Η Αγάθη Ρεβύθη γεννήθηκε στην Αθήνα και κατοικεί στον Δήμο Ηρακλείου Αττ. 59 έτη. Η καταγωγή της, από την Κέρκυρα & Ζάκυνθο. Είναι απόφοιτος του Τ.Ε.Ι .Π Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα ΠΕΙΡΑΙΑ, τμήμα Διοίκησης επιχειρήσεων. Εργάστηκε στην Ολυμπιακή Αεροπορία για 26 συναπτά έτη στην Οινον/κή Δ/ση με συνταξιοδότηση το 2010.
Διετέλεσε Ραδιοφωνική παραγωγός για 7 χρόνια από 2012- 2018 στον Επικοινωνία 94 fm παρουσιάζοντας θεματολογίες που άπτονται του Πολιτισμού ( Λογοτεχνία , Θέατρο , Μουσική) με εθελοντική προσφορά και τίτλους εκπομπών «Ποίηση στην εποχή της εκποίησης» «Go On» και « Εθελοντισμός – εδώ κάτι συμβαίνει» Ασχολήθηκε ενεργά στην Ομάδα Εθελοντών του Δήμου Ηρακλείου Αττικής 6 έτη. Αρθρογραφεί στο προσωπικό της peakupnews.gr (Τα προηγούμενα 7 χρόνια αρθρογραφούσε στο Filoxeniart.gr και στο Myeptanisa.gr)
Τον Μάιο του 2019 παρουσίασε την 1η ποιητική της συλλογή «Καταφύγιο Οινοθήρας» Τον Μάιο του 2020 εκδόθηκε η την 2η ποιητική της συλλογή από τις Εκδόσεις Flisvos publics «Ένα βιβλίο με κρότους» Η παρουσίαση της β΄ έκδοσης της ποιητικής αυτής συλλογής πραγματοποιήθηκε στις 15 Μάιου του 2022.
Το βιβλίο αυτό τιμήθηκε από τον Ε.ΠΟ.Κ ως το βιβλίο της χρονιάς.
Η 3η ποιητική συλλογή «Ανίκητος παλμός» είναι υπό έκδοση. Τιμήθηκε το 2019 με το Β’ Βραβείο στον Η’ Παγκόσμιο ποιητικό διαγωνισμό του Πολιτιστικού – Κοινωνικού φορέα «Αμφικτυονίας Ελληνισμού» με θέμα «Ο κόσμος μας στην θεωρία του χρόνου» Το 2020 τιμήθηκε με το Α’ Βραβείο του ίδιου φορέα. Έκτοτε έλαβε 9 τιμητικές διακρίσεις.
Είναι μέλος της AUTODIA/ Αυτοδιαχείρισης ( Στιχουργός ). Έχουν μελοποιηθεί 19 ποιήματα της, αρχής γενομένης με τον διαγωνισμό στίχου το 2012 στην ραδιοφωνική εκπομπή του αείμνηστου Γιάννη Καλαμίτση (Realfm). Το τραγούδι «Αγάπη ψυχόπονη» σε ερμηνεία του Αλέξανδρου Χατζή και μουσική σύνθεση του Σάκη Τσιλίκη. Το 2016 μελοποιήθηκαν 16 έργα της στο Εξωτερικό. Υπάρχουν στο Cd Album POETICA & Ανίκητος παλμός σε 3 γλώσσες σε Μουσική & Ερμηνεία Άλκη Πολύβιου – Αλέξανδρου Χατζή. Συμμετέχουν οι Χορωδίες Ελληνοαγγλικής Αγωγής – Πεύκης & Λυκόβρυσης. Το τελευταίο με τίτλο «Παράξενη Ζωή» σε μουσική σύνθεση Ελευθερίας Μεταξά και Δημήτρη Μπουκόνη. Ερμηνεύει η Ελευθερία Μεταξά, και ακόμα τρία που θα ακουστούν το Φθινόπωρο από γνωστούς δημιουργούς.
Είναι μέλος του Δ.Σ. της Δ.Ε.Ε.Λ (Διεθνούς Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών & καλλιτεχνών) Είναι μέλος του Ομίλου για την UNESCO Τεχνών , λόγου και Επιστημών Ελλάδος. Από το 2014 συμμετείχε και συμμετέχει σε συλλογικές ανθολογίες. Έχει πιστοποίηση δημοσιογραφίας και λογοτεχνικής δημοσιογραφίας από το Κ.Ε.Κ Infodata. Έγινε μέλος της «Ζακυνθινής Εστίας» τον Ιούνιο του 2021.
.
.
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΚΡΟΤΟΥΣ (2020)
ΚΡΑΔΑΣΜΟΣ
Η γλυκιά προσμονή της αυγής,
μοιάζει τζάμι που θέλεις να σπάσεις,
κι όμως άλλες φορές προσπαθείς,
να μην έρθει ποτέ ,
ένα χέρι να σφίξει τη γη,
το κενό να χορτάσεις
Όλα μέσα σου οπλοφορούν,
μα η σφαίρα θυμίζει αγάπη,
την σκανδάλη τραβάς της ζωής,
και ο κρότος λαβώνει θαρρείς,
τον «γνωστό» σου άγνωστο στόχο,
μιας κρυμμένης ψυχής
ΑΓΑΛΜΑΤΑΚΙΑ, ΑΜΙΛΗΤΑ, ΑΚΟΥΝΗΤΑ, ΑΓΕΛΑΣΤΑ
Τα όνειρα ας είναι γυμνά απόψε
Μουδιασμένα από την αύρα της θάλασσας,
φλογισμένα στου αέρα τον χορό,
λιασμένα με το θέλγος της αυγής.
Ελεύθερα από το βάρος της ύλης,
Ελεύθερα από το ανθρώπινο βλέμμα,
Ελεύθερα σαν την ψυχή.
Λευκά όπως τ’ αγάλματα, στατικά , δυναμικά, σοφά.
Στην αρετή μιλούν από συνήθεια
κι εκείνη γνώριμη μορφή ανταποδίδει
Αισθησιακά όπως ο Έρωτας !
Στοχάζονται με ψίθυρους καρδιάς :
Η γύμνια Φιλόξενη στο φως σου,
σμιλεμένη από δάκρυα βροχής.
Γυμνόστηθα, ανέγγιχτα, θλιμμένα,
γυρτά στο αγέρωχο πλευρό σου.
Γοφοί ταξιδεμένοι, στου φιλιού σου την Ιθάκη
Και πιο μακριά !
Εκεί που αναβλύζει το άρωμα του κρίνου!
ΝΑΥΑΓΟΣ ΣΤΗΝ ΦΩΤΙΑ ΣΟΥ
Έχεις μια θάλασσα κρυμμένη,
στης καρδιάς μου τον έρημο δρόμο,
την κοιτώ, την ρωτώ, μα σωπαίνει,
κάθε κύμα πονά, κάθε κύμα πεθαίνει,
στης αγάπης τον άγραφο νόμο
Μην μου λες καληνύχτα ,
την αυγή που υπόσχεται μέρα,
ένας ήλιος χορεύει αντρίκια ,
με στροφές ξεγελά τον αγέρα,
ψάχνει τρόπους να σου πει καλημέρα
Να μου πεις, να σου πω, να χαθούμε,
στο ταξίδι που ο χάρτης το ξέγραψε,
Ένα βήμα εγώ, ένα βήμα εσύ, κ
αι ο χάρτης χαράζει ψυχή
Μην μου λες πως ο χρόνος γερνάει,
έχει άσπρα φτερά να μην φαίνεται,
ολισθαίνει στο φως, και το κάνει ζωή
γυρισμός Φιλομήλας, στη νιότη την πρώτη
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΚΟΥΕΙ ΦΩΝΕΣ. ΘΕΛΕΙΣ Ν’ ΑΚΟΥΣΕΙΣ ;
Νίφτηκε με το σύννεφο, και άκουγε το ψιλόβροχο της βροχής
Κούρνιασε στα πούπουλα, και άκουγε το κελάηδισμα των πουλιών Κρεμάστηκε από τ’ άστρα, και άκουγε το τραγούδι του φεγγαριού
Μάτωσε στ’ αγκάθια, και άκουγε την τριανταφυλλιά να κοιλοπονά
Περπάτησε στην θάλασσα, και άκουγε τα κρυμμένα μυστικά της
Αγάπησε τους ανθρώπους, και άκουγε την φωνή του να γλυκαίνει
Σκοτώθηκε στην έκρηξη συναισθημάτων, και άκουγε την φωτιά να βογκά Πέταξε στους ουρανούς, και άκουγε τους λυγμούς της ψυχής του
Τίποτα δεν στάθηκε ικανό να σιγήσει τον κτύπο της καρδιάς του!
Τίποτα ακούς;
ΩΡΑ : «Σ’ ΑΓΑΠΩ ΑΚΡΙΒΩΣ»
Χαράκωσε η λεπίδα της λογικής,
την γλυκιά απελπισία του πόθου,
με το χέρι ζεστό ακόμα απ’ το άγγιγμα,
κλείδωσε τα χτυποκάρδια στους δείκτες,
σ’ ένα ρολόι που αρνήθηκε την ιδιότητα του
Η ώρα ήταν : «Σ’ αγαπώ ακριβώς»
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΙ
Ο συλλογισμός της μέρας, διακτινίστηκε αμφίδρομα.
Χτένισε την επιμελώς ατημέλητη μνήμη του παρελθόντος ,
έτσι για να δείξει επιείκεια στην διάθεση του αγέρα ,
που κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να τιθασεύσει …
Κι όμως ένα γλυκό χαμόγελο του ήλιου
έμελε να γεφυρώσει το αύριο με τον άνεμο,
ούριο πια, να χαϊδεύει τα απάτητα , αφίλητα χλωμά μάγουλα
Ο συλλογισμός συνέχισε το ταξίδι του,
στις ατέλειωτες ώρες των μοναχικών,
μαζί με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί,
και μια μελωδία, που μόνο εκείνοι
ξέρουν να αποκωδικοποιούν
στις παύσεις της σιωπής τους!
ΚΥΡΑ ΜΟΥ
Σ’ έβλεπα ολημερίς να σαρώνεις, τις μπουγάδες ν’ απλώνεις, να μπαλώνεις, να ζυμώνεις, να φουρνίζεις … Σε θυμάμαι κυρά μου να κοιτάς συχνά την κότα δίπλα στο φώλι και να χαίρεσαι που ερχόταν σε λίγο το αυγό Εσύ ήσουν που φώναζες την γειτόνισσα από το παραθύρι κι ακουγόσουν στο διπλανό χωριό … Εσύ ήσουν που γέννησες 6 παιδιά στο χωράφι, και μετά από λίγες ώρες φρόντιζες ξανά για όλα , ενώ οι συγχωριανοί έδιναν τα συχαρίκια στον άνδρα σου Δεν είχες και πολλά … λίγα κι ολότελα ένα καλύβι που μοσχοβολούσε πάστρα και μια αυλή με γλάστρες κάθε εποχής Όλη η περιουσία σου τα παιδιά σου, που σε τιμούσαν καθώς το βράδυ έπεφτες να κοιμηθείς αποκαμωμένη, εκείνα διάβαζαν να σε κάνουν περήφανη, βρίσκοντας το καθένα τον δικό του δρόμο , έντιμο, αντάξιο της φαμίλιας που ποτέ δεν πρόδωσαν. Και πέρασαν τα χρόνια , γέρασες ήσουν μόλις 60 … η κούραση φαινόταν χαραγμένη στο ρυτιδωμένο πρόσωπο σου , τα πόδια σου σε εγκατέλειπαν σιγά – σιγά , όμως στηριζόσουν στο χέρι του αγαπημένου σου γέροντα … Εκείνου που σου τραγουδούσε «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» Πέρασε σχεδόν ένας αιώνας και … λησμόνησα να σου πω :
Πόσο Σ’ αγαπώ κυρά μου!
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ ΤΟΥ «ΠΕΛΕΚΑ»
Εδώ, μόνο εδώ, όταν ο ήλιος ρίχνει την τελευταία του χρυσή ματιά,
δυο κύματα καρδιοχτυπούν… Κανείς δεν τα βλέπει,
κανείς δεν τ’ ακούει, χάνονται για πάντα στον βυθό.
.
ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΟΙΝΟΘΗΡΑΣ (2019)
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ανάμεσα στο φως,
της μελαγχολικής χαραμάδας,
εσύ, προβάλεις πάντα,
ως μυστηριώδης απελπισία
του έρωτα, και ταξιδεύεις στα φτερά
του αιώνιου ανεκπλήρωτου.
Στέκεις πάντα εκεί επιβλητική.
Ξέρεις να έρχεσαι, όταν δεν έρχεσαι,
Ξέρεις να φεύγεις, όταν δεν φεύγεις…
Κρατάς το κλειδί του μυαλού μου,
που γίνεται κόκκινο σαν θύελλα του πάθους.
Εσύ γυναίκα της φωτιάς περπατάς ενίοτε στην
επιφάνεια του νερού για να μην μπορεί
κανείς να σε φιλήσει!
ΔΩΣΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΟΥ
«Ερμηνεία Αλέξανδρος Χατζής» (Αφιερωμένο στον Εθελοντισμό) μελοποιημένο
Στο χέρι μου κρατώ μια σπίθα
για να στη δώσω μη σου λείψει,
κι όταν μου φώναξες βοήθεια
η φλόγα έφτασε στα ύψη …
Το ένα χέρι γέννησε εκατό
ο πόνος γλύκανε με τ΄ άγγιγμά σου,
τα δάχτυλα που μέτρησα ζητώ,
μ΄ αυτά να γράψω θέλω τ΄ όνομά σου
Νιώσε στοργή νιώσε χαρά
ψηλά στα άστρα το κεφάλι,
θεριό η αγάπη που νικά
τη φτώχεια την ανίκητη και πάλι …
Θα΄ μαι ο ίσκιος σου στην αντηλιά,
παλτό στους ώμους το χειμώνα,
εγώ θα λύσω απ΄ το λαιμό σου τη θηλιά
να ζήσεις σαν ένας .. άνθρωπος ακόμα
Δώσε μου το χέρι σου
και σφίξε το δικό μου,
με ελπίδα να χαράξουμε το χάρτη,
και το δίκιο που προστάζει η αγάπη
ΜΑΜΑ …ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ
Θηλάζω ακόμα τις στιγμές ,
τροφή στην ψυχή μου ρουφάω ,
απόθεμα έχω για δυο ζωές ,
Εσύ που μου σπούδασες
πως γίνεται σαν ζωγραφιές ,
όλα μνήμες του χτες …
να μπορώ μέσα απ’ τα μάτια σου
να τ’ αγαπάω !!
ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ
Νοσταλγοί του αύριο ,ουτοπία!
Aρκεί σ’ ένα παράθυρο που βλέπει σε κήπο,
να ξεχαστεί το βλέμμα, στο τριαντάφυλλο
που συρρικνώνει το άνθος του!
Νοσταλγοί του αύριο, όνειρο!
Σήμερα ,τώρα , δεν κοιτάμε το ρολόι
αυτό δείχνει ότι πρέπει,
προσχεδιασμένος μηχανισμός
για να συγκρίνουμε τη στημένη ζωή
Είμαστε νοσταλγοί,
Όταν ταυτιζόμαστε στη σκιά
του αγάλματος;
Πόσο στ’ αλήθεια μοιάζουμε!
Με της ψυχής μας τα μάτια
έχουμε πάντα, την ίδια θέα.
Κι δυο μας μια ιστορία ένα όνομα ,
μια παλαιότητα,
τα αποκαλυπτήρια με τιμή
και δόξα … ώρες γιορτής !!
ΕΤΣΙ ΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΚΛΑΔΙΑ
Μια φωτοστιβάδα κρυφοκοιτά,
δυο αγκαλιασμένα κλαδιά,
παγωμένα στο πέρασμα του αγέρα.
Κάπου είχαν διαβάσει πως δυο κορμιά
ζεσταίνονται σαν κρατηθούν σφικτά.
Η λεπτή σιλουέτα τους, αφήνει εκείνο
το κενό που ο ήλιος αδιάκριτα τρυπώνει
την ώρα της αγάπης.
Η καρδιά τους γρήγορα πάλλεται,
να αποδιώξει τον ενοχλητικό μουσαφίρη.
Με το δειλινό τα χείλη τους γέρνουν κοντά,
και οι ελπιδοφόρες σκέψεις τους υπόσχεση
δίνουν, καθώς αραιά και που, κόμποι
αναγέννησης μαρτυρούν το θείο δώρο
της Άνοιξης.
« Ήταν τόσο γλυκό το όνειρο απόψε!
Η νοσταλγία δρόσισε το ξημέρωμα
το ερωτικό τους παιχνίδι κάτω από
το ξαφνικό ψιλόβροχο της αυγής »
Έτσι γεννιούνται όλα τα πλάσματα
του σύμπαντος σαν η αγάπη βρεθεί
ΟΥΔΕΝ ΚΑΚΟ ΑΜΙΓΕΣ ΚΑΛΟΥ…
Στην αρχή, έκλεψες ένα βλέμμα μου
Μα κι αν το ζητούσες ευγενικά,
θα ήταν ήδη αργά για να μην στο δώσω
Στην πορεία, έκλεψες την σκέψη μου
Μα κι αν την ζητούσες διακριτικά,
εκείνη άρχισε να εργάζεται εκούσια
Αργότερα, έκλεψες τον σεβασμό μου
Είναι εκείνος που δεν χρειάζεται να τον ζητήσεις
Τον έχεις γιατί τον δικαιούσαι, τον αξίζεις
Στο τέλος, έκλεψες την ηλικία μου
Δεν χρειάστηκε τίποτα να κάνεις
Είχες τον τρόπο σου για να νιώσω παιδί
Έκλεψα κι εγώ σήμερα τη βροχή …στην χαρίζω!
Θα έκανα τα πάντα για να εξαφανίσω τα σύννεφα
.
ΑΝΙΚΗΤΟΣ ΠΑΛΜΟΣ
(Υπό έκδοση)
ΛΕΡΝΑΙΑ ΥΔΡΑ
( Αφιερωμένο στην κακοποίηση των γυναικών )
Σε νιώθω να κοιμάσαι, πάνω στα μαραμένα τριαντάφυλλα,
αυτά, τα νεογνά μπουμπούκια που ακόμα μοσχομυρίζουν ζωή!
Είναι τα όνειρα γλυκά, χαραγμένα στο μάρμαρο,
ένα ταξίδι που ήθελες και λαχταρούσες, ζωγραφισμένο από καιρό
στο σπινθηροβόλο βλέμμα σου, στα βελούδινα μάγουλα,
στο τελευταίο σου χαμόγελο!
Και θέλεις τόσο, να σου πω τα νέα! με ρωτάς για εκείνη την πέτρα
που έμεινε για πάντα στον λαιμό σου, και απορείς πως είναι
δυνατόν το τραγούδι σου να τυλίγεται γύρω από τα ουράνια σώματα
και ο κόσμος, ο δικός σου, ο δικός μου, όλος αυτός ο κόσμος να μην ριγεί !
Όμως ο ήλιος μίκρυνε την ώρα του αποχαιρετισμού…
ξέρεις γιατί ;… γιατί έτσι συμβαίνει όταν ο θάνατος έρχεται βίαια,
όταν αποχαιρετισμός δεν υπάρχει… Μόνο τα παιδιά μπορούν κάποτε
να αλλάξουν την γνώριμη περπατημένη, αγγίζοντας κάθε ανάμνηση,
το αχνό φως της ανατολής, τα χρώματα που έχουν αποτυπωθεί
ανεξίτηλα στην καρδιά τους!
Ίσως κάποτε τα αποκωδικοποιήσουν προσπαθώντας να μάθουν όλα τα «γιατί»
και να φτιάξουν πύργους δικαιοσύνης στην θάλασσα, που καθώς θα φουρτουνιάζει ,
ο φάρος θα φέρνει πίσω τις ψυχές που δεν πρόλαβαν να ταξιδέψουν …Κάθε συνάντηση και μια νίκη!
Βλέπεις οι λέξεις δεν ανταποκρίνονται πια στην αλήθεια τους.
Ερειπωμένες σέρνονται από τα μάτια των αδιάφορων,
αόρατες και πληγωμένες ψάχνουν το νόημα τους
στα θολά μάτια των ανθρωπόμορφων όντων…
Υπάρχει μια λέξη που δεν την έχω αναφέρει μέχρι τώρα …
γιατί δεν της αξίζει πια,
είναι μια λέξη που την χρησιμοποιούν συχνά,
μάλλον είναι της μόδας, γιατί κάθε τόσο ντύνονται με αυτήν
για να μεσιτέψει σε ευτελή κίνητρα, να φανεί σπουδαία η ζωή,
μα στην πράξη άδεια …
Ουρλιάζουν οι αριθμοί, υπεράριθμες οι σελίδες,
ένα βιβλίο δακρύζει στο ράφι!
Είναι η μεγαλύτερη ντροπή
να μην μπορείς να κατονομάσεις με ρήματα την « Αγάπη »
Να μην μπορείς να αλλάξεις τον ρου, λες και έρχεται
πάλι η Λερναία Ύδρα, το μυθικό τέρας με τα εννιά κεφάλια
και δαγκώνει όλο το σύμπαν, καθώς σήμερα αυτά τα κεφάλια
έγιναν χιλιάδες , και δεν υπάρχει ούτε ένας ήρωας ένας «Ηρακλής»
ΤΟΛΜΩ
Μονάχος , σαν άλλος, που ζει με το χθες,
αντίδοτο φτιάχνω, γιατρικό από νάμα,
με λίγο, ανέσπερο φως για πληγές,
Τολμώ,
να βλέπω στ’ όνειρο του Αγίου το θαύμα
Λειψές οι φτερούγες, κι όμως πετώ,
στου ήλιου την δύση ως το ξημέρωμα,
τις ξόβεργες νιώθω, μα τις συγχωρώ,
Τολμώ,
αγάπη να γίνομαι μετά το μαχαίρωμα
Μονάχος τολμώ,
με ένοχο θάρρος να ψάχνω Θεό,
η γη ναρκοπέδιο, επάνω πατώ,
Τολμώ,
το κακό να ξορκίζω, κρατώντας καλό
Μονάχος τολμώ,
στο χάος του κόσμου να λέω ότι ζω,
η οργή να με δέρνει, σ’ ό,τι άδικο μένει κρυφό,
γιατί , κόσμος είμαι κι εγώ,
αβρός, αφανής… Πόσο μοιάζω δειλός!
Φίλημα Ανατολής σε δακρυσμένα χείλη,
λίγο πριν , λίγο μετά , σ’ ένα στερνό αντίο,
που πάλεψε να κρατηθεί μέχρι την ύστατη στιγμή
Αντίο της ψυχής μου πόνε !
Είναι φορές που δεν μιλούν οι δυνατοί
μόνο σπαράζουν την αυγή !
Είναι και άλλοι , είναι … πολλοί ,
που ζουν μονάχοι, στης πληγής τους… το γιατί.
Φίλημα θέλουν κι αυτοί σαν πίκρα πήραν στη ζωή.
Τους συναντάς σε κάποια άκρη δίχως φως,
να φτιάχνουν φως απ’ την αρχή !
Με εισιτήριο στην γη ληγμένο,
στον ουρανό κοιτούν, ψηλά, το όνειρο που’ ναι χαμένο!
Μα , κάποιο χέρι πιο σφικτά κρατούν , στο πουθενά
του κόσμου , μην φοβηθούν το πέσιμο του ήλιου
Μαζέψαμε τα σκοτάδια, φτιαγμένα από σιωπές,
κι ένα κερί ανάψαμε , να ακουστεί η ζωή
Μαζέψαμε τους λίθους που κομμάτιαζαν
κάθε αλήθεια, του σταυρού το άγιασμα
Μαζέψαμε της μάνας τ’ ασπροκέντια
κρυμμένα στο μπαούλο, στον ήλιο τ΄ απλώσαμε
Μαζέψαμε του τυφλού τις εικόνες,
που έδιωχναν το φόβο στ’ αμέριμνα παιδιά
Κανείς δεν νοιάζεται τι μαζέψαμε…
Στα γκρεμισμένα ο άνθρωπος σωπαίνει
Στα κτισμένα ο άνθρωπος φλυαρεί
Και είναι η ψυχή αλλοίμονο! του κόσμου φαμελιά
ΛΑΤΡΕΥΩ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ ΣΟΥ
Όταν σε θωρώ να χαμογελάς, μ’ αυτό το αληθινό και ανεπιτήδευτο,
το πηγαίο σου γέλιο, χρωματίζεται όλος ο κόσμος μου, με το κόκκινο της καλοσύνης σου,
ενωμένο με το κίτρινο , ιριδίζον του ήλιου!
Σε νιώθω να σκέφτεσαι, βουτάω στο ανήσυχο μενεξεδί βλέμμα σου!
Ω! πόσο θα ήθελα να βρεθώ στους εμπριμέ συνειρμούς του μυαλού σου!
Ακόμα και στην σιωπή σου, συνομιλώ με την ατάραχη μορφή σου…
Κι έρχεται απρόσκλητα, το ατέλειωτο ροζ των τριαντάφυλλων της νιότης σου!
Κι όμως, εκείνα τα σουβλερά αγκάθια τους , σαν σκουριασμένες πρόκες
τρυπάνε την καρδιά μου. Άραγε τι χρώμα να έχουν τα βασανισμένα σου χρόνια ;
Κοιτάς απ’ το παράθυρο την θάλασσα , ταξιδεύεις νοερά . Χάνεσαι στο γαλάζιο της!
Που, και που, θαυμάζεις τους μωβ μίσχους της λυγαριάς μέχρι το απόγευμα,
όταν αγριεύουν τα κύματα και παίρνει αυτό το γκριζοπράσινο χρώμα.
Τότε φέρνω στα μάτια μου το ασημί της πανσελήνου.
Εκεί, ονειρεύομαι να χρωματίσω κάποτε την ευγένεια σου με πορτοκαλί,
την αφθονία των συναισθημάτων σου με εκείνη την φωτεινή απόχρωση του σμαραγδί.
Με λίγο ροδί την αέναη άυλη δύναμη σου. Σε αυτό το φεγγάρι θα αφήσω
απόψε το κόκκινο του ρουμπινιού από την ψυχή μου,
θέλοντας να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου, για όσα με δίδαξες, για την πελώρια αγκαλιά σου… συνώνυμη
με την στοργική σου μήτρα όταν με κυοφορούσες .
Σ’ ένα κόσμο αβέβαιο και μάταιο, όλα μας τα χρώματα αποδεικνύουν ότι
η ομορφιά βρίσκεται στην αγάπη και είναι η μοναδική φορά που ξέρω
ότι το «ποτέ» και το «πάντα» θα το λέω και θα το εννοώ με φόντο τις 20 αποχρώσεις
του πράσινου της ελπίδας και της αισιοδοξίας.
Ίσως κάποτε Μαμά, να συναντήσουμε, να αξιωθούμε το λευκό
κρίνο της Παναγίας!
ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΖΩΗ
(μελοποιημένο)
Είπα να ξεχαστώ,
σε μια αυλή απ’ τα παλιά,
άσπρα γαρύφαλλα του ήλιου,
κόκκινα φύλλα του βοριά
Είπα να θυμηθώ,
ένα παιγνίδι, μια κοπάνα,
τότε που ήμασταν παιδιά,
χώματα, πέτρες και μια μπάλα,
από ρετάλια και πανιά
Παράξενη που είναι η ζωή,
παράξενος κι ο άνθρωπος,
αετός απελπισμένος,
πίνει νερό γονατιστός
στα σύννεφα κρυμμένος
παράξενα κλαίνε τα μωρά,
σαν νιώθουν την ορφάνια
χιλιάδες στόματα κλειστά,
ξεχνούν την περηφάνια
ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ
Διάχυτο φως, αίγλης λυγμός,
σεπτή πεθυμιά, ντύνεται γύμνια,
κι όλα αρχίζουν, κι όλα τελειώνουν,
πάλι με φως!
Ένα γυαλί όλη η γη,
χρώμα δεν έχει ούτε υφή,
μόνο κομμάτια, θρύψαλα σκόνη,
βγαίνει ο ήλιος, τα φτιάχνει ψυχή,
μυστική συμφωνία,
στα μάτια που βλέπουν μια άλλη ζωή
Ξοδεμένο λιμάνι,
οι μνήμες νωπές, αγέρας
φέρνει απρόσμενα ζέστη απ’ το χτες…
Έρωτας είναι, ίσως κι αγάπη
άσπρο το πέπλο του στολισμένο μυρτιές!
Μη φεύγεις, ο κόσμος μου γεμίζει σκιές,
πλατύστερνο σύμπαν, τα μάτια σου θάλασσες…
ξεβράζει καρδιές,
Μην φεύγεις βουλιάζω, το έρεβος βλέπω
στο βάθος του νου,
Κι όλα αρχίζουν, κι όλα τελειώνουν
χωρίς ενοχές…
Στο φως θ’ ανταμώσουμε ξανά αν το θες!
ΕΙΡΗΝΗ
Καθώς σ’ αναζητώ,
Σαν απαρχή απ’ τα παλιά, ως η « γλυκεία » νύφη,
καθώς σιγοψιθύριζες τ’ άσμα του υμεναίου,
με αίμα βάφτηκε το νυφικό, σκληρά λαβώθηκες,
μύρια παιδιά κρυφτήκανε στου πέπλου σου την χάρη,
να μην φοβούνται την φωτιά, τα μάτια και η ψυχή τους
Κάθε που πεθαίνεις, μαύρες καρδιές το θαύμα καρτερούν,
σαν σε γιορτή τον ήλιο προσκαλούνε,
που’ χει σπαράξει απ’ την οσμή της σάρκας στο γιαπί,
μια υποψία που φορά ελπίδα ευλογημένη,
να’ ρθεις ξανά σαν το πουλί που κελαηδά τον ερχομό
της Άνοιξης για πάντα!
Καθώς σ’ αναζητώ, στις στάχτες ψάχνω, εκείνα
τα χέρια τα πολλά, που με καρφιά γκρεμίσανε πατρίδες,
θαρρείς και Φύτευαν καιρό, σπόρους θανάτου & απονιάς
ξεριζωμού και ξενιτιάς, ανθρώπινοι παράγραφοι,
ψιλά, και όχι γράμματα, που υπέγραφες και είδες
Αναζητώντας σε, θέλεις το βλέμμα σου ψηλά να κοκαλώσεις,
θες να φωνάξεις στον Θεό, που πήγε το γαλάζιο,
το περιστέρι το λευκό, ο ύμνος που με δάκρυα καυτά,
χαρά θε να σημάνει, παρηγοριά, που είσαι να μερώσεις;
Εσύ του Δία κόρη, Ειρήνη σ’ ονομάσανε, θεά Ευδαιμονία,
απέραντη και σπλαχνική, φωτός ελευθερία,
έχεις καρδιά μεσ’ το μυαλό, οστά μεσ’ τα φτερά σου,
καθώς οι δόλιοι οι λαοί, τους τάφους τους μετράνε,
περιστεράκια μια σταλιά φωνάζουν τ’ όνομα σου!
Ε Ι Ρ Η Ν Η
.
.
.
.