
– Τι είχα, τι έχασα, μ’ απάντησε
Και τότε κατάλαβα
πως τη Ξανθίππη
άξιζε να οικτίρω
που δεν κατάλαβε ποτέ
ούτε τι είχε
ούτε τι έχασε.

Γνώρισα το Σωκράτη
ένα απόγεμα στην αγορά
και δεν είχα λόγο κανένα,
προπάντων εγώ,
να αμφισβητώ τη σοφία του.
Όμως αυτή του την παράδοση
δεν την εννόησα ποτέ.
Χρόνια μετά
τον πήρε το μάτι μου
στην Ιερουσαλήμ
χωρίς καμιά φιλοσοφημένη απολογία
«ως πρόβατον επί σφαγή»
να δέχεται και πάλι
μιαν άδικη καταδίκη
ανυπεράσπιστος.
– Τι κάνεις πάλι στον εαυτό σου
του είπα
αν δεν τον σκέφτεσαι
σκέψου εμάς
που σ’ αγαπάμε.
Με κοίταξε
Δεν είναι αυτό το θέμα
μου πρόφτασε
και μου παράδωσε
μια κατακόκκινη παπαρούνα
που έλιωσε στα χέρια μου
προτού προλάβω να αντισταθώ.
Και πάλι
δεν κατάλαβα το λόγο
μικρός σαν ήμουνα
κι απαίδευτος
(Μια παπαρούνα
δε μιλά και στον καθένα
και γω τότες
δε σκάμπαζα πολλά
από παπαρούνες και τα τέτοια).

Χιλιάδες χρόνια μετά
σα γέρασα και γω
κατάλαβα το λόγο
όταν τον ξαναπάντησα ζωντανό
να ξεναγεί τους τουρίστες
στα Ηλύσια.

2. ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Άρνηση

Στάθηκα
ένα μέτρο πάνω από το σώμα μου
γυμνή
όπως με γέννησεν η μάνα μου
έτοιμη για ένα πέταγμα
που από ανέκαθε λαχταρούσα.
Με το μυαλό μου καθάριο
σε πλήρη λειτουργία
πέταξα
μέσα από τοίχους κι αμπαρωμένες πόρτες
στο άγνωστο άπειρο.
Το σκοτάδι τριγύρω μου
έπηζε
λες και δεν είχα τα μάτια μου
αφημένα στ’ ανθρώπινο σώμα μου
που δεν υπήρχε
πέρα από μένα.
– Μην πας πολύ μακρυά, σκέφτηκα
ίσως δεν βρεις το δρόμο να γυρίσεις
και πρέπει να γυρίσεις
δεν είναι καιρός
για τέτοια πετάγματα.
Ήχος μηδέν χρόνος μηδέν
και φως ουδένα.
Τρόμαξα και γύρισα
ακριβώς την ώρα
που τ’ ανθρώπινο σώμα μου
ήταν έτοιμο να μ’ αρνηθεί
«πριν αλέκτορα φωνείσαι»

3. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Διαδρομή πρώτη 

Το φεγγάρι

Παρακολουθούσα ένα γεμάτο φεγγάρι
κρεμασμένη
στο σίγουρο ώμο του πατέρα μου
τόνα μου μάτι
παραδομένο στον ύπνο,
καλημέρα με χάδεψαν
οι σκυμμένες βαλανιδιές
δεν είχαν ιδέα
πως δεν είχα ανάγκη από δαύτες.
Καλημέρα τους ξέφυγα
και το φεγγάρι
λοξοδρόμησε μαζί μας στο μονοπάτι
ξεθωριάζοντας την εικόνα του.
Γύρισε την άλλη μέρα
μετανιωμένο
κι έκατσε στο τραπέζι μας
αστραφτερό.
Γέμισα το ποτήρι μου κρασί
και μέτρησα τα λόγια μου
μην είναι πολλά
μην πέφτουν λίγα.
Σοβάρεψα τα βήματά μου
στο βρεμένο χώμα
κι αντίκοψα τη βιασύνη
που έτρεχε ακάθεκτη στις φλέβες μου.
– Ο χρόνος είναι δικός σου
είπε
κι αν πέφτει λίγος
καλύτερα να πας στα ίσσια
παρά να χαθείς
στα πολυσύχναστα συντομία.
Βρέθηκα να περπατώ στο μονοπάτι
το φεγγάρι μ’ ακολουθούσε
ένα βήμα πιο μπροστά.
Ένας λαγός
προσπέρασε τρεχάτος
κυνηγημένος από λαγωνικά σκυλιά.
– Μην φεύγεις
είπε
κι αν τα στοιχειά
λαχταρούν να σε κυνηγήσουν
κοίτα μην τους κάνεις ποτέ
αυτή τη χάρη.
Το κυπαρίσσι
συγκατένευσε
μια σκιά απλωμένη πίσω μου.
Γύρισα να κοιτάξω
και τα στοιχειά μαρμάρωσαν
μια στήλη άλατος
στα πάλαι ποτέ Σόδομα.

Διαδρομή πέμπτη

Η βροχή

Η νύχτα
έμπαινε ακράτητη
από την ελάχιστη χαραμάδα
ένας Θεός ξεθύμαινε
λευτερώνοντας τα νερά
που βροντούσαν την πόρτα
«Μέγας είσαι, κύριε»!
Στρίμωξα την αγρύπνια μου
στ’ άβολο μαξιλάρι
χρονομετρώντας το διάστημα
ανάμεσα βροντών και αστραπών.
Ένα κλαρί μ’ ανησυχούσε
απελπισμένα στο παράθυρο τρίζοντας.

Η μάνα μου ανάσαινε ήσυχη
στο διπλανό κρεβάτι
και τα απορούσα
πως τα κατάφερνε
πως αξιώνονταν
που όλα τριγύρω ξαγρυπνούσαν
στοιχειά και φύση
σ’ ένα όργιο ζωής.
Ένα πουλί
φτεροκόπησε στο στήθος μου
φυλακισμένο.
Βρέχει, του σφύριξα στ’ αυτί
μα δεν τ’ αντίκοψα.
Βγήκε κατάνυχτα
και πέταξε
με τη μικρή μου ανάσα
στη φτερούγα του.
Σέλλωσε
ένα άλογο την αστραπή
κι έβαλε χαλινάρι
στο σβέρκο του τον άνεμο.
Κρεμάστηκε
μια κούνια στο κλαρί
μούσκεψα στη βροχή
και ξαναγύρισε
ένα ξέψυχο παιδί
σε πρώτη εκτέλεση.

Διαδρομή έκτη

Φυλακισμένος Απρίλης

Έσκαγε ο Απρίλης
σ’ ένα τριαντάφυλλο
κατακόκκινο ρόδο
σφιχτό μαστάρι της παρθένας
ξέγυμνο
ασυμμάζευτο στους κόρφους της.
Κουμπώσου, μ’ ορμήνεψε
κι ας μην είχα τίποτα καλύτερο
από τα απριλιάτικα ρόδα
που μ’ έντυναν ολόκληρη
ένα μπαξέ καλοκρυμμένο
από τα μάτια των περαστικών.
Πέρασε ύστερα ο πραματευτής
ένας πλανώδιος έρωτας
διαλαλώντας πραμάτιες κι αρώματα.
Δεν τα χρειάζεσαι, είπε
κι ας μην είχα τίποτα καλύτερο
από το παλιό μου ρούχο.
Έσκαγε ο Απρίλης
φυλακισμένος
στα μπουμπούκια της μηλιάς
κι όπως ο ήλιος έγνεθε
χρυσό το νήμα
για τ’ ακριβά προικιά
έσκαψα ένα πηγάδι
κι ακόμα ψάχνω
μια φλέβα κρύσταλλου νερού
που λαμπυρίζει στα βάθη του.

Διαδρομή έβδομη

Μετ’ εμποδίων

Έφτιανε η μέρα ασπροφορούσα
ένα στεφάνι φως στον κάμπο
πρασινομάλλης έφηβος
ξεφύτρωνε από τη γη
κι αδημονούσα
μια λαίμαργη κληματίδα
στα πρώτα της βήματα.
Ο κλαδευτής
μ’ ακολουθούσε όλη την ώρα
ξεραγκιανός, ηλιοκαμένος χάρος.
– Άσε με, είπα
θέλω να ζήσω.
Γύρισε την άλλη μέρα βιαστικός
ένα κονισμένο κλαδευτήρι
όλο το αίμα του.
-Άσε με, είπα
θέλω να μάθω.
Γύρισε τον άλλο μήνα
το φονικό του πρόσωπο
προβάλλοντας.
-Άσε με, είπα
θέλω ν’ ανέβω
Το κλαδευτήρι
χαράκωνε το σώμα μου
που αντιστεκόταν
ένας ρόζος του σκλήρυνε
μέσα από στράτες
και κακοραχιές.
Άπλωσα μια πυκνή φυλλωσιά
και τον ξεγέλασα
όπως παράγειρε
ν’ αναπαυτεί
και μου χαρίστηκε
όχι για μένα τον ίδιο
μα για το δικό του βόλεμα.
Και μη με παίρνετε κι αχάριστο
αυτό δα έλειπε
να πω κι ευχαριστώ.

Διαδρομή όγδοη

Ο γάμος

Έρριξαν στη μέση
το νυφιάτικο κρεβάτι
και στις γωνιές του
κέντησαν
τους κόκκινους σταυρούς του γάμου.
Ύστερα κύλησαν στη μέση
σερνικό παιδί
για την ευγονία και τη χαρά.
Ένα βιολί
παραφωνούσε ρυθμικά
σ’ ένα δοξάρι
που ανεβοκατέβαινε
σα δαμόκλεια σπάθη
στα ταλαιπωρημένα μου τύμπανα.
Στάθηκα εκεί
μια ασπροστόλιστη νύφη
το κόκκινο μαντήλι
ζωσμένο στη μέση μου
υποσταλμένη σημαία
της άνευ όρων παράδοσης.
Δύο μαραμένα τριαντάφυλλα
τρέμανε στα χέρια μου
κι ήτανε μόλις δεκατεσσάρων χρόνων.
Δεν έχω αντιρρήσεις
τις οποιεσδήποτε αντιρρήσεις.
Έτσι παραδώνουν οι καλοί γονιοί
τα κορίτσια τους
ανήξερα κι άβγαλτα
στα χέρια του γαμπρού
π αστράφτει
σα βουνίσιος αετός.
Μα εγώ, φώναξα χωρίς να μ’ ακούσουν
εγώ τον αητό τον έχω μέσα μου
ημερωμένο αηδόνι
που κελαδεί μόνο για με.

Διαδρομή ένατη

Τ’ αηδόνι

Η σοφολογιώτατη κουκουβάγια
ανοιγόκλεισε τα στρογγυλά της μάτια
για να ξυπνήσει
κι’ αποφάνθηκε στο τέλος
μ’ όλη την πρέπουσα σοβαρότητα
πως τ’ αηδόνι
δεν είχε θέση ανάμεσά τους
τόσο μικρό κι αδύναμο
με μια φωνή που μόλις ακουγόταν
διαφορετική
από τα δικά τους
μεγαλόπρεπα κρώγματα.
Τ’ αηδόνι
άκουσε την απόφαση
κι απαξίωσε ν’ απολογηθεί.
Στ’ αλήθεια δεν ταίριαζε
ένας ήχος αλλοιώτικος στο στόμα του
ένας δικός του ήχος
πολιορκημένος από ομώνυμα σύμφωνα
κι ετερώνυμα παράφωνα
που αξιώνουν την τέλεια ακουστική
σε ώτα μη ακουόντων.
Γι’ αυτό και γω
τ’ αγάπησα τ’ αηδόνι
όχι πως ήτανε μικρό κι αποδιωγμένο
ούτε και πως ουράνια μελωδούσε
παρά γιατί
μπορούσε να αποσύρεται
όταν oι σοφές κουκουβάγιες
ετυμηγορούσαν
κι όταν
οι μεγαλόπρεποι κόρακες
έκρωζαν.

Διαδρομή Δωδέκατη

– Επίλογος

Σου μιλώ
σε μια γλώσσα που πάλιωσε
σκουριασμένο κλειδί στην εξώπορτα
και δεν έχω αντικλείδι
κι ούτε την τέχνη
ενός κοινού διαρρήκτη
κατέχω ποσώς.
Πάψε λοιπόν
να μου θυμίζεις τις ευθύνες μου
για όλες εκείνες
τις μαγγωμένες εξώπορτες
και για τις εκλογές
που δεν έχω.
Εγώ επιμένω στα κλειδιά
κι ας σκουριάσανε
και προτιμώ
να στέκω απ’ έξω περιμένοντας
παρά να σκαρφαλώνω
τοίχους και παράθυρα.
Όχι πως τα φοβάμαι
τα οποιαδήποτε ψηλά
ούτε και πως μου λείψανε
τα νύχια και τα δόντια
– όλοι δα τάχουμε τούτα
από γεννησιμιού μας άφθονα –
μα μόνο γιατί δεν θέλω, φίλε
να βγω
έξω από κείνα τα δικά μου ρούχα
που με τα χρόνια
κύλησαν στο δέρμα μου
κι έγιναν ένα μ’ αυτό.
Κι ούτε τα μέτρα μου
θέλω να τραβήξω, φίλε,
έξω από κείνες τις διαστάσεις
που δικαιωματικά μου αναλογούν
τις δικές μου διαστάσεις
που αφήνουν χώρο για το γέλιο σου
και για το κλάμα σου
κι ακόμα για το λάθος σου
το δικαιωματικά ανθρώπινο.
Οι μεγάλοι
περίσσεψαν στις μέρες μας
κι οι κριτές αφθονήσαν ολόγυρα
σπαρμένες στον κάμπο
τσουκνίδες
κι εγώ ακόμα
μαζεύω αγριολούλουδα
μ’ ολόγυμνα χέρια
όσο μπορώ
κατά πως είμαι
από τη φύση μου τρωτή
να επιμένω
στα σκουριασμένα κλειδιά
και στα δικά μου
αναπόσπαστα ρούχα.

.

ΗΡΩΪΚΟΙ ΑΠΟΗΧΟΙ (1983)

ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟ ΜΝΗΜΑ

Φυλακισμένο μνήμα τί κρατάς;
εκείνο το χαρούμενο παιδί
σου ξέφυγε σ’ ένα φύλλο της ιστορίας
στο στίχο του στοχαστικού ποιητή
στο στόμα του δάσκαλου και του παιδιού

ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ

Γέμιζαν πέτρες την καρδιά τους
κατρακυλούσαν χείμαρροι στους δρόμους
Έτρεχε η σημαία στον κατήφορο τραγουδώντας
η καρδιά τους έτρεχε κι αυτή

Το παραθύρι στο στενό χαμογελούσε
χειροκροτούσε ο καφενές της γειτονιάς
γαύγιζαν στο ξωπόρτι τα σκυλιά
τ’ αντικρυνό κοτέτσι ανησυχούσε
Αδειάζαν την καρδιά τους καταγής
όπως αδειάζουνε τις στάμνες σε κηδεία
έβρεχε πέτρες στην πλατεία
τ’ αυτόματα σ’ απόσταση βολής

Ο θάνατος μπερδευόταν ανάμεσα στα πόδια τους
έφερνε βόλτα τα κεφάλια τους
κεντούσε κόκκινους κύκλους στ’ ανοιχτά πουκάμισο
Έτρεχε η σημαία στον κατήφορο αιμορραγώντας
η καρδιά τους ματωμένη
έτρεχε κι αυτή

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ (1978)

ΝΕΚΡΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Ο Ευαγόρας κι η Σαλαμίνα του μονάχοι
στη σύναξη του Τρυγητή
στο νεκρικό συμπόσιο τ’ Αλωνάρη
Όπως οι νύχτες μας κι οι μέρες
μετράνε το σταματημένο χρόνο
στα πανάρχαιο μάρμαρο
όπως τα λόγια και τα χρόνια μας
κάνουν σταθμό στην Σαλαμίνα
Εκεί κι ο Ονήσιλος
απ’ το κοντάρι της κτηνωδίας
κι απ’ την κυψέλη των ματιών του
φλογίζει τη μνήμη εισχωρώντας στο χρόνο
Η ακακία που επιμένει τόσο πολύ να υπάρχει
το πανηγύρι του κίτρινου
η μέλισσα κι η πεταλούδα η παιχνιδιάρα
τ’ ασήμαντο μυρμήγκι
το σκαθάρι
η ελισσαύρα
το νερό
aχ η ζωή που ξεχειλίζει
γύρω στα όπλα και τ’ άρματα του θανάτου

ΤΟ ΦΩΤΙΣΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ

Το φωτισμένο σπίτι
με τ’ ανοιχτά φιλόξενα παράθυρα
με τη βρύση να στάζει ρυθμικά στο νεροχύτη
-δε θυμάμαι αν άφησα την κατσαρόλα στη φωτιά-
τη μουσμουλιά π’ ανθίζει και καρπίζει μοναχή
Τη βουκαμβύλια ακλάδευτη και ξέφρενη
τη γυάλα με το ψάρι
τα περιστέρια που ψάχνουν για σπυριά
από δωμάτιο σε δωμάτιο
τα χελιδόνια
-λέτε να γύρισαν τα χελιδόνια; –
Κάθε τέτοιες μέρες
κάτι τέτοιες συνήθειες που μας λείπουν
που μας πονάνε
Ο ξεριζωμένος εαυτός μας εδώ
κι οι ρίζες μας εκεί
οι πιο βαθιές μας ρίζες

ΜΕΡΑ – ΝΥΧΤΑ

Πόσο αργά υφαίνει η μέρα το σεντόνι της
αναμετρώντας τις ατέλειωτες ώρες
στα μαλλιά τα ξέπλεκα του ήλιου
αναρριγώντας τ’ άγνωστα δευτερόλεπτα
στα ξεχασμένα στήθια του
ποδοβολώντας τη λαχτάρα της ζωής
στις σκονισμένες πατούσες του
Πόσο ταχειά ξηλώνει η νύχτα τα σκοτάδια της
Ριγμένο στη βιασύνη το φεγγάρι
μαζεύει τα χλωμά του πρόσωπα
Κι ο αυγερινός βαραίνοντας
του ύπνου τρομαγμένο βλέφαρο
να προλαλεί
με τη φωνή του αγουροξυπνημένου αλέκτορα
την έλευση της αγωνίας

ΦΡΙΚΗ

Αυτό τo θέμα δεν είναι για την ποίηση
Η φρίκη
μόνο η φρίκη το τολμά
όπως καλπάζει αλλόφρενη
παραβιάζοντας τα σύνορα του νου
όπως η φύση δρέπει
απ’ τον μαστό της σκοτωμένης μάνας
το αίμα της ζωής

ΩΡΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ

Κάθε που επήγαινες στη Μόρφου
τ’ άρωμα των λεμονανθών
σ’ έπνιγε από μακριά
Ύστερα χανόσουν στα λεμονοδάση
κι ως να ξεχνιόσουν στον παράδεισο
σε πρόφταινε το δειλινό
καθώς εκείνος ο Θεός κατέβαινε ν’ αναπαυτεί
μ’ όλα τ’ αρώματα
τα διαθλασμένα χρώματα
ώρα μοναδική της Μόρφου
Όπως πηγαίνεις για τη Μόρφου
ο δρόμος σου χαμογελά σε κάθε του στροφή
Σε καλοδέχονται τ’ ακούραστα νερά
σε προσκαλούν τα στοργικά τα χώματα
Ο ουρανός σου στέκεται καλός
κι οι εποχές κρατούν αλάθευτα το χρόνο τους
Όποιος και νάσουν
ότι και νάκανες
η Μόρφου δε σε γέλασε ποτές

Παιδί εγγόνι μου δισέγγονο
η Μόρφου θα σε καρτερά
Όσο το μάτι του περήφανου αετού
τηράει τα πέρατα
Όσο το χέρι του δικαίου Θεού
απ΄ τον Πενταδάκτυλο βλογάει την πλάση
Όσο οι φωνές εικοσάχρονων παλληκαριών
θα σε καλούν για επιστροφή
Και να γυρίζεις
κάθε φορά που ανθούν οι λεμονιές της Μόρφου

.

ΓΙΑ ΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΜΥΡΙΑΝΘΗΣ ΕΓΡΑΨΑΝ

Ως άνεμος καματερός

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 14/6/2021

Μυριάνθη Παναγιώτου Παπαονησιφόρου: «Ως άνεμος καματερός», εκδόσεις Γερμανός, 2021.

Η Μυριάνθη Παναγιώτου Παπαονησιφόρου αποτελεί μια στέρεη και κατασταλαγμένη ποιητική φωνή του τόπου μας εδώ και δεκαετίες. Το έργο της έχει αποκρυσταλλωμένες αισθητικές παραμέτρους, ευρύτητα και διαλεκτική θεματικών προσανατολισμών, αναλόγως και του προστάγματος της κάθε χωριστής εποχής. Την ίδια ώρα η ποιήτρια έχει κατακτήσει, σε σημαντικό βαθμό, ένα προσωπικό ύφος που διακρίνεται, κυρίως, για τα διαυγή μηνύματα που εκπέμπει.

Χαίρομαι ιδιαίτερα που η ποιήτρια βρίσκει το σθένος και συνεχίζει να γράφει στα 80 της. Και είναι με μεγάλη ευχαρίστηση που πήρα στα χέρια μου και διάβασα την τελευταία της συλλογή: «Ως άνεμος καματερός». Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στα ποιήματα ποιητικής που περιλαμβάνει το βιβλίο, καθώς είναι ένα βιβλίο ωριμότητας. Ως εκ τούτου, οι ποιητολογικές αναφορές του αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και αξία. Στη συλλογή εντόπισα τουλάχιστον πέντε τέτοια ποιήματα.

Θέλω να αρχίσω από αυτό που φέρει τίτλο: «Αν είσαι ποιητής» (σελ. 14) όπου, κατά την άποψη μου, εμπεριέχεται και ο ορισμός της ποίησης. Η Μ.Π.Π. προσδιορίζει την ποίηση ως υπηρεσία του καλού, ως δοκιμασία πόνου και ευσπλαχνίας: «…αν είσαι αλήθεια ποιητής θα είσαι / για το μυρμήγκι που δεν πάτησες / για την υπεροχή σου που αρνείσαι / για τις ακρώρειες που περπάτησες / τις στερεμένες των ματιών σου βρύσες / για το λουλούδι που δεν μάδησες». (σελ. 14) Αλήθεια, πόση λιτότητα, πόση παραστατικότητα, αλλά και ευαισθησία εμπερικλείουν αυτοί οι στίχοι.

Από την ίδια ενότητα και το ποίημα: «Ο λαλών ποιητής» (σελ. 18) που αφιερώνεται στον επίσης ποιητή, εκδημήσαντα Γιώργο Φάνο, και από το οποίο κρατώ ιδιαίτερα την κατακλείδα: «Μα οι ποιητές δεν πεθαίνουν / Σκορπάνε λέει ως ψήγματα χρυσού / στο ρίζωμα της γης». (σελ. 18) Η παρομοίωση της ποίησης με χρυσό πιστεύω πως είναι αρκούντως εύγλωττη μα και εύστοχη.

Ποιητολογικά είναι και τα δημιουργήματα: «Υπό κάλυψη ποιητής», (σελ. 11) «Ξέρω έναν ποιητή» (σελ. 15) και «Περί ποιήσεως ή το παράπονο ενός ηλικιωμένου ποιητή». (σελ. 10) Εδώ, με υπέροχη τρυφερότητα, συνδυάζεται και το ηλικιακό μεταίχμιο, το οποίο διανύει η ποιήτρια, που, μιλώντας πάντα για την ποίηση, ομολογεί: «Ναι παλιά έτσι τη βρίσκαμε / μεταμεσονύκτιες ώρες και χαράματα / μα τώρα γέρασα / γεράσανε κι οι λέξεις μη θαρρείς / και κλείνονται στα δωμάτια τους / κι άντε να τις βρεις…». (σελ. 10)

Βέβαια, το γήρας ως θεματικό μοτίβο εμπεριέχεται σε αρκετά ποιήματα της συλλογής. Επαρκέστερο όλων θεωρώ το ποίημα: «Ενύπνιο», (σελ. 29) τόσο για τη σύλληψη της ποιητικής ιδέας, όσο και για την αισθητική πραγμάτωσή της. Αλλά, κυρίως, για τη θαλπωρή της αγάπης που αποπνέει.

Επίσης, φυσικό επακόλουθο της αισθητικής μα και της ηλικιακής ωρίμανσής της, θεωρώ το γεγονός ότι η Μ.Π.Π. γράφει πλέον συχνότερα ποιήματα υπαρξιακής υφής. Ενδεικτικά αναφέρω το «Κλεψύδρες», (σελ. 12) όπως και το περπατώντας» (σελ. 24) που καταλήγει με τους στίχους: « …κρατήσου με νύχια και με δόντια / στην προσδοκία του αύριο και του πάντα / με ρίζες βαθιές που διαιωνίζονται / στις άπειρες στέρνες του σύμπαντος».

Η Μ.Π.Π. δεν έχει συνηθίσει ιδιαιτέρως το αναγνωστικό κοινό της σε κοινωνικής χροιάς ποιήματα. Όταν όμως το πράττει, οι εικόνες της είναι ολοκάθαρες, ευθύβολες ως προς τη στόχευσή τους, και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο στην όποια αμφισημία: «Άκου πώς τραγουδά η βροχή / στα τζάμια των ωραίων σπιτιών / πώς κλαίει στις στέγες των ανέργων / πώς δέρνεται στα καταλύματα των αστέγων / Δες πώς παγώνει / στα μάτια των παιδιών με το ξένο όνομα / …». (σελ. 20)

Το δεύτερο μέρος της συλλογής «Ως άνεμος καματερός» φέρει τίτλο «Παλιά τετράδια» και περιλαμβάνει παλαιότερα ποιήματα της Μ.Π.Π., προφανώς αδημοσίευτα. Από αυτή την ενότητα επέλεξα να σταθώ ιδιαίτερα στο ποίημα: «Δεν» (σελ. 47) όπου θεματοποιείται εύστοχα ένας κόσμος που ψάχνει δικαιολογίες για να μην κάνει τίποτα, αλλά η ποιήτρια τον απογυμνώνει και τον αποκαλύπτει: «Κάποτε / είπες / θα ξεχειλίσει το ποτήρι / Μα εγώ σου λέω δεν / γιατί είναι ελαστικό / απρσδιορίστου χωρητικότητας / Είπες / έσσεται ήμαρ / της φυλακής τα σίδερα να σπάσουμε / Μα εγώ σου λέω δεν / γιατί τα σίδερα ήσαν προσχήματα / κι οι πύλες / ήσανε πάντα ανοιχτές». (σελ. 47)

Και βεβαίως, ο λυρισμός δεν εξέλειπε από την ποίηση της Μ.Π.Π. Με αυτόν θέλω να ολοκληρώσω την παρουσίασή μου. Με εικόνες ανάγλυφες ευωδιαστές και έμφορτες με πανδαισία χρωμάτων: «Κατρακυλούν τα δέντρα από ψηλά / κι έτσι ταχιά / μπαίνουνε τρέχοντας στη θάλασσα / με ρίζες πέτρες / φύλλα από γυαλί / Κι άλλοτε πάλι / ανηφορίζουνε τα κύματα στα βράχια / και πλένουνε τα δέντρα / μ’ ένα σαπούνι πράσινο που αφρίζει /….». (σελ. 39)

 

.

Ανδρέας Πετρίδης

Παρουσίαση της συλλογής Ανάδρομη Πλεύση

Στοχεύοντας να σας δώσω τη λογοτεχνική φυσιογνωμία της Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου, δεν έχω παρά να σχολιάσω συνοπτικά τη συλλογική της έκδοση Ανάδρομη Πλεύση, ένα βιβλίο που διατρέχει την κύρια ποιητική της παραγωγή μισού σχεδόν αιώνα ( από το 1965 μέχρι το 2010 ). Αλλά κι αυτό σίγουρα δεν είναι πλήρες, αφού η Μυριάνθη ευδοκίμησε με βραβεία και πολλές διακρίσεις και σε άλλα είδη, όπως την παιδική λογοτεχνία, το παραμύθι και την αφήγηση, αλλά και τη γλωσσική λαογραφική μελέτη. Πρόκειται λοιπόν για λογοτέχνιδα πολύπλευρη και πολύτροπη, με έντονη και διαρκή παρουσία στην τέχνη, το επάγγελμα και τη ζωή γενικότερα. Να μη ξεχώσουμε και τις οικογενειακές της επιδόσεις, αφού υπήρξε υποδειγματική μητέρα 5 παιδιών, και 12 εγγονιών για την ώρα. Ο σύζυγός της Γιώργος Παπαονησιφόρου, εκπαιδευτικός, της συμπαραστάθηκε με πολλή κατανόηση στον δύσκολο και πολυμέτωπο δρόμο που επέλεξε να προσφέρει.

Και τώρα ξανά στο προκείμενο, την καθαυτό λογοτεχνική της δημιουργία. Η πρώτη εκδοτική της εμφάνιση ανάγεται στο έτος 1978, με συλλογή ποιημάτων κάτω απ’ τον τίτλο Επιστροφή ( προηγήθηκαν φυσικά δημοσιεύσεις ποιημάτων και βραβεύσεις στον περιοδικό τύπο) Τα πρώτα της ποιήματα διακρίνονται από έντονο λυρισμό και την αγάπη του τόπου και της ιστορίας του. Κάποια από αυτά αντέχουν αισθητικά μέχρι σήμερα, και δεν είναι καθόλου παράξενο που επιλέγονται επανειλημμένα στις Ανθολογίες. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1983, βλέπουν το φως της δημοσιότητας οι Ηρωικοί Απόηχοι, που απέσπασαν το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό του συλλόγου Ευαγόρας. Η θεματική τους αναλώνεται κατά κύριον λόγο στον αγώνα ελευθερίας του 55 — 59, στον οποίο η Μυριάνθη είχε ενεργό ρόλο. Λέει κάπου σ’ ένα επιγραμματικό πεντάστιχο, με τον τίτλο Φυλακισμένο μνήμα:

Φυλακισμένο μνήμα τι κρατάς;

Εκείνο το χαρούμενο παιδί

σου ξέφυγε σ’ ένα φύλλο της ιστορίας

στο στίχο τον στοχαστικού ποιητή

στο στόμα τον δάσκαλου και του παιδιού.

Η τρίτη ποιητική συλλογή είναι κάτι πολύ διαφορετικό κι έχει τον τίτλο Άχρονη Φύση (1988 ). Εδώ δεν μιλάει πληθωρική και κυρίαρχη η καρδιά, αλλά ο συγκινημένος κι ελεγχόμενος βιωματικός στοχασμός. Ο ενθουσιασμός δίνει τη θέση του στη συνθετική ανάπτυξη και τη διαμόρφωση μιας κοσμογονικής ποιητικής δημιουργίας. Μιας δημιουργίας που αρχίζοντας οριακά απ’ το χάος, αφηγείται λυρικο-επικά την ανθρώπινη υπαρξιακή περιπέτεια, φτάνοντας μέχρι τον ζωντανό κόσμο της δικής της προσωπικής μνήμης. Σ’ αυτό το βιβλίο, που αδίκως δεν προσέχτηκε επαρκώς, βρίσκουμε μερικά από τα καλύτερα ποιήματα της Μυριάνθης, που είμαι βέβαιος πως θα τ’ ακούσετε στη συνέχεια.

Δέκα χρόνια αργότερα ( 1997 ) κυκλοφορεί το λυρικο-αφηγη ματικό Γράμμα στον Αγνοούμενο, μαρτυρία και γραφή οδύνης για το γειτονόπουλο που δεν γύρισε ποτές πίσω. Σπαρακτικός ακούγεται ο μητρικός θρήνος:

Αχ να μπορούσα

να σε γεννήσω ξανά

να φυλακίσω κάθε στιγμή σου

στις φτωχικές μου μνήμες

να ξαναπαίξω μαζί σου

τα παιχνίδια που δεν πρόφταξα

να μάθω για χάρη σου,

στα παιδικά σου πείσματα

άμυαλη μάνα

να ενδίδω.

Σε μικρή χρονική απόσταση, 2 χρό αργότερα, η Μυριάνθη μας

εκπλήσσει ξανά με μια καινούργια γραφή, αυτή τη φορά νευρώδη και σουρεαλιστικά τολμηρή, αποσπώντας το πρώτο βραβείο Πανελλαδικού ποιητικού Διαγωνισμού ( 1999 ). Της δίνει τον εκρηκτικό τίτλο Στον κρατήρα του Ήλιου. Καμιά σχέση με τον προαναφερθέντα νηφάλιο και συγκρατημένο λόγο της Άχρονης Φύσης, καμιά ομοιότητα με την προηγούμενη κλασικά διατυπωμένη λυρική της ιδιοσυστασία. Ανεξάντλητη στις εμπνεύσεις και τις μορφολογικές της μεταμορφώσεις, η Μυριάνθη μας πείθει κάθε φορά ότι μπορεί ν’ αποτινάσσει. το παλιό και φθαρμένο ρούχο από πάνω της, ανανεώνοντας το ψυχο-πνευματικό υπέδαφος που αρδεύει τον λόγο της. Είναι αναμφίβολα μια ποιήτρια αυθεντικά πρωτεϊκή, μια καλλιτεχνική προσωπικότητα πολύπτυχη, που δυσχεραίνει δίχως άλλο τη συνοπτική αξιολογική κρίση. Είχα γράψει τότε γι’ αυτό το βιβλίο το ακόλουθο συμπερασματικό σχόλιο:

…Η Μυριάνθη κατορθώνει πλέον να αισθητοποιεί τις εμπειρίες και τις ιδέες της, μεταπλάθοντάς τες σε ψηλαφητή ύλη αυθεντικών και ζωντανών εικόνων από τη φύση, της οποίας γνωρίζει καλά τα μυστικά και τη γλώσσα. Συνδυάζει επιτυχώς τη λυρική ευαισθησία που πάντα τη διέκρινε, με εκφραστική τόλμη και ρωμαλεότητα. Συνθέτει τελικά ένα ποιητικό πανόραμα ενιαίο και συμπαγές, αλλά και στα μέρη του σφριγηλό και παλλόμενο, όπως είναι κάθε σωστή και ισορροπημένη δημιουργία.

Το 2004, με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων και τα γνωστά ανθρωπιστικά συνεπακόλουθα, η Μυριάνθη πάλι καινοτομεί και δίνει το λογοτεχνικό της παρόν μ’ ένα ποιητικό Οδοιπορικό. Φωτίζει αθέατες πτυχές του δράματος των εκτοπισμένων, που αντανακλούν στη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων τις προσαρμοστικές μεταλλαγές από το πέρασμα του αδυσώπητου χρόνου.

Η ηρωίδα, μια ηλικιωμένη γυναίκα, με συνεχή αγωνία και χίλιες προσδοκίες, κάνει το ταξίδι επιστροφής στον γενέθλιο τόπο και το πατρικό σπίτι, όπου όμως σταδιακά συνειδητοποιεί την ανατροπή των αγαπημένων παραστάσεων της μνήμης. Πίσω από την προφανή ικανοποίηση για την πραγματοποίηση του πολύχρονου πόθου της, το σαράκι της αποξένωσης σηκώνει ανεπαίσθητα κεφάλι, ώστε αυθόρμητα κάποια στιγμή να εκδηλώνει την πρόθεση να γυρίσει σπίτι της, εννοώντας φυσικά τον συνοικισμό όπου έζησε τα τελευταία 30 χρόνια. Να αναφέρω σ’ αυτό το σημείο και τη σημαντική θέση που κατέχει η γυναίκα στην ποίηση της Μυριάνθης Παπαονησιφόρου, κάτι που έχει σχολιαστεί από την κριτική γενικότερα. Σας διαβάζω μια παράγραφο από το προλόγισμα της Ανάδρομης Πλεύσης, του Ζήνωνα Ζαννέτου:

Η γυναίκα διαχρονικά, προσφέρεται επιβώμιο χρέους άλλοτε ως Ιφιγένεια, άλλοτε ως Ελένη απολογούμενη για το φύλο της, ενίοτε όμως πραγματώνει νικηφόρες υπερβάσεις καταξιώνοντας τον πυρήνα της ύπαρξής της. Στις ποιητικές αυτές καταθέσεις η Μυριάνθη γίνεται φώνηση του συναισθηματικού διαλόγου της απ’ όπου αναδύεται ένα πρότυπο σύμβολο της διαχρονικής Κυπρίας…

Η τελευταία ποιητική συλλογή της Μυριάνθης στην Πανελλήνια δημοτική με τον τίτλο Άριες του περασμένου Καλοκαιριού, εκδίδεται το 2007, και σονιστά το αυθεντικότερο και γνησιότερο ανάβρυσμα της λυρικής της ιδιοσυγκρασίας . Αποτελεί ένα αρτεσιανής εκροής δημιουργικό συναπάντημα δημοτικών βιωματικών τόνων, πρωτογενών εικονοκλαστικών παραστάσεων κι ερωτικής ονειρικής νοσταλγίας, με φόντο πια τη ζωή που γέρνει στη δύση της. Οι στίχοι είναι τώρα ρυθμός και τραγούδι, είναι αξιοπρεπής κι αρχοντική στάση για μια διαδρομή γεμάτη πληρότητα και δημιουργία. Ας ακούσουμε κάτι από τούτη τη ψυχική αρχοντιά της:

Νύχια, τι γυρεύεις στο περβάζι μου

μουγκή, σεληνοφόρα;

Φοράς τα ξεσκισμένα σου πουκάμισα

μισά φοράς τα τρύπια σου σαντάλια

λιανίζεις τα ’ όνομά μου στα νερά.

Ασήμωσε κυρά μου να σου πω

πως σκούζει απόψε το πουλί

λυπητερά πως κλαίει τ ’ αηδόνι,

δονεί τους κάμπους και ραγίζει τα βουνά —

Ασήμωσε κυρά!

Για το διαλεκτικό μέρος της ποίησης της Μυριάνθης Παναγιώτου -Παπαονησιφόρου, που από κάποιους θεωρείται ακόμα σημαντικότερο, ο χρόνος μου επιβάλλει να κάνω πολύ σύντομη αναφορά. Έχει εκδώσει 2 βιβλία, Τα φκιόρα της πικραθασιάς, το 2003, και τα Τριαντάφυλλα τζ’ αγκάθκια, το 2009. Χωρίς όπως είπα, να μακρηγορήσω, θα σας διαβάσω ένα χαρακτηριστικό κομμάτι από δικό μου προλογικό κείμενο, που δίνει και το στίγμα αυτής της ποίησης.

Τη διαλεκτική γλώσσα που χρησιμοποιεί στην ποίησή της η Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου θα τη χαρακτήριζα κατά κάποιο τρόπο ανεβασμένη κι αρχοντική, αφού αντιπροσωπεύει πιστεύω την παραδοσιακά πιο συνειδητοποιημένη μερίδα του λαού μας. Αφού η εξεζητημένα βαριά και άκαμπτη κυπριακή διάλεκτος καταντά συχνά αντιαισθητική, καθότι φτιαχτή και άσχετη με τη γλωσσική πραγματικότητα… Κι ακόμα κάτι :Η ποίηση αυτή διακρίνεται κι από μια ευφρόσυνη διάθεση, γεμάτη πνευματικότητα και πηγαίο χιούμορ. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που μίλησα για ένα διάχυτο κλίμα λαϊκής αρχοντιάς, όχι μόνο στη μορφή αλλά και στον βαθύτερο χυμό που τη διατρέχει. Και τούτο δεν είναι απλά υπόθεση προσωπική της ποιήτριας, αλλά και στάση του κόσμου εκείνου που ζωντανεύει με την τέχνη του λόγου της.

.

Γράμμα στον αγνοούμενο

Γιώργος Φράγκος Περιοδικό Ανέμη τ. 11-12/2001

Η ποιητική σύνθεση «Γράμμα στον αγνοούμενο» της Μυριάνθης Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου καταξιώνεται αισθητικά, κατά την άποψή μου, για δυο βασικούς λόγους: α) Το έργο εξετάζει ένα ζήτημα πολυτραγουδημένο με τρόπο καινοτόμο, πολύπλευρο, σφαιρικό αλλά συνάμα ποιητικώς λειτουργικό και ομοιογενή, β) Το έργο φέρει μέσα του, δημιουργικώς αφομοιωμένες, επιδράσεις από αισθητικές κατακτήσεις άλλων δημιουργών σε συναφή ή παρεμφερή θεματογραφία. Προτού προχωρήσω στο εγχείρημά μου για αξιολογική παρουσίαση της ποιητικής σύνθεσης «Γράμμα στον αγνοούμενο», οφείλω να ομολογήσω ότι η πιο πάνω ποιητική σύνθεση ήταν το πρώτο έργο της Μυριάνθης Παναγιώτου που διάβασα. Η πραγματικότητα αυτή δημιουργούσε και αρνητικές αλλά και θετικές προϋποθέσεις. Αρνητικές, γιατί δε θα μπορούσα να δω το συγκεκριμένο έργο μέσα από την εξελικτική πορεία γραφής της δημιουργού. Και θετικές γιατί θα μπορούσα να λειτουργήσω περίπου ως «tabula rasa», αν λέω σωστά τον λατινικό όρο που αποδίδει την έννοια του καθαρού πίνακα. Μ’ άλλα λόγια, το ότι η γνωριμία μου με το λογοτεχνικό έργο της Μυριάνθης Παναγιώτου έγινε μέσα από το «Γράμμα στον αγνοούμενο», πιστεύω ότι, μέσα από το στοιχείο της έκπληξης και τη δύναμη της πρώτης εντύπωσης, θα μπορούσα – και ίσως μπορέσω – να δω κάποια πράγματα με πιο καθαρό μυαλό και σε μεγαλύτερο βάθος.

Γνώρισα το συγκεκριμένο έργο υπό την ιδιότητά μου ως μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τα Βραβεία Παιδικής και Νεανικής Λογοτεχνίας και χωρίς διάθεση περιαυτολογίας σημειώνω ότι μάλλον θα πρέπει να υπήρξα πολύ ενθουσιώδης στις τοποθετήσεις μου. Αφού, στο σκεπτικό της βράβευσης με το Β’ βραβείο Νεανικής Λογοτεχνίας, κάποιες από τις σκέψεις που διατύπωσα ενσωματώθηκαν αυτούσιες.

Αυτό, βεβαίως, δε μου στερεί το δικαίωμα να σταθώ σήμερα με κριτική διάθεση απέναντι σε ένα έργο που μου διέγειρε τόσα θετικά συναισθήματα. Όποτε επιχειρήσω μια κριτική προσέγγιση απέναντι σ’ ένα λογοτεχνικό έργο, φέρνω στο νου τα λόγια ενός φτασμένου λογοτέχνη μας που μου είπε κάποτε με κυνισμό: «Μα κριτική στον τόπο μας είναι μια σχέση όπου ο ένας θωπεύει τον άλλο»!

Μακριά από θωπείες, λοιπόν, αλλά και προπηλακισμούς, ας επιχειρήσουμε να δούμε το «Γράμμα στον αγνοούμενο» μέσα από τις πραγματικές του διαστάσεις, μέσα από το πραγματικό του εκτόπισμα στην όλη λογοτεχνική δημιουργία του τόπου. Αρχικά, επιτρέψτε μου μια συνοπτική τοποθέτηση που στη συνέχεια θα αναλυθεί περαιτέρω.

Το «Γράμμα στον αγνοούμενο» είναι μια ουσιώδης, περιεκτική, συμπυκνωμένη και βαθιά συγκινητική ποιητική σύνθεση, που λειτουργεί άψογα, ποιητικά, νοηματικά και συναισθηματικά, έχοντας να δώσει με τον πλούτο της πολλά, κυρίως σε παιδιά λυκειακού αλλά και γυμνασιακού κύκλου. Η αλληλουχία του συμβατικά πεζού και του αμιγώς ποιητικού λόγου είναι αρμονικότατη. Παράλληλο, ο διαχωρισμός και η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δυο λόγων είναι σαφέστατη. Κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο των τμημάτων του έργου που έχουν αποδοθεί με τον πεζό λόγο η γλαφυρότητα και η παραστατικότητα. Κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο των τμημάτων του έργου που έχουν αποδοθεί με τον ποιητικό λόγο, η λιτότητα, η ελλειπτικότητα, ο εσωτερικός ρυθμός και η υψηλή ποιητική. Αλλά, η αισθητική καταξίωση του έργου επιτυγχάνεται, όπως σημείωσα ήδη, κυρίως, γιατί η δημιουργός του κατάφερε να δει ένα χιλιοτραγουδημένο ζήτημα χωρίς μελοδραματισμούς και συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά με τρόπο βαθύ, πρωτότυπο και άξιο.

Καιρός, όμως, να αφήσουμε τις γενικές θεωρήσεις και να επιχειρήσουμε μια περιδιάβαση στις σελίδες του βιβλίου. Ακόμα και τα πεζά τμήματα του έργου, τα αναγνώσματα, ουδόλως υστερούν σε ποιητικότητα, πλαστικότητα του λόγου, εσωτερική ροή, ρυθμό κτλ. Για του λόγου το αληθές παραθέτω σχετικό απόσπασμα, από τα πρώτα, εισαγωγικά αναγνώσματα:

Θέλω να ξέρεις πως ακόμα λαχταρώ μετ’ αυτοκίνητα που σταματούν έξω απ’ την πόρτα μας, στυλώνω τα μάτια μη σε δω να κατεβαίνεις. Πως στον ύπνο μου απάνω αλαφιάζομαι ως να σα βήματα στην αυλή. Πως φυλάω για σένα το τελευταίο σταφύλι στο κλήμα μην έρθεις χειμώνα και δεν έχω το φρούτο που αγαπάς. Πως αλλάζω ακόμα τα στρωσίδια στο κρεβάτι να ’ναι καθαρά μην έρθεις νύχτα και στη χαρά μου δε βρίσκω σεντόνι να σου στρώσω. Πως τρέμουν τα χέρια μου κάθε φορά που παίρνω γράμμα κι η καρδιά μου τρελαίνεται όσο να βάλω τα γυαλιά και να διαβάσω. Δεν είναι από σένα. Πού να τα βρει παραμιλάω το παιδί τα γραμματόσημα και περιμένεις γράμμα… τρομάρα σου;

Έξι πανέμορφες ποιητικές εικόνες μέσα σε έξι συνεχόμενες, απλές προτάσεις.

Μπορεί το θέμα του βιβλίου να είναι το δράμα των αγνοουμένων, η πιο τραγική πτυχή του Κυπριακού που δεν παύει, όμως, να είναι μια πτυχή. Το κύριο και το μέγιστο παραμένει η κατοχή και ο ασίγαστος πόθος για επιστροφή στις πατρογονικές εστίες. Αυτό δεν διαφεύγει ούτε στιγμή από την ποιητική γραφίδα της Μυριάνθης Παναγιώτου. Έτσι, το θέμα του πόθου αλλά και του δικαιώματος για επιστροφή στην κατεχόμενη σήμερα πατρώα γη, επανέρχεται συνεχώς.

Η Μυριάνθη Παναγιώτου έχει την ικανότητα να μεταπλάθει ποιητικά όχι μόνο ευρύτερα ζητήματα που απασχόλησαν πάμπολλες φορές πάμπολλους δημιουργούς, όπως η κατοχή, οι αγνοούμενοι, η επιστροφή κτλ. Η συγγραφέας του «γράμματος στον αγνοούμενο» μεταπλάθει ποιητικά και απλά γεγονότα της σύγχρονης καθημερινότητας. Για παράδειγμα, μια απλή μονόστηλη είδηση που δημοσιεύτηκε, πριν από δυο χρόνια στον τουρκοκυπριακό τύπο και αναδημοσιεύτηκε στις ελληνοκυπριακές εφημερίδες, μετουσιώθηκε σε ένα από τα αναγνώσματα του βιβλίου. Το σχετικό ειδησάριο στις εφημερίδες έλεγε πως ένα νυχτοπούλι στα τείχη της Αμμοχώστου κατατρόμαξε τους κατοίκους της γύρω περιοχής. Να πώς το μετάπλασε η Μυριάνθη Παναγιώτου:

Μη μου ξεφύγει και ξεχάσω να στο πω πως τρόμαξαν οι κουβαλητοί από κάτι κραυγές που βγαίνουν από τα τείχη της Αμμόχωστος κι είπαν πως στοίχειωσεν η πόλη. Λες να τους κυνηγάνε τα πνέματα των προγόνων μας; Ήρθαν ύστερα οι επιστήμονες κι είπαν πως ήταν πουλί, ανθρωποπούλι, λέει που έσκουζε. Μα εγώ δεν τους πιστεύω τους επιστήμονες. Κραυγές ήταν των προγόνων μας που θέλουν πίσω τη γη μας που αλμύρισε με τον ιδρώτα τους.

Και τα πιο απλά καθημερινά πράγματα περικλείουν μέσα τους απέραντη ποίηση, φτάνει να μπορεί να την δει κανείς.

Η δημιουργός λειτουργεί ενίοτε και ως κορυφαία σε χορό αρχαίας τραγωδίας. Κάποιοι ποιητικοί μονόλογοι είναι εκπληκτικοί σε αισθητική αξία και συγκινησιακή φόρτιση. Να έα σχετικό παράδειγμα που συνάμα παραπέμπει συνειρμικά και στον «επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου:

Αχ να μπορούσα

να σε γεννήσω ξανά

να φυλακίσω κάθε στιγμή σου

στις φτωχικές μου μνήμες

να ξαναπαίζω μαζί σου

τα παιγνίδια που δεν πρόφταξα

να μάθω για χάρη σου

στα παιδικά σου πείσματα

άμυαλη μάνα

να ενδίδω.

Η μάνα του αγνοούμενου, μετεξελίσσεται και σε προσωποποίηση του καημού. Αυτός καταλήγει, εν κατακλείδι, να είναι και ο μοναδικός λόγος της ύπαρξης της. Υπάρχει όσο, υπάρχει ο πόνος της. Να πώς το λέει η Μυριάνθη Παναγιώτου:

Είμαι η ίδια καημός

κι αν κάμω πως τον σβήνω

σβιέμαι κι εγώ μαζί του

τρεμάμενο κερί

που δεν έχει λόγο κανένα

ν’ ανάβει πια.

Ο ύπνος με τον πόνο είχαν πάντοτε μια διαλεκτική αλληλοσύνδεση, ποσοτική αλλά και ποιοτική. Όσο αυξάνεται ο πόνος περιορίζεται ο ύπνος και όσο χειρότερος γίνεται ο πόνος, τόσο πιο άσχημος γίνεται και ο ελάχιστος ύπνος. Η Μυριάνθη Παναγιώτου συνεχίζει αυτή την παράδοση που απαντάται και στη δημοτική μας ποίηση με το εξής ανάγνωσμα:

Ξημέρωσε κιόλας κι εχω τόσα να σου πω μα όπου να’ ναι θα σηκωθεί ο κύρης σου, θα τον ρωτώ και θα λέει πως κοιμήθηκε καλά, θα με ρωτά και θα λέω πως κοιμήθηκα κι εγώ καλά. Συνεννογιόμαστε όπως πάντα. Τα λόγια δε λένε αυτό που λένε και το ξέρουμε κι ο πολύς ο ύπνος είναι χασομέρι τώρα για μας.

Καιρός όμως να περάσουμε και στις επιδράσεις που, κατά την άποψη μου, δέχτηκε η συγγραφέας, επιδράσεις δημιουργικά αφομοιωμένος όπως προανέφερα ήδη. Το αμιγώς ποιητικό μέρος του βιβλίου παραπέμπει συνειρμικά – κι ίσως με τον πλέον διάφανο τρόπο – στον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου. Η εγγύτητα του υπό παρουσίαση βιβλίου με το πιο πάνω έργο γίνεται ιδιαιτέρως απτή με την νοηματική γραμμή του έργου, τις καταστάσεις που καταγράφονται σε αυτό και την έντονη εικαστική διάθεση της δημιουργού. Το συμβατικώς πεζογραφικό μέρος του βιβλίου παραπέμπει συνειρμικά στα αναγνώσματα από το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη. Εδώ η εγγύτητα είναι περισσότερο υφολογική και στυλιστική, παρά νοηματική ή θεματογραφική.

Επίσης, η μονολογική μορφή γραφής του έργου, η συναισθηματική φόρτιση που αυτό εμπερικλείει, όπως επίσης και η θεματική που αγκαλιάζει παραπέμπουν σε ένα άλλο έργο, κατά παλαιότερον, επίσης Κύπριου δημιουργού. Αναφέρομαι στο θεατρικό μονόπρακτο του Γιώργου Νεοφύτου «Μανώλη». Θα μπορούσαν να γίνουν πάμπολλοι παραλληλισμοί, συγκρίσεις και α’ παραβολές ανάμεσα στα δυο έργα. Ενδεχομένως ο «Μανώλης» του Γιώργου Νεοφύτου να αποτέλεσε μιας μορφής ερέθισμα για τη Μυριάνθη Παναγιώτου και το «Γράμμα στον αγνοούμενο». Ενδεχομένως, όμως και να μην αποτέλεσε και να μην τον έχει καν υπόψη της η δημιουργός. Ούτως ή άλλως ο «Μανώλης» είναι από χρόνια καταξιωμένος αισθητικά στις συνειδήσεις του φιλότεχνου κοινού και η εγγύτητα του «Γράμματος στον αγνοούμενο» με το πιο πάνω έργο ίσως αποτελεί ακόμη μια καλή «έξωθεν μαρτυρία» ότι το «Γράμμα στον αγνοούμενο», θα καταξιωθεί περαιτέρω.

Και για να μην είναι η κριτική «μια σχέση όπου ο ένας θωπεύει τον άλλο», θα πω ότι το μοναδικό ίσως στοιχείο που ενδεχομένως αφαιρεί από την αισθητική αξία του «Γράμματος στον αγνοούμενο» είναι, πάντα κατά την ταπεινή μου άποψη, η απουσία ιδεολογικού περιγράμματος γύρω από το όλο δράμα των αγνοουμένων που μεταπλάθεται ποιητικά. Κάτι που δεν ισχύει στον «Μανώλη» για να επανέλθουμε στο προηγούμενο. Από το «Γράμμα στον αγνοούμενο» απουσιάζει η αξιολογική ή άλλη αναφορά στη γενεσιουργό αφορμή της πρόσφατης κυπριακής τραγωδίας και κατ’ επέκταση του δράματος των αγνοουμένων. Απουσιάζει η αναφορά στο προδοτικό πραξικόπημα, κάτι που δε συμβαίνει με τον «Μανώλη» του Γιώργου Νεοφύτου.

Ολοκληρώνω τις κριτικές σημάνσεις μου τολμώντας την ούτως ή άλλως υποκειμενική παρατήρηση περί υπερβάλλουσας ελλειπτικότητας στο ποιητικό μέρος του βιβλίου. Ο ομιλών θα ήθελε τον ποιητικό λόγο της Μυριάνθης Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου να ανοίγει τις φτερούγες του ακόμη πιο πολύ και να αγκαλιάζει τον πόνο, τις έγνοιες, τους πόθους και τις αγωνίες αυτού του λαού ακόμη πιο πλατιά. Το αμιγώς ποιητικό μέρος του βιβλίου θα μπορούσε να είναι εκτενέστερο τόσο ποσοστικά, όσο και νοηματικά. Αυτό; φρονώ, πως δε θα επηρέαζε είτε ‘την ομοιογένεια, είτε την ισορροπία της όλης ποιητικής σύνθεσης.

Εν κατακλείδι, σημειώνω ότι η Μυριάνθη Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου με το «Γράμμα στον αγνοούμενο» παρέδωσε στα κυπριακά γράμματα ό,τι αρτιότερο, ό,τι πληρέστερο, ό,τι αισθητικά αξιότερο και ό,τι συναισθηματικά εντονότερο έχει γραφτεί ποτέ για το δράμα των αγνοουμένων. Το έργο αυτό κοσμεί πραγματικά την κυπριακή λογοτεχνία. Η μεν δημιουργός του πρέπει να αισθάνεται υπερήφανη. Κι όλοι εμείς πρέπει να αισθανόμαστε ευγνωμοσύνη εκ βάθους καρδίας.

.

«Γράμμα στον αγνοούμενο»

Από τη Ζωή Καλαφάτη

Η πιο ζωντανή ιστορία ενός τόπου δε γράφεται από τους ιστορικούς μονάχα. Αντλείται μέσα από τη λογοτεχνία και την ποίηση και είναι σίγουρα αυτό που θα μείνει και δε θα ξεχαστεί. Τα γραπτά επίσης, όπως η μοναδική ποιητική σύνθεση της κορυφαίας Κύπριας ποιήτριας Μυριάνθης Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου, είναι αυτά που αποτελούν παρακαταθήκη πολύτιμη, μαρτυρία αλάθευτη και αλώβητη από το πέρασμα και τη λήθη του χρόνου. Συντηρούν και ενισχύουν την ιστορική συνείδηση, ώστε δράματα σαν αυτό που συνέβη στην Κύπρο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974, να μην ξεχαστούν ποτέ. Όσο κι αν οι πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις στα χρόνια που πέρασαν θέλησαν να αλλοτριώσουν την αντικειμενική οπτική των γεγονότων και να αποπροσανατολίσουν τη διεθνή κοινή γνώμη. Καμία σύμβαση για παραχωρήσεις, κανείς ευτελής διακανονισμός δε θα μπορέσει ποτέ να αμφισβητήσει τα ίδια τα γεγονότα και να αμβλύνει τις μνήμες του κυπριακού λαού. Ακόμα, καμία αιτούμενη και πιθανώς επερχόμενη ευρωπαϊκή ένταξη των γειτόνων δεν θα μπορέσει ποτέ να μειώσει το μέγεθος της οδύνης και της καταστροφής από την εισβολή στην Κύπρο.

«Το Γράμμα στον αγνοούμενο» είναι μια ποιητική σύνθεση σε ελεύθερο στίχο, η οποία μέσα από εικόνες λεπτής και ευαίσθητης παρατήρησης επιγραμματικά διατυπωμένες, μετουσιώνει σε στίχους τον πόνο και το δράμα των αγνοουμένων μας που αποτελεί την πιο τραγική πτυχή της κυπριακής τραγωδίας. Η ποιήτρια με απλότητα, τρυφερότητα, αμεσότητα, πρωτοτυπία και ποιητική δεξιοτεχνία, συνθέτει μια εξαιρετική ποιητική δημιουργία η οποία ενέχει τα στοιχεία ενός άριστου θεατρικού μονολόγου χάρη στη θεατρικότητα της δομής και τη δύναμη της σύλληψης και της γραφής».

Με αυτό το σκεπτικό, το έργο της καταξιωμένης Μυριάνθης Παναγιώτου πήρε κρατικό βραβείο το 1997, ως ένα ελάχιστο αφιέρωμα τιμής στον αγνοούμενο ανθ/γό Πανίκο Παναγή και σ’ όλους τους άλλους αγνοούμενους του 1974.

Είναι ο συγκινητικός μονόλογος μιας μάνας που ονειρεύεται εις μάτην τον ερχομό του γιού της, του μιλά, τον περιμένει με όλα της τα καλά για εκείνον, του γράφει σημάδια αναγνώρισης:

«… Θέλω να ξέρεις πως φυλάω για σένα το τελευταίο σταφύλι στο κλήμα μην έρθεις χειμώνα και δεν έχω το φρούτο που αγαπάς. Πως αλλάζω ακόμα τα στρωσίδια στο κρεβάτι να’ ναι καθαρά μην έρθεις νύχτα και στη χαρά μου δε βρίσκω σεντόνι να σου στρώσω. Πως τρέμουν τα χέρια μου κάθε φορά που παίρνω γράμμα… Γυρίζω ακόμα με τη φωτογραφία σου στους δρόμους ίσως και κάποιος κάπου σ’ έχει δει. Και τρέμω μη σε έχουν αλλάξει τα χρόνια κι αυτή η φωτογραφία δε μου μοιάζει πια…

Άλλοι λένε/πως είσαι σε στρατόπεδο κλεισμένος μ’ άλλους πολλούς/πως έχεις ξεχάσει τη λαλιά σου πως ξέχασες ακόμα κι εμάς/αν είναι ποτέ μπορετό… Πρέπει να σου πω πως γεράσαμε στ’ αλήθεια από τότε και μην τρομάξεις τα άσπρα μας μαλλιά τις ζάρες στα πρόσωπα μας τα σκούρα ρούχα που φοράμε… Θα σου πω και για το σπίτι μας στο συνοικισμό… Κι αν δυσκολευτείς να το ‘βρεις μην ντραπείς να ρωτήσεις…

Κι αν είναι νύχτα χτύπα δυνατά την πόρτα/ να σ’ ακούσουμε / νογάς/ πως το πρωτόπνι ο ύπνος έρχεται βαρύς/Κι αν δε σ’ ακούσουμε/ σπάσε την πόρτα/ κι έμπα/ γιε μου…».

Ανασύρει η ίδια πικρές μνήμες της φυγής τους της λεηλασίας, του ρημαγμού μέσα στον καυτό αυγουστιάτικο ήλιο.

«Σκούζει το πουλί από τις χαραμάδες των ένοχων ψυχών/που βολεύτηκαν/στον κλεμμένο παράδεισο…».

Κρατά ακόμα το κλειδί του σπιτιού της σα φυλαχτό για να το βρει όταν επιστρέφει ο γιός της. Ο νους της σαλεμένος γυρνά πίσω, στα παιδικά του χρόνια, η ψυχή της γεμάτη ενοχές για τα παιχνίδια που δεν έπαιξαν μαζί, τα μαλώματα τους για τα μαθήματα, το ποδήλατο που του στέρησαν:

«… Το ποδήλατο που λες γιε μου το πήρα και στο χω φυλαγμένο κι όλοι μου λένε να το δώσω γιατί μεγάλωσες… Τι ξέρουν αυτοί τι αξία έχει για μένα ένα ποδήλατο που το ‘θελες τόσο».

Μια τραγική φιγούρα μάνας που δίνει η ίδια κουράγιο στον εαυτό της, μετουσιώνοντας την ίδια την ύπαρξή της σε οδύνη, που όμως την κρατά ζωντανή: «…Δεν κλαίω αλήθεια σου λέω δεν κλαίω για τίποτα γιατί δεν έχω πια καημό. Είμαι η ίδια μου καημός/ κι αν κάμω πως τον σβήνω/σβιέμαι κι εγώ μαζί του/ τρεμάμενο κερί/που δεν έχει λίγο κανένα/ν’ ανάβει πια…»

Του λέει όλα τα νέα από την οικογένεια, του μιλά για τα απλά και καθημερινά και κλείνοντας το γράμμα του στέλνει την αγάπη της με τα στοιχεία της φύσης:

«Χαιρετισμούς από…Μα τι σου λέω αυτό το γράμμα είναι ένα μυστικό ανάμεσά μας… Η αγάπη δε χρειάζεται δα και λόγια πολλά κι ο πόνος δε μιλά… Εσύ τον εαυτό σου να φυλάς και να προσέχεις…

Φιλιά σου στέλλω/με το φεγγάρι/αυτό το ίδιο το φεγγάρι/που φωτίζεται απ’ τα μάτια σου… Φιλιά σου γράφω/αμέτρητους σταυρούς/στα μύρια ταξιδιάρικα κύματα/στην αύρα της νυχτιάς/που σου χαϊδεύει τα μάγουλα/Φιλιά σου στέλλω».

Η ποιήτρια αποδίδει με ευαίσθητη, αυθεντική , εικονοπλαστική και ρέουσα γραφή – χωρίς στίξη – τα συναισθήματα της μάνας. Ένα συνταίριασμα θαυμαστό, λόγου πεζού και ποιητικού συνάμα, με άφθαστη και αφάνταστη ακριβοσύνη και λυρισμό που ταξιδεύει τον βουβό πόνο πάνω στη σχεδία του μοιρολογιού και αποφεύγοντας την υστερία τον κάνει ύψιστη τέχνη. Ο υπερήφανος θρήνος της μάνας στο έργο ανταγωνίζεται ισάξια εκείνου της Εκάβης, στην αρχαία τραγωδία. Ταυτίζεται με την Μικρασιάτισσα μάνα που αναζητά το παιδί της, με τις σύγχρονες Παλαιστίνιες μάνες της Γάζας με την ανώνυμη μητέρα που σπαράζει βουβά, που πάσχει και περιμένει… Κεντρικό σημείο του έργου δεν είναι η θλίψη, η απογοήτευση και ο ψυχικός μαρασμός, αλά η δύναμη, η περηφάνια και ο ηρωισμός. Η θέληση της μάνας να ζωντανέψει και να φέρει πίσω το χαμένο της παλικάρι, ζωντανεύοντας τη δική της ψυχή μέσα από τις μνήμες.

Το «Γράμμα στον αγνοούμενο αποτελεί ξεχωριστό παράδειγμα γραφής, διαχρονικής αφύπνισης και διεκδίκησης, εχέγγυο διατήρησης της εθνικής και πολιτισμικής μιας ταυτότητας, πηγή άντλησης, θάρρους και αξιοπρέπειας.

.

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή

Από την «Ανάδρομη πλεύση»

«Σε κλίμακα ελασσόνα»

Τα μυρωμένα άνθη της ποίησης της κομίζει η καλή μας ποιήτρια Μυριάνθη Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου στα κάνιστρα μιας πολύχρονα καλλιέργειας του είδους και στα καλαθόπλεκτα «μεσόγεια» πανέρια της ευδόκιμης συγκομιδής: από τα χρώματα του έρωτα σε ηλιοφώτιστες μέρες ως τις σκιές του «μνησιπήμονος πόνου» σε ασέληνες νύχτες, από τους διθυραμβικούς ύμνους μιας ηρωικής εποχής μέχρι τους ελεγειακούς θρήνους των πέτρινων χρόνων της πατρίδας και από τους ιδιωματικούς τόνους της παραδοσιακής της εντοπιότητας έως τα ξενότροπα ποιητικά σχήματα της δικής της αποφθεγματική επιγραμματοποιίας.

Τον συγκεντρωτικό τόμο των εννέα επί μέρους συλλογών της, που εξέδωσε από το 1978 μέχρι το 2010, εύστοχα τιτλοφορεί «Ανάδρομη πλεύση», εφόσον μας πλοηγεί αναδρομικά στο σύνολο του ποιητικού της έργου, που ταυτόχρονα αποτελεί για την ίδια ευκαιρία σφαιρικής αξιολόγησης της δημιουργικής της πορείας, σύμφωνα με το προλογικό της σημείωμα. Νοούμενου όμως ότι στο Μέρος Γ του βιβλίου αυτού των 280 κειμενικών σελίδων περιλαμβάνει και μιαν επιλογή αδημοσίευτων ποιημάτων από το 1965, η πρόσφατη συλλογή της συμψηφίζει την πλούσια ευκαρπία μισού ακριβώς αιώνος, όχι ευκαταφρόνητης κατάθεσης στα ποιητικά μας πράγματα.

Με την πρωθύστερη πυξίδα της ποιήτριας ανιχνεύουμε ποιήματα ποικίλης Θεματικής, εμπνευσμένης από επίκαιρα και διαχρονικά δρώμενα, σε στίχους που αποπνέουν υφολογικά τον λυρικό στοχασμό με ρέουσα γλώσσα λιτής περιγραφικής έκφρασης και υποβλητικής εικονοπλασίας, αλλά και την πολυσημία πυκνών νοημάτων και εύληπτων αλληγορικών συμβολισμών. Κατ’ αρχήν, στις «Άριες του περασμένου καλοκαιριού» αφουγκραζόμαστε τρυφερά, σαν νανουρίσματα, τραγούδια της αγάπης και του έρωτα με «φωνή γυναίκας» «σαν κομπολόι» ανάμεσα στο πράσινο του «δέντρου» και τα «βότσαλα», από τους «γυάλινους ουρανούς» ίσαμε τα «ποτάμια» και τη «θάλασσα» της «άλλης χώρας». Αν και παράλληλα ενωτιζόμαστε το «μοιρολόι» κι έναν «ήχο θρηνητικό» της μοίρας -«αράχνης» των κατά προσέγγιση ομότιτλων ποιημάτων, ωστόσο, μας καθησυχάζει το μήνυμα πως το Σεφερικό «βουβό τ’ αηδόνι στα φυλλώματα» θα ξανατραγουδήσει «στο φως ενός τέλειου ήλιου». Λουσμένα στο ερωτικό φαν είναι και τα ποιήματα υπό τον τίτλο «Στον κρατήρα του ήλιου», αλλά και στις φωτοσκιάσεις μιας διαλεκτικής αντίστιξης από την «άρνηση» και τη «σιωπή» ως την κατάφαση της ζωής «στα μάτια ενός παιδιού».

Η μακρόστιχη ποιητική της σύνθεση «Η πόρτα μου ήτανε μεράντι» συνηχεί με τους όρους διηγηματικής δομής και ψυχογραφικής συνεκδοχικής αποτύπωσης την επώδυνη δοκιμασία της εκτοπισμένης γυναίκας, που μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων επισκέπτεται το αγνώριστο σπίτι της, μικρογραφία της κατεχόμενης γενέθλιας γης της. Εξόχως ευφυείς οι εικόνες του ανθεκτικού ξύλου της πόρτας και της ανεξίτηλης φωτογραφίας, μεταφορικές συνδηλώσεις της αντοχής και της εγκαρτέρησης για επιστροφή. Ενώ το «Γράμμα στον αγνοούμενο» είναι ένα αφηγηματικό ποίημα από έμμετρους και κατά λογάδην ασθματικούς άστικτους στίχους, που στοιχειοθετούν σπαρακτικά το δράμα των αγνοούμενων.

Στην «Άχρονη φύση» ο ποιητικός ιστός υφαίνει την ανακύκληση του χρόνου με τις μέρες,του5 μήνες και τις εποχές του, αποκρυπτογραφώντα τις συμβολικές προεκτάσεις των μυθικών, ιστορικών και καθημερινών προσώπων, καθώς και των προσωποποιημένων πλασμάτων της φύσης. Οι «Ηρωικοί Απόηχοι», που ξεδιπλώνουν πτυχές από την υπέρτατη θυσία των ηρώων του Απελευθερωτικού μας Αγώνα, ανακαλούν τον αδικαίωτο σκοπό του μέσα από τα ποιήματα της συλλογής «Επιστροφή», όπου συνοψίζεται η ατέλειωτη τραγωδία του 1974 ως συνέχεια των τραγικών στιγμών, των ηρωικών μορφών και των προδοτικών πράξεων της Κυπριακής Ιστορίας.

Στις δύο διαλεκτικές συλλογές «Τριαντάφυλλα τζ’ αγκάθκια» και «Τα φκιόρα της πικραθασιά5» το γραφικό παρελθόν του τόπου σμίγει με το απερίγραπτο παρόν των δεινών του.

Από τα 100 χαϊκού της πρόσφατης συλλογής της Mupiav0ns «Σε κλίμακα ελάσσονα», που αφιερώνει στα 12 εγγόνια της και όπου συμπυκνώνει την ποιητική της βιοθεωρία, ενδεικτικά σταχυολογούμε: «Το μικρό παιδί/Στις πλάτες του σηκώνει/Τον μέγα κόσμο».

.

ΖΗΝΩΝ ΖΑΝΝΕΤΟΣ

Σεπτέμβριος 2010

Στον “Κρατήρα» του ποιητικού στοχασμού τικ Μυριάνθης Παπαονησιφόρου

Η ποίηση είναι η αναγλυφική πλαστουργία του ζωοποιού πνεύματος, που ενοικεί στοχαζόμενο στον υπαρξιακό τόπο του προσώπου ή περιίπταται και υπερίπταται των όντων και του καθορισμένου τοπίου τους. Και στις δύο εκφράσεις η ποίηση εκφαίνει σε τόπο, ο οποίος είτε ως οίκος είτε ως αύλειος χώρος της προσφέει τα πεδία και τα όρια της δημιουργικής της ιδιότητας. Ο τόπος της ύπαρξης φιλοξενεί πάθη, χαρμολύπτες, συνειδησιακός λογχισμούς ή βυθίσεις ζοφερές, ονείρατα και υποσύνειδες φαντασιώσεις, εξάρσεις και σιωπές του ανύπνωτου λόγου, ενώ ο αντί-κείμενος χώρος προτείνει αναπλαστικές εικονοποιήσεις, τον λόγον της φθοράς και του αφθάρτου της φύσης και του μεταφύση, του Θανάτου και του υπέρλογου μυστηρίου. Με το ποικιλότυπο αυτό φύραμα πλάθεται η ζύμη και ο άρτος της ποίησης, με εργαλεία τη μουσική και τους ανήκουστους ρυθμούς από τους ήχους της ζωής και με σκευή τη γλώσσα.

Ο υπαρξιακός τόπος καλλιεργεί άνθη ευλαβείας του πνεύματος, τα συναισθηματικά εναγκαλίσματα του Όντος, και ψυχανθείς άκανθες τους γόους, της ύπαρξης και του μοιραίου της ζωής, ενώ το αντί-κείμενο τοπίο εκβλαστάνει τη φθορά και την τραγωδία του θανάτου με τη μείξη του κόσμου, της ωραιότητας δηλαδή του Όντος.

Η ποίηση, που πλαστουργείται απ’ αυτό το ζωογόνο πάλεμα του πνεύματος προσφέρεται άλλοτε ως στοχασμική ανάγνωση του Όντος, άλλοτε ως μουσικό άσμα της ροπής της Ζωής, άλλοτε ως βρόγχος της σιωπής του θανάτου και ως δραματική αλαλία – απουσία της ύπαρξης. Στον υπαρξιακό τόπο, κατ’ εξοχήν ευδοκιμεί και η ποίηση της Μυριάνθης.

Το σύνολο, σχεδόν, corpus της ποιητικής έκφρασης της Μυριάνθης Παπαονησιφόρου, που περιλαμβάνεται στον παρόντα συνοπτικό τόμο διακατέχεται από μια λεπταίσθητη ερωτική ροπή, που χαρακτηρίζει την πρόσληψη και τη μορφοποίηση της ποιητικής έμπνευσης. Άλλοτε, πάλι, αυτή η ροπή αρθρώνεται εκτυπότερη και διεκδικεί τον πρώτο λόγο στο ποίημα. Ο εκτυπότερος αυτός έρωτας, σε πολλά από τα ποιήματα του τόμου, μεταμορφώνεται σε κυρίαρχη αύρα της ύπαρξης της γυναίκας, καθώς διαλέγεται με τον βιούμενον λόγον και τρόπον του στοχασμού του πνεύματος για να απαντήσει στις ασίγαστες απορίες της ύπαρξης.

Ο έρωτας στην ποίηση της Μυριάνθης είναι ένα αυτοδίδακτο μάθημα του δημιουργικού πνεύματος, αλλά και χειραγώγητο, με μια φυσική φωτοστέφεια, που τη βαραίνει καταλυτικά η παρουσία της Παφίας Αφροδίτης, τα άσπιλα λουτρά της και τα λαίμαργα μάτια του τόπου με την αβάσταχτη ανασεμιά τους. Για τη Μυριάνθη ο έρωτας ως μητρική και προγονική διδαχή του σεβασμού και της βαθείας πηγής των αισθημάτων, της καθαρής ματιάς και της αμόλυντης χαράς, συνοδεύεται συχνά με ανεκπλήρωτες ατολμίες, φαντασιώσεις του παράδοξου, νίκες της υπαρξιακής προαίρεσης και πλησμονές πόθου υπό εκπλήρωση. Μια άνοιξη ζωής σ’ ένα ανθόεν κοριτσόπουλο. Για την ευαίσθητη γυναίκα, την ποιήτρια, ο έρωτας, ως ροπή και τελεολογία ζωής, είναι και υπαρξιακή ομολογία, μέτρο μυστικής δικαίωσης της ύπαρξης εν βίω. Τελετές ετοιμασίας της ερωτικής παστάδας π.χ. που με τον χρόνο γίνονται έθη και χαρμόσυνα δρώμενα, ως βιωμένες παραδόσεις, ανατέμνονται με τις οπλές του έρωτα στην υπαρξιακή ομολογία και καταλήγουν σε ποιητικές δημιουργικές χαράξεις και στοχασμικούς ρυθμικούς κρυστάλλους.

Η ποίηση της Μυριάνθης, με ανυστερόβουλη και απροσποίητη ομολογία, υποκύπτει σε ονειρικά ταξίδια του έρωτα, όπου αναφύονται οι δραματικές ανισότητες του μέτρου πραγμάτωσής του, σε ομιλίες ψυχής μαλακής σαν το χόρτο, που πυρακτώνεται και αιμορραγεί κάτω από τη δυναστεία του ήλιου – έρωτα. Ενίοτε οι στίχοι ηχούν ως αυτομαστιγώσεις, ως αυτόφωνες μοναχικές υπερβάσεις, ως αιθέριες ασκήσεις πεθυμιάς, πάντοτε σ’ ένα εύκρατο κλίμα τέχνης και ομορφιάς. Η μελέτη του έρωτα, ως εξαίρετη παρουσία και δυναστεία στη ζωή του ανθρώπου και, ιδιαίτερα, της γυναίκας αρθρώνει κυήματα φαντασίας, καταβιώσεις υποσύνειδες, εικόνες ιδεατής όσο και απτής πραγματικότητας με φθόγγους μελλωδικούς της ποιητικής τέχνης και δημιουργίας. Εν συνάψει, αποτελεί φωνημένη μελωδικά βηματοδότηση και ερμηνεία της κρυμμένης σιωπής της ύπαρξης.

Η Μυριάνθη, κατά καιρούς, κυριεύεται από ένα υπαρξιακό ερωτηματικό στοχασμό, επίκαιρο ή διαχρονικό, που εκρήγνυται σε απαντητικές ποιητικές καταθέσεις, ομοιογενείς και ομόκεντρες, που συνομιλούν στην έκδοση μιας ποιητικής συλλογής. Η εκάστοτε έκδοση μιας τέτοιας συλλογής αποτελεί ένα συνδεδεμένο όλον έκφρασης, με ισότιμες και ομοιόηχες δοκιμές γραφής και απόδοσης του συναισθηματικού λογισμού, που, ως έμπνευση πλημμυρίζει την ποιήτρια και διεκδικεί τη μετοχή του στο αρχοντικό της Ποίησης. Η φεγγοβολή αυτής της μετοχής βαίνει προϊούσα, τόσο στη λειτουργία των ποιητικών συμβόλων, όσο και στη γλωσσική τους σκευή και μελωδική τους ρυθμοποιία. Οι στοχασμικοί της εναγκαλισμοί αφορούν ανεξάντλητα και πολύτροπα σύμβολα, όπως ο ήλιος η άνοιξη, ο έρωτας, που πέραν της ποιητικής τους υφής, παρέχουν και την ασφάλεια μιας προσωπικής ύφανσης του τρόπου και του διαλόγου τους με την ποιήτρια. Η έκδοση του αγαπητικού αυτού στοχασμού ακροβατεί στην ευαισθησία του αναγνώστη, που οδηγείται στην αφετηρία της παιδικότητας και της αγνότητας της πρόσληψης και της συναφούς συγκίνησης.

Ένας άλλος αγαπητικός οίστρος, που διελαύνει και αιμοδοτεί την ποίηση της Μυριάνθης είναι ο έρωτας της Πατρίδας, ο πατριδικός καημός, ως φτερουγία της ψυχής και ως θλιβή για τα σκαιά που βρήκαν την Κύπρο. Η φτερουγία έχει ως όχημα τον Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. και τα θαυμαστά του, ενώ η θλιβή αποστάζεται στον καημό για τον αγνοούμενο, στη φρίκη του βιασμού του τόπου και των ανθρώπων του από τους νεοσαρακηνούς, στον φονικόν ευτελισμό της αξίας Άνθρωπος από ανθρωποειδή του σκότους, τους κενόψυχους Αγαρηνούς. Η ειλικρίνεια και η λεπτότητα της συναισθηματικής προσέγγισης του θέματος της τραγωδίας της εισβολής και η αποφυγή ποιητικών κλαυθμηρισμών του συρμού και γοϊκής διαπραγμάτευσης του τραύματος της απώλειας του τόπου και των ανθρώπων, προφυλάσσει την ποίηση της Μυριάνθης από την κουραστική ομοιοφωνία και τη δακρύβρεχτη φλυαρία των Κυπρίων ομολόγων της. Η πατριδική ποίηση της Μυριάνθης διαπνέεται από διακριτική προσέγγιση του δράματος, από συμπάσχοντα σεβασμό στον ατομικό πόνο, από τρυφερότητα και ειλικρίνεια για το δράμα του αγνοουμένου και από στοχαστική κατανόηση της ουσίας της πατριδικής τραγωδίας. Χωρίς η ίδια να είναι πρόσφυγας, υιοθετεί το δάκρυ και του στεναγμό της προσφυγιάς και ραψωδεί τα πάθη της. Μέσα από τη σπουδή των παθών αναδύεται δειλά και η ελπίδα της ανάστασης της πατρίδας, εν επιγνώσει της ιστορικής διαπίστωσης πως η Πατρίδα, παλαιόθεν και ως σήμερα υπόκειται σε σκαιά και κατά καιρούς, καλύπτεται από κούφη νεφέλη δουλείας. Υπόκειται, αλλά πάντοτε σώζεται με την προσήλωση στις σωστικές

αρετές του λαού της: στην πείσμονα αγωνιστική διατήρηση της ταυτότητας του προσώπου του, στην πίστη στη σωτήρια σκέπη του Θεού.

Η αλήθεια της ποίησης της Μυριάνθης εδράζεται στη θεμελιακή της δόμηση: ο προσωπικός ένδον τόπος και το οικείο τοπίο ομορφιάς, εκεί όπου η Αφροδίτη άφησε την «παθκιάν» της, προσφέρονται ως αγρός και κήπος για σπορά. Δεν πιθηκίζει η Μυριάνθη, πειρώμενη να προσεγγίσει αλλότριους τόπους και ποιητικά θέματα με τον αφελή τρόπο του συρμού. Ακόμα και τα κορυφαία ποιητικά σύμβολα, όπως ο ήλιος, οικειώνονται στα μέτρα του φυσικού τοπίου και φωτός της Παφιακής γης, της πατρώας γης, και στους συμβολικούς κανόνες της υπαρξιακής διαπορίας της Μυριάνθης. Η ποιήτρια αφήνεται να προδοθεί στον πρωτογενή τρόπο που προσεγγίζει την ποίηση για να την οικειώσει. Η ανάγκη της έκφρασης, που φωνεί στην ψυχή της και διαπορεί για τα αινετά της ζωής και του βίου, λυτρώνεται με τη λυρική προσέγγιση και τη ρυθμική ύφανση του λόγου των όντων και των φαινομένων και, πιο πέρα, των ερωτηματικών της ύπαρξης. Μιας νηφάλιας και ερευνητικής, ανοιχτής σε προσδοχές, που είτε κατακτώνται εξυπαρχής είτε υφίστανται για διάλογο και νεοπλασία.

Η Μυριάνθη, με θετικό πλήρωμα ψυχής τα παραδεδομένα για τη διαμόρφωση και ολοκλήρωση της Κύπριας γυναίκας, χωρίς εξεζητημένες φωνασκίες, πετυχαίνει να συνθέσει τα διεστώτα: το ανυπότακτο δηλαδή φρόνημα και τον στέρεο λόγο της βιοτικής παράδοσης σε μιαν ελεύθερη ποιητική προαίρεση με καθαρή φωνή και ειλικρινή εντιμότητα. Έτσι το υπαρξιακό εγώ, στις λυτρωτικές του προσεγγίσεις στα ερωτήματα του στοχασμού, εκφάζεται ποιητικά ως συλλογικό Εγώ της γυναίκας της Κύπρου και της ιστορικής της βιοτής. Μορφώσεις και μεταμορφώσεις της ύπαρξης στον διάλογό της με τον χρόνο και με τον ίδιο τον εαυτό της. Ως ενέργεια η ύπαρξη γίνεται ζωή, φθείρεται και πεθαίνει σε προζύμι μιας άλλης ύπαρξης στο διηνεκές. Μια τέτοια στάση είναι παρηγόρια για τον θάνατο, τη μοίρα και το πεπρωμένο της ζωής.

Η γυναίκα, διαχρονικά, προσφέρεται ως επιβώμιο χρέους άλλοτε ως Ιφεγένεια, άλλοτε ως Ελένη απολογούμενη για το φύλον της, ενίοτε όμως πραγματώνει νικηφόρες υπερβάσεις καταξιώνοντας τον πυρήνα της ύπαρξής της. Στις ποιητικές αυτές καταθέσεις η Μυριάνθη γίνεται φώνηση του συναισθηματικού διαλόγου της ύπαρξης, απ’ όπου αναδύεται ένα πρότυπο

σύμβολο της διαχρονικής Κύπριας, που με θαυμαστόν τρόπο ισορροπεί τα εσωτερικά ραπίσματα της ύπαρξης με το ήρεμο χάδι της ιστορημένης έκφρασης της.

Μ’ ένα λόγο, η ποίηση της Μυριάνθης προσφέρει στον αναγνώστη της συγκίνηση ευεργετική και μεταμορφωτική, γιατί προσεγγίζει, με ειλικρινή σεβασμό και τιμή τον οικείο της τόπο για να συντύχει με τον οικείο της άνθρωπο. Απ’ αυτή τη συντυχιά ελευθερώνεται η αλήθεια της ζωής και της δημιουργικής της ανάλωσης, η μυστική μουσική του ρυθμού των όντων και ερμηνεύεται ο κρυμμένος λόγος της διαλεκτικής συναφής των ορωμένων και των φαινομένων. Ο σεβασμός, ως μέτρο της ποιητικής συναφής, είναι έκδηλος και στη γλώσσα της ποίησης της Μυριάνθης, που, ως οικείον κήπο, κατ’ εξοχήν, τον ανθοφορεί και τον καρπίζει, καθώς πλάθει τον στίχο της. Καρποφορία εύανθη και εύκαρπη, που αντιδωρίζεται στον αναγνώστη ως τόκος του πνευματικού στοχασμού, ποίηση προς λογισμό και όνειρο, διάλογο και συγκίνηση.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.