ΝΕΝΑ ΦΙΛΟΥΣΗ

Η Νένα Φιλούση, είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο της Έλενας Σάββα, γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1969 και είναι εκπαιδευτικός.

.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Σώματα ασφαλείας (Κύμα 2019)
Ακτήμων (Ακτίς 2014)
Υπόλοιπο Λογαριασμού (Βιβλιοεκδοτική 2008)
Μνημοροή (Ιωλκός 2002),

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Φρούτα στο πιάτο και άλλες τρυφερότητες (Βακχικόν 2022)
Ας ρώταγες ποιόν Αγαπώ (Παράκεντρο 2010) Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2010) στη κατηγορία του Διηγήματος

.

.

.

ΦΡΟΥΤΑ ΣΤΟ ΠΙΑΤΟ
ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΕΣ (2022)

ΑΡΩΜΑ ΛΕΜΟΝΙ

Δεν είχα ποτέ πρόβλημα με τις μυρωδιές, η όσφρησή μου δεν είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη. Γενικά δεν έχω κολλήματα, δεν είμαι αλαφροΐσκιωτος. Στον στρατό ήμουνα λοκατζής. Κατά τ’ άλλα, τρώω ό,τι βρω, και σκόρδα και μπούκοβα, κι ούτε κωλώνω άμα έχει φάει η γκόμενα κρεμμύδια και τέτοια.
Τα καλοκαίρια μύριζα απ’ αυτές τις καρύδες που με πασάλειβαν στην παραλία τα κορίτσια. Μόνος δεν έβαλα ποτέ. Αλλά το κάζο που έπαθα άμα έκλεισα τα σαράντα δεν μπορώ να το περιγράψω. Μιλάμε για πολύ ψυχοτέτοια κατάσταση.
Η μυρωδιά μου έγινε, όχι μόνο αναγνωρίσιμη, αλλά και επίμονη. Έψαχνα για κάμποσο καιρό ν’ ανακαλύψω μες στο μυαλό μου πούθε ερχόταν αυτή η γλυκιά σχεδόν ξινίλα που ηδονικά μυριζόμουν στους ώμους, στα μπράτσα μου, γύρω μου, παντού. Άμα μ’ έπιανε το άγχος για κάτι και δεν έκλεινα μάτι, ο νους μου κατέφευγε σ’ αυτήν την εμμονή, σαν να φώλιαζε φοβισμένος σε μια σπηλιά και γύρω μαίνονταν φωτιές. Και δώσ’ του να γυρίζει η φτερωτή. Ατέλειωτα σενάρια. Μήπως από το αρωματικό στο Ρενό; Ένα φτηνιάρικο τοξικοπατικωμένο, κινέζικο, το πήρα από έναν τύπο στο φανάρι. Ήταν κολλημένο σε μια χάρτινη Παναγίτσα δυτικιά, απ’ αυτές τις ροδαλές, τις ευτυχισμένες με ρομαντικό ύφος. Την Παναγία την έδωκα στην Ευλαλία που δεν πετάει τίποτα και το σπίτι της έγινε εικονοστάσι. Με λέει: «Δεν θες να την κρατήσεις να σε δώκει φώτιση μετάνοιας;» «Όχι» τη λέω «θα με φωτίσει κι έτσι».
Το κάπνισμα στο αμάξι το ’κοψα γιατί οι γκόμενες δεν θέλουν να βρομάει, εκτός κι αν πέσω σε καμιά φουγάρα σαν εμένα. Η τελευταία, η ψυχολόγα, ήτανε πολύ της υγιεινής ζωής και τρώγαμε σαλάτες και σπόρια, δώσ’ του σπόρια από αυτά που τρώγαν τα άλογα του Μεγαλέξανδρου και κάτι άλλες υπερτροφές και νιφάδες, «αυτά δεν είναι φαΐ» την έλεγα, αλλά φωνή βοώντος, κι αδύνατη, στέκα, και περπατούσε από το λιμάνι μέχρι το μέγαρο και γύριζε πίσω κάθε βράδυ μετά που έκλεινε το γραφείο «για να ξεφορτώσει» έλεγε.
Σκέφτηκα, βεβαίως, μήπως ήταν η κολόνια της. Ρε, οι γυναίκες είναι περίεργες, μπορεί να ’ναι μόδα τα λεμονάτα αρώματα, είπα. Τη ρώτησα, την έβαλα να με δώσει να μυρίσω το μπουκάλι. Τίποτα. Αυτηνής πιο κοντά σε τριαντάφυλλο έμοιαζε. Κάθισα και ξετίναξα το Ρενό από μέσα, χαλάκια, βρομιές, μπας και κύλησε κάνα σάπιο λεμόνι, λέω, κάτω από τα καθίσματα.
Ούτε αυτό. Πάω στη μάνα μου. Κατευθείαν: «Πότε έφτιαξες λεμονάδα τελευταία φορά;» Δεν θυμόταν ακριβώς, συγχύστηκε κι από το ενδιαφέρον μου, νόμισε ότι έγινε θαύμα και νοικοκυρεύτηκα, την έπιασε μια λογοδιάρροια ευθυμίας και γενναιόδωρα άρχισε να απαγγέλλει πώς κάνει τώρα τη λεμονάδα που όλοι στο σόι έχουν σάκχαρο και πόσο φυσική βγαίνει, κι άμα γύρισα να φύγω, βάνει μια φωνή υστερική απ’ το παραθυράκι της κουζίνας: «Τον χυμό εγώ δεν τον βράζωωω!…» Οκέι, εμπεδώθηκε η συνταγή. Θα τρέξω να κάνω λεμονάδα, κάπως έτσι θα ερμηνεύτηκε η κίνηση του χεριού μου.
Βρε, γαμώ την ξινίλα μου, θα ζήσω για πάντα έτσι, σκεφτόμουν. Στον Κοπιτζή και στον Τράκα δεν είπα τίποτα, χαζός είμαι; Να φάω καζούρα ως τη σύνταξη κι ακόμα παραπέρα; Στην ψυχολόγα, τσιμουδιά. Πάλευα μονάχος. Τα ρούχα μου μύριζαν κανονικά. Μάρλμπορο λάιτ, Χιούγκο Μπος, κάποτε με ιδρωτίλα ανάκατα. Κόντευα να τρελαθώ. Δεν έβαζα λεμόνι στο ψαράκι μου, δεν ήθελα να το βλέπω ούτε κομμένο ούτε στυμμένο.
Τελειώνει η φάση με την ψυχολόγα, εννοείται η οικογένεια λυπάται που πάλι δεν τελεσφόρησε το ειδύλλιο να με παντρέψουν στα σαράντα μου, εγώ, βέβαια, θλιμμένος μπούφος που με παράτησε εν μέσω διακοπών το πρόσωπο, αλλά ξαλαφρωμένος γιατί τώρα και θα ’πίνα τα ποτά μου στου Γιαννίκογλου όποτε ήθελα και θα τριγύρναγα με τη μηχανή, που την πρόδωσα γιατί δεν μπορούσε, λέει, να ντυθεί όπως ήθελε άμα βγαίναμε. Της έφταιγε το κράνος, ήθελε κιόλα να βάζει στενά φουστάνια και τέτοια. Οι ψυχολόγες γκρινιάζουν πολύ άμα τις πλησιάσεις πολύ. Τέλος.
Και πέφτω πάνω σ’ ένα λουκούμι, δηλαδή δεν πέφτω ακριβώς, το μωρό μ’ είχε στην τσίτα ακόμα, φοιτήτρια, μεταπτυχιακή και κάνει έρευνα -άκου τώρα- για τους Εβραίους της πόλης. Εμένα, φυσικά, μ’ ήρθε γέλιο άμα μ’ είπε το θέμα της, αλλά συγκρατήθηκα διότι ήθελα να το ρίξω το μικρό. Δεν είναι πολύ όμορφη, αλλά έχει κάτι ξύπνια ματάκια, σαν κουτάβι κοιτάει γύρω και μυρίζει ωραία. Και έξτρα μπόνους, το πιο ωραίο βυζί στην πόλη. Ένα πλάσμα τωρινό, αλλά βγαλμένο, λες, από άλλη εποχή, την εποχή της ευγένειας.
Μια μέρα μού ζητάει ευγενικά το μεταπτυχιακό μωρό να την πάω σε μια ηλικιωμένη, ξέρω γω, που θυμάται τη μέρα που μάζεψαν τους Εβραίους και τους ξαπόστειλαν. Α, λέω, η παλιά μου γειτονιά. Αυτό το κορίτσι όλο πίσω με πάει. Την ανεβάζω στη μηχανή και πάμε. Βρίσκουμε το σπίτι και όλο νάζι λέει: «Θες να κατέβεις κι εσύ;» Βαριόμουνα, αλλά ήμουν τόσο κοντά να την ψήσω που κατέβηκα και μπήκα.
Η κυρία Ιωάννα ήταν ένα συμπαθητικό γραΐδιο ογδόντα ετών, καλοστεκούμενο, δεν βρόμαγε καθόλου γεροντίλα και θυμόταν από τον καιρό του Ιησού τα πάντα. Στη γειτονιά της είχε μια φίλη Εβραία, τη Ρουθ, και ήρθε, λέει, το κακόμοιρο μια μέρα χαρούμενο «“Κοίτα” λέει “το αστεράκι μου, η μαμά το ’χει ράψει σε όλα μου τα φορεματάκια και μου ράβει τώρα
ένα παλτό ζεστό γιατί εκεί που θα πάμε κάνει πολύ κρύο”. Αχ, η Ρουθ… Οι απαίσιοι! Αυτός ο Μέρτελ, ο διοικητής τους, τόλμησε να κλοτσήσει στο πόδι τον πατέρα μου, που ήταν ένας άρχοντας. Μην κοιτάτε εμένα, ο μπαμπάς μου ήταν λεβεντάνθρωπος!»
Τόνιζε τα φωνήεντα με χάρη, θαρρείς σαν κοριτσάκι. Σχεδόν συγκινήθηκα. Άραγε γερνάω; Το μικρό με ένιωσε που έπεσα και έκανε τσαχπινιές, τις έβγαλα φωτογραφίες αγκαλιασμένες και για μια στιγμή με φάνηκε ότι γελούσαν με τον ίδιο τρόπο, με πενήντα χρόνια διαφορά. Γυρίζω στην Καραγιάννη: «Ξέρετε, σ’ αυτήν τη γειτονιά έμενα πριν χρόνια, μικρός, φύγαμε το ’79 που θα πήγαινα στο γυμνάσιο. Είχε ένα σινεμά πιο κάτω».
«Βεβαίως, το Κοσμικόν! Εγώ, αγόρι μου, είμαι βέρα ντόπια, από τις λίγες που ζουν ακόμα!» Και χτύπησε το αριστοκρατικό μπαστουνάκι της στο πάτωμα. Την κοίταγα που μιλούσε και χάθηκα. Στο πρόσωπο της γυναίκας αυτής, στη φωνή της, βρήκα άκρες, νήματα να πιαστώ, να θυμηθώ, τι ψάχνω όμως, δεν ξέρω.
Την επομένη πήρα τη μηχανή και ξαναπήγα στη γειτονιά. Είχαν αλλάξει πολλά. Έψαχνα μυρωδιές, οσφραινόμουν δυνατά για να θυμηθώ τα δέντρα – γιατί έκοψαν τα δέντρα εδώ; Κοίταζα επίμονα μια γωνιά εδώ, ένα μαγαζί εκεί, για να θυμηθώ φωνές και λέξεις. Περπάτησα αργά για να θυμηθώ πρόσωπα. Βρε, τι έχω πάθει. Σε μια βιτρίνα καφενείου με είδα τόσο γερασμένο που τρόμαξα. Παρήγγειλα έναν καφέ με την ελπίδα να ήταν από τα παλιά ο καφετζής. Νεαρός τελικά, τρίτη γενιά προσφύγων, ήρθε από τον Βόλο και κρατάει το μαγαζί του πεθερού του. Με λίγη βοήθεια βρήκα τον δρόμο μας, αλλά δεν έβρισκα το σπίτι. Ήταν το ισόγειο μιας μικρής πολυκατοικίας, καινούριας τότε, απ’ αυτές που ξεφύτρωσαν με τη μόδα της αντιπαροχής. Στον κατήφορο. Μπροστά είχε μια λεμονιά, ναι λεμονιά, και στο απέναντι πεζοδρόμιο δυο πασχαλιές.
Τώρα στέκει ένα μεγαθήριο, μετράω τα μπαλκόνια, πόσοι άνθρωποι ζουν εδώ μέσα; Έκοψαν τη λεμονιά. Έπιανε χώρο ίσως. Η λεμονιά, μάλιστα, τώρα θυμάμαι. Ανέβαινα πάνω. Έκοβα λεμόνια. Μ’ έστελνε η μάνα. Για το φαΐ. Κάποτε κόβαμε με τον Γιάννη και ρίχναμε, κατέβαινε κι ο Παναγιώτης, ο ξάδελφος από τη Νεάπολη, και ρίχναμε στους καρβουνιάρηδες. Αυτοί ήταν δυο αδέλφια, Εβραίοι, που έφτιαχναν κάρβουνο και το πουλούσαν. Είχαν ένα τρακτέρ μαύρο απ’ την καπνιά κι αυτοί οι ίδιοι μαύροι με μαύρα ρούχα και μαύρο πρόσωπο γύριζαν τις γειτονιές και πουλούσαν κάρβουνο για τις σόμπες. Κατέβαιναν από πάνω, πήγαιναν πολύ αργά και τους παίρναμε από πίσω και ρουφούσαμε την καπνιά. Γιατί όμως πετούσαμε λεμόνια στα δυο μαύρα γεράκια; Άραγε γι’ αυτό κόλλησε πάνω μου τόση ξινίλα; Μ’ εκδικούνται οι Εβραίοι με λεμονίλα; Καλά που δεν βρομάω καρβουνίλα.
Πάω στη μάνα αποφασισμένος ν’ αντέξω τη μουρμούρα. Το είπα ξενέρωτα· τάχα πως είχα δουλειά στην περιοχή και αναζήτησα τη γειτονιά μας. Φαίνεται ότι πάτησα χορδή που πονάει.
«Α, πήγες; Εγώ δεν πάω, από τότε τίποτα. Μ’ είπε η Ευλαλία πως άλλαξαν πολλά. Το ’ριξαν κάτω το κτίριο».
Δεν είχε πολλά να πει, περιέργως. Έφτιαξε καφέ σιωπηλή.
«Θυμάσαι τους Εβραίους, τους καρβουνιάρηδες;»
«Ο Μαρτίν και ο Ισαάκ, ναι… Τα γεροντοπαλίκαρα! Αυτοί πήγαν στην Πολωνία με τους συγγενείς τους όταν μάζωξαν τους Εβραίους από παντού, είκοσι χρονώ παιδιά, και γύρισαν. Πώς τα κατάφεραν κανείς δεν ξέρει, γύρισαν, αλλά δεν μιλούσαν. Άλαλοι κι αγέλαστοι, έτσι έμειναν ως το τέλος, έτσι τους θυμάμαι. Δίκαιοι όμως, δεν είχε κανένας παράπονο από δαύτους. Μαύρα ρούχα, μαύρα μούτρα, μαύρο κτίριο… Τι μου θύμισες τώρα… Κι άμα πέθανε ο ένας, σε δυο τρεις μήνες έσβησε κι ο άλλος. Εκεί, ’80-’81, είχαν πέσει και οι δουλειές τους, βάλαμε υγραέριο οι περισσότεροι, ε, κι ύστερα πέσαμε όλοι στο ηλεκτρικό. Από λύπη θα πέθαναν. Αυτοί δεν αρρώσταιναν ποτέ, ξέρεις».
«Και γιατί οι πιτσιρικάδες τούς παίρναμε από πίσω και τους ρίχναμε λεμόνια;»
«Δεν ξέρω, ήσασταν χαζά. Ίσως γιατί ο πατέρας σου έτριβε με λεμονόκουπες τα χέρια του άμα γύριζε από τη δουλειά, δεν ξέρω. Ίσως επειδή αυτά είχαμε».
Στην πόρτα μού τραβάει το μανίκι συνωμοτικά.
«Όταν εσύ έλειπες, έμπαινε εκσκαφέας στα σπίτια των Εβραίων και στα υπόγειά τους βρίσκανε θησαυρούς, βαρέλια ολόκληρα με χρυσές λίρες, και στον σινεματζή από κάτω και στους καρβουνιάρηδες. Ουουου… Πολύ χρυσάφι! Τα πήραν μαζί τους; Ο Θεός να μας σχωρέσει όλους, αλλά αν μας έδιναν κομμάτι απ’ όλο εκείνο το πράμα, θα σας σπουδάζαμε χωρίς να πουλήσουμε το σπίτι. Τσουβάλια λίρες! Πού πήγαν, ε; Ποιοι τα φάγανε;»
Επιτέλους, ξεδιάλυνα τη μυρωδιά! Λεμόνι σάπιο και κάρβουνο βρεγμένο. Μάλιστα.
Άρεσε πολύ η αγκαλιά μου στη μικρή. Κι εμένα μ’ άρεσε το γέλιο της. Την είπα την ιστορία των καρβουνιάρηδων.
«Γιατί τους έριχνα λεμόνια;»
«Το λεμόνι είναι οξύ, καθαρίζει, αρωματίζει, απαλύνει το δέρμα, έχει αιθέρια έλαια… Εγώ τρίβω τις φτέρνες και γίνονται σαν μωρού. Πάει και σ’ όλες τις σούπες!»
Κουνιέται ολόκληρη όταν γελά. Την κοίταξα με αληθινή ευγνωμοσύνη. Ναι, αλλά γιατί τους τα έριχνα; Τους πετύχαινα; Τους πονούσα; Αν είχαμε μηλιά, θα έριχνα μήλα; Και τώρα, δηλαδή, θα μύριζα μηλόπιτα; Γελά πάλι.
Η μικρή με βαρέθηκε την ίδια εποχή που τα τίναξε το Ρενό. Η μυρωδιά, ευτυχώς, σιγά σιγά ξεθυμαίνει, με τον καιρό ελπίζω να σβήσει. Όπως και οι μνήμες.

.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Φιλουσάκι, τόσος έγινε ο καημός μου που γύρεψα να σου δώκω γνώρα, γιατί από Κυριακή σε Κυριακή καρτερώ να με μνημονέψεις και δεν το κάνεις. Σ’ έβλεπα σήμερα στον ελαιώνα κι αναρίγησα που με έφεραν στο στόμα σου οι μνήμες της μάνας σου. Ναι, είμαι η Αθηνά η Αλεξανδρινή, το νόθο του προπάππου σου, του ωραίου Γιάννη. Είμαι ο λόγος που τον σκότωσαν στις Βαθκιές εκείνο το βράδυ οι βαλτοί του Καραντώκα, καθώς γυρνούσε ο δόλιος από τη μάνα μου, τη Χαμπία. Μην ταράζεσαι όμως· μόνο να με βάνεις μες στην κατεβασιά με τα ονόματα, μες στο σόι, είμαι αίμα σου κι εγώ, και η αδελφή μου που έφυγε χρόνια πολλά πριν από μένα, η νεράιδω, η πεντάμορφη Αρετούλα, λέει να πεις κανένα «Κύριε ελέησον» και για λόγου της. Τη Χαμπία να τη συγχωρέσετε, ήταν μονάχη της, μην ακούς, τάχα, πως ήταν γυναίκα που την κοιμόντουσαν όλοι· τον Καραντώκα τον φρόντιζε όσο μπορούσε, μα ήταν αρρωστιάρης και πικρή ψυχή, τσιφούτης, μια μιζέρια ο δόλιος. Τον Γιάννη τον αγάπησε αληθινά.
Φιλουσάκι, είναι σκληρό το τοπωνυμικό, όσο σκληρός είναι ο τόπος μας. Όλο φονικά και μυστικά και παρανοήσεις και φόβους. Τι να σου κάμουν τόσοι άγιοι γύρα, απ’ το γιοφύρι μέχρι τις δώμες, πασκίζουν, το ξέρω, μα βλέπεις και το μονά-στήρι της Αγίας Αικατερίνης, ερείπια γίνηκε. Και το Αϊ-Νικολούδι και το Παπαγιωρκούδι, όλα μες στη φθορά και την εγκατάλειψη μείνανε. Οι άνθρωποι εδώ κάνουν ό,τι θένε να κάνουν και μετά πάνε κι ανάβουν καντήλια στα ξωκλήσια. Στο άλλο γιοφύρι, του Τζελεφού, πέρα από το δάσος ήταν ένα εικονοστάσι μες στη μέση του πουθενά και πήγαινε η Τζιεμαλιγιέ κι άναβε ένα καντηλάκι πότε πότε, ώσπου τη διώξανε με τους άλλους και πήγε με την Πεχιέ στον βορρά.
Άλλο ένα θα σου πω: τις ιδέες που σου μπήκαν σήμερα να τις βγάλεις απ’ το μυαλό σου. Η θέση σου στον ήλιο δεν είναι σ’ αυτόν τον τόπο. Του πήρες τ’ όνομα, καλορίζικο, μείνε ως εδώ. Γράμματα, Φιλουσάκι, γράμματα! Τίποτ’ άλλο! Είδες τι γίνηκε με την περιουσία του Γιάννη – χωράφια όσο που
φτάνει το μάτι σου μέχρι κάτω στον ποταμό, κι απάνου στο βουνό, που φτιάξανε τώρα φράχτη, και βόρεια ως τον Αϊ-Νικόλα κι από την άλλη, πίσω από την Αγία Μαρίνα. Κληρονομιά μεγάλη, και ο Γιάννης με το άλογο και τις δερμάτινες μπότες, ο ομορφάντρας, ο αγέρωχος, χαλάστηκε για λόγου μας.
Το μυρίστηκε ο Καραντώκας πως ήμασταν παιδιά του, αφού αυτουνού ήταν τζούφιος ο σπόρος του, κι έπινε χολωμένος μήνες μες στον καφενέ όσο να πάρει την απόφαση.
Ο πατέρας μου ερχόταν κάποτε κλεφτά, νύχτα, και μας κάθιζε στα γόνατά του δυο λεπτά, όχι παραπάνω, μας μύριζε και τις δυο κι έφευγε αφού ξεφόρτωνε πεσκέσια – πότε ένα γάλο κι ελιές, πότε λάχανα και αυγά ή σιτάρι. Είχαν απ’ όλα στο σόι του, μέχρι που έσβησε άξαφνα, για να χαθούν τα πάντα
και οι τέσσερις κόρες του από τη Μαρίκα μεγάλωσαν μες στη στέρηση και τον τρόμο του πατριού. Θυμάμαι τη μέρα της κηδείας. Κλειστήκαμε στο σπίτι γιατί σ’ όλο το χωριό ακούγονταν κατάρες για μας, ένα μακρόσυρτο μοιρολόι όλο χολή και αντάρα. Σκιαχτήκαμε. Η μάνα μάς έσφιγγε μες στην ποδιά της για ώρες.
Γι’ αυτό φύγαμε. Εγώ βρήκα άντρα καλό, δουλευτή από τη Λεμόνα, φτωχό όμως, και γυρέψαμε στην Αίγυπτο να κάνουμε δουλειές, να δούμε άσπρη μέρα. Η Αρετούλα, το πιο διάφανο πλάσμα στα μέρη μας, πήγε στην Αυστραλία, στον θείο μας τον Ιάσονα, και μας τη γυρίσανε σε τρία χρόνια μες στην κάσα. Τύφος, λέει. Η πεντάμορφη επέστρεψε λιωμένη, ζαρωμένη σαν γριά, πιο νεκρή απ’ τις νεκρές.
Κι εμείς που καταφέραμε να φτιάξουμε το κατιτίς μας, κάναμε πως ήμασταν ευτυχισμένοι, μας έτρωε όμως το σαράκι για τον τόπο μας. Μόλις άρχισαν οι φασαρίες εκεί, «άιντε, Κωστή» είπα «τα μαζεύουμε και πάμε πίσω. Τι μας κόφτει γι’ αυτουνούς; Εγγλέζοι εδώ, Εγγλέζοι κι εκεί». Κι όταν ήρθαμε, δεν είχαμε ένα πλάσμα να μας πει «κοπιάστε» – του άντρα μου χαμένοι όλοι, εμένα με βάραινε η παλιά, ανομολόγητη μοιχεία του πατέρα (πολύ το χάρηκα που έγραψες σ’ εκειό το ποίημα ο καθείς και η μοιχεία του, καταλάβω εγώ, μη νομίζεις). Ήμουν μια νόθα, μια ζορισμένη για το χωριό, πού μούτρα και αντοχές για να γυρίσω; Η Χαμπία μας είχε ήδη φύγει. Την έφαγε το μαράζι για την Αρετή μας; Η ντροπή που της φόρτωσαν; Η απουσία του Γιάννη; Ποιος ξέρει; Άντεξε λίγα χρόνια, σκεβρωμένη, έπιανε τα γράμματά μου και τις κάρτες μου και χαιρόταν, είπε, ήρθαμε μια φορά, Χριστούγεννα του ’49, και την είδαμε. Εκκλησιά δεν πήγαμε. Φοβήθηκα τα λόγια. Καθίσαμε σπίτι όλες τις μέρες και κατεβαίναμε ως τα κυπαρίσσια τα απογεύματα, άμα δεν έκανε κρύο.
Μια φορά, μάλιστα, συναντηθήκαμε με την Ελένη, τη γιαγιά σου, με τα μάτια τα καρυδένια, και με κοίταξε γλυκά, με επιείκεια, γιατί έζησε κι εκείνη φτωχά, στερημένα, κι η μάνα της κράτησε όλο το μάλι για τα παιδιά που έκανε με τον δεύτερο άντρα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ που ο παππούς σου άφηνε ελιές ριγμένες από κάτω και πηγαίναμε και τις σωρεύαμε με τη μάνα, μάνι μάνι – εντολή της Ελένης αυτό, πριν ακόμα γεννηθεί η μάνα σου. Ή που βρίσκαμε σακί με αλεύρι στην αυλίτσα και η Χαμπία έκλαιε από συγκίνηση. Μόνο η Ελένη με νόγαε για αδελφή, μα στα μουλωχτά, σαν να πλέκαμε αόρατες κλωστές αραχνένιας αδελφοσύνης. Γυναίκα όλο περηφάνια και καλοσύνη. Κλαίγανε με τις άλλες τρεις γιατί ήσαν κόρες του Γιάννη, που άλλοτε διαφέντευε την περιοχή, μα τώρα τα παπούτσια τους δεν είχαν φτέρνα. Κλαίγαμε κι εμείς που ήμασταν κόρες του Γιάννη, νόθες, ποριψιμιές, και δεν είχαμε κάθε βράδυ ψωμί να φάμε.
Και μην ξαναπείς πως είσαι ανέστια και ακτήμονας, γιατί όσο έχεις το μυαλό σου και τα χέρια σου είναι γερά, μπορείς να ξαναφτιάξεις τον κόσμο. Φτάνει να μην πλερώνεις για ξένες μοιχείες. Φτάνει να μην μπλέκεις σε ξένους πολέμους. Το σόι σου είναι φορτωμένο ενοχές και καλοσύνες. Από τη γενιά του πάππου σου, από τη μεγάλη περιουσία που έκανε με τα χέρια του, αυτό το ξέρεις, αμπέλια, ελιές σαράντα ρίζες και εννιακόσιες λίρες για να πάρει το σπίτι στην πόλη, που τις έκλεψε ο γραμματέας της Συνεργατικής, τι έμεινε; Έδινε, έδινε, καλός άνθρωπος, μα ευκολόπιστος και χαρτοπαίχτης. Τις ελιές που έκοψες σήμερα αυτός τις φύτεψε. Και την Αμπελίδα την αγόρασε πάνω στο γινάτι, γιατί τον τσίγκλισαν στα χαρτιά οι σπιούνοι του πατριού της Ελένης. Έπαιρνε τη Χαμπία, πριν καμπουριάσει τελείως, να του τρυγήσει και της έδινε δέκα σελίνια κι ένα κοφίνι ως απάνω καρπό. Τα λεφτά που πέρασαν απ’ τα χέρια του φτιάναν ολόκληρη γειτονιά, όχι μονάχα σπίτι. Πού ν’ τα τώρα; Πάνε όλα… Κι ο άλλος σου παππούς, ο τρομερός Σάββας που τον φοβόντουσαν όλοι -αυτός είχε πάει στον πρώτο μεγάλο πόλεμο και γύρισε με αγριεμένα μάτια-, άμα έσφαζε κτηνά, έστελνε στη μάνα μας ως το ’52 που έσβησε, με το στερνοπαίδι του, τον πατέρα σου, κρέας φρέσκο να φάει. Τον Σάββα τον καθάρισε το πιοτό. Τα μάτια του ήταν γεμάτα αίμα.
Εμείς, πάλι, με τον Κωστή μου ανοίξαμε το ζαχαροπλαστείο και δουλέψαμε πολύ, τα κόκαλά μου δεν τα ένιωθα τις νύχτες. Νέα Αλεξάνδρεια το είπαμε και κάναμε κάτι σιροπιαστά με αμύγδαλα και φιστίκια λαχταριστά -τότε ο κόσμος δεν τα ήξερε αυτά, Λιβανέζους μάς λέγανε-, να πάμε στους Λιβανέζους να φάμε παστέλια και λουκούμια της ανατολής. Ο Κωστής μου πήγε από ζάχαρο, πρώτα τυφλώθηκε ο έρμος, του στάθηκα, καλός άνθρωπος, ήμερος, παρήγορος.
Εγώ, ξέρεις, σ’ το είπε η μάνα σου σήμερα, έζησα στα τελευταία μου σαν κυρία περιωπής. Όλη η πόλη με χαιρέταε, πάγαινα κομμωτήριο κάθε Σάββατο και το μπαστουνάκι μου είχε ασημένια λαβή – ειδική παραγγελία. Ο ένας τοίχος στη σάλα δεν φαινόταν από τη μεγάλη βιβλιοθήκη. Είχα πολλά βιβλία, σεντόνια φανελένια, πολυθρόνες με βελούδο. Το σπίτι μου το είχαμε τάξει στον δήμο και όλο έρχονταν να το φωτογραφίσουν. Γεμάτο έπιπλα, ασημικά, κρύσταλλα, κεντήματα. Ήταν άδειο όμως. Τα παιδιά που δεν κάναμε στοίχειωναν το μυαλό μου. Ακούγονταν μόνο τριξίματα, έτριζαν οι πόρτες, το
πάτωμα, το ταβάνι, εγώ, όλα. Κι όσο θυμόμουν τόσο σώπαινα. Αλλά, να ξέρεις, πάντα κυρία – το κολιέ δεν το έβγαλα ούτε όταν ήμουν στο τέλος.
Είχα δίπατο αρχοντόσπιτο στη Μακεδονομάχων κι άμα ερχόταν κανένας από το χωριό, ήξερε πως θα τον φίλευα η ανοιχτοχέρα, γιατί ήθελα να μαθαίνω τα νέα. Έτσι έμαθα για την Ελένη, πώς έφυγε μέσα στους πόνους εκείνη η τεράστια καρδιά, έμαθα για τον ξενιτεμό των παιδιών της Μαρίκας από τον δεύτερο άντρα, τους γόμους και τις φαμίλιες των αδελφάδων μου που δεν καταδέχτηκαν ποτέ να γυρίσουν να με κοιτάξουν.
Μόνο λίγο μετά την ανεξαρτησία, που πήγα να κάνω κάτι χαρτιά στον έπαρχο, συναντήθηκα με τη Θεοδώρα, τη μεγάλη. Αναγνώρισα εκείνο το παλιό βλέμμα της περιφρόνησης, το σχεδόν ξεχασμένο, μέχρι που βγήκε έξω ο ίδιος ο έπαρχος και με έβαλε μέσα με τους πληθυντικούς και τις ευγένειές του, κι
εκείνη γύρισε αλλού το κεφάλι, μα ο νους της ήταν σε μένα. Η μπάσταρδη αδελφή θα είπε άραγε; Η κόρη της πουτάνας; Η Αλεξανδρινή; Η αιτία του φονικού και της παιδικής μας φτώχειας; Ποιος ξέρει; Συγχωρεμένη να ’ναι. Αυτή άντεξε ώσπου άλλαξε ο αιώνας, ήταν σκληρή σαν τα βουνά μας. Εγώ μαράγκιασα μετά τον πόλεμο κι έφυγα το ’89. Η καρδιά μου τσάκισε σαν κλωνάρι άποτης μυγδαλιάς. Κουβέρτες που είχαμε φέρει από την Αλεξάνδρεια, κατσαρολικά, μια δάνη που φέραμε από το χωριό, άμα ερήμωσε το σπίτι, τα χρυσαφικό μου, όλα τα ’δωσα σ’ έναν δύσμοιρο πρόσφυγα με τέσσερα παιδιά, που όλο δάκρυζε το ένα του μάτι.
Να σου πω και κάτι; Ήμουν κουρασμένη, γι’ αυτό έφυγα. Δεν με πείραζε η μοναξιά. Με πείραζε που δεν είχα κάτι, κάποιον να αγαπήσω. Για σένα δεν ήξερα τότε, μα έτσι κι αλλιώς ήσουνα μωρό για να αντέξεις τόσο παρελθόν…
Κοιμήσου, φιλουσάκι θαλασσινό, κι άφοβα να πορεύεσαι, ανδρειωμένα. Θέλει πολλή ψυχή να συγχωρέσεις τ’ αποθαμένα σου με τα όλα τους. Μα είναι μια καλή δικαιοσύνη.

.

ΣΩΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (2019)

.

ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ

Το απόγευμα βγήκαμε στο σφυρί.
Σαν να λέμε προσφορά ένα συν ένα
ή με κάθε δύο θλίψεις παίρνετε ένα σίριαλ
εντελώς δωρεάν.

Το τίμημα όμως ήταν για μια άλλη αλήθεια
που κάθισε ασυνείδητα
πάνω στα χνούδια των φύλλων
και στα κεντίδια μιας προίκας
κληροδότημα γενετικού κώδικα απ’ το παλιό μας σπίτι
όπου μελετώ την ειρηνική επέλαση των σαλιγκαριών
κάτι αδέσποτες γάτες
ένα ρημαγμένο τίποτα
συσκευές χωρίς καλώδια
πετσετάκια προγιαγιάς ξεδοντιασμένα
και σταυροβελονιά παντού.
Υπάρχοντα ακτημοσύνης που μπήκαν λαθραία
σ’ εγχειρίδιο ανάπλασης δέρματος.

Κι εμείς όμως, εκεί
ό,τι έχουμε και δεν έχουμε
όλα εντελώς δωρεάν.

.

ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

Ποίημα είναι όταν φοράς ένα ρούχο πολυκαιρισμένο
χαμένο απ’ όλες τις φρονιμάδες
και γίνεται δέρμα.
Το φοράς σαν πρωτόπλαστος
το βγάζεις σαν αθώος
και δεν είμαι καθόλου προληπτική.

Μ’ άξαφνα, βλέπω έναν εαυτό με προσδοκίες
συγκινήσεις, ευρυαγγείες
σχεδόν κοινωνικό
πασκίζει ο δόλιος να πιαστεί
από φανταστικές ασκήσεις θάρρους
υγιεινή διατροφή και πατατάκια στη ζούλα
έναν εαυτό που περιθάλπει εξεγερμένα βλέμματα
και υποδύεται τον άστεγο πάνω από φλεγόμενα βαρέλια.

Ρούχα πολλά, της ελαφρότητας
και ποιήματα άνευ ουσίας
έτσι λέω στην τράπεζα
αλλά με αγνοούν. 

.

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟ ΣΩΜΑ

Πάω στους γονείς μου, είναι μεγάλοι
όταν γεράσετε λέω, επειδή φοβάμαι ότι τους φτάνω
πάω στα παιδιά μου, όταν μεγαλώσετε λέω
αφού ολοένα φεύγουν και δεν τα φτάνω
ακούμε μαζί μουσική αλλά έρχονται και φεύγουν
η μέση ηλικία μου τους πάει στο αεροδρόμιο
ενώ στο βάθος κλαίει σαν προσφυγάκι
πάω στο θέατρο, ξεχνώ εκεί το φουστάνι μου
σταθμεύω σε κάθετα τείχη
περνώ από μικρά νεκροταφεία
αλλά μυρίζω ωραία, ξεγελώ τους τροχονόμους
πάω στο φαρμακείο αγοράζω αλοιφές
εξωτερική χρήση γράφουν
για οσφυαλγίες, ρευματοπάθειες
επιμένω κάθε φορά: σίγουρα δεν τρώγονται;
πάω στη δουλειά μου κάθε πρωί νέα
με άλλο όνομα όμως
και φεύγω γριά.

Εν τω μεταξύ πλένομαι, νυχτώνει και τρομάζω
με τρομάζουν τα ποιήματα
δε θέλω να διαβάζω αλλά με κυνηγούν
πάω για ύπνο δεν ήμουν εγώ, δεν ήμουν εγώ σήμερα
φωνάζω
και από αύριο έχει ο θεός.

.

Η ΤΑΙΝΙΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Ανοίγω την πόρτα σε ξένο σπίτι
ανοίγει και μπαίνω και είμαι ένας ξένος άνθρωπος
μια ιστορία πρωτάκουστη
πάλι.
Στέκομαι στη μέση της ξενιτιάς με βιδωμένα πόδια.
Στον τοίχο μια τεράστια νεκρή φύση
μια ερυθρότητα που δεν επέλεξα
απειλεί να γίνει βούκινο.

Έξω η πολυκοσμία μυρίζει σάρκες
χιλιάδες πουλιά τσιμπολογάνε σκουλήκια που μάζωξε η σήψη.
Λιγόστεψαν τα χρόνια και τα ποιήματα
Βλέπεις νυχτώνει νωρίς πια.

Το ψυγείο μετακόμισε πρώτο.
Με το ηλεκτρικό κομμένο.

.

ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ

του A.

Αργά γυρίζω το φουστάνι μου από μέσα
το μακραίνω μ’ αλύγιστη κλωστή
όσο το φρόνημα στέκεται ορθό
και γυρίζω σ’ άδειους δρόμους όλο λάσπη.
Τι εποχή έχουμε;
0 γιος μου γελά με τον Αδάμ που σώζει το τομάρι του
είναι καλό παιδί όμως
έφυγε απ’ το σπίτι, δεν τον έδιωξα
αναλαμβάνει κάθε ευθύνη.

Φεύγουν απ’ το σπίτι σιγά — σιγά και κάποτε γυρίζουν.
Η παραμονή μυρίζει κανέλα, ροδόσταμο κι επιστροφή.
Έχουμε συχνά Χριστούγεννα βλέπετε.
Μεγαλώνω μαζί με το φουστάνι μου.

.

ΠΕΝΘΗ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ

Έκανα πολλά ταξίδια ανίας και περιέργειας
για να μάθω τη γλώσσα των σωμάτων
στον ήχο της βροχής – τίποτε
κανένα τραγούδι δεν μπορεί
πιο αφοσιωμένα ν’ αντιγράψει
πώς πέφτουν οι ασάλευτες ώρες μέσα μας
οι χιροσίμες δίπλα μας
η σιωπή μετά την αναχώρηση
σαν νερό που ξέμεινε στις υδρορροές
και στα νεράντζια – έφυγε λέμε
τελευταία φορά που συναντηθήκαμε
μύριζε πούδρα παιδική
και το σπίτι αλμύρα και στάρι βρασμένο – έφυγε.

Οι θάνατοι βγαίνουν σε διάφορα χρώματα.

.

ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ

Η ποίηση σ’ ένα παράθυρο με ξύλο φαγωμένο
όπου στέκομαι για ν’ ανασαίνω φτερουγίσματα ρυθμού
ακούω τις εικόνες και αγγίζω τα θροίσματα.

Όταν σιγεί από μέσα η πλάση
τα δέντρα περιορίζονται στα καθιερωμένα:
φιλοξενίες πουλιών, αποδέσμευση οξυγόνου, τα γνωστά.
Έκανα ένα έτσι να πιάσω το ποίημα απ’ την ιδέα
αλλά έμεινα με φτερά στα δάχτυλα.

Αργά τη νύχτα, ότι είχα πλύνει σώμα και πιάτα
χτυπά η πόρτα και μπαίνει η κυρία αμίλητη
με τις άγριες ματάρες της υγρές
και κάθεται.
Είμαι πολύ κουρασμένη όμως
κι έτσι, αμίλητες και οι δύο τρώμε ό,τι έμεινε απ’ το μεσημέρι.

.

ΕΝΑ ΣΩΣΙΒΙΟ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΘΙΣΜΑ ΣΑΣ

Κάτι σινιέ πορνόγεροι που διεμερίσαντο τις περηφάνιες μας
ακόμα κυβερνούν τις παραισθήσεις μας
ψηφίζουν για τη δόξα και την τιμή μας
στο εντελώς κάτω της γραφής τι ήμασταν
αφελείς παιδίσκες
(να μάθουμε να οδηγούμε ανεμόπτερο
τι ζητήσαμε πια)
και μας εξευτέλισαν στα διεθνή φόρα
γελάνε ακόμα με τη χαμένη μας παρθενιά
«οι μικρές δημοκρατίες» λένε στα δελτία
οι μορφωμένοι μας βαριούνται
κάνουν ζάπινγκ να βρουν τηλεπαιχνίδι
μας βλέπουν μόνο οι μελλοθάνατοι
ατάραχοι πια
και οι βουβές γυναίκες.

.

.

ΑΚΤΗΜΩΝ (2014)

.

ΔΗΘΕΝ

Ήμουν πάντα αφοσιωμένη στην κυριολεξία
μ’ εμμονή που απογυμνώνει τις σιωπές
και θρονιάζει την αληθοφάνεια
στο τραπέζι το μεγάλο, το καλό.
Για παράδειγμα,
αν πετά χαμηλά ένα πουλί
λέω: πλησιάζει στη γη το φως.
Κι όταν μας απειλεί ο πόλεμος
λέω: τρώγοντας έρχεται η όρεξη.

Υποψήφιες αγάπες ενίοτε γυρεύουν
αποδείξεις καλής θελήσεως
συγκεκριμένων προδιαγραφών:
Όσα εκατοστά χαμόγελο
τόσες προσκλήσεις για καφέ
πάρτι γενεθλίων ή Χριστουγέννων
εκδρομές με συγγενείς ή φίλους.

Θέλω να ξέρω τι εννοούν.
Ελάτε να πιούμε έναν καφέ μετά δακρύων;
Να φάμε μαζί μη βάλουμε τα κλάματα γιορτή που είναι;
Ή να καθόμαστε πολύ κοντά
να μην ακούγεται ο χρόνος;

Ήμουν πάντα μανιακή της όρασης
τόσο οικειοποιήθηκα τους οφθαλμούς των άλλων.

.

ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ

Πρέπει κάποτε να γίνει μια αρχή
να διηγηθούμε τη ζωή μας.
να τη μαζέψουμε από τις γωνίες
και τα δρομάκια
τις κακοφημίες και την έπαρση.
Να την κοιτάξουμε κατάματα
να παίξουμε τάβλι με το φόβο.
Αυτόν που περπατώ
και τον έχω στον ώμο μου
σαν παπαγάλο.
Ούτε τον κοιτάω βέβαια.
Αισθάνομαι μόνο τα νύχια του στη σάρκα μου.

Η γενιά μου βγαίνει και λιβανίζει τις μουσμουλιές
την κληματαριά, τα αδέσποτα.
Οι θόρυβοι που κάνουν τα πιρούνια
προκαλούν τ’ ασυγκράτητα κλάματα
του μεθυσμένου και του σοφού.

Ένα θαύμα θέλουμε, ένα θαύμα.

.

ΕΛΑΙΟΧΡΩΜΑΤΙΣΤΗΣ

Ο πατέρας μου είναι δάσκαλος σιωπηλός.
Κλείνει τρύπες και ρωγμές
με άσπρο, εύπλαστο πηλό «τον πιο καλό στην αγορά».
Βάφει πόρτες, παράθυρα, τοίχους
και πλένει τα πινέλα με νερό ή white spirit.
Δε μιλά. Ούτε γράφει. Μόνο κοιτάζει.

Τα καλοκαίρια βάφω κι εγώ
ό,τι βρω. Διάφορα χρώματα.
Δε ζωγραφίζω πια
μόνη μου γεμίζω τις τρύπες
και μπογιατίζω τοίχους αδιάκοπα.
Αλλά πάντα βγαίνει από κάτω
το λευκό του πατέρα.

.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Νερό που στάζει ρυθμικά
και πιπεριές πανύψηλες γεμάτες τιτιβίσματα
τα χόρτα της αυλής βρεγμένα
ποδήλατα της γειτονιάς πίσω από σχοινιές
φρεσκοπλυμένα δέντρα έτοιμα να δακρύσουν:
Αν λείψει κάτι, διαλύεται ο μύθος.
Αυτό δεν είναι σπίτι μου.
Η υγρασία κυρίως μας κράτησε μαζί.

Ταχυδρομική σύνδεση με τις ενδότερες περιοχές
έφερε αυτό που δε θέλαμε:
Την απάθεια με τσαντάκι κοραλλί
ιριδίζουσες χάντρες και θρασεία αρτιμέλεια.
Τι εμμονή κι αυτή να στολίζω μιαν αδειοσύνη ξένη!

Μόνο τριπλό καημό και ζάρες θέλω για το τέλος
και να φύγει ο καταραμένος φόβος
που σαν καυτός καφές πέφτει στον ύπνο μου
και ξαναπέφτει
να κάψει το δέρμα του αγέννητου εαυτού μου.

Δε θέλω στέγη. Θέλω ουρανό.

Έχω κι εγώ μια θλίψη να κοιμίσω

.

ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ

Εισέβαλε απροκάλυπτα στον ύπνο μου ο φαύλος
και με άφησε ως το πρωί ενεή
ν’ αναρωτιέμαι
τι είχα για να τα χάσω όλα.
Γιατί χτυπιόμουν στα κιονόκρανα τα πρωτοϊδωμένα
αφού δεν είχα καταλάβει τη γλώσσα του δαπέδου.
Αρχαία ελληνικά πλουσίων Ρωμαίων
ή προφητείες βραχύβιες για την εποχή μου;

Και πήρα λάφυρα από τη Σαλαμίνα.
Όχι της ναυμαχίας, την άλλη.
Και δέρμα -όχι μόνο το δικό μου-
που μυρίζει ξινό, βαρύ
πανανθρώπινο σκούρο. Έξω και πέρα από την ιστορία.

Πώς αγγίζει κανείς τη χώρα του
ξαφνικά στη μέση ηλικία
και του κόβεται η ανάσα
ακριβώς στα δύο; Έτσι.

Είπα θα πεθάνω εδώ
κι ακόμα ζω αλλού.

.

ITINERARIUM

Κάθε φορά που κοιμάμαι γεννώ το λευκό σου κεφάλι
και ξυπνώ βίαια μέσα στην ανομοιογένεια.
Αιώνες σοφίας και έρωτες ανομολόγητοι
αναδεύονται στα πέτρινα μαλλιά σου.
Αγγίζομαι τότε από φόβο
μήπως δεν υπάρχω
μήπως έγινα το σώμα που σου λείπει.
Μάρμαρο, χιτώνας με πτυχώσεις
ερυθρές εκλάμψεις ενοχής
κι όση αλήθεια αντέχουμε.

Τι άλλο μου είσαι;
Σελίδα σχολικού βιβλίου που ξεχάστηκε
γέφυρα σε τουριστικές εικόνες
δρόμος που πλημμύρισε μια νύχτα φως
γνώριμη μυρωδιά
βαριά ανάσα από την αλητεία μας
στην Αλεξάνδρεια
την Πόλη
το παλιό Βαρώσι
μπαχάρι απαλό, ροδόνερο και καπνός
που έμεινε στο ρούχο μας από χρόνια.

.

ΔΙΑΧΡΟΝΟ

Στον τόπο που ζω τα ποτάμια στέρεψαν
από μια παλιά κατάρα
η στεγνή γη μας γεννά μόνο αγκάθες
οι παλιοί νεκροί μιλούν αλλόκοτα
κι οι ποιητές τρέχουν να προλάβουν
η μουσική ποικίλλει αναλόγως του ορίζοντα
-είναι αυστηρός, έχει τέσσερα σημεία.

Στον τόπο μου λεν άμα φύγεις δε θα γυρίσεις ποτέ.

Οι εποχές εξάλλου –πάλι τέσσερις– καθορίζουν τη μνήμη μας
«την άλλη μέρα» λένε όσοι θυμούνται
χρόνος σαν των μικρών παιδιών
πριν πέντε αιώνες, ένα μήνα ή πέρυσι
έγινε αυτό ή το άλλο κακό.

Οι μεγάλες συμφορές γίναν η ιστορία μας.

Κι έτσι ζω σαν τη χώρα μου
γριά στη λύπη
έφηβη στη χαρά.

.

ΜΕΤΡΟ

Κάνω συλλογή με υπόγειους χάρτες ταχείας μεταφοράς
λεωφορεία και τρένα σε μεγαλουπόλεις μοναξιάς
η κόκκινη γραμμή, η πράσινη, η μπλε
και τα μπαγάζια στην πλάτη
στους γυμνούς ώμους, στο σβέρκο
αφήνω ίχνη ενοχής παντού.
Η μέση μου πονά εκ γενετής.
Να φεύγεις λέει είναι σαν να πεθαίνεις λιγάκι.

Κουβάλησα βαγόνια φορτωμένα άλλους
αλλά φεύγω συνέχεια.
Ταξιδεύω κάνοντας λάθη
με τα εισιτήρια, τις βαλίτσες τον προορισμό.

Στις αναχωρήσεις γενικά είμαι χαρούμενη.
Μόλις δω τρένο χιμάω μέσα.
Με τόση αποταμίευση θανάτου ίσως τελικά χορτάσω τη ζωή.

.

ΤΡΙΣΑΓΙΟ

της Ν.

Ι

Μετά θάνατον ο αόριστος γίνεται παρατατικός
με την ανοχή των ζώντων
κι άμα τη αναχωρήσει σου
τα δέντρα τετραγωνίζονται για ευνόητους λόγους.

Γενικά δεν είσαι εδώ.
Η απορύθμιση όμως κρατάει το ρυθμό των άλλων
σε λευκές επιφάνειες ή
φωτιές που σφυρίζουν τάχα περνώντας γι’ αλλού
ανόητες μικρές φοβίες
ίσα ίσα για να ’σαι στον ύπνο μας μονίμως.

ΙΙ

Στο δωμάτιο που έγραφα για σένα
έπεσε μια διαφάνεια σαν την υγρασία της πόλης
οι τοίχοι θρυμματίζονται στ’ αυτιά μας
Κι η στέγη τρύπια να μπουν τα έντομα που ενοχλούν το
χρώμα, τη φωνή.

Ανοίγει η μέρα από μυρωδιά μπουγάδας και υπομονής
στο μπαλκονάκι γιασεμιά
από άλλους δρόμους, άλλη ζωή
μπροστά από το παράθυρο – το ίδιο παράθυρο
που ξέρει πώς να ανακατεύει μαλλιά
αεράκι, επιθυμίες από μνήμης
και συχνά μας φανερώνει έξω.
Σαν να ’μασταν τηλεόραση.

ΙΙΙ

Ειπώθηκαν όλα. Σε παλμούς καθορισμένων συχνοτήτων.
Κατά καιρούς άλλαζε το άλφα, το «λ»
το μικρό έψιλον.
Τελικά συνηγορήσαμε να γραφούν τα ρήματα
μόνο των αγαπημένων
και ανακοινώσαμε όσα ζευγάρωναν με τη λογική των ήχων.
Τα σώματα που θα πονούν στη μνήμη μας είναι
στο ένα χέρι (αυτό με το καλώδιο ή το άλλο;)

Άμα σε σκέφτομαι ο χρόνος χάνει τη φωνή του
σαν εσένα.

.

RESPIRO DEI MORTI

Ένα σώμα ολάνοιχτο
κυνηγημένο τρέχει προς τις καλαμιές.
Στα μαλλιά μουσικές αγριεμένες
κι ανάσες κάτω από σιδηρογραμμές.
Ό,τι είχα το ’χασα για σένα
τα χέρια μου τώρα τελειώνουν
και δεν προλαβαίνω να το φτάσω-
το σώμα μου λέω
που τρέχει αλλού.

Τα δέντρα που αγάπησα
έγιναν τραγούδια.
Αλλά οι ειδικοί θέλουν να κόβουμε
τα κλαδιά που βγαίνουν προς το φως
τάχα πως δυναμώνει ο κορμός
σαν τις επιθυμίες.

Μισός άνθρωπος μισός πουλί
πώς έφτασα εδώ κάτω
σε μια ιστόρηση παλιά
κι αληθινή όσο εσύ.

Δεν ήθελα να ξέρω την αλήθεια.
Δεν επεδίωξα να έχω αυτή την ευθύνη.

.

ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΕΣΩΣΤΡΕΦΟΥΣ ΧΕΙΜΩΝΑ

Υπάρχουν στολές για όλους
και πορείες.
Τακτικοί καθαρά προδιαγεγραμμένοι δρόμοι
οδηγούν πουθενά.
Ωστόσο οι οδοδείκτες πλημμυρίζουν
ευδαιμονία.
Και τι καλή συ-γυ-ρι-σμέ-νη
που έγινε η ζωή μας
τάχα πως μόνο ο πόλεμος έμεινε
να στοιχειώνει τα όνειρά μας.

Μας κόπηκε όμως η μέση
μ’ αυτό το μέσα μας
που δε γίνεται αλλιώς
πρέπει να κουβαλάμε.

Κλειδιά κάναμε, η ενοχή γιατί επιμένει;

.

ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ

Πατρίδα μπορεί να είναι ένας δίγλωσσος χάρτης
ή ένα πράσινο βιβλίο συμβίωσης
φωτογραφίες με ακίνητες ευτυχίες
στημένη ησυχία από παλιά
σε διάφορες ερμηνείες.
Κι ακόμα, η ματιά των άλλων
των περαστικών
που μας έδειξαν πώς ξεγυμνώνεται κανείς
χωρίς αιδώ μόνο από πείσμα
και πώς κοιτάζεις με λαχτάρα ένα σώμα
το πλησιάζεις, το κατοικείς
γίνεται το σώμα σου, η πατρίδα σου.
Κάτι δηλαδή σαν αυτοστέγαση.

Αιώνες μετά πατρίδα γίναν τα παιδιά μου.

.

ΝΥΧΤΕΣ ΙΟΥΛΙΟΥ

Τη νύχτα η οργή κατακάθεται σαν τον καφέ
υποχωρεί αντιστρόφως της υγρασίας
ζώντες και τεθνεότες σιγομιλούν σε μικρές βεράντες
και υποσελήνιους κήπους
μονόλογοι βαρείς για την καρδία
μα οι απόντες είναι χαρούμενοι.
Κάποτε μάλιστα σωπαίνουν τα πολύχρωμα πέταλα
στα παράθυρα και αργά, νυσταγμένα τα υφάσματα
παύουν να ενδύουν τα κορμιά μας.

Μόνο έτσι μεγαλώνει ο τόπος.

.

Η ΠΟΛΗ ΜΟΥ

Η πόλη μου ένας παράλιος δρόμος
γαζίες, υπαίθρια καφέ, νυχτερινοί ευκάλυπτοι
φωτογράφοι τουρίστες
διατηρητέα λήθη.

Η πόλη μου μια γυναίκα
που χουζουρεύει ανόητα
σε δανεικά σεντόνια
και κοιτάει αχόρταγα απ’ το τζάμι
στωικούς φοίνικες
και παραταγμένα καρποφόρα.

Η πόλη μου κάθε Κυριακή
πάει ποδηλατώντας στο δασάκι
κι αναπνέει για όλη τη βδομάδα.

Τα καλοκαίρια βάζει ένα καουμπόικο καπέλο
και φουστανάκι ελάχιστο
για να βρει το σώμα της που παίρνει
κάποια στιγμή φωτιά.

.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Όταν γυρίσω από τα δεσμά μου
θα με αναγνωρίσεις μητέρα
από μια ελάχιστη φαγούρα στο δεξί φρύδι
κι ένα ερυθρό σημαδάκι
στο αριστερό μπράτσο από μέσα.

Θα με αναγνωρίσεις ως αγνοούμενη που επανήλθε.
Με τα ίδια σημάδια μητέρα.
Κι ας μην έφυγα ποτέ.

.

ΕΝΤΟΥΤΟΙΣ ΑΚΤΗΜΩΝ

Δεν έχω τίποτε δικό μου
ούτ’ εμένα
ούτ’ εσένα.
Για τίτλο ιδιοκτησίας ούτε σκέψη.
Εδώ και το πακετάκι του θανάτου
«οι καπνιστές πεθαίνουν γρήγορα»
και από την άλλη μεριά «το κάπνισμα σκοτώνει»
μου το αγόρασαν. Ένας φίλος,
η ευρωπαϊκή ένωση, εσύ
δε θυμάμαι.

.

.

ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ (2008)

.

Οι εποχές του έρωτα πάλι μπροστά

Ερυθρίασαν όλα μαζί σου.
Ήρθες από ταξίδι στις άνυδρες χώρες
την τελευταία στιγμή των κυβερνώντων.
Με τις φωτογραφίες και τα ρούχα των παιδιών που ξέμειναν.
Τόσα χρόνια λέει πονούσαμε το βιος μας.
Μα αν τ’ αγάπησαν οι ξένοι ας ριζώσουν
θα πούμε τέλος.

Η δροσερή καταγωγή μου φέρνει αέρα στην κοιλάδα σου
και μας πάει αλλού
και πέρα από δω που γέννησε ο ένας τον άλλο
με την οδύνη της γνώσης και της απώλειας.

Μας σώθηκε πρόσφατα η αγάπη
και μίκρυνε η ελευθερία
κι η μοναξιά η περίτρανη
κι η οργή η απελπισμένη.
Σε μέρες μαζικής απαντοχής για το ασχημάτιστο.
Το ποθούμενο επί τέλους

.

Σενάριο ταξιδιού

Ό,τι έμεινε στα βόρεια παράλια
χάρτες, φωτογραφίες άλλων
διηγήσεις και μυθεύματα
σαν πάμφωτα καράβια στην πόλη ετούτη
λευκής εισδοχής στο αδιαπέραστο.

Η ατέλειωτη νύχτα η αταξίδευτη
που προσδίδει στις περικοπές των κυμάτων
ένα αυθεντικό ρίγος. Αυτό που στη ράχη μας
καθέτως τώρα διαιρεί.

Πόσων μεσονυχτίων πτήση θα είναι άραγε
όταν έρθει αυτές τις ανέλπιδες μέρες
επιφώνημα και πιο ποίηση ερημιάς η οφθαλμαπάτη;

Δε βρίσκουμε δίκιο στην αυλή μας.
Κοντολογίς χίλια παράπονα
μα είναι αισθητός ακόμα ο κόσμος των ματιών.

.

Προφητεία

Στις παρυφές της αυτάρκειας
το αίμα που ξοδεύεται
έχει σημασία και έκταση
όσο να γίνουμε κυανοί ή ολοπόρφυροι
στο ποίημα που πάλιωσε και τη ζωή μας την τόση.
Ας έρθει όμως πρώτα φως και βλέπουμε.
Η δεύτερη εποχή των σωμάτων
αρχινά πρωί καλοκαιριού
θαρρείς πάμφωτο.
Αλλά οι βροχές αργούν.

.

Πάλι

Στο λίγο φως μου υπάρχεις πάλι
με φόβο μικρό και σκιές από χρόνια.
Αραχνιάζουν οι αγκαλιές μας
τώρα που ξόρκι δεν πιάνει
κι όλα ωριμάζουν άμα κινδυνέψουν.
Τα χέρια των φίλων που έφυγαν
δείχνουν την αδειοσύνη των χεριών μας.
Λέμε αυτοσχέδια τραγούδια
κι ανιδιοτελώς πια
ξαναρχίζει το υφάδι της ορθοτομής.
Εκεί ανασταίνονται τ’ αποθαμένα μας κι όλοι
καταλήγουμε στη θάλασσα που καλοσύνεψε
και πάλι.

.

Καημός

Μικρό συννεφάκι σαν το λευκό στον ύπνο
και γαλάζιο φορτηγό που κατεβαίνει
πατώντας αθόρυβα σε αλήθειες
ασυνείδητες
σαν άγγελος.
Αυτός που είναι καραβάκι μου
ζωντανός αλλού φέρνε μου
χαμένος τάχα
από το φως και άτολμος
φέρνε μου, άγγελος σ’ όλα.

Ας έκανα μια λέξη ωραία
ξελογιάστρα, ηδονικιά, να τον κρατήσω.
Όχι για πάντα
Για όσο ζω στο χρώμα.

.

Τρεις εποχές

Ι

Προχτές έτσι με μια λύπη γεμάτη
Έφυγα από δω που ήξερες
Για δρόμους στην πόλη υγρούς
Έφυγα χειμώνα γιορτής
Ο κόσμος πανηγύρι
Εσύ παράπονο
Ζουληγμένο απαλά
Όσο να μπουμπουκιάσει.

.

Ι Ι

Η άνοιξη φέτος στην πόλη μας
σκόρπισε μικρά κορίτσια και αγόρια
νερόλι και βανίλια.
Η θάλασσα τα κύκλωσε απειλητικά
σαν γυναίκα που ζήλεψε τη γέννα τους
μα τα έσωσαν οι γλάροι.
Τα καλοκαίρια μας ευτυχώς
δεν έχουν φως δικό τους.

.

Ι Ι Ι

Υπάρχει μια ουσιώδης ομοιότητα
Ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο:
Η τρίτη εποχή.
Ενώ εν πολλοίς διαφέρουν αισθητά στο προοίμιο
και στην κορύφωση
το τέλος τους δεν είναι πάντα τόσο οδυνηρό
όσο απελπισμένα ήσυχο.

Μνημοσύνη

Το ψυχοσάββατο η μάνα μου
δένει κόμπους ονόματα
κατεβάζει τους άκληρους νεκρούς
και τα προγονικά από αιώνες.
Τα σκεπάζει με σεντόνι που έσκισε
μη μείνουν φυλακισμένες οι ψυχές
και κλαίει
για να χαρούν κι αυτοί λέει τη μνήμη τους.

.

1989

Βρεγμένη η οδός Ανεξαρτησίας.
Οι τηλεφωνικοί θάλαμοι διογκώνουν την αγωνία
Τα ροζ μαλλιά μας υγρά, αρωματισμένα
θυμίζουν αλλοτινούς έρωτες
και ιστορίες που νομίζουμε ότι ζήσαμε.
Ας τηλεφωνήσουμε κάπου με το νόμισμα που ξέμεινε
Η εμπορική οδός ξημερώνει
και περιπολικά φροντίζουν αδιαλείπτως
για την τιμή της ασφάλειας.
Τ’ αγάλματα μεταμορφώνονται
μεταξύ δύο και τρεις ουρλιάζουν και σέρνονται στην πόλη
Μοιράζουν παράπονα, ενοχές αδιάφθορες.
Στο όριο της ενηλικίωσης μας αποδιώχνει ο νόμος
μας προσπερνά η θωπεία.
Από στενά δρομάκια διαφεύγουν
ανεξαρτησίες διάφορες
για να μας τρομάξει η ζωή.
Παράκαμψη μέσα από την Πλατεία των Ηρώων
Εφιάλτης το ταξίδι ως το σπίτι μας που ακόμα αχνίζει.

.

Επιμένω

Τότε που ήσουν ωραίος τρυγητής της νιότης
χαριτωμένος μια νύχτα φωτεινή
στη βεράντα της Λευκωσίας
μια στιγμή πριν το τέλος
ευλόγησες το απέναντι στρατόπεδο
κι έγιναν τα μάτια σου για πάντα ανθοφόρα.
Οι σημαίες ορκίζομαι έσκυψαν λίγο
αλλά δεν υπεστάλησαν. Μου φάνηκε τότε
όλα να ήταν φόβος
έτοιμα να βγουν ορμητικά
και κράτησα τον ελάχιστο ετούτο χρόνο
μυστικό από το κράτος.

Τώρα διασχίζω μιαν έρημο.
Δεν έχω ούτε πλεούμενο
ούτε πετούμενο όνειρο τώρα.
Γιατί λέει ακούω τις φωνές
και όλα ξέρω πώς κλαίνε
μα φιλία με το θάνατο δεν πιάνω.
Η πόρτα μου ανοίγει στη βροχή.

.

Η Ιστορία επαναλαμβάνεται

Η Κύπρις η βασίλεια εκράτη τον ουρανό και το βυθό μας
μακριά από γνώση και πόνο ηδύν
ή αίματα.
Με τους αθώους δαίμονες εν καλλίστη πολιτεία
και το κακό σ’ αποκλεισμό, σ’ αναβρασμό σε κύκλο μόνο του.
Εμείς τότε γιορτές και θέρη του χρόνου γύρα
πανηγυρίζαμε.
(Χριστέ μου τι σου ζητήσαμε;)

«Βραδύς έρχεται η πτώση ( έφυγε η Αντιγόνη λευκή για τ’ αποθαμένα της)
ότι είχαμε βγάλει τα νυφιάτικα πρωί καλοκαιριού και πιάσαμε δουλειά
σε μια στάλα γη τάχα μου καρπισμένη.
Πάνω στον έρωτα μπαίνει η Ανάγκη την αυγή
και μου τον παίρνει
με καταριέται μ’ εκτοπίζει.
Σώζω όμως τη μήτρα μου και ανεβαίνω ερατή
χέρια ορθάνοιχτα, κεφάλι στητό.
Θα ’ρθει στην ώρα του από δρόμο λευκό
Από αντίθετες θάλασσες και δυνατός.»

Ο τόπος τελικά λεκιάζεται αυτόβουλα.
Κι η Ιστορία επαναλαμβάνεται
γιατί δεν έχει πλούσιο ρεπερτόριο.

.

Κανονισμοί ασφαλείας

Είναι πονηροί λένε οι καιροί
καθώς οι φίλοι των ανέμων αλλάζουν τη φορά μας.
ανίδεοι εντελώς κάθε σωματικής επαφής ή δικαίου
που ακόμα κι αυτό μεροληπτεί
εις βάρος του εαυτού του.
Όσο για τους δρόμους που κλείσανε
βγήκε ανακοίνωση:
Θα παίρνουμε την εκτροπή
και θα μιλάμε μόνο στο τηλέφωνο.
Για το καλό μας.

.

Αντινομία

Το πολύ πολύ διάφανο μπλουζάκι της Αικατερίνης
μοιάζει με την ψυχή σου
που ’κοψε τα μανίκια της να πάρει έναν αέρα.
Ξέρεις,
ακόμα κι οι ποιητές
κουβαλούν παντού εξαρτήσεις
και οργανωμένες καλοήθειες.

.

Αντινόμος

Στις μικρές νυχτερινές συναυλίες
και στα υπαίθρια θέατρα.
στις γωνίες των σχολείων
και στο ημίφως του έρωτα μόνο
επιτρέπεται το κάπνισμα.

.

Δίψα

Πάνω από ένα πηγάδι
σκύβουμε κουρασμένοι σε νερό διάφανο
και γίνονται όλα αβαθή
ελαφρά και αθώα
σε ρυθμό αργοκίνητων βλεφάρων.

Άλλοτε το νερό έχει μια γεύση ματαίωσης
όπως όταν είπαμε φτου κι ελευθερία
και μας είπαν όχι, παίξτε μόνοι σας.
Ωστόσο τίποτε δεν είναι όπως παλιά
ο Νοέμβριος τώρα κρύβει καλοκαίρια
που καίνε όλες τις μνήμες
όλα τα επίτηδες αφημένα χνάρια ατυχών ερώτων.

Πάνω από το πηγάδι
η ομορφιά του κόσμου πιάνει φωτιά
αγγίζονται τόσα σώματα
και τρέμει το νερό.

Επιπλέον είναι μοναδική αυτή η ιδιότητά του
να μας ενοχοποιεί για αφωνία
ή παιδικές εξομολογήσεις.
Ακόμα.

.

Επαναφορά στην ακεραία μονάδα

Σε κάθε καταβασία αστέρος
ευχηθήκαμε το ίδιο
σαν να ελπίσαμε βαθιά στο θαύμα.
Τι λέγαμε πριν ή μετά δεν έχει σημασία.
Φτάνει που ήμαστε μέτοχοι
στην ευθανασία του φωτός
στο περίπου του κρυφού έρωτά μας
και πέρα από τη διαφάνεια του ελάχιστου.
Με νερό και χώμα εισχωρήσαμε στο υπέρλογο
και στα ρηχά βαδίσαμε κάθε επιλογής.
Οπόταν έγινε το ανέλπιστο.
Τα δυο μέρη διασπάστηκαν στις μονάδες τους
κι ενώθηκαν μεταξύ τους
χωρίς να έχουν σώμα ή όνομα
ώστε από την καίρια στιγμή κι έπειτα
η λάσπη να’ χει οντότητα
χωρίς προσθαφαιρέσεις στη μαγεία του πυρήνα
ή στην ελευθερία της επιλογής.

Τα φέρνει έτσι η ζωή όλα να ξαναγίνονται.
Και ο πόνος και ο χρόνος
κι αυτή η ίδια ακόμα.

.

Αισθήσεις προς μνήμη

Αιχμάλωτος ο καιρός που εγκλωβίσαμε
μάτια και στόμα
στη λευκότητα του έρωτα
εδώ κι αλλού
αιχμάλωτος κι ο πόνος.
Τι πήραμε, τι δώσαμε σε ημερομηνίες λιτές
μικρές οδύσσειες στα φανάρια και στις διαβάσεις.
Αιχμάλωτος παραμένει ο έρωτας και πού τελειώνει
ό,τι θαρρείς πως πέρασε απ’ τη γεύση μας μονάχα
κι αλυσοδέθηκε στο νου.

.

Το κίβδηλο

Ήθελα να ΄χω κάτι από σένα στέρεο
να μη λιώνει στα δάκρυα
να μην αλλάζει όψη στο φως
κάτι αληθινό να παίρνει αιώνες.

Όμως τα χόρτα γύρω μας αφήνουν ίχνη
θερινής απελπισίας
εντελώς απαρηγόρητα.
Το τσιγάρο τελειώνει πάλι
κι όλα μένουν απαρηγόρητα ίδια.

Εδώ κάπου στο στέρνο
σβήσε ό,τι μπορείς
Να πάρω μιαν ανάσα
Για ν’ αγαπήσω πάλι.

.

Ενήλικη απορία

Η αλήθεια κάθεται πάντα σταυροπόδι
πλάι στο σκοτάδι
σχεδόν έτοιμη
και τα δέντρα μας αποχωρούν οικειοθελώς
όταν ταξιδεύουμε τη ζωή μας αναίτια.
Εσύ μπαίνεις συχνά στη μοιρασιά του δίκιου
Χωρίς ορμή κι αγάπη
Σχεδόν μεθοδικά.
Όλες οι αλήθειες γράφονται συμβολικά
με έννοιες τάχα μου αφηρημένες.

Άραγε έχουν όλα έναν παράδεισο;
Κι η ποίηση το δικό της;

.

Συνειδητότητα

Λοιπόν γυρίζω ηθελημένα πια
στην ίδια κάμαρη
με τα ίδια φτηνά τσιγάρα
ίδιο χαρτί και μολύβι
στο ίδιο ατέλειωτο ποίημα
που δε λέει ν’ αρχίσει.
σκιασμένο σαν την καλή μας νεότητα
την αγαπημένη από τον άνθρωπο του Θεού
με τα σποράκια επίτηδες αφημένα
στη θλίψη της υπομονής.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς κόβεται η φωνή μου.
Αλλά δεν είμαι μόνη. Η γλάστρα στο παράθυρο
έχει τρεις πολύχρωμους ανεμόμυλους.

.

Άκου:

Οι αισθήσεις σου δεν αφήνουν υπόλοιπα.
Τ’ αποτελειώνουν όλα
Εν μιά ριπή.

.

.

ΜΝΗΜΟΡΟΗ (2002)

.

ΕΞΟΔΟΣ

Ονειρεύτηκα να πέσω σαν να μην ήξερα
και με πρόλαβαν μέρες
που άγγιξαν το αυγινό το πρώτο σου
γύρισαν στο άλλο πρόσωπο του πόνου
και βογκήξαν
απανωτά μετρίου αναστήματος ερόδια
βγήκαν παντού και δη στα κατεχόμενα
η εκδρομή όμως τελειώνει
κι ας πέσω πάλι Θε μου σαν αθώα.

Εδώ που το ‘βαλες το μαχαίρι
γίνηκε νέος άνθρωπος
μα ίδιες αγάπες ίδιες οι ανομίες
που περισπώνται με τη ζέστη.

Εισχώρησα λαθραία σαν άμμος στα βιβλία σου.
Αυτό είναι το ελάχιστο της αγωνίας λες
ο εχθρός είναι παρών παντού
κι αιώνες τώρα ασελγούν οι βασιλείς
επί του ωραίου στήθους της γενιάς μας
ενώ πάντα οι ρήγαινες θρηνούν για τ’ άδικο
τάχα της μοναξιάς μας.

.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΩΤΟ

Στη σκοτοδίνη του έθνους
η ψεύτρα μητέρα μας ανεβαίνει
στο αυτοκίνητο του Αντρέα μ’ όλο το βιος
των Χριστιανών και κάνει γεια μοιραία.

.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο μικρός νεκρός με τα χειμερινά φώτα
της ενέδρας και του κλοιού
γυρίζει πάλι στα μάτια μας.
«Ευρίσκομαι μεταξύ αγγέλων…» λέει
και τρώει σαν καλός νεκρός
το φαΐ που ετοίμασε η μάνα του.

.

ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΞ

Τα τελευταία αγγίγματα ζωντανεύουν
το άδειο πρωί
όχι τη νύχτα της ερημιάς
που ευλόγησε να καρποφορεί
στις πλατεΐτσες και στα παλιοδωμάτια.

Πύρωμα είναι που γίνονται αληθινά
και ηρωισμός
που πρέπει να υπάρχουν.

Άλλως πώς ανεβαίνουν τα καλά νερά
στο φόβο
κι από την άκρη του αθώου
χύνεται βουβό αδιαλείπτως
το κλάμα της ποίησης.

Πυρώθηκε ο λόγος μας
εννιά παρά πέντε ηδονή
εννιά και πέντε θάνατος.

.

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ «ΛΗΔΡΑ ΠΑΛΑΣ»

Ο τόπος είναι αυτόχειρας
και περπατά θηλυπρεπώς
πάνω στα πρηξίματα των αντρών στις φωτογραφίες
που γύρισαν λειψοί τάχα μου ελεύθεροι
τελευταία εποχή της ιστορίας εκείνης.

Έφηβη είναι και η λύπη μας που κλαίει στη φαντασία των αδήλώτων
οι ήρωες θαρρούν πως μπορούν να βγάλουν περίπατο
κάθε δικαίωμα ή ενοχή
χωρίς να τρομάξουν:
άσπρα φουγάρα οι περαστικοί.
Κι εσύ στη μνήμη μου.
Φωτιές δεν έχουν μείνει.

Οι εραστές μας πεθαίνουν κατ’ επανάληψη
στον ύπνο τους
Όλη μας η νιότη ένα οδόφραγμα
όπου κλάψαμε και ομαδικά και μόνοι
τα ταβάνια των ψηφισμάτων κινδυνεύουν
κι αυτά αδήλωτα
να χαθούν.

Όλη μας η νιότη ένα οδόφραγμα
όπου κλάψαμε και ομαδικά και μόνοι

.

ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ I

Στην οδό Σούτσου
η Φανίτσα της Διακαινησίμου
πλύθηκε, χτενίστηκε
κι ολόφωτη κάθισε στο κατώφλι.
«Αληθώς ο Κύριος
δεν έχω απόψε σώμα»
λέει σ’ αυτόν που μπαίνει.

.

ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΙΜΑΤΩΝ II

Καινοφανής αστέρας στο έμπα της άνοιξης
ο Μάρτης μου ψιθύρισμα
στων ελευθέρων ηθών καρπό
που πήραν όλοι από περίπατο.
Στα κορίτσια της Σούτσου οι φεγγαράδες
του Απρίλη κι η Λευκωσία δροσίζεται
Η Λευκωσία νυχτώνει
η Ανθούλα σφουγγαρίζει την πλατεία
Ελευθερίας και το χέρι μου
τι να το κάνω το χέρι μου.

.

ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΣ

Τότε που σηκωνόμουν με τις πληγές
έπαιρνα τη φούστα μου κι έφευγα
από νυχτερινά βλέμματα αθώων
δεν ήξερα ότι ακόμα ζούσες.

Οι άντρες των αιμάτων λέγαμε
στο μέλλον θ’ αποζητήσουν με πόθο
θάλασσα βαθιά για κάλυψη
και φίλους νεκρούς για λησμονιά.

Έλα εσύ έλα στην άκρη της πόλης
φώναζα που χάθηκα
κι αγκάλιασέ με.

Ώσπου σ’ αντίκρισα.
Σε μια στάση λεωφορείου πεθαμένο.
Πανηγυρίζοντα κι ερωτευμένο σαν μωρό.
Είη τ’ όνομα ευλογημένο.

Κι ούτε μια στάλα αίμα.

.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΧΟΙΝΟΒΑΤΕΣ ΛΕΝΕ ΔΙΑΦΟΡΑ

Εκεί που σε γύρευα λείπουν τα άνθη
περιμένω την οργή σου από μοναξιά
βήματα δικά σου από δάση υγρασίας
να περάσει γύρω και μέσα μου δροσιά
ως να μην είχα δάκρυα
που γύρισες.

Να μάθουμε τη γραφή μας
ή να φύγουμε
με τους ήχους τους απόηχους της Ελένης
έλεγες.

Κι ας παίρνει πάλι ο πόλεμος τον έρωτα
ας αφήνει στη θέση του σώματα ανοιχτά
που διογκώνονται στον παρατατικό.

Η γυναίκα με το βαρύ όνομα έφυγε πρώτη
χωρίς παιδιά κι απελπισμένη
από τις σιωπές μας.

Δε σε περιμένω πια
άλλαξα οδό και γείτονες
ονειρεύομαι μυρωδάτους κήπους κι αλήθειες
κληρονομιά που τάζει ο Θεός.

Μόνο τη νύχτα η ψυχή μου
ανεβαίνει στο σχοινί
και μετρά την ισορροπία της
που σ’ αναζητά ακόμα.

.

ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΩΣ

Των πεθαμένων φίλων τα χέρια μεγάλωσαν και μας
φτάνουν
συνέχεια του κακού ονείρου
μυρωδιά από εγκαύματα στα άκρα μας
και απελπισμένα επιφωνήματα
εδώ.
Τον κουβαλήσαμε μέχρι τον τάφο
παιγνίδι όλα για όλα μην πέσουμε.
Κι εκείνος σηκώθηκε αξιοπρεπώς
έσπασε πιάτο, έχυσε λάδι
και κατέβηκε.

Συνεχίζει να μου γράφει ερωτικά
και μετά θάνατον.
Εγώ πορνεύτηκα
γεννήθηκα
και γέννησα.
Κι αυτός να στέλλει ολοζώντανος
γράμματα αγάπης.

.

ΣΤΙΓΜΗ ΣΑΝ ΑΙΧΜΗ

Μικρές διαγραφές σε κάμπο αναχώρησης χαρταετού
ό,τι κουβάλησα μαζί μου
σχεδόν ξυπνάς εγώ τσιγάρο
οι κορυφές ολοένα ανεβαίνουν
εσύ ο διασταυρώμενος κόσμος
ανήμερα φέρεις ειρηνικά περάσματα
μα η χαραγματιά στο στήθος μένει
κάθετα
κι ό,τι μας κράτησε γράφει ανοχή
κατοχής, υπεροχής ή ένδειας
πως πρέπει να περπατάμε στον ουρανό και στη θάλασσα
με την ίδια ανθηρή ανωριμότητα.

Λιτά σ’ απλώνω τα κλαδιά μου
με την απρόσμενη βροχή που μας ξεπλένει
στη μικρή σου κοιλάδα
όπου η μέρα
είναι σχεδόν στο τέλος.

Σάββατο Αυγούστου βγήκαμε οι δυο μας
και φυτεύαμε πέτρες λευκές
τάχα μου ν’ αντιφεγγίζει το φεγγάρι

.

ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΠΥΛΗ

Εισαγωγή στο αίμα
αποχρώσεις μπλε σφαίρια
στον τοκετό της λέξης.

Στα περισσεύματα της αγάπης
εμείς φυγαδεύσαμε τις φωνές
και τα γαυγίσματα των θερινών δακρύων.

Η κυρία Μελίτα με τα πούρα της
(πολύ βαμμένα μάτια
πολύ μεγάλο σώμα
ζωή σε φωτογραφίες) γεμίζει ένα μπαλκόνι
χορεύει με το ραδιοφωνάκι της
που παίρνουν άδεια οι φαντάροι.

Καλά σου είπα.
Πόνο τοκετού
άμα γραφτεί σχεδόν η πρώτη λέξη.

.

ΑΚΡΟΒΑΣΙΑ

Άσε τα ύψη
σε φιλώ παντού με Λευκωσία και χωρίς
αποσιωπητικά στα λεωφορεία στα νοσοκομεία
και στα θέατρα
της επαρχίας που παίζουμε λίγο ηρωικοί
πιο πολύ θανατεροί
τάχα μου ελεύθεροι.
Ο τόπος μου είμ’ εγώ λέει η Βασιλική πριν την αυλαία.
Φοβάμαι ακόμα μισή
ερωτεύομαι πάντα ολάκερη κι είναι
γιορτή στα μνήματα πανηγύρι αθέατο
Τα λουλούδια της ενοχής μαράθηκαν
τώρα που θέλω χωρίς αναβολή ή περηφάνια
να πλαγιάσεις στην άκρη του τάφου μου να δεις
που αύριο θα πεταχτώ πορτοκαλιά
σαν από πάντα αξόδευτη και καρποφόρα.

Κιόλα βαραίνει μια τύψη για το ελάχιστο
τρέμει το μόνο μου ποίημα πάνω στο φως

.

ΣΑΝ ΚΟΜΜΑΤΙ ΑΠΟ ΤΑΙΝΙΑ

Μπαίνω απ’ τους πόρους σου
μ’ όση εφηβεία μου απέμεινε
μια κόκκινη γραμμή στο παράθυρο η άφεση και
στη διαδρομή οι λέξεις χάνουν το φύλο τους.
Όλα μαζεύονται στην κύστη της γλώσσας
σ’ επανάληψη ίδιος η ερημιά μου
ανήξερος και κάθοδος σαν νεροποντή.
Λες: Πονούν τα μάγουλα
κι ανατρέπεις το μυστικό της ωοθήκης.
μόνη αμαρτία μου και μόνη σωτηρία μου
Ποίημα

Να θυμηθώ να γεμίσω τις παλιές φωτογραφίες
με αίμα
.

.

ΕΝ ΤΕΛΕΙ

Οι ποιητές μάχονται ν’ ανέβουν στη λύπη
με τη χαρά στα σακίδια
να σώσουν τα θαύματα και τους αγίους
που αγάπησαν.
Δεν είναι νησί ο τόπος μας
ένα κουβάρι μόνο που μαζεύεται
τεντώνεται κι αναδιπλώνεται
αδιαλείπτως.

Η ποίηση ανεβαίνει στην άσκηση
εν πομπή
με κεριά και λαμπάδες
Κατεβαίνει στον πόνο μοναχή και λάμπουσα
με ένδυμα νυμφώνος καθαρό
από λογής-λογής αγνότητες κι ιδανικά.

«Η ποίηση είναι μνήμη, μνήμα, μνημείο»
και τα πουλιά του σκαλιστή
στ’ αμπέλια της Παναγίας
η νυχτερινή της μεταμόρφωση.
Γονυκλισία ατέλειωτη που καταργεί το τέλος.

Να τώρα μαζεύει τα ρούχα της
και κλείνεται στην ερημιά με πείσμα.

.

ΠΡΟΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΟΝΕΙΡΟ

Θα βαδίσω εκτάσεις χιλιόμετρα άφωνες
με τη μοναξιά της πρωιμότητας
φορτωμένο βατόμουρα το ταξίδι ανάμεσα στέρνου γοφού.

Ανεβαίνω δε θα με πιάνεις
ούτε απ’ το χιτώνα
ούτε απ’ το βάρος που αποβάλλω
απ’ την αγχόνη και κάτω
θα γευτούμε ευδαιμονία
και μ’ ένα σεληνιακό ως ανένδοτο
θα συναντηθούμε φως
με παραθύρια ολάνοιχτα.

Ο πόλεμος θα μείνει απ’ έξω
με τις κόρες των ματιών μας
χάρτινες ασημένιες ή μαινόμενες
σε πέτρινους κήπους
κοντά στη θάλασσα παρήγορες
Εσύ ερωτοβάμων ακόμα ενοικιάζεσαι
κι εγώ επιρρεπής μελαγχολίας.
Δύει κοντά μου η θύμηση.

Θέλω να φύγω Κυριακή
Με το «δι’ ευχών…»

.

ΑΣ ΡΩΤΑΓΕΣ ΠΟΙΟΝ ΑΓΑΠΩ (2010)

Η ουλή μου

Τα αγοράζω κρυφά. Δεν έχει σημασία η μάρκα, μα τούτα δω τα γαλάζια με την κίτρινη γραμμούλα μ’ αρέσουν πιο πολύ. Κάνω ένα πριν πλύνω τα πιάτα, ενώ ο Νικόλας διαβάζει εφημερίδα στο σαλόνι που το πιάνει κι ο ήλιος. Άλλο ένα άμα τελειώσω από την κουζίνα και δυο ή τρία το βράδυ, αναλόγως. Τη νύχτα αργά μ’ αρέσει πιο πολύ. Γενικά τα τσιγάρα πάνε με τις νύχτες.
Ο Νικόλας λέει πως δεν είναι μόνο οι αρρώστιες που κυνηγούν
τους καπνιστές, είναι και το ίμεϊτζ. Ειδικά της γυναίκας. «Μερικές καπνίζουν σαν άντρες», λέει σχεδόν με έκπληξη. Όχι ακριβώς ανήθικο, «μα τον καιρό που ήμουν εγώ νέος, κάπνιζαν οι αριστερές και οι ξετσίπωτες. Τώρα καπνίζουν όλες! Και το σινάφι της νύχτας βέβαια χωρίς εξαίρεση»
Κάθε του λέξη τονίζει την άρνηση και τη σιγουριά για την άποψη του. Μάτια, φρύδια, χέρια, στήθος, ρουθούνια, όλα προς τα πάνω, ένα τεράστιο όχι στο κάπνισμα, στις γυναίκες που καπνίζουν, στις γυναίκες γενικά.
Εγώ όμως καπνίζω. Είναι μια δική μου, μια κατάδική μου απόλαυση. Ίσως και η μόνη.
Ρουφάω και ξαναρουφάω και πια θαρρώ πως φεύγω εντελώς από δω που ανάγκασα την ψυχή μου να δεθεί. Συχνά καπνίζω εδώ, στο παράθυρο της κουζίνας και κοιτάω κάτω τις ελιές και μακριά τη θάλασσα. Άλλοτε πάλι βγαίνω στο μπαλκονάκι, μόλις που χωράει έναν άνθρωπο, εγώ, οι σκούπες και τα καλάθια για τα σκουπίδια.
Τώρα περιμένω να τελειώσει το πλυντήριο, ο Νικόλας πετάχτηκε να πάρει εφημερίδα, βρίσκω ευκαιρία να καπνίσω. Πάει δυόμισι. Πιο πολύ μ’ αρέσει ν αφήνω τον καπνό στο στόμα, να φουσκώνω το μάγουλο και να τον αφήνω κάμποση ώρα εδώ, λίγο αριστερά, μέσα από το πάνω χείλι μου, στην ουλή μου. Αυτό τη ζεσταίνει, την ανακουφίζει. Δεν έχω πόνο, αλλά αυτό πρέπει να ονομάζεται ηδονή. Ρουφάω, κρατάω τον καπνό εδώ ακριβώς και ξεφυσάω με κούραση, γιατί νιώθω μια ένταση μέσα στα μάτια. Το κάνω και τώρα.
Η πόρτα. Γύρισε. Πετάω το μισό, ανοίγω το παράθυρο. Κάποτε διερωτώμαι τι σκέφτεται. Του φτιάνω καφέ, τρίβομαι λεμονόκουπες και του τον πάω.
Μουρμουρίζει κάτι για τις ειδήσεις, μόνος του δηλαδή, πολιτικά και αθλητικά δε συζητούμε ποτέ. Είναι θέμα επιπέδου, λέει.
Πατάω την ουλή μου και φεύγω. Ακόμα μια ηδονή. Την πατάω, να έτσι, από ‘ξω το χείλι μου, πάνω στα δόντια και με πονάει παράξενα. Κάποτε το κάνω επίμονα και παίρνω τα δάχτυλα πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, σχεδόν ρυθμικά και με δύναμη και μ’ αρέσει. Αν με φίλαγε ο Νικόλας δυνατά στο στόμα, θα μ’ άρεζε. Θα πίεζε την ουλή μου που ούτε καν ξέρει ότι υπάρχει κι είναι ζωντανή κι άμα την πατάς πονάει, κι εγώ θα φχαριστιόμουνα.
Δε με φιλάει. Μάλλον το θεωρεί περιττό.
Όταν το κάνουμε, σκύβει πάνω μου, δε με κοιτάει, βγάζει μια μικρή φωνή, που του ξεφεύγει σκέφτομαι, βήχει λίγο και κοιμάται, αφού μου γυρίσει την πλάτη. Θα ήθελα να μ’ άγγιζε, να με φίλαγε λίγο αριστερά, εδώ που είναι η ουλή μου.
Παλιά όταν έβρισκα άρθρα ή επιστολές στις στήλες του γιατρού ή του ψυχολόγου, τα ‘κοβα και του τα διάβαζα, αλλά εκείνο το ύφος, πως είναι ανοησίες αυτά για ν’ ασχολούνται οι γυναικούλες κι οι ανώμαλοι, εκεί μόνιμο.
– Ορίστε, μορφωμένοι άνθρωποι τα λένε, η γυναίκα χρειάζεται στοργή. Δεν υπάρχουν ψυχρές γυναίκες, εκτός αν είναι οργανικό! Εξάλλου άτεκνες μπορεί να είναι και… οι θερμές!

Αυτό το βλέμμα του, Θεέ μου. Πώς κατακεραυνώνει.

Κι εσύ; Εσύ τι είσαι;

Εγώ φταίω που δεν κάναμε παιδιά. Χωρίς εξετάσεις, χωρίς αναλύσεις, τίποτα. Είναι σίγουρο ότι εγώ φταίω. Ούτε υιοθετήσαμε, γιατί δεν ξέρουμε πούθε κρατά το ντι εν έι του, λέει.
Η μήτρα μου δε χρησιμεύει απολύτως σε τίποτα. Μοιάζει με την ουλή μου, δεν εξυπηρετούν. Είναι ολόδικές μου και τις αγαπώ που με παιδεύουν. Κάποτε ονειρεύομαι πως είμαι μια τεράστια μήτρα γεμάτη ουλές. Μικρές, μεγάλες, ροζ ουλές σαν αυτή που έμεινε από το Δεκέμβρη που μου έβγαλαν το κουβάρι του στήθους. Ή μια ουλή ολόκληρη.
Το στήθος μου. Όταν έκανα την εγχείρηση, ήταν έξω και ίδρωνε. Συνήλθα γρήγορα, μπήκε μέσα κίτρινος και δεν έβγαλε λέξη για ώρες. Φοβάται τις αρρώστιες ο Νικόλας. Εγώ τις συνήθισα, τις κοροϊδεύω. Όταν σου κάνουν εγχείρηση, έχεις ουλές, αλλά δεν μπορείς να τις πατάς.
Η δικιά μου είναι διαφορετική. Άμα με πιάσει η μανία, την πατάω, τη γυρίζω, διπλώνω το δέρμα μου με δύναμη, ξανά και ξανά, πιο πολύ, κι άλλο, και πάλι, να τη ματώσω, να πω αμάν, δεν μπορώ άλλο τον πόνο της και τότε σταματώ. Με κομμένα λες τα μέλη μου, πονεμένα.
Τον ακούω που ετοιμάζεται να ξαπλώσει. Δεν κοιμάται όμως τα
μεσημέρια. Εμένα μ’ αρέσει ο ύπνος. Ξεχνάω, ησυχάζω. Μου λέει
πως ο ύπνος είναι φυγή. Σωστά. Αφού δεν ξέρω πώς αλλιώς να φύγω. Με βλέπει που πατάω την ουλή μου.
– Τι κάνεις εκεί;
Μου ‘ρχεται να γελάσω που δεν έχει ιδέα για όλα αυτά. Γέρνουμε κι οι δυο στο ίδιο κρεβάτι, ο καθένας στη μεριά του. Τόσο κοντά και τόσο ξένοι. Κάποτε ζήλευα τα ευτυχισμένα ζευγάρια που αγκαλιάζονταν και φιλιόνταν και μου ερχόταν τρέλα πώς τον παντρεύτηκα.
Με ζήτησε μέσα στην επισημότητα. Τότε δεν είχαμε λεφτά, τα είχε φάει στην τσόχα ο μακαρίτης ο πατέρας, τι σκέφτηκε και με πήρε άραγε; Όμορφη δεν ήμουν ποτέ. Είχα φακίδες και μεγάλα βυζιά. Μετά τα γεγονότα, έκοψα και τα μαλλιά μου, έβαλα παντελόνια. Τώρα δε ζηλεύω κανέναν. Αποκλείεται, λέω με το νου μου, άλλοι να περνούν καλύτερα. Μεγάλη διαφορά θα ‘ναι τα παιδιά,
εντάξει. Μα αυτή η σκέψη φέρνει πόνο πολύ και την αφήνω. Κατά τ’ άλλα παντρεύεσαι και τέλος. Εμένα είναι και δημόσιος υπάλληλος. Και το τόνιζε η θεια του. Αυτή που έκανε το συνοικέσιο.
Πατάω την ουλή μου, γυρίζω στο πλάι νευρικά, κάνει ζέστη. Από κείνα τα μεσημέρια που πρέπει να χτυπηθώ με τη μνήμη μου.
Το δρομάκι, το σπίτι μες στα δέντρα, η αποστολή μου, το χτυποκάρδι. Η εικόνα του άντρα στην άκρη του κρεβατιού κι εγώ να κοιτάω ανήξερη απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα.
Πήγαινα χαρτάκι στην Αγγελική, μήνυμα, δεν ήξερα τι ήταν, δεν επιτρεπόταν να ξέρουμε οι μικρές και περίμενα να μου δώσει άλλο. Εκείνη έφυγε αριστερά. Κοίταγα γύρω το δωμάτιο, τις γλάστρες, το χαλάκι, οπόταν κοίταξα τυχαία απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα. Από όσο φαινόταν, ξέκρινα ένα κρεβάτι κι έναν άντρα να κάθεται στην άκρη και να σκύβει λίγο σαν να πονούσε. Γυρίζει αργά το κεφάλι προς το μέρος μου. Χριστέ μου, δεν είναι να ξεχάσω, ένα πρόσωπο τόσο σκούρο μες στο σκοτάδι και την ησυχία, αλλά
και τόσο φωτεινό μες στη μνήμη μου. Νομίζω μου χαμογέλασε, έτσι ελαφρά, συγκρατημένα, αλλά με κοίταξε βαθιά, δυνατά, στα μάτια ολόισια. Και ξανάσκυψε. Ετοιμάστηκα χωρίς να το σκεφτώ, να πάω κοντά, να δω τον πόνο του, αλλά βγήκε η Αγγελική και με ξάφνιασε. Μου έδωσε οδηγίες, κοίταξε στο δρόμο και μ’ έβγαλε γρήγορα στην αυλή. Με το χαρτάκι της στην πλεξούδα των μαλλιών μου έφυγα σαν αλλοπαρμένη. Μ’ αυτή την εικόνα έβγαλα την
εφηβεία μου όλη, μέχρι που συνάντησα δεύτερο χρόνο της Ανεξαρτησίας την Αγγελική που δάκρυσε και είπε πως εκείνος ήταν ο ήρωας. Δε θα ξεχάσω τη μέρα εκείνη. Έκοψα τα μαλλιά μου κοντά και είπα ναι στο Νικόλα και στη θεια του που έκανε το προξενιό.
Τον αγάπησα πολύ, από τότε, ακόμα τον αγαπώ, ποιον, έναν πεθαμένο που τ’ όνομά του το ξέρει όλο το νησί. Στην επέτειο του θανάτου του βάνουν σημαίες, βγάζουν λόγους, τον αναφέρουν όπως μιλούν για ένα φίλο τους. Μου τον παίρνουν συνέχεια, πώς ν’ αμυνθώ; Κλαίω σαν παιδί, κλείνω τα ραδιόφωνα, απεχθάνομαι τον εαυτό μου, μισώ τον άντρα μου. Δεν είναι δικός μου, εγώ ήθελα τον άλλο που έσκυβε μες στο σκοτάδι κι ήταν πελώριος και
γλυκύς μες στα κοριτσίστικά μου όνειρα. Εκείνη η μισάνοιχτη πόρτα, αχ γιατί μου το ‘πες, Αγγελική, γιατί, εγώ θα τον έψαχνα ακόμα. Θα ζούσα με τη λαχτάρα να τον ξαναδώ…
Όταν ακούγεται τ’ όνομά του, νομίζω πως όλοι γυρίζουν και με
κοιτάνε, πως ξέρουν το μυστικό μου, το ‘μαθαν και τώρα θ’ αρχί-
σουν να γελάνε με την αλλοπαρμένη που αγαπάει έναν άγνωστο,
μια στιγμούλα μες στο σκοτάδι, ένα νεκρό.
Κι όλα τούτα χάνονται για να μείνει ένα παχουλό, άσπρο χέρι
με δακτυλίδι χοντρό που πέφτει δυνατά πάνω στο στόμα μου. Μόνη μου ανασέρνω τη θύμηση που με κατατρώγει. Συνειδητά.
Ξανά το χέρι, και πάλι, κι άλλη μια φορά. Το στόμα μου γεμίζει αιμα, ζεστό, το καταπίνω, ζαλίζομαι. Με βάζουν να κάτσω και με ξαναρωτούν τα ίδια. Δεν έχω ιδέα κι ευτυχώς, γιατί φοβάμαι. Τα μαλλιά μου, σκέφτομαι, τα μαλλιά μου ξέρουν μόνο. Όμως γιατί πιάσανε εμένα; Και γιατί επιμένουν;
Τέλος, μ’ αφήκανε για να με παρακολουθήσουν φαίνεται, και εγώ το τούβλο πήγα ολόισια στην Αγγελική να μου περιποιηθεί την πληγή, γιατί φοβόμουν τη μάνα μου. Ύστερα βέβαια την πιάσανε την Αγγελική και τη χτύπησαν πολύ, ήταν σημαντικός σύνδεσμος, δεν είπε όμως τίποτα, στο τέλος την πήγαν στα κρατητήρια.
Της μάνας μου της είπα πως χτύπησα στο σχολείο. Μετά μίλησα σ’ ένα θείο μου, μέσες άκρες δηλαδή, ήταν με όλους αυτός, είχε νταραβέρια διάφορα, τους εξήγησε, αποσύρθηκαν οι κατηγορίες, όλα ήταν συμπτώσεις, «μόνο που δεν απολογήθηκαν» είπε ο θείος.
Η πληγή έθρεψε, το δέρμα από μέσα έκανε μια ουλή που τη μάτωνα συχνά και ξανάνοιγε. Μέχρι που έπαψε από μόνη της ν’ανοίγει. Παλιότερα μια σταγονίτσα αίμα, τώρα τίποτε.
Μια πονεμένη ικανοποίηση μόνο. Κρατώ και τον καπνό εκεί.
Στον οδοντίατρο έκανε μεγάλη εντύπωση. Από παλιό χτύπημα,
του είπα. Παράξενο, είπε, φαίνεται πρόσφατη ουλή.
Με σπρώχνει ο Νικόλας. Θα επισκεφθούμε ένα συνάδελφο του
που γιορτάζει. Έναν ξιπασμένο, χοντρομπαλά που νομίζει ότι άγγιξε την τελειότητα. Τους βαριέμαι όλους αυτούς που θαυμάζει, τους τάχα σοβαρούς κι επίλεκτους. Είναι βαρετοί και νερόβραστοι.
Προλαβαίνω να κάνω ένα τσιγαράκι πριν φύγουμε;
Κλείνομαι στο μπάνιο και το καπνίζω με απόλαυση. Μ’ αρέσει που κιτρινίζουν τα δάχτυλά μου στην άκρη. Ύστερα τα τρίβω με σαπουνάδα. Αγαπώ αυτή την κιτρινάδα. Τα δάχτυλά μου γέρασαν. Όλα μου, μέσα κι έξω γέρασαν.
Μια μέρα σκέφτομαι, θα μπω στο σαλόνι, εκεί που διαβάζει εφημερίδα, με το τσιγάρο στο στόμα, θα σταθώ προκλητικά αναιδής μπροστά του και τραβήξω μια ρουφηξιά με δύναμη και αφοβιά. Αργά θα καπνίσω και ήρεμα. Θα το κάνω μια μέρα. Ίσως κι απόψε.
Κι ύστερα θα του πω: Νικόλα, έλειπες πάντα γι’ αυτό δεν ήξερες. Το μόνο πράγμα που ένιωσα μαζί σου είναι μια απέραντη μοναξιά, μια τεράστια θλίψη. Πόσο αστόχησα, πόσο άδειασα και κάκιωσα. Μπορεί να μη φταις εσύ καθόλου. Εγώ φταίω που σιωπούσα τόσα χρόνια, που δε σε ήθελα, όταν έμπαινες μέσα μου, που έμεινα ακίνητη την πρώτη φορά που πόναγα τόσο κι εσύ εκεί να
επιμένεις να με χαλάσεις με την πρώτη.
Φταίω που σου φτιάνω καφέ, ενώ δε θέλω, που άμα γυρίζεις τα
μεσημέρια απ’ τη δουλειά θα ‘θελα να ‘μαι μακριά να μη δω, να μην ακούσω πόσο κουρασμένος είσαι, πόσο πήχτρα είναι οι δρόμοι, πόσο καλά την κάνανε μερικοί ξαφνικά και άλλα τέτοια.
Αλλά πού να πάω; Δεν έχω τίποτα δικό μου. Δηλαδή εδώ που τα λέμε, μπορεί και να ‘χω τρελαθεί. Θέλει πολλά ο άνθρωπος να πάθει; Αν ήξερες τι σκέφτομαι και τι θυμάμαι τόσες ώρες μονάχη, θα μ’ έπαιρνες σηκωτή. Αν ήξερες για το χέρι του στρατιώτη που έπεφτε πάνω μου και πέφτει ακόμα, για την ουλή μου, για τον έρωτά μου τον τελείως παλαβό που ούτε όνομα ήξερα ούτε μιλήσαμε, ήμουν παιδί κι αυτός γίνηκε ήρωας για να μην ξεχάσω ποτέ,
μπας και λυτρωθώ, αχ, ας μην το ήξερα πως ήταν εκείνος, να μην
κοίταγα ποτέ από την πόρτα…
– Έλα, αργήσαμε.
Φωνάζει. Ξεχάστηκα και μιλάω στον καθρέφτη. Δεν προλαβαίνω ν’ ανάψω άλλο. Κοιτάγομαι και βγαίνω. Κλείνουμε την τηλεόραση και φεύγουμε. Στο δρόμο εύχομαι να γίνει κάτι, να γλιτώσω, από τι δεν ξέρω. Να πιάσει το σπίτι του εργατικού συνάδελφου φωτιά, να μην πάμε ή να φτάσουμε και να τα ζώνουν όλα φλόγες, μ’ αρέσει η φωτιά, ν’ ακούγονται φωνές, σειρήνες, υστερίες κλάματα, ωχ, κι εγώ να βγάλω να καπνίσω και να μη με νοιάζει για κανένα.
Ο Νικόλας όμως θα μείνει στον τόπο. Αν πεθάνει, δεν ξέρω αν
θα ελευθερωθώ ή αν θα χαθώ. Καλύτερα να ζήσει, δεν αντέχω άλ-
λη ενοχή.
Τον φαντάζομαι για μια στιγμή να μετανοεί και να κλαίει, να
ζητάει βοήθεια και κατανόηση… Θα τον συμπονέσω άραγε ή θα
σιχαθώ τελείως; Θεέ μου!
Τίποτα δε γίνεται. Φτάνουμε στο σπίτι του χοντρομπαλά, ούτε
μια φλόγα, μια υποψία κινδύνου, όλα ασφαλή, όλα καλά. Γρασίδια, φώτα, χαμόγελα, γνώριμα, όλα ίδια.
Χαιρετώ, χαμογελώ και μπαίνω. Ο Νικόλας κάνει θερμές χειραψίες με την οικοδέσποινα. Μου φαίνεται πως μοιάζει λίγο μιας ηθοποιού. Της το λέω και γελά.
Ο συνάδελφος φοράει δαχτυλίδι χοντρό. Και τότε γελάω εγώ.
Γελάω σχεδόν από φόβο.

.

Το σπίτι

Είναι χτισμένο ψηλά στο λόφο πάνω από τη θάλασσα. Όταν στέκομαι στο παράθυρο, είναι σαν να έχω το κύμα κάτω από ία πόδια μου. Η ιδιοκτήτρια έχει άλλα δυο, στη Χαλκίδα και στην Κα. 0 άντρας της είναι επιστήμονας, σκύβει όλη μέρα πάνω από χαρτιά κι εργαστήρια και αυτή, πλούσια κι αργόσχολη, παίρνει το παιδί της, ένα αγόρι γύρω στα τρία και γυρίζουν τα εξοχικά τους. Έχει και μια κόρη μεγάλη από τον πρώτο της γάμο, πολύ όμορφη, τη βλέπω στη φωτογραφία πάνω στο τζάκι.
Δεν είναι μεγάλο. Μονώροφο, λειτουργικό, ζεστό, γίνεται εύκολα οικείο. Ιδιόμορφο βέβαια, γιατί το κρατούν πολλές ανάσες ζωντανό, οι πιο πολλές άγνωστες μεταξύ τους. Η ιδιοκτήτρια με το παιδί της, η μεγάλη κόρη με τις παρέες της, εμείς…
Είναι σαράντα λεπτά από το κέντρο. Πηγαίνω αργά απόγευμα ή βράδυ. Οδηγώ και σκέφτομαι το σπίτι, τις ανάγκες, τις ελλείψεις του. Δε θέλω να σκέφτομαι εκείνον. Προτιμώ ν’ αγχώνομαι αν έχει νερό και ποτά, χαρτικά, καθαρές πετσέτες, τρόφιμα στο ντουλάπι, αν είναι εντάξει η θέρμανση ή το κλιματιστικό. Εκείνος μου φέρνει μα ταχυπαλμία που με αποδιοργανώνει.
Στέκομαι στο κατώφλι, πατάω το κουδούνι και στα δευτερόλεπτα που περιμένω, ο εγκέφαλος μου παγώνει, το σώμα μουδιάζει και η φωνή μου βγαίνει βραχνή, σαν μια άλλη να ήρθε εδώ πέρα, μια άλλη να μπαίνει στο σπίτι. Και παραμένω βραχνή ως την ώρα που θα φύγω. Ως τη στιγμή που κλείνει η πόρτα πίσω μου. Και κλείνει αμέσως. Καμία σχέση με τις ταινίες που στέκεται αυτός στο κατώφλι και την κοιτάει που φεύγει. Χώνεται βιαστικά μέσα, φτιάχνει τα πράγματά του και φεύγει μετά από μένα, το ίδιο προσεκτικά, γιατί δε θέλουμε να μας πάρουνε χαμπάρι.
Εκείνος έχει οικογένεια. Εγώ είμαι αναγνωρίσιμη. Ναι, είμαστε δυο κλασικοί παράνομοι, εννοείται. Ηθικά και κοινωνικά. Δυο κλέφτες που παίζουν επικίνδυνο παιχνίδι ηδονής κι επιθυμίας, ισορροπιών και αυτογνωσίας. Τους κανόνες όρισε εκείνος που δεν έχασε ποτέ τον έλεγχο. Εκείνος που γνωρίζει ότι δεν έχουμε δικαίωμα στον έρωτα. Εκείνος που ξέρει πότε και πώς θα συναντηθούμε ώστε να αισθανόμαστε ασφαλείς και ήρεμοι.
Πρέπει να ονοματίσεις αυτό το λίγο, το από καιρού εις καιρόν, το εύθραυστο, το σαφώς οροθετημένο χωροχρονικά. Αυτό έχω καταλάβει μαζί του. Πρέπει να διαχωρίζεις το περνώ καλά από το δεν αντέχω να μη σ’ έχω, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν έχεις κάτι πραγματικό. Το ερωτεύομαι από το σου δίνω γλύκα και τρυφεράδα να μη σου λείπει τίποτα. Όπως χωρίζουμε τις φακές από τα ξυλαράκια και τις πετρούλες. Όπως ξεφλουδίζεται το σιτάρι…
Σιτάρι και φρούτα στα κεριά που ανάβει περιμένοντάς με Κρασί ροζέ, αυτό που μ’ αρέσει. Τασάκι για να καπνίσω. Μόνη μου, γιατί εκείνος το’ χει κόψει. Αναμμένος ο θερμοσίφωνας, τραβηγμένες οι κουρτίνες για να μπω και να σταθώ πάνω από τη θάλασσα. Φρούτα πλυμένα στην κουζίνα, γιατί μ’ αρέσουν. Η καφετιέρα στάζει ρυθμικά. Ο καφές με άρωμα βανίλιας. Μ’ αρέσει, γιατί αρέσει σ’ εκείνον.
Χρησιμοποιούμε το σπίτι και τ’ αντικείμενά του με άνεση, λες ζήσαμε χρόνια εδώ, μαζί. Μπορούμε να συνεννοηθούμε μ’ ένα βλέμμα για το μπάνιο, τα μαξιλάρια, τα ποτήρια. Είναι η ενέργεια του χώρου. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε εκτός σπιτιού έτσι. Εξάλλου είμαστε άγνωστοι μέσα στα πλήθη γύρω μας.
Αν δεν ήμουν δύσθυμο άτομο, ίσως να λέγαμε πιο πολλά. Ξέρω πως αν μου πει λέξη κοφτή, θα φύγω, γι’ αυτό δε λέω τι σκέφτομαι στ’ αλήθεια. Αν δεν ήταν τόσο αυτάρκης, ίσως συναντιόμασταν και πέρα από τις αισθήσεις μας. Φοβάμαι τις μεγάλες συζητήσεις. Επιχειρηματολογώ όλο τον υπόλοιπο μου χρόνο, δεν μπορώ να το κάνω και με τον άντρα που μ’ αγγίζει.
Φοβάμαι ακόμα και να πω τη λέξη σχέση. Ο πρώτος κανόνας ήταν να μην αγκιστρωθεί κανένας. Το έχει τονίσει πολλές φορές. Ήσυχα, σχεδόν λυπημένα.
-Όχι έρωτες.
Το επαναλαμβάνω κι εγώ.
– Όχι, όχι έρωτες.
Δε γίνεται να ερωτευτούμε. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να πο-
νέσουμε, εξήγησε.
Το δέχτηκα. Ό,τι πει το δέχομαι. Είναι πολύ ακριβός για να τον χάσω. Απλά δεν απαντώ. Σιγά μην το πίστευα κιόλα πως δεν έχουμε αυτή την πολυτέλεια. Του χαμογελώ όσο πιο γλυκά μπορώ. Θέλει να τακτοποιεί τα πάντα. Εμένα, τον καφέ, το κρασί, τους
λογαριασμούς, την οικογένειά του. Το μόνο που ζήτησα εγώ, να μη μιλάμε για τις οικογένειες. Δε θέλω να στοιχειώνομαι. Μιλάμε για μικρά, απλά πράγματα. Και κάποτε δε μιλάμε.
Μας αρέσει πιο πολύ στο καθιστικό με τα μεγάλα τζάμια παρά στο
υπνοδωμάτιο. Δυο φορές το μήνα, ό,τι καιρό και να κάνει, και άρρωστη
και κουρασμένη, θα πάω. Δεν τη χάνω με τίποτα αυτή τη συνάντηση που
δικαιούμαι. Μπαίνω ανήσυχη και χαλαρώνω, όταν με κρατήσει αγκαλιά. Καταλαβαίνει πότε μ’ έχουν πιέσει στο κόμμα και πότε η εταιρία περιμένει από μένα νέες προτάσεις για έργα. Κι εγώ καταλαβαίνω πότε τον έχουν στριμώξει στο σπίτι, πότε αγχώνεται για το φοιτητή γιο του, για την έφηβη κόρη του, πότε πονάει πίσω στη μέση του.
Γνωρίζουμε την υγεία ο ένας του άλλου κι αυτό μας κάνει «δικούς». Μας έχει δέσει σαν… οικογένεια. Είναι μια δεύτερη ζωή, αληθινή όσο κι εμείς. Ζωή με δόσεις. Σταθερές, τακτές, ισόποσες. Αν χρειαστεί ποτέ ν’ απολογηθώ γι’ αυτήν, θα πω πως δε γινόταν αλλιώς, ήταν θέμα επιβίωσης. Είναι θεραπεία για να αντέχω την άλλη ζωή, με τους υπόλοιπους και κυρίως για να μην ονειρεύομαι αυτήν που ήθελα από παιδί.
Τις υπόλοιπες μέρες έχω μια νορμάλ, κουρδισμένη ζωή με γρήγορους ρυθμούς, γεμάτο πρόγραμμα, τόσο που δε βρίσκω χρόνο να σκεφτώ, να ρεμβάσω, να χαζέψω. Για να συναντήσω εκείνον, δεν αποφασίζω εγώ. Χάρη στο σχεδιασμό εκείνου η δοσολογία είναι αρκετή για να πεθυμιόμαστε και να μη βαριόμαστε.
Εκείνος είναι η πρώτη μου σκέψη όταν ξυπνώ και η τελευταία πριν κοιμηθώ. Δεν το γνωρίζει βεβαίως. Κι ούτε χρειάζεται να το μάθει ποτέ. Αν έμαθα κάτι στην πολιτική, είναι η προσαρμογή τακτικής για κάθε περίπτωση. Αν εκείνος τρομάξει, εγώ θα πρέπει να ζήσω χωρίς τη θωπεία του.
Θα μπορούσε ένας τρίτος να πει πως χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλο. Ναι. Ικανοποιούμε ανάγκες που μας προέκυψαν ακριβώς μετά την πρώτη συνάντηση. Ανάγκες πολυτελείας που δημιουργήθηκαν καθοδόν. Ωστόσο κάνουμε καθαρό παιχνίδι. Δεν έχουμε τρομάξει. Δεν απαιτούμε κάτι παραπάνω. Υπάρχει ευγένεια και διακριτικότητα. Ένας σεβασμός που αποσιωπά την εμπάθεια και ανακόπτει τις ακρότητες. Τα όριά μας είναι σαφή.
Λειτουργούμε με άγραφους, στέρεους νόμους απόλυτης αποδοχής. Παράνομες ερωτικές σχέσεις υπήρχαν από τότε που υπάρχουν οι νόμιμες. Ερωτικά τρίγωνα και φιλενάδες παντρεμένων υπάρχουν πάντα. Καθεμιά νομίζει ότι διαφέρει και κάθε τρίτο πρόσωπο πιστεύει ότι αξίζει η σχέση του πιο πολύ από τη νόμιμη του άλλου. Τη συμβατική τάχα. Επιφάσεις για συμβάσεις που θέλουμε να συγυρίζουμε ειδολογικά. Δικαιολογίες για να ξεφεύγουμε από πράγματα και τοπία που δεν αντέχουμε. Προφάσεις για να
γευτούμε το κοινωνικά απαγορευμένο. Όσοι έχουν θράσος ζητούν πολλά, αλλά ακόμα και το θράσος χρειάζεται στήριξη.
Κάποτε σκέφτομαι πως εκείνον μπορεί ν’ αντέξω να τον χάσω. Σίγουρα θ’ αντέξω. Υπάρχει ημερομηνία λήξης, μόνο που δεν την ξέρουμε ακόμα. Το σπίτι όμως; Τα σπίτια δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Πουλιούνται και αγοράζονται, κατεδαφίζονται, καίγονται. (Πρέπει να πάρω αγχολυτικό, πλακώθηκα πάλι.) Και το χειρότερο, αν εκείνος αποφασίσει να διακόψουμε, δε θα μπορώ να μπω ξανά στο σπίτι. Εκείνος είναι ο φίλος της ιδιοκτήτριας και κανονίζει τις συναντήσεις ανάλογα με τις διακοπές τους.
Δηλαδή, τελειώνει η σχέση, μα το σπίτι μένει εκεί. Σκέψου λογικά, λέω με το νου μου, ψύχραιμα. Το μόνο σχέδιο που φαίνεται εφικτό είναι να μαζέψω λεφτά και να το αγοράσω. Θα κάνω δάνειο. Αν το πουλάει βέβαια η ιδιοκτήτρια. Θα την πιέσω, θα της προσφέρω πολλά, θα την παρακαλέσω, θα… Όχι, όχι. Το σπίτι δεν πρέπει, δε γίνεται να το χάσω. Το δικαιούμαι. Και τις μνήμες του. Τις δικαιούμαι.
Θα πηγαίνω πάλι μόνη, απόγευμα, βράδυ και πρωί θα πηγαίνω.
Και θα μένω όχι τέσσερις ώρες, θα μένω όσο θέλω. Θα το κρατήσω μόνο για μένα και θα γίνει η αληθινή κατοικία μου. Στο άλλο σπίτι θα δέχομαι τους συναδέλφους και τους συνεργάτες, τους κομματικούς παράγοντες και τους παρατρεχάμενους του γραφείου τους συγγενείς που πασκίζουν ολοένα να επισημάνουν την ανεπάρκειά μου ως γυναίκας. Σ’ αυτό θα δέχομαι τον έρωτα και κανένα φιλαράκι που ξεκόβει για να πίνουμε τα Παρασκευοσάββατα. Όταν εκείνος δε θα θέλει πια να ‘ρχεται, θα βλέπω τη θάλασσα και θα κοιμάμαι εδώ στον καναπέ που ανοίγει και γίνεται κρεβάτι. Πάνω από τη θάλασσα.
Θα βάλω γλάστρες και γιασεμιά, δε θα ‘μαι κλέφτρα. Τα άλλα ίδια. Αγαπώ τα υφάσματα, τα ξύλα, τα χρώματα. Πράγματα που αγγίξαμε κι οι δυο μαζί. Θα λείπει η λαχτάρα του, αλλά θα μπορώ να κατεβαίνω το λόφο τ’ απόγεμα και να κολυμπώ ή να κάθομαι στα βραχάκια. Θα λείπει η μυρωδιά του, αλλά θα την ψάχνω στο αέρα, στα αντικείμενα, με το δέρμα μου.
Είναι κι η επένδυση που χρόνια μελετούσα. Όλοι στο κόμμα πήραν οικόπεδο, διαμέρισμα, εγώ όλο το ανέβαλλα. Ακόμα κι ο πατέρας μου θα πει: καλή κίνηση.
Πρέπει να σώσω τις ώρες που όλα έξω σιωπούν και μένω με το μέσα μου. Πρέπει οπωσδήποτε να πάρω το σπίτι! Το οποίο βέβαια θα προστατεύω από κάθε επιβουλή. Και τότε, α, τότε θα παίζω με δικούς μου κανόνες!

.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΦΡΟΥΤΑ ΣΤΟ ΠΙΑΤΟ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΕΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

CULTURE BOOK 24/9/2022

Φως και σκοτάδι της παιδικής ηλικίας και της νεότητας

Η συλλογή διηγημάτων Φρούτα στο πιάτο και άλλες τρυφερότητες, συγκροτεί τη δεύτερη πεζογραφική κατάθεση της Λεμεσιανής Νένας Φιλούση (προηγήθηκε η συλλογή διηγημάτων Ας ρώταγες ποιον Αγαπώ που απέσπασε και το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας Διηγήματος το 2010, καθώς και τέσσερις ποιητικές συλλογές), η οποία για ακόμη μια φορά αναδεικνύει τη συνέπεια και την ποιότητα της διηγηματογραφίας της. Κι αυτό γιατί, η ανά χείρας συλλογή, διαθέτει το ακαταμάχητο δέλεαρ της απνευστί ανάγνωσης και αναδύει, όπως και το προηγούμενο βιβλίο της μια βαθιά συμπόνια για τον άνθρωπο. Ταυτόχρονα, η οργανική, αλλά και πολλές φορές βιωματική σύλληψη του υλικού των διηγημάτων σε συνδυασμό με την εκφραστική, αλλά και αφηγηματικά λειτουργική και αισθητικά δόκιμη πραγμάτωσή του, καθιστούν, κατά την άποψή μου, την ανά χείρας συλλογή μια ευτυχή στιγμή. Συμπληρωματικά, η συγκέντρωσή των διηγημάτων σε λιτό και καλαίσθητο βιβλίο των εκδόσεων Βακχικόν λειτουργεί προσθετικά προς το επιδιωκόμενο αισθητικό αποτέλεσμα.

Πιο συγκεκριμένα, η ανά χείρας συλλογή περιλαμβάνει δώδεκα διηγήματά τα οποία διαδραματίζονται στην Κύπρο και στην Ελλάδα με χρονικό πυρήνα την κρίσιμη μετά την τουρκική εισβολή δεκαετία 1980. Με το εναρκτήριο, εξάλλου, εισαγωγικό κείμενο που τιτλοφορείται, όχι τυχαία κατά την άποψή μου, «INTRO» μεταφερόμαστε στη δεκαετία του 1980, ενώ εξελικτικά και μέσα από τις αναμνήσεις των ηρώων στα υπόλοιπα διηγήματα αγγίζουμε το χρονικό και τραυματικό όριο του 1922. Ο βασικός τώρα θεματικός άξονας της συλλογής ορίζεται από τις καθοριστικές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, της πιο τρυφερής ηλικίας στη ζωή ενός ανθρώπου. Γι’ αυτό και η κριτική έχει ορθά επισημαίνει ότι η Φιλούση αποκαλεί τα διηγήματά της «τρυφερότητες» στον υπότιτλο του βιβλίου της. Ως προς αυτή την ερμηνευτική κατεύθυνση, ωστόσο, συμπληρώνω την έντονα ειρωνική χρήση του συγκεκριμένου υπότιτλου, καθώς οι ιστορίες δεν αποτελούν απλουστευτικά έναν ύμνο για μιαν ευτυχισμένη, ασφαλή, ανέμελη και φωτεινή παιδικότητα, αλλά αποκαλύπτουν παράλληλα και μιαν εξαιρετικά τραυματική και επικίνδυνη για τους ήρωες και τις ηρωίδες περίοδο, η οποία και καθορίζει τη μετέπειτα ζωή τους.

Η συλλογή, επομένως, δεν συνιστά μόνο μιαν παραδείσια επιστροφή στο λίκνο της παιδικής ηλικίας, αλλά ταυτόχρονα ανακινεί συνολικότερου εύρους κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα και αδιέξοδα, τα οποία κυριαρχούν στην ελλαδική και κυπριακή, κυρίως, κοινωνία, η οποία έχει μόλις βιώσει το καθοριστικό ιστορικό γεγονός της τούρκικης εισβολής και τις ολέθριες επιπτώσεις της, που σημάδεψαν ανεξίτηλα κάθε πτυχή της κυπριακής καθημερινότητας και ζωής. Τα διηγήματα, επομένως, καταγράφουν και αποκρυπτογραφούν με κέντρο τον άνθρωπο θεμελιώδεις κώδικες κοινωνικής συμπεριφοράς (σεξουαλικές συμπεριφορές, οικογενειακές σχέσεις, αντιμετώπιση ασθένειας και θανάτου, σχέσεις των δύο φύλων κ.ά.) και αποκαλύπτουν εντέλει ένα αντιφατικό σύμπαν. Συμπλεγματικό, αρρωστημένο και υπανάπτυκτο από τη μια, ευαίσθητο και ανθρώπινο από την άλλη. Οι διαφορετικές τονικότητες προκύπτουν φυσικά από την αυξομείωση της απόστασης που χωρίζει κάθε φορά τον παρατηρητή από το αντικείμενο της περιγραφής του.

Η διάβρωση, επομένως, των κοινωνικών σχέσεων, ο συντηρητισμός-πουριτανισμός και η κοινωνική υποκρισία («ΓΕΝΕΘΛΙΑ», «ΨΑΡΙΑ»), η συνεχής καταπίεση της γυναίκας («Ο ΧΑΒΑΗΣ»), η μετανάστευση και η προσφυγιά («ΓΕΝΕΘΛΙΑ», «ΕΟΚΑ – ΒΗΤΑ- ΞΑ-ΝΑ-ΧΤΥΠΑ», «ΣΙΩΠΗ»), η ξενιτειά («Ο ΤΟΥΤΑΓΧΑΜΩΝ ΚΑΙ Η ΜΠΟ-ΜΕΚ»), η περιθωριοποίηση και ο στιγματισμός διαφορετικών από εμάς ανθρώπων («ΕΟΚΑ – ΒΗΤΑ- ΞΑ-ΝΑ-ΧΤΥΠΑ»), η ανηθικότητα και η διαστροφή («ΨΑΡΙΑ», «ΜΩΡΟ ΜΟΥ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ»), ο κομματισμός, ο φανατισμός και o έντονος διπολισμός («INTRO», «ΕΟΚΑ – ΒΗΤΑ- ΞΑ-ΝΑ-ΧΤΥΠΑ»), η σκληρότητα των μικρών κοινωνιών και η ανωνυμία των πόλεων («Ο ΧΑΒΑΗΣ», «ΜΩΡΟ ΜΟΥ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ»), αποτελούν σημαντικά θέματα του βιβλίου, τα οποία συνυφαίνονται αντιθετικά-διαλεκτικά με τον φωτεινό κόσμο της παιδικής ηλικίας, του έρωτα, της φιλίας και της νεότητας («Η ΠΑΞΙΝΟΥ», «ΑΡΩΜΑ ΛΕΜΟΝΙ», «ΜΩΡΟ ΜΟΥ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ», «ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ», «Ο ΤΟΥΤΑΓΧΑΜΩΝ ΚΑΙ Η ΜΠΟ-ΜΕΚ»). Μέσα, λοιπόν, από αυτή τη διαλεκτική δόμηση του βιβλίου αντιλαμβανόμαστε ότι η Φιλούση δεν επικεντρώνεται μονοδιάστατα σε δεσπόζοντα αφηγηματικά κοινωνικά φαινόμενα, αλλά εξακτινώνεται, παράλληλα, εσωστρεφικά και παλίνδρομα προς τις δικές μας αγνοημένες και ενίοτε παραγνωρισμένες ή ακόμη για πολλούς αδιάφορες ανθρώπινες μορφές που περνούν δυστυχώς απαρατήρητες και αφήνουν αχρωμάτιστη τη δική μας καθημερινότητα.

Υπό τούτη την έννοια, η αφηγηματική ταλάντωση ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, δεν αποτελεί παρά μια επιμέρους εκδήλωση της ευρύτερης διαλεκτικής ανάμεσα στην ιστορία και την ανθρώπινη ζωή που συντονίζει και διατρέχει τη συλλογή προς όφελος μιας βαθιάς και καλλιτεχνικά συνειδητοποιημένης καθημερινότητας. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για τη ρεαλιστική παρουσίαση ενός οικείου και ταυτόχρονα ξένου δράματος, με θύματα όπως πάντα, τα εκατομμύρια των ανθρώπινων υπάρξεων της μικρής ιστορίας, αυτής που στο επίπεδο της πεζής, αλλά ουσιώδους καθημερινότητας περιέχει το δράμα του κάθε ατόμου χωριστά ως πραγματικότητας απόλυτα συγκεκριμένης, μοναδικής και ανεπανάληπτης. Ενός δράματος που αποκαλύπτει εντέλει τη μέγιστη δυνατή συμφιλίωση με την ιστορική περατότητα του ανθρώπου και επομένως με την ειρωνική συνθήκη της ύπαρξής του.

Παρατηρώντας πιο προσεκτικά τα διηγήματα, συμπεραίνουμε ότι μέσα από ιδιοφυείς, αλλά ρεαλιστικές αφηγηματικές τροπές, ο προβληματισμός που απορρέει από τη δραματική σύγκρουση κάθε φορά προσώπων, αντιλήψεων και ιδεών, αλλά ταυτόχρονα και από τις αφηγηματικές λύσεις που δίνονται, δεν φωτίζεται μόνο το πολιτικοκοινωνικό πεδίο, αλλά κυρίως το ανθρώπινο. Γι’ αυτό, πιστεύω τον λόγο, αν και στο σύνολο της συλλογής υπάρχει μια εμφανής βιοθεωρία, εντούτοις ουδέποτε μετατρέπεται σε λογοτεχνικά επιβλαβές κήρυγμα, διδακτισμό ή δόγμα. Η εντύπωση που αφήνει, επομένως, η ανάγνωση των διηγημάτων της ανά χείρας συλλογής, είναι ότι θα μπορούσαν ίσως να χαρακτηριστούν ως μικρά θεατρικά ή κινηματογραφικά μονόπρακτα. Καθένα ξεχωριστά θα μπορούσε να γίνει ταινία μικρού μήκους και όλα μαζί μια σπονδυλωτή ταινία ή ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα. Με άλλα λόγια μια πολυφωνική αφηγηματική σύνθεση που θα στηριζόταν στην εναλλαγή φωνών και πρισμάτων, σε μια απόπειρα απόδοσης όλων των διαφορετικών και ενίοτε αντιθετικών πλευρών της συγκεκριμένης θεματικής. Σε συγκεκριμένα μάλιστα διηγήματα (π.χ. «ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ», «ΣΙΩΠΗ») παρατηρείται μια κινηματογραφική οπτική, που βασίζεται στην ξαφνική ανάδυση εικόνων στην αφήγηση (αναδρομές-προλήψεις), που ανάλογα με τον κυματισμό της μνήμης των ηρώων παλινδρομούν απρόσμενα στον χρόνο.

Εστιάζοντας περισσότερο στις αφηγηματικές τεχνικές της συλλογής παρατηρούμε την κυρίαρχη παρουσία της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και του ομοδιηγητικού αφηγητή (τα 12 από αυτά είναι γραμμένα σε πρώτο ενικό πρόσωπο και μονάχα ένα από αυτά σε δεύτερο ενικό), τεχνικές που προδίδουν την εξομολογητική διάθεση της συγγραφέως και προσδίδουν αντικειμενικότητα και αληθοφάνεια. Παράλληλα, η σύντομη αντικειμενική αφήγηση, η καθαρότητα στη διαγραφή των χαρακτήρων και των επεισοδίων, η λεπτή ειρωνεία και το έξυπνο χιούμορ, η πειστικότητα και η αντικειμενικότητα στην περιγραφή, χωρίς μάλιστα ιδιαίτερες ερμηνευτικές παρεμβάσεις, και οι σύντομοι, αλλά πυκνοί διάλογοι, δικαιώνουν και, κατά την άποψή μας, διακρίνουν τη συγγραφέα. Γενικά, υποστηρίζουμε με βεβαιότητα ότι η συλλογή διακρίνεται για την αφηγηματική μαστοριά και για τη χάρη και τη νοστιμιά του λόγου. Το μεγάλο πλεονέκτημα είναι αναμφίβολα η δωρική επάρκεια και η αποτελεσματικότητα του ύφους. Λόγος αψιμυθίωτος, εμπράγματος, που κατορθώνει να δαμάσει το συγκινησιακό του φορτίο και επιτυγχάνει να εκφράσει με ευθυβολία το καίριο και το ουσιώδες.

Στα θετικά της συγκεκριμένης συλλογής, συγκαταλέγονται επίσης, κατά την άποψή μου, αφενός η δεινότητα της Φιλούση στην ανάδειξη όχι μόνο της γυναικείας, αλλά και της ανδρικής ψυχοσύνθεσης και αφετέρου η λειτουργική προσγείωση των ηρώων στη γλωσσική τους πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμέναμε τη χρήση π.χ. της κυπριακής διαλέκτου, της κοινής, νεανικού και λαϊκού λεξιλογίου, αυθόρμητης γλώσσας και διαλόγου οικοδομείται εξελικτικά μια δυναμική ετερογλωσσία και γλωσσική πολυφωνία, για να θυμηθούμε τον Μπαχτίν, που προσδίδει δραματικό βάθος και υφολογική πολλαπλότητα. Μπορεί, με άλλα λόγια, να διακρίνει κανείς στη συλλογή μια ελεύθερη συνδυαστική γλώσσα με διαρκείς ταλαντώσεις ανάμεσα στο γενικό και στο ειδικό, ανάμεσα στις μνήμες και στις προβολές, η οποία μάλιστα καθρεφτίζει το απρόοπτο και την περιπλοκότητα της ζωής και συνθέτει εν τέλει ένα ελκυστικό, μοναδικό, πεζογραφικό τοπίο.

Συνοψίζοντας, η Νένα Φιλούση, με την πρόσφατη, δεύτερή της πεζογραφική κατάθεση επεκτείνει, συμπληρώνει και μετουσιώνει σε κατασταλαγμένα και αισθητικά άρτια διηγήματα τους κύριους άξονες της ποιητικής και της θεματικής της. Με παραστάτη το ποιητικό της ένστικτο και το αφηγηματικό της ταλέντο παράγει αναμφισβήτητα έργο λειτουργικό και ώριμο. Πιο συγκεκριμένα, ο οξύς ψυχογραφικός πυρήνας του βιβλίου, η συνεχής διαπλοκή ονείρου-μνήμης και πραγματικότητας, η παρουσία των αρχετύπων και οι πολλαπλές αναδυόμενες σημασίες και, τέλος, ο γοητευτικός συγκερασμός μιας λεπτότητας και καθαρότητας στην αφήγηση μαζί με μια γόνιμη απροσδιοριστία και μια ροπή στο απροσδόκητο, συγκροτούν, κατά την άποψή μας, ένα δυναμικό αφηγηματικό δίκτυο, που ασκεί αβίαστη γοητεία. Γι’ αυτό τα διηγήματα της ανά χείρας συλλογής συγκεντρώνουν καίρια βιώματα και εμπειρίες ζωής σε ένα άρτιο και με μόχθο προετοιμασμένο έργο και αποδεικνύουν εμπράκτως πόσο σημαντική είναι η διηγηματογραφία στην Κύπρο.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ

FRACTAL 20/7/2022

Είναι μεγάλη ελευθερία να φεύγεις, αλλά όχι απ’ τη μνήμη

Προσπαθώντας να αλιεύσω και καταγράψω κάποιες πληροφορίες για την Νένα Φιλούση, βρίσκω πως κατάγεται από την Κύπρο, γεννημένη στη Λεμεσό το 1969. Έχει εκδώσει έως τώρα τέσσερα ποιητικά βιβλία από διάφορους εκδοτικούς οίκους και τη συλλογή διηγημάτων ‘Ας ρώταγες ποιον αγαπάω’ από τις εκδόσεις Παράκεντρο της Κύπρου, το 2019, κερδίζοντας μάλιστα το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος της μεγαλονήσου αυτής. Σήμερα επανακάμπτει στην υπόθεση του διηγήματος με τα ‘Φρούτα στο πιάτο και άλλες τρυφερότητες΄, όπως τιτλοφορείται η συγκεκριμένη συλλογή, από τις εκδόσεις Βακχικόν, ετούτη τη φορά. Εδώ, βρίσκονται δεκατρία καινούργια ολιγοσέλιδα διηγήματά της, τα οποία τοποθετούνται γεωγραφικά στις διάφορες τοποθεσίες όπου γεννήθηκε και μεγαλούργησε το ελληνικό στοιχείο. Πόντος, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Κύπρος, Μικρά Ασία, κλπ. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό όλων, αποτελούν η παιδική ηλικία των κύριων χαρακτήρων των διηγημάτων της, η τόσο ευαίσθητη, τρυφερή και αρκούντως εύκαμπτη στις ιδιοτροπίες των καιρών. Ίσως τελικά εκεί να παραπέμπει και ο υπότιτλος της συλλογής. Στην εισαγωγή του βιβλίου, με τίτλο ‘INTRO’, δίνει και το σχετικό στίγμα, τις λεπτομέρειες, τις χρονολογίες μέσα στις οποίες ξεδιπλώνονται οι ιστορίες αυτές, συγκεκριμένα στη δεκαετία του ΄80, κατά κύριο λόγο. Εύρωστη, περίεργη, μεταπολιτευτική, τραυματισμένη, «…αλλά και ψεύτικη ποζαρισμένη, σινιέ-μια κακή αντιγραφή ανέμελης αμερικανιάς», όπως τονίζει η συγγραφέας. Περιγράφει τις συνήθειες και την καθημερινότητα των αγοριών και των κοριτσιών, πλημμυρισμένες από ξενόφερτες συμπεριφορές, τα καλοκαίρια και τους χειμώνες, το πρόβλημα της υποχρεωτικής μετανάστευσης για εργασία ή επιλεκτικά για ανώτερες, εξειδικευμένες και προχωρημένες σπουδές, το αέναο όνειρο της οικονομικής και κοινωνικής επιτυχίας, τους πρόσφυγες οι οποίοι αναλώνονταν συχνά πυκνά σε συγκρίσεις αφού όπως έλεγαν εκεί που ζούσαν κάποτε ήταν αλλοιώς, αλλά και τα περίεργα παιχνίδια μνήμης για την περίπτωση της Κυπριακής μεγαλονήσου, μετά τα δυσάρεστα γεγονότα της τουρκικής εισβολής, του 1974. «Δεν ξεχνώ κεντημένο σε πέρλες ευμάρειας και ρουφιανιάς, ώστε τελικά κατάφερε να γίνει αυτό που φώναζε να μη γίνει, δηλαδή λησμονιά»!

Σχεδόν σε όλες τις ιστοριούλες, πρωταγωνιστές είναι, όπως είπαμε, τα μικρά παιδιά, τα οποία μετά από λίγα χρόνια και καθώς μεγαλώνουν, παλινδρομούν στην τρυφερή τους ηλικία, σκιαγραφώντας τα βιώματά τους εκείνα σε πρώτο κυρίως πρόσωπο. Σε μερικά από αυτά εμφιλοχωρούν και φράσεις από την κυπριακή διάλεκτο. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, φυσικά, έχει την τιμητική της, σε κάποια διηγήματα της συλλογής, πηγαίνοντας αρκετές φορές πίσω χρονικά στο μέσον του προηγούμενου αιώνα και κυρίως στο χρονικό διάστημα από το 1950 έως και το 1990. Φυσικά δεν θα γινόταν να παραλειφθεί και η γνωστή πολιτική αντιπαράθεση κοινωνικών ομάδων στον ελληνικό χώρο, Ελλάδα και Κύπρο, αφήνοντας προσωρινά στην άκρη τις μετέπειτα επιπτώσεις των όποιων επιλογών τους.

Στο διήγημα ‘Η Παξινού’, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με μια, εν πολλοίς συνηθισμένη, ιστορία ερωτικής ενηλικίωσης ενός νεαρού, «ένα κουρασμένο αγόρι της εργατιάς», με μια μεγαλύτερη γυναίκα που βρέθηκε για ένα μεγάλο διάστημα στο άμεσο περιβάλλον του. Στο ‘Εόκα-βήτα-ξαν-να-χτύπα (ρυθμικά)’, παρουσιάζονται λεπτομέρειες και παραλειπόμενα μιας δύστροπης εποχής, όπου, εξομολογείται πως, «…Είχαμε μάθει να φοβόμαστε τους αριστερούς μη μας προδώσουν, τους μακαριακούς μη μας βάλουν φυλακή, τους «μεταστραφέντες» μη μας σκοτώσουν, τους παλιούς ενωτικούς μη μας το πάρουν και το παραδώσουν (εννοεί το όπλο) παρά τη θέλησή μας και τους αμετανόητους μήπως μας φτύσουν»! Στα «Γενέθλια» μια γυναίκα επανακάμπτει στα περασμένα, τότε που κάποιος του γειτονικού οικισμού την πλησίασε σταδιακά και εκμαυλιστικά και τελικά την κατέστησε έγκυο, με τη μητέρα της να έχει διαφορετική άποψη και τακτική στην επίλυση της δύσκολης κατάστασης που δημιουργήθηκε και απαιτούσε αντιμετώπιση. Στο «Άρωμα λεμόνι» ένας μεσήλικας άντρας, αναφέρεται σε διάφορα επεισόδια με περιστασιακές γυναίκες που γνώρισε στη ζωή του, έως εκείνη τη στιγμή. Περιδιαβαίνοντας στο βιβλίο, ερχόμαστε σε επαφή με την ερωτική μύηση των μικρότερων ηλικιών, ιστορίες σεξουαλικής κακοποίησης, προσφυγιάς και μετανάστευσης, ατομικής, οικογενειακής και κοινωνικής ηθικής, αλήθειες και παραλειπόμενα από τις υιοθεσίες της εποχής τους, νοσταλγικές αφηγήσεις ποταμούς, μέχρι που μια πρωταγωνίστρια αναφωνεί, «…Πολύ μίλησα. Αντώνη, κουράστηκα. Σε πεθύμησα, θέλω να είμαι μαζί σου. Και να πάμε μαζί να βρω και τη μάνα μου. Θα τη γνωρίσω, νομίζω, από τα λευκά, παχουλά της χέρια, τα σιροπιασμένα. Τέλος, σιωπή…». Ίσως μια ευρεία περίληψη των περισσότερων στοιχείων και υποθέσεων που περιλαμβάνονται σε όλο το βιβλίο να βρίσκει περιληπτικά ο αναγνώστης στο διήγημα με το όνομα το τίτλου του βιβλίου, ‘Φρούτα στο πιάτο’, με τις μεταναστεύσεις, την παραμονή και ενηλικίωση των μικρών με τις γιαγιάδες τους, την ερωτική τους μύηση, και τόσα άλλα που εξωθούν αρκετούς να αναφωνήσουν με μεγάλη δόση αλήθειας και εφηβικής τρυφερότητας, «Είναι μεγάλη ελευθερία να φεύγεις. Και ηδονή…»!

Η συλλογή διηγημάτων «Τα φρούτα στο πιάτο και άλλες τρυφερότητες» από τις εκδόσεις Βακχικόν, 2022) της Νένας Φιλούση είναι ιστορίες απλές στην πλοκή και την αφήγηση, μικρά αθώα στιγμιότυπα από την παιδική ηλικία, νοσταλγικές μνήμες βγαλμένες από την ψυχή νεαρών και αθώων βασικά χαρακτήρων, και γι’ αυτό αρκούντως ρεαλιστικές.

.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (ΛΕΥΚΗ) ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ

LITERATURE.GR 11/6/2022

Ο αναγνώστης θα μεταφερθεί κόσμο του νησιού της Κύπρου στα μέσα του εικοστού αιώνα

Η Νένα Φιλούση, λογοτέχνης από το νησί της Κύπρου έχει γράψει ποίηση και διηγήματα, έχει βραβευτεί μάλιστα για μία από τις συλλογές της με το κυπριακό Κρατικό Βραβείο Διηγήματος.

Στην παρούσα συλλογή, η οποία τιτλοφορείται «Φρούτα στο πιάτο και άλλες τρυφερότητες» περιλαμβάνει δεκατρία διηγήματά της, διηγήματα που έχουν ως βασικό θεματικό τους άξονα τις αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας, της πιο τρυφερής ηλικίας στη ζωή ενός ανθρώπου. Γι’ αυτό εξάλλου και η Φιλούση αποκαλεί τα διηγήματά της «τρυφερότητες» στον υπότιτλο του βιβλίου της.
Πρόκειται για διηγήματα στα οποία πρωταγωνιστούν, κατά κύριο λόγο, παιδιά και των δύο φύλων ή νέοι που ανατρέχουν στα παιδικά τους χρόνια. Κάποια από τα διηγήματα διαδραματίζονται στην Κύπρο και κάποια άλλα στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αθήνα. Τα δώδεκα από αυτά είναι γραμμένα σε πρώτο ενικό πρόσωπο, προδίδοντας έτσι την εξομολογητική διάθεση της συγγραφέως, και μονάχα ένα από αυτά σε δεύτερο ενικό. Πολλά από τα διηγήματα είναι γραμμένα σε γλώσσα αυθόρμητη και λίγα μόνο από αυτά περιλαμβάνουν διαλόγους σε κυπριακή διάλεκτο. Το καλοκαίρι είναι η εποχή που πρωταγωνιστεί στα διηγήματα και τότε λαμβάνουν χώρα διάφορες οικογενειακές «ομερτά», διακοπές παιδιών στη θάλασσα και στο νησί, αλλά και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ο περίφημος «Αττίλας», στον οποίο η συγγραφέας αφιερώνει δύο από τα διηγήματά της.

Παράλληλα, μέσα από τις σπονδυλωτές αναμνήσεις, τα διηγήματα ανατέμνουν τις δεκαετίες από το 1950 έως και το 1990. Περιλαμβάνονται ιστορίες σχολείου από τα παιδικά χρόνια των ηρώων, ιστορίες καλοκαιρινών διακοπών, αλλά και ιστορίες προσφυγιάς και μετανάστευσης, φιλίες και έρωτες.

Το διήγημα «Intro» είναι το κατεξοχήν διήγημα αναμνήσεων και μας μεταφέρει στην καρδιά της δεκαετίας του ’80. Διαπιστώνουμε ότι η ζωή τότε τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα ήταν παρόμοια και ότι ο διχασμός αριστερών-δεξιών καλά κρατούσε ακόμη κι εκεί. Στη συνέχεια συναντάμε μία ιστορία εφηβικής ερωτικής ενηλικίωσης. Τα δύο επόμενα διηγήματα είναι αφιερωμένα στο τραύμα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και στις ταραχές των μέσων του εικοστού αιώνα. Ακολουθούν αναμνήσεις με άρωμα λεμονιού και μία ιστορία που συγκλονίζει με τις αποκαλύψεις τη στο τέλος. Εν συνεχεία παρατίθενται καλοκαιρινές παιδικές αναμνήσεις σε δεύτερο ενικό πρόσωπο. Στο «Νυχτερινό» και στο διήγημα με τίτλο «Ο Χαβάης» η συγγραφέας παραμένει στον εξομολογητικό τόνο του πρώτου ενικού προσώπου. Ακολουθούν μια ιστορία παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, μια ιστορία προσφυγιάς, ένα ερωτικό διήγημα και ένα διήγημα για τη μετανάστευση.

Τα διηγήματα ξεχωρίζουν για το πρώτο, αυθόρμητο και οικείο στους αναγνώστες πρόσωπο, αλλά και για το γεγονός ότι θα μεταφέρουν τον αναγνώστη στον κόσμο του νησιού της Κύπρου στα μέσα του εικοστού αιώνα.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

VAKXIKON Ιούνιος 2022

Ενενήντα επτά σελίδες, δώδεκα διηγήματα και μία intro. Όλα τροφοδοτημένα με ατομικό ιδιόλεκτο, με γραφή ανεξίτηλη, με ευφυολογήματα, με αλήθειες, με πραγματική ζωή, με απανωτές εκπλήξεις. «Τα φρούτα στο πιάτο και άλλες τρυφερότητες» (εκδόσεις Βακχικόν, 2022) της Νένας Φιλούση είναι αφηγήσεις ιδιότυπες, αγνές, αναμνήσεις νεανικές, χωρίς περιττά στολίσματα· η συγγραφέας επειδή έχει καταπιαστεί με ποιητικά απαυγάσματα, με στιχικές οιμωγές, με κελαρύσματα, με ονειρικούς νατουραλισμούς, είναι επηρεασμένη ολοφάνερα από αυτά στην πεζή γραφή και οι σκέψεις της χοροπηδούν σαν διάφανες νεράιδες, δημιουργώντας ευχάριστη ατμόσφαιρα, σχεδόν παραδείσια άσματα. Όλα τα αφήνει την τύχη τους· γνωρίζει τις κακοτοπιές, αλλά τις αγνοεί επίτηδες, διότι δεν θέλει να μπλέξει. Είναι ο Τσιφόρος, μετενσαρκωμένος· σύντομα επεισόδια, γλαφυρές αναμνήσεις, παιδικές σκανδαλιές, αστυνομική οσμή, έρωτες στα γρήγορα, ιδιότυποι χαρακτήρες, συντριπτικά κτυπήματα, ευφυείς συλλογισμοί, ακριβείς χαρακτηρισμοί.

«Η Παξινού», μια άσημη σεξοβόμβα, που έτυχε στο δρόμο του αφηγητή, ένα θηλυκό άλογο «που η λύπη της δεν έχει ελπίδα» απευθύνεται χαριεντιζόμενη στον ήρωα: «τι γίνεται, κουρασμένο αγόρι της εργατιάς;» κι εκείνος μονολογούσε πως «εγώ αυτήν κάποτε θα την γαμήσω», πράγμα που έγινε πραγματικότητα μέχρι κορεσμού.

Στο «Εόκα-βήτα-ξαν-να-χτύπα (ρυθμικά)» παρουσιάζεται ξεκαρδιστικά η ιστορία του Κυπριακού αντάρτικου, οι ψυχολογικές αγκυλώσεις από σκηνές μιας ταραγμένης εποχής, η διαμάχη γύρω από τον Μακάριο, η τραγελαφική πολυσημία ανάμεσα στο «κάτω οι φασίστες», στο «μια χαρά είναι οι φασίστες» στο «Κομμούνια, τουρκόσποροι» και τα τοιαύτα.

Στα «Γενέθλια» μια γυναίκα αναθυμάται τα παλιά, τότε που κάποιος του γειτονικού οικισμού τη «χούφτωνε» και την κατέστησε έγκυο· με ρεαλιστικές περιγραφές σεξουαλικών πράξεων, τελικά, η μάνα της έβαλε στο κρεβάτι της εγκύου έναν αφελή νέο, που μετά από πολλές επαφές πίστεψε πως το παιδί ήταν δικό του· ακολούθησε γάμος και η γέννηση ενός τέκνου· η σύζυγος μονολογούσε θιγμένη: «θα κάθομαι να με πηδά ο Νικολάκης το απολειφάδι της Ντίνας».

Στο «Άρωμα λεμόνι» ένας άντρας στα σαράντα του, διεκτραγωδεί διάφορα επεισόδια με γυναίκες, δηλαδή μια ψυχολόγα («οι ψυχολόγες γκρινιάζουν πολύ άμα τις πλησιάσεις πολύ»), ή μια φοιτήτρια («το πιο ωραίο βυζί της πόλης»), όλα όμως γύρω από το πρόβλημα του να βρει μια μυστηριώδη μυρωδιά, που τελικά ανακαλύπτει πως στο παρελθόν δύο εβραίοι καρβουνιάρηδες, όταν κάποιος τους πέταγε λεμόνια τα ανακάτευαν με κάρβουνο και έτσι λύθηκε το πρόβλημα του άγνωστου αρώματος: «λεμόνι σάπιο και κάρβουνο βρεγμένο».

Στο «Μωρό μου, καλησπέρα» κάποιος αδύναμος άντρας, τραγουδούσε συνέχεια λαϊκά άσματα και κατάντησε απόκληρος·ένας συνστρατιώτης του προσπάθησε να τον βοηθήσει αλλά εκείνος δεν συμβιβαζόταν· τελικά ο αφηγητής μπάρκαρε στα καράβια και θυμόταν λυπημένος τον φίλο του («σε παρακαλώ απόψε την ψυχή μου βρες και κόψε, πάρε την αναπνοή μου, βάλε τέρμα στη ζωή μου μουουου»).

Στον «Αύγουστο» η πρωταγωνίστρια αφηγείται ότι, ως δευτερότοκη, δεν είχε τύχη, αφού «όλην την αγάπη την εξασφάλισε δια παντός ο μεγάλος». Παράλληλα, όμως είχε ένα είδος ελευθερίας· «την δικαιοσύνη του δεύτερου» · γνωρίζει μια συνομήλικη, η οποία προσπαθεί να την μυήσει στο «κοκό» παραφυλάνε έξω από το παράθυρο του παπά για να δουν τι θα κάνει με την γυναίκα του· όμως το κλαδί, όπου στηριζόταν έσπασε και αποκαλύφθηκαν· η μικρή αφηγήτρια αναστατώνεται και προσφεύγει σε παιδικά αναγνώσματα.

Στο «Νυχτερινό» μια γυναίκα είναι απογοητευμένη από το περιβάλλον όπου ζει («οι άνθρωποι εδώ κάνουν ό,τι θένε να κάνουν και μετά πάνε κι ανάβουν καντήλια στα ξωκλήσια»)· οι ανύπαντρες νέες μεταναστεύουν και αφηγούνται τον βίο τους· («η καρδιά μου τσάκισε σαν κλωνάρι της μυγδαλιάς», «ήσουνα μωρό για να αντέξεις τόσο παρελθόν», «θέλει πολλή ψυχή να συγχωρέσεις τ’ αποθαμένα σου με τα όλα σου. Μα είναι μια καλή δικαιοσύνη»).

Στο «Χαβάη» όλα διαδραματίζονται γύρω από το καφενείο η «Χαβάη» που διαδέχθηκε τα παλιά καφενεία της πόλης, όπου «πόδι γυναίκας δεν πάταγε σε καφενείο παλαιού τύπου», «αυτό σήμαινε στιγματισμό και αιώνια καταδίκη οικογενειακής ηθικής». Ο αδελφός του Χαβάη, ένας (εντελώς!) άθεος, οδοντίατρος γίνεται κέντρο σχολιασμού, ότι κοιμάται με τις γυναίκες άλλων («μαβλικιάζει τις γυναίκες όλες») · ο σουβλατζής Ανθούλης, δήθεν απατημένος σύζυγος, μπήγει τις φωνές στη συμβία του: «Τα κάνεις και του παπά, κρυφοπουτανίτσα, ό,τι κάνεις και του οδοντίατρου και ξέρω εγώ ποιού άλλου, και τους μάζωξες όλους μεσ’ το βρακί σου;». Η αφηγήτρια εξανίσταται και επιχειρεί διάφορα τεχνάσματα για να αποδειχθεί η αθωότητά της· τελικά αποκαλύπτεται, ότι ερωμένη του οδοντιάτρου είναι η Αμαλία, αδελφή του Δήμαρχου· παρ’ όλη τη δικαίωση η αφηγήτρια συμβουλεύει τις θυγατέρες της να φύγουν από τον τόπο εκείνο: «Αν μείνετε εδώ πέρα, δύο επιλογές έχετε: ή δούλες ή πουτάνες».

Στο «Ψάρια» κάποια ονειροπόλος ψαροντουφεκού, αφού περιηγείται στα βάθη της θάλασσας, θυμάται τον «(απολύτως!) νεκρό θείο Κώστα, ο οποίος την «χάλασε» στα μικρά της χρόνια μέχρι που μεγάλη πια του το έκοψε· τελικά πέθανε ο θείος και ο μπατζανάκης του, πατέρας της («Οι πεθαμένοι είναι ήσυχοι, ακίνδυνοι, καλοί»).

Στο «Σιωπή» η αφηγήτρια μιλάει για την άτυπη υιοθεσία της από μια καλή οικογένεια, που όμως πτώχευσε, οπότε ακολούθησε την αδελφή της με τον άντρας της· στην εκκλησία γνώρισε τον Αντώνη της («ομορφόπαιδο, καθαρός, ντροπαλός, σαν άγγελος»), παντρεύτηκαν και ζούσαν ευτυχισμένοι· μέσα σε τρεις σελίδες παρελαύνουν όλα τα ιστορικά συμβάντα αλλά και οι οικογενειακές στιγμές· ο Αντώνης πέθανε και η γυναίκα του τον θυμάται: «Πολύ μίλησα, Αντώνη, κουράστηκα. Σε πεθύμησα, θέλω να είμαι μαζί σου…».

Στο «Τουταγχαμών και η Μπο-Μεκ» κάποιος άγνωστος μας πληροφορεί, ότι το «Τουταγχαμών» ενώ αφορούσε έναν πρίγκιπα Αιγύπτιο, ο φίλος του Πετρούλιας το κόλλησε, ως υποκοριστικό σε μια κοπέλα, διότι του έμοιαζε στα μεγάλα μάτια, πεταχτά καπούλια, σαρκώδη χειλάκια (βέβαια «δεν είχε τσουτσούνι»)· η γνωριμία τους με τον (την) Τουταγχαμών (-Τζούλια) έγινε τυχαία· ακολούθησε δεσμός και μέσω του πεθερού, ο φίλος της έφυγε από τις οικοδομές και έγινε υπάλληλος φαρμακοβιομηχανίας· το μπο-μεκ του τίτλου είναι μάρκα κολώνιας, που έβαζε ο αφηγητής, αλλά η φίλη του τον έπεισε να αλλάξει με το oldspice. Ο πατέρας του ήρωα τον έσπρωξε να πάει για σπουδές στην Ιταλία και αυτός πείστηκε μετά από ένα επεισόδιο στην Αρχαία Επίδαυρο, όπου ένα πουλί αφόδευσε στο στόμα της ερωμένης του, που τρελάθηκε από το συμβάν, αλλά και από μια μονομανία της ότι θα πεθάνει, αλλά και ότι έπρεπε να ταφεί στον τάφο του Τουταγχαμών.

Στο «Φρούτα στο πιάτο» ο αφηγητής εξομολογείται για την αγάπη στη σύντροφό του Μαρία και παράλληλα διεκτραγωγεί διάφορα στιγμιότυπα της ζωής του· για την προγιαγιά του Μαρία, που τον μεγάλωσε (σπουδαία γυναίκα, που πέθανε 101 ετών), για τους γονείς του που μετανάστευσαν στη Γερμανία, για τον ξυλοδαρμό, στον οποίο υπέβαλε ένα γερμανάκι, για τη φωτιά που έβαλε με τους φίλους του σε έναν αχυρώνα, για τη θεσσαλονικιά Στέλλα, για τη Νορβηγίδα βιβλιοθηκάριο («Αχόρταγο πλάσμα. Λυσσάρα»), της οποίας η «εμμονή για το σώμα ήταν μια λαχτάρα απελπισμένη, μια αποψιλωμένη ανάγκη για συντροφιά», για την τσαμπουκαλού, ατρόμητη, μεγάλη μαστούρα, αχτένιστη, αυθόρμητη, ποθητή Καναδή.

Η Νένα Φιλούση γνωρίζει τη γλώσσα και τα παίγνια της· χρησιμοποιεί ιδιωματικές φράσεις, όπως π.χ. «Η Ανδρονίκη κι γαμήεται (= η Ανδρονίκη δεν παντρεύεται)»· «Να πήξουν μες στη χόγλαση (= να καούν στην κόλαση)»· «τόσος έγινε ο καημός μου, που γύρεψα να σου δώκω γνώρα» (= τόσο μεγάλωσε ο καημός μου, που ήθελα να με γνωρίσεις).

Ευφορία ακατάπαυστη εναλλάσσεται με ειρωνικές αναφορές στην κρινομένη γραφή, όπου η ευχέρεια του λόγου, αλλά και ο μαγικός ρεαλισμός συμπλέουν συνθέτοντας διακριτές, σύνθετες προσωπικότητες, αγόμενες εν πολλοίς από αναχρονισμούς· τα διηγήματα ομοιάζουν με θεατρικά έργα· με ευχέρεια μπορούν να συνθέσουν σκηνικές αποτυπώσεις· δραματική πύκνωση συνοδεύει τις μνήμες, ενισχύοντας ένα είδος διαλεκτικής περί των ανθρωπίνων αδιεξόδων· το ήθος, που διατρέχει τα κείμενα της συλλογής, διαθλάται ευχερώς και συντελεί στην ελευθέρωση της γραφής, από δήθεν αυθεντίες ή από πλαστές ωριμότητες· σε ορισμένα σημεία χλευάζεται η σκληρότητα των μικρών κοινωνιών και υμνείται η ανωνυμία των πόλεων· επιπλέον παρατηρείται ένας μεταφυσικός ηδονισμός, με ποικίλες αποχρώσεις· παράλληλα, επιχειρείται αποδέσμευση από ιδεολογήματα του πεπρωμένου ή άλλως εισάγεται μια διαφυγή από μονοσήμαντα νοήματα, οδηγούντα σε αδιέξοδα ανυπέρβλητα.

Νεωτερικός λόγος, άρα ευκολοδιάβατα κείμενα, όπου οι προβληματισμοί διοχετεύονται, ως ρέον ύδωρ, χωρίς αγκυλώσεις ή δυσνόητα αποφθέγματα και συνιστούν πλεονεκτήματα ακαταγώνιστα: «Τα φρούτα στο πιάτο» λειτουργούν ως κλείδες νεωτερικής γραφής.

.

ΣΩΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 
ΦΡΟΣΟΥΛΑ ΚΟΛΟΣΙΑΤΟΥ

Στίγμα Λόγου 13/5/2019

Σώματα ασφαλείας είναι ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής της Νένας Φιλούση, εκδόσεις Κύμα 2019. Πρόκειται για το πέμπτο βιβλίο της, μετά από τρεις ποιητικές συλλογές και μία συλλογή διηγημάτων. Πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα το 2002 με το ποιητικό έργο Μνημοροή. Το εξώφυλλο κοσμεί θαυμάσια σύνθεση από κυπριακά ειδώλια του Άκανθου, που μαζί με τον υπαινικτικό και διφορούμενο τίτλο Σώματα ασφαλείας μας προδιαθέτουν για τα 33 ποιήματα που ακολουθούν. Tα ποιήματα έχουν το δικό της προσωπικό στίγμα και αρκετά από αυτά είναι ανοιχτά σε πολλές ερμηνείες.

Το πρώτο ποίημα της συλλογής, ένα ποιητικό αφήγημα, με τον τίτλο «Αναμνήσεις» είναι κάτι σαν εισαγωγή και σηματοδοτεί το περιεχόμενο. Υπάρχει ο χώρος της Κύπρου, θίγει τον πόλεμο, τις παραδόσεις, τον γάμο, τη θέση της γυναίκας, τους άλλους που μας περιβάλλουν και μας πιέζουν, υιοθετεί τη γυναικεία ματιά.

Μια ζωή γεμάτη μικρά χαρτάκια που τα μεταφέρει ο άνεμος, κομμάτια της μνήμης και του γενέθλιου τόπου και σκιές, γενικά σκιές. Η ποιήτρια αποκαθηλώνει την πραγματικότητα, δεν την εξιδανικεύει, δεν την ωραιοποιεί. Θέλει να τη διαχειριστεί, μα συχνά εμποδίζεται από το γεγονός ότι πρόκειται για μια πραγματικότητα ανεπιθύμητη της φθοράς. Στο ποίημα «Ειδική προσφορά» γράφει: Με κάθε δυο θλίψεις παίρνετε ένα σίριαλ εντελώς δωρεάν… Και στο ποίημα «Salto mortale»: …Απίστευτο πόσα αδέλφια μας κυκλοφορούν/ με μαχαίρια στη ζώνη οριζόντια/ γυμνά σαν περισπωμένες…

Αναμετράται με το χρόνο σε ένα ανελέητο ρεαλισμό τον οποίο η ποιήτρια υποσκάπτει: …οι βεβαιότητες βγάζουν τακούνια, πανωφόρια, κολιέ/και κάθονται μετά φόβου θεού στη βεράντα/… H ίδια βρίσκεται μέσα σε περίκλειστους χώρους και έχει πληγές, όπως διαφαίνεται στο ποίημα «Mύγες»:
Ενοχλητικές σαν μνήμη πόνου
επιμένουν σε ανοιχτές πληγές
απειλούν το δείπνο και την ειρήνη μας.
Συχνά κολλούν τα ισχνά τους κάτω άκρα
σε άχρηστες συνήθειες
και τα μάτια τους από κληρονομιά θλίψης μεγάλα
μεταμορφώνονται σε πλαϊνά, τεράστια για το σώμα
μάτια αντοχής.
Η αρχηγός θορυβεί –δεν είναι πάντα η μητέρα,
αντιθέτως μπορεί να είναι και η πλάνη της φυλής.
Συνήθως τις ακολουθώ στο νέο πέταγμα μ’ εμμονή
σ’ άδεια δωμάτια ζέστης
αφύλακτα
όπου όλοι κοιτάν αλλού
και το φαΐ ζεστό, παρατημένο,
αχνίζει.

Δεν είναι τυχαίο ότι η ποίηση της είναι σαν ένα σώμα που κουβαλά φορτία που δεν του ανήκουν, μα τα χρεώνεται για πάντα σε μια αμετάκλητη πραγματικότητα. Η προσμονή και η προσδοκία είναι γεμάτες διαψεύσεις, όνειρα που εξανεμίζονται σε ένα κόσμο με αδιευκρίνιστες προθέσεις. Όπως λέει η ίδια, Όλες οι μέρες Μεγάλα Σάββατα τεράστιας διάρκειας… Αναμονή για μια Ανάσταση που δεν έρχεται.

Αυτή η ποίηση αρθρώνεται με ένα ιδιαίτερο τρόπο και λόγο που διακρίνεται για την ευρηματικότητά του. Μέσα από τη δική της φωνή τα πρόσωπα και τα πράγματα αφηγούνται την ιστορία τους με ένα τρόπο έμμεσο και συγκαλυμμένο. …Αγόρια από φωσφόρο σε μηχανάκια πιτσαρίας/ τρέχουν σ’ όλη την πόλη επειδή πεινάμε/ Νιάτα γεμάτα καφετέριες…

Στο ποίημα «I’d rather go real», παρατηρεί με σαρκασμό τα πρόσωπα που είναι κοντά της. Αυτά τα πρόσωπα θαρρείς συμβολίζουν το παρελθόν και το μέλλον, ενώ ταυτόχρονα αναιρούνται από ένα παρόν που φαίνεται να διαρκεί εις το διηνεκές.
Ο από πάνω είναι ομορφάντρας, δυνατός ευγενικός
ακούει μουσική
κολυμπά καταχείμωνο, τα χέρια του φτιάχνουν πράγματα
χαμογελά στο κλιμακοστάσιο.
Ο δίπλα είναι σοφός, ήσυχος, διδάσκει. Δεν μάθαμε πού
διαβάζει συνέχεια και περπατά τα απογεύματα
για την υγεία της καρδιάς
μας κοιτάει απαλά μέσα από κομψά γυαλιά.
-Ααα, το μέλλον και το παρελθόν! είπαμε
Μέχρι που έφτασε ο διαχειριστής (ψηφίζει εμμονικά έχει καταθέσεις)
και ανακοίνωσε ότι δεν έχουμε γείτονες
και να πληρώσουμε τα κοινόχρηστα
τώρα αμέσως.

Τα ποιήματά της είναι θραύσματα που συνθέτουν την εικόνα της φθοράς των πραγμάτων, φανερώνουν το τέλμα του σύγχρονου ανθρώπου. Άνθρωποι και καταστάσεις περνάνε μέσα από το προσωπικό βίωμα η τα βιώματα των άλλων. Αφήνουν κάτι σαν υπόλοιπο ένα ίζημα. Αυτό το ίζημα είναι το υλικό, η πρώτη ύλη της ποίησης της. Μετράει τις απώλειες σε αντιδιαστολή με το όραμα για μια καλύτερη ζωή.

Ποίημα είναι να φοράς ένα ρούχο πολυκαιρισμένο
χαμένο απ΄όλες τις φρονιμάδες
και γίνεται δέρμα.
Το φοράς σαν πρωτόπλαστος
το βγάζεις σαν αθώος
και δεν είμαι καθόλυ προληπτική.[…]
Μ΄άξαφνα βλέπω έναν εαυτό με προσδοκίες
συγκινήσεις, ευρυαγγείες
σχεδόν κοινωνικό…

Σ’ ένα ταξίδι μνήμης που περνάει μέσα από γενιές ολόκληρες, μιλάει για την ιστορία του τόπου της και φτάνει ως την σύγχρονη σκληρή πραγματικότητα. Μιλάει για την αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου και για μια συνεχή διάψευση προσδοκιών.
…Το καλοκαίρι βρίσκαμε κλαδιά και φύλλα
από το δένδρο μας
των Χριστουγέννων παντού
και το χειμώνα κάτι ξεφτισμένα ψαθάκια
απομεινάρια άλλης εποχής…

Η ποίησή της παρουσιάζει το χρόνο που τρέχει. …Οδηγώ ένα παλιό αμάξι με φτερά που φοβάμαι…

Μέσα από το προσωπικό βίωμα η ποίησή της αποκτά κοινωνικές διαστάσεις, επιστρατεύει συχνά το εμείς.

Η ποιήτρια διαθέτει οξυμένη όραση, λόγο σαρκαστικό και συχνά αυτοσαρκαστικό. Όπως στο ποίημα «Διπλωματικό σώμα», όπου με αυτοσαρκασμό δίνει εικόνες από τη θηλυκή παρουσία, σαν κόρη, σαν μητέρα, σαν γυναίκα…
Πάω στους γονείς μου, είναι μεγάλοι
όταν γεράσετε λέω, επειδή φοβάμαι ότι τους φτάνω
πάω στα παιδιά μου, όταν μεγαλώσετε λέω
αφού ολοένα φεύγουν και δεν τα φτάνω
ακούμε μαζί μουσική αλλά έρχονται και φεύγουν
η μέση ηλικία μου τους πάει στο αεροδρόμιο
ενώ στο βάθος κλαίει σαν προσφυγάκι
πάω στο θέατρο, ξεχνώ εκεί το φουστάνι μου
σταθμεύω σε κάθετα τείχη
περνώ από μικρά νεκροταφεία
αλλά μυρίζω ωραία, ξεγελώ τους τροχονόμους
πάω στο φαρμακείο αγοράζω αλοιφές
εξωτερική χρήση γράφουν
για οσφυαλγίες, ρευματοπάθειες
επιμένω κάθε φορά: σίγουρα δεν τρώγονται
πάω στη δουλειά μου κάθε πρωί νέα
με άλλο όνομα όμως
και φεύγω γριά.

Μέσα από συνεχείς αντιθέσεις αποκαλύπτει τα προσωπεία της πραγματικότητας, τις συμβάσεις. Είναι σαν να τις ξεφλουδίζει για να ανακαλύψει αυτό που κρύβεται στο εσωτερικό τους, την ουσία τους. Αναφέρομαι στο πιο κάτω απόσπασμα που ταυτόχρονα διακρίνεται για την εξαιρετική εικαστικότητά του:
…μήλο ή κεράσι που καίγεται στη γειτονιά
και ζουμί κόκκινο σαν αίμα
βάφει τα γυμνά μας πόδια
-στις παραλιακές πόλεις βλέπεις πολλά γυμνά πόδια-
αλλά μόνο οι ξένοι περπατάνε
και κοιταζόμαστε όλοι πολύ φοβισμένοι γιατί
στο νησί ο ουρανός είναι πάντα λευκός
πατικωμένος στις νεφέλες.
Το δε αίμα, μια ανάμνηση που πάει να ξεθωριάσει.

Η ποιήτρια παρατηρεί την πραγματικότητα υπό λοξή οπτική γωνία. Η ποίηση της πυροδοτεί την έκπληξη. Έχει δύναμη, πρωτοτυπία, ευρηματικότητα, είναι καινοτόμος. Σχολιάζει τα γεγονότα, συχνά με ειρωνική διάθεση, σαν μέσο άμυνας για την εποχή του παραλογισμού, σαν αντίβαρο και σαν αντίσταση στην απογοήτευση και τη μελαγχολία που αποπνέουν. Η ειρωνεία αυτή αρχίζει ήδη από τον τίτλο της συλλογής, με τους σωματοφύλακες να εξελίσσονται σε δεσμοφύλακες και αυτή η ειρωνεία κυριαρχεί ως το τέλος του βιβλίου: …όλες οι νύφες είχαν πράσινα μάτια η πράσινα βαμμένα μάτια/ Μια νύφη έκλαιγε πιο πολύ από τις άλλες./… και σε άλλο ποίημα: …Μεσάνυχτα ακούγεται το πιάνο μες στο άδειο σπίτι/ποντίκια, αράχνες, ιδέες κρατούν την ανάσα τους / γύρισε η Μαρία,/οι φωτογραφίες της σκόνης χαμογελούν…

Η ποίηση της Φιλούση έχει μια ατμόσφαιρα σκοτεινή, πένθιμη: …Γράφουμε ποιήματα σαν τα φαναράκια/ που μαζεύουν ήλιο/ για να ανάψουν μόνα τους το βράδυ, θα πει. …Είναι και τα ποιήματα των πεθαμένων φίλων/ κάνουν έφοδο μες στα μεσάνυχτα…

και αλλού: …Πιο θλιβερή από την ατολμία να φύγεις/ η σιωπή των γηροκομείων./Γι αυτό κρατούν μπαστούνια. Για να ακούγονται στο πάτωμα…

Ο λόγος της εκφράζεται με πλαστικότητα και ευελιξία ξαφνιάζει και προκαλεί μια απρόσμενη κατάληξη: …Μας βλέπουν μόνο οι μελλοθάνατοι/ ατάραχοι πια/ και οι βουβές γυναίκες/…

Ένα προσωπικό σύμπαν με στοχασμό τολμηρό και επίκαιρο διεκδικεί μια ύστατη δικαίωση. Αναζητώντας το αληθινό πρόσωπο της τέχνης, η ποίηση της Φιλούση είναι σαν μια παράσταση που εκτυλίσσεται κρυφά και φανερά, θέλει να δώσει ανάσα σε ό,τι θεωρείται ζωή.

.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ

Φιλελεύθερος 13/6/2019

Στίχος χωμάτινος, βαθύτατα ρεαλιστικό

Ο αμφίσημος τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής της Νένας Φιλούση δεν παραπέμπει σε ό,τι σημαίνει η φράση «σώματα ασφαλείας», σε κυριολεκτικό επίπεδο, αλλά, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης μετά την ανάγνωση του βιβλίου, με τις ποικίλες συνδηλώσεις του, συναρτάται με τους θεματικούς άξονες του υπαρξιακού προβληματισμού, της φθοράς και του χρόνου, της ποίησης και της σιωπής, της κάλυψης και της αποκάλυψης, της ένδυσης και της απογύμνωσης και, ενδεχομένως, και με άλλους. Από αυτή την άποψη, ο τίτλος λειτουργεί ειρωνικά, όπως έχει ήδη επισημανθεί από τη Φροσούλα Κολοσσιάτου,[1] δεδομένου ότι σε κανένα από τα τριάντα τρία ποιήματα της συλλογής δεν εντοπίζεται το θέμα της βεβαιότητας, της σιγουριάς και της ασφάλειας, στην οποία θα ανέμενε κανείς να παραπέμπουν τα «σώματα ασφαλείας», στο κυριολεκτικό σημασιολογικό επίπεδο.

Στο ποίημα “Sotto voce” με τη χρήση του πληθυντικού αριθμού («βεβαιότητες») υποδηλώνεται η πεποίθηση του ποιητικού υποκειμένου για το αδύνατον της όποιας βεβαιότητας σε σχέση με οτιδήποτε: «Ο πατέρας μου γερνά σαν τα παράθυρα που βάφει / το σπίτι κρυώνει και το δέντρο των παιδιών ψήλωσε / δυο τρεις βεβαιότητες ανεμίζουν το ράσο τους γύρω / παραβγαίνουμε λοιπόν» (σ. 32).[2] Αντίστοιχα, στο ποίημα «Μεταμόρφωση», τα μεσάνυχτα «οι βεβαιότητες βγάζουν τακούνια, πανωφόρια, κολιέ / και κάθονται, μετά φόβου Θεού στη βεράντα» (σ. 12).

Θα λέγαμε ότι κεντρικός θεματικός άξονας της συλλογής είναι ο υπαρξιακός προβληματισμός γύρω από τον οποίο συνυφαίνονται οι υπόλοιποι πιο άνω άξονες, τις περισσότερες φορές σε διάφορους συσχετισμούς και συνδυασμούς στο ίδιο ποίημα και όχι μεμονωμένα. Πολλά από τα ποιήματα της συλλογής είναι (εν όλω ή εν μέρει) ποιήματα ποιητικής, όχι όμως ενός εγωκεντρικού ποιητικού υποκειμένου, αλλά μιας ενδοκειμενικής ποιήτριας που βρίσκεται σε εγρήγορση και προβληματίζεται γύρω από τον κοινωνικό της ρόλο, χωρίς να απεμπολεί τους επάλληλους και συχνά αλληλοσυγκρουόμενους ρόλους της.

Στο “Salto mortale”, ένα ποίημα ποιητικής ηθικής, η ποίηση παρουσιάζεται να κινδυνεύει από τους ίδιους τους ποιητές, όταν αυτοί δημιουργούν ως «φιλήσυχοι πολίτες», και, με την αδιαφορία τους για ό,τι συμβαίνει γύρω τους, είναι επικίνδυνοι όχι μόνο για την τέχνη αλλά και για τη ζωή: «Απίστευτο πόσα αδέλφια μας κυκλοφορούν / με μαχαίρια στη ζώνη οριζόντια / γυμνά σαν περισπωμένες» (σ. 9). Η ιαματική λειτουργία της ποίησης αμφισβητείται στο ποίημα «Μεταμόρφωση», ενώ στην «Ενδυματολογική περιπέτεια» αντιπαραβάλλεται η γνήσια και αυθεντική ποίηση, που απορρέει από μια εσώτερη και βαθύτερη ανάγκη προς την επιφανειακή και επιδερμική στιχουργία: «Ποίημα είναι όταν φοράς ένα ρούχο πολυκαιρισμένο / χαμένο απ’ όλες τις φρονιμάδες / και γίνεται δέρμα». […] «Ρούχα πολλά, της ελαφρότητας / και ποιήματα άνευ ουσίας / έτσι λέω στην τράπεζα / αλλά με αγνοούν» (σ. 13).

Και στους στίχους αυτούς αλλά και σε άλλους της συλλογής είναι αξιοσημείωτος ο ενδυματολογικός κώδικας, με διάφορες και συχνά αντίθετες συνδηλώσεις. Εδώ το ρούχο που γίνεται δέρμα ενδεχομένως υποδηλώνει τη βασανιστική σχέση του ποιητή με την τέχνη του, ως αγώνα και αγωνίας για την έκφραση. Από την άλλη, η ουσία της ποίησης δεν είναι η «φρονιμάδα» ή η ευθυγράμμιση με τα καθιερωμένα, αλλά η κριτική εγρήγορση.

Η εγρήγορση αυτή συχνά βιώνεται επώδυνα από το ποιητικό υποκείμενο, που αισθάνεται την ανάγκη να αποποιηθεί την τέχνη του: «Εν τω μεταξύ πλένομαι, νυχτώνει και τρομάζω / με τρομάζουν τα ποιήματα / δε θέλω να διαβάζω αλλά με κυνηγούν / πάω για ύπνο δεν ήμουν εγώ, δεν ήμουν εγώ σήμερα φωνάζω / και από αύριο έχει ο θεός» (σ. 18). Η αυτοκριτική διάθεση του ποιητικού υποκειμένου είναι περισσότερο έντονη στο ποίημα «Ιλιγγιωδώς με την όπισθεν: γαστέρα (Προσοχή στην ανάγνωση)», στο οποίο συγκρούονται οι ρόλοι της ποιήτριας, της μητέρας και της γυναίκας, με αποτέλεσμα την υφολογική ενάργεια, η οποία υπηρετείται από την εναλλαγή των φωνών της μάνας-γυναίκας-ποιήτριας με τη φωνή του παιδιού της: «Καλά, στον Θεό μου, αυτό είναι ποίημα / να μου τριβελίζει τον ύπνο; Θα την κόψω ρε / θα την κόψω θα την κόψω θα την κόψω. / Καλή λευτεριά γριά δερματίλα! / ̶ Ρε μάνα, κόψε την ποίηση και βρες έναν ψυχαναλυτή / να δούμε τι φταίει» (σ. 25).

Ωστόσο, η ποιητική δημιουργία προβάλλεται σε αντιδιαστολή προς τη φθορά και, συνεπώς, η εγκατάλειψή της δεν είναι τόσο εύκολη όσο ακούγεται. Το ποίημα «Επισκέψεις» επισφραγίζεται από την πικρή γεύση της αποτυχίας του ποιητικού υποκειμένου να αποτυπώσει την ποιητική ιδέα (έμπνευση) με λέξεις: «Έκανα ένα έτσι να πιάσω το ποίημα απ’ την ιδέα / αλλά έμεινα με τα φτερά στα δάχτυλα» (σ. 34). Στο ίδιο ποίημα είναι ενδιαφέρουσα η συνάντηση της ενδοκειμενικής ποιήτριας με την ποίηση, σε μιαν ατμόσφαιρα νυχτερινής κόπωσης και μόνωσης.

Βέβαια, η ποίηση για την ποίηση δεν είναι αυτοσκοπός για τη Φιλούση. Σε πολλά από τα ποιήματα της νέας συλλογής της η ποίηση συναρτάται προς την ανεστιότητα και την αναζήτηση προορισμού και νοήματος, όπως θα μπορούσε να αναδειχθεί σε μια συστηματική διερεύνηση του θεματικού μοτίβου του σπιτιού σε συσχετισμό με τους διάφορους θεματικούς άξονες του βιβλίου. Εξάλλου, από την ποιήτρια δεν προκρίνεται η ερμητική ποίηση της ιδιώτευσης, αλλά η ποίηση για τον άνθρωπο: «Έκτοτε, γυρνάμε περίλυποι / γράφοντας ασήμαντα στιχάκια / ξέρεις, απ’ αυτά που δεν καταδέχεται κανένας / να γράψει στο μπλουζάκι του» («Επιμνημόσυνος λόγος», σ. 14).

Ακόμη και αν τα ποιήματα μοιάζουν με «φαναράκια / που μαζεύουν ήλιο / για ν’ ανάψουν μόνα τους το βράδυ», η έμπνευση και γενικότερα η ποιητική δημιουργία δεν είναι μία αντανακλαστική δραστηριότητα συσσώρευσης βιωμάτων. Πρόκειται για μια πολύ πιο σύνθετη και πολύπλοκη διαδικασία, κατά την οποία η μετουσίωση των εμπειριών σε ποίηση είναι επίμοχθη και επώδυνη, είτε γιατί υπόκειται σε πολλαπλές επεξεργασίες είτε γιατί ανασύρει στη μνήμη του δημιουργού «ενοχλητικές» μνήμες και αλήθειες (σ. 15).

Η Νένα Φιλούση στη νέα της ποιητική συλλογή «Σώματα ασφαλείας» ανοίγει το ποιητικό της εργαστήρι στον αναγνώστη, εκθέτοντας με αντικομφορμισμό και δραστική ειρωνεία όχι μόνο τις αναζητήσεις και τις ανησυχίες του ποιητικού υποκειμένου-δημιουργού, αλλά και τις κοινωνικές παθογένειες ή δυσλειτουργίες στο πλαίσιο των οποίων συντελείται η ποιητική δημιουργία. Από αυτή την άποψη, θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον να διερευνήσει κανείς τα ίδια θέματα σε πρόσφατα δημοσιευμένες ποιητικές συλλογές.

Εξάλλου, το θεματικό μοτίβο της φθοράς και του χρόνου επανέρχεται σε πολλά ποιήματα της συλλογής και πολύ συχνά σε συνδυασμό με τα πολύσημα σύμβολα του σπιτιού και των επιμέρους αντικειμένων, κατά τρόπο που μας θυμίζει την αντίστοιχη θεματική στη Σονάτα του σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου. Στο ποίημα «Ειδική προσφορά» «κάτι αδέσποτες γάτες /ένα ρημαγμένο τίποτα / συσκευές χωρίς καλώδια / πετσετάκια προγιαγιάς ξεδοντιασμένα» συνδηλώνουν τη φθορά και την εγκατάλειψη (σ. 8). Η αίσθηση της φθοράς ως επώδυνο υπαρξιακό βίωμα εκβάλλει στην ποιητική δημιουργία: «Η ποίηση σ’ ένα παράθυρο με ξύλο φαγωμένο / όπου στέκομαι για ν’ ανασαίνω φτερουγίσματα ρυθμού / ακούω τις εικόνες και αγγίζω τα θροΐσματα» (σ. 34).

Η δυναμική αντίθεση κάλυψη – αποκάλυψη, στο νέο ποιητικό βιβλίο της Φιλούση συνδέεται με το κεντρικό θέμα του σώματος και παράλληλα με τη δεσπόζουσα χρήση του ενδυματολογικού κώδικα. Το σώμα και το ρούχο, η ένδυση και η απογύμνωση είναι μοτίβα που επανέρχονται στα ποιήματά της, στο πλαίσιο μιας υπαρξιακής προβληματικής όχι μόνο γύρω από τη ζωή και το νόημά της, αλλά και γύρω από τη σχέση της ζωής με την τέχνη και ειδικότερα την ποίηση. Η κάλυψη του σώματος με «πολύχρωμες αυτάρκειες» παραπέμπει στο υπαρξιακό κενό και στην εξαπάτηση, σε αντίθεση με την αποκάλυψη/απογύμνωση που συνδηλώνει την απελευθέρωση, την αυθεντικότητα και την ειλικρίνεια («Φυτέψτε δέντρα στην πλαγιά εκεί», σ. 10 – «Ενδυματολογική επιμέλεια», 13). Ο μετεωρισμός του ποιητικού υποκειμένου μεταξύ των δύο παραπάνω καταστάσεων παρουσιάζεται ως μια λύση επιβίωσης, τραγική και επώδυνη: «Βάζω τα ρούχα μου / βγάζω τα ρούχα μου / Πονάει η στεφάνη στο κεφάλι μου / σκέφτομαι ολοένα τη μοιραία κίνηση / να μελετάω τον γκρεμό και το ρέμα / να κόβονται τα χέρια μου στον παγοθραύστη […]» (σ. 38).

Ο τραγικός αυτός μετεωρισμός εντοπίζεται και ως διάζευξη μεταξύ του οικείου και του ξένου, του οίκου και του άστεως (μέσα # έξω). Οι εικόνες των φθαρμένων σπιτιών συνδηλώνουν την απειλή για ό,τι οικείο μάς περιβάλλει και παράλληλα την απώλεια της ιδιωτικότητας. Από την άλλη, η αποξένωση δεν περιορίζεται αυτοαναφορικά μόνο ως βίωμα του ποιητικού υποκειμένου, αλλά επεκτείνεται και ως αυτοειρωνική αποτύπωση μιας δυσάρεστης κατάστασης που αντιμετωπίζουν πολλοί μετανάστες στη χώρα μας, εξαιτίας της δικής μας συμπεριφοράς απέναντί τους: «Γελαστά δουλικά βγήκαν κυριακάτικα / με την ομπρέλα για τον ήλιο / και μας κοιτάν χαμηλωμένα. Κάθονται στο πάρκο, ανοίγουν το φαΐ τους / και τρώνε τον δικό τους πόλεμο / και φτύνουν τους δικούς μας στίχους» (σ. 30).

Από πολλές απόψεις, λοιπόν, η συλλογή της Νένας Φιλούση «Σώματα ασφαλείας» είναι ένα αξιόλογο βιβλίο, τόσο για την αρτιότητα του ποιητικού λόγου (που ξεχωρίζει για τη λιτότητα και τη λειτουργικότητα των εκφραστικών μέσων) όσο και για την αντισυμβατική και αντικομφορμιστική ακτινοσκόπηση της σύγχρονης κυπριακής κοινωνίας.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ

Περιοδικό “Θευθ” ΤΧ. 15 Ιούνιος 2022

Αναζητώντας σώματα ασφαλείας

Σώματα ασφαλείας, είναι ο τίτλος της τέταρτης ποιητικής συλλογής της Νένας Φιλούση (φιλολογικό ψευδώνυμο :ης Έλενας Σάββα). Έχουν προηγηθεί οι ποιητικές συλλογές Μνημορροή (Ιωλκός 2002), Υπόλοιπο Λογαριασμού (ΒιΒλιοεκδοτική 2008) και Ακτήμων (Ακτίς 2014), καθώς και η συλλογή διηγημάτων Ας ρώταγες ποιον αγαπώ (Παράκεντρο 2010), η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας Κύπρου (2010).
«για τον χρόνο (πώς βαδίζει, πού κοντοστέκεται, γιατί παιχνιδίζει) για την ηλικία (πώς ξελογιάζεται, τι θυμάται) για το σώμα μου (που αλλοιώνεται, αντιστέκεται, υπερασπίζεται) για τα σώματα των άλλων που μας περιβάλλουν
σαν φύλακες ή φυλακές για το ελεύθερο σώμα της αγάπης», γράφει η ποιήτρια στο εξώφυλλο του βιβλίου, στη συνήθη θέση του βιογραφικού, και -συνεχίζοντας θαρρείς-, «για τους σωματοφύλακες», συμπληρώνει ως αφιέρωση, στη σελίδα 6. Η ανάγνωση όμως της εν λόγω συλλογής αποκαλύπτει πολύ περισσότερα και, ποίημα το ποίημα, ίσως συναισθανθούμε
βαθμιαία τη διαδικασία της φθοράς, στο ανθρώπινο σώμα, αλλά και στην κοινωνία. Ίσως ακόμη να περιηγηθούμε, με μια διαφορετική οπτική, στην ιστορία ή ανάμεσα σε ομάδες ευπαθείς όπως οι ηλικιωμένοι και οι μετανάστες. Ενδέχεται, τέλος, να αισθανθούμε απρόσμενα την εισβολή της οδυνηρής ιστορικής μνήμης.
Όλα αυτά, ρισκάροντας να κρατήσουμε τον λυρισμό στις φούχτες μας. Κι όπως, κρατώντας άμμο καθώς περπατάμε σε μία παραλία, αυτό που στο τέλος μένει στα χέρια μας είναι κάτι σαν πηλός, θα ’ναι η πικρία σύμμεικτη με την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των στόχων της ζωής, το «υποπροϊόν»
που θα αφήσει στον αναγνώστη, η περιήγηση στα 33 ποιήματα της συλλογής.
Η ποιήτρια μας εισάγει σε μία, όχι και τόσο αισιόδοξη, πραγματικότητα με το πεζό ποίημα «Ανάμνηση» (σ. 7), το οποίο λειτουργεί ως συνεκτικός κρίκος του παρελθόντος με το μέλλον.
Άγνωστο γιατί, αλλά ανέτρεξα σε τούτη τη συλλογή αρκετές φορές. Και κάθε που επέστρεφα, οι στίχοι θαρρείς και μετακινούνταν ανεπαίσθητα, δημιουργώντας νέα νοήματα, νέες συνάψεις. Ίσως γιατί, στα περισσότερα ποιήματα, η κραυγή διαγκωνίζεται με την αξιοπρέπεια. Ίσως πάλι, επειδή κάποτε ζητά εναγωνίως απάντηση το ερώτημα: «Πόσο μπορεί να διαρκέσει ένα αμείλικτο παρελθόν που αρνείται πεισματικά να πεθάνει;»
Καθησυχαστική, αλλά στα όρια της ειρωνείας, η ποιήτρια κάνει λόγο για μια εποχή που όλα ξεπουλιούνται. Μια εποχή της οποίας η ηχώ της ξεπερνά το φράγμα του χρόνου: «Το απόγευμα βγήκαμε στο σφυρί […] Το τίμημα όμως ήταν για μια άλλη αλήθεια» («Ειδική προσφορά», σ. 8), «Ήταν μια πόρνικη εποχή» («Φυτέψτε δέντρα στην πλαγιά εκεί», σ.10). Μια εποχή όπου όλες σχεδόν οι αιτίες των δεινών είναι γνωστές μα αποσιωπώνται: «Χιλιάδες χρόνια καιγόμαστε σιωπηλά / με τους ίδιους ψίθυρους αγγιζόμαστε […] Παρόλα αυτά, δεν την αντέχουμε τόση διαφάνεια» («Συστέλλον
δέρμα», σ, 40).
Στο ποίημα «Ιλιγγιωδώς με την όπισθεν: γαστέρα» (Προσοχή στην ανάγνωση)» (σ. 25), κατατίθεται μία διαφορετική άποψη για τη μητρότητα ενώ, παράλληλα, καταγράφεται και η συγκρουσιακή κατάσταση που μπορεί να προκόψει ανάμεσα στις ιδιότητες της μητέρας, της γυναίκας και της ποιήτριας.
Σε όλη τη συλλογή κυριαρχεί η σχέση της ποιήτριας με την ποίηση. Μια σχέση, ωστόσο, που οι συνθήκες της ζωής δεν έχουν αποφασίσει αν θα αποτελεί πανάκεια ή τυραννική αναδρομή στο παρελθόν, βιωμένη όμως με το υπάρχον —παραδομένο στη φθορά- σώμα: «Η ποίηση σ’ ένα παράθυρο με ξύλο φαγωμένο […] Έκανα ένα έτσι να πιάσω το ποίημα απ’ την ιδέα / αλλά έμεινα με φτερά στα δάχτυλα. // Αργά τη νύχτα, ότι είχα πλύνει σώμα και πιάτα / χτυπά η πόρτα και μπαίνει η κυρία αμίλητη / με τις άγριες ματάρες
της υγρές / και κάθεται. / Είμαι πολύ κουρασμένη όμως /κι έτσι, αμίλητες και οι δύο τρώμε ό,τι έμεινε απ’ το μεσημέρι.» («Επισκέψεις» σ. 34). Μια σχέση που, εντέλει, δεν ήταν ποτέ ρόδινη: «γιατί δεν ήθελαν να γράφω, ήταν επικίνδυνο να γράφω, τους τρόμαζε να γράφω αλλά που ξυπνούσα μες στ’ άγρια μεσάνυχτα και περίμενα να έρθουν οι στρατιώτες να μας σκοτώσουν το ’βρισκαν φυσιολογικό» («Ανάμνηση», σ. 7). Τα δε ποιήματα προκύπτουν από την οδυνηρή μνήμη: «(όχι, δεν μας πονά η έλλειψη / πιο πολύ η θύμηση μας κόβει στα δυο / και η μελαγχολία / των ποιητών κυρίως).» («Φυτέψτε δέντρα στην πλαγιά εκεί», σ. 10). Και κάπως έτσι, μέσα σε αυτό το δυστοπικό κλίμα, η Φιλούση εξηγεί με πρωτότυπο τρόπο τι είναι ποίημα: «Ποίημα είναι όταν φοράς ένα ρούχο πολυκαιρισμένο / χαμένο απ’ όλες τις φρονιμάδες / και γίνεται δέρμα.» («Ενδυματολογική επιμέλεια», σ. 13). Ή πώς προκύπτουν τα ποιήματα: «Γράφουμε ποιήματα σαν τα φαναράκια / που μαζεύουν ήλιο / για ν’
ανάψουν μόνα τους το βράδυ.» («Θαλαμοφύλακας», σ. 15), «με τρομάζουν τα ποιήματα / δε θέλω να διαβάζω αλλά με κυνηγούν» («Διπλωματικό σώμα», σ. 18), «Τα ποιήματα και τα νιάτα μας / φιστίκια ανοιγμένα στο παγκάκι του μόλου» («Ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες», σ. 27).
Κι όταν η ψυχή δεν βρίσκει ασφαλές καταφύγιο στην ποίηση, αναζητεί άλλα, πιο διακριτικά ησυχαστήρια: «Η ψυχή μου σαν τη γάτα, χοντρή και ράθυμη / κουρνιάζει κάτω από αμάξια που μόλις έσβησαν» («Ημερολόγια», σ. 38).
Στη συλλογή υπάρχουν και τρία αφιερωμένα ποιήματα, τα πρόσωπα όμως στα οποία αφιερώνονται αναφέρονται με τα αρχικά τους που θυμίζουν ξεθωριασμένες αγιογραφίες σε βεβηλωμένο ναό: του 08. («Θαλαμοφύλακας» σ. 15), της Μ. («Ασθμαίνοντας» σ. 16), του Α. («Παραμονές» σ. 29). Συνυπάρχει, επίσης, η οδυνηρή μνήμη των αδικαίωτων νεκρών, με την οπτική και τις βασανιστικές ερωτήσεις της επόμενης γενιάς: «θυμάται κανείς ό,τι δεν έζησε; / και πώς ξεκολλάει η ιστορία από το δέρμα μας; […] Να ζει κανείς για να θυμάται;» («Για το επίρρημα ανενόχως», σ. 26).
Και ιδού η ηλικία που σκορπίζεται στα κύματα των γενεών, ανάμεσα στον πόνο και στην ανημποριά των προγενέστερων και στις ανασφάλειες και στις απαιτήσεις των επερχόμενων. «Σαν τη στάχτη ενός νεκρού στο πέλαγος;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Μα όχι: εδώ το σώμα είναι (ή πρέπει να είναι) θαλερό και νιώθει ότι εκτελεί υπηρεσία ανάλογη με αυτή των Σωμάτων Ασφαλείας. Με όλα τα καθήκοντα, την κόπωση και το αυστηρό τους πρόγραμμα. Και όπως το αίσθημα οδύνης αποτυπώνεται σε ένα πρόσωπο,
έτσι και το ποίημα τα βλέπει όλα, τα νιώθει και τα ενσωματώνει στον κορμό του. Και ιδού η επέλαση της κόπωσης, της ανίας και της ματαιότητας, όταν η καθημερινότητα αποκτά τη συμπεριφορά βάναυσου εργοδότη.
Και ξαφνικά, συνειδητοποιούμε ότι όλοι ζούμε και κινούμαστε στο ποιητικό σύμπαν της Φιλούση: Συμπιεσμένοι ανάμεσα σε ένα παρελθόν γεμάτο άλγος και σε ένα μέλλον γεμάτο ανασφάλεια και φθορά, με παιδιά που θέλουν διαρκή υποστήριξη και φροντίδα, και -επιστρέφοντας- γεμάτοι κόπωση έπειτα από τον καθημερινό μας αγώνα. Ανάμεσα στα «πρέπει» της προηγούμενης γενιάς και στα « θέλω » της νεότερης. Ίσως ακόμη και να νιώσουμε σαν φοβισμένα παιδιά που τρέχουν να κρυφτούν στις πτυχές του φορέματός της μητέρας· η οποία, ακόμη κι αν φοβάται περισσότερο, δεν πρέπει να το δείχνει.
Με μια διαφορετική ανάγνωση, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο τίτλος του βιβλίου είναι μία αναφορά στα Σώματα Ασφαλείας που, ωστόσο, όταν συμβεί το κακό, εκείνα, είτε αποτυγχάνουν να επιτελέσουν το καθήκον τους, είτε αργοπορούν, είτε απουσιάζουν με τους χρήζοντες βοήθεια πολίτες, να υφίστανται τις δυσάρεστες συνέπειες της έλλειψης ή της αποτυχίας τους. Αν μία τέτοια όμως άποψη φαντάζει κάπως αυθαίρετη, μετά το πέρας της ανάγνωσης, οι περισσότεροι θα πειστούν ότι τούτη η συλλογή είναι ένας άμεσος φόρος τιμής στους ανθρώπους της μέσης ηλικίας, που κάθε
βράδυ αναδιοργανώνονται και «επανεξοπλίζονται» για τη «μάχη» της επόμενης μέρας. Και που, ακόμα κι όταν νιώσουν μόνοι, μη περιμένοντας από πουθενά πλέον βοήθεια, γίνονται εκείνοι τα «σώματα ασφαλείας» ψιθυρίζοντας: «τι να λησμονήσουμε απόψε / με την ελπίδα να ζήσουμε / και
αύριο και μεθαύριο. // Η ηλικία της αυτάρκειας μοναχική γοητεία / διάτρητη γενναιότητα / σαν αυτή που πουλάνε οι σούπερ ήρωες.» («Μνηφερότητα συριστική», σ. 20).

.

ΑΣ ΡΩΤΑΓΕΣ ΠΟΙΟΝ ΑΓΑΠΩ
ΠΕΤΡΟΣ ΛΑΖΑΡΟΥ

Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά της Νένας Φιλούση που περιέχονται στην καλαίσθητη έκδοση του Παράκεντρου, συνειδητοποίησα για ακόμη μια φορά πόσο σπουδαίο είναι στην πεζογραφία η αναγνωστική εμπειρία να οδηγεί τη σκέψη, στα μονοπάτια της καθημερινότητάς σου, είτε αυτή αφορά το παρελθόν, είτε το παρόν, είτε το μέλλον. Να αισθάνεσαι δηλαδή ότι αυτά που διαβάζεις δεν αφορούν έναν άλλον κόσμο μακρινό ή μια ξένη κοινωνία, αλλά εσένα, τους γύρω σου και τον τόπο που ζεις.
Κατ’ αρχάς, με γοήτευσε ο αφηγηματικός τρόπος της συγγραφέα, τα πολύ ωραία ελληνικά που χρησιμοποιεί, η διεισδυτική ματιά της γραφής της και βεβαίως οι καλοστημένες ιστορίες της. Αλλά, ιδιαιτέρως με κέρδισε η ανεπιτήδευτη προσέγγιση της στους χαρακτήρες, στις ανθρώπινες σχέσεις και στις νοοτροπίες, οι οποίες με τη σειρά τους κυοφορούν συμπεριφορές που αναδύουν στην επιφάνεια ένα μεγάλο πρόβλημα της μικρής μας κοινωνίας, που δεν είναι άλλο από την αναστολή της ελευθερίας και κατ’ επέκταση της επιθυμίας.
Η επιθυμία τις περισσότερες φορές βιώνεται ως πράξη επιβεβαίωσης του εγώ κι όχι ουσίας, καταναλωτική ευχαρίστηση και παρόρμηση. Κι όπως όλοι γνωρίζομε μες στους αιώνες η συμπεριφορά αυτή καταδικάστηκε από διάφορα θρησκευτικά και φιλοσοφικά συστήματα, τα οποία διατυπώνουν την άποψη ότι ο αγώνας κατά των επιθυμιών βοηθά τον άνθρωπο πνευματικά. Σήμερα όμως πολλοί μελετητές του ανθρώπινου ψυχισμού διατυπώνουν την άποψη ότι υπάρχει και μια άλλη μορφή επιθυμίας, η ουσιαστική επιθυμία, όπως την ονομάζουν. Αυτό σημαίνει την ανάγκη του ανθρώπου να απεγκλωβιστεί από κάθε εξωτερική δέσμευση και να βγει έξω από το άχθος του εαυτού του, επιθυμώντας να επικοινωνήσει, να μοιραστεί και να χαρεί. Όχι για να επιβεβαιωθεί, αλλά για να ζήσει αυθεντικά και ποιοτικά μαζί με τους άλλους, χωρίς να φοβάται την αστοχία.
Με άλλα λόγια, με την ουσιαστική επιθυμία ο άνθρωπος παύει να ζει φοβισμένα, ακρωτηριασμένα και ενστικτωδώς τη ζωή, καταναλώνοντας ηδονές που στο τέλος της μέρας κατακερματίζουν την ύπαρξη του, αλλά έχει το θάρρος να διακινδυνεύει κάθε ώρα και στιγμή την πραγμάτωση του εαυτού του μέσα από την ολότητα της υπάρξεως του, αρνούμενος πεισματικά τη μερικότητα, παίρνοντας το ρίσκο να αγαπήσει άνευ όρων και ορίων. Διότι, τότε, μόνο αισθάνεται ότι ελευθερώνεται από την καταναλωτική επιθυμία που είναι μια γκρίζα απόλαυση και σε καμία περίπτωση δεν έχει φως.
Η Φιλούση είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, ασχολείται πάρα πολύ με τις επιθυμίες των χαρακτήρων που παρελαύνουν στα διηγήματα της και ιδιαιτέρως με την καταπιεσμένη ουσιαστική επιθυμία, ειδικά της Κύπριας γυναίκας, που πασκίζει να υπερπηδήσει τους φραγμούς που την εμποδίζουν να υπάρξει ως πρόσωπο, δηλαδή ως σχέση και κοινωνία με τους άλλους ανθρώπους.
Οι πλείστες γυναίκες στα διηγήματα αυτά φωνάζουν ότι το ήθος είναι έξοδος, ο ηθικισμός είναι εγκλεισμός. Κι ενώ το φωνάζουν, αδυνατούν να διαχειριστούν την ελευθερία τους, αλλά τη στέλνουν να σεργιανίζει στα κρυφά και σκοτεινά σοκάκια του μυαλού τους, κι από πράξη εξόδου, διακινδύνευση μανικού έρωτος προς τη ζωή και μοίρασμα αγαπητικό, καταντά πράξη εγκλεισμού και φοβίας, ενοχικής αυτό-εικόνας κι ενίοτε προσμονή ανεκπλήρωτου ονείρου. Η ενοχή και η επιθυμία στα πρόσωπα των διηγημάτων είναι μεγέθη που συνεχώς ταλαιπωρούν τη ζωή όλων και ειδικά των γυναικών που ο μέσα τους εαυτός κοχλάζει από ζωή.
Όσο διάβαζα την ιστορία της Περσεφόνης, της Ευγενίας, της Παρασκευής, της Πολυξένης, της Πηνελόπης, της Πολύμνιας στο νου μου έφερνα τις γυναίκες που όλοι λίγο πολύ γνωρίσαμε. Τις θειες, τις γιαγιάδες, τις μανάδες, τις σαλεμένες, τις ματιασμένες, τις αλλοπαρμένες, τις δακτυλοδεικτούμενες, τις φθονερές, τις κουτσομπόλες. Να ακολουθούν το ένστικτό τους και σπανίως την καρδιά τους. Να αιωρούνται και να παλεύουν με τα συναισθήματά τους. Να σχοινοβατούν μονίμως, κι εκεί που πάνε να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα τους, οι εσωτερικοί κραδασμοί να μην τους το επιτρέπουν. Να φεύγουν και να γυρίζουν καταταλαιπωρημένες και τσακισμένες αναζητώντας λίγη αγάπη. Να μην κάνουν ποτέ αυτό που θέλουν, έχοντας απόλυτη συνείδηση του γεγονότος κι ας μην το καταλαβαίνει ο περίγυρός τους. Να μην τις ενδιαφέρει το παρόν, μήτε το μέλλον μόνο η επιβίωση στο ουτοπικό ταξίδι του μυαλού τους.
Η συγγραφέας όλα αυτά τα διαχειρίζεται με απλό και φυσικό τρόπο περνώντας από τη σοβαρότητα στο χιούμορ, κι από την τραγικότητα στην ειρωνεία, χωρίς αιχμηρότητα, επιτήδευση και βαθυστόχαστες κοινωνιολογικές αναλύσεις. Δεν την ενδιαφέρει να λύσει τα προβλήματα της κοινωνίας και δη των γυναικών αυτών, αλλά να τα αγκαλιάσει και να τα αφηγηθεί με ειλικρίνεια. Το σπουδαιότερο δε, απομυθοποιεί τη γυναίκα που η κοινωνία τη θέλει στήριγμα και υπόσχεση του μέλλοντος, μα στεγνή από συναισθήματα κι επιθυμίες. Αυτή η προσέγγιση κατά τη γνώμη μου συμβάλλει τα μέγιστα στη διηγηματογραφία που ασχολείται με την Κύπρια γυναίκα των νεώτερων χρόνων. Διότι τίποτα δεν ωραιοποιείται αλλά ούτε και υπερβάλλεται. Καμιά παράδοση δεν λιβανίζεται εδώ, παρά μόνο η αλήθεια.
Ταυτόχρονα, οι ιστορίες αυτές, δεν διεκδικούν τον φεμινιστικό έπαινο, ούτε ωθούν τον αναγνώστη σε ακόμα μία στείρα ανάγνωση διαιώνισης της αντιπαραθέσεως γυναίκας και άντρα. Συνήθως τέτοιες απόπειρες πέφτουν στην παγίδα της στρατευμένης καταγγελίας κατά των αντρών, του θυμού και της πικρίας. Αντιθέτως, με χιούμορ, σαρκασμό και λεπτή ειρωνεία οι άντρες είναι το ίδιο καταπιεσμένοι, ενοχικοί και δειλοί. Ούτε αυτοί μπορούν να αποβάλουν από πάνω τους το κοινωνικό βάρος ενός ρόλου που τους θέλει να συμπεριφέρονται σαν άτομα κι όχι σαν πρόσωπα συναισθηματικών ανοίξεων, που είναι έτοιμα να κοινωνήσουν και να επικοινωνήσουν με τις ουσιαστικές επιθυμίες αυτών των γυναικών. Αλλά, κουβαλούν κι αυτοί με τη σειρά τους τις ίδιες φοβίες, αγωνίες κι αδυναμίες καταναλώνοντας σωρηδόν γκρίζες επιθυμίες.
Ενώ οι γυναίκες διακαώς επιθυμούν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, οι άντρες αδυνατούν να ανταποκριθούν, διότι η κυπριακή κοινωνία θέλει τα αρσενικά της να παίζουν τον ρόλο του στυλοβάτη κι εν γένει του ανθρώπου που δεν κυοφορεί αισθήματα, αλλά λύσεις διά παντός είδους προβλήματα. Με αποτέλεσμα το κοινωνικό αυτό αίτημα να ωθεί τα αρσενικά στην αμήχανη επιλογή της δύναμης και της εξουσίας, κι όχι της διακονίας. Μαθαίνουν οι άντρες να μην αποδέχονται την αποτυχία ειδικά όταν αυτή προκαλείται από γυναίκα. Άλλωστε, μια ματιά να ρίξετε στο λαϊκό μας τραγούδι θα διαπιστώσετε ότι το 90% ασχολείται με την αδικία και την προδοσία που υφίσταται ο άντρας από τη γυναίκα. Ο κύπριος άντρας μην αποτελώντας εξαίρεση έμαθε να συμβαδίζει με την κοινωνία που θεωρεί τη γυναίκα περισσότερο ευάλωτη προς τα πάθη και τα λάθη και στις σελίδες του βιβλίου οι άντρες είναι οι πλέον μπερδεμένοι και συγχυσμένοι, όταν καλούνται να εκφραστούν δημιουργικά και να βγουν έξω από τον ρόλο που τους δόθηκε.
Μέσα από τους χαρακτήρες αυτούς φανερώνεται μια φοβερή πραγματικότητα της ζωής μας. Ότι η σωματική, πνευματική και ψυχική ένωση δύο προσώπων, που είναι το ζητούμενο σε μια σχέση είναι δώρο τις περισσότερες φορές, κι όχι κατάκτηση του ενός ή του άλλου. Πράξη ατομικής επιβεβαίωσης. Αλλά μυστήριο ανέλπιδο και ακατανόητο. Που όταν συλληφθεί από αυτούς που θα λάβουν το δώρο αυτό, τότε ενσυνείδητα τα δύο πρόσωπα αποφασίζουν να εισέλθουν στην περιπέτεια της αγαπητικής ενώσεως τους, άνευ όρων και ορίων, με γνώμονα την ελευθερία τους.
Αυτή την ελευθερία ποθούν οι γυναίκες και οι άντρες της συλλογής αυτής που εν τέλει εκφράζουν τον γενικό πόθο όλων μας…

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΗΤΤΑΣ

Η πηγή από την οποία η Νένα Φιλούση πίνει νερό για να ξεδιψάσει, είναι αυτή της Ποίησης.

Είναι ξάστερο αυτό, σε όποιον διαβάσει τις ιστορίες της και ταυτόχρονα σταθεί στην ποίηση που παράγει.

Αν και κόσμοι τελείως διαφορετικοί, η Ποίηση και η Διήγηση συνθέτουν και οι δύο ένα μεγάλο μέρος της Ενήλικης Παραμυθίας όπως μου αρέσει να αποκαλώ τη Λόγια Γραφή σε αυτές τις δύο εκφάνσεις της.

Εξαιρώ τη μυθιστορία, καθώς αποτελεί μία κυρίως αγγλοσαξονική παράδοση στην οποία ο ελληνικός λόγος –κατά κανόνα- δύσκολα βρίσκει πυξίδα.

Μας πήρε εφτά χρόνια να ταιριάξουμε τα κομμάτια

Στην άκρη του γαλανού / οι μεθυσμένες πέτρες της πατρίδας / επιφέρουν το θάνατο / στα ξένα σώματα.

Υπάρχει δηλαδή μία ανάγκη γιαλού/ να πετάμε τις ψυχές μας/ όπως άμα παρατάς την καλοσύνη σου/ γυμνός ακκίζεσαι γυμνός αλλά/ τα καλοκαίρια μας, σαν τα ψάθινα καπέλα μας περνούν, ασπάζονται και φεύγουν.

Το μικρόψυχο τέλος που φοβερίζει / νοτίως ας έρθει / εμείς ολόγυρα θαλασσινοί / ανοιχτοί στο θέρος περιμένουμε.

(τι να μας ταράξει πια εν τη απουσία σου; )

Ήδη, σε αυτό το ποιητικό κόσμημα από τη συλλογή Μνημοροή του 2002 – αισθάνεται ο καλός αναγνώστης την αφήγηση να αγκαλιάζει διακριτικά τον ποιητικό λόγο και να τον «περιποιείται».

Με τον ίδιο τρόπο, αντιστρέφοντας τώρα τους όρους, στις ιστορίες του «Ας ρώταγες ποιον αγαπάω» διαπιστώνεις την ροή της ποιητικής καταγωγής να αποδίδει αβίαστα και με συνέπεια τον ρυθμό ή μάλλον τους ρυθμούς, στη διήγηση.

«Μόνο τα μάτια της, μεγάλα βυζαντινά, λυπημένα»

«Φάε το γλυκό σου, το πέτυχα φέτος το νεράντζι. Άραγε ξέρει εγγλέζικα ο θεός;»

«Πατάω την ουλή μου και φεύγω. Ακόμα μία ηδονή»

Φράσεις, ατάκτως αν θέλετε ερανισμένες από το βιβλίο-θα μπορούσα να παραθέσω εύκολα άλλες 30 ή 40 που ψηλάφισα κατά την ανάγνωση. Νομίζω όμως πως και με αυτές τις τρεις που σας διάβασα, η ποιητική ταυτότητα της Νένας Φιλούση γίνεται φανερή στις διηγήσεις της.

Μία ταυτότητα, που πέρα από την γενική ποιητικότητα ως εκφραστική διάθεση ή καταγωγή, παρέχει ρυθμούς, που ταυτισμένοι όπως είναι με τους χαρακτήρες των βιβλίων σε παρασύρουν εύκολα:

(απόσπασμα-σελίδα 88 )

Το βιβλίο της Φιλούση έχει και ένα άλλο χάρισμα.

Είναι ειλικρινές. Αφτιασίδωτο. Πηγαίο, αλλά όχι «λαϊκό». Είναι δηλαδή επεξεργασμένο με επάρκεια, είμαι βέβαιος πως πολλά, γράφτηκαν και σβήστηκαν και μετά ξαναγράφτηκαν για να ξανασβηστούν και να γραφτούν εκ νέου μέχρι να βρουν το τελικό τους σχήμα και να μας παραδοθούν. Ακριβώς για αυτό, έρχεται σε μας Πηγαίο και Ειλικρινές. Πηγαίο γιατί δουλεύτηκε τόσο όσο χρειάστηκε η συγγραφέας για να συναντήσει την ψυχή των χαρακτήρων της, ειλικρινές, γιατί απουσιάζει πλήρως ο βαρύγδουπος λεξιλάγνος ναρκισσισμός που πια τόσο συχνά βρίσκουμε να κυριαρχεί στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία-προφανώς ένεκα βαθιάς πενίας επί της ουσίας.

Όλα αυτά που είπαμε έρχονται και κουμπώνουν σε μία γραφή ρεαλιστική, σχεδόν ρεπορταζιακή θα την έλεγα, καθώς η συγγραφέας κινεί την πένα της σαν κάμερα που σκηνοθετεί την πραγματικότητα.

Διαβάζοντάς την, αρκετές φορές θυμήθηκα τον σπουδαίο Τζίγκα Βερτόφ, τον θεωρητικό του «Κινηματογράφου Μάτι» που επέδρασε σαν τυφώνας στην κινηματογραφία στις δεκαετίες του 20 του 30 και του 40.

Αντίστοιχα λοιπόν θα χαρακτήριζα το ύφος της σαν «Πένα Μάτι» που καταγράφει ιστορίες- φέτες ζωής όπως ακριβώς είναι ενώ η ποιητικότητα για την οποία μίλησα νωρίτερα έρχεται να ρίξει τους χρωματισμούς, τους ίσκιους ή το φως στην κάθε εικόνα, στον κάθε χαρακτήρα για να μας δοθεί με τόση ευκρίνεια, ώστε πια κατά στο τέλος της ανάγνωσης στο νου σου έχεις σκιαγραφήσει πρόσωπα, μάτια, χέρια, ρούχα, έχεις ακούσει τις ανάσες τους, τις φωνές τους, ακόμα και τον διαφορετικό βηματισμό τους.

Απέφυγα να σταθώ σε οποιαδήποτε στοιχεία Κυπριακής Ηθογραφίας.
Αντιμετώπισα το βιβλίο, σαν καθαρή λογοτεχνία, και για να το πω πιο καθαρά, σαν σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία καθώς, κατά τη γνώμη μου η γλώσσα είναι αυτή που προσδιορίζει την καταγωγή της λογοτεχνίας. Άρα-κατά τη γνώμη μου- τόσο το συγκεκριμένο βιβλίο όσο και το σύνολο της δουλειάς της Νένας Φιλούση αποτελούν μέρος του ευρύτερου ελληνικού λογοτεχνικού πλούτου και μόνο έτσι πρέπει να ειδωθεί.

Είμαι βέβαιος πως θα υπάρξει συνέχεια, γιατί, έτσι και αλλιώς η ίδια, σφραγίζει το βιβλίο της με τη φράση:

« Κι η δική μου ψυχή πιάνει ψηλές θερμοκρασίες»

.

ΠΑΡΙΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ

«Ας ρώταγες ποιόν αγαπάω»

Θέλω από την αρχή να δηλώσω ότι δεν διεκδικώ τις ούτως ή άλλως αμφιλεγόμενες δάφνες ενός κριτικού, αλλά το μικρό στοχασμό σε κάτι που με άγγιξε από μια ανάγνωση, με την πιο ιδανική μου ιδιότητα.αυτη του αναγνώστη. Είναι εξάλλου η πιό αθώα.
Πήρα στα χέρια μου το βιβλίο της Νένας Φιλούση με την απαραίτητη επιφύλαξη, πρώτον επειδή είναι Κύπρια συγγραφέας –ουδείς προφήτης στον τόπο του- δεύτερον επειδή ο τίτλος και το εξώφυλλο με παρέπεμπαν σε ακόμα ένα κυπριακό ρομάντζο με πολυ συναισθηματισμό, φολκλορικές αγάπες με καθόλου ή πολύ καθώς πρέπει σεξ, καθώς και πολύ διδακτισμό απ’ αυτόν που μας έχει συνηθίσει μια κεθεστηκυία πνευματική νομεγκλατούρα που εκπορεύεται απο την αθλιότητα του κόμματος ή των ευαίσθητων καρεκλοκενταύρων των κρατικών υπηρεσιών. Ο τρίτος λόγος ήταν ότι η συγγραφέας είναι δασκάλα σ’ενα εκπαιδευτικό σύστημα που παράγει κατα συρροήν λειτουργικά αναλφάβητους που σε κάθε τρείς λέξεις οι δυό είναι αγγλικούρες με ‘μουλαρίσιμη’ προφορά, καταπόνηση τόσο της ελληνικής όσο και της αγγλικής γλώσσας. Αν θέλετε ν’ αντιληφθείτε τι εννοώ παρακολουθείστε οποιαδήποτε δήλωση κύπριου υπουργού ή κρατικού παράγοντα σ’ όποιο δελτίο προτιμάτε.
Με αυτές τις σκέψεις έβλεπα ακόμα το εξώφυλλο. Κι έκανα την τιτάνια προσπάθεια να το ανοίξω. Είμαι πολύ επιφυλακτικός αναγνώστης. Ήταν μια συλλογή διηγημάτων.
Στο πρώτο άρχισαν να επιβεβαιώνονται οι φόβοι μου… Δεν είχα τίποτα να κάνω και συνέχισα μαζοχιστικά…
Στο τρίτο διήγημα ‘Η γειτονιά τιμάει τον Άρη’ κάτι άρχισε να με δελεάζει. Η σεμνότητα της ηρωίδας μέσα σ’ ένα πέλαγος σεμνοτυφίας και η σεμνότητα του συγγραφικού λόγου που κρατούσε τις δαμόκλειες ηθικές και κοινωνικές ισορροπίες με μια καθόλου σεμνότυφη εντιμότητα.
Και φτάνουμε στο συγκλονιστικό ‘Το νόου της Ευγενίας’. Το ταλέντο, η πλοκή των λέξεων,η πλοκή των γεγονότων και ξανά η πλοκή των λέξεων σε μιά άμιλλα μεταξύ τους ποιό να φανερωθεί πρώτο η λέξη ή το γεγονός, ποιό να καμουφλαριστεί πρώτο η φράση ή η πράξη, ποιό ν’αποκαλυφθεί πρώτο ο σπαραγμός του λιτού λόγου ή ο σπαραγμός του δρώμενου. Όλα αποκαλύπτονται μεμιάς μ’ένα χείμαρο ψιθύρων και υπαινιγμών σ’ ενα χείμαρο νεκράς φύσης. Το πτώμα ενός νεκρού αντάρτη στην πλατεία του χωριού. Το νεκρό νόου του πτώματος- το ζωντανό νόου των ζωντανών.το νόου –το καθε νόου που ψιθύρισε αυτό το νησί με φόβο και πόνο. Ένας μικρός άψυχος ψίθυρος του αδύναμου… ένα ποιήμα σε μορφή διηγήματος.
Μετά όλα ήταν εύκολα. Η συγγραφεάς ήταν κάποιος από μας ή κάποιος σαν εμένα για να είμαι πιο ακριβής. Μπορούσε πλέον να με πάει όπου ήθελε. Και με πήγε. Η μιά συγκλονιστική αποκάλυψη μετά την άλλη. Μία Κύπρος του χτές μία Κύπρος του σήμερα. Η κάθε μιά με τη στάση ή την πόζα της. Μέσα σ’ αυτά κι ένα διήγημα αθηναϊκής πλοκής που θα μπορούσε νάχε γραφεί από κάποιον καταξιωμένο της μητρόπολης.
Δέκα διηγήματα με πρωταγωνιστές δέκα γυναίκες άγνωστες μεταξύ τους.
Δέκα γυναικείοι λόγοι διαφορετικής εποχής, διαφορετικής κουλτούρας και μικρογεωγραφίας με μιά όμως ψυχοσύνθεση. Τη ψυχοσύνθεση της Νένας Φιλούση.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ

VAKXIKON.GR 19/5/2022

Το «Φρούτα στο πιάτο και άλλες τρυφερότητες» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν αποτελεί την δεύτερη συλλογή διηγημάτων της Νένας Φιλούση που έχει στο ενεργητικό της και τέσσερις ποιητικές συλλογές. Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου βιβλίου της, η συγγραφέας μιλά στο περιοδικό Vakxikon.gr, για τις ιστορίες και τους ήρωές της, την συγγραφή, την ποίηση και την έμπνευση.

Το βιβλίο σας «Φρούτα στο πιάτο και άλλες τρυφερότητες» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Μιλήστε μας για το ταξίδι της δημιουργίας του.

Πρόκειται για συλλογή δώδεκα διηγημάτων που είχαν γραφτεί σε διάφορες χρονικές στιγμές και όλα έχουν κοινή συνισταμένη τις ρητές αναφορές κυρίως στη δεκαετία του ογδόντα με έμμεσες απηχήσεις από την τραυματισμένη εποχή του εβδομήντα. Είναι εξομολογητικές αφηγήσεις, προσωπικές ιστορίες, σχεδόν πραγματικών ανθρώπων, με φόντο τα πολιτικά γεγονότα και την κοινωνική συνθήκη της εποχής. Υπήρξε απολαυστικό για μένα αυτό το ταξίδι αφού η δεκαετία του ογδόντα συνδέεται με την εφηβεία μου και την πρώτη φοιτητική ζωή. Ευχαριστώ το Βακχικόν για τη συνεργασία!

Είναι η απελευθέρωση και ο προορισμός αυτό που κυρίως συνδέειτις δώδεκα ιστορίες;

Οι ήρωες στις ιστορίες μου παλεύουν με σθένος να απεγκλωβιστούν από ποικίλα δεσμά, συμβιβασμούς ή μίζερες συγκαταβάσεις. Ταξιδεύουν, ερωτεύονται, γλιτώνουν, ονειρεύονται, παλεύουν, τσαλακώνονται, ενηλικιώνονται, πενθούν ή γλεντοκοπούν. Είναι συνηθισμένοι τύποι, με χιούμορ, με πάθος και πάθη, με μνήμες που πονούν και μνήμες που τους ορίζουν. Πρόσωπα που μας κοιτάνε ευθύβολα και θέλουν να μιλήσουν ή θέλουν μόνο να πορευτούν με αξιοπρέπεια.Τραύμα και θαύμα σε ισόποσες δόσεις.

Τι σας εμπνέει και πώς οι σκέψεις σας καταλήγουν στο χαρτί; Γράφετε αυθόρμητα ή ύστερα από διεργασία των ερεθισμάτων σας;

Συνήθως το έναυσμα ή η ιδέα για συγγραφή εκκινά από ένα βιωματικό γεγονός, από ένα αισθητικό ερέθισμα, από μια ανάμνηση ή από μια πληροφορία. Συχνά από συνδυασμό όλων αυτών. Κάποτε όμως, συμβαίνει να δημιουργείται μια ιστορία από το τίποτα, από το ελάχιστο και να ωριμάζει μέσα μας, να υποστασιοποιείται μέχρι να αναγκαστούμε να την γράψουμε για να λευτερωθούμε κι εμείς και η αφηγημένη ιστορία. Πάντα όμως, ένα κομμάτι της ζωής μας παρεισδύει στο γράψιμο, μπαίνει σχεδόν αυτόβουλα στο κείμενο και ενίοτε κάνει κουμάντο. Τότε οι κριτικοί μιλάνε για αυτοαναφορικότητα. Μπορούμε να το πούμε και μετάληψη.

Εκτός από διηγήματα έχετε γράψει καιποίηση. Τι είναι η ποίηση για εσάς;

Δεν ξέρω ακριβώς. Ίσως οδός ελευθερίας ή τρόπος ανάγνωσης του κόσμου και του εαυτού μου. Μπορεί και μια ασυνείδητη τυπολογία ισορροπίας. Η ευμέλεια που πηγάζει από αγαπημένους στίχους ξεχωριστών ποιητών και η δική μου εσώτερη ανάγκη για γράψιμο συνιστούν αυτή τη σχέση, την άυλη κι ερωτική αλλά καθόλα ένυλη και συγκρουσιακή. Πολύ πιθανόν να γράφουμε ποίηση όταν αισθανθούμε την ελλειμματική μας ιδιορρυθμία ή την ευαίσθητη οριακότητα οντότητας και εικόνας.

Ποια είναι η επιδίωξή σας όταν γράφετε;

Δεν θα πρωτοτυπήσω: Η ευγενής μου προσδοκία είναι να επικοινωνήσω με τον αναγνώστη. Με συγκινεί όταν άνθρωποι που δεν γνωρίζω βρίσκουν νήματα να συνδεθούν, τρόπους να ταυτιστούν με τις αφηγηματικές φωνές μου, προσλαμβάνουν τον λόγο μου όπως ελεύθερα επιλέγουν και εν τέλει αγαπούν αυτό που διαβάζουν. Είναι μια αόρατη ιεροτελεστία ανταλλαγής δώρων. Μια σύνδεση της λυτρωτικής γραφής με την αναγνωστική απόλαυση. Εξάλλου αυτό αντιλαμβάνομαι και όταν διαβάζω εγώ τα βιβλία άλλων συγγραφέων. Είναι μια σχέση με σώμα και δυναμική, που μας οδηγεί σε κάτι άλλο, κάθε φορά πιο εσωτερικό και πιο ουσιαστικό.

.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.