Η Ρία Φελεκίδου μεγάλωσε και έζησε τα μαθητικά της χρόνια στην Κατερίνη. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και δημοσιογραφία στο Εργαστήριο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του μεταπτυχιακού ετήσιου προγράμματος παιδαγωγικής κατάρτισης της ΑΣΠΑΙΤΕ και πτυχιούχος του μεταπτυχιακού δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Εργάστηκε ως δικηγόρος και
δημοσιογράφος στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα δουλεύει ως
εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε σχολεία και σε διοικητικές θέσεις.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
Τελεία και παύλα, [Γαβριηλίδης 2005]
Αυτά, Γαβριηλίδης [2008]
Η Ιστορία Ίδια [Γαβριηλίδης 2019]
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ξέρω τι θα γίνει [Εντύποις 2018]
ΠΑΙΔΙΚΑ
Η μαγική κούπα, [Σύγχρονοι Ορίζοντες 2004]
Ο άστεγος χορτοφάγος λύκος και το έξυπνο γουρουνάκι, [Κέδρος 2006]
Η Πρασινούλα γιναντούλα και οι εφτά χιονάτες, [Κέδρος 2006]
Η νονά της Σταχτοπούτας σε δράση, [Κέδρος 2006]
Το πιο ευτυχισμένο κοριτσάκι του κόσμου, (2014)
Το παιχνίδι των δοντιών, [Μεταίχμιο 2018]
Λύκοι και πρόβατα, [Μεταίχμιο]
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΙΔΙΑ (2019)
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟ ΚΑΔΡΟ
Αν θέλεις την αλήθεια στο κάδρο
Βγάλε τις λέξεις
Άφησε ανθρώπους να πηγαινοέρχονται
Ένα πολύχρωμο πλήθος
Δίνει δώρα και φεύγει
Γεμίζει τον τόπο ανάσες δροσερές
Και γίνεται καπνός πριν σκοτεινιάσει
Αν κάνουν πως μιλούν μην ξεχαστείς
Βγάλε τις λέξεις
Σβήσε τα επιπλέον χρώματα
Ακολούθησε τις οδηγίες των ματιών τους
Προτίμησε το απογευματινό φως
Είναι αρκετά κοντά στην αλήθεια
Ένα βήμα πριν τις ανεπιθύμητες απόπειρες
Σμίκρυνε τους τυπικούς επισκέπτες
Περνούν τις θύρες αλύγιστοι
Ευθυτενή πρόσωπα
Αμήχανα χέρια
Αναποφάσιστες λέξεις
Βγάλε τις λέξεις
Μην τους εξαφανίσεις
Μία καλή σμίκρυνση
Δικαιούνται ένα κομμάτι στο κάδρο
Διεκδικούν λύσεις, δεν το θυμάσαι;
Έχουν μια ατζέντα από φορμόλη
Γράφουν, σβήνουν, λένε, ξελένε
Βγάλε τις λέξεις είπαμε
Βγάλε τις λέξεις
Τώρα εκείνοι κάθονται οκλαδόν
Ή καπνίζουν
Ή ρεύονται
Ή θυμώνουν
C9]
Ή κάνουν έρωτα
Ή γεννάν παιδιά
Ή έχουν κατάθλιψη
Ή κοιμούνται
Ή ελπίζουν.
Ίσως να πίνουν τσάι.
Κι ένα κοριτσάκι
Κουνάει μια γυμνή κούκλα
Μπροστά στα ασφαλτοστρωμένα μας μούτρα
Αυτό σε πρώτο πλάνο
Ούτε κλαίει
Ούτε γελάει
Η κούκλα είναι ξεμαλλιασμένη
Και δε φοράει τίποτα, τσιτσίδι
Δεν έχει άλλο. Μην κουράζεσαι.
Το κάδρο σου τέλειωσε.
Κι αυτή είναι η αλήθεια.
ΔΑΚΡΥΑ
Περίμεναν τόση ώρα να κατηφορίσουν.
Χθεσινές δουλειές να τελειώσουν
Ανούσιες ανταλλαγές λέξεων
Δολοφονικές βεβαιότητες
Να ταξινομούνται πάνω στο τραπέζι.
Τα βαρίδια μιας δομημένης ρουτίνας
Ένα άδειο βλέμμα
Κι άλλο ένα
Η απουσία γλείφει
Ό,τι ξέμεινε σφριγηλό.
Ύστερα λοιπόν η σειρά τους.
Το κορμί σε συναγερμό
Πλημμυρίδα άμπωτη
Ασυγχρόνιστα στην περιοχή της καρδιάς.
Κάτι που άρχισε να τρίζει
Πάει να ανοίξει
Μια παλιά υπόσχεση, μια ξεχασμένη πόρτα.
Τίποτα δεν ολοκληρώθηκε
Μαζεύτηκαν προς τα πίσω
Τα ρέοντα ερωτηματικά
Οι υγρές απώλειες
Οι δρόμοι του νερού
Άτακτη υποχώρηση
Στα όρια του κενού.
Για τα περαιτέρω
Χάθηκε το κλειδί
Ή έφταιξαν τα προαπαιτούμενα χρέη.
Τα μάτια έμειναν απότιστοι βολβοί.
ΔΕΝ ΑΚΟΥΜΕ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΑΖΙ
Δεν ακούμε μουσική μαζί.
Όχι πια, ούτε την κλασική
Που μου ’μαθες να μετρώ
Τις εισόδους των οργάνων
Ούτε τις παρδαλές συγχορδίες
Τις φορτωμένες λόγια σκοτεινά
Λόγια ανθισμένα
Που ακουμπούσα με φιλιά
Στο μαξιλάρι σου
Ιδρωμένο από ξένα όνειρα.
Το δωμάτιο είναι γεμάτο έπιπλα
Καθόμαστε σε διαφορετικούς καναπέδες
Απλωμένοι σ’ ένα μέλλον στενό
Μονόδρομο, ίσα ίσα χωράει
Ένα κορμί όρθιο
Ένα κορμί ξαπλωμένο
Χαιρετάει ένα χέρι άγνωστο.
Κι έτσι αγάπη μου
Οι νότες πια κατρακυλούν
Στο κορμί μου γυμνές
Πιο γυμνές απ’ το ακάλυπτο
Στήθος της αμαζόνας.
Στην Τροία αχολογούν καινούριοι πόλεμοι
Η Κρύα φοράει κάλτσες
Στα μελανιασμένα της όνειρα.
Οι νότες κατρακυλούν
Στο κορμί μου, στο πρόσωπο,
Στα χέρια μου
Δεν προφταίνω τους λυγμούς τους.
Δεν είσαι εκεί αγάπη μου
Να φτιάξεις κάστρα από μενεξέδες
Πολεμίστρες μουσικής
Να απλώνω τα μαλλιά μου
Στα χώματα
Να σέρνονται στα χώματα
Ξαναμμένα φίδια, φίδια.
Δεν είσαι εκεί
Να τυλιχτούν γύρω σου
Να σφίξουν έως θανάτους τις αντιρρήσεις σου
Σαν η αιώνια υπόσχεση
Η αιώνια απειλή
Ο πιο θνητός έρωτας
Στο βασίλειο των ερώτων.
(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Βακχικό, τ.32)
ΔΟΚΙΜΕΣ ΜΕΤΡΟΥ
Τότε που η αμετρία χάθηκε
Μετοίκησε το ανυπόληπτο πάθος
Νηνεμείς οι σχέσεις οι στιγμές
Άδειασε η πολιτεία
Απ’ τους ψηλοπόδαρους μουσικούς
Είδα τα δάχτυλά τους να εξαερώνονται
Γέμισαν οι στοές της αγοράς αρχαγγέλους
Με απόχες παγιδεύανε ό,τι έλαθε της Νέας Εποχής
Τις ξεμαλλιασμένες προσευχές μας
Λαχανιάσματα σε στοργικούς στάβλους
Συλλέγανε κρυφά τις ονειρώξεις
Των έγκλειστων δεσποινίδων
Έμεινε ένας κρανίου τόπος
Στολισμένος γιρλάντες ευπρεπισμού
Έμειναν μονολεκτικές απαντήσεις σε τοξικές ερωτήσεις
Περιφερόταν μια μακιγιαρισμένη θλίψη.
Αχυρένιος ο πόνος
Όταν κεντάς με γαντοφορεμένα δάχτυλα κρίνου
Κήπους γυμνούς
Σπίτια απαλλαγμένα από τη ζέστη
Τους είναι άγνωστο το κρύο
Δεν ξέρουν από αίμα και φωτιές.
Αν θέλεις σάρκα
Να κάτσεις στο περβάζι μεσάνυχτα
Να κελαηδήσεις ουρλιαχτά
Να ορμηνέψεις τρελούς
Να γίνεις χώμα διάολε
Πριν κλάψεις για τη μουσική
Πριν νοσταλγήσεις φόβους
Το νου σου
Θέλει κότσια η ακροβασία στο κενό
Έχει αγκάθια η μνήμη των νεκρών πουλιών
Αν θέλεις αυτή την ελευθερία
Γδύσου τους στρατολογημένους σου άθλους
Βγες στο κατώφλι άοπλος
Και καλωσόρισε τους εφιάλτες σου.
Η ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ
Η κάθε μέρα
Όπως κυλάει στο δέρμα σου
κυλάει και στο δικό μου
Απ’ το μεσόφρυδο ξεκινά
Συντηρεί θυμούς και λύπες
Περιγράφει απώλειες και διαψεύσεις
Ρυμοτομεί τον πόνο
Και προχωράει υγρά αυλάκια
Σκαπανείς με συνέπεια
Στις φυλλοβόλες μας ώρες
Αργά σκάβουν τσαλακωμένους ανδριάντες
Μισιακούς θεούς αποκρουστικές αλήθειες
Κατεβαίνουν μοιραία στο λαιμό
Μες στην αυλή τους ταξιδιάρικα
Βαθαίνουν με τα άψυχα χάδια
Συνωμοτούν για ένα ευθύ καρδιογράφημα
Βαπτισμένο κανονικό
Τόσο που γίνεται εμμονικό
Δαιμονικό.
Η κάθε μέρα ανυποχώρητη
Κάνει έφοδο στις όψεις της ομίχλης
Στα τεθλασμένα όνειρα
Στις ασαφείς υποσχέσεις
Μάχεται τις οδύνες και τις ηδονές
Ξεδιάντροπα μας αφοπλίζει
Μας γδέρνει
Απ’ την αλήθεια του κορμιού
Ξελευτερία φωνάζει εκείνο
Ξέπλεκα μαλλιά τυλίγουνε αντένες
Δεν κλείνεις εύκολα το στόμα στην αλήθεια.
Έφοδος όμως
Ο στρατός των επαναλήψεων
Ατσαλάκωτοι κλώνοι στη σειρά
Ρυθμός εμβατήριο
Μισή μερίδα, φοράνε μάσκες
Νομίζεις είναι ομορφιά
Σιγουριά ζεστασιά
Μην το νομίζεις
Έχουνε τσακισμένα πρόσωπα από μέσα
Διαλυμένα περιοχές υγρές
Μάζα αδιαφοροποίητη χωρίς χαρές
Χάρες
Η μόνη σιγουριά
Βαδίζουν μια ακόμη μάχη κερδισμένη
Επ’ ώμου έχουν τη ρουτίνα
Ρυθμικές εκπυρσοκροτήσεις κι έτσι
Φονεύουν το μικρό απροσδόκητο
Την παράνομη θλίψη
Απροστάτευτα στους ναούς μιας μακρινής θύμησης
Μιας ακόμη πιο μακρινής ελπίδας.
Η κάθε μέρα ανυπέρβλητος θεός.
ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ
Μικρή φιλική κουκουβάγια
Με κόμπους ιδρώτα
Στα χοντραγυαλιά
Όταν πετάει πάνω κάτω
Σκουντουφλά στα δέντρα
Και το δάσος βουίζει αρχαία μυστικά.
Το πρωί φοβάται τα θρύψαλα του σκοταδιού
Στο ασπράδι των ματιών της.
Καθαρίζει τη φωλιά της
Με τα αγχωμένα χνότα της
Και μαζεύεται σ’ ένα σοφό ύπνο
Γεμάτο ερωτηματικά.
Φοβάμαι να τη ρωτήσω
Για όσα δεν απορώ.
ΤΙ ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ…
Παράξενος έρωτας
Απροσδιόριστης υφής
Ντυμένος λέπια
Απλωμένος σε σανίδες
Τελευταίας σωτηρίας
Ελίσσεται ωσαννά
Χορεύοντας
Κατρακυλά κίτρινες μέθες
Φαλτσάροντας
Χαρίζεται σε ου ραγούς
Φωλιάζει σε απόκληρες ανάσες
Παράξενος έρωτας
Μεγάλωσε σε φυλακή
Ξέρει από θυσίες της σάρκας
Τα ταγγισμένα απόβραδα
Πριν σκίσω τα ομορφότερα ποιήματα
Πριν δεθώ καλλίπυγους εφιάλτες
Πριν ερωτευτώ ξανά πλουμιστές απώλειες
Πριν απελάσω τον οίκτο
Θρονιάζεται στα γόνατα της θλίψης
Βουρκώνοντας εξαερώνεται στους μεγάλους ουρανούς
Υπόσχεται ροδαλά, παχουλά μηδέν
Υποκλίνεται δουλικά στους ακύμαντους δρόμους
Άφτερος δοκιμάζει ουράνιες πτήσεις
Παραμιλά, σου λέω, ανύπαρκτες λέξεις
Ονειρεύεται λιωμένες χιονοστιβάδες
Μέχρι τις ρίζες των μαλλιών βυθίζεται
Σε ληγμένα σκοτάδια
Παράξενος έρωτας
Τι παράξενος έρωτας…
ΤΟ ΕΡΓΟ
Θα παρελάσω πρώτη στην πομπή των χελιδονιών
Σε αιώνες άδειους απ’ τα βήματά σου
Ούτε μία μικρή υπόσχεση
Αυτό είναι το έργο απ’ την αρχή
Ένα δωμάτιο με αόρατες αντηχήσεις.
ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΕΙΣ
Ακόμη κι ο πόνος
Έμαθε να ζωγραφίζει
Τον κομμένο λαιμό του.
Αυτοθαυμάζεται.
Κανακεύει τις ματωμένες του σάρκες.
Υπονομεύει με τα τερτίπια της τέχνης
Τη βασιλεία του.
ΧΩΡΙΣ ΟΥΡΑΝΟ
Όταν ακόμη η μέρα δίνει παράσταση
Τρικλίζοντας με βήμα αστάθειας
Σαν να πατάει από γυαλιά ανάμεσα
Χρώματα που δεν της ταιριάζουν
Ο ουρανός χάνεται
Πριν το χειροκρότημα φεύγει
Σφίγγει τα σύννεφα πάνω του
Τυλίγεται ντρέπεται για τα καμώματά της
Φεύγει κι είναι έρημα
Χωρίς μικρές γωνιές από ανάσες
Σπιτάκια από σύννεφα
Αν όχι αυτός, τότε τι
Μαθαίνω πώς είναι να απλώνω το βλέμμα
Σε λημέρια χωρίς αφεντικά
Όμως ένας ολόκληρος κόσμος
Παρατημένος στην τύχη του σκέφτομαι
Στρέφω το βλέμμα
Ψηλά όμως όχι
Πώς είναι χωρίς αυτό που μάθαμε να είναι
Ένας δεδομένος ουρανός
Κι έπειτα το τρένο φτάνει όπου έπρεπε
Ή ακριβώς εκεί που δεν έπρεπε
Βγαίνω έξω
Ένα καινούριο σύμπαν
Να κάνω τις δουλειές μου έστω και χωρίς
Τυλίγομαι –με τη σειρά μου-
Ένα μπουφάν φουσκωτό από αέρα
Σύννεφα ξεχασμένα
Νιώθω γαλάζια
Ξεκολλάω απ’ τη γη
Με το μπουφάν το φουσκωτό
Πασχίζω
Και πασχίζω
Λίγο ψηλότερα
Ο ουρανός βρίσκεται πάλι όταν τον φτάνεις
Κι έτσι στοιχίζομαι ε τις αέριες μάζες γύρω μου
Τεντώνομαι διπλώνομαι
Κάνω γωνίες αεροναυπηγικής δυναμικής
Το κορμί μου παγώνει
Σε στάσεις ενστικτώδους τελειότητας
Με το μπουφάν το φουσκωτό
Το μαύρο
Κι όπως πασχίζω –είναι ξαφνικό-
Φτερά και πούπουλα
Να κακαρίζει ο τόπος
Και δεν σαλεύω
Ούτε έναν πόντο απ’ τη γη
Ήτανε νόθα τα πουλιά
Φτερά μισά και πούπουλα δαρμένα
Μόνο για μαξιλάρια να γεμίζουν κάνανε
Όχι για να σηκώνουνε κορμιά
Να βεβαιώνουνε τον ουρανό
Και πάλι φτάνοντάς τον.
Και κάπου εκεί
Τα πόδια επανωτίζουνε στη γη
Και το μπουφάν να κελαηδάει τα επί γης μου χρέη
Τα αιτήματα περί ουρανού σε περιπτύξεις με το χώμα
Και κάπου εκεί το παίρνω απόφαση
Όπως μιλάς πρέπει να πετάς
Δεν κλυδωνίζομαι άλλο από την έλλειψη φτερών της προκοπής
Αέρα στο μπουφάν μου
Και τα σύννεφα τι να τα κάνω
Γεμίζω λέξεις τα πνευμόνια μου
Στο τέλος – δεν μπορεί-
Θα αναστηθεί κάτι στη θέση του ουρανού
Που επαρκώς θα τον θυμίζει.
(Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα www.thraca.gr)
ΑΥΤΑ (2008)
ΜΟΝΟ
Κουβαλώ ένα ποτάμι
που δε γέννησε τους στεναγμούς του.
Συντονίζομαι με το λυγμό των ψαριών
μόνο όταν γδύνομαι απ’ τις ισορροπίες μου.
ΤΑΞΙΔΙ
Στα διόδια σηκώνω το βλέμμα.
Μετρώ τις στιγμές που χάθηκαν
προς τιμήν της αγίας αφηρημάδας.
Συντονίζομαι με το μουντό τοπίο.
Συνεχίζω να είμαι μουγγή
και απέναντι στους υπόλοιπους συνεπιβάτες.
Έξαφνα συνειδητοποιώ πως αναπνέουν.
ΣΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ
Στην κόψη της θλίψης
το παρόν θολώνει
από εικονίσματα του χθες
που δεν εξαργύρωσαν ποτέ
τις θεόσταλτες υποσχέσεις τους.
Η φρίκη φτιασιδώνεται
με χαρούμενες κραυγούλες χωρίς ταυτότητα.
Οι λύπες κεντιούνται εντέχνως
με υψηλά νοήματα – αχρείαστα να ‘ναι.
Πολυκύμαντα τα νήματα της ελπίδας
τυλίγονται προσεκτικά
γύρω απ’ το λαιμό των υποψήφιων νεκρών
μέχρι που και η τελευταία ανάσα τους
ταξιδεύει στο δάσος με τις καμένες φτέρες.
ΠΙΚΡΕΣ
Κλεισμένες σφιχτά
στα μικρά βελούδινα κουτάκια της άρνησης,
δεμένες αριστοτεχνικά με τις αναβολές μας,
οι πίκρες που μας αναλογούν
περιμένουν ανυπόμονα τη σειρά τους.
Την ώρα που το τρέμουλο στα δάχτυλά μας
θα καταφέρει να ορθοποδήσει
και θα αφαιρέσει τους περίτεχνους κόμπους.
Τότε θα αρχίσουν να αναπνέουν ανακουφισμένες
μέσα στις ανίσχυρες χούφτες μας
σαν ανυπόμονα τρομακτικά ζωάκια
με τα σαρκοβόρα τους στόματα
να απαιτούν ένα μερίδιο απ’ τη ζωή.
Τη ζωή μας.
ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Το πίσω μέρος της κάννης σημαδεύει το όνειρο,
περιφραγμένο τέλεια στον αυλόγυρο του ματιού.
Απ’ την άλλη, μάταια το βλέμμα στοχεύει εμπρός
στη μετατόπιση του κέντρου του κόσμου.
Να γίνει πώς;
Αφού είναι όλα εδώ τριγύρω;
Λυμένα, δεμένα, μεταξύ τους καλά γνωρίζονται,
το γύρω γύρω όλοι η αγαπημένη τους άσκηση.
Ξεθεώνονται στο βάθος της οικειότητας
– ενόσω φαινομενικά απάνεμες αγκαλιές
ταξιδεύουν το χάος εκ περιτροπής
στο καρναβάλι των επιλογών μας.
Το όνειρο, που είναι για όνειρο φτιαγμένο,
κέντρου του κόσμου δοκιμασμένο
ή μήπως θα ήταν καλύτερα να πω δαμασμένο
το αναμενόμενο να φυτρώνει στις παλάμες μας.
Για όνομα του φόβου!
– Ή θα ’πρεπε να πω στο όνομά του;
Ίσως γι’ αυτό τελικά μισώ τις αυλαίες
που οριοθετούν νέες τάξεις πραγμάτων.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ
Χίμαιρες πλεγμένες με τα δάχτυλά μου
την ώρα που κυνηγώ υπάκουα τσουλούφια
στο μέτωπο του έρωτα.
Χάρτινες φωνές συνοδεύουν
τους καθημερινούς πνιγμούς της χλόης
στα βήματά μας.
Παραδίνομαι. Παραδίνεσαι;
Και ας μείνουν όλα όπως είναι.
Μικρά, συνηθισμένα, ανήλιαγα.
Γνώριμα και απειλητικά.
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΑΠ’ ΤΟ ΚΕΝΟ
Ένα βήμα πριν απ’ το κενό
τακτοποιώ όμορφα τις δουλειές μου.
Πλέκω ψιλοβελονιά τις υποχρεώσεις μου
και τις φορώ μαλακά στο λαιμό των ημερών μου.
Ένα βήμα πριν απ’ το κενό
κάθομαι σταυροπόδι επιμελώς ατημέλητα
και θαυμάζω τις δεμένες μου γάμπες.
Μετρώ τα ποτήρια που δεν έσπασα
τους φίλους που δεν έκλαψα στον ώμο τους
τους δρόμους που παρέκαμψα
τις ώρες που δεν έπαιξα με τα παιδιά μου.
Ένα βήμα πριν απ’ το κενό
βλέπω όλα τα βραδινά προγράμματα στην τηλεόραση
κι έπειτα βυθίζομαι στον ύπνο
με την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
γύρω απ’ το κρεβάτι μου
να παγιδεύει τα ανήσυχα όνειρα
βουίζοντας τα τελευταία τηλεοπτικά νέα.
Ένα βήμα πριν απ’ το κενό
δουλεύω οκτάωρο
διασκεδάζω μια φορά την εβδομάδα
κάνω έρωτα άλλη μία
και βάφω τα νύχια μου κάθε μισή ώρα.
Θέλω να τα βλέπω λαμπερά.
Να καθρεφτίζω τα δόντια μου
στο κόκκινο της φωτιάς τους.
Ένα βήμα πριν απ’ το κενό
γνέφω στα παιδιά που ακόμη δε γέννησα
να πλησιάσουν.
Ένα βήμα πριν απ’ το κενό
η ζωή μου μικραίνει, μικραίνει, μικραίνει.
Γίνεται μια σταλιά, τοσοδούλα,
και χωρά στη χούφτα μου.
Της ψιθυρίζω νανουρίσματα
–ένα βήμα πριν απ’ το κενό–
για το μέλλον που σιγά σιγά κοιμάται.
ΑΝΑΜΕΣΑ
Στην κοίτη της λύπης μου
ζωγραφίζω τα κύματα στο νερό
με δικά μου χρώματα
– που και που δανείζομαι
αναπάντεχες αντανακλάσεις απ’ το φως.
Έπειτα το βλέμμα μου επιπλέει στο έργο μου.
Αφήνει ρινίσματα αβεβαιότητας
– μα πού πήγαν οι τόσες εντός μου αποχρώσεις;
Στην κοίτη της χαράς μου
τραγουδώ όλα τα φάλτσα που ονειρεύτηκα.
Χωρίς ενδοιασμούς
ξεγυμνώνω τους ήχους απ’ τον προορισμό τους.
Κυλιέμαι ασύχναστα στα ντεσιμπέλ τους.
Μαδώ τα κέφια απ’ τις γιορτές
και τα καταπίνω αμάσητα.
Πράσινοι κλώνοι και γκρίζα κενά
μου θυμίζουν το όριο ανάμεσα.
Ανάμεσα στη λύπη και στη χαρά μου
κοιμάται ένα φοβισμένο παιδί
που δεν τολμώ να ξυπνήσω.
ΑΙΔΟΙΑ ΚΑΙ ΔΑΚΡΥΑ
Αιδοία και δάκρυα
αφήνουν υγρά ίχνη στις ανήσυχες παλάμες
στεγνώνουν όταν το ερέθισμα εκλείψει.
Αποτελούν άλλοθι απουσίας πολύτιμο.
Τη μέρα περισσεύουν
στη νύχτα δε χωρούν.
Κανείς δεν μπορεί πειστικά να αρνηθεί
πως συνιστούν με επιτυχία
συναφείς απομιμήσεις ζωής.
ΑΓΡΙΑ ΝΥΧΤΑ
Η άγρια νύχτα έχει ένα πλεονέκτημα.
Την αφροδίσια καταρροή στον Άδη των σωμάτων.
Η άγρια νύχτα έχει ένα ζητούμενο.
Την επικείμενη συμφιλίωση με το απόλυτο
που ματαιώνεται κάθε φορά στο χείλος.
Η άγρια νύχτα έχει ένα και μόνο πρόσωπο.
Συνοψίζεται
στην ακύρωση των φιλικών αρωμάτων του καφέ
και στο καθρέφτισμα των επιπλέον παλμών
σ’ ένα βαθύ πηγάδι.
ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ
Ο αισθησιασμός μιας κοινής γυναίκας
είναι όπως η κατήφεια της σελήνης.
Τριμμένη και τετριμμένη η όψη της αλήθειας.
Γράφουμε γι’ αυτά που λέμε και δεν πιστεύουμε.
Έτσι οι πνιγμοί των λέξεων
μας περιμένουν στα διαστήματα των ουρανών.
Kannst du tanzen?
Can you dance?
Εγώ αψηφώ το θάνατο.
Κυνήγα με και πιάσε με χωρίς τίτλους.
Στην άκρη απ’ τις διδαχές.
Και στην αρμύρα της θάλασσας κάνε με δικιά σου
άμμο και όνειρα και νερά.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ
Αίθριες είναι κάτι περιπτώσεις
που συνοψίζονται στα μάτια σου
– μάτια του καλοκαιριού ανάγλυφα.
Περιπτώσεις που αφύλαχτες εγκαταλείπουν εαυτόν
εκτεθειμένες θαρρείς σε κάθε διαβάτη
αρκεί να περπατά τα αποπνικτικά μεσημέρια
αναζητώντας νύμφες στα δάση.
Έτσι που να αναγνωρίζει και να κατακτά
ό,τι δεν παραδόθηκε στους νυχτερινούς ιλίγγους.
Μυρμηγκιάζουν το φως
καθώς σφηνώνονται στο πρόσωπο της μέρας.
Γλείφουν τη γλύκα του ήλιου
και την τινάζουν κομματιαστά ανάμεσά μας.
Κάθε αυτόβουλα ολόγυμνο σώμα
θα συναρμοστεί με αυτά τα μεσημεριανά κύματα.
Αν είναι να ηγείται κάποιος,
θα ’θελα τη μουσική
να σαλεύει στις αμυχές της ζέστης.
ΣΤΙΓΜΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑΣ
Διαφορετικά, θα ήμουν πυγολαμπίδα.
Αργότερα, κινούμενη άμμος επικίνδυνη.
Αν ήταν πιο νωρίς θα ήμουν παιδικό νανούρισμα.
Τώρα όμως πλάθονται οι καμπύλες του κορμιού,
οι γραμμές των ματιών,
οι σκιές της νύχτας μου.
Γίνομαι γυναίκα τώρα για σένα.
ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ
Φύλαξέ μου μια αξιοπρέπεια
Σαν το αίμα που καίει
Όταν γλιστράς απ’ τους νόμους
Σαν την πληγή που αγαπά
την επαφή της με τον αέρα
Σαν το κραγιόν που θόλωσε
τον καθρέφτη του νου σου
Πυκνώνοντας τον αέρα στο χώρο
Με ένα αντίο.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑ
Η έμπνευση κρυώνει
σαν πιάτο που περιμένει την όρεξη
Δε χτίζονται γιοφύρια έτσι
Μόνο κατασκηνώνουν στεναγμοί
στα ερείπια-θεμέλια
Κι η γυναίκα του πρωτομάστορα
–το πιο όμορφο τραγούδι
της εποχής των κύκνων–
κλεισμένη σε μια ντουλάπα ροζ
να ξηλώνει ποδόγυρους
να οσμίζεται
να περιμένει.
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
Κοράλλι πράσινο σ’ ένα κομμένο κεφάλι
Στις έννοιες οι λέξεις
πρόστυχες αναδεύουν.
Θα ’θελα από ένα κελάρι
να τις ξετρυπώσω μία μία
να τις συνεφέρω μες στο ποτήρι του κρασιού
Να απλώνονται έπειτα χωρίς σπρώξιμο
– σαν μαλακή ανάσα.
ΤΕΛΙΚΑ
Μάτια αφημένα στους καθρέφτες
μιας άλλης αντίληψης
ξεφλουδίζουν τη ρόδινη σάρκα
των ερωτικών υπαινιγμών
καθώς στάλες του πρωινού καφέ
νοτίζουν την κρυφή ηδονή τους
απρόσωπα.
Τώρα σκύψε στην άρνηση
στα όρια του εγωισμού.
Στην παραίτηση της λειτουργίας της μάθησης
κατατροπώνεις τα εισαγωγικά.
Κι εγώ γελασμένη στο χρόνο
κυνηγώ πεθαμένα οράματα.
Τελικά η ανία
είναι η πιο άσπονδη προσταγή.
ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΦΕΥΓΕΙ
Και τότε έρχεται.
Σαν διάφανο αποκρουστικό τέρας
με συντεταγμένες ανθρώπου
κλειδώνει τα όνειρά μου
σ’ ένα ξεκοιλιασμένο συρτάρι
λαδώνει τους σκελετούς στην ντουλάπα μου
διαχέει αόρατο δηλητήριο
και παράφρονες χυμούς θανάτου.
Και τότε φεύγει.
Όταν τελειώνει
μοιάζω σαν τα χυμένα μυαλά ενός αδικοχαμένου ναύτη
σ’ ένα βρομερό μπαρ.
ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ
Οι προσδοκίες μου είναι σταχτιές
σαν μολυβένια στρατιωτάκια νυσταγμένα.
Οι σκέψεις μου μαβιές
στρέφουν κατάματα τη θλίψη τους
σ’ έναν σκισμένο ουρανό.
Συντρίμμια που αγκαλιάζονται
κι έτσι πένθιμα ορθοποδούν.
Όσο μεγαλώνω,
τόσο σταχταίνουν οι πρώτες
σκουραίνουν οι δεύτερες.
ΤΟ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑ
Η θύμησή σου είναι μια συνεχής αιτία οσμών.
Οργώνουν και πυροδοτούν ό,τι υπήρξε πριν από σένα.
Εγώ, γαληνεμένη, παρακολουθώ τον ερχομό σου
μέσα μου.
… Είπες τίποτα για ηλιαχτίδες;
ΤΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΥΛΑ (2005)
ΤΕΛΕΙΑ ΠΑΥΛΑ ΚΑΙ ΚΕΝΟ
Μισώ τα νέα με τα πελώρια άδεντρα πρόσωπα.
Μισώ τις νύχτες που τα προετοιμάζουν.
Μισώ τους χτύπους του ρολογιού που τα υποδέχονται.
Τις φυλακισμένες ανάσες που ζέχνουν αδιέξοδο.
Τις κιτρινισμένες παλάμες που ξεφτίζουν παραδοχές.
Ματώνω στο μέρος του δαχτυλιδιού που έλειψε.
Επιβουλεύομαι όλων των ειδών τις υποταγές
που κρέμονται κορδωτά στις ντουλάπες μας.
Τον παγωμένο ενδοιασμό της τρέλας τον καλοκοιτώ.
Με δάχτυλα σβησμένα ψηλαφώ.
Αν κάτι έχει ξεχαστεί στα μωρουδιακά σκεπάσματα.
Το αποτύπωμα μόνο στο χθες.
Όταν το βλέμμα ανοίγει στα όρια της γης και του ουρανού,
ξεναγεί τη σκέψη στα μονοπάτια της κόλασης.
Εκεί καμαρώνουν μια τελεία και μια παύλα.
Υ.Γ.: «Καλώς τον» ξελαρυγγίζονται ανέσπερες οι ωδίνες
των ωδικών πτηνών που κοιλοπονούν μέλη μελωδικά.
Αποκομμένα απ’ τη ζωή μέλη νεκρά.
Σπορά δανεική απ’ το όνειδος του κενού.
ΝΑ
Να μιλήσουμε γι’ αυτά που δεν ξέρουμε
και μας τρομάζουν με ανοίκειες σιωπές
Όχι γι’ αυτά που ξέρουμε
και μας τραγουδούν με πολυκαιρισμένα ρεφρέν.
Να προσπαθήσουμε γι’ αυτά που υποχθόνια γελούν
κάτω από γέφυρες και μέσα από σύννεφα
Όχι για τ’ άλλα
που αλλάζουν πεζοδρόμια κουβεντιαστά
και ψάχνουν για αριθμημένες θέσεις στα όνειρά μας.
Να προσκυνήσουμε τους φοβερούς θεούς των πλανητών
που παιδιά-κοχύλια γεννούν
κι αμέσως έπειτα τις θάλασσες αφαιμάσσουν
Όχι κατοικίδια λιβανωτά
κι αλληλούια που λιμνάζουν σε παλιά νεροπότηρα
που σπάζουν μετά τον θάνατό μας.
Και τέλος
Να χαμογελάσουμε –γιατί όχι;–
Στη χαλύβδινη υπομονή της ανυπαρξίας
Που ξεκινά να έρχεται όταν φεύγουμε
Που βάζει στο τραπέζι μονά ζυγά τα δικά της
Που μαχαιρώνει συλλαβές που ξέφυγαν
απ’ τα ανυπότακτα στόματα των τρελών
και των ημίθεων
Που συμπεραίνει την ωραιότητα της ακινησίας
απ’ την έλλειψη αντιρρήσεων των νεκρών
Που ξημερώνει στο δάσος
Και την επόμενη μέρα περπατάμε
Σε πτώματα στοιχειών και σε απουσίες ξωτικών
Που πλένεται με φως
Και ραγίζει το πρόσωπο της μέρας
Που πλέκει κολιέδες από διαβόλους τριβόλους
Και τα φοράμε κατάστηθα.
Αφού το ξέρουμε πως είναι αλήθεια
Μονάχα από τριζόνια εκπαιδευμένα
Στην ίδια συλλαβή.
Ναι γιατί όχι;
Να χαμογελάσουμε στη χαλύβδινη υπομονή
της ανυπαρξίας
Και όχι στο τρυφερό σκίρτημα της άνοιξης
Που τάζει και ξετάζει
Λέει ξελέει
Γελά και ξεγελά.
Αυτά.
Και σ’ όποιον αρέσουνε τα παραμύθια και διαφωνεί
Ένα μονάχα να συλλογιστεί.
Τόσο ωραία είναι τα παραμύθια της ανυπαρξίας
Που μια φορά τ’ ακούς καλά
Και δεν ξυπνάς ν’ ακούσεις κι άλλο
Γιατί ότι ήταν ξέγινε
Κι ότι δεν έγινε βασίλεψε χωρίς να γίνει.
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ
Βλέπω τα νύχια μου σπασμένα στις άκρες
Τα δάχτυλα φαγωμένα
Τρίβονται οι αντοχές
Ξεφλουδίζονται αιώνες υπομονής
Η μυρωδιά μιας τελειωμένης τσίχλας
κατοικεί στα έπιπλα.
Τα φαντάσματα συναγωνίζονται
ποιο θα σβήσει πρώτο το φως
ποιο θα φτάσει μαλακά το στόχο.
Στο σκοτάδι όλα είναι θαμπά
και δυσανάγνωστα
Στο σκοτάδι ονειρεύομαι χωρίς φόβους,
κολυμπώ ελεύθερη.
Με αστραφτερά χέρια
δοκιμάζω απλωτές
και χαρίζω σπαρακτικά αγγίγματα
σε μελαψούς πειρατές.
ΑΧΡΟΝΟ
«Τα παιδιά μου να ’ναι καλά» αναστέναξε
μία γενιά και πέθανε.
«Τα παιδιά μου να ’ναι καλά» μουρμούρισε
η επόμενη γενιά και παρέδωσε το πνεύμα.
«Τα παιδιά μου να ’ναι καλά» ευχήθηκε
η γενιά που είχε έρθει η σειρά της
να ανανήψει στους ουρανούς.
Το γέρικο άχρονο σκιουράκι
άλλαζε κρυψώνες στο δάσος
και κρυφογελούσε με τις αλλαγές φρουράς.
Τα παιδιά του δε ζούσαν πια.
Και στο κορμί του αναπαύονταν αιώνες.
ΕΝΟΧΕΣ ΣΚΙΕΣ
Τόση θέληση για τη ζωή τους!
Τόση αγωνία να τους την επιβάλω!
Τόσοι ομόκεντροι φόβοι!
Όταν έρχεται,
η νύχτα με περιμαζεύει στη μήτρα της.
Οι σκιές με βάζουν στη μέση.
Ρωτούν πότε η μια πότε η άλλη.
Δεν περιμένουν απαντήσεις
κι αρχίζουν να με μαλώνουν.
Δε σκύβω το κεφάλι.
Το βλέμμα μου άθραυστο απ’ την παρουσία τους
αντανακλά την ενοχή τους.
ΑΝΤΡΑΣ
Χαμήλωσα το κεφάλι,
καθρέφτισα την αγωνία μου.
Πλάγιασα στο βρεγμένο χώμα
ένα να γίνω με την κοίτη.
Έτριψα τη λάσπη ανάμεσα στα δάχτυλα.
Άφησα τις υποσχέσεις-καραβάκια να ανοιχτούν.
Έπλασα την Εύα, πλάι στον Αδάμ.
Τα ανθρωπάκια δεν έχουν έκφραση.
Ο άντρας δεν ήρθε ακόμη.
«Και μήπως έρχεται ποτέ;»
άκουσα σαν μέσα απ’ όνειρο
την γκρινιάρικη φωνή
του παμπάλαιου θηλυκού
να σπάει σε μικρά αφρισμένα κύματα.
Γειτόνισσα και νοικάρισσα η γριά χρόνια τώρα.
Πώς να κάνω έξωση στην αυθεντία της;
ΕΡΩΤΑΣ
Η πιο απλή πιθανότητα είναι η παρθενογένεση.
Γιατί να χαθώ στους δαιδάλους των συνδυασμών
Να υποκύψω στη γοητεία της αφαίρεσης
Να ταξιδέψω στα ανοιχτά της φαντασίας
Να αφεθώ στο διαμελισμό των μεμονωμένων στιγμών
Είναι οδυνηρό και αδιέξοδο.
Ας πούμε αυτό λοιπόν, ας μείνουμε εκεί.
Γεννήθηκε απ’ το μηδέν,
ζωντάνεψε, μεγάλωσε και έγινε ροδαλός χωρίς αιτία.
Ένας ατίθασος, φτερωτός μικρούλης
που δε ρωτά, δε ρωτά…..
ΠΟΙΟΣ
Ποιος μπορεί να τρυγήσει
ένα ολόκληρο τσαμπί σταφύλια
με τη χαρά αποτυπωμένη στο μούτρο του
απ’ την αρχή μέχρι το τέλος;
Και ποιος ισχυρίζεται πως η θέα
των αποψιλωμένων κοτσανιών
όταν ολοκληρώνεται η διαδικασία
δεν κρατά το ρυθμό
σ’ ένα χορό διονυσιακής τρέλας
με πρωταγωνιστές τα σπλάχνα του;
ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΓΝΩΣΗ
Κάθιδρες βουτιές στο κενό
Δεν επαναφέρουν τη ροδαλή όψη των πραγμάτων
Και προς τι τόση αγωνία;
Όσοι βάτραχοι κι αν γίνουνε πρίγκιπες
Στο πόδι όλων τους μια στέρεα κλωστή
Τους τραβά στη σήψη.
Τα πράγματα έχουν ονόματα
Για να κερδίσουν μια γνώριμη υπόσταση.
Οι άνθρωποι προσθέτουν και επίθετα
Κυνηγώντας ένα χνότο αθανασίας
στο σκυφτό τους σβέρκο.
Τα ζώα περιορίζονται στην ταυτότητα του είδους
Και παραδίνονται στη λήθη και την ανυπαρξία
Σαν να βουλιάζουν σ’ ένα πουπουλένιο στρώμα.
Η πιο μαλακή ανταύγεια
Είναι η ανάμνηση του κεφαλαίου της πρώτης νιότης
Στο αποκρουστικό βιβλίο του χρόνου.
Γλυκαίνει τη λύσσα της γνώσης
Την κοφτεράδα της επίγνωσης.
Δε βρίσκω όμως τη σελίδα.
Σβησμένα τα νούμερα στις γωνίες.
Και οι άκρες των δακτύλων
Σταχυολογούν απλώς μία ακόμη απώλεια.
ΟΝΕΙΡΑ
στην Ασπασία-Ραμόνα
Ονειρεύτηκα μια κίτρινη έρημο
Μια σελίδα χωρίς γραμμές
Ονειρεύτηκα ένα στέμμα από χρυσόχαρτο
Ένα άγγιγμα χωρίς μνήμη
Ονειρεύτηκα μία ανάσα χωρίς μέτρο
Τη δομή μιας φτερούγας
Πώς κυλάει το νερό, πού σταματάει και αν.
Απλά πράγματα ονειρεύτηκα, καθημερινά.
ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ
Στον Γιάννη
Στη σιωπή πετροβολώ τις ώρες
που μου ’λειψαν καθώς μεγάλωνα.
Θάλασσα κι ουρανός
καιρός άγριος στην κάψα του
καλοκαίρι δαιμονικό στην όψη.
Στον αφρό των κυμάτων
σπάνε γυάλινες θύμησες.
Στον αχό της άμμου
προσκυνάνε νέες επιθυμίες.
Στο εκτόπισμα των βοτσάλων
παραμονεύεις εσύ ανίκητος
Αεικίνητος
Ρευστός
Αειφόρος
Ερπετός
Αειθαλής
Εσύ
Καινούριος και παλιός
Εσύ
Στη σκιά της μέρας
Στον παφλασμό της νύχτας
Στων άστρων το πήδημα στον απολεσθέντα χρόνο
Εσύ.
ΑΝΕΞΗΓΗΤΑ
Τα τρίμματα του ανεξήγητου
είναι αλήθειες που καταπίνουμε αμάσητες.
Προπάντων στέκονται στο λαιμό της κότας
που μάταια προσπάθησε να σταματήσει τον αλέκτορα
πριν τριτώσει το κακό.
ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ
Τα χέρια σου δεν ξέρουν να τρυγήσουν
ό,τι τους κληροδοτήθηκε
από θαλασσινούς αέρηδες.
Η φυλή σου παραπαίει
σε άνυδρα ουράνια σώματα.
Κολλητές μαζί σου
μόνο οι σκέψεις της απόγνωσης.
Διάλεξε ένα καταφύγιο
που να μυρίζει θύελλα —σε προσκαλώ—
και όργωσε την ανεπάρκειά σου
με όσες ακτίνες του ήλιου
παραμένουν απτόητες ακόμη.
Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΛΑΚΙΔΑΣ
Πριν χίλια χρόνια
μια παλλακίδα με ορμήνεψε
να ορκιστώ σε μια ιδέα
με σάρκα και οστά
και στύση ελεγχόμενη
απ’ τις σκιές του κορμιού μου
στον ουρανό του κρεβατιού.
Από τότε κινδυνεύουν οι νύχτες μου εκείνες
που η πλάτη σου ζωγραφίζει εμπρός μου
ακατανόητους χάρτες απουσίας.
ΤΟ ΣΤΡΟΓΓΥΛΕΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Μια φυλακή από φράουλες
–δεν τίθεται θέμα–
θα ’ταν ευπρόσδεκτη
για τους εραστές των πρωινών οάσεων.
Για σένα όμως όχι.
Ένα παράπονο από μέλι
–και ποιος θα το αμφισβητούσε;–
θα ανύψωνε το ηθικό
των ορειβατών της διαδρομής του ήλιου.
Το δικό σου όμως όχι.
Εσύ καμωμένος από συνδέσμους χιαστούς
καρφωμένος σε τετράγωνους υπαινιγμούς
εργάτης του διαβήτη και εχθρός των περιθωρίων
χωράς ωστόσο σε μια θάλασσα από χέρια
–τα δικά μου–
διψάς απρόσμενα για μια απεραντοσύνη από δάκρυα
–γλιστρούν απ’ τα μάτια μου–
εφάπτεσαι ακριβώς στις νυχτερινές κοιλότητες
του κορμιού μου
και στρογγυλεύεις.
ΞΕΡΩ ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ (2018)
(Αποσπάσματα)
Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΝΤΙΝΑΣ
Αγάπησα δυο φορές. Μπορεί και τρεις τώρα που το σκέφτομαι. Όταν αγαπάω αδειάζω απ’ όλα. Και μένει η αγάπη. Κι έτσι όπως είμαι, άδειο σακί, της λέω καλωσήρθες. Σαν το σπίτι σου της λέω, βολέψου, όπου βρεις χώρο, απλώσου. Και γίνομαι όλη μια υποδοχή για να ταιριάζει το σχήμα της. Καλοβολεύεται και αρχίζει τα δικά της.
Ένα κέντημα στην αρχή που ξεκινάει από τον λαιμό και διασχίζει τον οισοφάγο. Κατρακυλάει σα μεθυσμένο. Κατασκηνώνει μες το στομάχι μου. Εκεί
μαζεύονται οι παλιοί πόνοι. Εκεί, πότε κοιμούνται πότε ξυπνούν και άντε μου λένε, δε θυμάσαι, πότε κιόλας ξέχασες; Δεν ξέχασα, δεν ξεχνάω ποτέ. Πώς
να ξεχάσω; Ζω με μνήμες δανεικές. Ζω με μνήμες που αψήφησαν το παρόν και το μέλλον μου. Ζω με μνήμες που σχίζουν σε εκατοντάδες μικρά κομματάκια τα ερωτηματικά μου σαν παλιόχαρτα.
Πόσο τον ήθελα! Ήταν μια αγάπη που έκαιγε όπως η άμμος τα αυγουστιάτικα μεσημέρια. Μια αγάπη όλο ρωγμές από τη βεβαιότητα πως ποτέ. Ποτέ, γιατί δεν ήταν ο ήλιος που τον τύφλωνε. Δεν
ήταν το νερό που έσταζε στα μάτια του. Ήταν εκείνη απλωμένη πάνω του σαν φωτιά και νερό και χώμα, σαν όλα τα στοιχειά της φύσης μαζί. Εκείνη στα χέρια του που μιλούσαν άλλοτε με τις εποχές. Πάντα με το κορμί της. Κι εγώ κάπου εκεί. Με τη γνώριμη φωλιά στο στομάχι μου. Το κέντημα να με
ταξιδεύει. Ένιωθα πως ο βαθύς πόνος σκάλιζε έργα τέχνης στο κορμί μου. Γινόμουν όμορφη, όλο και πιο όμορφη, δεν το έβλεπε; Πώς δεν το έβλεπε; Οι
ώρες κυλούσαν αργά, αποφάσιζαν με περίσκεψη τα χρώματα εκείνο το καλοκαίρι και για μένα ήταν ίδια, όλα ίδια. Τα εκτυφλωτικά πρωινά, τα μεσημέρια που καιγόταν ο τόπος, τα δειλινά, οι μεγάλες, δροσερές νύχτες, όλα ίδια, την ώρα που την έκλεινε στην αγκαλιά του και το γέλιο του ήταν δικό της. Μόνο για κείνη. Ένα γέλιο που δε σου ανήκει είναι ένα γέλιο κακό. Ένα γέλιο που γεμίζει το μυαλό σου τρύπες. Τρύπες που ανοίγονται μπροστά σου. Που θέλουν να σε καταπιούν. Μπορεί την ώρα που κοιμάσαι. Προσπαθούσα να μένω συνέχεια ξύπνια. Να μετράω τον πόνο μου σε λεπτά. Να βουλώνω με
σκέψεις τις τρύπες. Όμως και οι σκέψεις γλιστρούσαν με το πιο απαλό αεράκι που ανακάτευε τα μαλλιά του. Γιατί δεν έφυγα; Μάλλον γιατί δεν είχε έρθει η ώρα. Έσκαβα λαγούμι και ακόμη δεν ήταν έτοιμο. Δεν ξέρω πότε, δεν ξέρω πως, δεν ξέρω αν και γιατί. Θυμάμαι μόνο τις τσαλακωμένες λαμαρίνες. Το κρύο στο μέρος της καρδίας. Τα πόδια μου ασάλευτα. Την Όλγα να γελάει σαν τρελή. Θυμάμαι το βλέμμα του κομμένο στα δυο, ένα κομμάτι χρόνου πριν κι ένα μετά, το γέλιο δικό της και το γέλιο κανενός πια και τα χέρια του που δε θα ξαναμιλούσαν με το κορμί της. Θυμάμαι μια λίμνη κόκκινη κάτω από το φεγγάρι. Δε θυμάμαι τίποτα άλλο. Ξέρασα πάνω μου. Τον αγάπησα πρώτη. Ήμουνα η πρώτη που τον αγάπησα.
Κι υστέρα ήρθε ο άλλος σαν άγγελος. Ένα αγόρι γεμάτο μουσικές και γέλιο. Ένα καινούριο αγόρι με το ίδιο όνομα. Γιατί άργησες; τον ρώτησα μα δεν κατάλαβε τίποτα, είμαι σίγουρη, γιατί με κοίταξε με βλέμμα καθαρό, χωρίς απαντήσεις. Δεν πειράζει, δε συγχρονίζονται τα όνειρα σκέφτηκα και συνέχισα να τον αγαπάω με ελπίδα. Γελούσε και πίστευα πως αυτό είναι ένα γέλιο για μένα. Πόσο όμορφο να σου ανήκει ένα γέλιο σκεφτόμουν και χάιδευα τα μαλλιά του. Η μπορεί και όχι. Ίσως μόνο με τη φαντασία μου. Δεν ήταν ακόμη η ώρα, γιατί να βιαστεί κάνεις να αλυσοδέσει το όνειρο; Ας ανθίσει καλύτερα, να ριζώσει και έτσι βουτούσα στο γέλιο του χανόμουν στο γέλιο του και δε φοβόμουν καθόλου! Ήξερα τον δρόμο μα και αν όχι, ήταν ένα δάσος
από έρωτα, που αλλού να χαθώ; Μπορούσα να μείνω εκεί για πάντα. Όμως όχι. Όχι. Για άλλη μια φορά όχι. Τον μάγεψε με τα μακριά μαλλιά της, με τις νωθρές κινήσεις, με το φιλντισένιο βλέμμα της. Τον μάγεψε γιατί μπορεί απλώς να είναι μάγισσα. Είναι μια κανονική μάγισσα.
Απλώνει στη νύχτα τα μαλλιά της
Εξουσιάζει τις ανάσες
Στύβει τη θλίψη
Μένει μια φιδογυριστή γραμμή
Να τραγουδάει σα σειρήνα
Έξω απ’ την πόρτα της
Μπροστά στα πόδια της
Κι εκείνοι της παραδίνονται
Υπάκουα σαν ηττημένος στρατός
Ρίχνουν στα πόδια της τις εξαρτύσεις τους
Της χαρίζουν το γέλιο τους
Οι μάγισσες είναι για την πυρά
Ποιος διάολος αποφάσισε να δώσει ζωή στις μάγισσες;
Δεν μπορούσα να αποφασίσω εγώ. Δεν ήταν δική μου απόφαση. Η ζωή και ο θάνατος εννοώ. Και φυσικά και ο έρωτάς τους. Γιατί έφτασε ένα λεπτό. Τι λέω, μια στιγμή. Μπήκε στο μπαρ που καθόμασταν, κάθισε στο τραπέζι μας. Συστήθηκε μονή της. Εγώ έτσι κι αλλιώς ούτε που θα το σκεφτόμουν.
Δεν είχα λέξεις, οι λέξεις μου είχαν πετάξει. Είχα μεταμορφωθεί σε έναν απλό θεατή, σε έναν βουβό θεατή μπροστά σε αυτό το θαύμα που εκτυλισσόταν μπροστά μου. Τα γνωστά. Τα μαλλιά της απλωμένα στη νύχτα, το τραγούδι της θλίψης μπροστά στα πόδια της, να τον καλεί μαυλιστικά. Δεν ήθελε πολύ. Την αγάπησε σαν τρελός. Κι εγώ δεν πρόλαβα ποτέ να του χαϊδέψω τα μαλλιά.
Οι μάγισσες είναι για την πυρά
Ποιος διάολος αποφάσισε να δώσει ζωή στις μάγισσες; , ·
Ένας μανδύας έπεφτε στο μυαλό μου και σκέπαζε το παρόν. Δεν ένιωθα τον πόνο. Έφευγε μαζί με τις ζωντανές στιγμές. Πού ήμουν; Ποια ήμουν; Τι έλεγχα; Πόσο πίστευα σε εκείνο που ερχόταν, συνέβαινε; Κανείς δεν ήταν μαζί μου. Δεν υπήρχαν μάρτυρες. Δεν άφηνα αποτυπώματα. Ήξερα,
δεν ήμουν εγώ. Εγώ ήμουν φευγάτη σε μια μικρή περιοχή θαλπωρής. Ακόμη και ο φόβος έμοιαζε ασήμαντος. Έμοιαζε φίλος. Φτιαγμένος για να με ταξιδέψει σε έναν κόσμο από τραπουλόχαρτα. Έβλεπα τα μάτια τους καρφωμένα γερά με καρφιά στο πάτωμά. Και γελούσα. Ένα γέλιο δικό μου. Ένα γέλιο που μου ανήκε.
Δεν μπορούσα να φύγω από το μυαλό μου. Δεν έφταιγα για το μέλλον. Κανένας δεν μπορεί να ορίσει το μέλλον. Ούτε καν οι μάγισσες.
Οι μάγισσες είναι για την πυρά
Ποιος διάολος αποφάσισε να δώσει ζωή στις μάγισσες;
Ο τρίτος έρωτας ήταν ο μοιραίος. Ήρθε σα θεία δίκη όταν όλα είχαν τελειώσει. Όταν όλα είχαν φύγει απ’ τα χέρια μου. Και απ’ το μυαλό μου
Όταν όλα είχαν γίνει ένα ποτάμι αίμα στην άσφαλτο. Μέτρησα τα βήματά μου μέχρι να τον συναντήσω. Ήξερα πως τον είχα σκεφτεί 1.863 φορές
μέχρι να φτάσω. Όσες τα βήματά μου. Δεν έφταιξα για τίποτα. Όλοι πήραν αυτό που τους άξιζε.
Οι μάγισσες είναι για την πυρά, τα είπαμε αυτά
Δεν ξέρω ποιος διάολος αποφάσισε να δώσει ζωή στις μάγισσες.
Ξέρω μόνο πως η Όλγα δεν κατάλαβε ποτέ.
Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ
Η αδερφή μου έχει έναν παράξενο τρόπο να σέρνει τις λέξεις. Λες και θέλει να τις κάνει δικές της. Λες και προσπαθεί να τις πείσει να την ακολουθούν και όταν τελειώνει ο ρόλος τους. Λες και της ανήκουν.
Η αδερφή μου είναι παράλογα έξυπνη. Το μυαλό της δεν έχει μάθει να υποτάσσεται στους νόμους που το ελέγχουν. Τα βάζει συνέχεια με τα όριά
του. Με τους δεσμούς που εμείς όλοι μάθαμε να δεχόμαστε. Είναι τόσο πεισματάρα!
Πηγαίναμε Δημοτικό όταν μου είπε πως ήθελε να μάθει ισπανικά. Βαριόταν πολύ να κάνει μαθήματα, ήθελε όμως να διαβάσει τον Δον Κιχώτη από το πρωτότυπο. Όταν την είδα να υπογραμμίζει με κόκκινο μαρκαδόρο τις σελίδες του πρώτου τόμου, όταν την άκουσα να ψιθυρίζει ένα ποτάμι λέξεων
σε μια γλώσσα που δεν ήξερα και ούτε και αυτή ήξερε, όταν είδα τις ακατανόητες σημειώσεις της στα περιθώρια του βιβλίου την κοίταξα απλώς μέσα στα μάτια.
«Τα ονειρευόμουν. Για νύχτες.»
Αυτό μου είπε. Τι; Τις λέξεις μάλλον όπως δένονται μεταξύ τους, τους ήχους, τα μυστικά της γλώσσας.
Τρόμαξα. Μου διάβαζε πριν κοιμηθούμε ένα κεφάλαιο στα ισπανικά και εκείνη γελούσε ή δάκρυζε, σταματούσε μόνο για να σημειώσει ή να υπογραμμίσει και εγώ κάτω από τα σκεπάσματα έτρεμα από έναν βαθύ, πρωτόγνωρο φόβο. Έκλεινα σφιχτά τα αυτιά μου με τα χέρια μου. Δεν ήθελα να ακούσω άλλο. Τι με πείραζε; Αφού δεν καταλάβαινα λέξη. Δεν καταλάβαινα τίποτα από αυτό το αλλόκοτο τοπίο που είχε αρχίσει να μας κυκλώνει. Τι με πείραζε; , 7 ,
Ώρες ώρες ένιωθα πως η αδερφή μου ζούσε απλωμένη στον χρόνο σα χταπόδι. Ζητούσε μερίδιο από το παρελθόν, έστριβε τον λαιμό μελλοντικών
στιγμών όταν της κάπνιζε. Το παρόν ήταν του χεριού της. Και εγώ, εγώ ένιωθα τα πλοκάμια της να σαλεύουν γύρω μου, να χώνονται στα μαλλιά μου,
κάτω απ’ τα ρούχα μου. Ώρες ώρες να τυλίγονται γύρω απ’ τον λαιμό μου..
Την αγαπούσα. Πάντα την αγαπούσα. Ήθελα να τη γνωρίσω, ήθελα να με καταλάβει. Ήμασταν αδερφές σκεφτόμουν και έπειτα όμως έβλεπα πως
αυτό δε δημιουργούσε κανένα αυτονόητο.
Η Ντίνα ήταν φτιαγμένη αλλιώς, από μια παράξενη ύλη που φωσφόριζε ξαφνικά μες τη ζωή μας. Κυκλωμένη από αυτή τη φωτεινή αύρα δεν τα Ρ
ποτέ με το σκοτάδι. Ταίριαζε με το σκοτάδι. Πόσο ταίριαζε! Ώρες ώρες σκεφτόμουν πως έμοιαζε σαν άλλη εκδοχή του.
Μας σύστηνε σε μια πραγματικότητα που μας απωθούσε αλλά μας ανάγκαζε να μας αφορά. Ήμασταν ελάχιστοι μπροστά της. Κι εγώ και όλοι μας, στεκόμασταν θαμπωμένοι να αναρωτιόμαστε για την πηγή της δύναμης και της ευφυΐας της. Τόσο πολύ έξυπνη! Τόσο περισσότερο έξυπνη από όλους
μας! Τρομάζαμε.
«Πόσο όμορφη είσαι!» μου έλεγε εκείνη κάποιες φορές και τα μάτια της έκαιγαν. Δεν μπορεί να ζήλευε. Γιατί; Ήταν πολύ περισσότερο από ωραία. Ήταν εκείνη που ξεχώριζε.
Δεν ξέρω. Καμιά φορά σκεφτόμουν πως μπορεί και να μην της έφτανε αυτό.
Μπορεί και κάτι να μου ξέφευγε.
Εγώ πάλι δεν υπήρχα μόνη μου. Ήμουν φτιαγμένη για να απορροφώ και να αντανακλώ το φως των άλλων. Ήμουν φτιαγμένη για να αγαπώ και
μόνο έτσι υπήρχα πραγματικό. Και αγάπησα. Αγάπησα και αγαπήθηκα δυνατά. Η ζωή ήταν καλή μαζί μου σ’ αυτό. Με το σταγονόμετρο όμως. Η αγάπη μου δόθηκε για λίγο, σαν ένα διάλειμμα στο κενό, σαν αντίδωρο πες.
Ένας πλασματικός χρόνος, ένας αχαρτογράφητος τόπος. Κι έπειτα τα χέρια τους η χώρα μου. Τα μάτια τους ο κόσμος μου. Εγώ, που χωρούσα ακριβώς στο εύρος των ματιών τους. Αυτό ήταν όλο. Αυτό ήμουν εγώ. Έτσι μόνο υπήρχα.
Κι ύστερα, η καρδιά μου χωρίς χτύπο μπροστά στα νεκρά κορμιά τους. Γιατί;
Το γιατί όταν το απευθύνεις σε ανίδεους αποδέκτες γίνεται αιχμηρό ψαλίδι που ξαναματώνει την πληγή. Γυρνάει μπούμερανγκ μες τα σπλάχνα σου. Το γιατί είναι μια φενάκη, μια σκατοψευδαίσθηση – τακτοποιήματος της οδύνης, του ακατανόητου της απώλειας. Το γιατί είναι μια μαλακεία που σε ξαναχωρίζει σε κομματάκια πριν και μετά, σε ό, τι υπήρξες και ό, τι δε θα ξαναείσαι ποτέ. Το γιατί μεταμορφώνει τη ζωή σου σε ένα τρελό, αβάσταχτο
παζλ που δε θα τελειώσεις ποτέ.
Εγώ όμως απηύθυνα το γιατί στη σοφή αδερφή μου. Γιατί Ντίνα; Γιατί; Και εκεί, μέσα στα βαθιά, ακατανόητα μάτια της, ακριβώς πίσω από το μειδίαμα, σα σχισμή να μπαινοβγαίνει ο πόνος, πίσω από το παλιό της γέλιο, έψαχνα να βρω… Τι; Τι έψαχνα να βρω; Γιατί Ντίνα; Γιατί σε μένα; Γιατί
αυτό; Η αναπνοή μου γινόταν βαριά, μια καταδίκη.
Η αδερφή μου ήταν σοφή. Ήταν πάντα η σοφή της οικογένειας. Περισσότερο σοφή απ’ όσο δικαιολογούσαν οι περιστάσεις.
Είχαν και οι τρεις τους το ίδιο όνομα. Ίσως έπρεπε το δω στα μάτια της τη νύχτα με το τροχαίο. Ή όταν της είπα για τον Θανάση. Ίσως έπρεπε να το σκεφτώ από την αρχή.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ IΔΙΑ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ
FRACTAL 24/6/2020
Ποιήματα ποιητικής και βαθιάς μεταφυσικής κατ’ ιδίαν. Η ποιητική φωνή θρηνεί τον χαμένο της ουρανό και τα αγάλματα των θεών που δεν είναι πλέον έμψυχα αλλά κενά νοήματος και άνευ ζωντανής λαλιάς. “Απέσβετο λάλον ύδωρ” και ο ποιητής ένα κενό ανάμεσα σε δύο τελείες.
Παρ’ όλα αυτά αντιστέκεται. Απευθύνεται στον μυημένη αναγνώστη, στον επαρκή θεατή του ιδιωτικού ψυχοδράματος, ενόσω το πλατύ κοινό έχει ήδη προ πολλού γυρίσει την πλάτη σε μια τέχνη επιτηδευμένη και κενή περιεχομένου.
Αυτή η υπαρξιακή προοπτική είναι πέρα κι από τη θεοκρατική αντίληψη του ποιητή ως προφήτη, παρ’ όλο που εκστομίζει χρησμούς και καταγράφει αμφίσημες προτάσεις.
Η τεχνική της αντιθετικής εκπλήξεως βρίσκει εδώ την πλέρια εφαρμογή της. Ο αναγνώστης διαρκώς αφυπνίζεται χάρη σε εικόνες μεγάλης ενάργειας και σχήματα απρόβλεπτα.
Ιδιόλεκτος καθημερινής προφορικότητας, στίζεται από λαϊκές, σχεδόν ευθυμογραφικές πινελιές του τύπου “…πιο πολύ πεθαίνεις”, αλλά κάτω από αυτή την ηθελημένη δραματικότητα υποφώσκει μία μανία σχεδόν τελειοθηρική, αφού όλα είναι πλεγμένα χιλιάδες φορές, γυαλισμένα και στιλβωμένα μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο, εις ανάμνησιν ίσως άλλων εποχών που υπήρχε ακόμα η έγνοια για τη μορφή και δεν βασίλευε το περίφημο “περιεχόμενο” που μας έχει πια κουράσει όλους.
Διασκελισμοί σταυροειδείς, χιάσεις του νοήματος, μουσικές βακχικές, διονυσιακές ενοράσεις, μα πάνω απ’ όλα αυτή η εκλεπτυσμένη αισθητική που δεν επιτρέπει χθόνιες ακρότητες.
Ο Πάρις ως όφις στον Κήπο της Εδέμ δίνει το μήλο του Κάλλους (ή της Γνώσης, ανάλογα) με την ελπίδα πως όλα αυτά θα ξαναπάρουν τον δρόμο τους από την αρχή, ο χωροχρόνος θα αναδιπλωθεί και οι χρονοταξιδιώτες ποιητές θα αναδειχθούν για μιαν ακόμη φορά ως πνευματικοί ταγοί και όχι ως περιθωριακοί παρίες, όσοι ξέφυγαν από τις μισαλλόδοξες πυρές του Μεσαίωνα.
Εδώ θίγεται το ακανθώδες θέμα του ποιητή χωρίς θεατό, της ποίησης χωρίς κυρίαρχη ιδεολογία, του εποικοδομήματος χωρίς θεμέλια, κτισμένου στην άμμο…
Πρώτη φορά το αίτημα αυτό αποκτά μια τόσο έντονη απαιτητικότητα και γίνεται πραγματικά ποθούμενο, ή θρηνούμενο με τρόπο σχεδόν ερωτικό.
Η απουσία δεν αφορά εδώ το πρόσωπο του εραστή, αλλά την ιδέα ενός θεού-αφέντη, κυρίαρχου και κατευναστικού ταυτόχρονα, μιας οντότητας που θα προσέφερε την ιδεολογική ασφάλεια και την αισθητική κανονικότητα εκείνη που θα χρειαζόμασταν ίσως για να μην νιώθουμε ανερμάτιστοι.
Παράξενο το αίτημα αυτό στους σύγχρονους μεταβατικούς, μεταιχμιακούς καιρούς μας, αναδιατυπωμένο με έναν τρόπο σχεδόν θυμοσοφικό, χωρίς ίχνος όμως διδακτικότητας, παρ’ όλο που τα γνωμικά περισσεύουν και ξεχειλίζουν, χαρίζοντας ίσως στον τυπωμένο λόγο μια διάσταση υπερτοπική και διαχρονική.
Η ελληνική γλώσσα σε όλο της το μεγαλείο. Ακόμα και το ρήμα “επανωτίζουν” που το χρησιμοποιούμε σε στρώσεις σπιτικών γλυκών ή σε …τέντες, χρησιμοποιείται εδώ αναβαθμιζόμενο ποιητικά. Αλλά και τα “ζέπελιν” και το “λεοπάρ” υπάρχει, σεμνά και ταπεινά μέσα στην γλωσσική αλληλουχία.
Θαυμάζω την συνθετική ικανότητα αυτής της ποιήτριας που μοιάζει σα να έρχεται από άλλοτε, κάπου βαθιά στην αναδιπλούμενη έλικα του χωροχρόνου και κοιτάζει την εποχή μας με δέος, αλλά και με κάποια απαξίωση, απολύτως θεμιτή και αναλογίσιμη.
Σίγουρα δεν θα μπορούσα να διαβάσω ένα τόσο λεπτεπίλεπτο, καλοδουλεμένο ποιητικό βιβλίο σε μια εποχή προχειρότητας και διαφημιστικού ναρκισσισμού. Από τα λίγα που αξίζουν να αναλυθούν και να μελετηθούν ως πρόταση λογοτεχνική για τις επόμενες δεκαετίες.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Έτσι σιγά σιγά στρογγυλεύεις αγαπημένε
και γίνεσαι ο κύκλος
που κλείνει το μέλλον μου.
Επιμέλεια: Δρ. Νικόλαος Β. Παππάς.
elliniki-gnomi 10/2/2015
Κυρία Φελεκίδου, ως συγγραφέας παραμυθιών, θα θέλαμε να μας πείτε τι χρειάζεται για να μπει κανείς στον κόσμο των παραμυθιών; Είναι πράγματι μαγικός ο κόσμος τους;
Λοιπόν… Πώς μπαίνει κανείς στον κόσμο των παραμυθιών… Νομίζω πως χρειάζεται -τουλάχιστον- τη μαγική σκούπα μιας μάγισσας κοιμισμένης τρεις χιλιάδες χρόνια. Ή ίσως ένα φίλτρο καμωμένο από τριαντάφυλλα που μιλούν. Ή στη χειρότερη περίπτωση τα κοκκινόχρυσα παπούτσια της πιο φαντασμένης νεράιδας του Μαγεμένου Δάσους. Και αν τίποτα από αυτά δεν του βρίσκεται πρόχειρο, ας ανοίξει μια μικρή πορτούλα στη λογική και στη σκέψη του. Ας πάρει ένα βιβλίο με παραμύθια, ας ανοίξει τα μάτια της φαντασίας του. Φτάνει αυτό. Τα παραμύθια θα τρυπώσουν μέσα του κι εκείνα ξέρουν καλά τη δουλειά τους. Δεν κάνουν το σκοτάδι φως. Αποκαλύπτουν όμως τα κρυφά, φωτεινά μονοπάτια του σκοταδιού. Κι αν αυτό δεν είναι μαγεία, τότε τι ακριβώς είναι;felekidou
Έχετε δεχθεί κάποιο ερέθισμα από τα παιδιά για να γράψετε κάποιο παραμύθι ή αφορμή στάθηκαν μόνον τα δικά σας παιδικά βιώματα;
Τα παιδιά δεν έχουν αλωθεί και αλλοτριωθεί ισχυρά απ’ την πραγματικότητα. Ακόμη και όταν η πραγματικότητά τους είναι σκληρή, της αντιστέκονται γενναία. Μπαινοβγαίνουν στον κόσμο της φαντασίας, ακολουθούν δικούς τους νόμους, δεν έχουν στεγανά και μιζέριες, ελπίζουν τα πάντα, ονειρεύονται χωρίς όρια. Είναι από μόνα τους πηγή έμπνευσης λοιπόν. Όταν είσαι με παιδιά, όταν ουσιαστικά είσαι εκεί, μαζί τους, παίζεις, κουβεντιάζεις, ακόμη και όταν παρατηρείς, ξαναγίνεσαι λίγο παιδί. Έτσι οι αφορμές έμπνευσης είναι από αυτά, είναι και από το παιδί μέσα σου που ξυπνάει, τεντώνεται και σου κλείνει το μάτι.
Και ακόμη, όταν κάποιος γράφει –και όχι μόνο παραμύθια- ανακαλύπτει διαρκώς και παντού αφορμές, λόγους και θέματα καινούργια. Έμπνευση δεν δίνουν μόνον τα ισχυρά βιώματα αλλά η καθημερινότητα στις πολλαπλές εκδοχές της.
«Το πιο ευτυχισμένο κοριτσάκι του κόσμου», είναι ο τίτλος του τελευταίου σας παραμυθιού. Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει ένα παιδί τόσο ευτυχισμένο;
Τα παιδιά γίνονται ευτυχισμένα όταν ονειρεύονται. Και ονειρεύονται πολύ. Έτσι και η μικρή Βικτώρια ονειρεύεται πολύ, ονειρεύεται συνέχεια, μόνο που τα όνειρά της είναι πολύ πολύ μπερδεμένα. Υπεύθυνοι κατά κάποιον τρόπο για αυτό το παράξενο μπέρδεμα είναι οι «μεγάλοι» που είναι κοντά της, οι γονείς της. Η Επιτροπή Ονειροδρομών όμως στο σχολείο της αναλαμβάνει δυναμικά την κατάσταση στα χέρια της. Είναι στη μέση και μια παράξενη συμφωνία με βερίκοκα και ντομάτες βέβαια αλλά στο τέλος τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους. Η Βικτώρια πραγματοποιεί ό, τι ονειρεύτηκε αλλά και ό, τι δεν τόλμησε ποτέ της να ονειρευτεί.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τα παιδιά δεν είναι ευτυχισμένα μόνο όταν πραγματοποιούν τα όνειρά τους. Μπορεί να τα κάνει ευτυχισμένα απλώς το γεγονός ότι ονειρεύονται. Ή ένα παγωτό χωνάκι ένα ζεστό μεσημέρι του καλοκαιριού, ένα αυτοσχέδιο κουκλοθέατρο με ήρωες… τις κουτάλες της κουζίνας, το να παρατηρούν τις στρατιές των μυρμηγκιών στις διάφορες αποστολές τους. Και αυτό είναι το μαγικό. Δεν έχουν ξεμάθει ακόμη να ανακαλύπτουν και να βιώνουν παντού την ευτυχία.
Υπάρχουν παιδιά που έχουν βιώσει μόνο δυστυχία… Πόσο λυτρωτικό μπορεί είναι γι’ αυτά ένα παραμύθι;
Στην ταινία «Η ζωή είναι ωραία» ο Μπενίνι μεταμφιέζει την τραγική πραγματικότητα του εγκλεισμού σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης σε ένα υπέροχο παιχνίδι στρατηγικής, για χάρη του γιου του. Όταν η πραγματικότητα δεν επιδέχεται όμως μεταμφιέσεις ή ανοιχτότερης απόχρωσης αναγνώσεις, τότε η φυγή, έστω προσωρινή, στον κόσμο των παραμυθιών μπορεί να μη λύνει τα προβλήματα αλλά μαλακώνει την τραχιά τους όψη. Τα παραμύθια μπορούν να γίνουν ένα προσωρινό καταφύγιο, να απελευθερώσουν θαμμένα συναισθήματα, να βοηθήσουν στην εκτόνωση άλλων, να λειτουργήσουν ως θεραπευτικό προπύργιο. Υπάρχουν ψυχολόγοι που υποστηρίζουν τη θεραπευτική λειτουργία των παραμυθιών, τα οποία χρησιμοποιούν στη δραματοθεραπεία αλλά και στην παιγνιοθεραπεία προληπτικά ή θεραπευτικά.
Από τις δικές σας στιγμές ευτυχίας, ποια κρατάτε ακόμα στη μνήμη και δεν θα θέλατε με τίποτα να την αποβάλετε;
Η ευτυχία είναι κατά κανόνα στιγμές απίστευτης πληρότητας, αναπάντεχες συναισθηματικές κορυφώσεις και όχι σημαντικά γεγονότα μεγάλης διάρκειας. Κρύβεται στις στιγμές και επειδή τα παιδιά είναι που την ξετρυπώνουν πιο εύκολα, τη συναντάμε κι εμείς συχνότερα αν το παιδί μέσα μας ξυπνάει και διεκδικεί τα δικαιώματά του συχνά. Είχα την τύχη να έχω μια ευτυχισμένη και ανέμελη παιδική ηλικία και να διαβάσω πολλή παιδική και όχι μόνο λογοτεχνία, στις ηλικίες που το συναίσθημα και η σκέψη λειτουργούν ως σφουγγάρι. Ανακαλώ με μεγάλη νοσταλγία τα ατέλειωτα καλοκαιρινά μεσημέρια, στο παιδικό μου δωμάτιο, όπου με το στόρι μισοκατεβασμένο, ταξίδευα σε αναρίθμητους προορισμούς αγκαλιά με ένα βιβλίο. Και αυτό δεν είναι ένα κοινότοπο σχήμα λόγου. Το βιβλίο σήμαινε για μένα, σε εκείνη την ηλικία, εισιτήριο για άλλους κόσμους. Την ικανότητα αυτή να δραπετεύω, να χάνομαι, πολύ συχνά αναπολώ σήμερα που εξακολουθώ να είμαι αναγνώστρια, δεμένη όμως με την πραγματικότητα της ώρας της ανάγνωσης, ισχυρότερα από όσο θα ’θελα. Και απ’ την ενήλικη ζωή μου, τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τις ημέρες εκείνες που πρωτοκράτησα στην αγκαλιά μου τα δυο μου παιδιά. Και για να ακριβολογώ, δεν ήταν οι πρώτες μέρες αυτές που δεν θέλω ποτέ να ξεχάσω. Τη δεύτερη μέρα, όταν είχε καταλαγιάσει η αρχική αγωνία και ένταση, άνθιζε μέσα μου μια αλλόκοτη χαρά, ταυτόσημη με την ίδια τη δύναμη της ζωής.
Παράλληλα με τη συγγραφή, ασχολείστε και με την αφήγηση παραμυθιού. Υπάρχουν, κατά τη γνώμη σας, άνθρωποι που μισούν τα παραμύθια; Μπορεί κάποιος αφηγητής να τους κάνει να τα αγαπήσουν;
Πιστεύω πως μπορεί κάποιος να μισεί τα παραμύθια, μόνο αν είναι συνδεδεμένα στην ζωή του με κάποιο εφιαλτικό βίωμα, που πιθανόν δεν έχει ξεπεράσει. Ίσως σ’ αυτήν την ακραία περίπτωση, η λύση να βρίσκεται μόνο στην ψυχανάλυση, που μαζί με όλους τους άλλους κόμπους θα λύσει κι αυτόν της σχέσης του με τα παραμύθια.
Πολύ συχνότερα, μπορεί κάποιοι να αδιαφορούν για τα παραμύθια ή να τα σνομπάρουν. Τότε, πραγματικά, η αφήγηση μπορεί να χαράξει έναν καινούργιο δρόμο προς την καρδιά τους. Μπορεί να τους βοηθήσει να βυθιστούν στη μαγεία των παραμυθιών, να ανακαλύψουν διαστάσεις, λεπτομέρειες, αισθήσεις και λειτουργίες του, που δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν ότι υπάρχουν.
Θα μπορούσαμε να πούμε μια μικρή ιστορία, ένα ποίημα -ιστορία αν θέλετε, για έναν καθημερινό άνθρωπο, που άκουσε έναν αφηγητή να λέει ένα παραμύθι.
«Το κεφάλι χωμένο στους ώμους
Το βάρος ακόμη μιας μέρας
Κι ακόμη μιας
Οι εποχές ξέρω ότι έρχονται
Και φεύγουν
Ο χρόνος νερό στις ανοιχτές χούφτες
Και τότε τον άκουσα
Τον άκουσα και πήγα μαζί του
Ήτανε μάγισσες και δράκοι
Και βασιλόπουλα μαζί του
Και βασιλοπούλες
Αχ πήγα μαζί του
Έξω απ’ τις εποχές
Και ο χρόνος πάγωσε
Στις σχισμές των δαχτύλων μου
Εκεί
Στη Χώρα των Παραμυθιών
Που Λέγονται».
Εκτός από συγγραφέας παραμυθιών, είστε και ποιήτρια. Μπορεί η Τέχνη, η ποίηση να διαχωριστούν από την ζωή ή είναι συνυφασμένες μαζί της;
Πιστεύω ότι η Τέχνη, η Ποίηση, δεν είναι απλές ασχολίες, τρόποι να περνάμε τον καιρό μας. Είναι στα αλήθεια ο τρόπος μας να υπάρχουμε. Έτσι κι αλλιώς, η ποίηση μας κλείνει το μάτι από παντού. Ο μόνος μίτος για το λαβυρινθώδες βασίλειό της είναι η ανοιχτή ματιά μας στα πράγματα.
«Η ζωή, ο θάνατος κι αναμεσίς η Τέχνη», είπε ο Νίκος Εγγονόπουλος. Είναι ένα ψέμα η Τέχνη, που μας βοηθάει όμως να ανακαλύψουμε την αλήθεια, πλένει την ψυχή απ’ τη σκόνη της καθημερινότητας, είπε ο Picasso. Για την αναγκαιότητα και την ομορφιά της Τέχνης έχουν ειπωθεί πάρα πολλά από εκπροσώπους της και όχι μόνο. Η σχέση με την Τέχνη και την Ποίηση- έτσι κι αλλιώς Τέχνη χωρίς Ποίηση δεν νοείται κατά τον Ντελακρουά- είναι ένα βίωμα που εξελίσσεται, μια προσωπική πορεία, ένας δρόμος που αν δεν περπατήσουμε είτε ως δημιουργοί της Τέχνης είτε ως πιστό κοινό της, οι μόνοι χαμένοι θα είμαστε εμείς.
Αληθεύει ότι απώτερος στόχος του ποιητή είναι να αγγίξει τον νου και τις καρδιές των ανθρώπων;
Ο ποιητής γράφει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Την ώρα που γράφει κοινωνεί με τα επάλληλα στρώματα του εγώ του. Κι αν αυτό φαίνεται πολύ ψυχαναλυτικό, μιας και παραπέμπει απευθείας στο υποσυνείδητο, αρκεί να θυμηθούμε τα λόγια του Freud: «Όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί».
Η επικοινωνία με τους δυνητικούς αναγνώστες του εμπεριέχεται στη διαδικασία της συγγραφής του ποιητή, απλώς δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν γράφουμε για τα συρτάρια μας ούτε όμως στοχευμένα για να αγκαλιάσουν με πάθος οι άλλοι τα πονήματά μας. Η ποίηση είναι κατάθεση ψυχής, είναι τρόπος ζωής. Με την ποίηση δεν εξηγείς με γνώμονα τη λογική και μέσο ατράνταχτα επιχειρήματα και άρα δεν μπορείς να επενδύσεις στην κατανόηση των αποδεκτών της φωνής σου. Μπορείς να ελπίζεις όμως πως αυτή η κατακερματισμένη φωνή σου, που σε κάθε ποίημα γραπώνει μια μικρή αλήθεια του κόσμου και την αποτυπώνει σαν μια ακέραια στιγμή, θα βρει μια χαραμάδα, έναν αόρατο δρόμο, μια αφύλαχτη αίσθηση για την καρδιά των αναγνωστών σου. Κι αυτή η ετεροχρονισμένη συνάντηση είναι πάντοτε ένα μικρό θαύμα, που αληθινά αξίζει τον κόπο!
Σύμφωνα με τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο: «Λέμε εμείς κι εννοούμε εγώ / λέμε εσύ κι εννοούμε πάλι εγώ / λέμε αυτός κι εννοούμε πάλι εγώ. / Στην ουσία μόνο με το εγώ / μπορούμε να εννοήσουμε / κάποιον άλλο». Πώς παράγεται η ποίηση; Έχει σ’ αυτήν θέση η σεμνότητα;
Η ποίηση είναι μια προσωπική διαδρομή, μία προσωπική ματιά στην κοινή πραγματικότητα, έξω από απαρέγκλιτες συνθήκες και συμβάσεις. Η μόνη περιχαράκωση που την αφορά είναι αυτή στα όρια της Τέχνης και η ένταξή της ή μη κάθε φορά, σε αυτόν τον προνομιούχο χώρο της Τέχνης, είναι κι αυτή μια αμφιλεγόμενη υπόθεση. Ο δημιουργός, κατά τη γνώμη μου, είναι από τη φύση του ένα πλάσμα εγωιστικό. Ανήκει στην εποχή του και μιλάει πραγματικά στην καρδιά των ανθρώπων όταν είναι οργανικά δεμένος μαζί της. Απ’ τη μια. Γιατί απ’ την άλλη η ποιητική ματιά προϋποθέτει κατά διαστήματα μια «απόσχιση» απ’ τις απαιτήσεις και τη ροή μιας συνήθους καθημερινότητας. Εκεί, στη μικρή πατρίδα του καλλιτεχνικού εγώ του, στο οποίο πρέπει να πιστεύει με πάθος, ο ποιητής παίζει με το φως και τις σκιές του, γεννώντας το απροσδόκητο με τις λέξεις, σαν αληθινός ταχυδακτυλουργός τους.
Λέγεται ότι η γόνιμη στιγμή είναι αυτή που οδηγεί στην αληθινή λογοτεχνία. Μπορεί όμως ένας δημιουργός να έχει συνεχώς έμπνευση;
Είναι πολλοί οι συγγραφείς που το έχουν ήδη πει: Αν ο δημιουργός περιμένει τη μαγική στιγμή για να ξεδιπλώσει στο χαρτί ή τον υπολογιστή του το θαύμα, αν προσεύχεται στη θεά της έμπνευσης να τον επισκεφτεί, θα περιμένει πολύ. Ή θα γράψει ελάχιστα. Στη γραφή, τα θαύματα συντελούνται όταν τα προετοιμάζουμε. Μας βρίσκουν καθισμένους στο γραφείο μας ή τουλάχιστον με κάτι που να μπορεί να αποτυπώσει τις λέξεις ανά χείρας. Είναι πολύ ρομαντικό να ονειρευόμαστε εκείνη την ανεπανάληπτη στιγμή που «κουμπώνουν» απόλυτα οι λέξεις με τις αισθήσεις και τις σκέψεις και μια μικρή έκρηξη γίνεται πρώτα στο μυαλό κι έπειτα στο χαρτί μας. Και μπορεί και κάποτε αυτό να συμβαίνει. Και υπάρχουν λέξεις απρόσκλητες και εικόνες επίμονες που μας πολιορκούν μέχρι να τις καταγράψουμε. Η συγγραφή όμως και του πεζού και του ποιητικού λόγου εκτός από έμπνευση προϋποθέτει και απαιτεί και σκληρή δουλειά. Η έμπνευση επισκέπτεται συχνότερα εκείνους που σαν καλοί οικοδεσπότες, με ένα χαρτί ή μια οθόνη μπροστά τους περιμένουν να την υποδεχτούν.
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο γίνεται λόγος για τη δημιουργική γραφή. Υπάρχουν μάλιστα πολλοί που διδάσκουν επί χρήμασι σε αυτούς που θέλουν να γίνουν συγγραφείς. «Φτιάχνεται» τελικά ένας συγγραφέας ή το πηγαίο ταλέντο είναι η κινητήριος δύναμη της γραφής;
Με σημείο εκκίνησης την προηγούμενη απάντησή μου, πρέπει να πω ότι υπάρχουν πράγματα που μπορούν να διδαχτούν με τη δημιουργική γραφή είτε για να γίνουμε καλύτεροι και πιο δημιουργικοί συγγραφείς είτε για να γίνουμε πιο καλοί και δημιουργικοί αναγνώστες. Υπάρχει πάντοτε κάτι έμφυτο, το οποίο όμως μπορεί να μεταλλαχτεί και να εξελιχθεί. Μπορεί κάποιος να αναπτύξει και μια απρόσμενη σχέση με τις λέξεις, που μπορεί να τον οδηγήσει μακρύτερα απ’ όσο ποτέ θα φανταζόταν. Μπορεί να «αλλαξοπιστήσει» στις αρχικές του κλίσεις. Να δοκιμαστεί μέσω της δημιουργικής γραφής σε διαφορετικά είδη λόγου και να επιλέξει μια άλλη κατεύθυνση. Η δημιουργική γραφή είναι ένα ισχυρό εργαλείο για τη βελτίωση και τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης μας με τον γραπτό λόγο και από τη θέση του συγγραφέα και από τη θέση του αναγνώστη.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ που μου δώσατε την ευκαιρία να σκεφτώ και να μιλήσω για πράγματα που αγαπώ πολύ. Να ’μαστε καλά να ταξιδεύουμε με τα παραμύθια, να δραπετεύουμε με την ποίηση.
Δεν κλείνουμε τα μάτια στην αλήθεια βέβαια, αντιστεκόμαστε σε ό, τι δεν μας αρέσει, δεν σταματάμε να ελπίζουμε και να αγωνιζόμαστε. Αλλά πολλές φορές οι μάχες δίνονται και με τις λέξεις. Και τότε τα παραμύθια ανοίγουν καινούριες αυλαίες στον κόσμο, η ποίηση «είναι το καταφύγιο που φθονούμε…».