Η Νίκη Χαλκιαδάκη κατάγεται από την Κρήτη. Γεννήθηκε το 1980 στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έκανε μεταπτυχιακό στον Τομέα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Το βιβλίο της ανάσκελη με πυρετό τιμήθηκε με το Πρώτο Βραβείο καλύτερης ποιητικής συλλογής, νέου ποιητή, για το 2013 από το Συμπόσιο Ποίησης, στο Πανεπιστήμιο Πατρών και ήταν στη βραχεία λίστα, την ίδια χρονιά, για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης του ΥΠΠΟ. Ποιήματά της έχουν φιλοξενηθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά. Οι μικρές κανίβαλες είναι η τρίτη ποιητική της συλλογή. Τα τελευταία δέκα χρόνια ζει στη Σκωτία.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Μικρές κανίβαλες (Μανδραγόρας 2022)
Ανάσκελη με πυρετό, (Μανδραγόρας 2012)
O έρωτας του Pied de Coq, (Λογείον 2009)
.
.
ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΝΙΒΑΛΕΣ (2022)
ΟΤΑΝ ΕΣΥ ΧΑΛΑΣΕΣ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΒΡΟΧΕΡΗ
Η μαμά μου φοβάται τις αστραπές
Δεν βγαίνει κάτω από το τραπέζι να της χτενίσω τα μαλλιά, να την κοιμίσω
νάνι νάνι η μαμά μου κάνει
και το νερό το φοβάται, μη την πάρει και δεν τη φέρει
Της αρέσουν οι ιστορίες με ελάφια, νομίζει πως είναι μόνο θηλυκά
και τον μπαμπά τον φοβάται που δεν είναι ελάφι
Φοβάται μην έρθει πίσω γεμάτος σκουλήκια
μη ζητήσει πάλι το χέρι της
Μη φοβάσαι μαμά εγώ που δεν ξέρω από συνεκδοχές
θα σου το κόψω και θα του το δώσω
ολόκληρη δεν σε δίνω
ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΣ
Σ’ αυτή τη φωτογραφία που με κρατάς αγκαλιά μαμά
σ’ αυτή που είμαι μικρή, πολύ μικρή και πηχτή και πρόστυχη
σαν κρόκος αυγού
σ’ αυτή που φαίνεται μόνο το κεφάλι μου και εσύ είσαι λυπημένη
που με κοιτάς σαν να μην ξέρεις τι να με κάνεις
Ήμουν από μικρή κορίτσι ή έγινα μετά;
Πού να θυμάσαι και εσύ, αλλά έτσι όπως με κρατάς αγκαλιά μαμά
σαν να μην ξέρεις τι να με κάνεις, σ’ αυτή που φαίνεται μόνο το κεφάλι μου
σ’ αυτή που είμαι μικρή, πολύ μικρή και πηχτή και πρόστυχη σαν κρόκος αυγού
σ’ αυτή τη φωτογραφία που με κρατάς αγκαλιά μαμά
Δεν είμαστε σαν αυτές τις ζωγραφιές στην εκκλησία;
Όχι σαν όλες
σαν αυτές τις Χριστοπαναγίες
ΤΡΑΥΜΑ ΑΠΟ ΕΝΤΟΜΟ
Στην αρχή όλα ήταν τόσο ωραία
όσο τριγυρνούσε δηλαδή αυτή μες στον κάμπο
Όταν είπαν πέφτει κάτω και ψοφά
άρχισα να χτυπάω πάνω στη λάμπα ξανά και ξανά
γελούσαν τα παιδιά που ήταν όρνια και πουλιά
χτυπούσαν τα ράμφη τους και τα γαμψά τους νύχια
την ώρα που έπεφτε αυτή κάτω και ψοφούσε
την ώρα που ψοφούσα μαμά
αυτά γύρω μου κάργιες, κόνδορες, κοράκια
Είχα σπασμούς, έβγαζα αφρούς από το στόμα
κατάπια τη γλώσσα μου και δάγκωσα τη δασκάλα
που ιδέα δεν είχε από φιλιά με γλώσσα-γλώσσα
Μ’ έβαλαν να υπογράψω κάτι χαρτιά ότι δεν είμαι δηλητηριώδης
στρίμωξαν τα γαλάζια μου φτερά σ’ ένα κουτάκι
και τα έθαψαν βαθιά μες στο μυαλό μου
δίπλα στα νανουρίσματα
Από τότε έχω να κοιμηθώ σαν πουλάκι
ΕΥ-ΘΑΝΑΣΙΑ
Βρήκα δυο κουτάβια στα σκουπίδια
δυο κουτάβια σε μια σακούλα μέσα στον κάδο
όχι της ανακύκλωσης, τον άλλον
Τα έβαλα σ’ ένα χαρτόκουτο που έγραφε ευ-
και κάτι ακόμα που σβήστηκε απ’ τη χαρτοταινία
Τα έκρυψα σε μια στροφή λίγο πιο κάτω από το σπίτι μας
στη μάνα μου καθόλου δεν αρέσουν τα ποιήματα και τα σκυλιά
αυτά μου φαίνονται πιστά έτσι που τα βρήκα ημιθανή, χωρίς μάνα
Κάθε μεσημέρι μετά το σχολείο περνάω και τα βλέπω
δεν ξέρω τι να τα ταΐσω έτσι καταληκτικά και δύστιχα που είναι
Φοβάμαι μη μεγαλώσουν και γίνουν μαύρα και θηλυκά
μη γίνουνε σονέτα
ΣΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΜΟΥ
Τα όρνια που μαζεύτηκαν στο μπαλκόνι
ακονίζουν τα ράμφη και τα νύχια τους στα κάγκελα
-θα σκουριάσετε καλέ και ποιον θα φοβόμαστε αν πάθετε κάτι—
Εμάς περιμένουν πότε θα βγούμε να μας κατασπαράξουν
θέλουν το συκώτι σου, την καρωτίδα μου, τα οπτικά νεύρα και τις κλειτορίδες μας
Δεν ξέρουν ότι εμείς δεν θα τους κάνουμε τη χάρη
Δεν ξέρουν ότι εμείς μπορούμε να αντέξουμε εδώ μέσα κλεισμένες
τρώγοντας η μία την άλλη
ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Όταν κρύβεσαι στην ντουλάπα είναι ένας τρόπος να ξαναμπείς
στην κοιλιά της μαμάς σου
είπες και με τσίμπησες στο μάγουλο
θα φταίνε αυτά τα βιβλία αυτοβελτίωσης που σου αρέσουν
ή το νέτφλιξ δεν ξέρω ακόμα
Προτιμώ να κλειστούμε για μήνες σε μια ντουλάπα
να πηδιόμαστε σαν άγνωστοι
από τα αγόρια μου αρέσεις εσύ και από τα κορίτσια μου αρέσεις πάλι εσύ
ούτε αυτό σου το είπα γιατί τρομάζεις εύκολα
Χτες που σε είπα μαμά την ώρα που έβαλες το χέρι σου ανάμεσα στα πόδια μου
ντύθηκες, βγήκες από την ντουλάπα και δεν σε ξαναείδα ποτέ
άσε που δεν πήρες ούτε μπουφάν
Έχω μια ελπίδα πως έχεις ξαναφτιάξει τη ζωή σου και ζεις κάπου στην κουζίνα
αρκεί μια μέρα να βγω και εγώ από αυτή την ντουλάπα
Πόσο δύσκολο λες να είναι να αφήσω αυτή τη μάλλινη ζακέτα
που είναι κρεμασμένη και κουμπωμένη σαν νεκρή
και οι μανσέτες της με χαϊδεύουν στο κεφάλι σαν τη μάνα μου
ΧΡΗΣΜΟΣ
Αυτή η ρωγμή που ξεκινάει απ’ το ταβάνι και τελειώνει στην κοιλιά μου
δεν πονάει πια
λέω α μπε μπα μπλομ και δεν πονάει
Στο μικρό κορίτσι που είδε τα εντόσθιά μου λέω του κείθε μπλομ
και δεν νομίζω να τη νοιάζει
Της κρύβω τι σημαίνει μπλιμ μπλομ
δεν είμαι σίγουρη αν μπορεί να το αντέξει
Δεν την ταΐζω από το στήθος μου μη δοκιμάσει άνθρωπο
και αρχίσει να γράφει τίποτα ποιήματα
.
ΑΝΑΣΚΕΛΗ ΜΕ ΠΥΡΕΤΟ (2012)
ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΗΣ ΠΟΔΗΛΑΤΟΥ
-κοίτα μπαμπά! χωρίς βοηθητικές, χωρίς χέρια
χωρίς εσένα σπάω το φράγμα της ενηλικίωσης
γερνάω, μηδενίζω
γίνομαι ωάριο έφηβης γαλανομάτας
σπέρμα ανειδίκευτου αρσενικού
bing bang
χτυπώ το κουδούνι… στην άκρη όλοι
βγάζω φρονιμίτες, έρχομαι να στο πω
σε βλέπω από μακριά να τινάζεις τα πέτα απ’ το χώμα
χαμογελάς, σωπαίνω
ανάβω κηρήθρες θλιμμένων μελισσών
τις μπήγω στο ύψος των ματιών σου
τις ποτίζω χρόνια, γίνονται φασολιές
ριζώνουν σε αμυντικές στάσεις εμβρύου
γιατί δεν ψηλώνουν Τζακ;
Πέρασε η ώρα και η μαμά θ’ ανησυχεί
οι αποχωρισμοί μας δεν έχουν συγκινήσεις
έχουν την οδύνη των πράσινων κυπαρισσιών
κάνω να φύγω… μα κάτι ήθελα να σου πω…
-κοίτα μπαμπά! χωρίς βοηθητικές, χωρίς χέρια
ΠΙ ΠΙ ΤΟ ΠΑΠΙ
Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ
έμοιαζε, λένε, αποδημητικός
η μάνα μου από αριστοκρατική οικογένεια
δεν «ήτο ηθικόν» να κλωσάει μπάσταρδα
μεγάλωσα σε ράμφος πελαργού
χωρίς παραλήπτη
κατέληξα σε αναμορφωτήριο πτηνών
μου έμπηγαν στον κόκκυγα φτερά παγωνιού
μου μάθαιναν να κλίνω: η γλαυξ, της γλαυκός
ανεπίδεκτη υιοθεσίας
ανάξια κλουβιού
στολίζω σήμερα σύρματα
ηλεκτροφόρα
μαδώ τα πούπουλά μου
γεμίζω μαξιλάρια βεράντας
ζευγαρώνω με παπαγάλους Σενεγάλης
γεννάω τηγανητά αυγά
τη βγάζω με ψίχουλα περαστικών [κουλούρια – σταφιδόψωμα]
μα κάθε μέρα σχεδόν περνώ και από ’κείνον τον παραμυθά
που επιμένει να πιστεύει ότι θα γίνω κύκνος
Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
Δεν ήμουν ποτέ
[μια κοπέλα στον δεύτερο όροφο
μ’ ένα χρυσόψαρο
για να φροντίζει
-έστω-
αυτό είμαι
μια κοπέλα στον δεύτερο όροφο
θα πουν ότι εκείνο το βράδυ
ξάπλωσε αθόρυβα
γιατί δεν ήθελε να ξυπνήσει
το λευκό πουκάμισο
που κοιμόταν δίπλα της
το άδειο, το βαμβακερό
χάιδεψε τις μανσέτες του
φαντάστηκε από ‘κει
να ξεκινούν οι καρποί σου
στους μηρούς της έκλεισε
το περίγραμμα σου
μέτρησε μια τελευταία φορά
τα μικρά του κουμπιά
και πέθανε
γιατί
δεν ήταν ποτέ]
ΥΠΟΘΕΣΗ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ
Αν απόψε πέσω απ’ το παράθυρο
το σπίτι μας θα πουληθεί αμέσως
κι ας έχουμε πεθάνει στα εντόσθιά του
δύο άνθρωποι και χιλιάδες έντομα
Αν απόψε πέσω απ’ το παράθυρο
θα προδώσω τη libido που φυλάω
για χρόνια δύσκολα
όπως η Τετάρτη και τα μεσημέρια με καύσωνα
θα μείνω ακίνητη με το λαιμό σπασμένο
ένας άντρας θ’ αλλάξει το επίθετό μας στο κουδούνι
και δεν θα μας νοιάζει πια η υγρασία στο μπάνιο
ΝΕΣΕΣΕΡ
Κάθε φορά που σε φιλώ
σα να ’θελα να σπάσω την πυκνότητά σου
να ξέρεις φταίει εκείνο το μικρό ψαλίδι
που σκέφτομαι πως θα ’τανε αν
το ’μπηγα στο στήθος μου ή και στο δικό σου
την ώρα που κόβω τα νύχια μου
τις άκρες των μαλλιών μου
σ’ αγαπώ, δεν με κακοποίησαν ποτέ
αλλά είναι στιγμές που δεν ξέρω πώς να ζήσω
CATWOMAN
Περιμένω να γυρίσεις σπίτι, να βγάλεις τα ρούχα
-Θεέ μου πώς περιμένω να βγάλεις τα ρούχα-
τα πόδια σου αγαπώ
τις κνήμες
ό,τι σε πάει και σ’ επιστρέφει
Μ’ ένα σου νεύμα ν’ ανέβω στο κρεβάτι
να γίνω ολόκληρη κατοικίδια ηδονή
ΤΟΤΕΜ
Πιστέψαμε ο ένας στον άλλον
Φυτέψαμε τα πόδια μας στην αυλή
και περιμέναμε να δούμε
ποιος
ποιος
ποιος θα κρατηθεί
Δεν άντεξες ούτε μισό αιώνα
Ψήλωσα μόνη [και όπως όλοι
οι προδομένοι καρποί]
ανθίζω την Πρωταπριλιά
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Τα όνειρα δεν κοιμούνται πια στα κρεβάτια τους
Παίρνουν τις πάνινες κούκλες και φτάνουν στο Προσκεφάλι
Πιπιλίζουν τους αντίχειρες που φυλάω στο πρώτο συρτάρι
Είμαι ανήλικη. Δίποδη. Δυστυχώς
Δε νυστάζω
ΠΙΑΝΩ ΟΣΟ ΧΩΡΟ ΜΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΚΑΙ ΖΩ ΑΝΑΣΚΕΛΗ
Suck my finger
BI-BI-BO
Δεν ζήλευα ποτέ τις κούκλες μου
Τα μάτια τους, άλλωστε, δεν έβγαιναν
ούτε με πιρούνι, ούτε με προσευχές
Και αν είχαν μασουλημένα χέρια
ήταν γιατί με προκαλούσαν
Αρτιμελείς και Χαμογελαστές
Πάντοτε όμως τις κούρευα
σε στενό οικογενειακό κύκλο
Η μνήμη μου όλη στην άκρη της γλώσσας
Γιατί αν πω ότι ΔΕΝ έγλειφα το κορμί τους
[κρυφά, κάτω απ’ τα σκεπάσματα
με τους προσαγωγούς σφιγμένους
στον πολύτιμο παρθενικό μου υμένα]
θα είναι σίγουρα ένα Πλαστικό ψέμα
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Την ώρα που ένας πληρωμένος δολοφόνος
μου ξεριζώνει την καρδιά
οι βελανιδιές αιμορραγούν
οι σκίουροι γεννούν μελάτα αυγά
τα τρώνε με τρυφερότητα
τα παραμύθια κλείνονται στο ψυχιατρείο
Ξυπνώ σαν ελάφι
Σαν ελάφι σταρ
Πρωταγωνιστώ σε αμερικανικά κινούμενα σχέδια
Δώδεκα
Ώρα να γίνω πάλι κολοκύθα
ΕΓΩ πρόδωσα τη Χιονάτη
ΕΓΩ τη Σταχτοπούτα
τη Bambi
ΕΓΩ
Δεν κράτησα ποτέ το στόμα μου κλειστό
ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ
Οι νοικοκυρές ανοίγουν τα παράθυρα πριν ξημερώσει
Τινάζουν απ’ τις κουβέρτες τη μυρωδιά των σωμάτων
Σαπουνίζουν τ’ αποτυπώματα των χειλιών απ’ τα φλιτζάνια
Εξαφανίζουν τις δαχτυλιές, τα ψίχουλα
τα τσαλακωμένα χαρτάκια
Και μένα που δεν μου έμεινε παρά μόνο
ένα πάτωμα ή ένα ταβάνι γεμάτο σκόνη
αρνούμαι την ηλεκτρική μου σκούπα
που ρούφηξε όλη μου τη μνήμη
και ξεκουράζεται σαν φίδι
κάτω απ’ το κρεβάτι
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ Ο
Καθώς τελειώνει τη δουλειά
τα Σάββατα, μετά τις δύο
περνάει απ’ τα τουριστικά γραφεία
Όταν δεν βλέπουν οι πράκτορες
σκίζει απ’ τα περιοδικά
νησιά και λίμνες
Έχει γεμίσει τις τσέπες της
με προορισμούς προΠτωτικούς
Συνθέτει άλμπουμ /Κάνει οικονομίες
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΦΥΓΩ
Μέχρι στιγμής
έχει κοπεί πολλές φορές
από σελίδες illustration
ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ
Χιλιάδες νεκροί στο σαλόνι
περιμένουν να ξυπνήσω.
Μοιάζουν με τον Πατέρα.
Έχουν δερμάτινα χέρια.
Λευκό κρανίο.
[Ξέρουν πως καπνίζω]
Καμαρώνουν το πρώτο μου δόντι.
Τα υπόλοιπα τα σφίγγω
μην πέσουν απ’ το στόμα.
Τα σφίγγω
μην κλάψει η μάνα μου
που ερμηνεύει τα όνειρα.
Δεν τους βλέπεις μαμά;
Είναι Χιλιάδες
1984
Κρύβομαι κάτω απ’ το κρεβάτι
Είμαι τεσσάρων
Χωρίς κυνόδοντες
Με άσπρο δέρμα/Μνήμη από βούτυρο
Μαδάω τ’ όνομά μου
Δεν είμαι σίγουρη αν μ’ αρέσει
[μ’ αρέσει
δεν μ’ αρέσει
μ’ αρέσει
δεν μ’ αρέσει]
ο μπαμπάς είχε τα μάτια μου
και η μαμά ήταν σίγουρα κορίτσι
-βγαίνει απ’ τους τοίχους όταν πεινάω-
Δεν με ψάχνει κανείς πια
Είμαι ακόμη τεσσάρων και κάτι
Σ’ αυτό το σπίτι
το χτισμένο από τσιμέντο και θάνατο
υπάρχει μόνο ένα κρεβάτι
για να μπορώ
να κρύβομαι
από
κάτω
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΑΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ
Παρηγορώ φωτογραφίες για να ζω
Φτιάχνω φράσεις με κατηγορούμενα
Έχω το «ουσιαστικόν» απεμπολήσει
Και ψάχνω ρήματα διαθέσεως φτηνής
Σχεδόν παθητικής
Κρύβω αφιερώσεις σε λεξικά
ανωμάλων: ήμαρτον [έως και] τεθνήκαμεν
Προστακτικά επιβάλλομαι σε
επιφωνήματα και θαυμαστικά
-Πόσο θαυμαστικά αλήθεια ήταν
τότε που αποσιωπητικά δεν άφηνες, θυμάσαι;
Πέρασαν ποιητικά αίτια από τότε τόσα
Σέρνομαι επιρρηματικά στο χρόνο
Τη δωρική σου ανάμνηση παλεύω να ξεχάσω
Αποκλήρωσα τα διατακτικά μου ερωτηματικά
Περιφραστικά αντικατέστησα το σ’ αγαπώ
Τριγυρνώ κάθε βράδυ στις δευτερεύουσες
Πίνω, ξεφτιλίζομαι, πέφτω σε κόμματα
Πώς ν’ αντικρίσω πες μου
τις πρωτόκλιτες θηλές μου;
Ασυναίρετος εσύ κι ο πόνος Αμετάβατος
ΕΠΙΧΕΙΛΙΟΣ
Ένα καγκουρό γεννάει τα μικρά του
στην τσέπη που είναι ραμμένη στο εσωτερικό των χειλιών μου
Σταμάτησα να τα δαγκώνω όταν ο Κηπουρός
μου μίλησε για την οικολογική καταστροφή
Ήταν Δευτέρα και είχες φύγει
Νιώθω την ευλογία των μαρσιποφόρων
Αν γυρίσεις δεν θα μπορώ να σε φιλήσω
-αυτό αλήθεια το σκέφτομαι-
Ύστερα βλέπω στο τραπέζι τα κλειδιά σου και το διαβατήριο
ΔΕΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ
Εγώ θ’ αλλάζω δέρμα κάθε χρόνο όπως οι κροταλίες
Και συ θα δηλητηριάζεις τη Φύση με την απουσία σου
ΜΗ ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ
Κενοζωική Περίοδος
Δευτέρα του έκτοτε/μήνας Ερπετό
Δεν είχαμε ακόμη αποκτήσει ο καθένας τη σκιά του
Εσύ Αγέννητη
Ένας περαστικός ακολούθησε
μονό αριθμό ισόπτερων και σώθηκε
Οι υπόλοιποι από την έκρηξη στην επιβίωση
Κανείς αυτούσιος
Προσομοίωση και επανεκκίνηση
Κάποτε θα μ’ έλεγες σπονδυλωτό, άνθρωπο ίσως και γυναίκα
αν δεν έχανα τα χέρια, τη μήτρα, τα μαλλιά μου
Σήμερα βγάζω λέπια, ράμφος, άνθη ροδακινιάς
Αμφίβιο μιας βιαστικής σύμπτωσης
Δεν ζευγαρώνω
Δεν αναπαράγομαι
terminus post quem
διατηρώ τις ρώγες μου
εις τρυφερή ανάμνησιν
ερωμένης, βρέφους, θηλαστικιάς
Τις χαρίζω σε όποιον μου μιλήσει ελληνικά
Και λίγο πριν το σημείο τήξης
ψελλίζεις το «επικινδύνως ζην».
ΑΡΧΕΣ ΙΟΥΝΙΟΥ [ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΤΗ]
Γυμνή τριγυρίζω απ’ το νεροχύτη στο ντους
Γυμνή κάθομαι στην παλιό πολυθρόνα
που αγνόησες φεύγοντας
Και ’κείνη πιστή, βελούδινη
-όπως πάντα-
Έπαψε να είναι έπιπλο
Είναι η μάνα μου, ο πνευματικός μου
Το παιδί που δεν γέννησα ποτέ
-γιατί δεν ήσουν έτοιμος—
Μας καταδίκασες σε στείρα φθορά ανάμνησης
Αγκαλιαζόμαστε συχνά
Όταν μας λείπεις
Έχει χρόνια που ακούω τα σωθικά της να βογκούν
Χτες φώναξα το γιατρό
Είπε πως σαπίζει από μέσα
-είναι σκληρό να σαπίζεις από μέσα-
Άχρηστα ελατήρια και ωοθήκες γεμάτες σκουριά
σαν μια χούφτα με καρπούς
ξηρούς/νεκρούς
στολίζουν πια το σαλόνι
Τους βουτώ στη φορμόλη
Τους μασώ, Τους κατεβάζω με μια γουλιά κονιάκ
καθώς σου γράφω μια τελευταία της επιθυμία
Έλα/ Θα λείπω [τ’ ορκίζομαι]
Δυο μήνες ζωής έχει και είναι ήδη Αύγουστος
ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ ΒΡΕΧΩ ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ. ΚΙΤΡΙΝΗ ΘΑΛΠΩΡΗ
η μαμά με πιάνει από το αυτί, με προορίζει για το εικόνισμα
είμαι κακό παιδί, τσιμπάω την αδελφή μου
τρώω δυο χαστούκια, ακολουθεί τελετή
προηγείται η απομάκρυνση των καρδιοπαθών. του θείου βρέφους
έξω ο μπαμπάς, έξω ο χριστός
γυναικεία υπόθεση η τιμωρία, κλείνουμε το σκατόπαιδο στο υπόγειο
γίνομαι ποντίκι, κατσαρίδα
στον πάνω κόσμο ζει η μαμά, πιο πάνω η μαντόνα
ακούω τα τακούνια της μιας, τη θλίψη της άλλης
ας έρθει μία από τις δυο. ας με πάρει αγκαλιά
να είμαι φασκιωμένη, ταϊσμένη από βυζί
στα πόδια μας να έρχονται οι άνθρωποι, να παραδέχονται τα Λάθη τους.
.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ PIED DE COQ (2009)
ΑΝΑΡΡΙΧΩΜΕΝΟ, ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ
Ήμουν εσύ, και εσύ ήσουν πάλι εσύ
Μου έλειψα σήμερα
Να είμαι εγώ αυθυποβλήθηκα
Μάζωξα σε μια ύστατη αγκαλιά φωτογραφίες
Κατέβηκα στον κήπο και τις έθαψα
Και αυτές με τις πρώτες πόζες φύτρωσαν
Φύτρωσαν αναμνήσεις
Ήθελαν ποιητικά να με καταβροχθίσουν
Ήθελα να σαπίσουν στον παροξυσμό τους
Και αυτές νόθες φύτρες ξεπήδηξαν χρόνια μετά
—Ό,τι πιο λατρεμένο το ’χω θάψει
Και ό,τι θάβω φυτρώνει πιο λατρεμένο
Και διατηρεί το σχήμα μιας θλίψης
Όχι τη θλίψη
Απλά το σχήμα της—
Βύζαιναν το μαζοχιστικό μου ποτιστήρι
Ψήλωναν, θέριευαν, μ’ έζωναν
Και μ’ έπνιξαν συναινετικά
Δεν έκλαψα μπροστά μου
Άχνα, τσιμουδιά
Είμαι μεγάλο κορίτσι
Όχι δεν είμαι μεγάλο κορίτσι
Είμαι εσύ, και εσύ δεν κλαις
Εσύ είμαι άντρας
Μου λείπεις
Π Ρ Ω Θ Υ Σ Τ Ε Ρ Ο
Μην κλαις γι’ αυτά που πέρασες
αλλά γι’ αυτά που δεν σε βρήκαν
αυτά που γεύση δεν πήρανε γλυκιά ή πικρή
τα χείλη σου να βρέξουν
την ψυχή να σιροπιάσουν
Να λαχταράς όσα δεν δοκίμασες
όσα αρνήθηκες
και όσα προσκύνησες να μην σου τύχουν
όσα με δάκρυα ξόρκισες να μην σε βρουν
σ’ όσα δείλιασες
και όσα καίγοντας τα κορδόνια σου
τα κλώτσησες στον Καιάδα του Ρίο ντι Τζανέιρο
Φοβόσουν το σάλτο
μα εκεί είναι που τώρα είσαι σίγουρος
πως θα ‘βγαζες φτερά
τώρα φοβάσαι
πως σ’ άκρη ξανά δεν θα βρεθείς
απόφαση να πάρεις
ας ήξερες πως μπορεί να τσακιστείς
και ας είχες υπογράψει στο συμβόλαιο της ζωής
πως θα έκανες γκελ στον ιστό του παρελθόντος σου
Η μετριότητα της ύπαρξής σου σε ανησυχεί
πιο πολύ από την ίδια σου τη ζήση
και δικαίως τρέχεις για να την τιμήσεις
Βιάζεσαι όμως και ας είναι αυτό μεμπτό
τα βράδια του απολογισμού σου νιώθεις
πως αυξάνονται πιότερο
απ’ τις μέρες δημιουργίας που σου λαχαίνουν
τραβάς λαχνό και απλά καθρεφτίζεσαι
Λένε πως η βιάση είναι των ανθρώπων που ζουν λίγο
και αναθεματίζεις τον Μαθουσάλα
που καταράστηκε τις γενετικές σου οδηγίες χρήσεις
Εκεί που νιώθεις πως αγγίζεις την κορυφή
εκεί ματώνουν τα γόνατά σου απ’ το μπουσούλημα
Εκεί που έτοιμος είσαι να φορέσεις το στέμμα
εκεί πονάνε οι κρόταφοι σου απ’ το αγκάθινο στεφάνι
που ‘χεις και καμαρώνεις
σ’ αυτό το κεφάλι που κουράστηκες να φοράς
Και τότε αποκαμωμένος θέλεις να βρίσεις
φωνήματα ιερά διαπερνούν χιλιόμετρα
βαφτίζονται ξυπνητήρια και χτυπούν
πριν ο τρίτος αλέκτωρ λαλήσει στον γόνιμο βράχο
Μην προκαλείς… έκανες τις επιλογές σου
με γεωμετρική πρόοδο έλαβες τις συνέπειές τους
Ζήσε ή πέθανε επιτέλους μ’ αυτές
ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ ΛΙΜΝΗ
Μαύρες οι σκέψεις μου δεν είναι
άσπρα θαρρώ φορά
αγνός, για λύτρωση φτιαγμένος
για αρχή μιλάει και όχι για τέλος
μονοπάτι εύκολο αλλά μοναχικό
θλίψη μου φέρνει δεν το αρνούμαι
Βήματα δειλά, σταθερά
λόγια δεν βγάζουν τα χείλη
σιωπή μιλά, λογία σοφά
νεύματα κάνει με σιγουριά
αβίαστα προσπερνά
όλες τις θλίψεις, τη συμφορά
το μίσος, το λάθος
και τα θνητά τα πρόστυχα
που έλεγχο κάνουν
που πόνο φέρνουν
και χρόνο παίρνουν
ρυτίδες φτιάχνουν
ρόζους στα χέρια
μ’ αίμα βάφουν
τη δόξα, το χρήμα
τη δούλεψη, το γήρας
……………………………….
και τον έρωτα, ναι και τον έρωτα
Τον είχα ξεχάσει, τον είχα αφήσει
—το πιο μάταιο από όλα—
το πιο πολυτελές
Και θράσος θα ‘χω
—γερή κληρονομιά—
θύμησες να ‘χω για συντροφιά
Μια αχτίδα και ένα κύμα σε παραλήρημα
μια βαθιά ανάσα απ’ τα ρουθούνια
και ένα δάκρυ καυτό ως το στέρνο
λίγα γέλια παιδιών και τη μάνα μου
τελευταίο κράτησα ένα φιλί
ένα φιλί εκείνου
το πιο μάταιο από όλα
το πιο οδυνηρό…
το πλέον απαραίτητο!
Η ΣΑΡΞ ΤΗΣ ΣΑΡΚΟΣ
Χορεύουν τα σώματα
και αθανασία μυρίζουν
σταγόνα ιδρώτα ο χρόνος
μεθά στο στέρνο του πόθου
πέφτει με θόρυβο στη ματαιότητα
και πνίγεται στη δύναμή της
θνητές στιγμές γητεύουν τα υπέρτατα
αφορισμούς μοιράζουν οι «καθώς πρέπει»
«θαύμα δεν είναι» στριγγλίζουν
«άρα…
μαγγανείας λαγνεία
έκπτωτη ηδονή
εωσφόρου άγγιγμα… αμήν»
Ο Άμμων κοιτά και φυσά
σκόνη ερήμου στα βλέφαρα
και εκείνα γελούν
Δαγκώνονται τα χείλη
σπασμούς στάζουν τα ακροδάχτυλα
σιγοψιθυρίζουν τα στήθη μελωδίες
να έχουν ρυθμό οι ανάσες
να συντονίζονται με το τρεμάμενο άπειρο
Σείεται το άχρονο
και προσεύχεται η εξουσία
μην χάσει το θρόνο της
από το ποταπό, το ανάξιο, το γήινο
από το ανθρώπινό που γίνεται υπερφυσικό
και μοιάζει με το απίστευτο, το μαγικό, το ένα
το ένα που δεν προκύπτει από το δίφορο
αύρες υγρές
θολές ευχές
στις φλέβες
που κομπάζουν
υποφώσκει γοργά το αίμα
να προλάβει την επιθυμία
σμίγει η λαχτάρα
γλείφει την άρμη
τρυπά τον λωτό
και τον ρουφά
λευκή χοή περίσσεια
θυσία αναίμακτη στον βωμό του Πάνα
Το θύμα το ένα, ο θύτης το ένα
ουρλιάζει μα δεν το ακούω
γελά και δεν το αισθάνομαι
ζει και δεν ζει
απλά θυσιάζεται
Ας βγει το πόρισμα των θεών
ας μου το φέρει ο Ερμής
ας είναι για το καλό μου αυτή τη φορά
να το ακούσω, να με προλάβει
πριν ξεψυχήσω στο υπέρδιπλό μου εγώ
στον κρυφό μου ιδιωτικό ναό
σε σένα και σε μένα
οξύμωρα αφιερωμένο
στην αθανασία της σάρκας μας
ΔΕΙΠΝΟ ΓΙΑ ΕΝΑΝ
Είπα δυο κουβέντες
—έπεα πτερόεντα—
Ζωγράφισα και έναν πίνακα
—θα μείνει αυτός—
Έκανα και έναν γιο
—αλίμονο του—
Κυνήγησα τη ζωή των άλλων
—λυτρώθηκα—
Σε είδα προχτές να μου χαμογελάς
—τρόμαξα—
Σήμερα είναι Πρωτοχρονιά
Δεν περιμένω κανέναν μα συνεχώς κοιτώ την ώρα
Δεν γιορτάζω μα τα καλά μου τα ’βαλα
Δεν με προσκάλεσε κανείς και ’γω ξεκίνησα να πάω
Μεγάλωσα… σταμάτησα να κοιμάμαι με το φως ανοιχτό
ΛΥΣΕ ΤΑ ΜΑΓΙΑ ΜΟΥ… ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ…
Περνάει αλαζονικά μπροστά από την τραπεζαρία
απρόσκλητη ήρθε να μας διαλύσει
«σσσσσσσσς!» κάνει πίσω από την πλάτη του
συνωμοτικά της γνέφω και την τρέφω
… χωρίς αναπνοή δυο χρόνια ζω
μουγκή βουτιά· επίδειξη αρνησικυρίας
σιωπής μονάχα έχω ένσταση
«Για Σένα Το Κάνω»
θέλω να ουρλιάξω
καθώς εκείνος χαϊδεύει το ασθενικό μου χέρι
μα πνίγω την ανιδιοτελή μου φωνή
στην ιδιοτέλεια του άναρθρου έρωτά μου
[λαλιά να πιεις
λαλιά να καταπιείς
να μην μπορείς
κραυγή να βγάνε ΐς
να τρέχει ο χτύπος
να βιάζει η ώρα
και όλη η ζ ωή
στο στήθος θε να κομπιάσει
να μαζευτεί και να θρονιάσει
κ α τάΡ ας σ τ ε φάνι
γ ι α θάνα το η πλέξη
αν για δυο λο γάρ ι α σ ε
σαν να μην ήταν ένα
και έναν σκέφτηκε
σαν να ’ταν μόνος]
την η σχιζοφρενής μνηστεία
σταύρωσε τις σαγηνευτικές της απειλές
και κάθισε δίπλα του, στον καναπέ μας
…στέκω εμπρός σας
μίμος κακός των επιθυμιών μου
εγγαστρίμυθα ελπίζω μόνο σε σένα
να μ’ απαλλάξεις από τα εμμανή συμπλέγματα
από τις αυτεπάγγελτες νοσηρές ανασφάλειες
απόδειξε της πως μ αγαπάς, μόνο έτσι θα ξεκουμπιστεί
και έπειτα, στο υπόσχομαι
θα πάρω τα φάρμακά μου
διώξ’ τη… σου λέω! ακόμα με κοιτάει…
ΞΕΡΞΗΣ
Εσύ που άλλοτε κολυμπούσες σε επικίνδυνες θάλασσες
Πνίγεσαι σε ένα ποτήρι κόκκινο στυφό κρασί
Εσύ που άλλοτε διαπερνούσες τις ομίχλες του κόσμου
Χάνεσαι στον καπνό ενός μόνο τσιγάρου
Εσύ που βαφτίστηκες στην Κασταλία την πληγή
Γέμισες πτέρνες Αχίλλειες, θνητές
Εσύ που λαβωνόσουν στις εσχατιές της Ιστορίας
Τώρα δεν έχεις δάχτυλα λάβαρα να σηκώσεις
Εσύ που απολύμανες το γένος από τους Εφιάλτες
Προδίδεις τα ιερά, τα όσια, τα μυστικά μας.
Εσύ που στις μάχες έπαιρνες θέση στην πρώτη τη γραμμή
Στρογγυλοκάθισες σε έναν θρόνο Ανυπολόγιστων καρατίων
Και ‘γω που τέντωνα τα βλέφαρά μου να σε δω
Που με ανακούφιζε ένα και μόνο χάδι
Που με θρυμμάτιζε σκέψη φτηνή
Σκύβω και απλώνω οίκτο
Πέρασε η ώρα και δεν ήρθες
Σε περίμενα…
Δεν φταις εσύ που σε περίμενα
Φταίω εγώ που δεν ήρθες
Πέρασαν τα χρόνια… δεν ήρθες
Σε περίμενα
Δεν φταις εσύ που δεν ήρθες
Φταίω εγώ που σε περίμενα
Τους δειλούς η μοίρα τους καταράστηκε
Ένα βήμα να κάνουν πίσω
Και χίλια να τους σπρώχνει χέρι ξένο
Και πόσα κουράγια να ‘χω;
Έπαψα πια…
Άνοιξα βήμα και έφυγα
ΡΑΝΤΕΒΟΥ 2
Με κέρασα ζάλης νερό
και χόρεψα για τη σκιά
που γέννησε μες στο σκοτάδι το φως των κεριών
που άναψα για να σε ψάξω
Δεν ήρθες και φοβήθηκα μήπως φοβήθηκες…
να δώσεις, να χαρίσεις, ν’ αρχίσεις να μοιράζεσαι
να πάρεις, να νιώσεις, να θες να σώσεις
τα λογικά, τ’ άλογα, τα πρόστυχα
τα τρυφερά και τα παράνομα
τα μόνιμα, τ’ εφήμερα, τα δυνατά
τα λόγια τα παράλογα
στην αγκαλιά του ο κόπος με κοίμισε
ο ύπνος με φύσηξε
και μ’ έφερε νεκρή στα χέρια τα μεγάλα
αυτά που λάτρεψα όταν στο σώμα μου σκόνταψαν
από την πρώτη κιόλας τη φορά
—Ανέστησέ την ή φίλα της στερνή φορά τα μάτια—
και καληνύχτα ψιθύρισε της
πριν την κλέψουν τα φλογερά τα κύματα
και στον βυθό την κρύψουν
σαν θησαυρό πλοίου ναυαγισμένου
Άσπρο, πανί, το δέρμα τ’ απαλό, το βρώμικο
το γεμάτο σπασμούς από πόθο
όχι αυτόν τον τετελεσμένο
αλλά αυτόν που ακόμη δεν γεύτηκε
που περίμενε και γίνωσε
και ανεκπλήρωτος στο τέλος μένει
—και ξέρεις— δεν ήθελε να τιμωρηθείς
τον Αδάμ προσπαθούσε να χορτάσει
βλέμματα κλειστά, δυο σειρές πεισμωμένα ματόκλαδα
καλύτερα… —ας μην ζήσουν τον γκροτέσκο αποχαιρετισμό
Όλα σιωπηλά, όλα φρόνιμα
και συ στέκεις εμπρός της
Δεν σε βλέπει, σε μυρίζει
και νιώθει την ανάσα σου καυτή στο πρόσωπό της
σαν σκύβεις φιλί δειλό να δώσεις
και να προδώσεις
τα μαγικά, τ’ απίστευτα, τ’ ανείπωτα
αυτά που ζουν μες στην καρδιά
που σε σκορπίζουν στον ουρανό
και σε κερνούν στην κόλαση
που σε ψηλώνουν δυο μέτρα
μα σου σπάνε τα γόνατα
που σε κάνουν να χαμογελάς
και να ξεδιψάς μόνο απ’ τα άνυδρα σου υγρά
που σε σπρώχνουν απ’ την πιο ψηλή κορφή
και σε ξορκίζουν στον πιο βαθύ ωκεανό
που σου χαρίζουν χαμογελαστό φτερά
και μετά ευφραίνονται να σέρνεσαι
που σε θέλουν ν’ αγαπάς το φίδι
μα και να μισείς το «καθ’ ομοίωσιν»
που σου μαθαίνουν να σταυροκοπιέσαι
και να βλαστημάς τους γεννήτορες σου
που καίω από το κρύο και παγώνω στη φλόγα
Μην τη λυπάσαι, -δεν μας πρέπει κανενός-
πες το αντίο, —μην σε εγκαταλείπει η φιλαυτία
δεν είναι τούτη η ώρα για αυτοκριτική
σύνελθε! άστη να φύγει, να χαθεί
ν’ αναστηθεί μονάχα για εκείνον
με την αισθαντική εντιμότητα
Σκεπάσου…
ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΑ, ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΠΡΟΣΤΑΓΜΑΤΑ
Το μυαλό ιδρώνει και οι σφυγμοί στενεύουν
τον κορσέ της ύπαρξής μου…
Να μ’ αρπάξεις από τη μίζερη ζωή μου
και να με πετάξεις εκεί…
εκεί όπου οι άνθρωποι κλείνουν τα μάτια
και κατανοούν ό, τι η γλώσσα προσπαθεί
Να παίξουμε ένα παιχνίδι όπου
ο χαμένος δεν θα κλάψει και
ο νικητής θα σκύψει το κεφάλι
Αποκοιμήθηκα στο κόκκινο πάτωμα
ήρθες δεν ήρθες σε περίμενα…
Κράτησα μια φανταχτερή ανάσα
—την τελευταία—
Καθώς λιγοστεύουν οι αναμνήσεις
στον λαθραίο υπνόσακο μου
μια σκέψη δικαίως φτηνή
για δυο λέξεις άκρατης σιωπής
και μια πράξη απονενοημένης ντροπής
Δέσε με, γιατί θα κάνω κακό στον εαυτό μου
Λύσε με, γιατί κουράστηκα να μην ζω
ΔΙΠΟΛΙΚΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ
στο πατέρα μου
Εννιά χρυσά δάκρυα να σ αναστήσω
έξι κόκκινα φιλιά και ένα βλέμμα
μου χαμογέλασες, το είδα
—δεν είμαι τρελή! —
μου ’γνεψες και δείλιασα
χαμήλωσα τα μάτια
—ενοχικό το σύνδρομο—
Δεν μπορώ να σ’ ακολουθήσω
γιατί ακόμη σέρνομαι
… σαν φίδι στην κοιλιά μου
μόλις βγάλω φτερά
—γιατί θα βγάλω, τα νιώθω
να φυτρώνουν στα όνειρά μου—
θα ’σαι το πρώτο μου πέταγμα
Προς το παρόν δεν αναπνέω
βγάζω τους πνεύμονες μου
και κάνω λαθραία κουπί
Ήρθα μετά από χρόνια και ήσουν εκεί,
μακάρι να μην ήσουν εκεί
ξαναγύρισα στο ιερό σου κλουβί
γεμάτη ντροπή, ενοχές και φόβο
τα δάκρυα μου χοές στο χώμα
μουρμουρίζουν ανθρώπινες σαχλαμάρες
— μεταλαμβάνω και αποσύρομαι—
Κοιτώ ψηλά και δεν σε βλέπω
στήνω ξόβεργες για να σε πιάσω
τόσο μικρή για να σε καταλάβω
τόσο μεγάλη για να παίζω
Αν δεν ανέβω εγώ λίγο
αν δεν σκύψεις εσύ πολύ
Πώς θα σε ξαναβρώ;
Σε ποιο σταυρόλεξο θα σε συναντήσω
Σε δανεικό παράδεισο
βολεύομαι και αναπαύομαι…
Σαν χτες το τώρα, σαν ψέματα η ζωή μου
Σαν ξένος εσύ, σαν ζωντανή εγώ!
ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Να καβαλήσω ένα ταξιδιάρικο φύλλο,
ένα από τα πολλά των δέντρων,
ένα κιτρινωπό άλογο
και να πέσω στα μαλλιά τα στιλπνά.
Να γλιστρήσω σε μια λυγερή αχτίδα,
σε μια από τις ερωμένες του ηλίου,
σε μια πύρινη τσουλήθρα
και να ξεχυθώ στα μισόκλειστα τα μάτια.
Να βουλιάξω σε ένα θρασύ κύμα,
σε έναν από τους παραγιούς της θάλασσας,
σε ένα φλύαρο κελάρυσμα
και να πνίξω τα ματόκλαδα τα γυριστά.
Να γαντζωθώ σε ένα θλιμμένο ροδοπέταλο,
σε ένα από τα μαντζούνια της οσμής,
σε ένα μοσχομυριστό μυστικό
και να ποτίσω τα ρουθούνια τα πονηρά.
Να κρυφτώ σε μια γυάλινη σφαίρα,
σε μια από τις κόρες της βροχής,
σε μια υγρή στάλα
και να κυλήσω αργά στα ποθητά τα χείλια.
Να τρυπώσω σε ένα ζουμερό φρούτο,
σε ένα από τα δώρα της γης,
σε έναν λάγνο καρπό
και να γαργαλίσω τον ουρανίσκο τον ζωηρό.
Να παγιδευτώ σε ένα νόστιμο κοχύλι,
σε ένα από τα μυστικά του βυθού,
σε ένα ελεύθερο κελί
και να στολίσω τον ακριβό λαιμό.
Να ζέψω μια πλουμιστή πεταλούδα,
μια από τις παλλακίδες των λουλουδιών,
μια παιχνιδιάρα κυρά
και να ξαποστάσω στον ώμο τον κρατερό.
Να στροβιλίσω έναν άνεμο νοτιά,
έναν από τους πολεμιστές του αιθέρα
έναν ευγενικό ψίθυρο
και να χαϊδέψω το δέρμα το απαλό
Να υποτάξω ένα ανυπόμονο σύννεφο,
έναν δούλο του ουρανού,
ένα χλωμό καράβι
και να ακολουθήσω τα βήματα τα γοργά.
ΤΟ ΤΕΡΑΣ
«… δεν ήθελε να του κάνει κακό
κανείς άλλωστε δεν θα το φρόντιζε
όπως εκείνος…
έχει τρομακτική όψη, κανείς δεν το πλησιάζει
στην αρχή και ο ίδιος το φοβόταν
τώρα το συνήθισε
οικείο το κακό
δεν το εξημέρωσε ποτέ __
με αλυσίδες πεισμωμένες
το κρατά δεμένο
στο υπόγειο των ψευδαισθήσεων
και με μια ανυπόστατη βεβαιότητα
νιώθει πως και τον ίδιο θα τον κατασπαράξει
αν του χαρίσει το άσπρο της ελευθερίας
κάθε μέρα κατηφορίζει να το ταΐσει
σέρνει τα αρρωστημένα του βήματα
ψιθυρίζουν οι εμμονές
τρέμουν οι πόθοι
τρίζουν οι συνειρμοί
μετρά τα σκαλιά
εννιά τα βγάζει
στο έβδομο κάθε φορά
του ’ρχεται η ίδια επιθυμία
… να πυροβολήσει
στο όγδοο όμως ξεχνά ποιον
το τέρας, την αλυσίδα, τα μυαλά του
είναι και αυτή η υγρασία
που κάνει τις γυάλινες χάντρες καθρέφτες
δεν το κοιτά στα μάτια
γιατί ξέρει τι θα αντικρίσει
αλλαγή ρόλων
συχνό φαινόμενο ανάμεσα στο θύτη και το θύμα»
νοσηρή απαγωγή, ατέλειωτος εφιάλτης, άγρυπνη εμμονή
αν μια απίστευτα ρομαντική ιστορία αγάπης
«—επιμύθιο;—»
Ζωντανοί στα δεσμά τους ή ελεύθεροι νεκροί
[οποιοσδήποτε άλλος συνδυασμός
-γιατί βλέπω την πρόκληση στο άνω χείλος σου—
θα κατάστρεφε το ρομαντικό στοιχείο τούτων των αράδων]
ΡΑΝΤΕΒΟΥ I
Φυσάει…
τεντώνω τα αυτιά μου να ακούσω τα κλειδιά
αέρας κρύος
τρομάζει τις χαραμάδες από τα παραθυρόφυλλα
ψελλίζει έναν ήχο ζεστό
που γλυκά τρομάζει τη νύχτα
είναι που δεν σε αισθάνομαι
και προσπαθώ να σε μυρίσω
να γίνω λαγωνικό αγάπης
Ήρθες… ευτυχώς ήρθες τώρα
Βγάλε τα ρούχα σου
να μείνουμε εμείς, γυμνοί, αγνοί
να αγκαλιαστούμε, να αναπαρθενευτούμε
Να μείνουμε έτσι ώσπου…
ώσπου τα κορμιά μας να φαντάζουν ένα κορμί
Να γίνουμε άγαλμα, πίνακας, ποίημα
έρωτας, ελευθερία, αθανασία
σήριαλ, θρίλερ, σαπουνόπερα
Δίχως χρόνο, δίχως χώρο, δίχως φθορά…
Μην αργείς αγάπη μου!
Μην αργείς!
Στις δώδεκα κλείνει το μετρό
και καθώς χάνω το φουσκωτό μου φουρό
στις στάχτες του μισογύνη ανδρισμού μου βουλιάζω
για να βαφτιστώ «εις το όνομα» εκείνου
που καταχράστηκε το γοβάκι της αθωότητάς μου
ΚΙΡΚΗ
a
Κίρκη
που σε φυλάκισε με τα μάγια της
με τα αιώνια κάλλη της
… μα εσύ τον νου σου έχεις στο
Δεν είμαι εγώ η Ιθάκη σου
μουρμουρίζεις κάθε βράδυ
Και ’γω προκειμένου να πλαγιάσω δίπλα σου
κάνω πως δεν ακούω
εθελοτυφλώ και χάνομαι
χάνομαι και παραδίνομαι
Μάγισσα
δεμένη στο κατάρτι του ονείρου μου
πήρα τη θέση σου την ηγεμονική
γέμισα τα αυτιά μου με βουλοκέρι
έσφιξα τα μάτια μου με ξάρτια σκισμένων πόθων
για να μην ακούω τις Σειρήνες της αλήθειας σου, αλλάζω πλευρό
πόσα γητέματα να σκαρφιστώ, πόσες νοθείες να καμώσω;
b
Φοβάμαι τη μέρα εκείνη
που ο ήλιος θα ζητήσει την επιστροφή σου
Φοβάμαι εκείνη τη μέρα
που η σχεδία σου θα επιπλέει και εσύ χαρούμενος
δεν θα γυρίσεις βλέμμα να ρίξεις οπίσω
Πετάγομαι στον ύπνο μου ξανά, σε πίνω
στην τρίτη γουλιά ναρκώνομαι
κουρνιάζω δίπλα σου
Στο όνειρό μου κλαίω για το άδειο μου κρεβάτι
και στην αλήθεια άδειο είναι
μα ακουμπώ έστω το σώμα που φυλάκισα
Μπορώ να σε διώξω
να γεμίσω τα πανιά σου με σκόνης αέρα μαγικής
να σε ξεπροβοδίσω
C
Δεν έχω το θάρρος
θα βαφτιζόταν θράσος
Μπερδεύομαι και δένομαι στις λανθασμένες μου έννοιες
Τα δάκρυά μου όξινα καίνε και λύνουν τα δεσμά
μου ματώνουν τα χέρια, με γεμίζουν στίγματα
με κάνουν Αγία μέσα στις αμαρτίες μου
Πιο θνητή και από τα λάθη αισθάνομαι
δεν μπορώ να κρατήσω τον λόγο μου
Γιατί στο είπα ένα βράδυ λίγο πριν λύσω τα μαλλιά μου
Σου υποσχέθηκα πως θα σε λευτέρωνα
d
Κοιτάζω τα χέρια μου…
…το κρεβάτι…
…ξανά τα χέρια μου…
μα δεν τολμώ
Το αμελώ και με παραμελώ
Με τιμωρώ
Παρακαλάνε οι μάγισσες, πονάνε, ξευτιλίζονται για έρωτα;
Αν όχι τότε σίγουρα μάγισσα δεν είμαι πείτε του Ολύμπου
Αν ναι τότε γιατί λέγονται μάγισσες;
Και γιατί τότε Ποσειδώνα
που τα φονικά κύματα κάνεις να μοιάζουν ευχές
δεν μπορώ τούτο το ξερονήσι να ονομάσω Ιθάκη
και μένα Πηνελόπη να ντύσω
να πειστεί
να ξεγελαστεί να μείνει;
………………………………………………………………………………………………………….
e
Χαμογελώ στον ύπνο μου
με κάνω Μόνα Λίζα
με κρεμώ πάνω από το σβηστό μου τζάκι
στο άδειο το καταραμένο μου παλάτι
Συνωμοτώ και ντρέπομαι
………………………………………………………………
f
Μήπως τον Όμηρο τον τρανό να παρακάμψω;
άλλωστε πολλές φορές άκουσα
πως δικές του δεν λογίζονται οι αράδες τούτες
Μήπως να ξεστοιχειωθώ
και στίχους δικούς μου ιαμβικούς να υφάνω;
Να φτιάξω από νερό και χώμα έναν πόθο
να τον φυσήξω απαλά με μάτια κλειστά
να τον βαφτίσω σε καταρράκτη θυμωμένο
και αφού σε κοχύλι ιερό τον κλείσω
να σου τον φορέσω στον λαιμό
και να μείνουμε εδώ, εκεί, παντού, όπου, τώρα, πάντα
σαν μύθος, σαν επιμύθιο αγάπης
που δραπέτευσε από τη μοίρα του
από τη μοίρα των θνητών
και μίζερων προκαθορισμένων ορίων
,
Και αν χρειαστεί γι αυτήν τη χάρη
την αθανασία μου να κάψω
για ένα μονάχα βράδυ ακόμα
φωτιά ας πάρω ζωντανή
g
Ταράζεσαι! Ανήσυχος μοιάζεις…
Εφιάλτες θα βλέπεις, σε παρακολουθώ
Ξυπνάς από τον ήχο του ποτισμένου με μορφίνη σεντονιού μου
Σε φιλώ και μου αφήνεσαι
—εσένα τουλάχιστον δεν σε παραμελώ—
Στ’ ορκίζομαι με δάκρυα αποκαμωμένα
Ας μ’ άκουγες που στο ουρλιάζω στα όνειρά σου
στα γλυκά σου όνειρα —άλλωστε—
αφού τους εφιάλτες σου τους καταχράστηκα
τους άρπαξα και τους φόρεσα μονομιάς
τους ζω πλέον ες αεί
Ας κοιμηθώ και ας ξυπνήσω πλάι σου
Αρκεί
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΝΙΒΑΛΕΣ
ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ
www.oanagnostis.gr 16/9/2023
Ο σημαντικός και πρώτος κόσμος της παιδικής ηλικίας είναι η οικογένεια με σημείο αναφοράς τη μητρική μορφή. Σε αυτά επικεντρώνονται κυρίως τα 31 ποιήματα τη Νίκης Χαλκιαδάκη στην τρίτη ποιητική της συλλογή Μικρές κανίβαλες. Η νέα συλλογή συνιστά σε πολλά σημεία της συνέχεια προηγούμενης (Ανάσκελη με πυρετό Μανδραγόρας 2012). Η δεκάχρονη καλλιέργεια των τρόπων καταλήγει όμως σε νέα άκρως ενδιαφέροντα ποιήματα με περισσότερο επεξεργασμένη στιχουργική και ύφος διαμορφώνοντας έτσι μια ολοκληρωμένη ιδιόφωνη ποιητική πρόταση.
Ήδη ο τίτλος επισημαίνει τη θέση της ποιητικής φωνής: κανιβαλισμός/ ανθρωποφαγία/ωμοφαγία αλλά και ζωομορφισμός, κατανάλωση και διάλυση μιας δεδομένης οικογενειακής προσλαμβάνουσας, διαδικασία εμφυλοποίησης. Η μια πλευρά της παιδικότητας, η αθωότητα του εγώ αποτελεί στη συλλογή το έλασσον γνώρισμα και συνδέεται με το μείζον, τη σκληρότητα του πρωτογονικού αταβισμού που αγνοεί τις συμβάσεις. Με αυτό το βλέμμα πραγματοποιείται η αναδρομή για να ψαύσει την εμφυλοποίησή του παιδιού/κοριτσιού και τη σύστασή του που εκβάλλει στην ενήλικη γυναίκα. Αυτή η τελευταία αποσύρεται στο παρασκήνιο ή υποδύεται, ως φωνή εκφοράς, το εκρηκτικά ανορθόδοξο κοριτσάκι. Η παιδικότητα δεν αποτελεί βέβαια νεόκοπη πρακτική αλλά σίγουρα επισφαλή όμως η Χαλκιαδάκη ήδη έχει εμπειρία.
Πώς η στρεβλή, για τα ενήλικα δεδομένα, ματιά του παιδιού παράγει έναν κόσμο παραμορφωμένο όπου το ανελέητο παιδικό στόμα κανιβαλίζει το πραγματικό και το αποδίδει ως μια νέα πραγματικότητα; Μεταφράζοντας το ερώτημα: πώς οραγματώνεται η ποιητική μετάπλαση; Η ανεστραμμένη πραγματικότητα προκύπτει από δυνατή και ευφάνταστη εικονοποΐα, πρωτότυπες μεταφορές, ανάλογο χειρισμό της γλώσσας από ένα ευρύ φάσμα της (π.χ. οι αρχαίες λέξεις τω απόντι πατρί, ναυς, νήσος νήσσα -και οι τρεις λέξεις με περισπωμένες-, ημείς και υμείς κ.ά.) και διατυπώσεις που αντιτίθενται στη λογική της κανονιστικής γραμματικής, προβληματοποιούν τον μεταφορικό χαρακτήρα της γλώσσας, το δίπολο κυριολεξία/μεταφορά ή την ισχύ της γλώσσας να ονομάζει άρα να παράγει ταυτότητες («Κλιτική αναμέτρηση»), σχήματα (κυρίως επανάληψη) που επιτείνουν το νοηματικό βάρος και αναδεικνύουν τις καίριες λέξεις, απουσία τελείας στο τέλος των ποιημάτων (ενώ ενδιαμέσως υποδηλώνεται η τελεία με τη χρήση κεφαλαίων) που ανακαλεί τον παρορμητικό παιδικό λόγο, την ανοιχτότητα έξω από τις ορθολογικές γλωσσικές συμβάσεις.
Οι ποιητικοί τρόποι μεταποιούνται σε τρόπο ανατομίας των πολύπλοκων οικογενειακών σχέσεων, σε τρόπο διερεύνησης της έμφυλης διαμόρφωσης στη βάση προτύπων ανάλογης συμπεριφοράς τα οποία αποδομούνται και σε τρόπο διαχείρισης του τραύματος του γυναικείου υποκειμένου. Η διάταξη των ποιημάτων φαίνεται να ακολουθεί την πορεία έμφυλου αυτοπροσδιορισμού: οικογένεια, σχολείο, ανακάλυψη της ποίησης (βλ. ποίημα «Ευ-θανασία»), μητρότητα («Ζιζανιοκτόνο» και κυρίως «Χρησμός» όπου η γυναικεία οικογενειακή κοινότητα επεκτείνεται με νέο μέλος και η έννοια μητρότητα επανέρχεται: «Δεν την ταΐζω από το στήθος μου μη δοκιμάσει άνθρωπο/ και αρχίσει να γράφει τίποτα ποιήματα»).[1] Το γυναικείο ενσώματο υποκείμενο ενηλικιώνεται μέσω και μιας σειράς σωματικών αλλαγών (εμμηνόροια, εγκυμοσύνη, θηλασμός, εμμηνόπαυση) που αν και δε γίνονται αντικείμενο πραγμάτευσης άμεσα και ρητά στην Χαλκιαδάκη υποφώσκουν.
Οι συσχετισμοί με τα μη ανθρώπινα όντα -ζωομορφισμός ή σύνδεση με αυτά- ιδίως με το λύκο[2] επιτείνουν την αίσθηση παιδικότητας και την απουσία διακριτού λογικού ορίου μεταξύ ανθρωπινότητας και μη, γνώρισμα εν μέρει της παιδικής ηλικίας που εδώ όμως μετατίθεται και σε ενήλικα άτομα όπως «η καλή μας η μαμά που έτρωγε μικρά χόρτα και μεγάλα για να κατεβάσει γάλα» όπως στο «Θαμμένος θησαυρός-ένα παιχνίδι για όλη την οικογένεια» (βλ. και «Η τελευταία μου εργασία ήταν στη ζωολογία», «Τραύμα από έντομο»). Η κατάλυση των ορίων ανθρώπινο-μη ανθρώπινο εντάσσεται στη γενικότερη τάση διάρρηξης ορίων και ανάδειξης της ρευστότητας. Πρόκειται για τρόπο που συζητήθηκε στη φεμινιστική θεωρία και που χρησιμοποίησε, ως ένα βαθμό, και η Άντζελα Κάρτερ με την ανατρεπτική αφήγηση κλασικών παραμυθιών (Ματωμένη κάμαρα μτφ Αργυρώ Μαντόγλου, Χατζηνικολής, 2001).
Παράλληλα, στο αυτό πλαίσιο, ο κανιβαλισμός και η ανθρωποφαγία-ωμοφαγία (βλ. και τίτλο) επιτείνουν την αρχική αναγνωστική αίσθηση για σκληρότητα και παραβίαση των λογικών ορίων. Ωστόσο, όσο κι αν θεωρηθεί παράλογη υπερβολή, πρόκειται για μια ακόμη διάρρηξη, ένδειξη ανάγκης ακριβώς της παραβίασης των πολιτισμικών κανόνων, πράγμα που εξάλλου διαπνέει όλη τη συλλογή βάλλοντας προς θεσμούς (οικογένεια, σχολείο, θρησκεία) και άγραφους ηθικούς νόμους που εντέλει αποτελούν συχνά, με την ταξιθετική τους ιδιότητα, φορείς παραλογισμού. Ο πολιτισμικός κώδικας του φαγητού διαλύεται στο βιβλίο με τη βρώση ανθρώπου ή ωμού ζώου, ζητήματα που εξάλλου έχουν τεθεί στη φεμινιστική λογοτεχνία και θεωρία (βλ. Μάργκαρετ Άτγουντ με τη Φαγώσιμη γυναίκα).[3] «Έβαλα σ’ ένα κουτάκι έναν κορυδαλλό με το κομμένο λαρύγγι του[…]και μάχη έδωσα για να τον βγάλω από τους γομφίους της μαμάς» («Η τελευταία μου εργασία ήταν για τη ζωολογία»).
Η πολύπλοκη σχέση με τη μητρική μορφή και η θυγατρότητα αποτελούν τον πυρήνα τροφοδοτώντας πολλά από τα ποιήματα τόσο αυτής της συλλογής όσο και της προηγούμενης σε μια διελκυστίνδα έλξης-άπωσης αλλά και με επίκεντρο την προβληματική της μητρότητας, την υπό αίρεση πραγμάτευση της ως το κυρίαρχο καθεστώς φύλου. Η μητέρα, εκφερόμενη ως «μαμά» (πάνω από 30 φορές υπάρχει η λέξη με τις παραλλαγές της -μάνα, μανούλα-), επαναλαμβάνεται ανακαλώντας το Μαμά της Καραπάνου («Μαμά πριν γεννηθώ σε ονειρευόμουν. Όταν πέθανες έκλαιγα και γελούσα. Όταν θα πεθάνω θα με ονειρεύεσαι.»). Η σχέση αγάπης-μίσους, η συμβολική μητροκτονία, η εξάρτηση αλλά και η ανελέητη αμφισβήτηση συνιστούν εντέλει αλληλεξάρτηση. «ΑΦΗΣΟΥ, ΜΗΤΕΡΑ, αφήσου στην αγάπη μου. Έτσι, θα στριφογυρίζουμε η μία γύρω από την άλλη. Αιώνια…» γράφει στο Μαμά η Καραπάνου, απηχώντας την κοινή ύπαρξη, την παράλληλη διπλή κίνηση μητέρας-κόρης κατά την Ιριγκαρέ.
Η αμηχανία του ρόλου που δεν είναι φύσει (βιολογικά) δεδομένος διαφαίνεται στο ποίημα «Τρυφερότης»: «Σ’ αυτή τη φωτογραφία με κρατάς αγκαλιά μαμά/σ’ αυτή που είμαι μικρή, πολύ μικρή και πηχτή και πρόστυχη/σαν κρόκος αυγού/σ’ αυτή που φαίνεται μόνο το κεφάλι μου και εσύ είσαι λυπημένη/που με κοιτάς σαν να μην ξέρεις τι να με κάνεις/Ήμουν από μικρή κορίτσι ή έγινα μετά;/Πού να θυμάσαι και εσύ. Αλλά έτσι όπως με κρατάς αγκαλιά μαμά/σαν να μην ξέρεις τι να με κάνεις, σ’ αυτή που φαίνεται μόνο το κεφάλι μου/.
Το τραύμα της απώλειας του πατέρα, ένα ακόμη θεματικό κέντρο, είναι ωστόσο μειωμένο και περισσότερο εκλογικευμένο συγκριτικά με το συναισθηματικό, αν και τιθασευμένο, λυρισμό της προηγούμενης συλλογής. Η απουσία του είναι έλλειψη μιας προστασίας («ναι ο μπαμπάς πάντα πιο βαθιά να μας φυλάει από τα τέρατα, τη μάνα του/από τα αγόρια με τα μακριά πέη» στο «Θαμμένος θησαυρός-ένα παιχνίδι για όλη την οικογένεια» ποίημα βαθιά ειρωνικό όπου η διάλυση/ αποδόμηση της οικογένειας και ο αποχωρισμός από αυτήν αποδίδονται με εξαιρετική εικονοποιΐα) και απουσία του νόμου του Πατέρα. Κορύφωση αυτής της θεματικής όπου το συναίσθημα δομείται εύστοχα και η συγκίνηση προκύπτει από λογικές συνάψεις, αποτελεί το εξαιρετικό «Της πτώσης» με αξιοποίηση της δισημίας της λέξης δοτική (η γραμματική πτώση και η δοτικότητα): «τω απόντι δεν είναι, δηλαδή πώς μπορεί να είναι κάτι δοτική/χωρίς καθόλου να δίδεται/Δοτική είναι η βροχή/».
Η αδελφική ως σχέση δυο θηλυκών τίθεται επίσης υπό την οπτική της παιδικότητας εντός του γυναικείου οικιακού παράξενου, περίκλειστου σύμπαντος όπου υπεισέρχεται και η γιαγιά («Μια κυρία που τη φωνάζω μαμά ή γιαγιά ή πάλι δεν θυμάμαι» στο «Σε κάποια είδη το κεντρί δεν είναι μιας χρήσης»). Όλες αυτές οι μορφές συναποτελούν μια γυναικεία κοινότητα όπου οι σχέσεις δεν είναι πάντοτε αρμονικές και οι ρόλοι εναλλάσσονται: από μητέρα σε κόρη και μητέρα της μητέρας στο «Όταν εσύ χάλασες μια μέρα βροχερή»: «Η μαμά μου φοβάται τις αστραπές/Δεν βγαίνει κάτω από το τραπέζι να της χτενίσω τα μαλλιά, να την κοιμίσω/νάνι νάνι η μαμά μου κάνει/». Η μικρή κοινότητα υπερασπίζεται τη θηλυκότητα έναντι του εχθρικού αντρικού κόσμου υιοθετώντας συμπεριφορές του αρσενικού: «Στο σπίτι είμαστε όλοι κι όλοι κορίτσια/αγέλη δεν μας λες εκτός αν είσαι θυμωμένος ή συγγενής/όπως λέμε θείος αν είχα/Όταν πλησιάζουν κυρίαρχα αρσενικά/η μαμά βγάζει μια σκληρή προεξοχή κάτω από την κοιλιά της/σαν θηλυκή ύαινα/Έτσι είπε ο Γιου Τιουμπ και τον πιστεύω ας είναι αγόρι/που σημαίνει ότι η μαμά πάσχει από πέος/στα ψέματα όμως/όπως στα ψέματα μας έμαθε να έχουμε όλες στύση για να μας σέβονται» («Η στικτή-η γνωστή ως γελαστή»). Όμοια στο «Βαθιά ή σκέτη παραλλαγή» η αντρική εισβολή αποκρούεται αν και εν μέρει επιθυμητή: «Στα χέρια κουβαλάω έναν άντρα/ώρες τώρα/από το σαλόνι στο ψυγείο και πάλι πίσω/Δεν είναι νεκρός, νομίζω πως τρώγεται αλλά δεν τον δοκίμασα/πώς να μπήκε εδώ μέσα».
Η πολιτισμικά καθιερωμένη οικογένεια με τους ρόλους και τις ταυτότητες εδώ διαλύεται. Οι μικρές κανίβαλες συνομιλούν με το Η Κασσάνδρα και ο λύκος και πάλι της Μαργαρίτας Καραπάνου καθώς ο λόγος που εκφέρεται από την ποιητική φωνή-κοριτσάκι γίνεται μοχλός αποδόμησης των οικογενειακών σχέσεων. Στις μικρές κανίβαλες, όπως ο πληθυντικός υποδεικνύει, το ατομικό τραύμα γίνεται ομαδικό γι’ αυτή την οικογένεια θηλυκών όπου όμως η μοναξιά δεν αποφεύγεται όπως για το μικρό κορίτσι στην Κασσάνδρα και το λύκο.
Ο έξω κόσμος είναι ανοίκειος, εχθρικός. Οι συχνές αναφορές στο σχολείο και τους κανόνες του ως πειθάρχηση με τιμωρητικό χαρακτήρα ανοικειώνουν την εικόνα του και αμφισβητούν τον παιδαγωγικό χαρακτήρα του, ιδιαίτερα ως προς τη συμβολή στη συγκρότηση της έμφυλης ταυτότητας και του έμφυλου λόγου. Εύλογα, η διδασκαλία της γλώσσας στο σχολείο συντελεί στη συνειδητοποίηση της έμφυλης ταυτότητας/διαφοράς και του ταξινομημένου και ονομασμένου από άντρες κόσμου. Η γλώσσα στη συλλογή της Χαλκιαδάκη προβληματοποιείται έντονα γιατί, όπως προαναφέρθηκε, παράγει και αναπαράγει ταυτότητες, διανέμει ρόλους, επιβάλλεται θεσμικά και κατά συνέπεια η διδασκαλία της στο σχολείο από τον άντρα-δάσκαλο επανέρχεται σε διάφορα ποιήματα όπως «Αυτή είναι βιωματική εκπαίδευση», «Ξύλο που δεν σαπίζει», «Κυρία Χόλγκερσον» και ιδίως «Πάει αυτοί πέταξαν»: «Για κάποιο λόγο εξωσχολικό είμαι κορίτσι/το κορίτσι είναι ρυάκι λεύκα λαιμός σε μία λέξη/άκλιτο και περισπώμενο, μελανιασμένο στη λήγουσα/Γι’ αυτό όταν έχουμε γλώσσα-γλώσσα το σκάω δάσκαλε/κάπως νομίζω πως είστε μόνο αγόρι»/σας καταλαβαίνω αλλά δεν μου είναι εύκολο αυτό που σας έχει συμβεί/και μένα μου τυχαίνουν όλο κάτι λέξεις που επιμένετε ότι είναι αρσενικές/πελαργός, πατέρας, ποιητής». Είναι προφανής η προσωπική σημασιοδότηση του θηλυκού και ως ρευστότητα (μια σειρά ερμηνειών θα μπορούσε να πυροδοτήσει το ποίημα) ενώ οι καίριες λέξεις πατέρας -με κάθε συνυποδήλωση της λέξης φορτισμένη ερμηνευτικά και συναισθηματικά- και ποιητής (άντρας-κύριος του ποιητικού λόγου αν και το ποίημα το γράφει γυναίκα) ακολουθούνται από τη συναισθηματική έκρηξη που κλείνει το ποίημα «στο διάολο να πάτε, στο διάολο». Σε αυτή την αντρική γλώσσα/κόσμο που η παιδικότητα επιδιώκει να διαρρήξει τις βεβαιότητές της, ο γυναικείος μικρόκοσμος με τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις του συμπορεύεται (παραφράζω τον τίτλο βιβλίου της Ιριγκαρέ που εξάλλου ασχολείται με τη σχέση κόρης-μητέρας: Et l’une ne bouge pas sans l’autre,[4]). Παράλληλα, με τη διαδικασία συγκρότησης έμφυλου εαυτού η Χαλκιαδάκη φαίνεται να θέτει, τηρουμένων των αναλογιών, το ερώτημα της Μπραϊντόττι «Ποια τεχνολογία του εαυτού ενεργοποιείται στην έκφραση της έμφυλης διαφοράς;».
Η ποίηση της Χαλκιαδάκη επεξεργασμένη, μελετημένη, με θεωρητικό υπόβαθρο που μένει υπογειωμένο χωρίς να επιβαρύνει την ποιητικότητα, αποτελεί, όπως ήδη ανέφερα, μια ολοκληρωμένη ποιητική πρόταση όπου το φύλο, ως πρωτεύουσα θεματική, ενσωματώνεται στην ιδιαίτερη οπτική της παιδικότητας και αναρωτιέται για την εμφυλοποίηση, την ανθρωπινότητα, τις ρίζες του. στο όριο ενός όχι παράλογου αλλά μη-λογικού, σχεδόν εξπρεσιονιστικού λόγου, με το ανοίκειο, ίσως το θεωρούμενο νοσηρό και τη σκληρότητα διασπάται η ασφάλεια ενός ποιητικού λυρικού λόγου.[5] Η ποίηση αυτή επιδιώκει να εκταθεί προς το κοινωνικό/πολιτικό διαρρηγνύοντας το ατομικό και η πολιτική της πτυχή είναι εμφανής με τρόπο διαφορετικό από άλλων ποιητριών/ών και όχι κάθετα ρητό. Αν και οι μικρές κανίβαλες αποτελούν την επέκταση και βελτιωμένη εκδοχή της προηγούμενης συλλογής, όπως ήδη τόνισα, αν και η αναμονή για ένα παραπέρα βήμα από την Χαλκιαδάκη παραμένει αίτημα (μιλώντας προσωπικά πάντα) εντούτοις αναγνωρίζουμε ακόμη μια φορά μια σημαντική ποιητική συλλογή.
.
ΒΑΓΙΑ ΚΑΛΦΑ
Περιοδικό “Θράκα” 12/9/2023
Τρίτη συλλογή για τη Νίκη Χαλκιαδάκη, μετά τις Ο Έρωτας του Pied de Coq (Λογείον, 2009) και Ανάσκελη με Πυρετό (Μανδραγόρας, 2012). Στη νέα της συλλογή, η ποιήτρια, ήδη από τον τίτλο Μικρές Κανίβαλες (Μανδραγόρας, 2022) δίνει τον τόνο. Παίζοντας με τον τίτλο του μυθιστορήματος της Louisa May Alcott Μικρές Κυρίες, δηλώνει ότι η δική της συλλογή δεν θα είναι ένα παραδοσιακό κοριτσίστικο βιβλίο (όπως φαντάζεται το κορίτσι η πατριαρχία) και προειδοποιεί τον αναγνώστη να μην περιμένει από τα δικά της κορίτσια να γίνουν Καλές Σύζυγοι. Ροζ της τσιχλόφουσκας, το εξώφυλλο, σου σκάει στο πρόσωπο όταν την ανοίγεις.
Σε αυτή τη συλλογή, όπως και στην προηγούμενη, η Χαλκιαδάκη επιστρέφει στην παιδική ηλικία. Όμως εδώ πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, υιοθετώντας, αντίθετα από εκεί (όπου έγραφε από τη θέση της ενήλικης κόρης, της οικόσιτης γάτας), άγρια προσωπεία (του αντικανονικού κοριτσιού, του κανίβαλου, του λύκου, της αγριόχηνας), για να ανατρέψει ένα από τα πιο ισχυρά αφηγήματα της δυτικής σκέψης από το 19 ο αιώνα και μετά, που θέλει το παιδί, και ειδικά το κορίτσι, αθώο (με τη διπλή έννοια της ασεξουαλικότητας και της ηθικής καθαρότητας/ άγνοιας) και να επαναδιεκδικήσει τόσο την σεξουαλικότητά της όσο και τη δυνατότητα να καταστρέψει. Στο ποίημα «Ξύλο που δεν σαπίζει», για παράδειγμα, βλέπουμε το κορίτσι, σκανταλιάρικο, στο μάθημα της γλώσσας, καθώς έρχεται η σειρά του και πρέπει να βρει μια λέξη από βήτα, να ξεστομίζει τη λέξη «βάλανος», με την επίγνωση ότι θα τιμωρηθεί για αυτό («πόσο να κρατηθώ από λέξεις που δε με κινδυνεύουν», λέει στο κλείσιμο), με τον δάσκαλο σε κατάσταση σοκ και αηδίας να το σφαλιαρίζει για παραδειγματισμό (βλ. επίσης και το ποίημα «Αυτή είναι βιωματική εκπαίδευση»). Το ίδιο κάνει και η μητέρα, επιστρέφοντας από τη συνάντηση με το δάσκαλο: το τρομοκρατεί και το τιμωρεί, προσπαθώντας να το συμμορφώσει, από ντροπή για τον κοινωνικό ψίθυρο («Κυρία Χόλγκερσον», «Για παραδειγματισμό»).
Σε μια κοινωνία όπου το παιδί θεωρείται αθώο και το ενδεχόμενο της εισαγωγής της σεξουαλικής αγωγής στο σχολείο φέρνει ηθικό πανικό (και όταν διδάσκεται είναι με όρους κλινικούς που παρουσιάζουν το σεξ ως κίνδυνο (για εγκυμοσύνη, σμν) αποκρύπτοντας την επιθυμία και την απόλαυση), ένα παιδί που ξεσηκώνει βιβλία, ψάχνει ντοκιμαντέρ, αναζητώντας γνώση για το σώμα του και την επιθυμία του βλέπεται ως κοινωνικός κίνδυνος αλλά και ντροπή της οικογένειας. Πράγματι, κατά τη Faulkner (2011), το παιδί έχει αξία στο βαθμό που επαληθεύει τις προσδοκίες των ενηλίκων περί αθωότητας. Όταν αποτυγχάνει σε αυτό, βλέπεται με καχυποψία, πολύ συχνά, δε, δαιμονοποιείται, με τους ενηλίκους να από-μαγεύονται, αποσύροντας το ενδιαφέρον τους από αυτό. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, αν είναι κορίτσι, οπότε το βλέπουν ξεγραμμένο, χωρίς ελπίδα σωτηρίας, άξιο στιγματισμού και κοινωνικής απομόνωσης (Egan & Hawkes, 2012).
Φυσικά, η παιδική αθωότητα -το μέλλον στο οποίο επενδύουμε- δεν είναι χωρίς έμφυλα και ταξικά συμφραζόμενα. Είναι η αθωότητα του παιδιού της ετεροκανονικής οικογένειας και, ειδικότερα, της μέσης τάξης, το οποίο, έχοντας την πολυτέλεια να προστατευτεί από τις αναγκαιότητες της καθημερινότητας, κλεισμένο σε εργαστηριακές συνθήκες, εκπροσωπεί τις μέγιστες δυνατότητες της κοινωνίας να επιστρέψει, υποτίθεται, στις βαθύτερες αλήθειες της (Faulkner, 2011) και για αυτό πρέπει με κάθε θυσία να διαφυλαχτεί. Από την άλλη πλευρά, είναι τα μη προνομιούχα παιδιά -των γκέι, των φτωχών, των μονογονεϊκών οικογενειών- που απειλούν να τα διαφθείρουν, έχοντας τη βρώμικη γνώση, καθώς οι καθημερινές τους πρακτικές παραβιάζουν, υποτίθεται, τα όρια του πολιτισμένου σώματος, αυτά
που διαχωρίζουν άνθρωπο και ζώο (Egan & Hawkes, 2012). Στους δρόμους, εκτεθειμένα σε αμφίβολες παρέες και ερεθίσματα, τα παιδιά αυτά θεωρούνται ήδη βρώμικα και μολυσματικά, και πρέπει να κρατηθούν μακριά από την κοινότητα. Με τους γονείς -ειδικά τη μητέρα- να θεωρούνται υπεύθυνοι για το παιδί και τη συμπεριφορά του δεύτερου να αντανακλά στους πρώτους, αφενός η γονεϊκότητα της μέσης τάξης πριμοδοτείται, αναπαράγεται και φυσικοποιείται ως κανονικότητα σε αυτό το αφήγημα, με την γονεϊκότητα των μη προνομιούχων να δαιμονοποιείται, αφετέρου τα μη προνομιούχα παιδιά αφήνονται στη μοίρα τους ως σάπια μήλα από κακή μηλιά. Τι σημαίνει, άραγε, μας καλεί να αναρωτηθούμε η Χαλκιαδάκη, να είσαι κόρη χωρίς πατέρα, μέσα στην πατριαρχία, όπου καλείσαι συνεχώς να απαντάς τίνος είσαι, αν όχι αδέσποτη, ανυπεράσπιστη και μόνη;
Αυτή η επιμονή στην ευαλωτότητα του παιδιού στη διαφθορά προέρχεται από το κίνημα της κοινωνικής αγνότητας και αργότερα της σεξουαλικής υγιεινής, και είναι δεμένο με φόβους στην πρώτη περίπτωση της αστικοποίησης (το αστικό περιβάλλον που διαφθείρει) και αφετέρου της μετανάστευσης (ο μολυσματικός ξένος που αλλοιώνει το έθνος) (Egan & Hawkes, 2012). Κατά τη Faulkner (2011), η αθωότητα είναι ένα πολιτικό και πολιτισμικό προϊόν, που συμβολίζει το έθνος και τη σχέση του με άλλα έθνη. Σε αυτό το σχήμα, το παιδί είναι η συνεκδοχή της εθνικής καθαρότητας και επωμίζεται αυτό το βάρος της διατήρησής της. Κάπως στην ίδια γραμμή, για τον Edelman (2004), η ετεροκανικότητα, το έθνος και ο καπιταλισμός βασίζονται στον αναπαραγωγικό φουτουρισμό, στην επένδυση του μέλλοντος που συμβολίζει το παιδί, το οποίο θεωρείται αθώο και ότι πρέπει να προστατευτεί. Και είναι η ίδια η επένδυση στο μέλλον -το οποίο βλέπεται ως πιο ευτυχισμένο- που λειτουργεί εις βάρος του παρόντος κρατώντας τους γονείς παγιδευμένους συχνά σε αδιέξοδες σχέσεις και αποκόπτοντάς τους από την κοινότητα και την κοινωνική δράση.
Αρνούμενη να συμμετάσχει στην αναπαραγωγή του αφηγήματος της ευτυχισμένης μητρότητας και οικογένειας όσο και της παιδικής αθωότητας, η Χαλκιαδάκη εστιάζει στους τρόπους με τους οποίους μάνα («Ευ-θανασία», «Τα μη φυλλοβόλα, «Η τελευταία μου εργασία ήταν στη ζωολογία») και κόρη («Ζιζανιοκτόνο», «Χρησμός») -αλλά και μεταξύ τους οι αδερφές («Γεμιστά», «Στο πατρικό μου») – τρώνε η μία την άλλη, η πρώτη τις στιγμές όπου αντιλαμβάνεται τη μητρότητα ως χρέος και παγίδα (ειδικά μετά το θάνατο του συζύγου), η δεύτερη, καθώς προσπαθεί να την αποφύγει και να υποκειμενοποιηθεί, και οι αδερφές, καθώς βιώνουν τις εθνοπατριαρχικές επιταγές του φύλου που τις κρατούν δέσμιες στο σπίτι και τον καθωσπρεπισμό («Νάσιοναλ τζεογκράφικ»), σε μια προεπισκόπηση ενός μέλλοντος που δεν θέλουν. Άγρια και αντιδραστικά το μικρά κορίτσια της Χαλκιαδάκη, αρνούνται να συμμορφωθούν με τις επιταγές της αποστειρωμένης παιδικότητας και της εκνηπιωμένης θηλυκότητας για την οποία τις προετοιμάζουν οικογένεια, σχολείο και θρησκεία, και φτύνουν από τη γλώσσα την ανδρική εξουσία («Πάει αυτοί πέταξαν», «Τα επιθήματα μπαίνουν στις πληγές», «Πάρτι»), διεκδικώντας έναν χώρο ολόδικό τους (στο σημείο αυτό ακούμε τη Μέδουσα της Cixous που γελά, τη Rubin και τη Wittig που με την εικονοποιία του κανιβαλισμού οραματίζονται μια ριζική επαναοικειοποίηση του σώματος).
Ασεβές, το μικρό κορίτσι, παρομοιάζει τον εαυτό του ταυτόχρονα με τον Χριστό και την πόρνη («Για παραδειγματισμό»), για να μιλήσει για τον τρόπο με τον οποίο το βασανίζουν μητέρα και δάσκαλοι και χριστιανικές αφηγήσεις, προκαλώντας το άγχος της Εκκλησίας γύρω από την ασεξουαλικότητα του πρώτου και την εσφαλμένη ταύτιση της δεύτερης με τη Μαρία τη Μαγδαληνή. Αρνούμενη να αποσεξουαλικοποιήσει εκείνον και να αγιοποιήσει εκείνη, η Χαλκιαδάκη επαναδιεκδικεί την ανθρωπινότητά τους και μέσω αυτών και τη δική της. Και άνδρας και γυναίκα, και θεός και ζώο και πνευματικότητα και σεξουαλικότητα και αγνότητα και πορνεία και πνεύμα και σώμα, όλα τα θέλει για τον εαυτό του το μικρό κορίτσι, σε πείσμα της κοινωνίας που εμφυλοποιεί και ακρωτηριάζει, μέσω της εμφυλοποίησης, ψυχισμούς.
Στο ποίημα «Τραύμα από έντομο» διαβάζουμε:
Στην αρχή όλα ήταν τόσο ωραία
όσο τριγυρνούσε δηλαδή αυτή μες στον κάμπο
Όταν είπαν πέφτει κάτω και ψοφά
άρχισα να χτυπάω πάνω στη λάμπα ξανά και ξανά
γελούσαν τα παιδιά που ήταν όρνια και πουλιά
χτυπούσαν τα ράμφη τους και τα γαμψά τους νύχια
την ώρα που έπεφτε αυτή κάτω και ψοφούσε
την ώρα που ψοφούσα μαμά
αυτά γύρω μου κάργιες, κόνδορες, κοράκια
Είχα σπασμούς, έβγαζα αφρούς από το στόμα
κατάπια τη γλώσσα μου και δάγκωσα τη δασκάλα
που ιδέα δεν είχε από φιλιά με γλώσσα-γλώσσα
Μ’ έβαλαν να υπογράψω κάτι χαρτιά ότι δεν είμαι δηλητηριώδης
στρίμωξαν τα γαλάζια μου φτερά σ’ ένα κουτάκι
και τα έθαψαν βαθιά μες στο μυαλό μου
δίπλα στα νανουρίσματα
Από τότε έχω να κοιμηθώ σαν πουλάκι
Σε αυτό το ποίημα, το μικρό κορίτσι μετά από ένα επεισόδιο επιληψίας (που δεν μαθαίνουμε αν πυροδοτήθηκε από τους συμμαθητές ή αν οι συμμαθητές αντέδρασαν με γέλια στη θέα του), πέφτει κάτω και, καθώς η δασκάλα πηγαίνει να το βοηθήσει, τη δαγκώνει και στέλνεται στο διευθυντή όπου καλείται να βεβαιώσει ότι η κατάστασή του δεν είναι μεταδοτική. Το ενδιαφέρον στο ποίημα είναι ότι στο σημείο που το κορίτσι δαγκώνει τη δασκάλα, ανοίγεται μια ρωγμή στην αφήγηση που υποβάλλει ομοερωτική επιθυμία («κατάπια τη γλώσσα μου και δάγκωσα τη δασκάλα/ που ιδέα δεν είχε από φιλιά με γλώσσα-γλώσσα»). Αυτό αφήνει τον αναγνώστη να αναρωτιέται αν τελικά είναι η σεξουαλικότητά της που θεωρείται μολυσματική και αιτία τιμωρίας.
Μπλέκοντας την ομοερωτική επιθυμία με την διαταραχή, η Χαλκιαδάκη δείχνει πώς το σύστημα της υποχρεωτικής ετεροφυλοφιλίας (που παράγει τις σεξουαλικές αποκλίσεις) βασίζεται στην υποχρεωτική ικανότητα (που παράγει την αναπηρία και την ανικανότητα) (McRuer, 2006). Όπως η ετεροφυλοφιλία, έτσι και η ικανότητα, λειτουργούν με την επίφαση της επιλογής την οποία έχουν ήδη αποκλείσει (McRuer, 2006). Το σχολείο, ρωτώντας το κορίτσι αν είναι μολυσματικό, ήδη υποθέτει αρνητική απάντηση («με έβαλαν να υπογράψω κάτι χαρτιά ότι δεν είμαι δηλητηριώδης»), σπρώχνοντάς το στη ντουλάπα. Αν η ικανότητα επιτυγχάνεται αναλογικά με την ανάγκη για ετεροκανονικές σχέσεις (McRuer, 2006), η απόκρυψη της αναπηρίας με τη σειρά της αποκρύπτει την πιθανότητα για άλλου είδους υποκειμενικότητες και σχέσεις. Πράγματι, εδώ, το μικρό κορίτσι, από ελεύθερο έντομο (σε άλλα ποιήματα διαβάζουμε πως έχει κεντρί), με τον ενταφιασμό των φτερών της, επιστρέφει -προσγειώνεται- στην ανθρώπινη κατάσταση που θέλει τα μυαλά στη θέση τους, να μην πετούν. Η κατάσταση αυτή, όμως, εμπεριέχει ήδη το ενδεχόμενο της ανατροπής της, καθώς η ανησυχία του κοριτσιού το κρατά σε επαγρύπνηση («από τότε έχω να κοιμηθώ σαν πουλάκι»).
Το μικρό κορίτσι προτιμά τη σύντομη, ερωτική ζωή της σφήκας («Σε κάποια είδη το κεντρί δεν είναι μιας χρήσης») από την ανθρώπινη ζωή που έχει συρρικνωθεί στο οριακό επίπεδο της επιβίωσης. Αδιαφορώντας για τα σπουδαία επιτεύγματα του δεύτερου που υποτίθεται τον διαφοροποιούν από τα ζώα, το μικρό κορίτσι, θέλει να ζήσει εδώ και τώρα και να συνεχίσει να επιθυμεί, σε μια κοινωνία που επιμένει να βλέπει την επιθυμία ως έλλειψη, και να την αφαιρεί από το γυναικείο λεξιλόγιο. «Μικρή, πολύ μικρή και πηχτή και πρόστυχη σαν κρόκος αβγού» («Τρυφερότης»), η κόρη προδίδει την αγιοσύνη ήδη από τα γεννοφάσκια της, ακτινοβολώντας προστυχιά• πηδάει από το ύψος της («Πίπη η Φακιδομύτη»), μετράει το σκοτάδι της («Μια γιορτή μα ποια γιορτή»), προσπαθεί να βρει ποια είναι («Ντε ζα βυ», «Μύθοι»). Φρέσκια, βλάσφημη και απελευθερωτική, η Χαλκιαδάκη, επιστρέφει, τελικά, στην σχολική αίθουσα («Πάει αυτοί πέταξαν») για να σώσει το παιδί που ήμασταν, για να το αφήσει επιτέλους να πει αυτό που εννοούσε τότε:
«στο διάολο να πάτε, στο διάολο».
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ
“Η Αυγή” 25/6/2023
Διακειμενική ιδιόλεκτος
Η Νίκη Χαλκιαδάκη επιφυλάσσει κάτι ενδιαφέρον με την κάθε νέα της συλλογή, καθώς κατανόησε γρήγορα, σε αντίθεση με πολλούς ομοτέχνους της, το εξής: ότι η ποίηση δεν έγκειται τόσο στην απλή μεταφορικότητα όσο στη μετατροπή της μεταφορικότητας σε μια δευτερογενή κυριολεξία. Στη σταδιακή δηλαδή δημιουργία μιας ιδιολέκτου, η οποία, παρά την υπαινικτικότητα, τους συμβολισμούς, τις νοηματικές ανατροπές και παρά την εν γένει πρωτοτυπία της, μοιάζει στην καθημερινή ομιλία, επειδή αποδεικνύεται άμεσα επικοινωνήσιμη. Έτσι, αμέσως μετά τον πρωτόλειο και διερευνητικό Έρωτα του Pied de Coq, στη δεύτερή της συλλογή, την Aνάσκελη με πυρετό, η Χαλκιαδάκη εμφανίστηκε με μια αρκετά διαμορφωμένη υφολογική πρόταση: Μια βραχύτητα των στίχων η οποία οφειλόταν στην αυστηρή λεκτική οικονομία, ένα ταχύτατο κάθετο ξεδίπλωμα χάρη στον νευρώδη τόνο και στη διαρκή διαδοχή των μοτίβων, και μια σκηνική μέριμνα που με τη βοήθειά της έδεναν τα επιμέρους του κάθε ποιήματος σε ένα δραματικό συνεχές. Συνεχές του οποίου οι τεχνικές και οι εντάσεις δρομολογούσαν μια περίπου ακαριαία πρόσληψη. Σε εκείνη όμως τη συλλογή παρουσιαζόταν και ένα προβληματικό φαινόμενο: Ενώ επιδιωκόταν η εδραίωση μιας εμβληματικά έμφυλης ταυτότητας, η στόχευση παρεξέκλινε και το αποτέλεσμα ήταν η παγίδευση σε ένα ψυχαναλυτικό σχήμα. Στα ποιήματα αναπαραγόταν ο ρόλος μιας τραυματικής γυναίκας με τη συμπεριφορά μικρού κοριτσιού, ο οποίος έχει καθιερωθεί στο συλλογικό φαντασιακό και συνιστά, άρα, μια ταυτότητα μυθική και ναρκισσιστική.
Τα όρνια που μαζεύτηκαν στο μπαλκόνι / ακονίζουν τα ράμφη και τα νύχια τους στα κάγκελα / –θα σκουριάσετε καλέ και ποιον θα φοβόμαστε αν πάθετε κάτι– / Εμάς περιμένουν πότε θα βγούμε να μας κατασπαράξουν / θέλουν το συκώτι σου, την καρωτίδα μου, τα οπτικά νεύρα και τις κλειτορίδες μας / Δεν ξέρουν ότι εμείς δεν θα τους κάνουμε τη χάρη / Δεν ξέρουν ότι εμείς μπορούμε να αντέξουμε εδώ μέσα κλεισμένες / τρώγοντας η μία την άλλη («Στο πατρικό μου»)
Η συλλογή Μικρές κανίβαλες διακρίνεται για το επίμονα επανερχόμενο μοτίβο της, που την οδηγεί σε μια σειρά διακειμενικών επαφών, με αρχή την Οδύσσεια και κατάληξη την πρόσφατη λογοτεχνία. Πρόκειται για το μοτίβο της ανθρωποφαγίας, το οποίο στο έπος του Ομήρου συμπληρώνεται με ψηφίδες από τη μαγεία και το παραμύθι. Στη φεμινιστική τέχνη και θεωρία, οι συμβολικές απολήξεις του φθάνουν μέχρι την παιδική ηδονή και την εν γένει σεξουαλικότητα. Τέλος, η ανθρωποφαγία έχει, σήμερα, μεγάλη απήχηση στον χώρο της λογοτεχνίας. Το επιβεβαιώνουν άρθρα όπως το «Why are We so Hungry for Books about Cannibals» της Katie Yee στον ιστότοπο Literary Hub και το «A Taste for Cannibalism?» της Alex Beggs στη The New York Times. Μέσα από τη σύγχρονη λογοτεχνική εκμετάλλευση του κανιβαλισμού σκιαγραφείται συχνά το δυστοπικό μέλλον μιας ανθρωπότητας η οποία προβαίνει στην αυτοφαγία, εφαρμόζοντας κατά γράμμα την καπιταλιστική συνθήκη. Στις Μικρές κανίβαλες οι τρεις εκδοχές συλλειτουργούν: Η μαγική-παραμυθική, η φεμινιστική-ερωτική και η πιο πρόσφατη, η δυστοπική εκδοχή.
Το ύφος εδώ διαφοροποιείται από εκείνο της Ανάσκελης με πυρετό. Η βραχύτητα καταργείται και τα ποιήματα περιέχουν στίχους άνισους σε έκταση, με συνέπεια οι πολύ μικροί να επέχουν ρόλο παύσεων. Μια επιλογή η οποία μειώνει τον νευρώδη τόνο και την κάθετη δυναμική του λόγου. Επιπλέον, η σκηνική μέριμνα αντικαθίσταται από την αφηγηματική. Το δραματικό συνεχές παραχωρεί τη θέση του σε έναν πιο προζαϊκό τρόπο συνοχής των επιμέρους. Το ψυχαναλυτικό σχήμα στο οποίο είχε εγκλωβιστεί η προηγούμενη συλλογή εμφανίζεται τώρα πιο παγιωμένο. Από την άλλη, διευκολύνεται και εδώ η κατευθείαν πρόσληψη, γιατί η αφήγηση χαρακτηρίζεται μεν από το απροσδόκητο και το παράλογο αλλά και από τη ψύχραιμη φυσικότητα. Την αμεσότητα ενισχύει και η πιο συστηματική τώρα χρήση των κωδίκων της σχολικής ζωής και των παιχνιδιών που παίζουν οι παρέες των παιδιών.
Συνοψίζοντας, η Νίκη Χαλκιαδάκη βρίσκεται σε μια δημιουργική φάση δοκιμών και αναζήτησης της δευτερογενούς κυριολεξίας. Από το ποιητικό αποτέλεσμα συμπεραίνεται ότι η βραχύτητα και η δραματικότητα της δεύτερής της συλλογής λειτουργούσαν καλύτερα από την αφηγηματικότητα της τρίτης. Το πιο σημαντικό όμως εξαγόμενο είναι ότι η ψυχαναλυτική δεσπόζουσα πρέπει να παροπλιστεί. Η έμφυλη προσέγγιση, η ένταση, η έκπληξη, η επικοινωνησιμότητα, τα καταστατικά στοιχεία της τέχνης αυτής της ποιήτριας θα πριμοδοτηθούν, εφόσον απαρνηθεί τον Πατέρα και τη Μητέρα.
.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ
18/1/2023
Τελευταίο βιβλίο του 2022
Η ναῦς, η νῆσος και η νῆσσα είναι τρεις διαφορετικές λέξεις
Μπουφ
Χτες γέννησα ένα μωρό μαμά. Δεν σου το λέω για να μη με στείλεις σχολείο
Στείλε με
Τρεις εφτά εικοσικάτι, / του / και / πι / τόπι, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπάς
Τότε που είπα ότι ο μπαμπάς πέθανε, είχε στ’ αλήθεια πεθάνει
ας ρωτούσαν όλοι ποιος είναι ο κύριος που μ’ αφήνει στα σκαλιά κάθε πρωί
Έκλαιγα εγώ, όχι που μου έβγαλε η δασκάλα το ένα μάτι με το κόκκινο στιλό
αλλά γιατί είχα ένα μάτι λιγότερο να τον ψάχνω
Χτες γέννησα ένα μωρό μαμά στο συρτάρι με τα εσώρουχα
Σου το λέω μη το βρεις και το σιδερώσεις και χαλάσει το μωρό μας μαμά
Αν δεν γυρίσω θα ’ναι από άκατα μάκατα σου κουτουμπέ –να μη λέω άλλες δικαιολογίες
άμπε φάμπε βγε και βγήκα
Να μείνει επιτέλους μία να κάνει τη μάνα
H Νίκη Χαλκιαδάκη έχει έναν ώριμο κι ευανάγνωστο άμεσο καταλυτικό ποιητικό λόγο διαρθρωμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ψυχαναλύει και ψυχαναλύεται μέσω των στίχων και των επιλεγμένων λέξεων/φράσεων. Ποίηση γένους θηλυκού με σαφή την υπεροχή και κυριαρχία του γένους, ποίηση διαλόγου με πρόσωπα του οικείου συγγενικού περιβάλλοντος αλλά και ποιήματα που αποκαθηλώνουν και αποκαθηλώνονται με μια μανία ισοπεδωτική: Είχα σπασμούς, έβγαζα αφρούς από το στόμα κατάπια τη γλώσσα μου και δάγκωσα τη δασκάλα / που ιδέα δεν είχε από φιλιά με γλώσσα-γλώσσα/ Μ’ έβαλαν να υπογράψω κάτι χαρτιά ότι δεν είμαι δηλητηριώδης («Τραύμα από έντομο»). Που όμως δεν καταστρέφουν αλλά αναδημιουργούν εξ ερειπίων τα άριστα:
πελαργός, πατέρας, ποιητής
πώς να τις κλίνω όρθια στον πίνακα χωρίς να κλαίω
χωρίς να θέλω να τις πιάσω
κάπως μπερδεύομαι και όλο πηδάω τις αιτιατικές
ο, του, των, του, ω
στο διάολο να πάτε, στο διάολο («Πάει αυτοί πέταξαν»).
Οι μικρές κανίβαλες έρχονται ως συνέχεια και διαλέγονται με την προηγούμενη συλλογή της ανάσκελη με πυρετό, δέκα χρόνια πριν. Σε μια εποχή αμήχανη κι εν πολλοίς πληκτικά επαναλαμβανόμενη η δυναμική της ποίησης αναδεικνύει τα πολύτιμα που μπορεί να εμπεριέχει αρκεί να υπάρχει η δεινότητα της γραφής, η αξιοποίηση της γλώσσας, το συναίσθημα που πλημμυρίζει αλλά ταυτοχρόνως τιθασεύεται για να μετεξελιχθεί σε τέχνη «θλιμμένη και άπτερη σαν παθητική μετοχή».
Ένα διαρκές ερώτημα, μια αναδίφηση ψυχών τε και σωμάτων επιχειρεί η Χαλκιαδάκη με τη νέα συλλογή της αναζητώντας μέσα από αφοπλιστικά ερωτήματα απαντήσεις ενδεχομένως περιττές. Άλλωστε εδώ προέχει/προεξάρχει η ποίηση: τόσο σκοτάδι μέσα μου που ξεχνάω από τις πολλές φορές αν είμαι σοκολατάκι, περικάρπιο, παιδί / από πλατίνα ή πραλίνα και πάνω κάτω πότε λήγω («Μια γιορτή μα ποια γιορτή»).
.
Η Νίκη Χαλκιαδάκη κατάγεται από την Κρήτη. Γεννήθηκε το 1980 στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έκανε μεταπτυχιακό στον Τομέα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Το βιβλίο της ανάσκελη με πυρετό τιμήθηκε με το Πρώτο Βραβείο καλύτερης ποιητικής συλλογής, νέου ποιητή, για το 2013 από το Συμπόσιο Ποίησης, στο Πανεπιστήμιο Πατρών και ήταν στη βραχεία λίστα, την ίδια χρονιά, για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης του ΥΠΠΟ. Ποιήματά της έχουν φιλοξενηθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά. Οι μικρές κανίβαλες είναι η τρίτη ποιητική της συλλογή. Τα τελευταία δέκα χρόνια ζει στη Σκωτία.
.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ
στίγμαΛόγου 10/3/2023
Οι μικρές κανίβαλες (χωρίς κεφαλαία τα αρχικά και στο πρωτότυπο) είναι το comeback της Νίκης Χαλκιαδάκη, 10 χρόνια μετά τη συλλογή της Ανάσκελη με πυρετό που είχε τύχει ενθουσιώδους υποδοχής και ήταν υποψήφια για το κρατικό βραβείο ποίησης. Και είναι ένα comeback συγκλονιστικό.
Το ποιητικό υποκείμενο ξέρουμε ότι μπορεί να είναι άλλο από τον εκάστοτε ποιητή, σπάνια όμως συναντάμε ένα παιδί σ’ αυτό τον ρόλο. Να όμως που, στις μικρές κανίβαλες, το ποιητικό υποκείμενο είναι ένα μικρό κορίτσι. Και, σαν μικρό κορίτσι, μιλάει με τη γλώσσα που αντιστοιχεί στην ηλικία του και – το σημαντικότερο – σκέφτεται με τον ιδιαίτερο συνειρμικό και μαγικό τρόπο με τον οποίο σκέφτονται τα παιδιά. Η Νίκη Χαλκιαδάκη έρχεται να μας δείξει πως αυτή η γλώσσα και αυτός ο τρόπος μπορούν να είναι εξόχως ποιητικά.
Η ποιητικότητα ωστόσο δεν ισοδυναμεί με λυρισμό: η συλλογή είναι ιδιαίτερα σκληρή – σαν μια κραυγή που σκίζει τη συνήθη τάξη των πραγμάτων. Το κοριτσάκι που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο είναι ένα παιδί που ο πατέρας του έχει πεθάνει και που – ενδεχομένως ανεξαρτήτως αυτού του θανάτου, αν και αυτός από μόνος του είναι αρκετός – έχει υποστεί βαθύ τραύμα, το οποίο αντανακλάται σε όλες του τις σκέψεις:
Η μαμά σε περιμένει να γυρίσεις – ας ήρθε στην κηδεία σου
σε περιμένει ενώ εμάς μας φυλάει για εκείνη τη μέρα
που δεν θα σε περιμένει πια
φώτα, δαχτυλίδια, λικέρ, σοκολατάκια, την αδερφή μου και εμένα
ανοίγει πού και πού τα συρτάρια, τα ντουλάπια, τους διακόπτες
τα μπουκαλάκια, τα κρανία μας
να δει αν καήκαμε, αν πιάσαμε μούχλα, πυρετό, σκουλήκια, σκουριά
(από το ποίημα «Μια γιορτή μα ποια γιορτή»)
Το βαθύ τραύμα, είτε προέρχεται από την απώλεια είτε όχι, μεταμορφώνει τον κόσμο σε κάτι παράλογο, τραγικό – τόσο για τα παιδιά όσο και για τους μεγάλους: όμως είναι δύσκολο για ένα παιδί να διαχειριστεί αυτή την τραγικότητα. Μπορεί να τη νομίζει νορμάλ, σηκώνοντας τους ώμους του για να πάει παρακάτω, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτό που ζει δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί κανονικό:
ΠΙΠΗ Η ΦΑΚΙΔΟΜΥΤΗ
Στο διάλειμμα λέμε τρομακτικές ιστορίες
για κάποια παιδιά που πήδηξαν από τον πέμπτο
χωρίς μπέρτα, χωρίς φακίδες
παιδιά που τα πήρε ο παλιατζής, ο μούμος και το ρέμα
γιατί δεν έτρωγαν φακές ή δεν έκοβαν τα νύχια
κάποια είναι ακόμη τιμωρία στο υπόγειο
παιδιά με σημάδια από καυτό νερό, με σημάδια από μάνα και πατέρα
κάποια στα σκουπίδια, ήσυχα, μελανιασμένα, μονογενή
εκ του Πατρός
Είμαστε και εμείς που πηδήξαμε από το ύψος μας
για κακή μας τύχη αυτό δεν είχε φρικτό θάνατο
είχε πρώτη ώρα Γλώσσα το πολύ μετά Γυμναστική
Άλλοτε πάλι μπορεί το παιδί να ενστερνιστεί τον τρόμο μπροστά στην εμπειρία, μπορεί να τον δει σαν κάτι που νιώθει να γίνεται το ίδιο:
Δεν φύτρωσαν ποτέ στο στόμα μου δόντια κοφτερά
τόσο κοφτερά που να σκίζουν σάρκες, να συνθλίβουν κρανία
δεν έχω πουθενά στο σώμα ένα αγκάθι
μια ουρά, κεντρί, λέπια, μελάνι, δαγκάνες, καβούκι
ένα δασύ σύμφωνο στον ουρανίσκο δηλητηριώδες
(από το ποίημα «Νάσιοναλ Τζεογκράφικ»)
Αυτές ωστόσο είναι λογικές επεξεργασίες τη στιγμή που η σκέψη των παιδιών συχνά απεκδύεται ολότελα τη λογική και γίνεται απολύτως παράλογη. Όμως η Χαλκιαδάκη δεν κάνει ανατομία της παιδικής ψυχολογίας στη συλλογή της, γράφει ποίηση χρησιμοποιώντας το προσωπείο του παιδιού. Επομένως, πολλά από όσα γράφει είναι σαφώς συμβολικά, όσο κι αν απηχούν την ψυχολογία:
Χτες που σε είπα μαμά την ώρα που έβαλες το χέρι σου ανάμεσα στα πόδια μου
ντύθηκες, βγήκες από την ντουλάπα και δεν σε ξαναείδα ποτέ
άσε που δεν πήρες ούτε μπουφάν
Έχω μια ελπίδα πως έχεις ξαναφτιάξει τη ζωή σου και ζεις κάπου στην κουζίνα
αρκεί μια μέρα να βγω κι εγώ από αυτή την ντουλάπα
πόσο δύσκολο λες είναι να αφήσω αυτή τη μάλλινη ζακέτα
που είναι κρεμασμένη και κουμπωμένη σαν νεκρή
και οι μανσέτες της με χαϊδεύουν στο κεφάλι σαν τη μάνα μου
(από το ποίημα «Συνδρομητικές σχέσεις»)
Τι είναι για ένα κορίτσι το μητρικό πρότυπο; Πόσο βαριά για κείνο είναι η σκιά της μητέρας; Ιδίως μιας μητέρας δυσλειτουργικής, που ο θάνατος του συντρόφου της και το βάρος των ορφανών παιδιών της τη γονατίζουν; Τι γράφει μέσα του το χάδι της – ή η απουσία του; Τι σημαίνει για κείνο η «επιστροφή στη μήτρα» του Φρόιντ; Εντέλει, πώς απαντιέται το ερώτημα της ποιήτριας: «Ήμουν από μικρή κορίτσι ή έγινα μετά;».
Όλοι έχουμε μέσα μας τον παιδικό εαυτό μας που δεν μεγαλώνει μαζί μας επειδή ενηλικιωθήκαμε – και που σίγουρα μπορεί να καθηλωθεί στην παιδική ηλικία εξαιτίας ενός βαθιού τραύματος. Πιστεύω πως αυτό είναι το βασικό νόημα της συλλογής: ότι το παιδί μέσα μας είναι ένα φάντασμα που δεν μπορεί να ησυχάσει αν δεν νιώσει την αγάπη, αν δεν αγκαλιαστεί, αν δεν πει το παράπονό του στο οποίο περιμένει εναγωνίως μια αντίδραση.
Στο μεταξύ, ο χώρος στον οποίο συμβαίνουν τα τεκταινόμενα στη συλλογή συχνά ταυτοποιείται στα όρια του πατρικού σπιτιού. Ωστόσο, συναντάμε την ηρωίδα και στη θάλασσα («οι άκρες των μαλλιών μου αλμυρές/ και εγώ μικρή ή νεκρή δεν θυμάμαι να πω» – ποίημα «Ντε ζα βυ»), στο σχολείο («τη δασκάλα μου στην πρώτη δημοτικού που μου έμαθε/ ότι το άλφα είναι ένα ο μ’ ένα μπαστουνάκι/ και από τότε όλες οι λέξεις μου από άλφα κουτσαίνουν» – ποίημα «Μύθοι») ή αλλού.
Συνήθως όμως τη βρίσκουμε μέσα σε καταστάσεις που αποδεικνύουν τη δυσκολία του να είσαι κορίτσι:
Αυτό το γατί το έσωσα από την αγκαλιά της μαμάς του
[…]
Το γύρισα ανάποδα και δεν ήταν αγόρι
μακάρι μέχρι αύριο ν’ αλλάξει
πολύ θα θέλαμε στο σπίτι ένα αρσενικό
ή έστω το κεφάλι του
Χτες γέννησε δυο γατάκια στο καλάθι με τα άπλυτα
Ευτυχώς τα βρήκα πρώτη και τα έφαγα, μην τα βρει η μαμά και τα πνίξει
που ήταν πάλι τους κορίτσια
(από το ποίημα «Τα μη φυλοβόλα» [sic])
Να μη γεννιούνται πια κορίτσια γιατί τα κορίτσια και οι γυναίκες γενικότερα πληγώνονται με περισσότερους τρόπους απ’ ό,τι τα αγόρια, με τρόπους αδιανόητους, συνυφασμένους στον πυρήνα της ανδροκρατούμενης, δυαδικής μας κουλτούρας. Και γιατί τα κορίτσια ξέρουν καλύτερα από τον οποιονδήποτε να τρώνε σάρκες, συμβολικά: του εαυτού τους και των γύρω τους – σαν πραγματικές κανίβαλες.
Τα θέματα που εγείρει η συλλογή είναι ανεξάντλητα, αλλά όλα επιστρέφουν στην πληγή της θηλυκής φύσης, το βάρος της απώλειας, τη σημασίαι της κληρονομικότητας, τα ερωτήματα για τη ζωή της γυναίκας που μένουν εσαεί αναπάντητα.
Στο όμορφο βιβλίο της Χαλκιαδάκη με το κοριτσίστικο ροζ εξώφυλλο και τον ανάγλυφο, αδιόρατο σχεδόν, τίτλο, τα προβλήματα δεν περιμένουν καμία λύση. Πρέπει απλά να ειπωθούν, μήπως ίσως έρθει μια κάποια λύτρωση έτσι. Μήπως.
ΧΡΗΣΜΟΣ
Αυτή η ρωγμή που ξεκινάει απ’ το ταβάνι και τελειώνει στην κοιλιά μου
δεν πονάει πια
λέω α μπε μπα μπλομ και δεν πονάει
Στο μικρό κορίτσι που είδε τα εντόσθιά μου λέω του κείθε μπλομ
και δεν νομίζω να τη νοιάζει
Της κρύβω τι σημαίνει μπλιμ μπλομ
δεν είμαι σίγουρη αν μπορεί να το αντέξει
Δεν την ταΐζω από το στήθος μου μη δοκιμάσει άνθρωπο
και αρχίσει να γράφει τίποτα ποιήματα
Το προτελευταίο αυτό ποίημα της συλλογής, το μόνο στο οποίο η φωνή της ποιήτριας ακούγεται καθαρά και δυνατά, μιλάει για όλα: για την ανεμελιά της παιδικότητας που υπονομεύεται από την πληγή, για τα κοριτσίστικα μυστικά αλλά και την παιδική αδιαφορία, για τη γυναικεία φύση, για όλα όσα μένουν σε εκκρεμότητα από μια πληγή που κακοφορμίζει και μπορούν να εκφραστούν μέσα από την ποίηση.
Κι αν η κραυγή αυτής της φλεγόμενης συλλογής είναι το τραύμα, έρχονται στους στίχους με τους οποίους κλείνει η συλλογή οι φίλοι «που ‘χουν σταυρώσει τα χέρια κάτω από το στήθος/ και αντί για μάτια έχουν δυο βροχερές ιτιές» να καταπραΰνουν κάπως τη φλόγα της και να υποσχεθούν λίγη παραμυθία.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
FRACTAL 28/2/2023
Ποίηση γραμμένη με αίμα
1.Ταξίδι στο ασυνείδητο:
H ψυχανάλυση μας επιτρέπει να φανταζόμαστε το ασυνείδητο ως τη βαθιά και σκοτεινή θάλασσα, στην οποία κάθε τόσο βυθίζουμε τα θηρία μας, τα φαντάσματά μας, για να πάψουν να μας τρομάζουν στις σκοτεινές ντουλάπες, ή πίσω από τις κουρτίνες, την ώρα που προσπαθούμε να κοιμηθούμε, αλλά ο ύπνος δεν μας κάνει τη χάρη. To κακό είναι ότι εκεί, στον λασπερό πυθμένα, συνεχίζουν να ζουν, γίνονται θηρία του βυθού, με σκοτεινά μάτια και κοφτερά δόντια. Είμαι σχεδόν βέβαιος πως η καταβύθιση αυτό ακριβώς σημαίνει: Τα διορίζουμε σε νέες θέσεις, από τώρα και για πάντα. Τους δίνουμε νέο ρόλο, νέα ζωή. Αυτή η σκοτεινή απύθμενη θάλασσα βρίσκεται κάτω μας κι εμείς στην επιφάνειά της πλατσουρίζουμε, χωρίς να συλλογιζόμαστε την άβυσσο που μας βρέχει τα πόδια. Κάποτε λέμε με πείσμα πως δεν υπάρχει. Άλλες φορές, προσπαθούμε να μην τη σκεφτόμαστε.
Η Νίκη Χαλκιαδάκη, δείχνει πως αγαπάει τα φαντάσματά της. Είναι κι αυτός ένας τρόπος άμυνας: Ισχυρίζεται πως δεν μπορούν πια να την τρομάξουν, αφού τα πλησιάζει και τα παρατηρεί με μάτια ορθάνοιχτα.
Στο πατρικό μου
Τα όρνια που μαζεύτηκαν στο μπαλκόνι
ακονίζουν τα ράμφη και τα νύχια τους στα κάγκελα
-θα σκουριάσετε καλέ και ποιον θα φοβόμαστε αν πάθετε κάτι-
Εμάς περιμένουν πότε θα βγούμε να μας κατασπαράξουν
Θέλουν το συκώτι σου, την καρωτίδα μου, τα οπτικά νεύρα και τις κλειτορίδες μας
Δεν ξέρουν ότι εμείς μπορούμε να αντέξουμε εδώ μέσα κλεισμένες
τρώγοντας η μία την άλλη
2.Σκληρή υπερρεαλιστική γραφή:
Πρόκειται για μια ακραία, ανατρεπτική -σχεδόν- υπερρεαλιστική γραφή, με εξαιρετικά σκληρές εικόνες, που συχνά φέρνουν σε αμηχανία τον αμύητο αναγνώστη. Άλλωστε, το ίδιο το βιβλίο, εξωτερικά, ως κατασκευή, δείχνει ιδιαίτερο, πριν προλάβει κανείς να το ανοίξει. Το εξώφυλλο έχει ένα ωραίο, απαλό, κοριτσίστικο ροζ χρώμα, όμως ο τίτλος του δεν ξεχωρίζει αμέσως, καθώς δεν είναι γραμμένος με μελάνι, αλλά είναι ανάγλυφος στο χαρτόνι στην ίδια ροζ απόχρωση: «Μικρές κανίβαλες»! Βάζει κανείς το χέρι του, ψηλαφεί με απορία τα γράμματα κι αναρωτιέται πώς συνδυάζεται αυτό το παιδικό ροζ με έναν τόσο σκληρό τίτλο. . Ίσως υπονοεί πως η σκληρότητα και η τραχύτητα είναι ιδιότητες που κρύβονται πίσω από τη δήθεν αδυναμία της θηλυκότητας. Ποιες είναι οι κανίβαλες; Πόσες είναι; Το βιβλίο δεν δίνει τόσο εύκολες απαντήσεις. Απαιτεί από τον αναγνώστη να το διαβάσει πολύ προσεκτικά, για να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Όταν εσύ χάλασες μια μέρα βροχερή
Η μαμά μου φοβάται τις αστραπές
Δες βγαίνει κάτω από το τραπέζι να της χτενίσω τα μαλλιά, να την κοιμίσω
νάνι νάνι η μαμά μου κάνει
και το νερό το φοβάται, μην την πάρει και δεν τη φέρει
Της αρέσουν οι ιστορίες με ελάφια, νομίζει πως είναι μόνο θηλυκά
και τον μπαμπά τον φοβάται που δεν είναι ελάφι
Φοβάται μην έρθει πίσω γεμάτος σκουλήκια
μη ζητήσει πάλι το χέρι της
Μη φοβάσαι μαμά εγώ που δεν ξέρω από συνεκδοχές
θα σου το κόψω και θα του το δώσω
ολόκληρη δεν σε δίνω
Μετά το πρώτο ποίημα της συλλογής, χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση, η ποιήτρια μας έχει ήδη βάλει στον δικό της κόσμο: Μια συναισθηματικά ασταθής -πιθανότατα υπερήλικη- μητέρα, με τις ανάγκες ενός μωρού παιδιού και ανάλογες ανασφάλειες, ένας νεκρός προ πολλού πατέρας, φόβητρο για άγνωστους λόγους, και μια «συμβιβαστική λύση», που μόνο σ’ ένα άτομο με άνοια θα μπορούσε να φανεί λογική: «Αν έρθει και ζητήσει το χέρι σου, μη φοβάσαι! Θα σου το κόψω και θα του το δώσω! Ολόκληρη δε σε δίνω! Μην ανησυχείς, λοιπόν!»
3.Η ποίηση μιλάει μόνο για τη φωτεινή πλευρά της ζωής;
Είτε ερμηνεύει κανείς ορθά, είτε όχι, εδώ το νοσηρό κλίμα είναι εντονότατο. Συνήθως, απέναντι σε τέτοιες καταστάσεις ζωής, κλείνουμε τα μάτια, με τη σταθερή απόφαση να προσποιηθούμε, όσο περισσότερο μπορούμε, πως δεν υπάρχουν. Το να μιλήσουμε για το μαύρο που μας απειλεί ή που μας σκεπάζει, είναι θέμα απόφασης. Η πικρή αλήθεια είναι ότι η ζωή πορεύεται διαρκώς μέσα σε καταστάσεις αμφιλεγόμενες κι ασταθείς, όπου το φως και το σκοτάδι παλεύουν μεταξύ τους, χωρίς να μπορεί κάποιο απ’ τα δυο να επικρατήσει οριστικά.
[…] “Αν η ποίηση δεν ελευθερώνει, τότε σε τι χρησιμεύει; Αν δε δίνει την ανάσα που λείπει απ` τη ζωή μας, αν δεν έρχεται να μας θυμίσει τη χαμένη μας αθωότητα, τη χαμένη μας χαρά, το ξεχασμένο παιδικό τραγούδι, ποια είναι η αξία της;
Έχω στον νου μου μια ποίηση βαριά, όσο βαριά είναι η μυρωδιά του ίδιου του θανάτου. Μια ποίηση εσωστρεφή, σχιζοφρενική, τρομολαγνική με τη μυρωδιά ασφυκτικά κλεισμένης ψυχιατρικής κλινικής. Τα πάντα εκεί μέσα μυρίζουν πολυκαιρισμένα σεντόνια ετοιμοθάνατου. Μυρίζουν ιδρώτα, φορμόλη, αίμα, νωπό φονικό. Ειλικρινά, αυτή την ποίηση, ποτέ μου δεν τη συμπάθησα. Ποτέ μου δεν την κατάλαβα στο βάθος της.
Αγαπούσα πάντα την ποίηση που οδηγεί σε ανοιχτούς χώρους. Αγαπούσα την ποίηση που έχει ένα αεράκι δροσιάς, φερμένο από τα βουνά, απ` τα λιβάδια ή τ` ακροθαλλάσι. Μου άρεσαν πάντα τα υγρά ποιήματα που μούλιασαν ώρες στη βροχή. Αυτά που έχουν χρώματα και αρώματα, λες και κόπηκαν από τις γλάστρες της μάνας μας. Λες και μυρίζουν χαρά κι ανεμελιά πρωί πρωί, στην πατρίδα των δεκάξι μας χρόνων.
Έγραψα κι εγώ μαύρους στίχους βουτηγμένους στη νύχτα της απόγνωσης, ή έστω στο γκρίζο της θλίψης. Δε γινόταν να το αποφύγω. Άλλωστε, εκτιμάς το φως μόνο τη στιγμή που βγαίνεις από το σκοτάδι. Δίχως ανήλιαγες μέρες δεν εκτιμάς την άνοιξη.[…]
(Απόσπασμα από το άρθρο μου “Βρεγμένα λόγια, Άνοιξη 2018).
Μπουφ
Χθες γέννησα ένα μωρό μαμά. Δεν σου το λέω για να μη με στείλεις σχολείο
Στείλε με
Τρεις εφτά εικοσικάτι, / του /και/ πι / τόπι, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπάς
Τότε που είπα ότι ο μπαμπάς πέθανε, είχε στ’ αλήθεια πεθάνει
ας ρωτούσαν όλοι ποιος είναι ο κύριος που μ’ αφήνει στα σκαλιά κάθε πρωί
Έκλαιγα εγώ, όχι που μου έβγαλε η δασκάλα το ένα μάτι με το κόκκινο στυλό
αλλά γιατί είχα ένα μάτι λιγότερο να τον ψάχνω
Χτες γέννησα ένα μωρό μαμά στο συρτάρι με τα εσώρουχα
Σου το λέω μη το βρεις και το σιδερώσεις και χαλάσει το μωρό μας μαμά
Αν δεν γυρίσω θα ‘ναι από άκατα μάκατα σου κουτουμπέ
-να μη λέω άλλες δικαιολογίες
άμπε φάμπε βγε και βγήκα
Να μείνει επιτέλους μία να κάνει τη μάνα
Η σκληρή ενηλικίωση και η χαμένη παιδικότητα δίπλα – δίπλα! Αλήθεια, πόσο σκληρό είναι πάντα το μεγάλωμα! Εδώ, ο ενήλικας γίνεται παιδί, ή το μικρό παιδί ονειρεύεται μέσα από το παιχνίδι του πως μεγάλωσε; Μια νεφελώδης εικόνα της ζωής, με ρευστά όρια κι ασαφείς κοινωνικούς ρόλους, σαν να ζωντανεύει ξαφνικά κάποιο κακό κι απειλητικό όνειρο ή σαν να βυθίζεται η πραγματικότητα σε μια ονειρική ομίχλη. Παντού η φωνή του μικρού κοριτσιού που συνεχίζει ανέμελα το παιχνίδι του, μόνο που η ζωή δεν είναι παιχνίδι, αφού ο πόνος της είναι πάντα αληθινός.
Γεμιστά
Τίποτα δεν θα σας λείψει έλεγε η μαμά
τρίβαμε εμείς τη μουσούδα μας στα πόδια της
Τότε ήμασταν τετράποδες, μπορούσες να δεις την ουρά μας
εκείνη έπλεκε μέρα νύχτα και εμείς την κοιτούσαμε ζαλισμένες
Έπλεκε μπάλες, μαξιλαράκια, φίλους, μπαμπάδες
τους μπαμπάδες -μεταξύ μας- δεν τους πετύχαινε πολύ
με το που τελείωνε το πλέξιμο έκοβε με τα δόντια της το νήμα
πονούσα βαθιά στην κοιλιά μου κάθε φορά που έκοβε το νήμα
μου ερχόταν μια αναγούλα σαν να ανακάτευε τα έντερά μου
όλα είχαν κουμπιά, κουμπιά για μάτια, μύτη, στόμα
διακοσμητικά κουμπιά, κουμπιά για κουμπιά
για εντόσθια μόνο είχαν υαλοβάμβακα
εύφλεκτο, πολυεστερικό και άκρως ανθυγιεινό
Το έμαθα μια μέρα όταν ξεκοίλιασα την αδερφή μου
όχι την πλεκτή
την άλλη
Αναμνήσεις μιας σκληρής παιδικής ηλικίας, την εποχή που η μαμά ανέλαβε όλες τις υποχρεώσεις, χωρίς σύζυγο, ενώ τα παιδιά είναι ακόμα αθώα κι απροστάτευτα και μπουσουλούν αμέριμνα στο πάτωμα. Μια διάχυτη λύπη διαποτίζει ξανά τους στίχους του ποιήματος. Δεν είναι η γνωστή νοσταλγία των παιδικών χρόνων που νιώθουμε όλοι, όταν γυρίζουμε με το μυαλό μας στο παρελθόν. Εδώ η ταύτιση με τη μαμά κι η λύπη για τη ζωή που υποχρεώθηκε να ζήσει, σημαδεύουν τους στίχους. Το νήμα κόβεται ξανά και ξανά σαν τον ομφάλιο λώρο. Τώρα πρέπει να βρει κανείς τρόπο να επιβιώσει σ’ αυτόν τον σκληρό κόσμο που δε συγχωρεί, κι ας υπόσχεται διαρκώς η μαμά ότι τίποτα δεν θα λείψει. Άλλωστε κι η ίδια, παρά τις προσπάθειές της, δεν τα καταφέρνει τόσο καλά με τους “μπαμπάδες”. Πλέκει οτιδήποτε άλλο με περισσότερη επιτυχία. Ο υπαινιγμός του φόνου στους τελευταίους στίχους, νομίζω πως εκτονώνει με κάποιον τρόπο τη συσσωρευμένη λύπη που εκρήγνυται σαν οργή για να βρει διέξοδο.
4.Η χαμένη τρυφερότητα:
Τρυφερότης
Σ’ αυτή τη φωτογραφία που με κρατάς αγκαλιά μαμά
σ’ αυτή που είμαι μικρή, πολύ μικρή και πηχτή και πρόστυχη
σαν κρόκος αυγού
σ’ αυτή που φαίνεται μόνο το κεφάλι μου και εσύ είσαι λυπημένη
που με κοιτάς σαν να μην ξέρεις τι να με κάνεις
Ήμουν από μικρή κορίτσι ή έγινα μετά;
Πού να θυμάσαι κι εσύ, αλλά έτσι όπως με κρατάς αγκαλιά μαμά
σαν να μην ξέρεις τι να με κάνεις, σ’ αυτή που φαίνεται μόνο το κεφάλι μου
σ’ αυτή που είμαι μικρή, πολύ μικρή και πηχτή και πρόστυχη σαν κρόκος αυγού
σ’ αυτή τη φωτογραφία που με κρατάς αγκαλιά μαμά
Δεν είμαστε σαν αυτές τις ζωγραφιές στην εκκλησία;
Όχι σαν όλες
σαν αυτές τις Χριστοπαναγίες
Ένα βαρύ πέπλο απροσδιόριστης λύπης καλύπτει τα ποιήματα της Νίκης Χαλκιαδάκη. Στάθηκα σ’ αυτό, γιατί σκέφτηκα πως βρήκα επιτέλους ένα ποίημα γραμμένο με τρυφερότητα. Τελικά ο τίτλος κρύβει επιμελώς την πίκρα που αναδύεται ξανά. Το μωρό στην αγκαλιά της μάνας του μπορούμε να πούμε πως έχει αθώο κι άδολο βλέμμα. Μπορούμε να πούμε πως δείχνει απονήρευτο και γλυκό. Μπορούμε ακόμα να πούμε πως έχει κεφαλάκι και προσωπάκι ολοστρόγγυλο σαν φεγγαράκι, ή έστω, πιο αντιποιητικά σαν κέρμα, όμως δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο θα λέγαμε πως είναι πρόστυχο και πηχτό σαν κρόκος αυγού. Θυμάμαι μια ηλικιωμένη γυναίκα που περιέγραφε κάποτε το πρόσωπο ενός μωρού με έναν καθαρά ποιητικό τρόπο, που μου θύμισε μάλιστα κάτι από το δημοτικό τραγούδι. Έλεγε, πως ήταν ολοστρόγγυλο «σαν τ’ άστρι!» Έτσι το ονομάζει κανείς όταν περιβάλλεται από το φως της αγάπης του! «Πρόστυχο και πηχτό σαν κρόκος αυγού», δεν είναι τρυφερή περιγραφή με αγάπη. Επίσης, ο πληθυντικός «Χριστοπαναγίες», ηχεί κάπως απαξιωτικά, με έναν -ίσως- βέβηλο τρόπο. Κατευθείαν, μ’ αυτή την περιγραφή, το πρόσωπο χάνει το βλέμμα, χάνει την έκφραση, γίνεται νεκρό, ισοπεδώνεται, χάνει τη ζεστασιά του και μετατρέπεται σε κάτι «ανόητο», δηλαδή «άνευ άλλου νοήματος». Θα έλεγα λοιπόν πως το ποιητικό υποκείμενο στο σημείο αυτό εστιάζει περισσότερο στο βλέμμα της μαμάς, ταυτίζεται με τη μαμά, (ως μητέρα κι αυτή στην παρούσα ηλικία), κι όλο το βάρος πέφτει στον στίχο, «που με κοιτάς σαν να μην ξέρεις τι να με κάνεις». Τελικά, το μωρό είναι απλώς το βάρος της ζωής. Ένα φορτίο. Ένα πρόβλημα που πρέπει να μάθουμε πώς λύνεται, όμως η ζωή έχει τη διαρκή τάση να μας αιφνιδιάζει, να μας ρίχνει κατευθείαν στα δύσκολα, χωρίς να υπάρχει «περίοδος χάριτος ή προσαρμογής». Στο θέατρο της ζωής δεν προβλέπονται πρόβες…
5.Η χαμένη χαρά:
Διάβασα πολύ προσεκτικά το βιβλίο της Νίκης Χαλκιαδάκη, ψάχνοντας με αγωνία λίγο φως, μια τοσοδά μικρή χαραμάδα που να αφήνει τις ακτίνες του ήλιου να χαϊδέψουν πρόσωπα και πράγματα. Δε βρήκα παρά γκρίζες σκιές λύπης να πλαισιώνουν απύθμενους, κατάμαυρους γκρεμούς. Βρήκα πικρές αναμνήσεις από τα τρυφερά σχολικά χρόνια, δασκάλους που μπορούσαν να σε χαστουκίσουν ή να σε καρφώσουν με πρόκες σαν τον Ιησού, μόνο και μόνο για να σε διαπομπεύσουν, μια ανούσια εμμονή στην κλίση των γραμματικών τύπων, χωρίς να δίνεται σημασία στα αληθινά νοήματα των λέξεων, τη διαρκή απουσία του πατέρα και μια ανεξήγητη εχθρότητα απέναντι στο αρσενικό γένος, που σχεδόν δαιμονοποιείται:
[…]
Όταν πλησιάζουν κυρίαρχα αρσενικά
η μαμά βγάζει μια σκληρή προεξοχή κάτω από την κοιλιά της
σαν θηλυκή ύαινα
Έτσι είπε ο Γιου Τιουμπ και τον πιστεύω ας είναι αγόρι
που σημαίνει πως η μαμά πάσχει από πέος
στα ψέματα όμως
όπως στα ψέματα μας έμαθε να έχουμε όλες στύση για να μας σέβονται
[…]
(Απόσπασμα του ποιήματος, “Η στικτή – η γνωστή ως γελαστή”)
Δεν θα ήθελα στο σημείο αυτό να παραθέσω στοιχεία της ψυχαναλυτικής θεωρίας του Φρόυντ σχετικά με τον «φθόνο του πέους», γιατί νομίζω πως μάλλον θα περιέπλεκε τον προβληματισμό μας. Ας πούμε μόνο πως οι «μικρές κανίβαλες» της Νίκης Χαλκιαδάκη, μαθαίνουν να αμύνονται σε μια σκληρή ανδροκρατούμενη κοινωνία που δε συγχωρεί ευαισθησίες. Έπειτα, εντύπωση προκαλούν οι διάσπαρτες φρικτές εικόνες του βιβλίου, όπως πάπιες σφαγμένες στη μπανιέρα, ένας κορυδαλλός με κομμένο λαρύγγι σφηνωμένος στους γομφίους της μαμάς, παιδιά που χασκογελούν «σαν όρνια» και χτυπούν διαρκώς «τα ράμφη και τα γαμψά τους νύχια σαν κάργιες, σαν κόνδορες και κοράκια», παιδιά που πήδηξαν από τον πέμπτο όροφο ή που τα άρπαξε κάποιο από τα γνωστά παιδικά φόβητρα, όπως «ο παλιατζής ή ο μούμος».
Στο νέο βιβλίο της Νίκης Χαλκιαδάκη, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά το προηγούμενο βιβλίο της, «Ανάσκελη με πυρετό», ο ποιητικός της λόγος εμφανίζεται πολύ πιο μεστός και ώριμος. Τα 31 νέα ποιήματα που καταθέτει ηχούν σαν κραυγές ανείπωτου πόνου με πολύ έντονη την παρουσία τόσο της ειρωνείας, όσο και του σαρκασμού. Σε αρκετά σημεία σταμάτησα λέγοντας στον εαυτό μου πως είναι αδύνατον να ολοκληρώσω την παρούσα εργασία, καθώς ένιωθα τους στίχους να με συγκλονίζουν και να με ξεπερνούν. Αυτό το βιβλίο απέχει πολύ από αυτό που θα λέγαμε «ελαφρύ ανάγνωσμα». Ο αναγνώστης νιώθει πως βρίσκεται μπροστά σε ένα «ποιητικό θρίλερ», μόνο που το ποιητικό υποκείμενο μιλάει πολύ πειστικά, διαβεβαιώνοντας έτσι, πως η φρίκη είναι αληθινή κι όχι προϊόν μυθοπλασίας. Ασφαλώς, ο κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος δικαιούται να καταθέτει τη δική του ματιά στον κόσμο, τη δική του ποιητική φωνή, έστω κι αν ηχεί υπερβολικά «σκληρή» σε κάποιους από εμάς. Νομίζω πως μετράει πιο πολύ η γνησιότητα των συναισθημάτων. Οι κραυγές του πόνου δεν μπορούν να γίνουν μελωδικές. Πάντα θα προκαλούν ανατριχίλα.
ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 13/10/2023
Το ξήλωμα της γλώσσας
Στην Ανάσκελη με πυρετό (Μανδραγόρας, 2012), η Νίκη Χαλκιαδάκη αρχίζει την ποιητική της αφήγηση παρουσιάζοντας την κόρη να καθαρίζει το κρανίο του πατέρα της χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις. Η σκοτεινή αυτή τελετή αποτελούσε την εναρκτήρια παράσταση μιας επιμνημόσυνης ποιητικής γραφής, που δεν επιτελούσε την πατροκτονία αλλά την αναδιήγηση της σχέσης κόρης και πατέρα, με τη συνδρομή της παιδικής κατανόησης και φαντασίας.
Στις μικρές κανίβαλες (Μανδραγόρας, 2022), ποιητική συλλογή η οποία εκδίδεται δέκα χρόνια μετά την Ανάσκελη με πυρετό, πρωταγωνιστεί ίσως το ίδιο εκείνο κορίτσι σε διαφορετικές ηλικίες, ή περισσότερα κορίτσια με κοινές εμπειρίες, που συγκροτούν μια συλλογική έμφυλη φωνή. Κοινή εμπειρία φαίνεται να είναι εκείνη της μονογονεϊκής οικογένειας, αποτελούμενης μόνο από γυναίκες/θηλυκότητες. Σύμφωνα με τα λεγόμενα στο εναρκτήριο ποίημα, η μητέρα «φοβάται μην έρθει [ο πατέρας] πίσω γεμάτος σκουλήκια». Στις μικρές κανίβαλες βλέπουμε τα αποτελέσματα μιας υποχρεωτικής ή μη, φυσικής ή και συμβολικής, απουσίας του άνδρα μέσα στον οίκο, με στόχο, υποθετικά πάντα, την επιβίωση.
Η Χαλκιαδάκη σκηνοθετεί, εν είδει πειράματος, το δίπολο μέσα στο οποίο ανατραφήκαμε ή μέσα στο οποίο εξακολουθούμε με διάφορους τρόπους να ζούμε, εκείνο της αντινομίας μητριαρχίας και πατριαρχίας, ή, αν θέλουμε να αφαιρέσουμε από το ίδιο το φύλο εξουσιαστικές τάσεις, τον κοινωνικό ανταγωνισμό μεταξύ μητρογραμμικής και πατρογραμμικής καταγωγής, και για να μιλήσουμε με πιο σύγχρονους όρους, το αντιληπτικό σχήμα εκείνο του νοσηρού δυϊστικού μοντέλου ζωής του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, η κοινωνία χωρίζεται σε αρσενικά και θηλυκά που φέρουν ή πρέπει να φέρουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά με βάση το βιολογικό τους φύλο και να επωμίζονται αντίστοιχους ρόλους, τις πιο πολλές φορές ιεραρχικά διευθετημένους εις βάρος της γυναίκας.
Οι αφηγήτριες μοιάζουν να στέκονται ανάμεσα σε ορατά και αόρατα αντίπαλα πυρά, πληγωμένες αλλά και σκληραγωγημένες. Δύναμή τους είναι ο λόγος (discourse). Για να χτίσει τους λόγους τους, η Χαλκιαδάκη επιστρατεύει τη συμβολική μονάδα της έμφυλης καθυπόταξης, τη «γλώσσα». Στο γλωσσικό σύστημα κρύβονται οι βαθιές αντιλήψεις μας, αυτό χρησιμοποιούμε για να συνεννοηθούμε. Με αυτό το συνονθύλευμα παλεύουμε συχνά για να δώσουμε μάχες νοήματος. Οι αφηγήτριες στις μικρές κανίβαλες απαντούν στη βία που τους ασκείται αθόρυβα και συστηματικά από τρίτους αποκαλύπτοντας, κρίνοντας, αναστατώνοντας την τάξη του κοινόχρηστου «λόγου», ο οποίος, λόγω της τριβής και της επανάληψης, τείνει να θεωρείται φυσικός και φυσιολογικός. Η Χαλκιαδάκη εστιάζει περισσότερο στην ιδεολογική βία που ο Μπουρντιέ ονομάζει «συμβολική βία»: «[…] μια βία ήπια, ανεπαίσθητη, αόρατη, ακόμα και για τα ίδια τα θύματά της, η οποία στην ουσία της ασκείται μέσω των καθαρά συμβολικών οδών της επικοινωνίας και της γνώσης, ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, της παραγνώρισης, της αναγνώρισης ή, οριακά, του συναισθήματος».[1]
Οι αφηγήτριες αντιστέκονται στον πολύ ανδρικό κόσμο της έμφυλης βίας, του σεξισμού και της καταπίεσης ήδη από τις πρώτες τάξεις του σχολείου και αποδομούν αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες η γυναίκα οφείλει να είναι αμόλυντη και αγία. Ασκούν κριτική, σχεδόν ενστικτωδώς, σε παγιωμένες αναλυτικές κατηγορίες που ορίζουν εκ των προτέρων το αδιαμόρφωτο και εύπλαστο ακόμα είναι τους, που γενικεύουν τόσο ολοποιητικά, είτε από την πλευρά της γυναίκας είτε του άντρα, ώστε να παράγονται ψεύδη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τόσο η καταπίεση της γυναίκας όσο και η αγιοποίησή της εκπορεύονται από το ίδιο πατριαρχικό μοντέλο που ρυθμίζει τους θεσμούς.
Στην περίπτωση του βιβλίου της Χαλκιαδάκη, ορατή είναι και η πατριαρχία του καπιταλισμού. Στα ποιήματα παρελαύνουν τα προϊόντα της μαζικής κουλτούρας (η πέπα πιγκ που χαρακτηρίζεται ως «ροζ βρόμα» [«Θαμμένος θησαυρός – ένα παιχνίδι για όλη την οικογένεια», σ. 35], ο Γιου Τιουμπ («Η στικτή – γνωστή ως γελαστή», σ. 28), το νέτφλιξ («Συνδρομητικές σχέσεις», σ. 37), τα ευπώλητα πια παραδοσιακά παραμύθια που ανακυκλώνονται με σύγχρονο περιτύλιγμα (όπως η Κοκκινοσκουφίτσα στο ποίημα «Μύθοι», σ. 18), τα τρυφερά παιδικά τραγούδια, τα βρεφικά πλαστικά λαμπάκια με πράσινο φως και σχήμα τουλίπας, τα φρου φρου και τα σοκολατάκια. Όλα αυτά τα ονειρικά προϊόντα απομυθοποιούνται ή ενσωματώνονται κριτικά στη γλώσσα των κοριτσιών παρότι αποτελούν αναπόφευκτα και το «φυσικό» περιβάλλον τους.
Οι αφηγήτριες διαθέτουν γλωσσική οξύνοια. Ταυτοποιούν ως αφύσικη ή μη λογική την ανισότητα που κυβερνά τη ζωή τους και διασκευάζουν τη γλώσσα επικοινωνίας. Ενώ δηλαδή τα παιδιά αυτά καταναλώνουν έτοιμα προϊόντα-αντιλήψεις-διδαχές-σχήματα λόγου υψηλής επικινδυνότητας για την ευτυχία τους, τα μεταβολίζουν ανατρεπτικά ώστε να καταφέρνουν να λένε την αλήθεια ή να ξεσκεπάζουν τα ψέματα. Ακόμη και η ειρωνική στάση συνιστά κέρδος στην ποιητική γραφή αφήνοντας τα νοήματα να αιωρούνται τεταμένα στην ατμόσφαιρα του ποιήματος. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Τρυφερότης» (σ. 16), η αφηγήτρια κοιτώντας μια φωτογραφία του εαυτού της ως βρέφους μέσα στην αγκαλιά της μητέρας της σχολιάζει ότι είναι «σαν αυτές τις ζωγραφιές στην εκκλησία», διευκρινίζοντας: «όχι σαν όλες, αλλά σαν αυτές τις Χριστοπαναγίες». Μέσα σε μία παρομοίωση, στην ουσία μία λέξη, κρύβεται η πολιτισμική αποκαθήλωση της θρησκείας, της ιερής μητρότητας αλλά και η αίσθηση του κοριτσιού, που επαληθεύεται και αλλού (σ. 25, 26), ότι είναι (άρα υποφέρει) σαν τον Εσταυρωμένο.
Κομβικό σημείο αποτελεί το γεγονός ότι οι αφηγήτριες δεν έχουν πρόθεση αποδόμησης, δεν κάνουν κοινωνική θεωρία. Είναι κυρίως παιδιά. Η Χαλκιαδάκη επιστρατεύει το υποτιθέμενο «λάθος» (error) της παιδικής αντίληψης για να διαταράξει απονεκρωμένους τύπους, με φράσεις όπως «συνέλευση γονέων και άλλων δαιμόνων» («Κυρία Χόλγκερσον», σελ. 19) και ανορθογραφίες όπως τα «καταληκτικά δύστιχα» («Ευ-θανασία», σ. 27). Στην ποιητική συλλογή γίνεται μια εξαιρετικά κρίσιμη αποσύνδεση της γλώσσας από την υφιστάμενη συνεκτική ιδεολογία της. Αίτημα πρώτα, η αποσύνδεση από τη γλώσσα της έμφυλης ανισότητας, τόσο ως αίσθημα κατωτερότητας, ενοχής και ντροπής όσο και ως πρακτική καθυπόταξης και φίμωσης. Αλλιώς πώς μπορεί να ζήσει ένα κορίτσι την παιδική του ηλικία χωρίς να υποφέρει από την υπόθεση του φύλου του και τις πολιτισμικές διαφορές που του έχουν κληροδοτηθεί σαν μεταφυσική δυναστεία δίχως να το αφορούν;
Η διαδικασία του ξηλώματος[2] (χωρίς την πρόθεση του ξηλώματος) προϋποθέτει θανάτους, αυθάδεια, βία, ωμότητα, ανατροπές, ασκήσεις ύφους. Με τις εκλάμψεις της τυχαιότητας, του παιχνιδιού, του πειραματισμού, της οπτικοποίησης της γλώσσας («στους τοίχους γράφει πάντα καργιόλα, με γάμα»), τις μετωνυμίες άγριων ζώων, την αδιαφορία για το πολιτικώς ορθό, οι αφηγήτριες δοκιμάζουν μέχρι πού μπορεί να φτάσει η γλώσσα ώστε να γίνει αυθεντική. Την απείθειά τους, βέβαια, ακολουθεί η τιμωρία: «Όταν φτάσαμε στο βου και ήρθε η σειρά μου είπα βάλανος / με χαστούκισες γιατί ήσουν δάσκαλος». Την τιμωρία συνοδεύει όμως και η λεκτική ανατροπή/ανασκευή: «Πόσο να κρατηθώ και εγώ από λέξεις που δεν με κινδυνεύουν» («Ξύλο που δεν σαπίζει», σ. 23). Όπως σημειώνει η Μπάτλερ, το «υποκείμενο εξαναγκάζεται να επαναλαμβάνει τους κανόνες από τους οποίους παράγεται, αλλά τούτη η επανάληψη παράγει μια περιοχή κινδύνου».[3]
Δεν είναι τυχαίο που η προμετωπίδα του βιβλίου λειτουργεί προειδοποιητικά: «Μην ξεσκεπάζεις τίποτα, γιατί μπορεί να μην υπάρχει τίποτα. / Και το τίποτα δε σκεπάζεται πάλι» (Αντόνιο Πόρτσια, μτφ. Ε.Χ. Γονατάς). Η Χαλκιαδάκη κάνει το αντίθετο. Ξεσκεπάζει λογοθετικά –μέσω της επιτελεστικής διαδικασίας της γλώσσας–[4] τους κινδύνους που διατρέχει η ζωή κοριτσιών χωρίς πατέρα ή χωρίς πατέρα πρότυπο, αλλά και των κοριτσιών που δεν ενσωματώνονται. Ξεσκεπάζει την πρόωρα ωριμασμένη ή λυπημένη παιδική ηλικία, την τραυματισμένη και ενίοτε αποσταθεροποιητική μητρότητα, κυρίως όμως το απροσπέλαστο ναρκοπέδιο των κοινωνικών δομών, που εξωθούν σε στερεοτυπικές ταυτότητες και συνήθειες, σε κουρασμένους ρόλους, στην οργανωμένη λήθη των επιθυμιών. Τα ποιήματα φέρνουν στην επιφάνεια την ελπιδοφόρα εκείνη πράξη να παλεύεις με τα υλικά που έχεις στη διάθεσή σου παράγοντας κριτική στο μηχανισμό συναρμολόγησής τους. Τα ποιήματα συνιστούν, ανάμεσα σε άλλα, κειμενικές πρακτικές επαναχρησιμοποίησης του λόγου. Ξεκινώντας από το οργανωμένο σύστημα της ελληνικής γλώσσας, τη γραμματική και το συντακτικό της, τις έτοιμες μεταφορές της, ασκούν ουσιαστική κριτική στο ρυθμιστικό μοντέλο της οικογένειας, της θρησκείας, του σχολείου και των βεβαιοτήτων που παράγει. Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό ποίημα:
Αυτή είναι βιωματική εκπαίδευση
Τούτο εστί το σώμα μου. Τι είναι το τούτο με ρώτησες
Το τούτο θα έλεγα κυρία ότι ανήκει στις ηχομιμητικές λέξεις
μάλλον κάπως έτσι θα έκανε ο Χριστός πριν τον φάνε
και μπράβο του που είπε λάβετε φάγετε στους πεινασμένους από κάτι
βέβαια εμείς τη σήμερον δεν κάνουμε τούτο όταν πονάμε
κάνουμε άλλους ήχους πιο βάρβαρους
Η δασκάλα είπε ότι δεν τρώγομαι με τίποτα
μεταφορικά θα το είπε, θα κατάλαβε ότι ήμουν αδιάβαστη
αλλά το πιστεύω ότι κάποια θηλαστικά αν δεν τα βράσεις για ώρες
έχουν πολύ σκληρό κρέας
Εγώ θα είμαι ένα από αυτά
Για να τελειώνουμε μου είπε να γράψω ότι το εστί είναι ρήμα συνδετικόν
μετά ζήτησε να έρθουν στο σχολείο οι κηδεμόνες μου
Μας έμεινε να αναγνωρίσουμε συντακτικά το σώμα μου
χωρίς να τεμαχίσουμε το σώμα από το μου
έτσι ολόκληρο
να δεις που αυτό θα είναι το κατηγορούμενο
το πιο κατηγορούμενο απ’ όλα
(σ. 25)
Στο παραπάνω ποίημα, η συντακτική ανάλυση πρότασης από το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, αποκομμένη από τα κειμενικά και πολιτισμικά της συμφραζόμενα, δημιουργεί νοηματικές/εννοιολογικές παρενέργειες, μετατρέποντας τις μεταφορές ή τους συμβολισμούς (τον άρτο ως σώμα του Χριστού) σε κανονικές κυριολεξίες (το ανθρώπινο σώμα ως γεύμα). Η βίαια απόσπαση κειμένου από το υπόλοιπο σώμα του, εκπαιδευτική πρακτική, λειτουργεί ως αλληγορία της βίας. Η μαθήτρια, μέσα από ελεύθερους συνειρμούς γύρω από το σώμα και τη βρώση του, μετατοπίζει τη συζήτηση από τη θεολογία στο χειροπιαστό και οικείο βίωμα της έμφυλης και σεξουαλικής καταπίεσης/βίας που συνιστά είδος ανθρωποφαγίας.
Η απόπειρα οικειοποίησης της αρσενικής γλώσσας, η ανάγκη προσαρμογής της στο έμφυλο βίωμα είναι επιτακτική. Ο λόγος των κοριτσιών στο βιβλίο της Χαλκιαδάκη δεν είναι ναΐφ, ούτε φανταστικός, με την έννοια ότι οι αφηγήτριες επιδιώκουν τη φυγή, ούτε ταυτίζεται με τον παλαιότερης κοπής λόγο της μητέρας, παρότι μητρογραμμικός και, λόγω ηλικίας, μιμητικός (όπως στο ποίημα «Μπουφ», σ. 12). Θηλυκή/γυναικεία δεν είναι επομένως η ταυτότητα, αλλά ο κίνδυνος που διατρέχουν τα ομιλούντα έμφυλα υποκείμενα. Όσο μιλάς κινδυνεύεις. Χρειάζεται μέσα σε επισφαλείς συνθήκες να γίνουν, όπως έγινε ή δεν έγινε η μητέρα τους, ο εαυτός τους χωρίς να βρίσκονται διαρκώς στο στόχαστρο. Χρειάζεται να είναι αποδεκτές χωρίς να υποδύονται ρόλους.
Με τι γλώσσα γίνεται κάποια ο εαυτός της; Στο ποίημα «Πάει αυτοί πέταξαν» (σ. 22) αποτυπώνεται συγκινητικά η επώδυνη ασυμβατότητα μεταξύ της γραμματικής του έμφυλου εαυτού, των βιωμάτων της μαθήτριας δηλαδή, και της διδακτέας γλώσσας: «Και μένα μου τυχαίνουν όλο κάτι λέξεις που επιμένετε ότι είναι αρσενικές / πελαργός, πατέρας, ποιητής / πώς να τις κλίνω όρθια στον πίνακα χωρίς να κλαίω / χωρίς να θέλω να τις πιάσω». Κατ’ επέκταση, πώς γίνεται κάποια ποιήτρια;
Στις μικρές κανίβαλες υπάρχουν πολλά παραδείγματα για το πώς ο ποιητικός λόγος, αφηγηματικός και προφορικός στη δομή του, αλλά με συνειρμικές παρεκβάσεις, ελλειπτική σύνταξη, φέρνει δομική «αναταραχή»[5] μέχρι να γίνει «τεχνολογία»[6] συγκρότησης του έμφυλου εαυτού. Τα έμφυλα υποκείμενα χρειάζεται πρώτα να τεμαχίσουν για να κατανοήσουν, να φτάσουν τη γλώσσα ώς το κόκαλο και να τη συναρμολογήσουν εκ νέου, να την τοποθετήσουν έπειτα σε άλλη δομή αισθήματος, σε άλλο ψυχισμό, σε άλλη ανάγκη και σώμα. Χρειάζεται, με λίγα λόγια, η ρηματική χάραξη μιας γραμμής ασυνέχειας και «υγιούς έλλειψης σεβασμού»[7] απέναντι στις διπολικές γενεαλογίες σύμφωνης με την αλήθεια του βιώματός τους. Κάτι που προαπαιτεί γενναία όπλιση απέναντι σε όσους άντρες ή πατριαρχικά συστήματα τις κυνηγούν αναγκάζοντάς τες να προστατευθούν, να συνασπιστούν μεταξύ τους μέσα στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού, επαληθεύοντας την εσωστρέφεια που η κοινωνία τους επιφυλάσσει ως προορισμό (βλ. ποίημα «Στο πατρικό μου», σ. 30).
Στις μικρές κανίβαλες είναι ορατή η ανάγκη απάλειψης της δομούσας αντίληψης συγκρότησης του κόσμου από «δίπολες αντιθέσεις» (opposés binaires/binary oppositions) όχι με την απάλειψη του ενός πόλου (π.χ. του άντρα ως συμβόλου/αναλυτικής κατηγορίας/φυσικής παρουσίας) αλλά με την απάλειψη της γενικής, με βάση το βιολογικό φύλο, πόλωσης. Κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται με τις αφόρητες εντάσεις μεταξύ βιολογικού, σεξουαλικού και κοινωνικού φύλου κατά τρόπο που το τι σημαίνει «γυναίκα» ή «άντρας», «κορίτσι» ή «αγόρι» να παραμένει αναπάντητο ή και αδιάφορο. Ειδικά το ερώτημα «Ήμουν από μικρή κορίτσι ή έγινα μετά;» («Τρυφερότης», σ. 16), που απευθύνει η αφηγήτρια στη μητέρα της, επαναφέρει την επιστημονική συζήτηση για το αν το βιολογικό φύλο (sex) προηγείται του κοινωνικού (gender).[8] Η Χαλκιαδάκη όμως δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται να κατασκευάσει ορισμούς και ταυτότητες όσο να αποδώσει λογοθετικά τα εύθραυστα όρια μεταξύ κυριολεξίας και μεταφοράς (για παράδειγμα στο ποίημα «Γεμιστά», σ. 14), εφόσον η γλώσσα συνιστά κατασκευή. Οι πληγές είναι επομένως χρήσιμες όταν μετατοπίζουν και τα σύνορα της όρασής μας.
Ο έμφυλος ποιητικός λόγος της Νίκης Χαλκιαδάκη μάς βοηθά πράγματι να δούμε την πραγματικότητα ως «κανονιστική μυθοπλασία»[9], σύμφωνα με την Μπάτλερ, μεταβιβάζοντας έτσι νέα γνώση. Στο ποίημα «Θαμμένος θησαυρός – ένα παιχνίδι για όλη την οικογένεια» (σ. 35), η αφηγήτρια μας ωθεί να ξαναδούμε με άλλο βλέμμα τη ζωή και το θάνατο, τους κρυμμένους ή φανερούς ανθρώπους μας, καθιστώντας από τη μία ορατό τον νεκρό πατέρα, που κατά τα άλλα βρίσκεται «πάντα πιο βαθιά» στο χώμα, και από την άλλη θάβοντας τα ζωντανά μέλη της οικογένειας σαν παιχνίδι θησαυρού. Όπως σημειώνει η Μαστοράκη, ο συγγραφέας «θάβει: καλύπτει αδιάκοπα τα ίχνη του με επάλληλες επιχωματώσεις. Κυρίως όμως ξεθάβει: ανασύρει από το χώμα απομεινάρια, θησαυρίζει τιμαλφή και σκουριασμένα κρικάκια, αναγνωρίζει τους νεκρούς του, συμφιλιώνεται, μαθαίνει, εν τέλει, να τους αγαπά».[10] Η ποίηση της Χαλκιαδάκη ξεσκεπάζει και ξεθάβει, αποκαλύπτει και αντιστρέφει, αρνείται κατάφωρα τα πολωτικά όρια ακόμη και μεταξύ ζωής και θανάτου, με όχημα, συμβολικά και εξελικτικά, την ομιλία, τη γλώσσα, το λόγο, την αφήγηση.
Ο τίτλος «μικρές κανίβαλες» –τυπωμένος μάλιστα με ανάγλυφα γράμματα σε εξώφυλλο ροζ χρώματος–μας κατευθύνει προς υβριδικές μορφές αντίληψης και λιγότερο προς στενά και στυγνά δυϊστικά σχήματα. Η ποίηση της Χαλκιαδάκη ενδιαφέρεται για το ξήλωμα κοινωνικών απάνθρωπων αντιλήψεων όχι με όρους παραβατικούς αλλά με όρους δημιουργικούς. (Δεν ενδιαφέρεται μόνο για την αποδόμηση αλλά και για τη μεταδόμηση.) Τα κορίτσια ανήκουν μεν στις «μικρές» αλλά και τις «άτακτες» αυτού του κόσμου σε βαθμό κακουργήματος εφόσον δεν ανταποκρίνονται σε κανένα ιδεώδες γονέα: καταπατούν τους ηθικούς κανόνες της σεμνότητας, της καθαρότητας, της υπακοής και γιατί όχι και της αριστείας. Στα μάτια των μεγάλων ίσως είναι πράγματι ανθρωποφάγοι. Είναι όμως ιδιαίτερα μαχητικές και γενναίες.
Η ποίηση δεν φαίνεται να συμμερίζεται την κυριολεκτική σημασία του κανιβαλισμού. Στα δύο προτελευταία ποιήματα («Ζιζανιοκτόνο», «Χρησμός») αλλάζει ορατά η οπτική γωνία και ακούμε τη φωνή της μητέρας. Τι φοβάται, λοιπόν, η μητέρα; Μη γίνει το παιδί της σαν αυτήν. Φοβάται το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν. Τι είναι η ίδια; Άνθρωπος. Είναι αυτό κάτι θετικό; Στο ποίημα «Χρησμός» λέει χαρακτηριστικά η μητέρα: «Δεν την ταΐζω από το στήθος μου μη δοκιμάσει άνθρωπο / και αρχίσει να γράφει τίποτα ποιήματα». Η Χαλκιαδάκη, με τη γνωστή ειρωνική της στάση, μας κλείνει το μάτι. Ξέρουμε ήδη ότι το κορίτσι-αφηγήτρια έγινε ποιήτρια. Είναι παιδί ή μητέρα; Έγραψε ένα βιβλίο ποίησης που δεν είναι απλώς σύγχρονο. Είναι ένα βιβλίο ποίησης που έχουμε ανάγκη.
.
Ανάσκελη με πυρετό
ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ
FRACTAL 06/10/2021
Η ποιήτρια θέλει να τα θυμάται όλα
Το βιβλίο της Νίκης Χαλκιαδάκη «Ανάσκελη με Πυρετό» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μανδραγόρας, στα τέλη του 2012 εκκινεί πιθανώς από προσωπικά βιώματα τα οποία επεξεργάζεται εντέχνως και τα περιλαμβάνει σε αυτό το δεύτερο βιβλίο της. Η παιδική ηλικία και οι εμπειρίες που συνδέονται με αυτήν επηρεάζουν τον ανθρώπινο ψυχισμό και οπλίζουν την πένα του δημιουργού μοιραία. Εικόνες, λόγια, ιδέες, αναμνήσεις, όλα εμπλέκονται και συμπλέουν στην ψυχή και στην γραφή της Χαλκιαδάκη. Μας χαρίζει μια ποίηση αιχμηρή, έξυπνη, προκλητική συνάμα. Δεν είναι εύκολες οι λέξεις και τα συναισθήματα, αλλά στριμώχνουν συναισθηματικά τον αναγνώστη που αισθάνεται να πνίγεται στα βαθιά νερά μιας πορείας ενηλικίωσης.
Μιας ενηλικίωσης με μικρά ή μεγαλύτερα αγκάθια που μπορεί να εμπεριείχε και τραύματα , αφού η ποιήτρια εξομολογείται πως υπάρχουν στιγμές που δεν ξέρει πώς να ζήσει. Αυτός ο στίχος ανήκει στο ποίημα «Νεσεσέρ», της σελίδας 21 και έρχεται σε αντίθεση με τον ακριβώς προηγούμενο «σ’ αγαπώ, δεν με κακοποίησαν ποτέ». Ενώ γενικά αυτή η σύνθεση εμπεριέχει μια τρυφερότητα και μια επικινδυνότητα ταυτόχρονα. «Κάθε φορά που σε φιλώ/σα να ’θελα να σπάσω την πυκνότητά σου/να ξέρεις φταίει εκείνο το μικρό ψαλίδι /που σκέφτομαι πως θα ‘τανε αν /το ‘μπηγα στο στήθος μου ή στο δικό σου/την ώρα που κόβω τα νύχια μου/τις άκρες των μαλλιών μου[…]»
Στο μότο του βιβλίου η Αnne Sexton και το «Μother, Father, I’ m made of». Γιατί σίγουρα αφενός μεν το «αίμα νερό δεν γίνεται» και αφετέρου, η οικογένεια παίζει το βασικότερο ίσως ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου μαζί πάντα με το περιβάλλον, αλλά και τα εξωτερικά ερεθίσματα. Γεννιόμαστε-θέλουμε δε θέλουμε-σε ένα ήδη διαμορφωμένο πλαίσιο.
Πρώτος πρώτος ως «Θυμός» προβάλλεται ως συναίσθημα, αλλά και ως σημείο αναφοράς: «Αν ήξερες ότι ήμουν γυάλινη/δεν θα με πετούσες στον τοίχο/Θα περίμενες να μεγαλώσω/Κι αν ήξερα ότι θα πέθαινες/θα σου έπλενα τα πόδια κάθε μέρα/Αλλά αν σου έπλενα τα πόδια κάθε μέρα/δεν θα πέθαινες./(σελ.11) Και θα ακολουθήσει αναφορά σε μπαμπά και σε μαμά και σε αποχωρισμούς που δεν έχουν συγκινήσει. Σε πρώτο πρόσωπο είναι γραμμένο το ποίημα «Λαθρεπιβάτης ποδηλάτου» και συγκινεί με αυτήν την απεύθυνση στον πατέρα που τον αποκαλεί «μπαμπά» και του λέει: «-κοίτα μπαμπά! χωρίς βοηθητικές, χωρίς χέρια/χωρίς εσένα σπάω το φράγμα της ενηλικίωσης/γερνάω,μηδενίζω/γίνομαι ωάριο έφηβης γαλανομάτας/σπέρμα ανειδίκευτους αρσενικού/βινγ βανγ/χτυπώ το κουδούνι… στην άκρη όλοι/βγάζω φρονιμίτες, έρχομαι να στο πω/[…] Πέρασε η ώρα και η μαμά θ’ ανησυχεί /οι αποχωρισμοί μας δεν έχουν συγκινήσεις /έχουν την οδύνη των πράσινων κυπαρισσιών/κάνω να φύγω…μα κάτι ήθελα να σου πω…κοίτα μπαμπά! χωρίς βοηθητικές, χωρίς χέρια» [σελ.13]
Στο ποίημα με τον παιχνιδιάρικο τίτλο «πι πι το παπί» που θυμίζει γλωσσοδέτη ή παιδικό τραγουδάκι μπλέκει την ειρωνική διάθεση με το διαρκώς επαναλαμβανόμενο «μου» και τον παραμυθά που επιμένει για κείνην πως μπορεί να γίνει κύκνος. Ρήματα σε δράση: στολίζω, μαδώ, γεμίζω, ζευγαρώνω, γεννάω, τη βγάζω. Διαβάζω λίγο απ’ τους πρώτους στίχους: «Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ /έμοιαζε, λένε, αποδημητικός/ η μάνα μου από αριστοκρατική οικογένεια /δεν ήτο ηθικόν να κλωτσάει μπάσταρδα/» [σελ.15]
Για θάνατο μιλάνε σχεδόν πάντα οι ποιητές. Για έρωτα και για θάνατο. Και εδώ, στο ποίημα «Απλοποίηση» δίνεται εύγλωττα η εικόνα μιας απουσίας. Το κενό γίνεται στίχος ενώ ταυτόχρονα υποβάλλεται η αίσθηση ενός ακροβατισμού. Διαβάζω στη σελίδα 31: «Πρωτότοκα επισφαλής παρατηρούσα τη μαμά/ να φουσκώνει επικίνδυνα/ Στην κοιλιά της, είπαν, είχε μπει ένα σποράκι/ Πέντε μήνες μετά πέθαναν οι αγκαλιές/ Τα παιχνίδια/ Ο μπαμπάς/ Από έξι χρονών έχω να φάω πασατέμπο» Η Αντίθεση: ζωή (σποράκι, αγκαλιές, μπαμπάς) -θάνατος (πέθαναν οι αγκαλιές) κυριαρχεί. Γενικά μέσα στη συλλογή υπάρχουν ποικίλες αντιθέσεις (παιδί-γυναίκα/ αθωότητα- θηλυκότητα/ αισθησιασμός/ τρυφερότητα-κυνισμός, το κοριτσάκι των τεσσάρων χωρίς κυνόδοντες/ με άσπρο δέρμα/ μνήμη από βούτυρο (από το ποίημα 1984) αλλά και η cat-woman που περιμένει ένα νεύμα για να ανέβει στο κρεβάτι και να γίνει ολόκληρη κατοικίδια ηδονή (από το ποίημα cat-woman). Αναφέρω και από το «Νανούρισμα» της σελίδας 30 ένα παράδειγμα αντίθεσης. Από τη μία: τα τρυφερά: ανήλικη, όνειρα, πάνινες κούκλες. Από την άλλη: τα όνειρα δεν κοιμούνται πια στα κρεβάτια τους/ suck my finger. Και γενικότερα, δίνεται η εικόνα ενός παιδιού πληγωμένου που φιλτράρει τις οικογενειακές μνήμες που το στιγμάτισαν και συνέβαλαν στην ενηλικίωσή του. Όμως, στον αντίποδα ξεπροβάλλει την ίδια στιγμή, έντονη και η γυναικεία φύση. Αναδυόμενη, απόλυτα ανοιχτή, ανάσκελη -που εμπεριέχει και προεκτάσεις στην κατεύθυνση της σεξουαλικότητας που ενεργοποιείται καθώς το κορίτσι γίνεται γυναίκα.
Έντονα τα υπερρεαλιστικά στοιχεία παντού: για παράδειγμα, σκουλήκι με άρωμα μήλου αποπλανεί τα χαμομήλια (ερωτικό, σελ.27)/ τα ψίχουλα της επιστροφής θα φάνε τα μυρμήγκια (Απολωλός, σελ.39)/ χιλιάδες νεκροί στο σαλόνι περιμένουν να ξυπνήσω (Συγγένειες, σελ. 41) /Γραμματική αναπηρία ασύντακτων εραστών (στο ομότιτλο ποίημα, σελ.47) Ναυαγοί υπνοδωματίου τα πνευμόνια μας, σελ.25)
Έντονες και οι πολλαπλές εικόνες οι διαρκείς, οι παράξενες, οι αντιφατικές, οι αλλόκοτες ,που όμως υποδηλώνουν το χάος, την ψυχική αναστάτωση, την εμβάθυνση στο παρελθόν και την ερμηνεία του, την επεξεργασία της αυτοβιογραφίας και των εσωτερικών συγκρούσεων, την ύπαρξη ψυχαναλυτικών προεκτάσεων. Ποικιλότροπα η Χαλκιαδάκη δίνει σχήμα και μορφή σε ό,τι υπάρχει μέσα της, δίνει σάρκα και οστά στην πρώτη ύλη της. Είναι η προσωπική της σημειωτική.
AΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Την ώρα που ένας πληρωμένος δολοφόνος
μου ξεριζώνει την καρδιά
οι βελανιδιές αιμορραγούν
οι σκίουροι γεννούν μελάτα αυγά
τα τρώνε με τρυφερότητα
τα παραμύθια κλείνονται στο ψυχιατρείο
Ξυπνώ σαν ελάφι
Σαν ελάφι σταρ
Πρωταγωνιστώ σε αμερικανικά κινούμενα σχέδια
Δώδεκα
Ώρα να γίνω πάλι κολοκύθα
ΕΓΩ πρόδωσα τη Χιονάτη
ΕΓΩ τη Σταχτοπούτα
Τη Βαrbi
EΓΩ
Δεν κράτησα ποτέ το στόμα μου κλειστό.
Ο τίτλος της συλλογής, την οποία έχει περίφημα και εκφραστικά ντύσει με τις ιδιαίτερες εικαστικές του συνθέσεις ο Γιώργος Σκυλογιάννης είναι… «θηλυκός». Η αντίστροφα, δεν θα μπορούσε να παραπέμπει σε … «αντρική» γραφή. «Ανάσκελη με πυρετό». Αναφέρεται σε γυναίκα. Ανάσκελη. Στο ποίημα «Νανούρισμα» συναντάμε τον στίχο «ΠΙΑΝΩ ΟΣΟΝ ΧΩΡΟ ΜΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΚΑΙ ΖΩ ΑΝΑΣΚΕΛΗ», γραμμένον έτσι ακριβώς, με κεφαλαία.
Ωστόσο η γραφή της Χαλκιαδάκη δεν έχει ύφος υπέρμετρα συναισθηματικό ή απολύτως τρυφερό, ή άκρως ευαίσθητο, χαρακτηριστικά που κάποιοι ίσως εύκολα τα συνδέουν με τη «γυναικεία» γραφή (αν και προσωπικά δεν είμαστε υπέρ τέτοιων χαρακτηρισμών). Εδώ η γραφή είναι στιβαρή και απέχει παρασάγγας από το μελόδραμα. Διαχειρίζεται με σύνεση την απουσία του συμβόλου, το τραύμα, τα ζωώδη ένστικτα, τις ανοικτές πληγές. Δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε και την σωματικότητα ως έννοια και εικόνα που συναντάμε ως αναγνώστες.
Η ποιήτρια θέλει να τα θυμάται, όλα. Τα όνειρα, τις πρωτόγνωρες αισθήσεις, τις παρουσίες-απουσίες, τα νανουρίσματα, τις συγγένειες, τους εφιάλτες. Όλα αυτά είναι το πρώτο υλικό της τέχνης της. Τα ποιήματά της έχουν ανατροπές στη γλώσσα, στο ύφος, έχουν αντιθέσεις, θέσεις, παλμό, εικόνες, σαρκασμό, αυτοσαρκασμό. Μπορεί να λειτουργεί σαν κάθαρση μέσα της όλη αυτή η έκθεση. Μπορεί και όχι. Πάντως η ποιήτρια δίνει την αίσθηση ότι είναι τολμηρή σε ό,τι αφορά αυτό που λέμε έκθεση. Γενναία αυτοσχολιάζεται, μας προσφέρει τα δικά της λεκτικά σύμπαντα, μας μυεί σε δικούς της κόσμους, μας παίρνει μαζί της ενώ βουτάει στα προσωπικά της θέματα, με όχημα την τέχνη της ποιήσεως. Γιατί -μεταξύ άλλων-όπως κι αλλού υποστηρίζω, η ποίηση είναι και μια ζύμωση δημιουργική με τα αληθινά βιώματα, μια επεξεργασία των αρχικών ερεθισμάτων.
.
ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ
Αυγή(Αναγνώσεις)3/4/2016
Ανάσκελη, περιμένοντας ως ερωτικό αλλά και πάσχον σώμα , αλλά με πυρετό∙ ήτοι: σε κατάσταση ψυχικής έντασης ή έντονης διάχυσης ή ανάμνησης παθητικής. Δεν είναι μόνη η Νίκη Χαλκιαδάκη (γ. 1980) στο πεδίο της νεώτερης ποίησης, όπου το σώμα ως απείκασμα της ποίησης αρκετών νέων γυναικών έχει γίνει κιβωτός μνήμης, κοίτη χαμένων και κερδισμένων συναισθημάτων ή διάμεσο για τον σχηματισμό μιας ρευστής ταυτότητας που ζητάει να κρατηθεί από κάπου για ν’ αντέξει. Από συμβολικές μορφές, παραμυθένιες και τερατικές, ή από μυθικές μορφές που ανταποκρίνονται στο ποιητικό σύμπαν σε ανδρικές, γυναικείες ή ανδρόγυνες περσόνες. Μαζί της, λίγο μεγαλύτερες ή συνομίληκες, η Άννα Αφεντούλίδου, η Γεωργία Τρούλη, η Δώρα Κασκάλη, η Ευτυχία Παναγιώτου. Στο Ανάσκελη με πυρετό φαίνεται από την αρχή ότι υπήρξε μια εγγενής δυσκολία μετάβασης από την παιδική ηλικία στην εφηβεία∙ ο διακαής πόθος της επιστροφής, έτσι ώστε να ξαναγίνουν όλα όπως ήταν, σε μια κατάσταση πρωτογενούς αθωότητας και άγνοιας/ασφάλειας, δείχνει ότι η ενηλικίωση δεν ήταν για την πολυπρόσωπη (κορίτσι, έφηβη, γυναίκα, ίσως μητέρα) παρουσία της Χαλκιαδάκη ένα απλό πράγμα.
Ο πατρικός θάνατος, η απουσία του συμβόλου της ευστάθειας, δεν έστειλαν μόνο τα πράγματα πίσω από πλευράς ψυχικής, ανέστειλαν επίσης την οικείωση του φύλου, την αλλαγή του σώματος, την ενήβωση, την ενοχική ψαύση των ερωτογόνων πηγών, και την ταύτιση όχι με τον πατέρα μοιραία και τελειωτικά απόντα αλλά με το παρόν σώμα. Η μνήμη της απουσίας, μεγεθυμένη από την τραυματική στέρηση εκείνου, διατηρεί έτσι ανοιχτή την πληγή, μετεμψυχώνει τον απόντα στα πρόσωπα των εραστών και εμποδίσει την ενσωμάτωση στον ζωικό, δηλαδή στον σωματικό και παροντικό χρόνο. Το επιπρόσθετο όμως ενδιαφέρον στην ποίηση της Χαλκιαδάκη, όπως και των άλλων ποιητριών που αναφέραμε, βρίσκεται στο ότι όλες τους δεν σκοπεύουν στο ιδεοληπτικό γυναικείο, δεν κατασκευάζουν θηλυκά την ποιητική τους ταυτότητα: η ταυτότητά τους υπάρχει εν ταυτώ, είναι ως γραφή. Μάλιστα, είναι ως γλώσσα πρώτα πρώτα. Εδώ το θηλυκό, τραυματικό ή καταστροφικά θριαμβευτικό ως ποιητικό απείκασμά του, γίνεται πιο απτό μέσα από την γλωσσική του αμφισημία, τη θρυμματισμένη εικόνα του πάθους, τα σκοτεινά του αρχέγονα, σεξουαλικά σύμβολα. Όσο πιο σκοτεινά και μυστηριώδη, τόσο πιο αισθητό το νόημά του στα συμφραζόμενα του ποιητικού κειμένου.
.
ΜΑΙΡΗ ΚΛΙΓΚΑΤΣΗ
ΝΤΟΥΕΝΤΕ 21/1/2013
«Πρωτότοκα επισφαλής παρατηρούσα τη μαμά
να φουσκώνει επικίνδυνα
Στην κοιλιά της, είπαν, είχε μπει ένα σποράκι
Πέντε μήνες μετά πέθαναν οι αγκαλιές
Τα παιχνίδια
Ο μπαμπάς
Από έξι χρονών έχω να φάω πασατέμπο».
Απλοποίηση
Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;
Θέλω να θυμάμαι. Όχι σε στάση πεταλούδας, σαφώς όχι και μπρούμυτα. Θέλω να θυμάμαι και να θωρώ, να θυμώνω και να θητεύω τον κόσμο ανάσκελα.
Μόνο έτσι θα μπορούσα να ξεκινήσω να γράφω για το βιβλίο της Νίκης Χαλκιαδάκη «Ανάσκελη με Πυρετό» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μανδραγόρα, στα τέλη του 2012.
Το εναρκτήριο ποίημα του βιβλίου, μπορεί κανείς να το συναντήσει στη σελίδα 31. Κατά την άποψή μου, ευλόγως τοποθετημένο εκεί. Ένα βιογραφικό -διόλου τυχαία- ανοιγμένο ανάσκελα σε αυτήν τη σελίδα. Η Απλοποίηση της Νίκης Χαλκιαδάκη, εισάγει τον αναγνώστη άπαξ και διαπαντός στο δικό της ανθρωπόμορφο, λεκτικό σύμπαν. Ο μπαμπάς, η μαμά και το σπόρι που μεγαλώνει στην κοιλιά. Ο πασατέμπος ξαφνικά εξεικονίζει μια μη γενόμενη ή ακόμα καλύτερα μια διαρκώς μετατιθέμενη αναμέτρηση. Τα χρόνια που περνάνε και η ενηλικίωση που συμβαίνει έξω από τη φυσική των πραγμάτων ροή (βίαια όπως και ο θάνατος) ή και πρίν από αυτήν. Σίγουρα δεν συμβαίνει στην αναμενόμενη ώρα.
Το βιβλίο της Χαλκιαδάκη, μοιάζει με ομολογία ενηλικίωσης. Από το ποδήλατο με τις τρεις ρόδες και το πρώτο ψέλλισμα «πι πι το παπί» μέχρι τη γυναίκα που ομολογεί πως υπάρχουν στιγμές που δεν ξέρει πώς να ζήσει, η Χαλκιαδάκη επιλύει τον γρίφο της τραυματικής ενηλικίωσης -ενηλικίωσης-σφαγής- απλώνοντας στις σελίδες της Ανάσκελης μνήμες, απώλειες, προπατορικά αμαρτήματα και μια μήτρα ικανή να χωρέσει ξελευθερία και ενηλικίωση για όλους.
Κλείνω με δικά της λόγια, όπως δημοσιεύτηκαν σε προηγούμενο τεύχος του περιοδικού e-poema: «Ποιος θα τολμήσει να πει ότι έχει μετρήσει τη δική σου συγκίνηση;»
Η Χαλκιαδάκη ξέρει να το κάνει και έντιμα και πολύ καλά.
[Αν αυτό δεν εμπίπτει στις αναγκαιότητες της ποίησης, στα χρέη και τα ρέστα της τότε για τίποτα άλλο, εγώ προσωπικά, δεν είμαι σίγουρη].
«Πιστέψαμε ο ένας στον άλλον
Φυτέψαμε τα πόδια μας στην αυλή
και περιμέναμε να δούμε
ποιος
ποιος
ποιος θα κρατηθεί
Δεν άντεξες ούτε μισό αιώνα
Ψ’ήλωσα μόνη [και όπως όλοι
οι προδομένοι καρποί]
ανθίζω την Πρωταπριλιά».
.
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
VAKXIKON τ. 20
Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι αυτήν.
Πρώτο: Αποκτά σιγά σιγά την δική της αναγνωρίσιμη προσωπική γραφή.
Αυτό ξεκίνησε ήδη από την προηγούμενη ποιητική της συλλογή που είχε τίτλο Ο Έρωτας του Pied de Coque και αρχίζει να αποκρυσταλλώνεται στην ποιητική συλλογή Ανάσκελη με πυρετό εκδόσεις Μανδραγόρα 2012, που παρουσιάζουμε σήμερα.
Δεύτερο: Γράφει μέσα από το ΣΩΜΑ, με το ΣΩΜΑ, για θέματα συγκλονιστικά που προκύπτουν από τα μύχια βάθη της ύπαρξής μας για την γέννηση, την παραμονή μας στην γή, για τον έρωτα που ανακουφίζει, γλύφει και καρατομεί, για την παιδική ηλικία, για το τέλος της αθωότητας, για τα αρχετυπικά παραμύθια που κλείνονται στο ψυχιατρείο, για τον θάνατο. Ακόμα και ο τίτλος της ποιητικής συλλογής «Ανάσκελη με πυρετό» προϋποθέτει κορμί και μάλιστα γυναικείο. Ανάσκελη. Με δύο σκέλη. Δεν είναι άφυλη. Έχει γένος και μάλιστα θηλυκό. Απεκδύεται όμως όλα τα φρου φρου και αρώματα, τον ζαχαρωμένο συναισθηματισμό, το μελό που στερεοτυπικά και άδικα κάποιοι έχουν συνδέσει με τον όρο γυναικεία ποίηση. Η ποίησή της είναι κοφτερή, αιχμηρή, σκληρή, έξυπνη. Χωρίς να στοχεύει όμως στην εύκολη συγκίνηση, σε πιάνει από το λαιμό, νιώθεις έναν κόμπο και την κουβαλάς ακόμα μέσα σου και αφού έχεις κλείσει το βιβλίο.
ΘΗΛΥ
Το ξέραμε κάποια στιγμή πως θα συμβεί.
Το περιμέναμε.
Φάνηκε άλλωστε και στο υπερηχογράφημα
Το μωρό είχε δέκα δάχτυλα πάνω, δέκα δάχτυλα κάτω
και κλειτορίδα
Η Σελήνη κυλάει ανάμεσα στα πόδια μου.
Βάφει το λευκό μου βρακάκι.
Δύσκολος λεκές το αίμα.
Τρίτο: η ποίησή της έχει την έκπληξη, την ανατροπή, ο αναγνώστης καθόλου δεν ξέρει ποια λέξη θα διαδεχτεί την άλλη ή ποιος στίχος θα διαδεχτεί τον άλλο. Η γραφή της δεν θυμίζει εκείνης της κοπέλας του δεύτερου ορόφου με ένα χρυσόψαρο να φροντίζει, η γραφή της είναι αυτή ενός χρυσόψαρου που φροντίζει μια κοπέλα Με την ποίηση της Νίκης Χαλκιαδάκη δεν πλήττεις ποτέ. Σε κρατάει σε εγρήγορση από το πρώτο ποίημα μέχρι το τελευταίο γιατί υπάρχει συνέχεια δράση. Η ποιήτρια δεν θέλει να ξυπνήσει το λευκό πουκάμισο που κοιμάται δίπλα της, γεννάει τηγανητά αυγά, σήμερα χαρίζει το ένα της γόνατο, δεν θέλει να προδώσει την libido που φυλάει για χρόνια δύσκολα όπως η Τετάρτη και τα μεσημέρια με καύσωνα, ανεβαίνει στο κρεβάτι και γίνεται κατοικίδια ηδονή, τα μαξιλάρια ζευγαρώνουν μια τελευταία φορά, με φυτεμένα τα πόδια στην αυλή ψηλώνει μόνη και όπως όλοι οι προδομένοι καρποί ανθίζει την Πρωτομαγιά. Σ’ αυτή την ποιητική συλλογή συμβαίνουν περίπου τα πάντα. Ένα σκουλήκι με άρωμα μήλου αποπλανεί τα χαμομήλια, οι βελανιδιές αιμορραγούν, οι λύκοι βγάζουν κυνόδοντες. Παρόλα όμως τα υπερρεαλιστικά στοιχεία η ποίηση της παραμένει απόλυτα κατανοητή, καθαρη και διαυγής μια και αυτά τα στοιχεία είναι πλήρως ενσωματωμένα στην ροή των ποιημάτων. Ζωγραφίζει με την πένα της εικόνες ζωντανές τόσο που τις γεύεσαι τις ακους τις μυρίζεις τις νιώθεις πάνω στο δέρμα σου.
Τέταρτο: Η Νίκη Χαλκιαδάκη έχει ακόμα ένα μεγάλο προσόν. Δεν φοβάται να εκτεθεί και να εκθέσει. Να σαρκάσει και να αυτοσαρκαστεί. Να τσαλακώσει και να τσαλακωθεί. Άρα είναι ποιήτρια. Υπάρχει ένα νωπό τραύμα που ανασαίνει μέσα στην συλλογή, η Νίκη παίρνει τα δάχτυλά μας και τα βάζει επάνω του, μας αναγκάζει να το ψηλαφίσουμε, να το αγαπήσουμε σχεδόν, υπάρχει μία καρατομημένη παιδική ηλικία που δεν μεγαλώνει αλλά γράφει, που βρέχει το κρεβάτι της, βάζει το δάχτυλο στο στόμα της, κρύβεται κάτω από ένα μεγάλο κρεβάτι, ζηλεύει το αδελφάκι της, μία παιδική ηλικία που πρέπει να εξαγνιστεί, να εξιλεωθεί για να πάει η ποιήτρια παρακάτω. Όλοι όσοι γράφουμε γνωρίζουμε καλά την διαδικασία της γραφής. Πώς δηλαδή μπήγεις τον αιχμηρό κονδυλοφόρο στην αρχική σου πληγή, όλοι οι ποιητές εξάλλου έχουν μία αρχική πληγή, πώς λοιπόν ανατρέχεις σε αυτή την πληγή και με το αίμα της γράφεις. Αυτό κάνει λοιπόν και η Νίκη Χαλκιαδάκη και η γραφή είναι γι αυτήν ταυτόχρονα κάθαρση.
ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ
Πρωτότοκα επισφαλής παρατηρούσα τη μαμά
να φουσκώνει επικίνδυνα
Στην κοιλιά της είπαν είχε μπει ένα σποράκι
Πέντε μήνες μετά πέθαναν οι αγκαλιές
Τα παιχνίδια
Ο μπαμπάς
Από έξι χρονών έχω να φάω πασατέμπο.
Πέμπτο Υπάρχει σ’ αυτή την ποιητική συλλογή μία γοητευτική αντίθεση. Είναι αυτή η συνεχής εναλλαγή, αντίθεση αλλά και συνύπαρξη τρυφερότητας και βιαιότητας, ρομαντισμού και υπερρεαλισμού, αθωότητας και κυνισμού, παιδικότητας και αισθησιακής θηλυκότητας, το λεκιασμένο με αίμα άσπρο βρακάκι, το κοριτσάκι των τεσσάρων χωρίς κυνόδοντες/με άσπρο δέρμα/μνήμη από βούτυρο (από το ποίημα 1984) αλλά και η cat-woman που περιμένει ένα νεύμα για να ανέβει στο κρεβάτι και να γίνει ολόκληρη κατοικίδια ηδονή (από το ποίημα cat-woman).
Στο ποίημα Από το Βόλγα μέχρι τη Ματζουρία Η στέπα μας θέλει γυμνούς να γλείφει ο ένας την υγρασία του άλλου σε αντίθεση με το κοριτσάκι που παίζει σκοινάκι, γιο γιο και τσιγκολελέτα και ισορροπεί στα τακούνια της μαμάς από το ποίημα Αγόρια Ιππότες, Κορίτσια Μαύρες κότες. Ένα παιδί λοιπόν ορφανό όμως πληγωμένο, ένα παιδί γυναίκα όμως με όλη την γυναικεία φύση του απόλυτα ανοιχτή, ανάσκελη στις σελίδες της συλλογής.
Έκτο μία ποιητική συλλογή είναι όλα αυτά που αναφέραμε παραπάνω όμως και κάτι ακόμα. Που δεν διατυπώνεται, που δεν αριθμείται, που δεν εκφέρεται με λόγια. Είναι η μαγεία που διατρέχει τους στίχους, οι εικόνες που κουβαλάς αφού την διαβάσεις, η διάρκειά της μέσα σου. Αυτή η ποιητική συλλογή της Νίκης Χαλκιαδάκη καίει από πυρετό και αυτός ο πυρετός είναι μεταδοτικός. Διαβάστε την!
.
ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
www.e-poema.eu Ιούνιος 2013
Για το κάλλος, οι ποιητές. Μια θεματική επισκόπηση σε πρόσφατα βιβλία ποίησης
Σε ύφος εξομολόγησης η αφηγήτρια-ποιήτρια, άρρωστη με πυρετό και κλινήρης, δίνει φωνή στην παιδική της ηλικία. Ποιος εμπιστεύεται όμως ένα λαλίστατο «άρρωστο» «γυναικείο» «σώμα» (για να θυμηθούμε την ανδρική ρομαντική ποίηση του 19ου αιώνα) που ισχυρίζεται πως είναι ένα ορφανό αποδημητικό πουλί; H μη διαυγής κατάστασή της θέτει εξαρχής υπό αμφισβήτηση την αλήθεια των γεγονότων, τα οποία σχετίζονται με το «θάνατο» του πατέρα και τη συνακόλουθη «ανδροκτονία», απάντηση της μητέρας στις αναμνήσεις. Στο κορίτσι πάντως απομένουν δύο επιλογές: είτε η ταφή του πατέρα είτε η επαναφορά του «νεκρού» με τη γραφή. Επιλέγει το δεύτερο. Μάρτυρας αυτού του ―κυριολεκτικού ή συμβολικού― φονικού είναι το ποιητικό ασύνειδο.
Η Νίκη Χαλκιαδάκη μάς εισάγει στο θέμα παρουσιάζοντας την κόρη να καθαρίζει το κρανίο του πατέρα της δίχως συναισθηματικές εξάρσεις. Η σκοτεινή αυτή τελετή αποτελεί την εναρκτήρια παράσταση της χαμένης μνήμης που επαναφέρει την πατρική φιγούρα και την ξαναχτίζει με την ποιητική φαντασία. Η επιτέλεση της «νέκυιας» περιλαμβάνει ερωτικά στιγμιότυπα (π.χ. αμφιφυλικές και επαμφοτερίζουσες σχέσεις, στο ποίημα «Bi-bi-bo»), διασκευές παραμυθιών (π.χ. μια αμφίσημη σχέση με το λύκο, στο «Βloody insane»), επαναφορά σχολικών έμφυλων σλόγκαν (π.χ. «Αγόρια ιππότες, κορίτσια μαύρες κότες»), φανταστικούς διαλόγους του κοριτσιού με τον πατέρα (π.χ. «Λαθρεπιβάτης ποδηλάτου»), επισκέψεις στον τάφο του (π.χ. «Μεταφυσική της παρουσίας»), καθώς και ταυτίσεις της γυναίκας με τον ανοίκειο άλλο: τον αρσενικό εραστή (π.χ. «Κατακραυγή»).
Στην ιεροτελεστία αυτή, το κορίτσι που μεγαλώνει δίχως το αρσενικό πρότυπο χαρίζει ένα ένα τα μέλη της κρατώντας τις ρώγες. «Εις τρυφερήν ανάμνησιν / ερωμένης, βρέφους, θηλαστικιάς», όπως γράφει ειρωνικά η ποιήτρια (σε καθαρεύουσα και με πειραγμένη την κατάληξη του ουσιαστικού «θηλαστικό», ουδετέρου γένους κανονικά). Ο αυτοτραυματισμός και η συρρίκνωση του σώματος σε έναν αποκλειστικά θηλυκό προορισμό, που διαρκώς ακυρώνεται, σε μια εθελούσια δηλαδή υποταγή στο ανέφικτο, είναι τραγική και συγκινησιακά φορτισμένη. Αντανακλάται και στο σώμα των ποιημάτων: είναι θηλυκά στο βαθμό που κινδυνεύουν. Γι’ αυτό στο βιβλίο αυτό, που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο Ανάσκελη με πυρετό, τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί καταγγελτικά αλλά μόνο αμφίσημα και ελλειπτικά· η αλήθεια δεν πρέπει να γίνει άμεσα αντιληπτή από τους τιμωρούς της ποιήτριας· κρύβεται σε παρενθέσεις ή σε παρενθετικές παύλες και συχνά κωδικοποιείται με τη χρήση ξένων αγγλικών λέξεων. Οι τίτλοι των ποιημάτων δίνουν απαντήσεις στους ποιητικούς γρίφους ή εμπλουτίζουν την ιστορία ώστε η ερμηνεία να μένει ανοιχτή για τον αναγνώστη. Η υπόθεση κατανέμεται θραυσματικά και υπόρρητα, τα ποιήματα είναι σπονδυλωτά, γι’ αυτό έχει περισσότερο νόημα να διαβαστεί το βιβλίο και ως σύνθεση.
Σκηνοθετικά, ο παράλογος περιορισμός του εμπύρετου σώματος της αφηγήτριας-ποιήτριας καταστέλλει τη δυνατότητα για μια ευρύτερη, λιγότερο ιδιωτική, αντιμετώπιση του φαινομένου της ζωής. Αποτελεί ωστόσο το τέχνασμα για την παλινδρόμηση και εμβάθυνση στην παιδική ηλικία, που είναι ούτως ή άλλως καθοριστική για την κατανόηση του εαυτού μας: η περιορισμένη προοπτική δίνει προβάδισμα σε ένα επίμονο βλέμμα που εισδύει στους οικογενειακούς τοίχους. Οι υψηλές θερμοκρασίες αποτελούν επίσης ένα ιδανικό άλλοθι ώστε το βλέμμα να καταφέρει τομές στα οικογενειακά δεσμά, ανεξάρτητα από τις επιβολές της λογικής (αλληλουχίας) και τις αντιστάσεις που προβάλλουν συχνά ο φόβος της δημόσιας έκθεσης και τα ταμπού.
Με την πρόφαση και μόνο μιας «εργασίας ονείρου», η ποιήτρια ―«άρρωστη» άλλωστε γυναίκα― υποδύεται επιτυχημένα ένα κορίτσι που, αν και ενηλικιώνεται, επιμένει ν’ αντιλαμβάνεται και να χρησιμοποιεί τη γλώσσα με αθώα λογική. Με τη φαντασία της συμπληρώνει τα χάσματα ανάμεσα στα αληθινά γεγονότα, εκθέτει τις ψευδείς διηγήσεις των ζωντανών και αφήνεται στις σεξουαλικές ονειροφαντασίες του ύπνου επινοώντας υπερρεαλιστικές εικόνες ή κατασκευάζοντας νοητικές εξισώσεις ανάμεσα σε πράγματα ανόμοια. Η ποιητική φωνή υπόκειται σε μια αντίστοιχη με το μηχανισμό των ονείρων ασύνειδη λογοκρισία, ώστε να προστατεύει τους ανθρώπους ―αθώους και φταίχτες― από τη φρικαλέα αλήθεια και το τραύμα της πραγματικότητας. Γι’ αυτό ο αναγνώστης θα χρειαστεί να διαβεί ανάμεσα σε συχνά αινιγματικές ψυχολογικές συνάψεις, να ερμηνεύσει ζωομορφισμούς, να ξαναθυμηθεί τους μύθους και τα παιδικά παραμύθια, κυρίως την ηθοπλαστική τους τάση. Παρά τους ισχυρούς και ενίοτε κρυπτικούς συμβολισμούς, η λεκτική οικονομία και ακρίβεια, εις πείσμα του ονειρώδους παραληρήματος, χαρίζουν ισορροπία ανάμεσα στο σύνθετο συναισθηματικά υλικό των ποιημάτων και την απλή εκφορά του.
Αυτοβιογραφία
Την ώρα που ένας πληρωμένος δολοφόνος
μου ξεριζώνει την καρδιά
οι βελανιδιές αιμορραγούν
οι σκίουροι γεννούν μελάτα αυγά
τα τρώνε με τρυφερότητα
τα παραμύθια κλείνονται στο ψυχιατρείο
Ξυπνώ σαν ελάφι
Σαν ελάφι σταρ
Πρωταγωνιστώ σε αμερικάνικα κινούμενα σχέδια
Δώδεκα
Ώρα να γίνω πάλι κολοκύθα
ΕΓΩ πρόδωσα τη Χιονάτη
ΕΓΩ τη σταχτοπούτα
την Bambi
EΓΩ
Δεν κράτησα ποτέ το στόμα μου κλειστό
Τα ποιήματα είναι τα ίχνη μιας φονικής ιστορίας, όπου δεν κατονομάζεται ο δράστης. Ακόμη κι αν ένοχοι θεωρούνται σχεδόν αυτονόητα οι γονείς, τα ποιήματα φαίνεται πως οικειοποιούνται την παιδική ενοχή, χαρίζοντας στις λέξεις μια αίσθηση παραβατικότητας.
Η Χαλκιαδάκη συνεχίζει (σε άλλη τώρα λογοτεχνική συνθήκη) το νήμα από εκεί που το άφησε η γραφή της Καραπάνου (Η Κασσάνδρα και ο λύκος) ή της Μαστοράκη (Το σόι). Παρά τις οφειλές της στην αμερικανική εξομολογητική ποίηση, τα ποιήματά της δεν εξομολογούνται. Ο γνωστός στίχος της Αμερικανίδας Ανν Σέξτον «Mother, Father, I’m made of» στην προμετωπίδα του βιβλίου της δίνει κυρίως το θεματικό και ψυχολογικό πλαίσιο στο οποίο κινείται: η οικογένεια είναι η πραγματικότητα την οποία δεν μπορούμε ―ακόμη κι αν θέλουμε― να αρνηθούμε στο όνομα καμίας (έμφυλης) διαφοράς. Η οικογένεια ―αρσενική και θηλυκή συνήθως― είναι ό,τι είμαστε και μας πληγώνει. Αν η αλήθεια των γεγονότων ενοχοποιεί όσους αγαπάμε και διαλύει, το ψέμα (ως αλληγορία ή παραμύθι) αποτελεί μέσω επιβίωσης του τραυματισμένου και συστατικό της ποιητικής τέχνης που μας ενώνει. Με μια επώδυνη διαδικασία για τη/ον δημιουργό τους, η ποίηση αφαιρεί τα γεγονότα, όλα τα σωματικά φορτία, δείχνοντας μονάχα προς το μέρος της αλήθειας ή διασώζοντας κάποια από τα διδάγματά της.
Στο δεύτερο βιβλίο της η Χαλκιαδάκη δεν επαναφέρει ούτε διαιωνίζει το γυναικείο τραύμα αλλά το θεωρεί προϋπόθεση της ποιητικής δημιουργίας. Το τραύμα ανθοφορεί μέσα από το ποιητικό φίλτρο ενός ήπιου λυρισμού που βάζει στο δράμα σιγαστήρα. Τα ποιήματα πείθουν πως η γυναικεία γραφή (τόσο ως θεματική όσο ως μορφή) υπάρχει· έξω από το σκοτεινό πεδίο των διαδεδομένων προκαταλήψεων.
.
Ο Έρωτας του Pied de Coq
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
Αυτή η ποιητική συλλογή της Νίκης Χαλκιαδάκη είναι πρωτότυπη, ίσως γιατί το περιεχόμενο της δηλαδή τα ποιήματα συμπλέκεται απόλυτα με τις ασπρόμαυρες λήψεις που δίνουν ένα χαρακτήρα αγχωτικό και αδιέξοδο, όλα συντελούνται στο βιβλίο αυτό ανάμεσα σε μια εισπνοή και σε μια εκπνοή, στις αποχρώσεις του μαύρου και του γκρίζου, με γραμματοσειρές που γέρνουν, χορεύουν, παίζουν, ή απειλούν να εκτιναχτούν έξω από τα όρια των σελίδων, με τους τίτλους να εμφανίζονται απροσδόκητα πάνω, κάτω, δεξιά ή αριστερά, με τα γράμματα να αλλάζουν συνέχεια. Η ποιήτρια παίζει μαζί μας κρυφτό, μασάει μαστίχα κεράσι, δεν διστάζει να κάνει τούμπες με τις λέξεις και τους στίχους, χαρακτηριστικό είναι το ποίημα της συλλογής που ονομάζεται του «παλιμπαιδισμού» που απέναντι στην σοβαροφάνεια των υποτίθεται ενηλίκων, προτάσσει την παιδική φρεσκάδα και το παιχνίδι.
Όμως πως είναι ο έρωτας του pied de coq; Ένας έρωτας κατά τον οποίο ο άντρας και η γυναίκα ενώνονται, χωρίζουν, εναλλάσσονται σε ρόλους και ταυτόχρονα ταυτίζονται σε ένα ζευγάρι με μπλεγμένη ταυτότητα και φύλο
/ήμουν εσύ και εσύ ήσουν πάλι εσύ/ Είμαι μεγάλο κορίτσι/ όχι δεν είμαι μεγάλο κορίτσι/είμαι εσύ και εσύ δεν κλαις/ Εσύ είμαι άντρας, μου λείπεις.
Ή ένας έρωτας που αναπαράγει το ίδιο μοτίβο ξανά και ξανά σε μία ατέρμονη διαδοχή μέχρι την τελική συντριβή. Να είναι ο έρωτας μιας επαναλαμβανόμενης μνήμης, που μας τυραννάει αλύπητα, ή ένας έρωτας παρασιτικός που προτιμά τα υγρά εδάφη όπως στο πρώτο ποίημα της ποιητικής αυτής συλλογής που έχει τίτλο “αναρριχώμενο, απαγορευμένο”..
Ή τέλος μπορεί να είναι ένας έρωτας θυσία, όπως στο ποίημα «Στην σάρκα εκ σαρκός» που το δίπολο άντρας- γυναίκα με την θυσία- ένωση των σωμάτων που συντελείται σε έναν κρυφό ιδιωτικό ναό, αυτόν της ψυχής, ακυρώνει την ματαιότητα και έτσι εξασφαλίζεται η αθανασία και το ανθρώπινο γίνεται μεταφυσικό.
Λέει η ποιήτρια: Σμίγει η λαχτάρα/ γλείφει την άρμη/ τρυπά τον λωτό/και τον ρουφά/λευκή χοή περίσσεια, θυσία αναίμακτη στον βωμό του Πάνα.
Ο χοϊκός έρωτας σε άμεση επαφή με την φύση, διονυσιακός, ιερό μυστήριο, που μετατρέπεται στο βιβλίο σε Απολλώνιο με την απουσία του.
Στην ποιητική συλλογή αυτή η άφιξη ματαιώνεται συνεχώς
Ο Γκοντώ θεός δεν έρχεται. Η υπαρξιακή αγωνία της ποιήτριας ανθρώπου είναι έκδηλη και έντονη.
Πέρασε η ώρα και δεν ήρθες
Σε περίμενα…
Δεν φταις εσύ που σε περίμενα
Φταίω εγώ που δεν ήρθες
Δεν φταις εσύ που δεν ήρθες
Φταίω εγώ που σε περίμενα
Τέλος αυτό το βιβλίο έχει κάτι θεατρικό, υπάρχει μία συνεχής εναλλαγή ρόλων, ανάμεσα στον θύτη και στο θύμα, στο παιδί και στην γυναίκα, στον Αδάμ και την Εύα, στην Κίρκη και στον Οδυσσέα, στον άντρα και στην γυναίκα. Στο ποίημα Κίρκη. Η Κίρκη θέλει να γίνει Πηνελόπη, παίρνει την θέση της στο πορτρέτο της αινιγματικής Μόνα Λίζα, παίρνει την θέση του Οδυσσέα στο κατάρτι και δεν θέλει να ακούσει τις σειρήνες της αλήθειάς του,
Η ποιήτρια Νίκη Χαλκιαδάκη με αυτήν την ποιητική της συλλογή μας προτρέπει να υπερβούμε τα όρια, να περπατήσουμε στην άκρη του ξυραφιού, να καούμε ολόκληροι και μέσα από αυτήν την πυρκαγιά να νιώσουμε ζωντανοί.
Μην τρέμεις! Για να γίνεις ο Έρωτας του pied de Coq/θα πρέπει το αίμα μου να μεταλάβεις, έτσι το θέλουν οι χρησμοί/
.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΖΑΡΩΤΗΣ
Μία καλαίσθητη και μικρόσχημη έκδοση που δεν αφήνει ανεκμετάλλευτη σχεδόν καμία σελίδα ούτε καν το εξώφυλλό της.
Πρόκειται για μια μοντέρνα έκδοση όχι μόνο με άποψη εικαστική αλλά κάτι παραπάνω: συνδυάζει λόγο και εικόνα σε ενότητα αδιάσπαστη. Η έκδοση όχι απλά στολίζεται με καλλιτεχνικές φωτογραφίες αλλά το κάδε ποίημα αντιστοιχεί σε μία από αυτές και συνομιλούν μεταξύ τους. Το στήσιμο κάδε ποιήματος στις σελίδες του βιβλίου και ακόμη κι ο τίτλος του έγινε καλλιτεχνική πρόκληση για τους συντελεστές της έκδοσης. Οι άνθρωποι που
δουλέψαν αυτή την έκδοση δεν διστάζουν να παντρεύουν την ποίηση με ό,τι πιο σύγχρονο (για τα εγχώρια δεδομένα τουλάχιστον) έχει να επιδείξει η φωτογραφική και εκδοτική τέχνη.
Θα υπέθετε κανείς με βάση τα παραπάνω ότι τα ποιήματα θα
είναι οπωσδήποτε «μοντέρνα» και δα υποκύπτουν σε όλες τις ενοχλητικές ευκολίες του ελεύθερου στίχου. Και όμως: η ποιήτρια Χαλκιαδάκη γνωρίζει να χειρίζεται τις στιχουργικές και μετρικές φόρμες, ο αναγνώστης εύκολα μπορεί να διακρίνει τις περισσότερες φορές στροφικά συστήματα [όπως π.χ. στον Ξέρξη (sic)] και δεν μπορεί να μη σημειωθεί ότι ο επίσης ευδιάκριτος ρυθμός, καλοδουλεμένος με τις εύστοχες τομές του, ενθαρρύνουν τη μεγαλόφωνη ανάγνωση. Σαφώς η ποιήτρια δεν αποκηρύσσει τον ελεύθερο στίχο μα η φιλολογική της σκευή της επιτρέπει να τον χρησιμοποιεί όσο
Θέλει κι όχι όσο θα της επέβαλλε η έλλειψη ρυθμού.
Τα θέματα που ντύνει μετρικά η Χαλκιαδάκη παραλλάσσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε όλοι μας με το β’ πρόσωπό
και έχουν να κάνουν με το ποιον αντικρίζουμε κάθε φορά απέναντί μας και πώς τον αντιμετωπίζουμε, είτε πρόκειται για το ερώμενο πρόσωπο, για τον εαυτό μας ή τις ανασφάλειες και τις εμμονές μας.
.