ΓΙΑΝΝΑ ΣΟΦΟΥ

Η Γιάννα Σοφού γεννήθηκε και ζει στη Λεμεσό. Έχει παρουσιάσει τρεις ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής (2002, 2004, 2013), με ιδιαίτερη επιτυχία. Έχει εκδώσει τα βιβλία Τα μυστικά της ψυχής (2016) και Οι μικρές μεγάλες ιστορίες της καρδιάς (2018). Είναι μέλος του Παγκύπριου Συλλόγου Συγγραφέων και της Εταιρείας Λογοτεχνών «Βασίλης Μιχαηλίδης», όπου το 2022 απέσπασε το Α’ βραβείο συγγραφής στον 2ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το βιβλίο “Νοσταλγώ τις ζωντανές μέρες” (Εκδόσεις Μετρονόμος 2025) είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.

.

ΝΟΣΤΑΛΓΩ ΤΙΣ ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΜΕΡΕΣ (2025)

ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ

Ώρα μηδέν για τα αχνά, σταματημένα γέλια των λαών.
Των πολέμων χείμαρροι θανατεροί
σπάσαν ανηλεώς τους σύρτες τ’ ουρανού.
Και θεριεμένα δρέπανα
θέρισαν πρώιμα τα στάχυα του καλοκαιριού,
μαζί και τους ψαράδες
που έριχναν τα μαύρα δίχτυα τους ψηλά στα κορφοβούνια,
γιομίζοντας τις στράτες και τις αυλές με ξεσκισμένα σώματα
που βρομοκοπούσαν θειάφι, άνθρακα, μούχλα κι αποκαΐδι.

Ώρα μηδέν για τις θυσίες των ηρώων.
Για όνειρα κι ιδανικά που σώθηκαν νωρίς,
όπως σώνεται η φλόγα στο φιτίλι ενός κεριού
που έλιωσε και κύρτωσε, σαν μια γριά που την ξέχασε ο χάρος.
Kι οσφραίνεσαι μύρο άνθινης κι εξαϋλωμένης σάρκας,
καθώς οι νύχτες είναι ψυχρές κι αίθριες, γεμάτες κίτρινο αίμα,
κι οι παγοκρύσταλλοι ράβουν πισωβελονιά το άλως της Σελήνης.
Κι απ’ τις χαράδρες ξεπηδούν θολωμένες κουβέντες
κι ουρλιαχτά χλωμών προσώπων,
καθώς πάνε αμαξάδα στα σοκάκια τ’ ουρανού,
κρατώντας σφαλισμένα τα λουλούδια της άνοιξης,
γεμάτα δάκρυα και πόνο.

Πόσα ρόδια, άραγε, να σπάσουμε στα κατώφλια των σπιτιών
της γης, μέρα Πρωτοχρονιά;
Και πόσοι αγιασμένοι άρτοι να ζυμωθούν
για να χορτάσει όλος ο πληθυσμός, μαζί και τα μυρμήγκια;
Μα η κακία και το συμφέρον έσφαξαν τα κυπαρίσσια
κι οι διαρρήκτες του ήλιου ροκάνισαν τις φτωχές καρδιές
χωρίς μια χαραμάδα φως,
χωρίς μια αναπνοή οξυγόνου.

Ας κάψουμε, λοιπόν, τους ψευδοπατριώτες
που ’ναι σπαρμένοι μέσα στους δρόμους
κι ολοένα φουντώνουν,
όπως φουντώνει ο σφένδαμος που αψηφά ψύχος και βοριάδες,
και σαπίζουν και βρομίζουν τα σοκάκια και τις ασφάλτους,
έτσι όπως σαπίζουν οι ντομάτες απ’ τα εγκαύματα του ήλιου,
παρατημένες σε κάτι κασόνια από ξεφτισμένο ξύλο.

Κι ας ξετρυπώσουμε τα πουλημένα ανθρωπάκια
απ’ τις υπόγειες στοές,
τα τυλιγμένα στον ίσκιο της προδοσίας και της διαφθοράς
που κόβουν χωρίς αιδώ τα χρηστά ήθη,
πικρόχολα κι απάνθρωπα,
πετώντας μέσα στη λασπουριά παγωμένα πόδια και χέρια
όλων των ηλικιών,
στραπατσαρισμένα απ’ το ποδοβολητό της εκμετάλλευσης.

Ώρα μηδέν για τις ψυχές που άπλωσαν στις θημωνιές.
Που γεννημένες λεύτερες…
κι όμως ξεσπιτώθηκαν στο πρώτο άνθισμα της μέρας.
Κι αποκαμωμένες κοιτάνε ανήσυχες τον ήλιο,
που γέρνει λαβωμένος στις πεδιάδες με τις σβουνιές
που καίνε τσουκάλια με θρυμματισμένα όνειρα
κι ακρωτηριασμένες ελπίδες.
Και που οι ακτίνες πυρπολούν τις λειασμένες πέτρες,
ψήνοντας πάνω τους αυγό,
κι απ’ το πύρωμα τα πόδια της σαύρας λιώνουν,
όπως λιώνει το γυαλί για το φτιάξιμο του βάζου,
για το λούλουδο της νιότης.

Με κουρελιασμένο ηθικό όλοι θρηνούν.
Θρηνούν αυτούς που χάθηκαν στους απέραντους ωκεανούς.
Θρηνούν τις μανάδες που έγιναν επαίτες
και γυρεύουν μποστάνια,
στάρι κι ελιές για να ταΐσουν τα κοκαλιάρικα παιδιά τους.
Θρηνούν αυτούς που πουλήθηκαν σε παζάρια λογιών λογιών,
μ’ αντίτιμο ψευδείς υποσχέσεις για έναν κόσμο απατηλό.

Ώρα μηδέν για τον πλανήτη γη.
Διάπυρη δύναμη, ελκτική,
απειλεί να ρουφήξει το φως των αστεριών
απ’ τις χούφτες των παιδιών
και να πνίξει τους ψίθυρους των δέντρων και των λουλουδιών.
Αόρατη δύναμη τσουρουφλίζει τις τύχες των λαών
που ξεράθηκαν απ’ τη μεγάλη δίψα,
όπως τσουρουφλίζεται η τσιμινιέρα του παλιού εργοστασίου,
φαρμακώνοντας τον αέρα με δηλητηριώδεις καπνούς.

Τα χέρια της φωτιάς, σαν κλίβανοι,
συνθλίβουν ανθρώπινες σάρκες
κι απ’ το αίμα φυτρώνουν πυράκανθοι,
με ζωηρό κόκκινο χρώμα, με την οσμή της πυράς,
ίδια με το «Σφυρί των Μαγισσών»
που θυσίαζε κακόψυχα γυναίκες.
Οι ταπεινές πευκοβελόνες, που έφτιαχναν τσάι γιατρικό,
γίνονται μεμιάς ένα με τη στάχτη και την πούλβερη.
Κι οι απανθρακωμένοι κορμοί,
σαν μαύρα φίδια που χορεύουν τον χορό του ζευγαρώματος,
στοιχειώνουν την πετρωμένη γη
που κατάπιε τα όνειρα των δασών και το κελάηδημα των πουλιών.

Καρβουνιασμένα περιβόλια και μπαξέδες,
φαρμακωμένο νέφος και πικρή σκόνη,
τρυπάνε τις ίριδες και τα πνευμόνια μας.
Μαδημένα φτερά στον αέρα από ξεκοιλιασμένα πουλιά…
Η κατατρεγμένη ελαφίνα μάταια ψάχνει χώρο
να γεννήσει τα παιδιά της!
Πιο ’κεί τ’ αρσενικό ελάφι ξεψυχάει από λύπη και μαρασμό,
αφού το ταίρι του το ρούφηξαν οι φλόγες.

Ώρα μηδέν για τα ποτάμια που στέγνωσαν
και σώπασαν να φλυαρούν τραγούδια δίστιχα στα δάση.
Η τούρνα κι η πέστροφα μοιρολογούν στις στερεμένες πέτρες
κι επικαλούνται τα σύννεφα τ’ ουρανού
να ξεδιψάσουν τις αγριόπαπιες και τις άσπρες μαργαρίτες
που φτιάχνουν δαντέλα γύρω γύρω στις όχθες.
Η κυψέλη στέρεψε απ’ τον βασιλικό πολτό,
όπως στερεύει το πηγάδι των αντοχών μας το λιόγερμα
μετά από χίλια βάσανα και δυσκολίες.
Κι οι μέλισσες, μία μία,
αφήνουν το κεντρί τους στο χνούδι της μέρας και μετά ξεψυχάνε,
κρυμμένες στα σέπαλα των βαθυκόκκινων λουλουδιών.

Αιμοβόροι λύκοι ξεριζώνουν ανελέητα τα κωνοφόρα
και καταστρέφουν τις πλεκτές, σκαρφαλωμένες φωλιές
που με όρεξη…
οι φτερωτοί καλλιτέχνες έφτιαχναν τις προηγούμενες μέρες,
σαν μεγάλες καφετιές σταγόνες,
έτοιμες να πέσουν στην αγκαλιά της διψαλέας γης,
που μοιάζει με σκασμένο πρόσωπο γυναίκας,
σουρωμένο σαν βεντάλια,
γεμάτο σημάδια απ’ τα χρόνια,
ταλαιπωρημένο απ’ όλες τις κακουχίες.

Θαλάσσια ρεύματα
αγκυροβολούν στις παγωμένες γειτονιές των Ινουίτ
και καλύπτουν με πέπλο φοβέρας το παγωμένο τους αίμα,
έτσι όπως καλύπτει μέσα στις δίπλες της ποδιάς της η μάνα
το καρβέλι για να φάνε τα παιδιά της,
έτσι όπως κάλυπταν με τα μαντήλια τις πλεξούδες τους
οι γιαγιάδες στα χωριά.

Άκομψα κτίσματα, εκτρώματα,
ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη,
και κόβουν τον αέρα και το φως των παλαιών αρχοντικών,
βυθίζοντάς τα στη σκοτεινή ασχήμια
και στη βρόμικη εικόνα των πεθαμένων αγρών
που ψιθυρίζουν θρηνητικά τραγούδια,
τρελαμένα από φόβο για τις μέρες που ακολουθούν.

Τα λόγια μου βάρεσαν την καρδιά μου και τη δικιά σου.
Κι ένας κόμπος σφιχτός μού κάθισε στον λαιμό,
καθώς τα μάτια σφαλίζουν εκούσια
μπροστά στην κατάντια του κόσμου.

Ψηλά εκεί, ανάμεσα στ’ αστέρια και στη σελήνη,
θρονιάστηκε η σωτηρία μας.
Πληγωμένη η Άνοιξη…
κι όμως, ακόμη αφουγκράζεται το τιτίβισμα των πουλιών,
χάρη στα παρακάλια των παιδιών,
που με τις ευχές των γονέων τους αποκτάνε ανάσες ζωής
απ’ τις σπίθες της πίστης,
βοηθώντας στο άναμμα των λαμπάδων ίσαμε το μπόι τους.

Ας ελπίσουμε ότι αύριο πρωί θα ξανάρθουν τα παιδιά!
Και θ’ αφήσουν τ’ αποτυπώματά τους στις πλατείες
και στα πεζοδρόμια.
Και θα σχεδιάσουν πολύχρωμα μπαλόνια.
Και, πιασμένα απ’ τα σχοινιά τους,
θα πετάξουν όλο χαρά στον αιθέρα,
ελευθερώνοντας χαμόγελα ζωής στον αγέρα
για όλους εμάς που τα έχουμε ανάγκη.
Σήμερα η αλήθεια, δεν είχαμε και τόση τύχη!
Μακάρι, όμως, τα παιδιά να σπείρουνε αγάπη
για να θερίσουμε ειρήνη, ομορφάδα κι ευημερία.

.

ΚΑΘΩΣ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ

Με τις σπίθες ενός ολόγιομου φεγγαριού
και μόλις το κεφάλι βυθίστηκε στο μαξιλάρι,
βρέθηκα σ’ ένα σοκάκι της γειτονιάς που μ’ ανάθρεψε,
μπροστά στην κουφάλα της γεροελιάς,
με το χνούδι των νεοσσών που αστράφτουν
σαν φωτεινές κουκκίδες
και τιτιβίζουν μέσα στα σιγανά βήματα της μέρας.

Τα βιώματα ξεπρόβαλαν απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο,
όπως ξεπροβάλλουν τα σκοινιά με τις φρεσκοπλυμένες φανέλες
η μια πίσω απ’ την άλλη, σαν μεγάλοι, πολύχρωμοι σταλακτίτες,
κι όπως ξεπροβάλλουν οι εικόνες παλιού κινηματόγραφου,
διαυγείς, με γάργαρα γέλια,
αναμιγμένες με τα μη και τα όχι των γονέων μου,
με το «αφροζάκι» σε σχήμα παγωτού
και με το «τυχερό κουτί» γεμάτο εκπλήξεις,
που έπαιρνα απ’ το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς μου.

Καλογυαλισμένες σαπουνόφουσκες που έμοιαζαν με κρύσταλλο,
μπερδεύτηκαν στον δρόμο μου…
Κι έλαμπαν με ιριδισμούς,
όπως λάμπουν αχάραγα οι σταγόνες της πρωινής δροσιάς
στο διαμαντένιο σώμα της λιβελούλας…
και μ’ ένα φύσημα, με διακυμάνσεις στο φως και στο σχήμα,
αντανακλούσαν στις όμορφες στιγμές των παιδικών μου χρόνων.

Μια σκάλα, χαραγμένη με λευκή κιμωλία στη μέση του δρόμου,
περίμενε στον ίσκιο του δειλινού τα βήματα των παιδιών.
Ένα, δύο, τρία… κουτσό με το ποδάρι το δεξί.
Τέσσερα, πέντε… τα δυο ποδάρια ανοιχτά
πατάνε στη γη… και στροφή.

Η κέρινη κούκλα ακόμη στεκόταν στη βιτρίνα του ραφτάδικου!
Μ’ ένα φόρεμα του ’80, ωχροκίτρινο,
σαν τα αγιοδημητριάτικα λουλούδια
που πάνω τους άφησε η μέλισσα το σώμα της.
Το χτυποκάρδι της ακουγόταν δειλά απ’ τα οστέινα τοιχώματα,
φαρμακωμένο απ’ το δηλητήριο της μαύρης αράχνης
που έπνιξε την αλυσίδα της ζωής της.
Και βαθιοί αναστεναγμοί ανάβλυζαν μέσα απ’ τα κέρινα χείλια της,
όπως αναβλύζει το αίμα με ορμή από μια κομμένη αρτηρία.
Στροβιλισμοί και πεταχτοί βηματισμοί
αναδεύονταν με τη ναφθαλίνη και τη θολούρα του ονείρου μου,
με την αφεντιά μου να δείχνει θαυμασμό,
αφού ο χρόνος δεν είχε αλλοιώσει καθόλου την ομορφιά της.

Πιο κάτω, στο δεύτερο στενό,
μυημένες ψυχές στον ονειρικό κόσμο του χορού
χόρευαν περήφανα το τανγκό.
Σώματα σ’ απόσταση αναπνοής, ίσιοι κορμοί, σταθεροί,
σ’ έναν διάλογο βουβό, εκλεπτυσμένο με μεθυσμένα χνώτα.
Μια αγκαλιά στήριγμα, με τα χέρια μπλεγμένα μεταξύ τους,
που έμοιαζαν με δίχτυα που ρίχθηκαν από μερακλήδες ψαράδες
στο αρυτίδωτο πέλαγο,
πρωί-πρωί, πριν σκάσει ο ήλιος για τον γαλαζοπράσινο τόνο.

Κι όπως περπατούσα,
η νύχτα, σαν μάντισσα με μαύρα κουρέλια και φωτιές στο πρόσωπο,
τσουβάλιασε ένα σωρό αστέρια πάνω απ’ το κεφάλι της γειτονιάς μου.
Τα φανάρια, σαν πέτρινοι εραστές, άρχισαν να ξυπνάνε απ’ τον ύπνο
και να ρίχνουν μαντήλια γεμάτα φως στα κορμιά των περαστικών.
Και τότε… σβουρίστηκα αδιάκοπα πάνω-κάτω στους δρόμους.
Και στηριζόμενη στην ακιδωτή κορυφή της σβούρας,
είδα τα χρόνια μου να τρέχουν,
όπως τρέχουν τ’ ασημένια ποτάμια
και βγάζουν περίπατο τα νούφαρα για να συναντήσουν τη θάλασσα
κι όπως τρέχουν τα πόδια ενός δρομέα,
αδημονώντας να φθάσει στο τέρμα.

Πρόβαλαν ξαφνικά μπροστά μου τα καλοκαίρια της αγάπης,
στολισμένα με πολύχρωμα λουλούδια,
με χίπικες μελωδίες και με τους ήχους της κιθάρας,
κεντημένες πάνω στις βουνοκορφές με δαντέλα «βενίζ»…
Που μικρά λικνιζόμασταν όλη μέρα
κάτω απ’ το σπιτάκι του δέντρου,
όπως λικνίζονται τα νυχτόβια χέλια στον βυθό
και διηγούνται ιστορίες στα κοράλλια,
κάτω από τ’ αχτένιστα μαλλιά της πανσελήνου.

Και μετά αποκοιμόμασταν ίσαμε το πρωί στην πράσινη χλόη,
μαζί με τους ιβίσκους και τα κυκλάμινα.
Κι όταν ξυπνούσαμε με τον ίσκιο του μεσημεριού,
μοιάζαμε σαν πρωινές δροσοσταλίδες,
απλωμένες στις κρεμαστές κούνιες,
και κουνιόμασταν όλη μέρα ως το σούρουπο
κι όλο βαριόμασταν να γυρίσουμε στα σπίτια μας…

Και τους χειμώνες,
η μουσική έβγαινε ξεπαγιασμένη και μουσκεμένη
απ’ τα μικρά παραθυρόφυλλα
και σερνόταν με την ίδια χαρά στους λασπωμένους αγρούς
μαζί με τις στάλες της βροχής,
σαν κρύσταλλα που έκαναν πατινάζ
πάνω στα χρυσωμένα φύλλα.

Και μετά, η κάμπια του Μάρτη, με το χνουδωτό, μαύρο φουστάνι,
φορούσε μπλεγμένο βραχιολάκι από άσπρη και κόκκινη κλωστή
και, στο τέλος του Μάρτη, το έριχνε στις τριανταφυλλιές,
μόλις το πρώτο χελιδόνι έκανε την εμφάνισή του,
να το πάρουν τα πουλιά για να κτίσουν τη φωλιά τους.

Τα σημάδια των άστρων φάνηκαν στις αυλές των σπιτιών,
όπως φαίνονται τα σημάδια από τα πόδια μου
στην καυτερή άμμο το καλοκαίρι.
Κι ένα σωρό νυχτερινές ιστορίες από μάγισσες αρχαίες
στοίχειωναν το μονοπάτι του ονείρου μου,
και μου προκαλούσαν ανατριχίλα στους αιμάτινους μαγνήτες
των φλεβών μου,
καθώς συνέχιζα να περιπλανιέμαι.

Τα στενά σοκάκια της γειτονιάς μου
τα διακοσμούσαν κάτι ξεφτισμένες καρέκλες,
σαν σχολιαρόπαιδα στημένα στη σειρά σε ώρα προσευχής.
Και τ’ αρώματα των κυράδων από κεχριμπάρι και λεβάντα
πετούσαν στον αέρα σαν κόκκινες πεταλούδες
στους ώμους των περιστεριών.
Ακόμη στέκει στον βραχόκηπο μια λεβάντα μπορντούρα!
Κι απωθεί το τσίμπημα των εντόμων
και τα κουτσομπολιά των αργόσχολων.

Κάποιοι χτυπούσανε τις χάντρες του κομπολογιού.
Κι οι μυρωδιές των πανάρχαιων δασών χτυπούσαν τα ρουθούνια
των παιδικών μου χρόνων,
όπως χτυπάνε τα τύμπανα τα μαθητούδια στις εθνικές γιορτές.
Το στριφτό μεταξωτό κορδόνι ερωτοτροπούσε με τη μεγάλη
χάντρα και τη φούντα
και τα δάκτυλα χόρευαν ρυθμικά τις πέτρες, σαν ασπροφορεμένες
μυγδαλιές κάτω από ανοιχτά παράθυρα.

Γέλια ξεκαρδιστικά, μπλεγμένα με τα γιασεμιά της αυλής,
χαράχτηκαν στα πρόσωπα με τα σμαραγδένια μάτια,
κλέβοντας τις ρυτίδες της λύπης
κι αφήνοντας μονάχα τα σημάδια της χαράς,
καθώς κλέβει τ’ αγέρι τις άσχημες μνήμες
και τις κλείνει στο κάστρο της λήθης
και μετά ανεμίζει τις κουρτίνες του σπιτιού στην εξοχή
να φύγει η σκόνη της κλεισούρας,
λαχταρώντας με όρεξη ένα πιάτο ζεστό φαγητό
απ’ τα χέρια της γιαγιάς.

Κουρασμένη η σακαράκα βόγγηξε απ’ τη σκουριά,
σαν έβαλε μπρος για την ανηφόρα των γραμμάτων,
λες και βογγούσε τραυματίας απ’ τα βόλια μιας μάχης.
Κοίταξα τα χέρια μου. Μοιάζανε σαν μεστωμένα στάχυα,
με κηλίδες καφετιές κι ακανόνιστες ελιές,
σαν να ήταν σφηνωμένες σε στρατσόχαρτο μαζί με τις σαρδέλες.
Ήχος ξαφνικός και κοφτερός έκοψε τις ανάσες της νύχτας
που έπεφταν λιπόθυμες στο χνουδωτό φως της μέρας.
Οι δείχτες έσπρωξαν τον «κούκο» να λαλήσει
μέσα από μια πορτούλα,
φέρνοντας χρώματα από την ανατολή.
Ήταν ώρα να σηκωθώ,
παρόλο που με τραβούσε ο ύπνος σαν μαγνήτης.

Καθώς ήμουν μικρή, θυμάμαι… ήθελα να μεγαλώσω…
Τώρα θέλω να γυρίσω τα χρόνια πίσω,
παρέα με τους φίλους μου,
με τα μαλλιά ανέμελα, ή και κοτσίδες,
και μ’ όνειρα «ακούρευτα»!

.

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΣΟΥ

Στον δεύτερο μήνα της χειμωνιάς,
τη δεύτερη μέρα της τελευταίας βδομάδας,
μεσημέρι κι είκοσι ζευγάρια λεπτά της ώρας,
τα χέρια ύψωσα στον ουρανό
και θεϊκό φως, κατάλευκο, περιέλουσε τα σπλάχνα μου.
Και πρόβαλε το θαύμα των θαυμάτων,
το αθώο σου κορμάκι,
η ευλογία η ακατάλυτη στο αγιασματάρι της ζωής μου
που δρόσισε την ύπαρξή μου με άγιες σταγόνες
κι όλοι εμείς γίναμε κοινωνοί του θαύματος,
μέσα στο δροσάτο αγέρι της μέρας, εξαιτίας του ερχομού σου.

Επάγγελμα μητέρα, το αρχαιότερο και το σημαντικότερο.
Πριν γεννηθείς σ’ αγάπησα και σε πρόσεχα.
Κι όταν ο χτύπος της καρδιάς σου
άγγιξε τον χτύπο της δικιάς μου,
υπόσχεση κι όρκο βαρύ έδωσα στην αθωότητα των ματιών σου
και γιορντάνι έφτιαξα γύρω απ’ τον λαιμό σου,
με φλουριά από ροζ χαλαζία και πράσινη αβεντουρίνη
να σε φυλάνε αιώνια από μάτι βάσκανο
και στον δρόμο της αρετής να οδηγούνται τα βήματά σου
κι όλες οι χαρές του κόσμου ολόχρυσα γαϊτάνια
να στολίζουν τα μανίκια σου.
Και πλούτη αμύθητα να κεντάνε οι Μοίρες στο ριζικό σου,
όπως κεντούσαν περίτεχνα οι κεντήστρες των Πριγκηποννήσων
κεντήματα υψηλής αισθητικής με χρυσοκλωστή.

Οι ζωγραφιές των σπηλαίων δείχνουνε τις μάχες
που δώσαμε αντάμα,
μέρα-νύχτα, χωρίς καμία χείρα βοηθείας,
γεμάτες πίστη και καρτερία,
με αγιασμένο καρβέλι και γλυκό νάμα,
πληρωμένα από τις έγνοιες και τις αγωνίες που συναντήσαμε,
διαβαίνοντας δρόμους καθόλου ευδιάκριτους, με λιγοστό φως,
βουτηγμένους στο σκοτάδι και στο άγνωστο,
κρατώντας μονάχα φυλαχτάρια στο χέρι.
Αφιερωμένο στο παιδί μου
Θυμάμαι υπήρξαν στιγμές που ασφυκτιούσαμε.
Ή πνιγόμασταν σ’ ένα ποτήρι, μισογεμάτο με νερό,
όταν τα γεγονότα μας ξεγελούσαν και δεν έρχονταν
όπως τα θέλαμε ή όπως τα είχαμε λογαριάσει απ’ την αρχή.
Ή κάποιες στιγμές νομίζαμε ότι αγναντεύαμε το τέλος του κόσμου
κι ότι οι λύσεις μια μια θα οδηγούνταν στον θάνατο.
Τίποτα δεν μπορούσε να μας παρηγορήσει
κι ούτε κανείς μάς σκούπιζε μια στάλα ιδρώτα απ’ την απελπισία.

Μα όταν βρισκόμασταν σε δρόμους πεντακάθαρους,
ασφαλτωμένους,
μ’ αστραφτερές βιτρίνες, φωτισμένες με ουράνια τόξα,
τότε γαληνεύαμε απ’ τις βαθιές ανάσες ανακούφισης
και το χαμόγελό μας γινόταν ένα με τον ξάστερο ουρανό,
ξεχνώντας όλα τα στραβάδια της ζωής μας.
Κι οι λύσεις έτρεχαν μπροστά μας σαν ρυάκι
κι έφτιαχναν έναν μικρό χείμαρρο, κάνοντάς μας ευτυχισμένους.

Στην παλάμη σου κρατάς πολύτιμα δώρα απ’ το περιβόλι
του μυαλού σου,
επιτεύγματα γεμάτα ανδρεία κι εξυπνάδα,
ποτισμένα με πολλή δουλειά κι επιμονή.
Συναισθήματα και πράξεις αγάπης όλο τρυφερότητα κι ανθρωπιά,
στοιβαγμένα στο δισάκι της ζωής σου,
ανοίγουν κανάλια ανταμοιβής για τις μέρες που θα
ακολουθήσουν.

Με γέλια ασταμάτητα, ορεξάτα,
αφιερώνεις τραγούδια στις παρέες που είναι δίπλα σου
και σου κρατάνε το χέρι,
αφού πιστεύουν σε ’σένα και στη δύναμή σου.
Οι γαζίες ευωδιάζουν στο άγγιγμά σου
κι η μοσχοβολιά απ’ το αγιόκλημα και το γιασεμί τις νύχτες,
με τη συντροφιά του φεγγαριού στα θερινά τα σινεμά,
σε κάνουν να ερωτεύεσαι,
νιώθοντας την απόλυτη ελευθερία του έναστρου ουρανού.

Κάποτε θυμάμαι τις μέρες εκείνες,
με μια βαριά ποικιλία συναισθημάτων,
πότε άσπρα και πότε μαύρα,
με τραγούδια νοσταλγικά, κληρονομιά του παρελθόντος,
και κλαίω από χαρά κι από λύπη μαζί,
δίνοντας στη ζωή μας ένα βαθύτερο νόημα
κι ένα βελτιωμένο μέλλον,
με δυνατούς δεσμούς με τους φίλους και την οικογένεια,
ατενίζοντας τις μέρες μας με μεγαλύτερη αισιοδοξία.

Της φυλής μας πήρες όλες τις χάρες, τα χρώματα και τις αξίες,
και κάθε πρωί, καθώς ο ήλιος φωτίσει τις ραχούλες,
ξεκινάς για την κοιλάδα των ελίχρυσων και των πρίμουλων
και, διασχίζοντας ένα φαράγγι, φτάνεις στο περιβόλι των στόχων σου
και γεύεσαι με περηφάνια το γλυκό της επιτυχίας,
που καθησυχάζει τα βράδια σου
και σου δίνει δύναμη για να σηκωθείς το επόμενο πρωί
και ν’ αρχίσεις και πάλι τον αγώνα.

Με ένα κοφίνι στην πλάτη γεμάτο εμπειρίες απ’ τα χρόνια,
στα φυλλοκάρδια μου κρύβω με δυσκολία τη συγκίνησή μου,
όπως κρύβεται με δυσκολία η ντροπή απ’ τα κόκκινα μάγουλα
ενός κοριτσιού γοητευμένου από ένα αγόρι,
και κοιμήθηκα αμέτρητες φορές με τα μάτια ορθάνοιχτα,
κοιτάζοντας το ταβάνι μέχρι τα ξημερώματα,
ξεφυλλίζοντας τα άλμπουμ της ζωής μας.

Τα νιάτα κατηφορίζουν από το ξέφωτο κρατώντας σε απ’ το χέρι,
όπως σε κράταγα όταν έκανες τα πρώτα σου βήματα
και, σαν νεοσσός, έχανες το βάδισμά σου και παραπατούσες.
Και τότε σε άρπαζα με τα δυο μου χέρια
και σ’ έκλεινα στην αγκαλιά μου.
Σε κάθε σκηνή, σαν τον πρωταγωνιστή, κλέβεις την παράσταση
κι εγώ αιώνια θαυμάστριά σου θα σ’ ακολουθώ.
Ακόμα κι όταν σβήσει ο ήλιος απ’ τα μάτια μου,
θα σ’ ακολουθεί η ψυχή μου.

.

ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ (2018)

ΑΠΟΣΜΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟ ΝΥΧΤΕΡΙ

Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο. Εκείνο το βράδυ, το μενού είχε τηγανιτή μαρίδα, χταπόδι κρασάτο και βλάχο στα κάρβουνα. Κρασί δεν παραγγείλαμε. Ο Στάθης άρπαξε δυο μπουκάλια που είχε στο δικό του μαγαζί, προτού πάμε στην ταβέρνα. Λευκό ξηρό, «Νυχτέρι» απ’ τη Σαντορίνη. Έδωσε το ένα στον ταβερνιάρη και το άλλο το άνοιξε στο τραπέζι μας.
«Νυχτέρι…; Τί κρασί είναι αυτό; Ποτέ δεν έτυχε να δοκιμάσω παραδοσιακά κρασιά της Σαντορίνης».
«Νυχτέρι. Κρασί λευκό της Σαντορίνης, παραγωγή περιορισμένη σε φιάλες. Από ένα φίλο, Σαντορινιό. Ο τρύγος γίνεται το βράδυ στα σκοτάδια, φορώντας μαύρα ρούχα και κουκούλες. Ενώ τρυγούν, δε μιλάει κανείς. Τα μικρά παιδιά κρατάνε φανάρια με κεριά, για να φωτίζουν το έργο των μεγάλων. Ο μοναδικός θόρυβος που ακούγεται, είναι το «τσικ τσικ» απ’ τα ψαλίδια, καθώς και το κλάμα από κανένα νυχτοπούλι. Μυστήρια ιεροτελεστία ο όλος τρύγος, που σταματά λίγο πριν χαράξει το φως της ημέρας. Ο φίλος αυτός είναι πολύ πιστός στην παράδοση». Κι ενώ ο Στάθης τα έλεγε αυτά, ένας στο διπλανό τραπέζι, Σαντορινιός στην καταγωγή, συνέχισε…
«Πατριώτης και πολύ καλός μου φίλος… ο Αρτέμης ο Καραμόλεγος, ο ιδιοκτήτης των αμπελώνων στην Έξω Γωνιά της Σαντορίνης! Κρασί το οποίο ωριμάζει σε τρεις μήνες σε γαλλικά δρύινα βαρέλια».
Το φαγητό ήταν νοστιμότατο και το κλίμα ταξιδιάρικο, νοσταλγικό. Μ’ άρεσε πολύ. Ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία όλο αυτό για μένα. Όλοι κάτι είχαν να πούνε για τη μεγάλη τους αγάπη, τη θάλασσα. Όπως ο Μάρκος, ένας ψαράς απ’ την Πάρο, που η μοίρα τον έφερε στο νησί μας χρόνια τώρα μαζί με τη γυναίκα του. Και μείνανε εδώ αποκτώντας δυο παλικάρια. Έτσι είναι το νησί της Αφροδίτης, όλους τους ξελογιάζει κι ειδικότερα η πόλη μας που είναι κόρη θαλασσοφίλητη. Τους συνεπαίρνει, τους μαγεύει και τους κρατάει στην αγκαλιά της.
Πρόεδρος των ψαράδων, ο Μάρκος, άντρας αρκετά τολμηρός που τάσσεται πάντα υπέρ των αδυνάτων, γι’ αυτό κι όλοι οι ψαράδες του έδειχναν σεβασμό, αφού αμέτρητες φορές είχε αγωνισθεί για τα δικαιώματα τους, χωρίς κανένα ενδοιασμό να αναμετρηθεί με τους δυνατούς. Η ψυχή της παρέας. Λατρεύει τη μουσική και το ξενύχτι, γι’ αυτό και είναι μόνιμος θαμώνας εκεί. Κοινωνικός, ευχάριστος, σταθερός σε φιλίες μακροχρόνιες, με γνωριμίες πολλές. Μόνο με τον Μάρκο μπορείς να διασκεδάσεις, αφού δίνει απλόχερα στους ανθρώπους ό,τι περνά απ’ το χέρι του, προκειμένου να σκορπίσει το χαμόγελο. Ο κακομοίρης είχε χάσει πρόσφατα τη γυναίκα του. Ήταν χρόνια άρρωστη. Κινησιολογικά προβλήματα. Όσο πήγαινε δεν μπορούσε να κουνήσει τα πόδια της, μέχρι που κάθισε στο αναπηρικό. Ο Μάρκος τη φρόντιζε σαν να ήταν μικρό παιδί. Την τάιζε, την έλουζε, της άλλαζε τα ρούχα, την έβαζε για ύπνο το βράδυ. Τα απογεύματα, σπρώχνοντας το καρότσι, την έπαιρνε στην ακροθαλασσιά και καθόντουσαν ώρες κοιτάζοντας τη θάλασσα.
«Προσπάθησες ποτέ κοπελιά να μετρήσεις τους ήχους της θάλασσας;» μου είπε… Κοιτάζοντας με περίεργα, αφού ήθελε να μάθει αν ήμουν εγώ η αγαπητικιά του Στάθη.
«Αμέτρητοι… και κάθε φορά αλλάζουν την ένταση τους. Ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Όπως κι οι κτύποι της καρδιάς. Όταν αγαπάει ή όταν είναι ερωτευμένη, έχει κτύπο τρελό, δυνατό κι ανυπόμονο. Όταν θυμώνει ή όταν φοβάται, έχει κτύπο έντονο κι ανήσυχο. Ενώ όταν χαίρεται, ήρεμο και γλυκό. Και πονεμένο και κλαψιάρικο, όταν λυπάται… Η θάλασσα κι η καρδιά είναι το ίδιο πράμα. Εκτός από τους ήχους και τους κτύπους είναι κι οι δυο ρουφήχτρες, ξελογιάστρες, αγαπησιάρες, προδότριες. Και στους ναυτικούς πάντα μια απ’ τις δυο επικρατεί ή
η θάλασσα ή η καρδιά. Ποτέ κι οι δυο μαζί. Κι ας έχει καταπιεί πολλούς ναυτικούς, ψαράδες κι αμούστακα παιδιά… Αλίμονο αν πάψουμε να την αγαπάμε» είπε ο Μάρκος.
Πόσο πολύ θα ήθελα να τ’ άκουγε κι αυτά η Εριφύλη! Για να καταλάβει ποια ξελόγιασε τον Στάθη και σε ποιας την αγκαλιά προτιμά να περνά τις περισσότερες του ώρες. Στα σπλάχνα της νιώθει ελεύθερος, αδέσμευτος, χωρίς να χρειάζεται να δώσει λόγο σε κανένα. Είναι και αυτός άπιαστος όπως ο άνεμος ανάμεσα στους ήχους των κυμάτων. Όπως ήταν όλοι εκείνοι εκεί, στο μικρό καφενεδάκι. Που το βράδυ μετατρέπεται σε μια πολύ συμπαθητική ταβέρνα και φιλοξενεί μοναχά τα παιδιά της αλμύρας.
Κοίταξα το ρολόι. Ήταν ήδη μεσάνυχτα. Έπρεπε να φύγω. Ευχαρίστησα τον Στάθη για την υπέροχη βραδιά και πήρα το ταξί που ήταν δυο τετράγωνα πιο κάτω. Στη διαδρομή σκεφτόμουνα όλα όσα άκουσα κι έζησα.
«Ωραία ταβερνούλα» είπε ο ταξιτζής… Μη σε ξενίζουν οι άνθρωποι της θάλασσας, είναι σαν τα ταξιδιάρικα πουλιά… δεν κάνουν εύκολα φωλιά… παρά μονάχα θέλουν να αναπνέουν ελεύθερα τον αέρα τον αλμυρό… Γιος ναυτικού είμαι κι εγώ… και ξέρω το σεβντά τους… Παλεύουνε με την καρδιά και με τη θάλασσα κι όποια τους κερδίσει» είπε….
Είχε δίκαιο ο ταξιτζής. Ακριβώς όπως είναι και η καρδιά του Στάθη που δεν αγαπά τις δεσμεύσεις και τα καλούπια. Όπως είναι κάθε καρδιά που είναι ενάντια σε ζυγούς και καθωσπρεπισμούς, θέλοντας μόνο να πετά ελεύθερη στους αιθέρες. Μέσα σε δέκα λεπτά ήμουν στο σπίτι.

…/…

.

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ (2016)

Οι αλήθειες μου μέσα από την πορεία της συγγραφής τον βιβλίου μου.
Τίποτα δεν γίνεται τυχαία.
Είσαι για μεγάλα πράγματα, τόσο μεγάλα που δεν φαντάζεσαι!
Όταν θέλουμε κάτι πολύ έχουμε τα μέσα να το αποκτήσουμε.
Για ν’ αναπτύξουμε τη θέλησή μας πρέπει να αδιαφορήσουμε για τους φόβους μας.
Ο φόβος δειλιάζει μπροστά στο θάρρος.
Ο φόβος είναι μια φυσιολογική, αμυντική αντίδραση του οργανισμού χωρίς συνειδητή σκέψη.
Όταν δεν έχεις θάρρος πάει να πει ότι δεν αντέχεις να δοκιμάσεις νέα πράγματα και να γευτείς επιτυχημένες αλλαγές.
Δεν γεννιόμαστε θαρραλέοι αλλά γινόμαστε από τις εμπειρίες της ζωής.
Ο φόβος είναι το αντίθετο της αγάπης.
Είναι μετάγγιση συναισθημάτων η αγάπη.
Να φροντίζεις την αγάπη για να την έχεις.
Η Αγάπη είναι τα πάντα κι ο καθένας τη βιώνει και την πληρώνει διαφορετικά.

…/…

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η λέξη Ψυχή παράγεται από το ρήμα ψύχω, πνέω, δηλαδή είναι η «ψυχρή πνοή» που φύσηξε στο σώμα ο Θεός. Η ένδειξη της γίνεται αισθητή με την αναπνοή.
Το θάρρος, η θέληση, ο φόβος, η αγάπη, ο έρωτας και το πάθος. Το μίσος,
η ευγνωμοσύνη, η συνείδηση, η θλίψη, η ανθρώπινη δύναμη. Η αξιοπρέπεια,
η αυτοπεποίθηση, η αχαριστία, η αισιοδοξία, η ευτυχία.
Η δυστυχία, η ζήλια, η συγχώρεση, ο θυμός, η μοναξιά, η απόρριψη.
Η απογοήτευση, η μιζέρια, η αδιαφορία, η κακία, η υπομονή, η καλοσύνη.
Η χαρά, η απελπισία, η αγανάκτηση, η περηφάνεια. Όλα αυτά είναι τα «Μυστικά της Ψυχής», που κρύβει κάθε ανθρώπινη ψυχή, επηρεάζοντας διαφορετικά τον κάθε κτύπο της καρδιάς.
Όσο πιο πολύ βιώνει και αντιμετωπίζει η ψυχή τα αρνητικά συναισθήματα τόσο πιο πολύ δυναμώνει. Εξιλεώνεται, εξαγνίζεται και καταφέρνει στο τέλος ν’ αγγίξει τον Θεό. Αυτός είναι ο σκοπός της. Ό πνευματικός καθαρισμός μέσα από γεγονότα και καταστάσεις, δύσκολες, παράξενες, περίεργες, μοναδικές.
Το ανθρώπινο σώμα απλά τη φιλοξενεί όσο χρειάζεται, ώσπου να πετύχει το σκοπό της. Εξαρτάται από το ρόλο που της έχουν αναθέσει και αναλόγως πορεύεται. Κανείς και τίποτα δεν μπορεί να την ανακόψει ή να της αλλάξει πορεία. Είναι τόσο καλά σχεδιασμένη, με τόση εξυπνάδα και ακρίβεια.
Μεγάλη η δύναμη της, θαυμαστή, ανεπανάληπτη. Νιώθει δέος ο ανθρώπινος νους όταν προσπαθήσει να αγγίξει και να καταλάβει το νόημα της ύπαρξης μας. Δεν ερχόμαστε στη γη έτσι απλά για τη διαιώνιση του είδους. Ερχόμαστε για ν’ αφυπνιστούμε πνευματικά, μέσα από τις κατάλληλες συγκυρίες και να παραδώσουμε τη ψυχή καθαρή, εξιλεωμένη, εξαγνισμένη, εκεί που πραγματικά ανήκει, στα χέρια του Δημιουργού.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Στη Βλάρα Αλεξία,    Περιοδικό & Εκδόσεις Μετρονόμος  18/9/2025

Με την πρώτη της ποιητική συλλογή «Νοσταλγώ τις ζωντανές μέρες», η Γιάννα Σοφού μάς προσκαλεί σε ένα ταξίδι μνήμης και βιώματος, όπου το προσωπικό συναντά το συλλογικό και η ζωγραφική της ματιά μεταμορφώνεται σε ποιητική γλώσσα. Η μνήμη της Κύπρου, το τραύμα, η επιμονή στη ζωή και η δύναμη της εικόνας διατρέχουν τα ποιήματά της, τα οποία λειτουργούν σαν ψίθυροι αντίστασης στον χρόνο και την απώλεια.

Το Νοσταλγώ τις ζωντανές μέρες είναι η πρώτη σας ποιητική συλλογή. Τι σας ώθησε να στραφείτε τώρα στην ποίηση;

Ναι, είναι η πρώτη μου ποιητική απόπειρα – τουλάχιστον η πρώτη που αποφάσισα να μοιραστώ. Η ποίηση υπήρχε πάντα σαν υπόγεια ροή μέσα μου, σαν αναπνοή. Ίσως γιατί κάποια συναισθήματα και βιώματα δεν χωρούν στις συμβάσεις της πρόζας ή στη σιωπή του καμβά. Τώρα ένιωσα πως είχε έρθει η στιγμή να μιλήσουν εκείνοι οι πιο εσωτερικοί μου τόνοι.
Η μνήμη και το τραύμα της Κύπρου είναι κεντρικά στη συλλογή. Πώς βιώνετε εσείς προσωπικά αυτήν τη μνήμη;
Το βίωμα της Κύπρου είναι για μένα κάτι βαθιά εγγεγραμμένο – όχι μόνο ως ιστορική ή εθνική μνήμη, αλλά κυρίως ως υπαρξιακό ίχνος. Παρόλο που οι ρίζες μου είναι από τη Λεμεσό κι όχι από τα τουρκοκρατούμενα μέρη, δεν μπορώ να διαχωρίσω τον προσωπικό μου χρόνο από τον πληγωμένο χρόνο του τόπου μου. Γεννήθηκα πέντε μέρες μετά την πρώτη τούρκικη εισβολή, στις 25/07/1974. Όταν ήμουνα παιδάκι αλλά και σήμερα για να είμαι ειλικρινής, κάθε φορά που μου ζητάνε τη μέρα γέννησης μου, αμέσως θα γίνει αναφορά στο κακό που βρήκε το νησί μου. Τότε νιώθω ένα κύμα πικρίας, πόνου και θυμού για όσα πέρασε αυτό το πολύπαθο νησί και οι άνθρωποι του. Έτσι η ποίηση είναι ένας τρόπος να συνομιλήσω με τα φαντάσματα που είναι και θα είναι χαραγμένα για πάντα στις ψυχές των Κυπρίων.

Στους στίχους σας βλέπουμε μια έντονη εικαστικότητα. Πιστεύετε ότι η πορεία σας στη ζωγραφική επηρεάζει τον τρόπο που γράφετε;

Αναμφίβολα. Ο τρόπος που βλέπω τον κόσμο είναι κατ’ αρχάς οπτικός. Η γλώσσα έρχεται μετά. Συχνά νιώθω ότι γράφω σαν να ζωγραφίζω: ξεκινώ με μια εικόνα, μια χειρονομία, και χρωματίζω τις λέξεις με φώτα ή σκιές. Πολλά από τα ποιήματα γεννήθηκαν από μια εικόνα που δεν χώραγε στον καμβά και προτίμησα να την υφάνω σε μια κόλλα από χαρτί, με γράμματα καλλιγραφικά που αγγίζουν το πιο βαθύ σημείο της ύπαρξης του αναγνώστη, εκεί που βρίσκεται η απόλυτη ελευθερία.

Υπάρχουν στιγμές που η ποίησή σας μοιάζει με τελετουργία μνήμης. Είναι για εσάς η γραφή μια πράξη κάθαρσης;

Ίσως περισσότερο μια πράξη αναγνώρισης. Δεν γράφω για να λυτρωθώ, αλλά για να θυμηθώ, για να κατανοήσω, για να διατηρήσω στην μνήμη μου, αφού όσα λέω είναι κομμάτι της δικιάς μου ύπαρξης. Αν προκύπτει κάθαρση, είναι γιατί κατάφερα να σταθώ μέσα στον πυρήνα του πόνου χωρίς να τον απωθήσω, παίρνοντας μέσα από αυτόν δύναμη, πίστη και συνειδητή αισιοδοξία. Κι αυτό είναι μια ώριμη επιλογή.

Στα ποιήματά σας συνυφαίνονται συλλογικές και προσωπικές μνήμες. Πού συναντιούνται αυτές οι δύο όψεις;

Εκεί που το «εγώ» χάνει την αυτάρκειά του και γίνεται «εμείς». Πιστεύω ότι κάθε προσωπική εμπειρία είναι ένα θραύσμα της συλλογικής ιστορίας, και αντίστροφα. Η ποίηση έχει τη δύναμη να ενώνει αυτά τα δύο επίπεδα, χωρίς να τα συγχέει, δημιουργώντας μια αρμονία, ένα ρυθμό και μια αγαλλίαση.

Η γλώσσα σας είναι πλούσια σε εικόνες και μεταφορές, συχνά με υπερβολή. Είναι μια συνειδητή επιλογή να αφήνετε τη γλώσσα να ξεχειλίζει;

Ναι, με έναν τρόπο συνειδητό. Δεν πιστεύω στην οικονομία όταν μιλώ για το άρρητο. Προτιμώ η γλώσσα να είναι ποτάμι και να ρέει ελεύθερα κι όχι χειραγωγημένο κανάλι. Η υπερβολή, αν υπάρχει, είναι γιατί ο πόνος και η μνήμη δεν μπορούν να ειπωθούν αλλιώς παρά μόνο οριακά.

Ποιο θεωρείτε το πιο δύσκολο κομμάτι όταν γράφετε ποίηση: να βρείτε τη μορφή ή να αγγίξετε την ουσία;

Η ουσία προηγείται πάντα, αλλά η μορφή είναι εκείνη που της δίνει υπόσταση. Το πιο δύσκολο είναι να παραμείνεις ειλικρινής απέναντι στην ουσία και ταυτόχρονα να της προσφέρεις μια μορφή που δεν θα τη φυλακίσει. Είναι μια εύθραυστη ισορροπία και χρειάζεται προσοχή.

Στο έργο σας υπάρχει έντονη ηθική και υπαρξιακή διάσταση. Πώς βλέπετε τη θέση της ποίησης στη σημερινή κοινωνία της κρίσης και της ταχύτητας;

Η ποίηση δεν υπόσχεται λύσεις, ούτε κραυγάζει. Είναι ένας ψίθυρος που επιμένει να υπάρχει, ακόμα κι όταν όλα γύρω φωνάζουν. Σε έναν κόσμο που τρέχει, η ποίηση ζητά να σταματήσεις. Να κοιτάξεις γύρω σου. Να νιώσεις. Αυτό από μόνο του είναι πράξη αντίστασης.

Αν έπρεπε να περιγράψετε τη συλλογή σας με μια λέξη, ποια θα ήταν αυτή και γιατί;

«Επιμονή». Γιατί μέσα από την απώλεια, την ενοχή, την πληγή, υπάρχει μια εμμονική ανάγκη για ζωή, για φως, για μνήμη που δεν ξεθωριάζει.

Έχοντας ήδη μια διαδρομή στη ζωγραφική και στην πεζογραφία, πού φαντάζεστε να σας οδηγήσει η ποίηση στο μέλλον;

Δεν ξέρω αν η ποίηση οδηγεί κάπου. Ίσως σε μια πιο βαθιά συνομιλία με τον εαυτό μου και τον κόσμο. Αν μείνει κάτι από αυτή τη συλλογή, θα ήθελα να είναι ένας παλμός – μικρός, αλλά επίμονος. Όπως η μνήμη.

Βλάρα Αλεξία, 18/9/2025

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.