ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΜΕ ΠΟΙΗΤΕΣ 
ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ

ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

ΠΟΙΗΤΙΚΗ

-Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιο
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρη γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

-Το τί δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντα σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν᾿ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε;

Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ἔ ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.

Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις

Να μην τις παίρνει ο άνεμος.

ΝΙΚΟΣ-ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ

Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕ ΜΑΣ ΑΛΛΑΖΕΙ

Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει

Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη

Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη

ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΒΑΛΙΟΥΛΗΣ

ΤΙ ΘΕΛΟΥΝ

Όλοι αυτοί οι άσχετοι που αγνοώ
που δεν αγάπησα
δε μίσησα
αυτά τα ξένα πρόσωπα τριγύρω μου
τι θέλουν
Τι μεσολάβησε και βρέθηκα σε τόσο άνυδρους καιρούς
που άλλαξαν τη γεύση των πραγμάτων;

ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ

ΜΑΘΑΜΕ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Μάθαμε τον έρωτα και τον θάνατο
Ταξιδεύοντας από τη μιαν όχθη στην άλλη
Πάνω στην πλώρη ενός καραβιού
Μοιράζοντας κόκκινα γαρύφαλλα
Στους ναυαγισμένους
Ανακαλύπτοντας περίσσια θαύματα
Που δεν χάνονται
Ακόμα κι όταν κλείσουμε τα μάτια
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ακολουθώντας ένα ποτάμι όπου σμίγουν
Αίμα και φως
Παίζοντας μια σάλπιγγα
Πού συναδέλφωνε όλους τους ανθρώπους
Πού έκανε να σωριαστούν οι τοίχοι
Και να γίνουν κίτρινη σκόνη
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ολομόναχοι σ ένα κελλί
Κρυμμένοι άλλοτε σ ένα σεντούκι
Κι άλλοτε πάλι στριμωγμένοι
Σε μια λουρίδα ήλιου
Πού θα μπορούσε να τη σβήσει
Ακόμα και το χέρι
Ενός αδιάφορου επισκέπτη
Μάθαμε τον έρωτα και τον θάνατο
Εκεί όπου σήμερα ηγεμονεύει η σιωπή
Τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια
Μαζεύοντας μ’ ένα φτυάρι τα χιόνια
Μικραίνοντας με τη χαρά μας την απόσταση
Που χωρίζει τη γη από τον ουρανό

ΓΙΩΡΓΟΣ Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Πολιτεία βυθισμένη στη νύχτα.
Κοιμητήρι μ’ επάλληλους
πολυόροφους τάφους νεκρών,
που ροχαλίζουν.

Πόσοι τάχα μπορούν ν’ ακούσουν,
στο βαρύ τους ροχάλισμα,
της περιπόλου τα βήματα;

Εφτά στρατιώτες περνούνε.
Εφτά στρατιώτες σημαίνουν
τις καρδιές των νεκρών,
που δεν έχουν ακόμα πεθάνει.

Ο πρώτος είμαι εγώ.
Ο δεύτερος πάλιν εγώ.
Το ίδιο κι’ ο τρίτος κι’ ο τέταρτος.
Κι’ ο πέμπτος κι’ ο έκτος κι’ ο έβδομος.

Με δεκατέσσαρα πόδια βαδίζω,
με δεκατέσσαρα χέρια κρατώ
τα εφτά τουφέκια,
που μπορούν να ραγίσουν
των κοιμισμένων το τύμπανο.

Ένας σ’ εφτά θώρακες μέσα.
Ένας μ’ εφτά ζώνες ζωσμένος.
Περιφέρομαι τούτη τη νύχτα,
σαν πολύποδο έντομο,
πάνω στο ιδρωμένο πρόσωπο
της Πολιτείας, που ροχαλίζει.
Περιφέρομαι,
γαργαλώντας τη στο ρουθούνι,
γαργαλώντας
την κοιμισμένη της συνείδηση.

ΝΙΚΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ

ΤΥΧΑΙΑ Η ΜΗΠΩΣ ΣΚΟΠΙΜΑ;

Να γίνεται τυχαία τάχα ή μήπως σκόπιμα;
Εκδίδονται μελέτες ειδικές, γράφονται
μικρά, μεγάλα αφιερώματα
για τους ποιητές της Θεσσαλονίκης,
εσύ, με ανθισμένο τον πρώτο σου έρωτα εκεί,
με την πρώτη ποιητική σου συλλογή
(αφήνω τους πρώτους στίχους, κορφολογημένους
απ’ τη σαλονικιώτικη καρδιά σου) απουσιάζεις.

Κι όμως, χωρίς μεμψιμοιρίες και παράπονα
εκεί διαρκώς γυρνάει ο νους σου,
στη Χαριλάου, στο Βότση, στην Καλαμαριά.
Κουρνιάζεις στο Ντεπό, χτίζεις το σπίτι σου
στα σταροχώραφα,
συλλέγεις έναν έναν τους μεστούς σου στίχους,
παραδίνεσαι αφανής στην αγκαλιά της,
παντοτινός της εραστής.

Τυχαία ακόμη και σκόπιμα
κανείς δε θα σε απαλείψει από τη μνήμη μου,
αγάπη μου, ωραία Σαλονίκη.

ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΓΩΓΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΟ ΡΕΚΒΙΕΜ ΤΩΝ ΚΥΚΝΩΝ

Κοιμισμένες συνειδήσεις
κρησφύγετα ενστίκτων
εικονικές πραγματικότητες
σε νύχτες πνιγηρές χαοτικές

Κάποιοι κύκνοι τραγουδάνε μόνο μια φορά
Λίγο πριν πεθάνουν…

Ηλεκτρικός σπινθήρας
το ρέκβιεμ των κύκνων

Κεραυνοί το κουβαλάνε
κομμάτια αιχμηρά
του τελευταίου τραγουδιού

Και τότε
ο χειμώνας των ενοχών
ο χειμώνας των τύψεων
αργεί πολύ αργεί να φύγει…

ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

ARS POETICA

Όχι στη μαγεία των λέξεων
στη λάμψη και στα κουδουνίσματα που βγάζουν
όταν χτυπά η μια στην άλλη—
όχι στην αλχημεία της γλώσσας

όχι στο λαβύρινθο των πολλαπλών παραπομπών
στην αναιμική ποίηση των σοφών εργαστηρίων
που βγάζουν δεκαπέντε στίχους
και τρεις σελίδες σημειώσεις για να τους στηρίξουν

ναι στις υπέροχες
στρογγυλές
πολυδύναμες
τέλεια σμιλεμένες από τον καιρό
λέξεις της γλώσσας μας
καθώς κροκάλες μαύρες στο Εμπόριό
που βγήκαν λάβα φλογερή απ’ τα σπλάχνα
της γης μας και τις ελείανε το κύμα
χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια
όσο να ’ρθούν να λάμψουν από μέσα τους
και να δοξάσουν πάλι την τρομερή καταγωγή τους

όχι στη μεταφυσική με τη γραβάτα
στην ’Αγωνία της “Ύπαρξης με κεφαλαία
στα μεγάλα συνθετικά ποιήματα
που γράφονται στις διακοπές τα καλοκαίρια

όχι στις ιδέες κοινής χρήσεως
στη ρητορεία της αδελφοσύνης
στα γλυκερά αισθήματα
στα φουσκωμένα λόγια

όχι στον ανώδυνο λυρισμό

ναι στα αιχμηρά πράγματα
στην απαράμιλλη λάμψη της απόλυτης γύμνιας
στους αδάμαντες των δακρύων

ναι στο ζεστό
παντοδύναμο
κατακόκκινο αίμα.

ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΖΙΤΣΑΙΑ

ΤΟ ΧΡΕΟΣ

Είπε να καταθέσει εφ’ άπαξ
εκείνο το χρέος της καρδιάς
που σε καμιά περίπτωση
ποτέ δεν αρνήθηκε.
Όχι, απάντησαν όλες μαζί
ενωμένες οι μυστικές φωνές
των άγραφων νόμων.
Πρέπει να καταθέτεις κάθε μέρα
κάθε στιγμή – φόρο οφειλής –
κρυφά ή φανερά,
από μια σταγόνα αίμα.
Μόνον έτσι μένει πάντα χλωρό
το πολύκλαδο δένδρο της ζωής,
που φωτίζει τη γη,
τρέφει τα ιδανικά,
δικαιώνει τη γραμμή
της πορείας σου.

.

ΠΑΝΟΣ ΘΑΣΙΤΗΣ

ΑΣ ΥΠΟΧΩΡΟΥΣΑΝ ΛΙΓΟ

Τι θέλουν τώρα αυτοί και μας θυμώνουν;
Τι κουταμάρες λένε πάλι για δήθεν ύποπτους συνδυασμούς
γι’ ανόμως κερδισμένα;

Είναι ζηλιάρηδες, ανάγωγοι, ξυπόλητοι πάππου προς πάππον,
πεινασμένοι –και δικαίως τέτοιοι που ‘ναι–
δεν ξέρουν τι θα πει ζωή
–την πήρανε στα εύκολα ψωμοζητώντας–
και τώρα κάνουν τους ενάρετους,
παίζουν τους Ροβεσπιέρους!

Στο κάτω-κάτω, ας ήταν ικανοί κι αυτοί,
ας υποχωρούσαν λίγο, ας ελίσσονταν λιγάκι,
ας άρπαζαν τις ευκαιρίες, ας σπρώχναν κι ας πατούσαν στην ανάγκη
αφού κανείς δεν τ’ απαγόρεψε αυτά
–όλοι με κάτι τέτοια ζούμε και περνούμε.

Τους έξυπνους μας κάνουν τώρα;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ

ΕΡΗΜΙΑ

Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα

Απ’ όπου περάσεις νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
Να βγαίνει από τους δρόμους που δεν πάτησες,
Από τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
Απ’ τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
Απ’ τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιεις νερό,
Από τα πλοία που δεν ταξίδεψες.

Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.

Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα.
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από σιωπή.

Τα σώματα πεθαίνουν σιγά-σιγά από εγκατάλειψη.
Μαζί με τα παλιά μας φορέματα μες στα σεντούκια.
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίσαμε, από μοναξιά.
Τα όνειρα που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός.

Έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ

Είναι κάτι άναρθρες κραυγές
κάτι οιμωγές
έρημων δέντρων μες στη νύχτα

Πλέκονται τα κορμιά
και τα φιλιά
σφιχτά
σαν κεντημένα άστρα

Όμως ο άνεμος φυσά
μας βρίσκει αδύναμους
και μας πετά πανώ στα βράχια.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΟΜΙΧΛΗ ΠΕΦΤΕΙ

Ομίχλη πέφτει πάλι απάνω μου
αν είναι δίπλα μου κανείς, τελείως άγνωστο.

Ούτε στη μνήμη μου δε βρίσκω μια χαρά μου.
Η αμαρτία τίποτε δεν άφησε
ούτε ένα πρόσωπο, όλα τα πήρε πίσω.

Πολλή ομίχλη πέφτει απόψε πάνω μου
– μισάνοιξε την πόρτα μου και περιμένει.

Ό,τι φοβήθηκα με βρήκε με το παραπάνω.

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ

ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ II

Αργυρόηχη, μελίχροη, χρυσορόδινη,
μειλιχόμειδη ερωμένη, ασύλληπτη.
Ηδονή ομιχλώδης η χάρη σου, η καλλονή
πάρα πολύ σιωπηλή,
βασίλισσα
στο μαβί, στιλπνό στερέωμα,
του σκοταδιού αργυρή αρχόντισσα, μακρινή.

Είναι το φως σου παράξενα οδυνηρό
και μαγικό, σαν τη σκιά
εκείνων που αγαπήσαμε τρυφερά
και ξανάρχονται να μας ψιθυρίσουν,
να πουν για τ’ ανύπαρχτα, για τα φανταστικά,
για κείνα τα μυστικά,
που μόνο οι ανήσυχες ψυχές
έχουν μέσα τους.
Παρηγοριά εκείνων που γνωρίζουν τη μοναξιά,
την πλήρη ονείρων κατάσταση
που το φως σου ξυπνά,
καθώς τις σκιές διαπερνά,
δίχως να τις κυνηγά να φύγουν.

Τόσο υπερήφανη, ασυγκίνητη στην εμορφιά σου
λάμψη διαβρωτική, ύπουλα διαπεραστική
εντός μου σταλάζεις
τα μυστικά της νύχτας.

ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΚΑΡΙΠΙΔΗΣ

ΑΜΦΙΒΟΛΗ ΠΟΡΕΙΑ

Έκλεισα τον κύκλο των αναζητήσεων
Τώρα μπορώ να σας μιλήσω
Η χρυσαφένια θάλασσα
Με μια βάρκα και δυο κουπιά
Παραμένει πρόκληση
Η αρχή ένας δρόμος άγνωστος
Η επιστροφή οδυνηρή
Με πληγωμένη χείλη γεύτηκα την αλμύρα
Η αλήθεια δεν προφταίνει τη σιωπή
Κι η σιωπή πλασματική
Κάθε ενέργεια μια αμφίβολη πορεία
Εκτός από την πορεία των απλών ανθρώπων.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΦΤΑΤΖΗΣ

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΣΚΟΝΗΣ

Μες στην αιώνια σύναξη
αναπηδάω, σέρνομαι
κουλουριάζομαι, ανεμίζω
παίρνω αρίφνητες μορφές
με δάχτυλα ευκίνητα
γεωγραφίζω το σκοτάδι
κλειδώνω το φώσφορο
αλέθω τους πλανήτες
ξεθωριάζω τα χρώματα.
Δεν κουράζομαι να δουλεύω
το κάθε τι από μένα ξεκινά
και σε μένα τελειώνει
όλα με γεννούν κι όλα τα γεννάω
και τυφλή τη σκόνη
με τη σκόνη μου σκεπάζω.

ΝΙΝΑ ΚΟΚΚΑΛΙΔΟΥ-ΝΑΧΜΙΑ

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙ

Το παλιό σπίτι επισκευάζεται
καινούργιο υλικό στην κουρασμένη στέγη του
φυσικά οι χελιδονοφωλιές θα γκρεμιστούνε
στα μισόγερτα μπαλκόνια
που με τόση αλαφράδα περπατούσαμε.
Δάση γερασμένα τα πατώματα
που κι η συμπόνοια ακόμα
αρνιέται την περιπλάνησή της.
Γράμμα κι αν στείλουμε πόρτα δεν έμεινε να το δεχθεί
λουλούδι κι αν στείλουμε παράθυρο δεν έμεινε να καμαρώσει
μόνο στους μακριούς μισόφεγγους διαδρόμους του
αθόρυβα περνάει η σιωπή.

ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΓΕΜΑ

Παραθαλάσσιο κέντρο
Καρέκλες και τραπέζια ξέχειλα από κόσμο
Μουσική χειροκροτήματα
Ο μαέστρος υποκλίνεται ευγενικά

Τα παιδιά τρέχουν
Στη θάλασσα σέρνονται φώτα
Τραγούδια
(Σκέφτεσαι αμέσως Καρυωτάκη)
Στους δρόμους διαβαίνουν κορίτσια
Βραδιάζει
Οι εκδρομείς επιστρέφουν
Με λουλούδια
Με λιοκαμένα πρόσωπα
Χαρούμενοι
(Θλίβεσαι που έχασες μια Κυριακή)
Άγγλοι αντιπαθητικοί
Ένα ζευγάρι όμορφες γάμπες
Μέσα σ’ ένα βιαστικό λεωφορείο
Άλλος και φεύγουμε!
Λάμπες ασετυλίνης
Οι δρόμοι αδειάζουν
Κορμιά κολλημένα στους τοίχους
Λαχανιασμένοι ψίθυροι
(Νιώθουμε ξένοι
Νιώθουμε μόνοι πολύ μόνοι)
Ποιος θα μας σώσει
Ποιος θα μας ξεκουράσει
Κατά πού να γυρίσουμε
(Είμαστε νικημένοι
Και τόσες Κυριακές μπροστά μας)

ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΤΖΑΚΗ

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Τόσοι νεκροί
Τόσες χειραψίες
Τόσα λόγια πνιγμένα
Στο χαρτί μια άτσαλη γραμμή
Ο δρόμος
Σχεδιασμένος δήθεν με φροντίδα

Τα μάτια σου που απόφυγαν την πλάνη
Που ήθελαν να αποφύγουν την πλάνη
Τα μάτια σου που βούλιαξαν
Κι έμεινες τώρα σαν τη γάτα
Στη μέση της ασφάλτου

ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΕΝΟ

Ξυπνώ στο βάθος της νύχτας

Καθώς το παλιό εκείνο τρένο ορμά
Με πάταγο διασχίζει, με τριγμούς το δωμάτιο
Σφυρίζει στους παγωμένους ατμούς η ουτοπία

Κόκκινες ανεμίζουν σημαίες ασυμβίβαστες
Φεύγει πηδώ και δεν το φτάνω
Χάνονται οι προβολείς στο χιόνι
Παλιές πληγές με σφάζουν

Από το φως του δρόμου
Τέλος εισβάλλει η λογική του πραγματικού

.

ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ

ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ ΠΟΙΗΣΕΩΣ

ΠΑΝΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ είναι πιο δυνατή από τον
Ποιητή. Όσο ταλαντούχος κι αν είναι δεν μπορεί
να υποτάξει πλήρως την Ποίηση. Δεν μπορεί,
τελικά, να την υπερβεί. Κάτι περισσεύει.
Εκείνη, πολλαπλασιαζόμενη διαρκώς, κρατάει
για τούς μεταγενέστερους την αναμέτρηση.
Την ίδια αναμέτρηση με τούς προηγούμενους
«μαχητές» και με τα ίδια αποτελέσματα. Ωσάν
η Ποίηση να μην έχει απτό χρόνο. Γράφεται, θαρρείς,
για το πριν και για το μετά. ‘Άχρονη – και
όμως παρούσα.

* * *

Η ΑΝΑΦΟΡΑ στην «αίσθηση της ποιήσεως»
—αρχή κάθε αξιολογικής προσέγγισης—, είτε ως
έμπνευση αποκαλυπτικής εξομολόγησης είτε ως
τεκμήριο γνησιότητας του ποιήματος, είναι τρόπος
να εννοείς και να κρίνεις, εσύ πού γνωρίζεις
πόσον αφάνταστα δύσκολη είναι ή κυριολεξία
και το καθαρό απόβαρο της σε κάθε μεταμόρφωση
και σε κάθε ενδεχόμενο μετασχηματισμό.

ΚΩΣΤΗΣ ΜΟΣΚΩΦ

[ΑΡΧΑΙΕΣ ΦΩΝΕΣ]

Αρχαίες φωνές πηγάζουν μέσα μου·
η Επανάσταση
κοιμάται
στα ανάπηρα σκέλη του χρόνου…
«Ποιος θα βρεθεί να κλάψει»
Το ταξίδι τέλειωσε,
το ταξίδι ποτέ δεν έγινε·
όλα από καιρό έχουν σιγήσει…
Είμαι μία σχισμένη ταυτότητα
κομματική
— ο έρωτας ανύπαρκτος
Σιωπή ή ιστορία…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΡΟΥΧΟΣ

ΕΝΑΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Στου λιμανιού την αποβάθρα καθισμένος
Μακριά τη θάλασσα κοιτώντας σιωπηλός
Από ταξίδια κι από φίλους ξεχασμένος
Στου δειλινού μοιάζει να χάνεται το φως

Ένας σκαμμένος απ’ το χρόνο καπετάνιος
Κι απ’ την αλμύρα των στιγμών της μοναξιάς
Αφού μια ζήση τη σπατάλησε γυρνώντας
Στα αφιλόξενα πελάη της ξενιτιάς

Με βλέμμα ακίνητο τη θάλασσα αγναντεύει
Κι από τα μάτια του – θαρρείς τον σαγηνεύει
Σα να του λέει λόγια αγάπης, μυστικά

Όμως ανήμπορος, σαν τώρα πια και γέρος,
Μέσ’ στο λιμάνι λες αναζητάει το μέρος
Για να αράξει, στεριανός, οριστικά…

ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΤΑΛΙΑΣ

ΓΙΑ ΝΑ ΞΑΝΑΓΙΝΕΙΣ

Φωτιά. Όχι για να ζεσταθείς
μα για να βλέπεις τη φλόγα.
Φωτιά, για να φωτίζει ο κήπος.
Στον αγρό, στην ερημιά, στο δάσος
όχι για να βρεθείς πιο πέρα
αλλά για να καταλάβεις
την πρώτη του χώρου δομή.

Φωτιά. Για να ξαναγίνεις ο εαυτός σου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Και που να πάω μου λες
γεννήθηκα μεγάλωσα αλήτεψα
πέθανα κι αναστήθηκα εδώ

Δυο χρόνια μόνο έλειψα μακριά
όταν με πήρανε φαντάρο

Πώς γίνεται ζωή χωρίς τις Εξοχές
την Αρετσού τα Κάστρα το Ντεπώ
χωρίς την Τσιμισκή με τις ωραίες γκόμενες

Και πού να πάω μου λες
κοντά στο σπίτι μου η Τούμπα
άμα κερδίσει ο Ολυμπιακός και λείπω
πώς θ’ ακούσω τη σιωπή της κερκίδας

ΡΩΞΑΝΗ ΠΑΥΛΕΑ

ΕΛΚΟΝΤΑΣ

Κλαίω για τα χαμένα χαμόγελα.
Μια ζωή γεμάτη λύπη
μια ζωή χωρίς ήλιο και γαλήνη.
Τον πελαργό και αυτόν ζηλεύω
που μελετά απ’ την κορυφή της φωλιάς του
τους καπνούς των εργοστασίων,
τους εργάτες και τους αστούς
και δε συμπεραίνει τίποτα.
Θέλω πεύκα με σκίουρους
όχι ένα πολλούς
να καταλάβω
την ωριμότητα της ζωής.
Κι όταν είμαι μακριά από δω
όταν σαν καπνός θα φύγω
θα με θυμούνται οι μικροί
σκίουροι σαν τη Χιονάτη.
Μόνο στα παραμύθια ζούμε.

ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΠΑΥΛΕΑΣ

Ο ΧΡΟΝΟΣ

Άνθιζε όλος ο πυρακτωμένος ήλιος, άνθιζε, όταν σ’ έβλεπα
τους χτύπους τους μουσικούς η καρδιά μου άνθιζε
κι εγώ ξεχνούσα πολεμιστές που έμεναν ακίνητοι στα μονοπάτια
με τα ρούχα τ’ άδεια ντυμένοι να τους τρώει ο χρόνος
και μια σαρκοβόρα βροχή.
Άνθιζε η καρδιά όταν σ’ έβλεπα, άνθιζα ολόκληρος κι εγώ.
Πάνε πια χρόνια και χρόνια που έχασα εκείνο τον καιρό.
Μα σ’ έχω γράψει πάνω στης καρδιάς μου το ρυθμό
και δε σε λησμονώ σαν το ελάφι που δεν ξεχνάει
την ταχύτητά μου τη γοργή.

ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ

ΕΣΥ

Τάχα τα χέρια σου λαβωμένα πουλιά,
της ημέρας καθώς κρατούσες την τροφή,
ήταν η ένδειξη, που σούδινε πρόσωπο,
μέσα στους ποικίλους ρυθμούς των σπιτιών.

Από τότε που σ’ αντίκρισα στη γωνιά,
προσφιλές του πτωχού ένδυμα ταπεινό,
το γυμνό ευθύ δρόμο ακολουθεί,
όπου σε χάνω, αποζητώντας να σε βρω.

Ανασαίνοντας τη ζωή των ομοίων μου,
στο παρελθόν αντίπερα του γεφυριού,
αποφόρι του πλούτου σπάταλο,
τόνομά σου φυλάγω μυστικό.

Μέσα σ’ έναν θάνατο γυάλινο,
όπου ιδρώνουν της δυστυχίας τα όνειρα,
βλασταίνεις ρίζες μυστικές,
σαν σκοτωμένο ζώο και θεός.

ΑΝΘΟΣ ΠΩΓΩΝΙΤΗΣ

ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Στη Σαϊγκόν κάνουν πυροτέχνημα τον εαυτό τους οι άνθρωποι.
Επιζητούν η τέφρα τους να καλύψει τον ήλιο.
Ανεπίτρεπτο είναι το φως.
Η δουλεία αλλάζει ενδύματα.

Ο Χάρτης του Ο.Η.Ε. ανεμίζει τη σημαία του
σε θυρεούς πτωμάτων.
Η αυτοδιάθεσις των λαών χαμόγελο σε παρένθεση.
Χωρίς περιεχόμενο ρήσις.

Ωκεανός ατέρμονος η πείνα
Χάος απύθμενο η αθλιότης.
Νιρβάνα ο Βούδας υπόσχεται. Ειρήνη ο Χριστός.
… Σαϊγκόν!… ζωή! Χαμόγελο αγγέλων.

ΜΕΛΙΤΑ ΤΟΚΑ-ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ

ΤΟ ΕΡΓΟ ΣΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Το έργο σου ποιητή
ταξιδευτής στον κόσμο.
Ένας μικρός θεός
σε πολιτείες και βουνά
θάλασσες και λιβάδια
ίχνη από μελάνι ρόδου αφήνει.
Με γλώσσα εύθραυστη και διάφανη
Σπαράζει για τον όλεθρο
σε καραβάνια γεγονότων.
Δρεπάνι κοφτερό οι κραυγές του
θερίζουνε φωτιές
κάθε που ματώνει η ανατολή
και θάνατο σταλάζει.
Το έργο σου ποιητή
ρυτίδα συνείδησης
στο μέτωπο του κόσμου.

14 Απρίλη 2007

.

ΑΝΘΟΥΛΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΥ

Ο ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ

Ντυμένος την παράξενη στολή του,
μ’ αλλόκοτη μορφήν από μπογιά,
κάνει τον κόσμο να γελά μαζί του,
μα εκείνος δε γνωρίζει να γελά.

Μες στης χαράς αυτός το πανηγύρι,
μερόνυχτα πηδάει στη σκηνή,
ως που μια μέρα κάπου θ’ απογείρει,
φτωχός σε κάποια τρώγλη σκοτεινή.

Είναι ο παλιάτσος, σ’ όλη τη ζωή του
τη θλίψη των ανθρώπων που σκορπά,
ενώ τη θλίψη πρέπει τη δική του
να κρύβει πάντα κάτω απ’ τη μπογιά.

Γ. Ξ. ΣΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ

ΤΑ ΚΑΡΦΙΑ

Απ΄ τον φεγγίτη
η νύχτα έπεφτε άδεια
ενώ περίμενε να ξημερώσει.

Μονάχα μέσα
-πολύ μέσα-
άκουγε την Άννα να τραγουδά
κι οι φονιάδες του ύπνου αραίωναν.
Θυμήθηκε τότε
εκείνη την άδεια «μετά δημοσίων θεαμάτων»
κι άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του.

Έβγαλε μια φούχτα καρφιά…

ΑΛΕΞΗΣ ΤΡΑΪΑΝΟΣ

ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΙ

Τα μάτια σου
Πώς σκοτεινιάσαν έτσι τα μάτια σου

Πώς να σε κοιμίσω μέσα μου τούτη τη νύχτα
Που με γυρνά σε μια πλατιά ανάσα
Κάτω απ’ ώρες πιο μαλακές
Κι από γαλάζιες προσδοκίες
Εκεί μες στις ακροβασίες τόσων χελιδονιών

Πώς νύχτα μου να σε κοιμίσω
Σε ποιο κρεβάτι σε ποια χωμάτινη κοίτη
Πού να σας κοιμίσω σκοτεινά μάτια της αγάπης
Σε ποιο κρεβάτι σε ποια χωμάτινη κοίτη
Τώρα που πλησιάζουν οι τυμβωρύχοι

ΑΝΘΟΣ ΦΙΛΗΤΑΣ

ΒΡΕΧΕΙ

Βρέχει!
Φωνές
αλλοτινές
στη μνήμη
λουλουδίζουν,
αργοπορία
υστερόβουλη
τα βήματα
σημαίνουν,
στο μελιχρό
το σύθαμπο
τα μάτια
φωσφορίζουν
κ’ οι επιθυμίες
που σέρνονται
στον τοίχο
αργοπληθαίνουν.
Βρέχει!
Σαν τώρα
κάποτε
οι σάρκες μας
φλυαρούσαν,
οι συζητήσεις
μάκραιναν,
οι ελπίδες
φυλλορροούσαν,
ενώ
στο βάθος
φάνταζεν
ο έρωτας
κ’ η φιλία
μες στην ομίχλη
απίθανα
κ’ υπνωτισμένα
πλοία.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ

ΚΑΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΑΣ

Φέτος, παράδοξα, στη μέση του καλοκαιριού
τα παιδιά της πολιτείας
αλλάξαν λόγια στα κάλαντά τους:
Λένε για κλέφτες άρχοντες,
για προδότες αρχηγούς,
για μαύρα λουλούδια,
για σκοτεινούς καιρούς.

«Μας κλέψαν την ελπίδα,
μας κλέψαν τη χαρά!»

Υψώσατε τάχιστα το μνημείο της καταισχύνης,
αν σας ενδιαφέρουν αυτά τα παιδιά.

ΜΑΡΙΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

ΟΔΟΣ ΑΝΘΕΩΝ 1987

Τώρα που ερήμωσαν οι δρόμοι
για ένα ακόμη ματς του μπάσκετ
στο ξαφνικό κρύο του Δεκέμβρη
οι κήποι της ψυχής μου χάθηκαν
μαζί με προσφιλή πρόσωπα
πάνω σε ξεχασμένους όρμους γλεντιού
παλιούς ψαρότοπους για άσφαλτο
σε μια παγωμένη οδό
που οδεύει στη νύχτα με κίτρινα φώτα
στη διεύθυνση του Χορταΐτη ανέμου
όλο ψυχρές βιτρίνες που μισοκοιμούνται
φαστ φουντ και λαμπρά αυτοκίνητα

Από τότε που εγκατέλειψες την ποίηση, Μαρία
το καφέ αυτό μοιάζει ωχρό πλοίο
που φεύγει φωτισμένο για άγονες πια γραμμές
για τη Λέσβο των ποιητών
κουβαλώντας χυδαίους μνηστήρες
στις συντεταγμένες μια άναρθρης νύχτας
απάνθισμα κακόφωνο που δεν ολοκληρώθηκε
σε διάλογο και γι’ αυτό μας χώρισε
κι εγώ χρόνια κατεστραμμένος από την έμπνευση
βηματοδοτώ στίχους δίπλα στο τζάμι
εμπιστεύομαι σηματοδότες του ουρανού

Δεν ξέρω γιατί τις κρύες νύχτες του χειμώνα
κοιτώ το παγωμένο φεγγάρι που ταξιδεύει
μετρώ τα χρόνια με τη λάμψη του Πολικού
καθώς απέτυχα να σε γιατρέψω
θύμα ψυχωτικό μιας μεγάλης ομορφιάς
Μαρία, άστρο στο στερέωμα…

ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ

ΧΑΜΟΓΕΛΑ

Από το χαμόγελό σου πετάξανε
δέκα πουλιά, στους ώμους μου επάνω.
Το χαμόγελό σου το κρατάς
όπως ένα παιδί τη ναυτική του ψάθα.

Μια ανεμώνη τινάχτηκε
μέσα στην αγκαλιά μου
πίσω απ’ τα παραθυρόφυλλα γελάει μια αχτίδα.
Η θάλασσα αναμοχλεύει τ’ άσπρα της χαλίκια
όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου.

Δυο κόκκινες χάντρες κύλησαν
από μιας κοπέλας το λαιμό.
Οι λυγαριές αναστενάζουν μες στη ρεματιά
χορεύουμε, χορεύουμε, η μουσική μας είναι η σελήνη
όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου.

Όταν μεθάει το κρασί
το πίνω μες στα χείλια σου
ο ήλιος σηκώνεται προτού ξυπνήσει το φιλί.
Η παλάμη σου ανοίγει όταν σκάει το σύκο
όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου.

Από το χαμόγελό σου πετάξανε
δέκα πουλιά, στους ώμους μου επάνω.
Το χαμόγελό σου το κρατάς
όπως ένα παιδί τη ναυτική του ψάθα.

ΧΑΡΑ ΧΡΗΣΤΑΡΑ

ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΚΑΦΕ ΖΟΥΡΝΑΛ

Την κυρία Όλγα
πρόσφυγα από το Ουζμπεκιστάν
που μου σέρβιρε τον καφέ
στις οκτώ το πρωί
άλλα όχι νωρίτερα

την Ρούλα, χήρα σαράντα χρόνων
με δυο παιδιά

την Τζούλια, τη χαρούμενη
από το καζακστάν
– σπούδαζε τουριστικά επαγγέλματα-

ην Έλλη με την μακριά
ολόσγουρη κόμη
που μου ’φερνε τις ελίτσες με το ποτό

την Ξανθίππη, το αφεντικό,
-όλοι την αγαπούσαν κι
όλοι την φοβόνταν—

την Ελένη, την κουνιστή που κοίταζε
πως θα πάρει πουρμπουάρ
τον ευγενή Βαγγέλη
όμορφο μελαχρινό

την Μαρία την μικρή χαριτωμένη
-θα σπούδαζε θέατρο—
και τον αδελφό της τον ακόμα πιο
μικρό, μαθητής, γαρ,
που χαιρετούσε φασιστικά
μολονότι γλυκός και τρυφερός
όλους αυτούς τους έχασα
όταν το Ζουρνάλ
όπου περνούσα τα καλοκαίρια μου
και τους χειμώνες μου
έκλεισε…

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΩΤΑΣ

Το χειμώνα χωνόμασταν σ’ ένα γιαπί∙
το είχαμε σα δικό μας∙
ανάλογα με τον καιρό
αλλάζαμε δωμάτιο.

Την άνοιξη στρώναμε
το στρατιωτικό σου μπουφάν∙
οι εξοχές της Σταυρούπολης
μοσκοβολούσαν θυμάρι.

Μια δυο φορές που λείπαν οι δικοί μου
σε κουβάλησα σπίτι∙
με τάραξες στα δαγκάματα∙
ύστερα λεηλατήσαμε το ψυγείο.

Χωρίσαμε παραμονή του Αϊ-Δημήτρη∙
σου αγόρασα μια μπλούζα ζιβάγκο,
σε κέρασα για τελευταία φορά μπουγάτσα –

και τώρα πάλι φτου κι απ’ την αρχή.

.