ΣΤΕΛΛΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ

Η Στέλλα Γεωργιάδου γεννήθηκε το 1966 στην Ν. Φώκαια της Χαλκιδικής. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΑΠΘ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Διατήρηση Ιστορικών Μνημείων και Πόλεων στο KUL του Βελγίου. Σήμερα ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Παρότι έγραφε από τα εφηβικά της χρόνια, με την ποίηση ασχολήθηκε συστηματικά από το 2006. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά καθώς και σε ποιητικές ανθολογίες του διαδικτύου. Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές: Μάσκα Οξυγόνου (Γαβριηλίδης, 2011) & Αμφίβια Εγώ (Γαβριηλίδης, 2015).

ΜΑΣΚΑ ΟΞΥΓΟΝΟΥ (2011)

Vacuum horror

Κρύβονται
Οι πάμπολλες ευγενικές και υψηλές προθέσεις
Οι ανάγκες του ανέφικτου ζην
και του περιζήτητου ευ οι προσδοκίες

Κρύβονται στα όνειρα συνήθως
Κει που το τίποτα μεγαλουργεί
κι επιβιώνει το μακρόν του βίου ό,τι

Πολλές φορές κρύβονται και στα ποιήματα
Παραλλαγές άπληστης σκέψης
καθώς και μνήμες
βίαια αποσπασμένες απ’ τα μέλλοντα

Δε λείπουν οι φαντασιωτικές περιπτύξεις
με του παρόντος την ιδιάζουσα λήθη
Και φυσικά οι πόθοι
οι ευρύτατα αξόδευτοι

Ονοματίζουν έναν δικό τους κόσμο
Ωραίο επιλεκτικά αθώο και βουλιμικά επαρκή
Αισθητηριακά απολαυστικό ακόμα και στη θλίψη
Και γόνιμο, προπάντων γόνιμο

Όχι ιδανικό μα ηδονικό σε ό,τι χρήζει θάλπους

Και μία των ημερών
αυτονομούνται απροειδοποίητα
και σε κλειδώνουν απ’ έξω

Πώς θ’ αντιμετωπίσεις πάλι
την ξεχασμένη γεύση του θανάτου
Το όνειδος
την ξιπασιά εκείνης της κατάλευκης σελίδας
Τον εαυτό σου
μπρος τον φόβο του κενού;

Αγνωσία

Σε γνωρίζω απ’ τη σκιά σου
απ’ τις ρυτίδες της αφής σου
τους υδρατμούς των στεναγμών
το άρωμα της προσμονής
στις τιποτένιες μέρες της αγάπης

Μα σε γνωρίζω περισσότερο
από της λύπης σου τα χρώματα
το εναργές της ερημίας σου φως
του έρωτα τις σιωπηρές λεπίδες
στου σώματος την κόψη

Ώρες μετά… μέρες ή χρόνια
δε θυμάμαι
αν ήσουν φως γυμνό ή πολυάνεμο πέλαγος
δε θυμάμαι
αν νους ενέδωσε ή σάρκα συνετρίβη
δε θυμάμαι…

Βλέπεις
έχει κι η μνήμη το βυθό της

Ύλη των θαυμάτων

Εγώ κοιμόμουν του καλού της λήθης
μα αγρυπνούσανε τα όνειρα
απείθαρχα
κι έφτιαχναν μονοπάτια να διαβώ
να ιστορήσω
Κρυφά ακόμα κι απ’ τον ύπνο μου

Εκεί που δύσβατοι ηχούσαν’ οι χρησμοί
εκεί που έσπαζε της αντοχής μου
ο κόμπος
εκεί στα ορεινά που δε μ’ αξίωναν
τα πόδια μου τα γυάλινα να φτάσω

Ξυπνούσα ευτυχής τα πρωινά
ανάμεσα σε στοχασμούς και πλάνη
ανακαλύπτοντας απ’ την αρχή
παλιούς και νέους
μικρούς αυτόφωτους πλανήτες

Γκρεμίστηκαν τα όρια του τεχνητού μου κόσμου

Σε μιας παράλληλης ισημερίας το μεταίχμιο
κοντοστάθηκα δειλιάζοντας και σε ρωτώ:
Να προχωρήσω;
Το ‘να κομμάτι μου σε υπέργεια αναταραχή
Τ’ άλλο να βρίθει κορεσμό κι εμπιστοσύνη
στο ερχόμενο
Να προχωρήσω;

Κι όμως
Σε θέση ανατροπής πάλι με τοποθέτησε η αγάπη
Σχήμα κλειστό στέρηση βάρους τ’ όνομά της
Δίνει ζητά και αντηχεί περιεχόμενο
στις σκέψεις και στις πράξεις που την αληθεύουν
Στον έρωτα που την εγκαθιστά
πότε επάνω σε σταυρούς και πότε
στα λαγαρά νερά του εξαγνισμού
Το ήθος και το ύφος της προσωπικό
η αλήθειά της επιχείρημα αστήρικτο
κι η δύναμή της, μια ανεξήγητη αποδοχή

Μη με λυπάσαι που αστοχώ τόσο συχνά
Μάχιμη εσαεί η κληρονομιά μου
Όσα “τετέλεσται” κι αν ξεπηδήσουν
απ’ τα σπλάχνα μου
Έλα θα πω
με αφθονία θέλησης με μόχθο

Έλα
θα ξαγρυπνήσουνε τα όνειρα κι απόψε
και θα μυρώσουν
την αποκαθηλωμένη μας οδύνη
Η αγάπη θα μας εύρει σκεπασμένους
με το κατάλευκο, λινό σεντόνι του αύριο

Κι είθε να γίνει ό,τι ελπίζω
κι ό,τι ευχήθηκα
σε ημέρες τρεις.

Διάτρητος και μόνος

Ο ποιητής μοιάζει με πληγωμένο άνεμο. Έναν άνεμο
γεμάτο τρύπες. Φυσάει και κανένα καράβι δεν προ-
χωρά. Ούτ’ ένα μέτρο, ούτε μισό κλυδωνισμό. Φυσά-
ει, φυσάει, μέχρι που τα πνευμόνια του στεγνώνουν.
Και μόνον εκείνος νοιώθει τον αέρα, που ξέπνευσε.
Τριγύρω νηνεμία. Γέλια, χαρές στις παραλίες, βόλτες
μαμάδες σπρώχνουν καροτσάκια, ερωτευμένα ζευγά-
ρια, στην πόλη μποτιλιάρισμα, συναλλαγές στα ύπο-
πτα τραπέζια, αγγελίες, εξαγγελίες, απάτες κι οφθαλ-
μαπάτες. Κι αυτός; Μόνος. Μόνος κι αόρατος. Αόρα-
τος κι αόριστος. Ένας αόριστος γεμάτος τρύπες. Μα
ποιος να τις δει; Ποιος θα δει πώς αιμορραγεί ένας
αφανής άνεμος; Σέρνεται στις αγορές, στα πάρκα,
στα στενά δρομάκια και τα φρεσκοσκαμμένα πεζοδρόμια.
Περνάει απ’ τα πάτρια, τα οικεία, τ’ αλλότρια. Ίχνη
αναίμακτα, παντού. Σκορπίζει την ψυχή του, τη σκορ-
πίζει και χαίρεται. Χαίρεται και γαληνεύει. Η οικου-
μενική του ταυτότητα πλημμυρίζει το σύμπαν. Ένα
σύμπαν διάτρητης ύλης. Άνεμος ατάραχος χαϊδεύει
τις τρύπες του σύμπαντος. Κάποιες νοικοκυρές καθα-
ρίζοντας τις αυλές, μαζεύουν τα ξερά φύλα σε σωρούς
και τα καίνε. Καίνε τις νοσταλγίες του και τον αφή-
νουνε γυμνό στην αδυσώπητη μνήμη. Μνήμη, που τρέ-
φει το παρόν και απαιτεί τροφή από το μέλλον. Πώς
να σκαλίσει τώρα τα παλιά του υλικά, να επιδιορθώ-
σει τους ιμάντες της βραδυπορίας του; Χώνεται βια-
στικά στο συμβατικό του σώμα και υποτάσσεται.
Εκεί, απόλυτα προφυλαγμένος, θα τραγουδήσει πάλι
τον προορισμό του αίματος.

ΑΠΡΑΞΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟ

Ώρες ατέλειωτες, κενές
Εκεί… να σε κοιτάζω
μαγνητισμένη ως τα κόκαλα του νου
Και να ρουφάς το βλέμμα μου
ωσάν φίδι το γάλα

Ώσπου
άδεια κούπα εγώ
να ξεψυχώ μπροστά σου
την ώρα που θ’ αρχίζει
το αιμόδιψο δελτίο των εννιά

Το άλλο βράδυ
θα μιλήσεις με τις φλόγες του τζακιού.

Άωρο δις αινιγματικό

Και να που δε χορταίνω
Φως
Δισυπόστατη να σε διαβάζω
και να με ραίνει μελωδικά αχός
γνωστός από παλιά συντρίμμια
Φως να με ραίνει

Ας καίει τ’ αρνητικό του νου
Εκεί να φλέγονται
πικρά άχρηστα μυστικά
ξέθωρα μάτια, λυγισμένα όνειρα
Αποτάσσομαι του θεού σου
Φως εναγκαλίζομαι

Σημάδι διαλεγμένο
σε τοίχο που ασβέστωνε η θλίψη
επίμονο
Και σε προσκύνησα
Γιατί… οι καιροί ερχόμενοι
με πασουμάκι μαλακό
όχι μ’ αρβύλες και φωνές
μας ξάνθυναν τα μάτια
και ημερέψαν οι λυγμοί

Τώρα γλιστράνε μαλακά πάνω στο φως
που δε χορταίνω να ρουφώ, να με ρουφάει
και δεν μπορώ… Να
μιας φωνής αράδα να σκαρώσω
Κι εσύ μιλάς με καταποντισμούς
Συνέπειες αθρόες
αναδιατάσσουν τα μικρά φωνήεντα
που φύλαγα στο λίκνο της αγάπης

Κάπου – κάπου
κάνε την καρδιά σου κάρβουνο
να βρίσκω πρώτη ύλη
για τη νύχτα
Και θα δωρίσω την πορφύρα
απ’ το πιο καθάριο αίμα μου
στη λιτανεία του θέρους –αν είναι νάρθει–
Καρποί σου οι λόγοι, αυτόπτες

Δε σιγουρεύεται το φως
αστέρι μου μοναχικό
Σταχτιά τα περιγράμματα σου
Δέλεαρ τα φωνητικά σου λόγια
πάνω κι απ’ της αψίνθου τα τεχνάσματα

Των φιλιών τ’ αποτύπωμα
χαρακιά στο κορμί του χειμώνα
Να σκύψω, μια σταλιά, στον ύπνο σου
να δω την κλίση του ονείρου σου
Όσον καιρό κι αν πάρει
μύθος θα γίνει

Επιπλέουν ανάμεσα

Ηρεμούν τα νερά του ωκεανού
τις μουσικές σου ακούγοντας
Λικνιστικές
Μυρωδικά μακρινής Ανατολής
Υποσχέσεις, που δε θα τηρηθούν

Μα στον ύπνο μου αγκίστρι ρίχνω
κι αγκαλιάζω τις ώρες σου
Σβησμένα τα σκαλοπάτια των αιθέρων
έντεχνα
Να μη φτάνω να σ’ αγγίξω πια
αστέρι μου

Απ’ τ’ ουρανού τους κήπους
κρεμασμένος. Με κοιτάς
Δε μπορώ ν’ αρθρώσω δάκρυ
να δροσιστεί η κάψα
του μεσημεριάτικου πόνου
Κι η γραφίδα μου
σε κυκλωτικούς ελιγμούς
ανήμπορη
να σε προφέρει στον κόσμο
Στρείδι ερμητικά κλειστό
των βυθών άγνωστο κόσμημα

Ζει πια κανείς με αποφθέγματα;

Οι ζωές μας γεννούν αποστάσεις
Οι σκέψεις μας τις μοιράζονται
Πότε η δική σου αφημένη
στων εποχών τα καμώματα
Πότε η δική μου αποκλεισμένη
σε ημερομηνίες εχθρικές

Κι ένα σωρό σωσίβιες λέξεις
επιπλέουν ανάμεσα
χωρίς προορισμό

ΑΜΦΙΒΙΑ ΕΓΩ  (2015)

ΟΜΗΡΙΑ

Μη με κοιτάς
βαδίζω πλάι στο γκρεμό
Υπάρχω μόνο
γιατί ετούτος ο χαμός
θέλει ένα πρόσωπο
για να ξεδίνει η θλίψη
στους περιπάτους του απογεύματος

Ομήρους κρατώ
το ποίημα και το όνειρο
και δε φοβάμαι
Τους ανταλλάσσω πάραυτα
ελάχιστα τα λύτρα που ζητάω

Το άρωμα της προσμονής
ίσως και το κορμί σου

Ρά-θυμος παρατηρητής πετροβολάει φεγγάρια

Ο θυμός είναι ένα οξύ
που κάνει περισσότερη ζημιά στο δοχείο που το περιέχει,
παρά σε οτιδήποτε χύνεται
(Mark Twain)

Ναι, θέλω να σε σκοτώσω
Σε σένα μιλώ
και μην κάνεις τον ανίδεο
Και να θέλεις να κρυφτείς
πια δε γίνεται
Σε προδίδουν οι σκέψεις μου
που σέρνονται ανόρεχτα στο πάτωμα
καθώς απομυζάς κάθε μου ικμάδα

Τόσον καιρό σφηνωμένος ανάμεσα
στα δυο πιο ηχηρά φωνήεντά μου
Το πιο μακρύ της ηδονής
μα με το άλλο της ισχύος
με καταδυναστεύεις
Και πάλι κρύβεσαι
δειλέ

Έτσι ήσουν πάντα
Δειλός κι αναπάντεχος

Έπαιζες χρόνια με τη αντοχή μου
να της επιταχύνεις την απώλεια
Κούφιες ιδέες σκάλιζες στα κούτσουρα
για να μακραίνεις τις διαστολές του χάους
και να μικραίνεις τις ρηχές μου πιθανότητες
να ορθώσω το ανάστημά μου στο παρόν

Φόνος ιδιαζόντως ειδεχθής
και προμελετημένος

Με απειλείς με συσσώρευση
κι ηρωικές εξόδους;
Μ’ έναν Άρη κρυμμένο
στα φουστάνια της εγκράτειας;
Χα
Απίστευτη η πονηριά σου

Θα πεθάνεις, πριν τα τοξικά σου
απόβλητα εισχωρήσουν
στη μόνη πια αλώβητη
περιοχή της ύπαρξής μου
Κι ας φθονείς το μικρό μου
ατσάλινο προπύργιο
Μ’ αυτό θα σε συντρίψω
Πλησιάζει η ώρα
Τα μεσάνυχτα οι επιλογές κωφεύουν

Η ηρεμία ανακάμπτει οκλαδόν
κι εγώ χαμογελώ σ’ έναν καθρέφτη
που δεν ράγισε.

Κοιμήσου Έλλη

Η Έλλη δεν θα ξαναμιλήσει
Δεν θα ξανακοιμηθεί στα σκαλιά
κυνηγημένη απ’ τους άγριους αέρηδες
Δεν θα μου ξαναγελάσει πια
μ’ εκείνη την καλοσυνάτη τρέλα της
Η Έλλη απεβίωσε, ετών 68
Το είδα το χαρτί, με τη μαύρη τρέσα
κολλημένο πάνω απ’ τα κοινόχρηστα
που πάλι ξέχασα να πληρώσω

Ήταν σχεδόν όμορφη, ξαπλωμένη αναπαυτικά
κάτω απ’ το μαλακό φως των κεριών
Δυό μακρινοί συγγενείς όλο κι όλο
κι ο παπάς της ενορίας με βλέμμα ανακούφισης
Δεν πλησίασα

Τουλάχιστον τον γλίτωσες τον φετινό χειμώνα
Και που ξέρεις; μπορεί αυτό να ‘ναι
το ταξίδι που σχεδίαζες
Έτσι δεν είναι Έλλη;
Νεκρή άλλωστε, όλοι σε αγαπούν
Κι εγώ, δε θα νυχοπατάω πια
όταν γυρίζω απ’ τα ξενύχτια μου
μη σε ξυπνήσω και τρομάξεις
Κανένας πεθαμένος δεν ξυπνά
Έτσι δεν είναι Έλλη;

Να ‘ξερα μόνο, ότι πήρες τη μάλλινη εσάρπα σου
Τι καιρό κάνει άραγε εκεί στον Άδη;

Πόσο θα ‘θελα να μη σε ξεχάσω
μα αδίστακτος ο χρόνος, προχωρά
κι εσύ
από καιρό το ήξερες.

Εραστής της ζωής

Στη μνήμη του παππού Μιχάλη

Σα να τον βλέπω
Χαμογελαστός, πάντα καλοδιάθετος
γερμένος στο ένα πλάι με το ποτήρι στο χέρι
στο ντιβανάκι της παλιάς μας σάγιας
–τη γκρέμισαν, πάει κι αυτή–
να μας μιλά για ιστορίες του κρασιού
και του μεγάλου πολέμου
Κουτσούβελα εμείς, δεκατρία
Κι όλο θέλαμε
Λίγο κρασί, απ’ το δικό του
Και
“Κυρά Μαρία, τα παιδιά πεινάνε”
Αχνιστοί κεφτέδες
Ιστορίες του κρασιού
Το αμπέλι έμπλεκε στα μαλλιά μας
Ο πόλεμος στους φόβους μας
Ο παππούς ξόρκιζε φαντάσματα
Με το ποτήρι στο χέρι
Έγραψε τον επίλογο

Επεισόδιο

Στη Μαρία Καλύβα

Δουλειές του ποδαριού
βαριά στους ώμους η ζωή
κι εσύ χαμόγελο πλατύ
και μαύρα μάτια, μόνο μάτια
κατάστηθα να με καρφώνεις
Ούτε οχτώ χρονώ καλά-καλά

–Πάρε, πάρε ένα κουκλάκι

Δε θέλεις οίκτο κι ούτε αφορμή
της περηφάνιας σου η λάμψη
να ραγίσει
Η άρνηση ν’ αποδεχτώ την ύπαρξη
τόσου άδικου μαζί
μένει μετέωρη
Μ’ ένα ζεστό γέλιο γάργαρης αθωότητας
σαλτάρεις πρόωρα
στον άξενο κόσμο
της σκληρής επιβίωσης
και των χαμένων ευκαιριών
Κόσμο ρατσιστικά ενοχικό στην ευτυχία

Κι όμως ξεκαρδίζεσαι
και χαρίζεσαι…

ΕΛΠΙΔΕΣ-ΛΕΠΙΔΕΣ

Κάθε πρωί
ανοίγω τα μάτια
με μίαν ελπίδα σφηνωμένη
ανάμεσα στο μαξιλάρι και
το αποτύπωμα του προσώπου μου
Ελπίδα τόσο αιχμηρή
που ματώνει τα σεντόνια
αχνίζοντας αβεβαιότητες

Οι λέξεις μου ταξιδεύουν
με τους πιο σφοδρούς ανέμους
Μερικές φορές ναυαγούν
πριν βρουν λιμάνι

Σα να ‘χει μέσα της απόλαυση
αυτή η πεπρωμένη απώλεια

Σπειράματα

Ρίμα το κρίμα με τον θυμό
δεν κάνει· σφιχτό στεφάνι
σ’ άδειο λαιμό. Κι’ ένας πνιγμός
να κρέμεται απ’ το ταβάνι

Η εσπέρα, πέρα στα βροχερά
λαγοκοιμάται, δε θυμάται
ποιος ειν’ εδώ. Κλαίει γοερά
και μια παντιέρα συλλογάται

Μα εγώ αγαπάω τα σκοτάδια
ψαχουλευτά να δραπετεύω
απ’ τα σημάδια και να γιατρεύω
απελπισίες παροδικές να ημερεύω
με λέξεις χάδια

Μικρό σπουργίτι, παιδί ισοβίτη
αναστενάζει, και χειμωνιάζει
σε μια βραδιά. Σαν του αστρίτη
τον συριγμό που σε χλευάζει

Μια πεταλούδα κόρη Ιούδα
αχ πως χορεύει, σα να γυρεύει
ένα φιλί. Με ροζ βερμούδα
και λάγνα γέλια, φως παζαρεύει

Κι εσύ μισείς τα αεροδρόμια
σ’ αναμονές αποκοιμιέσαι
και πεζοδρόμια. Κι αναρωτιέσαι
ποιες τροχιές σ’ έχουν ξεχάσει
σ’ ονειροδρόμια.

Τίτλοι τέλους

Κρατιέσαι απ’ το σώμα μου
σαν τα λειψά συντρίμμια
που αρπάζεται ο ναυαγός
Εσύ να μάχεσαι το χρόνο
κι εγώ
να ξαποσταίνω στο βυθό.

*

Εκεί στο σκοτεινό υπόγειο
δε συμβαίνουν παραμύθια
Κανείς δε σώζει το κορίτσι
κανείς δε σώζεται απ’ την αγάπη
Μόνο μουχλιάζει ως τα κόκαλα
τρέφοντας το σαράκι.

*

Το τέλος ήρθε αθόρυβα
σαν να φοβότανε
μήπως το αντιληφθούμε
κι απ’ έξω το κλειδώσουμε
Το τέλος είναι ύπουλο
Μόνο η αρχή κορδώνεται
μες την αφέλειά της.

ΑΝΕΚΔΟΤΑ

Κόμπος

Ήταν ένα συναίσθημα προδοτικό
Ανήσυχα στο στέρνο συστρεφόταν
Μέρες και μήνες
Αιώνας πολιορκητικός
Κι ήθελε να ‘ναι το φιλί
ήθελε να ‘ναι χάδι
μια λέξη έστω, τρυφερή
ήθελε, ήθελε…

Ένας πολύτιμος μύθος
φυλαγμένος σε στήθος έφηβο

Ώσπου μια μέρα χαριστική ή των δακρύων;
παράξενα διογκώθηκε
την άνοδό του διακινδυνεύοντας
Μα δεν το χώρεσε
Εκεί σταμάτησε
κάπου στο μέσον του λαιμού της
και της θλίψης
Μόνος και μόνιμος
σφιγμένος κόμπος

Στον αέρα

Τον άνοιξες το δρόμο
τον περπάτησες
Δυνάμωσαν τα πόδια σου
και τρέχεις
Κι ύστερα, τι;

Μια σφαίρα είσαι, ριγμένη στον αέρα
Στο μέγιστο βεληνεκές της διαδρομής σου
–με την αντίσταση σ’ ανύπαρκτη τριβή–
δρέπεις όλες τις αυταπάτες δάφνες σου
τη στιγμιαία σου διάρκεια
μη γνωρίζοντας
Ούτε την πτώση που ακολουθεί

Ελεύθερη κι ακαριαία.

Σαρωτική αδράνεια

Ω, με γεια την αναχώρηση, ευχήθηκα
και βγήκες
Μερικός από την πόρτα
λίγος από τα θαύματα
κι ο υπόλοιπος κανονικά – από τα κατακάθια
Ώριμα στο φλιτζάνι
(Αρμένικη αναχώρηση, Κ. Δημουλά)

Δεν παίρνεις από λόγια
δε σε τρομάζει η παρακμή
Χρόνια τώρα τσακίζομαι στα μάτια σου
σκορπίζοντας τον εαυτό μου
εδώ κι εκεί
βορρά στο χρόνο, που ανηλεώς με επισκέπτεται
Κι εσύ να με κοιτάζεις
μέσα απ’ τα μάτια εκείνης της φωτογραφίας
χαμόγελο του ‘95
εγκλωβισμένη σε διαρκή νεότητα

Χάνομαι στην ερημιά πολυσύχναστων δρόμων
να σμιλεύω τις αντιστάσεις μου, αθέατη
Χαρίζω το γέλιο μου σε όνειρα ξένα
και τη συμπόνια μου σε φίλια δράματα
Κωφεύω μέσα κι έξω απ’ την αλλαγή μου
Ανατρέπω τα μισόφωτα σε μισοσκόταδα
και μετρώ τα σημάδια μου στις ατέλειες
των παραμορφωμένων μου σχημάτων

Κανείς δε μ’ αγάπησε όπως εσύ
Τόσο επίμονα, τόσο ακραία
σε τόσην έκταση αφής
Δεν έχω πια άλλους όρκους να πατήσω
Σήμερα που η ακινησία έχει την τιμητική της
διαβάζω τη σιωπή μου
σαν άγνωστη λέξη

Ευτυχώς για τα λόγια που δεν ειπώθηκαν
και θανατώθηκαν αφόρετα
Ευτυχώς
που δεν έφτιαξα όρια στα όνειρα
και φράχτες στους γκρεμούς μου
Ευτυχώς
που ακόμα μπορώ
να σε βλέπω να γερνάς ταλαντευόμενος
Θα θωρακίσω την επαύριον με τη θλίψη μου
Στα στεγανά της απουσίας
παρελθόν δεν εισβάλλει ούτε μέλλον
Μην έρθεις.

(Δημοσιεύτηκε στο Εμβόλιμον, τχ.61-62 σελ. 96)

Είλωτας

I.

Τα χρόνια
τα δαιμόνια μου
τα έστησα στον τοίχο
Με λέξεις τα βασάνισα
τα κόντυνα, τα τάνυσα
διόλου δεν τα λυπήθηκα
Μελίρρυτος ο πόνος τους
σ’ έναν σατράπη στίχο

Τους μήνες
τους κηφήνες μου
τους χόρτασα με μύθους
Αγάλι η πέτρα το σκοινί
έτρωγε και μ’ επιμονή
ώσπου κοπήκαν’ τα δεσμά
Βαρκούλα μου ακυβέρνητη
στα πέλαγα του πλήθους

Τις μέρες
τις φοβέρες μου
τις άδραξα απ’ το χέρι
Διπλά κι αν τις σεβάστηκα
με κλάματα παιδιάστικα
μου σκάψανε το πρόσωπο
Μικρό το μεγαλείο τους
κι ο ψόγος τους νυστέρι

II.

Κι ήρθες μετά, ήρθες μετά
Χρόνια επτά, αν μετράω σωστά
να μου χαρίσεις φυλαχτά
Με λόγια απτά και διαλεχτά
κυρτά, μεστά, κυματιστά…
Μα είχα τα χέρια μου κλειστά
Είχα στ’ αυτιά μου μια βοή
και κρατημένη αναπνοή
Τα χείλη μου ήταν πέτρινα
Τα δάχτυλά μου κέρινα
και η καρδιά μου απούσα

Άγνωστο τι
τέξεται η επιούσα.

Δεν είσαι πια παιδί

Ψιχάλισε χρυσή βροχή και συ εκτρέπεις
–με μάτια που αστράφτουν σκοτεινιά–
το φως που ‘χεις στοιβάξει στις αποσκευές σου
και δρέπεις
κατασκευάσματα ραδιενεργά
Παρασυρμένος απ’ τα όνειρα
αυτών που θα ‘θελες να ζεις
διαπρέπεις

Στέκεις ανήμπορος μπρος στις θωπείες
τα λικνίσματα της τύχης
δε σ’ αφορούν τα λογικά, δεν τα αντέχεις
μόνο να έχεις
ένα κορμί που όλοι ποθούν
Όπου της νύχτας τα παράλογα σ’ ωθούν
εκεί προστρέχεις
μα να σε θρέψουν δε μπορούν
κι απέχεις

Σκοτάδι τρώει, σκοτάδι πίνει
η ανάγκη σου
Μέσα στη μέθη η λαγνεία σου
φουντώνει
Άρπαγας η επιβεβαίωση
δεν σε λυτρώνει
Αντεπιτίθεται για ένα γύρο ακόμα
κι ύστερα
σκόνη
Τ’ ακατανόητα σημάδια που φοβάσαι
είναι πουλιά που μεταφέρουνε μηνύματα
Θυμάσαι;
Ήταν αυγή στα πρώτα μας σκιρτήματα
Αχ μη λυπάσαι
Χαμένοι είμαστε έτσι κι αλλιώς
Χρόνια θαμμένοι
σε ήχους πλάγιους
κι αινίγματα.

Ναϊάδες

Τις είδα πάλι τις ξωτικιές εκεί στη μαύρη λίμνη
σε ξέφρενο χορό ν’ αφήνονται με τους απανταχού απόντες
στα φυλαγμένα ιερά των μυστικών πηγών
Μ’ ένα άηχο πάφλασμα ανεπαίσθητο σχεδόν
οι αρμονικές της δόνησής τους
επιφανειακά μεταβληθήκανε και χάθηκαν,
κύκλους διαγράφοντας ερωτικής ακολουθίας

Ομόκεντρα αρμενίσανε τη νύχτα τους μα ανήσυχα
μέχρι τις ακανθώδεις όχθες του συνειδητού
Με τα αιθέρια κάλλη τους, τα άμορφα
ανήλθαν αλαλάζοντας στο ασημένιο φως του φεγγαριού
Άτρωτες έμοιαζαν μες την πορεία του αναπόφευκτου
σε τροχιά ελεγχόμενου κινδύνου

Δεν είναι βλασφημία στους ανθρώπους
να στέλνουν οι Θεοί τέτοιες προκλήσεις
με τη μορφή οπτασίας υδάτινης και πόθου σκοτεινού;
Κατόπιν να περιφρονούν αυτούς που ενέδωσαν
βυθίζοντας στα σπλάγχνα τους μεγαλειώδη τρέλα
και τόση, τόση ακούσια φυγή
απ’ τις θνητές μα κι αναγκαίες δυνατότητες

Κι αν γεννηθήκαν ήρωες από κείνες τις ενώσεις
ή ποιητές ή και σοφοί ακόμα
ήτανε μήπως του θανάτου εξαιρετέοι;

Μη μου μιλάτε πια, θαρρώ ξημέρωσε
Αυτές στα μαύρα βάθη τους χαθήκανε
και μ’ άφησαν εδώ μονάχο περιβόλι.
Αυτάρκες μεν, αλλά χωρίς πρωτόπλαστους
χωρίς καμιά, καμιάν αμφιβολία
Δίχως ανάγκη πια για επανάσταση
χωρίς καν έρημο μα ούτε κι ερμηνεία.

Εν γραφή

Οι φίλοι μου εν γραφή *
είναι παιδιά με χέρια απλωμένα
Πότε κρατούν μιαν όαση αγκαλιά
και πότε
ρίχνονται αυτόβουλα στα βάθη του ερέβους
Δεν έχουν ασχολίες κλασσικές
Δε σταματούν μπρος σε κανένα νόμο
Μόνο συμβαίνουν σαν τα γεγονότα
Γελούν και παίζουν τη ζωή πεντόβολα
κλαίνε και ρίχνουν ζάλη στο κρασί τους
Ακροπατούν μικρές ξωθιές στον ύπνο τους
και ξέρουν
να αιματώνουν τη ζωή με σιγουριά
Νερό να τραγουδούν σε διψασμένα χείλη
Ξέρουν
πως να τανύζουνε τις λέξεις
και πως ν’ αναταράσσουν
το νοηματικό τους βόλεμα
όταν ατάραχοι προφέρουν
τους κεραυνούς και τις αιθρίες τους
Δύναμη πλάστη φέρουν
μεσ’ την άγνοιά τους

Οι φίλοι μου εν γραφή
δεν πιάνονται στη γη
απ’ το χορτάρι της
Έχουν μια τάση πάγια
να εκτοξεύονται στο μέλλον
Μιας και
καλά γνωρίζουν
πως τα δαιμόνια του νου
και του βυθού τα ευρήματα
λάμπουν και τραγουδάνε
στα πιο ωραία ποιήματα.

*ο στίχος ανήκει σε ποίημα του Σωκράτη Ξένου

Μετουσίωση

Χίλιες φορές προσπάθησα
τη λύπη να συντρίψω
και τη χαρά
που κατοικεί εντός μου
ν’ ανασύρω
Εντός και μόνη

Αρνείται

Λύπη… λύση… φύση… φυγή
Θέλει κι άλλα ουσιαστικά
Αναζητά θυσίες…
ουσίες… μεσσίες… σωσίες…
Χαρά… χώμα… φτερά…
Θέλει κι άλλη τόλμη

Τα παιχνίδια της ψυχής
με τις περιπλανήσεις του νου
δεν συμπλέουν
Σώμα… κώμα… κύμα…

Ήθελα να φτιάξω
χαρά, αίμα, και ψυχή
από λύπη, νερό και σώμα
Αυτές οι βασανιστικές λέξεις
μου ξελογιάζουν το νου
και αλαζονικά σταθμεύουν
στην ταραγμένη μου
αποφασιστικότητα

Θέλει κι άλλο κόκκινο
Και που να βρεθεί;
Μια ζωή κυνηγός του γαλάζιου
Ονείρου; Ουρανού;
Δεν θυμάμαι πια

Κι αν δεν ήταν
τόσο μακρινή η υπόσχεση
ή
τόσο εύθραυστη η προσμονή
ίσως να τα κατάφερνα.

Μελωδία θλίψης

Μέσα στην κάμαρα που ευωδιάζει χτες
Ίχνη και μυστικά κρυμμένα σ’ επιφάνειες γυμνές
Να σε μαντέψω απ’ τη σιωπή και την αιθάλη
Πώς;

Χέρια της μνήμης μου σφουγγίζουν απαλά
Από την αυγινή σου λάμψη περισσεύματα θολά
κι όλες τις ώρες στων χαδιών σου τη σπατάλη
πώς;
ψέμα έγινες
ψέμα έγινες κι εχάθης

Το φεγγάρι μιας αγάπης μεσουράνησε
και τη θλίψη μου για λίγο παραπλάνησε
μα είν’ εδώ τα περασμένα και μας βλέπουνε
κι ιστορίες για δραπέτες δεν αντέχουνε

Φύλλα φυτρώνουν στα ξερά μου τα μαλλιά
Ρίζες τα πόδια μου απλώνουν και τα χέρια μου φωλιά
Τη λύπη μου άδειασε μιας μέθης παραζάλη
Αχ πώς;
ψέμα έγινες
ψέμα έγινες κι εχάθης

Ενηλικίωση

Σηκώθηκε από νωρίς το όνειρο
κι ήρθε να με ξυπνήσει
Έλα, μου λέει, ήρθε η ώρα
σήμερα ενηλικιώνομαι
Καλά με φρόντισες ως τώρα
μα είναι καιρός να φεύγω

Έτσι μ’ άφησε… αξημέρωτα._

Η Στέλλα στιχουργός

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.