Ο Ανδρέας Δαβουρλής γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ασυρματιστής στην Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού και είναι απόστρατος Αξιωματικός Λιμενικού Σώματος.
Το 2017 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Ελεύθεροι Λογισμοί
Ποιήματά του έχουν βραβευθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Ενδεικτικά «Για την Κύπρο* και «Η πατρίδα μου» απέσπασαν 3° και 2° βραβείο αντίστοιχα τα έτη 2018 και 2019, 8ος και 9ος Παγκόσμιοι Λογοτεχνικοί Διαγωνισμοί του ΕΠΟΚ (Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος).
Στον 8° Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Αμφικτιονίας Ελληνισμού, έτους 2019, το ποίημά του «Προγόνων σοφία» έλαβε το Β’ βραβείο.
Ποιητικές του γραφές έχουν δημοσιευτεί επανειλημμένα σε διαδικτυακά και έντυπα περιοδικά, σε συλλογικούς τόμους και ανθολογίες.
Έχει τιμηθεί από την ΕΕΦ (Ενωση Ελλήνων Φυσικών) σε ιδιαίτερη εκδήλωση που έγινε στην Αθήνα.
Διατηρεί το ιστολόγιο Θάρρος ή θράσος (a-davourlis.blogspot.com).
.
ΤΡΙΘΕΚΤΗ ΩΡΑ (2024)
ΕΠΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
-γυναίκα-
(στη Σωτηρούλα μου)
Γυναίκα με τη φλόγα στα μάτια
καίει αέναα
με αετίσια φτερά στους ώμους
Γυναίκα όμορφη
γίνεσαι ομορφότερη στο χλωμό φως του φεγγαριού
σύμβολο αιώνιας έλξης
κυματοθραύστης του έρωτά μου και λιμάνι
Γυναίκα στρογγυλή σαν σφαίρα
σαν Υδρόγειος
με τις θάλασσές σου
πότε γαλήνιες ειρηνικός και πότε θυελλώδεις
Γυναίκα των βράχων
αφέντρα των γκρεμών και της κοιλάδας
που όμορφα κυλούν τα νερά τους
τα ποτάμια
κελαρύζοντας
παιχνιδίζοντας στο γυμνό σου κορμί
Γυναίκα μου λεπτή και φινετσάτη
σαν μεταξιού υφή
γλυκιά σαν σιροπιασμένο γλυκό Κυριακής
Μα και πικρή και ξινή
σαν άγουρος καρπός πρώιμης Άνοιξης
Γυναίκα γοργόνα των μακρινών πόντων
Λυγερόκορμη δελφίνα
των ναυτικών τη ρότα —τη ζωή τους— ορίζεις και προστάζεις
Γυναίκα ένα πανέρι φρέσκο ψωμί
αντίδωρο μυσταγωγίας πρωινής
απ’ άγγιξε γλυκά την όσφρηση μου
το γεύτηκε η γλώσσα
τρύπησε το μυαλό μου
Γυναίκα που πατάς
που περπατάς
πάνω σε βδελυρά ερπετά
σε τρομερούς σκορπιούς και φίδια
και τα συντρίβεις με το κραταίωμά σου το υψηλό
Γυναίκα μου φως γιορταστικό με τις χρυσές αχτίνες
και τις μοσκοβολιές των λουλουδιών
των λιβαδιών των βουνών
Τις μυστικές θαλασσινές σπηλιές
που περιμένουν —ανεξερεύνητες— εξαγνισμό από σένα
Ω γυναίκα
αιώνων σοφία κουβαλάς κι αξιοσύνη
στον ύπνο μου έλα
τα όνειρά μου κι εμένα φόρτωσε
στο στολισμένο με πρωινά άνθη της Ροδιάς άρμα σου
κι απέ στα φωτεινά τα μονοπάτια πήγαινέ μας
Τρέξε μαζί μου χαίρου με
Ω γυναίκα
πλάσμα εσύ φωτιά γης κι αέρας
της ερημιάς άνθος
χάρισμα απαντοχή και καρτερία
όμορφη στις τόσες ομορφιές του κόσμου
πόθος κρυφός και φανερός
Γλυκιά παρηγοριά μου κι ελπίδα
[στο νησί]
-έρωτας με δασεία-
Άδραξα το φως των ματιώ σου
άδειασα από μέσα σου
όλη τη λάμψη
κούρσεψα τη μυρωδιά σου
τους χυμούς σου έγεψα
πήρα ως και το άλας
των δακρύων σου ακόμη
Ήπια την αύρα των χειλιώ σου
όλη νύχτα…
Έβαλα του έρωτα δασεία
και το ξημέρωμα
γεμάτος αμυχές στο σώμα
-του έρωτα τρανά σημάδια—
έφυγα χορτάτος
στεφανωμένος
με κισσό και άνθια λεμονιάς
-στων αστερίων τ αγνάντι-
Αχιβάδα
σε πέτυχα στον αέρα
με τα βέλη του έρωτά μου
Μην απονάς;
θα σου γιατρέψω ‘γώ
της σαϊτιάς το χνάρι
θα σε γλυκάνω
με ροδανθούς και μέλι
Μη με ρωτάς
αυτές τις μέρες της ορφάνιας
στη μοιρασιά στάθηκα τυχερός
Ένα σπιτάκι έχω στ’ αστέρια κεντρικό
με γιασεμιά ασημένια μυρωμένο
κι η σάλα του βγάζει
στων αστεριών τ’ αγνάντι
Θα νιώσεις μια εσάνς αριστοκρατίας
θα σε φιλέψω και ψωμί
φρέσκο ψωμί
και νερό καθάριο
π’ αγόρασα από μαυραγορίτες πελαργούς
που τριγυρνάνε κάθε νύχτα
στο Azure
Τώρα ελπίζω δεν πονάς
με τα μελωμένα μου φιλιά
και τ’ άστρα στα μαλλιά
ΤΡΙΘΕΚΤΗ ΩΡΑ
-τριθέκτη ώρα-
Την τριθέκτη ώρα —των Ασωμάτων την ώρα—
ο δεσμοφύλακας ξεκλείδωσε όλες τις πόρτες
Του λίθου αποκολληθέντος
και βγήκαν ανυποψίαστες οι ψυχές στην αυλή
Κρέμασαν έναν ήλιο από χαρτί ψηλά σ’ έναν ευκάλυπτο
ζεστάθηκε
φωτίστηκε η ψυχή τους
Πάτησαν πάνω σε σκορπιούς και σε φίδια
τσαλαπατώντας τις άθλιες αναμνήσεις
που ολονυκτίς άφηναν πολλούς άγρυπνους
τούτα τα τρομερά ζώα
Ανακουφίστηκαν περπατώντας το δροσερό χορτάρι ξυπόλυτοι
Περπάτησαν ανάμεσα στα δέντρα
κρεμασμένα όνειρα —θύμισες κι αλυσίδες στα κλαδιά—
αμαρτίες εκούσιες κι ακούσιες αντάμα
πονηροί λογισμοί κι αυταπάτες
«Μυστήριον ξένον»
το δέντρο των Χριστουγέννων
φέτος ήταν πάλι φορτωμένο με λάθη
—ανθρώπων λάθη— κι όνειρα
Έπειτα μπήκαν οι ψυχές πάλι μέσα
στα κελιά τους
—στα σώματα—
Ο δεσμοφύλακας τα κλείδωσε ένα-ένα
«του λίθου σφραγισθέντος» σάλπισε σιωπητήριο
-στην άκρη τού δίκιου-
Τις νύχτες στις φυλακές
όταν οι κρατούμενοι σιωπούν
όταν κοιμούνται
οι λέξεις τους κλειδώνονται μαζί τους
Τότε τα σιδερένια κάγκελα διηγούνται τις ιστορίες τους
το παράπονο ξέχειλο
Γερνάνε τα εγκλήματα τους όπως γερνάει το κορμί
κι οι κουρασμένες ψυχές αποζητούν συγχώρεση
το δικαίωμα στην άφεση
στην Ανάσταση
Των ονείρων τα λόγια
οι προσευχές τους
ακουμπάνε τους τοίχους των κελιών
δραπετεύουν
Περιπλανιούνται σε χώρους γνώριμους κάθε βράδυ
Και τις αυγές ο ελεήμων ήλιος
σκουπίζει τον ιδρώτα της μοναξιάς τους
στα κουρασμένα τους πρόσωπα
Τους υπόσχεται μια γωνιά στην άκρη τού κόσμου
στην άκρη τού δίκιου
-ανταμοιβή-
Εδώ στα σκοτεινά πάνω και γύρω
τ’ αέρινο περίβλημα ο έναστρος ουρανός
—τούτο το κομμάτι του θαρρώ
πως γίνηκε να το θωρώ μονάχα εγώ—
Στ’ αυτιά μου οι μουσικές θεσπέσιων τριζονιών
σε Δη και Γa και Βου τις πεταστές
Τα πετεινά του ουρανού που έχουν σιγήσει ως την αυγή
τα νιώθω σιμά μου
Ευλογημένος που αξιώθηκα αυτές τις βραδιές τις στιγμές
εδώ στην άκρη της νήσου μα όχι του κόσμου
Ζηλεύω της νύχτας τον μανδύα
τον προβάρω κρυφά καμιά φορά που λείπει η σελήνη
Με ταΐζει η νύχτα μέλι σταγόνα – σταγόνα στο στόμα
τα πικρά μου γλυκαίνει
Κι έπειτα μου χαρίζει μιας μικρής λάμψης το φως
Μια τόση δα ευτυχία παρμένη απ’ τις Πλειάδες
Με νανουρίζει
με κουβαλά στις πλάτες
κανακεύει τη ζήση μου σα μωρό
Σαν να ζύγιασε κάποιος τα βάσανά μου
κι έδωκε διαταγή να τα ξεπληρώσει η νύχτα
Μου τα δίνει Εκείνος πίσω σε χαρά ίσως
κείνα τα ανυπόφορα τα πονεμένα μου βράδια
Τον καιρό που οι μέρες μου ήταν
πιο δύσκολες κι απ’ τα τρίσβαθα σκοτάδια
και μήτε φλόγα ενός κεριού δεν έφεγγε
Η ΘΑΛΑΣΣΑ
-ένα βότσαλο-
(στα παιδιά μου Αγγελική,
Γιάννη και Αλέξανδρο)
Ένα βότσαλο μικρό
στην άκρη της θαλάσσης
στα κύματα γίνηκε παιγνίδι
πάει κι έρχεται
στο χάδι ταυ ήλιου λάμπει
Βουλιάζει
στη χρυσή την άμμο σταματά
λαχανιασμένο ξεφυσά
Ένα άλλο κύμα μωρό
το παίζει
το σπρώχνει
κατρακυλά
παιχνίδι αέναο στης ροδοάνοιξης την ακροθαλασσιά
-καντάτα της νύχτας-
Με το φευγιό σου
σύννεφο βαρύ κρεμάστηκε
στα σκοινιά της ζωής μου
απόψε
ήλιε μου
Δυο τρεις σταλαματιές αίμα
της καρδιάς
ήταν αρκετό για τη γραφίδα μου
που σίμωσε
βούτηξε μέσα
το έγεψε
Που μου ‘γνεψε να ‘βρω
λίγες λέξεις ν’ αφήσω
πολύτιμες
για την καντάτα της νύχτας
στο τεφτέρι μου
Όμορφη ώρα του δειλινού
όμορφη αίσθηση
Όση ώρα έγραφα
TO σύννεφο μίκραινε συνεχώς
αλάφρωναν και τα σκοινιά της καρδιάς
μέσα απ’ των ματιών μου
τις ασταμάτητες ροές
των δακρύων την ανακούφιση
Με πήραν αργά μεσάνυχτα
οι ώρες που γαληνεύουν
οι σιωπές του κόσμου
και οι δικές μου
Άφησα τις τελευταίες συλλαβές
στη λεκτική σχεδία κι αποκοιμήθηκα
κει πάνω στα χαρτιά
Ταξιδεύοντας τις αρμυρές ρότες
Κοινωνώντας ξανά
στα ονείρατά μου
τον Ινδικό μουσώνα
την αψάδα του Ειρηνικού
τη σπιρτάδα της Μεσόγειος
Παρέα με δέλφινους
και λογής θαλασσοπούλια
Τρυγώντας των σύννεφων τη χαρά
σαν να ‘ναι πρώτη φορά
λες κι είναι τελευταία
[στο νησί]
-η πατρίδα μου-
Πέτρες και φιλότιμο ο τόπος μας
και χάδι του ήλιου
Οι ελιές και τ’ αμπέλια
που ‘ναι ριζωμένα στις πεζούλες στα γκρεμνά
είν’ η πατρίδα μου
Τα γυμνά δυνατά χέρια των ανθρώπων
που παλεύουν τούτη τη γη
και μαζεύουν τα γεννήματα της
Μοσχοβολά εσπερινού λιβάνι
φρέσκο σταρένιο ψωμί ο τόπος μου
Μυροβολούν τα θυμάρια που τρυγούν οι μέλισσες
η μυρουδιά των δέντρων
το χώμα μετά τη βροχή
Κι έπειτα αντίκρυ στον ήλιο τα χαμομήλια
οι ανεμώνες
οι φτέρες
η αρμύρα της θάλασσας
Γνώριμα αρώματα
αναπνοές
μοσχοβολιές γεμάτη η πατρίδα μου
και τη χαίρομαι
2° βραβείο 9ου Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού ΕΠΟΚ -2018-
.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ (2017)
ΑΝΟΙΞΗ ΙΙ
Άνοιξη των ματιών αντικρύζοντας…
των χειλιών, των φιλιών.
Άνοιξη τρυφερών συναισθημάτων εκρήξεις…
των δακρύων, των χυμών, των ερώτων.
Άνοιξη της χαράς και των στεναγμών,
άνοιξη της Σταύρωσης, της Ανάστασης…
των ελπίδων του κόσμου!
…ΓΙΑ ΤΗ ΚΥΠΡΟ
Ακολούθησα ένα γλάρο,
γίνηκα κι εγώ θαλασσοπούλι πέταξα’
Πήγα στις θάλασσες
που κρύφτηκε ο ουρανός ‘
πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα
που κρατούν δέσμιες τις ανάσες μας!
Κει που οι φωλιές των πουλιών χαλάστηκαν
κι εκείνα κυνηγημένα
αλλού βρήκαν καταφύγιο…
Κει που η σκλαβιά πληγώνει, ματώνει
ως και τις πλάτες της θάλασσας’
και σιμά της γροικάς,
των ψαριών τα βογγητά
να συμπάσχουν!
Κει που τα δένδρα δαρμένα
-απ’ το βοριά και τη φοβέρα-
μείναν δίχως φύλλα με ξερές ρίζες,
άνυδρη ζωή…
Ακόμη και οι εισβολείς,
που φυλάνε το μέρος
αρρωσταίνουν’
πριν την ώρα τους γερνάνε
απ’ το άδικο!
ΑΠΟΥΣΕΣ ΜΝΗΜΕΣ
Καθώς ο χρόνος προχωρά…
το τώρα γίνεται χτες,
μνήμες γίνεται.
Ξεχνιέται μαζί με άλλες
σ’ ένα συρτάρι,
στο βάθος του μυαλού!
Με υπομονή προσμένουν
ένα αναπάντεχο αύριο,
που ίσως τις προσκαλέσει…
Όσες βρεθούνε ζωντανές
κι όσες θυμούνται,
θα φωνάξουνε “παρών”,
οι άλλες θάναι απούσες!
ΕΡΩΤΟΣ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑΣ
Εγώ σ’ αγάπησα εδώ!
Πήρα τα χνάρια σου,
ιχνηλατώντας των δακρύων
τα στίγματα στο χώμα,
-αναπολώντας τις λίγες στιγμές μας-
σ’ ένα μικρό, άβολο δωμάτιο
έρωτος και ουτοπίας γωνία…
Ανηφόρισα το κορμί σου,
δύσκολο μονοπάτι,
μα η διαδρομή μαγευτική!
Πήρα το μερτικό της ευτυχίας,
που μου ανήκει’
σα φυλαχτό το κρατώ, στα εικονίσματα!
ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ
Ένα πιάτο φαί
τρία ψίχουλα ψωμί,
μας φτάνουν…
Αγάπη
να μου δίνει ο Θεός
και τριαντάφυλλα!
ΠΕΝΘΩ
Πενθώ για τις χαμένες ‘Ανοιξες του κόσμου,
για τα αγχωμένα του βράδια τα ανέραστα,
τα ανυπόμονα πρωινά του…
για τους φλογερούς ανεκπλήρωτους έρωτες,
τις άδειες απο έρωτα αγκαλιές…
για τις μεγάλες θάλασσες που δεν ταξιδεύτηκαν,
για τους δρόμους των μεγαλουπόλεων
που δεν περπατήθηκαν!
Πενθώ για τα μαγικά ηλιοβασιλέματα
που δεν γεύτηκαν τα μάτια,
για τα μάτια…που δεν καταδέχτηκαν
να δουν τη φτώχεια, την ανέχεια του κόσμου
και πέθαναν μέσα στην άγνοια!
για τη βροχή -που κάποιες φορές-
λερώνει ασύστολα,
τα όνειρα που φωλιάζουν στις παστρικές αυλές…
Πενθώ για τα νερά που δεν έβρεξε ο Θεός
και πεθαίνουν απο δίψα τα παιδιά Του!
για τα μωρά που δεν γεννήθηκαν
και για το οτι κάποιοι
δεν άφησαν να ακουστεί
το κλάμα τους το γεννέσιο…
Πενθώ για τα παιδιά που πεθαίνουν,
γιατί το ψωμί κόβεται και μοιράζεται έτσι,
που δε περισσεύει να φάνε κι κείνα!
ΓΙΝΕ Τ ΑΣΤΡΑ ΜΟΥ
Στόλισε με ανθούς της άνοιξης
τα ξέπλεκα μαλλιά σου!
Βάλε το όμορφο λευκό σου φόρεμα ’
στο ωραίο κορμί σου φόρεσε
των άγριων λουλουδιών τις μυρουδιές…
κι έλα ν’ αδράξουμε
τη φεγγαρόλουστη νύχτα!
Να πιούμε διψασμένοι
τους χυμούς της άνοιξης,
που απλόχερα
μετάγγισε πάνω μας…
Κάνε με νύχτα και γίνε τ’ άστρα μου!
να σε πίνω ως την αυγή
και το ξημέρωμα
να μας βρει ακόμη διψασμένους…
ΕΑΡΙΝΗ ΣΕΛΗΝΗ
Μες της νυκτός τη σιγαλιά,
κυρίαρχα ανατέλει!
Ο ασημένιος δίσκος καθρεφτίζεται
στη πλάτη της θαλάσσσης,
καταμεσίς του πελάγου..
Ολα τ’ άστρα γύρω της
γέρνουν ,την προσκυνούν
ετούτη την υπέροχη , μεγαλειώδη ,
τη μεταφυσική σχεδόν
εαρινή σελήνη…
Τ ΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΡΑΝ *
Περάσαμε το άστρο του Αλμποράν
το κίτρινο φανάρι,
πενήντα μίλια δυτικά του Γιβραλτάρ.
Γεναριάτικος μαίστρος
πορεία για English channel ’
ορθό τραβέρσο σκαμπανέβαζε τη μοίρα μας,
μα το σκαρί γενναίο, πάλευε τη φουρτούνα…
Ούρλιαζε ο λοστρόμος
στο τσούρμο των ναυτών
κι ο τιμονιέρης πάλευε τη πυξίδα.
Πέντε- έξι ήμασταν στη τραπεζαρία,
είπαμε πως θα’ ναι το στερνό μας μπάρκο…
σταυροκοπηθήκαμε,
αγκαλιαστήκαμε, υψώσαμε ποτήρια
κι ευθύς του αλκοόλ η φλόγα
μέρωσε το φόβο, την αντάρα στα σωθικά μας!
«Κράτα μας Αη Νικόλα μου κάλμα,
φύλαξε μας!»
ούρλιαξε ο πρωτοδεύτερος ’
τρείς τον κρατάγανε , ήτανε λιώμα…
Μα στη στιγμή- λες και τον άκουσε –
μπουνατσάρισε η μαυροθάλασσα
και το βαπόρι εσώθη!
*Αστρο του Αλμποράν : φάρος στο ΝΔ άκρο της νήσου Αλμποράν, Α. του Γιβραλτάρ, που ταυτίζεται με τη μυθική Ωγυγία του Ομήρου
ΔΡΟΣΙΑ ΠΡΩΙΝΗ
Ας ξημέρωνα θεέ μου
με μια φέτα φεγγάρι στο χέρι
στο κορμί μου το κορμί σου
δροσιά πρωινή
και το στόμα σου
στόμα του έρωτα μου
εσυ…
ΚΕΡΙ ΠΟΥ ΛΙΩΝΕΙ
Τολμώ! κρατώ ενα κερί αναμένο στη χούφτα μου’
λιώνει στα χέρια μου…
Καθώς αλλάζει η σύσταση του
ανταμώνεται με το δέρμα μου …
επώδυνη ένωση, πρωτόγνωρη αίσθηση
καυτή αύρα αφόρητη.
Κάνει την ανάσα μου γρήγορη
τα δευτερόλεπτα εφιαλτικά’
οι χτύποι της καρδιάς
-ακανόνιστοι- σπάνε το φράγμα.
Ο χρόνος περνά, γίνομαι ένα μαζί του
ο αφόρητος πόνος συνήθεια,
σαν τα βάσανα του κόσμου
τις στερήσεις, τη φτώχεια του…
Σκέφτομαι κι αναρωτιέμαι
πώς αντέχει ο φτωχός και πορεύεται;
Συνηθίζει μαθαίνει στο πόνο
στη στέρηση, στο άδικο
μαθαίνουν και τα παιδιά του και σωπαίνουν!
Τραγικό σαν ιδέα
δεν πονάω καθόλου,
έγινα εγώ ο ίδιος πόνος.
Εξαιρετικά τραγική διαπίστωση!
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ
Έτσι ελεύθερα να πετούν οι λογισμοί
να πηγαίνουν πέρα ’
δίχως φραγή, δίχως γιατί, δίχως…
-ν’ ανταμώνουν με τους δικούς σου-
να σεργιανάν το κόσμο ’
να γίνονται άσπροι να γίνονται μαύροι
να γίνονται παράνομοι, παράτυποι…
να κουρσεύουν στεριάς τους μύθους,
των θαλασσών το κύμα την αρμύρα.
Κι έπειτα έμφορτοι να γυρνούν
ταξιδεμένοι, χορτάτοι ’
να συνεπαίρνουν το μυαλό
και τις αισθήσεις!
ΕΛΠΙΔΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
Γονάτισα τη περηφάνεια μου
άρχισα να μαζεύω
τις χαμένες μου ελπίδες,
μια εδώ, μια εκεί…
Δεν είναι καιρός πολύς
που τις έχασα!
Έτσι λοιπόν ευελπιστώ
να τις βρω ευωδιαστές, ζωντανές,
καρτερικά να με περιμένουν’
πάνω στο πλουμιστό σώμα της άνοιξης,
που ανθοφορεί και αναγεννιέται!
ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΧΗΤΗΣ
Στων νεφών τα σκιερά το θάμπος,
συναντιούνται σκιαγμένοι οι έρωτες
και κρύβονται στην αγκαλιά της ασέληνης νύχτας!
Την ώρα που το ψωμί λιγόστεψε
-ο φόβος να κυβερνήσει θέλει τις ζωές μας-
οι αγάπες συνεχίζουν,
να είναι βαθιές και κόκκινες…
να καρπίσουν ψάχνουν.
Ο έρωτας είναι μαχητής
με αίμα γράφει κάθε αντάμωμα!
Γίνονται ήρωες οι άνθρωποι,
αγκαλιάζονται πιο σφιχτά
και τα φιλιά που δίνουν ατέλειωτα ’
το αύριο δε λογαριάζουν
τώρα ζουν τις στιγμές δίχως φόβο…
μες τη καταχνιά.
Το σκοτάδι και η πίκρα του καιρού
δεν φοβίζει τον έρωτα, πούναι λεύτερος
παράλογος, μεταφυσικός!
ΜΕΓΑΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ
Μικρό ανθάκι “ανέτειλε”
στο φως του ήλιου το λαμπρό ‘
τόσο αθώο ντράπηκε
και στο φόβο του κρύφτηκε…
Ματωμένη βδομάδα Μεγάλη
κι αυτό ανθός
στ’ αγκάθινο στεφάνι,
προορισμός μέγας!
Μεγαλείο η ταπείνωση
και η ντροπή τ άνθους…δόξα!
ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙΑ
Μια χούφτα πεφταστέρια
φλεγόμενα…
κι ένας κόμπος δάκρυ καύσιμο,
τρείς η ώρα το πρωί
κι η νύχτα λαμπάδιασε!
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Αυτά τα παιδιά, αυτά τα βλέμματα
αφέθηκαν καταμεσίς της ερήμου,
-με περίσσια βαρβαρότητα-
να βολοδέρνουν να εκλιπαρούν
να απελπίζονται….
στην έρημο των συναισθημάτων,
στην έρημο των στεναγμών!
ΤΡΑΒΕΡΣΟ
Στο πλωριό ιστό, φανάρι στάθηκε
«τραβέρσο» η ύπαρξη μου’
με την απαλάμη στο μέτωπο
να θωρεί τα συντρέχοντα,
μα και τα επόμενα!
πλέοντας της θάλασσας τις μεγάλες,
τίς ατέλειωτες ρότες…
-στις μεγάλες της φουρτούνες,
μα και στις κάλμες της-.
Κει που αγκαλιάζονται οι ουρανοί
με το αεικίνητο σώμα της’
κει που οι ομίχλες των θαλασσών,
σμίγουν με τα νεφελώματα…
-με των αστραπών
τις βροντερές, τις λάμψεις-.
Κι οι ελπίδες μας κόκκινα βεγγαλικά,
πρωταγωνιστές στην απαρχή
μιας νεαρής καταιγίδας’
μιας νέας θύελλας,
που θα γεννήσει το καινούριο!
καίγοντας αφανίζοντας το παλιό,
το χρεωκοπημένο…