ΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΑΠ’ ΕΥΘΕΙΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟ

10392290_10204382146099936_4402007837879517528_n[1]
Το ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ είναι ένας πολιτιστικός οργανισμός μη κερδοσκοπικός, αφιερωμένος στη προώθηση όλων των μορφών πολιτισμού και συγκεκριμένα της λογοτεχνίας και της χρήσης της γλώσσας.  Ιδρύθηκε το 2006 από τη Λίλη Μιχαηλίδου και την Νόρα Χατζησωτηρίου.
Στις 11-13 Ιουνίου οργάνωσε  στη Λευκωσία  μια συνάντηση 28 ποιητών από τη Κύπρο και το εξωτερικό που μαζί με εικαστικούς καλλιτέχνες, μουσικούς, χορευτές και ηθοποιούς παρουσίασαν την Ποίηση σε απ’ ευθείας Διάλογο με τη μουσική και την τέχνη στους ήχους και τις μυρωδιές του βουνού και της πόλης.
Ένα ποίημα από το καθένα ποιητή μέσα από την έντυπη έκδοση της εκδήλωσης μεταφέρω στους Ποιητικούς Διαλόγους.
 
 

NAFIA AKDENIZ   (ΚΥΠΡΟΣ)


Τραμπάλα

Ισορροπεί το βάρος μου
Παιδί
-σκη
-σκη
-σκη
Η φωνή αντηχεί
πολλαπλασιασμένη,
πεντακάθαρα, πάει και πέφτει πάνω
στη φιγούρα
πελώριου άντρα.
Μπα
Μπαμπά μπα
Μπα-
Μπα σε καλό σου!
Τραμπάλα…
Έλα να καθίσεις,
η θέλησή μου λύγισε
όπως και η καρδιά μου.
Έλα να καθίσεις απέναντι,
Να με απογειώσεις
– Να πάρει ο άνεμος τη φούστα μου.
Τότε μπορεί να δεις
πόσο δυνάμωσαν τα πόδια μου
κι οι λέξεις μου.
Ή να ζυγίζεις ακόμα λιγότερο από μένα;!
μετάφραση Δέσποινα Πυρκεττή
 
 

ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΑΒΡΑΑΜΙΔΟΥ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Άτιτλο

Είσαι εκείνο το είδος της νύχτας
που με κάνει να καρφώνω τα μάτια στην αλήθεια
την ξαπλωμένη μες στον απόηχο της σιωπής σου.
Και είσαι εκείνο ακριβώς το είδος της λύπης
που χαμογελά και μυρίζει όπως τα κρίνα,
αφήνοντας την πόλη
να αγαπιέται εν αγνοία της.
Και σαστίζεις…
σαν σου φανερωθεί η καρδιά της ομορφιάς μου
και πασχίζεις να ζήσεις.
Μα είσαι εκείνο ακριβώς το είδος της απουσίας
που αγγίζει κακομαθημένα σαν κύμα,
και εκείνο ακριβώς το είδος της σκιάς
που φεύγει κρυφά
στις μύτες των ποδιών της…
 
 

TOM BRESEMANN   (ΓΕΡΜΑΝΙΑ)

Λάιτμοτιβ
το ονομάζεις αυτό παγκόσμιο πόλεμο;
εδώ όλα είναι εντάξει.
(σχέδια που παρά την αμοιβαία εκτίμηση
μένουν αδιαπραγμάτευτα.)
ας σκοτωθούν λοιπόν μεταξύ τους.
στο κάτω-κάτω είναι ανθρώπινο δικαίωμα τους.
(αν θέλουμε να διαφωτίσουμε αυτούς,
απλά δεν είναι η τέχνη το σωστό μέσον.)
να κοιτάξουμε το νησί από την ασφαλή πλευρά.
αυτό εδώ είναι Ευρώπη είναι καλό να είμαστε μέρος της.
 
 

ΝΕΑΡΧΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Το εργαστήρι του γλύπτη
ανοίγω την μικρή πόρτα
μπαίνω στη
σιωπή,
ρυτιδωμένες πατωσανίδες
αναπνέουν, βρίσκομαι
στο κατάστρωμα παλιού
καραβιού, το φωτίζει
από ψηλά χάδι αγίου,
τα γύψινα αγάλματα
στο ράφι
γίνονται πουλιά,
πετούν στο δρύινο τραπέζι,
στις λιγνές γυναικείες
παρουσίες που έχουν
τους λαιμούς κύκνων,
ο μικρός κένταυρος
στριφογυρίζει
το αλογίσιο σώμα του
υψώνεται στον ουρανό
προσευχή,
όλα μέσα στην ώρα της φυγής
και στέκω απροσκάλεστος
στα άδυτα της ψυχής του…
musee Burdelle Παρίσι
 
 

KORALY DIMITRIADIS   (ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ)

Παραδίνομαι

Δώσε μου τα χάπια
να τα πιω σαν κρασί
η μεγαλοπρέπειά τους
να στεγνώσει τα δάκρυά μου
φάρμακα του γάμου
ραμμένη σφιχτά
σαν καλή Ελληνίδα γυναίκα
Δώσε μου τα χάπια
εμπρός η αγάπη
θέλω να χαμογελώ
να είμαι καλή σύζυγος
μητρική μητέρα
θέλω να θάψω το δράκο
να χαθώ σε μύθους μεταναστών
αυτή που έχασε το μυαλό της
αλλά βρήκε το δρόμο της
ευτυχώς
Δώσε μου τα χάπια
θέλω να διασκεδάσω σε γάμους
έκπληκτη για το φουστάνι της νύφης
4να σπρώχνω το καρότσι στις γειτονιές
να λάβω μέρος στη μουρμούρα των μητέρων
να στρώνω τραπέζια
αγκαλιές στην πολυθρόνα
να ψωνίζω τα λεφτά σου
όπου και να ‘ναι
Δώσε μου τα χάπια για να γίνω
αυτό που θέλει η κοινωνία
να με καταλαβαίνουν
δώσε μου τα χάπια
να με εγκρίνουν οι γονείς μου
να με αγαπήσουν οι αδελφές μου
δώσε μου τα χάπια
για να γίνω
αυτό που θέλουν
Απλώς δώσε μου τα χάπια
 
 

ΝΕΝΑ ΦΙΛΟΥΣΗ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Το γυαλί
Σπάει και κόβει τα χέρια σου
κρατάει κρύο το νερό που πίνεις
διατηρώντας τις ασφαλείς
αποστάσεις ανάμεσα μας.
Δεν είναι τυχαίο που γίνονται από
γυαλί
κτίρια και γραφεία
τραπέζια για φαί
και σχέσεις.
Με την κατάλληλη επεξεργασία
γίνεται καθρέφτης.
Σπάει παντού και σε κόβει
κρατάει κρύο το χαμόγελο
διατηρώντας την εγωπάθεια ζωντανή
κι αποσπά την προσοχή από το μέσα
μας.
Κάποτε για το γυαλί θα γράφω κάτι.
 
 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Μοναξιές
Εκατομμύρια μοναξιές
συνωθούνται σε λεωφόρους, μετρό, σταθμούς.
Χιλιάδες μοναξιές
συμβαδίζουν εκ παραλλήλου,
σε πορείες, συναυλίες, διαδηλώσεις.
Εκατοντάδες μοναξιές,
παρίστανται σε τελετές, δεξιώσεις, εκδηλώσεις.
Δεκάδες μοναξιές,
μετέχουν σε γεύματα, δείπνα, γιορτές.
Μα οι χειρότερες,
οι πιο φρικτές, οι πιο δυσβάσταχτες,
είναι οι δυο μοναξιές.
Οι δυο μοναξιές δίπλα στον πάγκο της κουζίνας,
μπροστά στην τηλεόραση,
στο υπνοδωμάτιο.
 
 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Το νήμα της νύχτας
Με τ’ αθόρυβα τακούνια μου
επανέρχομαι
εκεί που η μυρωδιά
της βροχής
μνημονεύει το δωμάτιο
που ψιθυρίζει στο ημίφως
και οι αφουγκρασμοί
του έρωτα
σβήνουν στην άκρη
της κουρτίνας.
Με μια υποψία
φεγγαριού στα μάτια
θα ενοχλήσω
τη σιωπή
που τακτοποίησες.
θα με υποδεχθείς
μ’ ένα φλιτζάνι τσάι
χωρίς ζάχαρη
και μ’ ένα κομμάτι
πικρής σοκολάτας
θα μου προσφέρεις
αναπαράσταση κονσέρτου
στη Σιέννα.
-Έχεις ποτέ επισκεφθεί
την Ιταλία;
Μην απαντήσεις.
Δεν έχει σημασία.
Τώρα υπάρχουν
μόνο οι ώρες οι μικρές
αυτές που μεγεθύνουν
τον ίμερο
κι ακροβατούν
μες στο σκοτάδι.
Η νύχτα απόψε
ανισόρροπη
κι ο απόηχος των τακουνιών μου
ξεμακραίνει…
 
 

ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Ανάκριση (Στιγμές Αλκυονίδες, 2012)
Μιαν αύρα
μια γαλήνη αναπολώ
ίσως ανάμνηση ή όνειρο
Σίγουρα για να πω δεν ξέρω
Μα ρίγος νιώθω
όταν τα μάτια σου
το σώμα μου ανακρίνουν
δίχως οίκτο
Φαντάσου να φαινόταν κι η ψυχή μου
 
 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΑΛΛΙΝΟΣ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Άτιτλο ΧΙΙ
Θα πεθάνω
μα θα γυρνώ τα βράδια
για να βλέπω, πόσο μικρές
-μικρές
είναι του ανθρώπου οι στιγμές…
 
 

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ (ΕΛΛΑΔΑ)

Αγαπώ νεκρά γιατρέ
Φορώ ένα σκονισμένο νυφικό
με μακριά ουρά που σέρνεται στον δρόμο.
Η αρρώστια καλπάζει
κόκκινο άλογο μέσα στην καρδιά.
-Αγαπώ νεκρά γιατρέ.
-Εδώ είναι αποστακτήριο.
Όχι κλινική.
Με γυμνά πόδια πατάμε τον πόνο
κι αυτός στάζει λέξεις
.
-Γδύνομαι συνέχεια
μπροστά σε άντρες που φορούν
ψηλό καπέλο και κουστούμι
και την τελευταία στιγμή
γλιστρούν απ’ την εικόνα.
-Κάντε τατουάζ
τρυπήστε το ένα αυτί
και πάψτε να εκτρέφετε νυφίτσες.
-Θα βοηθήσει; Θα γίνω φυσιολογική;

  • Λέγομαι Τζόκερ.
    Διαβάζω παλιές συνταγές μαγειρικής
    παίζω αυλό
    ανακατεύω τα χαρτιά.
    Μα εσείς χρειάζεστε έναν ξυλουργό
    να λειάνει τις καμπύλες
    ή έναν ωτορινολαρυγγολόγο
    να πνίξει τα ουρλιαχτά.
    Φυσιολογική;
    Φυσικά.
    Στον κόσμο των σκιών
    παίζετε επιδέξια τις μαριονέτες.
    Άλλωστε σας σφράγισαν μικρή.
    Με εκείνο το μισό πέταλο στον ώμο.
    Που σημαίνει πως τίποτε
    ποτέ δεν θάναι ολόκληρο.
    Εκτός από ένα μελανοδοχείο
    που αδειάζει.

 
 

ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΜΑΝΤΑ – ΛΑΖΑΡΟΥ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Γυναίκα της Μεσογείου
Δεν είμαι άξια να χαιρετώ τον ήλιο
με ρούχα που απλώνω στον καλό καιρό
καθαρά και μυρωδάτα,
πλυμένα σε σκάφη πλυντηρίου καλού;
ή να σας υποδέχομαι με τα λουλούδια που καλλιεργώ
και τα μυριστικά της γλάστρας;
Επιτέλους γυναίκα είμαι κι εγώ της Μεσογείου.
Και πώς συμβαίνει να χαιρετώ το φως
μέσα από λάμψεις και κρότους
σαν παιγνίδι με χάντρες θανάτου
μια μια τις πατώ εξαντλώντας
απώλειες, ωρολογιακές βόμβες,
παγιδεύσεις, πλάνες•
στο τέλος γυμνός τόπος θα μείνει
το πεδίον στη ζώνη ευθύνης μου.
Κι όταν νομίζω κοντά είμαι,
το άλλο βράδυ ονειρεύομαι αμμοθύελλες
στεγνώνει ένα τοπίο από λευκό αλάτι
κι όπου πυκνώνει πήζει τους όγκους των φόβων μου
σε φιγούρες ανθρώπων δικών μου.
Με έχει τρομάξει το θάρρος μου
Κι οι πλάνες μου στη γεωπονική•
δεν φυτεύεται η έρημος, πόσο
μάλλον το αλάτι.
 
 

RUTH LILLEGRAVEN   (NΟΡΒΗΓΙΑ)

8
1903
η μάνα μου
λευκόσαρκη
και πύρινα μαλλιά
και φθινόπωρο, πλεξούδα
πλεξούδα γύρω από το κεφάλι της
πλεξούδα πλεξούδα, σαν τα καλάθια
στη σοφίτα της αποθήκης, πλεξούδα
πλεξούδα πλεξούδα, σαν τη μάνα και τον πατέρα
κι εμένα, πλεξούδα πλεξούδα σε κότσο και λιακάδα
στο λαιμό κι ύστερα τα χέρια της, κάτισχνα και πάντα
καθοδόν προς κάτι, τα χέρια της με τα κομμένα νύχια,
και τα πόδια, εκείνα τα πόδια τα γυμνά
που στροβιλίζονται στον πίδακα
του νερού, μέσα από το νερό,
μέσα από τον ήλιο, μέσα
από τα φύλλα
μάνα δική μου
η μάνα μου
δική μου δική μου
 

ΒΑΚΗΣ ΛΟΙΖΙΔΗΣ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Ο Άγγελος και ο Γλύπτης
θέλει τους αγγέλους ξυλόγλυπτους
Βερνικωμένο ξύλο
να μυρίζουν τα φτερά
Ζωύφια να κατοικούν
τα σκαλίσματα τους
Να ‘χουνε κάτι μισοτέλειωτο
Ας υπερίπτανται
κάπου κάπου
Ας ξαναρίξουν τα αιδοία
τ’ ουρανού στην θάλασσα
Η νέα γονιμότητα
να φέρει τ’ άγρια κύματα
κοντά σου
*
Εξακολουθούν
να ‘ναι πυκνά τα στοιχεία
στα γραφτά των αγγέλων
Κανένας βίος
δεν είναι μόνο προφορικός
Κανένας δεν ταξιδεύει
μόνο μέσα στον προορισμό του
*
Ακόμα και άροτρο
έσπρωχναν οι άγγελοι
Άγγιζαν το συρματόπλεγμα
και μάτωναν
Έπλεναν τις πληγές τους
και πονούσαν
Εσύ πως γίνεται να τους
πλάθεις μόνο με την φαντασία
*
Ένα τέταρτο καταστροφή
και τρία τέταρτα θρίαμβος
η ζωή των αγγέλων
Γλύπτη δε σε πιστεύω.
 
 

ΛΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Απροσδόκητα
Η κρίση χώρεσε παντού.
Τα μαλλιά της ανεμίζουν στα πρόσωπά μας.
Το άρωμα της, μυρωδιά μπουρδέλου, διαπεραστικό.
Κοιτάει με πάθος και αυταρέσκεια.
Οι κατηφορικοί δρόμοι της κρίσης.
Μπαλκόνι με θέα την κοιλάδα της κρίσης.
Το οικόσημο στην είσοδο της κρίσης.
Μα η κρίση, σκέφτομαι, είναι μια αφηρημένη έννοια
Πώς θα μπορούσε να κατακτήσει τον αέρα, τα βουνά
τη θάλασσα, τον ήλιο;
Πώς είναι δυνατό όλο αυτό το ευρύχωρο φως γύρω μας
να ανήκει στην κρίση;
Αψηφώ τις προειδοποιήσεις.
Φοράω τον χρόνο ανάποδα
ξεριζώνω τους άσπρους κροτάφους του
βάφω τα χείλη του κόκκινα
και εκτίθεμαι στην κρίση σας.
 
 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΛΕΣΚΗΣ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Μυστική Επιθυμία
Μια μέρα που βρήκε ευκαιρία, μίλησε ο ποιητής στο Θεό
Κάνε, του λέει, μια καινούρια σφαίρα
και βάλε μέσα της όλο τον κόσμο,
μα προπαντός, βάλε στον ένα πόλο
την απόλυτη φωτιά του έρωτα
που λιώνουν μέσα της τα σώματα
και γίνονται λάβα που διαπλέει τους αιώνες.
Και βάλει στον άλλο πόλο
την απόλυτη παγωνιά της αιωνιότητας
που μέσα της τα σώματα και οι ψυχές
γίνονται μια παγωμένη στήλη μες στο άπειρο.
Και χάρισέ μου αυτή τη σφαίρα
βάλσαμο να γίνει στην αγιάτρευτη πληγή μου.
Όταν θα δω το χάροντα με το γυμνό σπαθί του
καβαλάρη να πηδά πάνω απ’ το φράκτη
κι ένα φεγγάρι σα δρεπάνι πίσω να τον ακολουθεί
όρθιος μπροστά να βγω στον κήπο.
Τόσες φορές που έλιωσα μες στην πυρά του έρωτα
στην παγωνιά ξανά να λιώσω της αιωνιότητας
και σαν ένα κοντάρι φως
να επιμηκυνθώ στο σύμπαν
στήλη να γίνω μες στο άπειρο.
 
 

AMIR OR   (ΙΣΡΑΗΛ)

Οι βάρβαροι (Δεύτερη φορά)
Τους βαρβάρους δεν τους περιμέναμε άδικα•
Στην αγορά δε συναθροιστήκαμε άδικα.
Δεν ήταν άδικα που ύπατοι και πραίτορες τις τόγες φόρεσαν
και λόγους έγραφαν γι’ αυτόν τον ερχομό.
Δεν ήταν άσκοπο που τους ναούς κατεδαφίσαμε,
άλλους, στους δικούς τους θεούς για να κτίσουμε,
κι ορθώς στις φλόγες ρίξαμε τα βιβλία μας,
που τίποτα δε γράφουνε γι’ ανθρώπους σαν κι’ αυτούς.
Όπως το ‘χε πει η προφητεία, οι βάρβαροι ήλθαν
κι έλαβαν της πόλεως τα κλειδιά από τον αυτοκράτορα.
Όμως με το που ήλθαν, έβαλαν ενδύματα όπως της χώρας
κι οι συνήθειες τους ήσαν όμοιες μ’ αυτές του τόπου•
κι όταν πια στη δική μας γλώσσα έδιναν τις διαταγές τους,
ούτε που ήξερε πλέον κανείς να πει, πότε
ήλθαν σε μας οι βάρβαροι.
 
μετάφραση Τάνια Δημητρίου
 
 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Δελτίον επικαιρότητας
Η πικάντικη στατιστική
της ευμάρειας
Χόντρυνε – λέει – ο πλανήτης
βάρυνε η υδρόγειος
οι κοιλίτσες εκπέμπουν SOS
και στα λιμοκτονούντα ακόμη
με τη λειψυδρία, την πείνα, την ξηρασία, το aids
ανεβαίνουν οι ταχυπαλμίες
τα αυτοκτονικά σπριντ
τα σαβουάρ βιβρ της χαμέρπειας
του παρασιτισμού τα ευμαρή λίφτινγκ
και λες, πότε θα πέσει πάνω σε όλους
μια κοσμική λιμάγκρα
να ρουφήξουμε απνευστί
ολάκερο το εναπομείναν πλεόνασμα
σε θάνατο
 
 

ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Νά σει ο τόπος άξαμον
γ «…ήτοι πόλεμοι ήτται σποραί διακενής υπεναντίων έδωδή καμάτων ημών…»
Διπλώννει το μαράζιν της ‘πού κάτω ‘ς την μασκάλην
Έσυρεν την καρκιάν ποξιάν ‘ς τόν νώμόν της μέν σπάση
Άρκοελιά τά σείλη της τα’ άμμάθκια πικραθάσιν
Οί τόποι που άγρώνιζεν τρανταφυλλούιν άλιν
Ένας καμπίτης άνεμος άπλώθει Μεσαρίτης
Χωρκάτης Θέ μου εύλόα τον γρουσόν Κωσταντινάτον
‘Σ τα γόνατα προππέφτει της λαλεί της έλα ννά τον
Τόν νήλιον πού ‘σκοτείνιασεν φέγγει σγοιόν ποσπερίτης
Που ν ό τξαιρός πού έρεσσεν έκουβαλούσαν Θέ μου
Τές μέρες νωστομέρωτες παρθένες κοπελλοϋδες
Σιτάρενες έλιόκλωνες ξημάσκαλες λουσούδες
Καλλιόττερες τής Μεσαρκάς Πλάστη αν είδες πέ μου
Έφτάζυμοι έσπερινοί του κάμπου θεριστάδες
Άσκομαχούσαν τραουδκιάν χρυσάφενες κουτσούλλες
Δρεπάνιν άστραφτεν καρπόν ευλοημένες ούλλες
Τρώαν άγγόνια τξαί παιθκιά ‘χορτάνναν οί μανάδες
Σοθκειά π’ άδροουντύχαννεν άξιος πάντα τέθκοια
Μέ’ ‘ς τό τξελλάριν σπιλαστόν χαρώ τό συμιλόριν
Έκόντεψεν του ουρανού ξφτασεν ώς τά όρη
Άνόρπιστα τόσες χαρές ‘γινήκασιν καντρέθκια
Πέτρενα πήλινα βυζιά σφίγγεις τα νά καρπίσουν
Σέ κούππαν άνεξίθρησκην πού προ Χριστού ‘ς την Λέμπαν
Φωνή πού φτάνν’ ώς σήμμερον ίνταλος την έπέμπαν
Νά ‘σης ‘πού τότες άξαμον οί τόποι νά όρπίσουν
 
 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Κουκούλι
Κτύπησα την πόρτα•
ήταν λες κι άκουσα
την 5η του Μπετόβεν να μου τρυπάει τ’ αυτιά.
Ανοικτή• εκείνος μέσα
πίσω από παραπέτασμα ανθρώπινης κοπριάς
ξέρασα αλλά είπα δε φεύγω.
καλυμμένος από χοντρό στρώμα λίπους
κι η τηλεόραση ν’ ατμίζει απ’ την υπερχρήση
– πάνε έξι μήνες αφότου χώθηκε στο χαράκωμα –
έκανε μια επαναλαμβανόμενη κίνηση [θύμιζε κατανασκασμό]
έλεγε φτιάχνω κουκούλι, να ‘μπω μέσα,
κουκούλι μεταξένιο, ν’ αποδημήσω εντός του.
Την επόμενη μέρα εγώ πάλι εκεί
να μην πω πως δεν προσπάθησα.
Αλλά κουκούλι πουθενά, ούτε καν εκείνος
μονάχα το δέρμα του εκεί αφημένο
προφανώς τ’ άλλαξε κι έφυγε φορώντας άλλο.
Η μπαλκονόπορτα ανοικτή, ίσως και να ‘φυγε _
έρποντας.
Πλησίασα το δέρμα, γλώσσα ακατανόητη γραμμένη απάνω.
Τι ‘ναι αυτά; Ιερογλυφικά; Μα εγώ σχεδόν ούτε αγγλικά δεν ξέρω.
Πρέπει να φέρουμε ειδικούς αιγυπτιολόγους, πεπειραμένους ψυχαναλυτές,
και μια γλυκιά κοινωνική λειτουργό να ερμηνεύσουν.
Να δούμε τι κάνουμε αποδώ και πέρα.
Ίσως κι όχι.
Αμέτρητες φορές μου λένε πως δεν μπορούν όλοι να σωθούνε:
«Εξάλλου αυτός έφυγε, πάει πια. Νόημα κανένα».
 
 

ARNAU PONS   (ΙΣΠΑΝΙΑ [ΚΑΤΑΛΟΝΙΑ])

ΜΑΡΚΑΡΕΙΣ τα νερά
κάτω απ’ τον ομφαλό, κλειστός,
κι ένα χέρι σε τεντώνει προς ουρανό που κλαίει,
βγαίνεις
ανάμεσα σε δάχτυλα διψασμένα για τη μαυράδα
σαν βρομερός πηλός,
με ξέφρενη γιορτή και εξαντλημένος της ζωής.
Περνάς ξυστά απ’ τα δέντρα, φωνάζεις
στο γλοιώδες σύμφυρμα, τ’ άσχημο κτήνος
που γεννήθηκε μαζί σου.
Τρέμεις το νερό, αγέλαστος, και μες στον
αποπνικτικό φλοιό κουλουριάζεσαι
σαν ένας θάνατος στο μάτι που σε έπλασε.
Μέσα από εφιάλτη, ένα σκότος,
φτύνεις τώρα φωτιά και σκότος, και σκότος.
Και προθερμαίνεσαι, σαν φίδι
γυρεύεις γάλα από το βράχο
και τον αποστραγγίζεις.
Πικραίνεις το πικρό σου στόμα.
Έχεις τη μυρωδιά του πατέρα σου.
 
μετάφραση από τα Αγγλικά Δέσποινα Πυρκεττή
 
 

ΜΑΡΙΑ ΣΙΑΚΑΛΛΗ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Η αλήθεια κρύφτηκε μες στους αιώνες
Η αλήθεια κρύφτηκε μες στους αιώνες.
Μα ήρθε η ώρα να μιλήσω.
«Εσύ γεννήθηκες για τα μεγάλα!»
Μου είπαν… και μου έδωσαν το χρησμό.
«Εσύ θα φέρεις πίσω την αγάπη που μας κλέψανε,
τα τέρατα και οι θεοί».
Δεν έμαθε ποτέ κανείς πως οι σειρήνες εκείνο το βράδυ
δεν είπαν κανένα τραγούδι.
Άδικα με είχαν δέσει οι σύντροφοι μου στο κατάρτι.
Κανείς δε πίστεψε ποτέ
ότι δεν κατάφερα να λύσω το αίνιγμα της Σφίγγας
μα αυτή γκρεμίστηκε από το βράχο για να περάσω.
Η Μήδεια σκότωσε για μένα τα παιδιά μας
για να μπορέσω να την εγκαταλείψω χωρίς τύψεις.
Η αλήθεια θάφτηκε μες στους αιώνες.
Την αγάπη δεν την έκλεψε κανείς.
Μας άφησε για να ζήσει με τα πλάσματα της μοναξιάς.
 
 

HELI SLUNGA   (Φιλανδία)

3.
Τι να’ ναι τούτη
η οπτασία με πρόσωπο του χερουβείμ
στις φλέβες του χρυσάφι
μια πασιφλόρα στο μέτωπο,
μια ταραντούλα στρουμπουλή του αίματος
τι να το κάνω
σκοτεινιάζει πίσω απ’ το παράθυρο
δεν μπορείς έτσι απλά να το πετάξεις μες στη νύχτα,
θα μου παγώσει στο γκαράζ
και το πρωί
θα πρέπει να εξηγώ στους γείτονες
πως δεν είναι δικό μου
ιδέα δεν έχω για δαύτο –
Εγώ είμαι μια απλή γυναίκα και φτωχή
αδύναμη, ένα εύθρυπτο δοχείο
μα φυλάω στην τσέπη
βελόνα μονταρίσματος
να ράβω μάτια σφαλιστά
 
μετάφραση από τα Αγγλικά Δέσποινα Πυρκεττή
 
 

PAUL STEWART   (ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ)

Μπέμπα
Γυρνώντας μέσα σε δρόμους σπαρμένους με λιωμένα πορτοκάλια,
παντόφλες να διασχίζουν τον ισοπεδωμένο πολτό
που απλώθηκε γύρω από λακκούβες που ξέβγαλαν
οι παροδικές νεροποντές του χειμώνα, περπατάει αναζητώντας
τον κόσμο που γνώριζε στις μυστηριώδεις,
άδειες προσόψεις γνώριμων σπιτιών.
Η φανέλα που φοράει, με σφιχτή ζώνη,
κάνει πιο λιγνό το λιγνό της σκαρί, γκριζεύει τα γκρίζα της μαλλιά.
Πέταλα βουκαμβίλιας, από μωβ,
σε άσπρο, στο καφέ του χαρτιού σέρνονται στο δρόμο
και συνωστίζονται σε γωνιές για να σαπίσουν με ασφάλεια
μακριά από τον σκληρό και βιαστικό άνεμο.
Πατήματα τρίβουν ελαφριά τη σπασμένη άσφαλτο
ξανά και ξανά στην ίδια σύντομη πορεία
τότε που όλα ήταν κατανοητά, όταν τα σπίτια –
μαζί κι αυτό – είχαν τους γνωστούς, τους αγαπητούς, αυτούς που αγαπούν,
όχι αυτούς με πρόσωπο και γλώσσα, ξένο και δύσκαμπτη,
που δείχνουν ότι όλα έχουν όλα τελειώσει. Τελειώσει και όχι•
Γιατί αν τέλειωσαν τότε καλώς, αν δεν τέλειωσαν, καλώς και πάλι.
Και τα δυο, όμως, καλούν το ένα το άλλο, σβήνουν
με τη σειρά τους το καθένα, κι όμως τα απομεινάρια θα εγερθούν
ξανά στο ίδιο μικρό ταξίδι στην άκρη του δρόμου
όπου τα πού και πότε αποτυγχάνουν και την αφήνουν χτυπημένη
στο δρόμο κοιτάζοντας επίμονα σφιχτά κλειστές πόρτες.
 
μετάφραση Ανδρέας Αραούζος
 
 

PIA TAFDRUP   (ΔΑΝΙΑ)

Χαρά
Πρώτα είναι η χαρά
που περνάει κρυφά τα σύνορα
μέσα από ένα στενό τούνελ.
Η νύχτα έχει περάσει, πνίγηκε στη θάλασσα,
θάφτηκε στη γη,
χιλιάδες χρόνια πέρασαν μόνα τους.
Οσμές που ήδη υπήρχαν,
κυκλώνουν ασφυκτικά,
άλογα ρουθουνίζουν στο στάβλο.
Ξυπνάς με φως,
βλέπεις τις σκιές να παιχνιδίζουν στην ταπετσαρία,
ακούς πουλιά σε θάμνους και κισσούς.
Οι φωνές και το γέλιο των μεγάλων,
σίγουρος διάδρομος προσγείωσης
στην άλλη μεριά του τοίχου.
Πρώτα είναι ο πρωινός κήπος
μες στον ήλιο,
ο φωτισμός της καρδιάς.
Μήλα πέφτουν στο ζεστό γρασίδι,
έντομα βγαίνουν από το βυθό των λουλουδιών
Πρώτα είναι το άνοιγμα
που σύντομα κλείνει
απρόσωπα.
Πρώτα είναι η εμπιστοσύνη,
που εύκολα καταβροχθίζεται
από γαλακτικό φόβο.
Πρώτα είναι η χαρά
που με βιάση, νεογέννητη,
τρέχει να γνωρίσει τον κόσμο, τον ονειρεύεται.
Μετά είναι η θλίψη, μετά η οργή,
μετά κάποιος λέει:
-Ας πάει στην ευχή.
Η ζωή είναι ο θάνατος που έρχεται,
αλλά πρώτα είναι η χαρά.
 
μετάφραση Σωτήρης Σουλιώτης
 
 

ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Όραμα
Φεγγαροχτυπημένε κρατάς τον έρωτα
στα δύο σου χέρια.
Τα χείλη στα σφραγίζει ο άνεμος το βράδυ
σαν επιστρέφει από ταξίδια λάγνα.
Μεσ’ στη σιωπή κοιμάσαι,
ξυπνάς και συλλογιέσαι
μήπως τα άστρα μοναχικά λικνίζονται
ή οι θεοί τους χάρισαν το άρωμά τους
και λησμονήσαν πως κάποτε
ήταν και αυτά θνητοί που αγαπηθήκαν με τ’ άπιαστο;
Το κύρτωμα ενός ειδώλου που θύμιζε φεγγάρι σε θάμπωσε.
Κατηφορίζεις πια το πιο ψηλό βουνό.
Αν σε αξίωσε η τύχη να το ανεβείς,
‘το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον’
έλεγαν οι σοφοί και ο χρόνος, ο θεός, ο Κρόνος
που καίει ανθρώπους στην κάμινο του κόσμου
μα σαν φωνάξουν την ψυχή οδηγό
τους εξαγνίζει με νερό και αγάπη
ώσπου αέρας να γίνουν και φως.
Αστέρι είσαι. Μην ξεχνάς, ήθελες να γενείς φεγγάρι,
Φεγγαροχτυπημένε.
 
 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Στη γη του ήλιου
Δεν είχα μερτικό στον ήλιο μ’ αγάπησα
τη ζωή για το δείλι.
Μες στο λιγοστό φως και τους
αποκαμωμένους ανθρώπους βρίσκει
κανείς τα χρώματα, την ουσία απ’ τα
μυρωδικά του προορισμού.
Αυτά, που δεν είναι ανάγκη ν’ αγγίξεις
για να πιστέψεις, η καρδιά ξέρει να
γνέφει σαν τα συναντάς, χορεύει στους
παλμούς της αγάπης.
Για λόγια αγάπης θέλησα να μιλήσω.
 

ΕΛΕΝΑ ΤΟΥΜΑΖΗ   (ΚΥΠΡΟΣ)

Καταπανω σου
Από το πρωτο βλεμμα της Μοιρας στην κουνια
Μ’ ολα τα χερια σου τον σταματας
Μ’ ολες τις θηλυκες φωνες τον εξορκιζεις
Μ’ ολα τα νειατα και την ομορφια τον ξεγελας
Φτιάχνεις φορεμα απο ανεμο και νερο θαλασσινό
Κι αποκοιμιεσαι απαλα στην αμμο
Εκει σε αρπαζει υπουλα
Μες στο ηδυτερο ονειρο
Καταπανω σου
Με τα ματια του εραστη
Με τα λογια της φιλης
Με την στοργη του πατερα
Εκει
Και η Δημητρα κι η Σεκινα
Τριγυρνουν- αιωνες τωρα-στον Αρη
Μουγγες γρηες
Μ ενα ακουστικο στο αυτι,
ενα μικρο ραβδι στα χερια
Η πετρα ολογυμνη ξερη
βγαζει απο μονη της δακρυ ανθυλιο
Πικρο στον ηλιο
Καταπανω σου
0 θανατος.