ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

Η Ιωάννα Καπλάνη γεννήθηκε στο χωριό Λιβερά της Κερύνειας Κύπρου.
Είναι απόφοιτος του ΕΚΠΑ, τμήμα Ιστορίας / Αρχαιολογίας. Με υποτροφία του Ιδρύματος Λεβέντη έκανε τις μεταπτυχιακές σπουδές της στο Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, απ’ όπου πήρε τον τίτλο Diploma in Ethnology (1982) και Master of Literature in Social Anthropology & Museum Studies (1991) με την εκπόνηση διατριβής.
Εργάστηκε στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου (7 έτη) και για 35 έτη στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης στην Αθήνα (σήμερα Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού), όπου ασχολήθηκε με τη μελέτη και προβολή των Συλλογών και στη διοργάνωση πολλαπλών πολιτιστικών εκδηλώσεων, συνεδρίων και εκθέσεων κ.ά.
Έγραψε τις μελέτες: «Η γυναικεία ενδυμασία της Ανατολικής Δερόπλης» (1995), «Θεόφιλος: Τα έργα του ζωγράφου στο MEAT» (2010). Μελέτησε τις συλλογές του βουλευτή Β. Κορκολόπουλου και έγραψε τα έργα «Παλάσκες και Μεδουλάρια» (2000), «Ταμπακοθήκες: Κουτιά καπνού και αρραβώνα» (2004). Συμμετείχε με κείμενά της στον συλλογικό τόμο «Το Οδοιπορικό ενός Συλλέκτη» (2008).
Συμμετείχε στον συλλογικό τόμο του ΠΙΟΠ «Ηπειρώτικη Αργυροχοΐα» (2016).
Εργάστηκε στην καταγραφή, οργάνωση και λειτουργία του «Ιστορικού & Λαογραφικού Μουσείου Καλαμάτας» (2000) καθώς και στην οργάνωση, καταγραφή και εκπαίδευση προσωπικού για 18 συλλογές του «Λαογραφικού Δικτύου Φλώρινας».
Διετέλεσε Διευθύντρια του ΜΕΛΤ και Μέλος της Εξεταστικής Επιτροπής στο Τμήμα Μουσειακών Σπουδών του ΕΚΠΑ.
Είναι Μέλος της UNESCO Κύπρου για την Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά.

.

.

ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ (2024)

ΑΠΟΥΣΙΑ

Σε είδα
στην άλλη άκρη του κόσμου
τον ερεβώδη τοίχο να περνάς
μ’ ένα κλαδί ανθισμένο στο χέρι
Και με των υακίνθων τα άηχα βήματα
το διάφανο σώμα της Άνοιξης
σε είδα να σκορπίζεις απλόχερα
πάνω από την Άβυσσο
Μ’ άστρα γεμάτα τα πόδια σου
χαραμάδες με φως
την ειρκτή του νου σε είδα ν’ ανοίγεις

Λείπεις…
Η απουσία σου σαν ρούχο μαύρο
που με φορεί
Λύπη ραμμένη στο ίδιο χρώμα

ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΑ…

Σε περίμενα σαν τον αρχάγγελο
να ’ρθεις με τη ρομφαία στο δεξί κρατώντας
Σε περίμενα
της ψυχής το βαθύ σκοτάδι να φωτίσεις
Σε περίμενα σαν τον αρχάγγελο
την απαλή φωνή της θάλασσα να μου θυμίσεις
Σαν την ανάσα βροχής να ’ρθεις
Σε περίμενα
Ήρθες με τον ήχο της φυσαρμόνικας
ξορκίζοντας το θάνατο
Και μέχρι τη συντέλεια των αιώνων
θα μείνει εντός μου
αυτό το «σ’ αγαπώ» που μου ψιθύρισες
τη μια, την πιο κρυφή μας ώρα!

ΚΓ ΕΓΩ ΠΟΥ ΜΟΝΟ ΗΘΕΛΑ

[…] Και να που ψάχνω λέξεις ακίνδυνες
λέξεις με ευπρέπεια να σου μιλήσω
χωρίς παρελθόν, χωρίς παρόν και μέλλον…
Μα τι πάει να πει πως είσαι πάντα εντός μου
και μιλάς, σαΐτα στο στημόνι του μυαλού να πηγαινοέρχεσαι;
Ω πάθος που φοβήθηκες, όταν μέσα σου χύθηκε η σιωπή

Κι’ εγώ που μόνο ήθελα, εγώ, σαν πρώτο άλφα εντός μου
ν’ ακουστείς και μόνο μ’ αυτό, για όλα, με τούτο μόνο να μιλήσεις;

Είναι η διάψευση κι’ ο χρόνος που πληγώνει
η διαπίστωση πως παράλληλα, χωρίς συνάφεια, προχωρούμε
με όνειρα και εικασίες αβέβαιες
και την απόγνωση αμαζόνα να ματώνει στο χείλι το φιλί
κόκκινο ρόδο σα ξεθωριάζει
Εκεί, εκεί, στα σκοτεινά θα μείνει για πάντα η ζωή μας
έτσι που η φρονιμάδα κι’ ο φόβος, μας ξεγέλασαν

Κι εγώ που μόνο ήθελα, εγώ, σαν πρώτο άλφα εντός μου
ν’ ακουστείς και μόνο μ’ αυτό, για όλα, με τούτο μόνο να μιλήσεις;

ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ

Σώμα της αγρυπνίας μείνε
κοντά μου μείνε
Δεν έχει τόπο άλλο η σκέψη μου ν’ ακουμπήσει απόψε
Και μη με ρωτήσεις πάλι αν σ’ αγαπώ
κοίτα πως φεύγουν οι σκιές μέσα στο φως
έτσι γυμνή κι’ ευάλωτη που βρίσκομαι μπροστά σου!
Με τη βραχνή φωνή του έρωτα, θέλω ν’ ανοίξω ένα πρωί στο φως
σαν τριαντάφυλλο και να εισβάλλει το φως, και να παίρνουν υπόσταση
οι γραμμές των σωμάτων και δίπλα σου φλεγόμενη να είμαι
και να γίνομαι, κι’ όσα εκείνα π’ αγαπώ μαζί σου να τα ζήσω
Σώμα της αγρύπνιας μείνε
κοντά μου μείνε.

ΑΝΤΙΟ

Σαν σκόρπιες σελίδες μαζεύω τα όνειρά μου
Στην καρδιά χαραγμένο ακόμη
το πικρό αντίο
σημαδεύει την απουσία σου
Οι νύχτες αμίλητες, νεκρές στον ίσκιο του θανάτου
Οι λέξεις της αγάπης στο άσπρο του ανέμου γραμμένες
γίνονται άγνωστες στο περιθώριο της ζωής
Τόση αλήθεια, τόση αγάπη
κι’ ένα πικρό αντίο πέφτει όπως
το χιόνι πάνω στα διάφανα τριαντάφυλλα

Μη, μη μου σκοτώνεις μ’ ένα αντίο την Άνοιξη!
Γιατί αν το φωτεινό της όνειρο σβηστεί
θα χαθούν απ’ τη ζωή μου
οι αόρατοι δρόμοι των χελιδονιών

Για πάντα…

ΑΙΧΜΑΛΩΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ

Αιχμάλωτα χελιδόνια της αυλής μου
που σας έβλεπα στο μεσιανό στύλο του σπιτιού μου
σβώλο, το σβώλο, να αρχιτεκτονείτε
Για ποιους τώρα φέρνετε την Άνοιξη
για ποιους οι εαρινές ιεροτελεστίες και
οι συμφωνίες των ψαλμών σας;

Ουρανοί άδειοι από το βλέμμα μας
Άνοιξες που έρχονται χωρίς τη συγκατάθεσή μας
χελιδονίσματα σε αλλότριους αφέντες
Η κραυγή γοερή επισύρει την οργή των αιθέρων
Με ορθωμένα νέα αιτήματα και λέξεις νέες
θα παρορμήσουμε τα όνειρά μας
για να υπάρξουμε ξανά στους δικούς μας τόπους
…ότι πάροικοι ουκ εσμέ(ν) εν τοις τόποις τούτοις.

TO ΚΛΕΙΔΙ

Στη μέσα τσέπη της ποδιάς
ένα μαντήλι πάντα φύλαγε δεμένο κόμπο
Και μέσα του σα φυλακτό ένα παλιό κλειδί
κρατούσε, η Μάνα μου
Στα χείλη της ένα χαμόγελο της Μόνα Λίζα
πάντοτε φορούσε
Μα μες στα μάτια της, μια μοιρασμένη θάλασσα
της προσφυγιάς θρηνούσε
Και κάθε που στη δύση ο ήλιος μάτωνε
γίνονταν χώμα και νερό και πέτρα αναστενάρισσα
Φιγούρα μες στον άνεμο
τα σταυρωμένα χώματα με το μυαλό της διάβαινε
Κι’ η πόρτα του παράδεισου πως άνοιγε θαρρούσε
και λεύτερη στο σπίτι της ξανά πως έμπαινε με το κλειδί στο χέρι
Μα σαν το φως του ήλιου μες το λυκόφως έσβηνε
αδιάλλακτο μες στην ψυχή της ένα τραύμα μάτωνε
Μια Παναγιά στα γόνατα πεσμένη
με χέρια ορθάνοιχτα, το φως που χάθηκε
μ’ ένα λυγμό αβάσταχτο
θρηνούσε

Η Μάνα μου…

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΔΥΣΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ

Στον πατέρα μου

Η θλίψη περισσεύει σήμερα
Ο τόπος ρημαγμένος από τη μέθη των ανέμων
αιμορραγεί στην απουσία σου…!
Στα νεκρά πόδια σου απλώνω τώρα τις λέξεις σαν χαλιά
[…] Με τόσα δάκρυα… Με τόσα λόγια…
πως να κοιτάξω αδιάφορα τον ορίζοντα;
Τις πύλες πώς να κλείσω χωρίς λέξη να μιλήσω για το θάνατο;
Πως να σε ξεχωρίσω από την ακολουθία των ίσκιων
που χάνονται στα σκοτεινά νερά του Νότου…;

Έφυγες την ώρα που με το βλέμμα
πίσω από το συρματόπλεγμα
μ’ άγρυπνα μάτια αναζητούσα μια νότα γαλανή στον ορίζοντα
για να αποθέσω στα πόδια σου
και μια ηλιαχτίδα από το κατώφλι του σπιτιού μας
για να ζεστάνω το καταχείμωνο της προσμονής μας

Να μπορούσα ήθελα
το αμόλυντο της αγάπης σου στα χέρια μου να μαζέψω
για να μπορώ να διασχίζω με το βλέμμα των δέντρων
το σκοτάδι της απουσίας σου!
Να μπορούσα ήθελα
ένα βλέμμα σου φυλακτό να κρατήσω
λίγο πριν δύσει ο ήλιος
λίγο πριν για πάντα χαθείς…

ΕΦΥΓΕΣ I

Στην μητέρα μου

Έφυγες χωρίς μια λέξη να πεις
κι’ ήτανε το πρόσωπό σου από ώρες
παραδομένο στο θάνατο
Και εμείς μιλούσαμε σε μια ξεχασμένη μήτρα
χειρονομίες απελπισίας

[…] Ανατροπή. Σώμα εν κενώ η ζωή!

Έφυγες χωρίς μια λέξη να πεις
κι’ εμείς ανυπεράσπιστοι μπρος στην αιωνιότητα
περιμέναμε παλιούς θεούς να μας λυτρώσουν
από τα σκοτεινά περάσματα του νου

Έφυγες χωρίς μια λέξη να πεις
Ό,τι απέμεινε ο θάνατος, η σιωπή, η οδύνη
να καταρρακώνουν την ψυχή
ως τα άκρα της σύνορα

Έφυγες χωρίς μια λέξη να πεις
Σούρουπο σιωπηλό
καθώς διάβαινες τις γραμμές του άλλου κόσμου
Σαν πουλί μικρό έφυγες, άηχα τινάζοντας τα φτερά σου
Μέσα στο θάνατο…

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.