Η Ηλέκτρα Στρατωνίου γεννήθηκε στο Στρατώνι Χαλκιδικής. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Από την παιδική της ηλικία γράφει διηγήματα και ποιήματα. Καθοριστική για την πορεία της υπήρξε η συνάντησή της με τον Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος διαβάζοντας τα ποιήματά της, την παρότρυνε να συνεχίσει να γράφει. Σπούδασε αρχιτεκτονικό και ελεύθερο σχέδιο. Το 1970 πήγε στη Γερμανία όπου παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας ασχολήθηκε με τη ζωγραφική. Γνώρισε τον σπουδαίο γλύπτη και ζωγράφο θωμά Μώλο και για δέκα περίπου χρόνια δημιουργεί δίπλα του. Έκανε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, έργα της υπάρχουν σε ιδιωτικές συλλογές και υπογράφει με το πατρικό της όνομα Μαρίτσα Αλατζά.
Ποιήματά της υπάρχουν σε ποιητικές ανθολογίες, εφημερίδες και περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά, καθώς και στην Μεγάλη Λογοτεχνική εγκυκλοπαίδεια ΧΑΡΗ ΠΑΤΣΗ.
Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
«Ποιήματα», Γερμανία 1989,
«Στο ναρκοπέδιο τον μυαλού»,2011,
«Σςςς.,.ο θεός κοιμάται!», 2014,
«Εβδομήντα και ένα κομμάτια τον puzzle», 2022.
«Σε φόντο κόκκινο» 2022
.
.
ΣΕ ΦΟΝΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ (2022)
ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΙΛΙ Η ΖΩΗ
Θέλω να ξημερώσει η γη μια μέρα, χωρίς σύνορα!
Ένα τεράστιο σπίτι να είναι, κτισμένο απ’ αγκαλιές,
μ’ ένα τραπέζι στρογγυλό και γύρω του να κάθονται
άνθρωποι, απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη,
να τρώνε της Ειρήνης το αχνιστό ψωμί
γλυκό κρασί να πίνουν της αδερφοσύνης!
Με τραγούδια και ποιήματα να υμνούν το φως,
τη Δικαιοσύνη, την τίμια δουλειά!
Θέλω να μιλάει ο καθένας τη γλώσσα του
και να καταλαβαίνουν όλοι λέξεις και νοήματα,
μόνον απ’ τους γρήγορους χτύπους της καρδιάς
και των ματιών τους τις χαρούμενες λάμψεις!
Να υπάρχουν εργοστάσια, σχολειά νοσοκομεία,
με πόρτες ανοιχτές για όλους και να ζούνε
το υπέρτατο όνειρο, της Ελευθερίας και της Ισότητας.
Πατεράδες όλων των παιδιών να είναι οι άντρες!
Μανάδες τους όλες οι γυναίκες, να τα θηλάζουν
με νανουρίσματα και ιστορίες της πατρίδας τους,
χωρίς να ξεχωρίζουν το χρώμα τους και τη γενιά.
Θέλω στην ουτοπία και στο θαύμα, να πιστέψουμε!
Μόνον τότε, μπορούν να γίνουν Όλα αλήθεια.
Τα κορμιά να σμίξουμε, τις κραυγές μας να ενώσουμε!
Η δύναμη της ψυχής, το ανέφικτο κάνει εφικτό!
Κόκκινο φιλί είν’ η ζωή! Κόκκινο φιλί!!!
ΣΥΝΤΑΓΗ ΜΟΛΟΤΟΦ
Βάζεις στο σέικερ δύο μεζούρες
χυμό λεμονιού, τρεις νερό της βροχής,
μια δόση προδομένου έρωτα,
πέντε μεζούρες ξεχασμένες αναμνήσεις,
μια πρέζα ανεκπλήρωτου ονείρου
δύο σταγόνες γέλιο μικρού παιδιού,
το ηρωικό μας «ΟΧΙ» της 28ης Οκτωβρίου,
ένα «ΝΑΙ» άκυρου δημοψηφίσματος
και μια χούφτα πάγο θρυμματισμένο
από την καρδιά του αθάνατου Έλληνα!
Μετά χτυπάς, χτυπάς! Αναδεύεις με ρυθμό
– με χάρη – το σέικερ για ώρες πολλές,
μήνες πολλούς, χρόνια ατέλειωτα,
ως του σημείου εξάντλησης, υπερκόπωσης,
τελικής πτώσης -ακόμη- και κώματος!
Κατόπιν αν επιζήσεις, σερβίρεις κατά προτίμηση
σε κολονάτο ποτήρι και πίνεις!
Πίνεις, μέχρι να βρεις της ύπαρξής σου το νόημα!
Και αν… λέω αν… βρεις τον φονιά, τον ψεύτη
ή τον κλέφτη, τότε κλαις ασταμάτητα!
Βάλε οργή, απόφαση, νιάτα και φλόγα,
χτύπα τα στο σέικερ, μαζί με τ’ άλλα υλικά,
ώσπου να γίνουν ένα κοκτέιλ Μολότοφ,
κόκκινη επανάσταση, σκλάβου ανάσταση!
Μη γονατίζεις, μην κλαις! Σήκω λοιπόν!
Εξεγέρσου!!!
ΠΡΟΣΦΥΓΑΚΙ
Στη πρώτη ανάσα σου μυρωδιά από αίμα,
μπαρούτι, ξινισμένο γάλα, μουχλιασμένο ψωμί.
Το πρώτο σου άκουσμα πολυβόλου ριπή,
κραυγή αγωνίας, σίδερα και πέτρες,
ανάμεσα στα παγωμένα μπούτια της μάνας σου!
Στο φλας των ματιών σου ένας μαύρος καπνός,
και πελάγου αλμύρα -καρχαρία σκιά –
και λυγμός δελφινιού που ζητάει πατρίδα!
Προσφυγάκι μωρό!
Σα χρυσή σερπαντίνα ο ομφάλιος λώρος σου.
μια κλωστή ματωμένη μπερδεμένη στα φύκια
ένα κλάμα ασταμάτητο φωνάζει «Βοήθεια!…»
Οι στεριές δεν σε θέλουν, τ’ άγρια βράχια ραγίζουν.
Κοραλλένια στεφάνια, το κορμάκι σου τ’ άψυχο
νεκρολούλουδα του βυθού σου στολίζουν.
«Κι αχχχ… νάνι νάνι νάνι του…
οι άγγελοι να ‘ναι πλάι του»…
— Καλόν ύπνο μωρό μου!!
ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΣ ΚΟΡΗ
Αχέντ Ταμίμι!
Ξόβεργες ξανθές τα μαλλιά σου,
πιάσανε τα πουλιά της γης αιχμάλωτα!
Θάρρεψαν πως τα γαλάζια σου μάτια
ήταν ουρανός, σημάδεψαν στο κέντρο
κι όρμησαν να τον φτάσουν!
Τώρα εκεί, μαζί σου στη φυλακή
ζευγαρώνουν της καρδιάς σας οι χτύποι
και τραγούδια γράφετε του έρωτα,
της Ειρήνης και της Λευτεριάς!
Μυριάδες κελαϊδισμοί ταξιδεύουνε
απ’ την Λωρίδα της Γάζας, σε πολέμου
γειτονιές του Ιράν, του Ιράκ, της Συρίας.
Φτάνουν στην Αφρίν και γονατίζουν
υψώνοντας σπαρακτικό μοιρολόι
βάφουν με αίμα το ηχόχρωμά τους…
Συνεχίζουν μετά περνώντας το Aιγαίο,
χαιρετούν την Ελλάδα, την Κύπρο,
αφήνοντας S.O.S σε αφρισμένα κύματα!
Απλώθηκε Παντού, το τραγούδι σου
Αχέντ Ταμίμι!!!
Τα σύνορα πέρασε η μελωδία του χτύπου
της μικρής σου παλάμης στου Ισραηλίτη
στρατιώτη το πρόσωπο! Σάλπισμα ήταν
σκλάβων γι’ Αντίσταση και Δίκαιο Αγώνα!
Το χαστούκι αυτό – μικρές σημαίες
κόκκινες – στα στήθη όλων των νεκρών!
Ουράνια τόξα χαράς ζωγραφίστηκαν
στων προδομένων λαών τα χείλη!
ΝΑΙ! Αυτό το χαστούκι, την πιο όμορφη
έγραψε της Παλαιστίνης Σύγχρονη Ιστορία!
— ΧΑΙΡΕ Αχέντ Ταμίμι!
Των περήφανων γονιών σου Άξια Κόρη!
Των μανάδων ΟΑΟΥ του κόσμου Κόρη!
ΧΑΙΡΕ Γενναία Έφηβη!!!
ΟΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ
Οι βαθύτεροι τάφοι είναι εκείνοι
των Ποιητών! Τους έστησαν στον τοίχο,
χωρίς να προβάλλουν καμία αντίσταση.
Δεν άφησαν ν’ αρθρώσουν ένα «γιατί»
Με χιλιάδες στα μάτια τους αδιάβαστα
ερωτήματα που ποτέ δεν απαντήθηκαν
ταξίδεψαν μαζί τους σε αιώνια σιωπή.
Αναπάντητες απορίες ζωγραφισμένες
στα παιδιάστικα, ειρηνικά τους μάτια,
όμοιες μ’ ένα σμάρι πουλιά πεινασμένα
που πιάστηκαν σε κυνηγών παγίδες’
παγώσανε στου Γεναριού τον χιονιά…
Οι εκτελεστές -μιας λύκαινας νόθα παιδιά-
γέννες τρόμου, ταϊσμένοι σκοτάδι κι αίμα.
Δεν γνώρισαν αγάπη, χάδι κι αγκαλιά,
τον θάνατο μόνον ξέρουν και σκοποβολή.
Οι σφαίρες τους πάντοτε βρίσκουν
τους Ποιητές στην καρδιά ή στο κεφάλι!
Δεν αστοχούν ποτέ!
Είναι αναλφάβητοι, δεν ξέρουν να διαβάζουν
ανθρώπινες ψυχές και συναισθήματα.
Μόνη τους γνώση κι ικανότητα, η σκοποβολή!
Έχουν ένστικτα λύκου και χέρια φονιά!!!
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΝΤΟΣ
Σιωπάς! Στου μυαλού σου το λευκό κελί
καταιγίδες, ομίχλη, χιόνια, κρύσταλλα.
Απομόνωσες της καρδιάς τους κτύπους,
ζεις τις νύχτες, τότε οι αλήθειες χάνονται
με τ’ αδιάφορα, κενά γεγονότα της μέρας.
Κλείδωσες χιαστή με σιδερένιες αμπάρες
την ασήμαντη της ύπαρξής σου ιδιοκτησία,
αφού πρώτα στη τζαμαρία κρέμασες
των ματιών σου την άχρωμη ταμπέλα.
Δεν είμαι εντός! Επιστρέφω σύντομα!
Αλλοτρίωσης σημάδια και παρακμής,
νάρκες μικρές που ανασαίνεις κρυφά
και σκάζουν στις φλέβες, στο αίμα σου.
Στο παραβάν δέκα χρόνια σκαλωμένη
η παλιά σου καμπαρντίνα, σκεπασμένη
με σκόνη, περιμένει να τη φορέσεις
όπως τότε, με τα μαύρα σου σκαρπίνια.
Θυμάσαι τη Δανάη στο πρώτο ραντεβού
και γλυκό πολίτικο θέλεις να την κεράσεις!
Βρέχει ολημερίς, σαν τότε που χάθηκε.
Χωρίς νόημα τώρα, άδεια τα βράδια σου.
Δέκα χρόνια στέκεις ακίνητος, καπνίζεις…
Η ταμπέλα σου γράφει.
Δεν είμαι εντός! Ίσως να Μην επιστρέψω!!!
ME ΠΕΙΣΜΑ
Ετούτα τα μολυσμένα χρόνια μας
με τους άρρωστους μήνες τους
να ·ψυχορραγούν ετοιμοθάνατοι,
σαν κατάρα κάθισαν πάνω μας.
Μα όσο υπάρχουν οι άνθρωποι
που περπατούν, τρέχουν, αναπνέουν,
χορεύουν, τραγουδάν, ερωτεύονται,
αγαπάνε, αγωνίζονται με πείσμα
και διεκδικούν τα «θέλω» της ζωής,
ειρήνη, λευτεριά και δικαιοσύνη,
ο κόσμος μπορεί να ελπίζει στο αύριο!
Κρατάει γερά των ανθρώπων η πίστη!
Ξέρουν με τα χαμόγελα να γράφουν
τη δική τους ιστορία στους τοίχους
των φτωχόσπιτων, σε διψασμένους
δρόμους, στα σπασμένα παγκάκια
της ξεχασμένης πλατείας, σ’ ερημικές
άγνωστες πόλεις των λαών της γης.
Με μπογιά κόκκινη ακόμη κι αν είναι
απ’ το αίμα τους, ζωγραφίζουν ελπίδας
αγάπης και περηφάνιας μηνύματα με λέξεις
αληθινές, Νίκης κι Αγώνα «ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ!»
TO ΚΡΑΓΙΟΝ ΣΟΥ
«Διψώ», ψιθύρισες κι έκλεισες τα μάτια.
Σε κρυσταλλένιο ποτήρι σου έφερα νερό
απ’ την πηγή του κρυφού έρωτά μου,
βύθισα μέσα του απελπισμένο πάθος
κι έσταξα μερικές σταγόνες λεμόνι
να σκεπαστεί η αλμύρα απ’ τα δάκρυα.
Φιλί αόρατης προσευχής ακούμπησα
στην ακίνητη διάφανη επιφάνεια.
Έγραψα το Αντίο του χωρισμού μας
μαζί με λέξεις μικρές που λιποθύμησαν
τότε που ορκίστηκες πως όπου πας,
στο ταξίδι της ζωής σου ή του θανάτου
θα μ’ έπαιρνες μαζί σου για πάντα!
«Διψάω», μου ψιθύρισες πάλι… «Διψώ».
Κι ύστερα… «Αντίο, αντίο» και χάθηκες!
Απέραντη έρημος έγινε ο κόσμος μου
με χιλιάδες αντικατοπτρισμούς
από χαμόγελα δικά σου μενεξεδένια,
χάδια γεμάτος, ηλεκτρισμένα φιλιά
με κόκκινο κραγιόν ζωγραφισμένα!
Όπως το χνάρι που φεύγοντας άφησες
στου ποτηριού τα χείλη να αιμορραγεί
με σταγόνες φωτιάς στην καρδιά μου.
Τώρα καίγομαι! Στην έρημο Διψώ!!!
ΑΠΟΦΑΓΙΑ
Ένα σκυλί δαρμένο η ύπαρξή σου
στα πόδια της σέρνεται αλυχτώντας.
Ελπίζει ακόμη ένα χάδι, λίγο μέλι
απ’ τα χείλη μιας νεκρής αγάπης,
μισό επιθανάτιο βλέμμα παγωμένο.
Τις πληγές σου γλύφεις και κλαις
με θύμησες χθεσινές ονειρεύεσαι
γελαστές μέρες, βόλτες κι αγκαλιές
στα υγρά χωράφια, κρασί μπρούσκο,
χάδια ζεστά πριν το ερωτικό παιχνίδι!
Αν λέω… πια δεν έχει κάτι να δώσει,
η καρδιά της στέρεψε ή χτυπά αλλού,
μ’ ένα χαμόγελο Εσύ βρες δύναμη
το μαραμένο λουλούδι στον κήπο
της ψυχής σου πάλι ν’ ανθίσει!
Μην ικετεύεις! Περισσεύματα οίκτου
κι αποφάγια των αισθημάτων της
θα πετάξει σε σένα – μια τελευταία
μοιραία πράξη – η ευθανασία σου!
ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΓΙΑΣΕΜΙΟΥ
Το ασημένιο όπλο του φεγγαριού
σκόπευσε στην καρδιά του κήπου
και πάτησε ξαφνικά τη σκανδάλη.
Κοκκίνισε η λίμνη, τα χρυσόψαρα,
στέναξαν τα νούφαρα ξεψυχώντας!
Μικρά κλαδιά των γιασεμιών
αγκάλιασαν την τριανταφυλλιά,
δίνοντας ερωτικό φιλί στα ρόδα!
Ο βασιλικός δίπλα στην λεβάντα
λιποθύμησε μαζί της απ’ την έκρηξη
των μεθυστικών τους αρωμάτων!
Φοβήθηκαν τα σκαθάρια όρμησαν
μες στις φωλιές των μυρμηγκιών,
ικετεύοντας τους για βοήθεια!
Πλάνταξε η κουκουβάγια, με ζήλια
πάγωσε το βλέμμα της πάνω
στις δυο ξανθές σου πλεξούδες!
Το ασημένιο όπλο του φεγγαριού
πυροβόλησε την ιτιά και σιώπησε
η μελωδία, το θρόισμα των φύλλων!
Τώρα ακούω της φύσης μοιρολόγια
θρήνους τ’ ανέμου γι’ αθώα φιλιά!
Τον έρωτα του γιασεμιού στα ρόδα!
.
ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΟΥ PUZZLE (2022)
ΠΩΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ;
Αυτή είναι κόρη της Ειρήνης! Και τούτο τον καιρό,
η ομορφιά είναι μια «πικρή μνήμη»! Έγιναν «στέρφα» τα χρόνια μας.
Στις μέρες μας δεν γεννιούνται ποιήματα και παιδιά!
Για να αξιωθούμε πάλι τον τίτλο του Ανθρώπου,
τον τίτλο του γονιού, του δάσκαλου, του ποιητή, ΠΡΕΠΕΙ ο
καθένας μας -η κάθε μία— σαν ατσάλινη ασπίδα να μπει μπρος
σ’ ένα παιδί, να το σκεπάσει με τον ίσκιο του, να μην το βρει
ο «μακελάρης» του πολέμου, ο διακινητής του σαπιοκάραβου,
ο δουλέμπορος, ο μισθοφόρος φαντάρος και ο αστυνόμος,
που φυλάει και ορίζει τα σύνορα της ζωής του προς το Αύριο!
Ασπίδα να γίνουμε μπρος στα παιδιά, να τα κρύψουμε, να
τρανέψουν, να μοσχοβολήσουν, ρίζες να απλώσουν της προκοπής
και της Ειρήνης, σ’ όλες τις πατρίδες της γης! Γιατί εμείς
γνωρίζουμε τον πόλεμο, τη φτώχεια, τον ξεριζωμό, την ορφάνια…
Τα σημάδια από τις πληγές είναι ακόμη νωπά και πονάνε
το σώμα και την ψυχή μας. Μας θυμίζουν πως όλα κερδίζονται
με Αγώνες και αίματα! Πρέπει να παλέψουμε για το δικαίωμά
τους να γελάνε, να τραγουδάνε! Να είναι της αγάπης,
της ευτυχίας, της Ειρήνης παιδιά.
Κι όταν ο κόσμος αλλάξει, οι ποιητές θα πάρουν ήχους
από τα γέλια τους, φλόγες από τα μάτια τους και θα γράψουν
τα πιο όμορφα ποιήματα!
ΘΕΑΤΗΣ Η ΑΝΘΡΩΠΙΑ
Ματωμένη του κόσμου η αρένα φως μου…
με κρύες κερκίδες που γέμισαν θεριά,
πληγωμένο σκυλί που αλυχτά και γαυγίζει
θεατής μοναχός και τυφλός, η ανθρωπιά!
Θραύσματα πυρωμένης χειροβομβίδας
διαμέλισαν τις λέξεις, τις συλλαβές
κι εσύ παρακαλάς να φτιάξω στιχάκια
αγάπης και ειρήνης τραγούδια να λες.
Σημαία ελπίδας τα μάτια σου φως μου,
βιασμένες γυναίκες, παιδιά που πεινούν.
Γλάροι λευκοί στην αγκάλη σου φως μου
με σπασμένα φτερά, να πετάξουν ποθούν.
Μη ζητάς τραγουδάκια, στιχάκια να γράφω
οι κρύες κερκίδες γεμίσαν θεριά.
Σαν σκυλί πληγωμένο αλυχτά και γαυγίζει
μοναχός και τυφλός θεατής, η Ανθρωπιά!
Ματωμένη… ματωμένη η αρένα του κόσμου.
ΑΜΥΓΔΑΛΕΖΑ
(κέντρο κράτησης μεταναστών)
Γύρω μου προβολείς και συρματοπλέγματα.
Περνά ο ήλιος κρυφά και ζει λαθρομετανάστης
στη βρώμικη αυλή του πόνου και των δακρύων,
φυλακισμένος, κυνηγημένος μαζί μου!
Δεν είμαι φονιάς! Της ανάγκης Άνθρωπος, της πείνας
και της αρρώστιας, αδερφός του εξευτελισμού
και του θανάτου είμαι, γιός της βίας και του πολέμου.
Ο πατέρας μου όταν με «φύτεψε» στης μάνας την κοιλιά
κέρασε όλο το χωριό περήφανος, έκανε όνειρα,
ήθελε να με καμαρώσει ψηλό σα δέντρο,
γλυκό όπως το κρασί, καλοσυνάτο και τίμιο,
μορφωμένο, εργατικό και στη κοινωνία άνθρωπο χρήσιμο!
Σαν γεννήθηκα, τραγούδια και παραμύθια
της ανατολής μου έλεγε πάνω απ’ τη κούνια!
Δεν είμαι φονιάς, δώρο σας έφερα μια καρδιά
για ν’ αγαπήσει, ένα κορμί να σας δουλέψει.
Μάτια μ’ ευγνωμοσύνη και θαυμασμό να κοιτούν!
Θέλω έξω απ’ το σύρμα να βγω. Ανοίξτε τη φυλακή μου…
Freedom αδέρφια μου, freedom!
Είχα πατρίδα, σπίτι, οικογένεια, σχολείο, φίλους!
Μετανάστη εσείς με κάνατε και φυλακισμένο,
να ζω μ’ έναν λαθραίο ήλιο σε μια αυλή βρώμικη
του σπαραγμού, της ταπείνωσης, του θανάτου!
Μεγάλη η γη και όλους μας χωράει,
μεγάλος και γαλάζιος ο ουρανός που μας σκεπάζει!
Freedom Αδερφέ μου, freedom!!!
ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΚΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ
Γελάμε, χαζογελάμε, λες τίποτα 6ε συμβαίνει
κι ο νους μας αρνείται την τραγωδία.
Γελάμε, μετράμε, οι αριθμοί όμως κλαίνε…
Τα νούμερα δε βγαίνουν. Επεισόδια εγκεφαλικά
σε άδειες τσέπες κρύβονται και χτυπάνε!
Αυτοκτονικά ατυχήματα -μοντέρνος όρος-
στου συσσίτιού τις αίθουσες συμβαίνουν,
σε μπαλκόνια λαϊκής πολυκατοικίας,
στις ουρές του ΙΚΑ, στα φτωχοκομεία.
Αλλοιώθηκαν οι συνειδήσεις όλων μας.
Δίχως ντροπή φλερτάρουν με την τυρόπιττα
και την βρώμικη γόπα του τσιγάρου!
Σε μιαν όρθια «ξεπέτα» στα γρήγορα,
πίσω απ’ τη ρεσεψιόν, το -ανώνυμο-
κορίτσι της νύχτας άκου, σε μετάφραση.
«Δεν έχει παγκάκι απόψε, κέρδος μια μέρα ζωής»
Κλαίνε οι αριθμοί, χαζογελάνε οι άνθρωποι.
Στα νοσοκομεία οι εντατικές κλειστές…
Ατυχήματα αυτοκτονικά,
πείνα, δίψα, απόγνωση, ξεπεσμός.
Όλων μας η συνείδηση αλλοιωμένη.
Μια «ξεπέτα» είναι στα όρθια, που ζητάει δικαίωση
μαντηλάκι υγρό, τυρόπιττα, τσιγάρο, γωνιά για ύπνο…
Χαζογελάμε. Ο νους μας αρνείται την τραγωδία…
— Φίλε ξέρεις; Σκληρός πολύ ο θάνατος σε παγκάκι…
Οι άστεγοι νεκροί, χρόνια μένουν στ’ «αζήτητα»…
Κλαις; Κλάψε τώρα, την αλλοιωμένη σου συνείδηση!!!
ΜΑΖΙ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ
Και πάλι ο φασισμός
άπλωσε τον μανδύα του στα όνειρα.
Στα όνειρα των ανθρώπων,
για ειρήνη, λευτεριά και αλληλεγγύη!
Ξύπνησαν οι νεκροί μουσικοί
με δοξάρια στα χέρια τους,
σάλπιγγες και τύμπανα πολέμου
και με χιλιάδες ηρωικές νότες
παίζουν, πυροβολούν το «τέρας»
στο κέντρο της μαύρης του καρδιάς!
Σε σκοτεινές αίθουσες συναυλιών
η ψυχή μου ενώνεται με τα μάτια
και τις αγκαλιές των φίλων μου.
Ανασαίνει με των συντρόφων μου
τις ήρεμες και δυνατές ανάσες!
Είμαστε εμείς που φτιάχνουμε
τον Παράδεισο των χρωμάτων,
της μουσικής, της Ανθρωπιάς,
της ισότητας και του Δίκαιου!
Όλοι μαζί στον αγώνα!
Λευτεριά στα όνειρα του αύριο!
ΚΟΥΡΔΙΣΣΕΣ
Δάκρυα δεν ταιριάζουνε
στις Κούρδισσες γυναίκες
μόνο φωτιά και εκδίκηση
και πόθος για Πατρίδα!
Στα βράχια, χτίζουνε φωλιές,
σαν άγριες περιστέρες,
απ’ τις πηγές πίνουν νερό,
λαφίνες διψασμένες,
ψωμί ζυμώνουν σε σπηλιές,
παντρεύονται τις νύχτες!
Κρατούνε όπλο στο δεξί,
μωρό στ’ αριστερό τους,
που πίνει γάλα στο βυζί
και αίμα, απ’ την καρδιά τους.
ΟΧΙ! ΠΟΤΕ δεν ταίριαζαν,
στις Κούρδισσες τα δάκρυα!
Τραγούδι μόνο και χορός,
της γερακίνας βλέμμα!
Δύο φεγγάρια στα μαλλιά,
στις μαύρες τους πλεξούδες
και ένα φιλί ερωτικό,
πίσω απ’ τ’ αφτί κρυμμένο!
MIA ΘΑΛΑΣΣΑ
Αν μπορούσαμε να φτιάξουμε
μια θάλασσα απ’ την αρχή,
χούφτα-χούφτα το νερό της βροχής
να μαζεύαμε, από αθάνατη πηγή
σταγόνες αιωνιότητας, μωρών χαμόγελα,
ίαμα από λεχώνας πρωτόγαλα.
Να φτιάξουμε θέλω
ένα πρωτόγονο αρχιπέλαγος,
έναν ασημόχρυσο ωκεανό αβάπτιστο, μ
ε βυθό παρθένο χωρίς ναυάγια,
δίχως τάφους μανάδων, πατεράδων
και μικρών παιδιών φαντάσματα…
Σπαρμένος να ’ναι μοναχά κοράλλια
κι άσπρα λαμπερά μαργαριτάρια!
Γιορτής να στήνουνε χορό δελφίνια,
γοργόνες και νεράιδες όμορφες.
Νέοι και γέροι ναυτικοί, τραγούδια
να λεν ερωτικά σε μάγισσες σειρήνες!
Τέτοια, Ναι! Τέτοια θέλω μια θάλασσα!
ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ
Ήλιος μικρός ο ποιητής
με λέξεις ηλιαχτίδες,
ν’ ανοίξει πάντα προσπαθεί
παράθυρα στην συννεφιά,
στη σκοτεινιά του κόσμου!
Και στις καρδιές!
Άλλο είναι τι;
Μιαν Άνοιξη που αιμορραγεί
και κρύβει τις πληγές της.
Φασίστας το αίμα του ρουφάει
προδότης και φασίστας.
Να τον βυθίσει στη σιωπή
σ’ αιώνιο χειμώνα.
Μα δε φοβάται, προχωράει
στο αίμα βουτάει και γράφει!
Καλόστρατος ο δρόμος του
μακρύ να ’ν’ το ταξίδι, σ
τις πεθαμένες Κυριακές
στης φτώχιας τα δρομάκια.
Γιατί αυτός είναι κρασί
-το πίνεις και ξεχνιέσαι-
μέλι είναι κι αμύγδαλα,
ελιές είναι και λάδι
που σου χορταίνουν τη ψυχή.
Πυγολαμπίδα είναι, κερί,
ήλιος πολύχρωμος μικρός,
στην άβυσσο του Άδη!
ΠΡΟΣΠΕΡΝΑΣ
Τί έχεις να πεις, για τους σπασμένους
κουμπαράδες των παιδιών;
Με τα λεφτά τους απ’ τα κάλαντα
που ψωμί έγιναν και λάδι;
Έχεις να πεις κάτι,
για τα χαστούκια της φτώχειας
που σκοτεινιάζουν με αφέγγαρες νύχτες
το πρόσωπο του άνεργου πατέρα;
Τί έχεις να πεις.
για τις βέρες του γάμου
που λουφάζουν στοιχειωμένες
στου μαυραγορίτη την τσέπη.
για ν’ αγοράσει φάρμακα η μάνα;
Δε μιλάς;
Δυο δάκρυα αφήνεις στης μέρας
το μονοπάτι και προσπερνάς
Με οίκτο και κατανόηση, προσπερνάς!
Νομίζεις πως έτσι ξέπλυνες
τις ευθύνες, τις αμαρτίες σου;
Κι όμως, ευθύνη σου είναι και δική μου!
Εσύ κι εγώ, σπάσαμε τον κουμπαρά
και πουλήσαμε τις βέρες…
Τίποτα δεν θα πεις και τώρα;
Ποιος έφτιαξε έτσι την κοινωνία;
Πώς θ’ απολογηθούμε;
Μ’ ένα Συγγνώμη;
Ντροπή. Ντροπή μου και Ντροπή σου!!!
ΧΑΡΤΑΕΤΟ ΥΨΩΣΕ
Είναι τέχνη να δραπετεύεις!
Να σ’ έχουν κλείσει στη φυλακή
μιας άχαρης, ανάξιας ζωής
και εσύ να δραπετεύεις!
Σπρώξε, με μια κραυγή ελευθερίας
τα κάγκελα, σπάσε, με το βλέμμα
το τζάμι του μικρού φεγγίτη,
τα κορδόνια των παπουτσιών ένωσε,
χαρταετό με φτερά γλάρου
και ουρά δελφινιού στον ουρανό σήκωσε,
πάνω απ’ τις σφαίρες των φρουρών σου!
Είναι τέχνη να δραπετεύεις.
Απ’ τις αλυσίδες της ζωής σου, ν’ αυτομολείς,
σύννεφα του ονείρου σου ν’ αγκαλιάζεις.
Ύψωσε χαρταετό, πάνω απ’ τις σφαίρες!
Δραπέτευσε!!!
ΑΝΑΡΘΡΑ ΛΟΓΙΑ
Υπάρχουνε κάποιες φορές
που οι ανείπωτες λέξεις
παίρνουν την εκδίκησή τους.
Μικρές, μπερδεμένες, σύντομες,
κυλάνε από τα χείλη χωρίς ποτέ
να περνούν απ’ του μυαλού το φίλτρο.
Σφαίρες θανάτου είναι, ενός ελεύθερου
σκοπευτή, άγνωστα λόγια, καυτά,
καταπιεσμένα και ασυνάρτητα,
που ψάχνουν μάτια
να τα γεμίσουν δάκρυα.
Φιλιά ψάχνουν να τα ματώσουν,
κορμιά να τα δολοφονήσουν!
Αναρχικά, άναρθρα λόγια, λέξεις
που δραπετεύουνε απ’ τη φυλακή
του alter ego, ασυνάρτητες
και σχιζοφρενικές, σαν αβγδζ
και σφλ, κπφμ… κι άλλες, δίχως νόημα,
που στόχον έχουν, τον εγκέφαλό σου!
Στερημένες από ερμηνεία
στην κόλαση σε στέλνουν,
γεμάτον απορίες κι ερωτήματα.
Και μη γελάς.
Υπάρχουν λέξεις αφιλτράριστες.
Έχω ακούσει πολλές τέτοιες
με… αβγδζ… φλκς… και κπψ!
Λόγια Αναρχικά! Αντάρτες Λόγια!
Δραπέτες της φυλακής, του alter ego σου!!!
ΛΕΥΤΕΡΟΣ! ΑΥΤΟ ΜΟΝΟ
Σιδερένια τα κάγκελα στο λευκό σου κρεβάτι,
εσύ μια λευκή, λευκότατη ψυχούλα,
-πουλάκι παγιδευμένο στον ακάλυπτο
της πολυκατοικίας σε σχήμα Π-
κι απέναντι ο υαλοπίνακας εκείνος
με την αντανάκλαση που ξεγελούσε
θαρρώντας πως έξοδος είναι στον ουρανό,
σκάλα χρυσή που ανέβαινε στ’ απέραντο γαλάζιο!
Κάλπαζαν οι χτύποι της καρδιάς σου,
την αγωνία σου ορμή έκανες, σπάθισες τον αγέρα,
κατάματα κοιτώντας τη πύρινη μορφή του ήλιου!
Ήθελες να φωνάξεις «Είμαι Λεύτερος!!!»
Μπλοκάρανε οι λέξεις στον ταραγμένο σου νου’
κανείς δεν άκουγε, κανείς δεν σ’ έβλεπε,
στο -απονενοημένο- τελευταίο σου πέταγμα
κι έμεινε κόκκινο αποτύπωμα στο τζάμι. Αυτό μόνο.
Το απόγευμα με δάχτυλο τεντωμένο, ένα παιδί
έδειχνε κάτι στην μαμά του, φωνάζοντας.
— Κοίτα, κοίτα μαμά εκεί, έχει ένα πουλί κόκκινο.,
ένα κόκκινο σκοτωμένο πουλάκι…
Μαμά, μαμά κοίτα! Εκεί, στη τζαμαρία!
Κανείς Ποτέ δεν σε ξανάδε. Ένα παιδάκι μόνο!
Τώρα ανασαίνεις στους ουρανούς, δροσάτο αέρα.
Της λευτεριάς σου τον έρωτα, τώρα τραγουδάς!
ME ΚΛΑΡΙΝΑ ΚΑΙ ΧΑΛΚΙΝΑ
Άιντε πατριώτες, ας βαδίσουμε
σε πορεία Νίκης ή Θανάτου,
με κλαρίνα απ’ την Ήπειρο
και της Κοζάνης τα χάλκινα!
Ν’ ανεμίσουν φουστανέλες
σε πουρνάρια και ξερολιθιές.
Αγκάθια να γεμίσουν τα μαλλιά μας
ρίγανη, φλισκούνι και θυμάρι!
Πάχνη κρασιού στα βλέφαρα
και η τρέλα μας
στα μονοπάτια τ’ ουρανού
τον Μακρυγιάννη, τραγουδώντας’
«…τον ταμπουρά λαλούσε.
εγώ ραγιάς δεν γίνομαι.
Τούρκους δεν προσκυνάω!»
Κρασιού πάχνη στα βλέφαρα.
ιχνηλάτης μας η τρέλα.
στις κορυφές ψηλά μας πάει
φτερά να βρει Ινδιάνων,
απ’ τις ουρές των γερακιών
και του αητού την ράχη!
Αδέρφια μου ευτυχώς οι εχθροί
αγνοούν τη δύναμή μας.
Εμπρός λοιπόν, ο δρόμος μας
Νίκη θα είναι ή θάνατος.
.
Σςςς… Ο ΘΕΟΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ (2014)
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΤΑΞΙΔΙ
Πρέπει, να αποφασίσεις τον προορισμό σου!
Πρόσεχε τις τεράστιες ταμπέλες
που απαγορεύουν τη διέλευση
και σηματοδοτούν επικίνδυνες στροφές,
ολισθηρό οδόστρωμα και αδιέξοδα.
Αποφάσισε το ταξίδι σου «επί του χάρτου»
χρειάζεσαι στρατηγική και σωστό εξοπλισμό,
μην αφήσεις τίποτα στη τύχη.
Αυτό που για σένα εμφανίζεται ως «μοιραίο»
να ξέρεις πως γι’ «αυτούς»,
είναι σχεδιασμένο στις λεπτομέρειες,
εφαρμοσμένο σ’ ανθρώπους πειραματόζωα!
Εσύ, ζεις σε δοκιμαστικό σωλήνα
χωρίς να το ξέρεις -εκεί- μέσα γεννήθηκες!
Είσαι αποτέλεσμα συγκεκριμένης
διασταύρωσης, που παράγει
ανθρώπους «οικόσιτα» για τις αυλές
και τα κοτέτσια των αφεντάδων.
Σκέψου καλά το πρώτο σου βήμα!
Αποφάσισε το ταξίδι σου σωστά,
με στρατηγική και άριστο εξοπλισμό!
Κάνε πολλές ασκήσεις «επί του χάρτου»
μην αφεθείς στην τύχη… μηη!
ΨΑΧΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
Αναμονή και σιωπή,
σιωπή και αναμονή,
δε μπορεί;
Κάποιου τα νεύρα θα σπάσουν
και, αν ακουστεί η πρώτη κραυγή,
θ’ ακολουθήσουν
τα ουρλιαχτά του πόνου,
της απόγνωσης, της εγκατάλειψης,
της αδικίας, της πείνας, των πεθαμένων!
Τρελαμένα βλέμματα
σπαθίζουν τον ορίζοντα,
αιμάτινα δάκρυα σαν χείμαρροι
κυλούν στη γκρεμισμένη
μάντρα του νεκροταφείου,
όλοι ψάχνουν τους ποιητές!
Αυτοί, αραδιασμένοι σα σαρδέλες
σκεπασμένες με πάγο,
στοιβαγμένοι σε τελάρα
μπρος στην ιχθυόσκαλα
του Αη-Γιώργη στο Κερατσίνι,
περιμένουν το χονδρέμπορο
να τους δώσει την καλύτερη τιμή!…
Άιντε μωρέ ποιητές,
ώρα να βγείτε
στις λαϊκές γειτονιές
σα φτηνό εμπόρευμα.
να ταΐσετε πεινασμένους,
να θρέψετε νου και σώμα,
να ζωντανέψουν ξανά τα όνειρα
του άνδρα που ρουφάει
σκεπτικός το κρασί του!
Υποσχεθείτε του αύριο
να έχει μεροκάματο,
φαΐ στο πιάτο του, στο μαξιλάρι του ύπνο,
περηφάνια στο μέτωπο
τραγούδι ερωτικό στα χείλη!
Άντε μωρέ ποιητές,
μη περιμένετε το χονδρέμπορο
να σας δώσει την καλύτερη τιμή!
Η ΣΚΙΑ ΜΟΥ
Καταμεσήμερο της Κυριακής,
ακολουθούσα τη σκιά μου
που μπλέκονταν ανάμεσα στα πόδια μου
μ’ εμπόδιζε να περπατήσω, να τρέξω,
να πηδήξω μακριά, έτσι θύμωσα
και φώναξα… -φτάνει όχι άλλο!
Έδωσα φωτιά στο φιτίλι που ενώνονταν
με τον κρυμμένο δυναμίτη,
χρόνια ξεχασμένος βαθιά
στα έγκατα της ψυχής μου
και ευθύς σκεπάστηκε ο ήλιος
από εκατομμύρια μικρές αστραπές,
θραύσματα πόνου και θλίψης
από τη φοβερή του έκρηξη!
Διαλύθηκαν τα σκουπίδια του «είναι μου»!
Έπεφταν-έπεφταν-έπεφταν…
φτιάχνοντας μικρούς σωρούς
πάνω στο πεζοδρόμιο, στα φρεάτια,
στη μέση του δρόμου!
Τι με νοιάζει για το δρόμο, δικός μου είναι;
Άλλοι τον χάραξαν για μένα -ξένοι-,
εγώ κατάδικος είμαι σε ισόβια διαδρομή
με μια σκιά που μπλέκεται στα πόδια μου
και μ’ εμποδίζει να τρέξω
καταμεσήμερο της Κυριακής!
ΑΦΕΝΤΕΣ ΛΥΚΑΝΘΡΩΠΟΙ
Πλατάνια, κουμαριές, καστανιές
πεύκα, καρυδιές και πουρνάρια
υποκλίθηκαν στο διάβα του λύκου
και στα βαριά βήματα της αρκούδας.
Τα χνώτα τους βρωμούσαν
πόλεμο, θειάφι,
αμμωνία και πτωμαΐνη!
Πήδηξε η ακρίδα στα ρουθούνια τους
και ο γρύλλος τραγούδησε στ’ αφτιά τους
– Αφέντες λυκάνθρωποι
αφεντάδες αρκουδάνθρωποι,
χορέψετε μια ρούμπα ή μια σάμπα
μετά αν -μπορείτε-
συρτό και μπάλο!
Τραγουδήστε τον ύμνο του Σολωμού
κλάψτε τη μοίρα σας με κρασί,
πιείτε φαρμάκι και δάκρυ
απ’ τη φωνή του Καζαντζίδη
και του Χρύσανθου!
Αφέντες λυκάνθρωποι
αφεντάδες αρκουδάνθρωποι
πείτε μας, είσαστε Έλληνες;..
Θέλω ν’ ακούσω τον ύμνο του Σολωμού!
ΦΑΙΔΡΑ!
Αταξίδευτα -ταξίδια- θαλασσινά,
λαθρεπιβάτης εγώ κρυμμένος
στη γενειάδα του Σορόκου,
μεταναστεύω δίχως προορισμό
ψάχνοντας τις υπόγειες πολιτείες
στο Ιόνιο και στο Αιγαίο!
Ονειρεύτηκα μια ζούγκλα
με ασημοπράσινα φύκια,
που χόρευαν στους μαγικούς ήχους
της «ενάτης» συμφωνίας του Μπετόβεν
και ο κύκλος τους διπλότριπλος
ζωγράφιζε μια καρδιά που πάλλονταν,
καθώς μουρμούριζαν το όνομά σου
Φαίδραα… Φαίδραα… Φαίδραα!
Με ανοιχτές πόρτες και παράθυρα
αντικριστά στο πέλαγος,
ξαπλωμένος στο ριγέ σεντόνι
σκεπασμένος με τη γκρίζα κουβέρτα,
αταξίδευτος και γερασμένος,
κουρασμένος βαθύτατα
με ανύπαρκτα θαλασσινά ταξίδια,
καρτερώ ακόμη να φυσήξει ο Σορόκος!
ΜΕΤΡΑΩ ΑΝΑΣΕΣ
Σε τούτο τον αγώνα δρόμου,
ταχύτητας και αντοχής
πρέπει να τερματίσω!
Έσφιξα τα δόντια,
το στομάχι, την καρδιά μου
και έκρυψα ξημερώματα το φόβο
στους πάτους των παπουτσιών,
εκεί που η γιαγιά μου
έβαζε τις δεκάρες της
όταν πήγαινε στην εκκλησία!
Περπατάω ασταμάτητα
και πεινάω,
περπατάω και καρδιοχτυπώ,
περπατάω… παραπατάω… τρεκλίζω!
Κουράγιο, μου έμειναν
οκτώ εκατομμύρια
πεντακόσιες ογδόντα δύο ανάσες
και φτάνω στο τέλος,
οιύτε μια πιο λίγη, ούτε μια πιο πολύ!
Ακριβώς οκτώ εκατομμύρια
πεντακόσιες ογδόντα δυο ανάσες!
Όμως πεινάω,
καρδιοχτυπώ και μετράω
πρέπει να μετράω σωστά,
εγώ) που είμαι της φιλολογίας
όχι των μαθηματικών,- τι να κάνω;
Τυλίχτηκα τη στολή της γελοιότητας
του άγνωστου αγώνα,
όμως δε γελάω, ούτε καν μιλάω,
αντιλαμβάνομαι από ένστικτο
της απορίας σου το ερώτημα, -γιατί-;
-εξηγήσεις δεν έχει τώρα!..
Σκέφτομαι και μετράω,
μετράω, μετράω…
οχτώ εκατομμύρια πεντακόσιες
εβδομήντα ανάσες ακόμη και φτάνω,
τερματίζω… κερδίζω!!!
Τώρα σφίγγω στομάχι και δόντια,
μεγάλη προσοχή στο μέτρημα… πεινάω!
ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Εσύ είσαι που φορτώθηκες στους ώμους
την οροσειρά της Πίνδου
και την άπλωσες ως το πέλαγος
σημαδεύοντας τους βυθούς
με δέντρα και βουνοκορφές,
φτιάχνοντας υποθαλάσσιες γειτονιές
με μυστηριώδεις συγκάτοικους,
όπως την πέρκα με το περιστέρι,
το γύλο με το γλάρο,
το κεφαλόπουλο με έναν κότσιφα!
Είδες αγάπες που δε βρήκαν
έναν τόπο να στεριώσουν,
γιατί στο νερό θα πνίγονταν,
στο χώμα θα πέθαιναν
και στον αέρα αδυνατούσαν να πετάξουν
τους είχαν κλέψει τα φτερά!
Τούτα τα παράξενα ζευγάρια
τα τρόμαζε ο κόρακας,
που ’χε ένα κόλλυβο
πικρό «σπυρί» στο στόμα
και τους χαλούσε ψέλνοντας
στη μαυροφτέρουγη
θανατερή αγκαλιά του:
-«…Ανάπαυσε τους δούλους σου…
Εν τόπω χλοερώ…»!
Ποιος έγραψε άραγε την αρχή
σ’ αυτό το παραμύθι;
Λέω πως μάλλον ήσουνα εσύ,
αφού κουβάλησες
την Πίνδο στους ώμους
και τη βύθισες στο πέλαγος!
Απ’ όλα όσα μου έμαθες,
το πιο μικρό θέλω να πω:
Δεν είναι ο λογισμός που όμορφο κάνει τ’ όνειρο,
μα ο παραλογισμός που το απογειώνει!
Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ
Το ασημένιο όπλο του φεγγαριού
σκόπευσε στην καρδιά του κήπου μου
και πάτησε τη σκανδάλη.
Αιμορράγησε η λίμνη με τα χρυσόψαρα
και τα νούφαρα στέναξαν
με πόνο ξεψυχώντας!
Άπλωσαν τα γιασεμιά
τα κλαδιά τους κι αγκάλιασαν
τη ροζ τριανταφυλλιά,
δίνοντας ένα στερνό φιλί στα ρόδα!
0 βασιλικός έγειρε στη ρίζα της λεβάντας
και αυτοκτόνησε μαζί της σε μια δίνη
τρομακτικών αρωμάτων!
Φοβήθηκε το σκαθάρι και όρμησε
στη φωλιά των μυρμηγκιών
να ζητήσει βοήθεια!
Πλάνταξε από ζήλια η κουκουβάγια
και πάγωσε το βλέμμα της πάνω
στις ξανθές πλεξούδες σου!
Το ασημένιο όπλο του φεγγαριού
πυροβόλησε την ιτιά
και σιώπησε η μελωδική συμφωνία
απ’ το θρόισμα των φύλλων!
Τώρα ακούω το θρήνο του ανέμου,
κλαίει για το θάνατο της φύσης
και για το στερνό φιλί
του γιασεμιού στα ρόδα!
ΤΑ ΚΑΡΦΙΑ
Δίπλα στο τζάκι καρφωμένη στην πολυθρόνα,
νιώθω τον πόνο απ’ τα αόρατα καρφιά
που χώθηκαν ύπουλα στα χέρια, στα πόδια,
στην καρδιά, στο μυαλό μου!
Σκεπασμένη την κουβέρτα
του άχρωμου παρελθόντος,
προσπαθώ να ξεγελάσω
με χαμόγελα το παρόν
ίσως μπορέσει να μ’ αγαπήσει,
και να βρει λίγο χρόνο
να καθίσει -κοντά μου-δίπλα μου!-
Μέσα στα βλέφαρά μου χορεύει σαν τρελή
η πολύχρωμη πεταλούδα
της γοητευτικής μορφής σου,
το χτύπημα των φτερών της ψιθυρίζει…
– περίμενε-… θα ’ρθει!
Γέρνω το κεφάλι στο στήθος,
μαρμαρωμένα δάκρυα
στα αυλάκια των ρυτίδων
αρνούνται να κυλήσουν!
Αχ, αυτά τα καρφιά σκούριασαν τόσα χρόνια
-βαθιά- μπηγμένα στο μυαλό μου!
Χαμογελώ να μην τρομάξει το παρόν,
θέλω να μ’ αγαπήσει και να καθίσει δίπλα μου!
Τυλίγω σφιχτά στο κορμί την κουβέρτα
ένα- άχρωμο- κουρέλι του παρελθόντος,
αυτά τα καρφιά σκούριασαν τόσα χρόνια
-βαθιά- μπηγμένα στο μυαλό μου!
ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΑ
Μακάβρια ευρήματα
στους κλώνους της ιτιάς μου
τα απαγχονισμένα μου Σαββατοκύριακα!
Αυτόχειρες απελπισμένοι και ξεχασμένοι,
κρέμονται με μία κίνηση
συνεχούς ταλάντωσης,
συγκρούονται μεταξύ τους ρυθμικά
με υπόκωφα στενάγματα.
Έχουνε τα μάτια έξω από τις κόγχες,
τις γλώσσες μπλαβιές -πρησμένες-
στο ανοιχτό τους στόμα,
ξυπνώντας τα φαντάσματα
του Άουσβιτς και του Νταχάου!
Έγκλημα είναι σας λέω!
Έγκλημα, όχι αυτοχειρία!
Κάποιοι μου αυτοκτόνησαν
τα γελαστά μου Σαββατοκύριακα,
τώρα σκοτώνουν και την ιτιά!
Κατεβάστε τα πτώματα!..
Στο διάολο οι γιορτές που έχασα,
στον διάολο για όσα έκλαψα!..
Κατεβάστε τα πτώματα,
τουλάχιστον ας σώσουμε την ιτιά!
Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ
Άγνωστοι άνεμοι
μπλέχτηκαν στα μαλλιά σου,
μικρές ηλιαχτίδες
τυλίχτηκαν στο λαιμό
και στα χυτά σου μπράτσα.
Τέντωσες το στήθος
και οι ρώγες σου τρύπησαν το μωβ μπλουζάκι,
-έπαιξες το βλέμμα- «πέρασες»
μια γρήγορη ανάγνωση στο χειρόγραφο
σενάριο με το ρόλο σου,
μετά έστρεψες την πλάτη,
κούνησες προκλητικά τους γοφούς
στους αλλόκοτους εφιάλτες του παρελθόντος
και στους ξεχασμένους σου εραστές!
Ύστερα… σιωπή…
κλαυσίγελος… λυγμός!
Να ’σαι πάλι έτοιμη στις κουίντες…
Τρίτο κουδούνι… αυλαία!
Όρθια στη πλάτη του αλόγου
-μικρή Αμαζόνα,-
σαν πάντα να ορμάς στα ατέλειωτα
-επικίνδυνα- χιλιόμετρα της σκηνής!
Παίζεις βγάζοντας τη γλώσσα σου
στο χθες, στο σήμερα, στο αύριο!
Ουράνιο τόξο κρυμμένο
στην ομίχλη το μέλλον!
Μπορεί από τα στήθια σου
να πετάξουν αγριοπερίστερα,
στα μπράτσα σου ν’ ακουμπήσουνε
αμαρτωλά φιλιά
κι απελπισμένα δάκρυα,
στους ζουμερούς γοφούς σου
να ξεψυχήσει η ιστορία!
Παίξε θεατρίνα μου παίξε… παίξε!
Γλυκόπιοτο κρασί το χειροκρότημα!
Μετά… όταν οι προβολείς θα σβήσουνε
και μείνεις μόνη με το φεγγάρι
κατέβα απ’ το άλογο,
ζήσε το φόβο σου,
άσε λεύτερο το λυγμό σου… λεύτερο!
στην Ευδοκία
ΕΓΩ ΞΕΡΩ
Πώς έγιναν τα μάτια σου δύο ερωτηματικά;
Γιατί έγινε το στόμα σου ένα τεράστιο «όχι»;
Πώς τη μορφή σου σκέπασε
μια σιδερόφραχτη κουρτίνα;
Γιατί τα χέρια σου πάγωσαν
στο τελευταίο αγκάλιασμα;
Πώς το φιλί σου έγινε λάκκος
με κρανία και οστά
ξεχασμένων νεκρών;
Πώς; Πώς; Γιατί;
Υποπτεύομαι… εσύ όμως θα πεις πάλι
— φταίει ο χρόνος… η απογοήτευση, ο πόνος..!
Δεν πιστεύω τίποτα πια, δε συγχωρώ τίποτα,
δεν ανέχομαι τίποτα… γιατί εγώ ξέρω!
Σε είδα, την ώρα που έθαβες
το βέλος του έρωτα
στη ρίζα της λεμονιάς
έσκισε το νυχτερινό ουρανό
μια αστραπή και σε είδα!
Σκούπισες τα χέρια σου,
στέγνωσες τον ιδρώτα από το μέτωπο σου,
αναστέναξες με ανακούφιση
και μουρμούρισες…
– Πάει κι αυτό… το έθαψα… λευτερώθηκα!
Έμεινα μετά μόνη -όλη τη νύχτα-, έκλαψα
το νεκρό μου έρωτα κάτω από τη βροχή!
ΠΑΡΘΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΥΣΙΑ
Ξάπλωσες σιωπηλή στ’ ακρογιάλι
μ’ ανοιχτά τα σκέλια σε απόλυτη διάσταση!
Απολάμβανες τη συνουσία σου
με τα μικρά -παιχνιδιάρικα- κύματα,
που έρχονταν ορμητικά και δρόσιζαν
τον καυτό σου κόλπο!
Παφλασμός και βογγητά!
Πράσινα και κόκκινα φύκια τυλίγονταν
και ξετυλίγονταν -μεταξένιες- καλτσοδέτες,
στα ολόλευκα μπούτια σου!
Στο αριστερό δαχτυλάκι του ποδιού σου
λιποθυμούσε ο σπάρος από έρωτα,
φιλώντας δίχως ανάσα
το μαργαριταρένιο νυχάκι σου!
Παρθενική μου αγάπη!
Χελιδοδέλφινο δεκαεπτά Μαΐων,
σαν κοραλλένιο μενταγιόν
αγγίζεις το ιδρωμένο στήθος μου!
Ανείπωτε πόθε, ένοχο όνειρο,
ζωντανέ εφιάλτη μου!
Χάρισε ένα βλέμμα στο βράχο
που στέκει σιωπηλός πλάι σου,
ντροπαλός σαν έφηβος -λιγοθυμώ-
όταν ο ίσκιος μου σ’ αγκαλιάζει
και αισθάνομαι το ηδονικό σπαρτάρισμα
της μυστικής σου συνουσίας!
ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ
Την ώρα της γέννας μου
ξέχασες το παράθυρο ανοιχτό
και όρμησε κλέφτης άνεμος
μου άρπαξε τα κρυστάλλινα φτερά,
και τα έκρυψε στον Καύκασο
πάνω στο βράχο του Προμηθέα!..
Εγώ μωράκι ανήμπορο,
πώς θα τα έπαιρνα πίσω;
Φοβόμουν τα πουλιά
που έτρωγαν τα σπλάχνα του,
φοβόμουν τη φωτιά
να μη με κάψει!
Αχ μαμά μου!
Ζω εξήντα χρόνια
κάνοντας δοκιμαστικές πτήσεις,
όμως ούτε μια πιθαμή
δε σηκώθηκα από τη γη!
Μαμά γιατί δεν έκλεισες
το παράθυρο; Εσύ φταις!
Αν μ’ αγαπάς πήγαινε -τώρα,-
φέρε τα φτερά μου
γιατί θέλω να πετάξω,
πρέπει να πετάξω!
Έχασα τη ζωή μου στις λάσπες
παλεύοντας με σκουλήκια!
19/9/2012
.
ΣΤΟ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ (2011)
Ο ΦΟΒΟΣ
Όρμησε η νύχτα στο δωμάτιο
έκανε κατοχή,
εσύ είσαι μόνη!
Μια σειρήνα μπρος στο σπίτι
σπάει το τζάμι,
εσύ είσαι μόνη!
Λιποταχτήσαν οι ελπίδες σου
έφυγαν όλες,
εσύ είσαι μόνη!
Φοβάσαι, κλαις στο μπάνιο σου
παρέα σου μια σύριγγα,
δεν είσαι μόνη!
ΕΥΓΗΡΙΑ
«Οίκος ευγηρίας»
θέατρο παρωδίας,
γιαούρτι, χαμομήλι
σύνταξη του ΟΓΑ.
«Οίκος ευγηρίας»
ξεφτίλας κι αγωνίας,
παντόφλες ξεφτισμένες
μασέλες και γυαλιά.
«Οίκος ευγηρίας»
μιας κοινωνίας κρύας,
πραγματική μαγεία
θανάτου και βρομιάς!
ΣΕ ΝΙΩΘΩ
Διψασμένος για ζωή
σε ζήτησα στις κρυφές πηγές των κουρασμένων εταίρων,
στα νυχτολούλουδα των ερειπίων,
στις σκουριασμένες ταφόπετρες των ελπίδων.
Κουρασμένος μέχρι θανάτου
σε νιώθω τώρα στις άκρες των άσπρων μαλλιών μου.
στα παγωμένα αφίλητα χείλη μου,
στα ζαρωμένα ακροδάχτυλά μου.
Σε νιώθω τώρα
στα θαμπωμένα μου μάτια,
στις αρθρώσεις που τρίζουνε
στο παραμορφωμένο μου σώμα,
μοναξιά…
ΤΡΙΑΣ NO 3
Η ζωή εν τάφω…
Έσφαξαν στον ουρανό ήλιους και αστέρια.
Η ζωή εν τάφω…
Νέγρος, είπαν, το ’κάνε με γυμνά τα χέρια.
Η ζωή εν τάφω…
Σάβανο και νυφικό έχουν το ίδιο χρώμα.
Η ζωή εν τάφω…
Έθαψαν τον έρωτα κάτω από το χώμα.
Η ζωή εν τάφω…
Πήραν πέτρες, ρόπαλα και μαχαίρια.
Η ζωή εν τάφω…
Έγιναν οι ύαινες άσπρα περιστέρια.
Η ζωή εν τάφω…
Αγκάλιασε ο βρικόλακας την αγνή παρθένο.
Η ζωή εν τάφω…
Αίσχος, αίσχος, φώναξα και πεθαίνω!
ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
Ρακοσυλλέκτης άνεμος
περιδιάβηκε την αγορά του κόσμου·
γέμισε σάκους μ’ ελπίδες ξέθωρες,
όνειρα προδομένα,
έρωτες του κατοστάρικου,
θανάτους ντροπιασμένους,
πατρίδες δίχως σύνορα,
θρησκείες χωρίς αγίους,
λαούς δίχως ιστορία!
Ρακοσυλλέκτης άνεμος
ξέπνοος, κουρασμένος,
ήρθε και λιγοθύμησε
στης γλάστρας τη γαριφαλιά.
Λαχανιασμένος άνεμος
σαν έμπορος στριμμένος
που αγόραζε ολημερίς
χολέρα και σκατά!
ΤΑ ΝΑΥΑΓΙΑ
Οι ιαχές του πολέμου
και τα κουρσάρικα ρεσάλτα
ξύπνησαν στους βυθούς
τα πληγωμένα ναυάγια.
Σπασμένα κατάρτια
και σκισμένα πανιά
ταξιδεύουν στα κύματα
και λογχίζουν τα δελφίνια.
Τρόμαξε η σμέρνα
και κρύφτηκε ανάμεσα
στα πεθαμένα κοράλλια
και στις ανεμώνες.
Κάηκαν τ’ ακρογιάλια,
πέθαναν οι βράχοι,
τυλίχτηκαν όλα
με κόκκινο σάβανο.
Αλάτι… Αλάτι…
Αιματοβαμμένο αλάτι!
ΑΝΩΝΥΜΕΣ ΩΡΕΣ
Ώρες αιχμάλωτες επάνω μου έχουν πέσει
στιγμές κατάδικες με βάλανε στη μέση
και με κλοτσάνε, με πετάνε στο κελί τους,
με σέρνουν απ’ τα μαλλιά στη φυλακή τους!
Ημέρες άγνωστες, ημέρες ξεχασμένες
ώρες ανώνυμες στις μνήμες παγωμένες!
Μ’ απήγαγαν και μ’ έθαψαν στο χώμα,
ήρθαν εξήντα άνοιξες κι εγώ κοιμάμαι ακόμα…
Σκυλιά αδέσποτα στην πίστα της καρδιάς μου
χορεύετε παθητικά το βαλς της μοναξιάς μου!
Κι εκεί, στην άκρη της ψυχής στην πιο κρυφή γωνιά τη
γεννάει μια μαύρη ύαινα τα ορφανά παιδιά της.
Χρόνια παράξενα με «μπάζα» σκεπασμένα…
Μάνα, εχθροί μπήκαν στη μήτρα σου
και γέννησες εμένα
ΕΤΣΙ ΑΘΟΡΥΒΑ
Φίλε, ο πόλεμος
έχει αρχίσει
κι εσύ κοιμάσαι,
σε νάρκη έπεσες
σε νεκροκρέβατο
και δε θυμάσαι!
Όλα στα πήρανε
γι’ αυτό στα δώσανε
να σε ελέγχουν,
να σε τεντώνουνε,
να σε μαζεύουνε
και να σε τρέχουν!
Ξύπνα! 0 πόλεμος
είναι στην πόρτα σου
σε περιμένει,
όπλα δεν έχεις
μα έχεις νου,
αυτό σου μένει!
Ξένος κι απόμακρος
απ’ την καρδιά,
την ανθρωπιά σου,
δείξε τα «θέλω σου»
σαν μια σημαία
της λευτεριάς σου!
Φίλε, ο πόλεμος
έχει αρχίσει
τον κάνουν ύπουλα,
με όπλα αθόρυβα
μη σε ξυπνήσει!
ΕΔΕΜ
Μια μέρα ακόμη
στο καμίνι της πόλης
που σε λιώνει,
σε συμπιέζει,
σε πλάθει, σε χαλάει,
σε αλλοιώνει…
Μια μέρα ακόμη
στης νευρικής σου κρίσης
την παραζάλη
με δίχως σώμα,
χωρίς συνείδηση,
ξένο κεφάλι…
Μια μέρα ακόμη
που γίναν χρόνια,
γίναν αιώνες,
εσύ να ψάχνεις
για κρυφές Εδέμ,
χτίζοντας Βαβυλώνες!
ΕΝΕΧΥΡΟ
Αμαρτίες κατά συρροή
εγκλήματα προσχεδιασμένα,
όνειρα συσκευασμένα,
σε διατίμηση, σε ξεπούλημα
στους πάγκους της λαϊκής!
Έμποροι και χονδρέμποροι
με καδένες χρυσές
και ριγέ γραβάτες,
συναλλαγές, ανταλλαγές
χρεόγραφα, τόκοι,
η ζωή μας ενέχυρο!
Ανταλλαγές, εγκλήματα,
συναλλαγές, χρεόγραφα,
εξουσίας αυτόγραφα:
Ανθρώπων έργα!
ΑΡΓΗΣΑ ΤΟΣΟ…
Παραπατώντας
στις γραμμές των μηνυμάτων σου
έψαξα να βρω
τις αλήθειες που πιστεύεις.
Ακροβατώντας
μεσ’ τις λάσπες των βημάτων σου
ήρθα κοντά σου,
μα εσύ πια
δε σαλεύεις.
Είσαι σκουριά
πάνω σε ήρωα
ταφόπετρα,
είσαι μια στάχτη,
ενός σχολειού
αποκαΐδι,
είσαι το «ζήτω»
ενός αύριο
που πέθανε,
ενός παιδιού η ζωή
χωρίς παιχνίδι!
ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Δε θα κρατάς ανθό ελιάς
και λεμονιάς στο χέρι
όταν θα βλέπεις τον εχθρό
στη μάχη να νικά.
Δε θα μιλάς για πασχαλιές
και γι’ άσπρο περιστέρι,
όταν στα χαρακώματα
πτώματα θα μετράς.
Δε θα κρατάς ψωμί κι ελιές
και ζάχαρη στη χούφτα
όταν θ’ ακούσεις την κραυγή
της μάνας που πονά,
θα γέρνουν τα ψηλά βουνά
στη μαύρη της τη φούστα
όταν θα λέει τ’ όνομα
του γιου που αναζητά!
Θα με ρωτάς και θα πονάς
κι απάντηση δε θα ’χω
γιατί σκοτώνονται οι λαοί
πεθαίνουν τα παιδιά
κι αυτοκτονεί ο έρωτας
μέσα στα χειρουργεία
κι αποκοιμιέται η ανθρωπιά
στου αίσχους τα σκαλιά…
ΟΙ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΣΟΥ
Κρεμασμένες
σε κόκκινη κλωστή
οι υποσχέσεις·
θα πηδήσουν στο κενό
ν’ αυτοκτονήσουν!
Αιωρούνται κάνοντας κύκλους
πάνω από το κεφάλι μου,
μπλέκονται και ξεμπλέκονται
σ’ ένα ατέλειωτο
παιχνίδι απελπισίας!
Οι κρεμασμένες υποσχέσεις
σαν ξεχασμένες σημαίες
δε γνώρισαν δόξα και νίκη…
Ψεύτικες υποσχέσεις, παλιές,
γυμνωμένες και ξυπόλυτες
ζητιανεύουν τη συγνώμη μου
γιατί κάποτε, κύλησαν
σα χρυσαφένιο ποτάμι
μέσα από τα χείλη σου
και μ’ έπνιξαν!
Η ΦΥΛΑΚΗ
Στη φυλακή του μυαλού μου
δεν υπάρχουν κάγκελα
και κλειδαριές,
δεν υπάρχουν κανόνες
διαβίωσης
ούτε επισκεπτήρια!
Έλεγχοι δεν υπάρχουν
ούτε και συγκρατούμενοι!
Η φυλακή του μυαλού μου
έχει ελεύθερη την είσοδο.
Είναι ισόβια,
είναι εθελοντική,
είναι μοιραία,
είναι η επιλογή μου!
ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ
Απόψε τα μεσάνυχτα
στο φως των κεριών
πάρε με αγκαλιά
να χορέψουμε
το τελευταίο ταγκό.
Ρούφηξε το άρωμα
των μαλλιών μου,
αιχμαλώτισε το βλέμμα μου,
λήστεψε το κορμί μου,
αγάπησέ με σαν πρώτα!
Δυνάμωσε τη μουσική
να μεθύσουν οι ώρες,
να ξεχαστούν, να μακρύνουν.
Ζωγράφισε στην καρδιά σου
τα παθιασμένα μου βήματα!
Απόψε τα μεσάνυχτα
άφησέ με να χορέψω τ
ο δικό μας ταγκό,
δίχως δάκρυα,
χωρίς «γιατί»!
Στην τελευταία στροφή
θα φύγω…
ΣΕ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ
Άφησες να με κακοποιούν
οι άνεμοι,
ν’ ασελγούν οι καταιγίδες
στο κορμί μου.
Χαμογελάς εξαρτημένος
απ’ το όπιο των σφαλμάτων σου.
ψάχνοντας σε καθρέφτες
το νόημα της ύπαρξής σου.
Στροβιλίζεσαι στο «εγώ σου»,
στο «θέλω σου», στο δικό σου!
Σπάσε σε χίλια κομμάτια
τον άξονά σου, φύγε από μέσα σου!
Σε περιμένω!
…Κοίτα, με κακοποιούν
οι άνεμοι,
ασελγούν στο κορμί μου
οι καταιγίδες…
ΕΡΗΜΙΑ
Ο περίπατός μου στη ζωή.
μοναχικός,
απελπισμένα χιλιόμετρα
τα βήματά μου!
Ο ορίζοντας χωρίς τέλος,
κατακόκκινος!
Ο αέρας πηχτός,
κατάμαυρος,
οι πηγές των νερών
μαρμαρωμένες!
Το σώμα μου διψάει,
ο νους, η ψυχή μου,
διψάνε!
Μοναχικός περίπατος
η ζωή μου,
απελπισμένα χιλιόμετρα
τα βήματά μου,
ερημιά…
ΑΓΩΝΙΑΣ ΧΟΡΟΣ
Σφιχταγκαλιασμένα
τα πρόβατα με τους λύκους
εντός των τειχών,
σε χορό θανάτου
κυκλικό, συντροφικό!
Ουρλιαχτά και ιαχές
τους κρατάνε ρυθμό
σε χορό αγωνίας,
κυκλικό-κυκλικό…
Οι καυτές τους πνοές
-πυρωμένο καμίνι
θα ενωθούν-θα εκραγούν
νύχτα αιώνια θα γίνει!
Η αγάπη, η χαρά,
τα φιλιά, η ελπίδα,
είναι εκτός των πυλών
και ζητάνε πατρίδα!
ΒΟΥΤΑΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ
Στης τρέλας το κορύφωμα
ψάχνω ένα ένα τα φιλιά
τα προδομένα μυστικά
και στων ερώτων τις κραυγές,
βουτάω τα χέρια!
Παίρνω τις μαύρες μου μπογιές
και στης ψυχής μου τις γωνιές
καρφώνω τα πινέλα μου,
σαν δίκοπα, αστραφτερά
τσιγγάνικα μαχαίρια!
Ρίχνω ένα «κόκκινο» εδώ,
και δίπλα βάζω ένα σταυρό,
μαύρο σταυρό, που πάνω του
σταύρωσαν περιστέρια!
Βουτάω στις μαύρες τις μπογιές,
τα κόκκινά μου χέρια!
ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΣΟΥΝ
Σκουριά και μούχλα
μαύρισαν το πρόσωπό σου
κι όταν εχθές
κάρφωσες τη βελόνα
στο κέντρο του κορμιού,
πνιγμένος στα σκατά
και στα σκουπίδια του μυαλού σου,
αντιστεκόσουν στον θάνατο
-τον θάνατό σου-
τα μάτια σου αναζητούσαν
μια διπλή δόση ζωής
και γαλάζιου ουρανού!
ΑΧ, ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΟΥ
Κρύφτηκαν οι λέξεις
στο υπόγειο του μυαλού μου,
ντροπιασμένες, γυμνές
αισχρές, παραποιημένες, άχρηστες
χωρίς νοήματα!
Κουβάρι μπλεγμένο
πεταμένο στις λάσπες του δρόμου
και στις καβαλίνες,
ξεστρατισμένες λέξεις
χαμένες και σχιζοφρενικές,
σκεπασμένες από σύννεφα χρυσόμυγες
και σκατοκάνθαρους!
Αχ, οι λέξεις, οι λέξεις μου!
Κακοποιημένες από ανθρώπους βρομερούς,
ημιμαθείς, απολίτιστους, μισάνθρωπους!
Αχ, οι λέξεις, οι λέξεις μου!
Παραποιήθηκαν,
ντροπιάστηκαν,
κρύφτηκαν!
Έχασαν το νόημά τους…
ΠΟΙΗΜΑ ΕΙΝΑΙ:
Η στιγμή που γεννιέται ένα μωρό!
Η μπουκιά το ψωμί που τρώει ένας πεινασμένος!
Η σταγόνα του νερού κάτω απ’ την πέτρα στην έρημο!
Το κυκλάμινο στην άκρη του γκρεμού!
Τα αβγά της Αλκυώνας μέσα στο χειμώνα!
Το ερωτευμένο περιστέρι!
Τα δάκρυα στα μάτια του ελαφιού!
Η Αντιγόνη στην ταφή του αδελφού της!
Η μάνα στο αντίο του γιου της στον πόλεμο!
Η τελευταία ανάσα του παντοτινού ταξιδευτή!
Ποίημα είναι η ζωή!!!
.