ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ

Ο Σταύρος Θεμιστοκλέους γεννήθηκε στη Λάρνακα της Κύπρου όπου και ζει. Σπούδασε στο Salford University του Manchester Χρηματοοικονομικά και εργάζεται σε ιδιωτική εταιρεία. Παρακολουθεί εδώ και πέντε χρόνια τα Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής και Ανάγνωσης της ποιήτριας και δοκιμιογράφου Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου. Ποιήματα και πεζά κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί στην ανθολογία Συν(γ)ραφές, εκδόσεις «Τεχνοδρόμιον» 2018. Αντίστοιχα, πεζό κείμενό του έχει δημοσιευτεί στο κυπριακό λογοτεχνικό περιοδικό «Διόραμα». Η συλλογή «Όρθιες στέκονται μόνο οι μαριονέτες» (εκδόσεις Ρώμη, 2025) είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.

.

.

ΟΡΘΙΕΣ ΣΤΕΚΟΝΤΑΙ
ΜΟΝΟ ΟΙ ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ (2025)

ΚΛΑΣΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑΣ

1/4
Φτάνω νωρίς το πρωί όπως παλιά
στο μοναδικό σημείο που μεγάλωσα.
Ακριβό ρολόι στο δεξί.
Μια αυλή γεμάτη αγριόχορτα.
Το δάπεδο σκληρό
με ξεραμένο αίμα
απ’ τα γδαρμένα μας γόνατα.
Παράθυρα μισάνοιχτα
καταρρέουν στο έλεος του καιρού.
Η γκρεμισμένη στέγη
υποδέχεται τη βροχή σε σάπια θρανία
– κάποτε μάθαινα το Άλφα και το Ωμέγα –
Το κουδούνι ηχεί στ’ αυτιά μου
και τα μάτια μου καρφώνουν
τον γυρτό κορμό του δέντρου
που έδωσα το πρώτο φιλί.
θα ήταν όλα υπέροχα, αν
– αντί για το προπατορικό αμάρτημα –
φιλούσα την Εύα.

ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ

Πέταξέ με στα σκουπίδια.
Εκεί θα βρω των αρουραίων θησαυρούς.
Βρωμάει ξινίλα απ’ το ληγμένο γάλα
μιας μάνας που δεν γέννησε.
Μουσκεμένα μαντίλια από λόγια σάπια
τροφή έγιναν για σκύλους.
Παλιές επαναστάσεις
τρύπια ρούχα μιας άλλης εποχής
σκισμένα χαρτιά
μουντζουρωμένα με στίχους
σπασμένες φωνές που βράχνιασαν
να τους τραγουδούν.

Πέταξέ με στα σκουπίδια
να χαϊδέψω τη γάτα της απραξίας.
Εκεί, τα μάτια βλέπουν καλύτερα
στο σκοτάδι.
Να σφίξω στην παλάμη μου
το περιτύλιγμα καραμέλας αδοκίμαστης
να νιώσω τον πόνο
ενός μικρού θανάτου
πάνω σε ξεθωριασμένα σεντόνια
να πάω βόλτα τον χρόνο
με σκουριασμένο ποδήλατο.

Πέταξέ με στα σκουπίδια
εκεί που ό,τι δεν έγινε
ανθίζει.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΗΛΙΟΛΟΥΣΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

Περιπλανιέμαι στην πόλη
όπου γεννήθηκα.
Γκρίζα είδωλα ο κόσμος.
Άσπρες και μαύρες εικόνες
ανοίγονται μπροστά μου
μα εγώ μυρίζω χρώματα
μυρίζω κίτρινο και μπλε.
Με την ουρά στα σκέλια κρύβομαι
προσεύχομαι
το τέλος της ημέρας
να φτάσει μ’ ένα χάδι.

Δεν συνηθίζεται η μοναξιά.
Σε χτυπά σαν αμάξι.
Δεκάρα δεν δίνει για σένα.
Ένα κουφάρι είμαι.
Η ζέστη με καθιστά αναγκαίο ταφής
μα άφαντο το χώμα.
Λιώνω.
Ένα με την άσφαλτο γίνομαι.

TO ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟ

Μου αρέσει να κοιμάμαι με θόρυβο.
Εκεί στο πλάι που σκάει ο ήχος
αναδύεται το όνειρο.
Συνεχίζω να κοιμάμαι να το ζήσω
και αντ’ αυτού πνίγομαι.

0 κόσμος κινείται πλέον ανάποδα.
Κενό που ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί
μας χωρίζει.
Τα πάντα αλλάζουν.
Καμιά προειδοποίηση.
0 γκρεμός περιμένει.
Δεν θέλω να τον απογοητεύσω.
Στέκομαι στην άκρη.
Κι αν προχωρήσω;
Πού οδηγεί;
Κατάντια το σκοτάδι.

Κάτι μου διαφεύγει.
Η πραγματικότητα πλαστή
κι εγώ δοχείο
από αδέξια χέρια φτιαγμένο
περιμένω το θαύμα
έντομο ετοιμοθάνατο
στον ιστό της αράχνης.

Τελικά, στον κύκλο της ζωής
εκπληρώνω τον σκοπό μου.
Γίνομαι τροφή.

TO ΛΕΥΚΟ ΠΑΓΚΑΚΙ

Ακούω και πάλι το βουητό.
Ξέρεις, αυτόν τον κόμπο ησυχίας
που ολοένα σφίγγει.
Επιχρυσωμένος και ακριβός
αντικαθιστά τη βαρύτητα
αιωρείται πάνω από καρπούς
που δεν είναι πια απαγορευμένοι.
Ακολουθεί τους δικούς του νόμους
με μόνη ποινή, το λιγότερο.

0 νικητής παραμένει ένας.
Οι ηττημένοι καταλήγουν προσκυνητές
στο ακατόρθωτο.
Κουρασμένοι αρνούνται να καθίσουν
στο λευκό παγκάκι.
Περιμένουν να φτάσουν στο επόμενο.
Κι ας υπάρχει ο κίνδυνος
να μην είναι λευκό.
Κι ας υπάρχει ο κίνδυνος
να μη βρουν το επόμενο.

Μοναχικό το σκηνικό.
Άφαντα τα περιστέρια
και ψίχουλα παντού.
Κανένας δεν μένει εδώ
χωρίς τη βαρύτητα.
Όρθιες στέκονται μόνο
οι μαριονέτες.

ΣΑΝ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Ευτυχώς την ξαναείδα.
Πλέον μόνο αυτήν κοιτάζω
δεμένη με λεπτό σχοινί στο μπαλκόνι.
Το έκανε ακόμα πιο μικρό
κι όμως χωρούσαμε.
Τι πανσέληνος!

Κάτω απ’ τα πέλματά μας
κυλούσε η νύχτα κανονικά.
Στον πρώτο μύριζε χλωρίνη
στον δεύτερο φαγητό
κόσμος έκανε βόλτες στη γειτονιά
και στον τρίτο εμείς.

Μείναμε να κρατάμε το σχοινί
μην τύχει και κοπεί
λες κι εξαρτιόμασταν
απ’ το φεγγάρι.
Από τον ήλιο θα ’πρεπε
– ελεύθερος και αυτόφωτος –
κι ας καίει από μακριά
η τελειότητα.

Η ΕΥΩΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Σήμερα μύρισα το πιο όμορφο ρόδο.
Πώς φύτρωσε στην άκρη του δρόμου;
Χωρίς δεύτερη σκέψη το έκοψα.
Το πήρα μαζί μου κι ας ήξερα.
Προς το παρόν απολαμβάνει τον ήλιο
στο νερό μαλακώνει τα αγκάθια του.
Περιμένει τα πέταλά του
να το αφήσουν κι αυτά.
Του λείπει άραγε ο δρόμος;
Η γάτα πάντως ούτε να το πλησιάσει.

Το βράδυ δεν κοιμήθηκα καλά.
Το ρόδο είχε ακόμα τη μυρωδιά του.
Η μέρα κυλούσε κανονικά
για όλο τον κόσμο.
Η γάτα έπινε απ’ το νερό του.

Κάθισα δίπλα του
για να μη μαραθεί
κανείς μας μόνος.

ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗΣ

Ένιωθα σαν ζώο
που τρώει το πόδι του
για να ξεφύγει απ’ την παγίδα.
Ξέφυγα όμως.
Δύσκολο πράγμα να προχωράς
με το ένα πόδι.
0 πόνος αβάσταχτος.
Ξέφυγα.

Η ουλή βαθιά
εκτείνεται πέρα απ’ τη σάρκα.
Τα μάτια βαριά
με δυσκολία κοιτάζουν επάνω.
Το μυαλό καρφωμένο στην παγίδα.
Η ψυχή ακόμα εκεί.

Κινούμαι αλλά ο δρόμος
δεν ξέρω πού οδηγεί.
Τι θα συναντήσω, άγνωστο.
Η επιβίωση αβέβαιη.
Η απώλεια εμφανής.
Με κοιτάζει επίμονα
μέσα απ’ τα δόντια
της παγίδας.

Ο ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ

Έχω έναν μεγάλο θυμό
για όσα δεν είναι με το μέρος μου.
Το βάρος των απλήρωτων χρεών
το έχω τελικά επωμιστεί.
Με γλείφουν γλώσσες αυστηρές
μεταλλικές και άοσμες.

Δείτε με, ένας μοντέρνος Θησέας
με τη μοίρα ή την τύχη
να με οδηγούν σε σκοτεινό λαβύρινθο.
Τροφή Μινώταυρου
εις ένδειξιν ήττας παλαιάς.
Πλανόδιος σε σκέψεις άλλων.
Χαμένος σε διαδρόμους
βυθίζομαι όλο και πιο μέσα.

Στα χέρια μου ο μίτος
και στην άλλη άκρη η Αριάδνη.
Περιμένει να φύγουμε μαζί.
Μα, ποιος να το έλεγε…

Είμαι ο Μινώταυρος.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΟΡΘΙΕΣ ΣΤΕΚΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΟΙ ΜΑΡΙΟΝΕΤΤΕΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Εφημερίδα «Αλήθεια» 4/9/2025

“Ορθιες στέκονται μόνο οι μαριονέττες»

Ο ποιητής Σταύρος Θεμιστοκλέους με την πρώτη του κατάθεση, κατορθώνει να αποδώσει το δικό του προσωπικό στίγμα στον χώρο της ποίησης. Η εξομολογητική διάθεση του ποιητή σε συνδυασμό με τη θεατρικότητα που ως επί το πλείστον διαποτίζει το συνολικό του έργο, πληρούν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας υπαρξιακής, τρόπον τινά, γέφυρας που μπορεί να ενώσει ποιητικά τον δημιουργό με τους αναγνώστες του. Η ευκρίνεια και καθαρότητα που διέπει τους στίχους του, στήνει συνεχώς διαύλους επικοινωνίας με τα πολλαπλά επίπεδα της ανθρώπινης ύπαρξης. Νοσταλγία και επιθυμία σμίγουν αρμονικά καταλήγοντας σ’ ένα εύθραυστο και ευμετάβλητο παρόν.

Ο Σταύρος Θεμιστοκλέους γεννήθηκε στη Λάρνακα όπου και ζει. Σπούδασε στο Salford University του Manchester Χρηματοοικονομικά και εργάζεται σε ιδιωτική εταιρεία. Σπούδασε στο Salford University του Manchester χρηματοοικονομικά και εργάζεται σε ιδιωτική εταιρία. Παρακολουθεί εδώ και πέντε χρόνια τα Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής και Ανάγνωσης της ποιήτριας Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου. Ποιήματα και πεζά κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί στην ανθολογία Συν(γ) ραφές, εκδόσεις « Τεχνοδρόμιο» 2018. Αντίστοιχα, πεζό κείμενό του έχει δημοσιευτεί στο κυπριακό λογοτεχνικό περιοδικό « Διόραμα». Η συλλογή «Όρθιες στέκονται μόνο οι μαριονέτες» (εκδόσεις Ρώμη, 2025) είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.

ΚΛΑΣΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑΣ

1/4
Φτάνω νωρίς το πρωί όπως παλιά
στο μοναδικό σημείο που μεγάλωσα.
Ακριβό ρολόι στο δεξί.
Μια αυλή γεμάτη αγριόχορτα.
Το δάπεδο σκληρό
με ξεραμένο αίμα
απ’ τα γδαρμένα μας γόνατα.
Παράθυρα μισάνοιχτα
καταρρέουν στο έλεος του καιρού.
Η γκρεμισμένη στέγη
υποδέχεται τη βροχή σε σάπια θρανία
̶ κάποτε μάθαινα το Άλφα και το Ωμέγα ̶
Το κουδούνι ηχεί στ’ αυτιά μου
και τα μάτια μου καρφώνουν
τον γυρτό κορμό του δέντρου
που έδωσα το πρώτο φιλί.
Θα ήταν όλα υπέροχα, αν
̶ αντί για το προπατορικό αμάρτημα ̶
φιλούσα την Εύα.

2/4
Φτάνω στη μάνα μου απόγευμα.
Ξεπλένει το φλυτζάνι του καφέ
που δεν πρόλαβα να πιω.
̶ Ας μην αργούσες.
̶ Συγγνώμη.
Πάντα απολογητικά γυρνάω.
Ο καφές σίγουρα θα πρόδιδε
την απογοήτευσή μου
κι ίσως γι’ αυτό δεν μ’ άφησε να πιω.
Ουρλιαχτά απόγνωσης
χοροπηδούν στο σαλόνι
αλλά το έχουμε στο αθόρυβο.

– Ακούς, μαμά;
– Μα, δεν είπες τίποτα, παιδί μου.
– Το ξέρω… Συγγνώμη.

Να την, πάλι, αυτή η λέξη.
Αν μπορούσα θα την έκανα γυαλί
και θα την έσπαγα
ίσως απ’ τα φωνήεντά της
να έβγαινε η αλήθεια.
Παράξενος ο ήχος των λέξεων
όταν δεν θες να τις ακούς.
Σε παρασύρει
σε μια διαδρομή σχεδόν κωμική
όπου προορισμός της
εύχεσαι να ’ναι η αθώωση.

3/4
Φτάνω βράδυ στο σπίτι.
Μυρίζει η θαλπωρή επάνω στο τραπέζι.
Οι φωτογραφίες στους τοίχους
θυμίζουν πως είμαστε οικογένεια.
Οι φωνές γίνονται ψίθυροι
και μετά την προσευχή
καλύπτουν τα φταρνίσματα
της κρυωμένης σούπας.
Έξω τα σύννεφα έγιναν κόκκινα
και καίνε.

Βρίσκομαι σπίτι μου.
Πίνω κρασί από μαύρο αμπέλι
και χορεύω στον ρυθμό του έλικα
που σε ξηρές ηπείρους
στοχεύει καμήλες ασήμαντες.
Τα ζώα χτυπούν το κουδούνι
δεν ανοίγει κανείς
είμαστε όλοι εδώ
μέχρι να φτάσει ο καπνός.

4/4
Φτάνω εκεί με σιγουριά
αν και πάντα βρισκόμασταν στο σκοτάδι.
Τα μάτια, μυστικά επτασφράγιστα
κρυμμένα στο χώμα.
Δυο σώματα στο κρύο ενωμένα
μα το ένα δεν αναγνωρίζει το άλλο.
Η μόνη σύνδεση
η υποτιθέμενη έλλειψη επιλογής
που με τόση αφθονία μας κατάπινε
λαίμαργα.

Όπως και τότε
και τώρα
σιωπή. Δείτε λιγότερα

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.