Ο Δημήτριος Γκόγκας γεννήθηκε το 1964 στο Στρυμονικό Σερρών. Σπούδασε στην Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα. Μετά την αφυπηρέτηση του, ασχολείται με την Ποίηση, το Διήγημα και τη Μελέτη της Αγίας Γραφής. Συνεργάστηκε στην έκδοση του Βιβλίου «Το χθες της Ξάνθης σαν σήμερα» από τον Δήμο της Ξάνθης το 1998, με ευθύνη κυρίως της συλλογής και αρχειοθέτησης του υλικού. Ποιήματά του έχουν βραβευτεί σε Παγκόσμιους και Πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς ενώ έχουν αναρτηθεί σε σελίδες του διαδικτύου και λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι μέλος του Πολιτιστικού συλλόγου: Φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού Λάρνακας, της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και της Εθνικής Εταιρείας Λογοτεχνών Ελλήνων.
Επιμελείται δύο σημαντικούς ποιητικούς διαδικτυακούς τόπους :
α. Οι Ποιητές που αγάπησα και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου
β. Κυπρίων Ποίηση και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ποίηση
Θάνατος είναι ότι δεν έδωσες ενώ μπορούσε» (2020)
ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ (2020)
16 αριθμοί και 24 γράμματα (e-book 2019)
Κάμπος μιας νιότης (e-book 2019)
Ξέρω ένα τόπο (e-book 2018)
Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό (e-book 2018)
Ωράρια Επιστροφών (Εκδ. ΔΙΑΝΥΣΜΑ 2015)
Συλλογές Διηγημάτων:
Πτώσεις Ανθρώπων (e-book 2022)
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
Απανθίσματα (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ 2018)
Ανθολόγιο Ποίησης των Εκδόσεων ΟΣΤΡΙΑ 2017
Ταξίδια Πολύτιμα του νου (2016)
Από Καρδιάς (Εκδόσεις Προφήτισσα 2015)
Ομαδικές Ποιητικές Συλλογές των Εκδόσεων ΔΙΑΝΥΣΜΑ, κατά τα έτη 2014, 2015,2016, 2017
.
.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΕΔΩΣΕΣ, ΕΝΩ ΜΠΟΡΟΥΣΕΣ (2020)
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΘΑΝΑΤΟ
Με το μολύβι σβήνει ένα φως.
Έρχεται θάνατος
και σε τυλίγει σαν ένα πελώριο δένδρο με κίτρινα φύλλα.
Δεν στοχάζεται, πλην των άλλων
που θα φωνάξουν με δύναμη
και θα πούνε: Αθάνατος,
καθώς ένας μικρός λεμονανθός θα σβήνει.
Είναι ο Χειμώνας που λιώνει στη ζωή,
κι ανθίζει η Άνοιξη.
Η προσμονή σέρνεται με το φίδι
ανάμεσα στους στίχους του ευαγγελίου.
Είναι το ίδιο φίδι που μας έδωσε τη ζωή να τη ζήσουμε
και εάν προλάβουμε να ρωτήσουμε, λέμε: τη ζήσαμε;
Κι εσύ ζήτησες για μαξιλάρι το μπράτσο μου
και μέσα στο στρατσόχαρτο το όνειρό σου
σύννεφο να στάζει.
Η κραυγή σου πορεύεται,
καθώς το ατσάλι σπάει τη σιωπή
και το μαύρο τη γεύεται.
Το μάτι μου κλείνει σαν πόρτα,
σαν παραθύρι με πόμολο μια πένα
κι απλώνεται στις λιάστρες να το ξεράνει ο άνεμος.
Μέσα στο μέτρο σκάλισες την καμαρούλα σου,
σε διάφανο βάζο η στάχτη κι ένα γαρύφαλλο
στην κεφαλή.
Τότε δεν μπορείς να αποφύγεις τον μέλλοντα.
Ναυαγός στη γραμμή του θανάτου,
μ’ ένα μολύβι κουπί ως πού να φτάσεις;
ΚΑΤΩ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΠΟΥ ΣΙΓΗΣΕ
Χθες η Πατρίδα σίγησε,
όπως το όπλο αχνίζει πάνω στο νεκρό σώμα του αδελφού.
Σήμερα η Πατρίδα σιωπά.
Παντρεύει όπως – όπως τον ήλιο του μεσημεριού με τη σιωπή της νύχτας.
Πλάθει τον κόσμο γύρω της
κι ο κόσμος αυτός αύριο θα είναι πιότερο θλιμμένος.
Δεν πέρασε ούτε μισός αιώνας
Κι η μάνα ακόμα είναι εκεί με το ποτήρι στον πάγκο της κουζίνας,
το πιάτο στο τραπέζι
και τις σπαρακτικές φωνές που στέγνωναν στα σύρματα της αυλής.
Έξω από το σώμα της Ειρήνης, μέσα στην ανάσταση του πολέμου.
Κοντεύει πια μισός ο αιώνας
με τις καμινάδες στον τόπο μου.
Την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά, τη Λάπηθο,
ν’ αναδύουν τις μυρωδιές της λεμονιάς και της έρμης πορτοκαλιάς.
Τ’ ατσάλινα πόδια τους
δεν μπόρεσαν να κόψουν οι επιδέξιοι ξυλοκόποι της ιστορίας.
Χρόνια τώρα
τα πρόσωπά τους αγκυλωμένα στους παγωμένους μήνες
κι είναι μια δόλια σκλαβιά μέσα στη σκλαβιά όλου του κόσμου.
Μάνες, δεν είστε έτοιμες;
Πάρτε τα γαρύφαλλα από τους τάφους των παιδιών σας,
στολίστε τα τύμπανα και τις χάλκινες καμπάνες,
να γίνει ο γάμος που ονειρεύεστε στα ξωκλήσια της Πατρίδας.
Εκεί στις ασημοκέντητες στεριές, που ασπάζονται τη θάλασσα-
εκεί που πετροκάραβα σηκώνουνε γαλανόλευκες σημαίες-
εκεί όπου ένα μικρό χρυσοπράσινο φύλλο πλέει ελεύθερο.
ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Με τον απρόσμενο θάνατό του,
άλλαξε με μιας και τις καθημερινές συνήθειές του.
Δεν λαχταρά το φαγητό που του έδινες,
δεν ξεδιψά στο νερό που έχυνες στο πήλινο,
δεν κλωθογυρίζει από χαρά σαν έφτανες στη ξώπορτα,
δεν μυρίζει τις οσμές του κόσμου από την αγκαλιά σου,
δεν ψάχνει άλλο σκαμμένο πρόσωπο να δίνει το φίλημά του.
Μέρα και νύχτα κάθεται πάνω από το μνήμα σου.
Σέρνεται στο χώμα να σε γευτεί,
Ν’ ακούσει τη φωνή σου.
Ψάχνει τα δάκτυλά σου,
χώνεται κάτω από τα λουλούδια και τα στεφάνια
και σιωπά.
Η σιωπή τώρα
είναι ο πιστότερος φίλος του.
Μόνο κάπου – κάπου βαθιά μέσα στην άμπωτη της λύπης
ξεφεύγει ένα αλύχτισμα σαν στεναγμός θανάτου.
Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ
Η Προσφυγιά δεν έχει γκρίζο χρώμα.
Έχει το χρώμα των λαών όλης της γης.
Πίνακας γίνεται σ’ αναστημένο σώμα,
λιβανιστήρι σε ανάταση ψυχής.
Αγνάντια κάθεται στης Κύπρου τα πελάγη.
Στης Αφροδίτης δίνει φόρο, υποτελώς.
Μες στην καρδούλα της φωλιάζουνε τρεις μάγοι.
Και η φωνή της, η φωνή του καθενός.
Σε χρυσοπράσινη γραμμή τα σύνορα φυλάει.
Κουράγιο μάνα, κάμε τον νόστο προσμονή.
Περνούν τα χρόνια. Μα νια και δεν γερνάει,
κάθε που άγγελος της δίνει ένα φιλί.
Απλώνει τα φτερά της μαδημένα.
Κι ο αγνοούμενος δεμένος καταγής.
Ρόγχος θανάτου. Τα παιδιά σημαδεμένα.
Αλφαβητάρια μιας παγκόσμιας σιωπής.
ΛΥΠΑΜΑΙ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Λυπάμαι τα ποιήματα,
που κάθονται οκλαδόν στα άσπρα σκαλοπάτια των Εκκλησιών,
στα βρώμικα πεζοδρόμια των πόλεων,
έξω από τα πολυσύχναστα καταστήματα,
γυρολόγοι στα απόμακρα χωριά και στις λασπωμένες συνοικίες,
με τους νηστικούς στίχους υψωμένους να ικετεύουν,
έναν επιθετικό προσδιορισμό, ένα καλολογικό στοιχείο,
ένα κόμμα, μια τελεία, μια ξεχασμένη απόστροφο,
μια λύση στο αδιέξοδο, μια μυστική φωλιά στον ποιητή κι έναν θάνατο.
Λυπάμαι εκείνα τα ποιήματα,
που δεν βλέπουν, δεν θέλουν να δουν,
δεν ακούν, έχουν σπάσει οι σάλπιγγες,
στηρίζονται σε ξύλινες πατερίτσες,
κάμνουν τους ανάπηρους.
Ακρωτηριασμένοι στην ψυχή
γεμίζουν με συγγνώμες και ευχολόγια τις ημέρες τους,
σαλιαρίζοντας πάνω από τους πληγωμένους ήχους των κερμάτων.
Κέρβεροι που φιλούν τους γυμνοσάλιαγκες των κύκλων της ποιήσεως.
Τι να τα κάμω αυτά τα ποιήματα;
Ελεεινά και τρισάθλια κουρέλια,
διπλά πλυμένα, απλωμένα ρετάλια στους ιστούς αραχνών,
σκεβρωμένα οστά που εκλιπαρούν ανάνηψη
των ανεπαρκών λόγων, των χαλαρωτικών εικόνων,
των απροσάρμοστων ήχων.
Να λοιπόν ένα πουλί, ένα νηστικό πουλί,
να μια μέλισσα, μια θυμωμένη μέλισσα,
ένα μαύρο χελιδόνι·
ένα μαύρο χελιδόνι,
είναι πάντα ένα μαύρο χελιδόνι που φέρνει την Άνοιξη.
Πάνω από τη φωλιά των ποιημάτων,
παίζει με τους τόνους, τα ουσιαστικά και τα επίθετα.
Παίζει με τους επαίτες, τους ληστές, τους δωρητές.
Παίζει με τη θάλασσα, το ποτάμι, τη λίμνη και το έλος.
Παίζει με τη ζωή, παίζει και με τον θάνατο.
Κλωτσάει τη σφαίρα να γίνει πάνινο τόπι στα πόδια ενός ποιήματος.
Ανοίγει μια κονσέρβα, μαχαίρι για την αυτόχειρα μνήμη μας.
Κι ακόμα λυπάμαι για τούτα τα ποιήματα.
Λίγα ξέρω για τη στίξη και τη μυστική συμφωνία του ποιητή.
Τέλος,
ύστερα από τη σταύρωση, δεν ξέρω αν είναι λάθος
η ανάσταση των ποιημάτων με αντίδωρο το ερωτηματικό.
ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΑΙΣΘΗΣΗ
Θαυμάσια η αίσθηση να μαθαίνεις πως χάθηκε.
Ούτε που σε νοιάζει ο κλεμμένος τόπος και το μειδίαμα του χρόνου.
Πίσω από τις σκούρες κουρτίνες,
το ποτήρι που σήκωσες να κάμεις μια πρόποση,
έκρυβε στο βυθό του το αίμα και το σώμα που δεν μετάλαβες.
Πικράθηκες και μια σταγόνα από τούτη την πίκρα,
επιστρέφει πάντα μετανάστρια στα μικρά ξέφωτα.
Πρόσκαιρες πατρίδες,
όπου στήνουν χορό οι ερινύες και οι κάμπιες δαγκώνουν την ηθική σου.
Κλείνεις τα μάτια, σιωπάς, δεν ακούς, κάμνεις πως δεν ακούς.
Αλυσοδένεσαι, μόνος δικάζεσαι, τιμωρείσαι.
Τι να περιμένεις από αυτή την επανάληψη;
Εκδίκηση;
Σκορπά ότι έσπειρες, πότισες, γεύτηκες.
Με μαθηματικές πράξεις θανάτου και ζωής·
προσθέσεις, αφαιρέσεις, διαιρέσεις της αλήθειας και του ψέματος.
Στον ορίζοντα πολλαπλασιάζονται πενιχρά τα φλογισμένα βλέμματά σου,
ακοντίζει στον φόβο η αίσθηση, τον φόβο.
Θαυμάσια λοιπόν, καθώς αποχαιρετάς στρίβοντας τη σόλα,
πάνω στο φτύμα που έπεσε, στο χώμα που έρανες, το σώμα που θύμωσες.
Και πόσο λυπηρό.
Η αίσθηση τούτη τρώει τη σάρκα σου, μεστή από λάθη στον πηγεμό σου.
Ίσως να σκέφτεσαι πως δεν ήρθε κι η δική σου ώρα.
Μα είναι παρήγορη η θαυμάσια αίσθηση.
ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΣΙΩΠΗ
Είναι μια απέραντη σιωπή αυτοί οι λόφοι.
Τεράστιες χώρες στον μήνα Σεπτέμβρη,
ήλιοι που γνέφουνε σεμνά μέσα στις καρδιές μας.
Είναι μια απέραντη σιωπή αυτοί οι λόφοι,
κι ας σπέρνουν στους ορίζοντες οι άνεμοι το θρόισμά τους.
Ας τινάζουν τα φτερά τους μικρά πετούμενα
και νικιέται ο βαθύτερος θάνατος,
μέσα στις φοβερές αντάρες, στις αόρατες ομίχλες,
στα χαμομήλια και τις παπαρούνες που ζυγώνουνε τα πατρικά μας.
Είναι μια απέραντη σιωπή
το σοκάκι που πρώτο περπάτησες,
το κλαδί που έσπασες,
το πρώτο πουλί που σκότωσες
κι ανέβηκες τους σιωπηλούς λόφους,
πάνω στις ράχες τους κι αγνάντεψες τον υποσχόμενο κάμπο.
Δώρα σου στείλανε την ψευτιά, το μίσος, την εκδίκηση.
Θες μες στη σιωπή που διαρκεί ο χρόνος ενός ρόγχου
να τους τα επιστρέψεις,
μα δώρα λες και δεν μοιράζονται.
Κι είναι η ζωή ένα έλεος πρώτα σ’ εσένα
κι ύστερα σαν να γελούσες, πίστεψες -σαν να γελούσες-
πως θα έσπαγε η απέραντη σιωπή
την ώρα που ράγισαν οι πλαγιές των ρημαγμένων λόφων,
μα ολότελα αφέθηκες στην κατάρα της.
3 ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΕΣ ΚΡΑΥΓΕΣ
1.
Παρατηρώ άφωνα μια περίεργη κλίση της γλώσσας
να μιλήσει με ποίηση,
γιατί είτε θεωρητικά είτε πρακτικά,
δεν με άκουγε κανείς μιλώντας πεζά.
Όχι πως έγινα σοφός, μάλλον ακατάληπτος,
τουλάχιστον δικαιώθηκα,
καθώς ένας βαρύς άνεμος φύσηξε
και αστράπτοντας ο ήλιος στο παραθύρι
με κατέταξε στους άσημους ποιητές των αιώνων.
2.
Αμήχανα κοιτώ στον διάφανο πίνακα
την κιμωλία σαν σφαίρα να γέρνει στον κρόταφο.
Θα είναι το ακίνητο βέλος, καθώς πατάς την παύση στην εικόνα σου.
Δεν τολμάς να πατήσεις εισάγω, πριν πάρει το σώμα την ύπτια θέση,
ν’ αποφύγεις το όμορφο βέλος.
Μου το είχες πει, έχεις τον έλεγχο, κατέχω τον φόβο.
3.
Να ουρλιάζω πιο πολύ από τη νηνεμία της θάλασσας αδυνατώ.
Μόνο ο ήχος των πλήκτρων θυμίζει τους τάφους των λέξεων,
σε μια λευκή άσπρη σελίδα,
ταφόπλακα στις κραυγές.
ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ
Μέσα στο μαξιλάρι μου ένα μισό φεγγάρι λάμπει.
Ραμφίζουν τα πουλιά πούπουλα οικοδομώντας φτερά
κι ένα φαράγγι ανθίζει φιλοξενώντας την ορμή του χειμάρρου.
Μένω στην άκρη του αναχώματος ρίζα κρεμάμενη,
χωρίς πανοπλία.
Τι αφελής η επίθεση στην ελευθερία της σκέψης!
Και τι ερώτημα και τούτο, είναι αηδόνια τα πουλιά;
Θαρρώ αετοί.
Μα η απάντηση δεν επαρκεί ως ανάχωμα στα αμμοχάλικα,
να συγκρατήσουν τη γυμνή ρίζα,
μόνη της τρεμάμενη.
Αυτόχειρας,
κοιτώντας το μισό φεγγάρι.
ΟΙ ΧΡΥΣΟΘΗΡΕΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Μου είπες με φωνή τρεμάμενη να μην φοβάμαι το ξερό ποτάμι.
Χρόνια μας συντρόφευε.
Μα οι πέτρες, συνάνθρωπε,
καθώς βαδίζουνε προς τον καταρράκτη, λεπίδες γίνονται.
Κι έτσι ως καταλήγουνε στη θάλασσα,
η θάλασσα πιο θάλασσα
κι από το βαθύ σου δάκρυ,
σου στέλνει τα ήσυχα βράδια κύματα
και σου φιλούνε τα πέλματα.
Μην δικαιολογείς τον ασπασμό.
Μια δεύτερη σιωπηλή προδοσία είναι.
Τα όνειρά σου χρυσοφόρα ιμάτια που πάνω τους κρέμονται.
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Με την οιμωγή στο φτερωτό του νου
φυλλομετρούσε τον άσβεστο χρόνο,
απλώνοντας πολυσέλιδα τις καιόμενες λέξεις
και τους ανόητους ορισμούς.
«Πανάθεμα», ψέλλισε.
Μια επιληπτική τάση εκδιδόμενη και ταχεία
να διορθώσει τον λόγο,
μ’ ότι του είχε απομείνει στη χαρακωμένη παλάμη
και στο τρύπιο δισάκι, μα θες, αναδυόταν ως χρόνια επιταγή.
Στη φτωχική γωνιά που ορθώς ανέκραξαν: «Οινομαγειρείο, η Ωραία
Γλώσσα».
Όχι τίποτα σπουδαίο, ένα χαμόσπιτο,
με το πρώτο συνθετικό άνυδρο, άγευστο και ανοργασμικό
και το ακολούθως μια βάρκα ξύλινη, αργοσάλευτη, καλοπελεκημένη,
μέσα στο αέρινο γαλάζιο που έδωκε ο Θεός,
μέσα στο άσπρο των κυμάτων όπου κατοικεί ο γλάρος και η ελπίδα μεθά,
στο χρώμα του σώματος που γεννά,
στο χώμα που βαδίζει
εκεί που ονειροβατεί τυφλά μια χάρτινη πατρίδα,
χαλκογραφούσε ανά τους αιώνες τη γλώσσα των ποιητών.
Άρπαξε όπως – όπως τη σκόνη, μία σκόνη αλάτι,
την αποθήκευσε στη χούφτα,
πασπάλισε τη φτώχεια του λόγου του,
πάλι προς το τέλειο.
Δοκίμασε μια πρέσα, δοκίμασε στην άκρια της γλώσσας,
όπου πατεί ο λόγος κι ο αντίλογος
και γλύκανε με μιας και ο δικός του κόσμος.
ΣΤΙΧΟΣ
Ένας στίχος στο βουνό
και δυο στη θάλασσα,
τρεις σταυροί στον Γολγοθά.
ΟΤΑΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ
Όταν θέλω να πετάξω,
καταθέτω τα φτερά μου
και πιάνω χαρτί και μολύβι.
ΣΙΩΠΗ
Κάθε που βλέπω τον ήλιο,
κυλάει μια σιωπή μέσα μου,
όμοια με τη σιωπή της λίμνης
σαν την χτυπούνε οι πετρούλες μου.
Μικρό ποτάμι χωρίς αρχή.
Μικρό ποτάμι χωρίς τέλος.
.
ΑΝΑΣΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΜΠΟΥΛ (2020)
1 Νοέμβρη
0 ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
Ανεμοδείκτες OL σκέψεις λαχταρούν να φτάσουν στο τέρμα.
Στη άγνωστη Δύση θα κοπεί το νήμα. Στης ανατολής τα μέρη θα ανοίξει ένα νέο
κεφάλαιο. Μυστήριο με τη βολίδα έτοιμη να σκάσει εντός των λέξεων. Θρύψαλα οι
φθόγγοι και οι γραφές.
Θα τουφεκίσουμε τον πόλεμο, γιατί έχουμε έφεση στο Θάνατο, εμείς!
0 πόλεμος θα πεθάνει μαζί μας!
Και τραγουδώντας και τραγουδώντας, όλοι μαζί,
κάτω από το φως του ουρανού μας.
Είναι ωραία μέρα να πεθάνει κανείς!
Πανηγύρι ο θάνατος.
Σαν απλώνει το σκεπασμένο με τα δρεπάνι χέρι του
του κλείνουμε πονηρά το μάτι.
(η καημένη Καμπούλ ήτανε μακριά ακόμα)
Που ξεκινούν και πάνε; Ρωτάνε περίεργα περιπατητές στα μονοπάτια που διαβαίνουν
τις ιτιές και τα κυπαρίσσια,
Τόσα αμούστακα παιδιά και άφοβοι άνδρες;
Στήνει γάμο και χαρά ο πόλεμος;
Κι αυτός ο πόλεμος;
Τι νεκρική σιγή το πανηγύρι του.
Τι νεκρική σιγή, στο «προσοχή» η σιγή του θανάτου!
Αντίο λοιπόν μην ξεχάσω να πω.
Αντίο δρόμοι,
Που περπάτησα,
Που έκλαψα,
Που πόνεσα.
Αντίο και πάνω σας ξόδεψα
Τόσες πατούσες υποδημάτων.
2 Νοέμβρη
ΣΤΑ ΑΓΕΝΝΗΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ
Στ’ αγέννητα φεγγάρια αγάπες μου προσεύχομαι.
Να λάμπουνε σαν άστρα.
Ακάνθινους δρόμους γυρισμού ας χαράξουνε
Κι αφού διαβώ των ακριτών τ’ απόρθητα κάστρα,
τα στήθη ορνέων γυναικών, σεμνά και σεβάσμια θα ψηλαφίσω.
Μην πέσω, μην υποκύψω στης αμαρτίας την εντολή,
κι ύστερα θα οσμίζω τα δάκρυα της γης.
Κι ύστερα ανάσα και πάλι ανάσα.
27 Νοεμβρίου
ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Τις νύχτες περνάει πάντα έξω από το σπίτι
και βρίσκει την πόρτα του κλειστή.
Το μάνταλο σαν την λεπτή λεπίδα
πέφτει στο χέρι με ορμή.
Βλέπει τις γλάστρες μέσα στην αυλή του.
Τα στήθη του γεμίζουν μ’ ουρανό.
Μαύρα πουλιά οι αναστεναγμοί του.
Μέσα στα μάτια του τ’ αθάνατο νερό.
Αχ θα φωνάξει, ν’ ακούσει τη φωνή του;
Αχ να προβάλει ο ήλιος, η γη να φωτιστεί.
Σπαράζει ένας θόρυβος, μην είναι οι λυγμοί του;
Για μια αγάπη που άργησε γλυκά να ασπαστεί.
Ξεκινά ο Δεκέμβριος
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΧΑΡΑΔΡΕΣ
Στις γρανιτένιες πλαγιές,
είδα τις τσαλακωμένες ανηφοριές
που κλείδωναν τα βήματα των ανδρών.
Είδα, κάτω από το δίχτυ της μπουρκας,
τις ρυτίδες ανέγγιχτων γυναικών.
Είδα, στις διαρκείς ερωτήσεις το βαθύ χρώμα του μαύρου.
Είδα, κορίτσια με πολύχρωμες φορεσιές,
πριν αρρωστήσουν από κείνη την φυσική ασθένεια
που την λέγανε ειρήνη καιπεθάνουν
από τα χέρια μισογύνη επαναστάτη.
Είδα, το σκεπάρνι καρφωμένο στον αφίλητο σβέρκο.
Φτάνει πια.
Να λυσσομανούν οι αδέσποτοι σκύλοι για την σάρκα αθώων.
Γιατί είδα.
Έχουν μικρά αυλάκια στο πρόσωπο, οι σαβανωμένες γυναίκες.
Δεν πρόλαβαν να γίνουν γυναίκες.
Αρυτίδωτες μικρές ανεμώνες.
Μέσα από την μπούρκα, η ταραχή και η ανημποριά, γλιστράνε
να δραπετεύσουν από την τσάκιση του υφάσματος.
Εκεί, φτηνές γυναίκες της αιώνιας Καμπούλ,
πίσω απ’ το σταχτί τ’ ανέμου που ερωτευτήκατε,
την φευγάτη λευτεριά,
μέσα στις σπηλιές που δώσατε φιλί στις ζωγραφιές,
να πεταρίσουν με τα γράμματα του αλφαβήτου, είδα!
Στα αμμοχάλικα που σκόρπισαν για να ξεφύγετε
απ’ το κακό βλέμμα της Δύσης,
στέκετε μια λύπηση σαν μαύρη μεσίστια σημαία
με το σχοινί της θηλιάς στον ιστό ενός αγέρωχου δένδρου.
Θα πρέπει να έχουν χαράδρες στα πρόσωπα και όχι απλώς ρυτίδες!
10 Δεκεμβρίου
Η ΦΥΛΑΚΗ
(Στρατόπεδο της Καμπούλ)
Την φυλακή που μένουμε αποφασίσαμε, σε σύσκεψη τρανή,
μεγάλη να την κάνουμε, καθώς πως πρέπει σε μία αποστολή ειρήνης. Πρώτοι σε όλα,
μην τυχόν από το άριστα και πέσουμε λιγάκι.
Φύσηξε σήμερα του κάμπου αεράκι.
Είπανε κάποιοι δεν μπορεί,
άλλα προβλέπει η διαταγή κι
άλλα στην πορεία περπατάνε.
Και άλλα, παλεύoντας
Θα βάλουμε σε τάξη.
Δοκάρια και ήλους απ’ την αγορά.
Μην είναι ο νους που λάθεψε!
Κάποιο αρχαίο ξωτικό μας μάγεψε.
Ακούστηκαν ψίθυροι.
Κάπου μακριά χτυπούσε μια καμπάνα!
Κι ήτανε τότε η στιγμή που σφράγισαν τα χείλη.
Ο αρχηγός μες στη σιωπή απάντησε θολά.
Δεν άκουγα
κι ήτανε ο λόγος μου, σιωπή κι αυτός, που μούλιαζε στο κρύο!
Τύλιξα στον υπνόσακο, της μοναξιάς τ’ ανδρείο.
14 Δεκεμβρίου
ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΜΠΟΥΛ
Δεν είναι οι νύχτες στην Καμπούλ,
σαν άγγελοι ωραίοι.
Μοιάζουν πολύ σαν πόρνες του θανάτου.
Μικρές και ασήμαντες, σκορπούν χολή,
σαν καρφιά στο σταυρό του αθανάτου.
Γ ερνούν νωρίς, κι αλλάζουν χρώματα.
Βογκούν από τον πόνο.
Κόκκινες, κίτρινες, ξανθές φωτοβολίδες.
Είναι οι ανάσες του εχθρού που μέσα τους τρυπώνω.
Πίσω απ’ της νύχτας τις χρυσές πυγολαμπίδες.
Δεν τις μπορώ τις νύχτες στην Καμπούλ.
Στο θάλαμο λαξεύουνε τις λέξεις,
Σπάνε τα τσέρκια με θυμό.
Βοούν νεκρά πουλιά.
Στρατιώτη ονειρεύεσαι μια μάχη για να παίξεις;
Δεν είναι οι νύχτες στην Καμπούλ,
ως άνθρωποι ωραίοι.
Ως έκπτωτοι που χάσανε τα άσπρα τους φτερά.
Είδα τις νάρκες μες τα μάτια της ψυχής,
σ’ ένα λυχνάρι που ο καπνός ποτέ δεν σταματά.
Κι ύστερα λένε οι σύντροφοι,
τις νύχτες μαζεμένοι:
«Πλησιάζουμε την Κόλαση. Το φέγγος για λυχνάρι»
Ωχρά τα πρόσωπα κοιτούν κι οι τοίχοι των θαλάμων
σαν μέταλλο στεγνοί. Στον διάδρομο ανάβει ένα φανάρι.
Σφαλίστε! Είν’ επιταγή. Μην τολμήσουνε,
Στις νύχτες μας και ζούνε,
Εφιάλτες πια, δεν τους θωρώ. Ξέρω μόνο πετάνε!
Στις κάνες στρατιωτών αηδόνια τραγουδούνε.
Σαν τις σειρήνες μας καλούν και κάπου αλλού τους πάνε!
Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
1 Ιανουάριου
Ακούγεται στο βάθος του διαδρόμου,
Ο ήχος της Πατρίδας.
Φωτίζει η φεγγαρόσκονη κι η πόρτα ξύλινη,
-από της σάπιας βίδας, το πήγαινε έλα –
έτοιμη να σπάσει.
Και τούτο στρατιώτη θα περάσει
Ακούγεται ψηλά σαν κρόταλο,
ο ήχος του θανάτου.
Πόση απόλυτη ερημιά, μέσα σε μία μυρωδιά.
Σαν βότσαλο που γλίστρησε
στης θάλασσας τον πάτο.
Και την ψυχή μας θα δαμάσει.
Οι κύκλοι χάθηκαν και δεν θα βγει,
κείνη η γοργόνα που ρωτά,
για τον χαμένο βασιλιά.
Αφήστε τον να κοιμηθεί, είναι αργά
κι έχει κρυώσει το κορμί.
Τον δρόμο του έχει χάσει.
ΦΩΣ
12 Ιανουαρίου
Φως.
Μισήσαμε
Φως απόλυτο.
Τολμήσαμε.
Θα καταλάβουμε.
Θα υπάρξουμε.
Θα μεταλάβουμε.
Θα αλλάξουμε
Φως.
Ράπισμα, διαλύτης σκιών.
Φως ιλαρό, φως λαών,
μιλήσαμε.
Να καταλάβουνε
Να υπάρξουνε
Να μεταλάβουνε
Να αλλάξουνε.
ΨΑΧΝΩ
13 Ιανουαρίου
Τί να αξίζει άραγε,
Πιότερο από το χαμόγελό σου;
Ο ήλιος;
Η πέτρα;
Ο άνεμος;
Ψάχνω να βρω το χαμόγελό σου.
Στον πέτρινο ήλιο.
Στην ηλιοκαμένη πέτρα.
Στον σκονισμένο άνεμο.
Τέλος Ιανουαρίου
Να λοιπόν που κανείς δεν μπορεί
να γιατρέψει απόλυτα τον πόνο που έχει μέσα του.
Το τέλος λένε οι πολλοί και η επιστροφή δεν είναι μακριά.
Μα κείνο το διαρκές αναφιλητό και η βουβή ταραχή,
θα σκεπάζει αμείλικτα κάθε μας προσπάθεια.
Αρχίζει ο Φεβρουάριος
ΛΑΜΨΕΙΣ ΣΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ
Λάμψεις.
Λάμψεις μέσα στη αφέγγαρη νύχτα.
Είναι ο ρακοφορεμένος εχθρός που καιροφυλαχτεί
και στην μεριά του απλώνει την πραμάτεια.
Στο παζάρι των ψυχών πάντα τοκίζεται ο άνθρωπος.
Τελειώνει ο μήνας
ΕΙΚΟΝΑ ΝΟΥ
Στης ζωής το πέλαγος με γεννήσανε.
Στ’ άσπρα σύννεφα της γης με κοιμίσανε.
Η ασημένια αγκαλιά τ’ ουρανού μας,
μ’ υποδέχτηκε.
Το πελώριο στόμα της με νανούρισε.
Μέσα από την στάχτη της ανθοφόρησε.
Κι όταν, η θαλπωρή γίνηκε χάδι
μ’ ερωτεύτηκε.
Μια ωραία άνοιξη την παντρεύτηκα.
Απ’ του πόθου την πληγή πως γιατρεύτηκα!
Κι η ανείπωτη λαλιά πήρε σάρκα.
Ταίρι μου ακυβέρνητο.
1 Μαρτίου
ΚΡΥΕΣ ΝΥΧΤΕΣ
Κρύες νύχτες άγιες, λατρευτές κοπέλες,
σαν παρθένες μείνατε, ματωμένες βέρες.
Λέτε μου δωρίσατε, το πλατύ του κόσμου.
Μυρωδιά βασιλικού, άρωμα του δυόσμου.
Κρύες νύχτες, άγριες, νιόφερτες μου ημέρες.
Αγκαλιές ανόθευτες, πολυαγαπημένες.
Πήρανε τα φτερωτά, γλαύκα όνειρά μου,
το ζουμπούλι του σπιτιού, το αγιόκλημά μου.
22 Μαρτίου
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Θέλησες να γλιτώσεις από την πείνα,
και πήγες στο Μαντράς.
Σε κείνο το κρυφό σχολείο
σου δώσανε να πιείς αθάνατο νερό
και να γευτείς το φρέσκο όπιο.
Διδάχτηκες αρχές που αμέσως ξέχασες και έγινες σοφός.
Τόσο μικρός τόσο σοφός.
Με ένα όπλο στα χέρια.
Η σοφία σου μετριέται – είπανε- με σφαίρες.
Τώρα σαν πολεμάς στης Κανταχάρ τις απόκρημνες κορυφές,
τις χιονισμένες καρδιές, των γυναικών έχεις ξεχάσει.
Η λάβα κυλάει και καίει τα σωθικά σου.
Ποιος θα ζεστάνει τις καρδιές των κοριτσιών;
Ποιος θα φιλήσει τα χείλη τους.
Είσαι μόνο στα δέκα οκτώ και έχεις ζήσει τον θάνατο.
31 Μαρτίου
ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗ ΚΑΜΠΟΥΛ
Έσκυψα και εναρμόνισα την ένδικη σκέψη.
Βαριά σαν ενδομήτρια πέτρα.
εναγόμενη, ανήμπορη και κρύα.
Αναζητά ένδεια φωτιά να ζεσταθεί,
στο χνώτο των αλόγων.
Πόσο μπορεί να ζεσταθεί!
Την έντυσα ενδεικτικά, την πάντρεψα.
Την ξεπροβόδισα απέναντι, αρχόντισσα να γίνει.
Πάνω σε ένα τετράποδο.
Έσκυψε το κεφάλι.
Σαν γινότανε κουκίδα στο καρέ μου,
άσπρο μαντήλι κούνησα.
Το κάνουμε αυτό οι ντόπιοι κατακτητές.
Και τότε, αν και τόσο μακριά,
το δάκρυ της με δρόσισε.
Δροσιά που ζωντανεύει!
Και φώναξα κι ακούστηκε παντού.
Σαν ξημερώσει γύρνα,
θα έχω φωτιά να ζεσταθείς.
Το χνώτο των ανθρώπων.
Και γάμους όσους θέλεις!
Πόσους ποθεί η ψυχή σου;
Μα έφευγες πολύ, βιαζόσουνα.
Και μ’ έκανες να το πιστέψω.
Πήρε κι ο άνεμος θρασύς, το άσπρο σου μαντήλι.
Αρχίζει ο Απρίλιος
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Άρχισα με το μέτρημα! Με φυλακίζει ο νους μου
Οι λέξεις πέφτουνε βροχή, από τους διπλανούς μου.
Ασχήμια άγρια του καιρού, στην πόλη που βουβαίνει.
Μέρα καλή συνάδελφε κι η ματιά φαρδαίνει.
Η μοναξιά των λέξεων στους τοίχους λαξευμένη
κι η απλωσιά της στο σχοινί κάπως στιγματισμένη.
Χορός ματιών υπομονής, παρέες ανθρωπάκων.
Στην πράσινη λινάτσα μας, μύρο συναισθημάτων.
Σε ναργιλέδες οι καημοί ζαλίζονται κι οι λέξεις.
Κάτι μεμέτικοι ναοί αχνίζουν, πως ν ‘ αντέξεις.
Σιγά, η κραυγή σου ζωντανή κυλά στους αμμολόφους.
Ριπές από σκληρές ματιές καπνίζουν στους κροτάφους.
Και περιμένουμε δετοί, στων λέξεων την μοίρα.
Στα ρήματα που φύονται, στης γλώσσας την πλημμύρα.
26 Απριλίου
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΟΡΕΥΟΥΝ
Έχεις ακούσει πονεμένη Άνοιξη,
στο θρόισμα των ξεραμένων φύλλων, γι αυτούς που δεν χορεύουν;
Για τους άνυδρους ανθρώπους που δεν χόρεψαν ποτέ;
Σαν τα μικρά αγάλματα βουβοί, απόηχοι των ήλων,
Σαν από δέρματα, που ντύσανε στρατιές βιβλίων.
Ήρωες νεκροί που δέσανε με δέος την ψυχή;
Αν όχι,
τους βλέπεις άκομψα, πάντα να πατούν, έξω από τις ερμητικές γραμμές.
Ο κύκλος του συρτού χορού, είναι γαμψή θηλιά που σφίγγει.
Κάθονται κι ονειροβατούν κι έτσι καθώς, βήμα στο επόμενο κοιτούν,
του ξαφνικού ερχομού να δούνε την χαρά, χορεύουνε θαρρείς.
Έχεις ακούσει άραγε γι αυτούς που δεν χορεύουν;
30 Απριλίου
ΕΙΡΗΝΗ
Ψυχή και προχώρησε.
Τα χρώματα φόρεσε.
Ταξίδεψε μόνη της
χωρίς το κορμί της.
Σκακιέρες σμίλεψε.
Η δόξα την ζήλεψε.
Μα η δόξα που πλήρωσε
ειν’ αμοιβή της.
Ειρήνη την είπανε.
Αγάλματα ήτανε.
Μα τώρα ζει άφαντη
στο σπιτικό της.
Κουράγιο τρισχάρετη,
θα ζήσεις ενάρετη,
και χίλια τα χρόνια σου,
Θα ομορφαίνεις.
Λαοί σε προικίζουνε
κι αυτοί σου χαρίζουνε,
πάντα έναν πόλεμο,
που δεν προφταίνεις.
Θυμήσου ζουμπούλι μου,
του κήπου λουλούδι μου.
Τα μάτια του ουρανού
πως τα ομορφαίνεις.
Να’ ρθεις στα παλάτια μου.
Στα δυο σκαλοπάτια μου.
Και εγώ τα υπάρχοντα,
θα σου τα δώσω.
Στο φως θα ερωτεύομαι.
Την γλύκα θα γεύομαι.
Και τ’ ευχολόγια σου
δεν θα προδώσω.
Αγκάλη θα γίνομαι.
Κρασί για να πίνουμε.
Και πάνω στους ώμους μας,
φτερά να πετάμε.
Ειρήνη θα φύγουμε.
Στου κόσμου θα γείρουμε.
Κι αφού τον ξυπνήσουμε
θα τραγουδάμε.
Μάιος
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΓΕΛΟΥΝ;
Λουλούδια, μην είδατε ανθρώπους να γελούν;
Σε πέτρες λάπις, οι γλώσσες τους να λιάζονται.
Είναι λουλούδια που οι άνθρωποι πετούν,
και κάνουν στο μετέπειτα πως όμορφα τα νοιάζονται.
Ανθρώπους, άνθρωποι καλοί, μην είδατε να κάθονται,
σε μάρμαρα;
Σε λόφους από σκόνη;
Με τα σπαθιά που πούλαγαν αιώνια θα μάχονται
και την θηλιά θα υμνολογούν, της μοίρας τους αγχόνη.
Ανθρώπους, άνθρωποι μην είδατε σκυφτούς να τριγυρίσουν
στα τσίτσιδα μιας πόλης που κοιμάται;
Τα μούλικα μελάνιασαν, σκουπίδια ανθρώπους καθαρίζουν
ια ο ήλιος τους, μαύρος ήλιος στα μάτια τους, βρυχάται!
5 Μαΐου
ΟΤΑΝ
Όταν σημάνει η ώρα να έρθεις,
Θα βρεις στρωμένο τραπέζι.
Στην αυλή το παιδί μας να παίζει,
Όταν χτυπούν οι καμπάνες και έρθεις.
Τέλος Ιούνη
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
– Καθώς γεννιότανε ο θεός
Ποιητή μου τι είδες;
– Σταυρωμένους λαούς, στ’ ουρανού τις τσιμπίδες.
–
– Καθώς γελούσε το παιδί,
γράψε ποιητή μου, τι είπες;
– Είπα: χαρές θα σκοντάφτουνε στο σεργιάνι
Κι οι λύπες
Θα κερνούν την οικουμένη.
– Καθώς πονούσε ο θεός, ποιητή μου,
Πες μας τι απομένει;
– δάκρυ που στάζει στην άκρια της γης
–
Κι αναβλύζει ως μύρο απ’ το ασκί της ζωής.
.
16 ΑΡΙΘΜΟΙ ΚΑΙ 24 ΓΡΑΜΜΑΤΑ (2019)
16 αριθμοί ισούνται με το οξυγόνο
Στο μισό του δρόμου το τέλος αργεί ακόμη
1.
Στο μικρό δωμάτιο,
μέτρησε τέσσερις
άσπρους τοίχους.
Ψηλά ο ουρανός.
«Ήρθε η Άνοιξη», σκέφτηκε.
Τους έβαψε γαλάζιους
και πνίγηκε στη θάλασσα.
2.
Στο σκονισμένο κομοδίνο
είχε ξεχάσει τα σκουλαρίκια της.
Με χάλκινες ζωγραφιές.
Σε κλουβί,
μικρά πουλιά
είχαν τα φτερά της.
Το ίδιο βράδυ
πέταξαν μακριά.
3.
Ήθελε πάντα
να περπατήσει
κάτω απ’ τους ήχους της βροχής,
με μια ομπρέλα να γέρνει
στον κυρτό της ώμο.
Κάποια ημέρα
έβρεχε πολύ
από το χάραμα,
πήρε απ’ το μπαούλο την ομπρέλα,
την έβαλε με προσοχή στον ώμο,
η βροχή σταμάτησε ευθύς.
6.
Την αγαπούσε,
ήταν σίγουρο.
(σίγουρο;)
Μα ακόμα περισσότερο,
τα μικρά του βράδια,
τα κουρασμένα εκείνα βράδια
όταν πονούσε το κορμί του,
την αγαπούσε με την απουσία της,
ακόμα πιο πολύ.
Κι απουσία τώρα είχε γίνει μόνιμη,
σαν τον κισσό σ’ ένα παράθυρο ανοιγμένο.
7.
Ο διπλανός ζούσε στην αίγλη
του έρωτα.
Ήξερε το λυγερό κορμί της
πιο πολύ κι απ’ το δικό του.
Υμνούσε τον έρωτα.
Σ’ ολάκερο το σπίτι
οι ήχοι του
κεντούσαν στο μεσότοιχο.
Όμως το αν μ’ αγαπάς και σ’ αγαπώ
σταματούσε
μόλις τα σώματα εξαγνίζονταν
στη δίνη της φωτιάς.
Ο έρωτας ήταν
τοίχος που τους χώριζε.
12.
Στο ιατρείο η μέρα ήταν αλλιώτικη.
Μυστικές αγωνίες.
Ο σφυγμός της πόρτας
που έτριζε.
Το σπαρτάρισμα
ενός χαλασμένου θερμόμετρου,
επιτάχυνε τους κτύπους τις καρδιάς μου.
Για σένα!
Ο επόμενος παρακαλώ!
Στο χτύπο του κρεμασμένου ρολογιού
ένα βήμα ακόμα μπροστά,
για τη ζωή,
για τη ζωή και το θάνατο.
13.
Στην εποχή που ζούμε,
-χωρίς ανάσες-
στο μισό του δρόμου,
στα μισά της λευτεριάς
στο μισό των δικαίων
στο μισό του ονείρου
στο μισό που καίει το χώμα,
η επανένταξη αργεί.
Και θ’ αργήσει ακόμα,
είπαν οι σοφοί του κράτους.
Κούνησε το κεφάλι ο κόσμος.
Ζούμε με την ανάσα μας μισή.
16.
Περίμενε ν’ ανθίσει η γαρδένια.
Δυο χρόνια περίμενε.
Αναρωτήθηκε!
Ίσως και περισσότερο.
Αυτή την Άνοιξη,
πήγε και αγόρασε μιαν ανθισμένη.
Δεν άντεχε άλλο χρόνο χωρίς λουλούδια.
24 γράμματα
Ισούνται με την προσευχή της ζωής
α .
Το δέρμα των βουνών
είναι το πράσινο.
Το δικό μου ενός μύδρου που δεν λιώνει
ή το φίδι.
β.
Βραδιάζει
ξημερώνει
το τριαντάφυλλο ανθίζει
όπως και η ψυχή μου.
Στο σκέλεθρο η πνοή
ασθμαίνει.
γ.
Το κλάμα του ανθρώπου
χωρίς γιατί,
είναι παράδεισος.
Αν απαντήσεις,
συναντάς φωτιά !
Πως γίνεται να μην ρωτήσεις!
ζ.
Κι όταν ανέστησες τη μήτρα
-ήρθανε πρώτες οι μοίρες-
Αναρωτήθηκα,
που είναι ο Θεός;
Είδα δεξιά,
έστρεψα ψηλά
κι αντίκρισα εμένα.
Όλοι φωνάξανε με μιας: Ντροπή
Δεν γνωρίζουν ότι ο καθένας μας είναι Θεός.
η.
Φορτώθηκαν τα γέλια
με τόσα περιττά,
που βούλιαξαν
στη θλίψη.
Χαμογέλασες λιγότερο
και σηκώθηκες.
κ.
Το αίμα φουσκώνει
και η φλέβα σπάει.
Η λύπη γίνεται χαρά
και η χαρά αγκάθι.
Κι αναρωτιόμαστε:
τι είναι παράπλευρες απώλειες;
Να κλαις εσύ
και να γελώ εγώ;
λ.
Ζωή είναι ότι ζύμωσες
και πρόσφερες στους άλλους.
Θάνατος είναι: ότι δεν έδωσες ενώ μπορούσες,
στο τραπέζι της Κυριακής.
ο.
Και δεν είναι παράξενο;
Ρίχνεις τα δίχτυα,
πλησιάζουν τα ψάρια.
Μα πιάνεις όνειρα
με τρύπια πανέρια;
Με τα νερά να ξεγλιστρούν,
να βρέχουνε τα πόδια σου.
ρ.
Κι έτσι γλυκιά μου,
γύρε το κεφάλι
στο στήθος.
Άκου
την καρδιά που ακουμπά
στα βράχια των πνευμόνων.
Μην φοβηθείς να πέσεις στις λάμες τους.
υ.
Τη μέρα
οι λέξεις
γίνονται ακτίνες,
το βράδυ άστρα.
Τη μέρα
τα λόγια μας πονάνε,
το βράδυ ακονίζονται.
χ.
Κάθε μέρα
θέλω να βραδιάζει.
Κάθε βράδυ,
να ξημερώνει.
Πότε σαν ακτίνα,
πότε σαν άστρο.
Μες στη καρδιά μου
σκοτάδι και φως.
ψ.
Φθινόπωρο
Άνοιξη
Χειμώνας
Καλοκαίρι
Τετράφυλλη η καρδιά μου.
Ποιο φύλλο να βαστάξω;
ω.
Το μόνο που με σώνει:
γεννιέμαι
ξανά και ξανά
μες στην αγκαλιά σου.
Ποτέ μην χαλάσεις τη φωλιά μου!
.
ΚΑΜΠΟΣ ΜΙΑΣ ΝΙΟΤΗΣ (2018)
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ
oi μέρες εκείνες,
oi ζεστές ώρες,
ώρες που καίγονταν στο Πέγκο
μαζί με τα ανοιξιάτικα φύλλα,
θρέφανε τις φουσκάλες στα πέλματά μας.
Ο αδελφότεκνος κρατούσε την σιωπή του
με τα δυο του χέρια και το νυσταλέο χασμουρητό.
Δεν άφηνε να βγει από την χαραμάδα των χειλιών του
τίποτα, μέρες τώρα.
Θα πήγαινε στον πόλεμο.
Έπρεπε όμως εμείς,
να συνεχίσουμε την ζωή μας,
με τους ήχους των κροτάλων
πάνω από τα κεραμίδια,
μέσα στις ψυχές.
Θα πήγαινε στον πόλεμο να γίνει ήρωας
δεν νοιαζότανε τόσο για τον πόλεμο.
Έλεγε στην αλάνα
πως ήθελε να σκοτώσει και να σκοτωθεί.
Να γίνει ήρωας.
Στο χωριό δεν μπορούσε να είναι ήρωας.
Κι ας σκότωνε ολημερίς τις μέρες του.
Δεν ήθελε να τις ζήσει.
Πήραμε το ποτιστήρι
και τραβήξαμε για τους χασλαμάδες
στην πράσινη κοιλάδα.
Δίπλα αυτός, κανονικός άνθρωπος
αμίλητος με το κεφάλι στους ώμους
(το κεφάλι του, ένα κεφάλι πιο πάνω από μένα)
και τα μάτια μπροστά στο πρόσωπο.
(ήξερα πως έβλεπε και πίσω)
Πως είναι άραγε να σκοτώνεις;
Του είχανε μείνει μονάχα δύο μέρες
πριν σκοτώσει.
Πριν σηκώσει το όπλο στο παρελθόν του.
Η γούρνα με το νερό
περίεργη στον ουρανό της,
γεμάτη από βδέλλες και βατράχια
ρούφηξε την χούφτα του
έγλυψε την ζωή του.
Μια βδέλλα στήθηκε στον αντίχειρα.
Μόλις τελειώσει ο πόλεμος
αδελφέ
θα έρθω να σου πω νέες ιστορίες
αυτές εδώ δεν θα χουνε καμιά τότε αξία.
Χασλαμάδες και βδέλλες.
Φαντάσματα του κάμπου,
που τρέχουν στα οργωμένα χωράφια,
δεν θα χουνε καμιά να ξέρεις καμία αξία
γελούσε με σπίθες στα μάτια του
την ιστορία θα την γράψουμε εμείς
εκεί μακριά στον πόλεμο.
Μέσα απ’ τις σφαίρες θα αναδυθούμε,
μέσα από το αίμα θα αναβλύσουμε.
Τα καπνόφυτα δροσίζονταν,
σηκώνονταν, φούσκωναν,
όσο τα ποτίζαμε,
έδεναν με την ζωή,
Τι να τα πω;
Τι να τα ρωτήσω;
Πολεμούν ποτέ;
(πολεμάμε ακούστηκε από την ρίζα)
Ξεβοτάνιζα και πέρασα στα χέρια,
τα νεκρά φυτά, στην άκρη,
ζωντάνευαν πιότερο τα άλλα.
Έτσι είναι ο πόλεμος,
κακό που περιμένεις
να ξεβοτανίσει τον κόσμο,
νεκροί και ζωντανοί.
Ο καθένας στην τάξη του
Ο καθένας στην μοίρα του.
Οι μέρες εκείνες
Οι ξερές ώρες του Ιούνη
δεν περνούσαν.
Κάθε δυο ίσως και γρηγορότερα
μας θορυβούσαν
τα αεροπλάνα.
Εγώ περίμενα τον αδελφό
τον αδελφότεκνο.
Περίμενα να μου πει
πως σκότωσε
όχι πως έζησε.
Αυτός και νεκρός ζούσε.
Ήθελα να ακούσω νέες ιστορίες,
αν είναι ίδια τα πρόσωπα των νεκρών μα αυτά των ζωντανών,
των σκιών και των φαντασμάτων.
Πήγαινα μόνος πλέον στα φυτά,
στις γκιολες του Πέγκου,
ακούγοντας το κροτάλισμα του φιδιού,
μυρίζοντας το λιβάνι της Εκκλησιάς
του Αγίου Αντωνίου.
Έκανα από φόβο και το σταυρό.
Πίσω από μαντρότοιχους κοιμόντουσαν οι νεκροί μας.
Ήρωας δεν έγινε ποτέ και
δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο.
0 Ιούνης πέρασε
ο Ιούλιος ήρθε
κι μαζί του κύλησε και το δάκρυ
στο μάγουλο των γυναικών.
Το ήξερα πολύ καλά.
Δεν θα άκουγα ποτέ
νέες ιστορίες
και κάπου ήταν γραφτό
να ξεβοτανίζω μόνος τα
φυτά και τον κόσμο μου.
ΑΝΑΜΕΝΑΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
Είχε προχωρήσει η μέρα, οι λέξεις αποκτούσαν
τη δική τους σημασία
και μεις περιμέναμε να κουρνιάσει.
Μαζί μας σιμά, ο ήλιος πίσω από το σπίτι
και η πέτρα στις καρδιές μας.
Έπρεπε να βιαστεί αυτός
να προκάνουμε εμείς
το μπούρλιασμα και την καθαριότητα.
Αναμέναμε τον θάνατο.
Μας το είχανε πει ξεκάθαρα,
το πε ξεκάθαρα και ο ίδιος
πιο διάφανα στάλαξε το κατράμι και η πίκρα.
Ήτανε ζήτημα ωρών.
Ο μύρος απ’ τη Πασχαλιά και τ’ αγιάζι θα φυσούσε
θα έπαιρνε τα ξανθά μαλλάκια
στης μιας ματιάς το πέταγμα, σαν έκλεινε το ζύγι των δεμάτων.
Ο παππούς ξαπλωμένος στο σιδερένιο κρεβάτι
κοίταζε ψηλά δίνοντας κάπου- κάπου ονόματα
στις σκιές που έβλεπε να περπατούν στους τοίχους
και μεις πλατσουρίζαμε στα δάκρυα
περιμένοντας να κουρνιάσει
ο ήλιος και η πέτρα πίσω από το σπίτι.
Κατά τις τρεις, την ώρα του τσίγκου
που σκάει το πουλί από την φωτιά
ξεφύσησε.
Ένας γλυκός αέρας, ξεθύμανε
έκλεισε η πόρτα
το παραθύρι, η Άνοιξη, ο χρόνος.
Ήπια το δάκρυ μου, είπα αντίο.
Το σούρουπο μας βρήκε
μπουρλιασμένους στην σιωπή.
ΒΡΕΧΕΙ ΑΠΟΨΕ
Βρέχει όπως και χθες.
Έριχνε τα σημάδια του ο θεός.
Πιάνονται κάποιες στάλες στις πρόκες του φράκτη.
Κάποιες στις άκριες των κάρων και άλλες τις πιάνω
με τις χούφτες μου και τις κάμω σελίδες ενός θρήνου.
Ο θυμωμένος ουρανός, ξεχύθηκε στ’ απέραντο
αναζητώντας στο κάμπο τη ζωή της μάνας.
Ακροβατεί, στο κελάϊδισμα τ’ αηδονιού,
και περιμένει ν’ ανέβει η στάθμη της ψυχής,
να μιλήσει.
Η πίστη της δεν είναι παρά μια γωνιά από έρωτες που μούλιασαν.
ΜΥΡΙΖΕ ΟΜΟΡΦΑ
εκείνος ο Φλεβάρης του 1981
Μύριζε μέντα και κρίνο,
μύριζε θειάφι.
Οι παλιότεροι το λέγανε κρυφά,
πίσω από την οσμή την πρέφας,
-δεν είχε έρθει η εποχή τους-
κι ανθίσανε πρόωρα, αυτός ο Φλεβάρης μύριζε όμορφα.
Μύριζε όμορφα και ο χωροφύλακας
που έστεκε ορθός στην άκρη του παραθύρου,
τα σκοτεινά βράδια στο χωριό.
Ήρθε τώρα κι έκατσε στο κέντρο της αυλής μας.
Η μάννα τον τρατάριζε, μην πει και πάλι άσχημες κουβέντες.
Τώρα ο παππούς δεν άφηνε ξεκλείδωτη την πόρτα.
Το πετάρισμα της καρδιάς είχε κουρνιάσει σε περίεργα μέρη
τα χελιδόνια έκατσαν πιότερο από το σύνηθες.
Πριν κρυφτεί ο ήλιος, αλυχτούσαν τα σκυλιά,
φώναζαν οι γειτόνοι.
Κυκλοφορούσαμε ελεύθερα στα σοκάκια
να διώξουμε τους φόβους
και το κάναμε επίτηδες
επιβραδύνοντας το βήμα μας
να μιλήσουμε ώρα περισσότερη,
κάτω από το φως της κολόνας.
Στο δάσος, οι ανεμώνες μπουμπούκιαζαν
κι άνθιζαν όταν τις κόβαμε.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Βαριόμουν τις επίκαιρες
ερωτήσεις του παππού,
όπως αυτή σήμερα, που θα περνούσε
ο μαύρος δράκος
και η συνοδεία του από τα στενά της αυλής
και τους ριγμένους μαντρότοιχους των δρόμων.
Είχε ήδη βγει σχετική ανακοίνωση.
Ο γραμματέας να ναι καλά.
–Τι είναι παιδί μου αυτοί που κατηφορίζουν
με τα κορμιά τσίτσιδα και τον ήλιο παραμάσχαλα
χωρίς να κρύβουν τα αχαμνά τους;
-Και τα μάτια που ακολουθούν την πομπή, μέσα από
τα αγκάθια του φράχτη, είναι από κάποια θυσία;
Περίεργα μα όμορφα μιλούσε ο παππούς.
Αγράμματος, μ’ απόστολος!
Πήρα το βιβλίο και άνοιξα στο γράμμα Θ.
Θυσία, θυσία!
Εγώ δεν κατάλαβα ποιας μορφής θυσία
εξυπηρετούσε η κάθοδος των ανθρώπων
από την δύση.
Φοβήθηκα και του το είπα
βάζοντας το πρόσωπο μέσα στην αγκαλιά του
που μύριζε γέρικες στεναχώριες και έννοιες επιβίωσης.
Πριν από το Θ κρατούσε το ίσο χρόνια τώρα και αιώνες το Η.
Ήρωες σκέφτηκα!
ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΠΑΛΙ
Το παστάλιασμα του Φθινοπώρου
τελείωσε και μπήκε για τα καλά βαρύς χειμώνας.
Έφυγε το κατράμι από τα χέρια μας
πετάξαμε σκεβρωμένα ρούχα στο χαγιάτι και είπαμε
πριν την πανήγυρη του Αγίου Αντωνίου
« και του χρόνου πάλι»
που θα φύγει το χελιδόνι
και το καλοκαίρι θα χει τελειώσει.
Νωρίς περιμέναμε τον έμπορο.
Τους είχε πει μετά παρρησίας:
την άλλη μέρα – δεν χωρούσε αναβολή- θα περνούσε
να τους καλησπερίσει
κομιστής καλών νέων και τιμών.
0 παππούς αγόρασε πιοτό
(άρεσε στον έμπορο ποτό από ρόδι)
η γιαγιά ετοίμασε γλυκό του κουταλιού
κρύο νερό στην στάμνα (από το πηγάδι της γειτόνισσας)
να τον τρατάρει κατά πως ήξερε
για τα καλύτερα της Άνοιξης.
Κοίταξε τα δέματα
πήρε σοβαρό το ύφος δυο στροφές την κεφαλή,
στην άκρη των χειλιών
έτρεχε το γλυκόζουμο (γεια στα χέρια σου κυρά)
κάτι είπε στον πάππου που
έσκυψε το κεφάλι (ντράπηκε για τον μόχθο του)
«Δυστυχώς δεν μπορώ περισσότερα»
Έτσι είχαν τα πράγματα,
ντρεπόσουν που δούλευες
με τον ήλιο συντροφιά.
Των άλλων τα μάτια κρέμονταν από τα αγκίστρια της κουζίνας
τα παιδιά από το τσεμπέρι
σφιγγόντουσαν στην ποδιά της γιαγιάς
με τις δεκάρες δεμένες σταυρωτά.
«Μην κοιτάτε,
λέει
άσχημες κουβέντες για τον καιρό»
ένας χρόνος άσχημες κουβέντες
ένας χρόνος προετοιμασία
τόσος κόπος για άσχημες κουβέντες.
«Άντε τώρα πάτε να παίξετε στην αυλή μας.»
ο παππούς σκούπισε το αργοκύλιστο δάκρυ
και τον αμύριστο μόχθο του.
Εμάς δεν μας πρέπει τέτοιος ύπνος
ανήσυχος και σκοτεινός
μα σαν κοιμηθούμε
μπορεί να βγούμε πιο δυνατοί
στο ξημέρωμα και στον ήλιο
στην αυλή μας.
ΣΤΑΧΤΕΣ
Βγήκε στο μπαλκόνι πριν
από τον ήλιο πριν
να τινάξει την κουβέρτα της ζωής της
να σκορπίσει τον χρόνο
που την πλάκωνε χρόνια τώρα
με τα δυο της χέρια στραγγιστό
βγήκαν οι στάχτες κοράκια στους δρόμους.
Στάχτες οι πίκρες κι οι χαρές
στάχτες ότι αγάπησε
η αγάπη της στάχτες
τρία μέτρα (έτσι υπολόγιζε)
πριν την γη που βοτάνιζε
γερμένη την κάθε μέρα
η μικρή αυλή της – ο κόσμος της-
με τους μικρούς βασιλικούς της γης
και τον Κωνσταντινοπολίτικο της μάνας της.
Κι ύστερα
στάχτες και τα μικρά
στάχτες και τα μεγάλα (ποια μεγάλα; γέλασε)
στάχτες και τα δάκρυα που έχυσε
τόσο ποτάμι που πέρασε
δεν πήρε μαζί του τίποτα
δεν καθάρισε η γη και
το χώμα μπούχτισε από κλάματα
ραβδισμούς και μαύρες πέτρες.
Φώναξε τον χρόνο πίσω
τίναξε για τελευταία φορά την κουβέρτα
-είναι αλήθεια φύγανε σκόνες-
έκλεισε με βρόντο πίσω την πόρτα
-τα παιδιά πείνασαν-
ΦΩΝΗ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥΣ
Φωνή το χρώμα τους
με αίμα πάνω στο αίμα τους
έχτιζαν τα τούβλα.
Σήκωναν τοίχους.
Γκρέμιζαν το σήμερα, όρθωναν το αύριο.
Στην ζύμη που σταυρώνανε
τράταραν το αύριο,
κρεμούσαν στους τοίχους ότι πέρασε,
σε δυο τσιγκέλια το βιός τους στο ταβάνι
τα χαμόγελα και τη θλίψη σ’ ένα τσουκάλι.
Πίνανε συχνά απ’ αυτό.
Γυρνούσαν το κεφάλι ξαφνικά
και λέγανε την ώρα που ξεφούρνιζαν το ψωμί
«το ποτάμι στο χωριό πάντα κατηφορίζει»
.
ΞΕΡΩ ΕΝΑ ΤΟΠΟ (2018)
ΓΕΝΝΗΣΗ
Πάνω απ’ τις μαύρες πέτρες έσταζε ο ιδρώτας
ζυμώνανε στο χρόνο οι οδοιπόροι της μετανάστευσης.
Μέσα στη ξύλινη σκάφη το νερό και το χώμα.
Φούσκωνε αργά η κοιλιά της πρωτόβγαλτης κόρης
να γεννήσει τους ώριμους κλώνους με τα πράσινα φύλλα.
Να βλεφαρίσει το άγριο βουνό, να σκάσουν τα σπαρτά του κάμπου όλου.
Μέσα από τις άγριο – σχισμάδες των ψηλών βουνών ξεπήδησαν
χαρές και πόνοι, μικρές ζωές που χαθήκανε.
Λίγο ξαπόστασαν, μια ανασπασμένη ανάσα,
μέσα από τα στήθια τους, στον δρόμο προς το βορρά.
Μια στάση εκεί, όσο να βγάλουν την μάνα ζύμη απ’ το βρεγμένο τους δισάκι.
Να γίνει το νιούτσικο ψωμί σταρένιο και νόστιμο.
Να μοιραστεί στα ατσάλινα χέρια κολόνες,
σαν μεριάζουν με σιδερένια δρεπάνια τ’ αγριόχορτα
και τα πικρά πουρναρόγκαθα.
Στη μέση της αυλής οι πέτρινες μυλόπετρες
πιο πάνω η τρίποδη πυροστιά και τ’ αναμμένο μαγκάλι.
Ξέσπασε με μιας και χρόνους μετά, η δακρυσμένη γη,
κατέβηκαν τ’ αρματωμένα ξωτικά από το αντίκρυ βουνό,
αλλάξανε τα πληγωμένα ονόματα και τα μαχαίρια στις ζώνες
ακονίστηκαν, έτοιμα για την πάλη με τον ξεροπόταμο και το βαθύ πηγάδι.
Όρλιακο, Σιβρί, Τσάλτεπε, Μαγκίλα καιΚρίστο.
Ιστορίες μακρόσυρτες και μικροί θρύλοι,
στάζουν από τα μάτια μας μελάνι και αιώνιο αίμα.
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ
Το χωριό μου έχει μια μάννα που κλαίει τα βράδια.
Το δάκρυ της στάζει στην ροδιά της αυλής.
Έχει ένα σπίτι.
Παραθύρια ορθάνοικτα,
εκεί που μιλούν τα παιδιά του.
Στην Εκκλησιά υπάρχει ένα μνήμα.
Χαμογελά και πλαγιάζει ο πατέρας.
Το χωριό μου έχει ένα δάσος.
Να το περπατήσει κανείς δεν μπορεί.
Ζει πάνω στις ρίζες.
Κάθε που φεύγω,
πετώ στους δυο λόφους.
Μιλώ του βουνού μου και κλαίω.
ΞΕΡΟΠΟΤΑΜΟΣ
Ο στεγνός ξεροπόταμος ένα χλωρό ποτάμι.
Πρώτος στο χαμένο όνειρο.
Πρώτος στη ξέπλυμα της νύχτας.
Κατράμι στο κελαριστό νερό
και η ζήση του, λάσπη, πέτρα, άμμος.
Ένα μικρό σκίτσο στο νερό και χάνεται
ο νυχτερινός διαβάτης στη πεζογέφυρα.
Η κρυφή του ανάσα πριν γίνει το δάκρυ καταρράκτης
ποτίζει την τελευταία εικόνα του Χειμώνα.
Στην καρδιά μιας μάνας, μια αρτηρία ο ξεροπόταμος.
Κυλούσε, σφάδαζε
ως τα φίδια της γης αγκάλιαζαν τα παιδιά της.
ΟΙ ΦΩΛΙΕΣ ΜΟΥ
Σε κόκκινες φωλιές έπλεξα τις πληγές μου.
Στις λιτές γραμμές των βουνοκορφών κρύφτηκα
με τους ερχομούς των πελαργών.
Μέσα στις διογκωμένες ρυτίδες των φύλλων,
ανάμεσα στα τσαλακωμένα κίτρινα ξερόκλαδα,
δυο μεγάλα ορθάνοιχτα παραθύρια, οι φωλιές μου.
Βλέπανε εμένα, σήμαναν την ερημιά μου.
Πάνω και λίγο πιο πάνω από τα κόκκινα κεραμίδια,
οι δικοί μου καλοί και άμοιροι άνθρωποι.
Σκιάχτρα, φυλακτά, του κάμπου και του βουνού σκιάχτρα
Φυλακτά κρεμάμενα στους λαιμούς
Απλησίαστοι, πετούμενοι χρόνοι.
Μια αόρατη μηχανική παγανιά,
θέλει τις ξύλινες φωλιές πίσω και τα κόκκινα κεραμίδια.
ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΣ
Αυτή την όλη νύχτα με περίμενες.
Έμαθα, με περίμενες
κι έμαθα από το ρήμα
και εγώ έμαθα,
εκεί στο άσπρο νταμάρι της ποίησης
σε περίμενα εκ νέου.
Κι ήρθε το βράδυ, όλο το βράδυ
όπου το φεγγάρι στο ξεσκονισμένο αλώνι
κατέβασε βροχή
και τι βροχή
στα μάτια σου
που χόρεψε μεσονύχτια μαζί της.
Ο ξεροπόταμος μούγγριζε και έτρεχε,
έτρεχε γρήγορα πιο γρήγορα από σένα
να προλάβει τη θάλασσα, νομίζω την πρόλαβε.
Κανείς δεν την προλάβαινε τότε,
πόσο μάλλον τώρα,
μα εσύ δεν πρόλαβες ούτε τον ξεροπόταμο.
ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ (Στρυμονικό Σερρών)
Ξέρω ένα τόπο που ανεμώνες ανθίζουν,
κάπου ψηλά στο στερνό μεσοστράτι.
Τα μάτια μιας μάνας που σαν γέρνει δακρύζουν.
Μοναξιά ο αγέρας. Ειν’ δικοί μου θανάτοι,
του πρωινού οι σταγόνες (σαν ανοίγει την βρύση)
που ραντίζουν το χώμα. Μυρωδιά του βρεγμένου.
Ανατέλλει ο ήλιος να στεγνώσει την Δύση,
σαν σεντόνι μιας νύφης στα πλευρά του ανέμου.
Α! μην ξεχάσω: Μες στο βάζο οι ανεμώνες,
κόκκινες- κόκκινες σαν του αίματος χρώμα.
«Μας τελειώνουν» μας είπες κάποια μέρα «οι Χειμώνες»
Μα το χιόνι σκεπάζει τις καρδιές μας ακόμα.
Ξέρω ένα τόπο, που στη μέση του ρέει,
ένα ρέμα. Καράβια δεν δένουν σιμά του.
Σαν ο ήλιος προβάλλει το κορμάκι του καίει,
σαν τα στάχυα σκορπίζουν τα θολά όνειρά του.
Προχωράει το βήμα, στων ανθρώπων την σκόνη,
πριν να φύγουν κοιτάνε το ωραίο τους σπίτι.
Χελιδόνια που χτίσαν φωλιές στης γωνιάς την αγχόνη,
σπουργιτάκια που βρήκανε ήλιο, στο βαθύ του φεγγίτη.
Ξέρω ένα τόπο, σε πλατάνια ζωσμένο,
κάποιων φίλων τα χέρια ακόμα να καίνε.
Ένα ψεύτικο δένδρο στην πλατεία στημένο,
ψάχνουν να βρούνε αλήθειες, μόνο εκείνοι που φταίνε.
Με τα χνώτα ασθμαίνουν, δεν ζεσταίνουν τα χέρια.
Κάθε βράδυ στην πρέφα στα χλωμά καφενεία.
Από τόπους σε τόπο μεταφέρουν μαχαίρια,
μια στο χώμα και βγήκαν μυγδαλιές στα σχολεία.
ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΜΙΑΣ ΑΥΛΗΣ
Αυτό το χτυπημένο σπίτι απ’ τις ριπές του ανέμου
μόνο του στέκεται στην μέση μιας αυλής, άφωτη κολόνα ηλεκτρικής,
κι η μάνα πάει κι έρχεται από άδεια κάμαρη σε άδεια κάμαρη
χαζεύοντας τις μαυρόασπρες φωτογραφίες.
Οι κιτρινωποί τοίχοι του ψηλότεροι από ποτέ.
Οι άσπρες κουρτίνες λιώσανε στο ξεφτισμένο χρώμα του ήλιου.
Γιατί να ναι τα παράθυρα τόσο μεγάλα;
Και τα παραθυρόφυλλα ακόμα μεγαλύτερα;
Πως μπαίνει το κρύο θεέ μου έτσι!
Μαζί με τον τελευταίο θάνατο μπαίνει και το κρύο. Στο κορμί και το σπίτι.
Κορνιζωμένοι όλοι οι θάνατοι.
Ο παππούς, ο πατέρας, οι ερωδιοί της ζωής μας.
Δίπλα από το πέτρινο σπίτι ήταν το περιβόλι.
Στο κόκκινο χώμα του έψαχνες το χρυσάφι του κόσμου.
Σαν γαύγιζαν τα τσομπανόσκυλα,
έτρεχες να κρυφτείς κάτω απ’ το τραπέζι αδελφέ μου.
Μετρούσες τα ρόδια – είχε ο παππούς πολλές ροδιές-
μετρούσες και τα χρόνια.
Τα αμέτρητα χρόνια γίνανε σήμερα, ένας ακόμα αργός θάνατος.
Σήμερα περιμένω να μπει ακόμα περισσότερο κρύο.
Κλείνω το παράθυρο κι αναρωτιέμαι με ειλικρίνεια στο χρόνο: Τι εποχή είναι;
Ότι και να ναι, έμεινε όξω από το πέτρινο σπίτι.
Αλλά το κρύο – κρύο
Μήπως δεν κάνει κρύο την Άνοιξη;
ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ
Τα πέλματα.
Τα δικά μου πέλματα.
Πέλματα των ευγενικών εποχών,
της εκφραστικής Άνοιξης,
του αμήχανου Καλοκαιριού,
του μαραμένου Φθινοπώρου,
του γοητευτικού χειμώνα,
αγγίζουν πάντοτε με στητή προσοχή,
το απαλό χρώμα της σκιερής Πατρίδας.
Σκύβω
κι επιστρέφω το αφελές βλέμμα
μικρό
μα εκείνο το αφελές βλέμμα
που κοιτά βαθιά στην αθώα ψυχή.
Επιστρέφω το βλέμμα
στην πικρή ξενιτειά
που τελικώς αδίκησα.
ΘΑΡΡΩ ΠΩΣ ΚΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
Κάποια μέρα
που στην σκέψη μου
ένα κουβάρι πίκρες ξετυλίγονται
φτάνει ένας λόγος από το χθες
καβάλα σε μια μνήμη.
«Τι ωραία που είναι η ζωή σήμερα»
Θαρρώ πως κι αυτό είναι ποίηση.
Κοίταξα πίσω και είδα τον παππού.
Κοίταζε το μέλλον να βρει ένα πρόσωπο που πρόδωσε.
Η ΒΙΤΣΑ ΕΓΙΝΕ ΜΟΛΥΒΙ
Πολλά χρόνια τώρα,
μικρός μεγάλος, έχει άραγε σημασία
έγραφα, έγραφα
και να που δεν έγινε και καμιά αλλαγή.
«Πήγαινε παιδί μου καμιά βόλτα
ξέφυγε από αυτά τα μολύβια και τα τετράδια»
Στο βάθος η κυρία Δασκάλα
ακόνιζε στην φωτιά
την βίτσα της,
μια βίτσα που συμπαθούσε ιδιαίτερα.
Αυτή η βίτσα έγινε μολύβι
κι έγραφα, έγραφα.
ΜΑΝΑ ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΜΑΝΑ
Μάνα
καλή μου μάνα σε εκλιπαρώ
θα ταξιδέψω
θα φύγω για τα ξένα
και ακόμα δεν θα το ‘χεις κάνει
στην αγκαλιά σου
να κρατάς
τον κόσμο όλο.
Γιατί;
μόνο απ’ τα στήθη σου να ρέει άσπρο γάλα
στο στομάτων ανθρώπων;
Η καρδιά σου να χτυπά χωρίς σταματημό
Τα δάκρυά σου να στεγνώνουν πάνω σε πέτρες και όπλα.
Τα χέρια σου να φτυαρίζουν την ειρήνη;
Και τα παιδιά σου μάνα;
Που είναι τα παιδιά σου;
Κολλούν σαν βδέλλες πάνω στο κορμί σου
κι ακόμα σκουπίζουν απ’ τα χείλη το αίμα σου.
Η καρδιά τους σταμάτησε να χτυπά
Κι ακούγονται μονάχα οι καμπάνες πένθιμα.
Τα δάκρυά τους κρύφτηκαν ποτάμι ολόκληρο.
Πίσω απ’ τις κόγχες.
Δεν έγιναν ποτέ καταρράκτης,
ελέω μιας στεγνής σφαίρας που έφραξε τον δρόμο τους
και τα χέρια τους μάνα;
Τα χέρια τους που σήκωσαν σημαίες
τώρα στην στάση της υπόκλισης μέσα στο νέο σπίτι.
Τι μικρό μάνα τούτο το σπίτι!
ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ
Θα βρεθούμε στην γη που μας γέννησε.
Ωχ αδέλφια η ώρα μας φτάνει.
Κάποιον χρόνο το μάτι ατένιζε
μια γροθιά υψωμένη, στεφάνι.
Θα βρεθούμε στις γούβες που πίναμε,
το καθάριο νερό που κυλούσε,
με τις χούφτες στους άλλους το δίναμε,
με ψιθύρους σε μας τραγουδούσε.
Στις αυλές θα βρεθούμε που ζήσαμε,
στα σοκάκια που οι μνήμες χορεύουν,
στους χωμάτινους πύργους που στήσαμε
και οι θρόνοι, αδειανοί μας γυρεύουν.
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ – ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Μέσα στο σκοτεινό καφενείο
δέκα βουνίσιοι γλάροι και
άλλοι τόσοι πεδινοί πάσχιζαν
να ακούσουν τα παλιοτράγουδα του τζουμ – μποξ.
Ο μεζές, το κρασάκι στο μικρό ποτήρι
η τσατσάρα στην τσέπη του πουκαμίσου
το μικρό καθρεφτάκι της αλήθειας.
Περνούσαν οι μήνες
με τα βήματα στη πεζογέφυρα
και την μεγάλη αλάνα που την ονομάζαμε γήπεδο.
Μια συνεχής κακία απ’ το χειλάκι τους.
Όταν ρωτούσαμε: που ναι οι γλάροι μας
μας απαντούσανε: Στον Αι Αντώνη που χάθηκε για χάρη μας
Χωράφια και αργυρές πράξεις
δώδεκα μήνες
μεριά στο δισκοπότηρο η φτώχεια .
Βόλτα στην πλατεία.
Άσπρες – άσπρες βαρκούλες στην μέση.
Κι ύστερα το χτύπημα πάνω στην κοφτερή πέτρα.
Πάει στράφι το αρμένισμα
Μέντα
Τσουκνίδα
Αγριοβότανο
τα βάζω ν’ αρμενίζουν ξεροπόταμο.
ΤΩΡΑ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΧΤΥΠΑ
Τώρα, το ξέρω η καρδιά μου χτυπά,
για κείνο τον όμορφο τόπο,
για κείνη την γέρικη ιτιά,
πού ‘σπειρε η μάννα με κόπο.
Στης αυλής τη μεγάλη ροδιά,
κάποτε έκατσα λίγο.
Στη σκιά της να βρω τη δροσιά
και κατόπι σαν ξένος να φύγω.
Μα πάλι η καρδιά μου χτυπά
και γυρίζει η σκέψη στο σπίτι.
Στην πέτρινη εκείνη φωλιά
που πετούσα σαν το σπουργίτι.
.
ΕΝΑ ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΤΡΥΜΟΝΙΚΟ (2018)
Α’ΜΕΡΟΣ
ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ
ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ
Με ρώτησαν πως γράφεται ένα ποίημά μου
Κοίταξα
Τη μέρα που στρατεύτηκα
Τη μέρα που πόνεσα φιλώντας το χώμα που πατάς
Τους χρόνους που χαθήκανε στους λαβυρίνθους μας
Τους συμμαθητές μου που σκοτώθηκαν στα έργα τους
Τους συναδέλφους που κλαίγανε κρατώντας το όπλο τους
Αγκάλιασα
Τις φυλακές που άνοιξα με τη δύναμη της ψυχής
κι άφησα ελεύθερο το αίμα μου ξυπόλητο να ρέει
σ’ ένα μικρό ξεροπόταμο
Τώρα θωρώ
Μια μάνα να χτενίζει τα μαλλιά της
Έναν αγνοούμενο πατέρα που όργωνε στα όνειρά του
Ένα αδέλφι να χαιρετά με άσπρο το μαντήλι
Κι ύστερα αγναντεύω
τον χορό των γραμμάτων
στον ορίζοντα της ποίησης
ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ Μ’ ΕΝΑ ΤΥΠΟ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΟΝ ΧΑΙΡΕΤΙΣΩ
Έφυγε κι ούτε που πρόλαβα να τον χαιρετήσω.
Όχι ότι είχα και κάποια ιδιαίτερη σχέση
συγχωριανός απλά, που σημαίνει αδελφός βέβαια
κάπου το είδα γραμμένο, σε ταφόπλακες και σκεβρωμένες πέτρες
στις απόμακρες γωνιές της περιοχής
ή θα έπρεπε να σημαίνει κάτι τέτοιο αν όχι κάτι άλλο
– έτσι, έτσι ρε μάγκα-
τριγυρνούσε αδιάκοπα ο τύπος αυτός,
με τις ρίζες του πότε στο ποτάμι και
πότε στον ουρανό.
Με το χαμόγελό του κεντημένο στον αέρα και
την αίσθηση της συμπόνιας του κόσμου στη καμπούρα του
στη καμπούρα της ζωής.
Το κενό στο σπίτι θα το γεμίσει ο χρόνος.
Ξέρει τη τέχνη του αυτός ο εφιάλτης.
Το κενό μας θα βουλώσει η καθημερινότητα, μια αδιάβροχη τάπα!
Και θα ξεχαστεί ο εκφοβισμός.
Θα ξεχαστούμε όλοι, τόσο καλοί όλοι μας,
κουβαλώντας στις καμπούρες μας τα σκεπάσματα που δεν δώσαμε
για ζεστασιά
αλλά τ’ απλώσαμε με την αναίδεια της γλώσσας
να τα γιορτάσει ο ήλιος κι η νύχτα.
Στ’ αδέλφια των παρείσακτων, των γελωτοποιών,
των κηλίδων των περιθωρίων, εκεί τον κατατάξαμε,
τον τύπο της γειτονιάς που έφυγε χωρίς να τον χαιρετήσω.
Που όταν φεύγουν λέμε πόσο σημαντικοί είναι
οι σημαντικότεροι της ζωής μας.
Σο καφενείο κάθονται ευπρεπώς ενδεδυμένοι φίλοι και γνωστοί.
Ως όφειλαν δηλαδή.
Και ο καφές πάντα δίνει αφορμή για ένα αστείο.
Βρε μάγκα μου, γίνεται κηδεία χωρίς γέλιο!
Καλό ταξίδι.
ΦΟΒΑΜΑΙ ΠΟΛΥ ΜΑΝΑ
Πόσες χώρες δρασκέλισα.
Που να θυμάμαι πλέον
λέω πως γέρασα,
το ίδιο λένε και οι άλλοι.
Σ’ όλα τα πρωινά που άνοιξα τα μάτια μου,
στο φως του ήλιου
έβλεπα το πρόσωπο της μάνας μου
και στο τραπέζι το μικρό φλιτζανάκι του καφέ.
Πόσο μου λείπει εκείνος ο καφές.
Τόσο λίγος, μα τόσο πολύς.
Πώς να μην δακρύσεις εδώ στη ξενιτειά.
Προσπαθείς να σώσεις τη ζωή
σέρνει τον χορό και σ’ οδηγεί στο θάνατο.
Φοβάμαι πολύ μάνα
μην γυρίσω μια απάνεμη μέρα
και δεν βρω τη ροδιά στην αυλή,
τα άσπρα σεντόνια να κρέμονται στα σύρματα,
τη ξυλόσομπα να καπνίζει,
τα ραγισμένα τζάμια που δεν πρόκαμα ν’ αλλάξω.
Μπαίνει αγέρας μάνα, μπαίνει χιονιάς.
Κρυώνω μέσα και η ψυχή μου
τρέχει στις σπηλιές και τα δάση να βρει τη καρδιά σου.
Την αχτίδα του ήλιου
κάνε τη εισιτήριο να ‘ρθω να σε δω.
Στη φωλιά σου ξέρω θα με περιμένει
μια φτερούγα απλωμένη και στεγνή να με σκεπάσει.
Το χώμα της αυλής μας είναι απαλό μάνα.
Δεν το ξεχνώ ποτέ.
ΑΝΕΜΩΝΗ ΣΤΗ ΡΑΓΑ
Μόνη στον άνεμο μια ράγα αδύναμη
συντροφεύει, στην κλίση της κεφαλής,
την αδυναμία της να δραπετεύσει.
Το χρώμα του τρένου,
ένα χρώμα σκοτωμένου φθινοπωρινού φύλλου,
όμοιο χρώμα του ρήματος περιμένω,
ίσως του αποχαιρετώ, αν και τίθεται στην άκρη ως προσμένω.
Ο φωτογράφος καλεί τα πρόσωπα.
Χτυπά τις καμπάνες,
βάφει το δείλι μαύρο ως βάφει τους δρόμους του ο θάνατος
πλην ο ποταμός τους ξεπλένει,
μα η λέξη Αχέροντας παραμένει ουσιαστικό και
ποτέ δεν γίνεται ρήμα η επίθετο.
Η Ανεμώνη ταράζεται στο πέρασμα της άμαξας,
γέρνει, την αποφεύγει,
φυσά ο ξάστερος
καλείται το ρήμα κόπτω,
με την μορφή μις ατσάλινης χούφτας
την κάνει απόσπασμα μιας ανθοδέσμης.
Κι η ράγα πιο αδύναμη.
ΔΕΝ ΗΡΘΕΣ
Δεν ήρθες όταν σε ζητούσα.
Μια ψιλή βροχή έσβησε ότι περίσσεψε απ’ το πάθος.
Δεν ήρθες όταν σε καλούσα.
Ένα άσπρο περιστέρι μου ‘πε πως μονάχη δάκρυσες.
Δεν ήρθες όταν σ’ είχα ανάγκη.
Η καρδιά μου αποτελείωσε τους κτύπους.
Τώρα το κενό γίνεται μαύρη κορνίζα.
Δεν ήρθες όταν έγινα ποίημα.
Δεν μπλέχτηκες στις λέξεις, στους στίχους.
Πήρες τη θέσης της τελείας.
Δεν ήρθες όταν σ’ αγάπησα.
Δεν ήρθες όταν σ’ αγαπούσα.
Μη περίμενες να σε ξυπνήσω λέγοντας:
Σ’ αγαπώ μα συ δεν έρχεσαι!
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΠΑΓΩΝΙΑΣ
Δυστυχώς δεν ήταν δυνατόν
ν’ ανοίξω το παράθυρο
από την μεριά που εσύ πρόσταζες
από την μεριά του ήλιου.
Γιατί εμένα με φόβιζε ο ήλιος
με τα γαμψά νύχια του
όμορφος σαν θεός
με το υγρό λιοπύρι του
κάτω από την μασχάλη
εκεί που πάντα τρέχει ένας ξεροπόταμος.
Στο βάθος και έξω από το παράθυρο
ήτανε πάντα μια σκοτεινή νύχτα
που έστεκε κρεμασμένη
από την άκρη του φεγγαριού
και την βλέπαμε
κι όταν μας μίλαγε
εμείς σιωπούσαμε
κι όταν μας φώναζε
τρέχαμε στα κυπαρίσσια
με τα κόλλυβα στα πανέρια
και το γλυκόπιοτο ρόδι.
Μ’ ένα ρόδι θυμάμαι
έκλεισες το στόμα
του καλού σου συντρόφου.
Το δικό σου το χρώμα
ήταν το κόκκινο,
το δικό τους το χρώμα ήταν
το μαύρο,
το δικό μου;
Σου έλεγα η παγωνιά
και απαντούσες η παγωνιά δεν έχει χρώμα.
Κι όμως στην παγωνιά
αγκάλιαζα το αίμα μου
να ζεσταθεί πάνω
από τη κάπνα του κάρβουνου.
ΠΑΤΕΡΑ ΛΥΠΑΜΑΙ
Πατέρα λυπάμαι.
Γυρνάω τα μεσημέρια στο σπίτι
βρίσκω παρτέρια γεμάτο φύλλα και ξυλιές
κανείς δεν τα καθάρισε και φέτος.
«Μάνα ο καφές μου νάναι σκέτος!»
Πατέρα λυπάμαι.
Γυρνάω στην πόρτα το κλειδί,
κοιτάζουν πάλι οι αντικρινοί
κι η μάννα θα πει «άργησες και πάλι»
«έχει ζεστό, για να λουστείς, νερό απ’ το πηγάδι.»
Πατέρα λυπάμαι.
Γυρνάω στις κρυμμένες συγνώμες
δειλά. Οι επόμενες μέρες, στείρες.
και θα χω το κεφάλι μου κάτω.
«έλα σιμά μου μάνα, καλή καρδιά κι άσπρο πάτο»
Β’ ΜΕΡΟΣ
ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ
ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ*
Για μια Πατρίδα, τον αέρα αγκαλιάζω
στον ουρανό της τραγουδάνε τα πουλιά.
Μέσα στον πόνο της καρδιάς, αργά βουλιάζω
για να ξανά βρω στην αυλή μου μια γωνιά.
Να κλείσω μέσα, ότι αγαπούσα.
Κι ότι αγάπησα πολύ, ψηλά να τα κρατούσα.
Κι ο λογισμός μου απ’ τα ξένα
Αχ να ξεβράσει της ζωής,
τα ξεχασμένα.
Για μια πατρίδα, το ψωμί λιώνει στο στόμα.
Αγέρας, γη και νερό γίνονται σώμα.
Φύλλο που τρέμει στις βολές ενός ανέμου.
Σφαίρα χαμένη σε μια μάχη ενός πολέμου.
Μες στη ζωή μου, ότι αγαπούσα
για ότι νοστάλγησα ξανά και πάλι να διψούσα.
Κι απ’ τις πληγές μου πάντα θα βγαίνει
Ένα παράπονο πικρό,
από ψυχή κλεμμένη.
Τώρα στον κάμπο, ένα λούλουδο ανθίζει.
Πετώ το όπλο και την χλαίνη καταγής.
Αυτή η λάβρα που με καίει ξαναρχίζει,
να κάνει στάχτη τα συντρίμμια της οργής.
Για μια πατρίδα, η σάρκα λιώνει
κι η Άνοιξη που ένιωσα στα στήθη μου παγώνει.
Θα γίνω αέρας, νερό και χώμα.
Και μια πατρίδα μέσα μου…
Θα χτίσω ακόμα!
*Τραγούδι που γράφτηκε,
διαβάζοντας δύο ποιήματα
από την Ποιητική Συλλογή
«Πατρίδες» του Κ. Παλαμά
Ο ΔΩΣΙΛΟΓΟΣ
Έπεφτε απρόσιτη η νυχτιά.
-το θαμπόγυαλο κατάχαμα σπασμένο-
Έξω απ’ την εξώπορτα αναμμένο
το τσιγάρο του δωσιλογά.
Σκούντηξα την πόρτα και κλειστό
το παράθυρο για ν’ ασφαλίσει
το φεγγάρι σκύβει να φιλήσει
το πλατύσκαλο που περπατώ.
Μου πες με φωνή σπαρακτική
μην ακούσει ο ξένος που περνάει
η σκιά στον τοίχο όμως κολλάει
στην ξεροσταλιά σου θα πνιγεί.
Φύγε, σου αξίζει να σωθείς
το περβόλι πρέπει να περάσεις
κύμα είναι μα όχι όμως θαλάσσης
που απ’ όμως δροσιές του θα βραχείς.
Η ΦΟΝΙΣΣΑ
Έβγαλα ένα αχ και μία φόνισσα
πρόβαλλε. Μια ζοφερή γερόντισσα.
«Δεν έφταιγε που έκανε το τάμα της!»
που κάπνιζε την νύχτα η καμινάδα της.
Ονόματα στο κίτρινο τεφτέρι της,
της τ’ άρπαξα με μιας από το χέρι της,
της είπα: πως τελειώνει το κερί της
αγέλαστη φροντίζει την φυγή της.
Τσεμπέρι μαύρο, άφησε στην πλάτη της,
πάτησε το αχ στο σκαλοπάτι της,
παράδεισους την είδα να σκουπίζει,
ανέμους με μια σκούπα να σκορπίζει!
Προσπάθησε να φύγει για τον Άδη,
κατηφορίζοντας σ’ ένα πηγάδι,
εκεί που πίστευε πως οι Αγγέλοι,
με ζάχαρη ζούνε και άγριο μέλι!
Και μια Αυγούλα, μια κακή γειτόνισσα,
της είπε με οργή πως: «είσαι φόνισσα»
Τα βήματα την πήγανε στην θάλασσα,
εκεί που τις φτερούγες της τις άπλωσα.
Τις πήρα υγρές, στεγνώσαν και σου χάρισα
αυτό το αχ, που πάτησε μια μάγισσα.
Στα σύννεφα σαν άγγελοι ανθίσανε
και μυρωδιές στον κόσμο μας σκορπίσανε.
ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ
Θα βρεθούμε στην γη που μας γέννησε.
Ψχ αδέλφια η ώρα μας φτάνει.
Κάποιον χρόνο το μάτι ατένιζε
μια γροθιά υψωμένη, στεφάνι.
Θα βρεθούμε στις γούβες που πίναμε,
το καθάριο νερό που κυλούσε,
με τις χούφτες εμείς σας το δίναμε,
με ψιθύρους σε μας τραγουδούσε.
Στις αυλές θα βρεθούμε που ζησαμε,
στα σοκάκια που οι μνημες χορεύουν,
στους χωμάτινους πύργους που στησαμε
και οι θρόνοι, αδειανοί μας γυρεύουν.
Η ΖΩΗ ΜΑΣ, Η ΓΙΟΡΤΗ ΜΑΣ
Μια βραδιά του Δεκέμβρη μαζευτήκαμε
στης πλατείας τα παγκάκια κι αφεθήκαμε
στα πικρόχολα τα λόγια κι αρρωστήσαμε
μ ‘ όλα αυτά που μας πέρασαν και τα ζήσαμε.
Κοιταχτήκαμε στα μάτια και δακρύσαμε
κι ο καθένας πήρε δρόμους και χωρίσαμε
μα υπόσχεση και τάμα όλοι δώσαμε
και τα φίδια απ’ την καρδιά μας ξεριζώσαμε.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ζήσουμε
κάνουμε τους δυστυχείς, να ευτυχήσουμε
σε παγκάρι την ψυχή μας και χαρήκαμε
κι απ’ τον ήχο των τριάντα, ζαλιστήκαμε.
Δώσαμε τα χέρια πάλι, γύρω απ’ την φωτιά.
Στου Δεκέμβρη που γιορτάζει μόνο η καρδιά.
Κουμπωθήκαμε στο κρύο, στήσαμε χορό,
ήχος γνώριμος πετιέται μέσα απ’ τον χαλκό.
Στην υγεία μας, στην υγειά μας κι άντε στο καλό
σβήσαμε με μιας τους φόβους, κράτα τον ρυθμό
τσίπουρο γλυκό να ρέει, ύμνος στην νυχτιά
κι όλοι μας, για μια στιγμή, απέραντη αγκαλιά.
Κι όταν πάλι κοιταχτούμε και χωρίσουμε
κάρβουνα θαρρείς καμένα και θα σβήσουμε.
Κι όταν θα κοπάσει η φλόγα, κάμε τον σταυρό
που γεννήθηκες και λάμπεις στο Στρυμονικό.
Γ’ ΜΕΡΟΣ
ΣΚΟΡΠΙΟΙ ΑΝΕΜΟΙ ΣΤΟ ΣΤΡΥΜΟΝΙΚΟ
ΠΑΕΙ ΚΙ ΑΥΤΗ Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των Φεγγαριών.
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών.
Πέρασες και συ και έφυγες, μονάχα ο χρόνος,
έμεινε εδώ συντροφιά του είναι ο πόνος.
Μες στα σοκάκια του χωριού και την πλατεία,
τότε που σου ‘λεγα την ίδια ιστορία,
για τα πουλιά στις ερημιές.
Αχ να ‘τανε πολλές οι πρωτομαγιές!
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των Φεγγαριών
μ’ ένα λουλούδι στα μαλλιά και ένα δάκρυ.
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών
μ’ ένα αστέρι λαμπερό στου ουρανού την άκρη.
Και τώρα πού σαι εδώ κοντά στην άκρη των ματιών μου
Να λαμπυρίζεις να σε βλέπω ξαστεριά
όπως θυμάμαι στου χωριού το ποταμάκι
και να σου ψιθυρίζω σ’ αγαπάω αληθινά
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των Φεγγαριών
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών
ΣΤΙΣ ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΤΟΥ ΠΛΑΓΙΕΣ
Στις ανθισμένες του πλαγιές, πέρασα καλοκαίρια
στις χωματένιες γειτονιές, τρεχάματα στ’ αστέρια.
Βαδίζω στην Μαγκίλα του, στου Αι Λια τα ύψη
στο πανηγύρι του Αντώνιου, που τόσο μου χει λείψει!
Και δίνω μια στον Ουρανό και δυο στα βήματά μου,
η τρίτη είναι μαχαιριά, που σπάει τα σωθικά μου.
Στρυμονικό μου όμορφο, της νιότης μου πετράδι.
Ας ήσουνα στην ζήση μου, το πιο στερνό μου χάδι.
ΣΚΟΡΠΙΟΙ ΑΝΕΜΟΙ ΣΤΟ ΣΤΡΥΜΟΝΙΚΟ
Αλαφροΐσκιωτη ζωή
κι ο Γιάννης σπάει μία χορδή απ’ την κιθάρα
με το ανέβασμα του φα
διώχνει απ’ τα μάτια του, την γκρίζα αντάρα.
Κι η Γιάννα ρίχνει μια στροφή
σ’ ένα ζεϊμπέκικο βαρύ, τα βήματά της
σπίθες μέσα από την κραυγή
μία χωμάτινη βροχή τα δάκρυά της.
Κι ο Μήτσος μπαίνει στην γραμμή,
είναι βαριά η προσοχή στην αρβυλιά του,
στον ξεχασμένο μαχαλά,
βρήκε ένα τρόπο να γλιστρά στα όνειρά του.
Ανοίγει η πόρτα και βαρύς,
μπαίνει αγέρας ο μπεκρής με το τσιγάρο.
Φεύγει ψηλά ο στεναγμός,
άντε στον πάτο οι τσικουδιές, και θα κρεπάρω.
Μια ανεπίδεκτη στιγμή,
βγαίνουνε σπίθες μέσα από την λαλιά τους,
στο χρυσαφένιο τους μυαλό
μάτσο ανεμώνες που ανθούν στην αγκαλιά τους.
Φίλοι του κάμπου μου καλοί
στίχοι της γλώσσα μου, ανθοί μες στον μπαξέ μου
ας ζούσαμε έστω μια στιγμή
όλο το χθες σε μιαπνοή.Ο αμανές μου!
Στον Γιάννη, την Γιάννα, τον Δημήτρη,
τον άλλον Δημήτρη, τον μικρό Γιάννη,
και στους λοιπούς μικρούς φίλους του χωριού μου
που τώρα είμαστε άλλος εδώ και άλλος εκεί..
ΣΤΟΥ ΠΕΓΚΟ ΤΟ ΝΕΡΟ
Στου Πέγκου τα νερά,
λούζεται η αγάπη μου, μονάχα μια φορά.
Λούζεται με ροδόνερο, λούζεται και με μέλι,
κι αν έχει φεγγαρόφωτο, καθόλου δεν της μέλλει.
Την είδα να χτενίζεται, την είδα να μαζεύει,
τα όμορφα χτενάκια της, κι εμένα να παιδεύει.
Στου Πέγκου το νερό,
είδα την αγάπη μου,
λουλούδι δροσερό.
Της έστειλα άγριο κέρασα, της έστειλα λουλούδια,
μες στη καρδιά μου έγραψα, αμέτρητα τραγούδια.
Στου Πέγκου το νερό,
χάθηκε η αγάπη μου,
χάθηκα κι εγώ.
.
ΣΤΗΣ ΑΥΓΗΣ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ
Αχ της Αυγής τα χρώματα
τα είδε και
και ξεψύχησε.
Και σε βαμμένα χώματα
πήγε και
την ψυχή του οδήγησε.
Γειά σας μαυροντυμένες ώρες
γειά σας ρεματιές
γεια των ωραίων κόρες
πικρές αμυγδαλιές.
Αχ της αυγής τα χρώματα
κυνήγησε
και λύγισε
και σε βαρκούλα ο χάρος
τον λάβωσε
τον σαβάνωσε.
.
ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ (2015)
Α΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
(ΥΓΙΗ ΠΡΟΙΟΝΤΑ)
ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
Μεγάλωσε μ΄ ένα πίνακα στο βλέμμα του: ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ.
Πίσω από τις πληροφορίες, οι αλλαγές και οι παραλαβές τσαντών.
Η Υποδοχή.
Στα καταστήματα που σύχναζε, τα είχε μάθει όλα τόσο καλά!
Τις ημέρες και τις ακριβείς ώρες των επιστροφών.
Τους ομιχλώδεις όρους.
Μάλιστα, κάποια στιγμή – παρελθόντα ανάμνηση
είχε επιστρέψει ένα ολάκερο χρόνο ως ελαττωματικό προϊόν.
Ξήλωσε ένα μήνα, πέταξε στην άκρη της ιστορίας, δυο – τρεις ημέρες,
τίποτα παραπάνω.
Εκείνοι της Υποδοχής με το προσποιητό χαμόγελο, το δέχτηκαν.
Στις πάντα αναγκαίες επιστροφές (εισβολή, κατοχή)
δεν απαιτούσε χρήματα.
Του αρκούσε να αγοράζει άλλα, καινούργια προϊόντα.
Η ίδια δουλειά, μισό αιώνα τώρα. Γιόρταζε!
Η κίβδηλη γειτονιά του έφερε δώρο την αγάπη.
Την δέχτηκε (από συνήθεια) αρνούμενος ευγενικά.
Όπως τότε, που ‘φερνε πρόσφορα
ο διπλανός με το τρύπιο ποτιστήρι
ο μεμέτης που ‘βρεχε τα χωράφια με άσβεστο μίσος
η ασέληνη νύχτα σαν μπόλιαζε την κραγμένη σιωπή στο κορμί του
και η προσφιλή προσφυγιά τον ακολουθούσε στο κάθε βήμα.
Έπρεπε να την επιστρέψει, σκέφτηκε, το δίχως άλλο.
Πήρε ένα μικρό μαχαίρι, την τρύπησε κρυφά. Μάτωσε.
Ποια αγνή αγάπη δεν ματώνει;
Απευθύνθηκε νομότυπα στους υπεύθυνους.
Πεισματικά κλειδώνανε στα κόκκινα βαμμένα χείλη το «όχι».
«Μόνο υγιή προϊόντα» του είπαν.
Πήγε την επομένη, βρήκε κλειστό το κατάστημα.
Την άλλη, είχε μια πίκρα που ενοχλούσε η φωνή, μα πάλι, τα ίδια.
Έκλεισε με τα χέρια το θαμπό πρόσωπό του και είδε εχθρό τον εαυτό του. Μέσα του.
ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Δίπλωναν απ’ την ασίγαστη κούραση
τα γόνατά του.
Τα πρωινά για την δουλειά
στην γιομάτη από εργάτες στάση του λεωφορείου
τρία στενά πιο κάτω
άφηνε στις πέντε τα ξημερώματα
από νωρίς, τον κρύο ιδρώτα να κυλήσει στον υπόνομο.
Τώρα ήταν σίγουρος
Η συγκατάβαση στον θάνατο
υποταγή στη ζωή του χρέωνε.
Έξι με δύο – μείον τις υπερωρίες
Κατέβαλε τον φόρο εργασίας που του αναλογούσε
Από τις συχνές υποκλίσεις, καλό μπαστούνι έγινε!
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΟΧΗ ΤΟΥ
Το φεγγάρι χτύπησε μεσάνυχτα
Γύμνωσε την αλήθεια του και το κουρασμένο σώμα του
Κλειδώθηκε σε κάποιο δωμάτιο του αχανούς βίου του
Τριγύρω τα ευαγγέλια της ποίησης
Σημειώσεις, στίχοι, χαρτιά που πεθάνανε,
Τσαλακωμένες σπίθες μιας φωτιάς σε τζάκι
Κάπου, κάπου τον επισκεπτότανε εκείνη η ανέπνευστη ώρα
Και κείνος έκαμε την προσπάθειά του
Να κλέψει στίχους. Η αλήθεια είναι ότι ήταν μια ανεπιτυχής προσπάθεια.
Δεν έμαθε ποτέ του να κλέβει. Δεν έγινε ποτέ του ληστής.
Έβγαλε και το τελευταίο ρούχο, τη άυλη σάρκα του.
Πλύθηκε απ’ τα λίπη του, λεύκανε τα κόκκαλα του
Πήρε το μελάνι, έβαψε τα χείλη του και βάλθηκε
με το υνί να σκαλίζει τη ζωή του
Το ήξερε καλά
Η σπορά όποια και αν ήταν, ήταν δική του και του θεού
Στην θεία δίκη των ποιητών
Κανείς δεν θα μολογούσε ένοχος.
ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ
Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα
να δει τις χώρες πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους
-μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσες-
Κι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή
κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι
ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής.
Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου.
Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις
Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο
απ΄ την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε.
Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις,
τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη
και ιδού
αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθος
με τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές,
δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε
κι έλεγες περιγελώντας,
ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε
στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.
ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ
Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανά μετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
Η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές.
Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του
μια τζίφρα δηλαδή και του το δώσε.
Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: «ήταν το θέλημά της…»
Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους,
ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
Τον πήρε και κείνο ο ύπνος.
ΑΓΝΟΕΙΤΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Κάθε μέρα το ίδιο δρομολόγιο
προς την περιοχή της Δροσιάς *
Το πρωί ευτυχώς ο δρόμος ήταν κενός
μα στην επιστροφή πάντοτε γεμάτος
από αυτοκίνητα και λίγους ανήμπορους ανθρώπους.
Εκείνη πάντα στην στροφή
με ένα βλέμμα καθισμένο στο παγκάκι
με ένα πόδι να κρεμιέται
και μια τσάκιση στην λερωμένη φούστα.
Δεν της μίλησε ποτέ, ποτέ δεν της είπε ένα
στερημένο γεια
μοναχά κουνούσε τον χρόνο
πέρα δώθε
κάπως έτσι όπως ο άνεμος
τα πανιά μιας βαρκούλας.
Πέρα δώθε
μπας και καταλάβει τις σκέψεις της
πίσω από την τσάκιση της λερωμένης φούστας
και του κρεμασμένου ποδιού.
Πέρασαν κάμποσες μέρες
ο ουρανός έστω κι αργά θύμωσε
το χέρι επιμελώς κινήθηκε προς το μάγουλο
δεν ήθελε να δουν ένα δυο δάκρυα
ότι περίσσεψε
από το προσφάγι στο παγκάκι
Αργότερα έμαθα ότι ο άνδρας της
αγνοείτο από τον πόλεμο
και του στέρησαν την ειρήνη.
* Δροσιά: Περιοχή της Λάρνακας Κύπρου
ΜΥΡΙΖΩ
Ανοίγω το παράθυρο.
Μυρίζω τον αέρα.
Κλείνω μέσα στα μάτια μου
λίγο απ’ άρωμα της Πατρίδας,
που έφτασε ως εδώ χάμω.
Μα πως;
Με ποιο χελιδόνι;
Με πιο γερανό;
Με ποιο πουλί της ξενιτιάς;
Κλείνω το παράθυρο.
Το άρωμα πάνω μου κατοικεί.
Πηλός που χτίζει το όνειρο.
ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Όταν κοιμάσαι,
βλέπω ένα μικρό σπιτάκι με τριαντάφυλλα
και μια Στρελίτζια στην άκρη του κήπου.
Να ξέρεις εγώ
(ναι εκείνο το εγώ μου)
Δεν μπορώ να μετρώ τ΄ άστρα
και να ψάχνω την Αφροδίτη.
Είμαι ερωτευμένος
γιατί ξεχνώ στο μέτρημα.
Κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή
(τελετουργίες της νύχτας)
Να ξέρεις εγώ,
Έχω αρχίσει να ξεχνώ τις λέξεις.
Μιλώ όλο και λιγότερο.
Βυθίζομαι στην κινητή άμμο της σιωπής
και σηκώνω το χέρι για βοήθεια.
Αγκίστρι της αγάπης.
Πως η σιωπή είναι το δόλωμα
και πως, εγώ μετρώ τ΄ άστρα
στους γαλαξίες της.
(τελετουργίες της ποίησης)
ΑΣ ΦΥΛΛΟΜΕΤΡΗΣΟΥΜΕ
Ας φυλλομετρήσουμε
τους νεκρούς μας
και σήμερα
ταΐζοντας
τα πρόβατα
με παχιές
ειδήσεις
λίγο πριν
νηστέψουμε
και κοινωνήσουμε
με το αίμα
και το σώμα
του Κυρίου
Ημών και
Υμών.
Στο ένα χέρι
κρατώ τον καφέ
στο άλλο
το μικρό παιδί.
Φύγαμε
για την παραλία.
Το μικρό παιδί
τραγουδούσε:
«Μια και είμαι εγώ παιδί
ξέρω πάντα να γελώ
χαρωπά τα δυο μου
χέρια τα χτυπώ.»
Μέχρι τώρα είχα μετρήσει είκοσι.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ
Θρυμματισμένο το χαμόγελό σου.
Έρχεται χειμώνας μου είπες στα χείλη σου
και το φιλί σου θα ναι παγωμένο.
Θυμάμαι πως φοβόσουν πάντα τον χιονιά
κι έτρεμες σαν έβλεπες πουλιά καρφιτσωμένα,
στους πάγους της λίμνης μας.
Όπου έπινε σιωπηλά νερό
το λαβωμένο ελάφι της Άρτεμης.
Βέβαια θνητή μου λυπημένη αγάπη,
σου εξήγησα όταν έβρισκα καιρό
και δραπέτευα από στίχους
και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου,
ότι ο χειμώνας περνά πάντα με υπομονή.
Κι ας μ΄ αγαπούσες επιτέλους λιώνοντας τους πάγους,
στα χείλη σου,
με ότι απόμεινε από το κορμί που πύρωσε,
από τον θάνατο του χρόνου.
ΦΟΒΟΣ
Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
«σπίτι – δουλειά
δουλειά-σπίτι»
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι;
Η ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ
Την κάλεσαν ως νέα ποιήτρια να πει την γνώμη της.
Όχι πως την είχαν ανάγκη
αλλά να έπρεπε να καλέσουν και μια νέα ποιήτρια.
Αυτή έγραφε από χρόνια και κάποια στιγμή
εξέδωσε μια συλλογή ποιημάτων.
Οι κριτικοί έφαγαν τις σελίδες οι αναγνώστες αγνόησαν τους κριτικούς.
Έβαλε τα καλά της ρούχα, τίποτα το ιδιαίτερο
και στα μαλλιά της μια κορδέλα δώρο της μαμάς που πέθανε νωρίς.
Θα έδειχνε πιο σοβαρή ψέλλισε.
Πήρε την θέση με το όνομά της.
Δίπλα της καθότανε άνθρωποι του …πνεύματος.
Που δεν της ρίξανε ούτε μια ματιά.
Έπλεξε τα δάκτυλά της.
Κέντησε ένα προσποιητό χαμόγελο.
Έξυσε λιγάκι το μάγουλό της και έβηξε.
Ζήτησε νερό.
Δεν της φέρανε.
-δεν προβλέψανε νερό για νέες ποιήτριες
Έβηξε και πάλι.
Ο καημός την έπνιγε.
Κανείς δεν έδωσε σημασία.
Κανείς δεν θα μάθει πως έδενε τα μαλλάκια της με στίχους.
Ξέπλεξε τα δάκτυλά της.
Πήρε την κορδέλα από τα χτενισμένα μαλλιά της.
Την φόρεσε στο λαιμό.
Τότε κατάλαβε πως την κοιτούσαν.
Αισθάνθηκε δεκάδες χέρια να τραβούν την κορδέλα,
πιο σφιχτά για να την πνίξουν.
ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ
Λάρνακα, Κυριακή πρωί.
Η πρώτη μέρα της εβδομάδας.
Η τελευταία της ανθρώπινης ξεκούρασης.
Κάτι τελειωμένοι από την ανοησία συνάνθρωποι,
δεν έχουνε προχωρήσει δα και τόσο πολύ
πάνω στης ζωής μας την σοφία,
κείτονται στην αφυδατωμένη παραλία,
πρόσκαιρα νεκροί
(άλλοι νομίζουν ότι περπατούν τρικλίζοντας)
έχοντας εξευτελίσει ότι είναι
στο μάταιο της διασκέδασης
στην πυρά της μέθης.
Και άλλοι, προχωρημένης νιότης
με τα λιγδωμένα έντερα να έχουν πάρει
το δρόμο της καύσης, κάνουνε πιάτσα
μέσα στην οσμές των κατουρημένων θάμνων
στο Ταχυδρομείο της πόλης
(όπου σεμνότυφοι και άλλης λογής ηθικοί πολίτες
ταχυδρομούν τις σκέψεις και τις συναλλαγές της ζωής τους,
μα όχι σήμερα Κυριακή)
πιάνουν το χέρι μια μαυρούδας
για να γευθούν το βρώμικο της ηδονής
όπου η λίρα έχει το λόγο
κι ο λόγος κατοικεί
στην φαυλότητα και την ανοησία μας.
Η ζωή φυσικά και συνεχίζεται.
Ας φύγω τρέχοντας απ’ το θέαμα
των Φοινικούδων αρένα
διότι πλησιάζουν και απειλητικά
οι μαύροι τύποι της τροχονομίας.
Τα έσοδα και φέτος ήταν περιορισμένα
όπως και της ζωής μας τα πλούτη.
ΕΚΛΟΓΗ ΣΥΝΕΝΟΧΩΝ
Κάθεσαι στον καναπέ σου
(τον αγόρασες θυμάμαι,
εσύ ούτε που το είχες λογαριάσει,
σε τιμή ευκαιρίας,
πάντα έτσι έλεγες)
και κλαις.
Με μια κίνηση,
να έτσι
κόβοντας τον αέρα,
κλείνεις και την κουρτίνα στον ήλιο.
Σε λίγο πεθαίνεις και με λυγμούς
Φωνάζεις: «Φοβάμαι τη ζωή»
Δεν είναι ζωή ο θάνατος!
Άλλη ώρα θα το συζητήσουμε!
Το χτύπημα στη πόρτα
Σου σκούπισε αστραπιαία το δάκρυ
Μην σε δούνε κλαμένη.
Ντρέπεσαι.
Ντρέπεσαι για τη ψυχή σου
Χρόνια μια φοβισμένη ζωή, κατοικούσε μέσα σου.
Ή όχι;
Τώρα γινήκατε δύο
Και κείνος
είχε φύγει τρέχοντας απ’ τους δρόμους
Κλείστηκε στις μουχλιασμένες κάμαρες
Μες τις ζωντανές κολάσεις
Όπου οι ψυχές καθαγιάζονται
Μονάχα με γραφές.
Β΄ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΜΙΚΡΕΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ
(ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΥΓΙΗ ΠΡΟΙΟΝΤΑ)
ΑΝΑΓΚΗ Ο ΔΡΟΜΟΣ
Ανάγκη ο δρόμος,
όχι η στενωπός.
Μπροστά το δίλημμα.
Κι οι παράδρομοι;
Δρόμοι μικροί ,
δρόμοι μεγάλοι.
Πίσω ο γκρεμός,
καλά κρατεί,
τους ανθρώπους ομήρους.
ΑΝΕΜΟΣ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Άνεμος μες στα χλωρά φύλλα
κάνει την σχισμένη σελίδα
Χειμώνα.
Λίγο πριν έρθεις εσύ,
κοιτώ το πάτωμα,
ανθίζει ένα λουλούδι.
Στο μάρμαρο,
ένα πουλί κελαηδάει.
Δεν θα φύγει ποτέ!
Η Θλίψη που κατεβαίνει
μέσα από τα μάτια σου
είμαι εγώ .
Το δάκρυ που κρύβεις
μέσα στη χούφτα σου, είναι σταγόνα ποταμός
που κολυμπά η νύχτα.
Κοίταξα τον ήλιο
οι ακτίνες του με διαγράφουν .
Δεν είναι τύχη
Πόσα πράγματα είσαι εσύ για μένα;
Μετρώ τις ακτίνες,
μια λήθη στεγνώνει στο σύρμα.
Ο άνεμος συνεχίζει
τα χλωρά φύλλα στο κίτρινο.
Το παράθυρο κλείνει
Πίσω από τα μαλλιά σου
η μέρα μεγαλώνει.
Για να έχουν χρόνο στην μυρωδιά του ανέμου.
Το απομεσήμερο σβήνει
λίγο πριν πετάξεις
ψίχουλα στα σπουργίτια
Ήρθες;
Γι αυτό χτυπούνε
οι καμπάνες του ανέμου.
Φθινόπωρο.
Οι βροχές του ανοίγουν σχισμάδες στον δρόμο μας.
Μην αφήσεις ποτέ το χέρι μου.
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ
Θα πεθάνω.
Έλα και μην αργοπορείς
παίξε στον ουρανό μαζί μου.
Νύχτα, βροχή,
μέρα και χιόνι.
Όλα μοναξιά.
Ξάφνου ένα χέρι,
στραγγίζει το σκοτάδι.
Δάκρυ στο μάγουλο.
ΥΠΟΓΡΑΦΗ
Κοιμισμένη πόλη.
Μια άπνοια μας σκεπάζει.
Η υγρασία στο κόκκαλο .
Βήματα στον ορίζοντα.
Καράβια μάχονται να περπατήσουν,
Στο βλέμμα μας.
Φοίνικες που σηκώνονται ,
στα ξαφνικά χωρίς λόγο.
Μια ματαιοδοξία χλιδή απλώνεται.
Και το πουλί στο κάγκελο.
Καρφώθηκαν τα πόδια του,
έγινε γιορντάνι .
Κι είμαι στη πόλη,
γράμμα που χάνεται
και μια υπογραφή.
ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΝΗΜΗΣ
Της Κύπρου
Ανάσταση μνήμης.
Η σπίθα πόσο περίεργο,
σβήνει από την λήθη.
Μάνα, άμε στο πηγάδι.
Η Ιστορία ξεβράζει,
νερό, αλάτι, κόκκαλα.
Πατέρα, σήμερα
ξεχορτάριασα το μνήμα.
Τσιγκέλωσαν στα χέρια μου οι σημαίες.
Αδελφέ, τουφέκι η γλώσσα
στον ώμο σου φώλιασε.
Η Ειρήνη σπαρταράει.
Μουγκή Πατρίδα,
σκίζω τα βουνά, σαν τα στήθη μου.
Ν΄ ακουστεί η φωνή μου.
ΨΑΧΝΩ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Ψάχνω τα γράμματα της ποίησης.
Μέσα στις λέξεις που πετούνε
από την φλόγα της καρδιάς μου.
Δεν είναι μόνο όσα ξέρουμε.
Είναι και κείνα που δεν έχουμε μάθει.
Στη αρχή η αγάπη.
Στην άκρη ο θάνατος.
Απουσιάζει το μίσος.
ΤΡΙΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ
1.
Κάποτε θυμάμαι
υποφέραμε από ανομβρία
γιατρικό δεν υπήρχε
στάλα, στάλα μαζεύαμε
το δάκρυ μας σε μεγάλα ντεπόζιτα
Τώρα που βρέχει
δουλειά δεν έχουμε
τρυπάμε τα ντεπόζιτα.
2.
Κάποτε θυμάμαι
οι γονείς μας δικάστηκαν
ερήμην
γίνανε αριθμοί.
Το παιδί
έβαλε στόχο
να γίνει μαθηματικός.
Δεν το πέτυχε.
Μπλέχτηκε στις πράξεις.
3.
Κάποτε θυμάμαι
κέρδισε η ελπίδα
στις κάλπες.
Η ελπίδα εκείνη
δεν ήταν παρά
μέλανας ζωμός
συνοδεία λωτού.
Η Κίρκη έβγαινε στο τέλος.
ΣΠΟΝΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΙΩΠΗ
Σοφή η στερνή γλώσσα.
Πάλευε με το χρόνο και
μύρωνε την εκλεκτική αλαλία του.
Επέλεξε μια σιγανή φωτιά
να ρίξει στο ποτάμι.
Ύστερα, μια περίεργη χορδή του ανέμου
κόπηκε. Το αίμα απ’’ το δοξάρι
κύλησε στους ώμους της μέρας .
Φόρεσε σκουφί τη σιγαλιά
και βγήκε αγκαζέ με τους απάνεμους.
Κατεβαίνοντας ο πνιγηρός κόμπος
στο κουρασμένο σώμα του
ύφαινε τους ήχους της λησμονιάς.
Πέρασαν κιόλας δώδεκα φεγγάρια.
Το μνήμα έγινε κίτρινος Σεπτέμβρης!