ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΑΤΖΗΛΟΗ-ΚΑΤΣΩΝΗ

 

Η Αναστασία Χατζηλοή-Κατσώνη γεννήθηκε στη Λάπηθο, όπου και έζησε μέχρι τα 18 της χρόνια. Ξεριζώθηκε από την πολυαγαπημένη της γενέτειρα, όπως και όλοι οι συγχωριανοί της, μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Έφυγε τότε, αναγκαστικά, με το καραβάνι της προσφυγιάς, αλλά η ψυχή της μένει πάντα εκεί. Μετά την αποφοίτησή της από το εξατάξιο Ελληνικό Γυμνάσιο Λαπήθου, σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εργάστηκε αρχικά ως νηπιαγωγός σε ιδιωτικό νηπιαγωγείο και ως δασκάλα σε διάφορα δημοτικά σχολεία. Στη συνέχεια, το 1989, διορίστηκε στη Μέση Εκπαίδευση της Κύπρου ως φιλόλογος. Υπηρέτησε σε διάφορα γυμνάσια της πόλης και της επαρχίας Λάρνακας και της Ελεύθερης Αμμοχώστου, και ως Βοηθός Διευθύντρια στο Γυμνάσιο Αραδίππου και στο Γυμνάσιο Λιβαδιών, από όπου αφυπηρέτησε το 2020. Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Προσφυγικού Σωματείου «Η Λάπηθος» και του Συνδέσμου Καταπολέμησης Ναρκωτικών Λάρνακας. Παντρεύτηκε το 1980 τον φιλόλογο-συγγραφέα Κώστα Κατσώνη, και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Δημήτρη και την Ευγενία. Το 2013 εξέδωσε στη Λάρνακα την ποιητική συλλογή Λάπηθός μου, η οποία επανεκδόθηκε το 2016 ως δίγλωσση έκδοση (ελληνικά και αγγλικά), σε μετάφραση Σοράγιας Φάχμι, διανθισμένη με ασπρόμαυρες φωτογραφίες από την κατεχόμενη Λάπηθο.

.

.

ΗΛΙΟΣ ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΟΣ (2022)

ΗΛΙΟΣ ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΟΣ

Πήραμε και πάλι το μονοπάτι
της ίδιας κορυφής,
λαμβάνοντας υπόψη εκείνα
τα ίδια, τα βαρετά.
Ήλιος να ροδίσει στον ορίζοντα
δεν φάνηκε σήμερα.
Ξέραμε ότι θα ζούσαμε και σήμερα
στη σκοτεινιά,
σε ήλιο αταίριαστο για μας.
Ατενίσαμε για λίγο
τον δικό μας ήλιο,
μα ποτέ δεν ανέτειλε…

(10/08/1974)
Προσφυγιά, Γ’ Γυμνάσιο Μόρφου

 

ΖΩΗ ΠΟΣΟ ΜΑΣ ΠΟΝΕΣΕΣ!

Γεννηθήκαμε χτες μαζί με τον άνεμο.
Μεγαλώσαμε μαζί με το δάκρυ.
Νιώσαμε για λίγο τη βροχή
και το χιόνι να παγώνει τα χέρια μας.
Τρέξαμε για λίγο να γευτούμε τη ζωή,
μα κάπου σταματήσαμε έντρομοι.
Ζωή ταξιδεύτρα,
ζωή χωρίς όνειρα
πόσο μας πόνεσες!

(Αθήνα, 5 Ιανουάριου 1975)
Προσφυγιά

 

ΑΔΙΑΛΛΑΞΙΑ

Κάτω απ’ τη μάσκα
της αδιαλλαξίας
δεν μπορώ να κοιτάξω
την ειρωνεία της νύκτας,
όταν μάλιστα το φεγγάρι
είναι πανσέληνο
κι ο ουρανός αχόρταγος
θέλει να το κρύψει
κάτω από τη μάσκα
της αδιαλλαξίας.

 

ΚΟΥΡΣΕΨΑΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

Κουρσέψανε τον ήλιο!
Και σταμάτησε
να φωτίζει τη ζωή μας
στο πλακόστρωτο
που περπατούσαμε
και τρέχαμε συνάμα
να προλάβουμε
το φως του.

 

ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

Είπα να ξεφύγω για λίγο
από τούτο τον όμορφο
χαιρετισμό του αηδονιού,
γιατί μου ‘χει πλανέψει
τη σκέψη
κι έχω βρεθεί
σε άλλο ημισφαίριο.
Είπα να ξεφύγω για λίγο
γιατί τα φτερά του
με έχουν ταξιδέψει
σε ξένους ορίζοντες
κι έχω μείνει
χωρίς προσανατολισμό…

 

ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙ

Αγωνιζόμαστε
να βρούμε μια φούχτα χώμα
απομεινάρι
των πικρών καιρών
που χάθηκαν
στον ανεμοστρόβιλο
των ονείρων μας.
Χωθήκαμε στα φύκια της θάλασσας
κουρασμένοι από το ψάξιμο.
Πήραμε μια φούχτα άμμο
μα δεν κράτησε και πολύ.
Σκορπίστηκε
με το πρώτο φύσημα
τ’ αγέρα…
κι εμείς συνεχίσαμε να ψάχνουμε
για να βρούμε
μια φούχτα χώμα…

 

ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

Περπατήσαμε συντροφιά με τον ήλιο.
Κρατήσαμε ψηλά το κεφάλι.
Η μοναξιά του ονείρου
δεν μας τρομάζει.
Ξαποστάσαμε για λίγο
και συνεχίσαμε τον δρόμο μας.

 

ΤΑΞΙΔΙ ΝΕΦΕΛΩΝ

Πώς θέλησαν οι άνθρωποι
να ξεγελούν τους ανθρώπους!
Πώς μπόρεσαν οι άνθρωποι
να υποδαυλίζουν τα αισθήματα!
Ματώθηκαν οι όμορφες επιθυμίες.
Παγιδεύτηκαν οι όμορφες στιγμές.
Μένουν μετέωρες οι καρδιές
σ’ έναν πλανήτη γεμάτο
από μετεωρίτες.
Ένας γαλαξίας ονείρων και υποσχέσεων
αρχίζει να γκρεμίζεται
σ’ ένα ταξίδι νεφελών…
Πώς θέλησαν οι άνθρωποι
να ξεγελούν τους ανθρώπους!

 

ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΜΙΣΟΣ

Σκοτώσαμε την αγάπη
και μισήσαμε το φως της.
Βουβάθηκε της αγάπης ο χρόνος
μπροστά στη θύελλα του μίσους.
Στέρεψε το δάκρυ
ατενίζοντας της αγάπης τον κατήφορο.
Νομίζαμε πως θ’ αγαπήσουμε,
μα μισήσαμε νωρίς…

ΣΤΑ ΕΚΑΤΟΝΤΑΧΡΟΝΑ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΠΗΘΟΥ

Γ υμνάσιο Λαπήθου, Ελληνικό σ’ ονόμασαν,
Ύ ψος πνευματικής πορείας,
Μ έσα στην ψυχή της ιμερόεσσας Λαπήθου.
Ν οερά σε θυμόμαστε και ποτέ δεν σε ξεχνάμε.
Α πό καρδιάς σ’ αγαπάμε,
Σ ταγόνα αιμάτου είσαι στην καρδιά μας,
Ί δια με του ανέμου την ορμή.
Ό ταν σε κούρσεψαν οι βάρβαροι, ορφανευτήκαμε,
Λ απήθου τέκνο και γέννημα πνευματικό.
Α πό το 1917 στέκεις αγέρωχο, σχολείο μου αγαπημένο
Π όσες και πόσες αναμνήσεις από σένα κουβαλάμε!
Ή ρθες σήμερα στη μνήμη μου και
Θ έλω να φωνάξω και να κλάψω, αλλά δεν μπορώ
Ό μως στην καρδιά μου σ’ έχω και ποτέ δεν σε ξεχνώ.
Ύ μνοι και τιμές σού πρέπουν, σήμερα, στα εκατόχρονά σου!

(1/12/2017)

.

ΛΑΠΗΘΟΣ ΜΟΥ (2016)

ΟΙ ΛΕΜΟΝΙΕΣ ΣΟΥ Θ’ ΑΝΘΙΣΟΥΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ

Λάπηθος, ανθισμένο λουλούδι
στην πανέμορφη γη του Πράξανδρου!
Ακονίζουν ακόμα τα μαχαίρια
οι Λαπηθιώτες τεχνίτες σου.
Πλάθουν ακόμα τον πηλό
οι δικοί σου αγγειοπλάστες,
καθώς έμαθαν από πάππου προς πάππου
γενιά με γενιά…

Τα υφαντά σου, ζωγραφιές, θυμητάρια
κεντημένα από χέρια γυναικών
που τις γέννησες,
στέλνουν ακόμα το μήνυμα της παράδοσης
που ποτέ δεν προδώσαμε.

Τα κυκλάμινα ανθίζουν ακόμα
στις παρυφές του σκλαβωμένου Πενταδάκτυλου,
απείραχτα κι ανέγγιχτα απ’ τον χρόνο
κι απ’ του ξένου βαρβάρου το κούρσεμα,
φυλακές της δικής μας άνοιξης
που για χρόνια προσμένουμε
κι όπου να’ ναι θε να ’ρθει.

Οι λεμονιές σου θ’ ανθίσουν και πάλι
σκορπώντας απλόχερα μυρωδιές
που μεθούν την ψυχή
και μεστώνουν τον πόθο
για τον γυρισμό…

 

ΠΟΛΕΜΟΣ

Μια οργή που ξεσπά, ίσως χωρίς τέλος…
Είναι η οργή που σκορπά την κόλαση, τη φρίκη,
το χάος, τη σκοτεινιά
.
Ξαφνικά η ζωή μας φουρτουνιάζει
κι εμείς σερνόμαστε στη φουρτούνα της.
Τα όνειρά μας γίνονται χαλάσματα
λες και τα φτιάξαμε από άμμο.
Πόλεμος, ξαφνικά η ζωή ένα τίποτα,
υποταγμένη στη λύσσα
και στην καταστροφική του μανία.

Τα όπλα διαλύουν τα πάντα
και οι ζωές χάνονται.
Άταφα μένουν τα κορμιά,
αλλά οι ψυχές φτερουγίζουν ελεύθερες,
χωρίς πόνο, χωρίς κλάμα και δάκρυ.

Ένας τρόμος, ένας φόβος ατέλειωτος
είν’ ο πόλεμος,
μια κατάρα μεγάλη,
μια αμαρτία χωρίς μετάνοια,
μια πικρή ξενιτιά, χωρίς γυρισμό.

 

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ

Βγήκαμε στον δρόμο
και πήραμε το τρένο για τη δύση,
γιατί ο ήλιος βασίλεψε πια
κι ο ορίζοντας δεν θα ροδίσει.
Ατενίζοντας για λίγο την ανατολή,
μείναμε έντρομοι
για το ταξίδι μας στη δύση.
Αναποφάσιστοι
ξεκινήσαμε για το ταξίδι μας,
το άμοιρο ταξίδι μιας μοίρας πικρής,
με τη θλίψη στην ψυχή
και την πίκρα στα χείλη…

 

ΣΤΗΣ ΠΙΚΡΑΣ Τ’ ΑΧΝΑΡΙΑ

Ακολούθησα της πίκρας τ’ αχνάρια
και βγήκα σ’ απάτητη περιοχή.
Παράξενο όμως, πολύ παράξενο!
Η ποδοπατημένη αμμουδιά
τι να ’ναι άραγε;
Ή μήπως έχασα
την ακτίνα ορατότητας;
Παράξενο, πολύ παράξενο!
Της πίκρας τ’ αχνάρια
ποτέ δεν τα βρίσκουμε
σ’ απάτητη περιοχή…

 

ΕΜΜΟΝΗ

Κουρνιάσαμε σε ιδέες
κουρσεμένες από βαρβάρους.
Οι πλεκτάνες των βαρβάρων
δεν μας τρομάζουν.
Επιμένουμε
σε φωτεινές ιδέες,
εμμένουμε
στις δικές μας ιδέες.

 

ΧΑΜΟΓΕΛΟ

Είπα ένα χαμόγελο να χαρίσω,
αντίκρισμα στο αθώο βλέμμα
μιας παιδικής ψυχής.

Θέλησα ένα χαμόγελο να χαρίσω
στη ματωμένη πατρίδα μου
που στενάζει κάτω από τις μπότες
του Αττίλα.

Σκέφτηκα για ένα χαμόγελο
παρηγοριάς
στην ανθρώπινη παρουσία
του 20ου μηχανοκρατούμενου
αιώνα μας.

Αποφάσισα για ένα χαμόγελο,
σεμνή προσφορά
για τούτο τον πλανήτη μας
τον κακοχειμωνιασμένο.

 

ΠΙΚΡΟ ΜΟΥ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ

Πικρό μου ακρογιάλι,
πόσο άσκοπα κτυπάνε
ία κύματα στη φούχτα σου
και γυρνάνε παραπονεμένα πίσω!
Μα και τα βράχια,
πώς μένουν σιωπηλά,
πάντα στην ίδια θέση,
αδύναμα να σου δώσουν βοήθεια!

Πικρό μου ακρογιάλι,
βάσταζες σιωπηλά
μα με καρδιά την πίκρα σου,
μια πίκρα που βγαίνει
από πολύ βαθιά.

Χρόνια που γυροβολάνε
ανίκητα στην ορμή
του τσουχτερού βοριά.
Άθλιοι και βαριόμοιροι
καιροί σε βρήκαν,
μα άντεξες στη μανία των κυμάτων.

Πικρό μου ακρογιάλι,
ακρογιάλι στερνή μου ματιά
στης Κερύνειας τα μέρη.

 

ΕΛΠΙΔΑ

Ζωντανέψαμε στο πέρασμά μας
το νεκρό φως του καντηλιού.
Δώσαμε λίγο ψωμί στον ζητιάνο
να κορέσει την πείνα του.
Βγάλαμε λίγο νερό
απ’ το πηγάδι
και δώσαμε στον ξένο διαβάτη
να ξεδιψάσει.
Αφήσαμε τα πουλιά
να κελαηδούν στα κλαδιά
και τα πρόβατα να βόσκουν
στο λιβάδι.
Πήραμε το σακί του οδοιπόρου
κι αρχίσαμε
ν’ ανεβαίνουμε στην κορυφή
με μια ελπίδα μόνο…

 

ΑΔΙΚΙΑ

Προσπαθήσαμε να περπατήσουμε
σε στέρεο χώμα
και πιαστήκαμε σφικτά
από τους κορμούς των δέντρων
που δεν πτοήθηκαν
από τη φθορά του χρόνου.

Ως χθες,
που ήταν όλα ωραία,
όλα αλλιώτικα,
ως χθες που ο καθρέφτης της ζωής
ήταν τόσο όμορφος,
τόσο αληθινός.
Τώρα προσπαθούμε
να βαδίσουμε και πάλι σε στέρεο χώμα,
αλλά μάταια.

Η καθίζηση του εδάφους
έγινε βίωμά μας,
ακατανίκητος κίνδυνος,
μπρος στα μάτια
των σκληρών μεγάλων γιγάντων
του κόσμου.

 

ΠΟΤΕ ΘΑ ΑΝΑΤΕΙΛΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ

Ο ήλιος μόλις ξεπρόβαλε
πίσω από το βουνό
με μια αδύνατη,
αλλιώτικη λάμψη.

Και άλλαξε αμέσως πορεία.
Κατευθύνθηκε προς τη δύση…

Δεν θέλει,
γιατί δεν μπορεί να θυμάται.

Μια λάμψη του ξεφεύγει κάπου κάπου,
μα δεν λέει να ξημερώσει.

Η νύχτα του πολέμου
σκέπασε τον ήλιο.

Κι εμείς μείναμε
να περιμένουμε
την ανατολή.

.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΗΛΙΟΣ ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ

Εφημερίδα Αλήθεια 11/2/2023


Θέλω να ζωγραφίσω στην άμμο/ το φως των ονείρων μου/ τη στιγμή που περνά μπροστά μου/μ’ έναν παράξενο χαιρετισμό/ Τη ζωγραφιά/φυλακτό θα την έχω/ στη ζωή που διαβαίνω». Ήλιος. Παντού. Πύρινος. Φιλόξενος. Αναζωογονητικός. Ακόμα κι όταν τον κρύβουν τα σύννεφα Βαθιά νοσταλγία. Λατρεία για τη γενέθλια γη. Το σχολείο. Οι τάξεις. Η αυλή. Ένα φύλλο λεμονιάς Το λεμονόδασος. Το κύμα που μουρμουρίζει. Η θάλασσα που χορεύει. Τα πουλιά που απογειώνονται. Το ασθενικό φως της λάμπας. Τα μυθιστορήματα. Τα παραμύθια. Η αλήθεια. Αποτυπωμένη στις ρυτίδες μιας γριούλας. Στα δυνατά μπράτσα ενός εργάτη. Στα σκαμμένα μάγουλα του Λαπηθιώτη που τον ξερίζωσαν από το σπίτι του, πρώτα οι πραξικοπηματίες και ύστερα οι εισβολείς. Σε ένα καρδιοκτύπι-θρόισμα. Μια βέρα που δεν βγαίνει από το δάκτυλο. Ούτε. όμως, από την καρδιά. Το φεγγάρι που τον Ιούλιο τού ‘74. αιμορραγεί και ένα μήνα μετά αρνείται να ανάψει, σεβόμενο τη μνήμη των νεκρών και των αγνοούμενων. Η ειρήνη που συνθλίβεται κάτω από το βάρος των ερπυστριών. Που διαμελίζεται από τις βόμβες του μίσους. Μια μισοσκισμένη φωτογραφία.
Τα μάτια που τα λένε όλα, ακόμα κι όσα δεν λένε: «Τα μάτια σου κοιτάζω/ κι ένα δάκρυ κυλά απ’ τα δικά μου/ Μακριά σου ο ήλιος πεθαίνει/ καθώς τον κοιτάζω/ και ζητώ το δικό σου βλέμμα/να ζεστάνω την κρύα ύπαρξή μου/ Ζητώ τη δική σου ματιά/να σπάσει τη μονοτονία της θωριάς μου/ που ξεροσταλιάζει να κοιτάζει τα/της φωτογραφίας σου τα μάτια/ Στέρεψε το δάκρυ των ματιών μου/στων ματιών σου την άκρη/Σωπαίνω και σε κοιτάζω/ κι ο ήλιος εξακολουθεί/να φωτίζει το είναι μου». Οι αλύτρωτοι. Μια χούφτα χώμα που ισοδύναμε! με μια χούφτα ιστορία. Και πάλι ο ήλιος. Το Γ’ Γυμνάσιο Μόρφου. Ο Άγιος Νικόλαος Στέγης. Η μαθητική ποδιά. Το λεωφορείο που αγκομαχεί. Η ηλικιωμένη με το τσεμπέρι. Η ξαφνική βροχή. Ένα βλέμμα βέλος.
Η δυνατή, η εικονοπλαστική. η τρυφερή ποίηση της Αναστασίας Χατζηλοή-Κατσώνη. μέσα από την προσωπική της διαδρομή: καρδιά, μυαλό. ψυχή και ανάποδα: ψυχή, μυαλό, καρδιά. Στίχοι που ανοίγουν πληγές και που, την ίδια στιγμή, απλώνονται στις πληγές σαν βάλσαμα. Στιγμές που δεν μπορεί να σκεπάσει ο χρόνος, στιγμές που αναδύονται, σαν ηλιακτίδες,
κάτω από την τύρβη της καθημερινότητας. Αισθήματα και συναισθήματα και αγάπη καθαρή και ανόθευτη: «Για σένα/είναι που ανθεί κάθε γαρδένια/Για σένα/είναι που μυρίζει τόσο όμορφα/ το νούφαρο/Για σένα/είναι που ο γλάρος/συνοδεύει στο πέλαγο/κάθε βαπόρι/Για σένα/ο ήλιος, το φεγγάρι/Για σένα κάθε ξαστεριά/και κάθε αστροφεγγιά/Για σένα/το είναι μου/ ολόψυχα δοσμένο». Ήλιος αταίριαστος. Ήλιος ταιριαστός. Ήλιος ζωοδότης. «Να είσαι ο ήλιος και όλοι θα σε βλέπουν». Αθάνατε Ντοστογιέφσκι.

Λάρνακα, 2022


ΠΗΡΑΜΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

της ίδιας κορυφής,
λαμβάνοντας υπόψη εκείνα
τα ίδια, τα βαρετά.
Ήλιος να ροδίσει στον ορίζοντα
δεν φάνηκε σήμερα.
Ξέραμε ότι θα ζούσαμε και σήμερα
στη σκοτεινιά.
σε ήλιο αταίριαστο για μας.
Ατενίσαμε για λίγο
τον δικό μας ήλιο,
μα ποτέ δεν ανέτειλε.


ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΜΕ ΧΤΕΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ

Μεγαλώσαμε μαζί με το δάκρυ.
Νιώσαμε για λίγο τη βροχή
και το χιόνι να παγώνει τα χέρια μας.
Τρέξαμε για λίγο να γευτούμε τη ζωή.
μα κάπου σταματήσαμε έντρομοι.
Ζωή ταξιδεύτρα,
ζωή χωρίς όνειρα
πόσο μας πόνεσες!

 

.

ΛΑΠΗΘΟΣ ΜΟΥ…
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

(ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας)

… Είναι ευλογημένη η ποίησή σου, με το απαράμιλλο χρώμα του αφτιασίδωτου στίχου, της λιτής γραφής και της διάχυτης πικρής μνήμης… Πιστεύω ότι ο τρόπος που εζωτερικεύεται η μνήμη και το βίωμα ανοίγουν τον δρόμο της συγκίνησης. Να προσθέσω ακόμα και το όλο κλίμα, ποιητικό βέβαια, με καταλυτική πειθώ, που λειτουργεί ως συναισθηματική αγκάλη, μέσα στην οποία «δρα» το πρόσωπο του ποιητή και μαζί του αναγνώστη… Γενικά, μέσα από 30 ποιήματα κατάφερες να καθρεφτίσεις το δράμα της Κύπρου, που είναι και δράμα όλων των Ελλήνων…

ΤΑΣΟΥΛΑ ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ

(Καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος Πανεπιστημίου Θεσσαλίας)

…Έλαβα το βιβλίο «Λάπηθός μου» και ειλικρινά, με τους στίχους αυτούς ένιωσα τον πόνο, τη νοσταλγία, τη δύναμη του στίχου που τολμά και μπορεί να εκφράσει το συναίσθημα, την ιστορία…

 

ΜΙΧΑΛΗΣ I. ΑΡΓΥΡΙΔΗΣ

(δάσκαλος-μελετητής της σύγχρονης παιδικής λογοτεχνίας και του έργου της Αλκής Ζέη)

…Η Λάπηθός είναι για την ποιήτρια ο τόπος όπου λούστηκε στο φως του ήλιου, λυτρώθηκε το γαλάζιο του ουρανού, δέθηκε με τη φύση, ένιωσε τον αχό του ανέμου, αφουγκράστηκε την ανάσα των δέντρων. Η Λάπηθος έριζε την ομορφιά και τη λεβεντιά της μέσα στην ψυχή της ποιήτριας, που αναγκάζεται, τώρα, να «δραπετεύσει» με τη βοήθεια των στίχων της. Για να «βρεθεί» όσο μπορεί πιο πολύ κοντά της. Λες και την κυνηγάει κάτι, μέσα στην πολυθόρυβη πολιτεία, όπου ζει σήμερα, προσπαθεί, έστω και νοερά, να το «σκάσει» και να «τρέξει» κατευθείαν στη Λάπηθο, που είναι και οι ρίζες της ζωής της, το γενετήσιο λύκνο…
Τι είναι εκείνο όμως που την αναγκάζει να νοσταλγεί μια ζωή που χάθηκε, αλλά την ποθεί η ψυχή της; Ο ασίγαστος πόθος της ψυχής να επιστρέφει στον Παράδεισο των παιδικών της βιωμάτων και εμπειριών, είναι η απάντηση της ίδιας της ποιήτριας, η οποία σε μια γωνιά της περήφανης και πολυβασανισμένης Κύπρου πρωτόδε το φως του ήλιου…

 

ΑΓΑΘΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ

(Σχολική Σύμβουλος και συγγραφέας, Αθήνα).

…Διάβασα τα ποιήματα σου και συγκινήθηκα πολύ. Έχουν έναν αφοπλιστικό αυθορμητισμό, μια αδόλευτη απλότητα και γνήσιο συναίσθημα. Κάτι που μας λείπει σήμερα, με όλη αυτή την προσπάθεια της σύγχρονης ποίησης να συσκοτίσει τα συναισθήματα. Έχουν μια εφηβική ειλικρίνεια και έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία, επειδή βασίζονται σε βιώματα. Με συγκίνησε ιδιαίτερα το ποίημα «Η εισβολή», επειδή δίνει ακριβώς αυτή την ξαφνική μετατροπή της μοίρας…

 

ΣΤΕΛΛΑ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ-ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ

(εκπαιδευτικός, Αθήνα)

… Διάβασα το βιβλίο και συγκινήθηκα. Μεταφέρθηκα νοητικά και έζησα μαζί σου άπειρα συναισθήματα, άπειρες εικόνες της κατεχόμενης ιδιαίτερης πατρίδας σου! Βιώματα συμπυκνωμένα σε λέξεις, σε προτάσεις που σου ανοίγουν μπρος στα μάτια σου ουράνιες εικόνες παρηγοριάς και ελπίδας…

 

ΑΝΝΑ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ-ΠΑΥΛΟΥ

(Λαπηθιώτισσα συγγραφέας παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας)

…Το βιβλίο σου ήταν ένα «ακόμα χαμόγελο» —έκπληξη για μένα.
Εύχομαι και σε όλα τα υπόλοιπα σκαλοπάτια της ζωής σου να εξακολουθήσει η Λάπηθός να ’ναι «η αυγή σου» …ΗΛάπηθός χρειάζεται τους πνευματικούς της ανθρώπους…

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ

(δημοσιογράφος, εφημερίδα «Αλήθεια», 10/1/2013)

…Χωρίς περιττολογίες, αλλά συνοπτικά και με καλλιέπεια, η Αναστασία Χατζηλοή Κατσώνη χαράζει τον δρόμο για την Ιθάκη της, που είναι βέβαια και δική μας. Όμορφη και στρωτή γραφή, ποιητική οργή, που, όμως διατηρεί την αξιοπρέπειά της, συνοδεύουν τη συλλογή, της οποίας πάντως το χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η ευαισθησία της ποιήτριας…

 

ΠΑΥΛΟΣ Φ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

(εκπαιδευτικός-συγγραφέας)

..Από την αρχή ως το τέλος ακούγεται ένας γλυκύτατος ύμνος για την όμορφη γενέτειρά σου, για τους ανθρώπους της, για τα έργα τους, για τη φύση που την αγκαλιάζει. Η προσφυγιά δεν σε λύγισε. Αναπολείς τα περασμένα και τα περιγράφεις με τόσο όμορφο ρυθμό κι αξιοπρέπεια, με δυναμισμό και νοσταλγία χωρίς ηττοπάθεια. Προσμένοντας τη ‘βλογημένη στιγμή της επιστροφής, αισιοδοξείς κι ελπίζεις πως θ’ ανθίσουν και πάλι οι λεμονιές της Λαπήθου…

 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΩΝΗΣ

(φιλόλογος-συγγραφέας, απόσπασμα από την παρουσίαση του βιβλίου (18/02/2014)

…Oι Λεμονιές τηςΛαπήθου, και οι άνθρωποί της, τα κυκλάμινα που
ανθίζουν ακόμα στους βράχους και στις παρυφές του σκλαβωμένου
Πενταδάκτυλου, αλλά και η πλούσια πολιτιστική κληρονομιά της Λαπήθου, με τα περίφημα υφαντά, τους αγγειοπλάστες και όλους τους άλλους τεχνίτες, που έκαναν τη Λάπηθο ξακουστή σ’ όλη την Κύπρο αλλά και στο εξωτερικό, είναι ένας κόσμος μοναδικός για την ποιήτρια, είναι ο πληθυσμός που διακινείται διαρκώς μέσα στο έργο της, ένας πληθυσμός αληθινός, υπαρκτός και αγαπημένος, που τον περιγράφει και τον αναδεικνύει, νοσταλγικά, μέσα από τους στίχους της… Ο πόνος της προσφυγιάς και του ξεριζωμού, αλλά και η απαράμιλλη φυσική ομορφιά, η πολιτιστική παράδοση, η νοσταλγία και ο πόθος της επιστροφής είναι τα κυρίαρχα θέματα των 30 ποιημάτων, μέσα από τα οποία η Αναστασία εκφράζει τον πλούσιο συναισθηματικό της κόσμο, με απλότητα, ευαισθησία και ειλικρίνεια. Η απέραντη αγάπη για τη γενέθλια κατεχόμενη γη αλλά και ο ασίγαστος πόθος της επιστροφής είναι κυρίαρχα συναισθήματα που αποτυπώνονται πολύ έντονα, με τον δικό της ποιητικό
τρόπο, μέσα από το σύνολο σχεδόν των ποιημάτων της συλλογής. Τέλος,
θα μπορούσαμε να πούμε χωρίς υπερβολή ότι τα ποιήματά της είναι
κλάμα ψυχής, πόνος, θυμός και οργή, αγανάκτηση, κραυγή διαμαρτυρίας για το άδικο που συντελέστηκε στην πολύπαθή μας πατρίδα, αλλά ταυτόχρονα και προσμονή, ελπίδα, πίστη, βεβαιότητα και αισιοδοξία για τη λύτρωση, την απελευθέρωση και την επιστροφή…

.

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.