Η Μαρία Δ. Σφήκα γεννήθηκε το 1969 στη Λαμία. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ με μεταπτυxιακή ειδίκευση στην Δημιουργική Γραφή (Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας) και Υποψήφια Διδάκτορας του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του ΕΚΠΑ.
Ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, παρουσιαστεί σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις και βιβλιοθήκες ανά την Ελλάδα, διακριθεί σε Πανελλήνιους Ποιητικούς Διαγωνισμούς και συμπεριληφθεί σε συλλογικές εκδόσεις και ανθολόγια.
Ζει στη Ναύπακτο όπου και εργάζεται ως καθηγήτρια Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Άλογο στο στήθος (εκδ. ΑΩ 2022)
Εισαγωγή στις πονηριές της χαράς (εκδ. Οιωνός 2011)
Υποκειμενικό Κήπο (εκδ. Οιωνός 20Ο6)
.
.
ΑΛΟΓΑ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ (2022)
ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ
Ι
Άσχημοι άνθρωποι
{Μικρά, ανεπαίσθητα ολισθήματα προς επικίνδυνες σκέψεις)
Εδώ δε βλέπεις άσχημους ανθρώπους:
τους κρύβουν πίσω απ’ τη σκηνή.
Για λίγο μόνο, ίσα-ίσα
το πλάνο μην καταστραφεί.
Ατέλειες και δυσμορφίες
-μια στραβή μύτη,
μια ουλή-
ανηλεώς υπενθυμίζουν
τα απευκταία και ατυχή
και ο θεατής εδώ έχει έρθει
κυρίως για να ξεχαστεί.
Εδώ όλα αποπνέουν χάρη,
την υψηλή αισθητική
και αρμονία που προκύπτει
απ’ τη σοφή επιλογή
αυτών που η φύση,
φύρδην-μίγδην
Είναι ανακούφιση στο μάτι,
μια όαση -έστω μικρή-
τόσοι άνθρωποι στον ίδιο χώρο
όμορφοι,
νέοι,
γελαστοί,
μια συλλογή δειγμάτων του είδους,
εξαίρετη,
ενδεικτική
της ποιότητας που εγγυάται
μια στοιχειώδης διαλογή
με βάση προδιαγραφές,
κριτήρια,
όχι η ανεξέλεγκτη εισροή.
Είναι σαφείς οι οδηγίες:
όποιος τολμήσει να εισβάλει,
απρόσκλητος
στο πλατό να μπει
χωρίς γραπτή άδεια εισόδου
και έγκριση απ’ τον φροντιστή
με το κοντόχοντρο σουλούπι
και την πληβεία κατατομή,
χυδαία κοιλιά,
φαρδιά ρουθούνια,
κι αταίριαστη περιβολή
κακήν-κακώς πετιέται έξω,
γι’ αυτή του την παρακοή
-εκτός κι αν το απαιτεί ο ρόλος
και ενσαρκώνει
τον ληστή.
II
(Το σκηνικό)
Είν’ όμορφα εδώ,
σχεδόν ξεχνιέσαι·
κάνεις μια βόλτα,
σκέφτεσαι,
περιδιαβαίνεις.
Τα ψεύτικα τα φρούτα
δε σαπίζουν,
και τα λουλούδια,
αναλλοίωτα, στους αιώνες.
Αθάνατο το πλαστικό:
εμείς περνάμε.
Δάσος δε φτιάξανε ακόμη,
μα θα φτιάξουν.
IV
(Ο ήρωας)
Δε διάλεξε το ρόλο αυτό:
του έκαναν τα ρούχα.
Αν ήτανε στο χέρι του,
μάλλον θα προτιμούσε
κάτι άλλο, βολικότερο.
Μόνο του αποφασίστηκε.
Έτυχε απλώς να είναι
εκεί την κατάλληλη στιγμή:
σαν είδε πως οι άλλοι
κάνανε πως δεν βλέπανε,
φανερά αποφασισμένοι
να παραστήσουν τους τυφλούς,
άρπαξε ό,τι βρήκε·
Τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους:
τα ’μάθε στην πορεία.
VI
(Ο σκηνοθέτης)
Είναι ο πατέρας όλων μας
-φωνάζει σαν πατέρας.
Καμιά φορά,
χτυπάει το χέρι στο τραπέζι·
σαν κάνουμε του κεφαλιού μας,
παρακούμε,
νευριάζει και φωνάζει
κι έχει δίκιο:
αυτός μονάχα ξέρει,
που ’χει την ευθύνη.
Καμιά φορά,
χτυπάει το χέρι στο τραπέζι:
τρέμει η γη
σεισμός,
γκρεμίζονται όλα,
-στήνουμε πάλι απ’ την αρχή
το σκηνικό
για τιμωρία.
(Δεν ξέρω αν τον αγαπώ
ή τον φοβάμαι·
ό,τι κι αν κάνει,
είναι για καλό μας:
είμαι μικρή,
πολύ μικρή
για να τον κρίνω.)
VII
(Διαφημίσεις)
Ζυμαρικά No 5
Μικροί-μεγάλοι,
όλοι προτιμούν
τα μακαρόνια:
το μπερδεμένο σχήμα τους,
που είναι σαν παιχνίδι
της σκέψης, απαιτητικό·
τις άπειρες περιστροφές
γύρω απ’ το πιρούνι.
Άκοπα,
ολόκληρα,
αμάσητα γλιστρούν:
πριν να το καταλάβεις,
έχουν κατέβει ήδη,
σου ’χουν ζεστάνει την κοιλιά·
κι άλλο αν συνεχίσεις,
μπουκιές-χατίρια
δε σηκώνουν πιεστικά:
πίσω ανεβαίνουν πάλι
σα βρισιές,
σου έρχονται στο στόμα.
Είναι διασκεδαστικά,
τα αγαπώ:
κι ας στάζουν,
ας λερώνουν
το άσπρο το μπλουζάκι,
το καλό.
Μπορώ να παίζω ώρες
ψάχνοντας να ’βρω
μιαν άκρη
-αν όχι την αρχή.
Ιδίως σαν καθόμαστε
γύρω από το τραπέζι
παράξενα επίσημοι,
απόμακροι
και σιωπηλοί.
To λευκότερο λευκό
Με πρόπλυση ή χωρίς
-δε μένει ίχνος.
Κυλίσου κάτω όσο θες,
λερώσου,
απόλαυσέ το.
Είναι πανίσχυρο,
για όλους τους λεκέδες.
Στη μνήμη
τίποτα, τελικά, δε μένει:
όλα -και τα χειρότερα-
ξεχνιούνται.
Λύνει τα χέρια,
καθαρίζει και λευκαίνει.
Και τα παλιά,
γίνονται σαν καινούρια.
VIII
(Το λάθος)
«-Έξω απ’ το πλάνο οι βοηθοί,
τώρα αμέσως! Αρχίζουμε!»
φωνάζει ο σκηνοθέτης
«-Το νου σας στο σενάριο,
κατά γράμμα,
στο ρόλο του ο καθένας,
μην ακούτε
τι λέει εδώ κι εκεί,
ο ένας κι ο άλλος!»
(Φοβάμαι έχω ξεχάσει
τα δικά μου λόγια,
θυμάμαι όμως καλά
του διπλανού μου:
ανώμαλη εξέλιξη,
απευκταία,
ύψιστη ύβρις,
προσβολή στο συγγραφέα.
Είναι που πάντα έμπαινα
στην θέση του άλλου,
και φανταζόμουν
άραγε πώς θα ’ταν
είναι που η δική μου η ζωή
δεν μου αρκούσε
κι έκλαιγα
απαρηγόρητη τις νύχτες
για πόνους ξένους,
υιοθετημένους.
Έτσι έχασα τον εαυτό μου,
από αγάπη.)
ΚΟΜΠΟΣ ΣΤΟΝ ΛΑΙΜΟ
Αυτός ο κόμπος στον λαιμό
έτσι σφιχτά δεμένος,
είναι πια κωμικά ρετρό,
παρωχημένος.
Σήμερα, δε φοριούνται έτσι
οι συγκινήσεις·
οι δυσφορίες
δεν είναι αποπνικτικές,
και οι φορτίσεις
ίσα που ανασηκώνουνε
το δέρμα
σαν ψύχρα καλοκαιρινή·
Επικρατεί μια γενική
αναισθησία,
σαφώς προ-εγχειρητική.
(Κάποια στιγμή
θ’ αποφασίσει το μαχαίρι
πόσο βαθιά
χρειάζεται να μπει.)
Κάτι το παθιασμένα ερωτικό
κρατάει ακόμα
η απελπισία ίσως μόνο,
και οι λέξεις
που ωριμάζουν
μέσα στη σιωπή.
Του κόμπου αυτού η ειλικρίνεια
μ’ εκθέτει:
κάθε φορά που αρχίζει πάλι
ν’ ανεβοκατεβαίνει
και να πνίγει τη φωνή μου
με μαρτυράει,
ανεπανόρθωτα προδίδει
τη ντεμοντέ
εσωτερική αισθητική μου
-πως όσο κι αν το προσπαθώ,
έχω μείνει πίσω,
δε συμβαδίζω
με την εποχή μου.
ΤΑ ΑΝΙΨΙΑ
Όταν σας δίνω χαρτζιλίκι
μη ρωτάτε
τι δουλειά κάνω,
πόσα βγάζω:
είναι μεγάλη απρέπεια·
και γενικά να θέλεις
όχι ό,τι επιτρέπεται
αλλά όλα να τα γνωρίζεις,
είναι και επικίνδυνο:
στο παρελθόν -το ξέρετε
κι απ’ τα θρησκευτικά σας-
την τάση αυτή την έχουνε
κάποιοι πληρώσει ακριβά.
Αγένεια η ερώτηση:
δείχνει μεγάλο έλλειμμα
τρόπων καλών και αγωγής·
γνήσια ειλικρίνεια
-προοιωνίζει πόνους.
Σας απαντώ, ωστόσο,
στα ίσια, αφού το θέλετε.
κι εγώ με μία άλλη
(αλήθεια και απρέπεια):
Θεός για τη σελίδα μου,
παντόπτης,
διοπτροφόρος,
και σφίγγει η λέξη άβολα
(γυναίκα)
δε χωράω,
μα κάπως
πρέπει να ειπωθεί.
ΣΥΜΒΙΩΤΙΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ
(Πανδαμάτωρ)
Γίνονται όλα όμοια μετά από καιρό,
και τα καλά, και τα κακά:
μας συμψηφίζει ο χρόνος χοντρικά,
απλοποιεί εγωισμούς,
μας στρογγυλοποιεί
προς την ιδανική μονάδα.
Ηπιάζουν όλα·
εξουδετερώνονται
τα τρομερά, αντίθετα φορτία
του θυμού
υπαίτια για τόσες καταιγίδες,
χαλασμούς,
τα λόγια,
οι ειρωνίες,
οι πικρίες,
ώς και το καυστικό οξύ του σάλιου
-πάντα έτοιμο
να εκτοξευτεί απέναντι
σαν φαρμάκι του φιδιού-
αλλάζει χημική δομή
και αυτό·
Ξανάρχονται όμως απ’ το νου:
περνάνε καθημερινά,
-όχι με φούρια ή μάνητα-
αργά, βαριεστημένα,
συνηθισμένη βάρδια
ή περίπολος,
κάθε τέτοια ώρα ακριβώς.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΕΛΗΣΗ
ΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ
Για τη σπατάλη τόσων αργυρών στιγμών,
δευτερολέπτων,
την εγκληματική
παραμέληση των στίχων,
τις λέξεις μου εφεξής καταδικάζω
σ’ έργα καταναγκαστικά:
να εξυπηρετούν κατ’ αποκλειστικότητα
ανάγκες
γήινες,
πρακτικές,
και αγγαρείες:
να διατυπώνουν όρους συμβολαίων,
εκθέσεις τεχνικές
και διαθήκες,
να καταρτίζουν λίστες για τα ψώνια
και καταλόγους ζώντων,
τεθνεώτων
Προπάντων,
να διευκολύνουν περιστάσεις:
γεύματα επαγγελματικά
και συγκεντρώσεις.
να σπαν τον πάγο,
να κερδίζουν εντυπώσεις,
ν’ ανακουφίζουν
την κοινωνική αμηχανία
στις αναγκαστικές συνευρέσεις
των πολλών.
ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ
ΚΑΙ ΕΝΤΟΝΟΣ ΦΩΝΑΣΚΟΥΝΤΕΣ
(ΑΛΟΓΑ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ)
Σ’ αυτούς που εξανίστανται
μπροστά στην αδικία,
που σύγκορμοι τινάζονται
όρθιοι σαν ελατήρια
σε κάθε υποψία επιβολής,
βίας,
αυθαιρεσίας,
σε όλους τους ειλικρινά
και εντόνως
φωνασκούντες,
διαμαρτυρόμενους καθ’ έξιν,
παρ’ ολίγον γραφικούς.
οργανικά, εν πάση περιπτώσει,
ευαισθήτους,
δυσανεκτικούς
στις κάθε είδους φάλαγγες,
βασανισμούς,
σταυρώσεις,
αποτομές των κεφαλών,
και διαπομπεύσεις
στους κεντρικότερους φανοστάτες
-λυχνοστάτες.
σίγουρη για μια μακρινή,
εξ αίματος συγγένεια
παραχωρώ, έχοντας σώας τας φρένας,
την κυριότητα και απόλυτη νομή
των τιμαλφών μου λέξεων,
κυρίως των ουσιαστικών.
Με έναν όρο όμως:
μην τις κλείσουν
σε τίποτε βιτρίνες
και προθήκες
έγκυρων λεξικών
βαθιά συρτάρια,
μάταια περιμένοντας
να έρθει
μια επίσημη περίσταση,
η καλή εκείνη ώρα·
Κάθε πρωί ανελλιπώς
να τις γυμνάζουν
στις πρόχειρες,
καθημερινές τους
συζητήσεις
να τις ασκούν,
να τις κρατάνε πάντα
ακονισμένες.
-μόνο αυτές θα έχουν,
τίποτε άλλο
όταν θα πάνε μοναχοί
μπροστά στο βήμα
να παρουσιαστούν
ενώπιον του όχλου,
να αντιμετωπίσουν
όλο αυτό το πλήθος
να υπερασπίσουν
τον Χριστό,
έναν Σωκράτη,
να σώσουν απ’
τον διαμελισμό
την Υπατία
-λέξεις ιδίως
σαν τη λέξη «ελευθερία»;
από την κόψη πάντα,
όχι απ’ τη λαβή.
.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΠΟΝΗΡΙΕΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ (2011)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΠΟΝΗΡΙΕΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ I
IV
Επάγγελμα: ενορχηστρωτής άνεμων,
εν συντομία,
ποιητής.
Ειδικότης: η ενασχόληση
με όλα αυτά που δεν χρειάζονται
ενασχόληση
γιατί είναι τακτοποιημένα
μέσα στην προαιώνια τάξη,
νοικοκυρεμένα αυστηρά
σαν το συρτάρι της γιαγιάς, το άβατον,
που’ χει προβλέψει
απ’ της λεβάντας τη μοσχοβολιά
και το κομπόδεμα,
ως το σάβανο.
Κι όμως, η αχρηστία μας
μας κάνει απαραίτητους·
Ιδίως, όταν της πραγματικότητας
το σημειωμένο κτίσμα, το ετοιμόρροπο,
δεν δύναται πλέον να κατοικηθεί χωρίς απελπισία
ριζώνουμε σαν τον κισσό
και συγκρατούμε όρθια ερείπια ονείρων.
Έτσι ρημάζουμε
το χρόνο που ρημάζει:
Επιμένοντας,
σε λέξεις ακατοίκητες
ν’ ανάβουμε κάθε βράδυ, ανελλιπώς,
το φώς της εξώπορτας,
σαν να γιορτάζουμε την αύριον
ή σαν να περιμένουμε επισκέψεις.
(9-7 έως 14-7-07)
ΣΥΝΟΨΙΣ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
II
Η μνήμη καλλιγραφεί,
δεν ορθογραφεί·
και τα γραμμένα ψεύδονται
με αναιδή ωραιότητα.
Εις μάτην.
Άρρενες καρποί.
Ακαρποφόρητοι.
III
Χειμώνας δεν τη βρήκε·
Κίνησε, έτσι ήσυχα,
Νοέμβρη μήνα,
πριν αγριέψει ο καιρός,
για το ταξίδι της επιστροφής
πάνω στα καπούλια
δυο βιολετί οροσειρών.
ΝΙΚΗΣ ΠΑΙΩΝΙΟΥ 3
III
Μένω σ’ ένα μυαλό
που βλέπει θάλασσα,
χωρίς κουζίνα,
όπου η φαντασία μόνο μαγειρεύει
τα βράδυα με τα φώτα ανοιχτά,
για να προλάβει
την πείνα της επόμενης ημέρας.
Διάγω βίον αφανή·
οι γείτονές μου αγνοούν
την ύπαρξη ψυχής ζώσας·
άνευ οχλήσεως
ευδοκιμώ στων άλλων τις ζωές,
διαπερνώντας τοίχους, χρόνια, εποχές,
σα μούχλα·
επιτροχάδην, παρασιτώ.
IV
Τη μέρα, ακονίζομαι
στο σμυριδοτροχό του ήλιου·
Τη νύχτα, σκληρά με λιγοστεύει
το δρεπάνι της σελήνης·
Ξημέρωμα και δειλινό
όταν φώς και σκοτάδι απασχολημένα
παλεύουν μεταξύ τους,
στις λέξεις μου ανακτώ
όγκο και θάμβος·
Εγώ, το σώμα τό ’λιωσα.
Εγώ, το σώμα τό ’σωσα.
Στις λέξεις μου ανακτώ
όγκο και θάμβος.
ΤΟ ΠΟΛΥ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΓΟ (ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΟΝ)
ΙΙΙ
Το λίγο περισσεύει
και το πολύ δεν φτάνει·
το αρκετό,
είναι το ερωτηματικό
που ο καθένας
θέτει στον εαυτό του.
Σηκώνουμε τα βάρη
της νοημοσύνης που αισθάνεται.
IV
Ο οικοδεσπότης έκανε πως τρώει,
ενώ εντατικά παρατηρούσε
την ιερότητα της πείνας
και της απληστίας την
αλύτρωτη οργή·
Κρασί δεν κέρασε ποτέ,
μόνο ένα τελευταίο λόγο
διπλής απόσταξης:
Δεν σας προσφέρω γεύμα
-μέτρο του εαυτού προσφέρω.
(Απογ. 25-6-07)
Η ΕΛΕΥΣΙΣ
IV
Είπε: ποτίστε με θαλασσινό νερό
Τρεις μέρες αφού φύγω.
V
Κάπου αλλού συνέβησαν αυτά,
όχι εδώ πέρα·
Όχι σε μας,
σε κάποιους άλλους,
που μας μοιάζουν.
Παλιά, πολύ παλιά, συνέβησαν αυτά,
εκεί που σώνεται η μνήμη
κι αρχίζει μέλλον να χαράζει.
(10-8-07 έως 22-8-07 Λαμία-Θας/νίκη-Κάρυανη)
ΤΕΛΟΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΩΡΑΣ
III
Ο χρόνος μόνο υπογράφει απολυτήρια·
Όταν γέρους πια μας συναντούν στο δρόμο
και κάνουν πως δεν μας γνωρίζουν,
είναι γιατί ο βαθμός μας
ήταν μικρός στη γενναιότητα
και στην ειλικρίνεια,
έχουμε, από καιρό,
κοπεί από απουσίες.
Aπόy. 27-6 έως 1-7-07
(Στον Αλέξανδρο, για την πρώτη μέρα του στο σχολείο)
ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΩΝΟΣ
IV
Όχι, πια πίσω δεν θα γύριζε
ζητώντας ελεημοσύνη·
Πήγε και ζήτησε δουλειά σε ένα τσίρκο·
Τις λέξεις ήξερε τουλάχιστον να κάνει να κροτούν
για να φοβούνται τα παιδιά
και να θαυμάζουν οι μεγάλοι.
Φεύγει, έρχεται αδιάκοπα
το φιλοθέαμον κοινό·
Η κεφαλή η ασώματος,
η θαυμαστή,
ακαταπαύστως ομιλεί,
προβλέπει τα αλλοτινά,
θυμάται τα μελλούμενα.
Τώρα τις νύχτες, μετά απ’ την παράσταση,
κάθεται γύρω απ’ τη φωτιά
παρέα με τη γυναίκα-φίδι, τον ιπτάμενο ακροβάτη,
τον ερμαφρόδιτο, τον πυροφάγο
και τ’ άλλα ειδεχθή αποκυήματα
του νου της·
Αποζητάει πάλι το κορμί.
Πιότερο απ’ όλα
έχει μετανιώσει για τον έρωτα.
Ιδίως, σαν ακούει να λεν για κάποιον
ότι αγάπησε ολοσχερώς,
όπως οι άλλοι καταστρέφονται.
ΟΨΩΝΙΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
Χρεία υπάρχει άμεσος;
φλύδας κανέλλας αρωματικής
και αποστάγματος βανίλλης,
τσιγάρων,
σαπουνιού εσάνς βιολέττας,
κορδέλλας ιβουάρ μεταξωτής
-ως δύο μέτρα-
έτσι, για ν’ ανεμίζει
ως θρίαμβος
επί της ματαιότητας,
ή, άλλως,
το φάσμα
μιας μόνης
τέλειας λευκής γαρδένιας
για το ποτήρι
δίπλα στο κομοδίνο·
-δυσεύρετη η πρώτη ύλη το χειμώνα,
στις αγορές της φαντασίας
η έλλειψη γίνεται αμέσως αισθητή,
τα πάντα συρρικνούνται,
νοσεί η πραγματικότης,
και γερνά.
Αν περισσέψουν τα λεφτά, επιπροσθέτως,
ο άρτος να μη λείψει:
εδώ που μας έφτασε η σύνεσις
-σε τέτοια φτώχεια-,
πρώτα η χάρις,
-πρώτα η χάρις
και μετά η ανάγκη
να διακονείται.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΑΛΟΓΟ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΛΑΤΣΑΡΗ
Περιοδικό Χάρτης – Αρ. Τεύχους: 51 Μάρτιος 2023
«Από αυτούς»
Η ποιητική συλλογή Άλογα στο στήθος της Μαρίας Σφήκα με εξώφυλλο τον πίνακα της Andrea Lehmann «Horse 1» όπου απεικονίζεται μια φιγούρα μισή άλογο μισή γυναίκα είναι ένα πολύ όμορφο βιβλίο τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Αυτό είναι το τρίτο βιβλίο της ποιήτριας. Έχει εκδώσει δύο ακόμη συλλογές, τον «Υποκειμενικό Κήπο» (εκδ. Οιωνός 2006) και την «Εισαγωγή στις πονηρίες της χαράς» (εκδ. Οιωνός 2011).
Τα ποιήματα της Σφήκα λειτουργούν σαν βαλβίδες εκτόνωσης που, λόγω της ειρωνείας και του υποδόριου σαρκασμού και χωρίς καταγγελτικές ευκολίες βγάζουν «πολιτισμένο» ήχο. Δεκαπέντε, ως επί το πλείστον εκτενή, στοχαστικά ποιήματα, τα περισσότερα σε σπονδυλωτή αφήγηση. Σ’ όλα τα ποιήματα υπάρχουν τίτλοι, σε ορισμένα και δεύτερος τίτλος σε παρένθεση. Οι τίτλοι παρόλο που δεν τους συναντούμε ως στίχους στο σώμα του ποιήματος, θεωρούνται αναπόσπαστο κομμάτι του, κάτι σαν υπογραφή, σαν ερμηνευτικό αντικλείδι· ο αναγνώστης ενίοτε επιστρέφει στον τίτλο για να αναπροσαρμόσει την ερμηνεία του ποιητικού κειμένου. Η ποιήτρια επιλέγει να γράφει δίστιχα ή τρίστιχα ακόμη και στίχους μονοσύλλαβους για να ελέγχει και να συμπυκνώνει το νόημα. Η απόσταση ανάμεσα στους στίχους είναι για την ανάσα, που έχει ανάγκη, όταν διαβάζουμε τα ποιήματα, να παίρνει η ψυχή μας. Ο ρυθμός τους από τη μία προσδίδει μουσικότητα στους στίχους σαν να καλπάζουν «άλογα στο στήθος» και από την άλλη κάνει το ποίημα διαδραστικό· η συλλογή «Άλογα στο στήθος» παίζει με τον εγκέφαλο του αναγνώστη.
Ποιήματα με κοινωνικό έρεισμα που αντιδρούν στην ευτέλεια και την παρακμή και καυτηριάζουν το «δήθεν», την υποκρισία και τη λανθασμένη ερμηνεία του «politically correct». Η Σφήκα κλείνει το μάτι στα στερεότυπα γελοιοποιώντας με ευρηματικό τρόπο την ουσία του συντηρητισμού. Είναι θυμωμένη, εξανίσταται κατά της αδικίας, «καλπάζουν άλογα στο στήθος της» αλλά επιτυγχάνει να διαχειριστεί τον θυμό της. Αλλού τρυφερά, αλλού ευθύβολα και κάποιες φορές ωμά, αυτά που περιγράφει, μας αφορούν. Τα ζήσαμε, τα ζούμε, ή /και θα τα ζήσουμε.
Από τον πρώτο στίχο της συλλογής, του ποιήματος «Πλήθος (Μetropolis)» η ποιήτρια
είν’ ο κανένας / που φοράει χίλια πρόσωπα
που μας προ-καλεί, μας καλεί να νιώσουμε ότι ο ένας «Ούτις» ή ο ένας κανένας ή ο άλλος κανένας ή ο τρίτος κανένας μέσα στο πλήθος ισούται με το πλήθος. Ένα δαιμονικό πλήθος που δεν έχει σταθερή ταυτότητα. Ο τίτλος Μetropolis παραπέμπει στην ομώνυμη ταινία όπου με απίστευτη διαίσθηση ο εξπρεσιονιστής σκηνοθέτης Φριτζ Λανγκ το 1927 προφήτεψε το ναζισμό. Στην ταινία στα έγκατα της γης, κάτω από την πόλη με την έντονη ζωή, βρίσκονται στρατιές εργατών που ζουν και χειρίζονται τις μηχανές, ώστε όλα να λειτουργούν ρολόι στην επιφάνεια της γης.
Υπόγειες είναι οι πηγές, / αόρατες:
οι ίδιες που τροφοδοτούν, / οι ίδιες καταπίνουν.
Επάνω φτάνει / μόνον η βοή, / η περιδίνηση, / και κάποια λόγια σκόρπια, / ακατάληπτα,
που επιπλέουν ξεκομμένα, ακαλαίσθητα στο φως, / σα λύματα·
ήπια ναυτία— / κι αμφιβάλλω
αν έστω κι ένας πια / μπορεί να θυμηθεί / πώς είναι
τα πόδια να στεριώνεις / όλο κόντρα
και να κρατιέσαι / ενάντια στο ρεύμα (σελ. 10)
Το πλήθος που έχει μάτια αόμματα για τον έναν και μοναδικό που κρατιέται ενάντια στο ρεύμα, για τον έναν και μοναδικό που προβάλλει αντίσταση. Το πλήθος που τον προσπερνάει αυτόν που έχει όνομα και πρόσωπο, χωρίς καν να παραμερίσει. Σαν αυτός να σβήνει και να εξαφανίζεται μπροστά στα μάτια του πλήθους. Όπως στον Αόρατο άνθρωπο, το διάσημο μυθιστόρημα του Ραλφ Έλισον (1952) όπου ο κεντρικός ήρωας είναι άνθρωπος με σάρκα και οστά, δεν είναι ούτε φάντασμα ούτε φιγούρα στο κινηματογραφικό πανί και όμως δεν τον βλέπει κανείς. Δεν τον βλέπει το πλήθος γιατί δεν είναι φτιαγμένος κατ’ εικόνα του πλήθους. Δεν τον βλέπει το πλήθος γιατί το πλήθος βλέπει μόνο τον εαυτό του. Γιατί το πλήθος δεν θέλει να βλέπει άσχημους ανθρώπους όπως διαβάζουμε στο κατακερματισμένο ποίημα «Αληθινή ζωή»:
Εδώ δεν βλέπεις άσχημους ανθρώπους: / τους κρύβουν πίσω απ’ τη σκηνή.
Για λίγο μόνο, ίσα-ίσα / το πλάνο μην καταστραφεί
Ατέλειες και δυσμορφίες / -μια στραβή μύτη, / μια ουλή-
ανηλεώς υπενθυμίζουν / τα απευκταία και ατυχή
και ο θεατής εδώ έχει έρθει / κυρίως για να ξεχαστεί (σελ. 12)
Από τα πιο όμορφα της συλλογής, σ’ αυτό το ποίημα επαληθεύεται η γνωστή ρήση ότι η αληθινή ζωή ξεπερνάει το θέατρο. Η Σφήκα κάνει ντοκιμαντέρ με κρυφή κάμερα στις μύχιες σκέψεις και το εσωτερικό δράμα των συντελεστών μιας θεατρικής παράστασης ή μιας τηλεοπτικής παραγωγής σε πλατό με τις παρεμβαλλόμενες διαφημίσεις για «Το λευκότερο λευκό»:
Είναι πανίσχυρο, / για όλους τους λεκέδες.
Στη μνήμη/ τίποτα, τελικά, δε μένει:
Όλα —και τα χειρότερα— / ξεχνιούνται (σελ. 30)
Μετά τις διαφημίσεις η παρουσιάστρια κάνει ενδοσκόπηση και αναρωτιέται
δεν είναι / δεν μπορεί να είναι,
(με μια φορά / που ακούμπησε βιβλίο)
ενδιαφέρουσα, / έγκυος στη σκέψη (σελ. 17)
Και οι θεατές:
Νυστάζουν· το έργο το ‘χουν δει / σ’ όλες τις δυνατές παραλλαγές:
δράμα ή κωμωδία, / πάντα στο τέλος
η αυλαία πέφτει οριστικά
μ’ άγαρμπη φόρα / ακονισμένης γκιλοτίνας (σελ. 24)
Ακόμη και τα ποιήματα που απομακρύνονται από τον κοινωνικό άξονα όπως εκείνα που αφορούν τις προσωπικές σχέσεις και στα οποία η ποιήτρια γράφει κυρίως σε πρώτο και δεύτερο πρόσωπο, αποφεύγεται η αυτοαναφορικότητα. Με αιχμηρούς καυστικούς στίχους αποτυπώνεται η μακροχρόνια συζυγική σχέση σε όλο της το μεγαλείο στη σπονδυλωτή σύνθεση 15 σελίδων «Συμβιωτική αναπηρία»!
Τίποτα δεν ξεχνιέται μπαίνει απλώς στην άκρη για την ώρα, / ως κρατούμενο.
Η οφειλόμενη / χρεωστική μονάδα
πίσω αποδίδεται συνήθως, / στο ακέραιο
τόσες φορές στη μνήμη / ανατοκισμένη,
που γίνεται από μόνη της / κεφάλαιο
(«Λογιστική», σελ. 69)
και παρακάτω αναφερόμενη στη βέρα που φορούν οι παντρεμένοι:
Φέρει εσωτερική επιγραφή / που μάλλον είναι
του έρωτα / η ημερομηνία λήξης
(«Βέρα», σελ. 72)
και από το τελευταίο ποίημα της σύνθεσης («Το διπλανό μαξιλάρι», σελ. 81)
(Μα μέχρι τότε όμως, / δος μου την ευχαρίστηση
πάντα εγώ να σου στερώ / ό,τι ακριβώς χρειάζεσαι:
άλλος δεν θα μπορέσει / να σε πονέσει εκεί ακριβώς
-σε ξέρω περισσότερο.)
Ιδιαίτερο είναι το ποίημα για την αγαπημένη Σύλβια Πλαθ η οποία αυτοκτόνησε πολύ νέα βάζοντας το κεφάλι της στον φούρνο του γκαζιού αφού είχε ετοιμάσει πρώτα πρωινό για τα παιδιά της. Στο ποίημα «Σύλβια» η Σφήκα με έξοχο τρόπο αναφέρεται τόσο στην Πλαθ – ποιήτρια όσο στη Σύλβια – γυναίκα και εμμέσως στις γυναίκες των οποίων
αχειροκρότητοι, / αόρατοι περνούν
—ελλείψει αυτόπτη μάρτυρα—
όλοι εκείνοι οι άθλοι,
οι καθ’ υπέρβαση εαυτού / απελπισμένες Έξοδοι
στην άλλη άκρη, / της φθοράς,
όλες οι καθημερινές, / ήσυχες γενναιότητες
που τις ωθεί η απόγνωση (σελ. 66)
Στις γυναίκες των οποίων
ο σύζυγος / πάλι στη δουλειά / —πολλή δουλειά—
Το φαγητό / στο μάτι ξεχασμένο, / παραδομένο στον βρασμό, / να σώνεται,
να σώνεται όπου να ’ναι / το νερό,
η υπομονή, / η αντοχή,
να ’χει χωρίσει ήδη
το κρέας / απ’ τα κόκαλα
σχεδόν το σώμα / απ’ την ψυχή,
να έχουν λιώσει όλα, / να έχουν εξαφανιστεί,
— σειρά να ’χουν τα όνειρα (σελ. 63-64)
Σε κάθε σελίδα του βιβλίου αυτού φαίνεται ότι η ποίηση για τη Μαρία Σφήκα είναι υπαρξιακή ανάγκη. Στο ποίημα «Αυτοί που δε διαβάζουν Ποίηση» υπογραμμίζει τα αρνητικά χαρακτηριστικά όσων την απαρνιούνται. Αυτοί δεν διαθέτουν
τον εξελικτικό εξοπλισμό / για τα μεγάλα βάθη
που ’χει η ψυχή / και η θάλασσα·
είναι άνθρωποι κανονικοί / -τόσο εξωφρενικά κανονικοί, / που καταντούν / αφύσικοι (σελ.46)
Θεωρεί, επίσης, την αυτοκριτική και τον αυτοσαρκασμό ως τρόπο για να γίνει ο ποιητικός λόγος καλύτερος. Κι αυτό συμβαίνει όταν ο ποιητής δεν αξιώνει μέσω της ποίησης ύμνους και κολακείες. Διαβάζουμε στο ποίημα «Τα ανίψια»:
όσο κι αν προσπαθώ, / δεν το ’χω με τους κήπους:
οι λέξεις, κι αν ανθίζουν, / δεν καρπίζουν,
ποιήματα όλο φύλλωμα, / και μήλο πουθενά· (σελ. 57)
Κι όμως η Σφήκα, σαν επίμονος κηπουρός που είναι, καταφέρνει οι λέξεις της
να σπαν χαλίκι / προσπαθώντας να εξηγήσουν
το γρανιτένιο, / μέγα νόημα των βράχων
έτσι ώστε ο καθένας / να μπορέσει να χωρέσει / μες στο μυαλό του / ένα μικρό βουνό.
(«Για την παραμέληση των στίχων», σελ. 88)
Και οι μόνοι τελικά που αξίζουν να τους παραχωρήσει «τα τιμαλφή των λέξεών της» είναι «οι ειλικρινά και εντόνως φωνασκούντες» όπως διαβάζουμε στο ποίημα που χάρισε και τον τίτλο του στο βιβλίο:
—λέξεις ιδίως / σαν τη λέξη «ελευθερία»:
από την κόψη πάντα, / όχι απ’ τη λαβή (σελ. 92)
Άλλωστε απ’ άκρη σ’ άκρη στη συλλογή αυτή κυριαρχεί το όραμα, το δικαίωμα και το αίτημα για ελευθερία τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό βίο.
Και φτάνοντας στο «Ακροτελεύτιο», τελευταίο ποίημα της συλλογής, η Σφήκα μπορεί να μην αναζητά τη μικρή παραμυθία που μνημονεύει ο Καβάφης στο «Επέστρεφε» αλλά ζητά από τους μελλοντικούς κατοίκους «του οικοδομήματος της ποίησης» να είναι σεβαστικοί προς τους προγενέστερους γιατί πολύ απλά το οικοδόμημα αυτό «στέγασε τη ζωή μας».
Ανακεφαλαιώνοντας, η Σφήκα εξερευνά την πραγματικότητα, προσηλωμένη στις λέξεις της. Αποφεύγει τις λυρικές αοριστίες και τη σοβαροφάνεια. Δεν μεταμφιέζει τα δυσάρεστα. Αντίθετα, με εξωστρεφώς δυναμική φωνή, καθαρή γραφή, δουλεμένη γλώσσα, συνειδητά η ποιήτρια αυτοεκτίθεται στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Στους στίχους του Μιχάλη Κατσαρού από το ποίημα «Τυφλές εποχές» («Τα Μείζονα Ποιητικά του Μιχάλη Κατσαρού (1920-1998)», εκδ. Τόπος, 2018)
αν έχετε κλειστές τις πόρτες / ούτε οράματα / ούτε μαρμαρυγές / εξακοντίζονται
η Μαρία Σφήκα με σθένος και επιμονή, όρθια, μπροστά από την κλειστή πόρτα συμπληρώνει
Στου κουφού την πόρτα.
Και μια, / και δυο, / και τρεις φορές.
Ώσπου ν’ ακούσει κάποιος.
ΑΝΤΡΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ
http://www.periou.gr 12/11/2022
Άλογα στο στήθος
Η Μαρία Δ. Σφήκα στην τρίτη της ποιητική αυτή συλλογή με τίτλο «Άλογα στο στήθος» καταθέτει με οξυδέρκεια κι ευαισθησία, με βλέμμα και γλώσσα γενναία, αυτό που την κινητοποιεί ποιητικά κι εντέλει υπαρξιακά: το βίωμα ως προσωπικό κι ως συλλογικό κεφάλαιο. Κινείται με ματιά διεισδυτική με κάποια δόση σαρκασμού και ειρωνείας στον κόσμο της, που όμως δεν παύει να είναι ο κόσμος της ανθρώπινης παρουσίας, καθώς πορεύεται επωμιζόμενη ρόλους και ταυτότητες. Η απουσία στοχασμού δε γεννά πνευματικό έργο, δε γεννά ποίηση. Η Μαρία Σφήκα όμως στοχάζεται. Ο λόγος της ρευστός, με την ελευθερία του μοντερνισμού, χωρίς να γίνεται ασαφής -με εκείνην την ασάφεια που ενίοτε υποκρύπτει την απουσία περιεχομένου- και την αβίαστη, ενίοτε, ομοιοκαταληξία, σε γοητεύει, οδηγώντας μας σε μονοπάτια ποιητικής αλήθειας. Η αγριότητα της μεγαλούπολης «Πλήθος» (Μetropolis) της μοναξιάς, του βάρβαρου καταναλωτισμού σχηματοποιείται σε στίχους όπως:
(ξεχύθηκε από μέσα
του παφλάζοντας, ζεστό, πηχτό σκοτάδι.)
Ήταν ένα φαινόμενο τοπικού στροβιλισμού,
ασήμαντο, αμελητέο,
πρακτικά
ανίκανο να ανακόψει τη ροή του κόσμου προς το καινούριο εμπορικό
που είχε εγκαίνια: οι δέκα που θα φταναν πρώτοι,
θα κέρδιζαν το βάρος τους σε δώρα. (σελ. 11).
Το περιεχόμενο δε λειτουργεί σε βάρος της έκφρασης, η ποιητική ισορροπία επιτυγχάνεται χωρίς να προδίδει τον κάματο, την προσπάθεια για το αποτέλεσμα που φτάνει σε μας με τη μορφή αβίαστης προσπάθειας-έμπνευσης -ταλέντου. Το επίπλαστο του κόσμου μας, αυτή η θεατρική σκηνή της «Αληθινής ζωής», το επιβεβλημένο βάσανο του κυνηγητού της «τελειότητας» σε έναν κόσμο που προβάλλονται απενοχοποιημένα μόνο οι .. «όμορφοι, νέοι, γελαστοί….» (σελ. 13) η «παρουσιάστρια» σύμβολο αυτής της πλασματικής εικόνας-επιτυχίας…:
Είναι όμως κάνα δυο βδομάδες τελευταία
που ανελλιπώς κάθε πρωί την πιάνει
μια απαίσια, (η λέξη Καβαφικού εκτοπίσματος με καίρια χρήση)
ακατάσχετη ναυτία
περνάει από το μυαλό μα το αποκλείει (σελ. 17)
Για να καταλήξει στην εξαιρετική παρατήρηση
δεν είναι
δεν μπορεί να είναι,
(με μια φορά
που ακούμπησε βιβλίο)
ενδιαφέρουσα,
έγκυος στη σκέψη. (σελ. 17)
Ή η προσέγγιση του «ήρωα», του πρωταγωνιστή του θεάτρου της ζωής, που πρέπει πρώτα να βγάλει όλα αυτά που στην πραγματικότητα είναι, να τα αποθέσει
σ’ ένα βλέμμα τρυφερό,
δικού του ανθρώπου, εμπιστοσύνης (σελ. 20),
θίγοντας με ιδιαίτερη αβρότητα την σκληρότητα των πραγμάτων και της ζωής, την ανάγκη του «άλλου», της παρουσίας που απαλύνει τις γωνίες της μοναξιάς, για να επισημάνει την εσαεί παρουσία της συγκυρίας, της ανατροπής:
Άδικα δένει,
στερεώνει τους ιμάντες ,
σφίγγει ένα- ένα
τα λουριά της πανοπλίας·
τα πλήγματα τα θανάσιμα
σπανίως
έρχονται από κει που περιμένεις:
….
έρχονται πάντα
από την ακάλυπτη πλευρά σου ,
από το πλάι (σελ.22)
Με φιλοσοφικό στοχασμό προσεγγίζει τους «θεατές» που «πα-ρα-κο-λου-θούν», σε αναμονή μιας κάθαρσης που δε φαίνεται να έρχεται αφού τα
αναρίθμητα,
άπαιχτα, φανταστικά σενάρια
δεν πρόλαβαν να ξετυλιχτούν….
οι θαρραλέες πράξεις…
έμειναν στις πρόβες …
και οι
παρ’ ολίγον θρίαμβοι ακυρώθηκαν
πριν από την πρεμιέρα… (σελ. 25), τον «σκηνοθέτη» ως παρουσία θαυμασμού και τρόμου, όπως για τον καθένα με τον ρόλο αυτό στην καθημερινότητα μας για να προχωρήσει ευφάνταστα στον κόσμο των διαφημίσεων: με το «λευκότερο λευκό» αφού στη μνήμη
τίποτα, τελικά, δε μένει: όλα -και τα χειρότερα – ξεχνιούνται..
Διαπίστωση, αναντίρρητα, δοκιμασμένα αληθινή! Η συνειδητή μοναξιά του σκεπτόμενου ανθρώπου, του ποιητή, μας μεταφέρει στην απέλπιδα διαμαρτυρία του «Καιόμενου» του Σινόπουλου με άλλο τρόπο, με άλλο ύφος, σε άλλη εποχή και το χαϊκού του Issa: «Σκαρφαλώνουμε στη σκέπη της κόλασης για να δούμε τα λουλούδια» στο ωραίο ποίημα: «Κόμπος στο λαιμό». Η ποιήτρια καταθέτει τη διαμαρτυρία, παράπονο, διαπίστωση ότι «επικρατεί μια γενική αναισθησία, σαφώς προεγχειρητική», χωρίς όμως να χαρίζεται, πορεύεται στην επόμενη διαπίστωση
«κάποια στιγμή θ’ αποφασίσει το μαχαίρι πόσο βαθιά χρειάζεται να μπει» (σελ. 42) και την επόμενη
“-πως όσο κι αν το προσπαθώ, έχω μείνει πίσω, δε συμβαδίζω με την εποχή μου” (σελ. 43)
χωρίς μάλλον να μας πείθει ότι προσπαθεί, αλλά μάλλον ταγμένη στην αλήθεια του δικού της ψυχονοητικού σύμπαντος προτιμά να ζει, να παρατηρεί στο μέσα – έξω ενός κόσμου αφιλόξενου, ανοίκειου που, όμως, η ποίηση της, αμβλύνει κάπως τις ακίδες για να γίνεται υποφερτός.
Οι πολλοί δε διαβάζουν ποίηση, σε εποχές αντιποιητικές όμως η ποίηση είναι ανάγκη. Σε ποιον να το πει κανείς και να το καταλάβει, σ’ αυτήν την έρημο με απόντα τα ευήκοα ώτα…
Παρ’ όλα αυτά, η Μαρία Δ. Σφήκα, γενναία, προστρέχει στην «Τέχνην της Ποιήσεως» που κάπως ξέρει από φάρμακα και με μικροχειρουργική προσέγγιση ιχνογραφεί το πλήθος των αδιάφορων του κόσμου τούτου: ανόρεχτοι, απλοί διεκπεραιωτές, του γρήγορου, του εύκολου, που δε διαθέτουν «τον εξελικτικό εξοπλισμό για τα μεγάλα βάθη» κινούμενοι «στα όρια του κοινού νου, της αστικής ευπρέπειας και του μικρού βεληνεκούς μιας μέσης φαντασίας… κι έτσι παραμένουν στα γενικώς αποδεκτά στα ξώβαθα και τα ρηχά…» («Αυτοί που δε διαβάζουν Ποίηση», σελ. 46, 47, 48).
Παρά τις όποιες ενστάσεις απέναντι σε μια κάπως ναρκισσιστική διάθεση μονοπωλίου της ποιητικής ευαισθησίας, δεν παύει η σκέψη, η γραφή, η έκφραση να καρφώνει αλήθειες Σαχτουρικής σύλληψης «Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν, τι κάνει, την καρδιά μας καρφώνει; ναι την καρδιά μας καρφώνει ώστε λοιπόν είναι ποιητής». Υπερασπίζεται την ποίηση γράφοντας, έτσι κι αλλιώς δε γίνεται διαφορετικά, χωρίς να παραλείπει τον αυτοσαρκασμό στο ποίημα «Τα ανίψια»: «όσο κι αν προσπαθώ, δεν το’ χω με τους κήπους: οι λέξεις κι αν ανθίζουν, δεν καρπίζουν, ποιήματα όλο φύλλωμα, και μήλο πουθενά» (σελ. 57), θίγοντας την αγωνία του/της ποιητή/ τριας για την τέλεια σύλληψη κι απόδοση, ανέφικτος στόχος εσαεί, παρότι ο δέκτης αναγνώστης συχνά θα την διαψεύσει, αφού η γραφή της συν-κινεί, οδηγεί στη μέθεξη βιωμάτων, αλώνοντας εντέλει τη μοναξιά …
Το ποιητικό αφήγημα της «Συμβιωτικής αναπηρίας» αποτελεί μια ιδιαίτερα προσεκτική ματιά στο αιώνιο θέμα της συζυγικής συμβίωσης όπου «μας συμψηφίζει ο χρόνος χοντρικά, απλοποιεί εγωισμούς» (σελ. 68), όμως η καταγραφή όσων πληγώνουν δεν παύει να υφίσταται αφού «η οφειλόμενη χρεωστική μονάδα πίσω αποδίδεται συνήθως… τόσες φορές στη μνήμη ανατοκισμένη..» (σελ. 69).
Η ποιήτρια προσεγγίζει την ανθρώπινη ατέλεια, το ζήτημα της συμβίωσης,της συζυγικής αναπόφευκτης ρουτίνας, φθοράς, «εμπόλεμης» τάσης, συνήθειας, ανακωχής , αποδοχής με τρόπο διεισδυτικό, ενός προσεκτικού, ευαίσθητου παρατηρητή, που βιώνει αλλά δεν παύει να αποστασιοποιείται για να το συλλάβει, κρίνει, κατανοήσει πιο καίρια, αποδίδοντας τις σκέψεις της, τιμώντας και την ποιητική έκφραση. Με την βέρα που «με τον καιρό γίνεται ένα με το χέρι» και για να βγει «αρχίζεις δοκιμάζεις γιατροσόφια….-κάποια στιγμή το έπαθαν κι αυτοί ..» (σελ. 75),το οικείο ,το συνηθισμένο, το καθολικό γίνεται ποίηση κατανοητή, συγκινητική… χωρίς ασάφεια, πικρή με μια ειρωνεία που κάπως θυμίζει Δημουλά, αλλά δε την αντιγράφει: «Αγάπη ως τον θάνατο και ακόμη παραπέρα, όταν πεθαίνουνε τους θάβουν με τη βέρα», (σελ. 76)
…
νικάει όποιος προλάβει
να φτάσει πρώτος στο ψυγείο,
ν’αρπάξει
το τελευταίο γλυκό…, (σελ. 77)
…
Και λίγο πριν οριστικά
χρεοκοπήσει η λογική,
είναι έτοιμο το φαγητό :
κηρύσσεται ανακωχή. (σελ. 79).
Κι αφού, όπως φαίνεται, η ανθρώπινη ύπαρξη δε δύναται να βρίσκεται εσαεί σε status έρωτα, πορεύεται, συχνά με τον γάμο, πραγματώνοντας το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Ενίοτε η δικτατορία του έρωτα μεταβάλλεται σε δημοκρατία συνύπαρξης..Η ποιητική γραφή της Μαρίας Δ. Σφήκα βάζει στο μικροσκόπιο την τελευταία και με ειλικρίνεια, την αποδομεί, δεν χαρίζεται: «σε λίγο θα απαντάμε στο ίδιο όνομα…. στο ίδιο μέρος θα πονάμε, ακριβώς …» (σελ. 80, 81) ειρωνευόμενη: «θα είναι συγκινητικό τα δέντρα θα υποκλίνονται, θα ραίνουν με λουλούδια έναν έρωτα Φονταινεμπλώ». Με ακρίβεια χειρουργική, στοχαζόμενη πάνω στην ανθρώπινη φύση και συμπεριφορά δε λειαίνει τις ακίδες της συμβίωσης, των “αήττητων εγωισμών” για αυτό και παρακαλεί ή μάλλον, διεκδικεί το δικαίωμα:
δος μου την ευχαρίστηση
πάντα εγώ να σου στερώ
ό,τι ακριβώς χρειάζεσαι:
άλλος δεν θα μπορέσει
να σε πονέσει εκεί ακριβώς
σε ξέρω περισσότερο. (σελ. 81)
Ωραία γραφή, ωραία ποίηση η ποιητική αυτή συλλογή της Μαρίας Δ. Σφήκα. Η ποιήτρια αναζητά, σκάβει, μεγεθύνει τα πράγματα, τα φωτίζει, ανανεώνει τους λεκτικούς σχηματισμούς, διαχειριζόμενη τις λέξεις πέρα από την μετριότητα της χρήσης τους, συλλαμβάνοντας την ανθρώπινη ανάσα, την τραγικότητά της, με λεπτότητα, γενναιότητα, ειλικρίνεια, εκφράζοντας εντέλει όλα αυτά που συσσωρεύονται, καλπάζουν ως «Άλογα στο στήθος».
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ
http://www.periou.gr 22/10/2022
«Και να κρατιέσαι / ενάντια στο ρεύμα»
Έχω διαβάσει και τις προηγούμενες συλλογές, τον «Υποκειμενικό Κήπο» (Οιωνός, 2006) και την «Εισαγωγή στις πονηρίες της χαράς» (Οιωνός, 2011). Είναι κάποιοι,-ες ποιητές,-τριες που σου μιλάνε περισσότερο, που σου ταιριάζουνε καλύτερα, οπότε φροντίζεις να τους/τις παρακολουθείς, να επανέρχεσαι στα προηγούμενα γραφτά τους και να αναρωτιέσαι πότε επιτέλους θα εκδώσουν το νέο έργο τους. Άδηλοι όμως οι ποιητικοί ρυθμοί, άλλοτε σταλάζουν σαν τα σπήλαια που αργά, αργά σχηματίζουνε τους σταλακτίτες κι άλλοτε είναι καταιγιστικοί σαν τα πυρά πολυβόλου όπλου. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι οι ρυθμοί αλλά το αισθητικό αποτέλεσμα του έργου που μετράει.
Έντεκα χρόνια σιγής και επώασης χρειάστηκαν για τα «Άλογα στο στήθος» (εκδόσεις ΑΩ, Απρίλιος 2022), τη νέα ποιητική συλλογή της Μαρίας Σφήκα. Εύλογη η προσδοκία, δικαιολογημένη η ανησυχία ως προς το αισθητικό αποτέλεσμα. Μια, δυο, τρεις αναγνώσεις, για να βεβαιώσω ό,τι απ’ την αρχή κατάλαβα: η γραμμή υπάρχει, όπως και το άλμα. Ή για να το πω με άλλα λόγια, η Σφήκα επανέρχεται με την ίδια θεματική, με τις ίδιες αγωνίες, με την ίδια αντίληψη για τον ρόλο της ποίησης, αλλά εμφανώς πιο σίγουρη, πιο στιβαρή, πιο εμβριθής και πιο οικονομημένη.
Εν ολίγοις, τα «Άλογα στο στήθος» είναι η πιο άρτια συλλογή της. η συλλογή που αξιοποιεί και χωνεύει ό,τι ωφέλιμο κερδήθηκε μέχρι τώρα, για να προχωρήσει σε νέες κατακτήσεις. Γνωρίσματα που στα προηγούμενα έργα εμφανίζονταν σποραδικά και ημιτελώς, βρίσκουν εδώ την ολοκληρωμένη έκφρασή τους ως συστατικά στοιχεία και οργανικά μέρη μιας αναγνωρίσιμης και διακριτής γραφής.
Οι μακρές ποιητικές συνθέσεις της Σφήκα προσομοιάζουν με θεατρικές σκηνές. Έχουν ή υπαινίσσονται τον σκηνικό χώρο, έχουν ή υπαινίσσονται τους πρωταγωνιστές, έχουν ή υπαινίσσονται τη δραματική ένταση. Είναι το ζευγάρι που κουράστηκε απ’ τη σχέση του, ο τηλεθεατής που κόλλησε στην οθόνη, η παρουσιάστρια ειδήσεων που υποφέρει απ’ τα δεινά που ανακοινώνει, οι ηθοποιοί των διαφημίσεων που ευτυχούν με τα προϊόντα που διαφημίζουν κτλ. Τα πρόσωπα στέκουν αμίλητα στη σκηνή, σαν να παγώνουν σε νεκρό χρόνο, πίσω απ’ την επιφαινόμενη χαρά τους υπάρχει μια έγνοια, μια αγωνία, ένα αδιέξοδο που σκιάζει τα μάτια και γίνεται γκριμάτσα στο πρόσωπο. Το ποίημα είναι η αρένα της αναμέτρησής τους με τις πιο ενοχλητικές αλήθειες.
Η ποιήτρια αναλαμβάνει να μιλήσει γι’ αυτούς. Εμμέσως πλέκει την ιστορία τους ή περιγράφει τη μορφή τους, εστιάζοντας κάθε φορά σε εκείνη την ξεχειλωμένη ραφή που τραβώντας την ξηλώνεται η πόζα για να στραπατσαριστεί η εικόνα και να αποκαλυφθούν τα ψέματα. Η αντίθεση ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι, ανάμεσα στην εικόνα και στην πραγματικότητα, ανάμεσα στο ψέμα και στην αλήθεια αποτελεί την κύρια δραματική ύλη της Σφήκα, που εξωθώντας με παρωδιακή διάθεση την αντίθεση στα άκρα εικονογραφεί ποιητικά έναν κόσμο σε αδιέξοδο, σε σύγχυση και σε περιδίνιση, που όλο πάει να κρυφτεί πίσω από βολικά ψέματα και δάνειες χαρές, αλλά όλο πέφτει και γκρεμίζεται στον λάκκο με τις φαρμακερές αλήθειες.
Υπάρχει πίκρα, απογοήτευση και οδύνη πίσω απ’ όλα αυτά. Από ’να αίσθημα ματαιότητας, ήττας και απόγνωσης αρδεύει ο ποιητικός λόγος, χωρίς να ενδίδει στην ευκολία του θρήνου και χωρίς να υιοθετεί την ιδιότητα του αναχωρητή. Η Σφήκα επιμένει στην αντίληψη για τον κοινωνικό ρόλο της ποίησης, τον υπερασπίζεται, τον τελεσιουργεί και τον φιλοτεχνεί μακριά από διαφωτιστικές αυταπάτες και απ’ τη χειραγωγητική λογική του καθοδηγητή. Τα ποιήματά της είναι τα προσωπικά, πνευματικά, καλλιτεχνικά αντάρτικα που η ίδια σημαίνει μπρος στο εξελισσόμενο γκρέμισμα, κάτι σαν έκφραση πολιτικής ευθύνης ενός δημιουργού που αντιλαμβάνεται την ποίηση ως δημόσια αισθητική έκφραση – γι’ αυτό την εκφράζει και δημόσια και αισθητικά.
Και το κάνει με παιγνιώδη και ενίοτε χιουμοριστική διάθεση, μ’ έναν τρόπο που ανυπόκριτα και αθώα επισημαίνει την υπονομευτική λεπτομέρεια της στημένης πόζας αναμειγνύοντας την ειρωνεία με την παρωδία και τη σάτιρα με την καυστική κριτική, χωρίς τίποτα το ελιτίστικο και το υπεράνω, το αφ’ υψηλού και το προσβλητικό. η ειρωνεία, το χιούμορ, η σάτιρα και μ’ ένα λόγο η παρωδιακή διάθεση της Σφήκα ηχούν σαν ποιητικός κλαυσίγελος, είναι ο εκφραστικός της τρόπος για να ανακουφίσει τη συναισθηματική θερμοκρασία, να πραΰνει την ένταση και εντέλει να επισημάνει μέσα απ’ το στοιχείο του παραλόγου τον παραλογισμό που μας κυκλώνει από παντού.
Σκέφτομαι πόσους λόγους θα είχε μια ποιήτρια για να σημάνει ποιητικώς τον αναχωρητισμό της. Να κλειστεί στα ποιήματα, να καγχάζει απέναντι στην πραγματικότητα και να αφοσιωθεί στις πληγές της μνήμης. Πάμπολλοι και πάμπολλες το έχουν κάνει, πολλούς απ’ τους οποίους τους ξεχωρίζω ποιητικά κι ο ίδιος, άλλωστε ό,τι εδώ μετράει είναι, όπως προείπα, μόνο το αισθητικό αποτέλεσμα – η αξία ή η μη αξία του. Νιώθω όμως ευτυχής όταν αναγνωρίζω τούτη την αξία σε γραφές που κοντά στις προηγούμενες ποιητικές επιλογές δεν λησμονούν τον κοινωνικό χώρο, δεν σφαλίζουν τα μάτια μπροστά στα δημόσια δεινά, δεν αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο μόνο στους ιδιωτικούς περισπασμούς του. Διαβάζοντας τα «Άλογα στο στήθος» της Μαρίας Σφήκα νιώθω γι’ αυτούς και γι’ άλλους λόγους ευτυχής.
ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Fractal 27/07/2022
Αναζητώντας το ανέφικτο, το δυσδιάκριτο, το αόρατο
Η Μαρία Σφήκα έχει περάσει από όλα τα πανεπιστήμια της Ελλάδας. Από το Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης πήρε πτυχίο Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, από το Δυτικής Μακεδονίας για τη Δημιουργική Γραφή και στο Εθνικό Καποδιστριακό της Αθήνας ετοιμάζει τη διδακτορική της διατριβή στην Κοινωνική Θεολογία.
Η ποιήτρια έχει δημοσιεύσει τα ποιήματά της σε διάφορα περιοδικά, τα έχει παρουσιάσει σε εκδηλώσεις και βιβλιοθήκες, έχει διακριθεί σε Διαγωνισμούς, έχει συμπεριληφθεί σε Ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις και η παρούσα, τρίτη συλλογή της, Άλογα στο στήθος, έχει τιμηθεί με το Α΄ Βραβείο του 26ου Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού «Κούρος Ευρωπού» 2021.
Δε θα πω πως μια νέα ποιήτρια γεννιέται, αλλά πως γεννήθηκε ήδη και εξηγούμαι.
Τα ποιήματα της συλλογής είναι δεκαέξι και εκείνο που τα χαρακτηρίζει, εκ πρώτης όψεως, είναι η κάπως ψυχρή, αντιμετώπιση του θέματος, η λιτότητα της διατύπωσης, η μίνιμαλ μορφή. Αν και το ποίημα εκτείνεται σε μάκρος, οι στίχοι είναι μικροί, συχνά, ακόμα και μονοσύλλαβοι, λες και πίσω από αυτή την, ας πούμε, αντικειμενικότητα της αφήγησης, τη μάσκα της αυτοσυγκράτησης, τα άλογα τρέχουν και η ίδια ανασαίνει στον καλπασμό τους.
Αρχίζοντας από το πρώτο ποίημα με τίτλο «Πλήθος (Metropolis)» μας δίνει λογικά, μέσα σε συνθήκες, απρόσωπες, δήθεν, και με μαθηματικούς ή οικονομικούς όρους, αυτό που έτσι κι αλλιώς είναι ο νόμος της ζωής. Πλήθος ο κόσμος, ένας κανένας είναι ο καθένας, η ροή είναι συνεχής και όλα αλλάζουν –άνω κάτω οδός μία- «όλοι αυτοί που πάνε κι έρχονται», «οι ίδιες πηγές που τροφοδοτούν, οι ίδιες καταπίνουν». «Επάνω φτάνει /μόνο η βοή, / η περιδίνηση / και κάποια λόγια σκόρπια,/ ακατάλυπτα»∙ σαν να λέμε με όρους Γιώργου Σεφέρη: «τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια. Η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό» και φυσικά εκείνον που ποδοπάτησαν «χίλια ζευγάρια μπότες» της Σφήκα είχαν το ανάλογό τους στα «χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα» του Σεφέρη. Έχει υπόψη της η ποιήτρια τους στίχους του Σεφέρη ή όχι δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι τα πράγματα, οι ιδέες, οι σκέψεις, οι στίχοι, όλα έρχονται και επανέρχονται, και κάθε ποιητής με τα όπλα της δικής του εποχής δίνει τη μορφή που εκείνος έχει επιλέξει. Τραγικός ο Σεφέρης. Ρεαλιστική η Σφήκα παρατηρεί το πανάρχαιο παιχνίδι της ζωής να επαναλαμβάνεται, σαν θεατρική παράταση, όπως τη βλέπουμε στο ποίημα «Αληθινή ζωή». Εννέα πράξεις ή σκηνές. Τα πράγματα εξετάζονται με όλες τις λεπτομέρειές τους, περιβάλλον, σκηνικό, ηθοποιοί, σκηνοθέτης και όσα αφορούν τη θεατρική σύμβαση. Η ποιήτρια μερικές φορές φαίνεται να οργίζεται, βλέπει τον θάνατο σαν «ακονισμένη γκιλοτίνα», τη ζωή σαν θεατρικό έργο, ταινία ή σίριαλ, βλέπει τους ήρωες να κάνουν έρωτα σαν τα ζώα, που δεν τήρησαν την υπόσχεση «πως πάντα…» (τίποτα δεν διαρκεί πάντα), βλέπει διαφημίσεις. Με διάθεση αποδόμησης, με αίσθημα αηδίας, με μνήμες που δεν φεύγουν όσο κι αν τρίβονται με «μυρωμένο αφρόλουτρο», όπως πλένει η Λαίδη Μάκβεθ τα ματωμένα χέρια της. Σ’ αυτό ειδικά το ποίημα η ποιήτρια μοιάζει να έχει αφομοιώσει πολύ καλά του Σεφέρη τα λόγια που και αυτά είναι παιδιά πολλών ανθρώπων. Η καταγωγή καλά κρατεί, αν και η ποιήτρια φαίνεται να έχει περιδιαβεί όλους της ίδιας ψυχοσύνθεσης με τη δική της, επιφανείς ξένους και εμβληματικούς ομοτέχνους της.
Άλλοτε πάλι, μεταμφιεσμένη η Ιστορία βγαίνει για μπάνιο «Στην Πλαζ του ΕΟΤ», «μια Έξοδος/ με ημιδιατροφή/ στο Μεσολόγγι/ μια διανυκτέρευση / στο Δίστομο/ στο Αρκάδι». Από την άλλη, ο τόπος η θάλασσα, ο ήλιος, ο φράχτης, η ξερολιθιά έχουν χάσει την συμπαθητική, ηθογραφική τους αθωότητα και έχουν πάρει τη μορφή του μάρτυρα. Το παραμύθι, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Άι-Γιώργης, ο αντάρτης με το δίκοχο στραβά.
Η Σφήκα μοιάζει να αναζητεί το ανέφικτο, το δυσδιάκριτο, όπως είναι το αλάτι στο νερό, διαλυμένο παντού αλλά αόρατο:
«Ποιο αλάτι, το θαλασσινό;/ Το διαλυμένο κι άφαντο/ που ’ναι παντού και πουθενά,/ το υπαρκτό κι αόρατο;/ (Έτσι ακριβώς, τυφλά, κι εγώ / την ύπαρξή σου αγάπη/ υποθέτω/ […] Και σε ρωτώ:/ το αλάτι ως λέξη/ λάμδα υγρό/ και πλημμυρίδα/ αείρροη/ στο στόμα σάλιου/ κάτω απ’ τον θόλο /του ουρανίσκου/ μες στις σπηλιές που ηχεί το ποίημα/ με τα φωνήεντα να λάμπουν/ […] βρεγμένα βότσαλα / που σέρνει / σειρές σειρές / το άγριο κύμα,/ γλώσσα μπλεγμένη μεσ’ τα φύκια/ που πλαταγίζει/ στην αλμύρα / (λιγοθυμάω στην ιδέα/ μιας γευσιγνωστικής /απαγγελίας)/ μα εσύ θέλεις/ κάτι άλλο/ […] αλάτι να ’ ναι / κι ό,τι να ’ναι/ […] / (όλο το βράδυ/ ρέεις ρέω)/ …»
Και όπως είναι προφανές δεν είναι το «αλάτι» αυτού του παραληρηματικού καλπασμού η αιτία που μέσα στο πολύστιχο ποίημα, από δίστιχο σε δίστιχο, κατέληξε στης ποιητικής φαντασίας το απογοητευτικό αποκύημα.
Η ποιήτρια θα κάνει μια μικρή επίσκεψη στα οικιακά καθήκοντα, θα σπρώξει σε στίχους τη μονότονη καθημερινή ζωή μιας γυναίκας, θα συγκρατήσει τη διαμαρτυρία της θα αφήσει «νηστικά πρόθυμα τα χαρτιά της / για να ταΐσει τα παιδιά» και για να μετανιώσει, τελικά.
Όλα τούτα συμβαίνουν γιατί τα Άλογα στο στήθος της Σφήκα καλπάζουν, οι ορμές και τα συναισθήματα βρίσκονται σε διέγερση. Κι ενώ είπαμε πως παρακολουθεί από απόσταση, όχι, θα το πάρουμε πίσω και θα πούμε πως παρακολουθεί εξωτερικά σαν ψυχρός φακός αλλά από μέσα βρυχάται σαν ηφαίστειο.
Ο Κώστας Μπαλάσκας έγραψε για τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή: τα εξής : «μια ωδή αναβαθμών που συνδέει τεχνηέντως τα τρέχοντα και τα δρώμενα με τα υπαρξιακά ενδότερα, όθεν και η πραγματική αφετηρία, αναμειγνύοντας ορατά και αόρατα σε συμπαγή ποιητικά σώματα με εσωτερική αλληλουχία και συνοχή. Το θέμα ούτως ή άλλως είναι το ποίημα. Το κάτω και το άνω, το έξω και το μέσα, το νυν και το αιέν, τα φυσικά και τα μεταφυσικά αλληλοδιαπλέκονται και συνομιλούν καταγράφοντας, ζωγραφίζοντας και σχολιάζοντας εικόνες – πλάνα μιας πολύεδρης και ρευστής πραγματικότητας» (ηλεκτρ. Περιοδικό Περί ου, 21 -5-22).
Θα τελειώσω τη σύντομη αυτή περιδιάβαση στη συλλογή με το ποίημα «Σε όλους τους ειλικρινά φωνασκούντες (Άλογα στο στήθος)» όπου η γλώσσα είναι η πρωταγωνίστρια∙ η λέξη, το εργαλείο όλων των «φωνασκούντων» εναντίον του Σωκράτη, του Ιησού, της Υπατίας, κάθε αδικημένου, αλλά είναι και η λέξη που θα ζητά «ελευθερία» «από την κόψη πάντα,/ όχι από τη λαβή». Γιατί η ποίηση, η αλήθεια και η δικαιοσύνη είναι μια αιματηρή υπόθεση, τελικά… τη γνωρίζεις από την κόψη….
ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ
http://www.periou.gr 21/05/2022
Όταν έλαβα και διάβασα τη βραβευμένη (‘’ΚΟΥΡΟΣ ΕΥΡΩΠΟΥ’’) ποιητική συλλογή Άλογα στο στήθος της Μαρίας Δ. Σφήκα στην άψογη έκδοση με το πανέμορφο εξώφυλλο των ΑΩ Εκδόσεων, παράξενα μου φάνηκαν τα ποιήματα σε πρώτη ματιά και κάπως μονότονα, μονόχορδα. Επειδή το όνομα κάτι μου θύμιζε, κατέβηκα στο υπόγειο και (ω, του θαύματος!) παρά την ακαταστασία βρήκα τις δυο προηγούμενες – πολύ προηγούμενες – συλλογές της: Ο υποκειμενικός κήπος (2006) και Εισαγωγή στις πονηρίες της χαράς (2011) και οι δυο στις Εκδόσεις Οιωνός της Λαμίας, τον τόπο καταγωγής της ποιήτριας. Άλλη μια Τατιάνα στην επαρχία λοιπόν, άγνωστη βέβαια, πώς αλλιώς;
Δεν παραμέρισε
δεν έκανε στην άκρη:
τον προσπέρασαν
χίλια ζευγάρια μπότες,
κάποιες με τακούνια.
Δεδομένου ότι οι πρώτες συλλογές της ποιήτριας δεν ήταν και τόσο νεανικές, η πρώτη διαπίστωση, ότι δηλαδή η ποιήτρια συνεχίζει και στην ωριμότητά της, επιβεβαιώνει την αφοσίωσή της, ενώ η σχετικά βραδεία εμφάνιση έργου, δείχνει ότι η ποιήτρια δε βιάζεται, δεν άγχεται να φτάσει κάπου γνωστοποιώντας συχνά την παρουσία της. Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν. Και ξέρει προπαντός να περιμένει, να έρθει το πλήρωμα του χρόνου, να δέσει ο καρπός
και οι λέξεις
που ωριμάζουν
μέσα στη σιωπή.
Αφοσίωση, υπομονή, αυτοκριτική, αυτογνωσία και ασφαλώς μια καθαρή όσο και υψηλή αντίληψη για την ποιητική λειτουργία, αρετές όχι και τόσο συνηθισμένες, είδη εν ανεπαρκεία σχεδόν στην εποχή μας και προστατευόμενα.
Διαβάζοντας κατόπι συγκριτικά τις συλλογές, για να δω την ποιητική εξέλιξη, διαπίστωσα – όχι χωρίς έκπληξη – ότι η εξέλιξη είναι κυρίως εσωτερική. Δεν εμφανίζει κάτι καινούριο, κάτι αλλιώτικο, κάτι αλλιώς, κατά τις επιταγές του συρμού ή τις συνταγές της εσπερίας. Είναι σαφώς το ίδιο πρόσωπο (υπάρχει λοιπόν πρόσωπο, προσωπική ματιά και φωνή, υπάρχει το κέντρο και το Εν ου εστί χρεία), εξακολουθεί να καλλιεργεί συστηματικά τον υποκειμενικό κήπο της, κινείται στο ιδιωτικό χώρο της, ένδον σκάβοντας, αφαιρώντας, καθαρίζοντας και προσπαθώντας να δώσει φως και χρώμα στη μαύρη τρύπα, όπου
Επικρατεί μια γενική
αναισθησία,
σαφώς προεγχειριτική.
(Κάποια στιγμή
θ’ αποφασίσει το μαχαίρι
πόσο βαθιά
χρειάζεται να μπει.)
Η τεχνική της, μένοντας κατά βάση ίδια, σταθεροποιείται τώρα, σχεδόν τυποποιείται, έχει τη γνώση και τη σιγουριά του μάστορα: δουλεύει το στενό μονόστιχο, δίστιχο ή τρίστιχο και προπαντός τα διάστιχα – πολλά διάστιχα, για την ανάσα, ίσως και για τον καλπασμό των αλόγων ή για τον ‘’κόμπο στο λαιμό’’. Επίσης η έμπνευση έχει τώρα σαφώς μεγαλύτερη διάρκεια, άρα και ο λόγος απαιτεί μεγαλύτερη επεξεργασία και ανάπτυξη για να μπορέσει να την αποδώσει με όση επάρκεια και ευκρίνεια επιτρέπει τελικά στο ποιητικό γεγονός η αφαίρεση. Αλλά καθώς η εκδίπλωση απλώνεται, το ποιητικό γεγονός διασπάται σε ενότητες – εκδοχές καλβικού τύπου, θα έλεγα. Πιο ορατό παράδειγμα θεματικού επιμερισμού αποτελεί το συνθετικό ποίημα ‘’Αληθινή ζωή’’- μια τηλεοπτική μεταφορά ή σεναριακή προσομοίωση, με όλους τους συντελεστές, τους θεατές, ακόμα και τις διαφημίσεις (αλλά όχι το έργο). Το αίσθημα, τέλος, είναι ελεγχόμενο και υποταγμένο στο λόγο τον οποίο διαποτίζει διακριτικά χωρίς να τον εκθέτει αλλά και χωρίς να τον αφήνει ασυγκίνητο, αν η ποίηση είναι γλώσσα φορτισμένη με νόημα και συγκίνηση, κατά Πάουντ. Ποιητική σκέψη ή σκεπτόμενη ποίηση λοιπόν, σε μετρημένη δοσολογία.
Πρόκειται για μια ρέουσα ομιλητική διαδρομή, μια ωδή αναβαθμών που συνδέει τεχνηέντως τα τρέχοντα και τα δρώμενα με τα υπαρξιακά ενδότερα, όθεν και η πραγματική αφετηρία, αναμειγνύοντας ορατά και αόρατα σε συμπαγή ποιητικά σώματα με εσωτερική αλληλουχία και συνοχή. Το θέμα ούτως ή άλλως είναι το ποίημα. Το κάτω και το άνω, το έξω και το μέσα, το νυν και το αιέν, τα φυσικά και τα μεταφυσικά αλληλοδιαπλέκονται και συνομιλούν καταγράφοντας, ζωγραφίζοντας και σχολιάζοντας εικόνες – πλάνα μιας πολύεδρης και ρευστής πραγματικότητας. Ανάμεσά τους, ανάμεσα στην εικόνα και στο σχόλιο, κυλάει ενσωματωμένη, χωρίς να διακρίνεται δηλαδή αλλά και χωρίς να κρύβεται, η διάσταση του ποιητικού εγώ (και της ποίησης βέβαια) με τα πραγματικά, η αντίσταση, η απορία, η άρνηση, η ναυτία, η πίκρα, όλα τα άλογα που χλιμιντρίζουν και καλπάζουν στο στήθος θέλω να πω, ραντισμένα συχνά με ήπιες δόσεις καημού, σαρκασμού και χιούμορ, πάντα σε μια στρωτή, χωρίς ακκισμούς, γλώσσα και πάντα σε χαμηλή φωνή.
Μακάριοι οι τουρίστες:
δεν τους νοιάζει.
Μια γλώσσα αρθρώνω δύσκολη,
γεμάτη
θραύσματα αρχαία,
βότσαλα, κοχύλια,
ματώνει μου η μνήμη και το στόμα.
Λίγο ή πολύ περνούν από τη συλλογή ατόφια κομμάτια της ζωής, του τόπου και του καιρού δείχνοντας ότι η Μαρία Σφήκα έχει δική της ματιά και φωνή, βλέπει και λέει κάτι εκ βαθέων, κάτι αληθινό, που αξίζει να το ακούσουμε. Δεν είναι και τόσο εύκολο, γι’ αυτό όχι βιαστικά παρακαλώ, όχι γρήγορα, όχι με την πρώτη.
ΚΑΘ’ ΕΚΑΣΤΗΝ
I
Ψάθινο στέγαστρο στην άκρη του δρόμου.
Σωρός καρπούζια, στοιβαγμένα,
πιάνουν σημείο βρασμού κάτω απ’ τον ήλιο,
διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους,
σχίζονται απ’ τη γλύκα,
βλάσφημο κόκκινο κρυφογελά
κάτω απ’ το σκληρό πράσινο,
εκεί, ανάμεσα στα άλλα,
και η κεφαλή του εκθρονισμένου Αυγούστου,
αποκεκυλισμένη· Αρχές Σεπτέμβρη.
Έτσι, απλά,
ήρθε και στάθηκε μπροστά μας:
αθίγγανος κόρη
κόντρα στην αντηλιά
ξυπόλητη μεσ’ τη χρυσή σκόνη
ντυμένη τα αρχιερατικά κουρέλια,
θηλάζει ένα κάποιο βρέφος
ενώ οι μύγες, νέφη, αποθεώνουν
αυτό που θα’ πρεπε να’ναι ανέγγιχτο.
ΣΑΡΚΑ
Δεν ομιλώ για τους εκ γενετής
και πολλαπλώς κακοπλασμενους,
τους άτυχους εκείνους που δενττήραν
μερτικό καλό απ’ του θεού το χέρι·
Ούτε για την αδελφότητα των χρονίως πασχόντων,
των διαγνωσμενων αρθριτικών, δισκοπαθών, ψωριαζόντων
που συναθροίζονται τον Αύγουστο ως λουόμενοι
στα ασπρισμένα απ’ το θειάφι βράχια
της Αιδηψού και των άλλων λουτροπόλεων
και σέρνουν το κουσούρι τους υπομονετικά
διηγούμενοι με λεπτομέρειες το ιστορικό τους,
τις γνωματεύσεις των γιατρών, τις επεμβάσεις.
Όχι, ίαση γι’ αυτούς, εδώ, δεν έχει-
Για όλους εμάς μιλώ, τους τυχερούς,
που γεννηθήκαμε με τις καλύτερες προδιαγραφές του είδους
κι επιμένω:
το ένδυμα που προόρισες για εμάς. Κύριε,
δεν είναι κατάλληλο των περιστάσεων:
σκίζεται εύκολα, τρυπάει, δεν αντέχει·
από τις βρεφικές πτυχώσεις
στα ξαφνικά τεντώματα της εφηβείας
και μετά,
στο αναπόφευκτο ξεχείλωμα της ωριμότητας
και τη συρρίκνωση τα)ν γηρατειών
σκληρή η χρήση, μονοφόρι,
το ίδιο χειμώνα καλοκαίρι,
πολλές οι ουλές, οι εκδορές,
οι μώλωπες, τα οιδήματα
και των φλεβών οι διακλαδώσεις
γαλάζιες, σαν τις διαδρομές
του χαρτογραφημένου Ρίο ντε λα Πλάτα.
Αδύναμη η σάρκα·
κι όμως, το μόνο σημείο επαφής
μαζί Σου·
Ιδίως,
όταν δεν μένει τίποτε άλλο
παρά να υπομένουμε με καρτερία
τα συντριπτικά κατάγματα
της αγάττης Σου..
VIII
(Τα εις εαυτόν)
Χαρά του ποιήματος που τελειώνει,
ανακούφιση των λέξεων που λύνονται
απ’ της γραμματικής το χαλινάρι,
ξεκούραση των δακτύλων που έκαναν
γονατιστά ολονυκτίες στη σελίδα,
χαρά του νου που ηρεμεί σιγά-σιγά
σαν πληγή που επουλώνεται,
χαρά άχαρη του ποιητή
που οδεύει προς την τελική αυτοδικαίωση
εν(ί) μια νέα γενιά αναγνωστών, καχεκτική,
μαθαίνει πώς να αντέχει στο λιμό
της γλιόσσας το μεγάλο, να ξεγελάει την πείνα της
με (βελανίδια κι αγριόσυκα, φύκια της λιμνοθάλασσας,
να κάνει καρβέλι το όνειρο
προσ(ράι το λιθάρι·
-Άξιζε άραγε που εφηύρε
έναν εαυτό απ’ την αρχή
εν μέσω ανθισμένων δέντρων
σύμφωνα με την κλασσική αισθητική του παραδείσου
πρωτόπλαστος μαζί και Πλάστης,
ανδρόγυνος και δηλητήριος όφις;
ή μήπως πάλι ξεγελιέται
κι είναι αυτός ο κήπος
όχι της χαράς, αλλά,
το ίδιο πάντα Όρος,
το αρχαίο εκείνο, των Ελαιών,
της προδοσίας το περιβόλι,
όπου επιστρέφει πάντα κλαίγοντας πικρά
από τις ίδιες του τις λέξεις διαψευσμένος;
(Παρ.13-5-11, στο Λεωφopείo για Θεσ/νίκη – έως 31-5-11 Ναύπακτος)