.
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ (1941)
ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
I
Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι
Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι
Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.
II
Παιχνίδια τα νερά
Στα σκιερά περάσματα
Λένε με τα φιλιά τους την αυγή
Που αρχίζει
Ορίζοντας –
Και τ’ αγριοπερίστερα ήχο
Δονούνε στη σπηλιά τους
Ξύπνημα γαλανό μες στην πηγή
Της μέρας
Ήλιος –
Δίνει ο μαΐστρος το πανί
Στη θάλασσα
Τα χάδια των μαλλιών
Στην ξεγνοιασιά του ονείρου του
Δροσιά-
Κύμα στο φως
Ξαναγεννάει τα μάτια
Όπου η Ζωή αρμενίζει προς
Τ’ αγνάντεμα
Ζωή –
III
Φλοίσβος φιλί στη χαϊδεμένη του άμμο – Έρωτας
Τη γαλανή του ελευθερία ο γλάρος
Δίνει στον ορίζοντα
Κύματα φεύγουν έρχονται
Αφρισμένη απόκριση στ’ αυτιά των κοχυλιών
Ποιος πήρε την ολόξανθη και την ηλιοκαμένη;
Ο μπάτης με το διάφανό του φύσημα
Γέρνει πανί του ονείρου
Μακριά
Έρωτας την υπόσχεσή του μουρμουρίζει – Φλοίσβος
.
ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (1943)
ΕΤΣΙ ΣΥΧΝΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΠΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
ΜΠΕΡΔΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑ
ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ.
ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ
Ι
Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου
Στον μυχό της ψυχής μου αράζει στόλος άστρων.
Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί
Αεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεται
Ν’ αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά του βράχια
Τα δυο μάτια μου αγκαλιά σε πλέουνε με το άστρο
Της σωστής μου καρδιάς: Δεν ξέρω πια τη νύχτα.
Δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ’ αρνιέται
Καθαρά διαβάζω τα όστρακα τα φύλλα τ’ άστρα
Η έχτρα μου είναι περιττή στους δρόμους τ’ ουρανού
Εξόν κι αν είναι τ’ όνειρο που με ξανακοιτάζει
Με δάκρυα να διαβαίνω της αθανασίας τη θάλασσα
Έσπερε κάτω απ’ την καμπύλη της χρυσής φωτιάς σου
Τη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω πια.
II
ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή
Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες
Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος
Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους
Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγά
Και πλάι απ’ το νερό που στάζει συλλαβίζοντας
Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο!
Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές
Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα
Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ’ αυτιά του
Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του
Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης
Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα
Σταλμένο απ’ τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε:
Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο
Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι
Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς
Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς
Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο
Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες
Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!
Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια
Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά
Που μελανιάζει στα βαθιά μ’ αγριεμένα κύματα
Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών
Όμως και πίσω απ’ όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια
Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου
Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος
Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός.
III
Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ’ έπλασες
Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές
Ανάμεσ’ από των γιαλών τα καλωσόρισες
Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο
Άπλωσε μια πρασιά στοργής
Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του
Ν’ ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες
Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι
Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος
Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη
Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.
Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου την αχτίδα
Που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά
Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα
Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε
Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.
Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη
Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή
Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος
Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα
Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.
.
ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ (1945)
6
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του,
Η αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Να βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!…
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του – γιαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στώμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν;
Ήταν γενναίο παιδί!
13
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο –
Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Ενώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Τότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Και πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Και κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μίλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
– Κι έπνιγ’ η βαρυσυννεφιά τα βουρκωμένα στήθη –
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου
Ύστερα, δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Τόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!
.
ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (1959)
Η ΓΕΝΕΣΙΣ
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Και η ώρα η πρώτη
που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου
Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί
Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η θάλασσα
γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες
κάτω απ’ τις χαρουπιές και τους μεγάλους όρθιους φοίνικες
Εκεί μόνος αντίκρισα
τον κόσμο
κλαίγοντας γοερά
Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα
Είδα τότε θυμάμαι
τις τρεις Μαύρες Γυναίκες
να σηκώνουν τα χέρια κατά την Ανατολή
Χρυσωμένη τη ράχη τους και το νέφος που άφηναν
λίγο λίγο σβήνοντας
δεξιά Και φυτά σχημάτων άλλων
Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα μου
πολυάχτιδος όλος που καλούσε Και
αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ’ τον ουρανό
Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε
πάνω απ’ το λίκνο μου
ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν
τη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων:
«Εντολή σου» είπε «αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε
και πολέμησε» είπε
«Ο καθείς και τα όπλα του» είπε
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
νέος δόκιμος Θεός για να πλάσει μαζί αλγηδόνα κι ευφροσύνη.
Πρώτα σύρθηκαν με δύναμη
και ψηλά πάνω από τα μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας
οι Εφτά Μπαλτάδες
καταπώς η Καταιγίδα
στο σημείο μηδέν όπου ευωδιάζει
απαρχής πάλι ένα πουλί
καθαρό παλιννοστούσε το αίμα
και τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου
Τόσο εύλογο το Ακατανόητο
Ύστερα και οι άνεμοι όλοι της φαμίλιας μου έφτασαν
τ’ αγόρια με τα φουσκωμένα μάγουλα
και τις πράσινες πλατιές ουρές όμοια Γοργόνες
και άλλοι γέροντες γνώριμοι παλαιοί
οστρακόδερμοι γενειοφόροι
Και το νέφος εχώρισαν στα δύο Και αυτό πάλι στα τέσσερα
και το λίγο που απόμεινε φύσηξαν και ξαπόστειλαν στο Βορρά
Με πλατύ πάτησε πόδι στα νερά και αγέρωχος ο μέγας Κούλες
Η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε
ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη
ΑΥΤΟΣ ο πρώτος ύμνος.
ΤΑ ΠΑΘΗ
Ζ’
Ήρθαν
ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν
τον Σοφό, τον Οικιστή και τον Γεωμέτρη
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών
την πάσα Υποταγή και Δύναμη
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν’ αρχινίσει παιχνίδι•
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμέλιωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς κι επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.
Ούτε καν ένα χνάρι Θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε•
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.
Έφτασαν
ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΚΤΟ
ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ
Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα
στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γω-
νιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεν-
νήσει ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα
πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και
το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.
Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβου-
νε τα όνειρα εκδίκηση. Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιη-
τή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και
στο ξινόχορτο.
-Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων
και Στρατηγών.
-Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των
δικών τους πτωμάτων.
-Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.
…
ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κάμα που κλωσάει
στο γιοφύρι από κάτω τα ωραία κοτρόνια
τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα
ένα πέλαγος βράζοντας και δίχως τέλος
Οι δεκάξι νομάτοι που τραβούν την τράτα
ο ακάθιστος γλάρος ο αργοπλεύστης
οι φωνές οι αδέσποτες της ερημίας
ενός ίσκιου το πέρασμα μέσα στον τοίχο
ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο
τα νησιά με το σπόνδυλο κάποιανου Δία
τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες
τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια
Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα-φλόκο
Στον γαρμπή τ’ αρμενίζοντας πόντζα – λαμπάντα
έως όλο το μάκρος τους τ’ αφρισμένα
με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια
Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος
η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη
η Κως, η Ίος, η Σίκινος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι
αντικρύ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει
σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι
με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι
Το πορώδες και άσπρο μεσημέρι
ένα πούπουλο ύπνου που ανεβαίνει
το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες
και το κόκκινο άλογο που δραπετεύει
Του κορμού του αρχαίου του δέντρου η Ήρα
ο δαφνώνας ο απέραντος ο φωτοφάγος
ένα σπίτι σαν άγκυρα κάτω στο βάθος
η Κυρα-Πηνελόπη με την ηλακάτη
Της αντίπερα όχθης των πουλιών ο βόσπορος
ένα κίτρο απ’ όπου ο ουρανός εχύθηκε
η γλαυκή ακοή μισή κάτω απ’ το πέλαγος
μακροσύσκιοι ψίθυροι νυμφών και σφένταμων
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη
των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης
ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ’ αλώνια
ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε:
ΧΑΙΡΕ η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή
Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί
Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται
Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται
Χαίρε του Παραδείσου των βυθών η Αγρία
Χαίρε της ερημιάς των νησιών η Αγία
Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή
Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη
Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο
Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας τον δαίμονα
Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων
Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου
Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή
Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική
.
ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ (1960)
Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ
Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά
τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, σ’ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα’ φτανε
να πικράνει τον αέρα του Άδη
(Το’ να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’αρπαχτεί απ’ το μέλλον,
τ’ άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι
Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου
αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κά-
λυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες
στο διάστημα.
Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα
Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται,
μέσα στη μελανάδα τ’ ουρανού
Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό
τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το
έρεβος…
Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί
Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη και ανα-
στραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέ-
σα τους τον Δήμιο
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!
Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή του Πό-
λου κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματα τους.
Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ’ ανοιχτά για πάντα, κει
που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευφρανθούν τον
πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα.
.
ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ (1971)
Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ
Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μες στη θάλασσα έμαθα
γραφή και ανάγνωση
Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις γενιές απανωτές
όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο
Να κοιτάζω Και μπροστά πάλι το ίδιο:
Το βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο Ελένη με το
πλάι επάνω στον ασβέστη
Να γεμίζει κρασί της Παναγίας το μισό το σώμα της φευγάτο κιό-
λας στην Ασία την αντικρινή
Και το κέντημα όλο μετατοπισμένο μες στον ουρανό με τα διχα-
λωτά πουλιά τα κιτρινάκια και τους ήλιους.
ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ
Ι
Ζούσε ακόμη μ’ ένα λαχούρι σκοτεινό στους ώμους η μητέρα μου
όταν πρώτη φορά μου πέρασε απ’ το νου να βρω ένα τέλος μες στην
ευτυχία
Με τραβούσε ο θάνατος όπως η λάμψη η δυνατή όπου δε βλέπεις
τίποτε άλλο Και δεν ήθελα να ξέρω δεν ήθελα να μάθω τι τον έκα-
νε η ψυχή τον κόσμο
Κάποτε ο γάτος που μου ανέβαινε στον ώμο στύλωνε πέρα τα
χρυσά του μάτια κι ήταν τότε που ένιωθα μιαν αντιφεγγιά να μου
‘ρχεται απ’ αντίκρυ σαν αγιάτρευτη όπως λένε νοσταλγία
Κι άλλες πάλι φορές που ακούγονταν από την κάτω σάλα το μάθη-
μα του πιάνου με το μέτωπο στο τζάμι κοίταζα μακριά πάνω
απ’ τους σωρούς τα ξύλα μια ψιχάλα κάτασπρα πουλιά να σπάει στο
μόλο και να γίνεται αχνή
Άγνωστο πως συζούσε μέσα μου ο αδικημένος αλλά ίσως
Να μου ‘χε ακούσει σε μια μακρινή πρωτομαγιά ο αέρας το παράπο-
νο επειδή να: μία ή δύο φορές το Τέλειο φάνηκε στα μάτια μου
κι υστέρα πάλι τίποτε
Ίδια πουλί πριν του προλάβεις τη λαλιά που πάει το πήρε ο ήλιος
μες στα κόκκινα και βασιλεύει.
ΔΩΡΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ
Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά και πως η γλώσσα που μιλώ δεν
έχει αλφάβητο
Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την
αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας
Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκι-
κες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστή-
σεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο
Σ’ ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου πάντοτε
Όπως γίνεται για τις συμφορές
Όμως ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι που μπορεί να
‘ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε παιδιά και ότι αυτός που
χάνει
Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους άλλους και να
δώσει μιαν αλήθεια
Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα
μικρό
Δώρο ασημένιο ποίημα.
.
Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ (1971)
Ο ΗΛΙΟΣ
Ε σεις στεριές και θάλασσες
τ’ αμπέλια κι οι χρυσές ελιές
ακούτε τα χαμπέρια μου
μέσα στα μεσημέρια μου
«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»
Από τη μέση του εγκρεμού
στη μέση του άλλου πελάγου
κόκκινα κίτρινα σπαρτά
νερά πράσινα κι άπατα
«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»
Με τα μικρά χαμίνια του
καβάλα στα δελφίνια του
με τις κοπέλες τις γυμνές
που καίγονται στις αμμουδιές
με τους λοξάτους πετεινούς
και με τα κουκουρίκου τους!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Εμείς ψωμί δεν έχουμε
και τέτοια δεν κατέχουμε
Χρόνους πολλούς μας πολεμάν
κι ανάσα δεν επήραμαν.
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Φύγανε τα πουλιά γι’ αλλού
μα εγώ στο κύμα του γιαλού
θεμέλιωσα το σπιτικό
να τ’ αποσώσω δεν μπορώ.
ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ
Τέσσερις μήνες χτίζουμε
και τους οχτώ γκρεμίζουμε
και κάθε γινωμένη ελιά
στοιχίζει και μια φαμελιά.
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Όνειρο πόκανα κρυφά
για τα παιδιά π’ ανάθρεφα
Ποιος το ‘λεγε πως θε να μου
τα στείλουνε του σκοτωμού.
ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ
Άλλος εβγήκε απ’ τα βουνά
κι άλλος απ’ τα πλεούμενα
με το πουκάμισο χακί
κατάρα οι ξένοι κι οι εδικοί.
…
Ο ΗΛΙΟΣ
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ωσάν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά
Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται
Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά
Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους
Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί
Να λείψουν απ’ τη μέση τους δοξολογεί.
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να ‘ν’ ήμερος να ‘ναι άκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση
κι όπου φωλιάσει και σταθεί
κανείς να μην του φτάνει εκεί
Μα ‘ρθαν αλλιώς τα πράματα
τονε ξυπνάν χαράματα
τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος
του τρώνε και το λίγο βίος
κι από το στόμα την μπουκιά
πάνω στην ώρα τη γλυκιά
του τηνε παίρνουνε κι αυτή
Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί
γι’ αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ»
Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί
γι’ αυτούς δεν έχει χόρταση.
.
ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ (1971)
V
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι να ‘ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να ‘ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό
Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι
Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ’ όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ’ άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης
Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια
Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.
VI
Έχω δει πολλά και η γη μέσ’ απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
της θάλασσας
Έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να ‘χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί
Και να παίζει με τ’ άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ’ ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
τον Παράδεισο!
VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
.
.
ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (1972)
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ
Η ΠΟΔΗΛΑΤΙΣΣΑ
Το δρόμο πλάι στη θάλασσα περπάτησα
που’ κανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα
Βρήκα τα φρούτα που ‘χε το πανέρι της
το δαχτυλίδι που ‘πεσε απ’ το χέρι της
Βρήκα το κουδουνάκι και το σάλι της
τις ρόδες το τιμόνι το πεντάλι της
Βρήκα τη ζώνη της βρήκα σε μιαν άκρη
μια πέτρα διάφανη που ‘μοιαζε με δάκρυ
Τα μάζεψα ένα ένα και τα κράτησα
κι έλεγα που ‘ναι που ‘ναι η ποδηλάτισσα
Την είδα να περνά πάνω απ’ τα κύματα
την άλλη μέρα πάνω από τα μνήματα
Την τρίτη νύχτωσ’ έχασα τ’ αχνάρια της
στους ουρανούς άναψαν τα φανάρια της.
Η ΤΕΛΕΤΗ
Σύννεφο σύννεφο που πάς
είδα και πέρασε παπάς
Δίχως το καλημαύχι του
κι είχε σταυρό στη ράχη του
Τις ξέρω αυτές τις μυρωδιές
τα γιούλια και τις πασχαλιές
Τις ρόδες που ακουστήκανε
κι οι ξώπορτες κλειστήκανε
Συννέφιασε συννέφιασε
κι έτσι ο Θεός μας έφιασε
Στους έρωτες και στους καιρούς
ν’ αφήνουμε μικρούς σταυρούς.
ΤΟ ΚΟΧΥΛΙ
Έπεσα για να κολυμπήσω
κι άφησα την καρδιά μου πίσω
Άφησα την καρδιά μου χάμω
σαν το κοχύλι μες στην άμμο
Πέρασαν όλες οι κοπέλες
με τα μαγιό και τις ομπρέλες
Ύστερα πέρασαν οι φίλοι
κανείς δε βρήκε το κοχύλι
Χρόνους και χρόνους κολυμπάω
που να ‘ν’ η αγάπη για να πάω
Έφαγε η θάλασσα το βράχο
κι έμεινε το νησί μονάχο.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ
Από τον πάνω δρόμο πάω και κοιτώ
που ‘ναι το μαύρο σπίτι το ακατοίκητο
Κι αν είναι η νύχτα σκοτεινή
μες στον αέρα πιάνω
Μια κοριτσίστικη φωνή
κι ένα σκοπό στο πιάνο
Μαρία και Βασιλική
χλωμή σαν Παναγίτσα
Με την νταντέλα τη λευκή
και τη χρυσή καρφίτσα
Φύσα Νοτιά μου κι άδικα λυπήθηκα
σ’ άλλους καιρούς μπορεί και ν’ αγαπήθηκα.
ΣΤΗΝ ΞΥΛΙΝΗ ΠΑΡΑΓΚΑ
Φθινόπωρο και πάλι μου γυρίζει ο νους
στην ξύλινη παράγκα με τους αίλανθους
Στον Φίλιπ και στην Άννα και στην Αιρήν
που ‘ρχονταν κάθε χρόνο απ’ το Αμπερντήν
Κορίτσι κοριτσάκι που για χάρη του
είχε τσακίσει ο ήλιος το κοντάρι του
Το σήκωσε το πήγε πάνω απ’ τα βουνά
κρατούσε ένα ματσάκι από κυκλάμινα
Έγινε κάτι λάθος μες στα ριζικά
στους ουρανούς δεν ήξεραν εγγλέζικα
Χτύπησε μια μικρή καμπάνα ντιν ντιν ντιν
στην ξύλινη παράγκα και στο Αμπερντήν.
ΣΟΥ ΤΟ ‘ΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Σου το ‘πα για τα σύννεφα
σου το ‘πα για τα μάτια τα κλαμένα
για τα σημάδια που άφησαν τα χέρια μας
πάνω στα τραπεζάκια τα βρεμένα
Στα φανερά και στα κρυφά
σου το ‘πα για τα σύννεφα
Για σένα και για μένα
Σου το ‘πα με τα κύματα
σου το ‘πα με τη σκοτεινή ρουφήχτρα
με το σκυλί και με το κλεφτοφάναρο
με τον καφέ και με τη χαρτορίχτρα
Ψιθυριστά και φωναχτά
σου το ‘πα με τα κύματα
Σου το ‘πα μες στη νύχτα
Σου το ‘πα τα μεσάνυχτα
σου το ‘πα τη στιγμή που δε μιλούσες
που με το νου μου λίγο μόνο σ’ άγγιζα
κι άναβε το φουστάνι που φορούσες
Από κοντά κι από μακριά
σου το ‘πα τα μεσάνυχτα
Με τ’ άστρα που κοιτούσες.
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ
Πέτρες επήρα και κλαδιά
τα φύτεψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
το λόγο δεν αθέτησα
Με τον καιρό με τον καιρό
έγινε αλήθεια τ’ όνειρο
Οι πέτρες μεγαλώσανε
και τα κλαδιά φυτρώσανε
Τα κυπαρίσσια τα κελιά
σου τα ‘κανα παραγγελιά
Τις πόρτες τις αμπάρες σου
και τις οχτώ καμάρες σου
Στο μέρος το πιο δροσερό
έστησα το καμπαναριό
Και κύματα και κύματα
γύρω σου τ’ άσπρα μνήματα
Έλα Κυρά και Παναγιά
με τ’ αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
στον Ήλιο και στο Θάνατο.
Ο ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ
ΤΥΧΗ
Λάμπει τ’ ασημί του σπάρου
μες στο μάρμαρο της Πάρου
Στου μεσημεριού το φως
το τραγούδι της Σαπφώς
Λάμπει λάμπει κι η χαρά μου
μες στην άσπρη κάμαρα μου
Κωπηλάτες του θανάτου
να ‘χει Ελλάδες κι εκεί κάτου;
Να με πάτε να με πάτε
σαν νησάκι που κοιμάται
Και βουές γεμίζει μόνον
στους αιώνες των αιώνων.
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά
Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένανε ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε
απ’ την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν’ ανάψουμε
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.
ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
1. Αρχή του κόσμου πράσινη
κι αγάπη μου θαλασσινή
Την κλωστή σου λίγο λίγο
τραγουδώ και ξετυλίγω
2. Διαβάζω μέσα στο νερό
το άλφα το βήτα και το ρω
Τα δυο γυμνά σου πόδια
τους κήπους με τα ρόδια
3. Σ’ έκανα πουκάμισό μου
σε φορώ και περπατάω
Με το σώμα το μισό μου
στο δικό σου που κρατάω
4. Σου ‘χτισα μια Σαντορίνη
με καμάρες και πορτιά
Να γυρνάς σαν το λυθρίνι
μες στη δροσερή φωτιά
5. Θα κλείσω μια θα κλείσω δυο
την απαλάμη των χαδιώ
Θα κλείσω δυο θα κλείσω τρεις
την Τύχη κι άμε να τη βρεις
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΠΡΕΧΤ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
Μια φορά κι έναν καιρό
ζούσ’ ένα παιδί καλό
που το πότιζαν φαρμάκι
κι είχε μείνει τ’ ορφανό
δίχως φαΐ δίχως νεράκι
Παιδί παιδάκι της οχιάς
παιδί παιδάκι μου καρτέρα
κάποτε θα ‘ρθει θα ‘ρθει η μέρα
όπου θα πιεις όπου θα φας
όπου θα βρεις άλλη μητέρα.
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ
Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν
για πόλεμο στο μακρινό το Ιράν
Μα ο πρώτος από πόλεμο δεν κάτεχε
ο δεύτερος στις κακουχίες δεν άντεχε
ο τρίτος ήταν υποκείμενο γελοίο
κι ο τέταρτος φοβότανε το κρύο
Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν
αλλά δε φτάνουνε ποτέ στο Ιράν.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΡΚΑ
ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΙΝΕΜΕΝΗΣ
Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι
χορεύει κι έρχεται με χάρη
μέσ’ από δάφνες και μυρτιές
κι από το φως ασημωμένη
μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη
Ως τη θωρεί πετιέται ορθός
ο Άνεμος ο ακοίμιστος
άντρας ο άτιμος κοιτάει
γλείφεται γλώσσες τις εννιά
κι απέ γλυκά της τραγουδάει:
-Μικρούλα μου άσε να σηκώσω
το φουστανάκι σου να ιδώ
άσε με λίγο να σ’ αγγίξω
και της κοιλίτσας σου ν’ ανοίξω
το ρόδο το γαλαζωπό
Πετάει το ντέφι τρομαγμένη
και τρέχει τρέχει η Παινεμένη
ξοπίσω της ακολουθεί
Άνεμος άντρας που κρατεί
μια σπάθα σπάθα αστραφτερή
Αχού το κύμα πως στενάζει
ο ελιώνας αχού πως χλωμιάζει
παίζει των ίσκιων η φλογέρα
μέσα στο σκοτεινόν αέρα:
-Τρέχα τρέχα Παινεμένη
τι όπου να ‘ναι σε προφταίνει
ο Άνεμος χιμάει να
γλείφεται γλώσσες τις εννιά
Βρίσκει ένα σπίτι η Παινεμένη
χώνεται μέσα τρομαγμένη
της δίνουνε κάτι να πιει
κι εκείνη λέει κι ανιστορεί
Ενώ απ’ τη λύσσα του θηρίο
γυρνάει ο Άνεμος στο κρύο
δέρνει το σπίτι και το ζώνει
τα κεραμίδια του δαγκώνει.
Η ΚΥΡΑ Η ΠΑΝΤΕΡΜΗ
Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που απ’ τα σκοτεινά
η Κυρά η Παντέρμη ροβολά
Μαύρη μαυρίλα είν’ η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ’ αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια
-Παντέρμη τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;
-Κι αν είναι κάτι να ζητώ
πε μου σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητάω κείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε
-Παντέρμη πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;
-Ποιος ο καημός μου; Μαύρη πίσσα
‘γίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί
-Παντέρμη λούσε το κορμί σου
λούσ’ το χελιδονονερό
κι άσε Κυρά μου την ψυχή σου
ασ’ τηνε να ‘βρει αναπαμό
Άχου τσιγγάνικες ψυχές
όλο κρυφές νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.
.
ΤΑ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ (1974)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
Θ’ ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός
Μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις
Μέσ’ απ’ τα δέντρα που σε γνώριζαν και που γι’ αυτό
Τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος
Εμάς τους γύφτους άσε μας
Τους «οικούντας εν τοις κοίλοις»
Τι δε νογάμε από γιορτή
Και τα πουλιά δε βάνουμε προσάναμ-
Μα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει
Δώθε από τη φθορά πλέκουμε τους κισσούς
Μακριά σου πιο κι απ’ το Α του Κενταύρου
«Ως έν τινι φρουρά εσμέν»
Μαργωμένοι μες στο χρόνο
Κι από τραγούδι αμάθητοι
Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης αλλ’
Ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα
Τόλμησες. Κι οι ποιμένες σ’ είδανε της Πρεμετής
Μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος
Τι κι αν ο κόσμος μάταιος
Έχεις μιλήσει ελληνικά
Ως «εις τον έπειτα χρόνον»
Κι από την ομιλία σου ακόμη
Βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι
Και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά σε
Μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου.
1955
ΜΙΚΡΟΝ ΑΝΑΛΟΓΟΝ
ΓΙΑ ΤΟΝ Ν. ΧΑΤΖΗΚΥΡ1ΑΚΟ-ΓΚΙΚΑ
Τόσο μόνον
Όσο χρειάζεται για να λειάνει ένα χαλίκι ο ρόχθος
Ή ν’ αποτυπωθεί χαράματα το ψύχος τ’ ουρανού
Στο δέρμα ενός μενεξεδένιου σύκου
Κι εκεί
Μακριά στην πούντα του Καιρού
Όπου μαίνεται από τη νοτιά το μαύρο ερημονήσι
Τόσο μόνον κι εκεί: ευδοκιμεί το Αόρατο!
Αλλ’ εμείς το χτίζουμε άλλ’ εμείς το κηπεύουμε
Αλλ’ εμείς νύχτα μέρα το ιστορούμε
Και συχνά την ώρα που απ’ τη λέπρα της ηπείρου
Ξεχωρίζει ανεβαίνοντας
Θεομητορική
Γη με το φρύδι δριμύ και την άκανθα του ήλιου
Σαν σε όνειρο μέσα πάλι εμείς του προσφέρουμε
Ποιος το λίθο ποιος τη δρόσο ποιος το ουράνιο κονίαμα
Ω γαιώδη άνθρωπε
Ιδές που ο τοκετός της νύχτας έφερε
Κυανό και κιννάβαρι πορφύρα και ώχρα
Στείλε το βλέμμα σου ψηλά καθώς μια σκέψη οξεία
Να διασχίσει το εμπόλεμο στερέωμα
Και πες εμείς οι ασύμμετροι πως είμαστε
Τ’ αχνάρια που άφησαν -και που ακολούθησες-
Η άγρια μέλισσα κι ο αμνός ο πενθοφόρος.
1958
MOZART : ROMANCE
ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΠΙΑΝΟ ΑΡ. 20, KV 466
Όμορφη λυπητερή ζωή
Πιάνο μακρινό υποχθόνιο
Το κεφάλι μου ακουμπάει στον Πόλο
Και τα χόρτα με κυριεύουν
Γάγγη κρυφέ της νύχτας πού με παίρνεις;
Από μαύρους καπνούς βλέπω δορκάδες
Μες στο ασήμι να τρέχουν να τρέχουν
Και δε ζω και δεν έχω πεθάνει
Ούτε ο έρωτας ούτε κι η δόξα
Ούτε τ’ όνειρο ούτε δεν ήταν
Με το πλάι κοιμούμαι κοιμούμαι
Κι ακούω τις μηχανές της γης που ταξιδεύει.
1960
ΕΛΥΤΟΝΗΣΟΣ
ΚΟΙΝΩΣ ΕΛΥΤΟΝΗΣΙ
Φέγγαν οι αλατόπετρες και στη μεγάλη
Αλαλησιά του μεσημεριανού πελάγου τίποτα. Μόνον δώσ’ του
ο άνεμος
Δώσ’ του με το ράντιστρο. Και δύο ή τρία πουλιά
Δυνατά κι ελεύθερα σαν ευτυχίες.
Έτσι για να ‘χω ζήσει αντίθετα
Στα ερχόμενα και να μην έχω
Λάβει τίποτα ευτυχώς
Παρεχτός από τα χέρια μου όλα
Τώρα πάλι ακουγόμουν
Καταμόνας όπως ο ασκητής
Προτού ανεβεί απ’ τα σπλάχνα του μια Νέα Καμένη
Δεξιά βουτούσε ο βράχος κι από τ’ άλλο μέρος υψω-
Νε κεφάλι να παλέψει ο αγρίμης
Μπουρμπούλες νερό στα φαγωμένα πόδια του όλο και τρίφτανε άχνη
Σπούσε πέτρες ο ήλιος και ψηλά κρώζαν οι άγγελοι
Χιλιετηρίδες υστέρα
Που το νερό αναπήδησε
Να γίνει κατοικήσιμη ως και η πίκρα
Φαίνονται ακόμα κοίτα
Χαμηλά βουνά ξωκλήσια φάροι
Περασμένα τωρινά μου
Από το μέρος το άγνωστο. Και τώρα;
Στρίβοντας τ’ ακρωτήρι σειρές κατεβατές
Τ’ αμπέλια μ’ ένα γαλαξία πρασίνων του παλιού καιρού. Και πάσπαλη
Φερμένη απ’ τις λευκές Μαρίες των κυμάτων
Διακόσια μέτρα φάρδος ολοένα Παράδεισος
Πώς να ‘ναι τώρα οι άνθρωποι; Άραγες
Να φοβούνται ακόμη; Στους αγρούς τους γερτούς
Να ελπίζουνε άλλον ουρανό;
Κερασιές να υπάρχουνε;
Και ποιά τώρα να κάνει
Στον ασβέστη επάνω με τις ζωγραφιές
Αγία το θαύμα της;
Το Θεό τον έπιανες μες στον αέρα
Μύριζε μέλισσα και χθεσινή βροχή βουνού
Μια στιγμή τραγουδώντας από δίπλα σου περνούσε κείνη που είχες δει
Στον κήπο με τις αυταπάτες και όμως ούτε που άγγιζες
Αλλού. Είναι αλλού
Που το θαύμα το αέναο γίνεται
Πάνω από το Μεγάλο Κάστρο
Το χέρι αυτό που θα γυρίσει
Στους καιρούς πίσω τ’ άχρηστα
Θ’ ανοίξει σαν ηλίανθος
Και δρομείς με την ελληνική λαλιά θα παν το μήνυμα
Οργιές από του λόφου τα ύψη αχούσαν τα ερημόνησα
Μακριά στα βάθη σαν βαρύ θηρίο η Ασία κοιμόταν
Ένα κορίτσι μόλις κομμένο απ’ τη βερβένα
Σάλευε στ’ αεράκι και το πόδι του έλαμπε
Όπως οι λέξεις όταν κάνει αιθρία
Μία στην άλλη δίνονται
Νιωσμένο φανερώνεται
Το κορίτσι που κρατεί ένα κάνιστρο
Γεμάτο μ’ αχινούς και βιολέτες θαλάσσης
Λες: είναι αυτές οι αγάπες σου
Μ’ ευωδιά και μ’ αγκάθι
Παλεμένο στ’ άγρια το πυργί των δώδεκα μηνών γυρνούσε
Στους καιρούς κόντρα κι άκουγες τα ευ των δέντρων να ευστοχούν
Περαστικός ένας μικρός Ιούλιος μοίραζε
Τους Νόμους: ο καθείς και η λυγαριά του διαλαλούσε
Κι η μέρα που απελπίστηκες
Επιστρεμμένη σαν ηχώ άλλ’ απέραντη
Και οι λύπες οι μικρές
Με το κρυφό τους κόκκινο λουλούδι
Σκιές τρεμάμενες άπιαστα φυλλώματα
Των ουρανών επάνω στο νερό
Που ο νους μόνον εγγίζει
Σήμαιναν οι καμπάνες της Αγίας Παρασκευής ανήμερα
Και κομμάτια κομμάτια τα τετράγωνα μεγάλα σπίτια
Τα ‘παιρνε το μπουγάζι. Τρεις ώρες πιο ψηλά
Μ’ ανοιχτό πανί τα καΐκια ρυμουλκούσαν τις στέγες
Και ας μην ένιωσε ποτέ κανείς
Του μέλλοντος αρχαιολόγος
Και των επουρανίων
Πόσα δάκρυα χύθηκαν. Όμως μάταια όχι.
Επειδή τα δάκρυα είναι κι αυτά
Πατρίδα που δε χάνεται
Κει που γυάλισαν κάποτε υστέρα η αλήθεια ήρθε.
1971
.
ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (1978)
ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ
Τώρα θα τεντώσω τ’ ανοιχτά μου μπράτσα
και στα ρεύματα μέσα που θα σχηματίσω
δίχως να σιμώσεις θα φανείς
Ίρις Μαρία Νεφέλη
πράσινη στα μεγάλα καταστήματα των νεωτερισμών
μενεξεδιά στα υπόγεια καφενεία
κόκκινη στις κηδείες των φτωχών
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Αλλού είναι ο θάνατος.
Κεραυνός οιακίζει.
Εσείς άνθρωποι θα χαθείτε
το χτένι μες στο χέρι σας θ’ ακινητήσει ένα πρωί στον αέρα
κι ο καθρέφτης θα δείξει την υποδόρια υφή
των ιστών όπου ο χρόνος
όπως έντομο σε απελπισία παγιδεύτηκε.
Αλλού είναι ο θάνατος.
Μη μ’ αφήνετε να τρέξω γιατί θα χαθώ.
Δεν μου δόθηκε η χάρη να κλάψω αλλά φοβάμαι.
Δεν έχω συγγενείς
απ’ όλη μου τη ζωή
προσπάθησα να φτιάξω μια πετρώδη νεότητα.
Γέμισα τον έρωτα σταυρούς.
Η Λύπη ομορφαίνει
επειδή της μοιάζουμε.
Και ο Αντιφωνητής:
και γαλάζια στον ύπνο των νηπίων·
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με το νυχτικό στον άνεμο
ιπταμένη και αποκοιμισμένη
σαν σε πίνακα της Leonora Finni
χρυσαλλίδα του ύπνου μου.
Tra un fioro colto e l’ altro donato
l’ imesprimibile nulla.
Είσαι ωραία σαν φυσικό φαινόμενο
σ’ ό,τι μέσα σου οδηγεί στο χέλι και στον αγριόγατο·
είσαι η νεροποντή μέσα στις πολυκατοικίες
η θεόπεμπτη διακοπή του ρεύματος·
η αστρολογία θα προσέξει το κρεβάτι σου
και θα στηρίξει τα προγνωστικά της στην απελπισία σου·
είσαι ωραία σαν απελπισία
σαν τη ζωγραφική που απεχθάνονται οι αστοί
και θα την αγοράσουν μεθαύριο με δισεκατομμύρια
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με τη γοητεία του πισινού σου όταν
καθίζει ξάφνου ανύποπτα πάνω σ’ ένα ξυράφι.
Ο τρομοκράτης
είναι ο άξεστος των θαυμάτων.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Πρώτη φορά σ’ ενός νησιού τα χώματα
δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα
βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα
τα «ζόρικα» που λεν αμέσως τα ‘νιωσα.
Μήνες εννέα πριν την πρώτη μέρα μου
δούλευα για το σπέρμα του πατέρα μου
και πεντακόσιους τρεις κατά συνέχεια
μετά – για την ψευτιά και την ανέχεια.
Δύσκολο δύσκολο της γης το πέρασμα
και να μη βγαίνει καν ένα συμπέρασμα.
Μέσα στον εαυτό μου τόσο κρύφθηκα
που μήτε ο ίδιος δεν τον αντελήφθηκα.
Ώσπου μια μέρα το ‘φερε η περίσταση
κι αγάπησα χωρίς καμιάν αντίσταση
αλλά και στην προσπάθεια την ελάσσονα
πάντοτε βρε παιδιά μου τα θαλάσσωνα
πρώτον διότι κυνηγούσα το Άπιαστο
και δεύτερον γιατ’ ήμουν είδος Άμοιαστο.
Εφ’ ω και αφού την τύχη μου σιχτίρισα
πίσω στον εαυτό μου ξαναγύρισα.
Η ΙΣΟΒΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου
άνθρωπε· δώσε της διάρκεια· μπορείς!
Από τη μυρωδιά του χόρτου από την πύρα του ήλιου
πάνω στον ασβέστη από το ατέρμονο φιλί
να βγάλεις έναν αιώνα·
με θόλο για την ομορφιά
και την αντήχηση όπου
σου φέρνουν οι άγγελοι μες στο πανέρι
τη δρόσο από τους κόπους σου όλο φρούτα στρογγυλά
και κόκκινα·
τη στενοχώρια σου
γεμάτη πλήκτρα που χτυπούν μεταλλικά στον άνεμο
ή σωλήνες ορθούς που τους φυσάς καθώς αρμόνιο
και βλέπεις να συνάζονται τα δέντρα σου όλα
δάφνες και λεύκες οι μικρές και μεγάλες
Μαρίες που κανείς πάρεξ εσύ δεν άγγιξες·
.
ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ (1982)
Ο ΚΗΠΟΣ ΒΛΕΠΕΙ
2. Τι θα γίνει λοιπόν όταν
κάποτε λήξουν οι κοινωνικοί αγώνες όταν οι εφευρέσεις
αυτοαχρηστευθούν τα αιτήματα όλα ικανοποιηθούν
κενό
που μέσα του θα πέσουν (και καλώς να πέσουν)
όσοι γυρίζουν τον τροχό για τον Τροχό
θάμβος
οι άλλοι εμείς
θ’ αρχινίσουμε να ζούμε μυημένοι στα σανσκριτικά του σώματος
ουσιαστικά και μεταφορικά μιλώντας
όπως θέλω να πω ζωγράφιζεν ο Piero
della Francesca ή κατουρούσε o Arthrur Rimbaud
πάντοτε με τη συγκατάθεση των ηλιοτροπίων
(να μωρέ Ποίηση)
αλλά τότε ακόμα υπήρχανε
τριανταφυλλιές με σημασία θρησκευτική
αλληλούια
η Κυρία των Αγγέλων
με χρυσό αλεξίπτωτο
κατέβαινε ως το μαξιλάρι σου
Υιέ μου πλάγιαζε κοντά σου
η απέραντη πεδιάδα
φυσημένες δεξιά οι τουλίπες όλες
αριστερά ο αέρας
χρωμοθέτης αλάνθαστος
ο κήπος βλέπει
ανάγκη να μετατρεπόμαστε κάθε στιγμή σε εικόνα
Tout la mer et tout le ciel pour un seul
victoire d’ enfance
μ’ αλλά λόγια κάτι ελάχιστο αλλά και
σημαντικό τόσο που
η μαγεία να κινεί το χέρι μας και να το ερμηνεύει
καταπώς οι σκιές αλλάζουν θέση
λες
έχουν πάρει κιόλας το μερίδιο του Θεού
ίδια σ’ άλλους καιρούς οι Όσιοι.
ΤΟ ΑΜΥΓΔΑΛΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
5. (Ακόμα ένα τσιγάρο
που να βαστάει ωσότου ξεψυχήσουμε
δυο – τρία λεπτά ζωή
με στιγμές αλήθεια υπέροχες
αυλές όπου ακατανόητα μεγαλώσαμε
κι εσύ πικρέ που το ‘βαλες γινάτι
να βρεις να κόψεις λέει το αμύγδαλο του κόσμου
και σου απόμεινε το χέρι
γράφοντας κάτι ποιήματα
λευκά στη μαύρη τη σελίδα επάνου
ποιος ποτέ κατάλαβε
τα δειλινά που τ’ άντεχες μην και δακρύσεις;
υπάρχει ένας προδότης μέσα σου
που η ώρα του θα ‘ρθει να τιμωρηθεί
ω φίλοι
αν κάποιος από μας αμάρτησε
πρέπει να ‘ναι ο Θεός
χαλάλι του
ψάξαμε ψάξαμε όσο γίνεται
να ‘ μαστε άνθρωποι σωστοί
σε μια ταράτσα πάνου από τη θάλασσα
κοίταξε:
σπαν τ’ αστέρια ένα ένα
και το ύστερο πάει φωσάκι του τσιγάρου σου
κι εκείνο σώνεται
πάτα το χάμου
αντίο.)
6. Θεέ μου
αν η αλήθεια γίνεται
κάποτε μουσική που τρώει την ύλη
πρέπει να ‘μαι ψεύτης αλλά πιο πιστευτός
απ’ όλα τα όντα
που βομβούν επάνου στον πλανήτη
άκου
ο άνθρωπος είναι σαν να ‘ρχεται απ’ αλλού
γι’ αυτό και ηχεί παράτονα
μ’ ένα θυμητικό κατακερματισμένο άλλ’
εφεκτικό στα θαύματα
ίσως και να ‘χω λάθος ίσως και να ‘ναι που
δεν ξέρω από γραφή και ανάγνωση
ολομόναχος
κρέμομαι
από τους καιρούς του Ηράκλειτου
όπως το αμύγδαλο τον κόσμου
από ‘ναν κλώνο του βορείου Αιγαίου
αρχαίος ψαράς με το τρικράνι του
που εγνώρισε πολλές φουρτούνες ώσπου να:
καπότες η στιγμή φτάνει
τα νερά γύρω του γίνονται
αγλαά
ψυχρά
τριανταφυλλένια
μισοκλείνει τα βλέφαρα
είναι που η αντανάκλαση
όλο κάλλος απόλυτο
δείχνει με ποιoν προσώρας είχε
άθελά του συνάντηση εμπιστευτική.
AD LIBIDUM
6. Φίλησέ με θάλασσα προτού σε χάσω
απ’ τα μάτια μου πέρασε μια χώρα
βράχων μ’ αψηλά τεράστια μοναστήρια
και μικρούς δοκίμους μοναχούς όπως εγώ
τακτικά κομίζοντας κλώνους ροδιάς
κοριτσιών εσώρουχα διάφανα
κι άλλα της τελετουργίας άχραντα
λόγια όπως «βοριάς»
ή «θέρος» ή και «αέτωμα»
στον όρθρο
επάνου είναι που αναλογίζομαι
πόσο ελάχιστα είμαστε
πραγματικοί
και η σφαίρα μας
μία μηχανή όπου καμιά
βίδα κανείς μοχλός κανένα
έμβολο δεν εβρέθηκε στη θέση του
εν τοσούτω
λειτουργεί και οι μυριάδες
βόνασοι κερασφόροι που είμαστε
κουτουλώντας παγαίνουμε όπου λάχει
να φανεί το ευλογημένο χέρι
όπως μες στις χρυσές εικόνες
ανεξήγητα μετακινούνται οι θάμνοι
πνοή νιώθω να με παίρνει
ελαφρά στο νερό
υπογράφω και χάνομαι
Ad Libitum.
.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ (1984)
Μ.ΔΕΥΤΕΡΑ, 20
Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες
να κοιμηθώ.
Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα
του Ήλιου.
Μ. ΤΡΙΤΗ, 21
Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέ-
ρετρο. Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.
Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να: η μητέρα
μου, μ’ ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της
κρεμασμένο στο στήθος.
Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.
Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω, γιατί λιποθύμησα.
Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ, 22
Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται
σαν να ‘ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φα-
γωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο
μαύρος όγκος που σαλεύει
Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός
Και τώρα μαύρος αιώνας.
Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23
Μέρα τρεμάμενη όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού
Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη
Τα χωματένια πόδια μου άλλοτε
(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει να ήμουν)
Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε
Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.
Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23 β
Σωστός θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
εωσότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας
Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24
Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.
Ίσως και να ‘μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής
Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ’ αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24 β
Αντίς για όνειρο
Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σαν να ‘μαι λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».
Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25
Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου
λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα
που από παιδάκι μού κυκλοφοράει τα μυστικά
Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
να πάει ν’ αδειάσει τον κουβά με τ’ απορρίμματά μου
-της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια-
εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα
και αγέρωχο το πέλαγος.
Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25 β
Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο εκείνο σύννεφο
που ανεβάζει κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο
Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα
Όπως εγώ προχθές του αγίου Γεωργίου ανήμερα
που πήγα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης, η ερωτοπαθής ψυχή μου.
ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26
Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορ-
φή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμέ-
να, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο.
Σου ‘ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την
ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη
θέση στον τάφο που σου ανήκει.
ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26 β
Ασμάτιον
Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα
πάρε το κίτρο που μου ‘δωκε ο Κάλβος
δικιά σου η χρυσή μυρωδιά
Μεθαύριο θα ‘ρθουν τ’ άλλα πουλιά
θα ‘ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές
μα βαριά η δική μου καρδία.
.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ (1985)
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [Ι-VΙΙ]
Ι
Μια μέρα τη ζωή που ‘χασα την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου μο-
σχαριού που με κοίταζε μ’ αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα γεν-
νηθεί στην τύχη. Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω
άνω κάτω, να ψάχνω. Ζητούσα να ψαύσω την ύλη των αισθημά-
των. Ν’ αποκαταστήσω, από τις νύξεις που έβρισκα διάσπαρτες μέ-
σα στον κόσμο αυτόν, μιαν αθωότητα τόσο ισχυρή που να ξεπλένει
τα αίματα -το άδικο- και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους να μου
αρέσουν.
Δύσκολο – αλλά πως να γίνει; Κάποτε νιώθω να ‘μαι τόσοι πολλοί
που χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος μιας
ηλικίας που να ξεπερνά τη δική μου.
Αν η ψευτιά δεν υπάρχει τρόπος να καταβληθεί ούτε από το χρόνο,
τότε το παιχνίδι το έχασα.
ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [1-7]
7
Τώρα που ο νους απαγορεύεται και οι ώρες δε γυρίζουν
Από κήπο σε κήπο η σκέψη μου
Δειλή σαν τριανταφυλλιά πρωτάρα
Που αρπάζεται απ’ τα κάγκελα
Δοκιμάζει απαρχής ν’ αρμόσει πάλι
Με σταγόνων σφήνες λαμπερών
Τα παμπάλαια πράσινα και τα χρυσά κείνα που μέσα μας
Έχουν παντοτινές δεκαεφτά Ιουλίου
Ν’ ακουστεί και πάλι της Αγίας Μαρίνας το νερό στις πέτρες
Ο ύπνος που μυρίζει ζευγάρι αγκαλιασμένο
Η φωνή
μια φωνή σαν της Μητέρας
Και ξανά ξυπόλυτη να βγει να περπατήσει
Πάνω στις πλάκες του Μεσολογγιού η Ελευθερία
Έτσι καθώς την εχαιρέτησε για λόγου μας -καλή του η ώρα-
Ο ποιητής και κάναμε από τότε Ανάσταση.
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [ XV-ΧΧΙ]
XV
Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο
για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανε-
παίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια.
Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και
άλλο πράγμα ο έρωτας· άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα· άλλο η
πίκρα και άλλο το μαράζι· άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά. Με
καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που -αλίμονο- τους αντιλαμβάνον-
ται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνον-
ται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφο-
μοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κά-
θε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.
Θέλουμε δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας
αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό
που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο που δίνουμε, για να
μας αποδοθεί λευκό· το θνησιμαίο, αείζωο.
Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.
ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [15-21]
15
Αυτό το πέτρινο κεφάλι και οι σπασμένες γλάστρες
Βασιλεύοντας ο ήλιος την ώρα που ποτίζουνε
Στην Αίγινα ή στη Μυτιλήνη – το χαρμάνι αυτό
Από γιασεμί λουίζα και αρμπαρόριζα
Που κρατάει τον ουρανό σε απόσταση
Εάν είσαι αλήθεια εκείνος που την ίδια
Στιγμή περνά ψηλά πάνω απ’ τις στέγες
Απαράλλαχτο καΐκι μ’ ανοιχτά πανιά
Τα γεμάτα χώμα κοριτσιών τραγούδια
Όπου τα δάκρυα λάμπουν σαν την Άρκτο
Και το περισσευούμενο χορτάρι τ’ ουρανού που πάτησες
Κάποτε μια φορά και μια για πάντα υπάρχει
Προσαρτημένο στη δική σου ελληνική επικράτεια
Εάν είσαι αυτός που αλήθεια ζει και ζει εναντίον
Των περιττών πραγμάτων και ημερών
Ο αριστερός Ιησούς ω
τότε θα με καταλάβεις.
16
Πού να τα πω νύχτα μες στον αέρα
Στα δέσπολα των άστρων στη μαυρίλα που μυρίζει
Θάλασσα πού να τα πω τα ελληνικά της πίκρας
Με δέντρα κεφαλαία πού να τα γράψω
Οι σοφοί να ξέρουν ν’ αποκρυπτογραφήσουν
Ανάμεσ’ από δεύτερο και τρίτο κύμα
Έναν τέτοιον διακαμό βαρύ από πέτρες που δε βούλιαξαν
Άγιε Σώζοντα, συ που εφοράς φουρτούνες
Ανέβασέ μου της θάλασσας το μάτι
Να κάνω μίλια μέσα του στην πράσινη διαφάνεια
Να φτάσω εκεί που σκάβουν τ’ ουρανού οι μαστόροι
Και να ‘βρω πάλι τη στιγμή πριν γεννηθώ
Τότες που ευώδιαζαν οι βιόλες άμα δε νογούσα
Πως δε νογάει την αστραπή του ο κεραυνός
Μόνο σε τεταρτοχτυπά -λάμψη όλος!
.
ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ (1991)
ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ
Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή
Σαν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ
Κοιμούνται οι άνθρωποι με τ’ ασημένιο πρόσωπο· άγιοι
Που άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ο αέρας μακριά
Στον κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος όχι
Και ύστερα;
Ίσα τερματίζουμε όλοι στερνά μένουν
Ένα σάλιο πικρό και στο αξύριστό σου πρόσωπο
Χαραγμένα ψηφία ελληνικά που το ένα στο άλλο ν’ αρμοστούν
αγωνίζονται ώστε
Η λέξη της ζωής σου η μία εάν…
Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή
Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από
τις πυρκαγιές
Κανείς δεν ξέρει. Σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε
ο καπνός. Προεξέχουν μόνον
Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα
Χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι
Κοντά να ξημερώσει
μια στιγμή φανερώνονται οι αχτές με κάθετα
Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μωβ. Αλήθεια θα ‘ναι φαίνεται ότι
Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω
Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή
Κοιμούνται οι άνθρωποι στο ‘να τους πλευρό, τ’ άλλο τους
Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα
Κύματα η ζωή και να ‘ναι τεντωμένο το χέρι σου
Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια.
ΙΟΥΛΙΟΥ ΛΟΓΟΣ
Μετρημένο τόπο έχουν οι άνθρωποι
Και στα πουλιά δοσμένος είναι ο ίδιος άλλ’
Απέραντος!
Απέραντος ο κήπος όπου μόλις απο-
Χωρισμένος απ’ τον (πριν και πάλι μεταμφιεσμένος μου αγγιχτεί)
Θάνατο, έπαιζα και μου έφταναν εύκολα όλα έως την απαλάμη
Ο ιππόκαμπος κείνος! Και της φυσαλίδας τσιουπ το σπάσιμο!
Του βατόμουρου το βαποράκι μες στα βαθιά των φυλλωμάτων
Ρεύματα! Κι ο πρωραίος ιστός όλο σημαίες!
Τι τώρα μου ήρθαν. Αλλά σαν χθες υπήρξα
Κι ύστερα η μακριά μακριά ζωή των αγνώστων η άγνωστη
Έστω. Και μόνο να τα λες ωραία ξοδεύεσαι· όπως του νερού η ροή
Που ψυχή την ψυχή δένει τις αποστάσεις
Κι από ‘να σ’ άλλον Γαλαξία βρίσκεσαι να σχοινοβατείς
Ενώ κάτω απ’ τα πόδια σου βοούν τα βάραθρα. Κι ή φτάνεις ή όχι
Αχ αχνά σχεδιασμένες πάνω στα σεντόνια μου πρώτες ορμές.
Θήλεις άγγελοι
Που από ψηλά μου ενεύατε άφοβα να προχωρώ μες στα όλα
Μιας που κι από το παράθυρο να πέσω, η θάλασσα
Πάλι θα μου κάνει το άλογο
Το πελώριο καρπούζι όπου κάποτε ανίδεος εκατοίκησα
Κι οι μικρές εκείνες παρακόρες, το μαλλί τους λυτό που
Με τη νοημοσύνη ανέμου γνώριζε να ξετυλίγεται πάνω από
τις καμινάδες!
Τέτοια του κίτρινου στα μπλε αρμοσιά που αλήθεια να σαστίζεις
Και γραφές πουλιών που ο άνεμος τις μπάζει απ’ το παράθυρο
Την ώρα που κοιμάσαι και παρακολουθείς τα μέλλοντα
Ξέρει ο ήλιος. Κατεβαίνει μέσα σου να δει. Επειδή τ’ απέξω
Είναι καθρέφτης. Μες στο σώμα η φύση κατοικεί κι από κει
εκδικείται
Όπως σε μιαν αγριότητα ιερή σαν του Λέοντα ή του Αναχωρητή
Το δικό σου λουλούδι φυτρώνει
που το λένε Σκέψη
(Άλλο αν, και μελετώντας, πάλι βγήκα εκεί
Που το κολύμπι μ’ έβγαζε απ’ ανέκαθεν)
Μετρημένο τόπο έχουν οι σοφοί
Και στα παιδιά δοσμένος είναι ο ίδιος αλλ’
Απέραντος!
Απέραντος ο θάνατος δίχως μήνες κι αιώνες
Τρόπος κι εκεί να ενηλικιωθείς κανένας· ώστε
Στις ίδιες κάμαρες ξανά στους ίδιους κήπους θα γυρνάς
Κρατώντας το τζιτζίκι που είναι ο Δίας και πάει από ‘να
Σ’ άλλον Γαλαξία τα καλοκαίρια του.
.
ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ (1995)
ΣΕ ΜΠΛΕ ΙΟΥΛΙΤΑΣ
Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου
Εκείνο που εννοώ. Θέλει να ‘χε άγριες πείνες άπνοιας
ο Αύγουστος
Για να ζητάει μελτέμι· ώστε στο φρύδι ν’ αφήνει λίγο αλάτι και
Στον ουρανό ένα μπλε που τ’ όνομά του μέσα στα πολλά τ’ ακούς
ευώνυμο
Στο βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας
Λες κι έχει ανάσας βρέφους πέρασμα προπορευτεί
Που βλέπεις τόσο καθαρά να πλησιάζουν απ’ αντίκρυ τα όρη
Και μια φωνή παλαιού περιστεριού να σχίζει κύμα και να χάνεται
Αν είναι άγιον το του αγαθού πάλι απ’ τον αέρα
Τού επιστρέφεται. Τόσο απ’ τα ίδια της παιδιά η Ευ-
Μορφία πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος πριν δυο και τρεις
φορές
Τον παραστήσει ο ύπνος
Στον καθρέφτη του. Δρέποντας μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες
αν όχι και
Κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην ήβη. Ας είναι
Μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια και λευκό πιο το δέρμα
Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ’ αμοιβή πράττει
το άδικο;
Μια συγχορδία η ζωή
όπου ένας τρίτος ήχος παρεμβάλλεται
Και είναι αυτός που λέει στ’ αλήθεια τι πετά ο φτωχός
Και τι μαζεύει ο πλούσιος: χαδούλια γάτας εύπλεκτα της λυγαριάς
Αψιθιές με κάππαρη λέξεις εξελικτικές με βραχύ το ένα φωνήεν
Ασπασμούς απ’ τα Κύθηρα. Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται
Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι
Σε τι μπλε Ιυυλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου
να διαβάζεις
Αχ! Δύσεις έχω δει πολλές κι αρχαίων διαβεί θεάτρων τα
Διαζώματα. Όμως δεν ποτέ ομορφιά μου εδανείσθηκεν ο χρόνος
Και κατά του μελανού νίκη να επιτύχει και αγάπης έκταση να
επιμηκύνει ώστε
Πιο ευφυής πιο εύφωνος να κελαηδάει ο μέσα μας κορυδαλλός
Απ’ τον δικό του άμβωνα
Σύννεφο συνοφρυωμένο που τ’ ανεβάζει πούπουλο ένα σκέτο «μη»
Κι υστέρα πάλι πέφτει και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή
Ομήλικος γίνεσαι του ανέγγιχτου χωρίς να το γνωρίζεις και
Συνεχίζεις στου κήπου τ’ άπατα να γαργαλιέσαι με τις εξαδέλφες σου
Αύριο θα μας ραντίσει νυχτολούλουδα περαστικός οργανοπαίχτης
Και θα μείνουμε παρ’ όλα αυτά λιγάκι μη ευτυχείς
όπως συνήθως στην αγάπη
Όμως απ’ τη μαστίχα του πηλού της γης μια γεύση αιρετική
ανεβαίνει
Μισή από μίσος κι όνειρο μισή από νοσταλγία
Εάν εξακολουθούμε να ‘μαστε αντιληπτοί ως άνθρωποι που
Διαβιούμε κάτω από θόλους κατάστικτους με σμαραγδίσκων τρίτωνες
τότε
Η ώρα θα ‘ναι μισό δεύτερον λεπτού μετά τη μεσημβρία
Και η τελειότης η άκρα
συντελεσμένη σ’ έναν κήπο με υάκινθους
Οπού τους αφαιρέθηκεν ο μαρασμός για πάντα. Κάτι φαιό
Που μια σταξιά μονάχα λεμονιού αιθριάζει οπόταν
Βλέπεις κείνο που απ’ την αρχή εννοούσα με στοιχεία καθαρά
Να χαράζεται
πάνω σε μπλε Ιουλίτας.
.
ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ (1998)
ΤΩΝ ΘΕΣΠΕΣΙΩΝ ΟΜΗΡΟΣ ΚΙ ΑΣ ΠΕΝΟΜΑΙ
ΓΛΥΚΙΑ Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΕΜΟΚΥΚΛΙΣΤΟΣ
Κάποτε πρέπει και να παίρνει ανάσα ο άνεμος.
Μην ανησυχείς. Υπάρχει πάντα μια δεύτερη τύχη που ακολουθεί πί-
σω απ’ την πρώτη. Αρκεί να ξέρεις να περιμένεις παρά έναν ή δύο
αιώνες, ενίοτε.
Φθόγγοι Πομπηίας υποχθόνιοι μαζί με κατά καιρούς καταρρέουσες
λέξεις από τον Δάντη έως τον Ungaretti σ’ ένα εικοσιτετραώρου
διαρκείας ηλιοβασίλεμα, παρισταμένης πάντοτε και της σελήνης,
γίνονται τα προσκόμματα στην απόφαση της ανθρωπότητας να θέσει
τέρμα στην ιστορία της.
Μες στον βαθύ ουρανό
Κάθε βουνό κι η υπογραφή του.
Το νερό της ομοιότητας δεν άλλαξε, ούτε το δέρμα της ηλικίας. Ο
Ξενοφών τυγχάνει εξάδελφός μου και η μικρή Ασία ομοεθνής. Κατά
τ’ άλλα, πραγματικά τρώω περγαμόντο για να ξημερώσει και γράφω
ποιήματα ώστε να ερωτεύομαι σωστά.
Να χαράζεσαι στη ζωή τόσο προσεκτικά, που να μη ματώνει ποτέ η
ευλάβεια.
ΤΗΣ ΛΕΠΡΑΣ ΠΡΩΤΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑ ΤΟ ΧΡΗΜΑ. ΣΩΡΕΥΕΙ
Ο ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΚΑΙ ΧΑΙΡΕΤΑΙ
Στις Κυκλάδες οι μικρές εκκλησίες αφθονούν και λάμπουν όπως τα
βότσαλα. Αλλού πουθενά χριστιανοί δεν εφάνηκαν ποτέ τόσο ειδω-
λολάτρες. Και είναι με το μέρος τους ο Θεός.
Το πινέλο του ζοφερού δεν πιάνει ποτέ στο μαύρο
Χρειάζονται αλήθειες, ακόμη και για να πεις ψέματα.
Παρά λίγα σκαλοπάτια οι κουτοί των αισθήσεων θα μπορούσαν να
γεννήσουν σαν μικρό αγοράκι μιαν ολόκληρη άνοιξη.
Μην ακούτε τον Armstrong. Η μυρωδιά του φεγγαριού θα πρέπει να
είναι κάτι ανάμεσα παλαιό φιλί και αιθέριο έλαιο κυπαρισσώνων.
Οι ιδέες είναι σαν τα φαντάσματα, περνάς ανάμεσά τους κι αυτά εξα-
κολουθούν να υπάρχουν. Τις κλοτσάς, κι εκείνες δεν σαλεύουν! Εάν
δεν τους λείψεις εσύ, δεν πρόκειται να λείψουν ποτέ.
Η ελευθερία έχει δύο κοφτερές όψεις, όπως τα παλιά ξυραφάκια.
OIL SARDINEN!
Μες στους πολλούς γάμους των αρωμάτων οι αιμομιξίες αφθονούν.
Δεν σημειώνεται όμως ποτέ διαζύγιο
Με λίγα σπουργίτια, μία βρύση και κανέναν άνθρωπο, μ’ αυτά μόνον,
γίνεται να φτιάξεις το μοναστήρι πασών των θεοτήτων.
Για να φτάσεις στον οργασμό δεν σου χρειάζεται Shakespeare.
Κάθε τόσο μου στέλνουν ένα μπουκετάκι με μισοσπασμένες λέξεις
δυο μακρινές ξαδέλφες μου από την εποχή της Σαπφώς. Τη μια τη λέ-
νε Αστρινή και την άλλη Λεμονέσσα..
Στα ερείπια συχνάζουν οι μέλισσες και οι πρώην ιδέες.
ΑΜΑΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΗ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΥ Ο ΠΑΡΑ
ΠΟΤΑΜΟΣ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΚΙ ΑΡΓΕΙ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ
*
Όπως και να το κάνεις, ένα κομμάτι «πάντοτε» στον άνθρωπο θα
υπάρχει.
Τράβα μόνος σου ο ίδιος κι όσο πιο δυνατά μπορείς το σχοινί που
ανεβάζει το καλαθάκι σου στα πιο εμπιστευτικά σου Μετέωρα.
Ω δύσβατη, δύσβατη ζωή, από ποιο σοκάκι γίνεται κανείς να σε πε-
ράσει!
Επειδή και η φύσις δίγλωσση μοιάζει να είναι, και με τη λέξη θάνα-
τος πεθαίνουν όλοι, αλλά στα ψέματα.
Ο καλύτερος αγωγός θερμότητας είναι η λύπη. Γι’ αυτό βλέπεις να
καίνε κάθε μέρα οι καμινάδες, χωρίς να φαίνεται πουθενά καμιά
φωτιά.
Οι κακοί ποιητές τρέφονται από τα γεγονότα, οι μέτριοι από τα
αισθήματα, και οι καλοί από τη μετατροπή του τίποτε σε κάτι. Το εκ
του μη όντος ον λογαριάζει.
Να πετύχεις μονόλογο σε όλες τις διαλέκτους του τρεχούμενου νερού.