ΑΝΤΖΕΛΑ ΓΕΩΡΓΟΤΑ

.

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1977. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου στο τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας. Διορίστηκε ως καθηγήτρια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση το 2003. Φέτος ολοκληρώνει τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας με την εκπόνηση της διπλωματικής της εργασίας για την Κατερίνα Γώγου και την Αν Σέξτον.
Γράφει ποιήματα και ασχολείται με το θέατρο παρουσιάζοντας μαθητικές παραστάσεις.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Στην πιθανότητα στηρίζεται η αγάπη  (Γαβριηλίδης 2016)
Το ανεπίδοτο της συντριβής  (Κουκκίδα  2017)
Της μοναξιάς θαλλόφυτα  (Ρώμη  2021)

.

.

ΣΤΗΝ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ Η ΑΓΑΠΗ [2016]

ΕΠΟΧΗ ΠΡΩΤΗ
μετόπωρον
γιατί ποτέ δεν ήμουν αρκετή

Τον πατέρα μου τον τυραννούσε μια έγνοια.
Κοιμήθηκε μ’ αυτήν.
Κι εμείς κάναμε ησυχία,
μη και στον ύπνο ταραχτεί.
Αιώνιος νόστος,
νυν και εγώ γυρίζω τις ραφές ανάποδα.
Πού ξηλώθηκα, δεν βρίσκω.
Φυσά μέσα μου εκείνη του
η ανάγκη,
να αφήσει πίσω του Μνήμη Αρσενική.

Ενίοτε οι παραδόσεις
ρημάζουν
-το παρόν-.

κάπου έχεις πάει

Ακούω τη φωνή σου μέσα μου,
ζεστό ρυάκι στην ψυχή.
Λένε πως έφυγες,
χωρίς αποσκευές.
Σου έσφιγγα το χέρι – το θυμάσαι;
Μα δεν σε κράτησα κοντά.

Κάθε που νυχτώνει, μίλα μου.

Δεν υπάρχει πιο βέβαιος δρόμος
(Από τη μοναξιά)

ΕΠΟΧΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
χειμών
ο ορισμός της αγάπης

Αν ήσουν, θα το ήξερα.
Ίσως η σκέψη μόνο υπήρξε.

Μα αυτό το σφηνωμένο μάρμαρο
στο στήθος μου,
αποκαλύπτει.

(Αιώνια χαλάσματα η αγάπη)

δεν βρεθήκαμε ποτέ

Όχι, γιατί δεν μπορώ
ή γιατί δεν πρέπει.
Όχι, γιατί φοβάμαι
ή λυπάμαι.
Όχι.
Δεν έρχομαι,
γιατί περίμενα πολύ,
ενώ -εσύ- μετρούσες τα βήματά σου.

dead lines

Οι στίχοι γράφονται στο περιθώριο,
εκεί που δεν έχεις ζήσει,
στο επέκεινα.
Καρφώνονται οι λέξεις στην καρδιά
και σε γεννούν ξανά,
σαν σπάραγμα μαρμάρινο,
χωρίς πνοή,
μονάχα ιστορία.
Εκείνος που ορίζει το παιχνίδι,
είναι βέβαιο πως θα χάσει.

Στην πιθανότητα στηρίζεται η αγάπη.

ΕΠΟΧΗ ΤΡΙΤΗ
έαρ
γυναίκα

δεν ήμουν πιστή,
άπιστη υπήρξα
στο όνομα των δικών σας Αλλάχ και Θεών,
δεν ήμουν Πηνελόπη,
δεν ήμουν Μαρία,
δεν ήμουν Πίστη,
ούτε Μεργέμ,
δεν ήμουν Ρουθ ούτε Εσθήρ,
Σάρρα ή Σύλλα.
Δεν ήμουν λουλούδι,
ήμουν ασπάλαθος,
ίδια η Κλυταιμνήστρα.

επέμβαση χειρουργική

Ξεντύνομαι προσεχτικά.
Διπλώνω το πουκάμισο,
τακτοποιώ το μάλλινο κασκόλ μου στην καρέκλα.
Τα πόδια τρέμουν, βυθίζεται
το σώμα στο αχανές πάτωμα
και η φωνή γλιστρά ανάμεσα στους τοίχους
– στριγκιά από τα σωθικά.
Αβέβαιη κινούμαι στο δωμάτιο,
μια νυχτερίδα κολλημένη στα μαλλιά
κι ένα σαράκι, επίμονο,
κόβει κομμάτια από τα οστά.
Μέσα το φως τυφλώνει
και ο κύριος με τ’ άσπρα γάντια
σκύβει προσεχτικά
να ράψει την ψυχή -μου-

ΕΠΟΧΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
θέρος
τα όνειρα αποστατούν

Δεν έχω πόδια.
Με δυο σίδερα κυκλοφορώ
βαραίνουν το περπάτημά μου.
Όλο λέω θα ξεφύγω,
μα εκείνα με προδίδουν.
Με πιάνεις
στο σημείο που γυρίζω το Κλειδί.
-Στις πιθανότητες πέφτω πάντα έξω-.
Λες και η Μοίρα μου το έχει αποφασίσει.

Καθώς ξαπλώνω όμως στο κρεβάτι
τίποτα δεν μοιάζει βέβαιο.
Τα όνειρα περιπατούν στη ράχη μου,
τρυπώνουν μες στο στήθος,
γίνονται γάλα,
παίρνουν μορφή.
-Κάποτε- θα ελευθερωθούν.

Τότε που θα ξέρω – (ποια είμαι).

χάικου 2

Τα φύλλα πέφτουν
κι η γη γεμίζει από
από αισθήματα

περί ονείρων

Η Ιοκάστη είχε μια πλεχτή θηλιά.
Την έφτιαχνε από μικρό παιδί.
Κάθε χρόνο προσέθετε έναν κόμπο.
Πνίγηκε με αυτήν.
Η θηλιά έμεινε.
Οι θηλιές παραμένουν.
Μέσα τους τα όνειρά μας δένονται.

.

ΠΕΝΤΕ ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

νύχτα στην Τσιμισκή

Περπατούσαμε νύχτα στην Τσιμισκή. Φώναζα για να με ακούσεις μα εσύ χανόσουν στον εαυτό σου. Ακουμπούσα τα χέρια μου στο στέρνο σου και τα δάχτυλά μου πάγωναν. Τόσο το χιόνι που μας κάλυπτε σαν να κύλησαν όλοι οι χειμώνες μέσα στα σώματά μας. Δεν ήξερα τους δρόμους πια. Δεν έβρισκα πουθενά γνώριμο έδαφος. Με στένευε η πόλη-τόσο που ο θώρακας γινόταν κομμάτια. Ένιωσα να εισχωρεί σκοτάδι στην ύπαρξή μου/
Όλα έχουν ένα τέρμα\μια πόλη τελειώνει και βρίσκεσαι σε μια άλλη.
Μα είσαι πάντα λίγο από αυτό που πίσω σου αφήνεις.

ο μαυροπίνακας της λήθης

Φοβάμαι σε ξεχνώ.
Σβήνονται οι αναμνήσεις,
όπως η κιμωλία από τον μαυροπίνακα.
Δεν ξέρω τι θα μείνει,
ποιό αδάκρυτο φιλί,
ποιά ανείπωτη ευχή
να μας ενώνει.
Εγώ σε λησμονώ-
πικρό το κατακάθι στον καφέ μας-
την ώρα που βουλιάζουμε,
η πόλη βγαίνει από την ομίχλη.

γέννηση

Έγινα γυναίκα για τον άνδρα, γυναίκα από πηλό.
Έγινα ψάρι σε ποτάμι, δέντρο στη σκιά,
αεράκι στη μέση της ερήμου,
δροσιά στον καύσωνα του Αυγούστου.
Ξαναγεννιέμαι από το χώμα,
διασκορπίζομαι στη γη,
η φωνή μου αντηχεί ζεστή
και γίνομαι άνθος για να το δρέψεις.
Να ζήσω,
να μπορώ να σου μιλώ με χρώματα,
να γίνομαι γυναίκα,
για εσένα
και να με επιστρέφεις μισή,
όταν η αυγή χαράζει.
Σε φυλακίζω στο σώμα μου,
δραπετεύεις, όταν το σκοτάδι μας έχει πια εξαντλήσει
και γκρεμίζω τους τοίχους
σώμα γινωμένο από πηλό/
σώμα πλασμένο μόνο από σένα.

Σακουλέβας

Ήξερα πως απομακρυνόμουν από εσένα /περπατούσα ανάποδα, όπως μου ‘μαθε εκείνη: “πάντα να αποφεύγεις το πλήθος, εκεί που βρίσκονται πολλοί θα μοιάζεις λίγη”. Και έγινε συνήθειά μου η σιωπή. Δεν θα με έβρισκες ποτέ σε εκείνο το μονοπάτι. Ήταν γεμάτο ήμερα κοπάδια πουλιών και συστάδες δέντρων. Η μοναξιά φώλιαζε μέσα μου/ μπορούσα να ακούω τους χτύπους της καρδιάς και να σε ερωτεύομαι ξανά. Δεν σε άγγιζα, μα στο όνειρο ζει κανείς πιο ευτυχισμένος. Τώρα κανείς μας δεν τολμά να γυρίσει στο ίδιο σημείο/κάποιοι άλλοι ίσως αγαπηθούν εκεί/εμείς συναντηθήκαμε νωρίς /αργά θα πεις εσύ, ενώ εγώ θα επιμένω ότι υπήρχε χρόνος/
στο ποτάμι θα σε θυμάμαι, όπως σε γνώρισα ήλιο και θάνατο μαζί.

αποδημία της αγάπης

Ανησυχώ για σένα.
Μήπως οι νύχτες σου γεμίσουν άμμο
και δεν μπορείς να ονειρευτείς.
Σκέφτομαι αν θα αντέξεις τα πουλιά να αποδημούν,
αν είσαι έτοιμος να αποχαιρετήσεις τις στάχτες του κορμιού μου,
να φύγεις δίχως πίσω να κοιτάζεις.
Τελείωσε το καλοκαίρι μας λοιπόν,
τόσο που κράτησε μοιάζει με έρημο,
δεν φτάνει το νερό να ξεδιψάσεις.
Όμως εσένα έχω στο μυαλό.
Φυλάξου από την υγρασία της βροχής
και να κρατάς πάντα στην πίσω τσέπη σου ένα μαχαίρι-
ποιος ξέρει αν θα χρειαστεί να κόψεις τους φόβους σου στα δυο.
Να μην κοιμάσαι μόνος σου τα βράδια,
να έχεις πάντα κάποιον αγκαλιά
-γυναίκα ή παιδί,
αντέχω,
φτάνει να διώχνεις τα σύννεφα μακριά σου.
Α ,όχι.
Για μένα δεν με νοιάζει.
Νομίζω πως ξανά θα γεννηθώ,
είτε έτσι είτε αλλιώς,
θα μάθω να επιπλέω.
Το ξέρω, το έχω ξανακάνει.
Δεν ήταν το ίδιο, μα κολύμπησα στο έρεβος πολλές φορές,
είναι η ύπαρξή μου τέτοια,
κρατώ από γενιά ηφαιστειακή, λάβα τρέχει στις φλέβες μου,
καίγομαι,
μα πάντα συγκρατώ λίγο νερό και συνεχίζω.
Εξάλλου εγώ δεν αποφεύγω την αγάπη.
Για σένα ανησυχώ.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Χλόη Κουτσουμπέλη

Frear October 27, 2016

Στην πιθανότητα στηρίζεται η αγάπη της Άντζελας Γεωργοτά, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016.

Στον πατέρα της, έναν πατέρα που έφυγε, αφιερωμένη αυτή η πρώτη συλλογή της Άντζελας Γεωργοτά. Και δύο πρώτοι στίχοι στην αρχή πριν όλα αρχίσουν. «Όλη την νύχτα έστηνα δόκανα/όμως να συγκρατήσω κανένα όνειρο δεν μπόρεσα».
Ευθύς εξαρχής λοιπόν το κουδούνι έξω από την πόρτα της συλλογής γράφει την λέξη απώλεια. Και όλες τις λέξεις από Α: απουσία, αποστασία, ανείπωτο, ανεπιδότο, ασύμπτωτο.

Χωρισμένη σε εποχές η συλλογή:

Εποχή πρώτη μετόπωρον (η εποχή μετά τα φρούτα), η εποχή μετά τον θάνατο του πατέρα. Έξι ποιήματα στον Παρατατικό, σ’ αυτό που υπήρξε και χάθηκε, την αρσενική παρουσία, τον πατέρα ζεστό και ταυτόχρονα πια κρύο. Διαφορά θερμοκρασίας. Ελλειπτικά ανάμεσα στις λέξεις προβάλλει το σχήμα και η μορφή του πατέρα. Οι τίτλοι των ποιημάτων παράλληλα διηγούνται την δική τους κρυφή ιστορία. Γιατί και τα ποιήματα έχουν τους υποτίτλους τους.

Γιατί ποτέ δεν ήμουν αρκετή, υπάρχει το κενό ανάμεσά μας, επίσκεψη νυχτερινή, μου μιλούσαν με τα λευκά τους ρούχα, κάπου έχεις πάει, αυτό που είμαστε.

Στην μυστική γλώσσα των ποιημάτων εγώ ακούω: αυτό που είμαστε είναι ο πατέρας που υπήρξε, που τον ενσωματώνουμε αφού φεύγει, που όπως ο Αινείας τον κουβαλάμε στην πλάτη μας, είναι οι απαιτήσεις, η κριτική του αλλά και η τρυφερότητά του, είναι οι αναμνήσεις του, το πορτοκάλι, ο βασιλικός, οι λευκές ποδιές των γιατρών και νοσοκόμων, η αιθανόλη. Ακόμα και το πηγάδι της αυλής, που το ποιητικό υποκείμενο δροσίζεται πριν γίνει γυναίκα. Είναι ο πατέρας. Αφιερωμένη λοιπόν η εποχή αυτή στον πατέρα.

«Θυμήσου./ Και το πρωί/ θα σε σκεπάσω χώμα». Είναι το χώμα των λέξεων και η ποιήτρια το σκάβει βαθιά και το νοτίζει.

Εποχή δεύτερη, χειμών. Δέκα πέντε ποιήματα.

Το παιδί κόρη γίνεται γυναίκα. Ερωτεύεται. Ας εξετάσουμε πάλι τους τίτλους των ποιημάτων που είναι ένα είδος αρχαίου χορού γιατί κτίζουν την ατμόσφαιρα της ενότητας.

Ο ορισμός της αγάπης. Σε κλίμακα χαμηλή. Ορθολογικός χωρισμός. Αντί. Έξωση. Υπάρχουν αποδείξεις. Περί μιας ανείπωτης υπόσχεσης. Δεν βρεθήκαμε ποτέ. Η τέχνη της παράστασης. Ανεπίδοτη επιστολή. Dead Lines. Φόβος της αριθμητικής. Αιωνιότητα. Μέχρι να έρθεις. Περί προθέσεων και αντοχών.

Όμως γιατί ή πού στην λογοτεχνία ο έρωτας παρομοιάζεται με τον χειμώνα; Εδώ έχουμε έναν έρωτα χώμα. Σε παρατατικό. Κρύο. Ασύμπτωτο. Όπως ο θάνατος του πατέρα στο μετόπωρον. Έρωτας ανάμεσα σε αρχαία ερείπια, αντίδικος και αντίλαλος. (Που φοράει δανεικά ματωμένα ρούχα και σύμφωνα με αρχαία εντολή πρέπει να επιστρέψει ξεπλυμένα). Απατηλός και φανταστικός, αλλά ταυτόχρονα έρωτας που υπήρξε πράξη μέσα από το δέρμα.

Στα ποιήματα της Γεωργοτά υπάρχει η τέχνη του υπαινιγμού. Αυτό που ξεκίνησε αιώνες πριν με την Σαπφώ που έγραφε: είναι μεσάνυχτα κι εγώ κοιμάμαι μόνη, χάραξε μία γαλακτερή γραμμή στο φεγγάρι και όλοι συνεχίζουμε από εκεί. Γιατί υπάρχει συνέχεια στην ποίηση και γιατί όλοι προσθέτουν ένα λιθαράκι στο τεράστιο ψηφιδωτό της.

Υπαινικτικοί στίχοι λοιπόν μέσα σ’ αυτή την ενότητα που περικλείουν και περιλαμβάνουν:
Δεν υπάρχει τίποτε πιο σίγουρο/ από την απάτη πως με άγγιξες.
(Αν ήμουν μόνο σάρκα, τότε θα σε συγχωρούσα)
Δεν έρχομαι, γιατί περίμενα πολύ, ενώ- εσύ- μετρούσες τα βήματά σου
Πήρα μόνο το οικόσημό σου,/στο λαιμό το κρέμασα/και με μια ταινία σφράγισα/το χολ για πάντα.

Και βέβαια ο στίχος που αποτελεί και τον τίτλο της συλλογής και είναι ολόκληρο μυθιστόρημα από μόνος του. Στην πιθανότητα στηρίζεται η αγάπη.

Εξομολογητική ποίηση σε πρώτο πρόσωπο που αμέσως δημιουργεί την σχέση με τον αναγνώστη. «Υπήρξα χαμηλών τόνων», εμπιστεύεται στον εξομολογητή αναγνώστη το ποιητικό υποκείμενο. «Υπήρξα συμβιβαστική/ να χωρέσω έναν κροκόδειλο μες στην ψυχή». Συγκλονιστική εικόνα που με παραπέμπει στον βόα που καταπίνει έναν ελέφαντα στον Μικρό Πρίγκηπα του Σαιντ Εξυπερύ.

Μία συλλογή σε ενότητες που διαδέχονται η μια την άλλη. Θα μπορούσε μυθιστόρημα. Ελλειπτική, με την ενδιαφέρουσα χρήση παρενθέσεων ιδίως στο τέλος των ποιημάτων. Που συνοψίζουν, τονίζουν, αποκαλύπτουν αυτό που κρύβει το ποίημα, ή κρύβουν αυτό που αποκαλύπτεται. Πολλές φορές η λέξη παρένθεση απαντάται στην συλλογή. (Όλη η ζωή μας μονάχα μία παρένθεση) Και πολλές φορές οι στίχοι της Γεωργοτά βρίσκονται μέσα στην παρένθεση. Μήπως τελικά στην παρένθεση στηρίζεται η αγάπη; Μήπως οι αγκύλες της είναι οι αγκαλιές;

Η ενότητα του χειμώνα, του παγωμένου έρωτα που δεν ανταποκρίθηκε στο εμείς του, τελειώνει με το ποίημα περί προθέσεων και αντοχών που το διαβάζω παρακάτω:

περί προθέσεων και αντοχών

Και αν μου μιλάς με ερμηνείες κι αριθμούς,
χάνω το μέτρημα,
τα όνειρα μπερδεύω με τις ψευδαισθήσεις.

Μίλα μου λοιπόν με τις σιωπές,
με αγγίγματα,
με το παράφορο φιλί σου,
με χάδια ηλεκτρισμένα,
με το κορμί,
τα δάχτυλα,
το βλέμμα .

Μίλα μου
καθώς σκορπάμε στον αέρα,
την ώρα που ξεθηλυκώνονται οι ενοχές,
τότε που χώμα είμαι και συ νερό
και ρίζα δεν υπάρχει.

Τότε ν’ ακούω θέλω,
όχι ποιος είσαι,
όχι τι θέλεις.

Αλλά πόσα μπορείς.

Γιατί στο τέλος τέλος αυτή η γυναίκα μέσα στην συλλογή, αυτό το ποιητικό υποκείμενο μιλάει για την αριθμητική του έρωτα. Για τις συντεταγμένες της ψυχής, για την μυστική εξίσωση. Πόσο τελικά ο εραστής μπορεί να αναμετρηθεί με αυτό το τρομακτικό και γιγάντιο ον, τον έρωτα που μοιάζει με θάνατο και είναι εξίσου απειλητικό για τις ελαφριές καρδιές που δεν μπορούν.
Τρίτη ενότητα, τρίτη εποχή. Έαρ. Εποχή ενηλικίωσης.

Χρόνος και πόνος. Χειρουργείο. Κοριτσάκι διπλωμένο στα δύο. Όστρακα που καταξεσκίζουν τα χέρια και το στήθος. Η μνήμη δεν είναι γυάλα με ψεύτικο χιόνι που αναποδογυρίζεις και χιονίζει.

(Ξηλώστε τον κόσμο. Σπάστε τα βουνά.
Οι μέρες μας και οι νύχτες άλλη δεν αντέχουν μνήμη)

Πάλι εδώ η χρήση της παρένθεσης. Ό,τι περιέχεται ανάμεσα στην παρένθεση, είναι μνήμη κοφτερή. Όμως στην ενότητα αυτή έχουμε πιο έντονη την συνειδητοποίηση της φυλετικής ταυτότητας του ποιητικού υποκειμένου. Το κοριτσάκι που πενθεί και ερωτεύεται μετατρέπεται σε γυναίκα που εξεγείρεται, που σπάει το κουκούλι του στερεότυπου. Μία γυναίκα που έρχεται σε επαφή με τις ρίζες της και την αληθινή της δύναμη και ουσία και αποποιείται τον ρόλο και τις ενοχές με την οποία την έχουν επιφορτίσει μέσα στους αιώνες.

Έτσι λοιπόν έχουμε αναφορά σε γυναικείες μορφές. Υπατία, Πηνελόπη, Μαρία, Μεργέμ, Ρουθ, Εσθήρ, Σάρρα ή Σύλλα, Κλυταιμνήστρα, Λίλιθ. Η ποιήτρια απεκδύεται τις κορδελίτσες και τις χάντρες, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, ξελαφρώνει από τα πασουμάκια, σαμποτάρει τα οικογενειακά γεύματα και κάνει μία δήλωση αντινομιφροσύνης στο ποίημά της Δήλωση νομιμοφροσύνης που τελειώνει έτσι.

Θέλω να βαπτιστώ γυναίκα,
τη μοίρα μου να ασπαστώ
πανάρχαια ,
βγαλμένη από τα έγκατα της γης.

(Μα όταν η ώρα που να υπογράψω έρχεται
αίτηση νομιμοφροσύνης,
θεριεύει μέσα μου το αίμα
και κόκκινο βάφει το χαρτί).

Θυμός λοιπόν και δίκαιη αγανάκτηση, αλλά και μία διείσδυση στα κατάβαθα του εαυτού, μία προσπάθεια να εντοπίσει και να κατανοήσει η ποιήτρια, πώς πλάστηκε το καλούπι του ρόλου ή αλλιώς πού είναι κρυμμένες οι ραφές του δαντελένιου φορέματος που έδωσαν με το ζόρι στο κοριτσάκι να φορέσει.

Γράφει η ποιήτρια:

Δεν έχει αλλάξει τίποτα,
εκείνη η γραμμή
με βασανίζει ακόμα.

( Κανείς δεν κλείνει το λογαριασμό
με τον εαυτό του)

Τέλος περνάμε στην τελευταία εποχή του θέρους.

Εδώ πια η ποιήτρια πατά γερά στα πόδια της. Μέσα από τις τρεις εποχές που έχει διανύσει έχει βρει την φωνή της και με αυτήν συνομιλεί με την Ανδρομάχη στο ποίημα Καθώς ο άντρας μαθαίνει την αγάπη. Οι άντρες βάφουν την σημαία στο δικό τους χρώμα, αυτοί μοιράζουν τα λάφυρα και με το σπαθί τους προξενούν πληγές, ενώ ο θρήνος και το πένθος είναι η μοίρα της γυναίκας. Η Ιοκάστη θηλιά με την θηλιά δένει το πεπρωμένο της από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει.

Συνομιλεί με την Άννα Αχμάτοβα στο ομώνυμο ποίημα για να καταλήξει με τον στίχο ότι ακόμα των αθώων οι ζωές πηγαίνουν στα χαμένα.

Επίσης στην ενότητα αυτή τελεσίδικα πια και ξεκάθαρα τονίζεται το φευγαλέο σχήμα του κορμιού της αγάπης. Σύμφωνα με την ποιήτρια, αυτά τα όνειρα που αποστατούν και διαφεύγουν, θα πάρουν την οριστική τους μορφή και θα μπορέσει να τα αιχμαλωτίσει, όταν ολοκληρωθεί η αυτογνωσία της. Άρα συνειδητοποιεί ότι η ευτυχία έγκειται στην δική της ολοκλήρωση και όχι στην φασματική μορφή του έρωτα.

Στο ποίημα Δεύτερη Πτώση, πιο δυνατή πια η ποιήτρια, αφού έχει πέσει και σηκωθεί ξανά και ξανά, μπορεί να αντέξει τις επόμενες πτώσεις της, μπορεί να αναγνωρίσει την ομορφιά των τραυμάτων της. Δεν χάνει την πίστη στον έρωτα, απλώς μπορεί να αποστασιοποιηθεί, να αναλύσει τους μυστικούς του νόμους και να τον μετασχηματίσει σε γραφή, χωρίς ωστόσο να χάσει την ελπίδα στην ύπαρξή του στο ποίημα σκέψεις για την διάρκεια του έρωτα.

Η άποψη ότι η καμπύλη είναι πιο όμορφη από τις τετράγωνες γωνίες, η αίσθηση ότι το σύμπαν είναι ολοστρόγγυλο, η ιδέα ότι οι γυναίκες αντέχουν τον φόβο του κενού περισσότερο από τους άντρες όταν ερωτεύονται και πολλές ακόμα λεπτομέρειες δίνουν μία έμφυλη απόχρωση στην ποίηση της Άντζελας Γεωργοτά που ολοκληρώνεται σ’ αυτό το τελευταίο μέρος.

Η συλλογή και η ενότητα τελειώνουν με δύο ποιήματα. Το πρώτο ποίημα με τίτλο άτιτλο θα μπορούσε να επικοινωνήσει με τον ερωτικό μονόλογο «λαχταρώ» της Σάρα Κέην και το δεύτερο που έχει τίτλο περί τυχαίων συμβάντων με το ποίημα Κεραυνοβόλος Έρωτας της Βισλάβας Σιμπόρσκα. Αυτή η διακειμενικότητα με δύο πολύ αγαπημένες γυναίκες επιβεβαιώνει το ότι η Πηνελόπη τότε παλιά ξεκίνησε ένα υφαντό σε έναν αργαλειό, που ακόμα δεν έχει τελειώσει. Αυτά τα αργυρά νήματα της συνέχειας πάνω σε ένα φεγγάρι που αιώνια αλλάζει, είναι και η δικαίωση και η μαγεία της ποίησης.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

http://frear.gr/?p=15626

.

Πέτρος Γκολίτσης

efsyn.gr /11/9/2016

Η Αντζελα Γεωργοτά (Κέρκυρα, 1977) με σπουδές στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, ενώ ξεκινά από την Κατερίνα Γώγου και την Αν Σέξτον, συναντώντας τη μετωπική αμεσότητα της μιας και την εξομολογητικότητα της δεύτερης, στην πρώτη της συλλογή Στην πιθανότητα στηρίζεται η αγάπη, μας ανοίγει σε έναν δικό της μορφικά και ατμοσφαιρικά κατακτημένο κόσμο.

Κινούμενη μακριά από έτοιμες φόρμες και στροφικά σχήματα, η ποίησή της −με ομοιοκαταληξίες και τονισμούς που ζευγαρώνουν σπειροειδώς σε φαινομενικά άτακτα σημεία του στίχου− βαδίζει έμμετρα σε μετα-σαχτουρικά μονοπάτια και ξέφωτα, πιστοποιώντας τη μέγιστη δυνατή μουσικότητα της ποίησης και τη χαρακτηριστική εξπρεσιονιστική της εικονοποιία, η οποία τελικά πυκνώνεται σ’ ένα ποίημα κάδρο.

Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Στεκόμουν μετέωρη/κάτω από τα πόδια/το σύμπαν έκαιγε […] Ασπρες κυρίες μου μιλούσαν/και ένας Ανδρας με σιδερένιο πρόσωπο/με χτύπαγε στην πλάτη,/καθώς οι λέξεις του με κάρφωναν στο πάτωμα» ή συντομότερα: «Θυμόμουν το κόκκινο και έσταζαν τα χέρια παπαρούνες» ή «τα όνειρα τρυπώνουν μες στο στήθος,/γίνονται γάλα,/παίρνουν μορφή».

Είναι φανερό πως η εικόνα-κάδρο είναι αυτή που οδηγεί το ποίημα, ενώ το «νόημα» σαφώς έπεται. Η εικαστική-σκηνοθετική μάλιστα οργάνωση-άρθρωση του ποιήματος, η οποία συχνά αποκαλύπτεται ως πηγαία, ξεκομμένη από το «νόημα», λες και κάνει σημειωτόν στο ίδιο σημείο διανοίγοντας έναν μεταιχμιακό τόπο ή ενεργοποιώντας μια καταβύθιση.

Η ποιήτρια, προτάσσοντας έντονα το υποκείμενο, τον φορέα του προσωπικού θα λέγαμε βιώματος, σκηνοθετεί ή προσπαθεί να αδράξει ένα μεταίσθημα, κινούμενη ταυτόχρονα προς τον τόπο του απολόγου, με την έννοια του τελικού λόγου-απολογισμού, όπου και προσπαθεί να καταλήξει σε οριστικά σχετικά συμπεράσματα και σε ποιητικές μεταγραφές που αποτυπώνουν τη στιγμιαία αίσθηση-συναίσθημα.

Η νόηση εκ των υστέρων φιλτράρει και «λογοκρίνει» το βίωμα οδηγώντας το συχνά σε προειλημμένες θεωρήσεις και στάσεις.

Η ρυθμική και η φραστική λιτότητα της ποίησής της, ο χειρισμός του ρυθμού έως την τελευταία σελίδα της συλλογής με ωριμότητα, οι σαφώς προσεγμένες αλλαγές στίχων και στροφών, η λιτότητα και η πυκνότητα των ποιημάτων, η αξίωση μιας κάποιας αρχιτεκτονικότητας στο σύνολο, αλλά και ο παιγνιώδης διάλογος μεταξύ ρυθμού και περιεχομένου, όχι απλά αφήνουν μια αίσθηση πως ο αναγνώστης κοινώνησε-συμμετείχε σε ποίηση, αλλά επίσης καλούν και προς μια επαναφορά και μια μελλοντική επανατοποθέτηση απέναντι στο ποίημα το οποίο και αναμένει μες στην ερμητικότητα την επανεκτέλεσή του.

http://www.efsyn.gr/arthro/protoemfanizomenes-poiitikes-fones-me-prooptiki

.

ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

Fractal 24/5/2017

Δια πυρός και σιδήρου

Ανοίγοντας την ποιητική συλλογή της Άντζελας Γεωργοτά δεν είναι δυνατό να μην σε σταματήσει αμέσως το μόνο:

«Όλη τη νύχτα έστηνα δόκανα.
Όμως, να συγκρατήσω κανένα όνειρο δεν μπόρεσα»

Τα όνειρα είναι φτερωτά, όπως τα λόγια, δεν πιάνονται όσα δόκανα κι αν στήνει η καλή ποιήτρια στις εξέδρες και στα περάσματα του νησιού της ακόμα κι όση τόλμη κι αν διαθέτει από την πρώτη μάλιστα είσοδό της στον δύσβατο χώρο της ποίησης. Και προϋποθέτει αγώνα με τις λέξεις, με τα νοήματα

Αμέσως αντιλαμβάνεσαι ότι σε τούτη τη λεπτεπίλεπτη, διακριτική φωνή υπάρχει ποιότητα, ότι η ποιήτρια αντιμετωπίζει με υπευθυνότητα την έκφραση, τη γραφή και την πραγματικότητα που βιώνει.

Ο τίτλος της συλλογής επίσης είναι μια ολοκληρωμένη πρόταση που συνιστά τη σοβαρή αμφισβήτησή της όσον αφορά τη σταθερότητα της αγάπης και το μεταβλητό των αισθημάτων, αφού:

«Στην πιθανότητα στηρίζεται η αγάπη».

Πρόκειται για ποίηση, ίσως και ευτυχώς, όχι εντυπωσιακή, αλλά ατόφια, αληθινή, έχει μια εσωτερικότητα, είναι ποίηση ψυχής και καρδιάς και είναι καταχωρισμένη σε τέσσερεις ενότητες, εποχές: ήτοι Εποχή πρώτη: μετόπωρον, Εποχή δεύτερη χειμών, Εποχή τρίτη έαρ, Εποχή τέταρτη θέρος

Η Εποχή πρώτη μετόπωρον, αφιερωμένη στον πατέρα της, κεντρικό και κυρίαρχο πρόσωπο στη ζωή της και καθοριστικό στοιχείο, παράγοντα σημαντικό για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα και τη στάση ζωής της ποιήτριας, αφορά τη στενή, την καταλυτική σχέση της με τον πατέρα και αισθάνεται υπεύθυνη που εκείνος έφυγε από τη ζωή ανικανοποίητος, γιατί δεν άφησε «πίσω του Μνήμη Αρσενική», αρσενικό κληρονόμο του ονόματός του:

Τον πατέρα μου τον τυραννούσε μια έγνοια.
Κοιμήθηκε μ’ αυτήν.
.………
Φυσά μέσα μου εκείνη του
η ανάγκη,

να αφήσει πίσω του Μνήμη Αρσενική.

Το αντιλαμβάνεται, το κατανοεί, αλλά δεν μπορεί να αποδεχτεί ότι «ποτέ δεν ήταν αρκετή» για τον πατέρα της, ότι κάτι τέτοια έωλα κατάλοιπα της παράδοσης καταστρέφουν το παρόν. Πιο πολύ λυπάται για κείνον που δεν χάρηκε ό, τι του έδωσε η ζωή, την ίδια. Και ό, τι κι αν του πει εκ των υστέρων, «το λευκό μάρμαρο» τίποτα δεν ακούει. Μόνο τη νύχτα με τη σιγαλιά, στην απόλυτη μοναξιά, υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας:

Ακούω τη φωνή σου μέσα μου
….Κάθε που νυχτώνει μίλα μου….

Και συνεχίζει αναθυμούμενη τις όμορφες μέρες, μιλάει σε άλλο πρόσωπο για τα πρώτα χρόνια της ζωής της με τον πατέρα και αν είναι αυτή που είναι σ’ εκείνον το οφείλει και σε όσα εκείνος δημιούργησε για τα παιδιά του. Και αισθάνεται μεγάλη ευγνωμοσύνη. Κουβαλάει μαζί της όμορφες μνήμες από την παιδική της ηλικία:

Μεγάλωσα ανάμεσα σε κυκλάμινα,
με την λευκότητα της πέτρας
των φύλλων το ψιθύρισμα
……………..

Αν ο πατέρας μου ήταν άλλος
δεν θα μπορούσα να γίνομαι κύμα ζεστό
στα χέρια σου τώρα………
………….

Στο σπίτι που γεννήθηκα
όλοι παίζαμε με τα χώματα και φτιάχναμε τον κόσμο.
…………….

Αυτό που κρατώ είναι το τοπίο μου.
Και πάντα θα με ακολουθεί

Ακολουθεί η μετάθεση των διαπροσωπικών σχέσεων και των συναισθημάτων από τον πατέρα σε άλλο πρόσωπο, στο σύντροφο και η μετάβαση στη δεύτερη Εποχή χειμών. Και είναι ο βαρύς χειμώνας της καρδιάς, «η έξωση της αφής», η ώρα της διακριτικής αποχώρησης, η ανεπίδοτη επιστολή, η προσπάθεια της ποιήτριας να δώσει τον ορισμό της αγάπης, μα δεν τη βρίσκει πουθενά, εκτός από τη σκέψη:

Αν ήσουνα, θα το ήξερα.
Ίσως η σκέψη μόνο υπήρξε.
…….

Εκείνος που ορίζει το παιχνίδι,
είναι βέβαιο πως θα χάσει.
Στην πιθανότητα στηρίζεται η αγάπη.

Αλλά η αγάπη είναι όνειρο, άπιαστο πουλί,. Και ο κρύος χειμώνας της καρδιάς είναι βαρύς, μια ατελέσφορη, απροσδιόριστη ανείπωτη μοναξιά που λειτουργεί με τους δικούς της κανόνες, βουβή κι ανέκφραστη επιβάλλεται με την καταλυτική της δύναμη:

Δεν έχει λόγια η μοναξιά.
Σκίζει τους τοίχους, μπερδεύεται στα χώματα,
γίνεται λάσπη και κολλά στο δέρμα,
απλώνεται στο σώμα το βυθομετρά.
………………………..

Έπαψα να ακούω φωνές·
ακούω μόνο ένα μικρό ρυάκι,
που μέσα μου κυλά.
Και με πηγαίνει
πίσω από τις κουρτίνες,
μ’ ένα φιλί στα χείλη,
που περιμένει ακόμη
-εσένανε-

Σημασία έχει πόσα μπορεί ο άλλος να σου δώσει, πόσα μπορεί, όχι πόσα και τι θέλεις, τι περιμένεις από τον άλλο, ποιες είναι οι προθέσεις του άλλου και οι αντοχές, η αγάπη δεν είναι απλή υπόθεση, απαιτεί θυσίες. Έχοντας αποκτήσει αυτήν τη γνώση η Άντζελα Γεωργαντά, αρκείται στα απλά: στο άγγιγμα, στα λόγια της σιωπής, σ’ ένα παράφορο φιλί, σε χάδια ηλεκτρισμένα, σε ό, τι έχει σχέση με το δέρμα και γίνεται αντιληπτό, και δεν μπερδεύει τα όνειρα με τις ψευδαισθήσεις. Και καταλήγει καθώς τελειώνει κι ο χειμώνας:

Μίλα μου
καθώς σκορπάμε στον αέρα,
την ώρα που ξεθηλυκώνονται οι ενοχές,
τότε που χώμα είμαι και συ νερό
και ρίζα δεν υπάρχει.
Τότε ν’ ακούω θέλω,
όχι ποιος είσαι,
όχι τι θέλεις.
Αλλά τι μπορείς.

Ξέρει πια τι θέλει και τι μπορεί να περιμένει από τον άλλο. Ξέρει το χρώμα της αγάπης, την επίφαση. Και με αυτή την προϋπόθεση ως ξεκάθαρη θέση περνάει στην άλλη εποχή, στο έαρ, στην εποχή των προσδοκιών. Ωστόσο κάθε απόπειρα πέφτει στο κενό, όλα τα όνειρα γκρεμίζονται, αναποδογυρίζεται ο κόσμος της γυναίκας και μεταβάλλεται σ’ ένα υπάκουο, άβουλο ον:

Θέλω να συμμορφωθώ.
Να υπακούω σε όλους τους κανόνες ηθικής.
…..Θάλω να είμαι
γυναίκα εστεφανωμένη,
σε κάδρο ασημένιομ’ ένα στεφάνι στολισμέρνο τριαντάφυλλα

και υάκινθους
γυμνά από αγκάθια.
Θέλω να βαπτιστώ γυναίκα,
τη μοίρα μου να ασπαστώ
πανάρχαια,
βγαλμένη από τα έγκατα της γης.

Και τότε είναι που ξυπνάει μέσα της η οργισμένη, η αρχέγονη γυναίκα, σκίζει τις ενοχές που βάζουν φραγμούς στη θέλησή της. Αυτή η δύναμη την κάνει να βγει από το σώμα, να γίνει μια εκδικήτρα Κλυταιμνήστρα, η Λίλιθ, άτομο με αξιώσεις, έχει απαιτήσεις, έμαθε πως χρειάζονται αγώνες για να επιβάλει τα θέλω της. Το δικό της, το ατομικό, εσωτερικό δράμα παίρνει καθολικότητα. Και, καθώς θα πετάξει από πάνω της τη γυναίκα χωρίς θέληση, το άτομο της υποταγής που της «φόρεσαν» οι αιώνες ως μοναδική αποστολή, χωρίς φόβο, αλλά με πάθος θα στραφεί θαρρετά στο σύντροφό της, στον άντρα που ως πατέρα λάτρεψε και της έμαθε να είναι πιστή και υπάκουη, τρυφερή, αλλά άβουλη, θα πει θαρρετά, τελεσίδικα:

Εγώ είμαι η Λϊλιθ, ακριβέ μου.
Ανυπότακτη. Από χώμα.
…Φύσηξε μέσα μου το κάλεσμα της φύσης…
…Είμαι η Λίλιθ,
εξορισμένη από τον κήπο της Εδέμ,
….Εγώ είμαι η Λίλιθ,
δεν με θυμάται κανείς,
στάθηκα ίση σου,
ταυτόχρονα μας γέννησε το φως,
δεν σε φοβόμουν ούτε θέλησα να σε πλανέψω.
Είμαι η Λίλιθ,
Ελεύθερη.

Για να μην πει: είμαι ο δαίμονας, το ξωτικό», η εκδικήτρα, η τιμωρός. Προτιμάει να είναι η σηματωρός του καλού, του καινούριου κόσμου που σίγουρα θα ανατείλει, δεν μπορεί να πάνε στράφι τόσοι αγώνες, τόσο αίμα που έχει χυθεί.

Αφού ξεπέρασε με ήλιο και με αέρα και με βροχή τις τρεις εποχές, βγαίνοντας από τα πεσμένα φύλλα, φυλλορροώντας και ίδια, αναγεννημένη πια, ώριμη, ωραία, δυνατή και ως εκ τούτου, και κυρίως, ελεύθερη να κάνει τις επιλογές της, είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τη ζωή, όχι όμως όπως την προόριζαν οι άντρες που κυριάρχησαν ίσαμε τότε στη ζωή της και διαμόρφωσαν όπως τους συνέφερε τη μοίρα και τη θέση της αλλά με τον τρόπο που θεωρεί σωστό και δίκαιο εκείνη. Και να σταθεί δίπλα στον άντρα ως ίση προς ίσον! Τώρα είναι η τέταρτη εποχή της καρποφορίας:

Εποχή τέταρτη χειμών.

Ωστόσο, δεν είναι διατεθειμένη να αλλάξει τους ρόλους και να γίνει εκείνη ο δυνάστης του άλλου, αλλά να του δείξει τον άλλο δρόμο, αυτόν της ισότητας, να του μάθει την αγάπη, το πιο βασικό στοιχείο, που –πρέπει να- αποτελεί τον θεμέλιο λίθο κάθε οργανωμένης κοινότητας, τον συνδετικό κρίκο μεταξύ δύο ατόμων και – πρέπει να- διέπει τις διαπροσωπικές σχέσεις των μελών κάθε κοινότητας και κάθε κοινωνίας ατόμων που συμβιούν, συνυπάρχουν και συνεργάζονται. Δεν πρόκειται να θυσιάσει ό, τι απόκτησε περνώντας «δια πυρός και σιδήρου: Να αφήσει να φιμώσουν τη φωνή της! Και προτρέπει να σταματήσουν οι άνθρωποι τις κραυγές, να ηρεμήσει ο κόσμος, να κοιτάξουν κάτω από τα πόδια τους τη Γη που μας τρέφει, να μην σκορπούν λόγια στον αέρα, να σεβαστούν τη σιωπή, να μάθουν και να ακούνε:

Μη σπάτε τη σιωπή
είναι ημέρες επικίνδυνες.
Οι άνθρωποι κρύβουν στις φλέβες τους
το χάος.
Μην τους μιλάτε,
στα δόντια τους σφίγγουν μαχαίρια,
τις νύχτες δεν κοιμούνται πια,
Μην σκορπάτε τις λέξεις,
καρφώστε τες
στο χώμα
να θεριέψουν.

Έχει πολλά να πει η Άντζελα Γεωργοτά, και θα τα πει, ας είναι και από σύμπτωση. Οι συμπτώσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή μας. Και η συνάντηση δύο ανθρώπων που ερωτεύονται είναι μια ίσως ευλογημένη σύμπτωση, έστω κι αν δεν διαρκεί. Ο έρωτας είναι άστατο, πανούργο, κακομαθημένο «παιδί», έρχεται με ορμή, δημιουργεί αυταπάτες ευτυχίας κι όπως ήρθε απρόβλεπτα, εξαφανίζεται. Η αγάπη μένει. Ο έρωτας δημιουργεί ψευδαισθήσεις και πρόσκαιρες ελπίδες, ωστόσο για την Άντζελα Γεωργοτά:

Όλες τις εποχές του έρωτα
οι άνθρωποι αποφασίζουν να χωρέσουν στα χέρια τους
τις ακτίνες του ήλιου,
να γίνουν ο λωτός που αποκοιμίζει τη βίαιη της νύχτας
εισβολή
και να αποσύρουν κάθε βεβαιότητα.
……………………………..

Ήμουν μονάχα έτοιμη για το χειμώνα
και αυτό το λίγο φως μου φάνηκε η ώρα της αγάπης.
Και με «αυτό το λίγο φως», το πρώτο της ποιητικό βιβλίο, η Άντζελα Γεωργοτά αθόρυβα, λιτά, σεμνά και ταπεινά, με χαμηλούς τόνους, με καθαρά ελληνικά φτιάχνει ποιητικά σύνολα που κάνουν υπολογίσιμη την παρουσία της στο χώρο της σύγχρονης ελληνικής ποιητικής πραγματικότητας.

.

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

tvxs/biblio /1/1/2017

Έμφυλη ποίηση για την αγάπη

Ο έρωτας και η αγάπη αποτελούν τα πλέον κοινά θέματα στην ποίηση με ηλικία που χάνεται στα βάθη της ελληνικής ποίησης. Συνήθως έχουν έναν βιωματικό χαρακτήρα ή άλλοτε έναν απρόσωπο υπαρξιακής φύσης χαρακτήρα με εμφανή έμφυλα χαρακτηριστικά. Σε αυτή την οδό τη δική της επέκταση κάνει και η Άντζελα Γεωργοτά με την ποιητική συλλογή «στην πιθανότητα στηρίζεται η αγάπη» (Γαβριηλίδης, 2016).

Τα εμφύλα χαρακτηριστικά της ποιητικής της είναι εμφανή σε αρκετές συνθέσεις (ο ορισμός της αγάπης, η τέχνη της παράστασης, γυναίκα, δήλωση νομιμοφροσύνης, Λίλιθ, ενδέκατη εντολή). Μολονότι η συλλογή σε μία επιπόλαιη ματιά μοιάζει με ποιήματα περί έρωτος, στην πραγματικότητα αναδεικνύουν τον γυναικείο έρωτα με τη ρομαντική του διάσταση και κορώνες υψίφωνες που διεκδικούν την ελευθερία της γυναίκας στην αγάπη δίχως υποτιμητικά σχόλια ή κοινωνικά κατακραυγή (όταν η γυναίκα ερωτεύεται, η μοιρασιά, περί τυχαίων συμβάντων).

Πρόσωπα από τη μυθολογία (δήλωση νομιμοφροσύνης, κάθε άνδρας μαθαίνει την αγάπη, περί ονείρων) ή τη λογοτεχνία (Αννα Αχμάτοβα, Λίλιθ) ή την ιστορία (Υπατία) εκφράζουν ακριβώς αυτή την θηλυκή κεντρικότητα ως εύληπτα σύμβολα. Η ποιήτρια τα αξιοποιεί τόσο με το συμβολικό τους βάρος όπως αυτό διαμορφώθηκε στην κοινωνική αντίληψη στους αιώνες (Πηνελόπη, Κλυταιμνήστρα), αλλά ταυτόχρονα τα εκθέτει και σε μία νέα λογική ως ήρωες-πρότυπα της γυναικείας ελευθερίας. Την ίδια στιγμή δίνουν μία διαχρονική βαρύτητα στον ερωτικό υποβιβασμό της γυναίκας.

Η ποιήτρια αναζητά το ρόλο της γυναίκας σε μία σεξιστική κοινωνία (κάθε άντρας μαθαίνει την αγάπη) διατρανώνοντας την ελευθερία στον έρωτα (Λίλιθ) αρνούμενη την κοινωνική απαξίωση (γυναίκα, ενδέκατη εντολή, δήλωση νομιμοφροσύνης, μία προέκταση του πνιγμού).

Καθώς, η συλλογή διακρίνεται σε τέσσερις ενότητες, τις τέσσερις εποχές της αγάπης και του έρωτα αρχίζοντας από το φθινόπωρο (κι όχι την άνοιξη ή το θέρος), οφείλουμε να διακρίνουμε την πρώτη ποιητική ενότητα, το μετόπωρον (που ταυτίζεται με το φθινόπωρο). Εδώ η αγάπη δεν έχει ούτε έμφυλα ούτε ερωτικά χαρακτηριστικά. Είναι ποίηση πένθους με κεντρική αναφορά στον θάνατο του πατέρα.

Μνήμες και υποθετικές διάλογοι αποκαλύπτουν τη βαθιά συναισθηματική σχέση με τον πατέρα. Το πένθος ως μνήμη κυριεύει το ποιητικό υποκείμενο μέσα από την υπαρξιακή διαδρομή της αναπόλησης και του αδιεξόδου της απουσίας. Η θλίψη δίνει τη θέση της σε ένα αλληγορικό συναίσθημα απώλειας που περισσότερο τείνει προς τη μελαγχολία μέσα από την αξιοποίηση του σαρκασμού και την υπαρξιακή αγωνία του ζώντος. Το ενδιαφέρον μεταφέρεται από τον εκλιπόντα στο ζων υποκείμενο που βιώνει την απόγνωση και τη μοναξιά, τη φθορά, τη μνήμη και το χρόνο, δίχως ίχνος διάθεσης παρηγοριάς και θεραπείας.

Η έκφραση της Γεωργοτά Κινείται πέρα από τις “έτοιμες” φόρμες που κληροδότησε η ερωτική ποίηση. Διακρίνεται από την αμεσότητα σαν να επρόκειτο για ανεκπλήρωτες φιλικές επιστολές. Το πρωτοενικό υποκείμενο -που ταυτίζεται με τη δημιουργό- απευθύνεται στο αντικείμενο της αγάπης ή άλλοτε “καταγράφει” εμπειρίες. Η γραφή της είναι συνειρμική (περί μιας ανείπωτης υπόσχεσης, απόπειρες, προσοχή εύθραυστον, δήλωση νομιμοφροσύνης, περί ονείρων, άτιτλο) με υπερρεαλιστικές συχνά επιρροές (υπάρχουν αποδείξεις, Υπατία, κάθε άντρας μαθαίνει την αγάπη, δεύτερη πτώση) ή με πλούσιο μεταφορικό λόγο (έξωση, φόβος της αριθμητικής, χειρονομία του μυαλού).

Ελεγχόμενες δόσεις ρομαντισμού διαποτίζουν της σύνθεσης ισορροπώντας με ένα αίσθημα ερωτικής απογοήτευσης. Το ρομαντικό όνειρο (δήλωση νομιμοφροσύνης) συνυπάρχει με τις δυσκολίες της αγάπης και της κοινής ζωής (προσοχή εύθραυστον, γυναίκα, επέμβαση χειρουργική). Έτσι η Γεωργοτά δεν εξιδανικεύει τον έρωτα αλλά εκθέτει ακόμα και τον πόνο για την αγάπη (ο κύκλος της αυτοεκτίμησης, παιχνίδια ζωγραφικής, αντί, ορθολογικός χωρισμός, δεύτερη πτώση) πάνω στα κύματα της μνήμης (Υπατία, η τέχνη της παράστασης, ανεπίδοτη επιστολή, αιωνιότητα, σκέψεις για τη διάρκεια του έρωτα) ή τη μοναξιά (μέχρι να έρθεις).

Είναι ιδιαίτερα ευχάριστο να βλέπουμε δημιουργούς που αγγίζουν μία θεματική με μία ενιαία αντίληψη κι όχι μέσα από αποσπασματικές συνθέσεις. Τα πολλά πετραδάκια μπορούν με συνδετικό υλικό την επεξεργασία και τη σύλληψη μία ιδέας να δημιουργήσουν ένα πρωτότυπο ποιητικό ψηφιδωτό και να ξεφεύγει πειραματικά και δημιουργικά από τις σταθερές που άλλοι όρισαν.

2 σκέψεις για το “ΑΝΤΖΕΛΑ ΓΕΩΡΓΟΤΑ”

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.