Η Ελένη Τζαγκαράκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Η καταγωγή της είναι από το Ρέθυμνο. Σπούδασε τη θεατρική τέχνη στη σχολή του Πέλου Κατσέλη, και στο Εθνικό Ωδείο κλασικό τραγούδι. Το 2018 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μετρονόμος η πρώτη της ποιητική συλλογή “Καταχωρίσεις”. Συμμετείχε επίσης στην ποιητική ανθολογία των εκδόσεων Μετρονόμος Είναι έρωτας (2025).
Η «Οβερτούρα» (Μετρονόμος 2025) Είναι η δεύτερη ποιητική της συλλογή.
.
.
ΟΒΕΡΤΟΥΡΑ (2025)
ΟΒΕΡΤΟΥΡΑ
Συμπάθα με που άφησα
το σύννεφο να ξηλώσει
το άσπρο σου πουλόβερ,
το τύλιξε κουβάρι και γκαστρώθηκε.
Κι ο ουρανός, ο ουρανός
αφήνει σημάδια διάφανα.
Είσαι γυμνός, άλμα μπροστά σου.
Η θάλασσα, πανώριος
σε αέρα, γη και νερό
να βυθιστείς να σπείρεις.
Συμπάθα με σε μοίρασα
να μοιάσουν από σένανε
οι ομορφιές του κόσμου.
ΑΝΑΠΑΛΑΙΩΣΕΙΣ
Ακούω μουσικές,
αναπαλαιώνω τα όνειρα
σαν έμπειρος τεχνίτης,
ό,τι χαλάει δεν είναι για πέταμα,
αρκεί να βρεις τον τρόπο
να αλλάξεις χρήση.
ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΜΟΥΣΙΚΗ
Αχ αγάπη μου, πώς ξεψυχάς
στις γραμμές της παλάμης μου;
Θα ασημώσω να σε αναστήσω.
Με μουσική του δρόμου θα σε ντύσω.
Σου δίνω κόκκινο δώσε μου
την ωχρή καρδιά σου.
ΤΥΦΛΟ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ
Έσκασε σαν ηλιοτρόπιο
το κακό σπυρί.
Με τύφλωσε το κίτρινο,
έκρυψα τα μάτια μου
με την παλιά εφημερίδα
που κρατούσα,
ετοιμαζόμουν να γυαλίσω τα ασημικά.
Σαν ηλιοτρόπιο έσκασε
το κακό σπυρί κι εγώ δεν έχω
γάζες, δεν έχω σουλφαμίδα.
Πάνω που ετοιμαζόμουνα
να γυαλίσω τα ασημικά.
Χρόνια μάζευε αυτό το κίτρινο
κι εγώ έραβα τα κουμπιά
στα πουκάμισά σου που κρέμονταν αφόρετα.
Έσκασε σαν το ηλιοτρόπιο,
πάνω που ετοιμαζόμουνα
να γυαλίσω τα ασημικά.
ΑΦΥΛΑΚΤΕΣ ΣΤΟΕΣ
Μυρίζει βροχή, η αδρεναλίνη
πιέζει τη στρόφιγγα, το σώμα
σαν φίδι απλώνει και ξηλώνει
κάθε επίκτητο, ριγεί.
Ανεμοδούρα ο νους σκορπίζεται
σε αφύλακτες στοές ανθρακωρύχων.
Τεμαχισμένη η ηδονή μοιράζει εύφλεκτο
υλικό να πυρπολήσει σώμα κι αρτηρίες.
Συσπώνται οι μύες, το σχήμα
δραπετεύει, εκσπερματίζει σαν λάβα.
Ίδια χρώματα ουράνιου τόξου.
ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ
Αν σκοντάψεις επάνω στα χρώματα
και πληγωθείς, μη δέσεις την πληγή σου.
Άσε την ανοιχτή να γίνεις κήπος ολάνθιστος.
Όλα στα κρυφά.
Κρυφά ήθελε να γλιστρήσει
στον χρόνο που σάρωνε φιλιά
απ’ τα περβόλια, έφτιαχνε ζωγραφιές
και κόλλαγε την τσίχλα πίσω στο αυτί.
Κρυφά ήθελε να γλιστρήσει
στην πεσμένη κάλτσα, λουστρίνια σκαρπίνια,
ιώδιο στο γόνατο απάνω στην πληγή.
Κρυφά ήθελε να γλιστρήσει
στη χωρίστρα που μύριζε λεβάντα,
να γίνει τόπι, που έσκαγε στη μάντρα.
Ήθελε να γενεί τραγούδι
στα χρόνια που έκοβε βόλτες
με μόρτες παιδιά σαν στρατιώτες.
Κρυφά ήθελε να γλιστρήσει,
κρυφά να δακρύσει,
κρυφά ήθελε να πει
πώς ήταν τότε και τώρα… Εκεί.
ΕΜΠΟΛΕΜΗ ΖΩΝΗ
Στην έξαρση του μεσημεριού
το καλοκαίρι ξερνάει φωτιές από το στόμα
σκάνε σαν λάβα στα άσπρα ντουβάρια,
εκεί που λικνίζονται οι φαντασιώσεις
ενός έρωτα δραπέτη.
Εκείνος βυθίζεται στο απέραντο,
προκαλεί παλίρροιες,
σπάει τις αντιστάσεις,
εξερευνά θαλάσσιες σπηλιές,
ανοίγει τα όστρακα, γλύφει με τη γλώσσα,
ύστερα αναδύεται νικητής.
Τι κι αν έχει πόλεμο;
Τι κι αν έχει ειρήνη;
Αυτός είναι πανίσχυρος.
ΟΜΟΡΦΟ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΑΣ
Ταξίδι ήταν τα όνειρά μας,
στις αγκαλιές μας το νανουρίζαμε.
Ήταν που νύσταζες, ακουμπούσες
στον ώμο μου, το λεωφορείο μάς γύριζε
στο σπίτι μας, ταξίδι ήταν.
Το λουλούδι που βρίσκαμε
στο πεζοδρόμιο, σαν από κάποιο χέρι,
έπεσε, ταξίδι ήταν.
Τόσα σ’ αγαπώ, σαν καθαρίζαμε
τα ρόδια και έβαφαν τα δάχτυλά μας,
ταξίδι ήταν.
Το παραμύθι εγώ το άρχιζα,
έδινες εσύ το τέλος.
Να προσέχεις λέγαμε ο ένας στον άλλον
κι έσμιγαν οι μυρωδιές μας,
ταξίδι ήταν.
Η πόρτα που έκλεισες,
η πολυθρόνα που σωριάστηκα,
οι φωτογραφίες που σκόρπισαν,
ταξίδι ήταν.
Το πιο όμορφο ταξίδι του κόσμου.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΣΤΕΛΛΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ
texnesonline.gr 15/10/2025
Πόσο όμορφο είναι όταν αγγίζει κανείς τις εικόνες που ονειρεύεται, όταν ταξιδεύει μαζί τους νοητά, όταν φτάνει με τη βοήθειά τους ως εκεί που επιδιώκει να φτάσουν ο νους και η ψυχή του! Πόσο όμορφο είναι όταν διαβάζει τις εικόνες αυτές κι όταν θαρρεί πως κάποιο θαύμα συντελείται την ώρα εκείνη, όταν ο λόγος βρίσκει τρόπο μαγικό να μεταφέρει τη σκέψη του στο ποθητό, αυτό που τόσο όμορφα περιγράφεται μέσα απ’ τις λέξεις του σαν ρεμβάζουν τοποθετημένες επιδέξια η μία δίπλα στην άλλη! Αυτό ακριβώς επιχειρεί να καταφέρει κι η ποιήτρια Ελένη Τζαγκαράκη συστήνοντας στον αναγνώστη της τη δεύτερη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οβερτούρα» που κυκλοφορεί εδώ και λίγους μήνες από τις εκδόσεις «Μετρονόμος».
Στο ομότιτλο ποίημα της συλλογής της, που ανοίγει ουσιαστικά τις πύλες του δικού της εσωτερικού κόσμου, ξεδιπλώνει τις ποθητές της εικόνες, τις οποίες και τοποθετεί στα μάτια του αγαπημένου της.
«Συμπάθα με σε μοίρασα
να μοιάσουν από σένανε
οι ομορφιές του κόσμου» (Σελίδα 7)
Νοσταλγία αποπνέουν τα ποιήματά της, γαλάζιο του ουρανού φορούν για ρούχο τους και αύρα θαλασσινή ευωδιάζουν. Μέσα απ’ τις μνήμες της η ποιήτρια καρπώνεται ξανά τον έρωτα κι έτσι βρίσκει σημαντικό λόγο για να συνεχίσει να ζει. Οι επιθυμίες της ριζώνουν στης ψυχής της το πέλαγο κι έτσι βρίσκουν τρόπο να αντέχουν τη στέρηση της πράξης. Μέσα από μουσικές διαπερνά τη ζωή της ολόκληρη αναπαλαιώνοντας όνειρα ξεθωριασμένα, προκειμένου να βρουν μια νέα χρήση για να παραμένουν ενεργά, αυτή που απεγνωσμένα γυρεύουν εδώ και καιρό.
Η ποιήτρια αναπολεί ξανά και ξανά τα κρυμμένα σχέδια της ζωής της που ποτέ δεν επιτεύχθηκαν. Πριν προλάβει η φωτιά τους να ξεψυχήσει, ωστόσο, ορμά κατά πάνω τους με φόρα σαν πεθυμιά, για να αναστήσει ό,τι δεν πρόλαβε η χαρά τους να δώσει. Με τη βοήθεια πάντα της μουσικής αναπολεί. Κι έτσι συνεχίζει να ζει.
Παραληρεί η ψυχή της, εξομολογείται, καθώς αναλογίζεται τα χρόνια που έφυγαν. Είναι πλέον εικόνες που κάποτε ευώδιαζαν ζωή, νιάτα, προσδοκίες, επαναστατικές σκέψεις, τόλμη και ορμή. Μελαγχολεί ξανά σαν παραδέχεται πως η δική της επανάσταση δε βάφτηκε με κόκκινο χρώμα, δεν κραύγασε, δεν έγινε αισθητή. Ίσως, γιατί συνειδητοποιεί ότι η δική της παρουσία στον κόσμο ήταν πάντοτε λευκή, τα όνειρά της διάφανα, τόσο πολύ μάλιστα που ακόμα γαργαλάνε τον νου της, παρά τα χρόνια που έφυγαν και έφθειραν τη φωτεινή γεμάτο ζωή υπόστασή τους.
Η ποιήτρια μιλά θαρρετά και για τον έρωτα. Τον περιγράφει και τον προσδιορίζει.
«Δεν έχει ο έρωτας
περίστροφο, καλέ μου.
Τόξο έχει και σημαδεύει
ανάμεσα στα μάτια
του ώριμου μήλου» (Σελίδα 16)
Κι έπειτα επιστρέφει στο όνειρο, το παράλογο, το εξωπραγματικό, το άκρως συμβολικό και φλύαρο.
Είναι φανερό ότι η Ελένη Τζαγκαράκη έχει πολλά να δώσει και να πει μέσα απ’ τα ποιήματά της. Χείμαρρος συναισθημάτων οι στίχοι της, μια μετρημένη ευαισθησία ο μεστός λόγος της, ο γεμάτος εικόνες, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο ευωδιαστός, ο μελωδικός και άκρως τρυφερός και ρομαντικός, ο γεμάτος ελπίδα και πόθο μαζί, ο υπαινικτικός, περιεκτικός μα και τόσο υπέροχος.
Η ποιήτρια δίνει έμφαση στον χρόνο θέλοντας να διαιωνίσει τη μνήμη. Στον χρόνο που φεύγει εστιάζει περισσότερο και στη μνήμη που ξεθωριάζει εξαιτίας του. Έπειτα, δίνει έμφαση και στην ελπίδα, που ακόμα στέκει εντός της δυνατή για να στηρίζει με τα όπλα της το πλάνο του ονείρου.
«Τόσο που θέλω να βολέψω
την ισχνή μου ύπαρξη
αλλά εκείνη η σπίθα
που την πατώ, δε σβήνει.» (Σελίδα 25)
Η ποιήτρια κατόπιν αποκαλύπτεται περισσότερο. Η μοναξιά τη στοιχειώνει από παντού, ομολογεί. Δεν την αντέχει. Χρόνια ολόκληρα διαπιστώνει πως τη στενεύει σαν ρούχο δανεικό, σαν το ένα και μοναδικό της, που το φορά χωρίς να έχει τη δυνατότητα αλλαγής.
Γροθιά στο στομάχι αποτελούν τα ποιήματά της, δάκρυα ποτίζουν την ψυχή του αναγνώστη, απόγνωση καθρεφτίζουν, παραίτηση μα και παραδοχή. Τίποτα δεν κατάφερε να αλλάξει το παρόν της, όσο κι αν το προσπάθησε όσο κι αν κρυφά πολύ το επιθυμούσε. Τώρα τα πάντα συνειδητοποιεί πως τα κυριεύουν η θλίψη της μοναξιάς και η φθαρμένη ανάμνηση. Σαν μια αγάπη τα αισθάνεται που έσβησε πριν καν φωτίσει, που πέθανε προτού προλάβει να ζήσει, που επιχείρησε να κλωνοποιηθεί, μα που όμως δεν τα κατάφερε. Κι έμεινε μονάχα η σκέψη της να ξαγρυπνά και να αναλογίζεται εκείνα που έφυγαν ανεπιστρεπτί, μα κι εκείνα που ποτέ της δεν ήρθαν.
Η ποιήτρια μιλά έντονα και για την απώλεια. Αυτή προκαλεί τη μοναξιά, διαπιστώνει, αυτή είναι υπαίτια που το όνειρό της παρέμεινε όνειρο χωρίς να εκπληρωθεί, που το τέλος δόθηκε στα ξαφνικά για λογαριασμό της, που η πόρτα έκλεισε απότομα εντός της, που οι φωτογραφίες σκόρπισαν μετά τη φυγή του ποθητού, που έμεινε το κενό να σακατεύει την ψυχή της διακόπτοντας βίαια το όμορφο ταξίδι μιας αγάπης που πια απόμεινε ανάμνηση και στεναγμός, που η προσευχή έμεινε το μόνο στήριγμα για να προστατεύει την ελπίδα μιας άνοιξης που ίσως κάποτε φανεί και πάλι μπροστά της.
«Η πόρτα που έκλεισες,
η πολυθρόνα που σωριάστηκα,
οι φωτογραφίες που σκόρπισαν,
ταξίδι ήταν.» (Σελίδα 36)
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η ελευθερόστιχη και ολιγόστιχη ποίηση της Ελένης Τζαγκαράκη είναι μια ποίηση καθαρά μοντέρνα και συμβολική, ρομαντική και υπαινικτική, μια ποίηση που διέπεται από μια βαθιά εσωτερικότητα, από μια έντονη ψυχική διάθεση για εξομολόγηση, από μια διαρκή μελαγχολία, αλλά και θλίψη, απογοήτευση, απαισιοδοξία και μοναξιά, παράγωγα του ανεκπλήρωτου μιας αγάπης που χάθηκε και που η απώλειά της γέμισε με πληγές την ψυχή και μεγέθυνε δραματικά το αίσθημα της νοσταλγίας του χθες. Τα έντονα στοιχεία της φύσης, τα επαναλαμβανόμενα μουσικά μοτίβα, η επιτηδευμένη ασάφεια στα νοήματα λειτουργούν ενισχυτικά στην πραγμάτωση της προσδοκίας της ποιήτριας που είναι αν μη τι άλλο η διέγερση της φαντασίας του αναγνώστη και η επιτυχής συμπόρευσή του στο δικό της ποιητικό ταξίδι.
Μια ποιητική συλλογή που αξίζει οπωσδήποτε να διαβαστεί. Ας είναι καλοτάξιδη!
.


