Η Σοφία Χρήσταινα γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη και είναι απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Νοσηλευτικής .
Εκδίδει την πρώτη της ποιητική συλλογή «Ο έρωτας τον λέξεων» το 2011 και την δεύτερη με τον τίτλο ‘Συλλεκτικόν» το 2012. (Εκδόσεις Οσελότος).
Το 2014 γίνεται τακτικό μέλος στην Ένωση Λογοτεχνών Β. Ελλάδος και από το 2016-2018 και 2018-2020 εκλέγεται σαν Γραμματέας στο ΔΣ της Ε.Λ.Β.Ε.
Το 2016 εκδίδει το «Εγχειρίδιο πολέμου κατά του καρκίνου» (εκδόσεις Εχέδωρος).
Το 2019 κυκλοφορεί το δοκίμιο με ποίηση «Το φυλλάδιο του έρωτα» (εκδόσεις Φυλλάτος). Το 2020 εκδίδεται το νέο βιβλίο «Τα απολεσθέντα» από τις εκδόσεις Αποστακτήριο.
.
.
ΤΑ ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΑ (2020)
ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ ΣΟΥ
Τριγυρνά στην πόλη μοναχός. Εκεί που σκέφτεται να εγκαταλείψει τον θόρυβο αυτής της πόλης που τον γέννησε, εκεί στην παραλία της, στον μεγάλο δρόμο της βόλτας, ξεχνά τη φυγή του.
Μάλλον την αναβάλλει. Για άλλη μια φορά.
Δίνει ξανά μια ευκαιρία στους ανθρώπους, να μιλήσουν με λόγια γλυκά, ποιητικά.
Να αγκαλιάσουν με αληθινή αγάπη, να μην έχουν μαχαίρια, όπλα και βόμβες στην τσέπη τους.
Είναι μόνος. Δεν είναι ο μόνος. Όλοι αυτοί που περπατούν μαζί του στον δρόμο της βόλτας είναι μόνοι. Ίσως και πιο μόνοι από αυτόν.
Αυτός, βλέπεις, έχει τη θάλασσα για παρέα και την ελπίδα και εκείνο το μεγάλο όνειρο της φυγής που αναβάλλεται.
Έμαθε ότι πολλοί φίλοι του ζούνε με ανθρώπους αγαπημένους τους και νιώθουν μόνοι.
«Είμαστε ακόμα στις πρώτες τάξεις του δημοτικού και ας άσπρισαν τα μαλλιά μας. Αρνούμαστε να μεγαλώσουμε και να μάθουμε επιτέλους την αληθινή ζωή» σκέφτηκε.
Πέταξε ένα μικρό πετραδάκι, που είχε στην τσέπη, στη θάλασσα.
Είπε ότι ήθελε να ακούσει αν είναι ζωντανή.
ΑΕΡΙΚΟ
Οι μισές ιστορίες της ζωής είναι γεμάτες θλίψη.
Οι άλλες μισές πόνο.
Η ηδονή είναι να είσαι αερικό, να μην κάθεσαι πουθενά, πολύ.
Θλίψη – πόνος, πόνος – θλίψη.
Θλίψη – πόνος ξανά, πόνος – θλίψη πάλι.
Ο εναέριος δαίμονας μέσα μου γελά. «Είναι αστείο το δρομολόγιο» μου λέει. «Δεν το βλέπεις; Οι ιστορίες σου είναι ψεύτικες. Το να υποφέρεις δεν εξυπηρετεί κανέναν απολύτως σκοπό.
Ζωγράφισε, τραγούδα, ερωτεύσου, αγάπα μέχρι πόνου.
Δημιούργησε οτιδήποτε, ένα στέκι χαράς, μια ομάδα ταξιδιού, μια παρέα φίλων και αγάπα μέχρι πόνου όλη την ματαιοδοξία της κυρα-Θλίψης».
ΓΥΝΑΙΚΑ
Η Γυναίκα κουβαλάει το κλειδί της ευτυχίας στην τσέπη της πάντα.
Από αυτήν θα το ζητήσεις. Από αυτήν, που μαρτυρά πολλές φορές για να μην το παραδώσει.
Από αυτήν, που το καταπίνει για να μην της το κλέψουν.
Από αυτήν, που το γεννάει, όταν βλέπει ότι οι άνθρωποι χάνουνε τους εαυτούς τους.
Από αυτήν θα το ζητήσεις, που τριγυρνά σε όλα τα μήκη του κόσμου, φορώντας τη στολή που της δίνουν, σιωπώντας, όταν της αφαιρούν τον λόγο, διώχνοντάς την σε υπόγεια να περιμένει.
Να περιμένει. Τον ήλιο της ισότητας, της ελευθερίας, της στέψης.
Όλοι είμαστε πιστοί υπήκοοι Αυτής της γυναίκας. Το καταλαβαίνουμε, όταν μας ανοίγει το παράθυρο για να μπει το φως.
Θανατώνοντάς την, έχεις ήδη δηλητηριάσει και τη δική σου ζωή.
Γιατί, βλέπεις, Αυτή έχει το κλειδί της ευτυχίας.
ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΣΟΥ
Κάθε πρωί ξυπνάω τον κακό και τον καλό μου εαυτό.
Στον έναν κάνω την ερώτηση:
-Υπάρχει ομορφιά στη ζωή μας;
Και στον άλλον:
-Εάν σήμερα ήταν η ιδανική μέρα για σένα, τι θα έκανες;
Και τους δυο τούς έχω υπό τον έλεγχό μου, κερνώντας τους καφέ και μπισκότο κανέλας.
Μετά πρέπει να σηκωθώ, να ντυθώ και να βγω για τις δουλειές της μέρας.
Στον δρόμο μού αφήνουν το χέρι.
Ο ένας κοιτάει τους ανθρώπους και ο άλλος στρίβει πάντα στην πρώτη γωνιά που βρίσκει.
-Ασ’ τους, μου ψιθυρίζει μια φωνή μέσα μου. Φέρσου τους, σαν τα μικρά παιδιά.
-Ασ’ τους να παίξουν, να μάθουν, να τρέξουν, να χτυπήσουν, να σηκωθούν μόνοι τους.
Το βράδυ θα στα πουν όλα!
Αυτή είναι η δουλειά σου, η αληθινή. Να τους έχεις αγαπημένους και ελεύθερους.
ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΜΕ
Το καλοκαίρι δεν ξέρω πού πήγε.
Του είπα περίμενε για λίγο εδώ, στα κοχύλια που μάζεψα.
Περίμενε να βρω ένα καπέλο, να δανειστώ γυαλιά, να κλέψω λίγο νερό.
Περίμενε να καλημερίσω τον ήλιο -τον μόνο φίλο που μου έμεινε από το χτες- περίμενέ με, έρχομαι με τα πόδια.
Άδεια η θέση δίπλα στις πέτρες. Έφυγε πριν ή μετά το “περίμενέ με”;
Κανείς δεν περιμένει να ‘ρθεις.
Ίσως τελικά δεν ήταν το καλοκαίρι, αυτό που έμοιαζε με καλοκαίρι.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΑΝ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ
Κάθε πρωί το καθαρό μυαλό μου εκπονεί τα συμβάντα που γίνονται εντός και εκτός του.
Άπειρες σκέψεις ψάχνουν την πρωτιά.
-Εγώ πρώτη, φωνάζει η Φιλία.
-Σιγά! Είμαι ήδη πρώτη, λέει η Αγάπη.
-Μυαλό, ξύπνα και βάλε με πρώτη με διαφορά, αγορεύει η Κοινωνία.
-Χωρίς εμένα πρώτο, δεν υπάρχετε, παιδιά, μιλά το Εγώ.
-Όσο υπάρχει πείνα, δίψα, κακοποίηση, εγώ θα ‘μια ο πρώτος, μήνυσε το Έγκλημα.
-Μια κουβέντα και για μένα, ψέλλισε η Μοναξιά.
-Πάνω από όλους είμαι εγώ! φώναξε η Υγεία.
-Ναι, αλλά με χρειάζεστε όλοι και πολύ, απάντησε το Χρήμα.
Εντάξει. Εντάξει, φτάνει! Μου το θολώσατε το μυαλό και σήμερα.
Ήθελα να σας πω ότι σήμερα θέλω μόνο να ζήσω.
Χωρίς εσάς.
Να ξαπλώσω στο χώμα της γης, εκεί που θάβουμε τα όνειρα, τις σάρκες μας, τους σπόρους της νέας ζωής.
Να αφήσω τον υμνητή Ήλιο να κάψει όλες τις δυστυχισμένες σκέψεις μέσα σε ένα καταμεσήμερο.
Να πάρω το κενό μου μυαλό να το βρέξω στη θάλασσα, να το σκιάσω στη συκιά
και να το ταΐσω χόρτα και φρούτα.
Να παρθενογεννηθώ και να μη μοιάζω με κανέναν και κανένας να μη με αναγνωρίζει σαν όμοιο του.
Ίσως θέλετε να ‘ρθείτε και σεις μαζί μου. Δίπλα να καθίσετε,
ο καθένας στη θέση του.
Μην αγκαλιάζεστε, μην μιλάτε, μην πειράζεστε.
Φησίν σιωπών.
Έστω για μια μέρα.
ΓΕΛΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΓΕΛΑΣΜΕΝΟΙ
«Βάλε να πιω ρακί» μου είπε.
«Θέλω να ζαλιστώ. Να ηρεμήσω την καρδιά και τους χτύπους της».
Νιώθω το σώμα βαρύ και το μυαλό μου φωνάζει.
Πώς να αντιδράσω στην παράκλησή της;
Τα μάτια της κόκκινος ουρανός, έτοιμος για βροχή.
Γέμισα το ποτήρι της αρκετές φορές. Έπινα και εγώ μαζί της.
Στο τέλος του μπουκαλιού γελάγαμε με όσους μάς άφησαν μόνες,
είτε ζωντανοί, είτε πεθαμένοι ήταν αυτοί.
Οι ουρανοί των ματιών μας έριξαν βροχές από δάκρυα γέλιων.
ΜΙΑ ΑΔΙΑΦΟΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ξέχασα τα γάντια μου στο μαγαζί. Τα θυμήθηκα στον σταθμό του λεωφορείου, έτρεξα να τα πάρω και έχασα έτσι τη στάση του.
Περίμενα την επόμενη διαδρομή, ώσπου μια γυναίκα με ρώτησε για μια οδό και ποιο λεωφορείο να πάρει.
-Το ίδιο με το δικό μου και στην ίδια στάση θα κατέβουμε, της είπα. Θα περπατήσουμε μαζί όλον τον δρόμο μέχρι εκεί που θέλεις να πας. Εγώ θα πάω ευθεία και εσύ θα στρίψεις δεξιά στη λεωφόρο.
Οι άνθρωποι ακόμα βοηθούν τους άλλους ανθρώπους,
με όποιον τρόπο τούς τύχει.
Οι άνθρωποι ακόμα μιλάνε, όταν περπατάνε μαζί στον δρόμο.
-Μεγάλωσα έξι παιδιά, στο Σπίτι του παιδικού χωριού. Εγκαταλειμμένα από τους γονείς τους, ήρθανε όταν ήταν τεσσάρων χρονών και σήμερα είναι φοιτητές.
-Μάνα, αν δεν τα καταφέρουμε, να ‘ρθούμε στο δικό σου σπίτι; μου λένε συνέχεια.
-Να ‘ρθείτε, παιδιά μου, βεβαίως, τους απαντάω πάντα.
Θεέ, πόσο μικρή ένιωσα εκείνα τα λεπτά του χρόνου.
Και πόσο βρώμικη.
Σιγά, μια αδιάφορη ιστορία σάς είπα!
ΕΚΛΕΙΠΟΥΣΑ ΒΡΟΧΗ
Είχε καιρό να βρέξει και ας ήτανε χειμώνας. Η γη διψούσε, αλλά κανένας δεν ενδιαφερόταν.
Βιαστικοί όλοι να πάνε στη δουλειά, να προλάβουν να πάρουν τα καθημερινά τους ψώνια, να φάνε, να χαμογελάσουνε στα παιδιά τους, να αγκαλιάσουν τον
σύντροφό τους, να κοιμηθούν, να ξαναπάνε στη δουλειά τους.
Ποιος να προσέξει τη γη!
Και ξαφνικά βρέχει. Αυτοί που τρέχουν να εκτελέσουν το ωράριό τους κάνουν γκριμάτσα δυσφορίας,
– Όταν βρέχει, καθυστερώ να γυρίσω σπίτι, η κίνηση είναι αφόρητη.
Βλέπω έναν άνθρωπο στο απέναντι διαμέρισμα, να κοιτά από το παράθυρο τη βροχή.
Μέσα στο σκοτάδι διακρίνω τα άσπρα του μαλλιά και εκεί στο ένα χέρι κρατάει κάτι, ένα μπαστούνι στήριξης.
Ένας μοναχικός, ανήμπορος άνθρωπος χαμογελά που βρέχει. Ίσως είναι ο μοναδικός που ευχαριστεί τον Θεό για το δώρο του.
ΣΕ ΚΑΘΕ ΜΑΧΗ ΕΙΣΑΙ ΜΟΝΟΣ
«Δεν είσαι μόνος σου στον καρκίνο»,
Ψέματα! Ολομόναχος είσαι.
Δεν είναι ομαδική πάλη, ούτε διαδήλωση συμφερόντων. Παραμένει μια μάχη εσωτερική.
Πρέπει να δεχτείς την ήττα και να απορρίψεις την αδυναμία, τον φόβο, την ατολμία.
Εκατό χωρικοί να σε χαϊδέψουν, διακόσιοι άλλοι να σε παρηγορήσουνε, τριακόσιοι ακόμα να σε φροντίσουνε, κανένας δε θα τα καταφέρει να σε σώσει, αν έχεις κλειστή την πόρτα του μυαλού σου.
Είσαι μόνος σε κάθε μάχη, καβαλάρης σε άσπρο άλογο που τρέχει.
Μόνος στον πόνο.
Μόνος στη χαρά.
Σκουπίσου από τα σάλια που πεντακόσιοι θα σ’ αλείψουν για βάλσαμο.
Στον καρκίνο και στον θάνατο κλείνεις μονόκλινο.
Είναι αντίξοο να κοιμάσαι σε στενό κρεβάτι με άλλον.
ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΟ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙΣ
“Είναι τόσο ωραίο να μεγαλώνεις” σου είπα για υπεκφυγή.
Μα, δεν πίστευα τα λόγια μου.
Ωραίο είναι να παραμείνεις το παιδί που ήσουνα.
Που σου άρεσαν οι παρέες, τα παιχνίδια,
που δεν ήξερες τα ψέματα, τις δεύτερες σκέψεις πίσω από τις κουβέντες.
Που ντυνόσουν απλά, που γελούσες δυνατά και εύκολα.
Μικρός, σαν ήσουνα, αγαπούσες και ξεχνούσες τις φωνές των άλλων,
με ένα δάκρυ βραδινό και το πρωί ο μικρός σου εαυτός αγαπούσε ξανά.
Αληθινός ήσουνα σαν μικρός, μετά έγινες μεγάλος και άλλαξες.
Χάλασες, σου λένε. Είπες κουβέντες βαριές, έγινες δύσκολος στις αγκαλιές, δήθεν σε φωνάζουν.
Όλα αλλάζουν, σαν μεγαλώνεις, και όλοι μεγαλώνουν και αυτοί.
Είναι ωραίο να μεγαλώνεις, δε θα το ξαναπώ. Με συγχωρείς.
Αλλά δεν μπορώ και να σου πω να μη μεγαλώνεις.
Θα είσαι μόνος και έρημος σε μια πόλη μεγάλων. Θα σε περιγελούν που έχεις καρδιά παιδιού. Θα πονέσεις για αυτό. Είναι ωραίο να μεγαλώνεις, μαζί με όλους που μεγαλώνουν.
Μαζί θα κλαίτε, που δεν κάνετε πια παρέα τα μικρά παιδιά που έχετε μέσα σας φοβισμένα.
Αν μαζευτείτε πολλοί,
ίσως μια μέρα
παίξετε ξανά το κρυφτό των παραμυθιών σας.
Χωρίς εξαπάτηση.
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ;
Δε συνάντησα τη σιωπή. Ακόμα όχι.
Όλοι μιλούνε για αυτήν, μα εγώ ακόμα δεν τη γνώρισα. Ούτε αυτοί επίσης.
Ποιος γνώρισε έναν άνθρωπο που σιωπά, να μου το πει.
Διστάζω να σηκώσω το τηλέφωνο, αποφεύγω να πω μια καλημέρα στην τυχαία συνάντηση. Φοβάμαι τα λόγια που θα ακούσω. Άχρηστα λεκτικά μηνύματα θα γιομίσουν το μυαλό μου με φασαρία.
Πού είναι η σιωπή, που εξυμνούν οι φιλόσοφοι και τραγουδούν οι μουσικοί;
Δεν τη συνάντησα.
Οι άνθρωποι κουβαλούν τον σαματά, στα λόγια και στις πράξεις τους.
Και εγώ περιμένω τη σιγή, την απανεμιά, την ηρεμία, τη γαλήνη, την ησυχία.
Έμεινα να κάνω παρέα στα συνώνυμα. Οι άνθρωποι ταράζουν την πλεύση μου.
Αγκυροβολώ στο παραπλήσιο και ζω μαζί του.
Μόνος.
Τώρα μάλιστα, είναι σιωπή.
ΚΑΤΑΖΗΤΟΥΝΤΑΙ
Καταζητούνται
μικρές ποσότητες αγνότητας και αθωότητας που κλάπηκαν από τα σπίτια των ανθρώπων, που τα είχαν κρυμμένα, για μια ώρα δύσκολη.
Τα δείγματα σωτηρίας τους ήτανε σε συσκευασίες διάφανες και μοιάζανε με την εμπορεύσιμη σκόνη παραισθησιογόνων.
Οι ύποπτοι, όπως καταγγέλλει το πρακτορείο ειδήσεων “Ψεύτικος Κόσμος”, δεν είναι περιπατητές άλλων γειτονιών, ούτε άλλων χωρών,
δεν είναι μαύροι, ούτε κίτρινοι στο πρόσωπο,
δεν ήτανε ούτε καν ζώα που την νόμισαν τροφή.
Οι ύποπτοι είναι όλοι τους οικείοι,
γνωστοί, φίλοι, αδέλφια και παιδιά αυτών που μπαινόβγαιναν στα σπίτια με ανύπαρκτα ίχνη καχυποψίας
και με μάσκες φορεμένες ντουμπλ φας
– διπλής όψεως για τους αμαθείς.
Καταζητούνται
ψήγματα ζωντανού ανθρώπου
σε έναν κόσμο που θα ‘χει σε λίγο
μόνο νεκρούς.
*Β’ ΒΡΑΒΕΙΟ στον 10o Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Ε.Π.Ο.Κ. (2019)
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
«Το απολεσθέντα» είναι ένα βιβλίο με 57 μικρά κείμενο, ειλικρινή και μεστά οπό συναισθήματα, το οποίο πηγάζουν οπό διάφορες εκφάνσεις της ζωής, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες. Η απώλεια, ο θάνατος, ο έρωτας, οι σχέσεις μας με τους ανθρώπους αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό, η θλίψη, η κακία και αδιαφορία του κόσμου, η ανάγκη των Τεχνών, η μοναχικότητα ως επιλογή, η σωτήρια σιωπή, το ναι και το όχι, το πρέπει… Καθημερινοί
στοχασμοί που αναζητούν διέξοδο και ελευθερία. Που επιδιώκουν να φύγουν οπό μέσο μας, συμφιλιώνοντάς μας με την αλήθεια και την αγάπη. Διότι, πράγματι, όλο το συναισθήματα που βιώνουμε είναι η ίδιο η Ζωή…
«Το απολεσθέντα» είναι όλο εκείνο το συναισθήματα που χάσομε, επειδή το θεωρήσομε επικίνδυνο, ασθενικά και ανασφαλή. Συναισθήματα που σε ωθούν να κατανοήσεις ότι δεν μπορείς να διώξεις τον πόνο του θανάτου, ούτε του έρωτα. Δεν μπορείς να εξαφανίσεις τη συμπόνια που υπάρχει εντός μας, ούτε την ανάγκη για ήλιο. Γιατί απλά όσο και αο το διώξεις, πάλι θα σε ξαναβρούν.
Μέσο οπό αυτό το βιβλίο ο αναγνώστης μπορεί να βρει τον εαυτό του, να βιώσει τις αφηγήσεις της κάθε μέρας, να “μουτρώσει” με τη ζωή που γίνεται τραυματική μερικές φορές ή να την αγαπήσει απεριόριστο… Διότι στο βάθος του μυαλού του γνωρίζει ότι κάπου εκεί, ανάμεσο στο άσπρο και το μαύρο, υπάρχει ένα γκρι με πολλές κόκκινες πινελιές ευψυχίας.
.
ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟΝ (2012)
Μελαγχολία είναι η αξόδευτη αγάπη,
λέει ο ένας.
Η ευτυχία της μελαγχολίας,
φωνάζει ο άλλος.
Μα τον Θεό και οι λέξεις με μπερδεύουνε
και οι ώρες.
Τι σχέση έχει η αξόδευτη με την ευτυχία;
Φταίει το βράδυ η το πρωί;
Ώρες ώρες μου έρχεται να πάρω μια μαύρη
μπογιά και να γράφω συνθήματα σε κάθε
λευκό τοίχο!
*
Ίσως να μας λείπει η πίστη απ’ τη ζωή μας.
Ίσως να μας λείπουνε και οι άνθρωποι.
Σίγουρα όμως σε μερικούς μάς λείπει ο
θεατρινισμός.
Η ικανότητα να παίζεις σε ένα άδειο
θέατρο.
Μηδέν πωλήσεις θαυμασμού, δηλαδή.
Βλέπεις, όταν σπουδάζαμε στη σχολή
της ζωής, κανένας δεν μας μίλησε για τη
σιωπή.
Όλοι οι καθηγητές μας είναι φαφλατάδες…
*
Έχεις εκείνη την εμμονή για ταξίδια στα
μάτια σου.
Μπλε σκιά πάνω ακριβώς από τις
βλεφαρίδες.
Κάθε βράδυ ντύνεσαι γαλάζια, καθαρή
θάλασσα παρασέρνεις και πνίγεις τους
άσχετους καπετάνιους.
Μωρέ καλά τους κάνεις.
Γιόμισε ο κόσμος ξερόλες.
*
Όλοι νομίζουμε ότι ζούμε μόνοι. Όλοι
ξεχνάμε ότι έχουμε για κατοικίδιο ένα
αγρίμι.
Αν καταφέρεις μια μέρα να μου το
δανείσεις, θα σου δώσω και ’γώ το δικό μου
κατοικίδιο να φιλοξενήσεις.
Και που ξέρεις…
Μπορεί κάποτε τα αγρίμια μας να
εξημερωθούνε.
*
Μου προσφέρανε τη ζωή σε σφηνάκι.
Και δελεάστηκα στη σκέψη:
να το πιω μονορούφι και να ζαλιστώ,
ή να ενταχτώ στην ομάδα κατά του αλκοόλ
και τσιγάρου;
Σε αυτό το επιχειρησιακό σχέδιο η
απάντηση ήτανε σύντομη.
Ευτυχώς!
*
θυμάμαι τις εποχές που τα χέρια ήταν
ζεστά και όταν σε αγκαλιάζανε σε
κλειδώνανε για πάντα.
θυμάμαι τις εποχές που όταν σκόνταφτες,
πάντα ένα μπράτσο υπήρχε εκεί στις
λάσπες.
θυμάμαι βραδιές που κανένας δεν άφηνε
κανέναν να μένει τα βράδια μόνος του.
Επικές βραδιές θυμάμαι.
Δεν ξέρω τι με έπιασε…
Οι θόρυβοι, οι φωνές, τα πολλά λόγια, οι
άσχημες φάτσες ας με συνεφέρουνε πια.
Χαστουκίστε με!
Και αφήστε με να συνεχίσω μόνη μου τον
δρόμο.
*
Κι αποφασίζω για τη ζωή μου.
Ότι δεν έχω πολλούς δρόμους να διαλέξω.
‘Έναν βλέπω και αυτόν γεμάτο πέτρες,
που, ή μου ρίξανε, ή που πέσανε από τις
τσέπες μου.
Και λάσπες λασπωμένες, που, ή μου τις
κάνανε λακκούβες για να πέσω μέσα, ή από
τον ιδρώτα και τα δάκρυά μου έβρεξα τα
παπούτσια μου.
Και εσύ που με κοιτάς έχεις αποφασίσει για
τη ζωή σου.
Αν συναντηθούμε στον ίδιο δρόμο κάποιος
πρέπει να κλοτσήσει τις πέτρες που ’ναι
μπροστά μας.
Και οι δυο αποφασίσαμε.
Ότι ή θα βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον,
ή η πεζοπορία θα ανήκει για πάντα στα
ατομικά σπορ.
*
Την πρώτη φορά που κολύμπησα
φοβήθηκα τα φύκια και ό,τι σκιερό έβλεπα
στον βυθό.
Τη δεύτερη φορά κολύμπησα χωρίς να
φοβάμαι τα φύκια αλλά μόνο όπου ο βυθός
γινότανε από μπλε μαύρος.
Την τρίτη φορά της ζωής μου αποφάσισα
ότι οι φόβοι μου με απομακρύνανε από την
όλη αλήθεια.
«Δεν θα μπορούσα να γίνω ποτέ κύμα σε
καμία θάλασσα.
Κανένας δεν θα μπορούσε να πνιγεί για το
καλό μου».
Την τρίτη φορά λοιπόν που κολύμπησα τα
νερά ήτανε μαύρα και ο βυθός γιομάτος
θησαυρούς.
Επιτέλους έμαθα κολύμπι!
*
Θεέ του κόσμου μου, σώσε την ψυχή από το
κολύμπι στα βρόμικα νερά.
Άστηνε να κολυμπήσει,
μα όταν βγει να μην έχει κολλήσει πάνω
της κανένα σαλώδες φύκι…
*
Αφήνεσαι κι όλο αφήνεσαι.
Να σε ταξιδεύουνε καράβια με άγνωστους
κυβερνήτες.
Να σε πετάνε αεροπλάνα με ξένους
πιλότους και κυρίως να σου δείχνουνε τους
άγνωστους δρόμους τυφλοί.
Τελικά έχουμε ανάγκη τους οδηγούς ή μας
αρέσει να αφηνόμαστε;
*
Το παραδέχομαι.
-αψήφησα τον κίνδυνο
-ρίσκαρα την περιπέτεια
-στόχευσα την ευτυχία της στιγμής.
-απλούστευσα την εξίσωση
-ισορρόπησα το ασυνείδητο.
Το παραδέχομαι.
-Πήδηξα από το μπαλκόνι,
ωσάν ένδειξη πανικού,
-ήπια μια νύχτα τόσο ώστε να τρακάρω με
κολόνα
-έβαλα τη μουσική τα ξημερώματα στο
τέρμα
για να καλέσουνε την αστυνομία οι
γειτόνοι.
—χόρεψα με τη σκιά μου στη βροχή και με
κοιτάγανε μέσα από το τζάμι.
Το παραδέχομαι.
—Σε πρόδωσα και θα σε ξαναπροδώσω.
—Σε μίσησα όσο με αγάπησες.
Σιωπηλά ετοιμάζω τη βαλίτσα μου
είπα στους περίεργους γειτόνους ότι πάω
διακοπές
—διάρκειας—.
Θα κάθομαι σε μια σεζλόνγκ,
και θα κεντάω… λέξεις.
Σιγά μην καταλάβουνε τι εννοώ όταν λέω
τη λέξη «διακοπές».
*
Ήταν απλό το ερώτημα.
«Πώς γίνεται όταν αγαπάμε κάποιον, μετά
να μπορούμε και. να τον μισούμε;»
Κοίταγα το μικρό αγόρι στα ολοστρόγγυλα
μάτια του.
Γυαλίζανε σαν καθρέφτης.
Ήμουνα το είδωλο μέσα τους.
Τα λεπτά που χρειάστηκαν να κατεβάσω
το σάλιο μου ήτανε υπερβολικά ατελείωτα.
Το αίσθημα πνιγμού από το ίδιο μου το
σάλιο, με φλέρταρε επικίνδυνα.
Αλήθεια ή ψέμα να πω;
Πολλά λόγια ή λίγα;
Να αναβάλω την απάντηση ή την
ερώτηση;
Να του πω καλύτερα για το πως
πολλαπλασιάζονται οι γυμνοσάλιαγκες;
Να ανάψω τσιγάρο μπροστά του ή
καλύτερα να βάλω ένα ποτό;
Μου ήρθε ξαφνικά ένα τραγουδάκι στο
στόμα.
Σιγοτραγούδησα τους στίχους για να πάρω
δύναμη:
«πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι κι
αλλιώς τα ξέρουν όλα».
*
«Σε μισώ γιατί σε αγάπησα», φωνάζουνε
όλοι.
Και αυτή είναι η σωστή ατάκα που τα
εξηγεί και όλα.
Μισούμε ό,τι δεν γίνεται ή δεν παραμένει
δικό μας για όσο θέλουμε.
Είμαστε φτιαγμένοι να λατρεύουμε το δικό
μας είδωλο και ό,τι το βοηθάει για να είναι
πιο λαμπερό.
Δεν θέλουμε συννεφιές, ούτε σκιές,
είμαστε αδύναμοι στα βάρη, στους
χωρισμούς, στους θανάτους.
Θέλουμε και συνέχεια θέλουμε να μας
αγαπάει ότι αγαπάμε.
Δεν γνωρίζουμε τη λέξη ανιδιοτέλεια, ούτε
και πως γράφεται.
Δεν θυσιάζουμε χωρίς να ‘χουνε γίνει ήδη
θυσίες.
-Κανόνισε, μικρέ μου,
όταν αγαπάς κάποιον
να απαγορεύεις να τον μισήσεις.
Κανόνισε να μην έχεις μια μίζερη ζωή.
*
Ο άγγελος του έρωτα,
με ρώτησε ένα βράδυ αν θα φοράω τα
καλά μου ρούχα και αν θα ’μαι σπίτι για να
χτυπήσει την πόρτα.
Είπε ότι ήθελε να μου κάνει, επίσκεψη.
Επισκέφτηκε τους φίλους, τους αντίζηλους,
επισκέφτηκε νέους και μεγαλύτερους αυτών
και άτι σιγά μην γλίτωνα
αφού με έγραφε σαν επόμενη, το χαρτί των
επισκέψεων.
Αρχικά είπα ότι θα λείπω, σε διακοπές.
Και ότι δεν είμαι για επισκέψεις,
μιας και τις βαριέμαι.
Δικαιολογήθηκα ότι μου κόψανε το ρεύμα
γιατί ξέχασα να το πληρώσω και μάλλον
είπα ότι δεν είχα νέα ρούχα να βάλω.
Η όψη του έκανε μια γκριμάτσα δυσφορίας
και αυτό μου άρεσε.
—Είχα ξεραίνει βλέπεις και από ποτό και
από γλυκό—
*
Είχα αράξει, στον καναπέ μου
αναλογιζόμενη τι ωραία που είναι, να
κυκλοφορείς αδιάφορα μέσα στο σπίτι σου
και ο χρόνος να μην σε κοιτάει στα μάτια.
12 και ένα λεπτό,
που όλα αλλάζουνε ωσάν πρωτοχρονιά,
το κουδούνι χτύπησε συνθηματικά.
Δυο απανωτά «ντριν»,
χαλάσανε τη σιγουριά μου.
«Αυτός ο τύπος σε βρίσκει πάντα στις
χειρότερές σου στιγμές», είπα σαν είδα από
το ματάκι της πόρτας τον όμορφο άντρα.
Η αντίσταση στο μηδέν.
Η σκέψη στο πουθενά.
Και αυτός στο όλα.
Άνοιξα την πόρτα…
φθηνή,
απλή,
με ένα χαμόγελο αλλοπρόσαλλης
παράδοσης.
*
Μαζεύτηκαν οι φίλοι σ’ ένα τραπέζι
μακρόστενο,
σε ένα μπαλκόνι λουλουδένιο,
για να φεγγίσουνε τη δουλειά, τα λεφτά ,τα
παιδιά,
τα στενάχωρα.
Όμορφοι όλοι σαν ημίθεοι, γυαλιστεροί σαν
στρείδια,
στρώσανε στην τσόχα της καθημερινότητάς
τους,
έναν έναν τους κρυμμένους άσους της
χαράς.
Ήπιανε μπόλικο κρασί καρδιάς
-φάγανε γαργαλιστικά μεζεδάκια εικόνων,
-καπνίσανε φούμαρα προσδοκιών,
-μυρίσανε τα χαμογελαστά πρόσωπά τους
και φύγανε.
Κάπως έτσι φαντάζομαι ακόμα τις φιλίες,
στα μακρόστενα τραπέζια των
λουλουδάτων μπαλκονιών.
*
Μου είπες, «κρυώνω».
Αμέσως δικαιολογήθηκες ότι φταίει ο
καιρός.
Έκλεισα την πόρτα. Έχεις δίκιο βράδιασε
και ο καιρός ακόμα δεν έφτιαξε.
«Κρυώνω», ξαναμίλησες.
Θες ένα ρούμι;
Να το πιούμε μονοκοπανιά να αυξηθεί η
θερμοκρασία μας, σου είπα.
«Βάλε», είπες διατακτικά. «Σιγά η
Καραϊβική από τόσο μακριά μην μας
ζεστάνει».
Τα μάτια σου μου κάνανε σινιάλο ότι
κρυώνεις ακόμα.
Σου έριξα μια ζακέτα στους γυμνούς ώμους.
«Ξέρεις κάτι;», μίλησες.
«Ξέχασες να κάνεις το πιο απλό πράμα, να
ανάψεις μια φωτιά».
Τα άλλα δεν έχουνε σημασία .
Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία από μια
φωτιά ανάμεσά μας.
*
Μ’ αρέσει, όταν τελειώνουνε οι θλιβερές
βραδιές.
Σημαίνει ότι όλα τα μαντάτα στις 12 και
ένα λεπτό
γίνανε χτες.
Και περιμένεις να χαράξει.
Κάτι τέτοιες βραδιές χαίρομαι που
καπνίζω.
Ρουφώ τα πράματα.
-είμαι συλλέκτης βλέπεις—
Μαζεύω νύχτες με σειρά αγριάδας.
*
Καμιά φορά η αγάπη έχει μορφή λύκου
ενός άγριου αρπακτικού…
Ένας σήκωσε το χέρι ψηλά ζητώντας τον
λόγο,
και είπε:
—Για αγάπη μιλάμε, είσαι σίγουρη;
…Και άλλες φορές η αγάπη
είναι σαν μια μουσική γαλήνια και
ταξιδιάρικη νότα.
Πικρόγλυκη.
Ωραία, κανείς δεν σήκωσε χέρι.
Συμφωνούμε όλοι.
.
ΤΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (2019)
…….Ο έρωτας δεν είναι μια μάχη ανθρώπινης κατάκτησης
Αλλά ένας πόλεμος ατομικής ελευθερίας.
Όποιος δεν το βλέπει έτσι, καλυτέρα να γυρίσει το κουμπί της επιθυμίας του να ερωτευτεί,στο μηδέν.
Μόνο μέσα στην σιγή, μπορείς να καταλάβεις την ιδεολογία του πολέμου αυτού.
-μαζί σου έγινα καλύτερος άνθρωπος.
Φράση ερωτευμένων.
-μετάνιωσα την στιγμή που σε γνώρισα.
Φράση ανθρώπων που ο έρωτας έγινε μάχη εγωιστικής τοποθέτησης.
-αγαπώ εσένα και αγαπώ όλο τον κόσμο.
Φράση ερωτευμένων.
-μου χάλασες όλη την ζωή μου!
Φράση ανθρώπων που ό έρωτας έγινε μάχη εγωιστικής τοποθέτησης.
Η μετάλλαξη του έρωτα από αγγελάκι σε δράκο είναι ανθρώπινη τερατογέννεση.
Λάθος χρωματοσώματα σκέψεων.
Λάθος κύτταρα απαιτήσεων.
Χορήγηση μολυσμένου αίματος ασυνεννοησίας.
Μεγάλη κατάποση φαρμάκων εγωκεντρισμού.
Συνεχής έκθεση του έρωτα σε τοποθεσίες με ραδιενεργά λόγια.
———————————————————–
…..Ο έρωτας είναι μια τέχνη.
Την τέχνη του στηρίζω, υποστηρίζω αυτόν που αγαπώ.
Δεν προσπαθώ να τον αλλάξω και να τον φέρω στα δικά μου γούστα προτύπου.
Δυο αυτόφωτοι ήλιοι φωτίζουν την ζωή μου.
Και οι δυο προσφέρουν ζέστη στην ζωή μου,με τον δικό τους τρόπο.
Αν είναι ίδιοι, δυο ίδιοι ήλιοι πάνω από το κεφάλι μου, ποιος ο λόγος να έχω διπλή ασφυκτική ζέστη;
Όχι, όχι.
Θέλω τον άλλον για αυτό που είναι.
Το φωνάζω τρείς φορές δυνατά.
Η διαφορετικότητα του είναι η νέα ομορφιά στην ζωή μου.
Οι δικές του απόψεις, ο δικός του τρόπος ζωής, το δικό του στυλ.
Αν γίνουμε ίδιοι, ποιο το ενδιαφέρον τότε;
Με αγαπώ.
Σε αγαπώ.
Είμαστε μαζί όσο ισχύει αυτό.
Αν διαταραχτεί η ισορροπία αυτή
Και με αγαπώ περισσότερο και εσένα καθόλου,
Η σε αγαπώ περισσότερο και εμένα καθόλου
Να μου το πεις ,ε ;
=============================
-Η μαχαιριά-
[ποίηση 2019]
‘Δεν είναι νοσταλγία ο έρωτας.
Είναι συμφωνία.
Δολοφόνου με θύμα.
Θα σε σκοτώσω και εγώ θα ζω,
Θα ζήσω αν εσύ πεθάνεις.
Δεν θα τα βρούμε ούτε στα μισά, ούτε στο τέλος.
Κατάματα.
Θα πεθάνει ο ένας νύχτα
και ο άλλος χαράματα.
Ο πόνος θα ημερώσει,
μέσα στον χρόνο.
Σε αγαπώ.
ένα γράμμα που καρφώθηκε στην πόρτα μου ,
με το μαχαίρι.’
.
.