Η Μαρία Θωμά γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1980. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στην Αθήνα και θεωρία λογοτεχνίας στο University of Leicester. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: Μια ιστορία για τον ουρανό, 2001 (Κρατκό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη της Κύπρου) και Καλωσόρισες στις Μυκήνες, 2008. Ποιήματά της έχουν περιληφθεί στην Ανθολογία σύγχρονης κυπριακής ποίησης, εκδ. Μανδραγόρας 2011 και στην έκδοση του περιοδικού της Κοζάνης «Παρέμβαση» Η Κύπρος και η ποίησή της σήμερα: Ανθολόγιο 50 + 2 ποιητών 2005. Κάποια ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα λιθουανικά, τα βουλγαρικά και τα γερμανικά και περιλήφθηκαν σε αντίστοιχες ανθολογίες κυπριακής ποίησης στις γλώσσες αυτές, ενώ άλλα έχουν δημοσιευτεί σε κυπριακά περιοδικά. Τρία ποιήματά της έχουν αποτελέσει έμπνευση για εικαστικά έργα (ζωγραφική, αφίσα, ξυλογλυπτική).
ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΕΣ ΣΤΙΣ ΜΥΚΗΝΕΣ (2008)
Ι ΣΒΕΣΗ
Σονάτα για τέσσερα πόδια
Τα χέρια σου είναι από μελάνι
το καθένα ξεχειλίζει κι από άλλο γοτθικό γυαλιστερό φτερό
τ’ αποτυπώματά σου παρεξέκκλιναν του σχήματός σου
όταν με έσπρωξες
Τα χείλη σου χαμογελούν μέσα σε κιθάρα με γλυκόκαμπτες χορδές
κι ευλαβικά κεράκια
οι ώμοι σου τεντώνουν καινούργιο σκουροκόκκινο σπίτι
με δραστήριο τζάκι κι οι καλεσμένοι μοιράζουν γελώντας ψωμί
στο τραπέζι, αρπίζοντας ψιθυριστά τ’ όνομά σου
Αλλά μόνο τα πόδια σου
μακρόστενα μαλακά ασπιρινόχρωμα
δέχτηκαν τα πόδια μου όπως το κουμπί η κουμπότρυπα
με την αφέλεια βατραχιών
την ώρα που σε θέρισε ο λαμπερός σου ύπνος
Όταν άνοιξες τα μάτια σου ο ήλιος πέρασε σε δεύτερη μοίρα,
γιατί δεν είναι αυτός μέλι ταυτόχρονα κι ελεύθερο μαύρο πουλί
Η ρίζα σου αναδεύτηκε με ξύλινο θρόισμα,
και με στήθος ορθάνοιχτο πετροβολεί η καρδιά σου
καστανά μονοπάτια, για σένα κύλησα απ’ την κορφή ως το δέλτα
του ίδιου πάλι παιδιού
Αλλά μόνο τα πόδια σου μ’ αναγνωρίζουν τώρα
μεγάλα και αστεία, δικά μας και τα τέσσερα
χαμογελούσαν, μοίραζαν φιλιά,
παρασύρθηκαν και ζεστάθηκαν στα αντίκοιλα
γάργαρου ζωντανού κλαμπ-σάντουιτς
Αίνιγμα
Κοιμήσου σείοντας τη στεριά κυλώντας πάνω
απ’ τα νερά μαζί με τον πουνέντε
Χωρίζοντας τα σύννεφα πουλί γαλάζιο γελαστό
ξημέρωσε αν επιπλέει στο γέλιο σου το φως
Κι ύστερα πάλι σπάσε σε άστρα νύχτωσε και κλάψε
Επικλινής αισθητική
Όπως γέρνουν τα πλινθόκτιστα ψηλά σπίτια
με το χρόνο και τον άνεμο στα πάνω μέρη
Όπως γέρνουν οι πύργοι υπό την πίεση της μάζας
κινδυνεύοντας να σωριαστούν και να πλακώσουν τους διαβάτες
και κινούν τη μνήμη συννέφων χώματος που ανεβαίνουν
σε αφήνω μέσα μου να γέρνεις προς τα κάτω
Όπως γέρνουν και τρίζουν οι παλιές καρέκλες
υπό το βάρος νέων φουριόζικων ανθρώπων
και τέμνονται τα πόδια τους διαγωνίως όσο λυγίζουν οι κλειδώσεις
αφήνω να χορεύουν τα μαλλιά γύρω απ’ το πρόσωπό μου
Όπως γέρνουν τα άλογα που κούρασε ο δρόμος
κι αφήνονται να πέσουν οριζόντια στο χώμα
βγάζοντας αφρό απ’ το στόμα
σε αφήνω μέσα μου να γέρνεις προς τα πίσω
Όπως σέρνονται τα κουρέλια από το σώμα των αστέγων
και γδέρνονται άρρυθμα στο χώμα
Όπως σέρνεται το παντελόνι μου μέρα με μέρα στο τσιμέντο
και σκίζονται από πάνω του λουρίδες σαν ταινίες κινουμένων σχεδίων
σαν κορδέλες σε μαγιάτικο στεφάνι
αφήνω μέσα σου το γδούπο της καρδιάς μου
ΙΙ Η ΤΥΦΛΩΣΗ
Juliette
Ο χρόνος είναι το πιο εύθραυστο κλαδί
μαδάει φυλλορροεί και σπάει
με την απόγεια αύρα
Κοιμάται ξεσκέπαστο
με ανοιχτά παράθυρα
το πιο φιλάσθενο παιδί
ο χρόνος της ζωής μου
Κυλάει και κελαρύζει σαν ρυάκι
δεν περιμένει δεν ακούει
δεν αρκεί
Φλυαρεί και τρωγοπίνει
ξοδεύει και ξοδεύεται
το προστυχότερο παιδί
ο χρόνος της ζωής μου
Πρωινή ευχή
Σήμερα το πρωί είδα στο δρόμο
ένα μαύρο περιστέρι
μου έχει λείψει το αμεγέθες
το ελαφρύ κορμί
η φυγή
Να ‘μουν το φως στα φτερά σου και
να φεύγαμε μαζί
ή το πιο σκούρο αβγό στη φωλιά σου
Παρτιτούρα για τέσσερα χέρια
Τα χέρια μου είναι σχοινιά δεμένα σε παράλληλους τοίχους
κίτρινα εσταυρωμένα αποκοιμήθηκαν
Χθες βράδυ τα ονειρεύτηκα να πέφτουν στους ώμους σου
Και θυμάμαι την παρατεταμένη κίνηση των χεριών
που άφηναν ραβδώσεις στον αέρα σαν διαμέτρημα φτερών
και τσάκισε ο αυχένας πέταξαν τα χοντρά μαλλιά μου
σαν μαύρο συντριβάνι σκίζοντας το πράσινο του λερωμένου ήλιου
Τρία χρόνια έβαλαν στα χέρια μου έναν έλικα πλοίου
Με περιέργεια κοίταζα και τον γύριζα αργά
με τη φορά που παίρνει στο νερό
για να τον φέρω στη ζωή
Αλλά πώς δίνεις ζωή με χέρια δεμένα
ΙΙΙ Ο ΘΥΜΟΣ
Καθόλου κυνικό συμπέρασμα
Απλό
Όσο το στροβίλισμα στίβας χαρτιών σε γραφείο υπουργού
Όσο η διδασκαλία φιλοσοφίας κι αισθητικής στο Πολυτεχνείο
Απλό κι εύκολο
Όσο η ανάλυση του συνδρόμου μπόρντερ λάιν
Όσο η εξεύρεση επιχειρημάτων για την ύπαρξη της ψυχής
Και του ορισμού της τέχνης
Απλό εύκολο και ευχάριστο
Όσο ο Επιτάφιος του Περικλή, η Πολιτεία του Πλάτωνα
Κι η Αποκάλυψη του Ιωάννη
Όσο οι παγκόσμιοι πόλεμοι κι η ανακάλυψη του ατόμου
Απλό εύκολο ευχάριστο κι απέριττο
Όσο το μπαρόκ το ροκοκό κι η ελληνιστική τέχνη του υψηλού
Όσο οι θρησκείες τα τοτέμ και το κουτσομπολιό στο χασάπη
Όσο τα κρεμοσάπουνα κι οι σαπουνόπερες το μεσημέρι
ήταν τελικά να μ’ αγαπάς
Πρόσφυγα Άγιε
Διαφώτισε με πάλι με ένα κήρυγμα
Τι εφόδια να κρατώ, πού να σταθώ
ενόσω οι κεραίες μου θα καταγράφουν το τοπίο
Με τα μαλλιά μου μακριά, αξύριστες μασχάλες
Όσο σεμνά και να ντυθώ θυμίζω κόλαση, το ξέρω
ψηλότερη, πιο ήρεμη κι ευγενική
απ’ όσο σε γυναίκες επιτρέπεις
Πες μου, γλυκά σαν παραμύθι, όπως
με μεγάλωνες στα γόνατά σου,
ο δρόμος που οδηγεί εκεί
είν’ ανηφόρα ή σκαλοπάτια και τι αρμόζει να φορώ
Πες μου πώς είναι ο Παράδεισος, τι χάνω
Αν χάνω, Πάτερ
IV Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Καλωσόρισες στις Μυκήνες
Ξεκινώ από σένα που έχεις παίξει με το χρόνο μου
Που μου έχεις προσφέρει μόνο ένα τοπίο με ματωμένες πολυθρόνες
Καταλήγω στα μέρη όπου είχες κρατήσει τους γοφούς μου
και κρατώ από πάνω τεντωμένο ένα σεντόνι από άστρα για
να μη σε δω
Ξεκινώ από σένα που κρατάς στο όνειρό μου το στήθος μου
Περιμένω ένα φύλλο να σαλέψει, ούτε καν να πέσει
Καταλήγω στο πρόσωπο μιας βιτρίνας με σπασμένο το τζάμι
και υποθάλπω εικόνες θολές που τους αντιστάθηκα χρόνια με
κάθε είδους όπλο και στρατό
Ξεκινώ απ’ τα μάγουλά σου που δαγκώνω στον ύπνο μου
από σένα που χαρτογραφείς το όνειρο
και υποσκάπτεις το στέμμα μου
γιατί έμενα μόνη με σένα όταν θύμωνες
γιατί σε υπηρέτησα πρωί βράδυ με ακούραστο χέρι
για να καταλήξω σε σένα που
δεν υπέκυψες ποτέ και δεν νικήθηκες
Δειλά ξεκινώ από σένα
και δεν βλέπω τέλος ή αρχή
μόνο το χορό του φόνου, τον κύκλο του αίματος στην πετσέτα
μου μια από τις λίγες μας νύχτες
Ticino
Είστε φύλλα που κιτρίνισαν και ζάρωσαν
μέσα σε μια μικρή αυλή σε άκρη πολίχνης
κι εγώ είμαι ο Τιτσίνο
λάγνα κρυμμένη κραυγή με μικρή αμμουδιά
ξυπνώντας απ’ τον ξύπνιο μου
Όταν κλαίτε αγριεύετε ονειρεύεστε
γράφετε τραγούδια και κεντάτε αστέρια
μα εγώ, ο Τιτσίνο, γιατί να συνθέσω,
όταν είμαι τραγούδι
Με φιλούν σαράντα γέφυρες
το βράδυ σφύζω και σφυρίζω
εσείς είστε τα οράματά μου
κι εγώ είμαι ο Τιτσίνο,το αυτί και το μάτι σας
Η περίοδος
I. Το ναι
Το δοχείο γεμάτο ζωή
διασχίζει αχανείς πολιτείες
και με σώζει, ποτέ δεν αγάπησα όχημα όσο
το λεωφορείο που με απάγει
από εσάς, κι από εκείνη
Ποιο ίχνος μου ανήκει σε κουτί ανοιχτό
χθες με μάτια καμένα
πείτε μου, τι ζητούσατε από μένα
Η πρώτη σταγόνα είναι δική μου
η πρώτη
αίμα βελούδινο
θα σας τη στείλω σ’ ένα φάκελο, τι λέτε
Η δεύτερη είναι αίμα πρόσφυγα
η τρίτη ανανεώνει ένα ταξίδι από βωμό σε βωμό
κι ύστερα δεν θα πάψει να κυλά για επτά μέρες
Αλλά κανείς δεν μου εγγυάται κιόλας πως θα πάψει
Βάφω τα μαλλιά μου κόκκινα για την κηδεία
και φορώ τα κόκκινα καλά μου
για μια στιγμή πέφτουν πάνω μου όλα
ανελκυστήρες, βιβλία απ’ τα ράφια λόγω δονήσεων και τα κακά
λόγια που είχα πει για σας
ταυρομάχοι σε αρένες και καρχαρίες στις θάλασσες
στάζω αίμα, όσο κι αν πλένομαι
Σας αγαπάω κύριε, δώστε μου μια ευκαιρία
Αγαπημένο όχημα
Πόσες φορές με χτύπησες και μ’ άφησες αβοήθητη στο δρόμο
με νεκρώσιμη αγάπη
νεκρικό φιλί
Θέλω μόνο να θυμάστε κάτι από μένα στα γεράματά σας
επανάσταση δεν είναι η βωμολοχία
κι όπως εκφράζεστε εγώ δεν σας βρίσκω ιν
επανάσταση είναι η ευγένεια
όπως την εντοπίζετε στα μάτια μου
όπως την αφουγκράζεστε στις τονικότητες των λέξεών μου
Μη με ξεχάσετε κύριε
Τουλάχιστον στη μνήμη σας
δώστε μου μια ευκαιρία
Και επιτέλους
Είμαι εκδίκηση
επειδή ονειρεύομαι τα βράδια ένα δωμάτιο για μένα
με το κρεβάτι οκτώ δοκάρια, στενό
να μη χωράει ούτε εμένα μπρούμυτα ή ανάσκελα, χωρίς καν
στρώμα
και με τη σκέψη μου στα έπιπλα και στο φως τριών παραθύρων
σε μικρή πόρτα ξύλινη που ανοίγει σε δρομάκι
Είμαι εκδίκηση
επειδή δεν έγινα θυμός
επειδή γράφω σε χαρτί με κάθετες γραμμές χωρίς να νευριάζω
και να σκίζω
αναίμακτη εκδίκηση, επειδή έγινα άφοβη
άι
Δεν σε αναγκάζω ν’ ανακαθίσεις
αλλά δεν σ’ αφήνω να κοιμηθείς
σε ελευθερώνω
αλλά δεν σ’ αφήνω να σκεφτείς
Αγαπώ την εκδίκηση
Είναι μια πόρτα ανοιχτή που εσύ δεν μπορείς να διαβείς
αν δεν σε θυμάμαι
Ήμουν εκδίκηση
ως γυναίκα με δυο στόματα
και σφαιρική φιγούρα του Μιρό
όψη πολύπλευρη κι αυταρχική
Ήμουν εκδίκηση
στο Μπαρί Γκοτίκ έναντι άλλης γειτονιάς
και περιδέραιο σκαλισμένο στο λαιμό σου
Ήμουν εκδίκηση
που σε ερωτεύτηκα χωρίς να είσαι εσύ ο στόχος
που κοίταξα την Πράσινη Γραμμή χωρίς να κλάψω
αλλά δάκρυσα για κάποιο γράμμα ερωτικό
που μιλούσε για πόνο χωρίς να πονέσω
Εκδίκηση
που όσο κι αν με δίδαξες να σκέφτομαι σαν άντρας
πάλι συμφιλιώνω αντί να χωρίζω στη σκέψη μου
έννοιες ιδέες και καταστάσεις
για κάθε μικρό κήρυγμα που μου έκανες
λες κι ήτανε δίδαγμα μεγάλο
εκδικούμαι ξεπερνώντας το και αγαπώντας κάτι άλλο
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ (2001)
Θέλω κι εγώ μια σελήνη
στο μαξιλάρι μου
να φωτίζει
τα κλειδωμένα μάτια
Δώσε μου τη σελήνη
να ‘ναι κρεβάτι μου
να μη χρειάζεται να γελώ
να μη χρειάζεται να υπάρχω
ΕΚΠΤΩΤΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Διώξε τη λεηλασία από μπροστά μου
κι άσ’ την πίσω μου
πάρε τη λύσσα και τον τρόμο μου μακριά
Πάρε το πήλινο μου κέλυφος
με στενεύει και με γδέρνει όταν πάω να σηκωθώ
κι αφήνει πίσω ίχνος όταν σέρνομαι
και δεν μ’ αφήνει να εμπνέω σεβασμό
Φόρα μου κατάσαρκα φτερούγες
-δεν με πειράζει αν τσιμπάνε-
Χύσε μου κατάκαρδα πελάγη
-και μη σε νοιάζει αν κρυώνω-
να μη μ’ αγγίζει άλλο το κενό
μη με χλευάζουν άλλο τ’ άλλα αστέρια κυκλικά
πως πρώτα άκουσα μια ευχή κι ύστερα έπεσα στη γη
ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΕ
Όσες αυγές δεμένες
ξημέρωσαν όλες μαζί
έκαψαν μια νύχτα ζωντανή
Επειδή μου είχες αφήσει
μια πληγή που μέσα της
το ερωτηματικό κρεμάστηκε
να γδέρνει η άκρη του
με λύγισαν
Αγόρασα ένα κόκκινο τετράδιο
υστέρα θυμήθηκα πώς σε είχανε
σκοτώσει
και δεν μπορούσα να το ακουμπήσω
κι ούτε μπορούσα να περπατήσω
Μέσα απ τα μαλλιά σου και τα γένια σου
ξεγλίστρησε το γαλανό του δειλινού
πως είχες έρθει στ όνειρό μου απ’ το πρωί
και με βοήθησε αυτό
σ’ ευχαριστώ
Ζωγράφισε μια ιστορία να κοιμηθώ
σου ζήτησα
Μου ‘δωσες ένα μυστικό τραγούδι
μα βάρυνε πολύ το στόμα μου
που το άνοιξα
Έπεσε κι έσπασε
Συγγνώμη
Ονειρεύτηκα το εξωτικό νησί
ένα πουλί με κόκκινα φτερά
έκοψε τον ορίζοντα
έσκισε τη ν κοιλιά μου
Έβηξες κι άλλαξες πλευρό
Ευτυχώς ξύπνησα
Άλλη μια νύχτα με όνειρα γλυκά
με περιμένει.
ΚΙΡΚΗ
Έχω στο κορμί μου κόμπους για αρθρώσεις
για να μπορώ να καλπάζω ελεύθερα
τα βράδια δεν κοιμάμαι πια
κάποτε ξαναστήνω λίγο λίγο
τα γυάλινα τείχη μου
Άλλαξα πορείες
αντάλλαξα γέλια φωνές
είμαι λευκή και φωτεινή
για να χύνομαι εύκολα σε ακτίνες
Δεν υπάρχουν κορμιά
που να μην κουράζονται
από ορμές κι επιθυμίες
Κοιμήθηκα πολλούς χειμώνες
κοιμόμουν και ξυπνούσα κλαίγοντας
έχω γαλανές φτερούγες
για να μπορώ να χάνομαι
πίσω απ’ τα σύννεφα
ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ
Εκείνους
που τα πουλιά τούς εγκατέλειψαν
κι έμειναν μόνοι
και σιωπηλοί
ξεκίνα μια βραδιά
με την καρδιά γεμάτη
να τους φιλέψεις
ένα γλυκό
Με μια γλυκιά ευχή
ένα γλυκό σου λόγο
με μια ζεστή καρδιά
κι ας είναι κρύα τα χέρια
δώσε τους κάτι ν’ αγαπούν
και μια μαγική σκούπα
και μάθε τους
το γέλιο και το κλάμα της ψυχής
και μάθε τους
ανέκδοτα κι αστεία
που θα ‘ναι ακόμα εκεί
κι όταν θα ‘χεις φύγει
για να παίξεις κι αλλού
με τη φλογέρα σου
ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ
Τι μουρμουρίζεις μεσ’ τη νύχτα
κλέφτη σκοτεινέ της λύπης
πώς είναι τα μάτια σου ανοιχτά
ως το μέτωπο
ξαφνικά, άνοιξαν σαν τον ήλιο
Νιώθω δυο χείμαρρους
στις πλαγιές του λαιμού σου,
ταξιδιώτη σκοτεινέ των αστεριών,
και τη σελήνη κομμάτια στα χείλη σου
θηρία που σωπαίνουν
περπατούν στις γωνιές του κορμιού σου
και φορείς αργά και τρέμοντας
σκοτεινή αστροθύελλα
προστατεύεις τα πουλιά
μεσ’ στις μασχάλες σου
κουρνιάζουν νυχτερίδες
στα γαλανά μαλλιά σου
πλανήτη σκοτεινέ της μοναξιάς
συνταξιδιώτη μου.
ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Το φεγγάρι κοιμήθηκε
στην αγκαλιά του χειμώνα
χρόνια με είχε κράτησε, απ το χέρι
μα εγώ μια νύχτα Θέλησα να δω
να ξημερώνει
Κοίταζα μέσα απ’ το παράθυρο
το φεγγάρι που έτρεχε πίσω απ’ τα σύννεφα
το πρόσωπο σου το σκαμμένο με κοιτούσε
τα μάτια ταυ είχαν βαθουλώσει από το κλάμα
Από τότε έχω χάσει
τ’ αστέρια τον ήλιο τη θάλασσα
τώρα ταξιδεύω μ’ ένα στρόβιλό
και με κρατά από το χέρι η βροχή
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ
Εγώ πνιγμένη στο κρασί
πάω για ύπνο
κλείνομαι, κλειδώνομαι
μην καταλάβουν
από που γυρνώ
Εγώ φτιαγμένη από γυαλί
ολοένα πέφτω
σφίγγομαι, δένομαι
μην ακούσω
τον τελευταίο κρότο.
ΚΑΤΑΔΥΣΗ
Ήτανε φωτεινό το καλοκαίρι στο βυθό
κατέβηκες μια νύχτα και μου είπες
μια ιστορία για τον ουρανό
Άφησε μια τσουλήθρα ο φυσητήρας σου
και χύθηκαν στις φλέβες μου
αστέρια και μελτέμια
Οι εισπνοές σου είναι μεγάλες και βαριές
είναι ο ήχος του γαλάζιου
το χαμόγελό σου δεν κουνιέται, δεν αλλάζει
είναι η σιωπή του παφλασμού
Μέσα στις φλέβες σου χορεύει το αίμα σου
μέσα στα μάτια σου κυλά η εικόνα μου
κι ας μονοπωλεί τον τρόπο που συντάσσομαι στο χώρο
τρόμος πουλιού που έχασε το δρόμο
Απόψε έμαθε ότι δεν έχω κάπου να πιαστώ
να φτάσω να χαράξω να κριθώ
απόψε είμαι κιβωτός με αστέρια και μελτέμια
που χρόνια άντεξα να κουβαλώ χωρίς να ξέρω.
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Θα ταξιδέψω αύριο
στα λιονταρίσια μάτια μου
όλα θα δείχνονται γυμνά
αλλά θα φεύγω
κυματίζοντας καλπάζοντας γελώντας
Στην κόκκινη στολή μου
τα τυρκουάζ φλουριά θα κουδουνίζουν
τα κοχύλια θ’ ακονίζουν τους ανέμους
κι η κουκούλα μου στην πλάτη
για να κραδαίνει η χαίτη μου τα σύννεφα.
Δεν θα δίνω πια χρησμούς
δε θα μιλώ για την αλήθεια
Θα έχω το όραμά σου πίσω
-ζεστό και ζωντανό, μα πίσω-
και μπροστά
το αμέτρητο το άχρωμο το κρύο
πιο ανοιχτό από άλλοτε
προκλητικά θα με ζητάει
κι εγώ θ’ αφρίζω θα δαγκώνω
και θα εκπυρσοκροτώ.
Αύριο θ’ αρχίσω απ’ το μηδέν
και δεν φοβάμαι
Το έχω ξανακάνει.
ΧΟΙΡΟΚΟΙΤΙΑ
Ονειρευόμουν
πως πετούσα
κι ας ήμουνα δεμένη με τη γη
Στο στενό σπίτι
τότε που δε μιλούσαμε
τότε που δεν μπορούσαμε
Όμως ζούσαμε
τόσο ανθρώπινα
με μόνη συντροφιά
τη λυγερή φωτιά που τρέκλιζε στη μέση
Το κοντινότερο μυστήριο
εσύ
ανώτερος απ’ αυτούς που θέλησες να φτάσεις
αν και είχες όπλα ταπεινά
τη βαριά σου αγάπη
μεσ’ στη βαριά σιγή
Μια νύχτα είπες να ρίξουμε
το φόβο στη φωτιά
και τις φτερούγες
τό κάνες δύσκολο για μένα να μισώ
κ; ενώ όλοι γύρω μάς κοιτούσαν
ξαφνιασμένοι
εμείς
αδιάφοροι μαζί
υπολογίζαμε
πόσο κρύα θα ‘ταν τ’ αστερία