Ο Χρήστος Τζιώκος γεννήθηκε το 1968 στην τότε Δυτική Γερμανία και η καταγωγή του είναι από τα Γρεβενά. Μεγάλωσε και ζει στη Θεσσαλονίκη όπου και εργάζεται στον χώρο του βιβλίου. Είναι η «φωνή» των Λώλαμα και μέλος της Performance Φτωχός Project.
Από τις εκδόσεις University Studio Press κυκλοφορούν:
Ο δερμάτινος άνθρωπος (2009)
Ανάσα από τη φτερούγα ενός σπουργίτη (2012)
Ο φτωχός (2014)
Ακτηνογραφία (2016)
Στο κάτω μέρος των ανθρώπων (2021)
Λεωφορείο (2021)
.
.
ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ (2021)
Χειρολαβές
ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Έσφιξα τα κορδόνια μου
άνοιξα την εξώπορτα
και βρέθηκα στο δρόμο.
Σήμερα θα αγοράσω
ένα λεωφορείο.
Με δόσεις, μέχρι να πεθάνω
θα το έχω ξεπληρώσει.
Από βδομάδα, μου είπαν,
θα το έχω στα χέρια μου.
Κάθε πρωί και
κάθε μεσημέρι
που επιστρέφω,
θα έχω μια μεγάλη παρέα από
άγνωστους
αμίλητους
επιβάτες
και θα πηγαινοέρχομαι
στην ίδια διαδρομή.
ΟΝΕΙΡΑ
Η διαδρομή
ήταν η συνηθισμένη
επτά στάσεις
ατελείωτες
μόνο που αντί για επιβάτες
είχε ψάρια
που πηγαινοέρχονταν
ασταμάτητα
και αντί για τοπία
από τα παράθυρα
ξεχείλιζαν
όνειρα.
ΔΙΑΠΕΡΑΣΤΙΚΑ
Βγαίνεις στο δρόμο
περπατάς γρήγορα
μια στο πεζοδρόμιο,
μια στο δρόμο·
κάπου κάπου ανάμεσα
μπροστά σου σε καρφώνουν
διαπεραστικά βλέμματα
από διαπεραστικούς περαστικούς.
Μπροστά σου
μια στάση λεωφορείου
μένεις ακίνητος και περιμένεις…
περιμένεις.
ΣΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ
Σήμερα είναι μια άλλη μέρα
ξεντύνομαι
αφήνω τα ρούχα στο σπίτι μου
κλειδώνω
βγαίνω στο δρόμο
είμαι γυμνός
είμαι ολόγυμνος
περπατώ γρήγορα
κατευθύνομαι προς τη στάση
του λεωφορείου
κάθομαι στο παγκάκι
και περιμένω…
Η στάση του λεωφορείου
είναι το σπίτι μου
ένα σπίτι ανοιχτό και φιλόξενο
γεμάτο ανθρώπους.
Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΜΟΥ
Όρθιο στη στάση
με περιμένει το λεωφορείο
έχει καύσωνα.
Κάθε φορά που με πλησιάζει
εξαφανίζομαι.
Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ
Όρθιος στη στάση
περιμένω το λεωφορείο
έχει καύσωνα.
Κάθε φορά που με πλησιάζει
εξαφανίζεται.
ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΦΕΥΓΩ
Σιωπή σήμερα
κρατήθηκα σε χειρολαβή,
όλο το καλοκαίρι κρατιέμαι,
το λεωφορείο ακίνητο,
δε λέει να φύγει
μένει εδώ, σιωπηλό
ενώ η πόλη τρέχει
γρήγορα
γρηγορότερα
περνούν οι δρόμοι
στα παράθυρά του
στα μάτια μου
μπροστά.
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Κατεβαίνω από το λεωφορείο
μπροστά μου βρίσκεται η στάση
η ίδια στάση,
το ίδιο παγκάκι,
η ίδια διαφήμιση,
το ίδιο νούμερο γραμμένο ψηλά,
οι ίδιοι άνθρωποι
που χρόνια τώρα
περιμένουν
αλλά δεν επιβιβάζονται,
μόνο περιμένουν…
Περιμένουν
το επόμενο λεωφορείο.
Πάντα.
Κάθε φορά
το επόμενο.
ΤΟ ΕΥΜΕΤΑΒΛΗΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Το δικό μου λεωφορείο αναπνέει·
η διάθεσή του είναι ευμετάβλητη·
άλλες φορές από ρουτίνα
άλλες φορές από θυμό.
Είναι μέρες που έρχεται να με πάρει
και δεν ανοίγει τις πόρτες του,
ενώ, άλλες μέρες,
όταν είναι χαρούμενο,
συνήθως για κάποιον αδιάφορο λόγο,
γεμίζει τη ζορισμένη μου ψυχή
με καλοπροαίρετους ανθρώπους
και με πολλές-ζεστές ακτίνες
του μακρινού ήλιου.
ΦΟΒΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Σήμερα φοβάμαι λιγάκι…
Σήμερα φοβάμαι να βγω.
Το λεωφορείο με τρομάζει.
Έφτασα μέχρι την εξώπορτα
έντεκα φορές
και δώδεκα φορές γύρισα πίσω
στο δωμάτιο.
Θα μείνω στο δωμάτιο.
Σήμερα.
ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΟΣ
Μετέωρος
για μια στιγμή
να μπω μέσα του
ή να κοιτώ μέσα του,
προτίμησα εκείνο το βράδυ
να μείνω μέσα μου.
ΑΝΟΙΓΩ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ
Είναι πρωί
μα ακόμη κοιμάμαι
σηκώνομαι
μα ακόμα κοιμάμαι
ξεντύνομαι – ντύνομαι – ξεντύνομαι
βγαίνω στο δρόμο γυμνός
ένα λεωφορείο τρέχει να με προλάβει
με προλαβαίνει
του ανοίγω και μπαίνει μέσα μου
δεν μιλάω με κανέναν
μόνο κοιτάω, κοιτάω, κοιτάω
και μετά
ανοίγομαι·
ανοίγω την ψυχή μου
και τη δείχνω σε όλους τους επιβάτες·
κλείνονται·
κλείνουν την ψυχή τους
κλείνουν τα μάτια τους.
Νιώθω
χειρότερα από πριν
και μετά καλύτερα.
ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΜΕΣΑ ΣΕ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Κάνω και, σήμερα τη διαδρομή,
που πάντα κάνω·
βγαίνω από το σπίτι
ανοίγω την πόρτα μου
μπαίνουν -μέσα μου-
βγαίνουν -από μέσα μου-
ανεβοκατεβαίνουν μέσα μου,
συνέχεια,
η χαρά, η λύπη, η βαρεμάρα, η αγωνία,
η προσδοκία, η παραίτηση, η ρουτίνα
και εκείνο το άγνωστο πρόσωπο.
Το άγνωστο πρόσωπο;
Κατευθύνομαι στη στάση του λεωφορείου.
Μπαίνω μέσα του.
Βγαίνω από μέσα μου.
Είμαι ένα λεωφορείο
που ταξιδεύει μέσα σ’ ένα λεωφορείο.
ΣΤΑΧΥ
Και ξαφνικά το λεωφορείο
σταμάτησε
άνοιξαν οι πόρτες
και βρέθηκα σ’ ένα τοπίο
με στάχυα και σύννεφα
κι ένα αεράκι που φυσούσε απαλά
μου πήρε όλη την απογοήτευση
που ένιωθα και
την έδιωξε μακριά
και ήρθε μια στιγμή
που ενώθηκα με το τοπίο,
έγινα στάχυ
κι άφησα τον αέρα
να με πηγαίνει
πέρα δώθε
μέχρι που σιγά σιγά
όλο το φως έφυγε
και με τύλιξε απαλά
η δροσιά της νύχτας.
.
ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΜΕΡΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ (2021)
ΠΕΦΤΩ, ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΑΤΩ
Ανοίγω τα μάτια μου
γύρω μου όλα όπως χθες
ντύνομαι με χθεσινά ρούχα
δένω σφιχτά τα κορδόνια μου,
γρήγορα, έχω αργήσει
και βιάζομαι πολύ,
βγαίνω έξω στο δρόμο
κάνω ένα βήμα, δύο βήματα
σταματώ και στέκομαι ακίνητος
περισσότερο από όσο πρέπει.
Αφήνω ελεύθερο
το σώμα μου
να πέσει απαλά κάτω
στο πεζοδρόμιο
μπρούμυτα
με το πρόσωπο στο πλάι
με τα μάτια κλειστά.
[σταμάτησαν όλα απότομα, ξαφνικά, ακαριαία ]
ΖΕΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
Σήμερα ξύπνησα αργά
θαλπωρή ατελείωτη
τύλιξε τον ύπνο μου.
Κοιμήθηκα βαθιά
και όταν πια
πέρασε η ώρα και
τα μάτια μου
επιτέλους άνοιξαν
μια πολύ απαλή,
ζεστή βροχή
με τύλιξε.
Άχνιζε σαν αποβλάκωση.
Έμεινα εκεί
ώρα πολλή
να βρέχομαι
και να νιώθω
το κάτω μέρος των ανθρώπων,
σπίτι μου.
Σπίτι.
ΟΥΡΑΝΟΣ
Σήμερα ήταν μια ήσυχη μέρα
έγειρα το κεφάλι μου στον ουρανό
και κοιτούσα τα σύννεφα
που περνούσαν βιαστικά
από πάνω μου.
Κανείς δεν μ’ ενόχλησε
οι ώρες κυλούσαν πολύ αργά
και κάποια στιγμή
ένα μικρό πουλάκι
με πέρασε για δέντρο
και κάθισε για λίγο
πάνω μου,
έτσι για παρέα.
Ξάπλωσε κι αυτό ανάσκελα,
πάνω μου,
και είμαι σίγουρος
πως κοιτούσε, κι αυτό, τον ουρανό
και τα σύννεφα που περνούσαν βιαστικά.
ΜΑΤΙΑ ΚΛΕΙΣΤΑ
Αφήνω
τις σκέψεις μου να φεύγουν,
τα δάκρυα να κυλούν,
το μυαλό μου άδειο,
τα λόγια στα αυτιά μου
να φεύγουν γρήγορα.
Κλείνω τα μάτια μου.
Αφήνω
έξω το φως
δεν παρακολουθώ πια
τις συσπάσεις του κόσμου,
αφήνομαι
στη βαρύτητα ιερογλυφικών σχέσεων
που άλλο θέλουν να πουν
και άλλο λένε,
πάντα κάτι άλλο εννοούν
ποτέ αυτό.
Κλείνω τα μάτια μου.
ΧΤΥΠΗΜΑ
Σε μια καρέκλα το σώμα μου·
απλώνω το χέρι μου
και πίνω μια γουλιά θάλασσα·
την παρατηρώ εδώ και ώρα
σταμάτησε να πηγαινοέρχεται·
σαν να κρατάει την ανάσα της·
και η αύρα, κι αυτή σταμάτησε
σαν να πρόκειται κάτι δύσκολο να συμβεί·
κρατάω την αναπνοή μου
μη φύγει.
Λίγο πριν το χτύπημα
όλα για λίγο σταματούν
κι αφουγκράζονται.
Ο ΚΟΣΜΟΣ
Ο κόσμος ξετυλίγεται μπροστά μου
έτσι όπως είναι
χωρίς φτιασίδια
με τα δέντρα του,
με τα νερά του,
με τις κορυφογραμμές του,
με τα σύννεφα να με προσπερνούν,
με τα κοφτερά του δόντια
που μου τα μπήγει στο δέρμα
και μου κόβει τις σάρκες
και μ’ αφήνει έρημο στην έρημο
με τα κόκαλα να φαίνονται,
άσπρα, κοκαλένια,
να λαμποκοπούν στον ήλιο
να καίγομαι και να κοιτώ.
ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΠΕΦΤΩ
Από μικρό παιδί
θυμάμαι τη γεύση
από βρεγμένο χώμα
να γεμίζει το στόμα μου
κάθε φορά που έπεφτα.
Τη θυμάμαι όμως
ακόμη πιο έντονα
!
όταν με τις παλάμες μου
έσπρωχνα τη γη
κάθε φορά που σηκωνόμουν.
ΦΥΤΡΩΝΟΥΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΜΕΡΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ;
Εδώ
στο σημείο που βρίσκομαι
ξαπλωμένος, ακίνητος
εδώ και μέρες ατέλειωτες, βδομάδες, μήνες
στο κάτω μέρος των ανθρώπων,
ήσυχος, παρατηρώ
να συμβαίνουν ιδιαίτερα και περίεργα
πράγματα:
φυτρώνουν λουλούδια
[ άλλα μυρίζουν όμορφα,
άλλα δεν μυρίζουν καθόλου ]
πέφτουν αστέρια
[και τη μέρα και τη νύχτα]
κυλούν δάκρυα
[ από τα μάτια και των ανθρώπων και
των ζώων ]
είναι ξαπλωμένοι κάτω
κι άλλοι άνθρωποι
[ πολλοί]
[ τόσον καιρό, που ήμουν όρθιος,
δεν τους είχα αντιληφθεί
τους προσπερνούσα,
τους πατούσα το κεφάλι,
σκόνταφτα πάνω τους
τώρα τους βλέπω, κάτω,
ξαπλωμένους δίπλα μου,
να σέρνονται ακίνητοι ]
Τα περαστικά σκυλιά
στέκονται για λίγο
με μυρίζουν και
μου γλείφουν το πρόσωπο
τότε νιώθω αγάπη να με τυλίγει
και να μου δίνει λίγη δύναμη
για ν’ αντέχω
εδώ, κάτω,
στο κάτω μέρος των ανθρώπων.
ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΣΠΑΡΤΑΡΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
Σήμερα
στο κάτω μέρος των ανθρώπων
καθώς ήμουν ξαπλωμένος
και τίποτε δεν τάραζε την ησυχία μου
εδώ και μέρες, εδώ και αιώνες
δίπλα μου κάποιος
άρχισε να σπαρταρά.
Στην αρχή νόμισα
πως ξεψυχούσε από έρωτα·
μετά νόμισα
πως ξεψυχούσε από μαχαίρι
και φοβήθηκα πολύ.
Τελικά σπαρταρούσε
γιατί ήταν ανήμπορος·
τον αγκάλιασα και τον κράτησα εκεί
στο κάτω μέρος των ανθρώπων
γιατί το πάνω μέρος των ανθρώπων
είναι εξαιρετικά αφιλόξενος τόπος.
ΤΩΡΑ
Και ξαφνικά
η επαφή μου
με τους ανθρώπους
σταμάτησε-
κι όλα γύρω
πάλιωσαν
απότομα
και έμοιαζαν να έρχονται
από αλλοτινή περασμένη εποχή
ξεθωριασμένα και παλιατζούρικα
ρημαγμένα και πνιγμένα
από τη σκόνη
και το λιοπύρι.
Κοίταξα γύρω μου
και το ημερολόγιο έγραφε
τώρα.
ΟΡΘΑΝΟΙΧΤΑ ΜΑΤΙΑ
Αφήνω
το όνειρο να φύγει
τι νόημα έχει πια να το κρατώ
σφιχτά στα χέρια μου.
Τι νόημα έχει;
Αφού έτσι κι αλλιώς
η πραγματικότητα
είναι όνειρο.
Αφήνω
να φύγει, επίτηδες,
να κλαπεί, να διαμελιστεί…
Παίρνω βαθιά ανάσα·
και με ορθάνοιχτα τα μάτια μου
περιμένω·
τα όνειρα
έχουν κοινή μοίρα
όταν δεν είναι δικά σου
γίνονται εφιάλτες.
ΠΑΙΔΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ
Μη στεναχωριέσαι
μη μαραζώνεις
μην ψάχνεις
τα γιατί και τα γιατί
όταν αυτό που νόμιζες μεγάλο
αρχίζει και μικραίνει
καθώς φεύγει.
Να τρέχεις!
Η ΘΛΙΨΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Όλα αλλάζουν, ομορφαίνουν
όταν πάνω τους πέφτει το φως
η θλίψη του καλοκαιριού, όμως,
είναι πάντα αβάσταχτη,
σαν πέτρα πάνω σε μυρμήγκι
αντί για ψίχα ψωμιού.
Η ΘΑΛΑΣΑ ΞΕΡΕΙ
Κι όταν έφευγαν οι άνθρωποι
[ οι άνθρωποι πάντα φεύγουν ]
τότε η θάλασσα άλλαζε χρώμα
και τον χάιδευε απαλά στα πόδια.
Μπροστά στη θάλασσα
να μη μιλάς
σιωπηλός να στέκεσαι
και να την ακούς.
Οι άνθρωποι πάντα [ θα ] φεύγουν.
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Σήμερα ξύπνησα ευδιάθετος
θα βάλω σε μια τσάντα
δυο τρία πράγματα
και θα πάω να ξαπλώσω
μπροστά σε μια θάλασσα
όλη μέρα θα την ακούω
και τα μάτια μου θα κοιτούν
πέρα από τη θάλασσα,
εκεί στο σημείο που ενώνεται
με τον ουρανό.
ΜΙΛΑΩ ΣΕ ΓΛΩΣΣΑ ΣΙΩΠΗΛΗ
Γλώσσα μου είναι η σιωπή
έμαθα να τη μιλάω
από τον πατέρα μου
κι αυτός από τον δικό του
κι εκείνος από τον σιωπηλό
πατέρα του.
Γλώσσα μου είναι η σιωπή
μόνο κάπου κάπου
βγάζω έναν μικρό ήχο
σαν ανάσα είναι
σαν αναστεναγμός
σαν ανατριχίλα
σαν αντίσταση
στο θόρυβο του κόσμου.
Μέσα στη γλώσσα μου
κρύβεται η σιωπή.
Έτσι συνεννοούμαι με τον κόσμο.
Η ΠΟΛΗ
Η απόσταση
συνεχώς μεγάλωνε
μέχρι που στο τέλος
η πόλη
δεν έμοιαζε πια
με πόλη
αλλά με κάποιον πεσμένο,
κάτω στο έδαφος
άνθρωπο.
ΕΦΥΓΑ
Βρίσκομαι
στο κάτω μέρος των ανθρώπων
εδώ και καιρό.
Πιστεύω πια πως
δεν μπορώ να ξεφύγω
και σέρνομαι μέσα στη βρομιά,
τα φτυσίματα και τα κάτουρα
και δεν είμαι μόνος μου
είμαστε πολλοί,
οι περισσότεροι
που σερνόμαστε και δεν αφήνει
ο ένας τον άλλον
να φύγει
τον τραβάει, πίσω, κάτω.
Σήμερα θα φύγω.
Σηκώνομαι
πατώ στα πόδια μου δυνατά
και περπατάω
προς τη στάση του λεωφορείου
δεν ακούω τις βρισιές πίσω μου
οι απειλές δε με φοβίζουν
δε νιώθω τα χτυπήματα
δε φοβάμαι
εδώ και καιρό
έχω απονευρωθεί.
Βλέπω το λεωφορείο να έρχεται
τα αφτιά μου βουίζουν
από την οχλαγωγία
πίσω μου
άγνωστα χέρια με τυλίγουν
και με τραβούν πίσω.
Το λεωφορείο
σταματά μπροστά μου
η πόρτα ανοίγει
σηκώνω το ένα μου πόδι
και πηδάω μέσα του
η πόρτα κλείνει πίσω μου.
Έφυγα.
[Έφυγα]
.
.
ΑΚΤΗΝΟΓΡΑΦΙΑ (2016)
δαγκωματιές
1
Είναι ώρα
για να φύγω
να το σκάσω
να χαθώ.
Ήρθε η ώρα
να ξεφύγω
και στην πλάτη
να μην δω.
ΤΟ ΣΚΥΛΙ
Μα είμαι άτυχος πολύ,
γιατί να γεννηθώ σκυλί.
Κοιτώ τον ουρανό
τον ήχο της μέρας
τον ήλιο που ξημερώνει
αργοανεβαίνει
και κατακαίει τα πάντα.
Ξαπλώνω ανάσκελα
και σχηματίζω σύννεφα
από αγαπημένα πρόσωπα,
λουλούδια και ζώα.
Αφουγκράζομαι φανερά
και τις σκέψεις και τους πόνους
και τις χαρές και τις βουβές στιγμές
του κόσμου.
Τρέχω γρήγορα∙
ακολουθώ μικρά ζωάκια
και σημάδια από ανθρώπους∙
ακολουθώ τους δρόμους
της βρόμικης πόλης.
Πέφτω με τα μούτρα- χαμηλά
γεμίζω γρατζουνιές στο σώμα
και φτύνω νοτισμένο χώμα
από το στόμα.
Σηκώνομαι όρθιος
άκρη άκρη περιφέρομαι
σε δρόμους ασημένιους
που χρυσίζουν λίγο πριν τη νύχτα.
Μυρίζω τα πάντα
έχω μέσα στη μύτη μου
όλα τα όνειρα, τις αγωνίες,
τους φόβους και τα κρυμμένα.
Πεινώ, συνέχεια, πεινώ
κι αυτή μου η αδυναμία
με φυλακίζει, στα σίδερα με ρίχνει
και με ταπεινώνει πολύ.
Αγαπώ ή νομίζω πως αγαπώ
και τίποτα δεν με νοιάζει
τίποτα δεν με τρομάζει
αλλά και τίποτα δεν με ησυχάζει.
Μα είμαι κι άτυχος πολύ,
γιατί να γεννηθώ σκυλί!
3
Πέτρα έγινε
η ψυχή μου
με αγκαθωτά
καρφιά.
Βάρος έχω
μες στα πόδια
που μου κόβει
τη χαρά.
ΠΟΥΛΙΑ-ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
Πουλιά-μετανάστες
με βρεγμένα φτερά
ισορροπούν απαλά
σε παγωμένα σύρματα.
Ξημερώνει
κι ο ήλιος με τυφλώνει.
Αφήνω πίσω μου ίχνη
ενώ ψάχνω για ίχνη
σ’ έναν παράξενο τόπο
που με χτυπούν
για να μην χτυπηθούν
αφήνω πίσω μου αίμα
ενώ ψάχνω για νερό.
Πουλιά-μετανάστες
φτεροκοπούν σ’ αυτή τη σφαίρα
που συνέχεια γυρίζει
και τους φτωχούς τσακίζει.
Ξημερώνει,
κι ο ήλιος με παγώνει.
Σβήνω από πίσω μου ίχνη
ενώ κοιτάζω μπροστά
σ’ έναν καχυποπτο τόπο
που με μισούν
για να μην φοβηθούν
αφήνω πίσω μου μνήμες
ενώ ψάχνω για ζωή.
Πουλιά-μετανάστες
περιστρέφονται σ’ αυτή τη σφαίρα
που συνέχεια γυρίζει
και τους φτωχούς τσακίζει.
7
Μου μιλάει
με ρωτάει
δίχως δέρμα
και μαλλιά.
Μα εγώ
δεν καταλαβαίνω
και η σκέψη μου
πονά.
ΤΟ ΨΑΡΙ
Κολυμπώ μέσα σας,
εσείς περπατάτε, τρώτε, κοιτάτε,
αναπνέετε καθαρό και βρόμικο αέρα.
Εγώ, όμως, δίνω μια με το πτερύγιό μου
και περνάω κάτω απ’ τα πόδια σας,
γλιστράω, πίσω από την πλάτη σας,
τρυπώνω μέσα στο αφτί, στο άλλο βγαίνω.
Κλαίτε από λύπη, σπάνια από χαρά·
εγώ δεν ξέρω τι πάει να πει κλαίω,
δεν κλαίω·
τα δάκρυά μου γίνονται ένα με το νερό
που με περικυκλώνει, με τυλίγει,
και μου τα αρπάζει.
Ένας μόνιμος μανδύας αντίστασης το νερό,
σε όλα, στα πάντα, που δεν το βλέπω,
αλλά υπάρχει για να μου θολώνει την όραση,
να κάνει την κίνησή μου και τη ζωή μου
λίγο πιο δύσκολη.
Σπαρταρώ μέσα σας, αργά,
σας συναναστρέφομαι, με γνωρίζετε,
με αγαπάτε, με μισείτε,
σας ενοχλώ και σας λείπω.
Τώρα θα βουτήξω πιο βαθιά,
μέσα μου, για να με αφουγκραστώ…
Αργότερα, θα ξαναβρεθούμε,
όταν γλυκάνει λίγο ο καιρός·
τώρα δαγκώνει και είναι άδικος
και δεν αντέχω άλλο.
Θα ξαναβρεθούμε, θα αναπνεύσουμε μαζί,
θα περπατήσουμε, θα κολυμπήσουμε,
θα σπαρταράμε και πάλι, μαζί…
10
Βάζω πάλι
το σακάκι
λέω να φύγω
δεν βαστώ.
Μα η καρέκλα
βγάζει χέρια
και μ’ αρπάζει
απ’ τον λαιμό.
ΚΑΡΔΙΑ
Είναι ένα χέρι
που μου σφίγγει
την καρδιά,
πάει καιρός
που η ψυχή μου
έχει ραγίσει.
Λέω να βάλω το χέρι στην καρδιά
και να τα δώσω όλα
μα όλο κάτι,
πάντα κάτι με κρατά…
είναι αργά
και εγώ δεν έχω καρδιά.
Είναι ένα χέρι
που μου κόβει
τα φτερά
μα πού θα πάει
θα φυτρώσουνε
καινούρια
και θα τ’ απλώσω
για να φύγω
μακριά.
12
Δεν θ’ αφήσω
να μου πάρουν
τη χαρά
και τη μιλιά.
Σπρώχνω πίσω
την καρέκλα
και απλώνω
τα φτερά.
ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
Μια μέρα ή για πάντα;
Κι όταν πάντα είναι μόνο μια μέρα;
Φτεροκοπώ
μπροστά στον ήλιο, για πάντα·
ομορφιά που κόβει την ανάσα
και στο πέρασμά μου
όλα, για λίγο, σταματούν.
Κι αν δεν νυχτώσει;
Να δεις που σήμερα δεν θα νυχτώσει.
Θα είναι για πάντα μέρα,
μια όμορφη και φωτεινή μέρα,
χωρίς εσπέρα, χωρίς αέρα.
Και τα κουνούπια κι αυτά θα
εξαφανιστούν…
Είμαι ένα όνειρο
που φτερουγίζει
πάνω απ’ τον κόσμο.
Είμαι το όνειρο
του κόσμου.
Κι από τα μάτια μου
αντί για δάκρυα
κυλάνε στίχοι.
.
Ο ΦΤΩΧΟΣ (2014)
ξεροκόμματα
Μικρός, με το κεφάλι άδειο
από ιδέες και σκέψεις
στην εποχή της ακινησίας.
*
Κοιτούσε εδώ χαμηλά
κι έβλεπε πέρα μακριά
αμίλητος.
*
Τη μέρα ήταν όρθιος
κι έκανε Βόλτες ακίνητος
μέσα στο κινούμενο τοπίο.
*
Λόγια πολλά δεν έλεγε
κι όταν έβρεχε, κοιτούσε
τα ζουζούνια που έτρεχαν.
*
Τα απογεύματα
άφηνε τον ήλιο να του καίει
το μυαλό από μέσα.
*
Τα πρωινά έσκυβε κάτω
κι έγλειφε φύλλα από θάμνους
για να ξεδιψάσει.
*
Όποιος περνούσε από δίπλα του
τον έσπρωχνε
γιατί ήταν φτωχός.
*
Τον αγαπούσαν μόνο
οι σκύλοι, τα σπουργίτια
κι οι τρελοί.
*
Καμιά φορά εξαφανιζόταν από το τοπίο
γιατί δεν άντεχε άλλο
στον πόνο και στην τρέλα.
*
Η μόνη του περιουσία
ήταν ο μακρινός ορίζοντας
κι η ανάσα του.
*
Έπαιρνε στάχτη απ’ τους καμένους τοίχους
και πασάλειφε τα σύννεφα
αλλάζοντας τη διάθεση του κόσμου.
*
Μοναξιά δεν ήξερε τι θα πει,
γιατί πάνω του κρεμόταν
ολόκληρος ο γαλαξίας.
*
Για πολλούς ήταν άνθρωπος του θεού
για άλλους δεν ήταν
καν άνθρωπος.
*
Τις μέρες που ο ήλιος έκαιγε
χόρευε ακίνητος και νόμιζε
πως θ αλλάξει τον κόσμο.
*
Του άρεσε πολύ
να Βλέπει ξένους
και να μαντεύει τις ζωές τους.
*
Να Βλέπει ανθρώπους
και να αφουγκράζεται
τις ψυχές τους.
*
Και τότε, για λίγο, του φάνηκε
πως ξεκόλλησε από το τοπίο
και πέταξε μακριά.
*
Κι έτσι ελαφρύς όπως
από τα μάτια του αντί για
κύλησαν δάκρυα.
.
ΑΝΑΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΦΤΕΡΟΥΓΑ ΕΝΟΣ ΣΠΟΥΡΓΙΤΗ (2012)
ΔΑΓΚΩΜΑΤΙΕΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ
Και ξαφνικά
μέσα από τα σύννεφα
ξεπρόβαλε ο ήλιος·
σαν σπίρτο άναψε,
κι η θάλασσα
πήρε για λίγο
εκείνο το χρώμα
των ματιών του.
Κι απλώνοντας τα μάτια μου στη θάλασσα
θυμήθηκα το βλέμμα του πατέρα μου,
που νόμιζα πως θα το έχω
μέχρι το τέλος του κόσμου.
Και μια μέρα σιγά σιγά
ο ήλιος κρύφτηκε
πίσω από τα σκοτεινά σύννεφα,
καταπίνοντάς τον για πάντα.
Κι ήταν άνοιξη θυμάμαι
με κείνα τα άγρια σύννεφα
στον ουρανό να τρέχουν, να τρέχουν
και να καταπίνουν χρώματα, θάλασσες
κι ήλιους φωτεινούς·
και να φεύγουν πέρα
ταράζοντας τα δέντρα
σηκώνοντας σκόνη,
σκόνη που μπαίνει στα μάτια
και τα κάνει να τσούζουν και να πονούν.
Δαγκωματιές στα μάτια·
μέχρι να ‘ρθει και πάλι η γαλήνη
μέσα στο σιγοπάτημα του ύπνου
και του ονείρου.
Στα νύχια περπατούν τα όνειρα,
στα νύχια περπατάει κι η ζωή.
Κι εγώ χαζεύω τα σύννεφα και τα πουλιά
πατώντας της γης το χώμα
και την άμμο της θάλασσας
και πάντα έρχονται στον νου μου
εκείνα τα όμορφα μάτια του πατέρα μου
που με αγάπη μ’ αγκαλιάζουν.
Ο ΣΚΛΗΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ
Κοιτώ μέσα
από τα ιδρωμένα παράθυρα
του λεωφορείου.
Βλέπω τις σταγόνες
να κατηφορίζουν.
Κοιτώ μέσα
από τις σταγόνες·
το βλέμμα μου κατηφορίζει
και σταματά απαλά.
Μπροστά μου απλώνεται
ένας ολόκληρος, σκληρός κόσμος.
ΑΛΜΥΡΟ
Βάλε λίγο όνειρο σ’ αυτό που κάνεις,
βάλε και λίγο χώμα για να δέσει,
θέλει και μια ανάσα
από τη φτερούγα ενός σπουργίτη
και δροσερό νεράκι, για να μαλακώσει.
Καλοκαίριασε,
πάνω στην πέτρα,
κάτω απ’ τον καυτό ήλιο,
το αφήνεις, εκεί,
να το γλείψουν τα φίδια
με τις γλώσσες τους,
για να μη σκάσει,
τέλος, βάζεις το αλάτι,
αλλά πρόσεχε, να ‘ναι από δάκρυα.
ΜΕΤΡΩΝΤΑΣ ΑΣΤΕΡΙΑ
Και τη νύχτα,
όταν μετράω αστέρια
ένα, ένα, ακόμη ένα…
νομίζω πως μου φεύγει
η ψυχή από το στόμα
και πάει εκεί στ’ αστέρια.
ΣΙΩΠΗ
Δεν μιλούν οι άνθρωποι,
μένουν σιωπηλοί.
Δεν έχουν τίποτα να πούνε
ή περιμένουν την κατάλληλη στιγμή.
Δεν ανασαίνουν οι άνθρωποι,
έφυγε η πνοή.
Δεν έχουν αέρα
ή είναι νεκροί.
Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΘΟΡΥΒΟΥ
Σιωπή
λίγο πριν τον φόβο,
σιωπή
με λόγια περιττά,
σιωπή
μέσα στον θόρυβο,
σιωπή
για χρόνια,
σιωπή
μέσα στο στόμα,
σιωπή
μετά τον θόρυβο,
σιωπή
που τρυπά τη μέρα,
σιωπή
μέσα στην ανάσα,
σιωπή
όλοι μιλούν,
σιωπή
και ακούγεται,
σιωπή
μέσα στη σιωπή.
ΣΥΝΝΕΦΟΠΑΤΗΜΑΤΑ
Από το ένα σύννεφο στο άλλο,
ανάμεσα στο χαμόγελο
και σε μια μικρούλα θλίψη·
συννεφοπατώ.
Συννεφοπατώ,
σκοντάφτω σε χαμόγελα
και σε πυρωμένα βλέμματα·
σωριάζομαι.
Σωριάζομαι με δύναμη,
πάνω σε μαλακά σύννεφα,
κοφτερά όσο δεν φαντάζεσαι·
ξανασηκώνομαι με κόπο.
Με κόπο πολύ ξανασηκώνομαι,
με προσοχή πατώντας μαλακά
πάνω στα κοφτερά σύννεφα·
ξαπλώνω.
Ξαπλώνω και μπαίνω μες στα σύννεφα,
διαβάζω από μέσα μου
την ιστορία ενός μικρού παιδιού·
και τα σύννεφα κλαίνε.
Κλαίνε και διαλύονται,
διαλύονται και πέφτω
μέσα στην ιστορία του παιδιού·
σηκώνομαι και είμαι έξι χρονών.
ΟΝΕΙΡΟΧΡΟΝΟΣ
0 χρόνος
ρολόι που
γυρνά
σα μοιρολόι.
0 χρόνος
αλλιώς χτυπάει μέσα μου
κι απ’ έξω αλλιώς
μου ψιθυρίζει.
Ξυπνάω, κοιμάμαι,
μεγαλώνω,
ο χρόνος με μπερδεύει
και στ’ όνειρο ξαπλώνω.
Χωρίς πατρίδα τ’ όνειρο
κι όταν ο χρόνος μπαίνει
τότε αρρωσταίνει απότομα
κι ανήμπορος πεθαίνει.
Στα μαγικά σοκάκια, στα κρυφά
όνειρα ψιθυρίζουν·
δεν έχει ώρα, δεν είναι αργά
μόνο παιδιά τσιρίζουν.
Η αίσθηση του χρόνου
λείπει απ’ τα παιδιά
κι όλα τα όνειρα
τον διώχνουν μακριά.
Όταν κοιμούνται οι άνθρωποι
γίνονται παιδιά·
ξυπνούν, κοιτάζουν γύρω τους
κι απ’ την αρχή ξανά.
ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ
Έκλαψα και φάνηκε το μέσα μου·
κρυφά,
για να μη γίνουν τα δάκρυα ορατά.
Γέλασα και γλίστρησε μέσα μου·
η χαρά,
για να ακουστούν τα δάκρυα ξανά.
.
Ο ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (2009)
ΤΟ ΑΚΡΙΒΟΤΕΡΟ ΧΡΩΜΑ
Ο ήλιος με τυφλώνει
τρέχω όσο μπορώ.
Αφήνω πίσω μου ίχνη,
ενώ ψάχνω για ίχνη
σ’ ένα παράξενο μέρος
που σε χτυπούν
για να μη χτυπηθούν
κι από ανάμεσα βλέπω.
Αφήνω πίσω μου αίμα,
ενώ ψάχνω για νερό
σ’ ένα παράξενο μέρος
που το ακριβότερο χρώμα
είναι το νερό,
γιατί ανάμεσα βλέπεις.
Κι εγώ που ξέρω καλά
πως το νερό δεν είναι χρώμα;
ΣΤΙΓΜΕΣ
Περνούν σαν σφαίρες οι στιγμές,
ανελέητα ριπές γαζώνουν τα πάντα.
Είμαι μια στιγμή,
μια σφαίρα,
είμαι ένα φύλλο,
μια κραυγή.
Αφήνω τα κοκκινοπράσινα φύλλα
να φεύγουν από πάνω μου,
να σταματούν μπροστά στα μάτια μου,
για λίγο, τρεμουλιάζοντας,
ύστερα να στριφογυρίζουν
γύρω απ’ τα χέρια μου, στην αρχή,
για να καταλήξουν
στο τέλος,
να πέσουν στο χώμα,
μ’ έναν θόρυβο, πολύ απαλό.
Ο ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ήρθε και κάθισε μπροστά μου
ένας άνθρωπος, με κεφάλι ανθρώπου,
γεννητικά όργανα ανθρώπου,
μαλλιά ζώου και καρδιά από ζώο.
Κι η ομιλία του ήταν πολύ περίεργη·
μικρές κοφτές κραυγές
και κάπου κάπου λέξεις.
Ο δερμάτινος άνθρωπος,
που κάπου κάπου έκλαιγε,
που κάπου κάπου έπινε αλκοόλ,
που κάπου κάπου διασκέδαζε,
με δερμάτινες γυναίκες.
Ο δερμάτινος άνθρωπος ήταν ευτυχισμένος
μέχρι τη μέρα που συνάντησε,
τυχαία στον δρόμο,
τον άνθρωπο από δερμάτινη,
το τέλειο υποκατάστατο του σε όλα,
εκτός φυσικά από την αφή και τη μυρουδιά.
0 δερμάτινος άνθρωπος τρελάθηκε
προσπάθησε να γυρίσει πίσω
στο σπίτι της μητέρας του
που ήταν σχεδόν σίγουρος,
ότι θα τον φροντίζει.
Θυμόταν που πάντα του ’λεγε:
να προσέχεις δερμάτινε άνθρωπε,
να προσέχεις τα αντίγραφα
είναι δύσκολο να ξεχωρίζεις
το γνήσιο από το αντίγραφο
είναι δύσκολο να είσαι άνθρωπος.
ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ…
Κάποιος έρχεται κάθε πρωί
και μου τινάζει το κορμί
μου ρίχνει αρκετό κρύο νερό
στην ιδρωμένη μου φάτσα
και με χτυπάει και με βρίζει
και τραυλίζει.
Κάποιος έρχεται κάθε πρωί
και με δένει στην καρέκλα
που αποβραδίς αφήνω τα ρούχα μου
και μετά γυρνάει πολλές φορές
γύρω-γύρω, γύρω-γύρω, γύρω-γύρω
Κάποιος έρχεται κάθε πρωί
και μου θυμίζει
με λύνει από την καρέκλα
και με σκουπίζει.
Κάποιος έρχεται και με χτυπάει
κάθε πρωί
μέχρι να βρω το κουμπί
και να το κλείσω.
Κάποιος έρχεται κάθε πρωί
και μου βροντάει την πόρτα
κι εγώ από φόβο να μην τη σπάσει
του ’χω ρίξει τα κλειδιά.
ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
Πλαγιάζω∙
πόσο τσούζουν τα μάτια μου!
χιονίζει·
κρατώ στα χέρια μου
ένα γαλάζιο πορτοκάλι∙
πλαγιάζω πάνω στο χιόνι∙
είναι τόσο απαλό το χιόνι
σαν τη ματιά σου
είναι τόσο ψυχρό το χιόνι
σαν την καρδιά σου.
Το γαλάζιο πορτοκάλι φυτρώνει
όταν μια αγάπη τελειώνει
Δαγκώνω το πορτοκάλι
και πονώ τόσο πολύ
σαν να δαγκώνω την καρδιά μου∙
και το χιόνι συνεχίζει να πέφτει·
είναι τόσο απαλό το χιόνι
σαν χάδι
είναι τόσο ψυχρό το χιόνι
σαν την καρδιά μου
και το χιόνι συνεχίζει να πέφτει
σκεπάζοντας τα πάντα.
ΑΙΝΙΓΜΑ
Φορώντας μάσκες γελαστές
και ευτυχίας χρώμα
χρώμα που χάνεται βαθιά
βαθιά μες στο μυαλό μας.
Θυμίζει αίνιγμα
αγάπη μεγάλη,
μα εγώ δεν μπορώ να ζήσω
χωρίς εσένα
μακριά από σένα.
Ξεριζώνοντας από το πρόσωπό μας
τις μάσκες που γελάνε
βρεθήκαμε απέναντι απ’ το αίνιγμα
γυμνοί κι ανίκανοι για να το λύσουμε.
ΜΙΑ ΘΟΛΕΡΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Θυμάσαι εκείνη τη μέρα
που πέταξες ψηλά,
πάνω απ’ τον ουρανό της πόλης
και μετά σου ’κάναν ένα εμβόλιο
δήθεν για μια αρρώστια
κι από τότε έπαψες να πετάς,
καθηλώθηκες.
Μια φορά πετάει κανείς
και μετά ζει για να θυμάται την πτήση.
Βαλμένοι σ’ ένα μεγάλο κουτί,
από την πρώτη μας ανάσα,
που ίσα-ίσα μας χωράει
υποχρεωνόμαστε να ζήσουμε
ο ένας κολλητά στον άλλον.
Και όποιος κάνει να φύγει,
εξαϋλώνεται ή γίνεται Θεός.
ΤΡΙΓΥΡΝΩΝΤΑΣ ΑΣΚΟΠΑ
Ζούσε σ’ έναν τόπο
όπου ο χειμώνας
και το καλοκαίρι
διαρκούσαν το ίδιο,
μισό και μισό.
Τον χειμώνα ζούσε ακίνητος,
το καλοκαίρι γυρνούσε.
Είχε ενδιαφέρον να ζεις ακίνητος.
Το καλοκαίρι όμως γυρνούσε.
Μπορούσε να γυρνά
για ατέλειωτες ώρες.
Όταν γυρνάς βλέπεις πολλά.
Εκεί όπου γυρνούσε
δεν υπήρχαν και πολλά για να δει,
έτσι γρήγορα βαρέθηκε να γυρνά.
Τότε λοιπόν ήταν που άρχισε
να κάνει διάφορες πονηριές.
Παραμόνευε τους περαστικούς
και μόλις πλησίαζαν
τους χτυπούσε δυνατά στην πλάτη.
Τριγυρνούσε άσκοπα
γύρω απ’ τον εαυτό του
εκείνα τα φοβερά καλοκαίρια
προκαλώντας ανέμους.
ΣΑΝ ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Πέφτω
σαν τη βροχή
μα η γη εξαφανίζεται από τα πόδια μου
και συνεχίζω να πέφτω
ραγδαία
χωρίς ταχύτητα
ασταμάτητα
άχρωμα
ακατάσχετα
χωρίς να μολύνω τίποτα
με μοναδικό μου σκοπό
οι χιλιάδες σταγόνες μου
να ενωθούν και πάλι-
και συνεχίζω να πέφτω
να πέφτω
να πέφτω
σαν τη βροχή.
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Ο ήλιος,
όχι, ο χρόνος ήθελα να πω,
βάζει τον ήλιο, τον φίλο του,
να μου μπήγει τις ακτίνες του
στα μάτια μου,
για να μην τον βλέπω,
τον χρόνο θέλω να πω,
βέβαια δεν μπορώ να πω ότι νιώθω
πόνο ή κάτι τέτοιο,
ίσως λίγο να χάνω τον ρυθμό μου
ή το βήμα μου.
Μετά φεύγει ο ήλιος
κι έρχεται το σκοτάδι,
κι ο χρόνος χάνεται πάλι.
Αυτός βέβαια δε χάνεται,
εγώ χάνομαι,
γιατί στο σκοτάδι, ως γνωστόν, δύσκολα…
όλο υποθέσεις για το πού
είναι τα πράγματα… περίπου…
τίποτε ξεκάθαρο.
Η μουσική είναι η γλώσσα των αγγέλων.
Μήπως ο χρόνος δεν κυλά τελικά;
Είναι μήπως σταθερός, αυτός,
κι εμείς σαν σταγόνες κυλάμε
πάνω σε μικρά φυλλαράκια;
Ο ρυθμός είναι η γλώσσα του χρόνου.
Μόνο έτσι πιάνεται ο χρόνος,
σταματάς πάνω του, για λίγο.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΜΑΡΙΑ ΛΑΤΣΑΡΗ
Περιοδικό Εντευκτήριο Τ. 124 Δεκέμβριος 2022
Οι λέξεις σαν αλήθειες
Με τις συλλογές του Στο κάτω μέροςτων ανθρώπων και Λεωφορείο, ο Τζιώκος με αυθόρμητη, ακαριαία γλώσσα, κάνει ένα πείραμα in vivo και διεγείρει τις αισθήσεις. Σε πρώτο πρόσωπο, που από τη μια δηλώνει συνυπαιτιότητα και από την άλλη καλλιεργεί αμεσότητα με τον αναγνώστη, διηγείται μιαν ιστορία. Όπως λέει ο Γιουβάλ Νόα Χαράρι, «η βασική ιδέα μου είναι απλή, αφορά την πρωτοκαθεδρία της μυθιστορίας. Για να κατανοούμε τον κόσμο, πρέπει να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τις αφηγήσεις. Η αφήγηση που πιστεύουμε καθορίζει την κοινωνία που δημιουργούμε.»
Ο ποιητής συνδέει με συνειρμική δύναμη τις δύο συλλογές. Το τελευταίο ποίημα της πρώτης συλλογής προαναγγέλλει τη δεύτερη: Το λεωφορείο/σταματά μπροστά μου/ η πόρτα ανοίγει/σηκώνω το ένα μου πόδι/ και πηδάω μέσα του/ n πόρτα κλείνει πίσω μου. Κατά μήκος ενός κοινού άξονα που διαπερνά τα ποιήματα συμπλέκονται η ακινησία και η ρευστότητα, η σιωπή και ο ήχος, η γείωση και η απογείωση, η ανάδραση και η ροή, η απόσταση και η εγγύτητα. Άλλωστε, τα ζεύγη αυτά των αντίθετων εννοιών δεν αντανακλούν τους δύο πόλους της ύπαρξης; Τον θάνατο και τη ζωή; Οι αντιθέσεις, δίχως ν’ αποπνέουν την αίσθηση του τετελεσμένου γεγονότος, δημιουργούν μιανεντύπωση αιώρησης, η οποία πολλές φορές είναι παρηγορητική. Η επανάληψη λέξεων, κάποιες φορές και ολόκληρων στίχων από ποίημα σε ποίημα, εντείνει αυτήν την εντύπωση. Η αρχή και το τέλος κάθε συμβόλου χάνονται μέσα στα όρια των άλλων συμβόλων. Διαβάζουμε στο Λεωφορείο («Η εξαφάνισή μου»): Όρθιο στη, στάχτη/με περιμένει το λεωφορείο/ έχει καύσωνα./ Κάθε φορά που με πλησιάζει/ εξαφανίζομαι. Και λίγο παρακάτω («Η εξαφάνιση τουλεωφορείου»): Όρθιος στη στάση/ περιμένω το λεωφορείο/ έχει καύσωνα./ Κάθε φορά που με πλησιάζει/ εξαφανίζεται.
Ο τίτλος Στο κάτω μέρος των ανθρώπων είναι ένας εμπρόθετος προσδιορισμός του τόπου. Θαρρώ ότι ο τόπος είναι ο τρόπος, η ιδέα, ο αναστοχασμός, εντέλει, είναι, το ποιητικό υποκείμενο. Τόπος και άνθρωπος μαζί αποτελούν την αποθανατισμένη εικόνα ενός συνόλου βιωμάτων, συμπεριφορών, αναμνήσεων και συναισθημάτων. Το κάτω μέρος των ανθρώπων σαν παρατεταμένο βλέμμα στον καθρέφτη ανατρέχει σ’ έναν μερικό κόσμο που περιμένει να ολοκληρωθεί. Σαν περιπλάνηση, κάποιες φορές «ισχυρή εμπειρία της αποκοπής από τον δημόσιο χώρο και τον εαυτό», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Νικήτα Σινιόσογλου από τη Λεωφόρο ΝΑΤΟ.
Ξάπλωσα κάτω/ πάνω στη γη/ δεν άντεξα/ να κοιτώ/ τον ουρανό/ μόνος μου. Πριν ξαπλώσει κάτω στεκόταν ακίνητος ανάμεσα σε ανθρώπους που κοιτούσαν τις δουλειές τους. Ένιωθε ότι όλα κινούνταν μέσα σε μια μεγάλη ακινησία. Μήπως στην εποχή του ανταγωνισμού και της ταχύτητας, η εσωτερική κίνηση είναι η πιο επαναστατική πράξη; Κι έβγαλα από μέσα μου/ μια μεγάλη σιωπηλή[ κραυγή. Γιατί; Μήπως διότι ο μεγάλος ακίνητος είναι ο χρόνος; Την κραυγή αυτή την άκουσε κανείς; Μήπως τελικά είναι πιο ηχηρή η κραυγή της σιωπής; Αυτήν την αντίθεση κίνησης και ακινησίας «κάποια σιωπή πρέπει να την αναπαύσει. Κάτι αδυσώπητα ακίνητο υπάρχει στον κόσμο. Και το μοναδικό όργανο της κίνησης από τον άνθρωπο που προορίζεται να τη μετακινήσει είναι ο λόγος. Αλλά είναι όργανο που δεν αντέχει, εύκαμπτο και σαθρό» γράφει ο Γιώργος Χειμωνάς. Στα ποιήματα του Τζιώκου, ο λόγος έρχεται ν’ αποκαταστήσει αυτήν τη σιωπηλή κραυγή. Στο Λεωφορείο ο άνθρωπος ταξιδεύει σαν να ταξιδεύει μέσα στον εαυτό του: Ανεβαίνω στο λεωφορείο! ο οδηγός είμαι εγώ/ το ίδιο και όλοι οι επιβάτες./ Παρατηρώ ότι έχω πολλούς εγώ/ κι αυτό είναι κάτι/ που με εξουθενώνει. Καθώς περνά η ώρα/ ένας ένας οι επιβάτες κατεβαίνουν/ και το λεωφορείο σιγά σιγά αδειάζει. Είμαι ο οδηγός/ ενός άδειου λεωφορείου/ και ταξιδεύω μέσα μου. Πόσο μετέωρος, αλλά την ίδια στιγμή αυθεντικός, γίνεται όταν καταδύεται στα ρήγματα ανάμεσα στα Εγώ του. Σαν εσωτερική όραση μέσα σε εξωτερική ζωή. Ενίοτε η εσωτερική όραση τον ωθεί να δει τον κόσμο ανάποδα. Μακριά, ψηλά στον ουρανό/ ήταν οι άνθρωποι εκείνη τη
μέρα/ κι ο ήλιος, ο πραγματικός/ έπεσε και μπήκε/ σε μια μυρμηγκοφωλιά,/ κάτω από τη γη. Ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο; Μήπως ανεστραμμένη είναι η πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου; Γράφει ο Εντουάρντο Γκαλεάνο: «Πριν από εκατόν τριάντα χρόνια, η Αλίκη, αφού επισκέφθηκε τη χώρα των θαυμάτων, μπήκε σ’ έναν καθρέφτη για να ανακαλύψει τον κόσμο από
την ανάποδη. Αν η Αλίκη ξαναγεννιόταν στις μέρες μας, δεν θα χρειαζόταν να περάσει πίσω από τον καθρέφτη, θα ήταν αρκετό να ρίξει μια ματιά έξω από το παράθυρο».
Μέσα σ’ αυτό το ανοίκειο περιβάλλον, στη μεταπόλη, δεν υπάρχει πολύς χώρος για τον έρωτα. Ο έρωτας εμφανίζεται ως στοιχείο της φύσης. Άλλοτε ουρανός άλλοτε θάλασσα: Και τα μάτια μου θα κοιτούν/ πέρα από τη θάλασσα,/εκεί στο σημείο που ενώνεται/ με τον ουρανό. Στη νηνεμία η θάλασσα γίνεται καθρέφτης του, στην ταραχή ουρανός που τον σκεπάζει. Τα σώματα είναι σκιές. Έχουν ρωγμές. Από τα σώματα κάτι λείπει: Άνοιξε μια ρωγμή στο σώμα μου/ και άρχισε να βγαίνει/ η ομίχλη που γέμισε. Όλο το δωμάτιο,/ στην αρχή,/μετά το διαμέρισμα, μετά η πολυκατοικία,/ύστερα το τετράγωνο με τις πολυκατοικίες/ και σε λίγη ώρα/ όλη η γειτονιά,/η συνοικία/ και στο τέλος/ ολόκληρη η πόλη/ γέμισε με ομίχλη/ που έβγαινε από μέσα μου/ και σταματημό δεν είχε. Μόνο όταν εκλείψει η αδιαφάνεια αυτή, ο πυρήνας της ζωής γίνεται προσβάσιμος: Τώρα το κακό είναι διπλό/ πρώτον/ βλέπω καθαρά μέσα μου και/ δεύτερον/ έχασα και την επαφή/ με τον έξω κόσμο/ που τόσο με παρηγορούσε. Γι’ αυτό, ίσως, κλείνει τα μάτια του: Κλείνω τα μάτια μου./ Αφήνω/ έξω το φως/ δεν παρακολουθώ πια/ τις συσπάσεις του κόσμου,/αφήνομαι/ στη βαρύτητα ιερογλυφικών σχέσεων/ που άλλο θέλουν να πουν/και άλλο λένε,/ πάντα κάτι άλλο εννοούν/ ποτέ αυτό. Όχι, όμως, για να ονειρευτεί. Δεν θέλει πια να ονειρεύεται: Είμαι τόσο κουρασμένος!/ Να ονειρεύομαι!/ Να ονειρεύομαι!/ Θα δαγκώσω την πραγματικότητα/ κι ας μου το ανταποδώσει! Μήπως τελικά η αληθινή αφύπνιση θα γίνει όταν θα ξυπνήσει στη νύχτα των άλλων;
Ο χρόνος κυλάει αργά και συγκρατεί αισθήματα και συγκινήσεις που αλλιώς θα εξαϋλώνονταν. Παύει να είναι εχθρός: Εκείνο το πρωινό/ ετοιμάστηκε, άνοιξε την πόρτα,/ την έκλεισε και γύρισε πίσω./ Θα έμενε μέσα./ Και την επόμενη μέρα./ Και τη μεθεπόμενη./ Κι ας ήταν άνοιξη./ Κι ας ήταν καλοκαίρι./ Θα κοιτούσε τα πουλιά και τις κεραίες/ μέσα από εκείνο το μικρό παραθυράκι/ στον απέραντο φωταγωγό/ που έβλεπε στον μικρό ουρανό. Οι λέξεις του Τζιώκου, σαν ένα βλέμμα τρυφερότητας, σαν μια στάση εγγύτητας, επιβραδύνουν τον χρόνο: Έμεινα εκεί/ ώρα πολλή / να βρέχομαι/ και να νιώθω/ το κάτω μέρος των ανθρώπων,/ σπίτι μου./ Σπίτι. Το σπίτι μπορεί να είναι το πιο ασφαλές μέρος στον κόσμο. Ίσως, όμως, το ασφαλέστερο/ μέρος στον κόσμο/ είναι το σύνορο. Ποτέ δεν είσαι/ σίγουρος αν υπάρχει/ η αν το φαντάζεσαι. Το σύνορο αυτό δεν είναι η γη ούτε ο ουρανός, γιατί αυτά είναι σύνορα που υπάρχουν.
Είναι/ λοιπόν/ ο κόσμος,/ είμαι,/ κι εγώ,/ και είναι/ κι αυτό/ το κενό/ που υπάρχει/ ανάμεσα/ σε μένα/ και στον κόσμο. Σ’ αυτόν τον κενό χώρο, ανοιχτό σε ρήξεις, ελεύθερο σε νέες νοηματοδοτήσεις, συναντούμε όλοι τους εαυτούς μας. Εδώ καλλιεργούνται η ατομικότητα, η προσωπική αισθητική και η ευθύνη στις κοινωνικές αποφάσεις. Εδώ απορρίπτονται οι ψευδαισθήσεις, οι
προσκολλήσεις και οι εμμονές. Παρότι απροσδιόριστος ο χώρος αυτός, το ανάμεσα κενό είναι πάντα δελεαστικό για εσωτερική ενατένιση ή και για:
Παράλληλες πτώσεις
Πέφτω
γρήγορα
εγώ
ή
εσύ
βυθίζεσαι
αργά;
Είναι ένα κενό πλήρες.
.