ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Σταύρος Σταυρόπουλος γεννήθηκε στο Μοσχάτο το 1962. Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο και έχει συνεργαστεί ως αρθρογράφος με πολλά έντυπα και εφημερίδες. Την επταετία 2001 – 2008 διατηρούσε μόνιμη στήλη στην εφημερίδα metro με θέμα το βιβλίο και την τριετία 2008-2011 υπήρξε βασικός συντάκτης της εφημερίδας Ελευθεροτυπία στο ένθετο Βιβλιοθήκη, όπου διατηρούσε, εκτός των άλλων και την στήλη “Νύχτα είναι, θα περάσει”. Για τρία χρόνια δούλεψε ως παραγωγός στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ Open στην εκπομπή “Ολομόναχοι μαζί” που είχε σαν θέμα καλεσμένους από τον χώρο της λογοτεχνίας και του πολιτισμού γενικότερα, με έμφαση ιδιαίτερα στη μουσική.
Κυκλοφορούν 25 βιβλία του εκ των οποίων τρία έχουν μεταφερθεί στο θέατρο. Η τετραλογία Πιο νύχτα δεν γίνεται (Οξύ 2011) – Μετά (Απόπειρα 2012) – Καπνισμένο κόκκινο (Σμίλη 2013) και Ολομόναχοι μαζί (Σμίλη 2014) εγκαινιάζει την λεγόμενη Κοσμική τετραλογία, και θεωρείται έργο αναφοράς, σαν μια μεγάλη, φασματική αλληγορία που διαρρηγνύει τα πλαίσια του Κανόνα. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Γερμανικά, στα Ισπανικά και στα Σέρβικα.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

1983 ΔΙΑΜΕΛΙΖΟΜΑΙ, Εκδόσεις Βασδέκης
2002 ΤΟ ΡΟΚ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ, Μια ιστορία στη διαπασών, Εκδόσεις Απόπειρα
2004 ΦΩΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, Εκδόσεις Αστάρτη
2005 ΓΙΑ ΟΣΟ ΡΟΚ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΑΚΟΜΑ, Ένα μουσικό παραμύθι για μεγάλους, Εκδόσεις Απόπειρα
2007 ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ, Εκδόσεις Μεταίχμιο
2008 ΤΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ, Ιστορίες από το παρελθόν και το μέλλον, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
2009 ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, Εκδόσεις Μεταίχμιο
2010 Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΚΟΜΜΑΤΙΑ, 112 σχέδια για ένα μυθιστόρημα, Εκδόσεις Απόπειρα
2011 ΠΙΟ ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ, Σημειώσεις για το τέλος του ανθρώπινου μύθου, Εκδόσεις Οξύ
2012 ΜΕΤΑ, Εκδόσεις Απόπειρα
2013 ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΚΟΚΚΙΝΟ, Ένα μυθ – ιστόρημα σημείων, Εκδόσεις Σμίλη
2014 ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΙ ΜΑΖΙ, Γράμματα σε έναν αφανέρωτο κόσμο, Εκδόσεις Σμίλη
2014 ΑΝΘΕΚΤΙΚΟ ΜΑΥΡΟ, Εκδόσεις Σμίλη (δίπτυχο, εκτός εμπορίου σε 100 αντίτυπα)
2015 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΣΠΑΣΕ, Εκδόσεις Γαβριηλίδης
2015 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΥΦΟΥΣ, 2015, εκδ. Βιβλιόραμα (συλλογικό, μαζί με την Μαρία Χρονιάρη)
2015 ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ, Εκδόσεις Σμίλη
2015 ΕΠΙΛΟΓΟΣ, Εκδόσεις Σμίλη (δίπτυχο, εκτός εμπορίου σε 150 αριθμημένα αντίτυπα)
2016 ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ, ΜΙΚΡΕ ΠΡΙΓΚΙΠΑ, Εκδόσεις Σμίλη (πλακέτα, εκτός εμπορίου σε 300 αντίτυπα)
2016 ΠΡΑΞΗ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗΣ, Εκδόσεις Σμίλη
2017 Μ, Εκδόσεις Απόπειρα (δίπτυχο, εκτός εμπορίου σε 150 αριθμημένα αντίτυπα)
2017 SO LONG, MARIANNE, Ποιήματα στη Μαρία, Εκδόσεις Σμίλη
2017 ΑΥΤΟ ΤΟ ΡΟΚ ΔΕΝ ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΠΟΤΕ, Εκδόσεις Απόπειρα
2018 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΗΘΟΥΣ εκδ. Απόπειρα (τετράπτυχο)
2020 “Νω”, , εκδ. Απόπειρα (Μονόλογος)
2022, Θα σε δω ξανά στο άδοξο τέλος”, εκδ. Σμίλη

.

.

ΠΟΙΗΣΗ

ΘΑ ΣΕ ΔΩ ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ (2022)

I

Έτσι ξεκίνησε
Μπορεί και να έπρεπε
Δεδομένης και της ακατάσχετης διαρροής οφθαλμών
Που υπερασπιζόταν την σαφήνεια
Ή κάποιων αμφίπλευρων εμμονών
Που έγιναν απολυτίκια

Δύσκολα αποχωρίζεται κανείς
Τις εμφύλιες εμμονές του
Την εκτυφλωτική ανακύκλωση της ήττας του
Τα συνεχή ελάφια στο δάσος
Με τις ραδιενεργές πατούσες τους

Τα κλαδιά στο κεφάλι τους
Είναι γεμάτα λέξεις

Πώς να τις ξεχωρίσεις μια μια;
Πώς να απαιτήσεις χειρόγραφα
Στην τελική ανταλλαγή αιχμαλώτων;
Τι χάνεις και τι κερδίζεις
Δίπλα σ’ αυτό το αχόρταγο ποτάμι
Με τα πανύψηλα δέντρα
Που παραμένουν αόρατα
Σαν μωρά;

Τα βλέπω ακόμα
Ροκανίζουν το αδιευκρίνιστο φως

Έτσι ξεκίνησε
Μπορεί και να έπρεπε
Στόλιζα κάθε νύχτα το ίδιο φάντασμα
Κι αυτό
Κατρακύλαγε σε δωμάτια με καρφιά
Που έγερναν
Σαν συρμάτινα σώματα
Το ένα μέσα στο άλλο

Έβλεπα
Δωμάτια σώματα
Με καρφιά

Τα ρούχα τους που σώθηκαν
Όσα επιβίωσαν της φωτιάς
Και τις φωτογραφίες τους
Άοκνα δεκανίκια
Να φυτρώνουν σελίδες στα κόκαλά μου
Χωρίς ούτε ένα δέντρο
Ούτε ένα λευκό άλογο
Σαν παιχνιδάκι ενός παιδιού
Που ποτέ δε μεγάλωσε

II

Έτσι συνέβη
Μάλλον έτσι θα έπρεπε
Στις όχθες ενός ποταμού
Που ενώνει τον Ιλισό με τον Τάμεση
Και τα απροσδόκητα χαμόγελά μου

Αναρωτιόμουν κάθε φορά
Γιατί πεθαίνουν τόσο γρήγορα τα βιβλία
Χωρίς θεατές
Από τις λεηλασίες του χρόνου
Οι θεατές πάντα λείπουν
Όταν τους χρειάζεσαι

Κι εσύ ξάπλωνες
Κάθε φορά με άλλες προσόψεις
Άλλη χρυσή ράχη
Άλλες γραμματοσειρές κολλημένες πάνω σου
Πενθώντας κάθε φορά άλλο όνομα
Που ήταν το ίδιο
Φορώντας κάθε φορά άλλο τίτλο
Στη λέσχη της αγάπης που διακαώς σύχναζα

Σε αποθήκες υλών και υλικών
Αυτής της πολλαπλής άφεσης
Με σιρίτια
Σαν για να αποφασίσει ο άλλος
Για το περιτύλιγμα των νερών
Που ενδεχομένως απαιτείται
Για το λάθος χρώμα
Το χρησιμοποιημένο εκ νέου
Την καληνύχτα του οργασμού σου

Κάθε χρώμα χωρίζει ενθύμια
Κάθε ενθύμιο οδηγεί σε άλλη πτώση
Κάθε πτώση χρησμοδοτεί άλλον ανολοκλήρωτο θάνατο
Κάθε θάνατος είναι εσύ
Κάθε ζωή είναι εσύ

Εσύ όπως εγώ εμείς αυτοί

VI

Το άρρωστο ρήγμα
Μεγάλωνε συνεχώς μέσα σου
Ξεχείλωνε σαν βάτραχος στη στεριά
Που τον τραβάς από δω κι από κει
Άτριχο
Μέχρι να πάψει να υπάρχει σαν σώμα
Τότε χωρίστηκες στα δύο
Μεταμορφωμένη σε πεθαμένο κροκόδειλο

Είχα δύο κροκόδειλους μέσα μου

Το ένα κομμάτι σου
Μοιράστηκε στα βιβλιοπωλεία
Και το άλλο στους εκδότες της αγοράς
Σαν τυπογραφική βοήθεια
Για τους μετανάστες των εξωφύλλων
Για όσους πεινούν για καινούριο δέρμα

Κι ακόμα κρινόσουν με άλλοθι
Σάλευες σαν διαλυμένο φίδι
Κάτω απ’ τα δοκάρια μιας υπερφωτισμένης σκηνής
Έχοντας την ψευδαίσθηση των γραμμάτων στο στόμα σου
Ανυπολόγιστα δυνατή
Με ανήκεστο βλάβη πραγματικότητας
Και τον στόχο
Κρυμμένο καλά στο μανίκι

Συνέχιζες να κινείσαι
Όπως το φαγητό ενός μυδιού
Όπως η νεκρή λύκαινα
Όπως ένα σκιάχτρο στον αέρα
Όπως μια τίγρη
Όπως μια μέδουσα
Που την διεκδικούν
Ο ψυχίατρος Παλαμάς
Και ο μεθυσμένος Ντοστογιέφσκι

Δεν είχες πια όνομα είδος συνάφεια γένος

Συνέχισες να βαδίζεις
Ερήμην της νοσηλείας μου σε αυτή την γη
Με τα μπερδεμένα σου γράμματα
Το βαλς του αποχαιρετισμού
Αγνοώντας επιδεικτικά τον Κούντερα
Γεμάτη πούδρα

Μέσα σε ένα βιβλίο

IX

Έτσι θα ζήσουμε τώρα
Με οπλές αλόγων ευοίωνων
Σε δασύτριχα όρη
Με τις καλπάζουσες συναυλίες των Θεών
Στο δέρμα του κρεβατιού μας
Με τα βέβαια ράσα ενός δελφινιού

Από το ταβάνι θα πέφτουν ταινίες
Και στα μυστικά μας χαλιά
Ακριβώς κάτω από την καταπακτή τους
Θα μαζεύεται η θάλασσα
Διακοσμητική και σωτήρια
Με σάλια και ρώγες
Έξαλλων ήλιων από μέλι

Και θα ανοίξεις κι άλλο
Κι άλλο

Θα γίνεις ένα υπόγειο φαρμακείο φωτός
Και θα περάσουμε μαζί
Με τα απασχολημένα χέρια μας
Τις συνοικίες των μελλοθάνατων
Και θα φτάσουμε
Στην αόρατη ήπειρο
Εκεί που τα σύννεφα είναι μονίμως διπλά
Και τα σεντόνια αναστατωμένα

Με μοναδικά έπιπλα τα παιδικά μας σώματα
Ενώ τα δωμάτια των καιρών μας
Συνεχώς θα πολλαπλασιάζονται
Μεταδίδοντας προς όλες τις κατευθύνσεις
Με την δυσκολία του φωτός
Όλο αυτό το κατόρθωμα γης
Που ανέτειλε ξαφνικά μέσα μας
Σαν ιδρωμένος χρυσός

Μην κινείσαι άλλο
Μη
Θέλω μόνο να σε κοιτάζω
Θέλω οι λεπτομέρειες των μελών σου
Να βάψουν τα μάτια μου

Μείνε ακίνητη
Σε στάση προσευχής
Για όλα τα επόμενα χρόνια
Της άγνωστης πατριδογνωσίας μας

XIII

Σταματώ όμως εδώ
Σταματώ
Πρέπει να σταματήσω
Εκτός κι αν δεν σταματήσω
Και κάνω
Όπως συνηθίζω τον τελευταίο αιώνα
Ότι σταμάτησα

Σε είχα κοντά μου
Πεντακόσια χρόνια πριν τον Τρωικό Πόλεμο
Και σε έχασα
Μέσα στις επιγραφές και τις ομοιοκαταληξίες της Ακαδημίας
Σε κρατούσα όμως
Παρόλα αυτά
Στην μνήμη των κυττάρων μου

Από τότε

Από τον ιερογλυφικό δίσκο της Φαιστού
Δέκα επτά αιώνες πριν τον Χριστό
Είχα όλα σου τα σύμβολα στη μια πλευρά
Και όλα σου τα ερείπια στην άλλη
Κατευθυνόμενος πάντα προς το κέντρο του φόβου σου
Μεταφράζοντας πάντα τους συλλαβικούς στίχους
Ως σταγόνες φωτός
Σ’ ένα πολυπληθές ακροατήριο
Χωρίς να υπάρχει κανείς
Στην θαλάσσια οδό Ασκληπιού
Που σε περιμένω
Από την εποχή του χαλκού
Χαμογελώντας γύρω απ’ το άγαλμα του Παλαμά

Κάποτε αποδέχτηκα
Τον χρόνο αναμονής μου
Που ήταν τρεις χιλιάδες επτακόσια ογδόντα δύο πρωινά
Και μια ζωή
Και αποφάσισα να σε αποχαιρετήσω
Με την λάμψη και τον ηλεκτρισμό που αξίζει
Στους ήρωες των βιβλίων

Της μητρικής μας γλώσσας

XVIII

Εγώ που θα ήθελα
Που όλο περίμενα
Και ξεχνάω
Από τότε που διαμοιράστηκες
Που σε έκοψαν σε δύο κομμάτια

Ήταν Νοέμβριος του 1891
Μόλις είχε πεθάνει ο Ρεμπώ
Εκείνο το βράδυ τον παράστεκα στο νοσοκομείο
Είχε ένα πόδι και τρία μάτια
Εσύ κανένα
Κανένα πόδι κανένα μάτι
Και ο Μπέρρυμαν είχε πηδήξει από την γέφυρα
Στον ηλεκτρικό σταθμό του Μοσχάτου

Ή του Λονδίνου

XXII

Έτσι ξεκίνησε
Μπορεί και να έπρεπε
Δεδομένης και της ακατάσχετης διαρροής οφθαλμών
Που είπα

Τόσα χρόνια γράφω το αντίγραφό σου
Τις πολλαπλές εξεγέρσεις του που έμοιαζαν με χταπόδια
Με κρεμασμένα ερείπια
Τις προάλλες είπα στη φωτογραφία σου
Να σταματήσει να ανακατεύει το χώμα στον τάφο μας
Και ότι θα ήθελα πια να ηρεμήσουν
Οι ζωές που δεν ζήσαμε

Έτσι μάλλον ξεκίνησε
Και συνεχιζόταν

Αλλά τώρα
Μετά από έξι δεκαετίες νερού
Και με πολλά κεριά τυφλωμένα
Έτσι θα έπρεπε να τελειώσει
Κι ας μοιάζει με αποχαιρετισμό

Έτσι θα τελειώσει

Τελειώνει
Τελείωσε

Τέλος

.

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΗΘΟΥΣ  (2018)

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΣΕ ΔΥΟ ΧΡΟΝΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ
[2 0 1 8]

Σου είπα ότι ήθελα να σε ξαναδώ
Δεν ήξερα για ποιό λόγο
Κανείς δεν ξέρει ακριβώς
Για ποιό λόγο γίνονται
Ή δεν γίνονται
Τα πράγματα

Και αν βρισκόμασταν
Θα ξεκινούσα να σου λέω
Ότι ήθελα να σε ξαναδώ
Απλώς δεν ξέρω τον λόγο

-Κανείς δεν ξέρει κανένα λόγο –

Και τα μάτια σου θα ήταν καρφωμένα στο πάτωμα
Και το πάτωμα θα αναποδογύριζε πάνω μου
Και το μπαρ θα ήταν σιωπηλό
Παρά τους ανθρώπους του
Και η μουσική θα ήταν περίπου
Ανάμεσα σε σένα και μένα
Και θα υπήρχε λόγος γι αυτό

Πάντα υπάρχει κάποιος λόγος
Απλώς δεν τον ξέρουμε

Και η σιωπή θα ήταν ανάμεσα
Μισή δική μου
Μισή δική σου
Και τα μαλλιά σου θα τα έκρυβαν όλα

Παρότι δεν θα υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να κρυφτεί

Και μπορεί και να κουβεντιάζαμε
Όπως κουβεντιάζουν τα πουλιά
Πάνω στα σύρματα
Και μετά πετάνε

Αν βρισκόμασταν
Δεν θα υπήρχε μάλλον κανένας εμφανής λόγος
Ούτε και αφανής
Να βρεθούμε

Ίσως γι αυτό τελικά δεν βρεθήκαμε
Γιατί δεν υπήρχε λόγος

Αλλά θα έπρεπε

[2 0 4 6]

Τελικά ήρθες
Ίσως να σε οδήγησε εκείνος ο ανεπιτυχής δρόμος
Ή η αβάσταχτη μοναξιά των ανθρώπων
Που τυφλώνονται πάνω σε διεθνή χιόνια
Ήρθες για κάποιο λόγο που ήξερες εσύ

-Εγώ σίγουρα δεν ήξερα –

Εκτός κι αν δεν ήξερες ούτε εσύ ούτε εγώ
Και μετά άρχισα ακριβώς έτσι
Όπως μου φαινόταν ότι έπρεπε να αρχίσω
Ότι δηλαδή θα ήθελα να σε δω
Αλλά δεν ήξερα για ποιο λόγο

Και τότε εσύ πήρες τον λόγο
Και προσπάθησες να βάλεις τις ημερομηνίες μας στη σειρά
Με καθυστέρηση πολλών ζωών
Λέγοντάς μου
Ότι πάντα υπάρχει κάποιος λόγος
Που λείπουν οι άνθρωποι

Κι εγώ
Που δεν ήξερα τον λόγο
Ούτε βέβαια κι εσύ
Αρχίσαμε να φωλιάζουμε
Και αρχίσαμε να γελάμε
Και συνεχίσαμε αυτήν τη βέβαιη αθανασία της θάλασσας
Σαν σπονδυλική στήλη
Και συνεχίσαμε να μην ξέρουμε τον λόγο

Αφού πάντα υπάρχει κάποιος λόγος
Που δεν χρειάζεται να ξέρουμε

Και τα μάτια σου είχαν σηκωθεί απ’ το πάτωμα
Και το πάτωμα δεν αναποδογύριζε πάνω μου
Και η μουσική παρέμενε σιωπηλή
Αλλά όχι μεταξύ μας
Και η σιωπή δεν ήταν πια ανάμεσα
Αλλά ακριβώς στη ζωή μας
Και τα μαλλιά σου δεν έκρυβαν τίποτα

Αφού δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος
Να κρύψεις πια τίποτα
Καθότι πεθαμένη

-Οι νεκροί δεν κρύβουν πολλά-

Και μετά εσύ
Κι εγώ
Και τα χέρια μας
Φύγαμε
Δεν θυμάμαι ακριβώς που πήγαμε
Πάντως πήγαμε κάπου
Σ’ αυτή την έρημη διαδρομή
Αυτό είναι βέβαιο

Και εκεί
Όλα τα πράγματα ήταν ζωντανά

Οι άνθρωποι
Δεν πρέπει να πεθαίνουν ως άγνωστοι
Σου είπα ψελλίζοντας
Ιδίως οι πολύ γνωστοί

Ήταν όμως ήδη πολύ αργά
Αφού δεν ήσουν πια εσύ
Αλλά κάποια άλλη
Πολύ γνωστή άγνωστη
Που είχα με κόπο δημιουργήσει

Σ’ έναν ξεγελασμένο κόσμο
Μ.Χ.

Χωρίς όνομα

Η έκδοση είναι αφιερωμένη στον καιρό που έχει περάσει. Στις παρασιτικές ταυτότητες – των ανθρώπων και στο απρόσωπο θέαμα της μνήμης. Στο ύφος, το ήθος και το ύψος που περιέχονται. Ο τίτλος και η φωτογραφία αποτελούν σημειολογική αναφορά και σχόλιο σε ό, τι προηγήθηκε. Τα δικαιώματα της φωτογραφίας ανήκουν στην Ζωή Βάλβη. Η εικαστική παρέμβαση είναι της Φανής Χούρσογλου. Τυπώθηκαν 200 αριθμημένα αντίτυπα σε χαρτί Acouerello Avorio 280 gr. Η γραμματοσειρά που χρησιμοποιήθηκε είναι η Warnock. Η έκδοση έγινε στο τυπογραφείο Θυμέλη για λογαριασμό των εκδόσεων Απόπειρα τον Μάρτιο του 2018.
[Για τις μεταμφιέσεις των νερών που διανύθηκαν]

.

SO LONG, MARIANNE (2017)
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ

[Κάποτε πρέπει να υπήρχε μια γυναίκα. Ήταν μετρίου αναστήματος, μέτριου βάθους, μέτριας ζωής. Έτσι όπως είναι συνήθως οι ζωές των ανθρώπων. Μου έγραψε: «Μέσα στο άρωμα των ματιών σου είδα να σβήνουν οι τελευταίες ανάσες των Θεών». Την έλεγαν Μάριαν, Μαριάννα, Μαίρη, Μαρίλια, Μαίριλυν , Μαριλού, Μαριάμ, Μαρία. Αλλά μπορεί να ήταν και ο ίδιος ο κόσμος. Μετά εξαφανίστηκε.]

I

Τα ρούχα μου που βασάνιζες
Οι λέξεις μου που μιλούσες
Η αντίθετη λύπη μου
Τα ξυπόλυτα χέρια μας
Οι δαγκάνες του φθινοπώρου
Το απόρθητο σύνορο
Τα χρόνια χιαστί
Που λυσσούσαν

Η θάλασσα
Πριν την σφαγή
Τελεσίδικα μαζί σου

Αναπόφευκτα μπλε
Αναπόφευκτα ίδια

Αυτή η μικρή σύνοψη
Σε σειρές

Που δεν συνοψίζονται

Έφυγες
Αλλά δεν έφυγες ποτέ
Είσαι θαμμένη στα μάτια μου
Ανάμεσα στα σπαρακτικά φαντάσματα
Της αγάπης

Τα μαλλιά σου
Ακόμα σκουπίζουν το πάτωμα

VIII

Κι εσύ ερχόσουν συνέχεια
Και αγκάλιαζες
Εκείνες τις ατέλειωτες ώρες
Με μια πυρκαγιά αδιάσειστη
Άλλαζαν τότε πολλά πράγματα

Τα χρώματα γίνονταν αποστακτήρες χρυσού
Ο αναπνευστήρας μεγάλωνε
Και από μια κρυφή οθόνη
Στο νότιο μέρος του χρόνου
Που ανακαινιζόταν
Προβάλλονταν διαρκώς
Οι ειδήσεις σου
Συγκινημένες

Είχαν μέλλον
Και μάτια που έσταζαν
Ύπνους παιδιών
Για μια στιγμή νόμισα
Ότι έκαναν την γη να γυρίζει
Κάτω απ’ τα άστρα της

Σε κοίταξα
Και οι λέξεις μου βγήκαν πάλι στο φως

Χωρίς εσένα
Δεν ξέρω να ζω

Δεν υπάρχει μάλλον και άλλος τρόπος

XI

Με σένα
Επισκεύασα μέσα μου
Το πρόσωπο του θεού
Σε όλες του τις θρησκείες
Ευλογήθηκα
Όταν σε κοίταξα για πρώτη φορά

Τώρα που εσύ δεν βλέπεις
Κι εγώ
Έχω μείνει εδώ
Να σε εύχομαι
Θέλω να είμαι σίγουρος ότι ξέρεις

Πως αγαπήθηκες
Από έναν άγιο

XIII

Το ξέρω
Έγινες τραγούδι
Αλλά κάποιοι στίχοι
Περίσσεψαν
Και τους γράφω εδώ

Για να μείνουν
Στο χώμα

Σαν σπόρος

Για όσους θα έρθουν μετά
Να κατοικήσουν
Σ’ αυτή την άγνωστη γη

Όταν ανακτηθεί ο χρόνος εκείνος
Των ημερών μας

XVII

Χθες ονειρεύτηκα πως ξανάρθες
Ήσουν σαν ηλικιωμένος κήπος
Που δεν απομακρύνθηκε ποτέ
Απ’ το μέλλον του
Έσκυψα και σε μάζεψα
Με εκείνη την βιασύνη στα δάχτυλα
Που έχουν οι τυφλοί

Πήρα τα λουλούδια σου
Από το αμαξοστάσιο των θνητών
Το δέρμα τους ήταν σαρκώδες
Είδα τον λούτρινο μίσχο
Να αναρριχάται αργά
Από μέσα μου
Σαν κισσός
Έφτασε στο λαρύγγι μου

Σε κατάπια
Και βγήκες απ’ τα μάτια μου
Όπως το παράξενο φως
Που γεννήθηκε

Για να εξιλεώσει τον κόσμο

XX

Βρισκόμουν στο λούνα παρκ
Εσύ μου πετούσες γράμματα
Στρογγυλά σαν κρίκους
Γερνούσαν στον λαιμό μου
Και τον έσφιγγαν
Με χρυσόσκονη

Έγινα ρόδα σκοποβολή τροχός σπίτι του τρόμου
Λίμνη με σιδερένια ψαράκια
Για να ψαρεύεις την επιείκεια
Μέσα σε λαμπερά φώτα

Κέρδισες ένα αρκουδάκι
Εγώ κέρδισα εσένα
Και έγινες το καθημερινό μου ημερολόγιο
Η διερμηνέας μου
Σ’ αυτόν τον κόσμο
Που δεν υπήρξε

Παρά μόνο στη φαντασία μου

XXVI

Όπου και αν πηγαίναμε
Κάθε μέρος γινόταν μεγαλύτερο
Από την παρουσία σου
Κάθε τμήμα σου
Κάθε βήμα κάθε ματιά σου
Σαν να το πλάταινε
Να το πλαισίωνε
Σαν να τραβούσε την έκτασή του ως τη θάλασσα

Ακόμα κι όταν δεν θα υπάρχουμε εμείς
Τα τοπία θα κουβαλάνε την αγωνία μας
Να διασώσουμε το φως
Θα χει μείνει η διάρκειά μας
Ανεξίτηλη
Πάνω στη γη
Για να την κάνει ομορφότερη

Θα ήταν άγραφος ακόμα ο κόσμος
Αν δεν υπήρχες

IXXX

Ανεβαίνω και κατεβαίνω
Τις σκάλες του εαυτού μου
Για να σε βρω
Τα δάκρυά μου είναι κίτρινα

Είσαι παντού
Εκτός από σένα
Όλη εκ μέρους μου
Με την πλήρη συγκατάθεση του εαυτού μου
Εξαιτίας μου
Πραγματική όσο και η φαντασία μου

Σου πιάνω το χέρι και λιώνει
Κολλάει πάνω μου
Γίνεται γάμος
Ρεύμα ζεστό
Δέρμα κάτω απ’ το δέρμα μου

Όλα τα υπόλοιπα είναι νεκρός χρόνος
Σαν να γράφεις σταγόνες
Πάνω στην επιφάνεια του νερού

XXXII

Ήρθες πάλι
Αναγνωρίζω τα βήματά σου στο χολ
Το χάδι ανάμεσα στις πατούσες σου
Και το πάτωμα
Ακούω το θρόισμα που κάνουν τα χέρια σου
Προσπαθώντας να με αγγίξουν

Βλέπω το βαθούλωμα στο στρώμα
Που κάθεσαι
Μια τρύπα ζωής
Το παρατηρώ για ώρα προσεκτικά

Μετά καταλαβαίνω ότι δεν κάθεσαι
Απλώς κοιμάσαι

XXXIV

Στρέφομαι πάλι προς την φωτογραφία σου
Σου ζητάω ακόμα να ζήσεις
Δεν ξέρω αν μιλούν οι φωτογραφίες
Ή αν αρκούνται στα ψίχουλα
Πάντως εγώ θα μπουσουλήσω
Θα τα μαζέψω σπυρί σπυρί
Θα ενώσω τα χρόνια σου

Και θα φτιάξω έναν άφωνο σιδηρόδρομο

Ένα σμήνος από σιδερένιες πεταλούδες
Μια ατέλειωτη σειρά από υστερόγραφα αγάπης
Δύο πράσινες βιβλιοθήκες από λέξεις
Μια κρούστα αληθινού ύπνου
Ένα στρογγυλό οικοδομικό τετράγωνο κήπων
Μια γενέθλια πόλη αγγέλων
Μια συρμάτινη χώρα
Έναν ολόκληρο μαραθώνιο από βλέμματα
Έναν αθώο κόσμο καινούριο

Κι εκεί θα ετοιμάσω ένα βασίλειο για σένα
Ή μια νέα απώλεια
Δική μου

XLI

Διάλεξα
Μετά από τόσα ομιλητικά φθινόπωρα
Να απευθύνομαι σε σένα
Που παραμένεις σιωπηλή και ακίνητη
Γιατί έτσι
Είναι ίσως ο μόνος τρόπος
Να απευθύνομαι σε μένα
Με όλα τα καλοκαίρια μου ενωμένα

Άλλωστε
Μόνο μαζί σου
Έζησα τόσο νεκρός
Για παραπάνω από 6,5 δισεκατομμύρια χρόνια
Το θαύμα
Αυτής της ολομόναχης σύνδεσης
Άγγιξέ με καλύτερα
Με όσο σάλιο σου έμεινε
Από τις συνήθειες των θαμμένων

Μ’ αυτό που κάνει τα φύλλα να γέρνουν
Το ένα προς το μέρος του άλλου
Απαιτώντας

Μεταθανάτια ζωή

XLIV

Να θυμηθώ

Να αλλάξω το χώμα στην φωτογραφία σου
Να καθαρίσω την στάθμη της σχετικότητας
Να διατηρήσω την λύπη μου
Να βγάλω τον ήλιο στο μπαλκόνι
Να σκουπίσω το άρωμα του βασιλικού απ’ το βλέμμα σου
Να απελευθερώσω τέσσερα δεμένα όνειρα
Να δω ξανά το φεγγάρι χωρίς γυαλιά
Να δώσω λιγότερο χρόνο στην λογοτεχνία
Να φυλάξω περισσότερο χρόνο για την αγάπη

Να πάρω ένα παιδικό ποδήλατο
Να ξαναδώ την Νάξο

Να μην σε χάσω

.

ΠΡΑΞΗ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗΣ (2016)

4 ΕΠΟΧΕΣ ΕΝΟΣ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΣΥΝΗΘΕΙΑΣ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αν διοργανώναμε μια συναυλία
Θα χόρευαν γύρω μας
Οι υπαίθριοι έρωτες;
Θα έβγαζαν άσπρα κλαδιά
Στα παράθυρα των ματιών σου
Οι δερμάτινες φωνές των παιδιών;

Θα γινόταν ποτέ η πόλη γιορτή
Από χρυσούς αρλεκίνους
Που εκτελούν ριψοκίνδυνα όνειρα
Εν αγνοία τους;

Θα αρκούσαν λες
Τόσες δεύτερες ώρες
Για να ηλεκτροδοτήσουν
Τις παλιές περισπωμένες
Του έρωτα;

Κι αν ακόμα μας σημάδευε ο καιρός
Που τελείωσε
Αν ακόμα ισχύουν τα όμορφα ψέματα
Εν καιρώ λατρείας
Θα έτρεχες προς το μέρος μου
(Το μέρος που ποτέ δεν είχα)
Με όλα σου τα γενέθλια;

Θα γινόσουν για μένα η πόλη
Που έχασε ξαφνικά τον χρόνο
Μέσα απ’ τις βαλίτσες της;

Θα έλεγες ποτέ
Αν υπήρχες
Στον κόσμο
Να πάψει επιτέλους

Να επιπλέει μέσα μου;

ΜΑΡΙΑ

Ο χειμώνας που θα ‘ρθει
Ο νέος χειμώνας
Θα ‘ χει ιδιόκτητες καταιγίδες
Θα είναι πράσινος σαν βάτραχος
Θα αναπνέει απ’ το στόμα σου
Θα αντιγράφει τα λέπια ενός φρικτού χρόνου
Θα χαμογελάει με χαρτοπόλεμο

Και στο λαιμό
Θα φοράει παμπάλαιο μενταγιόν
Ένα ατέλειωτο θαύμα
Από αναστατωμένα κοσμήματα
Και νεκρές αχιβάδες

Δεν υπάρχει πιο μεταχειρισμένο μέρος
Για να τιμωρήσω το σώμα μου

ΚΑΘΩΣ ΣΒΗΝΑΜΕ

Μπορώ να ανοίξω το σώμα σου
Να βρω τον κατάσκοπο που του στέρησε το γαλάζιο
Και να τον καρφώσω στο χώμα
Ενώ εσύ θα υπερασπίζεσαι τη βροχή
Που έπεφτε μέσα σου
Σαν κορεσμένο ρυάκι
Με αλλόκοτο μένος
Συμπληρώνοντας δηλητήριο
Και θα δυσκολεύεσαι
Στη σφαγή

Δεν γίνεται να είμαι τρυφερός τώρα
Ακούω μόνο το φως
Που γέρνει στα σκαλοπάτια

Τρέχα

Στο επόμενο στενό υπάρχει δικτατορία
Το ασθενοφόρο
Κοροϊδεύει τον γκρεμό του κορμιού σου
Διασχίζει εκείνο το βιαστικό σπέρμα
Που κρέμασε τον κόσμο στο παντελόνι του

Μη γυρίσεις να δεις

Χιλιάδες κιθάρες με σημαδεύουν
Παζαρεύουν το αίμα μου στις γωνίες

Αύριο
Μια υγρή βόμβα
Βραχυκυκλωμένη στη μήτρα σου
Θα εκραγεί

Κι εγώ
Που νοστάλγησα το ρολόι του
Θα σε γυρίσω απ’ την ανάποδη
Σ’ ένα άλλο φθινόπωρο
Χωρίς μάτια

Τόσο αμαρτωλή
Δεν υπήρξες ποτέ

ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Στις εμφύλιες αναζητήσεις μας
Περί λύχνων αφάς
Της πόλης με το παράξενο όνομα
Ξενοδοχείο ο κόσμος

Προσπαθώντας να θυμηθούμε
Την τελευταία ζωή
Και με άλλα αιχμηρά αντικείμενα
Πέραν των σωμάτων
Ή της αφόρητης τέχνης τους
Να προβάρουν διαρκώς το κόκκινο

Σε κρεβάτια συνεδριακά
Της λύπης
Εκεί που ο φόνος
Δεν είναι παρά
Μια ακόμη εκδοχή αγάπης

Παρακολουθούσαμε τα κύματα
Να σκεπάζουν τις φωνές μας
Μαθαίνοντας τα φωνήεντα να παραληρούν
Στα κατάπληκτα βράχια
Που πάνω τους έμειναν
Μόνο τα αν-άξια λόγια

Ενώ η ηχώ
Αυτή η διάσημη ανυπακοή του μέλλοντος
Με τα ξύλινα πόδια
Κατάπινε
Εσένα
Εμένα
Και όλες τις υπόλοιπες μελωδίες
Με ιώδιο

Και οι άγραφες ακόμα λέξεις
Των βιβλίων μας
Άλλαζαν κάθε τόσο πλευρό

Προσπαθώντας να βολευτούν
Στο κρεβάτι μας

ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΙ ΜΑΖΙ

Μαζί
Παρά τα παράφωνα ημερολόγια των ημερών σου
Παρά τις αδιαπέραστες επιγραφές
Παρά τα κρεμασμένα αποσπάσματα των σκιών
Παρά τις χρησιμοποιημένες βροχές

Μαζί
Με ελάττωμα αγάπης
Με αναπόφευκτο χρώμα
Παρά το αδικαιολόγητο τέλος του κόσμου

Μαζί
Ολομόναχοι

Εγώ
Εσύ
Και η θάλασσα που ξέβραζε ποιήματα
Παγωμένα
Αναντικατάστατα
Ωμά

Με την ελληνική λέξη καταστροφή
Στις σημαίες μας
Καρφωμένοι πάντα
Εκεί που τσακιζόμασταν
Με ιδανική ταχύτητα
Κάθε δεύτερη άνοιξη
Χωρίς σκαλοπάτια
Μόνο με δύο χέρια – Σταυρούς
Αναμμένους
Όταν θα χρειαζόμασταν χιλιάδες
Για να αγγιχτούμε με όλα τα σημάδια που θέλαμε

Θα βάψω τα νύχια των παιδιών σου μαύρα
Για να τα γνωρίζουν μόνο τα φαντάσματα
Οι ζωγραφισμένοι τοίχοι
Στο δρόμο

Και οι αιώνιοι σαν κι εμένα

.

ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ, ΜΙΚΡΕ ΠΡΙΓΚΙΠΑ (2016)

για εκείνη τη νύχτα που μεσουρανούσε το σκοτάδι

Τα δύο άλφα του ονόματός της έγιναν συνώνυμα της απληστίας. Στη μέση το ρο ροκάνιζε όλη την αδικία του έρωτα. Το γιώτα εξαφανίστηκε. Είναι το πρώτο γράμμα της λέξης ιερό.
Δεν ήταν γράμματα το όνομά της. Ήταν αγγελίες θανάτου.

I

Το ψέμα. Δυσλεκτικό. Οικογένεια. Αλυσίδες. Ένα ζευγάρι. Γάντια. Έπνιξε. Αποτύπωμα. Άκαρδο. Πρωινό. Άμμος. Σπίτι. Απόσταση. Θέλω. Πάγος. Μάτια. Αλυσίδα. Νεκροί. Νεκρή. Εν αγνοία μου. Παρθένος. Μαρία. Φωνές. Χωλαίνω. Πλήγωσε. Μέσα. Βαθύ. Τέλος. Επιτέλους. Ποτέ. Πλατεία. Θολή. Όνειρα. Σκέφτομαι. Λέξη. Αγκάλιασέ με. Εγώ. Εποχή. Αγκάλιασέ με. Το ψέμα. Εκείνη. Η ποίηση. Κενό. Έρασμος. Λύκοι. Σκοτώνομαι. Εκκλησία. Δρόμος. Αόρατη. Ανήθικα. Κρυμμένα. Θάλασσα. Μόνη. Μνήμη. Φόρεμα. Ξάπλωσε. Αγάπη μου. Σκισμένη. Χρόνος. Μεθυσμένος. Χωρίζει. Δεν. Ντροπή. Αναισθητικό. Επισκευάζει. Ανακαλώ. Παιχνίδι. Πονάω. Φωτογραφία. Απουσιάζει. Στιγμές. Το ψέμα. Κέρδος. Πάρε με. Συγγνώμη. Γκρεμός. Δεν ακούστηκε. Βιβλία. Βίβλος. Βιβλικό. Βεβήλωση. Βρώμικη. Κενό. Δεν ακούστηκε. Γενέθλια. Πάντα. Ποτέ. Άνθρωπος. Υπανθρωπεύω. Υπανθρώπινο. Πέρα. Αποκτήνωση. Επειδή. Χωρίς. Τέχνη. Χωρίς. Το ψέμα. Δεν έχω. Δεν υπάρχει. Η Οικογένεια. Νοσοκομείο. Αντικαταθλιπτικά. Φόνος. Φθόνος. Φθόγγος. Νεκροθάφτες. Παρασιτική. Άγιος Χρυσόστομος. Ήμαρτον. Μαϊστράλι. Γιάτρισσα Παναγιά. Φύλαγε. Ελιγμοί. Βρικόλακας. Γυναίκα. Αμήθηκε. Γα. Για εικόνα. Όχι. Φιλί. Αιώνιο. Το ψέμα. Αρρώστια. Εαυτός. Μέλλον. Παιδί. Φως. Έσβησε. Σαββατοκύριακο. Συνήθεια. Συνήθισε. Έσβησε. Παραμύθι. Νησί. Βύθισε. Ντροπή. Άγιοι. Πριν. Ολομόναχοι. Εγώ. Εκδρομές. Σώμα. Ιερό. Δήμητρα. Άδης. Κάτω. Περσεφόνη. Χρέος. Άδης. Δεν ήρθε. Πόνος. Δεν ήρθε. Πάντα. Δεν έρχεται. Νεκρή. Νεκρότητα. Νεκροφάνεια. Νέκρωσα. Νεκρώσιμος. Νέκρα. Νεκρεύω. Νεκρώνομαι. Νεκρική. Ανεπάρκεια. Τελευταία. Ατέλεια. Δώρα. Όχι. Το ψέμα. Η απόδειξη. Ντροπή. Αδιαφόρησε. Αναπνέω. Σε. Χωρίς ρήμα. Ζεύγος. Ερήμην μου. Μόνο. Στο τέλος. Ινδιάνοι. Θα στα στείλω. Πες. Εκπομπή. Κάποιος. Κανένας. Πες. Πες. Φορτώνει. Εκπομπή. Πες. Ροκ. Ντροπή. Διακόπτης. Διακόπτει. Διακορεύω. Διέκοψε. Τα φώτα. Σβήσε. Δρόμοι. Ολομόναχοι. Εγώ. Ολοένα. Ένα. Τηλέφωνα. Μόνο. Κάθε. Αίμα. Προήλθε. Ο ψυχίατρος. Παλαμάς. Δεν βγαίνω. Αφωνία. Τραυλίζει. Το ψέμα. Ασκληπιού. Νεράιδες. Πουτάνες. Θολή. Σκιάχτρο. Η Οικογένεια. Το έπραξε. Δροσοσταλίδες. Στο στόμα της. Όχι. Παντού. Πάνω της. Το ποτάμι. Μακριά. Παίρνει. Ένοχη. Ταυτότητα. Την πήρε. Εγώ κάηκα. Κάηκε. Φιλοδοξία. Πρόστυχη. Ύπουλη. Δεν θα το μάθει κανείς. Φτηνό. Γεύμα. Πολλών. Η αγάπη. Καρνάβαλος. Της φιλοδοξίας. Απόφαση. Διασυρμός. Φτηνός. Λόγος. Η αγάπη. Ψυχή. Μου. Μου. Τους. Όχι. Όχι. Πουτάνα.Τους. Του. Στο σκοτάδι. Διαφήμιση. Αν. Χρονιάρες μέρες. Όχι. Πουτάνες. Μέρες. Κείμενο. Κείμαι. Ο κόσμος. Δεν. Όχι. Φόνισσα. Κρύο. Ποτέ. Πρόσωπα. Μάσκες. Μίσος. Φόνισσα. Γίνονται. Άλυτα. Το ψέμα. Αίνιγμα. Σε σκεπάζω. Απορροφήθηκε. Με. Σκοτεινιάζει. Ακόμα. Άνοιξέ μου. Χάνω. Άνοιξέ μου. Προδίδει. Βυθός. Βουλιάζουν. Προδίδει. Πρίγκιπας. Ο ανύπαρκτος αστερισμός. Μάτια. Ασύστολα. Βγήκαν. Μπουκάλι. Μετά. Το ξημέρωμα. Το ηλιοβασίλεμα. Τα μεσάνυχτα. Τον κόσμο. Μετά. Δεν υπάρχει. Ξηλώνεται. Λίγη. Πολύ. Λίγη. Δεν υπήρξε ποτέ. Μονόλογος. Παλιάτσος. Να θυμάσαι. Θα θυμάμαι. Ναι. Το ψέμα. Τα βιβλία. Επειδή. Πάντα. Ζυγίζει. Δεν υπήρχε. Ευχαριστώ. Βραβείο. Νεκρού. Νεκρή. Πυρ. Κοράκι. Δεν γίνεται. Never more. Η ζωή. Αλήθεια. Το αληθινό. Never more. Άνθρωπος. Ανθρώπινο. Όριο. Παν. Pas. Ποτέ.
Never more.
Never more.

II

Όχι. Δεν. Πρόσωπο. Μάσκα. Μάτια. Διπλά. Μάταια. Ορφανή. Ανάμεσα. Στη σιωπή. Στο φεύγω. Έφευγε. Όλο. Σε σχήμα ψαριού. Την πήρε. Βρώμα. Η ραχοκοκαλιά. Η ψυχή. Άψυχη. Μάσκα. Το μυστικό. Ο νους ήταν αλλού. Θώπευε. Θήραμα. Θηρίο. Θάνω. Θανάτω. Θάνατον. Θυμάμαι. Όχι. Όχι. Στο στόχο. Κέντρο. Νερό. Και έτσι οι γυναίκες. Που ο κόσμος. Θηρία. Τα νύχια. Ζώα. Γυαλίζουν. Άλλοΐσκιωτη. Ίαινα. Στο βούρκο. Τα όργανα. Καρδιά. Τα νεφρά. Το πνεύμα. Σαν σώμα. Μουνί. Ατελέσφορο. Ανήθικο. Το πήδημα. Ζωώδες. Αίμα. Ίκαρος. Σύνταγμα. Στη Βουλής. Θησείο. Θησεία. Δωμάτιο. Σκουπίδια. Το παραμύθι. Γδύθηκε. Πάλι. Ο λύκος. Εκάτη. Λογοτεχνία. Το ψέμα. Εκείνη. Να σταματήσει. Καύλα μου. Καύλα. Αν. Αίμα. Μου. Θα μπορέσω. Αν. Αίμα. Χαρτί. Από θάλασσα. Χωρίς ορμές. Ειρμός. Συρμός. Αν. Αγάμα με. Φιλιούνται. Γλώσσες. Πρίγκιπα. Το ψέμα. Θεέ μου. Δεν. Δεν. Δέχεται. Τηλέφωνα. Ύπουλα. Σύρματα. Θεέ μου. Πριν. Παντού. Στο σώμα. Το μουνί. Στόμα. Ανοιχτό. Καθισμένη. Πάνω του. Κρυφά. Κρυφτό. Κρύψε με. Κι άλλο. Κι άλλο. Πολύ. Την αγαμούσε. Ο κόσμος. Άρρητα. Άρρωστα. Δεμένη. Ήταν. Ήττα. Και ιδρύθηκε. Αλύπητα. Μη δεις. Πάλι. Βροχή. Δύο φορές. Δράκος. Παραμύθι. Χωρίς πρόσωπο. Τα δάκρυα. Σπέρμα. Άλλου. Ενός. Ο κανείς. Πάνω της. Το αγκίστρι. Μια μεμβράνη. Έσπασε. Δίχτυα. Σώμα. Τρύπια. Θεέ μου. Μέρα νύχτα. Το ίδιο. Άπιστη. Αν. Χωρίς. Χώρια. Σκίσε με. Εγκοπές. Κορμιών. Ασύνδετων. Χωρίς βίδες. Οι φράσεις. Οι πράξεις. Βροχή. Πέφτει. Ανήκουστη. Τα κόμματα. Οι τελείες. Ανόητες. Όργανο. Πάνω. Κάτω. Μέσα. Έξω. Τραβιέται. Μπρος. Πίσω. Της. Βαθιά. Συνέχεια. Το ψέμα. Μη δεις. Ουρλιαγμένη. Αβαθές. Μπαίνει. Βγαίνει. Μπαίνει. Μη δεις. Αυτή την ιστορία. Μόνο οι νεκροί. Αυτοί μόνον. Μόνον. Να. Μαθαίνουν. Θα. Να. Επεξεργάζονται. Θα. Να. Σπουδάσουν. Όνειρα. Άλλων. Έκαψε. Διαβολικά. Η πορεία. Πάντα. Ανελέητη. Στο σπέρμα. Μετά. Μη δεις. Τα πένθη. Του κόσμου. Σκάβοντας. Καίγοντας. Σκίσε με. Μέσα της. Το ψέμα. Απελπιστικό. Στο καταφεύγειν. Καταφυγείν. Δυο νύχτες. Χρονιάρες. Ποιήτριες. Συνέχεια. Η αποκάλυψη. Υποτροπιάζουν. Λεξητανίλ. Λεξεύγω. Λεξήλκυθρο. Λεξήθυμα. Λεξηριεύω. Λεξέρωτας. Λεξέσκισε. Την. Υπάρχει. Όχι. Δεν. Μη δεις. Το χειρότερο είδος. Με μάσκα. Όχι. Δρόμος. Σαν. Προορισμός. Αγάπη. Να αντέχω. Εννιά κεριά. Συν τρία. Δώδεκα. Να φτάνω. Να είμαι. Αγάπη μου. Θα είμαι. Αγάπη μου. Είμαι. Λέξη. Λέξημνυ. Λεξηλοχεύω. Λεξέλεος. Λεξαντοχή. Στοπ. Νεκρός χρόνος. Δρόμος. Ταινία. Κόσμος. Το ψέμα. Πλάνο ανάποδο. Ζωγραφισμένο. Ζωγράφου. Ανενδοίαστη. Άφωνη. Άλφα ρέζους. Αρνητικό. Το χρώμα. Κερί. Των νεκρών. Αμφίβιο. Εκεί. Στο ψέμα. Η λύση. Καταφυγή. Κατασπατάλησε. Καταεσύ. Καταμένος. Ολομόναχοι. Εγώ. Εγώ. Εγώ. Φόνος. Φθόνος. Φθόγγος. ΤαΠΕΙνΩΣΗ. Την έσκισε. Χόρταινε. Τον. Χόρταινε. Της. Χώραγε. Όλα. Των. Χόρτα. Πόθος. Κάποια. Έκλεψε. Τον λόγο. Τον κόσμο. Τον πήρε. Χωρίς προφυλακτικό. Ορμές. Εξετάσεις. Τον έπαιρνε. Συνέχεια. Κάψα. Καύλα. Απερίγραπτη. Κυνηγούσε. Σκήπτρα. Σκηνή. Φαύλα. Φαλλός. Τραυλός. Λόγος. Χωρίς. Τρόμος. Τώρα. Α-λογία. Απνοώ. Πνοή. Απ-νόησα. Άπνευστη. Σ’ αυτό που ήταν. Σ’ αυτό. Που κρυβόταν. Που σκέπαζε. Όχι. Ναι. Που έπαιζε. Φρικτά. Όχι. Όχι. Πατέρας. Φόνος. Πατέρας. Φαλλός. Πατέρας. Φόβος. Αν.
Φόνος. Φαλλός. Φόβος.
Φόνος.

III

Ο άσαρκος λόγος. Το σάρκινο είδωλο. Ο σπασμένος καθρέφτης. Τα ακίνητα βήματα. Η αριθμητική εξομολόγηση. Τα υγρά περιστατικά. Που δεν βγαίνουν. Οι βέβαιες ημερομηνίες. Που δεν συμφωνούν. Τα αιώνια νοσοκομεία. Ψεύδονται. Η δικαιολογία της μνήμης. Της λογοτεχνίας. Που ντύνεται. Τα άρρωστα ρήματα. Η συνεχιζόμενη σάρκα. Τα ξύλινα μέλη. Το ανύπαρκτο στόμα. Τα φίδια. Οι βάτραχοι. Οι νεράιδες. Πουτάνες. Το φλεγόμενο μένος. Το φλεγόμενο μίσος. Το φλεγόμενο μέλος. Που κάηκε. Πριν. Πάντα. Χωρίς. Η μία αλήθεια. Τα δύο σχήματα. Η καμία ποίηση. Ο κανένας εαυτός. Που είναι. Διαιωνίζεται. Συνεχίζει. Σαν τράγος. Εκεί. Εμένα. Εις βάρος. Εις βάθος. Εις βάλτος. Αφόρητα όχι. Άσκοπα. Που. Επειδή. Η αφοσίωση. Που δεν. Δεν. Δεν. Ο καιρός που δεν ήσουν. Που όχι. Ποτέ. Τώρα. Η πορεία. Συνθήκη. Αλήθεια. Πια. Ασκεπής. Σε. Με. Όταν.
Όταν. Η λογοτεχνία.
Σε. Με.
Ποτέ.
Αν.

[Τότε μαζεύτηκε ένα ψεύτικο σύννεφο. Το πάτωμα έγινε το τρίχωμα του θηρίου, οι τοίχοι γέμισαν πράσινα μάτια. Ο Σεπτέμβριος έκαιγε σαν φωτιά στο δωμάτιο. Εκείνη πάντρευε την ζωή της με τον θάνατο. Το τέρας περπατούσε μέσα της όλο λέπια και φλύκταινες. Γινόταν ένα μπλεγμένο, δικέφαλο κορμί χωρίς σάρκα. Ό, τι κι αν άγγιζες έσταζε. Κανένας επίδεσμος, κανένα είδωλο δεν μπορούσε να κρύψει τα αποκρουστικά έγκατα που έμοιαζαν με αντεστραμμένα κολπικά μάτια. Το σώμα της φορτώθηκε με πείνα. Παραδόθηκε σ’ ένα στυγνό, σαρκικό όργιο, αλλάζοντας τα κουμπιά του. Από παντού έπεφταν τρύπιοι άγγελοι, αποκεφαλισμένοι. Στη μέση Εκείνος τα έβλεπε όλα.
Όλα τα μάτια που λείπουν τα ονομάζω Μαρία.]

.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΣΠΑΣΕ (2015)

ΤΟΠΙΟ ΖΩΗΣ

Σκαρφαλώνω σ’ ένα όνομα
Με πέντε γράμματα
Δεν υπάρχουν θεοί εδώ
Δύω στο κύμα του
Στο ράγισμα των ματιών
Στην πιο περιληπτική σου μορφή
Έχοντας επίγνωση
Της αθανασίας μου

Μακριά πολύ
Απ’ το ανθρώπινο εύρημα
Η ζωή συνεχίζεται
Με την συχνότητα της σελήνης

Φοράω ένα μακό
Που ξεκολλάει τη σάρκα μου
Και την χαρίζει σε σένα
Ασυγκίνητα
Μπροστά στο γκρεμό

Δεν ξέρω πραγματικά
Άλλους ήρωες
Εκτός

Απ’ τον εαυτό μου

ΑΡΡΩΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ

Θέλω να με υποδουλώσεις
Ενώ αλλάζεις ντροπή
Να ανοίξεις την πόρτα
Να περάσει το γένος μου
Να με ξεκληρίσεις
Ως την τελευταία διακοσμητική δέσμευση
Με τα ανορθόγραφα χέρια σου

Να με ψαλιδίσεις
Να μασήσεις σιγά σιγά
Ξηλώνοντας πόντο πόντο
Με τις δαγκάνες σου
Τις ραγδαίες επιγραφές μου
Να ξεσπάσεις πάνω μου
Όλη την αμαρτία της θάλασσας
Άδεια από το άθεο του ουρανού
Και να επιστρέψεις στεγνή

Ολομόναχη μέσα μου

Απ’ τη σχισμή των ποδιών σου
Πέφτει τώρα ο θάνατος
Σε νιφάδες
Στρώνει ένα άσπρο σεντόνι
Το ανοίγω με τα νύχια μου
Το μαίνομαι
Το μυρίζω

Μέχρι να σταματήσουν
Να διατηρούν άρθρωση οι λέξεις μου
Και να γίνουν θηλές
Σαρκοφάγες
Για να μην έχω πια
Τίποτε άλλο

Παρά μόνο στο σώμα μου
Ό, τι κατάφερες να γράψεις εσύ
Με τα δόντια σου
Λίγο πριν εκραγεί
Εκείνο το άρρωστο κόκκινο

Στο οπισθόφυλλο της γης

ΑΝΘΕΚΤΙΚΟ ΜΑΥΡΟ

Με έπλυνες
Ξέβαψε λίγο το μαύρο πάνω σου
Μια αλμυρή πινελιά αγάπης
Σχεδόν σαν μπλουζ
Ούτε που την πρόσεξες

Με στέγνωσες
Όπως τα όνειρα
Φορούσες γάντια
Για να μην μείνουν ίχνη στο χρώμα
Και μ’ άφησες
Μαζί με τα σκουριασμένα βιβλία
Και τα τιμωρημένα πιάτα
Στον νεροχύτη σου
Τσαλακώνοντας τις σιωπές
Στις λέξεις
Να μην φαίνεται η βροχή

Πάλι ξέχασες
Ότι ο βυθός
Με βλέπει από παντού

Πάλι ξέχασες
Ότι είμαι
Ανεξιχνίαστα αδιάβροχος

Στο μαύρο

ΤΟ ΜΠΛΕ ΠΟΙΗΜΑ

Δίπλα στο νερό
Οιδίποδας Σίσυφος
Σπρώχνω
Τέσσερις βράχους μαζί

Ο γκρεμός
Με τα τελευταία δάχτυλα του θεού
Με αγκαλιάζει
Γίνεται μπλε πορσελάνη
Αφόρητη
Περίσσευμα ουρανού
Που τυλίγεται σαν καλώδιο
Πάνω σε έκπληκτη θάλασσα

Δοκίμασα να αγοράσω
Ελάχιστο χρώμα
Περαστικών ψαριών
Αλλά κατάπια τα λέπια
Με δείχνουν βυθό

Το μπλε μού οφείλει

ΜΙΣΟ

Το ύφασμα του στήθους σου
Μια θηλυκή ενδυμασία
Από αδέσποτες ρόγες
Στα μάτια μου λύκοι
Περνούν το θερμόμετρο της αγάπης
Απ’ το μηδέν

Κάθε αγκάλιασμα
Συναντά στην κραυγή σου
Μια άρρωστη αντωνυμία
Κρατά ζωντανή
Τη γραμματική των ευχών
Σε αποστηθίζουν οι τοίχοι
Μου μαθαίνουν το μωβ
Στη γλώσσα

Η θάλασσα βρέχει τις λέξεις
Όπως μπερδεύονται με το σάλιο σου
Φαίνονται μόνο οι μισές

Είναι αδύνατον
Να τελειώσω αυτό το ποίημα
Χωρίς την κατάπληκτη θέα
Των στρογγυλών βράχων

Στα πόδια σου

ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Μάζεψα τότε τα πράγματά μου
Κι άφησα πίσω μου ό, τι υπήρχε
Ο αέρας φυσούσε στο πρόσωπό μου
Παγωμένες νυχτερίδες
Τα μάτια μου
Αιμορραγούσαν πουλιά

Ο δρόμος ανοιγόταν μπροστά μου
Σαν φέρετρο
Με τις μακριές μετάξινες βλεφαρίδες του
Τα απαγορευτικά του ήλιου ήταν στημένα
Άφηναν σημαιάκια στις στροφές
Για να σε θυμάμαι

Είχα καιρό να δω τον Tim Buckley
Το όριο ταχύτητας έλεγε αύριο
Το ξεπέρασα
Και τον είδα
Κωπηλατούσε πάνω σε μια παιδική βάρκα
Με τις βρύσες του όλες
Στραμμένες επάνω μου

Μου είπε
Goodbye and hello
Στάζοντας
Απ ‘ το γυάλινο μάτι του
Άλλη ζωή

Ενώ εγώ

Εξακολουθούσα να μεγαλώνω μέσα σου
Σαν τραγούδι

Στη μητρική μου γλώσσα

ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Τις ημέρες εκείνες
Κυνηγούσα τον χρόνο απ’ τις μασχάλες του
Άφηνα τα δόντια μου κάθε Δευτέρα
Να καρφωθούν στον λαιμό του
Ήμουν θυμάμαι
Υπέρ της σιωπής των θεών

Ακόμα είμαι

Μόνο που σήμερα οι λέξεις με περιμένουν
Παντού αδιευκρίνιστες
Δίπλα στο βαζάκι με τον καφέ
Μέσα στη σακούλα με τα παλιά σκουπίδια
Κάτω από τη μύτη της βρύσης
Που στάζει ανίδεη
Ακόμη και στη μέση του δρόμου
Με εγκαταλειμμένες σημαίες
Και συνηθισμένα εγκλήματα

Άσε που ο χρόνος
Δεν έχει πια δόντια
Του έπεσαν όλα
Μια συνηθισμένη μέρα
Από την άσκοπη αναζήτηση
Της επόμενης
Και έγιναν σταυροί
Ανεξέλεγκτοι

Στο νεκροταφείο του ποιήματος

ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ

Είναι τα πράγματα
Πολύ δύσκολα
Ακόμα κι ο κούκος
Σταμάτησε να λειτουργεί

Δεν ξέρω τι ώρα είναι
Σ’ αυτά τα μεσάνυχτα
Εντούτοις
Κάτι καλό θα συμβεί
Το νιώθω

Ίσως όχι σ’ αυτό το ποίημα
Ούτε στο επόμενο

Σ΄ όλα τα ποιήματα
Ο ήλιος κρύβεται σαν παιδί
Φοβάται

Μην τον προδώσουν τα γράμματα

ΣΑΝ ΕΣΕΝΑ

Φύτεψε μια βροχή
Και ασ’ την εκεί
Να καπνίζει
Πάνω απ’ το κεφάλι μου
Θα την καταλαβαίνω
Από τη λείπει της θάλασσας

Γράψε έπειτα ένα τραγούδι γι’ αυτήν
Και ξύπνα με
Πριν τελειώσει ο θάνατος

Όταν το νερό με κυκλώσει
Μη φοβηθείς
Γίνε νερό εσύ
Να πονέσω
Όπως θα με σκεπάζεις
Με όλα τα διαθέσιμα χέρια σου

Ενώ στον κόσμο ο ήλιος
Θα δείχνει απρόθυμα

Τα όνειρα των τελευταίων νεκρών

ΜΠΛΕ ΜΠΑΛΟΝΙ

Βαδίζοντας προς την παραλία
Ένα μπαλόνι με ακολούθησε
Αυτό το μπλε
Που υπήρχε πάντα μέσα μου
Για να ρυθμίζει
Την κυκλοφορία της λύπης

Αφού έκανε μια κίνηση δισταγμού
Σαν να φοβόταν τα βότσαλα
Σαν η παραλία να ήταν ο κόσμος
Και τα απροσμέτρητα βότσαλα
Το απροσμέτρητο πλήθος των ανθρώπων
Αφού ζύγισε με το βλέμμα του
Τα δάκρυα που το χώριζαν
Από την άλλη πλευρά

Προχώρησε με ακατανόητη χάρη
Προς μια εξόδια κίνηση
Σαν ανεπίσημη χορογραφία
Κυλώντας ήσυχα
Ήρεμα σαν νεκρό
Πάνω στον πληγωμένο καθρέφτη
Της θάλασσας

Σας είχα προειδοποιήσει
Ότι θα έφευγα κάποτε
Σαν μπαλόνι
Σας το είχα πει

Με όλα τα αίματα

BLUES

Το ένα μου χέρι
Είναι γεμάτο σύρματα
Πεταμένες χορδές
Από κιθάρες του δρόμου
Το άλλο γεμάτο νάρκες
Τις αφήνω πίσω μου
Μ’ ένα μπλουζ
Δώδεκα μέτρα μακρύ
Για να καθαρίζω τις πόλεις

Σε κάτι καλύβες
Που θυμάμαι από παιδί
Έκρυψα τα τελευταία μου γράμματα
Για να είμαι σίγουρος
Ότι θα πεθάνουν καλά
Με τον θάνατο των Ινδιάνων

Όλα τα φιλιά φιλήθηκαν
Όλες οι αγάπες
Έχουν αγαπηθεί
Όμως τα καλύτερα ψέματα
Τα φύλαξα για το τέλος

Ποτέ δεν είναι αργά
Για έναν καλό ρόλο
Στο θέατρο της λαγνείας
Ενός έκπτωτου μάγου
Που συνεχίζει
Παρ’ όλα αυτά
Να ποτίζει τα λουλούδια
Κρυφά

Κάτω απ’ το μαξιλάρι του

ΚΥΚΛΟΣ

Όταν μεγαλώνει ο κύκλος
Γίνεται ζωή
Όταν μεγαλώνει η ζωή
Γίνεται αγώνας
Όταν μεγαλώνει ο αγώνας
Γίνεται μοναξιά
Όταν μεγαλώνει η μοναξιά
Γίνεται έρωτας

Ανυπόφορος
Σχεδόν τελευταίος

Ο αθόρυβος θόρυβος
Μιας υπαρκτής
Και γι’ αυτό ανελέητης
Απουσίας

Όταν μεγαλώνει η απουσία

Γίνεται ξανά
Ξανά
Και ξανά

Κύκλος

ΑΠΟΨΕ ΔΕΝ ΘΑ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΘΩ

Απόψε δεν θα απομακρυνθώ
Θα μείνω εδώ
Να σκαλίζω με άδεια δάχτυλα
Το σχέδιο του κορμιού σου
Μέσα σε μια ερεθισμένη κίχλη φωτός
Θα μείνω εντός
Στην αγαπημένη κοιλότητα των θηρίων σου
Καθένα απ’ αυτά γεννιέται στο πλάι
Με τις μικρές περισπωμένες
Του περασμένου αιώνα

Μ’ αγαπάς;
Δεν θυμάμαι

Απόψε δεν θα απομακρυνθώ
Ποτέ μου δεν είχα τα χέρια
Ποτέ μου δεν ήξερα
Nα βουλιάζω οδούς
Μα ακόμα και να το μάθαινα
Θα έσβηνα με το σάλιο μου τον δρόμο
Για να περνάμε μόνο εμείς
Αθόρυβοι
Από το λίγο των άλλων

Απόψε σήμερα αύριο μετά
Σε τέσσερα μοναδικά χρώματα
Σε εκατομμύρια ανεκτέλεστες αγκαλιές
Σε πεντέμισι χιλιάδες αιώνες
Δεν θα απομακρυνθώ
Πώς μπορεί κανείς να απομακρυνθεί
Απ’ το αναπόφευκτο δέρμα;

Απόψε γίνε εγώ
Θα μείνω εμείς
Ακίνητα
Στο ανελέητο κρίμα του δρόμου

Σε καρπώ
Σε είμαι
Σε θεώ
Με τα όργανα του τυφλού
Σε στρέφω σε διονυσιακό βάθρο
Σε κόσμος

Για να με φεύγεις
Με ερείπια ρεύματος
Να με χάνεις στην πράσινη κλίμακα
Ευχαριστώντας το φως
Θα σε πάρω ολόκληρη
Στην αιώνια θάλασσα του μυαλού

Σε ελάχιστους καιρούς από σήμερα
Ο κόσμος θα είναι ένας
Στο προσκήνιο του ωκεανού
Το νερό
Έχει ήδη φτάσει στα πόδια μας

Τόσο γυμνοί
Δεν θα ξανασυναντηθούμε ποτέ

.

.

ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ (2015)

[1]

Να έρχεσαι. Αλλά να έρχεσαι όχι σε μένα, όχι σε αυτό που παριστάνει εμένα. Όχι σ’ αυτό που αντικαθιστά αυτόν που μιλάει με μένα. Να έρχεσαι σε μένα. Μέχρι να βρεθεί η διέξοδος που οδηγεί σε μένα, να έρχεσαι όχι σε μένα με ανώτερο σώμα. Αλλά να έρχεσαι. Σε ένα άλλο εμένα. Να έρχεσαι όχι σε μένα, προς εμένα. Εκεί που ετοιμάζεται ο λόγος να γίνει ανώτερο, πάλι σώμα, αλλά ανώτερο σώμα εμένα. Άλλο όχι σώμα μέχρι σε μένα. Τώρα όχι λίγο άλλο σώμα. Μόνο λέξεις με όλο σώμα σε μένα. Ανώτερο.
Μόνο έτσι να έρχεσαι. Μέχρι να με μείνεις αλλού σε ανώτερο σώμα να έρχεσαι. Μόνο να έρχεσαι. Χωρίς όλο σώμα. Με όλη εσένα, ανώτερη εμένα. Να έρχεσαι μόνο σε μένα. Ανώτερη.
Γιατί εσύ. Όλη μόνο ανώτερη σε μένα.
Όλος μόνο εγώ.
Εσύ.

[2]

Γράφω σε πρώτο ενικό γιατί τα λάθη μου έχουν ονοματεπώνυμο.

[6]

Αυτό που θα μου λείψει περισσότερο από την βροχή είναι η ανάμνησή της.

[9]

Γράφοντας το ταξίδι με γιώτα είναι σα να του στερείς τη μισή διαδρομή. Σα να μην επιτρέπεις στα μάτια να αισθανθούν τους ανελέητους κραδασμούς της. Μέσα στις σχεδόν γυναικείες καμπύλες του έψιλον, εκεί, στους δυο ηδονικούς κόλπους του φωνήεντος που συγκροτεί την τελική δίφθογγο του έψιλον γιώτα, βρίσκεται θαμμένη όλη η ηθική της αναζήτησης.

[13]

Οι άνθρωποι αραιώνουν σαν το σαπούνι. Λιώνουν πάνω στις πινακίδες τους. Δεν υπάρχει κανείς εδώ, στο χώμα. Αισθάνομαι τα πέλματα των σκύλων στο κεφάλι μου. Με κατουρούν. Μου πιέζουν το θώρακα. Τα μάτια μου έγιναν κίτρινα. Περιστοιχίζομαι από τυχαία αγάλματα. Στενεύω. Στενεύω. Στενεύω.

Αν έρθει βοήθεια, θα είναι μόνο απ’ τους απόντες. Τους μεταγενέστερους.

[17]

Χθες, για ένα νι χάθηκε η λύπη από την παραλία. Σκεπάστηκε με άμμο υπό τους ήχους των πνευστών.

Οι λέξεις απλώς κοίταζαν

[22]

Κατά βάθος δεν με ενδιέφερε ποτέ η πράξη της γραφής. Με ένοιαζε περισσότερο να δω τις λέξεις να χορεύουν σ’ ένα εικαστικό σφιχταγκάλιασμα του Μαρσέλ Ντυσάν, του Ιερόνυμου Μπος και του Μοντιλιάνι. Με τον Φουκώ, βέβαια, παρόντα, να επιβλέπει.
Και να προσθέτει την σκέψη που προηγήθηκε.

[24]

Οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν ότι η γραφή είναι ο λόγος που υπαγορεύει. Που ανατέμνει, που αντιδρά, που αποδεικνύει τις διαχύσεις. Που ναρκισσεύεται με ενδείξεις. Είναι, όμως, μόνο η σιωπή που αντιστέκεται στη φθορά. Και η εξ αυτής μέγιστη μορφή ηδονής.
Το αντίθετο της ζωής για τον συγγραφέα δεν είναι ο θάνατος. Είναι η αλήθεια.

[30]

Πού θα πετάξεις τώρα το καπνισμένο αίμα; Πώς θα περιγράψεις στους άλλους τον θρίαμβο που έκανε ο θάνατος μέσα μου; Άκουγες άραγε μουσική καθώς ξεκολλούσες το δέρμα κρυφά για να μη σε πάρουν χαμπάρι οι άγγελοι; Πόσα χιλιόμετρα μέτρησε το μαχαίρι στο σώμα; Πώς θα συνεχίσεις να ασκείς φόνο με τόσους νεκρούς εγώ δίπλα σου;

Εσύ. Η νεκρότερη όλων. Πώς θα αντέξεις να ζεις χωρίς να με σκοτώνεις;

[33]

Μη δίνεις σημασία στο κόκκινο. Ήταν πάντοτε άπληστο. Όσο καιγόμασταν, υπήρχε ζωή. Η τελευταία πραγματικότητα είναι να ονειρεύεσαι μάτια. Κοίτα. Μας.
Ήθελα μόνο να μου ανήκεις.

[39]

Δεν υπάρχει έρωτας που να ταιριάζει σε λέξεις. Κι εγώ, ένας αυτοδίδακτος στα τραύματα, με τρυπημένα σπίτια.

[44]

Θέλω να αντιγράψω το κορμί σου και να το βάλω σε ένα μεσαιωνικό κάστρο. Να το βλέπω μόνο εγώ και κάποιοι νεκροί ιππότες.

[46]

Αυτό που αναδεικνύει τον έρωτα είναι εκείνο που τον λεηλατεί. Το ενδεχόμενο βάρος και ο βαθμός ρήγματος ποικίλει ανάλογα με την ικανότητα του βιώματος και το ανεξίτηλο του ονείρου.

[50]

Δεν μπορείς ποτέ να αποχαιρετήσεις την θάλασσα. Θα βρει έναν τρόπο να επιστρέψει.

[55]

Ούτε ένα σκουπίδι να μην πάει χαμένο από σένα. Οι θεοί να μαζέψουν αμέσως όλα τα πρόστυχα βήματα. Κάθε ένα, ένας δόλιος καρκίνος του δρόμου. Ένα άκομψο ρεσιτάλ από χαλασμένα ονόματα. Ένα νύχι που σάπισε. Μέσα μου

[59]

Η θλίψη με έμαθε να χαμογελάω στους πνιγμένους. Ιδίως όταν όλοι είμαι εγώ.

[62]

Μπορεί κάποιος να εξευγενίσει την τέχνη της ζωής; Να μάθει στον θάνατο να χτυπά πρώτα την πόρτα; Του γνέφω ακόμη, με εγκάρδιο κίνδυνο. Δεν θυμάται ποιός είμαι και έτσι είναι καλύτερα.
Έχω όλη την θλίψη να τον αναγνωρίσω εγώ.

[67]

Γράφω για να αγαπήσω την εκκρεμότητα που αφήνουν οι λέξεις μου σε μια ζωή που, ούτως ή άλλως, δεν υπήρξε ποτέ. Μέσα από την αδυναμία συνύπαρξής μου με αυτό που υπάρχει, επισκευάζω, με αφέλεια, το ανύπαρκτο.

[72]

Το ποίημα οφείλει να είναι δοκιμασία και όχι δοκιμή ή μια απλή όραση ύφους με σύνθετες λέξεις. Μια ναυμαχία στην οποία, αν δεν λάβει κανείς μέρος, δεν μπορεί να την περιγράψει. Τα υπόλοιπα δεν συνιστούν ποίημα. Είναι περισσότερο σκίτσα ιδεών, ανταποκρίσεις από έναν άγνωστο πόλεμο. Στην μεγάλη τους πλειοψηφία ελλιπείς.
Η ποίηση δεν είναι η περιγραφή της κόλασης. Είναι η ίδια η κόλαση με τρίαινα και ουρά.

[74]

Το ποίημα είναι το διαμελισμένο πτώμα στα χέρια ενός σχιζοφρενή δολοφόνου. Που, στο μεταξύ, φρόντισε να μεταμφιέσει τον εαυτό του σε ποιητή.

[81]

Η ποίηση συμβαίνει ερήμην. Τις περισσότερες φορές είναι κάτι το ζωντανό που οφείλεται σε έναν θάνατο. Σε μια διαρροή ζωής, ουσιαστικά άγνωστης. Μέσα σ’ αυτόν τον χώρο που περιγράφεται ως ασυνείδητο ή ως εξέγερση του ονείρου, η σκέψη, η φιλοσοφία, έχει να καταθέσει την γνώμη της. Δεν είναι σίγουρο ότι η ποίηση θα την λάβει σοβαρά υπ’ όψιν της.
Και κατά την γνώμη μου, καλά θα κάνει.

[87]

Ζω σε υπερθετικό βαθμό την άγνωστη εμπειρία που μπορεί να σου προσφέρει η ανίκητη επαφή σου με την πραγματικότητα.
Ζω, πεθαίνοντας.

[92]

Έμεινα ακίνητος πάνω στα χείλη της. Αισθανόμουν υποχρεωμένος να τιμήσω αυτό το ανεξερεύνητο κόκκινο της αρρώστιας. Ήξερα ότι μονάχα με αυτό τον τρόπο απαλλάσσεις τους ενόχους από τα κίνητρα.
Απέναντι μου ο καθρέφτης χαμογελούσε, με το ύψος της διάρκειάς του.

[101]

Θέλω να σ’ αγαπήσω στις παράξενες γλώσσες, με όλες τις επιδερμίδες σκισμένες. Μέσα στα λείψανα ενός ζώου.
Τόσο γυμνοί δεν θα ξανασυναντηθούμε ποτέ.

[103]

Μια κέρινη κούκλα επί σκηνής. Εξέχουσα μπαλαρίνα θανάτου. Συμπαγής μοναξιά, της λείπει το όμορφο αίμα. Μια μαριονέτα εγκλωβισμένη στην πεντατονική του κόσμου. Μια ραγισμένη χορδή. Γίνεται τεχνητό μέλος, εκ γενετής όνειρο, γέφυρα στην αποκατάσταση του χαμένου, λατέρνα της νοσταλγίας, πιάνο της απαγόρευσης, τελευταίο φιλί.
Οι μόνοι που θα μείνουν τελικά ζωντανοί είναι οι εραστές.

[107]

Οι λέξεις έχουν την μεγαλύτερη άγνοια κινδύνου. Αλλά και τα χαμηλότερα ποσοστά θνησιγένειας. Μερικές είναι αθάνατες.

[113]

Ο λόγος βάφει. Γίνεται άθυρμα, σφοδρή ηλικία, σμήνος πουλιών. Διαπληκτίζεται με την απουσία με αιχμηρό ψέμα. Ο λόγος δεν είναι ούτε ζωντανός, ούτε νεκρός.

Μόνο θάνατος που περιγράφει ζωή.

[117]

Τα βιβλία είναι ακραία περιστατικά της ζωής των ανθρώπων. Κάθε συγγραφέας είναι ένας ακροβάτης θεός που πέφτει.

[125]

Το πρόστυχο σώμα χρειάζεται μόνο ένα κεντρί για να σε κάνει να πιστέψεις στον θάνατο.

[126]

Μια συμφωνία σάρκας έμεινε να τελειώσει αυτό το ψεύτικο κονσέρτο του κόσμου. Ατιμωτική, σαν ψυχή που διέλαθε.

[130]

Νομίζω, απλώς, ότι η αγάπη ζει, χωρίς γραμματική, εκεί που η μετοχή είναι απεριόριστη.

.

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΥΦΟΥΣ (2015)

ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑΡΗ
ΕΝΩΣΗ
I.

Απόψε μην απομακρυνθείς
Η γη έχει αρχίσει να χάνει τη βαρύτητά της
Τα πάντα αλλάζουν θέση σχέση απόσχιση
Δεν ξέρω αν πρέπει να φοβάμαι
Δεν ξέρω αν έμαθα ποτέ να μη φοβάμαι

Απόψε μην απομακρυνθείς
Η νύχτα έγινε φέρετρο κάτω απ’ τα σεντόνια
Τα δάχτυλά μου αρχίζουν να μοιάζουν με μάρμαρο
Το πρόσωπό μου παίρνει την όψη
Μισοτελειωμένου γλυπτού

Απόψε μην απομακρυνθείς
Μείνε να τελειώσουμε μαζί
Αυτό που δεν ζήσαμε
Μείνε για το τελευταίο σινιάλο

Έτσι κι αλλιώς ποτέ κανείς δεν θα μάθει
Τι γεύση έχει το φιλί των εραστών

Όταν πεθαίνουν ζωντανοί

II.

Απόψε δεν θα απομακρυνθώ
Θα μείνω εδώ
Να σκαλίζω με άδεια δάχτυλα
Το σχέδιο του κορμιού σου
Μέσα σε μια ερεθισμένη κίχλη φωτός
Θα μείνω εντός
Στην αγαπημένη κοιλότητα των θηρίων σου
Καθένα απ’ αυτά γεννιέται στο πλάι
Με τις μικρές περισπωμένες
Του περασμένου αιώνα

Μ’ αγαπάς;
Δεν θυμάμαι

Απόψε δεν θα απομακρυνθώ
Ποτέ μου δεν είχα τα χέρια
Ποτέ μου δεν ήξερα
Nα βουλιάζω οδούς
Μα ακόμα και να το μάθαινα
Θα έσβηνα με το σάλιο μου το δρόμο
Για να περνάμε μόνο εμείς
Αόρατοι
Από το λίγο των άλλων

Απόψε σήμερα αύριο μετά
Σε τέσσερα μοναδικά χρώματα
Σε εκατομμύρια ανεκτέλεστες αγκαλιές
Σε πεντέμισι χιλιάδες αιώνες
Δεν θα απομακρυνθώ
Πώς μπορεί κανείς να απομακρυνθεί
Απ’ το αναπόφευκτο δέρμα;
Απόψε μείνε εγώ
Θα μείνω εμείς

Σε καρπώ
Σε είμαι
Σε θεώ
Με τα όργανα του τυφλού
Σε στρέφω σε διονυσιακό βάθρο
Σε κόσμος
Για να με φεύγεις
Με απώλεια αγάπης
Να με φοράς στην πράσινη κλίμακα
Ευχαριστώντας τα πλοκάμια σου

Θα σε βυθίσω ολόκληρη
Στην αιώνια θάλασσα του μυαλού
Με το νόμο του κτήνους
Σε ελάχιστους καιρούς από σήμερα
Ο κόσμος θα είναι ένας
Στο φέρετρο του ωκεανού
Το νερό έχει ήδη φτάσει στα πόδια μας

Τόσο γυμνοί

Δεν θα ξανασυναντηθούμε ποτέ

[Όταν με ξεκολλήσεις απ’ τα στήθη σου βάλε εκείνο το μαύρο χρώμα στο παράθυρο που ταιριάζει στη μοναξιά μου. Χωρίς άλλες λέξεις. Στη σιωπή δεν μιλούν . Μόνο αναπνέουν οι αγωνίες]

15/05/2014

ΝΟΣΤΟΣ

Υπάρχει μια λέξη
Που κατοικεί τη ζωή μου
Είναι στρωμένη με άσπρα
Και μοβ πέταλα
Σε κάθε ένα απ’ αυτά
Έχω κρεμάσει μια σημασία
Όταν τη βλέπω να διασχίζει το δρόμο
Φοβάμαι
Έτσι κάθε φορά κρύβομαι
Μήπως καθυστερήσει το τέλος
Να έρθει

Όλες οι γεύσεις μου φορούν σπαθιά
Κανείς δεν τολμάει να δοκιμάσει
Μόνο κάτι παιδιά
Που δεν φοβούνται τη φωτιά
Ξαπλώνουν
Και σκεπάζονται με τις λάμες τους
Ύστερα βγάζουν τα μάτια τους
Και τα κρεμούν φυλαχτό
Για να βλέπουν τον κόσμο καλύτερα

Ο κόσμος όμως βάζει τα καλά του
Και απομακρύνεται
Αφού φοβάται να θυμηθεί

Κάθε φορά που θυμάται
Ντρέπεται για την αλήθεια που έχτισε
Και η αλήθεια γκρεμίζεται
Γιατί καμιά αλήθεια δεν είναι πραγματική
Όταν ξεχνά την προέλευσή της

Όλα τα παραπάνω
Είναι για να θυμόμαστε
Αυτά που ξέφυγαν
Σαν πεταλούδα που παρήλθε
Αλλά κυρίως
Ότι αν ξεθάψουμε τα φτερά της
Θα τα βρούμε ακόμη να χορεύουν

Μέσα σε ένα τεράστιο νι

[Θέλω να μιλήσουμε για την προδοσία. Τα μήλα. Να ξαναγυρίσω τον πίθηκο μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Θέλω να γίνουν όλα πριν. Τώρα. Μετά θα ασχοληθώ με τις επιθυμίες.]

29/12/2013

ΟΡΙΟ

Ι.

Είναι μια λύπη που στάζει μέσα μου
Με το μαύρο μελάνι της
Ζωγραφίζει βροχή
Κι όλο μεγαλώνει το χάος
Ανάμεσα στις ματιές μας
Κι όλο οι παλάμες
Ιδρώνουν από εκείνο που λείπει

Ένας νεκρός φωτισμός
Διαγράφει στιγμές
Σε κάτι χαμένα φωνήεντα
Που είχαν σωθεί για ώρα ανάγκης

Όλα σβήνουν σαν ίχνη
Που τρομάζουν το πριν

Κανείς δεν χωράει εδώ

Όμως αν φύγεις
Μην ξεχάσεις να φορέσεις
Το παιδικό σου χαμόγελο
Εκείνο που κάνει αδιάβροχο
Τον πόνο

Τώρα όλες μου οι σιωπές
Έγιναν νύχτες στα χέρια σου

ΙΙ.

Κανείς δεν χωράει εδώ
Ούτε η ξαφνική γενναιοδωρία
Αυτής της άνοιξης
Που κουκουλωμένη
Σαν φάντασμα στα σκαλιά
Μοιάζει με ακάλεστο επισκέπτη
Στο σιωπητήριο του ήλιου

Καλά το λες κανείς
Μιλώντας για αυτούς βέβαια
Το άρρωστο είδος
Των κλόουν της ιστορίας
Που μαθημένοι σε μοναδικά ψέματα
Εκτελούν κάθε βράδυ 10 – 12μμ
Το ίδιο βαρετό νούμερο
Στο τσίρκο της πόλης
Με κόκκινα απαγορευμένα μάτια

Κανείς δεν δηλώνει παρών
Εκτός από τους απόντες
Τους ρακένδυτους λαθρεπιβάτες
Του μέλλοντος

Εσένα
Εμένα
Κι αυτόν εδώ
Τον πολλά υποσχόμενο κόσμο

Που χωρίς εμάς
Δείχνει πάλι

Να απουσιάζει απ’ τις αρχές του

[Αν μου πεις κάθε λύπη με όλα τα γράμματα, μπορεί να μοιραστούμε τον ίδιο κήπο. Θηλυκό βέβαια, για την υποδοχή της άλλης γέννησης. Σε θέλω ωμή, με θέα τον όμορφο κόσμο. Να αισθάνομαι το αίμα στη γλώσσα, στα όρια του απέραντου. Σε θέλω πορεία. Μιας παρεξηγημένης, κατ’ αρχήν, αρχής.]

15/8/2013 – 16/8/2013

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΑΣΗ

Στο βιβλίο προτιμήθηκε να μην αναφερθεί ποιος στίχος είναι ποιου. Τα έξι ποιήματα που το συνθέτουν γράφτηκαν το δίμηνο Δεκεμβρίου 2013 – Φεβρουαρίου 2014, εκτός του ποιήματος ΕΝΩΣΗ, το πρώτο μέρος του οποίου έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο Η ΣΚΙΑ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ (Μαρία Χρονιάρη, Απόπειρα, 2014) και το δεύτερο μέρος του στο βιβλίο Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΣΠΑΣΕ (Σταύρος Σταυρόπουλος, Γαβριηλίδης, 2015). Ακόμη, το δεύτερο μέρος του ποιήματος ΟΡΙΟ, με τίτλο Terminus ante Quem (Όριο πριν από το οποίο) δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή της Κυριακής στις 8 Σεπτεμβρίου 2013. Τα ποιήματα γράφτηκαν στίχο στίχο, ο ένας ως απάντηση του άλλου, αλλά και ως ένθετος στο στίχο που ακολουθεί: Μια αμετάκλητη διάσωση της στιγμής, μια αντίστιξη στην μυστική ενδοεπικοινωνία που εξελισσόταν, μια φωτογραφία ενός παρόντος, που θέλει να διατηρήσει την εσωτερική του αμεσότητα. Θα ήταν μάταιο, αλλά και άδικο απέναντι στην ίδια την ιδέα της δημιουργίας τους να υποστηριχτεί οτιδήποτε περισσότερο. Το έναυσμα ήταν το ομότιτλο βιβλίο του Raymond Queneau (Exercices de style, 1947) και η προέκτασή του, με άλλη μορφή, στο σήμερα. Η πρόθεση ήταν να μειωθεί, όσο είναι δυνατόν, η απόσταση που υπάρχει ανάμεσα σε αυτό που βλέπουμε και αυτό που τελικά μπορούμε να εκφράσουμε. Ιδίως όταν πρόκειται για δυο διαφορετικά είδη θέασης, δυο διαφορετικά μέσα πρόσληψης της εικόνας – λέξης, που όμως μπορούν και συγκλίνουν, ενίοτε, σε ένα ενιαίο και αδιαίρετο σώμα.
Εν τω μεταξύ, η λογοτεχνία θα συνεχίζει να υπάρχει. Και η ζωή να επιφυλάσσεται.

.

ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΙ ΜΑΖΙ (2014)

1. ΧΟΡΟΣ

Σε είδα πάλι να χορεύεις μπροστά μου
Σαν γυαλισμένο ποίημα στον τοίχο
Χαμένοι κόσμοι στο δύο
Έσταζαν οι γραμμές σου επίπεδα
Κάτω απ’ τις μασχάλες
Μόλις είχε ξυπνήσει το ζώο

Στις βαλίτσες σου η σιωπή
Οι λέξεις δικές μου
Με το μου και το σου
Να έχουν στο τέλος
Το ίδιο αβέβαιο ύψιλον
Του βυθού

Οι θηλές του στήθους όρθιες
Σαν παγωμένη φωτιά
Έκρυβαν τα επόμενα όνειρα
Μέχρι την ηλικία της λογικής

Μπορούμε να σχεδιάσουμε
Μια δολοφονία
Ή να αρχίσουμε μια θρησκεία
Είπα δυνατά
Επιβλέποντας από μακριά την απουσία σου
Ήμουν όμως πάλι
Ο μοναδικός που άκουγε

Ένα άγνωστο χρώμα
Έβγαλε ρίζες στα μάτια μου
Έπαιξε την εκτέλεση μου ξανά
Καθώς προσπαθούσα να διαρκέσω
Την υπόσχεση του νερού
Ακούγοντας τις στροφές μου
Να τελειώνουν

Εσύ ποτέ δεν ήσουν εδώ
Να πάρεις λίγο θάνατο
Να τον κρατήσεις σαν φίδι
Απ’ τη μέση
Όπως κάνουν
Οι χορευτές του ταγκό
Και μετά να χωρέσεις

Ολόκληρη λίμνη
Στην παλάμη μου

Μπορείς να κρατήσεις τα διαμάντια σου
Για να με προδίδεις κάθε μέρα
Έχω πληρώσει ήδη για τη σκουριά

Η σκουριά ποτέ δεν κοιμάται
Τις ώρες που το φως χαμηλώνει
Στους θαλάμους της νύχτας
Εκδικείται τη νοσταλγία της
Με αχόρταγο κόσμο

Το αμάρτημά σου από καρδιά
Χάνεται στη ντροπή
Κυλάει

Όποιο κι αν είναι το τέλος
Εγώ θα το σκοτώσω

01/04/2014

3.ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Σε ακολούθησα διστακτικά
Φορώντας στο κεφάλι μου
Σαν κάλτσα
Το μακό των Gun’s and Roses
Φόρεσα και σε σένα ένα
Με τριαντάφυλλα
Για να είμαστε ίδιοι
Με τον πίνακα του Μαγκρίτ

Βεβαιώθηκα ότι το ύφασμα
Είχε κουμπώσει καλά
Στις αβεβαιότητες των ματιών σου
Και τα πίεζε
Δημιουργώντας δυο κλειστές λίμνες
Έπειτα κόλλησα τα χείλη μου στα δικά σου
Με προσοχή
Να μην εισπνεύσω τα φαντάσματα

Το μακό σιγά σιγά έλιωσε
Στο σημείο της επαφής με το σάλιο
Φάνηκε η αρρώστια των χειλιών
Ήταν ξεραμένα
Όπως ένα ποτάμι
Που έχασε την ιστορία του
Πόσοι μάγοι τελετουργούν
Κάτω από ένα μόνο δέρμα;

Το δάσος ήταν παντού
Από το στόμα σου
Έβγαιναν ακόμη χαρτιά
Άχρηστα σαν περασμένα άνθη
Μετά συνάντησα τη γλώσσα σου
Και μας σκέπασε το σάλιο

Τα χέρια σου — ο πύργος του Κάφκα
Έκαναν μια αδύναμη κίνηση προς τα μπρος
Ακουμπώντας τα πιστόλια στα μάτια μου
Μη φοβάσαι
Έχω βγάλει τις σφαίρες
Ρίξε

Τα μαλλιά σου ήταν κολλημένα
Λες και είχαν μπλεχτεί μέσα τους
Όλες οι ακρίδες της Βίβλου
Έπιασα μια και στην πρόσφερα
Έτριξε πάνω στο χέρι σου
Σαν φρεσκοπλυμένο μωρό

Μετά βρεθήκαμε ενωμένοι
Με τα αγκίστρια στο στόμα
Στο δρόμο προς το μαντείο
Των νεκρών εαυτών
Διασκεδαστικά ακίνητοι
Με το καινούριο μας χώμα κοινό
Από τις εκδρομές στη λύπη

Τότε η ποίηση σου είπε
Να της δώσεις το φέρετρό σου
Να κοιμηθεί

Αυτή είναι η βάρκα μας σου είπα
Με πλήρεις λέξεις

03/04/2014

8. ΦΘΟΝΟΣ

Δύσκολο φως σήμερα
Κανένα απολύτως σημάδι
Κοιμάμαι ξυπνάω κοιμάμαι ξυπνάω
Λέω ψέματα μόνο στον εαυτό μου
Στους άλλους πάντα την αλήθεια
Γιατί είναι η τιμωρία που τους αξίζει

Επισκέπτομαι γκρεμισμένα σπίτια
Με τη βοήθεια ενός αλκοολικού
Με υποδέχονται σκουριασμένες μπουλντόζες
Το ποτάμι στην είσοδο παρακολουθεί
Φέτος οι παπαρούνες έγιναν πράσινες

Ένα όνομα σαν κατάρα
Απλώνει τα νύχια του καταπάνω μου
Έχω τον ήλιο στο σκορπιό
Δεν υπάρχουν σωστά και λάθος ονόματα
Ιδίως όταν πρόκειται για το ίδιο
Εκείνο της Αγίας Γραφής
Και της Σταύρωσης
Η μόνη λέξη της γλώσσας
Που δεν μπορεί να φθαρεί ποτέ
Είναι το όνομά σου

Συναντώ ακόμη φαντάσματα με καπαρντίνες
Από το χθεσινό μέλλον
Ή το επόμενο παρελθόν
Γράφουν όπως ο ετερώνυμος του Πεσσόα
Εκείνος ο μασκοφόρος σκακιστής της Λισαβόνας
Που έκρυβε γράμματα

Στο μαυσωλείο που ζεις
Χωρίς αλάτι
Με τη γη να μην περιστρέφεται πια
Η σάρκα της απώλειας
Σκεπάζει τη μεγάλη άρνηση
Ενώ ο Καβάφης παρακολουθεί

Φοράω τα γυαλιά του
Για να σε βλέπω καλύτερα
Ή για να σε ξεχνάω
Η Αλεξάνδρεια είναι στις φλόγες
Υπάρχουν παντού μάσκες
Σε βαθμό ανθρωπότητας

Την έβγαλες από ντροπή
Κι έμεινε εκεί το μισό σου πρόσωπο
Κολλημένο
Μια μάσκα πεσμένη στα πόδια μου
Με ένα μάτι
Ένα αυτί
Μισή μύτη

Τη σήκωσα και την έβαλα στο ψυγείο
Αναλαμβάνοντας την ευθύνη

Είμαι πατέρας των περισσότερων σχολών σου
Αλλά δεν συγγενεύω με καμία

08.04.2014

11. ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ

Τα ανυπόμονα νιάτα σου περίσσευαν
Όπως το άνοιγμα των φτερών της πεταλούδας
Ερμητικά κλεισμένα στο είδωλο της παλάμης μου
Πρόσεξα να μη στραγγαλίσω
Τις κοιμισμένες θηλές
Δυο μικρά αγγελούδια
Άσπρα σαν γάλα
Στον αβέβαιο ήλιο

Υπήρχε πάνω σου μια αυθαιρεσία χαρτιού
Ένας επίπεδος άξονας
Ανομολόγητος πάντα
Απ’ όπου παρακολουθούσες
Τις προσδοκίες σου να συρρέουν
Μια μέρα άνθισαν όλες μαζί
Σαν αλφαβητικά σχέδια
Σχηματίζοντας τη σημαία του εαυτού σου
Δίπλα σε κοντούς και ψηλούς ποιητές

Ποτέ κανείς άλλος πριν
Δεν ήταν τόσο εγώ
Τόσο όχι εσύ
Τόσο μεγαλωμένα εμείς
Μέσα στην αλχημεία των γάμων

Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη
Συμπλήρωνε συνέχεια πάνω σου η Σύλβια Πλαθ
Κάθε βράδυ ο ίδιος ο Άδης
Επισκεπτόταν το σώμα σου κλαίγοντας
Σ’ ένα κατακόκκινο τετράδιο ποίησης
Λερωμένο με σπέρμα
Εκεί το σώμα τα κάνει όλα
Αναγκάζοντας το μυαλό να πεινάσει

Μια μέρα με έκοψες ήρεμα
Και με μετέφερες σ’ ένα νεκροταφείο
Δεν ήξερα κανέναν εκεί
Ποτέ μου δεν ήξερα κανέναν άλλο
Εκτός από σένα

Και να ανοίξεις το γκάζι πάντως
Να ξέρεις ότι έχω κόψει όλα τα καλώδια
Μόνο τραγούδια των Placebo θα βγουν
Το My sweet prince ή το The crawl
Που κάνουν τη νύχτα ανώτερη

Αφού σε θέλγουν τόσο πολύ οι βρικόλακες
Πιες με
Αλαζόνησε το περιεχόμενό μου
Κολύμπησε το κουκούλι μου έως το φόβο
Βρέξε με ενώ θα αναβοσβήνω
Στερέωσε με στο αποτυχημένο φως
Για να χορτάσεις τα ζάρια σου
Κατέβασε το σώμα μου στα στεφάνια
Εκεί που τα μυστικά είναι βιολέτες

Αλλά αν περάσει ο Χατζηδάκης
Για να χορέψει με τη σκιά του
Πες του ότι δεν είμαι εδώ

Δεν θέλω άλλες σχέσεις με πεθαμένους

Μη βλέπεις τον Μπέκετ
Αυτός είναι εξαίρεση

11.04.2014

13. ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Ήρθες μια μέρα ξαφνικά
Μ’ ένα μπλε τριαντάφυλλο
Βαμμένο από τη λύπη σου;
Επειδή μου άρεσε πάντα η θάλασσα;
Κανένας δεν ήξερε ποτέ τι σκεφτόσουν
Με τόσο μπλε

Το έβαλα σ’ ένα πλαστικό μπουκάλι με άμμο
Και το άφησα εκεί να με κοιτάζει
Πεθαμένο όπως εγώ
Μόνο το ποτάμι απ’ όπου το έκοψες
Μπορεί να θυμηθεί

Συνήθιζες να τυλίγεσαι με σκιές
Τις έριχνες σαν εσάρπα
Μετρούσες αν ήταν αρχαίο το αγιάζι
Στα μάτια σου
Εγώ δεν έμαθα τίποτα
Εκτός απ’ το χρώμα τους
Κι αυτό δεν είναι σίγουρο
Άλλαζε κάθε τόσο προοπτική
Από το μέλλον
Στο όχι μέλλον
Ενώ οι τρύπες από κάτω περίμεναν

Ο παράδεισος περιέχει την Κόλαση
Το ήξερε καλά αυτό ο Πάουντ
Όταν σου πρόσφερε το φλιτζάνι
Το κράτησες αδέξια
Αλλάζοντας κρυφά τις ζωές σου
Χύθηκαν πάνω στο παντελόνι μου οι πρωτόπλαστοι
Δυο ενωμένα μωρά
Καθώς το διάφραγμα της μηχανής ανοιγόκλεισε
Για να απαθανατίσει τον πόνο

Λίγα χιλιόμετρα μακριά
Είχε φτάσει η θάλασσα
Έρποντας σ’ ένα διπλό είδωλο
Μισό πάνω σου
Μισό πάνω μου
Για να μοιράζεται το μπλε δίκαια
Όπως του αξίζει

Τώρα σε βλέπω σ’ ένα ντοκιμαντέρ
Σάββατο βράδυ αργά
Τέσσερις φορές γυναίκα
Το μπλε τριαντάφυλλο δίπλα μου
Στάζει το αγκίστρι
Από τα χείλη σου

Εμένα με είδα πριν
Γερασμένο

Στους επιζήσαντες

13.04.2014

16. ΕΡΓΟ

Δεν ήταν αραιά τα καθίσματα
Ιδίως με τα χαρτάκια πάνω τους
Ιδέα της τελευταίας στιγμής
Έδειχναν καθ όλα έτοιμα
Για την αιώνια επιστροφή του ίδιου

Ξαφνικά το άγχος σου
Πώς θα εξυπηρετηθεί τόσος κόσμος
Ακούστηκε στα αυτιά μου
Σαν εγκλεισμός
Έπρεπε να τακτοποιηθούν
Η υγρασία της μουσικής
Η ανάσταση του επόμενου βήματος
Οι λάμπες από άγραφο μπλε
Τα αυριανά νύχια
Οι περαστικές κραυγές
Και ο φόβος στα μάτια σου
Που άνοιγε υπερβολικά
Και έμπαινε μέσα μου
Πράσινος όσο ποτέ

Ποιος να το φανταζόταν
Δυο χρόνια αργότερα
Ότι το έργο θα μεταφερόταν
Σε μια άλλη θεατρική σκηνή
Κατάμεστη
Από τις αστραφτερές πούλιες του φόβου

Ο ίδιος πράσινος πυρετός
Με τριγύριζε
Ένιωθα μακάβρια ζαλισμένος
Είχα γονατίσει στο δρόμο για ώρα
Προσπαθώντας να καρπίσω τον τάφο
Να βγάλουν τα λόγια χορδές
Να μοιραστούν
Το έργο ήταν μονόλογος
Οι θεατές πετάχτηκαν έξω
Με ξεκολλημένες καρδιές

Ένα δάνειο ήταν
Μια λάθος γραμμή Ιουλιέτας
Που άλλαξε την τελευταία στιγμή
Το δηλητήριο της με Baileys

Μην κάνεις έτσι
Μου είπε κάποιος περαστικός
Είναι μόνο ο θάνατος
Ο δρόμος σου δεν τελείωσε εδώ
Έχεις την παγκόσμια προσευχή
Μου είπες εσύ

Όμως τώρα
Όλες οι προσευχές είναι για σένα
Μόνο που δεν είναι πια πράσινες
Αλλά κατακόκκινες

Σαν την αποκαθήλωση
Του άναρθρου Σαίξπηρ

16.04.2014

20. ΛΑΓΝΕΙΑ

Κάτω απ’ τη θλίψη σου ο πανικός
Δημιουργούσε κρούστα χελώνας
Με αργά ερωτικά βήματα
Σχεδόν τρέκλιζε κάτω απ’ το δέρμα
Κουβαλούσες κι εσύ το σπίτι σου
Σιωπηλά
Όμως τα υπάρχοντα του ήταν αλλού

Το υπέροχο δώμα του σώματος
Η διεσταλμένη ζωή
Τα ορθάνοιχτα πόδια των λέξεων
Σαν μαλλιαρό τόξο
Το κόκκινο βαλιτσάκι με τις ευχές

Κάθε τόσο σταμάταγες και τον επιθεωρούσες
Ήταν εκεί
Σαν μεσαιωνική σήραγγα
Βροχερός πανικός
Από ψεύτικα δέντρα
Η παρέλαση των νεκρών
Είχε μόλις ξεκινήσει

Θα σε ευχαριστούσε να μάθαινες
Ότι σκοτώθηκα πολλές φορές
Από τη δυσπιστία του σώματος;
Ότι ξεφύλλιζα ημερομηνίες γενεθλίων
Μέσα σε άοπλα καταφύγια
Για την εξέλιξη του ανθρώπινου;
Μετά τις 4.48 δεν θα ξαναμιλήσω ποτέ

Δεν είμαι μόνος μου πάντως εδώ
Έχω τους πεθαμένους μου ήρωες
Πεθαμένος πλέον τώρα κι εγώ
Η επαφή μας έγινε καλύτερη

Συμβαίνουν τόσα πολλά κάθε μέρα
Που πρέπει σε κάποιον να τα πεις
Για να συμβούν στην πραγματικότητα
Και σε σένα
Δεν μπορώ πια να πω τίποτα
Γιατί δεν υπάρχεις
Ή μάλλον υπάρχεις σαν γεγονός σιωπής
Που περιέχει μόνο
Πλάγιο λόγο

Στον καθρέφτη
Το στεγνό πηγάδι του σώματος
Στερεώνει το άσεμνο χώμα
Δεν έχω πια όνομα
Το μόνο μου νόημα
Είναι το σάλιο σου
Το θηλάζω

Να έρχεσαι που και που
Να με υγραίνεις

Για να διατηρηθώ

20.04.2014

24. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

Τα μάτια σου δεν κοιτούν πουθενά
Βουβοί γερανοί με πράσινες άκρες
Ασαφή σαν χαλασμένα ρολόγια
Που προσπαθούν να θυμηθούν την ώρα τους
Πρέπει να σταματήσω αυτό το ατύχημα
Γιατί ο κόσμος θα εκραγεί
Όλο και περισσεύουν νεκρά όργανα
Πώς με λένε θυμάσαι;

Έχω ένα μεγάλο κενό
Τη νύχτα
Εκεί που πάω να το τυλίξω
Σαν επιτραπέζιο παιχνίδι
Χωρίς κεφάλι
Ξεπροβάλλει η γύμνια σου

Αβάσταχτο λάδι η θάλασσα
Απέναντί μου
Είμαστε υπερβολικά μικροί
Για να τη χωρίσουμε
Όμως αν σκύψεις
Γονάτισε
Μπορείς να ακούσεις το κύμα
Να τρέχει στα αυτιά μου
Θυμάσαι τώρα ποιος είμαι;

Ο κόσμος κάποτε έφυγε
Η ηλικία του χάθηκε
Στην απόφαση του θανάτου του για να ζήσει
Την τελευταία φορά που τον είδα
Παραμερίζοντας στα ασκέπαστα πόδια σου
Ένα δειλό καθυστερημένο συγγνώμη
Ήταν κόκκινος
Με ανοιχτό στόμα
Σαν έκπληκτη έρημος

Από τότε ο γάμος μου με τους δρόμους
Έζησε ευτυχισμένες φορές
Το όνειρο του αναντικατάστατου
Συμβιβάστηκε
Από τα άσπρα κρεβάτια των χαμένων
Σε απελπισία σιωπής

Κρεμάστηκα μια φορά
Από ένα νήμα
Αλλά δεν τα κατάφερε
Εγώ έζησα
Εκείνο κόπηκε

Έκανα και παιδιά
Μεγάλα μπουκάλια με στενό λαιμό
Αγγέλους της ερημιάς
Σαν του Κέρουακ
Τα αφήνω στα παγκάκια
Εκεί που υπάρχει φως
Δίπλα σε ανοιχτές αχιβάδες

Όλο και κάποιος θα τα δει
Εγώ δεν μπορώ να τα μεγαλώσω

Ξέρω
Ότι πρέπει πρώτα

Να μεγαλώσω εσένα

24.04.2014

29. ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ

Το άβατο βασίλειο των συνηθισμένων
Με τις σημαδεμένες ψυχές
Φούσκωνε σαν ψεύτικη μοίρα
Πάνω στα χείλη σου
Όλες οι κούκλες ήταν χωρίς μαλλιά

Καμία θάλασσα δεν μπαίνει στο δωμάτιο
Να τελειώσει το πέρασμα
Από την εξορία του σίδερου
Στο παράφορο φως
Τα παλιά πτώματα τα αντικατέστησα
Όσο η μαγεία των προθέσεων κατέρρεε
Άλλωστε η ελπίδα υπάρχει
Μόνο γι αυτούς που δεν έχουν
Καμία ελπίδα

Έχω ανάγκη από αγγέλους
Να έρθουν εδώ
Από τις εκκλησίες έως τις φυλακές
Περνώντας πάνω από χαλασμένες Καρυάτιδες
Να αρνηθούν τις συνέπειες

Είναι πολύ αργά
Για να βρω το παλιό σου πρόσωπο
Κάθε πρωί
Άλλο στυπόχαρτο
Δένει τον επίδεσμο της αβύσσου

Αλήθεια σκέφτηκες ποτέ
Ότι όλες οι παρακλήσεις μου
Ήταν άφωνες διαταγές
Στο τελευταίο πειθήνιο σκοτάδι;
Με αλαζονεία κατεύθυνες τις κλωστές
Προς το ασφαλές εκεί
Που δεν υπάρχει ουρανός
Γιατί δεν υπάρχει κανένα αστέρι
Να σε απορροφήσει

Έμεινα να σκαλίζω
Αυτόν τον ξεγελασμένο κόσμο
Στην κοιλιά μιας κόκκινης γυναίκας
Που προσπαθούσε να γεννήσει ανάποδα
Τόσες αποτυχημένες φορές
Τη νέα ανεπίκαιρη ζωή

Ενώ ο τελευταίος αυτόχθων θεός
Χαροπάλευε

29.04.2014

30. ΖΩΗ

Όταν τελείωσε ο κόσμος ήσουν εκεί
Με τις κόκκινες πέτρες σου
Τον τοποθέτησες αποφασισμένη στον κόλπο σου
Ένας μικρός σφαιρικός κάλυκας
Λιγότερο βέβαιος από σένα
Και τον κατάπιες
Με ανάρμοστη λαιμαργία

Αποθήκευσες εκεί
Μέσα στο ακέραιο φύλο σου
Το άγαλμα ενός Ινδιάνου μάγου
Ένα χρυσαφένιο παιδί
Τις καμπάνες που έλειπαν
Τη ζάλη του ήλιου πριν τη σφαγή
Και τον απαραίτητα αθώο φαλλό
Που περίμενε αχρησιμοποίητος
Στο πίσω μέρος της πόλης

Ένα μπαλόνι ζωής φούσκωνε στην κοιλιά σου
Σαν ηλεκτρικός κατάσκοπος
Που φοβόταν να φανερωθεί
Τα νερά του πλακούντα
Τα μεγάλα νερά εκείνης της θάλασσας
Έκαναν το γύρο των ματιών μου
Όρθια σφιχτά στήθη
Προδομένα από απελπισία

Αφαίρεσες τα βάσανα
Από τις Ελληνικές τραγωδίες
Σκαρφαλώνοντας μέχρι το στόμα μου
Για να κυοφορήσεις σωστά
Μετά παραβρέθηκα στη συνέλευση κάποιων θεών
Και μου είπαν να εφεύρω τον καινούριο νόμο
Έπρεπε να προλάβω το ατύχημα
Με την αγωνία του νερού που αντέχει

Άγγιξα το μπούτι της και ο θάνατος χαμογέλασε
Μέσα από το σκισμένο ύφασμα

Όταν γεννήθηκε ο κόσμος ήμουν εκεί
Μεγάλωνα τη ζωή του
Ανάμεσα στο καλό και στο κακό
Για να σε κάνω αθάνατη
Έκοψα το λώρο
Για να μείνουμε οι δυο μας
Να μετρηθούμε
Με το νέο πολίτευμα

Έκανες ένα βήμα πίσω
Δυο βήματα μπροστά
Ένα πίσω

Αν χαθείς τώρα
Θα πάρω τον τελικό φόνο σου
Θα τον κολλήσω στη γλώσσα μου
Με τα χνώτα του αυτοκράτορα
Κρεμασμένα από ένα πράσινο φίδι

Και έτι καθ’ υπερβολήν
Οδόν υμίν δείκνυμι

Μην κάνεις έτσι
Μη φοβάσαι

Ένα βιβλίο είναι μόνο
Μια γρατζουνιά κόκκινου
Όλος ο θάνατος
Είναι μετά

Η επόμενη γη

Θα έχει μόνο λογοτεχνία

30.04.2014

.

ΜΕΤΑ (2012)

I.

βράδυ

όταν ο κόσμος
που έχω

ένα ζευγάρι παιδί

ο θεός
είναι νύχτα

καληνύχτα θεέ

*

μέχρι τότε
δεν είναι καθόλου εύκολο

κάτω
από κάποια καθόλου συνθήκη

καθόλου
αύριο
τώρα

αν

*

όσο μπορώ θα έρχομαι
από τις ξηλωμένες ρίζες

θα έρχομαι
απ’ τα φύκια
η θάλασσα
φεύγει

αλλά μας ανήκε

*

μιλώ

αυτή την αποκλεισμένη
σιωπή εγχόρδων

αργά

σαν την οπισθοχώρηση
της χελώνας
ένα τανκ γλώσσα

πούδρα

στα πρόσωπα των νεκρών

*

είδα στη φούστα της

να αναπνέει

η δυσάρεστη γεύση
της επιβίωσης

ένα κλειστό πιάνο
πασαλειμμένο με αίμα

βυθίζεται

σέρνεται
σαν επιδημία
με αυτό το ελεύθερο ενδεχόμενο
που δεν δόθηκε

*

ο φόβος τους
είναι πηγάδι

γύρω του τρέχουν
οι οικογένειες των ενόχων

κουνούν διστακτικά την ουρά τους
προετοιμάζονται

για τα κρύα δωμάτια

της σιωπής

*

η γη

σαν μακιγιάζ
βγαίνει

κολλάει στα χέρια μου

έχω
στις καπνισμένες παλάμες μου
ένα βουνό όλο λέπια

φτηνό

ανάγνωσμα

εποχής

*

και έσπασε ο ήλιος
σε πλάκες

ακάλεστος

σαν ψεύτικος οργασμός

*

μια μεγάλη εκκλησία
η ζωή απέναντι

με απαγορευμένα βιτρό
φαντάζεται τις κινήσεις της

θυμίζει

πάντα

λογοτεχνία

*

δεν έχεις καμία ευκαιρία
να ξεφύγεις

από τον καθεδρικό ναό

της θάλασσας
φύγε τρομερή συνοδεία
φύγε

φύγε

*

έμειναν έξεις

ανεξιχνίαστες
μέσα στις λίμνες

της απουσίας του λάμδα
λερωμένα σπίρτα

δειλά οχυρά

*

δεν έχω

δεν είμαι

δεν λέω
φεύγω

με άλματα ανέμου
προς το απροσδιόριστο εκεί

που ονειρεύονται

οι λύκοι

II.

το ακαταλόγιστο σάλιο της θάλασσας

συνέχιζε

πάνω στα ξέφτια του κόσμου
και τα τρόμαζε

όλο τα τρόμαζε

σαν επείγον καρδιογράφημα

*

εντούτοις εγώ
καθ’ οδόν

δυο χέρια
χαλασμένης σιωπής

τα φυλάω ακόμα
για να αγκαλιάσω τον έρωτα

εντούτοις

εγώ

ένα πρόσωπο λάκκος
γεμάτος μελάνι

αναπόφευκτα καταπληκτικό

*

από μέσα του

αναβλύζει τυφλή
η αγία ειρήνη

σαν τρομερό ερπετό
περιέχομαι από χώμα
για να γεννήσω

το ενάλιο φως της νύχτας

*

από τα μάτια μου
βγαίνουν τώρα σκυλιά

τυλίγουν τη γλώσσα τους

αργά

σαν ερπετό

πάνω απ’ τον κόκκινο στόλο της Κρονστάνδης

*

τέτοια όχι ζωή
θα λένε

σαν ποινή προαιρετική

οι τίποτα λέξεις

οι επειδή
στις εφόσον

οι συν τοις άλλοις

οι μεταξύ του καπνισμένου γράμματος
της ιστορίας

και θα προτείνονται

*

αναφέρομαι βέβαια
ανεπιφύλακτα

σε παθητική φωνή

αφού
αποθέματα θα υπάρχουν πάντα
εννοώ ομορφιάς

*

III.

εδώ πια

είναι αργά
σ’ αυτό το

λιγότερο από αύριο
λερωμένο μίλι της γης

φυτρώνουν
αδαπάνητα απογεύματα

*

μετά

άφεγγα

μετά

άφωνα
ο κόσμος

όλος

σβηστός

κάτω απ’ τα ξύλινα πόδια μου

*

θα έρθω

από τις νύχτες
που κανείς Θεός δεν εκτίμησε

με τα αυστηρά χέρια του
πιο ερωτευμένος με τον κόσμο
σύμφωνα και με τα ιστορικά δεδομένα

πιο θρασύς
απ’ τον ύπνο μου

*

πρόκειται

να έρθω υγρός

για να γεννήσω το άλλο
στο αίμα που προηγήθηκε

*

πρόκειται

να ενώσω την θάλασσα
στο σημάδι του ήλιου

που έμεινε ορφανός

περιμένοντας

υπομονετικά

τη σειρά του

στα πόδια μου

.

ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ (2009)

Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ
ΧΩΡΙΣ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ

Εγώ πάντα ήμουν
Χαμηλού δείκτη προστασίας
Χαμηλών ποσοστών συμμετοχής
Χαμηλής περιεκτικότητας σε λύσεις

Με λέξεις τσιρότα
Χωρίς ζάχαρη
Χαμηλού πε χα
Χαμηλής τιρκουάζ λύπης

Έτσι έζησα
Όλη μου τη ζωή

Σε υψηλές κλίμακες

ΛΗΓΜΕΝΑ ΧΡΩΜΑΤΑ

Παλιά θυμάμαι
Περνούσα σφαίρα απ’ τον φωταγωγό
Και ξεχνιόμουν στο φως
Μέρες ατέλειωτες

Έβαζα δασεία στον έρωτα
Όταν τα πνεύματα είχαν οξυνθεί
Έκανα ό,τι κάνουν τα παιδιά
Ανέβαινα στις μύτες των ποδιών μου
Για να τον φτάσω
Κοιτούσα ψηλά
Και διόρθωνα το έψιλον με το χέρι

Τώρα
Όποιο βιβλίο της Κατερίνας και να σηκώσεις
Θα με βρεις από κάτω
Να καθαρίζω τα αίματα
Με μια βαλίτσα γιατρού
Με μια ομπρέλα που όλο βρέχει
Κι έναν απογευματινό ήλιο
Μπαγιάτικο
Κρυμμένο καλά
Κάτω απ’ τη φόδρα της αριστερής μου μασχάλης

Αν μου πέσει

Θα ξημερώσει ληγμένα χρώματα

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΝΗΣΙ ΣΤΗ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ

Κατά τα άλλα υπάρχω
Χάριν συντομίας
Με μαύρα ερείπια πλήκτρα
-Τα άσπρα τα πήραν για βότσαλα τα παιδιά
Και τα ρίξαν στη θάλασσα –
Προλαβαίνω ακόμα και αντιμιλάω
Σε μερικούς χαλασμένους σηματοδότες
Που επιμένουν στο κόκκινο
Γωνία Αιόλου και Σοφοκλέους

Έχω επιπλώσει το διαμέρισμά μου
Με ετοιμόρροπα ποιήματα
Διατηρώ ακόμα εκεί
Το μικρό τετράδιο
Που σημειώνω τις απουσίες σου

Σ’ ένα στενό κουτί
Στο συρτάρι του κομοδίνου μου
Έχω χωρέσει τους νυχτοφύλακες
Ταξιτζήδες και οδοντίατρους
Βιολογικούς καλλιεργητές που κερνάνε σουβλάκια
Και τις υπόλοιπες αμοντάριστες λεπτομέρειες
Για το μέλλον

Επιμένω ακόμα να ξεγελάω εγκαύματα

Βλέπεις
Οι εραστές κατά την εκταφή
Δεν αναγνωρίζονται απ’ τα δαχτυλίδια
Αλλά από τα καμένα βλέμματα

ΑΜΟΡΓΟΣ 1

Ερωτευμένος με την σιωπή
Της μπλε πολυθρόνας μου
Το σαλόνι μια θάλασσα
Καταλήξεις όπως αρχαία απαρέμφατα
Φυτρώνουν στα χέρια μου
Γύρω απ’ τον λαιμό μου
Αγχόνη ο ήλιος
Πιάνεται απ’ τους ώμους μου να μη πέσει
Και σπάσει στα βράχια
Που περιμένουν από κάτω
Να τον καταπιούν

Η παραλία του χολ άφαντη

Βγάζω βρεγμένη άμμο συνέχεια
Απ’ τις τσέπες μου
Την αφήνω στο τραπέζι
Και εξατμίζεται
Αν ανοίξω κατά λάθος την πόρτα
Θα χυθεί η Αμοργός έξω

Και τότε

Όλοι θα ψάχνουν για κιβωτό

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ

Αύριο νωρίς το απόγευμα
Στα βραχάκια του υπόγειου σιδηρόδρομου
Τοποθεσία σε βρήκα
Κάτω από το κεφαλόσκαλο της γέφυρας του Μανχάταν
Θα συναντήσω ένα μικρό κοριτσάκι
Που πουλάει σπίρτα σε ποιητές
Και το λένε Κασσάνδρα ή Αλίκη ή Ευαγγελία
Αλλά όλοι το φωνάζουν Ζωή
Γιατί ξέρουν
Ότι χωρίς αυτό
Κανένας τους
Δεν θα μπορούσε να ανάψει
Τα ποιήματά του

Απ’ το φεγγάρι

ΜΙΣΟΣΚΟΤΑΔΟ

Αλήθεια
Δεν κουράστηκες
Με τέτοιο
Χαμηλό φωτισμό
Να ξεφυλλίζεις ανθρώπους;

Θα βγάλεις τα μάτια σου
Μάτια μου

ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 2008

Το φως της ημέρας
Επέπλεε
Πάνω στα στρώματα των ανθρώπων
Οι φωνές τους χώλαιναν
Έως την άκρη του δρόμου
Διαμπερή τραύματα
Κυνηγούσαν σφαίρες
Για το xριστουγεννιάτικο δέντρο τους
Και τις τελευταίες δύο σακούλες παραμύθια
Που είχαν μείνει
Στο ράφι της επιβίωσης

Η ώρα είχε περάσει πολύ
Και όλοι ανέπνεαν
Με τη βοήθεια δακρυγόνων

Μέσα στο σπίτι
Με χρωματιστό εξώφυλλο

Άνθιζε

Ένας κοντοκουρεμένος θάνατος

Από κεκτημένη συνήθεια

ΨΙΧΟΥΛΑ ΧΡΟΝΙΑ

Κάθε που γύρναγα το κεφάλι μου
Γκρεμιζόταν ένα κομμάτι ασβέστης
Ξεκόλλαγε σαν νησί
Που ετοιμάζεται να ονειρευτεί την αρχαιότητα
Τοπία παράκτια σκηνικά
Όπως γυναικεία εφηβαία
Έμπαινες από όποια πόρτα ήθελες
Ξημερώνοντας σκοτάδι
Και τους άλλαζες θέση

Πάνω στο τραπέζι
Όλες μου οι φωτογραφίες
Ψίχουλα χρόνια
Περνούσαν απέναντι
Τους τελευταίους επιζήσαντες
Με τη βοήθεια μιάς τηλεόρασης
Κι εγώ πνιγόμουν ξανά στα ρηχά

Κολυμπώντας με τις κλειδώσεις μου

Λίγο πριν γίνω Κύθνος

Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΧΕΡΙΩΝ
ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ

Το σώμα σου
Ήταν σπαρμένο αχινούς
Ανάμεσα σε φύκια και μυρωδιές
Από πεταμένα κοχύλια
Έπρεπε να προσέχω πού πατάω
Το μουνί σου
Ένα αναποδογυρισμένο δωμάτιο με
Ανοιγμένες κουρτίνες
Ξέρναγε τις ειδήσεις στο πρόσωπό μου
Με γέμιζε λάθος χρυσόψαρα

Ο καθένας
Έχει τη δική του θάλασσα

Είπες

Έλειπαν τα έγχορδα
Σ’ αυτή τη συμφωνία
Ίσως γι αυτό ο έρωτας
Κατέληξε τελικά
-Όντας εθνικόφρων –
Με πνιγμένα παπούτσια
Μια ξεχασμένη συνήθεια
Ανακύκλωσης

ΔΙΑΓΩΓΗ ΚΟΣΜΙΑ

Αγκυροβολημένος μέσα σου
Στο ενυδρείο των χαμένων χαδιών
Γερνάω πάλι τη γλώσσα μου
Μπερδεύω τη γεύση σου
Με το μισοσκόταδο του χαρτιού
Εκείνης της χρωματιστής ομίχλης
Στο Πήλιο

Πριν πνιγώ στο μελάνι σου
Λουλουδιάζεις

Η σάρκα έχει πανσέληνο σήμερα

ΕΠΙ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ

Σκληρό που είναι το κρεβάτι
Σαν χειμωνιάτικη εκδρομή στους Δελφούς
Με σημασία Καστοριάδη
Η γυαλάδα της πίσω πλευράς με εξοντώνει
Φοβάμαι πως θα χάσω τα μάτια μου
Και θα τρέξουν μπογιές στο πάτωμα

Κάνει ωραίο καιρό στο σώμα σου

Έχω καρφώσει τη θάλασσα στο μουνί σου
Για να τη βλέπω

Εδώ χρειάζεται ένα θαύμα

Να βαδίσω επί των υδάτων
Να επιστρέψω τα κλοπιμαία της Ερέτριας
Και να υπογράψω
Αυτό το ποίημα
Σε λίγα συλλεκτικά αντίτυπα
Με ψευδώνυμο

ΑΔΕΙΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ

Ο ουρανός πήγε για ύπνο
Από τότε που έφυγες
Και άφησες πάνω απ’ το κεφάλι μου
Να ξελογιάζονται οι μπογιές
Τα μοντέρνα καλτσόν σου
Κι ένα στρωμένο μπλε χιόνι
Ολόφρεσκο
Σαν μαντάτο
Που είχε αστοχήσει
Στον παραλήπτη του

Όπου και να αγγίξεις τώρα
Τις αναμνήσεις μου

Καίει

ΛΑΘΟΣ ΑΘΡΟΙΣΗ

Οι μέρες μας κλιμακτήριες
Βορείων προαστίων
Χάνουν σιγά σιγά τη γυαλάδα του Εύριπου
Την ακεραιότητα των Δελφών
Την πάχνη της πρωινής Μήλου
Το ηθικό ανάστημα των καφενείων του Βόλου

Δεν γνωρίζω δεν απαντώ
Πώς έγινε το χατήρι
Αυτού του αρρωστημένου καιρού
Που μας καλούσε
Σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο
Με ανακοινώσεις από το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες
Να διακόψουμε τα γυρίσματα
Μέσα στο φέρετρο του κορμιού σου
Λόγω πένθους

Θα βγάλω τις φωτογραφίες σου στον ήλιο
Να ξεραθούν
Δε βρίσκω άλλο τρόπο
Να σε σβήσω
Απ’ τα γλυπτά του Χένρι Μουρ

Που ξαφνικά

Κατέλαβαν το μπαλκόνι μου

ΡΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΕΔΕΙΧΝΑΝ ΑΥΡΙΟ

Μετά η πόλη ερήμωσε
Τα παράθυρα είχαν σφραγιστεί
Οι περικοκλάδες που έβγαιναν
Απ’ τις λαμαρίνες των αυτοκινήτων
Ήταν μεταλλικές
Στο επόμενο στενό
Τα συρματοπλέγματα
Είχαν κοπεί στη μέση
Από τα δόντια κάποιου
Που πίστευε στην ελευθερία

Ο καιρός το πήγαινε για σιωπή

Σ’ όλο τον δρόμο μάζευα
Σκουριασμένα κουστούμια
Και ρολόγια σταματημένα
Που έδειχναν αύριο
Πήρα μια μάσκα οξυγόνου
Από έναν νεκρό
Και κατευθύνθηκα προς τη θάλασσα

Έπρεπε οπωσδήποτε
Να σβήσω από πάνω μου
Τη μυρωδιά του θανάτου

ΞΕΧΑΣΕΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΑΝΑΜΜΕΝΑ

Έφυγες απ’ το σώμα μου
Και ξέχασες τα μάτια σου αναμμένα
Τις πόρτες ξεκλείδωτες
Και το μέλλον που σχεδιάζαμε
Λόγω τιμής
Σ’ ένα σακ βουαγιάζ
Να καίει γράμματα

Μετά αναρωτιούνται όλοι
Γιατί αυξήθηκε
Η θερμοκρασία του πλανήτη

ΕΝΑ ΞΕΒΑΜΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ

Ακούω τη θάλασσα στην τσέπη μου
Ανακατεύει ένα μουσκεμένο ποίημα
Ό,τι γράφω ξεβάφει
Σκουριάζει στο βλέμμα μου
Γεμίζει συγγνώμες
Και πέφτει με πάταγο στο παρόν

Όποιος προλάβει να το παγώσει
Να μου φυλάξει το δίπλα ερείπιο
-Κλειστόν λόγω ενθυμίων-
Για να σκαλίζω σαξόφωνα
Έτσι που άσπρισαν οι μέρες μου
Γενειάδες χιλιόμετρα

Wishing you were here

ΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

Η δύση
Δεν ήταν τίποτε άλλο
Από μια υπόκλιση στον θάνατο
Έτσι όπως παραμέριζε
Σε ένδειξη σεβασμού
Για να περάσουν
Τα τιμώμενα σκοτάδια

Μ’ ένα επίσημο πορτοκαλί
Που έβαφε τα πρόσωπα των μουσικών
Δυσκολεύοντας πολύ

Την αναγνώριση των πτωμάτων

ΛΙΓΗ ΝΑΦΘΑΛΙΝΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Μόνος μου
Απαρηγόρητος συγγενής του εαυτού μου
Με τις μέρες μου αδιάθετες
Το φως της σελήνης
Ξεράθηκε στο παντελόνι μου
Η ζωή μια τρύπα
Σηκώνω το φλιτζάνι
Και τη βλέπω από κάτω να χάσκει
Υπόγειο ανάκτορο

Με διασχίζει απαρηγόρητος ο Ηριδανός

Θα πέσω
Το κρεβάτι βλέπει γκρεμό
Ο άνθρωπος που κοιμάται δίπλα μου
Είναι από σκόνη
Κάτω από το μαξιλάρι μου
Οι παλάμες μου χειροβομβίδες
Δεν έχω τίποτε άλλο
Μία σονάτα σιωπής
Κάποιες λάθος σταγόνες
Λίγη ναφθαλίνη για τον έρωτα

Έχω ράψει όλα μου τα ποιήματα
Στο στόμα ενός μικρού παιδιού

Τώρα πια
Μπορώ να χαθώ

Ήσυχος

Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
ΑΧΡΗΣΤΑ ΓΕΥΜΑΤΑ

Κάποτε
Έγραφα ένα ποίημα τη μέρα
Το άνοιγα στη μέση
Ξεφλούδιζα τα γράμματα με υπομονή
Έτρωγα το μισό
Και το άλλο μισό
Το άφηνα δίπλα σου στην κατάψυξη
– Ένα εγχειρίδιο μαγειρικής –
Μαζί με δυο τρία κλωνάρια βασιλικό
Έτσι είχα πάντα φαγητό
Για την επομένη

Το ψυγείο τώρα έχει χαλάσει
Ο βασιλικός στο μπαλκόνι
Μαράθηκε
Και δεν υπάρχει πια λόγος
Να γράφονται ποιήματα
Άλλωστε
Αυτή η επομένη που περιμένουμε
Δεν θα ρθει ποτέ

Σαν τον Γκοντό

Έτσι που τα κατάφερες πάλι εσύ
Με τις λαθραναγνώσεις του Μπέκετ

ΓΙΑ ΟΤΑΝ ΦΥΓΕΙΣ

Θα έρχομαι πάντα

Απ’ όλες τις γωνίες του κόσμου
Κρατώντας στα χέρια μου
Κυκλάμινα καλοκαίρια
Και χάπια πανσέληνου

Να σου ευχηθώ

Έναν θρίαμβο από Νάξο

Την ώρα που η θάλασσα
-Αυτή η μεγάλη ζωγραφική εκκρεμότητα –
Θα αποσύρεται τελεσίδικα
Μέσα στα διορθωμένα μας βλέμματα
Σαν μεταχειρισμένη Ορλεάνη

( Ναρ ’θείς. Εγώ θα είμαι )

ΜΕ ΤΟ ΣΗΜΑΤΑΚΙ ΤΟΥ ΡΟΚ ΕΝ ΡΟΛ ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΟ

Θα εκραγούν σήμερα
Οι φυσαρμόνικες στο μυαλό μου
Καθώς βγαίνουν όλες μαζί απ’ τις θήκες τους
Άγρια μεσάνυχτα
Και με αφήνουν άγρυπνο να φαντάζομαι
Πως είμαι ο Neil Young
Και σε λίγο θα πρέπει να παίξω

Ξυπόλυτος

Στο τελευταίο κονσέρτο για την ειρήνη
Με το σηματάκι του ροκ εν ρολ
Στο καπέλο μου σκουριασμένο
Το τζιν που φορούσα στο After the gold rush
Και κάτι τρελά άλογα
Σε μια συναυλία χωρίς ακροατήριο

Χωρίς πια ενδιαφέρον

Χωρίς ειρήνη

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΑΚΟΣΤΡΩΤΟ Η ΠΑΡΑΛΙΑ

Θα μπορούσαμε βέβαια
Αντί να αλλάζαμε τον κόσμο
Μόνο να αλλάζαμε κόσμο
Κάνοντας οικονομία και στα άρθρα
Που τόσο έβλαψαν
Την παιδεία μας

Φτάνει να παίρναμε μαζί μας

Έναν πλακόστρωτο ουρανό
Με τις βαλίτσες του να μονολογούν αύριο
Ένα εμβόλιο κατά της μνήμης
Σε σιρόπι ή σε δισκία
Τρεις αλλαξιές φαντάσματα
Για να μπερδεύουμε τον καθρέφτη
Κι ένα παγούρι αθάνατο νερό

Για τον δρόμο

ΜΑΖΙ ΜΕ ΛΙΓΑ ΧΑΛΑΣΜΕΝΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ

Κάθε πρωί
Την ώρα που υποχωρούν οι σοβάδες
Και ο Κάφκα διασχίζει
Κατά τη συνήθειά του καμαρωτός

Μαζί με λίγα χαλασμένα φωνήεντα

Τον απέναντι δρόμο
-Δείγμα παύσης των εχθροπραξιών-
Σηκώνεσαι και κόβεις με ψαλιδάκι τα δίχτυα μου
Περνάς ρήματα και αριθμούς παράνομα
Αφήνοντας ίχνη από επιδέσμους στο κομοδίνο
Και τσάντες γεμάτες χειρουργικά εργαλεία

Μετά
Πατώντας προσεκτικά στις φτέρνες σου
Εξαφανίζεσαι ένοχα σ’ ένα ταξί
Και μένω μόνος μου
Εγώ και τα πρωινά της Δευτέρας
Να προσπαθώ να ξεκρεμάσω απ’ το παράθυρο

Εκείνες τις κόκκινες κουρτίνες

Του έρωτα

ΜΙΣΟΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ

Χαθήκαμε

Όπως χάθηκε το δεύτερο μι
Απ’ τα ψέμματα

Όπως έγινε το εμείς
Μισός πληθυντικός

Ανάπηρος Αόριστος

Εγχειρισμένος χρόνος

ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ

Αντικατέστησες την αγνότητά μου
Με την αγνότητά της
Τον αβάσταχτο πυρετό των σωμάτων μας
Με το στόμα της
Την μουσική με το κλάμα
Τον έρωτα
Με τη μοίρα των εραστών

Στα γκισέ του δρόμου
Η Βιρτζίνια Γούλφ και η Σύλβια Πλαθ
Με το πένθος της τρέλας στο μανίκι τους
Συμπληρώνουν αιτήσεις ανεργίας

Κρατώντας στα χέρια τους

Το λερωμένο εσωρουχάκι ενός μωρού

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Από το άλλο μισό
Στο μισώ
Μεσολαβούν
Λίγα επετειακά χρόνια
Δυο ξεβαμμένες ματιές
Μια ανεξήγητη άνοιξη

Και κάποια επείγοντα παιδιά
-Αγάπης-

Που περιμένουν στη στάση
Από πολύ νωρίς
Το επόμενο λεωφορείο

Με ξυπόλητα όνειρα

ΚΟΚΚΙΝΟ

Πυροτεχνουργός πια ο έρωτας
Κατακόκκινος

Σαν ιστορία εγκλήματος

Που δεν διαλευκάνθηκε

Ακόμη

.

ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ (2007)

Επειδή είναι Απρίλης, οι ζωές ακολουθούν τα δικά τους πρόσωπα.
e.e.cummings

ΕΙΝΑΙ ακόμα Απρίλιος, όπως στο ημερολόγιο του Ελύτη, όπως σε κείνο το παλιό τραγούδι των Deep Purple, μόνο που τα βράδια – αυτά τα αθέατα νυχτερινά καπρίτσια της άνοιξης – ο ουρανός ξεκολλάει λίγο στην άκρη και τα σύννεφα βρέχουν μια ασημένια βροχή σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.

*

ΟΤΑΝ ονειρεύομαι, καταργείται η γεωγραφία. Καθώς περιεργάζομαι τις αισθήσεις των τοπίων, μικρά ρινίσματα σελήνης κυλούν απ’ τα μάτια μου. Συναιρούμαι σε γλώσσες, μια ρουφηξιά ακόμα και τα έγκατα της γης θα περάσουν οριστικά μέσα μου.

Γεννάω μονόφθαλμα έθνη που προσεύχονται στα πόδια μου, ερήμην της Ιστορίας.

*

Πως γέμισαν οι χώροι με εκατοντάδες προτομές σου; Πώς χαράχτηκες ξαφνικά
σε κάθε τοίχο, σε κάθε επιγραφή, σε κάθε υλικό;
Γ.ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ

ΧΥΝΕΣΑΙ μέσα σε όλα τα τοπία, καλύπτεις κάθε πιθανό συνδυασμό, γιορτάζεις όλες τις ημερομηνίες. Σε μεταφράζουν όλες οι γλώσσες της γης. Κάθε πρωί που σηκώνεσαι, φοράς όλα τα χρώματα, μιλάς όλες τις λέξεις της μέρας και χαμογελάς. Με όλες τις εκφράσεις. Σε φωνάζουν όλα τα απεγνωσμένα επίθετα, υπάρχεις μέσα σε όλες τις επιδιώξεις, αποτελείς ιδρυτικό μέλος σε όλα τα κινήματα. Είσαι ο πρωινός καφές σε όλα τα καφενεία, το ρεφρέν στους στίχους όλων των τραγουδιών, με περιμένεις σε όλες τις γωνίες του κόσμου να γυρίσουμε σπίτι. Εκτυλίσσεις τα στιγμιότυπα, αλλάζεις τη γεωγραφία του ορίζοντα με το βλέμμα σου, σε διαφημίζουν παντού τα καρτ ποστάλ των νησιών. Αποτελείς το θέμα όλων των αφιερωμάτων.

Είσαι πάντα ο χρόνος που πέρασε και ο χρόνος που θα ρθει, στεγνώνοντας πάνω σε κάθε φωτογραφία, κάθε δέρμα, κάθε που βρέχει.

Χωρίς καν να υπάρχεις.

Εσύ.
Μια, καθώς λένε, δυσλειτουργία της μνήμης.

( της Νικολέτας )

*

Ο ΕΡΩΤΑΣ: Μια ανάρμοστη περιπέτεια του ματιού. Ένας εγκαταλειμμένος σιδηροδρομικός σταθμός που πάνω του κυλάνε τα χρόνια.

*

ΕΚΕΙΝΗ η μελαχρινή γυναίκα που καθόταν στην άκρη του μπαρ και έκανε κύκλους με τον καπνό του τσιγάρου της, είχε μια περήφανη στάση που θύμιζε άλογο. Το άλογο που έμοιαζε με γυναίκα, αυτή τέλος πάντων η περήφανη στάση που παρέπαιε ανάμεσα σε γυναίκα και άλογο, αφού τελείωσε το ποτό της, έκανε απότομα μεταβολή και βγήκε έξω καλπάζοντας. Πάνω στον πάγκο του μπαρ, στη θέση που καθόταν, βρέθηκαν μια λειωμένη σέλα, ένα ζευγάρι αχρησιμοποίητα χαλινάρια κι ένα άδειο ποτήρι Jack Daniels με υπολείμματα γυναικείου οργασμού – τεκμήρια αδιάσειστα μιας ελευθερίας που πέταξε.

*

ΟΤΑΝ ξεθυμάνει η θάλασσα, θα ξαναβρώ τα λόγια σου: Μικρές βυθισμένες πέτρες, ανθεκτικές στο φαινόμενο της παλίρροιας.

*

ΗΤΑΝ ένας ήλιος εκτός μάχης, που είχε σχεδόν καεί πίσω απ’ τις πλάτες μας -μια θεωρητικά χαμένη υπόθεση – κι όμως θυμάμαι καλά πως προσπαθούσαμε να τον αναστηλώσουμε, τοποθετώντας μεγάλες ξύλινες διχάλες κάτω απ’ τα μάτια του για να τα κρατήσουμε ανοιχτά, πως νιώθαμε λιγάκι σαν ήρωες ταινιών εποχής, στην τελευταία ευκαιρία που είχαμε να ξαναγίνουμε παιδιά.

*

Ίσως απ’ αυτές τις μέρες – τρομερές όπως η αιχμή της λόγχης – όταν οι αιώνες θά χουν άσπρα γένια, δεν μείνουμε παρά εσύ κι εγώ, να σε κυνηγώ από πόλη σε πόλη.
ΒΛΑΔΙΜΗΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

ΕΡΙΞΑ στην πλάτη μου – λόγω ψύχρας – μια ανθεκτική εφηβεία, κρέμασα στο λαιμό μου ένα μισοτελειωμένο ποίημα, πήρα στα δόντια μου την τελευταία ασήμαντη λεπτομέρεια από την αλητεία της μέρας, φόρεσα γυαλιά ιλίγγου να νιώθω στις φλέβες μου τους κραδασμούς της πόλης, ρύθμισα τις υδροροές όλες στο κόκκινο να μην μπαίνει άλλο νερό μέσα, ακούμπησα ανόρεχτα τις βεβαιότητες μου πάνω σ’ ένα κορμό δέντρου, τρύπησα τον πρώτο χειμωνιάτικο ουρανό που βρήκα μπροστά μου και πήρα βιαστικά το πρωινό λεωφορείο για τα σύννεφα, σιωπηλός, ανάμεσα σε συνόδους πλανητών και εκλείψεις πραγματικότητας.

Έβρεχε πάλι Νάξο απ’ τα παλιά και στη διπλανή θέση όλα τα αστέρια του κόσμου ξέβαφαν μάταια, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν την απουσία σου.

.

ΦΩΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ (2004)

I

φτωχαίνει με το χρόνο
τη μαγεία της ύπαρξης
η σιωπή των πραγμάτων

γυμνή και αναστάσιμη
πραγματοποιείται

η διάχυση του ιερού της

εντός σου

ΙΙΙ

δυο μαλακά φεγγάρια
τον Αύγουστο

διπλωμένα στις αποσκευές του καλοκαιριού

με αμφίβολες σάρκες
συμμετρικά είδωλα
διαθέσιμες αγωνίες

έτσι ορίζεται ο έρωτας

στη γεωγραφία των σωμάτων

V

ενόραση όρασης

αόρατη, παραισθητική ίνα
πεταλούδα του ματιού

φακοί που κοίλουν
και κατοπτρίζουν

τη μεγάλη παρέλαση των βλεμμάτων

αν μάθεις να περιμένεις
θα σου φανερωθώ

VIII

το βλέμμα σου διάφανη λίμνη

έσταξε μέσα μου
γουλιές από το χθεσινό μακιγιάζ

λεηλατήθηκαν οι μέρες

έγιναν υγρά λάφυρα
που κατέβηκαν χαμηλά
και ξέβαψαν στα μάγουλα

φόρεσε μάσκαρα ο έρωτας

XI

να ξαναρθείς

όταν θα λειώσουν οι λέξεις
και θα γίνουν κουρέλια τα μάτια μας

από την αϋπνία

μόνο να καταφέρουμε
να κρατήσουμε ζωντανό
το ρήγμα που άνοιξε το φεγγάρι
στο απέναντι βουνό

για να ονομαστούμε επιτέλους συνένοχοι

στην ανατίναξη του σύμπαντος

XIV

δεν πρόκειται
να σου συγχωρήσω ποτέ

τις ματιές που δεν ήταν ματιές
αλλά εκπυρσοκροτισμοί

μουσικές ροκ

συλλαλητήρια

ενάντια στο ευγενές τάγμα των αγγέλων

XVI

να ερωτεύεσαι την ιστορία
να συνωμοτείς εναντίον της σιωπής
να εξασφαλίζεις την ωραιότητα

κρυμμένος καλά

μέσα στο γυμνό σώμα
μιας γυναίκας

που προσπαθεί

μάταια

να μεταμφιεστεί σε δέντρο

XVIII

κοχύλι της θάλασσας
που ξέβρασε η οργή του νερού

λάμψε

σπάσε το κάδρο κομμάτια

κάνε τα κορμιά μας
περισσότερα

πάνω στη ζεματιστή άμμο

XX

κοίταξέ με

απόφοιτος του ιερού σου σώματος
προσπαθώ να σταθμεύσω

χωρίς ειρήνη

σε μια συντέλεια οριστική

XXII

πώς να κρυφτώ
ανάμεσα στα ρήγματα των ποδιών σου

που συντρίβονται
ξεσπώντας σε κλάματα

όταν όλη η πόλη

βομβαρδίζεται ασυστόλως;

XXIII

το μόνο που θα μείνει από μας
εκτός από κάτι λέξεις σαράβαλες

χωρίς στίξη

θα ναι τα ασπρόμαυρα αποκόμματα της ψυχής μας
χτυπημένα σε παλιά γραφομηχανή
αρχειοθετημένα σε κάδους

με αλφαβητική σειρά

χωρίς έτος γέννησης
λοιπά βιογραφικά στοιχεία
ή μουσική επένδυση

και μια μοναξιά αυτοκόλλητη

τυλιγμένη απ’ το λαιμό

με κορδέλες

XXIV

άλλωστε
τα τραγούδια μου
τελειώνουν εδώ

και χωρίς μουσική

εγώ

παραμένω αόρατος

.

ΔΙΑΜΕΛΙΖΟΜΑΙ (1983)

Πρόζες και ποιήματα μιας αναιδούς ηλικίας
ΔΙΑ…
6

Το ξέρω, έπεσα θύμα άκυρης συμφωνίας κι υπέγραψα στο θάνατο υποταγή, μυαλοπλυμένος από ηλίθιους παρουσιαστές τηλεόρασης και αρθρογράφους κυβερνητικούς.
Ωραία, τι να έκανα όμως ελιγμούς; Να φόραγα γραβάτα και κουστούμι, ανδρείκελο σε προθάλαμους, να έρπω ταπεινός θνητός εκλιπαρώντας ικεσίες;
Δρυοκολάπτης στο κάστρο που χτίζω χρόνια να γινόμουνα; Ή να επέδειχνα διαρκώς τις γνώσεις μου ημιμαθής και φαντασμένος, όπως κάνουν εκείνοι οι θλιβεροί που κυνηγούν λαγούς με πετραχήλια;
Καλύτερα στην άβυσσο ψηφιδωτό, καλύτερα ήλιος διασκορπισμένος, παρά καθρέφτης χώρου εσωτερικού σε πλαίσιο χρυσάφι.
Εμ, άντε να με παραδεχτούνε έπειτα εμένα, Μάριε.
Άντε να παραδεχτούνε κάποιον που δεν κύλησε στα γρανάζια τους παιχνιδάκι, υπακοή τυφλή στους ρόλους τους και χάθηκε μέσα στο πλήθος, γαντζωμένος γερά στο τριμμένο παλτό της ανωνυμίας του.
Άντε να παραδεχτούνε κάποιον που συνήθισε στο σκοτάδι, που τον τυφλώνουν τα αστραφτερά φώτα της πόλης και χαμηλώνει το βλέμμα, έναν αλήτη που είδε τα πάντα γύρω του να γκρεμίζονται «και την ανθρώπινη υπόληψη να σέρνεται με πατερίτσες, σε πολυτελείς αίθουσες μοντέρνων κτιρίων, από ουρανοξύστη σε ουρανοξύστη γδαρμένη και κατασπαραγμένη από οδοντωτά στόμια μηχανών» . Κάποιον που είδε την ουτοπία, κάμπια να σέρνεται, διασκεδάζοντας ανθρώπινες σάρκες και προσπάθησε απεγνωσμένα, να γαντζωθεί απ’ τον εαυτό του, σε μια ύστατη προσπάθεια ανασυγκρότησης δυνάμεων.
Άντε να παραδεχτούνε τους ελεύθερους ανθρώπους ρε Μάριε, τους ανένταχτους, αυτούς που βλέπουν μέσα από καθρέφτες και τριγυρίζουν άσκοπα στους δρόμους παγωμένοι, απολιθωμένοι, αυτούς που σέρνονται στις νύχτες, κυνηγώντας τα σκιερά τρεμουλιάσματα της φαντασίας τους, αηδιασμένοι απ’ τις μάζες, αυτούς που το κόμμα τους απωθεί και τους δείχνουνε με το δάχτυλο, αναρχικούς κι αναθεωρητές, επειδή, λέει, δεν ενταχτήκανε στο σύνολο.
Α ρε Μάριε! Άντε να παραδεχτούνε τους θλιμμένους ταξιδιώτες της ζωής που χρειάζονται την ελευθερία και τη μοναξιά, για να μπορέσουν να διαχειριστούν τις ήττες τους, να μετρήσουν τις αδιαλλαξίες τους, να τα βγάλουν πέρα με το σωρό.
Μίλα Μάριε, για το Θεό μίλα, οι εφημερίδες λένε ψέματα, παγίδες ύπουλες κι εμείς στο απόσπασμα λυμένα μάτια
τα κοινόβιά μας διαλύονται,
οι φωνές μας ξεφτίζουν,
ο περιορισμός παντού,
το σαράκι των δεσμών αξιοπρέπεια,
μονάχα μουσική,
το μόνο που μας σώζει φίλε,
ουρλιαχτά και μουσική
άντε, άρχισε τα τραγούδια
γιατί η Καισαριανή μας Μάριε, νεκρή
η Καισαριανή, η όμορφη βασίλισσα της φτώχειας μας
σου λέω οι μπιντέδες διαρροή,
πάει,
εμείς νεκροί κι αυτοί θα βασιλεύουν,
εντολές εκτέλεσης με το μαστίγιο της εξουσίας,
και καμπουριάσαμε, τα νεύρα άρρωστα
οι καρδιές μας αλγεβρικές εξισώσεις, υπακούουν σε
τύπους και μαθηματικά αξιώματα
που είσαι και που είμαι που να πάρει η οργή
οι παραδοχές μου,
απαλλαγές υποχρεώσεων,
με ζώνουν φίδια,
ανεβαίνουν διαρκώς
και ξεχειλίζω
υγρό πεταμένο σε ρέματα,
ανομολόγητος δισταγμός
Αντίο φίλε.

8

Προς το παρών κατοικώ σε θερμοκήπιο, ανθισμένος και ανοιξιάτικος σαν πανσές. Αν απομακρυνθώ μαραίνομαι, με συντηρούν μ’ ενέσεις και εμβόλια, λίπασμα τεχνητό, τα φύλλα μου κιτρίνισαν, με δυσκολία αναπνέω.
Παρηγοριά μοναδική μου, μια κάμερα ακριβείας, σας μελετώ συχνά στο χώμα φυτεμένος. Πρωινοί- πρωινοί, όλοι εσείς οι χαρούμενοι άνθρωποι, κλεινόσαστε σε υπαλληλικά κλουβιά, κολυμπάτε σε μονοπάτια ανουσιότητας και αναβάλλετε διαρκώς, σβήνετε τις ελπίδες με γομολάστιχα, οι σφραγίδες σας αυλακώνουν τη ζωή που κυλάει ποτάμι δίπλα σας δίχως να σας αγγίζει, παρτέρι ακαλλιέργητο τα καημένα τα όνειρα και μαζεύετε υπογραφές που πιστοποιούν την ανυπαρξία σας.
Το μεσημέρι σπίτι, γρήγορα το φαΐ, βράζετε σε χύτρες ταχύτητας Σεμπ, φασολάδα, αηδιαστική, ξερένεστε στον ύπνο, ξύρισμα το απόγευμα, θα δω τη πεθερά, λαξατόλ για τη δυσκοιλιότητα, το καινούριο κουστούμι στο ράφτη, η επίσκεψη στη ξαδέρφη, γλυκό του κουταλιού και Μπαλαντάιν με ξηρούς καρπούς στο πιάτο.
Στο τηλέφωνο το κόμμα σας καλεί στο καθήκον, τραυλίζετε μια συγνώμη, κομμουνιστές με καπιταλιστικές συνήθειες, έχετε γκάρντεν πάρτι στο Ψυχικό, πλησίον της πισίνας που θα λειτουργεί για να εξυπηρετεί και να αναδεικνύει την ελεύθερη διακίνηση ιδεών, στη Μερσεντές βολεμένοι οδηγείτε βιαστικά, εννιά παρά είκοσι γαμάτε τη γκόμενα με το παντελόνι κατεβασμένο στα γόνατα και τη γραβάτα να σας σφίγγει το λαιμό, να προλάβετε το σήριαλ το βράδυ, φαΐ μωρή, περιορισμένοι σε οθόνη είκοσι έξι ιντσών, ξεχνάτε τις Ιθάκες της ζωής κι ανυποψίαστοι κυλάτε, καταστρώνοντας προγράμματα ειρηνικά για παγκόσμια ύφεση.
Αδειάζετε τον εμετό σας πάνω σε νεαρούς βλαστούς, προσπαθώντας να πνίξετε τους καρπούς τους, οι ρίζες όμως παραμένουν, διακλαδίζονται, απλώνονται διαρκώς, σας έχουν κλείσει καραβάνι που το πολιορκούν Ινδιάνοι κι εγώ πατάω τα κουμπιά, σας βλέπω στην οθόνη μου αριθμούς τριψήφιους, στα χέρια κορδέλες εμπορικών λογαριασμών και στα μαλλιά χωρίστρα.
Μάσκες ανθρώπινες φοράτε. Ντροπή!

12

Τασούλα, το ζεστό νερό, αίμα δε γίνεται και το δικό μας αίμα κύλησε, καράβι σε πελάγη, πάει.
Εμείς τους χάσαμε τους ήχους του θριάμβου, φύγαν σκιές νυχτερινές, τα καλοκαίρια κρέμασαν τσαμπιά, στους ώμους μας βάρη ασήκωτα και τώρα ούτε χαμόγελα στα χείλη, ούτε λεφτά φτιασιδωμένα, βλέπεις ν’ αγκαλιάσουμε τις ρουφιανιές δεν καταφέραμε.
Εμείς σε πολυθρόνες άνετες δεν θα βουλιάξουμε αρχηγοί, η καριέρα μας εχάθη κι ο εγωισμός μας βούρκος απομόνωσης, μέσα του θα πνιγούμε.
Τασούλα, παράξενες μέρες μας ζώσανε, μα εμείς τον πήραμε τον δρόμο μας, το λεωφορείο έφυγε και μείναμε στη στάση να κοιτιόμαστε χαζά, πάει και το λουτρό το λουξ που λέγαμε να φτιάξουμε και το μικρό αμάξι κι οι φίλοι οι συμβατικοί γίναν μπουχοί απ’ τις γωνίες,
προσφυγικές, εγκαταλειμμένες συνοικίες οι σπουδές μας,
μας κήρυξε το κόμμα ανυπόταχτους.
Έσχατη προδοσία.
Τώρα ρωτάς τι απόμεινε για μας, ε;
Τέσσερις παγωμένοι τοίχοι να φυλάμε τη σιωπή μας,
λάφυρο ανεκτίμητο αιματηρών πολέμων,
κι η μοναξιά του ανένταχτου,
τζάκι στην παγωνιά μας.
Έτσι μπράβο. Χαμογέλα.

13

Κάποτε θάρθουν οι παράξενες εκείνες μέρες που μνημονεύω διαρκώς στις αφηγήσεις μου και τότε η γη θα γίνει ένα τεράστιο Σάμερχιλ από ζωντανά κύτταρα και νεαρούς αγγελόμορφους. Η τάξη των πραγμάτων θα ανατραπεί εντελώς και το μωσαϊκό οικοδόμημα της απρόσωπης εργατικής τάξης που χρόνια τώρα με συνέπεια έχτιζε η μικροκομματική δολιότητα θα ξεχαρβαλωθεί απ’ τις βάσεις του.
Η περιφρούρηση των οργάνων απ’ το λαό θα αντικαταστήσει τα μέχρι τώρα όργανα περιφρούρησης του και η αστυνομία θα υπάρχει μόνο σαν ρυθμιστικό σώμα της τροχαίας κίνησης στους δρόμους. Η κυβέρνηση των ανθρώπων θα παραχωρήσει τη θέση της στη διαχείριση των πραγμάτων.
Τότε θα αποδοθούν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι.
Και θα κατέλθουν μαύρα σημάδια, τα απειλητικά μηνύματα απ’ την Ελβετία που σάπισε κυνηγημένος από χαφιέδες και ψευτοαριστερούς ο Μπακούνιν, απ’ το Βέλγιο που κατέφυγε ο Προυντόν για να γλιτώσει την προφυλάκιση για τα άρθρα του, απ’ τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες που απέλασαν τον Κροπότκιν, απ’ τις ξερές εξορίες του Μαλατέστα και την πλατεία της Επανάστασης όπου καρατομήθηκε ο Ροβεσπιέρος και ο Σαιν Ζυστ.
Και θάρθουν τα μηνύματα του Ρουσσώ, απελπισμένες ιαχές για επιστροφή στη φύση σε αντιπαράθεση και βίαια σύγκρουση με τα καμένα δάση των παιδικών οραματισμών και τον τεχνοκρατικό εξοπλισμό των υπερδυνάμεων.
Θα επαναληφθούν τα γεγονότα του Σικάγου στην Αμερική και θα ξαναγίνουν οι ατιμωτικές δίκες, με αντεστραμμένους πια όρους και πρόσωπα. Οι κατηγορούμενοι θα δικάζουν και οι δικαστές θα πετιούνται σε φυλακές, φορώντας το ζωώδες κεφάλι του πολιτικού μονάρχη.
Και θάρθει η Προυντονική στιγμή της Καταστροφής και της Ανοικοδόμησης. Άσπρα πανιά στους δρόμους και τα σπίτια θα σημάνουν τα σύμβολα της απελευθέρωσης.
Και θα λογαριαστούμε.
Μα και τότε πολύ δύσκολα θα μπορέσετε να προχωρήσετε. Γιατί μια ζωή θα στριμώχνεστε σα μαλάκες στα άρρωστα κλουβιά σας και θα κοάζετε από κει μέσα βρώμικες απειλές για αναρχικά στοιχεία και δάκτυλους αντίδρασης, προσπαθώντας να προστατεύσετε «τους δημοκρατικούς σας θεσμούς». Και θα μας σταματάτε στο δρόμο για εξακρίβωση. Και θα ζητάτε αστυνομική ταυτότητα. Και θα καταστρώνετε σχέδια χαλιναγώγησης.
Και θα μιλάτε μ’ ενθουσιασμό για κοινωνική δικαιοσύνη και εθνική ανεξαρτησία. Και θα μπερδεύετε σοσιαλισμούς με πορνοκασσέτες βίντεο και αξιοκρατίες με διευθυντικές πολυθρόνες. Και θα καταπίνετε τα φυματικά σάλια της ιεράρχησης και του ορθολογισμού.
Και θα θωρακίζετε τα ανδρείκελά σας φορώντας τους κατασκοπικά γάντια. Και θα κινήστε υπόγεια σαν ποντικοί. Και θα δοξάζετε τις Κυριακές σε πορνεία την ιδεολογική σας αρτηριοσκλήρυνση.
Και θα συντηρείτε τη γραφειοκρατία.
Και θα κρίνετε από την εμφάνιση.
Και θα βλακολογείτε για φιλολαϊσμούς και αλληλεγγύες και εδαφικές ακεραιτότητες.
Θάρθουν όμως οι μέρες. Οι ανατρεπτικές. Οι ανυπότακτες. Οι αλκυονίδες. Και τη θέση της κυβέρνησης θα πάρει η βιομηχανική οργάνωση. Των νόμων, τα συμβόλαια. Της πολιτικής εξουσίας, η οικονομική δύναμη.
Και θα περάσετε στο σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας.
Μια για πάντα. Ηλίθιοι!

…ΜΕΛΙΖΟΜΑΙ
2

η γύμνια σου
ευκίνητη φθινοπωρινή κληματόβεργα
ιριδισμός ακύμαντης θάλασσας
στα περιθώρια του νου
αναρριχήθηκε
πένθιμος ύμνος
στον πύργο της φαντασίας μου
αγκαλιάζοντας
τους λευκούς καταρράχτες του λαιμού σου

ο ίσκιος σου
αρχιτεκτονική ρυθμών

μεθυσμένο καράβι
τα σκόρπια μάτια μου
στη χιόνινη σάρκα σου
μια παρατεταμένη αφαίρεση
γήτεψαν τις αισθήσεις μου

τα διάφανα χείλη σου
μια έξαρση σεβασμού

3

τίποτα τίποτα
ομίχλη αδιαπέραστη
στάχτες φωτιάς
αβυσσαλέο βάθος
κι υπάρχει ακόμα
αυτή η ανθρώπινη ιτιά
σε δάση αποξένωσης
ανάμεσα τσουκνίδες
νιώθωντας ελαφρά
στο γλίστρημα του χρόνου
στις παλάμες της
την αχρηστία των ματιών
που διαπερνούν σκοτάδια
και τη ναυτία της ζωής
στις άγριες φουρτούνες
μηδέν και άπειρο
στους κύκλους της ζωής

είμαι ελεύθερος σημαίνει
δεν συνεχίζω να ζω
έτσι είναι φίλε μου
άλλωστε
τα άλογα όταν πληγωθούν
τα σκοτώνουν
κι εκείνη είχε πάντα
κάποιο μικρό ελάττωμα
στο αριστερό της πέλμα

θυμάσαι

7

στις βιβλιοθήκες της ζωής
συρτάρια ξεκοιλιασμένα
σκιές ονείρων βρικολακιασμένων
από παραστάσεις του χτες
στην ποίηση της ήττας
κιθάρες ξεχαρβαλωμένες
βουτηγμένοι φθινόπωρα
περιμένουμε
ένα τέλος
των παραμιλητών και των ψιθύρων

ένα τέλος
πραγματικά σωτήριο

9

τραγούδια
μελαγχολικές γραφές
μας χρειάζονται τα τραγούδια
είναι βλέπεις
που ομορφαίνουν τη ζωή
και δημιουργούν κόσμους εξαίσιους
αφήνοντας τη φαντασία να κυλήσει
στις έγχρωμες ανταύγειες
των ονείρων

.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΝΩ (2020)
[Η αγάπη δεν μπορεί ποτέ να γίνει ανάμνηση]

…/…

Χθες περπάταγα με τις ώρες. Με ποιο τρόπο περπάταγα; Μάλλον, κυλούσα, γιατί έχω στρογγυλό σχήμα. Κυλούσαν δίπλα μου αυτοκίνητα, λεωφορεία, άνθρωποι, κρεβάτια, δωμάτια, φώτα, ο ουρανός, ένας πρίγκιπας. Κρατούσε στα σάπια δόντια του ένα στήθος. Σάπιο κι αυτό. Σαν πεθαμένο φίδι ήταν. Κουλουριασμένο. Το γνώριζα αυτό το στήθος. Το είχα δει. Το θυμόμουν. Ήταν της Παναγίας. Από κει τάιζε τον Χριστό. Κι εγώ περπάταγα. Συγγνώμη, κυλούσα. Αν θυμάμαι καλά, γιατί όλο ξεχνάω. Το ένα μου πόδι προπορευόταν. Στην φαντασία του νόμιζε πως πήγαινε πιο μπροστά απ’ το άλλο. Το αριστερό, που ακούει την καρδιά. Το άλλο ακολουθούσε. Έκανε ότι του έλεγε το διπλανό του. Πάντα είχα μια καλή σχέση με τα πόδια μου. Όταν τα είχα, γιατί σίγουρα τώρα έχω μόνο στόμα και φωνή, τα πόδια μου ήταν σαν παιδιά μου. Με οδηγούσαν συνέχεια εκεί που έπρεπε. Ήταν τεράστια η αγωνία τους από το ένα στο άλλο. Αλλά μου τα έκοψαν. Δεν έχω πόδια. Δεν πρέπει να υπάρχουν πια. Γιατί έχω σκοτωθεί. Όταν έχεις πόδια περπατάς. Υφίστασαι. Τι ήθελα να πω; A, ναι. Ότι μια γυναίκα με σκότωσε. Ή ένας ίσκιος. Το ίδιο μπορεί να είναι. Μάλιστα. Ένας ίσκιος μπορεί να είναι μια γυναίκα. Μπορεί μια γυναίκα να είναι μια σκιά. Πώς λέμε Φύση; Ήταν όμως αφύσικο το γεγονός. Συνέβη αφύσικα, με κοίταξε πολύ. Με αφύσικο τρόπο. Για πολλά χρόνια με κοίταζε. Όχι βαθιά, αφύσικα. Τα μάτια της ήταν ψάρια. Είχαν διχάλες και κίτρινη ουρά με λέπια. Μετά από χρόνια πυροβόλησε. Μπορεί να ήταν και ο κόσμος. Δεν ξέρω. Αφού έχω πεθάνει. Φυσικά. Όταν πεθαίνεις δεν έχεις μνήμη. Δεν θυμάσαι τίποτα.

Θα προσπαθήσω, εντούτοις, να πω αυτό που έχω. Χωρίς ενδιάμεσες διαμεσολαβήσεις. Αν τα καταφέρω. Αν μπορέσω να το κάνω. Θα μπορέσω. Ίσως και να μπορέσω. Πρέπει να μπορέσω. Σιγά μην μπορέσω. Δεν το βλέπω. Πρέπει όμως να μπορέσω. Χρειάζεται. Πώς να μπορέσει να μιλήσει κάποιος που δεν υπάρχει; Πώς να μπορέσω να πω αυτό που έχω αφού δεν μπορώ; Είμαι σκοτωμένος. Κάποτε υπήρξα πολύ, γι αυτό είμαι σίγουρος. Η ύπαρξή μου ήταν πολλή. Όλα ήταν πολύ πάνω μου. Είμαι βέβαιος γι αυτό. Έχω δει φωτογραφίες μου. Αλλά με σκότωσαν. Έχω πτυχίο θανάτου από αυτή τη γυναίκα. Κανείς άλλος δεν μπορεί να με σκοτώσει πια. Τουλάχιστον, απ’ αυτό γλύτωσα. Απ’ τους συνεχόμενους θανάτους. Ίσως και να με γλύτωσε αυτή η γυναίκα που με σκότωσε. Όταν πεθαίνεις γίνεσαι αθάνατος και δεν φοβάσαι πια ότι θα πεθάνεις. Δεν θυμάμαι πότε έγινε αυτό. Πάντως με πυροβόλησε από πίσω, ενώ βάδιζα. Απλώς, βάδιζα δίπλα της. Κάποια στιγμή έμεινα πίσω. Το μόνο που ένοιωσα ήταν κάτι μάτια να μπαίνουν μέσα στο δέρμα μου, σαν μαχαίρια, και να το ανοίγουν. Σαν λάμες μαχαιριών ήταν. Μπορεί και να έβρεχε. Ο νους μου τρέχει, μερικές φορές, στο γέλιο. Δεν γέλασα πολύ στη ζωή μου κι αυτό ίσως μου έχει στοιχίσει. Δεν ξέρω, δηλαδή, αν μου έχει στοιχίσει, πάντως θα προτιμούσα να είχα γελάσει, κάπως. Μαζί της, προφανώς. Τότε πώς έγιναν όλες αυτές οι ρυτίδες, αν δεν γελούσα; Χωρίς γέλιο πως σχηματίστηκαν αυτές οι φαρδιές γραμμές στο μέτωπό μου που θυμίζουν χάρτες; Αδύνατον μου φαίνεται. Άρα, μπορεί και να γέλασα. Κάποιες φορές ίσως να γέλασα. Θα προτιμούσα περισσότερες. Θα ήθελα περισσότερο γέλιο και λιγότερες ρυτίδες. Ας γελάσω. Αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί ποτέ. Εδώ που είμαι ξυπνάω κάθε πρωί και παλεύω με την φωνή μου. Όσο γίνεται να ξυπνήσει με φωνή κάποιος που είναι νεκρός. Όσο μπορεί να σκεφτεί. Αυτό είναι παράλογο. Γλύτωσα απ’ τον θάνατο, αλλά όχι απ’ τις σκέψεις μου. Αυτές αποτελούν ξεχωριστό τμήμα, δεν ακολουθούν το σώμα μου. Για ύπαρξη ούτε λόγος. Αλήθεια, τίποτα. Δεν ξέρω καν αν είμαι στον πάνω κόσμο ή στον κάτω. Δεν έχει πολλή σημασία αυτό. Τί σημασία έχει σε ποιον κόσμο είσαι; Κάποια σημασία μπορεί να έχει. Το σίγουρο είναι όμως ότι απέφυγα το παρόν. Απέφυγα το ενδιάμεσο, το ανάμεσα, εκείνη την προσωρινή γέφυρα που αλλάζει πάντα πλευρά, από το παρελθόν στο μέλλον. Την τελευταία στιγμή το απέφυγα. Φαντάσου να ζούσα και να είχα αυτό το παρόν. Φαντάσου. Έχω μόνο παρελθόν και μου φτάνει. Εκείνη η γυναίκα μου το έκλεψε. Το εξέλαβε ως δικό της και το αφαίρεσε. Τώρα έχω κενό.

…/…

.

Μ (2017)

[εσύ μου έδειξες αυτόν τον εφιάλτη]

Η ζωή μεταχειρισμένη, ο κόσμος λειψός, οι χάρτες αβέβαιοι, το δωμάτιο όνειδος, οι περιοχές ναρκοπέδια, το άθροισμα λάθος, το αίμα αμετανόητο, η Νάξος ακατοίκητη, η εικόνα γερμένη, το κορμί βρώμικο, ο καρπός δηλητηριώδης, το φιλί πρόστυχο, η φιλοδοξία ξεβαμμένη, η διαθήκη ακίνητη, το τραγούδι άπρεπο, η αξιοπρέπεια ευτελής, οι φήμες επιβεβαιωμένες, το σπίτι κλειστό, η χώρα καμένη, η ιστορία ανεκπλήρωτη, τα νερά υπόγεια, το σώμα κοινόχρηστο, η βροχή σκουριασμένη, το παράδειγμα αμείλικτο, τα χέρια κίτρινα, το φεγγάρι με στέγη, το βιβλίο ανέπαφο, τα σύμβολα κλεμμένα, η υπέρβαση μάταιη, το χρέος άγνωστο, η καρδιά σχέδιο, το φθινόπωρο συνεχές, η νύχτα με λέπια, η σάρκα δημόσια, τα ονόματα διαφορετικά, ο εφιάλτης δικέφαλος, η ηλικία με νύχια, ο λόγος πεζός, το πρόσχημα ατελείωτο, η θάλασσα χάρτινη, το χαρτί σημαδεμένο, ο Καβάφης σεσημασμένος, η ιδιοτέλεια ακριβής, ο πόνος απόλαυση, το πάτωμα κερί, ο φόνος δίγλωσσος, ο καιρός αντίθετος, τα αστέρια αμφίβολα, οι αιώνες ακέφαλοι, το δράμα ανεξίθρησκο, η ηθική ανταλλάξιμη, το δέρμα με φύκια, το κρεβάτι ανάποδα, η αναβίωση άδικη, τα χάδια με δόντια, ο δεσμός δέσμιος, η γη τετράγωνη, η πόλη καμένη, ο ήλιος αλλήθωρος, τα ρούχα προσάναμμα, η γλώσσα γονατιστή, ο θάνατος ιδεόγραμμα, τα τραγούδια απογοητευμένα, η παράσταση ημιτελής, η παρουσία με γένια, ο Θεός άθεος, ο Ιούδας προφήτης, ο καιρός λάσπη, ο αιώνας λιγότερος, οι άγγελοι γκρεμισμένοι, το συναίσθημα ηθοποιός, ο ουρανός δράκος, το ιερό οργωμένο, η ηλικία στο απόσπασμα, το μέτωπο άγνωστο, οι αρτηρίες βουλωμένες, το δείγμα ελάχιστο, η αλήθεια φανταστική, οι λέξεις κενές, τα μάτια τάφοι, ο Πεσσόα κλινήρης, το αίμα έξαλλο, το ρίγος μόνιμο, η προδοσία έξη, το σκοτάδι λανθασμένο, τα χρώματα μεταχειρισμένα, η μοναξιά δήμιος, η απρέπεια χωρισμένη, ο ήλιος σκιά, το δράμα κατώτερο, ο σκορπιός φαγωμένος, το όνομα εξίσωση, ο οργανισμός σάπιος, η λύπη με κέλυφος, ο λαιμός κρεμασμένος, η ποίηση προδομένη, ο Χειμωνάς φαλακρός, η φωνή πλαστική, τα φωνήεντα άρρωστα, το Λουτράκι βυθισμένο, οι υποψίες αληθινές, η πραγματικότητα αίνιγμα, το παραμύθι μονόστηλο, ο σφυγμός ακίνητος, το δέρμα αχόρταγο, η αγάπη εκδίκηση, η σελίδα αδύναμη, ο ίσκιος ανέντιμος, ο έρωτας ανορθόγραφος, η αλήθεια χαμένη, το σκιάχτρο φιλόδοξο, ο πρόλογος επίλογος, η επιστροφή εξαφάνιση, ο λύκος βρώμικος, το κορμί όλων, οι αναμνήσεις ανεπιβεβαίωτες, εγώ χθες, σήμερα, αύριο,
με σένα.

.

ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΚΟΚΚΙΝΟ (2013)

Σημείο 0

Ο κόσμος ήταν αγορασμένος. Γύρω του κούρνιαζαν νυσταγμένες οι οικογένειες. Ανακάτευαν μια φωτιά χαλασμένη. Με το ένα τους μάτι γυάλινο, τις ραγισμένες αγκαλιές στο τζάκι. Τα εξασθενημένα, χωρίς ζωή, χνώτα. Τα σπίτια ήταν όλα από χειμώνα. Γυναίκες με κόκκινα, λυπημένα μαλλιά και άντρες ακατοίκητοι που έγερναν σαν άγνωστα τοπία. Παιδιά ξεκοιλιασμένα. Σε σχήμα σταυρού. Δεν μπορούσε κανείς να δει το στολισμένο τους πρόσωπο.
Οι ψυχές, ένας πόλεμος. Να καταργηθεί το φτηνό ύφασμα. Το άβουλο μέσα. Όταν. Είπε, να ενωθούμε και πέθανε. Σκαλισμένος έως το κόκαλο, χωρίς να θυμάται ονόματα.
Τη νύχτα μεταμορφώθηκε πάλι σε ένα ακάθαρτο δέρμα. Θα ζήσει ξανά. Τα σβηστά είχαν πάλι ανάψει. Ρουφηγμένος και καταποντισμένος — υπήρχε ακόμη καιρός. Η ματιά του ουρανούσε στρεβλώσεις. Του άρεσε να απεχθάνεται την πραγματικότητα.
Οι γωνίες του σώματός του ήταν σιδερωμένες με φως. Ανελέητο φως και του αρκούσε. Στο κρεβάτι, ο σιδερένιος δεσμός. Οιδίποδας γίγαντας, με τα χέρια δεμένα. Όταν κοιμόταν πάνω της ένιωθε ελαφρύς. Όλος.
Περνούσαν οι μέρες και γιατί. Πετούσαν με τα ορθάνοιχτα μάτια τους. Σ’ ένα πηχτό, γνώριμο, αδιαπέραστο χρώμα. Μέσα απ’ τα ξεκούμπωτα ρούχα της, η ομορφιά. Θα μπορούσε να σκοτώσει γι’ αυτήν. Αλήθεια, θα μπορούσε να διαλυθεί.
Από το στόμα της έβγαινε ίσια στον ωκεανό. Βαφόταν με κάτι τεράστια λέπια και μπορεί. Μόνο εκεί γινόταν να κατοικήσει. Φτασμένος στον ουρανίσκο της. Σκεπασμένος με σάλιο, καθώς εμίκραινε. Όλο εμίκραινε. Σαν κερί που τελειώνει.
Ήταν περισσότερο το τοπίο εκεί; Περισσότερο αυτή η εκπληκτική σιωπή; Θα ξεπερνούσε αυτό που φαινόταν για να γίνει πολίτης του αφανούς. Ένιωθε εξουσιοδοτημένος. Σπαρμένος στην επιφάνεια της γης. Τον κρατούσε με πείσμα να μη βυθιστεί. Σαν νησί. Ο ήλιος το αναγνώριζε και συμφωνούσε. Του έβαζε τα δώρα στα χέρια.
Θα στέκει από μια γωνιά, σ’ έναν ανθισμένο καιρό. Με ή χωρίς. Θα στέκει. Σε έναν καταυλισμό των σωσμένων. Δεν θα έχει λέξεις να πει, ιδέες να γράψει. Δεν θα έχει κόσμο να ζει. Θα παίρνει εκείνο το παλιό λεωφορείο για τη θάλασσα. Θα αποβιβάζεται πάνω στα πρόσωπα των ανθρώπων. Θα τον αντέχει ο πρωινός ήλιος, θα χαμογελά μυστικά. Θα ανακατεύει τη λίμνη μέσα της.
Ό,τι υπήρξε θα υπάρξει ξανά. Καθετί είναι απόσπασμα. Η μοναξιά του οριακού.
Και το οριακό δεν θυμάται ονόματα.

Σημείο 1

Μετά ακούστηκε. Μέτρημα επιστροφής, διαφορετικό. Έπεφτε πάνω σε τσίγκο και με ακανόνιστο θόρυβο σαν βροχή, ανέβαινε. Αλλά με μια απόφαση. Ήταν ένα χαρτί και έλεγε «ήρθε ο καιρός να χωρίσουν μέχρι θανάτου ο νους του ανθρώπου από το νου του κόσμου». Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος, αν και ουδέτερου γένους, είχε μια θηλαστική ομορφιά που έτρεφε. Από το αυτί της κρεμόταν μια σημασία. Σαν πελώριο σκουλαρίκι ήταν και βάραινε και απ’ τα καλώδια έτρεχε ένα παχύρευστο υγρό που ήταν κάτι ανάμεσα σε καυτό και ομίχλη.

Σημείο 2

Έχει εγκατασταθεί μια λύπη ανάμεσα σε μένα και τη γυναίκα. Και δεν αφήνει να δω, αλλά είναι η τιμωρία της. Αυτή η λύπη είναι το αποτέλεσμα της γυναίκας. Που συνεχώς βαραίνει και τώρα τα καλώδια σφίγγουν το λαιμό της και αναπνέει αργά.
Όπως λάμπα είναι που σβήνει.

Σημείο 11

Γεννήθηκα με μια κιθάρα κρυμμένη καλά ανάμεσα στα μάτια, σε σχήμα σταυρού, για να πενθεί τους μελλοντικούς εαυτούς μου: Αυτόν που παριστάνει εμένα στον κόσμο και τον άλλον που μοιάζει με τον εαυτό μου σαν όνομα.

Σημείο 13

Έσκυψα, έκοψα το νέο κόσμο σε ένα πατρόν χάρτινο και σχεδίασα με μανία τα ανθρώπινα ομοιώματα. Είχαν ένα βαθύ πορτοκαλί χρώμα σαν ανατολή που έβγαινε μέσα από βουνά και καρφωνόταν. Στέκονταν γερμένοι, μπορεί εύκαμπτοι. Ο αέρας που φυσούσε κόντρα, ανάποδα με την ιστορία της γης, άλλαζε το σχήμα τους, σαν αρμονία με μέλλον.
Μόνο όταν υπάρχουν οι άλλοι, υπάρχει εαυτός, είπα. Και τους άνθισα με τα τεθλασμένα μάτια μου.

Σημείο 18

Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος ενώθηκε με το θάνατό της και ξανακάνει ζωή. Μετά φάνηκε πάλι ο ουρανός της μέρας, ένα βαθύ μπλε των σειρήνων. Από κάτω τα χάρτινα πορτοκαλί ανθρωπάκια σε διάταξη πραγματικότητας, οι καινούριες πόλεις, τα φώτα επιστροφής.
Είχα τις αναγκαίες άσπρες λέξεις στα χέρια μου και τα μάτια του κόσμου. Σαν φιλημένα δάκρυα. Και έβρεχαν με ένα αθώο γέλιο το χώμα.

Σημείο 20

Σαν να μην έζησε ποτέ αυτή η γη, ή να έζησε τη ζωή της μέσα σε διάλειμμα ζωής και δεν πρόλαβε να μ’ αγαπήσει. Λίγο πριν μ’ αγαπήσει τη σκέπασε η θάλασσα. Έπεσε πάνω της με ένα θόρυβο αποκρουστικό και δεν υπήρχε χώρος για μένα, γιατί όλα είχαν γίνει νερό.
Νερό που κολλάει στα ρούχα σου με μανία.

Σημείο 24

Μετά με επισκέφτηκε ένας τεράστιος ίσκιος αλύγιστος, μη στενεύεις, έχω μόνο εσένα, του είπα, σε παρακαλώ να φεύγεις ασπρόμαυρος. Αυτή η τυφλότητα με το χρώμα σε όλες τις παραλλαγές της με μουτζουρώνει, μαρκάρει τη μοίρα μου και την οδηγεί.

Σημείο 28

Το φως μύριζε απογοητευμένο θεό. Ήταν λίγο, με τα μυστικά του θαμμένα, αβυσσαλέα εγωιστικό. Το παλιό είχε πεθάνει, αλλά ήταν γιορτή. Έμοιαζε με εγκαίνια ζωής. Εγκαίνια ανθρώπων. Και τους ειπώθηκε να γίνουν χρυσαφένιοι.
Στα πρόσωπά τους στέγνωνε μια σφραγίδα, σαν ο βασανισμός που έφευγε.

Σημείο 35

Να κρατάς τον πόνο του κόσμου στα χέρια σου, όπως ένα ποτήρι νερό, είπα στον φοβισμένο τραγουδιστή μετά το τελευταίο ταξίδι του στην Τούλσα και κοιμηθήκαμε με τους αγγέλους.
Αυτό θα αλλάξει. Το ανθρώπινο αντίδοτο θα αλλάξει. Περιμένει κρυμμένο, ανάμεσα σε χαμένα κομμάτια, τους αντικαταστάτες τους.

Σημείο 37

Πήρα χαρτί και άρχισα να τους ζωγραφίζω ξανά. Να συμπληρώνω την αμαρτία των ανθρώπων. Στην αρχή πάνω σε ξύλο, σχεδίασα τα πρόχειρα περιθώρια. Άνοιξα παράθυρα και σκάλισα τα πρώτα ενιαία πορτρέτα. Ήταν τάφοι. Ο ήλιος τούς έκαιγε. Τους έκανε να μοιάζουν πιο σκούροι. Τράβαγε τα χαρακτηριστικά τους και είχαν μια τεράστια ομορφιά που εξείχε. Ένα νέο είδος σχηματίστηκε τότε σαν ατελείωτη δικαιολογία και ασυνήθιστο. Που θα συνέχιζε τον κόσμο και θα γινόταν κόσμος στη θέση του.

Σημείο 43

Τα πρόσωπα φταίνε ανομολόγητους εαυτούς. Δεν έχουν υπάρξει ποτέ και είπε γενηθήτω. Αλλά δεν υπήρχε κάτι άλλο να γεννηθεί, είχαν γεννηθεί όλα με έναν κίνδυνο πληγής ανεπανάληπτο. Όλα ξεκινούσαν από έναν ήλιο που κατέληγε. Ήταν διαρκώς νύχτα που τύφλωνε τα μάτια μου. Εδώ πάνω στη γη είναι όλο μεσάνυχτα.
Από πού έρχονται τα μεσάνυχτα;

Σημείο 46

Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος κρατούσε ένα κερί. Περπάτησε με κόπο μες στα χαλάσματα με ανοιχτό στήθος προς τη σκουριασμένη πλευρά. Στάθηκε λίγο πίσω απ’ τις κουρτίνες, προστατεύοντας τη φλόγα με την παλάμη της. Να κόψεις τον ήλιο με τα δόντια σου και να τον μοιράσεις. Να έχει λίγο φως η ζωή, της φώναξα.
Κάνει πολύ σκοτάδι εδώ μετά από τόσες λέξεις.

Σημείο 51

Πήρα τη γυναίκα που ήταν ο κόσμος από το χέρι και την οδήγησα. Τη στέγνωσα, που σχεδιάζει και επιθυμεί. Έγινε ήλιος στο τέλος του διαδρόμου. Ο ήλιος γέννησε ήλιο. Ένας στρατός από ήλιους έκανε τώρα παρέλαση στην επιφάνεια της γης. Μικροί, κόκκινοι ήλιοι, σαν κραυγές ζωής δυνατές, ανέτελλαν και έδυαν προς τα εκεί που ήταν χτισμένος ο κόσμος. Και συνεχιζόταν, όπως συνεχίζεται η ελάχιστη ροή αίματος σε έναν οργανισμό.
Ο κόσμος έγινε ο οργανισμός των ανθρώπων και οι άνθρωποι ο οργανισμός του κόσμου.

Σημείο 57

Ακούστηκε μετά κάτι σαν ποδοβολητό και ήταν οι ψυχές των ανθρώπων που απομακρύνονταν. Έβγαιναν σε κοπάδια, αλλά έφεγγαν, και τις στόλιζε ένα φως τελευταίο. Καμία εικόνα, κανένα στεφάνι, εκεί. Ο άνεμος είχε πάρει τις πεταμένες ψυχές και τις κάρφωνε με μανία στο χώμα.
Χωμάτινες κούκλες. Αλλά και άρωμα φυσαρμόνικας.

Σημείο 64

Θυμήθηκα πως χορεύαμε με το μαχαίρι στο λαιμό και λικνιζόταν η μουσική σαν λεπίδα σε τρεις διαστάσεις, σαν μπαμπάκι πάνω στο κομμένο μέλος του δέρματος. Κι ερχόταν ένα μπλε φως από μακριά που ολίσθαινε, σαν προβολέας κατάπληκτος, για τη συναυλία του έρωτα. Εκεί δεν υπάρχει ξανά, ή όλα ή τίποτα.
Δηλαδή μπαμπάκι.

Σημείο 65

Σε ρώτησα πώς πεθαίνουν οι θάνατοι και μου είπες από ζωή. Γιατί από ζωή τρέφονται.

Σημείο 67

Η ζωή της ζωής μου με έφτασε ως εδώ και τώρα δεν βλέπω τα μάτια μου. Εν μέσω φριχτής καταστροφής, επιστρέφω στα μάτια μου και δεν βλέπω. Τώρα που δεν υπάρχει ζωή, ο πλειστηριασμός του αέρα μόνο. Και δεν φυσάει. Μοιράζει ο άνεμος τις χαμένες σιωπές, σαν σημειώσεις. Οι άνθρωποι έγιναν πήλινα σκεύη.
Έγιναν αμφορείς τυφλοί και κατοικούν στο βυθό.

Σημείο 73

Ο κόσμος τότε κατέβηκε από τέλος. Από μια σπονδυλική στήλη, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς ένωση. Σαν ρεμβασμός ήλιου, και το φως λείπει. Δάκρυα νεκρών φυτρώνουν πάνω στο χώμα, μιλούν με τις αναστημένες εικόνες. Αν ανοίξω τα μάτια μου θα τα πάρει η θάλασσα. Μπροστά σε άρρωστα κυπαρίσσια. Αυτή η υγρασία.

Και αν χαθώ; Αν πάψω να υπάρχω ανάμεσα στις καμπάνες;

Σημείο 79

Η γη έφυγε χωρίς να με χαιρετήσει. Μου άφησε ένα σβησμένο πάρκο — η μνήμη του σώματος. Την ακολουθώ για να σκουπίζω το νερό από πάνω μου. Όλη η πόλη έφυγε, σαν πετσέτα από ξυραφάκια. Να αγκαλιάζεσαι με την πόλη. Να την κρεμάς στο λαιμό σου, κάθε που φεύγεις.
Κάθε που πεθαίνεις από ύψος ζωής.

Σημείο 81

Εκείνη τη στιγμή ο ήλιος εμφάνισε ένα παιδί. Ήταν ένας γυαλιστερός, λευκός φόβος και εχώριζε. Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος έσπασε την τεράστια μέση της, τέντωσαν τα μέλη της ξέφτια ορθάνοιχτα και κοιτάζουν τον ουρανό. Ένα σαρκώδες τραύμα που ήταν αχνίζει και τοποθέτησε το νέο παιδί προσεκτικά, χωρίς να αφήσει δαχτυλιές. Σαν κάλυκα το τοποθέτησε στον ερεθισμένο της κόλπο.
Το αποθήκευσε μέσα της σαν παγκόσμιο, μέχρι να λιώσουν οι παγωμένοι βουβοί κόσμοι. Και σαν προστασία.

Σημείο 84

Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος σε μια υπερβολική ένταση — σαν να γεννούσε ανάποδα. Τα φρύδια σηκωμένα, ψηλές περισπωμένες γεμάτες τρόμο. Διέκρινες τις συσπάσεις που έκαναν οι μύες αριστερά και δεξιά του φύλου της. Κάποιος είπε ότι έπρεπε να παραμείνει το συναίσθημα, το άκουσα τρεις φορές να κολυμπάει στο στήθος μου. Και ερχόταν ένας βρώμικος αντίλαλος ανακατεμένος με νερά πλακούντα, ή ήταν χείμαρρος ζωής; Θέλω να σε ανέβω, να σε ανέβω, έλεγε με λυσσασμένη αξιοπρέπεια.

Σημείο 86

Έκανε τόση παγωνιά εκεί και προσπαθούσα να ζεσταθώ από την ενέργεια που έβγαζε η προσπάθεια, την πήρα στα χέρια μου και τη φύσαγα, φου, φου, φυσούσα την προσπάθειά μου με ακαταπόνητο δέος, φφφφφου. Σαν παλάτι μεγάλο ασύγκριτο έγινε με πολυελαίους. Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος είδε τον πολυέλεο ανορθόγραφα, με άλφα γιώτα, και έγινε πάλι φως. Άναψε ανελέητο φως ανάμεσα στις χαρακιές των χειλιών της.
Άναψε σαν αναπάντεχο πυροτέχνημα και το πρόλαβα

Σημείο 91

Η γη ανακουφισμένη δεχόταν σαν χάδι την παρουσία σου. Έξαλλη από σένα, με υποταγμένη πνοή, έβρισκε τη θέση που της ταιριάζει ανάμεσα στα ματωμένα σου πόδια.
Από κάτω το μεγάλο νερό που τα γέννησε.

Σημείο 92

Μέσα στον κόλπο η φύση εχάριζε συνεχώς αποδείξεις ζωής και τις πότιζε το νερό. Τις χάιδευε με τις δαγκάνες του και τις φύτρωνε. Ξεκίνησε ο ανάποδος άνεμος. Ό,τι είχε συμβεί οδηγήθηκε σε άλυτη λήθη και σηκώνονταν σαν ευχές από άλλο σχήμα οι άνθρωποι, ένας ένας, γονιμοποιημένοι με θριαμβευτικό κόπο και εξαφανίστηκε εκείνος ο κύκλος που έγραφε το τέλος τους.
Τους κοίταζε η θάλασσα αποκαμωμένη που τη θήλαζαν.

Σημείο 95

Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος φωτίστηκε. Οι μηροί της απλώθηκαν φουσκωμένοι και κύλησαν σαν καΐκι γύρω απ’ τα μάτια μου. Από το άνοιγμά τους προήλθαν πατημασιές χαμένες, δώρα του κόσμου σαν χνάρια παλιά και μέσα στην αμαρτία.
Βουτηγμένα μέλη κορμιού σαν πανάκριβα, μ’ ένα δίχτυ ζωής κρεμασμένο.

Σημείο 97

Ο κόσμος όλος φανερώθηκε από τον έκλυτο βίο της.

(Κι όπως έμπαινε η θάλασσα από τα παράθυρα και την παραβιασμένη πόρτα, οι τοίχοι του κόσμου ξεφλούδιζαν σαν ταπετσαρία κι έφερναν ένα γύρω τα έπιπλα. Έμοιαζαν γεμισμένοι στο σπίτι. Το πάτωμα γινόταν σιγά σιγά θηλυκό. Εγκυμονούσε καμπύλες, περιμένοντας να υποδεχτεί τα νέα σώματα. Το στόμα σου σαν ανοιχτό, ρουφούσε τη θάλασσα και βαφόταν. Απ’ έξω ο δρόμος. Τόσο μακριά, αλλά τόσο κοντά. Σαν φίδι, που λίγο πριν αλλάξει το δέρμα του, τα κλείνει όλα σε ένα επείγον αύριο που είναι διαρκώς τώρα. Και τα ξαναγράφει.)

.

ΠΙΟ ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ (2011)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΜΥΘΟΥ

ΣΥΝΝΕΦΟΥΛΑ ΜΟΥ

ΒΡΑΔΥ, μετά τη βροχή. Ακούω το θρόισμα που κάνουν τα βήματά μου στη βρεγμένη άσφαλτο. Από πάνω κρέμεται ο ουρανός σα χάρτης. Προσπαθώ να πιάσω συχνότητα, έχει παράσιτα. Οι άνθρωποι στο δρόμο είναι από χαρτόνι. Μια πανωλεθρία τα πρόσωπα.
Συννεφούλα μου. Γιατί έπαψες να με ακολουθείς;

Τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα στην οδό Πλάτωνος θυμίζουν τις κυβερνήσεις από το 74 και μετά. Ακίνητες κολώνες. Περίμεναν να πέσει η μια για να έρθει η άλλη. Να βουλιάξει στο χρώμα της ακίνδυνα. Αλλάζουν, όπως αλλάζουν οι φωτογραφίες. Σ’ ένα παλιό κάδρο. Πριν κιτρινίσουν βγαίνουν έξω από το πλαίσιο.
Αν υπήρχε δάσος, μπορεί να κρυβόμουνα. Να τρόμαζα τον κακό λύκο. Πότε ήταν που τον τρόμαξα τελευταία φορά; Φοβήθηκε.

Έχω στήσει καρτέρι, είναι όμως πολλοί. Μαζεύονται κάτω απ’ το φανάρι, χιλιάδες. Περισσότερο απ’ όλα με εξουσιάζουν αυτοί που κάνουν τους εαυτούς μου. Οι άγνωστοι γείτονες.
Μεγάλος στόχος είναι ο ανεκπλήρωτος στόχος. Αυτός που φαίνεται αδύνατον να φτάσεις. Όταν τον κατορθώνεις, παύει να είναι μεγάλος. Για τα άλλα φταίει η κρίση. Ταυτότητας. Μας λένε επίθετα. Αντωνυμίες. Πολλά.

Ένα ζευγάρι φιλιέται κάτω από μια ομπρέλα. Στο πουκάμισο της κοπέλας, στη συμβολή των δυο μαστών, αναβοσβήνει ένα μπλου τουθ: Ο κόκκινος φάρος του έρωτα. Δείχνει τον ύφαλο για να μην τρακάρεις.
Μαθαίνουν να αγαπούν, αγαπώντας. Δεν αγαπάει κανείς. Τρακάρουν.
Πρέπει να διαλέξω ανάμεσα σ’ ένα πράσινο κι ένα μπλε κάδο. Όλα σκουπίδια είναι. Όλα τσιγάρα που τελειώνουν.

Ένα παιδί με κοιτάζει επίμονα. Τα μάτια του σκύβουν αθώα προς την πανσέληνο. Μου μοιάζει. Όταν φανερώνει την κιθάρα του, δεν έχει χορδές. Το παιδί δείχνει το παιχνίδι του, ο άντρας το κρύβει, λέει ο Αντόνιο Πόρτσια. Είμαι το παιδί που έγινε άντρας αντί να είμαι ο άντρας που ξαναγίνεται παιδί. Είμαι το παιδί που δεν έπρεπε να είμαι.
Ντρέπομαι. Γυρίζω στη ζωή. Των μεγάλων. Αυτών που νομίζουν ότι ζουν. Νομίζω κι εγώ. Όμως ντρέπομαι.

Ο Θεός είναι παντού. Τις νύχτες, όταν καμιά φορά τον χρειάζομαι, ανοίγω τα σύννεφα σαν ακορντεόν και τον βλέπω. Συζητάμε για λίγο, σε θερμό κλίμα. Έχει ασημί γενειάδα και παιδικό χαμόγελο. Κάνει με το ξυλαράκι του κάτι γρατσουνιές που μοιάζουν με αστέρια. Βάζω ένα στη τσέπη μου, υπάρχουν πολλά.
Να προσέχεις μου λέει. Με βάζει να το υποσχεθώ.

Είναι νύχτα. Πάντα ήταν. Ο Πειραιάς μοιάζει με ακίνητο πλοίο.
Η θάλασσα είναι το φέρετρο του.

Σκοτεινό.

ΚΑΤΑΣΤΙΧΤΗ, ΠΕΛΕΚΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΣΠΑΘΙΑ

ΣΗΜΑΣΙΑ έχει ν’ αγαπάς. Έχει; Τη στιγμή που το ρευστό της σώμα πάει να στερεοποιηθεί, καταρρέει. Μες στα χαλάσματα του πολέμου, τα μάτια ενός παιδιού. Έγχρωμα μάτια, ασπρόμαυρο σκηνικό. Η Αλίκη στη χώρα των θανάτων. Έλα, δως μου το χέρι σου, λέει. Θέλω να μου δείξεις τον κόσμο.
Δεν έχω χέρια. Δεν μου έμειναν. Κι έπειτα, δεν υπάρχει κόσμος, μωρό μου.

Φωτιές παντού. Θέλω να καις. Να με καις. Ο ήλιος, γκρεμός. Κι η θάλασσα αγριεύει σε κάθε άγγιγμα. Στη Κίμωλο, στη Χαλκίδα, στο Χορευτό Πηλίου. Το φως της μένει πάνω στο σώμα σου σαν τατουάζ. Όπως η γοργόνα του Καββαδία. Στο αριστερό του μπράτσο. Η μόνη που δεν τον πρόδωσε ποτέ. Που δεν έφευγε απ’ τα χέρια του.
Την έλεγε χορεύτρια, απ’ το Χονγκ-Κονγκ, και τις νύχτες βιαζόταν να ξημερώσει, να δει αν είναι ακόμη πάνω του. Φοβόταν πως θα το σκάσει με τον Ποσειδώνα. Η γοργόνα του. Ένα τρύπημα του βελονιού, ένας βαθύς πόνος, σαν πυρετός. Μια στάμπα. Γυναίκας.
Νομίζεις πως αντέχω στον πυρετό; Δεν μπορώ να βλέπω άλλο τη σημαία να κατεβαίνει. Σιωπητήριο με Dylan – I want you.

Στο γυρισμό απ’ τη Σαντορίνη ήσουν αμήχανη. Έτσι όπως πρέπει να είναι αυτοί που πρόκειται να αγαπηθούν. Αν γράψω άλλο βιβλίο, θα σου αφιερώσω το κεφάλαιο του χειμώνα. Με Λιβαδειά, Αράχοβα, Δελφούς. Με διπλά στρώματα, παγωμένες λίμνες, χιονοδρομικά κέντρα. Το κεφάλαιο του καλοκαιριού θα λείπει. Έτσι. Από σεβασμό στους νεκρούς.

Έμεινε σε μια γωνιά το καλτσόν σου, σημαδεμένο από τους έρωτες. Κι ένα στρώμα δαπέδου, με ευχές. Σημείωναν στο ταξίδι τις νάρκες.
Πόσες φορές θα αναβοσβήσουν μέσα μου τα χιλιόμετρά του; Πόσες χιλιάδες φορές για να τελειώσει; Μέχρι να πάψω να θυμάμαι. Ένα κάρο σιωπές. Ένα κάρο έρωτες. Κι ένα κοριτσάκι που μοιάζει με το φεγγάρι. Απίστευτο.
Λιγοστέψαμε. Γίναμε τόσοι δα. Κομμάτια.

Όσο ακόμα εφημερεύει η αθωότητα, να μπορέσουμε. Τι; Καλύτερα μην το μάθεις.

Το τέλος του έρωτα είναι ο έρωτας.

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

ΙΣΤΙΟΦΟΡΟ. Με τα πανιά του ανοιγμένα. Στο σαλόνι μου μια η Αμοργός, μια η Νάξος. Εμφανίζονται λιμάνια. Του μπλε. Ένα πρόσωπο μέσα στο πλήθος. Στα στενά ασβεστωμένα σοκάκια των νησιών. Σαν μυρωδιά από αγιόκλημα.
Ξεχειλίζει απ’ τα ηλιοκαμένα σώματα, τα πολύχρωμα σλίπινγκ μπαγκ, τους τρούλους των εκκλησιών. Αναδύεται από τις γλάστρες στα σκαλιά της εισόδου. Ούτε έρχεται, ούτε φεύγει. Το επιθυμώ.

Επιθυμείς τον άλλον γιατί ψάχνεις τον εαυτό σου. Αναζητάς τα σταθερά σου σημεία εκτός. Εκεί που δεν κινδυνεύεις πολύ. Και κινδυνεύεις περισσότερο. Γιατί η επανάσταση έγινε κόμμα. Η διαφορετικότητα, όργανο. Η εξαίρεση, αντιπολίτευση. Ο έρωτας, γαμήλια τελετή. Το σεξ, μαρκαδόρος. Η βία, τρομοκρατία της ομορφιάς. Η αγάπη, καριέρα. Επάγγελμα. Το καλοκαίρι τα θεραπεύει όλα.

Τι θα πει καλοκαίρι; Η εκδίκηση για τον χειμώνα που πέρασε. Φωτογραφίες από χθεσινά ηλιοβασιλέματα. Χαλαρές στιγμές στην άμμο. Πύργοι από μπύρες. Εσύ. Που κολυμπάς σαν ψαράκι. Γυμνή. And the living is easy. Σιγά μην είναι. Easy είναι μόνο τα τραγούδια των Curved Air. Το βλέμμα της Ευαγγελίας κάτω από ένα πεύκο. Τα παγωμένα νερά της Σερίφου. Απ’ τα αστέρια, η Μικρή και η Μεγάλη Άρκτος.

Το συνοψίζουν σε τρεις γραμμές, γιατί το φοβούνται. Το εγγράφουν σε εγχειρίδια. Σε αόρατους οδηγούς, με την εγγύηση του δημοσίου. Σε υπερχρεωμένες ελπίδες. Πρόκειται για διακοπές, λένε. Από τι; Από ποιούς;
Την ωραιότερη δήλωση για το καλοκαίρι την άκουσα απ’ τον Ανδρέα Παπανδρέου, στην Καλαμάτα, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των κατοίκων της. Η πόλη είχε ισοπεδωθεί από τους σεισμούς. Εύχομαι αυτό το καλοκαίρι να μην τελειώσει ποτέ, είπε. Δίπλα του στεκόταν ο έρωτας. Η απαξία του προφανούς.

Πριν από ένα μήνα ήταν η μικρότερη νύχτα του χρόνου. Πέρασε. Αρχίζουμε πάλι να βαθαίνουμε στα σκοτάδια μας, ψάχνοντας για το καλοκαίρι. Να μετεωρίζουμε τη θλίψη στα μεταχειρισμένα αυτού του κόσμου.
Σήμερα. Στα 35α γενέθλια για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Συνεχίζουμε να αντικρίζουμε ιμιτασιόν θαύματα. Συνεχίζουμε τις φωτοτυπίες.

Γιατί το πρωτότυπο έχει χαθεί.

ΑΚΟΥΑΡΕΛΑ

ΔΕΝ ΓΙΝΟΤΑΝ να βγει έξω. Υπήρχε μόνιμη απαγόρευση. Μια φορά το μήνα, με πολύ προσοχή, πήγαινε μέχρι το σούπερ μάρκετ της γωνίας. Είχε εκεί μια γνωστή. Βάδιζε τοίχο τοίχο φορώντας ειδική συσκευή οξυγόνου. Η μόλυνση είχε προχωρήσει. Το κλίμα είχε καταστραφεί. Αν τον έβλεπε η περίπολος, θα τον είχε εκτελέσει.
Κάθε βδομάδα μοιράζονταν στα σπίτια τα δισκία επιβίωσης. Κάτι ανοιχτόχρωμα μπλε χάπια, στο χρώμα της θάλασσας, στήριζαν το ανοσοποιητικό σύστημα. Οι μαύρες στολές με τα ψηλά τακούνια τα άφηναν κάτω απ’ το χαλί της εξώπορτας.
Οι νεκροί ήταν χιλιάδες. Έπρεπε να φτάσει έως τη θάλασσα. Του είχαν πει ότι υπήρχε. Κανείς δεν την είχε δει. Δεν είχαν μπορέσει.

Άκουσε ξανά την περίπολο. Μάζευαν κάποιους νεκρούς. Κάποιους που είχαν επιχειρήσει να δραπετεύσουν. Είχε χαράξει στους τοίχους τούς χάρτες της πόλης. Τη διαδρομή που θα ακολουθούσε. Το σημείο που θα έπρεπε να βρισκόταν η θάλασσα ήταν κυκλωμένο με κόκκινο μαρκαδόρο. Υπήρχαν βελάκια που οδηγούσαν εκεί. Ήταν καιρός να είναι καιρός. Ήταν η ώρα.

Οι γαλότσες του βούλιαξαν δυνατά στη λάσπη. Πέρασε κοντά απ’ το αρχηγείο, ντυμένος θάμνος. Είδε την αρχηγό απ’ το θολό τζάμι. Γυναίκα. Όλες ήταν γυναίκες. Το είδος του είχε εξαφανιστεί. Δεν χρησίμευε πια ούτε για αναπαραγωγή. Τα λίγα παιδιά που είχαν απομείνει τα έστελναν σε αποστολές αυτοκτονίας. Τα έλεγαν ιδιόκτητα.

Ο αέρας τελείωνε. Υπήρχαν χάπια αναπνοής, δυσεύρετα. Είχε μπορέσει να εξασφαλίσει δύο. Με τη βοήθεια της φίλης στο σούπερ μάρκετ. Κατάπιε το δεύτερο και προχώρησε προς το δάσος. Κάποιο αεροπλάνο καιγόταν. Έφτασε στα ερείπια της εκκλησίας στο λόφο. Στο σύνορο της πόλης.

Από κάτω απλωνόταν η θάλασσα. Ατέλειωτη. Επικηρυγμένη. Την έβλεπε. Ένιωθε την ευεργεσία του ιωδίου. Τον θρίαμβο του μπλε. Τον κίνδυνο της αιωνιότητας.
Ξεκούρασε λίγο τα μάτια του στην εικόνα της και άρχισε να κατεβαίνει. Απόβραδο Ιουλίου και μια διαβολεμένη υγρασία του τρυπούσε τα κόκαλα. Η θάλασσα ήταν κοντά. Μπροστά του. Αυτό που έβλεπε ήταν αυτό που ονειρευόταν.
Στάθηκε όρθιος μπροστά στην αμμουδιά και προσπάθησε να καθίσει. Δεν γινόταν. Ήταν παράλληλη με το σώμα του.

Όταν πέταξε το ρολόι του στο νερό, εκείνο έκανε γκελ πάνω στη ζωγραφισμένη θάλασσα.

ΦΤΑΙΕΙ ΤΟ ΦΩΣ

Ο ΧΡΟΝΟΣ περνάει αργά. Ακατάστατα. Αν τον τακτοποιούσε κάποιος, θα εξαφανιζόταν. Αν κάποιο χέρι μάς τον παραχωρούσε ξαφνικά, θα σταματούσαμε να τον λατρεύουμε κι εκείνος θα πέθαινε από μοναξιά. Θα γινόταν αιώνιος – σαν τις επιθυμίες. Δεν γνωρίζουμε το τέλος του, γι αυτό συνεχίζουμε να τον πολιορκούμε· μέχρι να καταλάβουμε. Πώς μπορεί να καταλάβει κανείς τον χρόνο, αν δεν ζήσει πρώτα μαζί του;
Αν γινόταν να τον ζωγραφίσω, θα έκανα μια πέτρα που πέφτει στη θάλασσα. Μετά δεν βρίσκεται. Κενό. Ψάχνεις στο βυθό. Τίποτε. Πουθενά.

Θρυμματισμένος κόσμος. Θρυμματισμένοι άνθρωποι. Θρυμματισμένος λόγος. Ο Κάφκα είναι παρών. Μπορώ να πω λίγος. Μια δίκη άδικη. Ψάχνεις να βρεις τα κομμάτια που λείπουν. Τις πέτρες που έπεσαν στο νερό. Ζωή στον λήγοντα. Που κληρώνει. Κυνηγητό με τον χρόνο, κρυφτό. Κάποιος, όμως, πρέπει να τα φυλάει.

Σαν σήμερα, πριν από χρόνια, δυο μολυβένιοι σταυροί εμφανίστηκαν στον ουρανό. Έφεραν πάνω κάτω τον κόσμο και μετά έγιναν ιστορία. Είπαν πως επρόκειτο για αεροπλάνα, αλλά εγώ ξέρω καλά πως ήταν σταυροί που ζήλευαν το έδαφος. Και τα παιδιά ζηλεύουν τα παιχνίδια τους, μέχρι να τα βαρεθούν. Όλοι κάτι ζηλεύουν. Οι πιλότοι ζηλεύουν το φως γιατί θέλουν να το φτάσουν.

Μου έλειψαν τα μέρη που δεν πήγαμε. Θα οδηγούσα εγώ. Ένα αεροπλάνο, έναν σταυρό. Θα το συνέτριβα πάνω σου. Ψηλά, εκεί, στο χώρισμα των ποδιών. Τα χέρια μου είναι πια άνεργα. Κρεμασμένα στους ώμους, διακόσμηση. Άχρηστο αξεσουάρ. Σκηνικό περιοδεύοντος θιάσου. Είμαι ένας ηθοποιός που υποδύεται τον εαυτό του. Όμως σε χρειάζομαι.

Η πόλη ξυπνάει σιγά σιγά σε πουπουλένια στρώματα. Αστράφτει η πανοπλία της, μέσα σε συντρίμμια αεροπλάνων. Εσύ δεν ξέρω που είσαι. Που είσαι; Ένα παιδί τρέχει ανάμεσα στους νεκρούς. Τα σπίτια των ανθρώπων είναι από χώμα. Από μνήμη. Ασυναίσθητα βιογραφική.
Αύριο, ο στρατός των χαμένων θα επιστρέψει στις πρωινές αίθουσες για την καθημερινή διάλεξη. Αύριο, θα συνεχιστεί ο εμβολιασμός στην υποχρεωτική καθημερινότητα. Αύριο, θα έχουμε προχωρήσει όλοι μια ακόμη μέρα. Παραμένοντας ακίνητοι.

Και θα φταίει το φως.

ΑΓΕΛΑΣΤΟΣ ΠΕΤΡΑ

ΣΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ του κόσμου. Οι άνθρωποι κολυμπούν ακίνητοι. Νομίζεις ότι είναι σκαλισμένοι στο βυθό. Κανείς τους δεν μιλάει. Έχουν γίνει βοτσαλάκια. Μαζεύω μερικούς και τους βάζω στο βάζο· για να τους έχω. Ο ήλιος που καίει τους κάνει γυαλιστερούς. Ανυπόφορους.
Οικογένειες από πέτρες μεγαλώνουν κάτω απ’ τα μάτια μου, εργάζονται σαν τα μυρμήγκια. Θέλουν να αγοράσουν φωνή. Ούτε τους εαυτούς τους δεν μπορούν να χωρέσουν. Κρατάω το σπαθί. Όμως, καλύτερα να κόψω το χέρι μου.
Οι πέτρες δεν είναι ούτε καλές, ούτε κακές. Δεν έχουν ηθική, μνήμη, συνείδηση. Φορούν ένα δέρμα που το λένε σκληρότητα· για να τις προστατεύει. Είναι αγέλαστες. Λυπημένες. Άφωνες. Δεν θα συνηθίσω ποτέ.

Έκαναν χώρους για καπνιστές και δεν πρόβλεψαν χώρους επαφών, χώρους αγγιγμάτων. Οι επαφές απαγορεύονται.
Νύχτα στην Ιπποκράτους, οι άνθρωποι περπατούν μόνοι. Χωρίς σκιά. Πόσα χρόνια μοναξιάς; Εκατό; Όχι, αυτό είναι βιβλίο του Μάρκες. Πάντως, πολλά.
Ένας τυφλός προσπαθεί να περάσει τη διάβαση, δεν τον βοηθάει κανείς. Το άσπρο μπαστούνι του φωτίζει τη νύχτα. Χτυπάει το κράσπεδο. Τακ τακ, τακ τακ. Ένας περαστικός σκύλος που ψάχνει το ταίρι του τον ακούει και του γλύφει το πόδι. Θα τον οδηγήσει αυτός. Πώς είναι το εμείς στον ενικό;

Τα όρια ανάμεσα στη ζωή σου και στη ζωή για την οποία γράφεις είναι ασαφή. Όταν αρχίζουν και αποσαφηνίζονται, κάτι δεν πάει καλά. Ή η ζωή σου ή αυτό που γράφεις. Η νύχτα γδέρνει τον κόσμο, γδέρνει τα χείλη μου, γδέρνει το μέλλον. Επιβάλλει τον δικό της νόμο, του σκοταδιού.
Φεύγεις ή έρχεσαι; Χωρίς εσένα δεν υπάρχει χρόνος. Απόδειξη ζωής. Το κοντέρ μηδενίζει. Πώς μπορούν και ξεχνούν οι άνθρωποι την απόδειξη ότι ζουν; Γιατί έγιναν όλοι πέτρες;

Ένα παιδάκι περνάει από μπροστά μου, έχει μεγάλα φωτεινά μάτια που χωρούν μέσα τους την αγάπη του κόσμου. Θα μου πεις γιατί είμαστε μόνο στιγμές; Είμαι μικρούλι ακόμα, δεν ξέρω, μου απαντά.
Κι εγώ είμαι μικρούλι, αλλά όχι ακόμα. Πια. Είμαι μικρούλι πια.
Ο καιρός των μεγάλων πέρασε.

Θα με πάρεις μαζί σου;

ΕΙΔΕΣ ΠΟΤΕ ΤΗ ΒΡΟΧΗ;

ΣΕ ΟΛΑ τα κείμενα της νύχτας βρέχει. Όπως στις ταινίες του Ταρκόφσκι. Όταν εμφανίζεται η βροχή, η ανθρωπότητα χάνεται μες στα ρείθρα. Τα ξεβαμμένα από την καθημερινότητα σώματα ξεβάφουν ακόμη περισσότερο. Κανείς δεν θέλει αυτό που μπορεί. Όλοι θέλουν το παραπάνω. Τα δάκρυα γίνονται αόρατα. Πως μπορώ να κλάψω όταν κάθε μέρα καταστρέφουν τα μάτια μου;
Ένας ολόκληρος κόσμος σταγόνων τα πολιορκεί, τα αγγίζει με τις τούφες του. Πολύγλωσσος, πολυνίκης – η βροχή είναι αήττητη. Ξεπλένει τους έρωτες που ηττήθηκαν, τους δείχνει τον τρόπο να αποτύχουν. Κατακτά όλους τους τίτλους και τους αφήνει στην εξέδρα να μουσκεύουν.
Δεν υπάρχει μία βροχή, αλλά ένας λαός βροχών, λέει ο Μαρτέν Παζ, στο δοκίμιό του Περί βροχής.

Κοιτάζω ψηλά, ένα φεγγάρι παίρνει ρεύμα για να φωτίζει συνέχεια, ανάβει τα πρόσωπα των νεκρών που περνούν. Η βροχή τα σβήνει. Κοροϊδεύει τη νύχτα. Πέφτει σε κάθετες, διαφανείς λωρίδες. Θέλω να φυλάξω μερικές στη τσέπη μου, αλλά λειώνουν. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ποτέ;
Πάνω στη παλάμη μου έχει μείνει τώρα ένα ρυάκι. Το φυσάω με όλη μου την αναπνοή, το ζεσταίνω, προσπαθώ να το διατηρήσω στη ζωή.
Αυτό κυλάει. Και χάνεται.

Το τζουκ μποξ της νύχτας παίζει τραγούδια που έχουν σχέση με τη βροχή: November rain. Have you ever seen the rain. Rain and tears. Λάμπουν όπως το νερό πάνω στα αυλάκια του βινυλίου.
Ανοίγω τα χέρια μου για να υποδεχτώ τον στρατό των γραμμών που επελαύνουν, τους διαφανείς νάνους με την υγρασία στα μάτια που αυτοκτονούν ένας ένας. Τους αγκαλιάζω, περιορίζω την πτώση τους. Τα τραγούδια τελειώνουν.
Ξαφνικά, έχω χιλιάδες νεκρούς που κολλάνε στο μπλουζάκι μου, γλείφουν τα χείλη μου ζητώντας βοήθεια. Πέφτουν, δεν θα ξανασηκωθούν ποτέ.

Φιλάω τη βροχή για τελευταία φορά, πεθαίνει μέσα στα χέρια μου. Νε με κιτ πα. Σκηνές αποχαιρετισμού. Πότε θα’ ρθεις να πάρεις τη βροχή από πάνω μου; Το σώμα μου γέρασε δίχτυα. Κολυμπάω στην υγρασία του, σε αυτό που υπήρχε πριν γίνω σώμα. Πρόκειται για δυστύχημα των σταγόνων, οι λαμαρίνες τους έχουν στραπατσαριστεί. Από δω κι από κει, περισσεύεις εσύ. Εγώ, ακρωτηριασμένος. Διαμπερής.

Δεν υπάρχουν πια άνθρωποι. Καταστράφηκαν από τότε που ήμουν παιδί.

ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Ο ΠΑΦΛΑΣΜΟΣ της ήταν αδιόρατος. Σχεδόν βουβός. Όταν αντίκρισε αυτό το βαθύ κόκκινο, του ήρθε στο νου ο ιριδισμός που κάνει το φως που πέφτει σε μια σκοτεινή τρύπα. Το περίεργο ήταν ότι αυτό το χρώμα είχε τη δική του αναπνοή. Αδύνατη στην αρχή, επιταχυνόμενη στο τέλος. Η ταχυπαλμία του κόκκινου διέσωζε μια περιοδικότητα που τον ξάφνιαζε.
Την ώρα που βούτηξε το δάχτυλό του μέσα στη ζεστή μπογιά, αισθάνθηκε σαν ζωγράφος που προετοίμαζε πυρετωδώς το μεγαλύτερο έργο του. Δοκίμασε λίγο το χρώμα στη γλώσσα του – ή ήταν αίμα; Άγγιξε τις πτυχώσεις του μια μια, ακούμπησε κάθε ζωή του ξεχωριστά. Είδε μια ασυνήθιστη παλίρροια να παρασύρει τα μάτια του. Αναγκάστηκε να τα βγάλει. Χωρίς μάτια θα μπορούσε να το κοιτάζει καλύτερα.

Άφησε αυτή τη μικρή θάλασσα να τρέξει πάνω στα χέρια του. Τα έβαψε. Μύρισε το ιώδιό της, άνοιξε και έκλεισε πολλές φορές τη σιωπηλή σπηλιά όπου κατέφευγαν οι πειρατές. Οι παράνομοι ήρωες και οι θαυμάσιοι εαυτοί.
Υπήρχαν όλα τα είδη των ψαριών – για την διαιώνιση του είδους. Όλα τα τροπικά κοράλλια. Ένα μαλακό πλαγκτόν σκέπαζε σαν κουρτίνα την επιφάνειά της. Από κάτω γυάλιζε επικίνδυνο το νερό.

Παραμέρισε με τους δείκτες των χεριών του τους διαφανείς ρόζους για να δει τον πυθμένα. Βρήκε μερικά βιβλία του Σαίξπηρ. Το τελευταίο άλμπουμ του Ίγκυ Ποπ. Κάποια γράμματα του Κάφκα. Τις ερωτικές επιστολές του Χένρι Μίλλερ στην Αναίς Νιν. Ένα πίνακα του Σαγκάλ. Το σενάριο μιας παλιάς ταινίας του Βέντερς.

Η ποίηση ήταν σχεδόν συνυφασμένη με το δέρμα της. Κάποιοι κόκκοι της θύμιζαν Λόρκα. Πήρε μερικούς στα δόντια του και πρόβαλε το φεγγάρι. Ζήτησε αίμα γιατί οι άνθρωποι το άφησαν έξω απ’ το σπίτι τους. Γιατί θέλησαν να βγάλουν το φως απ’ τη ζωή τους. Ζήτησε ένα ματωμένο νυφικό, ένα ματωμένο γάμο. Μια κόκκινη απόδειξη έρωτα. Αυτό, που έβγαινε μέσα απ’ τη θάλασσα, σαν οιωνός αρχαίος.

Πήρε τη θάλασσα και την έφερε σπίτι. Την ακούμπησε στο σαλόνι του. Της έβαλε να ακούσει Σοπέν για να ηρεμήσει, την κοίμισε μέσα στα χέρια του. Σαν μωρό. Ήπιε κάποιες γουλιές της. Χανόταν και μούλιαζε σε αλμυρά νερά, πνιγόταν σ’ ένα βαθύ κόκκινο. Κάθε που έβγαζε το κεφάλι του έξω να αναπνεύσει, έπρεπε να κολλήσει το στόμα του στο δικό της· για να σωθεί. Ο αέρας που ερχόταν απ’ τα νερά της ήταν ζωής.
Θα έμενε διασωληνωμένος μαζί της. Το ήξερε. Θα έμενε στον βυθό της για να βγουν στην επιφάνεια. Θα την σκέπαζε με το κόκκινο σώμα του.

Θα άκουγε το φεγγάρι που ζήτησε αίμα.

ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΘΥΜΑΤΑΙ ΟΝΟΜΑΤΑ

Ο ΚΟΣΜΟΣ ήταν αγορασμένος. Γύρω του κούρνιαζαν νυσταγμένες οι οικογένειες. Ανακάτευαν μια φωτιά χαλασμένη. Με το ένα τους μάτι γυάλινο, τις ραγισμένες τους αγκαλιές στο τζάκι, τα εξασθενημένα, χωρίς ζωή, χνώτα. Τα σπίτια όλα ήταν από χειμώνα. Γυναίκες με κόκκινα, λυπημένα μαλλιά και άντρες ακατοίκητοι που έγερναν σαν άγνωστα τοπία. Παιδιά ξεκοιλιασμένα. Σε σχήμα σταυρού. Δεν μπορούσε κανείς να δει το στολισμένο τους πρόσωπο.
Οι ψυχές, ένας πόλεμος. Να καταργηθεί το φτηνό ύφασμα, το άβουλο μέσα. Όταν. Είπε, να ενωθούμε και πέθανε. Σκαλισμένος έως το κόκαλο, χωρίς να θυμάται ονόματα.

Τη νύχτα μεταμορφώθηκε πάλι σε ένα ακάθαρτο δέρμα. Θα ζήσει ξανά. Τα σβηστά είχαν πάλι ανάψει. Ρουφηγμένος και καταποντισμένος – υπήρχε ακόμη καιρός. Η ματιά του χρειαζόταν στρεβλώσεις. Του άρεσε να απεχθάνεται την πραγματικότητα.
Οι γωνίες του σώματός του ήταν σιδερωμένες με φως. Ανελέητο φως και του αρκούσε. Στο κρεβάτι, ο σιδερένιος δεσμός. Τυφλός γίγαντας, με τα χέρια δεμένα. Όταν κοιμόταν πάνω του ένιωθε ελαφρύς. Όλος.

Περνούσαν οι μέρες και γιατί. Πετούσαν με τα ορθάνοιχτα μάτια τους. Σ’ ένα πηχτό, γνώριμο, αδιαπέραστο χρώμα. Μέσα απ’ τα ξεκούμπωτα ρούχα τους, η ομορφιά. Θα μπορούσε να σκοτώσει γι αυτήν. Αλήθεια. Θα μπορούσε να διαλυθεί.
Από το στόμα της έβγαινε ίσια στον ωκεανό. Βαφόταν με κάτι τεράστια λέπια και μπορεί. Μόνο εκεί γινόταν να κατοικήσει. Φυτεμένος στον ουρανίσκο της. Σκεπασμένος από σάλιο, καθώς εμίκραινε. Όλο εμίκραινε. Σαν κερί που κάποτε τελειώνει.

Ήταν περισσότερο το τοπίο εκεί; Περισσότερο αυτή η εκπληκτική σιωπή; Θα ξεπερνούσε αυτό που φαινόταν για να γίνει πολίτης του αφανούς.
Ένιωθε εξουσιοδοτημένος. Σπαρμένος στην επιφάνεια της γης. Τον κρατούσε με πείσμα να μην βυθιστεί. Σαν νησί. Ο ήλιος το αναγνώριζε και συμφωνούσε. Του έβαζε την παραλία στα χέρια.

Θα στέκει από μια γωνιά, σ’ ένα ανθισμένο καιρό. Με ή χωρίς. Σε ένα καταυλισμό των σωσμένων. Δεν θα έχει λέξεις να πει, ιδέες να γράψει. Θα παίρνει εκείνο το παλιό λεωφορείο για τη θάλασσα. Θα αποβιβάζεται πάνω στα πρόσωπα των ανθρώπων. Θα τον αντέχει ο πρωινός ήλιος, θα χαμογελά μυστικά. Θα ανακατεύει τη λίμνη μέσα της.
Ό,τι υπήρξε, θα υπάρξει ξανά Κάθε τι είναι απόσπασμα. Η μοναξιά του οριακού.

Και το οριακό δεν θυμάται ονόματα.

ΝΑ ΣΤΡΩΝΕΙΣ ΤΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ ΜΕ ΞΥΡΑΦΑΚΙΑ

ΟΣΟ ΠΑΕΙ, απομακρύνεται. Σαν καράβι. Σε λίγο θα φαίνεται μόνο ο καπνός των φουγάρων της. Η σκόνη που σκεπάζει τον ουρανό μοιάζει με ακτινογραφία. Κανένα λιμάνι στον κόσμο δεν μπόρεσε να δέσει ποτέ κανένα πλοίο. Σε μερικούς ανθρώπους αρέσει να τα κοιτάζουν να φεύγουν, αναβοσβήνοντας τα φωτάκια τους. Ολοκληρώνονται μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία φυγής. Μέσα απ’ αυτό που αδιανόητα και αδιάλειπτα θα λείπει. Ακόμη κι όταν το χεις μπροστά σου, ένα μέρος του θα επιμένει να λείπει. Ή να παραμένει αθέατο.

Γίνεται να κρατήσουμε τις σιωπές σε κουτιά; Αν ο χρόνος τους είναι σχετικός, αν η αποθήκευσή τους σε ντάνες, φακέλους, συρτάρια μνήμης, εξυπηρετεί το άγνωστο μέλλον, τότε δεν μπορεί να υπάρξει διάρκεια στο παρόν. Κονταίνουμε το παρόν για να το εμποδίσουμε να συμβεί; Ή για να το βοηθήσουμε να τελειώσει; Μήπως το μόνο που κάνουμε είναι να μην το αντέχουμε;
Μιλάει συνεχώς για τον απόηχο και χάνεται o ήχος. Όταν δεν βλέπεις και δεν ακούς, το μόνο που σου μένει είναι να μιλάς.

Η κουζίνα είναι βρώμικη, από κάπου ακούγεται μια βιόλα. Το άλμπουμ της Καραΐνδρου. Πλένω με μανία τα πιάτα, γδέρνω τον έρωτα. Μέσα μου φυτρώνουν παράθυρα. Τις νύχτες να στρώνεις τα σεντόνια με ξυραφάκια. Να θυμάσαι να πετάς τα σπασμένα γυαλιά στο πάτωμα και να χορεύουμε. Θέλω να νιώθω το κόψιμο αυτού που υπήρχε. Χωρισμός. Λέγε.
Οι άνθρωποι ερωτεύονται για είκοσι μέρες, προσπαθώντας να στριμώξουν εκεί είκοσι χρόνια. Κόβονται για περισσότερα. Συζητούν. Μετά νομίζουν ότι μιλάνε γι αυτό που υπήρξε. Το τιμούν. Δεν καταλαβαίνω. Το ποίημα του Αναγνωστάκη καταλαβαίνει. Με βοηθά. Τόση ήσουν.

Σάπια αισθήματα στο ψυγείο. Σε ληγμένες κονσέρβες. Μιας εβδομάδας, δυο, τριών. Να καθαρίσουμε γιατί βρώμισε. Όταν ανοίγω την πόρτα με παίρνει η μπόχα. Η αρρώστια. Δεν λιγοστεύει η σιωπή. Όσο και να κοιτάς.
Το δωμάτιο είναι γεμάτο αίματα. Σοκολάτες. Θα σου βγάλω τα μάτια και θα τα κάνω ηλιοβασίλεμα. Να φανούν οι εκσκαφές στην Ελευσίνα. Εσύ να λες τις λέξεις: βαθύ, απόηχος, ματιά. Διαφορετικού πολιτισμού. Αγάπη. Να λες: μαζί, όλον, ουσιαστικά. Να τις απαγγέλλεις, όπως τα ποιήματα. Να τις εκφωνείς, καταστρέφοντάς τες. Εννοώντας τες με το αντίθετο νόημα. Λέγε.

Δεν είναι ότι δεν έμαθα. Έμαθα. Να πλένω τα χέρια μου πριν φάω. Να ξεχωρίζω την ανακύκλωση στα σκουπίδια. Να ονομάζω το σκοτάδι από το φως. Να ακουμπάω τους άλλους και να βάφω τα χέρια μου.
Οι λέξεις πάντα σημαίνουν. Για πολλούς αυτό που φοβούνται περισσότερο. Για άλλους, αυτό που είναι ανίκανοι να βιώσουν γιατί θα γκρεμιστούν.
Δεν υπάρχει κακό που να μου κάνει κακό. Πια. Έγιναν όλα.

Τα υπόλοιπα είναι Θεός.

ΕΞΙ ΜΗΝΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ

ΘΑ ΠΑΕΙ να δει πίσω. Να κοιτάξει τα πράγματα που άφησε να μυρίζουν στους τοίχους. Θα έχει φυτρώσει γκαζόν εκεί που περπάτησαν. Να μιλήσει στο φωτιστικό της κουζίνας, να το καθησυχάσει. Θέλει να πάει με το σώμα να δει εκεί που κατάγονται τα χρώματα. Χρώμα είναι ό,τι αθαύμαστο προεξέχει.
Βαδίζει αργά, αφήνει χώρο στο χάλασμα. Όταν ανοίξει την πόρτα θα τον βρουν τα μεσάνυχτα. Τα κλειδιά δεν ταιριάζουν. Χάδια. Σε βαθμό κακουργήματος. Αγκαλιές. Κρέμονται απ’ τις καρέκλες, σαν παλιά ελαιοτριβεία. Δεν θα μπει στην κρεβατοκάμαρα, εκεί μια κόκκινη θάλασσα. Εκεί, σταυροί – πιστεύεις στους χωρισμούς; Δυο χωριστοί.
Έχει περάσει καιρός. Φοβάται μη τον πετύχει ο θάνατος. Σκελετοί φυτρωμένοι στο χώμα. Κρασί, πετσέτες, για τα κόκαλα. Κασελάκι. Δεν θα μπει εκεί που το τέλος και οι τάφοι. Επέζησε.

Επαληθεύτηκαν τα λόγια που έλεγαν για τους λυπημένους, σαν συγκλονισμένοι χρησμοί έπεσαν και βάρυναν πάνω του. Αύριο 15 Αυγούστου, να πάει να ανάψει κερί.
Ξεκίνησε από πριν και με τον φόνο τον καταδικασμένο των ανθρώπων. Να κινηθεί προς αυτό που ονομάζεται ζωή. Αυτό το τρομαχτικό, θεόρατο θαύμα που να τολμήσει να ζήσει κανείς. Κλείνουν με τις παλάμες τα μάτια τους για να μην κατευθυνθούν προς τα κει που λέγεται ότι μυρίζει ζωή. Και τρομάζουν γιατί φορούν μαύρα για να υποκρίνονται το πένθος που στερούνται ζωή. Τρομαγμένοι να κλείσουν γρήγορα τις χαραμάδες, μην προλάβει και μπει αυτό που ονομάζεται ζωή.

Ξεκίνησε να κατευθυνθεί και μετέωρος. Απαγορευόταν να μπει εκεί που η αρχή του ήταν το τέλος. Του φάνηκε πως αναγνώρισε τη ζωή. Ήταν η ανατριχιαστική αντανάκλαση μιας μεγάλης επιθυμίας. Δεν αρκούσε να σταθεί απέναντι στο καθρέφτη. Έπρεπε να τον σπάσει και να περάσει μέσα του. Να συναντήσει τα φαντάσματα που τον κατοικούν και να τα σκοτώσει.
Τον έσπασε. Έσπασε. Τα αίματα έκαναν μια λίμνη που μαζεύτηκε τρυφερά στα πόδια του. Κόκκινη λίμνη και την ήπιε, την άντεξε μέσα του να βάφει.

Μετά προσπάθησε να θυμηθεί όλες τις λεπτομέρειες. Με σκεπασμένο το πρόσωπό του. Είδε την πόρτα να πέφτει, σαν σκηνοθετικό υλικό απ’ το «Dogville». Μέσα ο εσωτερικός χώρος άστραφτε σαν ράχη ψαριού.
Καθάρισε τα λέπια και άρχισε να βρέχει άπληστα βλέμματα. Ξεπατώθηκε το χρυσάφι τους, πάει. Σώθηκε απ’ το κοίταγμα και έπεσε σαν παλιά στέγη. Κατέρρευσε πάνω του. Την ώρα ακριβώς που είχε αρχίσει να έχει νέα του και ο ουρανός κατέβαινε να τον συναντήσει. Την ώρα που ήθελε τη ζωή ολόκληρη, να τιμωρηθεί.

Η διάρκεια του ονείρου βασίζεται σε ένα λάθος βλέμμα. Ο λάθος τόπος θα σταματούσε να είναι. Θα συσκεύαζε όλο το σπίτι στο μυαλό του να είναι κλειδωμένο. Να μη μπει ποτέ ξανά σαν ρίζα εκεί. Να μη μπει ποτέ ένα λάθος σπίτι στο μυαλό του.
Γι αυτό έσπρωξε την πόρτα. Και τα είδε όλα. Με ορθάνοιχτο πρόσωπο.
Είδε το σπίτι να λειώνει σε σταγόνες, σχηματίζοντας μια λίμνη. Κόκκινη, ανάμεσα στα λαμπαδιασμένα πόδια του.

Καμία νύχτα να μην χωρέσει. Αυτή την εικόνα.
Ποτέ.

Η ΑΓΑΠΗ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΜΕ ΗΤ(Τ)Α

ΕΙΝΑΙ μια γυναίκα. Σαν αιτία που κολλάει σταυρόλεξα κι όλο ακυρώνει. Το λίγο φως που υπήρχε πριν το έκανε σπίτι και εκεί. Γεννούσε πεθαμένες ιστορίες σαν εντόσθια.
Αργά εκατέβαιναν μέσα τα θαύματα: Η αμίλητη αγωνία της αγάπης. Η ακοίμητη πάλη με το σκοτάδι. Ο τρόμος της καθαρής όρασης. Δεν θέλει να δει. Οι εντός κορυφές είναι σαν τις ψυχές: Μπορείς να κρεμαστείς για λίγο από πάνω τους, αλλά δύσκολα τις αντέχεις.
Φοράει μάσκα και από κάτω άλλη. Μετά άλλη. Άλλη. Το πρόσωπό της σαν πούδρα, δεν βρέθηκε ποτέ. Μόνο φλούδα, άδειο προκαλούσε. Και ξοδευόταν στον αέρα επίσημα. Χωρίς χλωρίδα και πανίδα ζωής.

Πήγε και ήρθε και σταμάτησε κι όπως τα άλογα γονατίζουν να συναντήσει το περαστικό φως. Πάνω σε σπέρμα από σοκολάτα αμύγδαλο. Ένας απαθής θρίαμβος με φυλαχτά ήταν κρεμασμένος απ’ το λαιμό της. Και βάραινε. Με φόντο την Ακρόπολη όλο βάραινε. Σαν μουσική πολυκαιρισμένης όπερας.
Οστρακωμένη πάνω στο χρόνο, πέτρα σκληρή. Σισύφεια. Μόνο η λύπη μετακινούσε και γυάλιζε σαν αρπακτικό με τρομερές συνέπειες. Θα την έλεγες χωρίς ζωή, σκισμένη.

«Για να γράφεις όπως ακούς μουσική, όπως ψάχνεις δίσκους, όπως οδηγείς, όπως χορεύεις». Και έκανε. Δύο άσσοι ενός κουτσού μήνα, σαν άδεια, παγωμένα πόδια, τον είχαν υποδεχτεί. Γενέθλιος μήνας. Οριστικός. Που βράδιασε ζωή μέσα σε μια κάρτα.
Τώρα περπατάει στη γη, με ανάγλυφο βήμα. Ό,τι βαδίζει, αποτυπώνεται. Σε όλη τη μετά ζωή θα υπάρχει αυτό το πρόστυχο βήμα που ζει. Θα υπάρχει στη σιωπή.
Η νικημένη δούλα που πεθαίνει την αγάπη στη φωλιά της. Να ζει στη σιωπή.

Ήθελε να διπλώσει τον πόνο της και με τον τρόπο αυτόν που ξεκληρίζονται όσοι πιστεύουν ότι η αγάπη. Ενώνεται. Λες και είχε ανοίξει κάποια βουβή τρύπα και μέσα εκεί χυνόταν σαν λύπη. Αυτός έμπαινε για να ζει και τη σκεπάζει.
Εκεί σαν σε σπάνια αρρώστια αγωνίζεται. Και διαταράσσεται η τάξη του κόσμου και σκορπίζεται, αλλά με μια περίεργη εμμονή. Και επιμένει αγάπη. Γιατί διαμέσου των άλλων ανθρώπων συνεχίζεται ο θάνατος του ανθρώπου.

Θα έρθει όμως ο καιρός που το τέλος. Και ο κόσμος αυτός θα περάσει με τη λύπη καρφωμένη στα μάτια του. Αλλά με πλούτο πολύ. Πάνω στο γυμνό δέρμα θα πατήσει ο καινούργιος να κολλήσει και έτοιμος από μαρτύριο θα αφοσιωθεί.
Παρουσιάζεται και συνεχώς ξημερώνει. Μέχρι η αγάπη. Μια δίκαιη ανάμνηση στο κορμί του. Η νύχτα. Ποτέ άλλοτε τέτοια ήττα να διεκδικεί τον καινούργιο κόσμο με τη λευκότητά της.

Απέναντι, ένας καθρέφτης απλώνεται σαν μοίρα. Θα απαλλάξει τα γεγονότα απ’ το χρέος τους. Τους ανθρώπους από αυτό που εξακολουθεί να σημαίνουν. Θα διατηρήσει το ίδιο όνομα σε άλλο σώμα. Θα συνεχίσει να έχει αυτή την περίεργη εμμονή να επιμένει αγάπη.

Θα συνεχίσει.
Και η νίκη αυτή θα γράφεται με ήτα.

ΛΑΘΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

ΕΙΜΑΙ ένας παλιός άνθρωπος. Σκουριασμένος. Μέσα μου εξέχουν κάτι παλιοσίδερα νύχτες, λαθραίες συναγωγές. Με ελάττωμα αγάπης. Όταν ανοίγει ο δρόμος μπροστά και ταξιδεύω, νιώθω συγγενής των πουλιών. Πετάω πολύ και φοβάμαι.
Ασκώ το επάγγελμα του παρατηρητή, του δοκιμαστή, του διακοσμητή της πραγματικότητας. Φοράω ένα μετέωρο σώμα. Του κόσμου. Της φωλιάς των ανθρώπων.

Μερικές φορές το μυαλό μου γεμίζει ερείπια – απομεινάρια βυζαντινής περιόδου. Στην άκρη του μια αρχαία βρύση, με κεφάλι φιδιού, στάζει τη λύπη. Για ό,τι πέρασε, ό,τι δεν ήρθε, ό,τι δεν θα αρχίσει ποτέ.
Το σπίτι μου είναι από πέτρα. Επειδή μ’ αρέσει να φεύγω, το κουβαλάω στη πλάτη μου συνέχεια. Ο μυς του λαιμού μου είναι κατεστραμμένος. Κολλάω όπου έχει φως, σαν κουνούπι.
Η κατάρα του ταξιδευτή είναι να κυνηγάει το φως. Το φως αρρωσταίνει τα μάτια του, στοιχίζει σε φωτιές το μυαλό του, γεμίζει με επικίνδυνο καύσιμο τη ζωή.

Παλιές μουσικές. Ένα πιάνο, ένα ακορντεόν. Μια βιόλα. Μια πνιχτή φωνή. Μέσα στον καπνό. Ανάβει σαν καντήλι. Εδώ κι εκεί, ο πλακόστρωτος δρόμος. Τα βήματα. Τα σημάδια απ’ τις ρόδες του χρόνου.
Σαν άμμος κυλούν από τα δάκτυλά μου τα γεγονότα. Κάθε φορά και άλλη κλεψύδρα. Διαφορετική. Σημασία έχει να τρέχει κανείς. Όποτε χωρίζω απ’ τη μνήμη, αισθάνομαι ότι έχω προδώσει τη μοίρα μου.

Πολλές φορές, όταν κοιμάμαι, χάνω το ένα μου πλευρό. Στη θέση του βρίσκεται μια γυναίκα. Έχει δημιουργηθεί απ’ αυτό. Οφείλω τα πάντα στο πλευρό μου.
Από τη χαλασμένη αυτή τρύπα μπαίνουν και βγαίνουν τα φαντάσματα. Τα υποδέχομαι με τιμές. Βαπτίζονται στο αίμα μου, αποκτούν ονόματα. Μετά πεθαίνουν. Είμαι αναγκασμένος να ζω μαζί τους, όσο ζουν. Τυραννισμένος.

Όταν μιλώ, ανησυχώ για την προστασία της σιωπής. Ο λόγος δεν θα είχε μέλλον χωρίς αυτήν. Έχω επτά μπερδεμένες πατρίδες μέσα μου. Κάθε μία με τη δική της σημαία. Το δικό της πολίτευμα. Τις περισσότερες φορές δεν αναγνωρίζω καμία. Είναι ο τρόπος μου για να συνεχίσω να τις ψάχνω.
Μικρός είχα φριχτές απορίες για την δημιουργία του κόσμου. Έπαιζα με τα χώματα των αυλών. Με κομμένα τα μανίκια απ’ τα μπλουζάκια μου προσπαθούσα να γίνω λουλούδι.

Αναφέρομαι συχνά στον ήλιο και τη θάλασσα γιατί είμαι βαμμένος με αυτά. Είναι τα χρώματα του πολέμου μου. Έχω μια αμμουδιά στο πρόσωπό μου και λίγα κύματα παρακάτω. Όταν φυσάει πολύ, κλαίω. Προετοιμάζομαι έτσι για τον καταυλισμό των γενναίων.
Τις νύχτες, διπλωμένος στα μαύρα σεντόνια μου, όταν σωπαίνουν οι ώρες, γυρνάω όλα τα ρήματα στην Παθητική. Από τα μάτια μου συνεχίζουν να τρέχουν οι εικόνες του κόσμου: Σαν ισχυροί σεισμοί μιας απερίγραπτης καθημερινότητας.

Αν βρω τον τρόπο να τα βγάλω, θα απαλλαγώ.

ΑΛΛΙΩΣ

ΚΑΘΕ νύχτα έρχεται μέσ’ στα άγρια σαξόφωνα και προστίθεται στο κρεβάτι μου. Με το άσπρο σεντόνι του φόβου χιονισμένο στο κορμί της. Η παγίδα ενός αγγλικού γιου περιμένει στην άκρη του. Μια αύρα από κλεμμένα τριαντάφυλλα είναι κλειδωμένη στη μύτη της. Έρχεται με παλιές μονοκατοικίες και θυμωμένα ενοικιάζεται πάνω στον ξεφλουδισμένο τοίχο μου. Σαν επείγουσα είδηση. Παγωμένη. Τα χείλη της, ξεβαμμένα ποτάμια. Ρηχά.

Βλέπεις εκεί; Αυτό το αίμα είναι δικό μου. Ένα έκτακτο δελτίο καιρού τρέχει από τα μάτια της. Να αφήσουμε τα όνειρα στα τελάρα τους, λέει. Να κάνουμε πικ νικ στα γεγονότα. Ακούς; Ακούω.
Θέλει να εξηγήσει όσα δεν έχουν ανάγκη εξήγησης και τους στερεί τη γοητεία. Ακυρώνει τη μαγεία τους πριν εμφανιστούν. Μια υπερβολή φωνηέντων είναι κρεμασμένη στο στήθος της. Την επιδεικνύει σαν ακριβό κολιέ. Μιλάει.
Γύρω γύρω, η δύναμη που δεν έχει ο άνθρωπος. Η δύναμη. Που δεν μπορεί.

Γιατί το μόνο που μπορεί να μιλήσει ο άνθρωπος είναι αυτό που δεν μπορεί να αλλάξει. Ως πολίτης του εαυτού του, να χαλάσει το ήδη χαλασμένο. Καταδικασμένος να φαίνεται με αυτό το λαμπρό ξεγέλασμα των ματιών. Αν δεν αφήσουμε τη σιωπή να αλλάξει το θέαμα του ανθρώπου, δεν θα γίνει ποτέ ο κόσμος αθέατος.

Μπροστά στο παράθυρό μου εκτυλίσσεται ο παγωμένος χρόνος. Όλα τα στιγμιότυπα έχουν παραγραφεί. Είναι σα να βλέπεις μια παλιά κινηματογραφική μηχανή να γυρίζει. Δεν προβάλλεται τίποτε. Τα υγρά απ’ το φιλμ έχουν στεγνώσει. Ακόμη και η διάχυση του φωτός, αυτή η διάσημη δέσμη κενού αέρα, έχει χαθεί.
Έχω την εντύπωση ότι ο ίδιος ο χρόνος είναι μια θυσιαστική ζώνη.

Ο θάνατος, τόσο συχνός και ακάλεστος, έχει μετατρέψει τους θεατές σε αγάλματα που παρακολουθούν τη ζωή μου. Βαδίζω με χαμηλά βήματα. Σχεδόν επιπλέω. Και να ήθελα να υπάρξω αλλιώς, δε γίνεται. Είναι τόσα τα μάτια του ουρανού πάνω στη πλάτη μου που φτάνουν έως το αίμα.
Η βιογραφία του ανθρώπου είναι το αίμα. Που τον πολιορκεί.

Κοιτάζω αυτό που μοιάζει με ζωή. Αυτό που κάποτε θεώρησε ότι μπορεί να αντικαταστήσει τη ζωή, ότι είχε τις δυνατότητες να εξελιχθεί σε ζωή. Κοιτάζω αυτό το μεταμφιεσμένο, υγρό πράγμα που υποδύεται τη ζωή, που έχει προστεθεί στη ζωή της και κάνει τη ζωή. Στο κρεβάτι μου το σεντόνι είναι τσαλακωμένο. Από το παράθυρο οι νεκροί συνεχίζουν να περνούν.
Μοιάζει με Δευτέρα Παρουσία, αλλά δεν είναι. Είναι ο ανάποδος όρος, το αντίστροφο νόημα, η αντίθετη κίνηση αυτού που ονομάζεται ζωή. Κλείνω τα μάτια και την ακουμπώ. Είναι νεκρή, παγωμένη, ακίνητη.

Έχει γίνει συνώνυμη του θανάτου.

ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΕΘΑΝΕ

ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ του αυτοκινήτου αναβοσβήνει ένα πακέτο τσιγάρα. Είναι σαν να εισέρχονται όλα σε τούνελ – μόνο το πακέτο φωτίζεται. Η κίνησή του έχει δυο χρόνους. Ακολουθεί τον ρυθμό της μουσικής που ακούγεται. Οι νότες είναι οι μοναδικές ερωμένες που παραμένουν. Σαν παγκόσμιες γκέισες, άπιστες στο αναντικατάστατο της στιγμής.
Μετά τον κόσμο, απώλεια φωτισμού. Φωτογραφίες του μαύρου. Προχωράς στο σκοτάδι, επιβεβαιώνοντας ότι βλέπεις. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος του τσιγάρου συνεχίζεται σε όλη τη διαδρομή. Το μονόπρακτο του πακέτου μοιάζει με αποχαιρετισμό.

Μπαίνουμε νικητές στις πόλεις. Μπαίνουμε. Πρώτο πληθυντικό, ενεστώς. Ο μυελός του χρόνου κάνει μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας. Επιχειρεί να κρατηθεί από κάπου. Καθώς γλιστρά, γίνεται μνήμη. Λήθη, πριν, κάποτε. Τότε που.
Ο άνθρωπος που είμαι είναι γεμάτος πατημασιές. Τα μάτια μου φυλλορροούν πουλιά. Σκαρφαλώνουν σε ένα κλειστό πλάνο που είναι δέντρο. Από κει με καλούν. Με καλούν τα μάτια μου. Το πρόσωπο. Ένα τζάμι, εξώπορτας. Πεταμένο. Από μέσα η ψυχή κωπηλατεί. Ο χρόνος αγνοείται.

Κάτω απ’ τη φούστα σου έρχεται αργοπορημένη η θάλασσα. Μια χούφτα άμμος κινείται στις παρυφές της. Μεσίστια, υποταγμένη. Θέλω να την αγγίξω. Να την ανοίξω στα δυο και να περάσω από μέσα της, όπως ο Μωυσής. Χορεύετε; Μόνο από πόνο, αλλά τώρα θα χορέψω από χαρά.
Σου έδωσα λίγη βροχή. Την άφησα στο κουτί, δεμένη με μπλε κορδέλες – πού βρήκα τη βροχή δε θυμάμαι – αλλά μαρμάρωσε μέσα σου, και προχωρήσαμε μαζί μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα. Με τις επιθυμίες μακροσκελείς, να περισσεύουν απ’ τα σώματα μας. Σαν μουσικές εθισμένες.

Θα σπρώξω τον χρόνο να πέσει. Να πάψει να κολλάει γεράματα και να γίνει ένα σπασμένο αυγό στα μαλλιά σου. Εκεί θα γεννηθεί ο νέος Χριστός, αφροδίσιος, κίτρινος απ’ τον ήλιο και σαν μελάτο φιλί, έτοιμο να στάξει, θα ενωθεί.
Μοναδικό φόρεμα η σάρκα. Να το σκίσεις. Την άλλη φορά να ρθείς με σκισμένο φόρεμα και τα μάτια γυρισμένα ανάποδα, σαν κόκκινες βελόνες σε πυρκαγιά. Και με ανοιγμένες τρύπες παντού να βάζεις το φως, εκεί που αλλάζουν οι ζωές, τρομακτικά περίπλοκες και καθηλωμένες.

Στο τζάμι το πακέτο έχει μεγαλώσει. Τα τσιγάρα έφτασαν το μέγεθος του υαλοκαθαριστήρα και τον ξεπέρασαν. Το φεγγάρι έσκυψε τη μύτη του, όπως σκύβει ο εκσκαφέας στα ερείπια, και χάθηκε πίσω από τα κομμένα σύννεφα. Το τετράδιο καλλιγραφίας του ουρανού ήταν γεμάτο. Σάπιο πορτοκαλί. Ο Θεός δεν θα είχε που να γράψει.
Για μια στιγμή νόμισα ότι όλα τα κεραμίδια των σπιτιών χύθηκαν πάνω μου και με έθαψαν. Δεν ήμουν εγώ. Το κορμί σου δίπλα μου σα να χόρευε.
Ήταν όπως το ήθελα: Σκισμένο, σε πυρκαγιά, με ανοιγμένες τρύπες παντού. Έτοιμο να στάξει.

Πάμε να γεννηθούμε αλλού, σου είπα. Ο χρόνος αυτός πέθανε.

ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

ΚΑΠΩΣ έτσι μπορεί να άρχισε. Απ’ το τέλος. Το καράβι πήγαινε και αυτός. Μιλούσε μελωδισμένος. Καθισμένος στο αναπηρικό καροτσάκι του. Το ρίσκο του έρωτα είναι αλύπητο. Είχε ρίξει μια κουβέρτα στα πόδια του, αντί να αλλάξει πόδια. Αντί να φορέσει άλλα πόδια, μακρύτερα. Προτίμησε να τα σκεπάσει. Να μη φαίνεται ύπνος. Άκουγε τη φωνή του. Αισθανόταν το χνώτο της. Τις λέξεις να σπάνε φεγγάρια στη γλώσσα του. Ήθελε να δώσει τον πόνο αλλού. Να τον μεταβιβάσει. Πριν.

Που ήταν; Αυτό που είχε ζήσει έπρεπε να το πει τώρα. Για να το ξαναζήσει. Να το ακούσει πάλι να λέγεται. Είχε ανάγκη να δει εκείνο το γάλα να τρέχει στο στήθος της. Και να λέγεται. Να κάθεται πάνω στις ανατριχιασμένες θηλές. Σαν μαργαριτάρι. Και να το γλείφει. Έβλεπε το ανασηκωμένο δέρμα μπροστά του να θέλει να βγει. Ένα πελώριο κόσμημα. Μίλαγε. Μόνο μίλαγε. Καθισμένος στο αναπηρικό καροτσάκι του.

Ο Θεός ήταν αύριο. Ένα κομμάτι της χαλασμένης ομορφιάς στεκόταν με δυσκολία στα πόδια του. Της μίλαγε με κατεύθυνση προς τα μέσα. Το μοναδικό κοινό ήταν ο εαυτός του. Μιλούσε εκ μέρους του. Με αφορμή το εγώ. Αυτός ο ίδιος: «Τελικά η υποχρέωση είναι εκείνη που γεννά την αγάπη ή η αγάπη κρύβει μέσα της την υποχρέωση»; (1) Τον κοίταγε με το μίσος του έρωτα. Ήταν ένας νικημένος στρατός που είχε μαζέψει τις σημαίες του κάτω από μια κουβέρτα.

Όταν ανακαλύπτεις την ακραία στιγμή της ζωής, πρέπει να την βαδίσεις. Μέχρι το κορμί να ρημάξει από εξάρτηση. Από κρυμμένη ειδωλολατρία. Και έγινε λάφυρο.
Κολύμπησε τον εαυτό του. Τον στράγγιξε. Έως τον βαθμό της μαγείας. Έως εκεί που σιχαινόταν να συνεχίσει. Η λογική είναι ένα αποτυχημένο παράδειγμα. Μια ανάπηρη δύναμη, πολλές φορές.

Τι είναι αρρωστημένο; Η μεγαλειώδης πρόβα, η τεράστια αποχώρηση, η υπέρτατη σκηνοθεσία; Του τέλους. Αυτός. Ανάπηρος, από υπερβολική δόση ζωής.
Του χάιδεψε τα μαλλιά. Σήκωσε ελαφρά το φουστάνι της – μια βροχή θανάτου. Το παγκόσμιο τραύμα της γης. Κατέκλυζε το πρόσωπό του. Βάλε να πιω. Άνοιξε το. Το αποτύπωμα του θεού γυάλιζε πάνω στη γλώσσα του. Οι δυνατότητες των υγρών είναι τρομακτικές. Όπως η αλήθεια.

Κάπως έτσι μπορεί να τελείωσε. Από την αρχή. Καθισμένος στο καροτσάκι του, με περισσότερη περιουσία ποδιών από όλους.

Με φώτα παντού.

Στόμα σε λύσσα.
Φρίκη.
Χτυπήματα σφυριού.
Μέσα στα μάτια.
Ζωή.

(για την ταινία του Ρομάν Πολάνσκι, Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα, βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Πασκάλ Μπρυκνέρ)
—————————————————–

(1) Μαρία Χρονιάρη, Εκεί που αλλάζω ζωές.

.

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑNΕΙ ΚΟΜΜΑΤΙΑ (2010)

106 ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
(1)

ΕΝ ΑΡΧΕΙ ΗΝ ο ρόλος. Μετά η θάλασσα τα σκέπασε όλα.

(2)

ΖΗΣΑΜΕ κάποτε πολυτελώς, με τις παραλίες στα μάτια. Μεταναστεύαμε συνεχώς δυτικά, κολλώντας στα τετράδια μας τις αποδείξεις. Ένα, δυο, τρία, περνούσαν τα χρόνια και ο καιρός, αιωνίως Ενεστώτας, με τα κλαδάκια του, επειγόταν να μεγαλώσει μαζί μας, να προλάβει να χαμηλώσει πριν έρθει η ώρα του.
Όταν η σχολική χρονιά τελείωσε, κάψαμε τις σελίδες των τετραδίων και τις θάψαμε στο προαύλιο. Έπειτα κάψαμε τα μάτια μας, τις πλευρές, τα υπόλοιπά μας. Δυο κούτσουρα έμειναν κάτω από την άδεια μπασκέτα, δίπλα στο βρεγμένο σκάμμα της γυμναστικής, που θύμιζε την πλατεία Ερμούπολης. Δυο κούτσουρα. Βαμμένα απ’ τον ήλιο. Πάνω από ένα τάφο.

Αυτή τη φορά το διάλειμμα ήταν επ’ αόριστον.

(3)

ΣΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ έρωτα δεν υπάρχει ντροπή@ η ψυχή σκεπάζει το σώμα. Υψηλές θερμοκρασίες αναπτύσσονται – ένας ήλιος ναυαγοσώστης. Οι χειμώνες έχουν αποβληθεί.

Μετά, απλώς κουράζεσαι να είσαι νεκρός. Να ταξιδεύεις με πεθαμένους.

(4)

ΚΙ ΟΥΤΕ θα μάθει ποτέ κανείς, ότι κάτω απ’ το μπαλκόνι της Άνδρου, εκείνα τα γενέθλια βράδια στο Μπατσί, δυο σώματα που έβλεπαν γαλάζιο τον εαυτό τους, έκαναν παρέλαση χτυπώντας τα μαξιλάρια τους, ανάμεσα σε πατημένα καπέλα και ένδοξα άδικα.
Έψαχναν τραυματιοφορείς, για να μεταφέρουν, όπως του άξιζε, το τέλος μιας αδημοσίευτης σχέσης.

(8)

ΘΑ ΘΥΜΑΜΑΙ πάντα το πρόσωπό σου – ένα βατερλό των ματιών. Δέρμα που τσακίζει, όπως σελίδα βιβλίου που σκοπεύεις να επανέλθεις. Τα φρύδια σηκωμένα – στον ουρανό. Η δικαιολογία του στόματος είναι η αλήθεια. Στο κέντρο του σαγονιού είναι ζωγραφισμένη μια ελιά. Κάθεται μόνη της εκεί, από τότε, από τώρα, από πάντοτε@ σαν κράτος που εγκατέλειψαν ξαφνικά οι πολίτες του.
Θα θυμάμαι πάντα το πρόσωπό σου γιατί ήταν ένα πρόσωπο ημιτελές που έμεινε στα μπετά όταν όλα τα διπλανά είχαν πουληθεί. Ήταν όμορφο, νυχτερινό, απόκρημνο – ένας τόπος εξαντλητικής νηστείας. Μια οστεώδης κατάνυξη από αμαρτίες και αγιότητες. Και τα μάτια: Δυο καισαρικές τομές, κάτι ανεπαίσθητες κορυφογραμμές φωτός. Καταιγίδες. Ο χειρουργός πρέπει να ήταν τρελός. Κανείς ποτέ δεν τους έδωσε σημασία.

Θα θυμάμαι πάντα το πρόσωπό σου γιατί μου φέρνει στο νου τη θάλασσα. Έτσι θα το θυμάμαι πάντα: Ανεξάντλητο.

(16)

ΤΑ ΣΤΗΘΗ σου έχουν βαρύνει απ’ το γάλα: Δυο πέτρινα ζάρια ριγμένα πριν χρόνια υπέρ της μητρότητας@ σαν πελώρια βέλη στο μεταξωτό πρωινό. Η ιστορία τους είναι εύθραυστη, από κάπου εξέχει ένα ουράνιο τόξο. Μοιάζει με χαρταετό.
Αν του πω που είσαι, θα λιώσουν και τα επτά χρώματα. Εκεί στη Χαλκίδα, μέσα σ’ ένα κουβά άχρηστα διαλυτικά. Αφημένο στο δωμάτιο με τις αθλητικές εφημερίδες.

(18)

ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ συναντιόμαστε πάντα στο ίδιο καφέ. Έξω βρέχει καρεκλοπόδαρα. Μου μιλάς, αλλά δεν ακούω τίποτα. Στα όνειρα δεν έχεις ήχο. Επειδή το βλέπω στα εγγλέζικα δεν υπάρχουν ούτε υπότιτλοι. Την άλλη μέρα το όνειρο συνεχίζεται στα γαλλικά. Αυτό το πρόβλημα με τις γλώσσες κάνει το στόμα σου να με φοβίζει.

Μοιάζει με Βαβέλ.

(24)

ΕΡΧΕΣΑΙ καμιά φορά – σπάνια, αλλά έρχεσαι – μεσάνυχτα περασμένα. Δίνεις μία στη πόρτα και μπαίνεις· όπως τότε που επιστρέφαμε φωτεινοί με τα πλοία στα λιμάνια. Κάθεσαι ήσυχα στο κρεβάτι μου και με κοιτάς. Ένας σπασμένος καθρέφτης λάμπει ανάμεσα στους ώμους σου, εκεί που παλιά ήταν το πρόσωπό σου. Βλέπω μέσα τον επίλογο του εαυτού μου. Άρχισα να γερνάω και έχω αποκτήσει άλλες συνήθειες. Κόβω το τσιγάρο, κόβω σελίδες απ’ τα βιβλία μου, κόβω τα νύχια μου κάθε τόσο. Προσπαθώ να κόψω δρόμο ξανά. Εσένα στάθηκε αδύνατον να σε κόψω. Τόσα χρόνια έτρεμε το χέρι μου κάθε που πλησίαζε το νυστέρι. Κι ακόμα βρίσκομαι εδώ και σου μιλάω – δεν έχει σημασία που είναι η φωτογραφία σου – και ρωτάω τα νέα σου, και σου λέω οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζουν, καταργώντας ο ένας τον άλλον. Δεν ακούς.

Σκέφτομαι ότι για να έρχεσαι, δεν είχες φύγει ποτέ. Πως γίνεται όμως να ξεπορτίζουν νυχτιάτικα οι φωτογραφίες;

(25)

ΕΓΩ τις φωτογραφίες τις προτιμώ αδέσποτες. Και ξενυχτισμένες.

(26)

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ γεμάτα δάχτυλα. Το στόμα σου, μια αρμαθιά γλώσσες. Λαχανιάζαμε στα στρώματα. Ανεβαίναμε σκάλες. Μπήγαμε τα νύχια μας στο χρόνο, τον κάναμε να πονά. Χιλιάδες φορές. Η αλήθεια τελείωνε. Σαν βενζίνη.

Αργούσαμε.

(27)

Η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι μια έννοια που ζει λίγο· μέχρι να την ξεκουμπώσεις, να παραμερίσεις το εσώρουχο που καλύπτει το σώμα της. Μέχρι να την δεις να καίγεται, καθ’ όλα ψεύτικη, μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου.

(34)

ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ να είχα κρατήσει ημερολόγιο των δεκαετιών που άλλαζαν συνεχώς μέσα σου, σαν κινηματογραφικές πόζες. Να μην είχε περάσει απαρατήρητη αυτή η προσχηματική γοητεία του χορού που πότε έβγαινε μπροστά για να εισπράξει το χειροκρότημα και πότε πισωπατούσε, από φόβο μήπως χάσει το βήμα της. Το «Dance me to the end of love» ακουγόταν αγνώριστο, είχαν αφαιρεθεί τα βιολιά, και τα σκληρά κιθαριστικά σόλο που τα αντικατέστησαν έστηναν ένα παράλογο σκηνικό. Είχαν παρεισφρήσει στο κέντρο του επαναλαμβανόμενου ρεφρέν και σημάδευαν με την κάνη τους χαμηλά, εκεί, στο ξεκίνημα των γεγονότων. Το βαλς παρέμενε σκοτεινό. Ανάρμοστο.

(46)

ΠΡΟΣΘΕΤΩ αγάπη στις λέξεις μου, εσύ λέξεις στην δική σου. Συνεχίζεις να την τυλίγεις σε κανόνες, κουτιά, γραμματικούς κώδικες. Προσπαθείς να επωφεληθείς απ’ την περιεκτικότητά της κι εκείνη αραιώνει, αραιώνει, αραιώνει. Είναι σα να ρίχνεις συνεχώς παγάκια στο Jameson.
Εγώ συνεχίζω να σε πίνω χωρίς παγάκια, χωρίς συνοδευτικά. Όταν μεθάω, στερεώνεις τον εαυτό σου στον τοίχο και γίνεσαι πίνακας.

Σ’ αγαπώ, μου λες. Κι εγώ σ’ αγαπώ. Ε, και;

(52)

ΝΑ ΖΩΓΡΑΦΙΖΩ δεν ήξερα. Ήξερα όμως ότι για να ζωγραφίσεις, χρειάζεται πρώτα να αγοράσεις καινούργια μάτια. Με τρομερές κόγχες, αισθητήρες βολβούς, καλώδια αρτηρίες. Χρειάζεται αντί για πινέλα να χρησιμοποιείς τις βλεφαρίδες σου. Σου έλεγα, θυμάμαι, να τις μακρύνεις και να τις βουτάς στη ζωή. Να συνηθίσεις αντί για χρώματα, να ζωγραφίζεις με σάρκες. Σου έλεγα ότι πρέπει να μπαίνεις στον πίνακα ξυπόλητη για να φαίνεται στο ξύλινο πάτωμα ο ιδρώτας απ’ τις πατούσες σου.

Να διακρίνεται καθαρά ο λεκές της ζωής.

(58)

ΑΠΟ τους Δελφούς, κάτω χαμηλά, η θέα της Ιτέας μοιάζει με τεράστια τούρτα από κόκκινη σαντιγί. Δυο παχιές στρώσεις ζελέ, φώτα, αρκετά αστέρια. Ο αρχαίος Παράδεισος ανάβει σαν λαμπάδα μπροστά στην υγρότητα των ματιών μας. Δεν είμαστε άντρας και γυναίκα πια. Είμαστε ένα unisex είδος που ενώνεται στη ραφή. Ένα διάσημο άγγιγμα, καθώς οι άγγελοι πέφτουν ακόμα.

(79)

ΜΙΑ ΠΛΩΤΗ ΠΟΛΗ ταξιδεύει μέσα μου, με μυρωδιές πεύκων και αγκυροβολημένα καράβια. Η έκτασή της πιάνει όλο το σώμα μου και πολλές φορές το ξεπερνάει. Ξεπηδούν παλιά καφενεία από παντού, πλατείες περισσεύουν από τα χέρια μου, βγάζουν το κεφάλι τους έξω απ’ το πλάνο@ θυμίζει πίνακα του Τσόκλη. Την έχτισα με κόπο όταν σε συνάντησα με σκοπό να μεταφερθούμε εκεί στα γεράματα. Χωρίς προκυμαία. Για να μην μπορούν να μας επισκέπτονται οι άλλοι.
Κάθε μέρα μεγάλωνα την αυλή της. Τοποθετούσα όλο και ψηλότερους δοκούς τριγύρω, έκοβα τα σκοινιά – με μια σκιά θλίψης, είναι η αλήθεια – πριόνιζα την είσοδο που πια ξεπερνούσε το ύψος του στήθους μου. Ήταν η ύπαιθρος του μυαλού μου.
Όταν τα συνεργεία διάσωσης εγκατέλειψαν, η μουσική απογοητεύτηκε και σταμάτησε. Η πόλη έσταζε απ’ τους τοίχους. Το προστατευτικό αστάρι του χρώματος είχε χαθεί. Σαν ένα καλλυντικό που έληξε.

Όλα τα διαθέσιμα σώματα ήταν εντελώς απρόθυμα να χωρέσουν μέσα τους μια υποβρύχια πόλη, που χάθηκε κάποτε στη διάρκεια μιας εγκυμοσύνης.

(84)

Σ’ ΑΓΑΠΩ. Ποτέ κανείς δεν προσπάθησε να πει τόσα πολλά λέγοντας τόσα λίγα. Ποτέ άλλοτε μια προσωπική αντωνυμία και ένα ρήμα στην ενεργητική φωνή δεν ρήμαξαν τόσο την ιστορία της γραμματικής.
Διέγραψε μόνο τις στάσεις των κορμιών μας απ’ το μπλοκάκι. Δεν θέλω να θυμάμαι τον αριθμό σου. Δεν θέλω να περπατάω άλλο με ένα Π.

(95)

ΔΕΝ ΒΡΕΧΕΙ ΠΙΑ. Αγοράζω τη βροχή σε κουφέτα και τα τοποθετώ με προσοχή σε στρατηγικά σημεία, κάτω από την μοκέτα του σαλονιού. Είναι λευκά, αλλά μέσα τους περιέχουν όλο το μαύρο της γης. Αν τα πιέσεις, θα πεταχτεί. Από μακριά μοιάζουν με σαλιγκάρια.

Βλέπεις; Έχω πάντα βροχή όταν σε χρειάζομαι. Κι ας λείπεις. Ας έχεις καιρό να φανείς.

(103)

Η ΑΓΑΠΗ πέφτει σε νιφάδες. Τη σκεπάζω με το σάλι μου.

.

ΓΙΑ ΟΣΟ ΡΟΚ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΑΚΟΜΑ (2005)

Ένα μουσικό παραμύθι για μεγάλους
1

ΑΠΛΑΝΗ ΠΑΝΤΑ ΒΛΕΜΜΑΤΑ, ακόμα ορφανά, στη σκιά των αιολικών ήχων αυτού του άσπρου νησιού, ακόμα επιμένουν να γεννοβολούν αδιάκοπα λέξεις πειρατές, με σημαίες και χρώματα ναρκωτικά οραμάτων, στις ταβέρνες των φίλων και στα καπηλειά της παλιάς Χώρας, κι ύστερα ψαράδες, λαχανιασμένα γέρικα σκαριά, να διηγούνται θαλάσσιες ιστορίες ζωντανών θρύλων και κει κάτω, πλατεία Αγίου Αρσενίου, εσύ, ντυμένη λευκή πεταλούδα με κρίνους φιλιά, να με κοιτάζεις στα μάτια σαν σε όνειρο που χλόμιασε, ξεβάφοντας πάνω στο τζιν μας κόκκινα χρώματα, ενθύμια της φωτιάς.
Και να επανέρχεται, κάθε φως φεγγαριού, εκείνη η αρχαία οσμή ελευθερίας που όποτε ήθελε το γύριζε σε σκλαβιά.
Και να’ ναι η μουσική, μουσική παράφορη, ανακατεμένα ρεφρέν, ολιγόλεκτη, καμπή στην απουσία του χρόνου που έγινε ξαφνικά αιώνιος ή μια τόσο δα στιγμούλα – πώς να είσαι σίγουρος; – του χρόνου που άπλωνε ξαφνικά στρώμα ελαστικό και μεγάλωνε και ξάπλωνε τα σώματά μας και μέτραγε μπύρες κουτάκια αγκαλιές και μέθαγε στο Μάλαμα, μαλαματένιες νύχτες μεταμφιεσμένος σε έρωτα.
Κι ύστερα πάλι ψαράδες, έρωτας, και παραλίες λευκές, και πάλι οι λέξεις ανάπηρες, άνυδρες, ματάκια στην άμμο που κόλλησαν και χρυσίζουν καθώς τα βρέχει το κύμα. Κι ακόμα, ένα δελφίνι αφημένο στον καιρό, μια παρτίδα σκάκι παρατημένη στη μέση, ένα ζευγάρι αιώνιων Γερμανών, ένα ηλιοβασίλεμα καρφωμένο με δύναμη στη μέση του κάμπου της Γλυφάδας.
Κι ένα τσουβάλι χαρές.
Παρόλα αυτά, – άκουσες σήμερα τα νέα; – στο Φιλότι εκσυγχρόνισαν τις καρέκλες κι έμεινε το πλατάνι μας μια παράταιρη μουτζούρα στον ουρανό, μια φράντζα πάθους να επιμένει μέσα στον εκμηδενισμό που ερχόταν. Κι έμεινε το λιμάνι τρεις καφετιές λωρίδες κομμένο και σβήστηκαν – άκου να δεις – τα χνάρια μας μέσα στα έργα ανακατασκευής.

Απλανή πάντα βλέμματα, ακόμα θολά, και μουσικές εκείνου του άσπρου νησιού που έκαιγαν τις νύχτες, τσιγάρα αναμμένα φωτιές και ξοδεύαμε τα κορμιά μας παράφορα, Καστράκι – Τρίποδες ένα λεπτό ελάχιστο, απόγευμα Ιουλίου. Ραντεβού συνωμοτικά, ανταλλάσσοντας σώματα στις γωνίες, τα ανοιχτά χαμόγελα ενός παρελθόντος που είναι τόσο παρόν, όσο μέλλον μπορεί να είναι και η αναφορά σε χρόνια παρελθόντα.
Εκεί πρώτη φορά ένας κόκκος δέρματος ξύπνησε τόσες επιθυμίες.
Τόσες επιπλέον οσμές. Τόσα διαφορετικά χρώματα.
Μόνο μέσα σε τόση αρμονία μπορεί να παρεισφρήσει τόση αρρώστια σαρκική, μόνο μέσα σε τέτοια γενεσιουργό χημεία μπορεί να ξεπορτίσουν όλοι οι μαθηματικοί τύποι και να το βάλουν στα πόδια έντρομοι.
Κι ακόμα, φως και σιωπές και δειλινά, τόσα όσα ποτέ, και φωνές, ενδείξεις ζωντανές μιας ζωής που βρέθηκε κάποτε να ακροβατεί στη μέση του Αιγαίου.
Τόσα αγέννητα παιδιά που τώρα θα ‘χαν γίνει κέδροι, ψηλώνοντας μαζί με τον χρόνο πάνω στην άμμο στο Πυργάκι, πλάκα στην Πλάκα τα πρωινά και μαύρο πίσσα κατράμι, διαγωνισμός, ποιος απ ‘τους δυο θα ‘ναι στο τέλος ο πιο σκούρος. Ανάμεσα στους αγίους, η πιο άγια Παρασκευή των ημερών της εβδομάδας, μια χούφτα ασβέστης, εκκλησιά και μια σκισμένη εικόνα από πίσω, σημείωμα.

Νάξος, μερικά χρόνια πριν, της Νικολέτας, γενέθλια νήσος των ποιητών, Ινδιάνικο φυλαχτό κρεμασμένο στο στήθος και μουσική των ματιών ισόβια, χωρίς φτιασίδια, χωρίς εμάς, συνεχίζει σήμερα να αιωρείται στη μέση του Αιγαίου, χορεύει ροκ πάνω στο φτερό του καρχαρία, φορώντας κάτασπρο νυφικό στολισμένο από κιθάρες.

( Νάξος blues)

4

ΣΕ ΠΑΡΑΓΓΕΛΝΩ στον ύπνο μου κρυφά και σε βλέπω όνειρο που χρειάζεται επειγόντως μοντάζ. Όλα είναι λάθος, μα κυρίως το χρώμα. Κάτι έχει. Δεν μπορώ να καταλάβω ούτε απ’ τους υπότιτλους. Λάθος γλώσσα, λάθος σειρά. Κακοεστιασμένα γράμματα που τρεμοπαίζουν.
Εσύ, φλου, αρχίζεις σιγά σιγά να ξεθωριάζεις. Παντού με κυνηγάνε σκορπιοί.
Φαίνεται πως ο μόνος τρόπος για να μετράς τις αλλαγές των εποχών είναι οι χωρισμοί. Μετράω σε γυναικεία ονόματα τις εποχές που η κάθε μία τους εκπροσώπησε, τα σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν κατά την διάρκεια των σχέσεων μου μαζί τους, ξεχωρίζοντας χρονικές περιόδους. Στο τέλος σε ανακαλώ πάντα, μάλλον δεν γίνεται αλλιώς. First cut is the deepest.
Είναι κάτι σαν παιχνίδι που περιμένεις υπομονετικά τη σειρά σου για να παίξεις. Όταν επιτέλους αυτή έρθει, ο χρόνος έχει εκπνεύσει. Χάνεις δικαίωμα συμμετοχής και τους δυο επόμενους γύρους. Λάθος timing.
Το timing δεν ήταν ποτέ το δυνατό μου σημείο. Aπό την μέρα που έφυγες. Μέχρι που ξαναγύρισες με άλλη μορφή, ίδια όνειρα.
Νιώθω την ανάγκη να νιώθω ότι συμβαίνει κάτι διαρκώς, ακόμα κι όταν δεν συμβαίνει πραγματικά, ακόμα κι όταν δεν συμβαίνει γύρω μου τίποτα.
Τι συμβαίνει όταν δεν συμβαίνει τίποτα; Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να περιμένεις υπομονετικά τη σειρά σου για να παίξεις. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να περιμένεις να εκπνεύσει ο χρόνος, να χάσεις δικαίωμα συμμετοχής και τους δυο επόμενους γύρους.
Αφήνεις τον χρόνο να κυλήσει αργά πάνω σου σα νερό, χαζεύοντας τα υπόλοιπα. Κρατάς μόνο τα καρέ. Τα στιγμιότυπα της παρέλευσης.
Έτσι κι αλλιώς η ζωή θα περάσει όπως έχει μάθει αυτή. Με τον δικό της απρόβλεπτο τρόπο. Η ζωή ξέρει. Να προσφέρει στιγμές μαγείας, κλάσματα πόνου, σπόρους αιωνιότητας.

Κρύβομαι στη συλλογή μου με χιλιάδες βινύλια, μαζεύοντας υλικό για επόμενα βιβλία. Στο στερεοφωνικό μου περιμένουν όλες οι πόλεις που ονειρεύτηκα. Κάθε δίσκος κι ένα λιμάνι, κάθε τραγούδι και μια πόλη γυναικών.
Ούτε μια σαν κι εσένα.
Στις πόλεις είσαι Βερολίνο, στους δίσκους Lou Reed. Θα μπορούσες να ήσουν και Νέα Υόρκη με J.J.Cale. Ή Μόναχο με Nektar. Ή Λονδίνο με King Crimson. Ή Δουβλίνο με Thin Lizzy. Ή Βαρσοβία με David Bowie. Ή Σαν Φραντσίσκο με Jefferson Airplane. Ή Άμστερνταμ με Golden Earring.
Αν ήσουν Λίβερπουλ, θα ήσουν σίγουρα με πολλούς, κυρίως όμως με την Suzanne Vega, χάρις σε εκείνο το εκπληκτικό της κομμάτι «Ιn Liverpool» από το 99.9FA του 92. Σε όλα τα τραγούδια είσαι το «Do You Love Me» του Nick Cave.
Μάλλον είσαι όλες οι πόλεις όταν τελειώνει μια εποχή. Όλα τα τραγούδια όταν τελειώνει ένας έρωτας. Όλες οι εποχές όταν τελειώνει ένας δίσκος.

Τι κάνουμε όταν τελειώνει ένας δίσκος; Όταν το ενοχλητικό σκρατς σκρατς που κάνει το διαμαντάκι της βελόνας πάνω στην στρογγυλή πλαστική επιφάνεια προσπαθεί να σου υπενθυμίσει την αναγκαιότητα αλλαγής του;
Τον ξαναβάζουμε απ’ την αρχή για να αποστηθίσουμε τα μέρη που διέφυγαν της προσοχής μας; Μένουμε εκεί ακίνητοι να παρακολουθούμε την βελόνα του πικάπ να σέρνεται άτσαλα στο αυλάκι και συνεχίζουμε να καπνίζουμε;
Τον ρίχνουμε νευρικά στον φάκελο, ψάχνοντας βιαστικά την σειρά του στα σκονισμένα ράφια της δισκοθήκης μας; Δεν βρίσκουμε το εξώφυλλο;
Θα ασχοληθούμε ξανά μαζί του, θα χρειαστεί ποτέ να επανέλθουμε σε κάποιο στίχο, να ακούσουμε ξανά το μέρος της κιθάρας που μας διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα;
Οι απορίες μου θυμίζουν λίγο τον ήρωα του Χόρνμπυ στο Hi Fidelity, μόνο που εγώ δεν έχω δισκάδικο. Η σχέση μου με το ροκ εν ρολ υπήρξε πάντοτε μια ευθεία αναφορά στη σχέση που ήθελα να έχω μαζί σου.
Ό,τι κι αν έκανα πάντα ξαναγύρναγα σε αυτό.
Η προκλητική αισθητική του δημιούργησε την διακεκαυμένη ζώνη που πυρακτώθηκε η εφηβεία μας. Έβαλε το νερό στο αυλάκι. Στην ανταρσία αυτής της εφηβείας και αυτής της μουσικής οφείλονται όλα τα μικρά ή μεγάλα πράγματα που καταφέραμε να πετύχουμε. Κι όλα όσα δεν μπορέσαμε.
Ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα, η πρώτη γροθιά, το πέρασμα απ’ την κόλαση του εαυτού μας. Μετά ήρθες εσύ. Πολύ μετά. Και ξαναήρθες.
Χωρίς γροθιά, χωρίς κόλαση, χωρίς ροκ. Χωρίς καν λόγια.
Με σιωπές. Με ανοιγμένα πανιά και μάτια καλειδοσκόπια.
Μέσα τους είδα μια ολόκληρη γενιά να αντηχεί και να αναβοσβήνει τα φλας της σα συναγερμός τραγουδώντας το «Aqualong». Να φωνάζει κρεμασμένη στα κάγκελα του Πολυτεχνείου συνθήματα κατά του κράτους. Να ψάχνει την χαμένη της ταυτότητα τρώγοντας ξύλο σε διαδήλωση μπροστά στην Αμερικάνικη Πρεσβεία. Να κηρύσσεται παράνομη, έκπτωτη, απούσα, την στιγμή ακριβώς που προετοίμαζε την δική της εν θερμώ αντίδραση. Να κλαίει μεσάνυχτα σε σταθμούς τρένων και λεωφορείων φορώντας ακουστικά που έπαιζαν δυνατά το «Sympathy For The Devil». Να πετάει αντικαταθλιπτικά στην τουαλέτα τραβώντας με λύσσα το καζανάκι. Να απορεί στους κάθετους δρόμους της Πατησίων κρατώντας στα χέρια της σακούλες από το Metropolis. Να τρώει ένα σάντουιτς στα δύο. Να ξοδεύει τα δέκα της τελευταία ευρώ αγοράζοντας μεταχειρισμένους δίσκους απ΄ την Ηφαίστου. Να παίζει σκάκι προσπαθώντας να εκδικηθεί την βασίλισσα της γιατί έκανε σερ τον Jagger. Να επισκέπτεται ψυχίατρο. Να πίνει μπύρα λαθραία στα βραχάκια του Λυκαβηττού. Να ακούει Sex Pistols, «My Way», μεσάνυχτα στον υπόγειο του Θησείου χαραμίζοντας τις γροθιές της στον αέρα. Να κοιτάζει τις μέρες στα μάτια και να τις βλέπει όλες Σαββατοκύριακο. Να πληγώνεται γιατί δεν μπορεί. Να μην μπορεί γιατί πληγώνεται. Να μην μπορεί να πληγώνεται γιατί δεν μπορεί. Να μην μπορεί. Να πληγώνεται. Να μπορεί. Να μένει μόνη. Να επιζεί μόνη. Να νιώθει μόνη.
Μόνη. Μόνη. Μόνη.
Όσο ένα ακυκλοφόρητο τραγούδι των Stiff Little Fingers σε μια chill out συλλογή.

Η Άννα είπε χθες ότι όλοι όσοι ασχολούνται με το ροκ είναι άγριοι. Μα, η ομορφιά, άγρια δεν είναι;

13

ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ θεωρείτο κάτι σαν φυματίωση. Μια ανίατη αρρώστια απ ‘την οποία υπέφερες πολύ και στο τέλος πέθαινες, τώρα απλά μένεις μισός. Με την πάροδο των ετών, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και την εξέλιξη της ιατρικής, ο έρωτας παρέμεινε μεν αρρώστια, αλλά πλέον αρκετά παιδική, έμοιαζε περισσότερο με στάδιο που έπρεπε να περάσεις για να μπορέσεις να ωριμάσεις, να εξελιχθείς και να μεγαλώσεις φυσιολογικά. Κάτι σαν την ανεμοβλογιά, μόνο που τα σημάδια της δεν ήταν εμφανή, τα στίγματα που άφηνε ήταν φυσικά κόκκινα και πολλά, αλλά εσωτερικά.
Υπήρξε μια μεταβατική περίοδος που ο έρωτας έπαιζε το ρόλο του άσθματος, χρειαζόσουν σπρέι για να κυκλοφορήσεις αν ήσουν ερωτευμένος.
Άλλες πάλι φορές θύμιζε αμυγδαλίτιδα, κυρίως λόγω του υψηλού πυρετού που παρουσίαζε. Σήμερα οι περισσότεροι τον θεωρούν αρρώστια του μυαλού, ανάλογη της σχιζοφρένειας ή κάποιου τύπου προβληματική συμπεριφορά που εκδηλώνεται σαν αντίδραση προσαρμογής σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον ζωής που προσπαθούμε να αλλάξουμε.
Εγώ πιστεύω ότι ανήκει στις καθαρά καρδιαγγειακές παθήσεις γιατί όποτε είμαι ερωτευμένος με πονάει η καρδιά μου και δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου* σαν να ‘χουν φράξει τελείως οι βασικές αρτηρίες μου.
Ο έρωτας σκοτώνει, δεν σκοτώνεται. Είναι ένας τρόπος να πεθαίνεις αποδεχόμενος τον θάνατό σου. Στην αρχή πέφτεις σε κώμα. Αναπνέεις με τεχνητή αναπνοή. Όλα τα όργανα σου υποστηρίζονται με μηχανικά μέσα. Σε θάλαμο της εντατικής. Κάποια στιγμή σε τσακίζουν οι λοιμώξεις, σου αλλάζουν τα φώτα. Και πεθαίνεις. Δεν υπάρχεις πια. Τόσο απλά.
Υπάρχουν και χειρότερα νέα: Όταν πεθάνεις πας στη κόλαση. Δεν ησυχάζεις. Ψήνεσαι σε κάρβουνα, βράζεις στα καζάνια της αμφιβολίας. Η ψυχή σου βασανίζεται γιατί δεν ανήκει σε σένα. Έχεις εκχωρήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Την έχεις δώσει αλλού. Κι αυτή δε βολεύεται. Ασφυκτιά. Αλητεύει. Σουλατσάρει σε άλλο σώμα, ακούει άλλους κτύπους, προσπαθεί να καταλάβει που βρίσκεται, αλλά μπερδεύεται. Θέλει να ξαναπεθάνει.
Όλα αυτά περί εφτά ουρανών είναι τρίχες, αυτό που ισχύει είναι μόνο οι εφτά πληγές του Φαραώ ή τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα αν θέλουμε να επιμείνουμε λίγο στο εφτά, που αποτελεί ένα απ ‘τα πλέον αξιοπερίεργα σημειολογικά παράδοξα της ζωής μου:
Σε ηλικία εφτά χρονών ερωτεύτηκα για πρώτη φορά μια ξαδέλφη μου, δεκατεσσάρων είχα την πρώτη – αποτυχημένη – ερωτική επαφή, αλλά αγόρασα το Machine Head και παρηγορήθηκα, εικοσιενός παντρεύτηκα πρώτη φορά, εικοσιοκτώ γνώρισα την Νικολέτα και έζησα μαζί της εφτά συναρπαστικά χρόνια μέχρι τα τριάντα πέντε που χωρίσαμε και τώρα, εφτά χρόνια μετά, στην εποχή της Αννούλας, είμαι εδώ, μπροστά στο ξαναμοίρασμα της τράπουλας, στο άνοιγμα ενός καινούργιου κύκλου που δεν ξέρω πως ξεκίνησε και τι μου επιφυλάσσει, περιμένοντας με αγωνία να δω σε ποιο απ’ τα παράγωγα του εφτά θα κάτσει τελικά η μπίλια.
Ο έρωτας είναι κάτι επώδυνο, πρέπει οπωσδήποτε να ξεπεραστεί. Η φυλή των ερωτευμένων χρειάζεται ένα σκληρό μάθημα. Να βρεθεί άμεσα αποτελεσματικό αντιβιοτικό, ειδική φαρμακευτική αγωγή, χημειοθεραπεία, εμβόλιο, ανοσοποιητικός ορός, κάτι σε ενέσιμη μορφή που να καταπραΰνει, οτιδήποτε.
Ερωτεύεσαι για να πονάς, για να δένεται κόμπος το στομάχι σου, για να περιμένεις ένα τηλέφωνο, για να σου φταίνε όλα. Ερωτεύεσαι για να μην αντέχεις να ακούσεις ένα τραγούδι, για να έχεις την θάλασσα απέναντι σου και να μην μπορείς να αποφασίσεις αν πρέπει να πας να κολυμπήσεις ή να πας να πνιγείς.

Γιατί γράφω όσα φοβάμαι να σου πω; Κι εγώ φοβάμαι;
Αν ήθελες θα μπορούσες να με σταματήσεις. Δεν θέλω να πονέσω άλλο. Φτάνει. Νιώθω αρκετά μπερδεμένος με όλα αυτά. Τα τελευταία χρόνια η ζωή μου έγινε αβάσταχτα στιγμιότυπα, τρέιλερ μιας ταινίας που δεν βγήκε ποτέ στις αίθουσες, ποιος ενδιαφέρεται τώρα για μοναχικά όνειρα, οδυνηρές απουσίες, άσκοπες εκπομπές θλίψης που αναγγέλλονται από μεγάφωνα, κυκλοφορούν σε κλειστούς χώρους, αναγνωρίζονται από τους μαύρους κύκλους που φέρουν κάτω απ’ τα μάτια.
Για λίγες μόνο στιγμές είμαι χαρούμενος. Όταν παίρνεις τηλέφωνο. Όταν ακούω την Patti Smith και κολλάω. Όταν αφήνεις να εννοηθούν λόγια που περιμένω για να συνεχίσω. Όταν προβλέπουμε αμφίβολα ραντεβού, αμφίβολες ώρες, σε αμφίβολα μέρη.
Οι άνθρωποι είναι τοπία στην ομίχλη, αρχίζουν και δεν διακρίνονται. Μουτζουρωμένοι, σκοτεινιάζουν όλο και πιο πολύ. Ελπίζω να απελπιστείς γρήγορα απ ‘τις άμυνες. Δεν οδηγούν πουθενά. Ή μάλλον οδηγούν: Στην απομυθοποίηση της ταυτότητας. Στην αλλοίωση των χαρακτηριστικών. Στο παραμύθι της διατήρησης των κεκτημένων.
Επιμένω σε λεπτομέρειες. Από τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα μικρά γεννιούνται τα μεγάλα. Όλα αυτά εναντίον των οποίων εσύ τώρα αμύνεσαι. Αγωνίζεσαι να ορθώσεις τείχη, βεβαιότητες. Γιατί;
Δεν ξέρεις ότι η μόνη βεβαιότητα είναι ότι δεν υπάρχουν βεβαιότητες;
Η συνειδητοποίηση της μοναξιάς είναι χειρότερη από την ίδια τη μοναξιά. Παλιά πεθαίναμε από έρωτα, τώρα από μοναξιά.
Μπορώ ακόμα να κάνω σχέδια, εντάξει; Μπορώ, δεν μπορώ; Μπορώ να ελπίζω, ε; Έξω έχει σαράντα βαθμούς κι εγώ παγωμένος.
Με ενοχλεί ο ήλιος, φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα. Θα κάνω μια έτσι και θα τον κατεβάσω, θα τον βάλω στην τσέπη μου.
Δεν σταματάνε οι φωνές, τα τραγούδια, η φωνή της Maggie Bell. Τα τραγούδια διαρκούν στο χρόνο, οι σχέσεις δοκιμάζονται. Νιώθω εκτός κλίματος, με ενοχλούν τα πάντα, επιμένω να χρειάζομαι εκπλήξεις, εντάσεις, μύθους που να διαρκούν περισσότερο από εφτά χρόνια.
Εσύ πόσο διαρκείς; Όσο ένα τσιγάρο, ένα βιβλίο, ένα λαιβ των Ramones την δεκαετία του 80;
Σε κουράζω. Σου είμαι βάρος που δεν μπορείς να σηκώσεις. Θέλεις ηρεμία, να αποκατασταθεί η τάξη, να χαλαρώσει το μυαλό, να μπουν οι υπογραφές στα συμβόλαια. Έτσι νομίζεις. Και η φλόγα που καίει; Το πάθος που ξημερώνεται στα μάτια σου; Το άγνωστο που σε ελκύει ακριβώς επειδή είναι άγνωστο, άρα διαφορετικό; Το διαφορετικό δεν ψάχνουμε; Αυτό που έχει τον μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας; Τα δύσκολα είναι η μοίρα μας. Εκεί να ρισκάρεις. Στα δύσκολα. Ένας κόσμος χωρίς εντάσεις είναι ένας κόσμος ψεύτικος, εκτός ιστορίας, πλαστικός. Είναι οι εντάσεις που παράγουν τα γεγονότα, αυτές που δημιουργούν τους μύθους που χρειαζόμαστε, αυτές που αναγκάζουν τα πράγματα να συμβαίνουν, να αλλάζουν, να τροφοδοτούνται με εξελίξεις.

Όνειρα. Ανίατα. Αδέσποτοι εφιάλτες. Που βασανίζουν. Που ακυρώνουν γραμμές. Που καβαλάνε διαχωριστικές νησίδες, περνάνε με κόκκινο, κάνουν αναστροφή στον παραλιακό στις πέντε το πρωί, έτσι, γιατί απαγορεύεται. Που σουλατσάρουν τις νύχτες εδώ και κει ξεκοκαλίζοντας την λογική, που αφήνουν τα ίχνη τους σε διαφορετικά κρεβάτια, με διαφορετικές γυναίκες, σε διαφορετικούς χρόνους.
Όνειρα. Από εύφλεκτη ύλη. Που ξεροσταλιάζουν στα μπαρ πίνοντας την μοναξιά τους γουλιά- γουλιά. Που χρειάζονται μόνο ένα προσάναμμα για να γίνουν δυναμίτης, έκρηξη ψυχής, γενικό ισοπέδωμα. Που κατεβάζουν μπύρες πρωί πρωί στον ηλεκτρικό του Μοσχάτου, μήπως και σβήσει λίγο η ακόρεστη δίψα τους. Που κανονίζουν εκδρομές στον Λιμνιώνα και δεν πάνε γιατί φοβούνται να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους. Που ζουν στον κόσμο τους γιατί δεν μπορούν να ζήσουν πουθενά αλλού.
Που είσαι; Καμιά φορά σε χάνω. Όταν χάνω το κουράγιο μου. Σε ποιο σκοτεινό σύμπαν κατοικείς, πίσω από ποιες άμυνες οχυρώνεσαι; Όλες οι άμυνες είναι καταστολής, μωρό μου. Όλες. Συμπλεγματικές συμπεριφορές, παθητικές, αδύναμες. Πώς να χαθείς αν δεν το θέλεις; Τώρα, που το βλέπω στα μάτια σου, τώρα είναι η ώρα. Τώρα που ακούς Gallagher και τον θεωρείς ξεπερασμένο. I feel a little strange inside, little mr. Jekyl little mr. Hyde…
Εσύ είσαι ξεπερασμένη, όχι ο Gallagher. Μ ‘έχεις μπερδέψει πολύ, κόφτο, όταν πάω να σ ‘ακουμπήσω εξαφανίζεσαι, έρχεσαι και φεύγεις σαν μια σκέψη που κάνουμε και αμέσως μετά ντρεπόμαστε γι ‘αυτή, μαζί σου αισθάνομαι ξανά μαθητής στα θρανία, δεν αξίζει να είσαι πραγματική, σε προτιμώ επινόηση του μυαλού μου, προσωρινό καταφύγιο, ιδεατή κατάσταση, σκιά, κατασκευασμένη ιστορία από διαφορετικά γυναικεία ονόματα που κατέρρευσε με το φως της μέρας όταν τελείωσαν τα τσιγάρα.
I can’t run away from this shadow play.
Τι είδους παιχνίδι είναι πάλι αυτό; Πες μου, πως το κάνεις συνέχεια, πως μπορείς να είσαι τόσο αλλόκοτη, τόσο μαγική, τόσο κλεισμένη; Πάντα.
Δεν έχεις λόγια ε; Ούτ’ εγώ. Όχι πια. Όχι πια άλλα λόγια.
Αν σε δω σήμερα θα σε πλακώσω στις μπουνιές. Αν σε δω σήμερα θα κάνω πως δεν σε είδα. Θέλω πολύ να σε δω σήμερα, δεν θα σε δω, αν σε δω δεν ξέρω τι θα κάνω, δεν ξέρω πως μπορεί να γίνει να σε δω, πρέπει οπωσδήποτε να σε δω, αν σε δω σήμερα θα φροντίσω να μη σε δω καθόλου, θα σε δω όμως…λίγο, έτσι δεν είναι;

.

ΤΟ ΡΟΚ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ (2002)

ΠΛΕΥΡΑ Α
ΠΡΩΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ένα βράδυ κάθισα την Ομορφιά στα γόνατα μου.
Και την βρήκα πικρή. Και την έβρισα.

ΑΡΘ. ΡΕΜΠΩ / Μια εποχή στην κόλαση

ΔΕΝ ΞΑΝΑΠΑΩ ΣΤΗΝ ΜΑΡΙΝΑ ΑΛΙΜΟΥ, ακούς, δεν ξανάπαω, εκεί πάνε οι τακτοποιημένοι, όλοι οι σκαφάτοι, εκεί πάνε οι γιάπηδες, έχουνε κάνει τις γκόμενες τους γιώτ και ιστιοφόρα και κορδώνονται, Βερόνικα, Αναστασία, Πόπη, Σοφία, Άντζελα, Μαργαρίτα, Ντανιέλα, παντού γυναικεία ονόματα βλέπεις, σ΄ όλα τα κρουαζιερόπλοια κι εγώ δεν έχω πλεούμενο να το βαφτίσω, για να του δώσω τ΄όνομα σου.
Χάθηκα απ’ τον καιρό που σ΄ έχασα. Πού να φανταστώ ότι έπρεπε πρώτα να χαθώ για να με βρω. Έχουν δίκιο αυτοί πού υποστηρίζουν ότι ο καλύτερος τρόπος για να πάς μπροστά είναι να πάς πρώτα πίσω για να πάρεις φόρα.
Αυτό δεν ήταν φόρα όμως, κατηφόρα ήταν. . .
Θυμάμαι στην αρχή, πριν σε γνωρίσω, στεκόμουνα, πατούσα γερά.
Όταν σε γνώρισα, πέταγα. Οι πτώσεις άρχισαν μετά.
Βουτιές στο κενό.
Ήτανε βλέπεις θέμα αναπνοών η σχέση μας. Αέρα. Πήγαν να σκάσουν τα πνευμόνια μας από την ασφυξία. Άσε πια εκείνο το τραγούδι τής Μάνου πού μου ’λεγες συνέχεια χαμήλωσε, από ψηλά δεν ζωγραφίζονται τα όνειρα, πρωί-βράδυ. Χαμήλωσα και γω, αλλά φαίνεται χαμήλωσα περισσότερο απ΄ όσο άντεχα, αφού δεν έβλεπα ουρανό ούτε με κιάλι.
Ρούφηξες την ψυχή μου και δεν έπρεπε. Ξέρεις, η ψυχή δεν κρύβεται, δεν παίρνει κόλπα, δεν είναι λαιμός να τον σκεπάζεις, με ρούφαγες τις νύχτες και με ρωτάγαν όλοι το πρωί γιατί φοράω μαντήλια.
Από τότε ψάχνω να σκεπάσω τα σημάδια που μου άφησες, αλλά πες μου, κρύβεται η ψυχή με μαντήλια, όχι πες μου κρύβεται, δεν κρύβεται.
Ήσουν των διαχωριστικών γραμμών, των αντιθέσεων.
Εγώ των συνθέσεων.
Πώς να ταιριάξεις έπειτα το άσπρο με το μαύρο, είναι και ζήτημα αισθητικής.
Και με την Τέχνη δεν τα πήγαινες καλά εσύ. την ζήλευες. Ίσως γιατί την είχες στερηθεί. Ίσως γιατί σε ξεπερνούσε. Ίσως γιατί την αγαπούσες πολύ.
Σκέπασες με σύννεφα τη ζωή μου, αλλοίωσες τα πλάνα μου, γίνανε όλα γκρο, μεγένθυνες τα όνειρα, τα ‘κανες κόκκινες καυτερές πιπεριές, how long, how long will I slide, separate my side, Ι don΄ t believe it’s bad. . .,
τι άλλο ζητάς, ε;
Ζητάς υπερπαραγωγές και μένα οι ταινίες μου ασπρόμαυρες, μικρού μήκους, δεκάλεπτες σαν τα πεζά μου, χάνουν τον προσανατολισμό τους και βγαίνουν έξω απ’ το πανί, στο περιθώριο, σαν και τα χρόνια που ζήσαμε, λειψά και άνυδρα, παραδίνονται στην ιστορία.
Θέλω να σε εκπνεύσω, να βγεις από μέσα μου, να σε πετάξω.
Και δεν μπορώ. Δεν γίνεται.
Ευτυχώς πού αντέχω. Ευτυχώς πού αντιστέκομαι.
Φαντάσου δηλαδή να έκανα κι εκείνο το μυθιστόρημα, πλάκα θα ‘χε, δεν θα μπορούσα να χωρίσω τα κεφάλαια, θα ‘μπαινε το ένα μέσα στ’ άλλο και θα γινόταν πανικός, θα τρέχανε τα νοήματα όλα παραπόταμοι στην κεντρική σου αρτηρία, θα ξεχειλίζαν οι σελίδες ιστορίες, τέτοιο μπέρδεμα, κι άντε μετά να τις μαζέψεις για να τις καλουπώσεις.
Οι δικές μου ιστορίες κουβάρι, δεν μαζεύονται.
Γεμίζουν πλατείες, ειρηνικές διαδηλώσεις τής Αριστεράς.
Διαμαρτύρονται.
Λένε για σένα στη διαπασών.
Σαν χάρντ ροκ συγκρότημα.
Για σένα και τον θάνατο.
Και αυτό πού απόμεινε τής θλίψης.
Τής τελευταίας, χρωματιστής ζάλης.
Εκείνης τής εποχής, since I’ve been loving you.
Άλλωστε, τι σχέση έχω εγώ με ιστορίες, εποχές και τέτοια, τι θέλεις να σου πω τώρα; ότι μ΄ αρέσουνε; αφού δεν μ΄ αρέσουνε, δεν με τραβάνε οι σελίδες τους, μόνο εσύ με τραβάς, μόνο εσύ με καταλαβαίνεις, κι ας χωρίσαμε, ας ξέχασες την γιορτή μου, ας μην σε βρίσκω στο τηλέφωνο, ας μην περνάς πια απ΄ τα στέκια, ας μην σ΄ αρέσει ο Robert Plant, ας ακούς κρυφά Στέρεο Νόβα, ας προτιμάς άλλα νησιά απ΄ την Νάξο, ας κάνεις πως δεν σε νοιάζει, ας λείπεις, μόνο εσύ μυρίζεις νυχτολούλουδο, μόνο εσύ μου θυμίζεις τους δρόμους του Μοσχάτου, μόνο εσύ μου παραγγέλνεις όνειρα, μόνο εσύ δεν βάφεις τα χείλη σου με κραγιόν, μόνο εσύ με χορταίνεις, you ‘re simply the best, οι άλλες όλες είναι διαφορετικές, πώς να στο πω, φίνες αλλά μιας χρήσης, όπως κι οι ώρες πού είχες δει να ζουν σε μέρες ξένες, μοιάζουν μ ‘αυτές πού αγάπησες, πουτάνες κι ερωμένες, είναι γαλάζιες ερωμένες, όλες βήτα, μυρίζουν αλλιώς, σκεπάζουν τα πρόσωπά τους με μακιγιάζ, τις φωνάζουν με άλλα ονόματα και τις νύχτες γυρίζουν πλευρό.
Χτυπάς κόκκινο, εγώ χτυπάω καφέ.
Το σαξόφωνο τού I love you more than you ΄ ll ever know των Blood Sweat and Tears μου σκίζει τα σωθικά, ουρλιάζει μέσα στ΄ αυτιά μου πρόστυχες μελωδίες.
Το ρευστό και καταλυτικό του ρίφ ξετυλίγεται δαιμονικά, διπλώνεται στα δύο, πονάει, θυμάται, σταματά, λυτρώνεται, ξαναρχίζει, μετατρέπεται σε πάσχουσα προσωπικότητα, σπαρταράει, τρέμει από πυρετό, παραπατάει, νοιώθει, μεθά, χωρίζεται, μέχρι να γίνει τελικά κάτι σαν οδυρμός ή ουρλιαχτό ζώου και να σηκωθεί σχεδόν απολογούμενο, οργισμένο, ζητώντας να βρει άλλους ήχους, απαιτώντας να δει περισσότερες από τρεις διαστάσεις.
Κι όταν μπαίνουν και τ΄ άλλα πνευστά βασανιστικά αργά, σαν πατημασιές σε νωπό χώμα, οι ισορροπίες κλωτσάνε.
Είναι η μοιραία κατάληξη.
Το μπλουζ κυλάει εφιαλτικά για οκτώ σχεδόν λεπτά, σέρνεται, γίνεται επιθανάτιος ρόγχος, μπερδεύεται με σένα, βυθίζεται στο αίμα μου, μαζί του βυθίζομαι και γω.
Χορταίνω τα χρώματα.
Βουλιάζω.
Στις άκρες των δρόμων. Στις τελευταίες λύσεις. Σε μαύρα χρώματα.
Σε θυμωμένες ματιές. Σε γεμάτα τασάκια. Σε τσιγάρα Τσέστερφιλ.
Σε ηλιοβασιλέματα στο Ημεροβίγλι. Σε περιοδικά Αθηνόραμα. Σε ταινίες τού Κισλόφσκι. Σε τριμμένα τζήν.
Στις ζωές των άλλων.
Γιατί εμείς δεν ζήσαμε. Δεν φτάσαμε.
Εφτά χρόνια και δεν φτάσανε. Να φτάσουμε.
Ήταν πειραγμένη η τράπουλα από πριν, και γω πολύ μικρός για να την ξεμπερδέψω. Στημένος αγώνας πυγμαχίας είχε γίνει η ζωή μας και πέφταν τα στοιχήματα βροχή.
Στο ΄λεγα πάντως από νωρίς. στο φώναζα με τραγούδια.
Βa-by, baby, baby I’m gonna leave you, leave you when the summer comes. . .
Τελικά χειμώνα χωρίσαμε. Στις προγνώσεις καιρού μηδέν. Μετεωρολόγος έπρεπε να γίνω και να λέω το δελτίο καιρού στο MEGA.
Love will tear us apart ούρλιαζα μαζί με τούς Joy Division και σ ΄ έπιανε υστερία, making love out of nothing at all εσύ, αυτό το out of nothing at all έφταιγε, αυτό μάς έφαγε, ακουγόταν πολύ ακραίο για να αντέξει.
Βαδίζαμε πάνω σε τεντωμένο σκοινί σαν ακροβάτες φτηνού τσίρκου.
Πώς δεν σκοτωθήκαμε?
Η μήπως σκοτωθήκαμε?
Θυμάσαι?
Θυμάσαι τότε πού πέρασα ανάμεσα από δύο τρακτέρ?
Είχε χαθεί ο έλεγχος. Απ΄ την αρχή.
Είχαν νικήσει τα ένστιχτα. Οι μαγικές εικόνες. τα έσχατα όρια.
Τώρα, νυχτώνει νωρίς.
Κι όταν βλέπω κουνέλια στο δρόμο, σε θυμάμαι.
Αλλά δεν τα πατάω.
Δεν θέλω να λερώσω τα λάστιχα.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Δεν το καταλάβαμε πόσο αργεί η αγάπη, να δούμε
δεν προλάβαμε το τέλος μας αρχή.
Θα΄μαι πάντα εδώ, να φυλάω αυτά πού πέταξες, δε σε
συγχωρώ, για όλες τις φωτιές πού ξέχασες,
θα ‘μαι πάντα εδώ όσα χρόνια κι αν περάσανε,
δεν μάς συγχωρώ, από φόβο χάσαμε.

Ν. ΠΟΡΤΟΚΑΛΟΓΛΟΥ / Δεν μάς συγχωρώ

ΣΕ ΚΑΛΕΣΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΑΝΑΓΓΕΙΛΩ ΤΗ ΘΛΙΨΗ πού πέφτει ζωγραφιστή, τις νύχτες πού ο χρόνος μετρά ανάποδα και ή μοναξιά ξεχειλίζει, να σου μιλήσω για τα ιερά παραγγέλματα του βασιλιά ήλιου στην πόρτα μου, τα βήματά σου στο χολ, να φτύσω πάνω σου τις επερχόμενες συντριβές μου, στα χίλια κενά του κορμιού σου να στεριώσω και να σου πω confusion will be my epitaph, αλλά με πρόλαβε η χλομάδα της μέρας και συ μου γύρισες πάλι την πλάτη, τινάζοντας πάνω μου την λάμψη των λυμένων σου μαλλιών.
Κι ούτε ένας ήχος. Τίποτα.
Ήθελα να ρωτήσω πως καταφέρνεις πάντα και με γυρνάς καπάκι καταδικάζοντας με να αγαπώ τα σκέλια σου, αυτές τις πανύψηλες, ολύμπιες στήλες με το αέτωμα στο κέντρο, πού διαβαίνουν οι ήρωες ή οι εντελώς χαμένοι, φοβήθηκα όμως να παρακολουθήσω την κίνηση σου, καθώς γλιστρούσες σαν αερικό, μέσα στο μώβ τής νύχτας. Απόμεινα σαστισμένος να απορώ, παίζοντας τον εαυτό μου παρτίδα πινγκ-πονγκ κάτω απ΄ τούς ήχους των Doors.
Siempre en mi corazon. Κι ας μ΄ έκανες corazon espinado. Mi alma no da razon. .
Κι ας μην σου λέει τίποτα ο Santana.
Παρακαλώ, προσπάθησε. A ver a ver tu sabes dime mi amor, porfavor que dolor nos quedo. . . Παρακαλώ, μείνε, μείνε, μείνε.
Και θα σου γράφω τραγουδάκια με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν. . .
Υπάρχουν λαμπρά ερείπια !
Υπέροχες νύχτες, πηχτά σκοτάδια, παράλληλες τροχιές. Ζωντανές μνήμες.
Και κλειστές επιστροφές.
Ταξίδι στους δρόμους, ταξίδι στην έρημη πόλη, φοράω τις λέξεις πού θέλουν και κρύβονται όλοι, θα ζεις μ΄ εμπειρίες πού στο τέλος θα λες δεν χωνεύω, και κει θα γυρνάς, θα λες πώς χορεύω, πώς χορεύω. . . Τούς ξέρεις τούς Αχαιούς; Εε;;
Επενδύω σε χαρακτήρες, πρόσωπα, καταστάσεις. Γράφω ζημιές.
Τηλέφωνα. Η κλήση σας προωθείται, παρακαλώ περιμένετε.
Αρχίδια. Τίποτα δεν προωθείται. Τίποτα.
Μουσικές μακρινές, γκρίζες, αποχρώσεις τού μαύρου. Ψευδώνυμα και
μεταμφιέσεις στους δρόμους. Αποτυχημένα ντεκόρ.
Κλασσικά Εικονογραφημένα. Μικροί Ήρωες, μολυβένιοι στρατιώτες.
Και Ρεμπώ, Βερλαίν, Μπέκετ, τα άπαντα των Jethro Tull κι ένα βραχιολάκι πού μου χάρισες. Χαντρένιο.
Συναυλίες ροκ. Λειωμένα παγωτά, χαμένες Aτλαντίδες. Σπαθιά γενικώς.
Τι άλλο, α, και καινούργια δερμάτινα, αυτοκόλλητα σηματάκια, μαύρα T-shirt. Αμήχανα χαμόγελα. Καθημερινές διαδρομές, μοιραίες διαψεύσεις.
Κάποιες επικοινωνίες παίζονται. Ανοχύρωτες μέρες. Βροχερές. με Stones.
Oh, a storm is threatening my very life today. If I don’t get some shelter, oh yeah, I΄ m gonna fade away. . .
Αλκοόλ, θέαμα, άσκηση. Και γυναίκες, προθήκες βιτρινών.
Καθρεφτιζόμαστε μέσα τους.
Γυναίκες.
Μικρές, ψηλές, μέτριες, εντυπωσιακές, αδιάφορες, τρυφερές, ευαίσθητες, ψεύτικες, αδύνατες, ανόητες, ελεύθερες, δεσμευμένες, λάγνες, εγχώριες, ξένες, ομογενείς, απίστευτες, χυμώδεις, πνευματώδεις, σαρκώδεις, χαώδεις.
Με έμφαση στο χαώδεις. Όλες μελαχρινές.
Όταν θα πάψουμε να τις κοιτάζουμε, θα πεθάνουμε, είπε ο Αλ Πατσίνο στο Άρωμα Γυναίκας.
Νύχτες.
When the night comes. Nights in white satin. Because the night. Let ΄ s spend the night together. Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι. Νύχτωσε νύχτα. Ποια νύχτα σ΄ έκλεψε;
Γιατί σε όλα τα τραγούδια πού ακούω είναι νύχτα και πάντα ψάχνω να σε βρω;
Το κορμί σου πλάι μου, εκκρεμές, κινείται τελετουργικά κάτω απ ΄ τούς ήχους τής
Patti Smith. Ασυγκράτητη στις επιθυμίες. Η μήπως ασυγκρότητη?
Έχεις το βλέμμα τής Ζυλιέτ Μπινός, την ομορφιά τής επανάστασης, είσαι οι βόλτες στον πύργο των ιπποτών τής αρχαίας Ρόδου, οι Κυριακές στο Μοναστηράκι, τα δάκρυα τού Χριστού στον κήπο τής Γεσθημανή, η ακαταμάχητη Αφροδίτη τού Γούντυ Αλλεν, o λαστιχένιος Γουίλσον τού Τόμ Χάνκς στον Ναυαγό, ένας θλιμμένος Cobain, η μελωδία τού Stairway to heaven των Zeppelin, η δήλωση τού Λέννον για το Βιετνάμ, ο στίχος τού Φοίβου Δεληβοριά ένα πέλαγος μπουκάλια και βιβλία και καπνός κι όλα όσα θες να γίνεις πάλι χάλια, αυτό είσαι, οι παγωμένες νύχτες στην Σκιάθο, τα κρουασάν στη Φωκίωνος, η παγκόσμια θλίψη στην ταινία Πάθος τού Ζάν-Λύκ Γκοντάρ, το μελαγχολικό παπάκι τού Νικόλα Ασιμου πού μου κάνει πα πα πα τα βράδια πού δεν μου κολλάει ύπνος και περιμένω να ‘ρθείς.
Ίσως να ξανάρθεις όταν θα ΄χω πια, όταν θα ΄χω πια χαθεί, κει θα μ΄ έχουν θάψει ή θα έχω μαραθεί. Κι ας μη σου καίγεται καρφί, κι ας συνήθισες κι εσύ. . .
Πρέπει να είχε δίκιο ο Αντρέ Μπρετόν. Η ομορφιά ή θα είναι συγκλονιστική ή δεν θα υπάρχει καθόλου. Αγωνιώ περισσότερο τώρα με τούς Wishbone Ash.
Προσοχή, προσοχή, the king will come. το έχω λιώσει. Και δεν έρχεται.
Έξω χαράζει.
Και ξαφνικά κάνει μία έτσι και μπαίνει ένας ουρανός κόκκινος, Αττικός, με αναμμένα φώτα προβολείς, γεμάτος πολύχρωμα σχέδια και παγίδες. Πάνω στο άρμα του μπερδεύονται οι χρόνοι των συμφωνιών και μένουν μόνο τα adagio μέρη, adagio τής λύπης και τής φθοράς, adagio των μικρών, λευκών, χθεσινών μας μαχών πού πρόβαλαν μαζί με τον ήλιο στο φως τής αυγής.
Ψεύτης ήλιος. Δειλός.
Ο καφές σου έχει κρυώσει και το ράδιο κλειστό τώρα για μέρες, σε θυμάμαι, είχες ξαπλώσει, στου μονού μου κρεβατιού τις καλημέρες. Το ξέρω πώς δεν το διάλεξα, αν έπρεπε τη σκέψη μου να ορίζεις, μα ακόμα δεν κατάλαβα, γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις. . .
Χάνω το χρώμα μου σταδιακά μέσα σε μουσικές των Πύξ-Λάξ, προκαθορισμένες συναντήσεις, απλές ανταλλαγές απόψεων, χαμένα βλέμματα φίλων, σε βόλτες χωρίς νόημα στην άκρη τής πόλης, σε κρεβάτια εφήμερα και πέφτω, πέφτω πάλι μέσα σου, κόκκινο τριαντάφυλλο πού κόπηκε στην ρίζα.
Μαζί σου το μικρό καρελάκι, δέκα τσιγάρα εξήμιση δραχμές, στο προαύλιο τού Γυμνάσιου Αρρένων Μοσχάτου, πίσω απ΄ το σκάμμα τής γυμναστικής και τον κύρ-Μήτσο να ψάχνει στις τουαλέτες, μαζί σου καβάλα σε Ντεσεβώ να γίνονται οι δρόμοι πλωτό καταφύγιο σε διάκενα ονείρων εφηβικών με νάιλον αδιέξοδα, μαζί σου στην πόλη ζαλισμένος, τζήν, φουλάρι και σταγόνες επανάστασης, εσύ γεμάτη σελήνη να φεγγοβολάς σχέδια ανοίγοντας χάρτες και γω στα πάρτι Φατμέ, χούντα δεν θυμάμαι μα ούτε ελευθερία, γκόμενες και κόμμα ραντεβού στην πλατεία, τα ξέρεις όλα αυτά. . .
Λέω να βγούμε σήμερα, να πάμε για κάνα ποτό. Θα θυμηθούμε τα παλιά.
Θα ’ναι ωραία, θα δεις. Θα πιούμε και μετά μπορεί να πάμε για κάνα ποτό.
Αργότερα πάμε για κάνα ποτό και τελειώνουμε τη νύχτα σε κάνα μπαρ, να πιούμε κάνα ποτό. Βάλε να πιώ. Τώρα. Κάνα ποτό. Βάλε, βάλε να πιούμε.
Βάλε Διάφανα κρίνα.
Γιατί με μπερδεύεις; Χτυπάς εκεί πού πονάω, με κάνεις και κλαίω, νευριάζω, κρυώνω πολύ, κυκλοφορώ με κουβέρτες πού ρίχνω στους ώμους, ακούω το woman of the rings συνέχεια, ο Eric Burdon με κοροϊδεύει, ανασαίνω βαριά και τα μάτια σου ξανάρχονται μέσα μου.
Ποιος είπε ότι δεν έχεις ωραία μάτια, ποιος είπε ότι ωραία μάτια είναι μόνο τα πράσινα ή τα μπλε, με πυκνές βλεφαρίδες και από κάτω γραμμή, ποιος λέει τέτοια πράγματα και συ τον πιστεύεις, εμένα τα μαύρα μου αρέσουν, τα μαύρα, και να ΄ναι θλιμμένα, ακαθόριστα, σβηστά, όπως τα δικά σου.
Τελειώνουν. τα βλέμματα, οι αναπτήρες, τα τσιγάρα, οι προσπάθειες επαφών, τα καλοκαίρια, η μουσική, τα ψυχικά αποθέματα, εσύ, εγώ.
Το βιβλίο αυτό προχωράει δύσκολα.
Με σημειώσεις σε περιθώρια εφημερίδων, σε κουτιά τσιγάρων, σε αποδείξεις πληρωμής κοινοχρήστων, σε χαρτιά κουζίνας. με χτυπήματα σε πόρτες κλειστές,
βουβά τηλέφωνα, ασκήσεις αναπνοής, καφέδες illy στο τζάκι 9-11, τραγούδια των Camel από το Moonmadness, ειρωνικά χαμόγελα, ζωντανούς εφιάλτες, αποτυχημένες απόπειρες, σημερινούς απολογισμούς.
Σου γράφω πάλι από ανάγκη η ώρα πέντε το πρωί, το μόνο πράγμα πού χει μείνει όρθιο στον κόσμο είσαι εσύ. . .
Πίσω απ ΄ ότι γράφω στριμώχνεται πάντα ένα τραγούδι. Γράφοντας, εκδικούμαστε τα πράγματα λέει κάπου ο Νίκος Καρούζος. τα σκοτώνουμε για να ξαναγεννηθούν βαπτισμένα στην αθωότητα, ιδανικά, σύμφωνα με τις δικές μας επιθυμίες.
Περιμένοντας την αποενοχοποίηση, έρχεται η ποίηση. τα τραγούδια.
Γράφω λέξεις ή νότες; Πολλές φορές, νομίζω ότι ηχογραφώ σε οκτακάναλο.
Γίνομαι λέει στούντιο, ανεξάρτητη εταιρία παραγωγής, ραδιοσταθμός πού εκπέμπει μόνο βραδινές ώρες, φορητή κονσόλα, αποτυχημένο demo, δίσκος βινυλίου αμερικάνικος.
Τότε ξανάρχεσαι κοντά μου.
Αν θες μπορώ να χορεύω ως το πρωί, ένα τραγούδι πού να λέει ότι θες εσύ. . .
Κάθε πού θα ακούς Ξύλινα Σπαθιά οι αποστάσεις θα μηδενίζονται, κάθε πού ξεμπαρκάρει ο Γιάννης θα τυχαίνει να μου τηλεφωνείς, κάθε πού αλλάζει πλευρά η σελήνη θα σε θυμάμαι, όμως λείπεις και γω λυπάμαι πολύ, δεν ξεμπαρκάρει κι ο Γιάννης για να βρεθούμε.
Ηλεκτρικό μου κορίτσι, γιατί κάνεις πάντα το αντίθετο απ΄ αυτό πού θες;
Γιατί δεν προσπαθείς να εξηγήσεις τα σημάδια?
Ηλεκτρικό μου κορίτσι, έλα, σου φυλάω μουσικές σε ταξίδι να καις μες το χρόνο, τρέχα, run baby run baby run baby run baby run, γιατί δεν είναι κόσμος αυτός, μυρίζει ιδρωτίλες και χαλασμένα αρώματα, ούτε και μέρες αυτές πού έρχονται καταπάνω μας, μασκαρεμένες με χλωμές ηλιοφάνειες και πολύχρωμα κομφετί, δεν προλαβαίνουμε καν να κρυφτούμε ο ένας μέσα στον άλλον, δυστυχώς μωρό μου το παιχνίδι τέλειωσε, έληξε χωρίς να ρίξουμε την τελευταία ζαριά, οι μάρκες περίσσεψαν, η Μεγάλη Άρκτος καθόρισε το αποτέλεσμα κι απομείναμε να ξεγελάμε τον θάνατο χωριστά, περνώντας με κόκκινο απ΄ τις διαβάσεις πεζών.
Έγινε η απώλεια συνήθεια μας.
Άκου. Μια απ΄ αυτές τις μέρες θα σ΄ ακουμπήσω μ΄ ένα ζευγάρι βιολέτες στον αφαλό και θα ρίξω τζιν σ΄ όλο σου το κορμί. Να καείς.
Νόμιζα ότι σ΄ είχα πάλι χτες, σε κρατούσα σφιχτά στο wild horses, όλη νύχτα κολλημένοι, ήσουν η Marianne Faithfull και γω ο Jagger, σου ‘κανα πρόταση γάμου μεθυσμένος φτιάχνοντας δεκάδες μαγικές συνταγές από ποιήματα, εσύ so sad, μάζευες υπομονετικά τα λόγια μου απ΄ τον πάγκο και τα πέταγες στο τασάκι, πριν προφτάσω να απολογηθώ, ξεπεράστηκα.
Μου ‘κανες πάλι ματ, πριν ακουμπήσω τα πιόνια.
Τώρα καθημερινότητα, ρουτίνα, και η ποικιλία στην μονοτονία αδύνατη.
Τώρα στην Πανεπιστημίου, εφημερίδα τοίχου, λουλούδια και rock΄ n΄ roll.
Τώρα κλειστοί χώροι, σκοτάδι και κίτρινα πρόσωπα.
Τώρα, σιωπή.
Μια τελευταία συνάντηση θέλω.
Να βυθιστώ μαζί σου στα δακρυγόνα τής πόλης.
Να κάνω σέρφ στο κορμί σου, σβήνοντας τις πληγές, σε μια πανδαισία χρωμάτων και αντοχής.
Να υπογράψω στο στόμα σου με αέρα θριάμβου.
Θα ΄ναι νύχτα, σβηστός ουρανός χωρίς φεγγάρι, και ο χρόνος θα σταματήσει στο σημείο πού θα τού πω εγώ.
Όλα θα ΄χουν ησυχάσει πια, εκτός απ΄ την κιθάρα τού Gallagher πού θα παίζει παραπονιάρικα for the last time την ώρα πού η αναπνοή σου θα γεμίζει δάκρυα.
Μονάχα ένα κόκκινο φως θα πέφτει πάνω σου κάθετα, συμπλήρωμα στο ντεκόρ τής φθοράς.
Θα ‘ναι Ιούνης, ξεκινήματα, όπως όταν σε γνώρισα και οι ειδήσεις θα λένε πώς φωτιές καταστρέφουν και τούς τελευταίους πνεύμονες πράσινου πού απόμειναν.
Στην πραγματικότητα οι φωτιές θα καταστρέφουν εμάς.
Ο Ολυμπιακός θα ‘χει ισοφαρίσει την Μάντσεστερ στο τελευταίο λεπτό των καθυστερήσεων για τον τελικό τού Τσάμπιονς Λήγκ σ ΄ ένα αγώνα χωρίς αύριο πού θα οδηγηθεί στα πέναλτι.
Εκεί θα οδηγηθούμε κι εμείς.
Μετά, αποκοιμήθηκα.
( πες μου ένα ψέμα ν ΄ αποκοιμηθώ )
Δεν πρέπει να υπάρχει κανείς άλλος εδώ.
Κανείς.
Δεν υπήρξε ποτέ κανείς.
Ποτέ δεν υπήρξε τίποτα.
Ποτέ.
Τίποτα.

ΠΛΕΥΡΑ Β
ΠΡΩΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Η Τέχνη είναι η μουσική τής λησμονιάς

ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΝΙΤΣΕ

ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ ΦΛΕΒΑ ΧΡΥΣΟΥ, μια Ίος σε κάρτ-ποστάλ, απλώνεται ανοιχτή πληγή στον κόκκινο, χνουδωτό αφαλό τής γης.
Με γοφούς λίκνα φωτιάς πού αιμορραγούν ακατάσχετα, τυλιγμένοι σε τούλι.
Έρχεσαι καταπάνω μου με ανοιγμένα πανιά.
Γλώσσα σπάνιου διαμαντιού σε σάρκινο όστρακο, αστράγαλοι μαργαριτάρια μπλεγμένα σε φύκια πού πάνω τους γυαλίζει το μύρο
και πόδια ξεθωριασμένες αγιογραφίες πού ακουμπούν στην σελήνη.
Είσαι ολόκληρη μια ασθμαίνουσα ζώνη φωτός.
Με μάτια μπουκέτα αστεριών, διάπυρα, ακαθόριστης λάμψης.
Με μάτια κατώφλια φθινόπωρου πού το χτυπά η βροχή.
Με μάτια ναυάγια λάφυρα σε βυθό άγνωστης παραλίας.
Μέση πλαγιά βουνοκορφής. Τη δέρνει ο ήλιος.
Κάνεις πώς βαδίζεις, αλλά πετάς. Απογειώνεσαι.
Καθώς σε παρακαλώ να βρεθείς σε τροχιά.
Καθώς σε παρακαλώ με απλωμένα χέρια, πληγές να γεννηθείς ξανά μέσα μου
να σε χωρέσω σε κάθε γωνιά τού κορμιού μου, να πάρεις το σχήμα μου
να σε γεμίσω μικρά μυστικά και θαύματα.
Το λάθος σου να μην υπάρχεις, ήταν το λάθος μου να υπάρχω μέσα απ΄ την απουσία σου σε μια εντελώς ιδιάζουσα συνομωσία μορφών.
Κοιτάζομαι μέσα απ΄ τα θραύσματα καθρέφτες τής εικόνας σου
γονατιστός, ιχνηλατώντας την καταγωγή σου
σε ματοτσίνορα πού χορεύουν τσιγγάνικες μελωδίες
σε μαύρους βολβούς
σε βλέφαρα πού κλείνουν νωχελικά και μου φράζουν τη δίοδο
στο ροκ πού παίζουν τα μάτια σου
σε βλέπω να σκίζεις τα πέπλα τής ζωής μου
έκπτωτος άγγελος πού βουτάει στη γη
χτυπάς μανιασμένα τα παράθυρα, σπέρνοντας θύελλες οργής
η απουσία σου, το άλλοθι τής οριστικής μου αποχώρησης
χύνεσαι αέρας πού παρασέρνει έπιπλα και κουρτίνες μαζί
αστράφτοντας σαν ξωτικό τής παρακμής
παίρνεις τσεκούρι και κατεβάζεις τζάμια και φωτιστικά
καθώς παίζουν οι συγχορδίες των Van Der Graaf
σε παρακολουθώ δισταχτικά
δεμένος το περιλαίμιο τού σκύλου πού μου φοράς συνήθως
πάνω στις κάτασπρες κολώνες των φόβων μου
ντύνεσαι όλες σου τις περιβολές από λάσπη, μίσος, δάκρυα και άμμο
το στόμα σου βγάζει τώρα καπνούς άμετρης λύσσας και στο κορμί σου
βιτρώ εκκλησίας τού περασμένου αιώνα, μπερδεύονται ρυθμοί, σπέρματα,
νεκροί σκορπιοί και κομματάκια γλυκού απ΄τα γενέθλια τής Παρασκευής
μετά, την ώρα πού ο ήλιος ετοιμάζεται να σφηνωθεί χαδιάρικα
στα μαλλιά σου, στεφάνι
με αρπάζεις απ΄ το χέρι και με οδηγείς βιαστικά στην πόλη των πυρετών
σε κλειστό δωμάτιο να βλέπει φωταγωγό
μαγική νεράιδα με καθηλώνεις σε άψυχο στρώμα, το σεντόνι κόκκινο με μαύρες ακτινωτές πινελιές, γράφει στο σώμα σου τις εποχές τού μπαρόκ
αρχίζω και πίνω από μέσα σου τούς χυμούς τής λησμονιάς
μυθικός Οδυσσέας στο νησί των Λαιστρυγόνων
έχεις τη γεύση τής σοκολάτας
οι ρόγες σου τεράστιοι άναρχοι κύκνοι, αναδύουν χαμένους παράδεισους
στην μυθολογία του πάθους, με ιερουργούν
και σταματάω υποταγμένος, λαχανιασμένος, σε στάση προσοχής
στη μήτρα, τη μήτρα ιερό
πού φτεροκοπάει και εκμηδενίζεται σε κάθε κίνηση τού χεριού μου
τη μήτρα, τέμπλο τής ηδονής
πού υπακούει και δίνεται και βαριανασαίνει
και βαδίζει πειθήνια το δρόμο τής τελευταίας θυσίας
τη μήτρα πού ανοίγει σαν άνθος κακού
και σκορπάει και χαίρεται και λιμνάζει
τη μήτρα των μεγάλων καλοκαιριών τής παραφοράς
υγρή σαν νούφαρο
απόκρημνη σαν Σαντορίνη
επινοημένη σαν Νταλί
πού συστέλλεται και διαστέλλεται και στασιάζει
και αποδέχεται και γλιστράει και απαγγέλλει
υστερικά ποιήματα
τού Μπλέηκ και τού Λοτρεαμόν
κάθε της άστρο κι ένας καρκίνος τής λογικής
κάθε της μάτι και μια βελούδινη χοάνη δροσοσταλίδες
κάθε της νεύμα κι ένα μπουκέτο χρώματα
την πιάνω με τα χέρια μου σαν παιχνιδάκι και την ανοίγω
λαστιχένια μπάλα ξεφούσκωτη
κολλάω εκεί το στόμα μου, φιλί τής ζωής
πάνω στο δράμα τής κλειτορίδας πού αναπνέει βαριά
γίνομαι θεός και διάβολος
γεύση τής σάρκας σου μοναδική
καθώς σαλεύω
στις εσωτερικές σπηλιές σου
και πέφτω, πέφτω συνέχεια, ασύμμετρη τεθλασμένη γραμμή
γεμάτος σημάδια αφανισμένων αγγέλων.
Όλη μου η ζωή άδειασε μέσα σου.
Κοχύλι πού ξεβράστηκε σε έρημες ακτές το κορμί σου
παραμένει μέλλον
παρόν
και παρελθόν αυτής τής γης

ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Mε δίχως σημαίες και δίχως ιδέες, δίχως καβάτζα
καμιά, ντύθηκε η μέρα τα γούστα τής νύχτας και
η ψυχή μου πηδά, στού απέραντου την ψύχρα.
Να σ ΄ αγαπήσω, να μ ΄ αγαπήσεις, έστω για λίγο,
για τοσοδούλη, σαν ζευγαρώνουν δυο βεγγαλικά,
μοιάζουν με μηνύματα τηλεπαθητικά,
στων προσώπων μας τις ζάρες. . .

ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ / Βενσερέμος

ΞΑΦΝΙΚΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕΣ σε κλαβιέ.
Τα δάχτυλα μου έτρεχαν ιδρωμένα πάνω στο σώμα σου, χάιδευαν και μάλαζαν την γυμνή σου σάρκα όπως τα δάχτυλα τού κημπορντίστα πού δίνει το τελευταίο του ρεσιτάλ, αποχαιρετώντας το κοινό του.
Σιγά-σιγά, έγινες ορχήστρα κανονική. Γεννούσες μουσική, κάτω απ΄ την αφή των χεριών μου. Μια μουσική πρωτόλεια, πού δεν συγκρινόταν με τίποτε παρόμοιο στο παρελθόν.
Δεν μπορούσες να την κατατάξεις σε συγκεκριμένη φόρμα ή να την θεωρήσεις πρόδρομο κάποιου νέου κινήματος ή μουσικού ρεύματος. Χωρίς ιστορία να την ακολουθεί. Χωρίς εμφανείς καταβολές και παρακαταθήκες.
Χωρίς συγγένειες και τάσεις.
Με τις τρομπέτες και το φλάουτο να μπερδεύονται με τα βογγητά σου,
να γίνονται μέρη αρχαίας τραγωδίας και να σε κάνουν να στέκεσαι αμήχανος, σχεδόν μαγεμένος, μπροστά στον εμπνευστή αυτού τού μοιραίου κονσέρτου για πνευστά, στον κορυφαίο τού χορού.
Με το τσέλο και το βιολί να δροσίζουν τα ιδρωμένα μέλη σου και να ντύνουν σονάτα τού σεληνόφωτος το κορμί σου.
Με τις ηλεκτρικές κιθάρες να σε στολίζουν, να σκεπάζουν τούς οργασμούς σου τις δύσκολες ώρες και να μετρούν αντίστροφα τον υπόλοιπο χρόνο, κόβοντας σαν ξυράφια τούς ήχους με κρυστάλλινη καθαρότητα.
Με το μπάσο και τα κρουστά να σκάβουν λαγούμι στο δέρμα σου, μια ουλή γεμάτη νότες, χωρίζοντας τα κωλομέρια σου σε δυο φουσκωτά σοκολά μισοφέγγαρα πού έχασκαν ξεδιάντροπα, λάξευαν στις άκρες επιδεικτικά, στρογγύλευαν, και πήγαιναν να οδηγηθούν ιδρωμένα σε μια άνευ όρων παράδοση.
Και το σαξόφωνο λίγο μετά, βαρύτονο, λυρικό, πνιχτή κραυγή πού καθάριζε σιγά-σιγά, να αφουγκράζεται τούς παλμούς σου, να μετρά βήμα-βήμα τις δονήσεις σου, δίνοντας αέρα στα λαχανιασμένα σου πνευμόνια, εκεί προς το τέλος, όταν άρχιζε πια να μυρίζει γιασεμί ο έρωτας και τα κορμιά είχαν ξελιγωθεί.
Α, το σαξόφωνο! Αυτό ήταν το χάι-λάιτ σου, μια μικρή αφορμή, ο οίστρος εκείνος πού χρειαζόσουν για να πάρεις ξανά μπρος και να καείς, να καείς ξεφωνίζοντας από καύλα μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου.
Είχε ένα ζωώδες feeling πού σε ανατρίχιαζε, δεν μπορούσε να κρατηθεί σε σταθερά μέτρα, άλλαζε κάθε τόσο ρυθμούς και χανότανε μέσα σου.
Εκεί σταμάταγαν όλα. Στο σαξόφωνο.
Πού ακολουθώντας τις κραυγές σου ασθμαίνοντας, πάνω σε μια χορδή τού λα, παρέδιδε απλά μαθήματα ανθρωπολογίας, ιχνηλατώντας με ακρίβεια και τον τελευταίο πόρο δέρματος, αναλύοντας και την παραμικρή υφή σάλιου, διαβάζοντας και την πιο ασήμαντη παρτιτούρα απ ΄ τις ανάσες σου.
Πώς να χαρακτηρίσεις αλήθεια αυτή τη μουσική; Ήταν new age γιατί σε ταξίδευε, pop γιατί μύριζε καλοκαίρια, soul γιατί μιλούσε στην ψυχή, jazz γιατί διαρκώς αυτοσχεδίαζε, blues γιατί ήταν θλιμμένη, urban γιατί ζούσε στην πόλη, ethnic γιατί χωρούσε τα πάντα, latin γιατί κρατούσε ανοιχτή γραμμή με Κούβα, rock γιατί χτυπούσε κατευθείαν στην καρδιά, ήταν όλα μαζί και τίποτε, όπως εσύ.
Κάπως έτσι πρέπει να χάνονται οι ψυχές, σκέφτηκα. Βγαίνουν αργά, μαγικά, σαν αναθυμιάσεις παλιάς μηχανής. Κάνουν τα μηνίγγια σου να χορεύουν τρελά, πατούν στις άκρες των ποδιών τους και εξαφανίζονται.
Πώς να εξηγήσεις έπειτα τα πράγματα πού αγαπάς; Εξηγούνται με ψυχρές λογικές και αναλύσεις τόσα πολλά με τόσα λίγα; Είναι απλά ότι αγαπάς, σκέτα, χωρίς επιπλέον λόγους και φιοριτούρες, χωρίς νόμους να τα διέπουν, χωρίς αρχές. Και δεν φεύγουν ποτέ, κατασκηνώνουν μέσα σου εναλλάσσοντας το μαύρο με το λευκό με μια ταχύτητα τρομακτική πού χρεοκοπεί κάθε αντίσταση.
Εγκαθίστανται.
Είναι παράξενο, όμως όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το βιβλίο η Άννα είχε φύγει ταξίδι και στο πικάπ γύρναγε το November rain των Guns and Roses.
Ήταν Νοέμβρης, τέλη. Τώρα τελειώνοντας, με τον Απρίλη να’ χει μπει πλέον για τα καλά, όλο και πιο συχνά ακουμπάει στο πλατώ το April τής πρώτης περιόδου των Deep Purple. Φαντάζομαι πώς τον άλλο μήνα θα ακούω το the last days of May των Blue Oyster Cult, λίγο μετά το we ΄ re the champions των Queen με κόκκινο τζόκεϊ στις κερκίδες του ΟΑΚΑ, τον Ιούλιο μαυρίζοντας στην Ίο το July Morning των Uriah Heep, τον Αύγουστο Κεφαλονιά με τον Αύγουστο τού Παπάζογλου και δυο φεγγάρια μετέωρα, τέλη Σεπτέμβρη στο χείλος τού γκρεμού τής Σαντορίνης το summer almost gone των Doors και τον Οκτώβριο θλιμμένος, μη μπορώντας να καταλάβω πώς έφυγε κι αυτό το καλοκαίρι το μελαγχολικό October των U2.
Έτσι θα κυλάει η ζωή μας ελλειπτικά, με τραγούδια μετρονόμους να δείχνουν τις εποχές πού έρχονται και φεύγουν, με μουσικά στυλ να αντιπροσωπεύουν δεκαετίες και αγάπες πού χάθηκαν από λάθος timing, με νικοτίνη δυνατή και τον Bob Dylan, μιλώντας συνέχεια για καλοκαίρια πού κόντυναν απειλητικά, κλείνοντας μέσα τους ένα τσουβάλι όνειρα.
Καθώς γράφω οι U2 πλημμυρίζουν ένα χώρο ψυχρό, στιγματισμένο απ ΄ την απουσία σου. Τον κάνουν να καίει.
Το One τραβάει ξαφνικά το χαλί κάτω απ ΄ τα πόδια μου κι ότι έχτισα, γκρεμίζεται στη στιγμή. Οι στίχοι τού Bono ξύνουν πληγές, τις κακοφορμίζουν, τρέχουν ξυπόλυτοι σε σπασμένα γυαλιά. . .

Is it getting better, or do you feel the same, will it make it easier on you,
now you got someone to blame, you say one love, one life, when it’s
one need in the night. . .
Did I disappoint you? Or leave a bad taste in your mouth? You act like
you never had love and you want me to go without, well it’s too late,
tonight, to drag the past out, into the light . . .
Have you come here for forgiveness? Have you come to raise the dead?
Have you come here to play Jesus? To the lepers in your head?
Did I ask too much? More than a lot? You gave me nothing, now it’s all I
got, we’re one, but we’re not the same, we hurt each other then we do it
again, you say love is a temple, love a higher law, you ask me to enter,
but then you make me crawl and I can’t t be holding on to what you got,
when all you got is hurt. . .

Ψέματα, ψέματα πώς δεν είσαι εδώ.
Τέρμα τα θαύματα,τά σινεμά κλειστά, δεν υπάρχεις πια, δεν υπάρχεις. . . όλα τα φώτα σβήνω και κρύβομαι ξανά, δεν υπάρχεις πια, δεν υπάρχεις. . . Μεσ΄τήν βοή ξεχνιέμαι κι ο κόσμος προσπερνά, δεν με ψάχνεις πια, δεν με ψάχνεις. . . πάλι το τραύμα ξύνω κι ο πόνος με μεθά, δεν σε έχω πια, δεν σε έχω. . . Ψέματα, ψέματα, πες μου πώς είναι ψέμα, ένα αστείο χαζό, εγώ χωρίς εσένα. . .
Οι U2 λένε ψέματα, προσοχή μωρό μου, το λέει ο δίσκος κι ο Πορτοκάλογλου το ίδιο, ψέματα, ψέματα, τι δεν υπάρχεις δηλαδή; Γιατί, μήπως υπάρχω εγώ; Υπήρξαμε άραγε ποτέ; Μόνο η μουσική υπάρχει κι αυτή αρχίζει τώρα και κάνει νερά, όλοι συνεννοημένοι είναι εναντίον μας με πρώτους τούς U2, δεν το κατάλαβες; Oλα ψέματα είναι, είναι ψέματα πώς χωρίσαμε, ψέματα πώς ψάχνεις κάποιον να κατηγορήσεις για να νοιώσεις καλύτερα, πώς δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα γιατί το μόνο πού μου άφησες είναι πληγές, όλα ψέματα είναι, είναι κακός αυτός ο Bono.
Πουστάρα τού κερατά είναι, γιατί παίζει με τον πόνο μου, καταλαβαίνει πώς το One με τρελαίνει, αυτός γράφει τραγούδια και γώ υποθήκες για ένα μέλλον ακόμα πιο σκοτεινό, ακόμα πιο άνισο, ακόμα πιο πικρό κι απ ΄ αυτό το βιβλίο πού δε λέει να τελειώσει, όπως κι η μουσική πού παίζει συνέχεια το One απ ΄ την αρχή, κάνει επανάληψη στον θάνατο, κάνει τα 4. 36 λεπτά του να μοιάζουν ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια και δεν τελειώνει ποτέ, κάνει αυτό το βιβλίο να μοιάζει όλο και περισσότερο με δίσκο παρά με βιβλίο, πού συνεχώς μου βγάζει τη γλώσσα, με κλείνει σε κύκλο, με πολιορκεί, παίζει μαζί μου σαν τη γάτα με το ποντίκι και γώ δε ξέρω τι να κάνω για να μην το γράφω, για να μην το ακούω να παίζει στο δέκα.
It hurts my ears.
Μη! Βγάλτο, βγάλτο σου λέω.
Δεν το αντέχω. Ιδίως εκεί. . . we hurt each other, then we do it again, ψέμματα, ψέμματα είναι, εμείς δεν κάνουμε τέτοια, δεν πληγώνουμε ποτέ ο ένας τον άλλον, μαλακίες πώς everybody hurts, εμείς δεν τσακωνόμαστε μωρό μου, μόνο τσακιζόμαστε, πεθαίνουμε τις ζωές μας.
Αφού να, άκου, hold me closer tiny dancer, count the headlights on the highway, μόνο κάποιος ας χαμηλώσει την ένταση όταν θα με κοιτάς, πάλι αγκαλιά είμαστε, πάλι μαζί, τουλάχιστον μέχρι να σταματήσει αυτό το τραγούδι πού διαρκεί χρόνια και να χαθούμε ξανά, τουλάχιστον μέχρι να τελειώσει αυτό το βιβλίο πού αρχίζει να χρειάζεται περισσότερο παραγωγό και λιγότερο εκδότη, τουλάχιστον μέχρι να βαρεθούν να βγάζουν ματάκια οι παραλίες τής Νάξου και να γίνει η αγάπη ένα τόσο δα αστεράκι, μια χούφτα κόκκινο πάνω στο μπλε τού ουρανού πού να μου λεει το όνομα σου, γιατί η αγάπη είναι wicked game και i never dreamed that i need somebody like you, είναι heartbreaker σαν κι εσένα, πόλεμος, ο εθνικός ύμνος των διαψεύσεων, γιατί η αγάπη είναι μνήμη, αντίθεση, θάνατος, ένα λευκό γιασεμί, κι όπου δεν υπάρχει σύγκρουση, να ανοίγουν οι μύτες και να τρέχει ο ιδρώτας ποτάμι, δεν υπάρχει αγάπη, γιατί η αγάπη είναι ελέφαντας, ακούς; είναι ο αμαρτωλός μέσα στον άγιο, το φως πνιγμένο σε χιλιάδες χρώματα, αυτό πού απομένει όταν ο έρωτας μάς κάνει κομμάτια και μείς αγαπιόμαστε μωρό μου, αγαπιόμαστε πολύ για να μην είμαστε μαζί, έχουμε το δέκα στα δέκα, έτσι δεν είναι;
Έρημος έρωτας.
Σα μουσικό κουτί.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Μια μέρα θα το δεις, θα ‘μαι χαρούμενος. Δέν θα΄χω πια
καψίματα στα δάχτυλα απ ‘τα στριφτά τσιγάρα. Και θα
φορώ ένα άσπρο κουστούμι πού θα με κάνει να μοιάζω
με άγγελο. Μα θα ‘μαι στ ‘αλήθεια τόσο όμορφος πού
ίσως πια να μη σου ταιριάζω.

ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΤΑΒΑΣ / Τα μαύρα τετράδια

ΚΟΙΤΑ, ΣΕ ΑΛΛΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΙΣΩΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ και να ήταν διαφορετικά. Θέλω να πω, ίσως και να μην χρειάζονταν τόσα τραγούδια για έναν έρωτα 33 στροφών, τόση σιωπή για λίγες λέξεις, τόση αγωνία για ένα τέλος κόκκινο, έτσι κι αλλιώς χρωματισμένο απ ‘την αρχή. Τά βιβλία μπορεί καί νά μήν έμοιαζαν μέ δίσκους κι οι τυπωμένες λέξεις νά μήν μπερδεύονταν μέ νότες ή νά μήν ήταν απαραίτητο νά χαραχτούν σέ βινύλια πριν διαβαστούν.
Οι συγγραφείς δεν θα ήταν μουσικοί τής ροκ, κάτι ελεεινοί μακρυμάλληδες με σκισμένα τζήν και χαϊμαλιά, αλλά καθώς πρέπει διανοούμενοι πού θα έκαναν διαρκείς παρεμβάσεις στα κοινά και όχι τουρνέ με επεισοδιακά λεωφορεία γεμάτα γκράφιτι για να διαφημίσουν το τελευταίο τους άλμπουμ.
Χρώματα φυσικά θα υπήρχαν, αλλά θα ήταν όλα μουντά, πιθανές αποχρώσεις τού μαύρου, σταχτιά ή γκρίζα ξεπλύματα των εποχών πού έρχονται.
Όπως και όνειρα, σκορπισμένα από δω κι από κει, κάτω απ ‘τις φωτογραφίες μας σα λεζάντες, όμως επίπεδα, στερεότυπα, μεταχειρισμένα. Και έρημα.
Όλα τα νησιά θα λεγόντουσαν Νάξος. Οι μήνες, Ιούνιος. Οι γυναίκες -άκου να δεις – θα έμοιαζαν με βιότοπους, εύθραυστες, προστατευμένες μες’ την ανωνυμία τους, σχεδόν αδέξιες, κλειστές, σαν να περίμεναν θαρρείς στο επόμενο δευτερόλεπτο, την επίθεση τού εχθρού. Και γώ πάλι αμήχανος, δεν θα μπορούσα να ακούσω τις αρμονικές απ ‘την περίφημη μπάντα τού Παράδεισου πού θα’ παιζε ρημέικ το everybody knows this is nowhere τού Νeil Young.
Βλέπεις, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι όσο μεγαλώνουμε, ωριμάζουμε.
Βουτάμε απλά μέσα στις εποχές κι αν μένουμε ανέγγιχτοι, είναι πού καταφέρνουμε ακόμα να κλείνουμε τα μάτια και να ονειρευόμαστε.
Μη ρωτάς κάθε πότε.
Μεγάλη πουτάνα μάτια μου η ωρίμανση. Πρέπει να την πληρώσεις χοντρά για να αποδώσει. Ιδίως οι αλλαγές πού σέρνει πίσω της και καμιά φορά μάς φοβίζουν, όχι άδικα βέβαια.
Νοιώθεις λίγο σα να μπαίνεις σε τούνελ πού πρέπει να το διασχίσεις, χωρίς να ξέρεις τι σε περιμένει απ‘ την άλλη πλευρά, χωρίς να μπορείς να υπολογίσεις με ακρίβεια τι απ ‘τον εαυτό σου θα αφήσεις στο σκοτάδι για πάντα, μέχρι να βγεις στο φως. Φτάνοντας προς την έξοδο οι αντιστάσεις όλο και μειώνονται. Τα διόδια ακριβαίνουν. Είναι η φθορά τού χρόνου πού μεσολάβησε¬; Οι εντάσεις πού κυοφορήθηκαν στην διάρκεια τής διαδρομής;
Ότι και να ’ναι αυτά δεν είναι για υστερόγραφα βιβλίων, ούτε και προσθέτουν τίποτα περισσότερο σε όσα ήδη γνωρίζουμε για το μέλλον, πού φυσικά προϋποθέτει τον έρωτα, χρειάζεται όμως την μουσική για να αντέξει την διαδικασία τής ωρίμανσης. Η απουσία τής μουσικής είναι πού κάνει τις πόλεις μελαγχολικές και τα βιβλία να σιωπούν. Η απουσία τού έρωτα είναι αυτή πού βαρύνεται κυρίως για τούς βιότοπους. Κι οι συγγραφείς για τα γκρίζα ξεπλύματα.
Όλες οι ιστορίες είναι πόζες – Χρήστος Βακαλόπουλος, Έλληνας, μαύρα γυαλιά, αυτή τη στιγμή λείπει, κολυμπάει προς την γραμμή τού ορίζοντα, στα ανοιχτά κάποιου αόρατου ελληνικού νησιού, ελαφρά ντυμένος, μελαχρινός, 45 χρονών, τώρα θα΄χει πιάσει ψιλή κουβέντα με τούς αγγέλους, ζητώντας απ ‘τον άγνωστο κόσμο να τού φανερωθεί, παλεύοντας με το αδυσώπητο παρόν στα ερείπια τού κινηματογράφου Κυψελάκι, θέλει ν ‘ακούσει αυτή την παλιά, λίγη μουσική, κι ας ακούγεται πια τόση μουσική, αυτή η πολλή μουσική πού κάποτε ήταν μουσική και τώρα έχει πάρει την θέση τής μουσικής, την έχει αντικαταστήσει, έγινε διαφημιστικό πού υποδύεται τον ρόλο της, χωρίς να ξέρει γιατί, σ ‘ένα κόσμο πού προσπαθεί διαρκώς να εξηγήσει τη ζωή, προσπαθεί να εξηγήσει κάτι πού δεν εξηγείται και μόλις αρχίσει να εξηγεί, από την άλλη στιγμή αρχίζει να ισχύει το αντίθετο, αλλάζει, χωρίς να ξέρει γιατί.
Το μυθιστόρημα πάντως, είναι βελτίωση τής ζωής. Σύνθεση εντυπώσεων και χαρακτήρες σε παρένθεση. Άνω και κάτω τελείες, θαυμαστικά.
Και ψίχα, πολλή ψίχα, αντί για ψυχή.
Γιαυτό αυτό το βιβλίο δεν είναι μυθιστόρημα, και είναι μόνο εσύ, λέξεις γιαυτό το εσύ, εικόνες πού είναι εσύ, μουσικά αφιερώματα σε ένα εσύ πού δεν τα κατάφερε, κουράστηκε και ταξίδεψε τελικά εκτός θέματος.
Γιαυτό αυτό το βιβλίο είναι μόνο ασκήσεις αναπνοής χωρίς εσένα, χάρτινα παιδικά καραβάκια, χαμένα ηλιοβασιλέματα, απελευθέρωση αιχμάλωτων συχνοτήτων, ασπρόμαυρα όνειρα, μαθήματα επιβίωσης, βουβές ταινίες χωρίς σενάριο, αδύναμα σχέδια, ροκ μανιφέστα, υγρός ίλιγγος, ενηλικίωση, και δεν είναι μυθιστόρημα.
Γιατί τα μυθιστορήματα μάτια μου έχουν αρχή, μέση και τέλος, όπως τα παραμύθια τής γιαγιάς κι αν μπερδευτείς και ξεκινήσεις ανάποδα, οι προτάσεις αρχίζουν να σε αποφεύγουν, οι λέξεις γίνονται ξαφνικά κτητικές, απαιτούν από σένα όλο το νόημα, όλο το χρώμα, θέλουν να σε αποκτήσουν και συ αντιδράς, σηκώνοντας τα χέρια. Άλλωστε, δικό μας είναι μόνο ότι αγαπάμε βαθιά, αυτό το ξέρουν όλοι, μόνο εσύ φαίνεται να το έχεις ξεχάσει προσωρινά, να κάνεις πώς δεν το θυμάσαι.
Παρόλα αυτά, δεν προχωράει τίποτα, όλα μένουν ακίνητα, οι άνθρωποι συνεχίζουν ως φωτογραφίες, και μεις πιο παγωμένοι από ποτέ, απολιθωμένοι μα επιζώντες – ώριμοι ή έρημοι δεν έχει σημασία – απογοητευμένοι πού δεν γίναμε τραγούδια, περιφέρουμε τις απουσίες μας σα λαμπάδες και τα προσπερνάμε, παραμένοντας καρφωμένοι στη θέση μας.
Έτσι κι αλλιώς μια μέρα η Γη θα γίνει πίνακας συλλεκτικός και θα στολίζει τις γκαλερί τού χρόνου, περνώντας απ ‘την αθανασία στην αιωνιότητα.
Έτσι κι αλλιώς μια μέρα όλα θα χαθούν στο φως.
Ή σ ‘ένα τραγούδι των Stones…
Anybody seen my baby? Anybody seen her around ?

.

.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.