ΑΥΓΗ ΛΙΛΛΗ

Η Αυγή Λίλλη ζει και εργάζεται στη Λευκωσία. Σπούδασε Κλασική και Νεοελληνική Φιλολογία (Πανεπιστήμιο Κύπρου 2001, 2006) και κατέχει διδακτορικό τίτλο στη Νεοελληνική Φιλολογία από το Πανεπιστήμιο Αθηνών (2017). Η υπό έκδοση διατριβή της αφορά στη διαλογική σχέση του κριτικού και μυθιστοριογραφικού έργου του Αλέξανδρου Κοτζιά (1926-1992). Γράφει ποίηση και μικροδιηγήματα, σενάρια για ταινίες μικρού μήκους, καθώς και μικρά θεατρικά κείμενα και βιβλιοκριτικές.

Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ’ ένα σωσίβιο (Αρμίδα, Λευκωσία, 2011), Η Σφαγή του Αιώνα (Θράκα, Λάρισα, 2018· β΄ έκδοση 2020) και Στην Άκρη μια Ουρά (Θράκα, Λάρισα, 2021). Ποιήματα και μικροδιηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά και τα τουρκικά. Μέσα στο 2022 κυκλοφόρησαν σε δική της μετάφραση-ανθολόγηση ποιήματα του Georgi Gospodinov από τις Εκδόσεις Ίκαρος υπό τον γενικό τίτλο Εκεί όπου δεν είμαστε. Περί το τέλος του ίδιου έτους αναμένεται να κυκλοφορήσουν από τις Εκδόσεις Ποταμός τα μικροδιηγήματά της.

Έχει συμμετάσχει, με τη στήριξη των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του κυπριακού Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, στο European Poetry Festival 2019 (Λονδίνο) μαζί με άλλους 35 ποιητές από 27 χώρες. Έχει επίσης συμμετάσχει σε διεθνή λογοτεχνικά φεστιβάλ που έλαβαν χώρα στην Κύπρο (Σαρδάμ 2016, 2020 – Λευκωσία, Λεμεσός· CROWD Omnibus Literary Tour, 2016). Έχει συμμετάσχει στο 4ο Μικρό Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος (2016, Λεμεσός) με τον μονόλογο Κλυταιμνήστρα, αυτοβιογραφούμενη (σύλληψη, δραματουργία-επιλογή κειμένων). Έγραψε τον δραματικό μονόλογο Εταίρος (2018, θεατρική περφόρμανς, theYard.residency.18-Κέντρο Παραστατικών Τεχνών Μίτος· Λευκωσία, Λεμεσός) και το μονόπρακτο «Έργο σε εξέλιξη» στο πρώτο Πρόγραμμα Φιλοξενίας του Θεάτρου Ριάλτο 2020 (Λεμεσός, 2021).

Έχει συγγράψει (με την Άννα Φωτιάδου) το σενάριο της ταινίας μικρού μήκους Αφαίμαξη (σκηνοθεσία: Άννα Φωτιάδου, παραγωγή 2020), καθώς και (με τον Μάριο Ψαρά) το σενάριο της ταινίας μικρού μήκους Η κλήση (σκηνοθεσία: Μάριος Ψαράς, παραγωγή 2020: Εύφημος Μνεία στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας 2020, Πρώτο Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθοπλασίας Μικρού Μήκους στο 2ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κρήτης, 36th Lovers Film Festival-Ιταλία, 14ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Λος Άντζελες, 18ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Σαν Φρανσίσκο 2021, Festival du court métrage de Clermont-Ferrand 2021, Queer Wave Cyprus 2021 κ.ά.). Συμμετείχε επίσης στην παραγωγή της ταινίας μικρού μήκους Thin Green Line (2017) του Μάριου Ψαρά (qFLIX Philadelphia 2018, East End Film Festival London, Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας 2018, Queer and Migrant Film Festival Amsterdam 2018, Queer Kampala International Film Festival Uganda 2018).

Διερευνώντας τον διάλογο ποίησης και εικαστικών τεχνών, ποιήματά της αποτέλεσαν μέρος της διακαλλιτεχνικής έκθεσης corpoριάλιτι. παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα (2014, isnot gallery, Λευκωσία), ενώ το έργο της «The poet’s alphabet book» (2018, 10X12 εκατ., letraset σε καμβά) περιλαμβάνεται στη συλλογή Imago Mundi-Cyprus Collection Fondazione Benetton, Treviso, Italia (www.imagomundi.com).

Το “Ρυζόχαρτο” (Ποταμός 2023) είναι το τελευταίο της βιβλίο με μικρές ιστορίες.

.

.

ΡΥΖΟΧΑΡΤΟ (2023)

«Προσοχή στο μικροδάχτυλο»

ΠΡΟΣΟΧΗ στο μικροδάχτυλο». Αυτό έγραφε ο περσινός έλεγχος. Και ο προπέρσινος. Και ο προηγούμενος πριν από αυτόν. Αυτό ήταν που έκανε τα
τρία ετήσια εικοσάρια για Επιμέλεια-Πρόοδο-Εκτέλεση να είναι πάντα σκέτα εικοσάρια, κοινοί αριθμοί χωρίς κανένα τόνο τελειότητας. Κοιτάζει το ρολόι στον τοίχο: 17.26. Σε τέσσερα λεπτά μπαίνει, το πολύ τέσσερα! Η Άννα μέσα έχει ήδη φτάσει στο πρώτο crescendo. Αχ, σαν πολύ γρήγορα να το έχει πιάσει… Βιάζεσαι, Αννούλα, βιάζεσαι… Ποτέ δεν της άρεσε ιδιαίτερα ο
Μότσαρτ. Όταν η ίδια εξεταζόταν στην Alla Turca πριν από μερικά χρόνια, αισθανόταν ότι παίζει σε εκείνη τη διαφήμιση για τα πιάνα Kawaii∙ που δεν είναι και τόσο άσχημα πιάνα, εντάξει… Κρατάει σφιχτά τις παρτιτούρες, μπαίνει στον πειρασμό να ξαναδεί την Τρίτη κίνηση στη δική της τελευταία σονάτα — κατά κανόνα την πιο δύσκολη δοκιμασία του εξεταζομένου. Όχι, όχι, θα μπερδευτεί, ό,τι έγινε έγινε! Ο ιδρώτας της σημαδεύει την Appassionata. Μπετόβεν, όχι παίξε γέλασε… Να και η τελευταία πτώση, τελεία.. Παύση. Η Άννα τώρα θα σηκώνει τα χέρια αργά, θα τα κρατάει για
μερικά δευτερόλεπτα πάνω από τα πλήκτρα. Το σκαμπό γδέρνει αγαπητικά το παρκέ του γραφείου της διευθύντριας. Η Άννα τώρα θα υποκλιθεί. Η αυστηρή φωνή του εξεταστή κάτι λέει – δεν είναι σίγουρη τι, ίσως κάτι σαν «molto allegretto» ή κάτι τέτοιο. Η Άννα γελάει, ανοίγει την πόρτα, βγαίνει έξω. Κοιτάζονται οι δυο τους, χαμογελούν. «Πώς ήταν;» «Ουφ, καλά νομίζω.
Φτάνει που τελείωσε. Καλή επιτυχία!» «Ευχαριστώ… Καλές διακοπές!» Η Άννα ροβολάει τις σκάλες. Φωνάζει από το ισόγειο «Επίσηηης!» και βουτάει επίσημα στο καλοκαίρι. Εκείνη πλησιάζει την κλειστή πόρτα του γραφείου και περιμένει. «Να περάσει ο επόμενος!».
Ανοίγει την πόρτα. «Γεια σας», μουρμουρίζει, προσοχή στο μικροδάχτυλο, σκέφτεται, σκουπίζει τις παλάμες της στο παντελόνι και κάθεται στο πιάνο.

Αθηναϊκή ρουλέτα

– Από Κύπρο;
– Ε, ναι.
Με την έμφαση στο «ε>). Έτσι απαντώ πάντα. Με το βαρεμένο μου επιφώνημα να παίρνει τον ρόλο βεβαιωτικού μορίου.
– Και ποια η γνώμη σου για τους ταξιτζήδες της Αθήνας;
– Έχω γνωρίσει όλα τα είδη.
– Σαν ρουλέτα σε καζίνο, ε; Δεν ξέρεις τι θα σου κάτσει!
– Κάπως έτσι.
– Και μένεις μόνιμα εδώ;
– Δυστυχώς, όχι.
Παραξενεύτηκε.
– Πιο καλά σου αρέσει εδώ;
– Ναι.
– Τι σου αρέσει;
– Η κίνηση.
– Και στην Κύπρο;
– Στην Κύπρο κινούνται μόνο τα αυτοκίνητα. Και κάνει πολλή ζέστη πια.
Η απάντησή μου τον μπερδεύει
— Και πόσο θα μείνεις;
— Ήμουν έξι μέρες εδώ. Φεύγω αύριο.
— Μετρημένες μέρες ζεστό ψωμί, έλεγε η μάνα μου. Κι αν πρέπει κιόλας να το κόψεις σε κομμάτια…
— Σωστά έλεγε.
Έχω αντιληφθεί ότι, παρά τους άδειους δρόμους, πάει επίτηδες αργά να μας πιάσει το κόκκινο, και κάνει κύκλους, για να γράψει πιο πολλά το ταξίμετρο. Αυτό για τους Κύπριους, όπως και ιστορίες των ταξιτζήδων από την επιστράτευση του 1974, είναι παρωχημένο ανέκδοτο. Δεν είναι καν ανέκδοτο πια, δηλαδή. Δεν αντιστέκομαι στην απατεωνιά του. Η πρώτη φορά είναι ή η τελευταία που θα με κοροϊδέψει ένας ταξιτζής; Ένας γνωστός λυγμός κλοτσάει το στομάχι μου, γραπώνω με τα δάχτυλα τα γόνατα — μάταιος αντιπερισπασμός. Παρατηρώ τα φώτα, τις πολύχρωμες πινακίδες, τις μαγικές στοές, όπου όλα μπορεί να συμβούν. Η ζωή μου κινείται, σκέφτομαι, όπως ένα αθηναϊκό ταξί με Κύπριο επιβάτη- δεν έχω ιδέα από ποια διαδρομή θα με πάει στον προορισμό μου. Και ποιος είναι ο προορισμός μου; «Home is where the heart is», ανασύρω ένα κλισέ — μα τα κλισέ λένε πάντα την αλήθεια, απαντώ στον εαυτό μου, και η καρδιά μου είναι ήδη κομμάτια.

Ανάποδα

ΞΑΠΛΩΣΕ ανάποδα. Με τις πατούσες να κοιτάζουν το κεφαλάρι. Αυτό κάνει, όταν δεν έχει ύπνο. Μπας και αλλάξει λίγο η ενέργεια, η ροή των πραγμάτων. Αν δεν κάνει κρύο, ανοίγει και το παράθυρο. Ο φωτισμός του δρόμου είναι μονίμως εκτός λειτουργίας και, όταν είναι καθαρός ο ουρανός, τα αστέρια διακρίνονται λαμπερά. Σηκώνεται. Τραβάει την κουρτίνα. Κοιτάζει
έξω: Σεπτέμβριος, ξαστεριά. Τα μάτια δεν λένε να κλείσουν. Θυμάται εκείνο το παιδικό βιβλίο, που τους είχε πάρει η μαμά, με τον Καλό Μάγο που δίδασκε αστρονομία. Δεν έχει συγκρατήσει και πολλά, αλλά διακρίνει ακόμα τις Άρκτους, τον Ωρίωνα τον Δράκοντα, μπορεί να εντοπίσει τον Δία και τον Κρόνο… Βλέπει την ουρά της Μεγάλης Άρκτου και υπολογίζει: η Μικρή θα είναι κάπου εκεί στη γωνία κάτω από το παράθυρο, σκέφτεται, και θυμάται. Κάπου εκεί πρέπει να είναι, επέμενε και δυσανασχετούσε- δεν τη βρίσκει, δεν τη βρίσκει! Θα στη δείξω εγώ, περίμενε, λέει αυτός. Κοιτάει, ξανακοιτάει, υπολογίζει βάσει του μεγάλου τηγανιού, αλλά τίποτα. Ξάφνου, να, της λέει, να, εκεί, και της δείχνει έναν γαλακτερό μικροσκοπικό λεκέ στον ουρανό.
Εκείνη έσκασε στα γέλια. Εκείνος ενοχλήθηκε. Μα η Μικρή Άρκτος δεν είναι τόσο μικρή, λέει, είναι κι αυτή σαν τηγάνι, αλλά με ένα πιο κυρτό χερούλι και απλώς κάπως πιο μικρή! Όχι, αυτή είναι, λέει εκείνος. Όχι, δεν είναι, του λέει και του εξηγεί ξανά. Την υπολογίζεις βάσει της Μεγάλης Άρκτου, επί πέντε, επί εφτά, δεν θυμάται τώρα… Αλλά πώς να τον πείσει, που έχει στραβωθεί και τη Μικρή Άρκτο δεν βρίσκει! Αυτή είναι, της λέει, γιατί επιμένει; Αυτός ο λεκές; Δείξε μου τότε τα επτά της αστέρια! Αυτός προσπαθεί με σιγουριά, αλλά εκείνη γελάει. Μα αυτό το πράγμα δεν είναι αστερισμός, σαν θραύσμα από γαλαξία είναι, ένας λεκές, ένας λεκές στον ουρανό, θυμάται να του λέει, αυτός εκνευρίζεται και εκείνη την παίρνει ο ύπνος.

«Μαμά, πέθανες!»

ΣΑΝ ΝΑ ΣΕ χτυπάνε στους αστραγάλους με βαριοπούλα. Έτσι είναι το κλάμα του μωρού μέσα στη νύχτα. Πετάγομαι ίδιο ελατήριο. Τρέχω.
— Έλα, αγάπη μου, ησύχασε, εδώ είμαι!
– Μαμά, πέθανες!
Πάω να γελάσω, αλλά δεν είμαστε τώρα για αστεία.
— Όνειρο ήτανε, εφιάλτης. Δεν πέθανα, εδώ είμαι!
— Μαμά, όμως, γιατί πέθανες;
— Μα δεν πέθανα, είμαι εδώ! Κοίτα, κοίτα τα χέρια μου που σε κρατάνε!
— Είχες πεθάνει και είχα μείνει μόνος! Γιατί, γιατί πέθανες, μαμά;

Και συνεχίζει να κλαίει. Δεν ξέρω τι άλλο να πω, επαναλαμβάνω τα γνωστά, ότι είμαι εδώ και ότι κανείς δεν πέθανε. Εκτός από την προηγούμενη ζωή μου… Είμαι πτώμα. Θέλω απλώς να κοιμηθώ. Μέχρι πότε θα πάει αυτό; Μέχρι πότε θα έχω μελανιασμένους αστραγάλους; Κανείς δεν σε προειδοποιεί για τη βαριοπούλα που κρατάει το βρέφος την ώρα που βγαίνει από μέσα
σου… Αχ, πονάει η μέση μου. Ξαπλώνω και συνεχίζω να τον αγκαλιάζω. Μονολογεί «γιατί, μαμά, γιατί;», κάνω πως δεν ακούω ή μονολογώ κι εγώ «είμαι εδώ, είμαι εδώ». Η πιτζάμα μου έχει γεμίσει δάκρυα και μύξες. Να κοιμηθεί μόνο, ας όψονται τα πλυντήρια. Τον κουνάω απαλά και σιγοτραγουδώ το νανούρισμα που μου έλεγε η δική μου μαμά – όσο θυμάμαι δηλαδή. Κλείνω τα μάτια μου πάνω από ένα μικρό κεφάλι με μαλλιά που μυρίζουν λεβάντα, την ώρα που κάτι δαχτυλάκια γραπώνονται στον αυχένα μου. Πιάνω το νανούρισμα ξανά από την αρχή -όσο θυμάμαι δηλαδή- αχ, πόσο νυστάζω, είμαι πτώμα…

Black Elixir

ΞΕΝΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ, ρε συ; Ανέβα! Να πάρω εγώ τη ζακέτα μου, και να πας εσύ τουαλέτα. Η νύχτα είναι μεγάλη, γιατί να κρατιέσαι; Την ακούει και κοιτάζει ξανά γρήγορα γύρω του. Ούτε μια προστατευμένη γωνιά στην πλατεία. Καλά κάνουν οι γυναίκες που πάνε κάθε τρεις και λίγο για κατούρημα. Εμείς δεν πάμε, δεν πάμε, κι άμα μας έρθει… Το ξενοδοχείο
του είναι μακριά. Νιώθει κάπως άβολα αλλά όχι ακριβώς· ανεβαίνει μαζί της. Ας όψεται η ανάγκη. Κυριολεκτικά. Να, εδώ είναι, του δείχνει γέρνοντας ελαφρώς το κεφάλι δεξιά και χτυπάει τα νύχια της τραγουδιστά στην πόρτα. Μπαίνει. Κλείνει την πόρτα. Καθώς ανεβάζει το καπάκι και σημαδεύει, ακούει τις κρεμάστρες να κροταλίζουν στην ντουλάπα. Πόσα ρούχα έχει φέρει για τρεις μέρες; Αχ, επιτέλους. Τραβάει το καζανάκι. Ανοίγει το νερό, τρίβει τις παλάμες του, παρατηρεί την εγκατάσταση γύρω από τον νιπτήρα. Οδοντόκρεμα σε συσκευασία ταξιδιού, διαφανής οδοντόβουρτσα με ροζ
γραμμές, δείγμα ενυδατικής κρέμας χρησιμοποιημένο, μπατονέτα με μαυρισμένο το βαμβάκι στη μία πλευρά, μαντηλάκια καθαρισμού χωρίς parabens για όλους τους τύπους δέρματος, Korres make up με μαύρη πεύκη, ένα άρωμα σε ψηλό μελιτζανί μπουκάλι με χρυσά γράμματα στη βάση. Black Elixir. Το ανοίγει, το μυρίζει αργά, με κλειστά τα μάτια, βάζει το καπάκι στην τσέπη του.
Πάμε;

Ρυζόχαρτο

TOΥ ΕΙΧΑΝ πει πως ήταν στο δωμάτιο 305. Περπατούσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά με δυσκολία- ένας κόμπος στο στομάχι τον ενοχλούσε — 303,
304, 305…
Ήταν γυρισμένη προς το παράθυρο. Δεν τον είδε. Το δωμάτιο ήταν προκλητικά φωτεινό. Την πλησίασε. Τον άκουσε. Γύρισε. Περίπου χαμογέλασε. Τη φίλησε, την αγκάλιασε προσεκτικά. Τον είχαν προειδοποιήσει:
«Πολύ απαλά να την ακουμπάτε». Κάθε κίνηση δική της ή των άλλων πάνω της προκαλούσε ακόμα περισσότερο πόνο. Κάθισε στην καρέκλα δίπλα της.
«Λυπάμαι που σταμάτησα να σου γράφω», του είπε.
«Λυπάμαι που σταμάτησα να σου γράφω», της είπε.
«Ήθελα, αλλά δεν μπορούσα. Τα δάχτυλά μου…»
Γύρισε το βλέμμα του στα χέρια της. Τα δάχτυλά της είχαν μείνει μόνο κόκαλα και ένα δέρμα λεπτό, σαν ρυζόχαρτο.
«Λυπάμαι που σταμάτησα να σου γράφω», είπε ξανά εκείνος.
«Δεν πειράζει».
Πειράζει, σκέφτηκε, αλλά δεν το είπε.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε αυθόρμητα και αμέσως αισθάνθηκε βλάκας.
«Πέρα από αυτό;» πρόλαβε να απαντήσει εκείνη, δείχνοντας με το βλέμμα της το δωμάτιο, με ένα αχνό γελάκι, που θύμισε για λίγο έναν εαυτό που κάποτε υπήρξε.
«Στο τηλέφωνο είπες ότι ήθελες κάτι να…»
«Εσύ θα πάρεις όλα τα αρχεία», είπε εκείνη.
«Όχι…», απάντησε με μια δυσπιστία παιδική, λες και δεν αντιλαμβανόταν τι γίνεται, τι θα γίνει.
«Εσύ θα τα πάρεις. Επειδή μόνο εσύ δεν θα με λυπηθείς». Έσφιξε τα χείλη της.
Έπιασε το χέρι της μέσα στο δικό του και κοίταζε τα δάχτυλά της, τόσο λεπτά, τόσο εύθραυστα. Θέριεψε ο κόμπος στο στομάχι του, ανέβηκε στον λαιμό. Δεν ήθελε τα αρχεία, τα χέρια της ήθελε. Όπως τότε. Όπως πάντα. Και ο κόμπος έγινε πιο βαρύς. Το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο δεν θα γίνει ποτέ ξανά, σκέφτηκε. Ξεροκατάπιε. Ο κόμπος είχε φτάσει στον ουρανίσκο
του.
«Ξέρεις πού είναι, σου έχω πει. Θυμάσαι;» του είπε, σφίγγοντας ξανά τα χείλη της. Πώς να ήταν αυτός ο πόνος; Πώς έγινε αυτό, αναρωτήθηκε εκείνος κοιτάζοντας τα χέρια τους, και ο κόμπος έγινε πέτρα. Θυμότανε, ναι. Εκείνη έγειρε ξανά το κεφάλι της προς το παράθυρο. Το πρόσωπό της ήταν λευκό, γεμάτο εσοχές∙ ολόκληρη ένα σώμα ελαφρύ, τυλιγμένο σε ρυζόχαρτο.

Τζείνον το δέντρον

Στη μνήμη τον πατέρα μου

— ΠΑΠΑ, τι εν’ τούτα;
— Ποια τούτα;
— Τούτα τα πράματα που κρέμμουνται πάνω σε τζείνον το δέντρον που μόλις επεράσαμεν!
— Τάματα.
— Τι εν’ τα τάματα;
— Υποσχέσεις.
— Υποσχέσεις για ποιον πράμαν;
— Υποσχέσεις ότι εννά κάμεις τζείνον που έταξες του Θεού ότι εννά κάμεις, άμαν κάμει τζείνον που του ζητάς να κάμει.
— Ε, τζι αν δεν μπορέσεις να το κάμεις; Έν θα φοάσαι μετά, αν δεν μπορέσεις εσύ να το κάμεις, αλλά τζείνος κάμει το; Παπά, εσύ πιστεύκεις στα τάματα;
— Πελλάρες που κατεβάζει ο νους των αθθρώπων, κόρη μου.

* * *

Οδηγούσε ο Νίκος. Ήταν η σειρά του. Εγώ θα οδηγούσα στην επιστροφή· αυτή ήταν πάντα η συμφωνία. Μόλις είχαμε μπει της Πάφου. Ξεκινούσαν επιτέλους οι καλοκαιρινές μας διακοπές, κατ’ εξαίρεση εντός φέτος∙
έστω…
— Είδες ποττέ τες κατακόμβες της Αγίας Σολομονής;
— Κάτω που τζείνον το δέντρον που μόλις επεράσαμεν; Όι.
— Ούτε εγώ. Τζαι πόσες φορές επέρασα που δαμαί ούτε που ξέρω!
— Ε, άλλην μέραν ερκούμαστεν, εννά είμαστεν τόσες μέρες δαμαί.
— Όι, όι άλλην μέραν! Τωρά! Πάρκαρε δαμαί. Εν’ κοντά. Αν πυρώννεις πολλά, μεν κατεβείς. Πέντε λεπτά εννά κάμω. Θέλω να δω τα τάματα!
Ήταν μεσημέρι Αυγούστου και ο ήλιος έκαιγε ανελέητα, όπως θα ανέμενε κανείς στην Κύπρο τέτοια εποχή. Το κυπριακό καλοκαίρι έχει γίνει ανυπόφορο, ακόμα και αν πρέπει να περπατήσει κανείς μόνο μερικά μέτρα∙ θλιβερά ανυπόφορο.
Κάτω από το δέντρο είχε δροσιά. Λωρίδες από λευκά και ανοιχτόχρωμα υφάσματα, σεντόνια ίσως, κορδέλες. Στολίδια πάνω στην τρεμιθιά τη χτισμένη μέσα στην καμάρα κρέμονταν πάνω από το κεφάλι μου. Και άλλες τόσες λωρίδες στις μεταλλικές πύλες φυλούσαν σε ταξιαρχίες το βάθος των κελιών κάτω από τα πόδια μου. Θυμήθηκα τον Άγιο Θέρισσο στην Καρπασία. Δεν
κατάλαβα ποτέ τι ήταν εκείνο που με είχε συγκλονίσει πιο πολύ στον βράχο της άλλης Κύπρου, εκείνη τη μία και, μοναδική φορά που τον επισκέφθηκα πριν εφτά-οχτώ χρόνια∙ τούτες οι πελλάρες ή η θάλασσα απέναντι.
Κατέβηκα. Μύριζε μούχλα και υγρασία. Καμία πληροφορία για την Αγία Σολομονή ή τις κατακόμβες της. Μόνο μια επιγραφή πάνω από την εικόνα της Παναγίας: «Παρακαλώ, μην παίρνετε τις εικόνες. Υπάρχει άτομο που φροντίζει για αυτές». Όντως, μια σκούπα ακουμπούσε στη γωνία του κεντρικού θαλάμου. Μέτρησα τρία κελιά∙ τα σκαλοπάτια συνέχιζαν προς τα κάτω, σε απόλυτο σκοτάδι. Δεν κατέβηκα. Δεν ξέρω τι φοβήθηκα πιο πολύ∙ τις πελλάρες των αθθρώπων ή την πίστη που είχε αρχίσει να κατεβάζει ο νους μου.

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

δαμαί: εδώ
εννά: θα
πελλάρες: βλακείες, ανοησίες
πυρώννω: ζεσταίνομαι

.

ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΜΙΑ ΟΥΡΑ (2021)

ΦΩΤΟΧΥΣΙΑ

καὶ σῶσόν με

Στης γης το βασίλειο με το φως
να γεννιόμουνα ένα σκαθάρι,
το χώμα να σκαρφαλώνω στάρι
στάρι, μέχρι τον θώρακα ο καιρός
να φέρει στο χορτάρι ένα δείλι.
Δροσιά, πάχνη, όαση: βεντάλια
με σμαραγδένια φύλλα∙ δόξα σοι!
Σκαλί σκαλί καθέτως στη στήλη
θα φτάσω, στο μυστικό υπερώο:
τη ραχοκοκαλιά σου. Τη βία
θα υμνώ των ισχίων τα βράδια,
με αχόρταγα θα υψώσω χάδια
στη λεκάνη σου ένα ηρώον,
θα ξαναγράψω τη ζωολογία.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ

την πιο μικρή ώρα θα φορέσω
το δέρμα σου,
θα σκιρτούνε δικά μου
τα χέρια σου,
θα σπαράζει η αφή σου
δική μου∙
δικοί μου
οι ώμοι,
αγκώνες, καρποί,
οι ροδισμένες γραμμές
στις παλάμες∙
σφοδρές οι κλειδώσεις
στα δάχτυλα
και οι λοβοί
ακάθεκτο χάδι
δικό μου
δονείται
το σώμα
του ταύρου
και η βουβωνική
χώρα το σπίτι
που απόψε
θα κατοικήσω

ΖΟΥΓΚΛΑ

Αλύπητα στης ζούγκλας το υγρό κρεβάτι
θα σε ρίξω. Σε δάσος τροπικό με ορμή
ή σε σαβάνα θα σε πάρω. Θα ’σαι κάτι
σαν στολίδι και λάφυρο: δικό μου κορμί.
Σαν ορχιδέα θα ’μαι ανοιχτή, θα στάζω
σε ιδρωμένα δάχτυλα∙ γδέρνω, δαγκώνω
σαν φυτό σαρκοφάγο. Ασημένιο μου βάζο,
θα σε γυαλίζω με τη γλώσσα ώς τον πόνο
τον ήδιστο ν’ αγαπηθούμε. Θα φωλιάσει
στον κόλπο μου το πιο μεγάλο πουλί και
ψηλά θ’ ανέβουμε μακριά απ’ τη χάση
της ζωής που δε ζούμε, ωραίε μου λύκε.
Εγώ το λιοντάρι, στα πόδια σου η μερίδα
δικιά μου τροφή, ο μόνος κόσμος που είδα.

ΠΟΤΕ Η ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΤΟΣΟ

Ποτέ η νύχτα δεν ήταν τόσο
μικρή, ποτέ.
Μαραίνονται τ’ άστρα
στο φως που χαράζει
κι εσύ μιλάς για
μια νιότη που υπήρξε
κι εγώ ακούω
ένα αστέρι να πέφτει
στα πόδια μου σκάει
μια μολότωφ.

ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ

Κι αν σε εφεύρω απ’ την αρχή,
και αν σε πλάσω, ζώο θηλαστικό
κι αρθρόποδο και ψάρι και πτηνό
αν γίνεις, μαζί μου
δεν γίνεσαι,
πλάσμα δικό μου στο αίμα
δεν είσαι· κι αυτό στην ιστορία είναι
σημείο κομβικό: ανώνυμος
μείνε – αθάνατος
δεν γίνεται κανένας
θνητός.

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ

(σήμερα, τώρα λοιπόν, για σε ποίημα αθάνατο
γράφω ύστατο χαίρε θολό γράμμα από αδέξια πένα)

γράφω ξανά, ξανά
για τον Θάνατο
γιατί είναι πιο κοντά
από σένα
έρωτας άλλος δεν είναι
για μένα
και πιο κάτω από εδώ δεν έχει
και πιο κάτω από εδώ
δεν έχει πιο κάτω
από
εδώ

.

Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ (2018)

ΤΗ ΝΥΧΤΑ, ΑΡΓΑ

έγκλειστα σκυλιά
ουρλιάζουν σαν εφιάλτες,
κάνουν κύκλους
μέσα στο κεφάλι μου,
θέλουν να βγουν,
θέλουν να μου δοθούν,
λένε -ψέματα-
που ποιήματα άμα ντυθούν,
τα κάνουν όλα δικά τους

Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ

Θα τον κόψω σε λωρίδες και
θα τον χωρίσω σε μπουκιές
ή
θα τον πριονίσω και
τα τον κρύψω στην αποθήκη
ή
θα τον στραγγαλίσω και
θα κρεμάσω τα μάτια του
για σκουλαρίκια

την ώρα που περνάει.

ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ

Έτσι όπως με έχουν καρφωμένη στο ταβάνι
με τα μαλλιά κολλημένα στους ώμους
κι ένα γύψινο στεφάνι φωτοστέφανο,
αναρωτιέμαι αν θα με πούνε Μαρία
το πρωί και θα με δοξάσουνε
ή σαν κάποια Σαμίρα δημόσια
θα με λιθοβολήσουνε.
Έτσι όπως κρέμομαι από
το ταβάνι κατακόρυφα,
τα κοσμητικά επίθετα αριθμώ
που θα φορέσουνε κορόνα
στο κεφάλι μου και
εύχομαι όταν σκάσω
στο πάτωμα
τουλάχιστον
να προλάβω
να θρηνήσω
τώρα που
εννόησα
τον
θά-
να τον.

ΜΝΗΜΑ

θλίψη βαριά ασήκωτη
κοντά μαρμάρινο μνήμα
ο χαμός σου χωρίς σταυρό
και γράμματα στην πλάκα
αδηφάγο μού φαίνεται
σχεδόν έτοιμο
στο σκοτάδι
χάσκει
την ψυχή μου
περιμένει
σαν χώμα

ΕΞΩ

στη μοναξιά μου έξω μονάχη
ξέχασέ με ξανά να ξεμείνω
εσύ που ξέρεις τη μοναξιά
να αγγέλλεις απ’ έξω
στη μοναξιά μου εγώ ξένη
εξ αίματος μόνη
ξεχασμένη απ’ όλους
εξόν από σένα
ξωτικό εξαίσια ξαναμμένο

ΟΤΑΝ ΞΗΜΕΡΩΝΟΥΝ ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ

Όταν ξημερώνουν τα σκοτάδια εγώ
γίνομαι φως,
γίνομαι φωτιά,
μα εσύ βλέπεις μόνο πυρκαγιά
και νερό ρίχνεις με τη μάνικα,
τινάζεις πάνω μου κουβέρτες,
όμως δεν σβήνω,
δεν σβήνω έτσι εγώ·
φέγγω και καίγομαι,
ίδια ιεροτελεστία,
μέχρι να γίνω στάχτη,
σαν πεθαμένη
στο χώμα να με ρίξουνε,
να φυτρώσουν τα ποιήματα.

ΣΟΝΕΤΟ 1

0 Έρωτας κατοικεί βαθιά στον Άδη,
ρίχνει τα βέλη του, σκιρτούν τα τείχη
κι οι καρδιές μας λαβώνονται στην τύχη,
σκόρπιες αρτηρίες σ’ ένα λιβάδι

κι από τότε βάλιουμ μόνο, χάδι
κανένα, άδειοι ξεφλουδισμένοι τοίχοι
έξι μήνες εγκλεισμός, μέχρι ήχοι
γλυκοί να ευθυγραμμίσουν το αιώνιο υφάδι

στον ήλιο να βγω, στο άσμα, πλέκοντας
κήπους ουράνιους και αμπελώνες
χρυσούς, που μέσα σε βουβή ομίχλη

περνώ τη μισή ζωή μου καίγοντας
λαμπρούς υπερκόσμιους κανόνες:
ελεγείες, μονόγραμμα και κίχλη.

.

.

ΠΡΟΧΕΙΡΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑ ΣΩΣΙΒΙΟ (2011)

ΠΡΟ-ΛΟΓΟΣ
ΣΗΜΕΙΑ (ΣΤΙΞΗΣ) ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑΝ ΚΥΚΛΟ

Κόμματα ερωτηματικά θαυμαστικά παρενθέσεις τελείες∙
η ζωή μου
ορίζεται
(ναι, ορίζεται, αλλά)
από σημεία στίξης.
Η αντίληψη των πραγμάτων περιορίζεται
σε ένα κόμμα.
Σαν εκείνα που είναι στην κρίση μου αν
τα χρειάζεται η πρόταση ή όχι.
Γι’ αυτό, ίσως, δεν τα πάω καλά με τα κόμματα,
τα πιο ύπουλα όντα της γραμματικής.
Συνεννοούμαι κάπως καλύτερα
με τα ερωτηματικά –
με περιτριγυρίζουν συχνότερα τελευταίως.
Έχω γίνει φίλη μαζί τους,
τα ακούω με προσοχή
και καμιά φορά
καταφέρνω να τους απαντήσω.
Συνήθως όμως τα αναποδογυρίζω∙
φτιάχνω θαυμαστικά –
με αυτά προτιμώ να συναναστρέφομαι
και να ζω τις σουρεαλιστικές ιστορίες τους.

Κάποτε συνήθιζα να ροκανίζω το χρόνο
(γιατί άραγε;)
ανοίγοντας παρενθέσεις
(εύκολο να τις ανοίξεις,
δύσκολο να τις κλείσεις),
αλλά
τώρα πια
γνωρίζω πάντα πότε και πού να βάλω τελεία.
Μια τέλεια τελεία.

Τελεία.

Η αλήθεια έρχεται πάντα τελευταία∙
η αρχή έπεται
Κεφάλαιο Πρώτο
Ανάσταση
ΒΟΥΤΙΑ II

Είχα χάσει τα ίχνη του.
Σε ακαταλαβίστικες σελίδες
και σε ντουλάπες χωρίς ναφθαλίνη.
Και όταν τον βρήκα μετά από χρόνια,
σχεδόν κρυμμένο στο βυθό,
τον αναγνώρισα αμέσως.
Τον εαυτό μου.

ΣΑΠΟΥΝΟΦΟΥΣΚΕΣ ΣΤΟ CAMDEN

Κυριακή στο Camden Town.
Απογευματινές μπίρες σε ανώνυμο μπαρ.
Βγαίνω έξω για τσιγάρο.
Κάτω από τις φωτεινές επιγραφές,
με εκατοντάδες ανθρώπους γύρω μου∙
είμαι μόνη,
μα δεν αισθάνομαι μοναξιά.
Ένας τύπος γεμίζει το σκοτεινό ουρανό με σαπουνόφουσκες
και ο Axl Rose από δίπλα διερωτάται∙
«πού πάμε απ’ εδώ και πέρα;»
Κι εγώ την ίδια απορία έχω,
αλλά η απάντηση δεν με φοβίζει∙
γιατί αυτό είναι ίσως ένα ερώτημα χωρίς απάντηση.
Με εξαίρεση το σήμερα.
Το αύριο είναι «μια άλλη χώρα»*,
κλεισμένη σε μια σαπουνόφουσκα.
Ο μόνος χρόνος και χώρος που υπάρχει
είναι το σήμερα, εδώ –
το Camden Town,
η φασαρία,
τα φώτα,
οι σαπουνόφουσκες,
οι απογευματινές μπίρες,
τα απαγορευμένα τσιγάρα,
οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες,
τα καινούρια “θέλω”
και τα ήδη απαντημένα “γιατί”.

«SALTWATER»

Ουρανός.
Ορίζοντας. Θάλασσα.
Κύματα. Αλμύρα στις πατούσες. Άμμος.
Μάτια κλειστά.
[Είμαι εδώ.
Εγώ.]
Μάτια ανοιχτά.
Άμμος. Αλμύρα στις πατούσες. Κύματα.
Θάλασσα. Ορίζοντας.
Ουρανός.
Ουρανός*…
Ουρανόόός

ΠΡΟΧΕΙΡΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΤΗΣΗ
ΜΑ0845 ΓΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Η ζωή μου αλλάζει∙ μαζί της αλλάζω κι εγώ και ταυτόχρονα
αλλάζοντας βρίσκω τον εαυτό μου. Με μαθαίνω.
Από αυτά που δίνω κι από αυτά που παίρνω, από αυτά
που δίνω κι από αυτά που χάνω. Σε ξένους ή γνώριμους δρόμους,
με ανθρώπους που τυχαία (;) συναντώ, οι οποίοι μένουν
πάντοτε δικοί μου. Κι ας μην τους ξανασυναντήσω ποτέ.
Ίσως χωρίς τις κοινωνικές απαιτήσεις μιας αναμενόμενης
και “αρμόζουσας” ταυτότητας είμαστε πιο αληθινοί με τον εαυτό
μας και τους γύρω μας. Αντικρίζοντας την αλήθεια με κάθε
κόστος, τότε μόνο συμφιλιωνόμαστε με τα “λάθη” μας,
συγχωρούμε τον εαυτό μας και τον δεχόμαστε όπως είναι.
[…]
Αντικρίζοντας την αλήθεια με κάθε κόστος, τότε μόνο αποδέχομαι
ότι δεν μπορώ να τετραγωνίσω τον κύκλο παρά μόνο να τον
κλείσω, ανοίγοντας ίσως έναν καινούριο.

Κεφάλαιο Δεύτερο
Κάθαρση
ΟΛΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ

Βουή.
Και μετά ησυχία.
Τα φώτα σβήνουν.
Ρίχνω την τελευταία μεζούρα καπνού
στο κίτρινο φακελάκι
και μέσα του κλείνω
ό,τι μοιράστηκα
κι ό,τι αρνήθηκα,
υποσχέσεις που δεν κράτησα,
την ώρα που απροσδόκητα
«μπρός στα μάτια μου περνάνε»
ό λ α
σ’ ένα αλλόκοτο encore.
Ο μπάρμαν μού ζητάει ένα τσιγάρο πριν κλείσει
και σπρώχνει προς το μέρος μου
ένα σφηνάκι τεκίλα.
Τεκίλα κίτρινη.
Με φέτα πορτοκάλι.
Και κανέλα.
Του χαμογελώ και
του δίνω ευχαρίστως να στρίψει
το τελευταίο μου τσιγάρο.
Αυτό που φύλαγα.
Αυτό που δεν χρειάζομαι πια.
Εύχομαι να το απολαύσει.
Το απολαμβάνω κι εγώ
κι ας μην τραβάω ούτε μια τζούρα,
καθώς παρακολουθώ υπνωτισμένη
τα πάντα να γίνονται καπνός,
ψιθυρίζοντας πως
«δεν θα πω ποτέ σε κανέναν τίποτα».
Στην υγειά μου.

«AVATAR»

Έτσι τέλειωσε η προηγούμενη ζωή μου.
Έθαψα τον παλιό εαυτό μου
μια νύχτα Σεπτεμβρίου ξημερώματα
σ’ ένα μπαρ στα Εξάρχεια,
ακούγοντας αυτό το δίσκο
ξανά και ξανά,
δακρύζοντας κάθε φορά στις πρώτες μετατροπίες
και στην είσοδο των κρουστών στα 2’58’’,
επιτείνοντας συνειδητά τη θλίψη μου
σαν από μανία
να αισθανθώ ακόμα πιο βαθιά
τον απέραντο πόνο
ξανά και ξανά,
ήθελα να τον νιώσω σε κάθε φλέβα μου,
να τον βιώσω σχεδόν ηδονικά
όσο να μη μείνει ούτε μια σταγόνα του∙
τον πόνο που έκανε τα χρόνια μου
σκόρπια κομμάτια και κούτες
μαύρες πλαστικές σακούλες
φωτογραφικό χαρτί
και γυάλινα σκεύη,
μέχρι να χάσω την αναπνοή μου,
ουρλιάζοντας το τελευταίο κουπλέ,
διαγράφοντας κύκλους στο πάτωμα
χωρίς ερωτήσεις και χωρίς απαντήσεις
χωρίς να έχω τίποτα πια να πω,
μόνο να αφήνομαι
στη μουσική που κρύφτηκε
γδέρνοντας αλύπητα τα πλήκτρα
και κρατώντας σφιχτά το μαξιλάρι μου
να περιμένω
να περιμένω
να περιμένω
να περάσει αυτό το μαρτύριο,
που είναι τώρα πίσω μου στο χρόνο,
αλλά είναι βαθιά μέσα μου
σάπιο κομμάτι μου,
όπως ο Ιανουάριος ο Φεβρουάριος
ο Μάρτης ο Απρίλης ο Μάης,
οι ανοιξιάτικοι μήνες που δεν θέλω να θυμάμαι
και ολόκληρο το καλοκαίρι που με προσπέρασε.
Και μετά την κηδεία μου
στις 4 Σεπτεμβρίου
με τη βελόνα κολλημένη στο 02
αναπαύτηκα
εν ειρήνη.

Κεφάλαιο Τρίτο
Ενσυνείδηση
ΔΡΟΜΟΣ

Στην αναζήτηση της ευτυχίας
βρίσκω μπροστά μου
λόφους
βουνά
ποτάμια
χείμαρρους
απαγορευτικές κίτρινες κορδέλες
γόρδιους δεσμούς
και ταμπέλες για τη «σωστή στιγμή»·
βρίσκω μπροστά μου
τους αποτυχημένους έρωτες των είκοσι μου χρόνων
λάθη των είκοσι πέντε,
τις τύψεις που δεν έφυγαν,
αυτά που πάλευα να ξεχάσω·
βρίσκω μια επιγραφή
«Αυτό που ψάχνετε δεν είναι εδώ»,
έτσι αλλάζω και πάλι πορεία
και περπατώ
στο άγνωστο·
λαχανιάζω,
αλλά περνάω τους λόφους
και σκαρφαλώνω τα βουνά,
κολυμπώ στα ποτάμια
και παλεύω με τους χείμαρρους,
κρατάω στο δεξί μου χέρι ένα ψαλίδι
και στο αριστερό ένα σωσίβιο
και στο μυαλό μου γράφω αυτό
που δεν είχα τη δύναμη

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2000ΚΑΤΙ

Αυτό ήταν το πρώτο καλοκαίρι
που ευχήθηκα να τελειώσει
Είπα στη θάλασσα «δεν θέλω να σε ξαναδώ».
Δεν είχε τίποτε άλλο να πει.
Δεν είχε χρώμα, γεύση, οσμή.

Αυτό ήταν το πρώτο αληθινό καλοκαίρι,
που είχε πολλά να μου πει.
Για το πώς ζήσαμε
ψεύτικα, εύκολα κι απλά,
αφήνοντας τη ζωή να μας ξεπεράσει

ΕΦΥΓΕΣ, ΚΑΙ Σ’ ΕΥΓΝΩΜΟΝΩ

Όταν έφυγες,
ήθελα να μείνω για πάντα
εδώ
καρφωμένη στο πάτωμα,
να εξαφανιστώ στο δάκρυ μου
και να πνιγώ στα ψέματά σου.
Ήθελα να τυλιχτώ στις κουρτίνες∙
να κάνω τους δίσκους σου κομματάκια
και τα γράμματά σου προσάναμμα,
να βάλω φωτιά στο σπίτι
να κάψω τη ζωή σου ολόκληρη.
Κλείδωσα την πόρτα
και ασφάλισα καλά τα παράθυρα
μη νιώθω τον αέρα που αναπνέεις
και μολύνει το οξυγόνο μου.

Αλλά κατάλαβα πως
δεν μπορώ να ζήσω δίχως φως –
είδα ξανά τον ουρανό
και είναι όντως γαλάζιος.

Έφυγες, και σ’ ευγνωμονώ.
Μόνο το σκυλί μου θέλω να προσέχεις
που ακόμα ονειρεύομαι ότι γλείφει τις παλάμες μου.

Κεφάλαιο Τέταρτο
Μνήμη
ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ, ΜΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑ

Κάθε φορά που ταξιδεύω
με επισκέπτονται εικόνες και μνήμες από μέρη
που αγάπησα.
Η στάση για το 49 και το 40,
ο πεζόδρομος,
το σκάκι στην πλατεία,
η λαϊκή της Τρίτης,
οι στροφές της παραλιακής
και τα εκατομμύρια φώτα
στα βρώμικα νερά του λιμανιού.

Μια πόλη μέτρια, κοινή.
Αλλοτινά μοναδική.

Μάλλον τίποτα δεν μου λείπει,
εκτός ίσως από τα φώτα στον υγρό ορίζοντα τα βράδια
και τις βόλτες με τα πρώτα κρύα.
Αλλά διερωτώμαι
αν θα νιώσω εκείνον τον κόμπο στο λαιμό
και τη θολούρα στα μάτια,
αν κάποτε βρεθώ ξανά εκεί,
αν θα θυμάμαι τη σειρά των καταστημάτων
και τι ώρα περνάει το επόμενο λεωφορείο.
Διερωτώμαι
αν και οι δικές σου αναμνήσεις
κάποτε αυθαίρετα και με αυθάδεια επιστρέφουν,
διερωτώμαι
κι εσύ τελικά τι θα κρατήσεις∙
διερωτώμαι,
απλώς,
γιατί η περιέργεια θα είναι πάντα
μια ανθρώπινη αδυναμία.

ΚΑΠΟΤΕ

Κάποτε ξάπλωσα
κάτω από θεόρατα δέντρα
με ασημένια φύλλα,
έβλεπα το φεγγάρι
να γλιστρά στα κλαδιά τους,
έγραφα ποιήματα
στο μικρό σημειωματάριο τσέπης
κι ύστερα τα έσκισα
πάνω από μια καλοκαιρινή φωτιά
και τα έκαψα∙
μα ακόμα θυμάμαι τι έγραφα
την ώρα που έκλεινα τα μάτια
κάτω από τα θεόρατα δέντρα
με τα ασημένια φύλλα
και το δικό μου φεγγάρι.

Κεφάλαιο Πέμπτο
Θάνατος
ΣΤΟ ΜΠΑΡ

Ντύνομαι βιαστικά.
Τραβώ δυο μαύρες γραμμές στα μάτια μου.
Φορώ το αγαπημένο μου τζάκετ.
Κατεβαίνω κέντρο και
μπαίνω στο μπαρ που συχνάζω.
Δεν χρειάζεται καν να παραγγείλω.
Με ξέρουν πολλοί,
αλλά κάνεις δεν με γνωρίζει.
Πίνω
καπνίζω
χορεύω σαν ηλίθια
περιμένοντας μια φωνή για να ουρλιάξω.
Όλοι με βλέπουν και χαμογελούν,
άλλοι χειροκροτούν.
Γελώ κι εγώ μαζί τους.
Είμαι πολύ καλή
με αυτά που φοράω,
γιατί κανείς δεν καταλαβαίνει ότι
εγώ
θέλω απλώς να ξαπλώσω στο ξύλινο δάπεδο
και να πεθάνω.

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΗ

Σιχαίνομαι τις μέρες σαν κι αυτή,
που τρέμουν τα χέρια μου
και παιδεύω τον καπνό στα δάχτυλά μου με τις ώρες,
που κάθε επόμενο ποτό είναι πιο πικρό,
που τα μάτια μου καίνε
και λιώνουν παγόβουνα στα μάγουλά μου∙
μια μέρα σαν κι αυτή,
που το καρδιογράφημα χρειάζεται δεύτερη ανάγνωση.
Αν με ρωτήσεις «γιατί»,
δεν θα ξέρω να σου απαντήσω «γιατί»,
γιατί κι εγώ η ίδια δεν ξέρω
πώς ένας μεγάλος κύκλος συρρικνώνεται
σ’ ένα δυσανάγνωστο μηδενικό
που χωράει σε μια κλειδαρότρυπα,
πώς μια τυχαία γραμμή,
μια μουντζούρα στις σελίδες μου
επεκτείνεται,
κάνει κύκλους και με τυλίγει,
με τυλίγει ολόκληρη,
μου δένει τα χέρια τα πόδια το στόμα,
καρφωμένη σε μια καρέκλα
μόνο να βλέπω και να μην αγγίζω.
Αν με ρωτήσεις «γιατί»,
δεν θα ξέρω να σου απαντήσω «γιατί»,
γιατί τα σκοινιά με πνίγουν
κι εγώ γίνομαι μικρή, μικρή σαν έμβρυο.
Δεν θα ξέρω να σου απαντήσω «γιατί»,
γιατί κουλουριάζομαι
και δεν θέλω να γεννηθώ ποτέ ξανά,
δεν θα ξέρω τι να σου απαντήσω,
γιατί αυτή τη στιγμή
εγώ μόνο θέλω
να χωθώ στο απόλυτο μηδέν
και να χαθώ στο τίποτα.
Ο θυμός με φλερτάρει όποτε τον συναντήσω.
Τις ενοχές τις βρίσκω συχνά στο δρόμο μου.
Η θλίψη πολλές φορές με γυροφέρνει.
Και ο πόνος ακόμη ουρλιάζει κλειδωμένος στο συρτάρι.

Κεφάλαιο Έκτο
Φθορά
ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ

Πάλι ρέεις δάκρυ πάλι∙
πάλι ρέεις αλμυρό
σαν νερό.

Παλιρρέω∙
πάλι.

Δάκρυ αλμυρό νερό ρέω πάλι

ΜΠΑΜ!

Νομίζεις είναι μπόρα και θα περάσει.
Αλλά όταν σε πλακώσει ο ουρανός,
θυμήσου την πρόγνωση για τον καιρό
και το ένστικτο που άφησες στην άκρη.

ΑΔΕΙΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

Μου φαίνεται θα διαλυθώ∙
κάποιο κρύο βράδυ
κλεισμένη στο σπίτι
θα εκραγώ.
Ίσως τότε οι φλόγες μου ξεχυθούν απ’ τα παράθυρα,
ίσως οι στάχτες μου πλημμυρίσουν το δωμάτιο
-θα άλλαζε επιτέλους το χρώμα στους τοίχους τα γράμματά μου μάλλον θα εκσφενδονιστούν
βίαια στο ταβάνι
και οι καπνοί θα τρυπήσουν τον ουρανό –
μια απ’ αυτές τις άδειες νύχτες.

Κεφάλαιο Έβδομο
Συν-Ύπαρξη
ΟΣΦΡΗΣΗ (ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ)

Εκείνος στο κρεβάτι της εντατικής.
Είχε ανακοπή και τον επανέφεραν, αλλά –
μας φωνάζουν μέσα να τον δούμε.
Έχει πρηστεί από τα φάρμακα.
Ο σφυγμός και η πίεση στο πάτωμα.
Εκείνη κλαίει με αναφιλητά.
Για τη ζωή της.
Που έχασε.
Για εκείνον που χάθηκε στο δρόμο.
Εγώ κλαίω για εκείνον που δεν γνώρισα.
Ο αδελφός μου για τον άνθρωπο που πεθαίνει 60 κιλά κρέας.
Κι αυτός δίπλα μου.
Κλαίει.
Επειδή με αγαπάει.
Σβήνω τα δάκρυά μου στο χιλιοφορεμένο μπλουζάκι του.
Και χάνομαι στη μυρωδιά του.
Επειδή με αγαπάει.
Και τον αγαπάω. Ακόμα.

Ιούλιος 2006

ΑΦΗ

Κάτω από τα σκούρα σεντόνια μας
η άμμος ξετυλίγεται στην πλάτη μου,
το κύμα σκάει στο πρόσωπό μου,
τα μαλλιά μου βουλιάζουν σε μυριάδες κόκκους άλατος,
τ’ αστέρια καρφώνονται χιλιάδες στις παλάμες μου.
Το πιο βαθύ μπλε του κόσμου αλλόκοτα με διαπερνάει∙
μοιάζει ολόκληρος ο ουρανός να είναι δικός μου.
Και είναι.
Γιατί είσαι δικός μου
εσύ.

Κεφάλαιο Όγδοο
Έρωτας
ΟΝΕΙΡΟΥ ΠΛΕΞΗ

Ονειρεύομαι πως
περπατώ σε κυλιόμενο διάδρομο,
νομίζω ότι προχωρώ μπροστά,
αλλά
επιστρέφω πάντα στο ίδιο σημείο,
απέναντι από τη γιγαντοοθόνη όπου αναβοσβήνει
εκείνη η λέξη

πλέξη των ονείρων μου λέξη

που κυκλικά και αυθαίρετα γυρίζει στο μυαλό μου
από τότε που αδημονώ να την ακούσω.
Είναι τόσο κοντά μου και τεντώνομαι
για να τη φτάσω,
μα τα πόδια μου είναι δεμένα στους ιμάντες
κι εγώ τη βλέπω και τη διαβάζω
ξανά και ξανά,
όλο και πιο δυνατά,
αλλά κανείς δεν μου δίνει σημασία∙
φωνάζω πως θέλω να την πιάσω
στα χέρια μου
και να κάνω κάθε γράμμα της
γυάλινη χάντρα
στο βραχιόλι που θέλω να φτιάξω,
για να φορέσω τη νύχτα που θα κολυμπήσω μέσα του,
στο παιδικό βραχιόλι που δεν θα βγάλω ποτέ
από το αριστερό μου χέρι,
επειδή σκοπεύω να μείνω
σ’ αυτή τη μυστική σπηλιά για πάντα.

ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙ

Ένα αστέρι πέφτει
πέφτει
πέφτει
μέσα στο ποτήρι μου
σαν μύγα
«άσπρο πάτο, λοιπόν!»
λαμπιόνι με φτερά
χορεύει στο στομάχι μου
μια πεταλούδα

Κεφάλαιο Ένατο
Γέννηση
ΒΑΝΙΛΙΑ

Βουτάει τα πόδια της σε παγωμένα νερά
γοργόνα χωρίς ουρά
σπάει μπουκάλια γυαλιά
θρύψαλα στους τοίχους
βυθισμένου κάστρου
σταγόνες αλάτι γλιστρούν στην μπανιέρα
της γαργαλάνε τις φτέρνες
άσπρη σκόνη
σε μαγικό μπουκαλάκι κλείνει
τη βανίλια μυρίζει πάντα.

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΞΥΛΙΝΗ ΣΤΕΓΗ

Μόνη
κάτω από μια ξύλινη στέγη∙
αυτό το μέρος μοιάζει γνωστό,
ζεστό σαν τη μήτρα της μάνας μου,
καθόλου παράξενο που
τίποτα δεν υπάρχει εδώ.
Μόνη,
μα όχι φοβισμένη,
γιατί τίποτα σχεδόν δεν χρειάζομαι
για να έχω σχεδόν τα πάντα.

ΒΟΥΤΙΑ Ι

Μία μόνο ευκαιρία έχεις να υπάρξεις
μόνος.
Και μόνο τότε μπορείς να συνυπάρξεις
με εκείνον
που θα βρεις στο δρόμο.
Τον εαυτό σου.

Στο τέλος θα βρεις την αλήθεια·
και τότε θα δεις την αρχή.
ΕΠΙ-ΛΟΓΟΣ
ΠΡΙΝ ΚΟΙΜΗΘΩ

Είμαι εφτά χρονών, οχτώ το πολύ.
Είμαι ανήσυχη και δεν έχω ύπνο.
Η μαμά λέει πως για να κοιμηθείς γλυκά
πρέπει να σκέφτεσαι μόνο όμορφα πράγματα.
Μέχρι τα δέκα
στο μυαλό μου γυρίζουν
κούκλες, παγωτά και καλοκαιρινές διακοπές.
Στα δεκαπέντε σκέφτομαι το αγόρι που θέλω
να γυρίσει να με κοιτάξει
και αναρωτιέμαι πώς θα είναι το πρώτο φιλί.
Στα δεκαοχτώ το πρώτο τσιγάρο,
στα είκοσι ένα την κραιπάλη στο «Ballistic»
και την τυχαία γνωριμία της προηγούμενης νύχτας.
Στα είκοσι εφτά…
-τι σημασία έχει πια και τώρα στα τριάντα-τόσο σταματώ
να τεμαχίζω το χρόνο,
ανοίγω και κλείνω κύκλους
και τους ορίζω όπως θέλω εγώ.
Έτσι μπορώ πλέον να κλείσω τα μάτια μου
και να κοιμηθώ ήσυχη.
Ίσως και ελεύθερη.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΡΥΖΟΧΑΡΤΟ
ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ

Εφημερίδα των Συντακτών 27/04/2024

Η δύναμη του ακαριαίου

Στοιχεία αυτομυθοπλασίας, προσωπικές ή συλλογικές εμμονές, μικρές προσδοκίες ή μεγάλες επιθυμίες που περιγράφονται με χιούμορ και άνεση, αντιδράσεις και συναισθήματα που μοιάζουν άλλοτε φαιδρά κι άλλοτε απλώς δεδομένα, καθρεφτίζουν με πρωτοτυπία και ακρίβεια τις σαθρές αξίες και τις υπαρξιακές και κοινωνικές ψευδαισθήσεις μιας γενιάς.
ΗΑυγή Λίλλη (Βουλγαρία-Λευκωσία Kύπρου, 1980), με τρεις ποιητικές συλλογές ήδη στο ενεργητικό της, σενάρια μικρού μήκους, θεατρικά κείμενα και μια διδακτορική διατριβή για το έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά, εμφανίστηκε μέσα στο 2023 με μια συλλογή από μικρο-ιστορίες που, ενώ δίνουν την εντύπωση ότι έχουν γραφεί με τρόπο άμεσο και συνειρμικό, στην πραγματικότητα είναι όλες βασανιστικά και σχολαστικά δουλεμένες.

Σ’ αυτή την πρώτη ολοκληρωμένη εμφάνιση με διήγημα, η συγγραφέας κρατά χαμηλούς τόνους και μέσα από μια φαινομενικά ασήμαντη πληροφορία ή κάποια λεπτομέρεια που όμως αποδεικνύεται ουσιώδης, κατορθώνει να αναγάγει μικροεπεισόδια της καθημερινότητας και καταστάσεις γνωστές, σε σπάνιες, τόσο για την ειλικρίνεια όσο και για την εκφραστική τους δεινότητα, αφηγηματικές νησίδες.

Πρόκειται για είκοσι οκτώ αυτοτελή κείμενα τα οποία, παρά τις θεματικές ή άλλες διαφοροποιήσεις τους, χάρη σε μια πυκνή γραφή και ένα ύφος άλλοτε παιγνιώδες κι άλλοτε τρυφερά ειρωνικό ή υποδόρια σαρκαστικό, δημιουργούν στον αναγνώστη την αίσθηση μιας ενιαίας αφήγησης. Στο διήγημα με τον τίτλο «Vintage», η απογοήτευση από την αδυναμία απόκτησης μιας υπερτιμημένης παλιομοδίτικης τσάντας προκαλεί στην αφηγήτρια μια πίκρα σχεδόν υπαρξιακή, παρομοιάζοντας την όλη κατάσταση με «έναν μεγάλο έρωτα που μένει ανεκπλήρωτος» .στο «Slave to love», ένα τραγούδι του Μπράιαν Φέρι, από τη δεκαετία του ’80, θυμίζει την πίστη των εραστών ότι ο έρωτάς τους θα μείνει για πάντα ακλόνητος, ενώ στην πραγματική ζωή «υπάρχει μόνο η παντοτινή κίνηση». στο «Vapen», μια μύγα αφού τυραννήσει την αφηγήτρια με τις πτήσεις της, θα πεθάνει ακαριαία, αφήνοντας «μικροσκοπικές κουτσουλιές αίματος στη ράχη κάποιου Κάφκα».

Στο βιβλίο της Λίλλης, που όχι τυχαία απέσπασε φέτος το βραβείο πεζογραφίας του περιοδικού «Χάρτης», οι ιστορίες μοιάζουν ρευστές και εύθραυστες, στην πραγματικότητα όμως είναι όπως και ένα ρυζόχαρτο, ποικιλότροπα λειτουργικές και ανθεκτικές. Η γραφή εδώ δεν χρειάζεται να καταφύγει στον εντυπωσιασμό ή την εύκολη συγκίνηση για να συναρπάσει. Στο εξόχως σωματικό «Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου», η ερωτική ηδονή υπερισχύει των θρησκευτικών απαγορεύσεων .στο «Μια εισπνοή του κόσμου όλου», αφιερωμένο στη μνήμη της Μαργαρίτας Καραπάνου, μέσ’ από έναν απολογητικό και φαινομενικά αλλοπρόσαλλο λεκτικό χείμαρρο, η αφηγήτρια ομολογεί τον χειρότερο φόβο της, πως τελικά «όλα θα πάνε καλά κι αυτή δεν θα έχει καταλάβει τίποτα». στο «Canis lupus familiaris», διήγημα ευρηματικό και συγκλονιστικό μες στην απλότητά του, ένα σκυλάκι που φοβάται και σκούζει διαρκώς θα ησυχάσει τελικά χρησιμοποιώντας για μαξιλάρι την παντόφλα του κυρίου του.

Οι αφηγήσεις στο Ρυζόχαρτο μπορεί αρχικά να περνούν για κοινότοπες, αλλά σε μια δεύτερη, προσεκτική ανάγνωση αποκαλύπτουν, πίσω από τις ελλειπτικές και ευσύνοπτες περιγραφές τους, το ρευστό και το απρόσμενο που κυριαρχούν στις ζωές μας. Στοιχεία αυτομυθοπλασίας, προσωπικές ή συλλογικές εμμονές, μικρές προσδοκίες ή μεγάλες επιθυμίες που περιγράφονται με χιούμορ και άνεση, αντιδράσεις και συναισθήματα που μοιάζουν άλλοτε φαιδρά κι άλλοτε απλώς δεδομένα, καθρεφτίζουν με πρωτοτυπία και ακρίβεια τις σαθρές αξίες και τις υπαρξιακές και κοινωνικές ψευδαισθήσεις μιας γενιάς∙ μνήμες, όνειρα, εφιάλτες, αδικαιολόγητες φοβίες και φαντασιώσεις αναβιώνουν μέσ’ από ασθματικές εξομολογήσεις που καταγράφονται με τον ρυθμό, τη γνώση και την οικονομία της ποίησης.

Στο διήγημα «Μέσα του Νιόβρη», γραμμένο εξ ολοκλήρου στην κυπριακή διάλεκτο, οι μαθητές που διανυκτερεύουν διαμαρτυρόμενοι για την τουρκική κατοχή στο οδόφραγμα της οδού Λήδρας, δεν παύουν να κρατούν την ξενοιασιά της ηλικίας τους αγνοώντας τις εκκλήσεις για ησυχία των νοσηλευτών από το παρακείμενο Κέντρο Μεταμοσχεύσεων, ενώ στο προτελευταίο «Πινέλο σε Τροχιά» το μότο: «Η ζωή μου ήταν μια μεγάλη σειρά από πράγματα για τα οποία δεν ήμουν έτοιμος», χαρακτηρίζει όχι μόνο τον πρωταγωνιστή του συγκεκριμένου διηγήματος, αλλά και τα περισσότερα από τα πρόσωπα του βιβλίου.

.

ΜΑΡΙΑ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ

frear.gr 06/02/2024

Μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας, στο φιλόξενο περιβάλλον του μικροδιηγήματος

Σε αντίθεση με την «πραγματική ζωή [όπου] υπάρχει μόνο η κίνηση» (από το μικροδιήγημα «Slave to love», σελ. 15), το νέο βιβλίο της Αυγής Λίλλη με προσκάλεσε να κάνω μια παύση και να αφουγκραστώ τις εκκωφαντικά σιωπηλές εκφάνσεις του ανεκπλήρωτου, της μνήμης και του χρόνου· να τις βιώσω σε μικρές, σχεδόν ισόποσα κατανεμημένες δόσεις, σαν ανάσες, ρόγχους, βήματα, ακόμη και παραπατήματα. Κείμενα σύντομα, ντελικάτα, άμεσα, κείμενα-ρυζόχαρτα που θα τα ονόμαζα και συγκοινωνούντα δοχεία ποίησης και πεζογραφίας.

Γνωρίζοντας τη Λίλλη και ως συγγραφέα και ως άνθρωπο –γιατί να το κρύψουμε, είμαστε της ίδιας γενιάς και ενεργά μέλη της λογοτεχνικής κοινότητας της Κύπρου– δεν μπορούσα να μη διαβάσω και το νέο της βιβλίο, βιβλίο πεζογραφίας αυτή τη φορά, μια καθόλου απότομη στροφή από τη Λίλλη την ποιήτρια στη Λίλλη την πεζογράφο (προηγήθηκαν τα βιβλία ποίησης Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ’ ένα σωσίβιο, Αρμίδα 2011, Η Σφαγή του Αιώνα, Θράκα 2018 και Στην άκρη μια ουρά, Θράκα 2021). Άλλωστε, το σύγχρονο μικροδιήγημα (η ερευνήτρια της ελληνικής περίπτωσης του είδους Δήμητρα Ι. Χριστοδούλου προτείνει και τον όρο «μικρομυθοπλασία») ταλαντεύεται ανάμεσα στην ποίηση και το πεζό. Και σύμφωνα με την Αμερικανίδα συγγραφέα Grace Paley «διαβάζεται σαν ποίημα. Δηλαδή αργά».

Αν και έχει χιλιοειπωθεί, ένα καλό μικροδιήγημα δεν είναι απλά μια σύντομη ιστορία. Και μάλλον γι’ αυτό γράφω αυτό το κείμενο, για να υπογραμμίσω κάτι που μάλλον δεν είναι τόσο αυτονόητο. Μια γρήγορη ή επιδερμική ανάγνωση τέτοιων σύντομων σε έκταση ελλειπτικών κειμένων ενδέχεται να σαμποτάρει την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη στην τόσο αναγκαία σύνθεση νοημάτων. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο αναγνώστης μοιάζει να αδυνατεί να αισθανθεί τους λιγότερο έντονους χτύπους των λέξεων, που συνήθως είναι και οι πιο βαθιά υπαρξιακοί. Δυστυχώς, η φράση «διαβάζεται απνευστί» άρχισε να πολιορκεί επικίνδυνα και το μικροδιήγημα, καθρεφτίζοντας τη συνήθεια ανάγνωσης εκτενέστερων αφηγήσεων και, φυσικά, τους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής. Δεν πρέπει όμως να διαβάζεται απνευστί το μικροδιήγημα. Ούτε να είναι προϊόν ταχείας καύσης ή κατανάλωσης. Σε ένα πυκνό μικροδιήγημα «η κάθε πρόταση, η κάθε φράση, η κάθε λέξη πολεμά για τη ζωή της», όπως δηλώνει κι ο Καναδός συγγραφέας Crawford Kilian.

Χωρίς να είναι απλά σύντομες ιστορίες, λοιπόν, και με γλώσσα που σε αρκετά σημεία φαίνεται να έχει πολεμήσει σκληρά για να εναποθέσει τις λέξεις της στο κείμενο, τα μικροδιηγήματα στο Ρυζόχαρτο της Λίλλη γαντζώνονται σε μετέωρες στιγμές που συχνά θυμίζουν freeze frame ή tableau vivant. Μέσα από τη συστολή τους, κατορθώνουν να διαστέλλονται, εκπέμποντας μια γλυκόπικρη νοσταλγία και, ευρύτερα, ένα πένθος ταυτότητας (τόσο σε προσωπικό όσο και σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο): «Η ζωή μου κινείται, σκέφτομαι, όπως ένα αθηναϊκό ταξί με Κύπριο επιβάτη· δεν έχω ιδέα από ποια διαδρομή θα με πάρει στον προορισμό μου. Και ποιος είναι ο προορισμός μου; Home is where the heart is, ανασύρω ένα κλισέ – μα τα κλισέ λένε πάντα την αλήθεια, απαντώ στον εαυτό μου, κι η καρδιά μου είναι ήδη κομμάτια» («Αθηναϊκή ρουλέτα», σελ. 21). Υπάρχει ακρίβεια (γλωσσική, συντακτική, σε σημεία στίξης), ακόμη κι εκεί που δίδεται η εντύπωση πως επικρατεί μια πιο χαλαρή δομή, ακόμη κι εκεί που δεν είναι ξεκάθαρα διακριτή η ιστορία μέσα στην ιστορία. Στο Ρυζόχαρτο, λοιπόν, υπάρχει η οικονομία και το ακαριαίο της ποίησης. Κι υπάρχει και μια ομοιογένεια και καθολικότητα στην αφηγηματική φωνή, κάτι που μπορεί να μην είναι πάντα το ζητούμενο σε μια συλλογή μικροδιηγημάτων με διαφορετικούς αφηγητές αλλά που μάλλον εξυπηρετεί, εκούσια ή ακούσια, τη γενικότερη αίσθηση που αφήνει το βιβλίο (ο κριτικός Αλέξανδρος Ζωγραφάκης δίνει μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία σε αυτό, χαρακτηρίζοντας το βιβλίο, ανάμεσα σε άλλα, ως «μια ακούσια απόπειρα αυτομυθοπλασίας» [1]). Πάντως, η προμετωπίδα του μικροδιηγήματος «Πινέλο σε τροχιά» εκφράζει απόλυτα την επίγευση που αφήνει η ανάγνωση του βιβλίου: Η ζωή μου ήταν μια μεγάλη σειρά από πράγματα / για τα οποία δεν ήμουν έτοιμος (Ashleigh Brilliant).

Οι χαρακτήρες-ρυζόχαρτα της Λίλλη, αρκετές φορές ως εκδοχές του ίδιου αφηγηματικού προσώπου, δεν μοιάζουν να είναι έτοιμοι ή έτοιμες να δεχτούν τη μεγάλη σειρά πραγμάτων της ζωής τους. Στάσιμοι, ενίοτε επιτηδευμένα αφελείς, κάποτε αστείοι, μοιάζουν να αρνούνται τη σύγκρουση με τους εαυτούς τους και τους άλλους, καταγράφοντας τη ζωή σαν ταινία, τραγουδώντας την σαν τραγούδι, καπνίζοντάς την σε «αυτά τα μπαρ [που] αν δεν καπνίζεις, καλύτερα να πας στο δωμάτιό σου να κοιμηθείς» («Slave to love», σελ. 14). Λογοτεχνικές οντότητες αναγνωρίσιμες μα ταυτόχρονα μυστηριώδεις που αντί να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, ή να πατήσουν επί πτωμάτων (τι πιο φυσιολογικό σε μια εποχή που αποσυντίθεται διαρκώς), δείχνουν απλά να κοιτάζουν μουδιασμένοι τη ζωή σαν γάτα ακίνητη: «μια ζωή ολόκληρη μέσα στα χέρια της, πριν από την επόμενη» («Η γάτα», σελ. 7). Ζωές ημιτελείς που μας κάνουν τη χάρη να εμφανιστούν στο χαρτί αμυδρά, αποσπασματικά, σαν μορφές πίσω από ρυζόχαρτο που γίνονται για λίγο πιο διακριτές υπό το φως μιας προσεχτικής ανάγνωσης, λες και αποκαλύπτονται για πρώτη φορά στο «φιλόξενο περιβάλλον» του μικροδιηγήματος ή ενός ενδομητρίου «που ενθουσιάζει» («Μια εισπνοή του κόσμου όλου», σελ. 28).

Ιστορίες που καταγράφονται, χωρίς να καταγράφονται, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό. Τα πιο βαθιά σημεία του βιβλίου είναι εκείνες οι διάσπαρτες, κρυπτικές στιγμές που αποκτούν υπόσταση μέσα από πράξεις κι όχι λόγια, όταν δηλαδή οι χαρακτήρες-ρυζόχαρτα σταματούν απλά να αφηγούνται ένα συμβάν, για να μας αποκαλύψουν μια ειλικρινή όψη τους, μέσα από μια κίνηση ή ένα αντικείμενο: «μα εγώ είμαι πια μεγάλη, ξέρω ότι πρέπει να φυσήξω τη μύτη μου και όχι να τη ρουφάω, γιατί θα αποκτήσω ιγμορίτιδα· ψάχνω επίμονα στην τσάντα μου, αλλά δεν βρίσκω ούτε ένα χαρτομάντηλο, έστω χρησιμοποιημένο» («Στο τζάμι», σελ. 23). Δεν έχει άδικο η συγγραφέας Ούρσουλα Φωσκόλου όταν γράφει –με έναυσμα τις μικρές ιστορίες της Λίλλη– πως μικροδιήγημα «δεν σημαίνει εύκολος διαμοιρασμός στα social media», σημαίνει «να στριμώχνεις το κεφάλι σου σ’ εκείνη την τρύπα που έτυχε ν’ ανοίξει στον αδιαπέραστο τσιμεντένιο φράχτη» [2]. Και στο Ρυζόχαρτο φωτίζονται συχνά τέτοιες ασυνήθιστες λεπτομέρειες, τέτοιες τρύπες. Νιώθουμε πως παρατηρούμε τη ζωή μέσα από την κλειδαρότρυπα, μέσα από έναν κιαρόσκουρο φακό και, ενίοτε, μέσα από συγκεκριμένη οπτική γωνία.

Υπαινιγμός, λοιπόν, συμπύκνωση, καθαρός ρεαλισμός, δόσεις χιούμορ (πιο έντονο αυτό το στοιχείο στη Λίλλη την πεζογράφο παρά την ποιήτρια, βλ. μικροδιήγημα «Παγκόσμια Ημέρα Ναυτιλίας»), διακειμενικότητα, έμφαση στη μεγέθυνση του αμελητέου, καθώς και χρήση της κυπριακής διαλέκτου σε κείμενα που εκφράζουν εντοπιότητα και που συνδέονται, κυρίως, με την πολιτική ταυτότητα του τόπου: «Έν ήμουν σίουρος αν έθελα να πάω. Μάλλον, ήμουν σίουρος ότι έν έθελα να πάω. Γιατί ήμασταν μαθημένοι που την εποχήν που έν είχαμεν επιλογήν τζ̌αι ήταν πιο εύκολον, ήταν πιο εύκολον να λαλούμεν έν πάμεν!» («Το λαούτον», σελ. 47).

Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως η Λίλλη δεν ακολουθεί την οδό του μορφικού πειραματισμού που αρκετές φορές χαρακτηρίζει το σύγχρονο μικροδιήγημα (πιο συχνά στον ισπανόφωνο και αγγλοσαξονικό χώρο). Σύμφωνα με την Κλάρα Ομπλιγάδο «[τα μικροδιηγήματα] διατρέχουν όλα τα είδη, όλες τις τεχνικές, στηρίζονται σε άλλα κείμενα, υφαίνουν δεσμούς με άλλες μορφές κειμένων: είναι παιχνίδι, ποίημα, απόφθεγμα, παραμύθι με ζώα, ανέκδοτο, μυθιστόρημα, μύθος, μέχρι και μικρή αγγελία. Όλα παίζουν όταν θέλεις να κερδίσεις χρόνο» [3]. Όμως, η Λίλλη, με πιθανές επιρροές από Γονατά, Παπαδημητρακόπουλο κ.ά., βουτά στην πεζογραφία λες κι έχει αφήσει τη δίψα για αίμα ή την όρεξη για πειραματισμό στο ακρογιάλι κάποιου παλιού ποιήματος. Και μια τέτοια συνειδητή επιλογή φαίνεται να εξυπηρετεί την απλότητα που ρέει –με υπαρξιακό βάθος– από σελίδα σε σελίδα.

Η γραφή της Λίλλη –είτε ως ποιήτριας είτε ως πεζογράφου– δίνει την εντύπωση πως επιχειρεί να αποτυπώσει μια ζωή που μας έχει προσπεράσει. Βλέπουμε τα κομμάτια αυτής της ζωής, χωρίς να έχουμε όλα τα εργαλεία να τη συναρμολογήσουμε. Δίνει την αίσθηση μιας συνειδητοποιημένης ήττας, της αποδοχής ενός υπόγειου πόνου που, κατακερματισμένος, φαίνεται να βρίσκει ανακούφιση μόνο μέσα από τη λογοτεχνία, είτε είναι ποίηση, είτε πεζογραφία, ή και τα δυο μαζί. Και η ποίηση, κατά τη γνώμη μου, βρίσκει τις ρωγμές να φανεί και σε αυτό το βιβλίο, συχνά στο τέλος της αφήγησης (μακριά από τη μανιέρα ενός ανατρεπτικού τέλους που βασίζεται στην πλοκή), σπρώχνοντας τις λέξεις σε αιώρηση, λίγο πάνω από τη σελίδα: «ο σκύλος σιωπά και ο άντρας αποκοιμιέται, το δεξί του χέρι πέφτει, η παλάμη του κρέμεται από το στρώμα, ολόκληρο το βράδυ τα δάχτυλά του αγγίζουν απαλά ένα αστέρι» («Canis lupus familiaris», σελ. 35).

Γραφή που καρδιοχτυπά σαν αιώνια εφηβεία, μικροί όγκοι που εμφανίζονται εκεί που δεν το περιμένεις, στιγμές που το φτυάρι της γραφής σταματά λίγο πριν χτυπήσει κόκαλο (κι ας θεωρηθεί αυτό μια μικρή ένσταση από μέρους μου). Η Λίλλη, όμως, μάλλον εσκεμμένα θέλει να φωτίσει και πιο επιφανειακά στρώματα. Είναι λες και μας λέει, αυτό είναι η ζωή, βαθιά αλλά και επίπεδη, take it or leave it, μόνο προσέξτε – λέμε τώρα – μην πεθάνετε στην πορεία. Δεν είναι τυχαίος, άλλωστε, ο τίτλος που δίνει ο Κώστας Καραβίδας στο κριτικό του κείμενο στην εφημερίδα Η εποχή: «Η ελαφρότητα και η αντοχή του μικρού»[4], εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο τη διπλή και οξύμωρα γοητευτική ταυτότητα του βιβλίου (και του μικροδιηγήματος γενικότερα).

Με αυτή την αίσθηση, λοιπόν, με αυτή ακριβώς την αίσθηση, θεωρώ πως με αποχαιρέτησε το Ρυζόχαρτο, αφήνοντας ελεύθερο το χέρι μου την ώρα που έκλεινα το βιβλίο, λες και – αιώνια έφηβη ή ακόμη παιδί – σήκωνα ξανά χέρι στο σχολείο. Βρέθηκα σε μια παραλυμένη πτώση, με ένα ελαφρύ βάρος στο στήθος, μια στιγμή που μου θύμισε το αποκαρδιωτικό μα ταυτόχρονα δυναμικό freeze frame στο τέλος της ταινίας Thelma & Louise (1991). Δεν είναι αυτό η ζωή και η συγγραφή, άλλωστε; Ένα κομμάτι ρυζόχαρτο, ένα εύθραυστο σώμα που αιωρείται λίγο πριν την πτώση; Και δεν είναι το μικροδιήγημα, δεν οφείλει τουλάχιστον να είναι, χρησιμοποιώντας τα λόγια του Δημήτρη Αγγελάτου εδώ, μια «εγκυμονούσα στιγμή στην ακαριαία […] ανάδυσή της [5]»;

Σημειώσεις

1. Ιστός, 19/8/2023.
2. The Books’ Journal, Οκτώβριος 2023.
3. Πηγή: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Μικροαφήγηση και άλλα είδη | Σελιδοδείκτες (greek-language.gr).
4. 8/10/2023.
5. Πλανόδιον, 5/9/2016.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ

Η Εποχή 08/10/2023

Η ελαφρότητα και η αντοχή τού μικρού

Τα τελευταία χρόνια το αναγνωστικό κοινό και η κριτική υποδέχτηκαν ευμενέστατα νέες και νέους κύπριους συγγραφείς (Παπαλοΐζου, Σωτηρίου, Διονυσίου, Μαργαρίτης κ.ά.) που δεν διστάζουν να ψηλαφήσουν με ανατρεπτικό και απρόσμενο τρόπο τραύματα και ανοιχτές πληγές της κυπριακής ιστορίας, αξιοποιώντας ενίοτε και την κυπριακή διάλεκτο. Η περίπτωση της Αυγής Λίλλη (1980), που με το «Ρυζόχαρτο και άλλες μικρο-ιστορίες» κάνει την πρώτη της πεζογραφική εμφάνιση, είναι πολύ διαφορετική, αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα.

Έχοντας στο ενεργητικό της τρεις ποιητικές συλλογές, σενάρια μικρού μήκους, θεατρικά κείμενα, μια διδακτορική διατριβή για το μυθιστορηματικό και κριτικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά, αλλά και τη μετάφραση μιας ποιητικής ανθολογίας του σπουδαίου σύγχρονου βούλγαρου συγγραφέα Γκιόργκι Γκοσποντίνοφ, η Λίλλη βρίσκει στη μικρή φόρμα τον κατάλληλο χώρο για να αφηγηθεί επεισόδια προσωπικής μυθολογίας που χάρη σ’ έναν ευφάνταστο χειρισμό, με λεπτούς υπαινιγμούς και εσκεμμένες αμφισημίες, αποκτούν βάθος, προοπτική και καθολικότερες διαστάσεις. Το ενδιαφέρον είναι ότι πετυχαίνει τον στόχο της διατηρώντας την ποιητική φωνή, αν συμφωνήσουμε πως η ποιητικότητα στην πρόζα δεν είναι ζήτημα λυρισμού, ποιητικίζουσας γλώσσας, μεταφορών και συμβολισμών, αλλά ρυθμού, αίσθησης και βλέμματος.

Τεχνική με διπλή τροπικότητα

Η Λίλλη κατορθώνει να χωρέσει εικοσιοχτώ μικροδιηγήματα σε πενήντα πέντε σελίδες χωρίς να ασφυκτιούν, με επιδέξιο χειρισμό της αφηγηματικής οικονομίας και αξιοσημείωτη ικανότητα πύκνωσης. Η τεχνική της μοιάζει να ακολουθεί διπλή τροπικότητα. Είτε συστέλλει αφηγηματικά και με τολμηρή ελλειπτικότητα ιστορίες που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε πολύ περισσότερες σελίδες είτε χειρίζεται διασταλτικά μικρές λεπτομέρειες από φαινομενικά ασήμαντα συμβάντα, κατορθώνοντας να απομυθοποιήσει το μεγάλο και το βαρύγδουπο και να μεγεθύνει το μικρό και το αμελητέο, αυτό που εύκολα προσπερνάμε αλλά εκείνο επανέρχεται.

Οι ιστορίες της αφορμώνται είτε από τετριμμένα περιστατικά μιας καθημερινής ζωής σε κίνηση, σε δρόμους, ταξίδια, μπαρ και εστιατόρια είτε από μνήμες και φόβους που αναδύονται από το μαύρο κουτί της παιδικής ηλικίας και συμπλέκονται με την υπαρξιακή αγωνία της ωριμότητας. Καλοκαίρια που περάσανε και φύγανε, άνθρωποι και σχέσεις που διασταυρώθηκαν και χάθηκαν. Το καφκικό κυνήγι μιας ενοχλητικής μύγας που περιφέρεται ανάμεσα στα βιβλία, η κατάποση μιας τελευταίας μπουκιάς υπό το βλέμμα ενός σερβιτόρου, ένας απελευθερωτικά ασεβής αυνανισμός, οι αϋπνίες από το γοερό κλάμα ενός συγκάτοικου κουταβιού κ.ά.

Ο χρόνος και το πέρασμά του

Παρότι φαίνονται σε κάποιο βαθμό αυτομυθοπλαστικές αυτές οι μικρο-ιστορίες επιτυγχάνουν να μιλήσουν με ειλικρίνεια, αφαιρετικό τρόπο, μελαγχολία και πικρό σαρκασμό για την κρίση ενηλικίωσης της μετέωρης και οριακής γενιάς των ωριμότερων millennials. Μιας γενιάς που διατελεί εν πλήρει συγχύσει αθώα, τα θέλει όλα και για πάντα, αλλά παραμένει ανέτοιμη και ανολοκλήρωτη, φορώντας συχνά το παιδικό προσωπείο της. Βασικό θέμα που συνέχει τις περισσότερες ιστορίες του βιβλίου είναι το πώς αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο και το πέρασμά του, τη θνητότητα, το ανολοκλήρωτο και το ανεκπλήρωτο. Για παράδειγμα, αυτό το δράμα του ανολοκλήρωτου εαυτού και η δυσκολία προσαρμογής στη σύγχρονη γονεϊκότητα αναδεικνύεται έντονα στον ειλικρινή, σπαρακτικό, σχεδόν παραληρηματικό μονόλογο γύρω από την ενοχική και αμφιθυμική μητρότητα στο μεγαλύτερο (τετρασέλιδο) διήγημα της συλλογής «Μια εισπνοή του κόσμου όλου». Σ’ αυτό, καθόλου τυχαία αφιερωμένο στη Μαργαρίτα Καραπάνου, ο πολύσημος τίτλος και το περιεχόμενο «παίζουν» με τη δυσεύρετη για έναν γονέα απόλαυση της πρώτης τζούρας ενός τσιγάρου, το άγχος του γονεϊκού ρόλου αλλά και τις επώδυνες αναπνοές του τοκετού.

Κυπριακή ταυτότητα και ιστορία

Η κυπριακή ταυτότητα και ιστορία, αν και δεν αποτελούν πυρηνικό στοιχείο των ιστοριών, σχολιάζονται ακροποδητί. Στην έξοχη «Αθηναϊκή ρουλέτα» ο διάλογος στο ταξί με έναν στερεοτυπικό αθηναίο ταξιτζή αποκαλύπτει με απροσδόκητο τρόπο την αμφιθυμική σχέση Ελλάδας-Κύπρου αλλά και μια αμήχανη αποδοχή της κυπριακής ταυτότητας, όταν η αφηγήτρια στην ερώτηση αν είναι από την Κύπρο απαντά: «Ε, ναι», με έμφαση στο «ε». Ο κόσμος της Κύπρου συμπυκνώνεται περίφημα στα τέσσερα «κυπριακά» διηγήματα, τα πιο συναισθηματικά της συλλογής, που δεν θα μπορούσαν να ειπωθούν χωρίς τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου: η ανορθολογική πίστη στα τάματα, η αφόρητη ζέστη, η σκιά του κυπριακού, η διαιρεμένη πατρίδα. Στο «Μέσα του Νιόβρη» οι διανυκτερεύσεις των εφήβων στο οδόφραγμα απομυθοποιούνται καθώς αυτό που μένει στη μνήμη του αφηγητή δεν είναι το αγωνιστικό στοιχείο, τα συνθήματα και οι σημαίες, αλλά η νοσταλγική θύμηση πως «ετρώαμεν τυρόπιτταν τζι επίνναμεν “σπαστόν”». Αλλά και στο συμβολικό «Λαούτο» το διαρκώς αναβαλλόμενο ταξίδι στο πατρικό σπίτι στα κατεχόμενα όταν πια αποφασίζεται κρατά λίγα λεπτά και αποδραματοποιείται, ενώ εκείνο το λαούτο που είχε πάρει μαζί του ο αφηγητής δεν μπορεί να το κουβαλά άλλο, σαν το μαρμάρινο κεφάλι στο Μυθιστόρημα του Σεφέρη που εξαντλεί τους αγκώνες.

Το ρυζόχαρτο, που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, ως υλικό διαθέτει ιδιότητες που το καθιστούν απλό, ευέλικτο και εύκολο για ποικίλες χρήσεις στη μαγειρική, στη ζωγραφική, στη χειροτεχνία, στη διακόσμηση, αλλά όχι στη γραφή. Οι μικρο-ιστορίες, ωστόσο, της Λίλλη, κερδίζοντας το στοίχημα της καλής γραφής, ταιριάζουν απόλυτα με το ρυζόχαρτο: είναι λεπταίσθητες και παρά τη φαινομενική τους ελαφρότητα με γερή αντοχή.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΖΩΓΡΑΦΑΚΗΣ

https://www.istos.gr 19/08/2023

«Ακραία ελλειπτικότητα»

Η ελλειπτικότητα, ειδικά στο πλαίσιο του μικροδιηγήματος, συνιστά ύψιστη αρετή. Δεν είναι όμως ποτέ μόνο θέμα συμπύκνωσης. Ο συγγραφέας, μπορεί να καλείται να επινοήσει τρόπους που θα ξεφύγουν από το προφανές και θα προσφέρουν εκφάνσεις της περίφημης «ανοικείωσης», αλλά το διήγημα είναι πάντα και μια άσκηση ύφους. Έτσι, όταν ο αναγνώστης υποβάλλεται σε αυτή τη διαδικασία ανακάλυψης του νοήματος –κάποιου νοήματος–, στο «κλικ» που εκείνη ακριβώς τη στιγμή αναδιατάσσει το κείμενο σημασιολογικά και προσφέρει έναν νοηματικό φορμαλισμό αισθητικής τάξης, το διήγημα επιτυγχάνει στις λιγοστές γραμμές του ό,τι επιτυγχάνει το μυθιστόρημα στο οποίο ο συγγραφέας, καλείται, μεταξύ άλλων, αντί να συμπυκνώσει, να αναπτύξει. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων ισχύουν γενικά στη λογοτεχνία όλα αυτά και οι διακρίσεις που σκιαγραφώ ανάμεσα στη μικρή και τη μεγάλη φόρμα δεν παύουν να είναι λίγο πολύ αυθαίρετες. Η Αυγή Λίλλη (Βουλγαρία, 1980 – «Μεγάλωσε και ζει στη Λευκωσία») προσφέρει στη συγκεκριμένη συλλογή μερικά εξαιρετικά δείγματα «ακραίας ελλειπτικότητας», για να χρησιμοποιήσω τον όρο που εμφανίζεται στο οπισθόφυλλο. Η έκτασή τους ενδέχεται να παραπλανήσει τον αναγνώστη που μπορεί και να μην διακρίνει άμεσα την αισθητική αξία τους.

Η συγγραφέας κατασκευάζει μια ευφάνταστη ποικιλία καταστάσεων που εστιάζουν σε απλά, καθημερινά υλικά. Αναφέρω ενδεικτικά την τελευταία μπουκιά ενός γεύματος που άθελά του πάει να στερήσει στην ηρωίδα ένας σερβιτόρος, «[…] ο Ινδοβρετανός που εργάζεται σε ιταλικό εστιατόριο του Μονάχου, την ώρα που εγώ ποζάρω με την ιερή τελευταία μπουκιά μου» (σ. 8) στο «Η τελευταία μπουκιά». Παρατηρήστε πώς η ιερότητα της περί ης ο λόγος μπουκιάς επικυρώνεται, σε μια πρόταση, με την αναφορά τεσσάρων εθνών. Ή το κρέας που σερβίρει το «Café Real» στο Καζακστάν: «Οι μερίδες ήταν τεράστιες, τα κομμάτια της σούβλας μεγαλύτερα από ό,τι συνήθως αλλά κομμένα καλά: άφθονα καλοσχηματισμένα κομμάτια ψητού κρέατος έκαναν το καλύτερο σασλίκ σε ολόκληρη την πόλη, μην σου πω και σε ολόκληρη τη χώρα! Ζουμερό όσο πρέπει, ψημένο όσο πρέπει,[…]» (σ. 10). Το διήγημα, όχι τυχαία, τιτλοφορείται «Κρέας», άνευ άρθρου, ώστε να διευκολύνεται η εύλογη δισημία του: «[…] κατά τις εντεκάμισι, έβγαιναν τα κορίτσια. […] Και χόρευαν. Ανατολίτικα. Κάτι μπούτια, κάτι στήθη, ένα λίκνισμα συγχρονισμένο και νωχελικό […] Και εμείς να θαυμάζουμε και να τσιμπολογάμε αργά ακόμα γκαβιάτινα, μπαράνινα, κούριτσα από τις γενναιόδωρες πιατέλες. […] Να μην ξέρεις τι να πρωτοφάς» (σ. 11). Ή ακόμη και μια μύγα στο διήγημα «Vapen» από την ομώνυμη μυγοσκοτώστρα όπου η ηρωίδα γραφιάς «[…] πρέπει οπωσδήποτε απόψε να παραδώσει το επόμενο κεφάλαιο…» (σ. 24) και επιδίδεται σε ένα κυνηγητό ανάμεσα στα βιβλία της βιβλιοθήκης της. «[Κ]αι τώρα περιτριγυρίζει τα βιβλία, η αισχρή. Από το Έγκλημα και Τιμωρία διαγωνίως στη Μαντάμ Μποβαρύ, από τον Τόμας Μαν στη Βιρτζίνια Γουλφ […]. […] Πετάει αργά προς τα αριστερά, λες και διερωτάται – το έντομο; είναι δυνατόν να διερωτάται ένα έντομο; […] Η Vapen εκπυρσοκροτεί, ο θάνατος είναι ακαριαίος και μικροσκοπικές πιτσιλιές αίματος απλώνονται στη ράχη κάποιου Κάφκα» (σ. 25). Η καφκικότητα (sic) του σκηνικού, αντεστραμμένη, υποδόρια και αναπάντεχη παρά τις αναφορές στους συγγραφείς. Η Λίλλη καταφέρνει να δώσει στον αναγνώστη τη σπάνια αίσθηση της ικανοποίησης, που, παρότι η συγγραφέας ανοίγει τα χαρτιά της, δεν καταφέρνεις να τα διαβάσεις πριν την καταληκτική πρότασή της.

Μου άρεσε και η χαμηλόφωνη πολιτική χροιά που μπόρεσα να αφουγκραστώ στο «Αθηναϊκή ρουλέτα». Η Κύπρια ηρωίδα επιβιβάζεται σε αθηναϊκό ταξί. Μετά τις αναγνωριστικές ερωτήσεις διαπιστώνει ότι ο ταξιτζής σκόπιμα «[…] κάνει κύκλους, για να γράψει πιο πολλά το ταξίμετρο. Αυτό για τους Κύπριους, όπως και ιστορίες των ταξιτζήδων από την επιστράτευση του 1974, είναι παρωχημένο ανέκδοτο. Δεν είναι καν ανέκδοτο πια, δηλαδή. Δεν αντιστέκομαι στην απατεωνιά του. Η πρώτη φορά είναι ή η τελευταία που θα με κοροϊδέψει ένας ταξιτζής; Ένας γνωστός λυγμός κλοτσάει το στομάχι μου, γραπώνω με τα δάχτυλα τα γόνατα – μάταιος αντιπερισπασμός. […] Η ζωή μου κινείται, σκέφτομαι, όπως ένα αθηναϊκό ταξί με Κύπριο επιβάτη· δεν έχω ιδέα από ποια διαδρομή θα με πάει στον προορισμό μου» (σ. 21).

Ξεχωρίζω όμως το «Μια εισπνοή του κόσμου όλου» που με τις σχεδόν τέσσερις σελίδες του τυγχάνει το μεγαλύτερο διήγημα της συλλογής.

«Ξέρεις τι φοβάμαι πιο πολύ; Ότι όλα θα πάνε καλά» (σ. 28) διαβάζουμε στην αρχή και μετά η αφηγήτρια αναπτύσσει εξομολογητικά και ιδιοσυγκρασιακά τον προβληματισμό της για την τεκνοποίηση. «Η μήτρα μου –είπε η γιατρός– είναι ωραιοτάτη και γερή. Έχω, πώς το λένε, “φιλόξενο περιβάλλον”, ένα ενδομήτριο που ενθουσιάζει. […] [Θ]α λέω συνέχεια όπως η φίλη μου η Κατερίνα, “δεν μετανιώνεις ποτέ τη μητρότητα, αλλά η ζωή είναι πολύ ωραία και χωρίς παιδιά”. Εγώ όμως κατά βάθος θα μετανιώνω, θα αγαπώ και θα μετανιώνω και θα αισθάνομαι συνέχεια ενοχές, γιατί ζω μόνο στα προηγούμενα και στα επόμενα, διότι θα θέλω κάποια βράδια να κάθομαι στο γραφείο μόνη και να διαβάζω και να γράφω και να καπνίζω –όχι πολύ, ένα τσιγάρο, άντε δύο– και να πίνω και ‘κάνα κρασί ή μια μπίρα, ή μάλλον κάτι πιο long, όπως ένα πυκνό και καλό τζιν τόνικ, ή Campari soda ή ουίσκι, τον χειμώνα, ξέρεις, και δεν θα μπορώ να το κάνω· και αυτό με σκοτώνει κάπως από τώρα. Και με πονάει. Και πιο πολύ με πονάει, διότι τα αισθάνομαι στ’ αλήθεια όλα αυτά τα πράγματα, αλλά με πονάει και γιατί δεν υπάρχει άλλος δρόμος […]» (σ. 28-29, υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).

Παρατηρήστε ότι η αφηγήτρια αφήνει την αμφιθυμία της για την εγκυμοσύνη να διαχέεται στο κείμενο έτσι ώστε οι βαθύτερες φοβίες της, «κατά βάθος θα μετανιώνω, θα αγαπώ και θα μετανιώνω και θα αισθάνομαι συνέχεια ενοχές», να συμπλέκονται με υποτιθέμενες τετριμμένες ανησυχίες για το τσιγάρο, το ποτό και τις μικρές απολαύσεις μιας ζωής χωρίς παιδιά που θα πρέπει να θυσιαστούν.

«Και εγώ όλα αυτά τα εγωκεντρικά πράγματα που σκέφτομαι τα βάζω στα βιβλία που γράφω, όταν κάθομαι μόνη στο γραφείο και καπνίζω, και αυτό είναι που μου αρέσει. Μου αρέσει πολύ. Και μου αρέσει τόσο πολύ, που θα γράψω και αυτά που σου λέω τώρα, με κάποιον άλλο τρόπο βέβαια, σαν να μην είμαι εγώ, ξέρεις. Γιατί αν δεν χτίσω καλά τον χαρακτήρα, όλοι θα νομίζουν ότι είμαι εγώ αυτή που τα λέει όλα αυτά και θα λένε πάλι ότι είμαι ξινή και εγωίστρια –ούτε καν εγωκεντρική δεν θα λένε, κανείς δεν αντιλαμβάνεται πραγματικά τη διαφορά και αυτό μου τη βιδώνει, που εγωκεντρική είμαι αλλά εγωίστρια όχι– και ότι πάντα τέτοια ήμουνα, ότι ποτέ δεν μου άρεσαν τα παιδιά. Αλλά εμένα δεν είναι ότι δεν μου αρέσουν τα παιδιά, απλώς δεν έχω χρόνο, δεν έχω χρόνο να μεγαλώσω ένα παιδί και να το έχω για πάντα, δεν έχω χρόνο γενικά, και επίσης μου αρέσει τρελά, μου αρέσει τρελά, στ’ αλήθεια, να στρίβω με τα δάχτυλά μου τσιγάρα και να καπνίζω· όχι πολύ, τόσο όσο για την πρώτη τζούρα, εκείνη την εισπνοή του κόσμου όλου […] (σσ. 30-31, υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).

Προσέξτε αυτό το «για πάντα», που συνιστά μια απόλυτη έκφανση του παρόντος, πώς δένει με τη δήλωση της ηρωίδας ότι ζει «μόνο στα προηγούμενα και στα επόμενα». Ζει δηλαδή μόνο στο παρελθόν και το μέλλον ενώ κατά βάθος εποφθαλμιά ένα αέναο παρόν που το βλέπει, χωρίς πιθανώς να το συνειδητοποιεί, στην ύπαρξη του παιδιού που τη φοβίζει. Το πιο εντυπωσιακό σημείο του διηγήματος όμως –για να σπρώξω την ερμηνεία στα όριά της και να δείξω και την «ακραία ελλειπτικότητα» του διηγήματος» είναι ο τίτλος του: «Μια εισπνοή του κόσμου όλου». Η ηρωίδα το διατυπώνει για να περιγράψει την πρώτη τζούρα του τσιγάρου, αλλά αυτό δεν βγάζει ακριβώς νόημα στο σύμπαν της καπνίστριας παρά μόνο αν το σκεφτεί ο αναγνώστης ως την πρώτη εισπνοή του κυοφορούμενου βρέφους. «Ο κόσμος όλος» εισπνέεται μόνο μία φορά –την πρώτη– και η ηρωίδα άθελά της την προσομοιώνει υποσυνείδητα και νόθα στην πρώτη τζούρα των τσιγάρων που φοβάται ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει. Η καταληκτική πρόταση του διηγήματος συνιστά επανάληψη της πρότασης που το ανοίγει, με μια μικρή προσθήκη: «Ξέρεις τι φοβάμαι πιο πολύ; Ότι όλα θα πάνε καλά κι εγώ δεν θα έχω καταλάβει τίποτα» (σ. 31).

Η Λίλλη φαίνεται σαν να κατοπτρίζεται ως συγγραφέας/αφηγήτρια σε ουκ ολίγες ιστορίες. Αυτό κάνει τη σύντομη συλλογή να μοιάζει μερικώς και με μια ακούσια απόπειρα αυτομυθοπλασίας, ειδικά έτσι όπως φαίνεται σε σημεία να στέκεται ανοικειωτικά στο οικείο (βλ. το καταληκτικό «Στην άκρη του κόσμου» όπου ο αναγνώστης καλείται να διαβάσει συμβολικά αυτή την πορεία του ζεύγους προς το «Απάτητο», το εξαιρετικό «Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου», ή ακόμη και το «Vintage») ή, αντιστρόφως, κτητικά στο αλλότριο (βλ. το «Slave to love» αλλά και το «Μια εισπνοή του κόσμου όλου» όπου το τσιγάρο στέκει ως παραδοξολογική δίοδος προς την τεκνοποίηση). Οι αντιστίξεις αυτές βγάζουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την επιθυμία του συγγραφέα να κατασκευάζει και να δοκιμάζει ταυτότητες καθώς κατοπτρίζεται μέσα σε μια ποικιλία καταστάσεων.

.

ΟΥΡΣΟΥΛΑ ΦΩΣΚΟΛΟΥ

The Books’ Journal – Αρ. Τεύχους: 146 Οκτώβριος 2023

Οι αρετές της συντομίας

«Φέτες ζωής» ονόμασαν οι Γάλλοι τις πρώτες βινιέτες, κάτι πολύ διαφορετικό βέβαια από αυτό που σήμερα αποκαλούμε μικρο-ιστορία, μικρο-διήγημα. Γεμάτο από τέτοιες φέτες ζωής είναι και το βιβλίο της Αυγής Λίλλη: μια γυναίκα κρατά στην αγκαλιά της ένα γατί, κάποια άλλη τρώει την ιερή τελευταία μπουκιά του γεύματός της, το Café Royal σερβίρει κρέας και κορίτσια την Παρασκευή, μια συζήτηση λαμβάνει χώρα στο μπαρ κάποιου ξενοδοχείου με μουσική υπόκρουση το “Slave to Love” του Μπράιαν Φέρι…

Η ανάγνωση του Ρυζόχαρτου συνέπεσε με την ανακάλυψη ενός ηλεκτρονικού αρχείου με τις σημειώσεις ενός από τους μαθητές του Γκόρντον Λις, αμερικανού συγγραφέα και γνωστού στο ευρύ κοινό ως επιμελητή του Ρέιμοντ Κάρβερ.

Το αρχείο αυτό, που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο εδώ και κάποια χρόνια, ήρθε στα χέρια μου μέσω άλλων χεριών, έπειτα από μια κουβέντα που έπιασε το αυτί μου σε κάποια παρουσίαση βιβλίου, έπειτα από αναζήτηση σε μια σειρά από όχι και τόσο ασφαλή sites και blogs, και εντέλει μέσω ενός sms, που έλαβα από τον φίλο συγγραφέα Γιάννη Παλαβό, ο οποίος αποθήκευσε το αρχείο σε pdf, που το κατέβασα στο κινητό μου και τώρα βρίσκεται ασφαλές στο dropbox και στο onedrive μου, και το διαβάζω έκτοτε σε μικρές δόσεις, για να μην τελειώσει.

Θα μου πείτε, τι σχέση έχει ένα αμφιβόλου προέλευσης ηλεκτρονικό αρχείο με το Ρυζόχαρτο της Αυγής Λίλλη; Γιατί μας τα λες όλα αυτά; Πρώτα πρώτα, για να δείτε με πόσο βαρετά πράγματα ασχολούμαστε εμείς οι συγγραφείς στον ελεύθερό μας χρόνο και τι διακινούμε στο διαδίκτυο. Το πιθανότερο είναι ότι μας είχατε ήδη καταλάβει και κουνάτε το κεφάλι συγκαταβατικά. Ωστόσο, πέρα από την πλάκα, με δυο προτάσεις κατάφερα να σας τραβήξω την προσοχή, έτσι δεν είναι; Κάποιοι από εσάς έχετε ήδη πλάσει στο μυαλό σας ένα σύμπαν που φιλοξενεί τις λέξεις που εκστόμισα. Οι πιο γρήγοροι, ίσως και να προλάβατε να γκουγκλάρετε στο κινητό σας «Γκόρντον Λις», «σημειώσεις», «πι ντι εφ». Δεν ανέφερα όμως το όνομά του Γκόρντον Λις τυχαία. Χάρη στην πολύ επεμβατική επιμέλεια του Λις στα κείμενα του Ρέιμοντ Κάρβερ, χάρη στις ακραίες περικοπές στην έκταση των διηγημάτων του, γνωρίσαμε το ταλέντο του Κάρβερ και ακόμη θαυμάζουμε με συγκίνηση την πρόζα του, στην οποία τίποτα δεν κρίνεται ως περιττό. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι χωρίς τον Λις, ο Κάρβερ δεν θα ήταν ο Κάρβερ.

Φέτες ζωής

Αρκετά, όμως, με τον Κάρβερ. Ας δοθεί έμφαση εδώ στην αρετή και συνάμα στην πρόκληση της συντομίας ενός κειμένου. Η λογοτεχνία που πράγματι αξίζει, αντλεί την επιτυχία της όχι από τη μεγάλη έκταση, αλλά από το βάθος της, την καθαρότητα της ματιάς της, το βάρος που έχει για την ανθρώπινη κατάσταση, από το κατά πόσον μπορεί κανείς ν’ αναγνωρίσει μέσα της τα στοιχεία αυτού που αποκαλούμε αληθινή ζωή. Σε τούτο έγκειται η επιτυχία ενός μικροδιηγήματος. Κι ας μπουν εδώ πολλά εισαγωγικά στη λέξη επιτυχία. Σκέφτομαι ότι αν το διήγημα είναι η καγκελόπορτα μιας κατοικίας, τότε το μικροδιήγημα δεν μπορεί να είναι παρά μια τρύπα που έγινε κατά λάθος στον αδιαπέραστο τσιμεντένιο φράχτη ο οποίος την περιβάλλει.

«Φέτες ζωής» ονόμασαν οι Γάλλοι τις πρώτες βινιέτες, κάτι πολύ διαφορετικό βέβαια από αυτό που σήμερα αποκαλούμε μικρο-ιστορία, μικρο-διήγημα. Γεμάτο από τέτοιες φέτες ζωής είναι και το βιβλίο της Αυγής Λίλλη: μια γυναίκα κρατά στην αγκαλιά της ένα γατί, κάποια άλλη τρώει την ιερή τελευταία μπουκιά του γεύματός της, το Café Royal σερβίρει κρέας και κορίτσια την Παρασκευή, μια συζήτηση λαμβάνει χώρα στο μπαρ κάποιου ξενοδοχείου με μουσική υπόκρουση το “Slave to Love” του Μπράιαν Φέρι, κάποιος επισκέπτεται στο νοσοκομείο μια άρρωστη γυναίκα με διάφανο δέρμα σαν ρυζόχαρτο.

Μου αρέσει να σκέφτομαι τις μικροϊστορίες της Αυγής σαν τις κορδέλες εκείνες που κρέμονται δεμένες από τα κλαδιά του δέντρου στο διήγημά της «Τζείνον το δέντρον», το οποίο είναι και από τα πιο αγαπημένα μου της συλλογής. Με ποιητικότητα μετρημένη, καίρια σκορπισμένη εδώ κι εκεί, αλλά και με ένα ελαφρύ, υποβόσκον, σχεδόν ειρωνικό χιούμορ, καταφέρνει να προκαλέσει μια βαθιά συγκίνηση στον αναγνώστη, που τον ακολουθεί και μετά το τέλος του διηγήματος. Αυτό, όμως, που δίνει στο κείμενο μια επιπλέον ανάσα ζωής, αυτό που μας επιτρέπει να αφεθούμε στη συγκίνηση που μας προκαλεί, είναι η ζωντάνια της γλώσσας του. Χωρίς να είναι γραμμένο εξ ολοκλήρου στην κυπριακή διάλεκτο, περιέχει ωστόσο αρκετές λέξεις και φράσεις αντλημένες απ’ αυτήν. Είναι μικρά τσιμπήματα στο στομάχι, μικρές ηλεκτρικές εκκενώσεις, που αντί να δυσχεραίνουν την κατανόηση του κειμένου για όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με το κυπριακό ιδίωμα, αντίθετα, χαρίζουν ζωογόνο παλμό στο βιβλίο. Θα πρέπει να ομολογήσω εδώ ότι δεν είμαι από εκείνους που διαβάζουν πάντα με ευχαρίστηση τη ντοπιολαλιά στη λογοτεχνία. Ωστόσο, στην περίπτωση του Ρυζόχαρτου, με έκανε ν’ αγαπήσω ακόμη περισσότερο τη γλώσσα. Κι αν δεν φαίνεται ήδη στη φωνή μου, σας λέω ότι μιλώ με θαυμασμό. Όχι μόνο για τις «πελλάρες», τα «δαμαί», τα «γλιάζω», τα «αρκεύω». Πιο πολύ για κείνο το «Μόλις είχαμε μπει της Πάφου», που το διάβασα και έκτοτε το πιπιλάω στο στόμα μου σαν δροσερό βότσαλο. «Ερωτεύσου τη γλώσσα», προτρέπει ο Γκόρντον Λις τους επίδοξους συγγραφείς, και φυσικά δεν έχει άδικο.
Παπαδημητρακόπουλος και Γονατάς
Κάτι άλλο που αξίζει να σημειωθεί για τα διηγήματα αυτής της συλλογής, είναι ότι, στην πλειονότητά τους, δεν κρατούν την έκπληξη, την ανατρεπτική φράση, μόνο για το τέλος. Έχουν την αρετή της υπόγειας συγκίνησης, που δεν βασίζεται μόνο στην καταληκτική πρόταση, για να νοηματοδοτήσει το περιεχόμενο. Είναι μια αρετή που, προσωπικά, δυσκολεύτηκα να κατανοήσω στο δικό μου ξεκίνημα, καθώς είχα την εντύπωση ότι το διήγημα δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι εντυπωσιασμού, που στηρίζεται στην τελευταία ατάκα. Έπειτα διάβασα τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο και κατάλαβα. Κατάλαβα πόσο μεγάλη μαεστρία και έλεγχο της γλώσσας χρειάζεται να έχει ο συγγραφέας, ώστε να κρύβει στα σπλάχνα του κειμένου του εκείνο το «κάτι» που θα προσδώσει νόημα σε όλα τα υπόλοιπα. Κατάλαβα επίσης ότι σ’ ένα τόσο μικρό κείμενο, κάθε λέξη έχει βαρύτητα. Ότι η τοποθέτησή της είναι μια διαδικασία που προσομοιάζει στη ναρκοθέτηση κι ότι κάθε απόκλιση έχει (ή πρέπει να έχει ή μπορεί να έχει) τεράστια σημασία. Εκεί που κάποτε θαύμαζα την ανατροπή του τέλους, πλέον μαγεύομαι από τα κείμενα εκείνα όπου ο συγγραφέας κλείνει την αφήγηση απαλά, ανεπαίσθητα σχεδόν, δίχως φασαρίες και φανφάρες. Διότι μόνο έτσι επιτυγχάνει μια λογοτεχνία που, ενώ αποτελεί προϊόν μόχθου και προσεκτικών επιλογών, εντούτοις δεν αφήνει στον αναγνώστη τη μουδιασμένη αίσθηση ότι είναι κατασκεύασμα. Δεν μπόρεσα, λοιπόν, να συγκρατήσω τη χαρά μου διαβάζοντας το διήγημα «Χελιδονόψαρα», όπου η Αυγή Λίλλη μαρτυρά τις επιρροές της: «διάβαζες», λέει, «Παπαδημητρακόπουλο και Γονατά».

Κλείνοντας αυτή τη μικρή παρουσίαση, θα ήθελα να πω ότι απεχθάνομαι την αποφθεγματική λογοτεχνία. Δεν με ενδιαφέρει ούτε να γράψω, αλλά και ούτε να διαβάσω μια φράση που θα εμπεριέχει το νόημα της ζωής. Σπανίως υπογραμμίζω τα βιβλία που διαβάζω, κι αν το κάνω θα ’ναι καθαρά από συγγραφική ζήλεια για μια περιγραφή, για τον τρόπο που ο συγγραφέας κατάφερε ν’ αποτυπώσει αυτή τη φέτα ζωής, που ανέφερα και στην αρχή. Με τούτο θέλω να πω το εξής: το λεγόμενο flash fiction, το μικροδιήγημα, έχω την αίσθηση ότι στις μέρες μας είναι δημοφιλές για τους λάθος λόγους. Είναι δημοφιλές γιατί χωρά ενίοτε ολόκληρο σε μια φωτογραφία. Share, like, καρδούλα στο αποφθεγματοποιημένο διήγημα και swipe για νέα πράγματα.

Μικροδιήγημα δεν σημαίνει εύκολος διαμοιρασμός στα social media. Μικροδιήγημα είναι να στριμώχνεις το κεφάλι σου σ’ εκείνη την τρύπα που έτυχε ν’ ανοίξει στον αδιαπέραστο τσιμεντένιο φράχτη. Κάποια στιγμή θα καταφέρεις να τα δεις κι εσύ: την κουρτίνα που ανεμίζει στο παράθυρο του ισογείου, την άκρη ενός παιδικού παιχνιδιού, που γυαλίζει πεταμένο ανάμεσα στα χόρτα του κήπου, τον γυμνό ώμο μιας γυναίκας που τραντάζεται από τα γέλια ή τ’ αναφιλητά (δεν είσαι και πολύ σίγουρος), τον ήλιο που γλιάζει πάνω στην μπουγάδα, ένα τραγούδι που αρκεύκει ν’ αντηχεί, τις πελλάρες των αθθρώπων που για λίγο έχουν νόημα.

*Το κείμενο της Ούρσουλας Φωσκόλου διαβάστηκε στο Βιβλιοπωλείο Λεμόνι, στις 29 Ιουνίου 2023, στην παρουσίαση του βιβλίου της Αυγής Λίλλη.

.

ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΜΙΑ ΟΥΡΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 6/11/2021

Στο κάτοπτρο του μύθου

Σχόλια πάνω στην ποιητική σύνθεση της Αυγής Λίλλη, Στην άκρη μια ουρά (Θράκα 2021)

Με την τρίτη κατά σειρά ποιητική κατάθεσή της Στην άκρη μια ουρά, η Αυγή Λίλλη συγκροτεί έναν πολυσήμαντο ποιητικό χώρο, στον οποίο τα ήδη κατακτημένα όπλα μιας σπαρακτικής διακειμενικότητας, μιας ανατρεπτικής όρασης και κυρίως μιας βίαιης αποστακτικής επεξεργασίας του λόγου οξύνονται ακόμη περισσότερο. Όπως, καταδεικνύει τόσο ο τίτλος όσο και η καλαίσθητη εκδοτική της ανά χείρας συλλογής-συνθετικού ποιήματος, η Αυγή Λίλλη διαλέγεται δημιουργικά με τον γνωστό, σκοτεινό μύθο της μικρής γοργόνας του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Πιο συγκεκριμένα, ο διάλογος εντοπίζεται αφενός στον άνισο αγώνα με τον χρόνο που επιβάλλεται προοδευτικά, τραυματικά και αδιαπραγμάτευτα στην ύπαρξη και αφετέρου στον αρχέγονο έρωτα, ο οποίος αν και δρα προς στιγμήν εξισορροπητικά στην έντονη παρουσία του θανάτου, προβάλλει, εντούτοις, αντιθετικά και επίμονα από τη μια το τυραννικό δράμα του ανικανοποίητου, ανεκπλήρωτου κι από την άλλη το δράμα της αναπόφευκτης φθοράς του τελειωμένου. Το βιβλίο αυτό, με άλλα λόγια, αποτελεί, κατά την άποψή μου, μια σύνοψη ιδεών που αναπηδά από βιώματα έρωτα και απώλειας και συμπυκνώνει αισθητικά τη βιολογική, αλλά και ποιητική ωρίμανση της ποιήτριας, η οποία μοιάζει να εισέρχεται σε μια εποχή αποχαιρετισμού του έρωτα.

Πιο συγκεκριμένα η αμείλικτη, αλλά και τολμηρή ποιητική ματιά της Λίλλη ιχνηλατεί σε αυτό το ποιητικό παραμύθι ενηλίκων τα ανεπαίσθητα μυστήρια που καθορίζουν τις προσωπικές σχέσεις, την παντοδυναμία της αγάπης και του έρωτα, καθώς και το σπαραγμό του ερωτικού, αλλά και ποιητικού σώματος μπροστά στην απάτη και την οριστικότητα του θανάτου. Έτσι τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής σηματοδοτούν τη δραματική μετατόπιση του ποιητικού υποκειμένου (σε σχέση πάντα με τις προηγούμενες συλλογές της ποιήτριας) προς τον εσώτερο βιωματικό πυρήνα, εκεί όπου μονίμως αναθρώσκουν μνήμες, λύπες, αισθησιασμός, συγκινήσεις, διαψεύσεις και ματαιώσεις. Παρατηρούμε, λοιπόν, σε αυτή τη συλλογή μια πιο συγκεκριμενοποιημένη αίσθηση ωριμότητας, υπαρξιακής περισσότερο παρά βιολογικής υφής, στην οποία ο έρωτας συνοδεύεται από τον σωματοποιημένο φόβο του θανάτου.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο στοχασμός γύρω από τη φθαρτή ανθρώπινη φύση, το πεπερασμένο και το εφήμερο, η έννοια του χρόνου, το απροσπέλαστο και μεταφυσικό, η δυναστευτική μνήμη ως εφιάλτης της σχέσης με τον εαυτό μας και τους άλλους, η μοναξιά, υπαρξιακή και οντολογική που προέρχεται από το αδύνατο της ανθρώπινης επικοινωνίας και τέλος η επώδυνη απώλεια ή προδοσία του έρωτα, είναι ουσιαστικοί άξονες της συλλογής που συμπλέκονται αξεδιάλυτα με τον σκοτεινό μύθο της γοργόνας του Άντερσεν και αποκαλύπτουν, εν τέλει, ένα ποιητικό σύμπαν διαποτισμένο από μια πίκρα βίαια καταχωνιασμένη. Η επιλογή της ποιήτριας, πάντως, να συνομιλήσει με τον αρχικό μύθο και όχι με την πιο γνωστή happy end εκδοχή του μύθου της Disney, αποκαλύπτει την πρόθεσή της να αποδώσει τη σκοτεινή αλλά και φωτεινή όψη της αρχέγονης δύναμης του έρωτα που συνέχει το σύμπαν.

Πιο συγκεκριμένα, η ποιήτρια ιχνηλατεί με πρόσχημα τον μύθο τα “ανεπαισθήτως” που καθορίζουν εντέλει τις προσωπικές σχέσεις, καθώς και τον σπαραγμό του σώματος και του πνεύματος μπροστά στην αδυναμία της ερωτικής πλήρωσης και κατ’ επέκταση της ανθρώπινης επικοινωνίας. Στην ποιητική αυτή σύνθεση, λοιπόν, ο έρωτας ως επώδυνη απουσία και ως μνήμη-πληγή συμπλέκεται τραγικά και αξεδιάλυτα με τον έρωτα ως εναγώνια αναζήτηση της πληρότητας της ίδιας της ύπαρξης, στοιχειώνοντας το τραγούδι-ποίηση. Γι’ αυτό το ίδιο το ποίημα μετατρέπεται εξελικτικά σε υπαινικτικό σχόλιο για την αναπότρεπτη φθορά του χρόνου και του έρωτα. Εξελικτικά, επομένως, συνειδητοποιούμε ότι τόσο ο παιγνιώδης και ελαφρύς τίτλος του βιβλίου όσο και ο εξαιρετικός σχεδιασμός του εξωφύλλου και η εικονογράφηση της Άννας Φωτιάδου, λειτουργούν όπως και οι σειρήνες αποπροσανατολιστικά-σαγηνευτικά εγκλωβίζοντας ξαφνικά τον αναγνώστη μέσα σε ένα σκοτεινό και σαρκοβόρο σύμπαν γεμάτο «σπασμένα γυαλιά, λεπίδες αιχμηρές».[1]

Μέσα σε αυτό, λοιπόν, το συγκρουσιακό και συχνά τραυματικό μυθικό πλαίσιο, η Αυγή Λίλλη αναδεικνύει μέσα από την καθημερινότητα ένα αρχέτυπο, ένα ποιητικό, γυναικείο πρόσωπο, που η μοιραία ομορφιά του είναι περισσότερο ελεγείο ερωτικού πάθους παρά θρίαμβος του γυναικείου αισθησιασμού. Με αυτούς τους όρους το βιωματικό αντικαθρέφτισμα του ποιητικού υποκειμένου στο κάτοπτρο του μύθου-παραμυθιού αποτελεί στην κυριολεξία το πυρηνικό κύτταρο μιας αρχέτυπης, γυναικείας φωνής που εξακτινώνεται σε όλα τα μείζονα και ελάσσονα νοήματα του βιβλίου. Δεν είναι τυχαίο, κατά τη γνώμη μου, που γυναίκα-φύση-ελευθερία ταυτίζονται δυναμικά στην εν λόγω συλλογή, γεγονός που αφενός μας παραπέμπει σε μητριαρχικούς πολιτισμούς και αφετέρου συνδέεται διακειμενικά με τον μύθο, αλλά και με τον ανεξάντλητο μαστό της δημοτικής μας μούσας.

Πρέπει να επισημανθεί, ωστόσο, ότι παρά το γεγονός ότι η συλλογή εκφράζει με σαφήνεια την άρνηση της γυναίκας να αποδεχτεί την αντρική οπτική και ονοματοθεσία του έρωτα και της γυναικείας ταυτότητας, δεν έχουμε στην πραγματικότητα μια γυναικεία επαναστατική γραφή (η οποία επιχειρεί συγκρουσιακά να αποκαλύψει και εν συνεχεία να αποσαρθρώσει ποιητικά εμπεδωμένες, στην κοινωνική μας συνείδηση, συμβολικές δομές που συντρίβουν τη γυναίκα), αλλά μια ποίηση που πηγάζει κατευθείαν από μια βαθιά ερωτική εσωτερικότητα και η οποία έχει έντονη τη συνείδηση της σωματικής της διάστασηςˑ μια ποίηση γραμμένη από μια γυναίκα που επιχειρεί και επιτυγχάνει σε αρκετές περιπτώσεις να εκφράσει με καθολικότητα την ισχύ του ερωτικού πάθους και της επιθυμίας, τη σωματοποίηση του πόθου και τη μη εκπλήρωσή του.

Η γυναίκα-γοργόνα δεν είναι, επομένως, μόνο ερωτική και γόνιμη, εταίρα και μητέρα, σαγηνευτική, αλλά και επικίνδυνη όπως προβάλλεται από τον κυρίαρχο ανδρικό λόγο· είναι εκείνη που μολονότι βουλιάζει μέσα στον φυλετικό πόνο και το ιδιωτικό πένθος, ταυτίζεται, εντούτοις, αέναα με όλες τις μυστήριες, αρχέτυπες και αντιφατικές δυνάμεις της φύσης (γόνιμες και καταστροφικές ταυτόχρονα) και συνεχώς αναγεννάται. Και για τούτο επαναστατεί ερωτικά και ποιητικά συντάσσοντας επίμονα έναν γυναικείο αντίλογο, απέναντι σε έναν κόσμο που επιχειρεί να πετσοκόψει τη μυστηριακή δύναμη του έρωτα και ν’ αλλοιώσει το βαθύ μυστήριο της ύπαρξης.

Δεν είναι τυχαίο, κατά τη γνώμη μου, ότι και στο παραμύθι της γοργόνας-σειρήνας και στην παρούσα συλλογή, σημαίνουσα τόσο θεματικά όσο και μορφολογικά είναι η δεσπόζουσα παρουσία του τραγουδιού-ποίησης, το οποίο από τη μια λειτουργεί λυτρωτικά, σαγηνεύοντας το ποιητικό υποκείμενο και τον αναγνώστη-εραστή, ενώ από την άλλη η απουσία του λόγου (στο παραμύθι η γριά-μάγισσα κόβει τη γλώσσα της μικρής γοργόνας) λειτουργεί καταστροφικά, ακρωτηριάζοντας και παγιδεύοντας εντέλει την ερωτική εμπειρία σε ένα ατελές σώμα-ποίημα. Αυτή, εξάλλου, η αντιφατική κατάσταση του έρωτα και της ποίησης, αποτυπώνεται λειτουργικά τόσο στην ίδια την υβριδική μορφή της γοργόνας-σειρήνας, η οποία είναι μισή γυναίκα μισή ψάρι, όσο και στην κυρίαρχη, αλλά και πολύσημη παρουσία του ζωογόνου, αλλά και επικίνδυνου στοιχείου του νερού και της θάλασσας. Το δεσπόζον, πάντως, -τόσο για τον μύθο όσο και για την ίδια την ποιητική σύνθεση- στοιχείο του νερού που μεταλλάσσεται (νερό, στερεό, αιθέρας), δεν συνδέεται μόνο άρρηκτα με τον μύθο του Άντερσεν, αλλά και με την ίδια τη συγγραφική διαδικασία.

Βρισκόμαστε, με άλλα λόγια, αντιμέτωποι με ιδιαίτερα σύνθετους σχηματισμούς από αντιφατικά στοιχεία ή από μυθολογικές-συμβολικές παραστάσεις που αντιτίθενται. Η προτίμηση, επομένως, της ποιήτριας αφενός στην υβριδική, αλλά και αμφίσημη μυθολογική μορφή-προσωπείο της γοργόνας-σειρήνας που δρα ως εν-διάμεσο, και αφετέρου στην κυριαρχία στοιχείων αμφίσημων, όπως το νερό, οδηγεί εν τέλει προοδευτικά στη αναγνωστική μετάβαση σε συμβολικές ψυχικές περιοχές που συνδηλώνουν τις απαρχές και το τέλος, τον κίνδυνο και την ασφάλεια, την αποκάλυψη και την απώλεια και οι οποίες φέρουν πάνω τους το σημάδι του χρόνου. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι τόσο το υγρό στοιχείο του νερού όσο και η ποίηση δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στη διαδικασία συνένωσης των αντιθέτων. Υλοποιημένη, πάντως, η συνενωτική αυτή διαδικασία μέσα από την ποίηση, διεκδικεί το δικαίωμα να υπάρχει και να γράφεται σε μια γλώσσα αποκαλυπτική της μυστηριακής σχέσης του ανθρώπου με τον έρωτα, τον θάνατο και τη βαθύτερη, πρωταρχική του φύση.

Η δεσπόζουσα, επίσης, υβριδική διάσταση της γυναίκας-γοργόνας-ποίησης υποστηρίζεται και μορφολογικά, καθώς το συνθετικό ποίημα συμπλέκει την παραδοσιακή και τη μοντέρνα ποιητική μας παράδοση. Κι αυτό γιατί η ποιήτρια δεν προϋποθέτει μόνο την παραδοσιακή προσωδία (η παρουσία της εσωτερικής ομοιοκαταληξίας ή της ψευδορίμας είναι δεσπόζουσα), αλλά ταυτόχρονα πατά γερά και στη μοντερνιστική παράδοση του ελεύθερου στίχου. Πιο συγκεκριμένα δεν εντοπίζουμε μόνο ποιήματα με συνεχείς επαναλήψεις και κομβικές σε ρυθμικό και οργανωτικό επίπεδο ομοιοκαταληξίες όπου κυριαρχεί η δημιουργική μείξη λυρικού και αφηγηματικού, αλλά εντοπίζουμε και μοντέρνα, ελευθερόστιχα ποιήματα, στοιχείο που καταδεικνύει την πρόθεση της ποιήτριας να παραμένει ανοικτή τόσο στην προσωδιακή όσο και στη μοντερνιστική ποιητική.

Η Αυγή Λίλλη, με άλλα λόγια, επιχειρεί μια δημιουργική ανίχνευση των ειδολογικών και μορφολογικών ορίων όχι μόνο του παραδοσιακού, αλλά και του μοντέρνου ποιητικού λόγου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας, οι χαρακτηρισμοί που κατά καιρούς συνόδευσαν το πεζό ποίημα, όπως «αµφίφυλο» είδος, «ερµαφρόδιτο» ή «νόθο», δεν είναι μόνο δηλωτικοί της αμηχανίας που προκάλεσε τότε η αμφισβήτηση των ειδολογικών στερεοτύπων του διφυούς χαρακτήρα του, αλλά αποκαλύπτουν εν προκειμένω μιαν υβριδική ποιητική, η οποία αφενός συμπλέκει διακειμενικά το παραμύθι με την ποίηση και αφετέρου διαρρηγνύει τα στεγανά παραδοσιακής και μοντερνιστικής ποίησης, επιχειρώντας την αλληλοδιείσδυση και τον µεταξύ τους διάλογο.

Μορφολογικά, επίσης, τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής διακρίνονται για τη σαφή νοηματική πύκνωση και για τη στέρεή τους δομή απαλλαγμένη από πλατειασμούς και περιττολογίες. Παρά την έντονη ερωτική και υπαρξιακή διάθεση της ποιήτριας, αποφεύγονται κατά βάση οι αφηρημένες έννοιες και η ροπή του στοχασμού προς τη γενικότητα, στοιχεία που θα μπορούσαν να προκαλέσουν εύκολα ρήγμα στην υλικότητα της ποιητικής εικόνας και, κατά συνέπεια, στην ικανότητα του στίχου να πυροδοτήσει τη συγκίνησή μας. Στις καλύτερές της στιγμές, η ποιήτρια θα έλεγα ότι ισορροπεί μορφολογικά ανάμεσα σε μια προσπάθεια να φτάσει στον όσο γίνεται καθαρότερο λυρισμό και νοηματική πύκνωση, στοιχεία που επιτυγχάνονται με τη λεκτική καταβύθιση στον πυρήνα της καίριας αίσθησης. Παράλληλα, με το εξομολογητικό, στοχαστικό καταστάλαγμα και το σκοτεινό χιούμορ της που πολύ συχνά προβάλλεται με τελετουργικό τρόπο στην ποιητική σκηνή αποφεύγεται η συναισθηματική διάχυση και επιτυγχάνεται η δέουσα ποιητική απόσταση από τα θέματα που πραγματεύεται.

Κλείνοντας, θα ήθελα να σημειώσω εμφαντικά ότι τα σύντομα κατά βάση ποιήματα της παρούσας συλλογής συνθέτουν το λυπημένο ημερολόγιο μιας προσωπικής, γυναικείας οδύσσειας, με κορυφαίες στιγμές, εικόνες επιβεβαιωτικές ενός σωματοποιημένου, αδυσώπητου πλην καταλαγιασμένου φόβου και μιας προφανούς ή υφέρπουσας μοναξιάς. Πατώντας γερά στον μύθο της μικρής γοργόνας του Άντερσεν, η ποιήτρια πραγματεύεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια, οξυδέρκεια και αυτοσαρκασμό το πένθος της ερωτικής απώλειας και πλέκει, εν τέλει, μιαν ερωτική ιστορία ενηλικίωσης, σπαραγμού και καλλιτεχνικής αυτογνωσίας. Γι’ αυτό παρά τις επιμέρους ενστάσεις για υπέρμετρη κατά περιοχές σκοτεινότητα, η ποιητική σύνθεση της Αυγής Λίλλης Στην άκρη μια ουρά, με το στοχαστικό και μυθολογικό της βάθος αποτελεί αναμφισβήτητα μια δυναμική αναγνωστική πρόταση που λειτουργεί εξελικτικά στην ποιητική της πορεία. Αναμένουμε, ωστόσο, από την ποιήτρια τον εμπλουτισμό της θεματικής και το πλάτεμα της κοσμοθεωρίας της στις επόμενες συλλογές.

ΦΩΤΟΧΥΣΙΑ

καὶ σῶσόν με

Στης γης το βασίλειο με το φως
να γεννιόμουνα ένα σκαθάρι,
το χώμα να σκαρφαλώνω στάρι
στάρι, μέχρι τον θώρακα ο καιρός
να φέρει στο χορτάρι ένα δείλι.
Δροσιά, πάχνη, όαση: βεντάλια
με σμαραγδένια φύλλα∙ δόξα σοι!
Σκαλί σκαλί καθέτως στη στήλη
θα φτάσω, στο μυστικό υπερώο:
τη ραχοκοκαλιά σου. Τη βία
θα υμνώ των ισχίων τα βράδια,
με αχόρταγα θα υψώσω χάδια
στη λεκάνη σου ένα ηρώον,
θα ξαναγράψω τη ζωολογία.

~.~

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ

Ανάμεσα στα πόδια μου γεννιέται ο κόσμος όλος·
ποτάμια, δάση, θρίαμβοι, ρομφαίες και στιλέτα
αγάπη, μίσος, δόρατα, κοντάρια, μια φαλτσέτα
με κάθε α και κάθε ω στο δέλτα και στο μέλος
με σκίζει, ρίχνει στον βωμό τραγούδι ποθημένο
αργά να το αιμορραγώ αιώνια να ανασταίνω
αἰδώς, αἰδώς, ἀείδομαι ὀδύνῃ ᾠδὴν αἰδοῖαν
~.~

ΖΟΥΓΚΛΑ

Αλύπητα στης ζούγκλας το υγρό κρεβάτι
θα σε ρίξω. Σε δάσος τροπικό με ορμή
ή σε σαβάνα θα σε πάρω. Θα ’σαι κάτι
σαν στολίδι και λάφυρο: δικό μου κορμί.
Σαν ορχιδέα θα ’μαι ανοιχτή, θα στάζω
σε ιδρωμένα δάχτυλα∙ γδέρνω, δαγκώνω
σαν φυτό σαρκοφάγο. Ασημένιο μου βάζο,
θα σε γυαλίζω με τη γλώσσα ώς τον πόνο
τον ήδιστο ν’ αγαπηθούμε. Θα φωλιάσει
στον κόλπο μου το πιο μεγάλο πουλί και
ψηλά θ’ ανέβουμε μακριά απ’ τη χάση
της ζωής που δεν ζούμε, ωραίε μου λύκε.
Εγώ το λιοντάρι, στα πόδια σου η μερίδα
δικιά μου τροφή, ο μόνος κόσμος που είδα.

.

ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ

“Εφημερίδα των Συντακτών” 19/11/2022

Από την ερωτική ελεγεία στην ιδιόχρηστη «φαινομενολογία»

ντλώντας από τη «Μικρή γοργόνα» του Αντερσεν η τρίτη συλλογή της Λίλλη διατηρεί το υπόβαθρο του παραμυθιού -την απόφαση της γοργόνας να γίνει άνθρωπος με ψυχή προκειμένου να βιώσει τον έρωτα- και το μη αίσιο τέλος. Τα 24 έντιτλα ποιήματα συν το επιλογικό μονολεκτικό «εδώ» συναπαρτίζουν μια ενιαία σύνθεση. Αξιοποιώντας το δίλημμα ψυχή-σαρκικός έρωτας με κόστος τον θάνατο ή ζωή τριακοσίων ετών χωρίς αυτά η συλλογή περιστρέφεται γύρω από το πολυσύνθετο ερωτικό βίωμα.

Η ποιητική φωνή-Γοργόνα, «μισή/γυναίκα μισή/ψάρι μισή άνθρωπος μισή/ζώο…», στη βάση ενός υμνητικού ή ελεγειακού λυρισμού άλλοτε διατρανώνει τον γυναικείο ερωτισμό («Ανάμεσα στα πόδια μου γεννιέται ο κόσμος όλος˙/ ποτάμια, δάση, θρίαμβοι, ρομφαίες και στιλέτα, αγάπη, μίσος, δόρατα, κοντάρια, μια φαλτσέτα/») άλλοτε θρηνεί την παράδοσή της στον πόθο: «Εσύ μπροστά/κι εγώ πίσω δυστυχώς/ τη λησμονιά του προσώπου σου/σέρνω». Ο τελικός μονόλογος της Γοργόνας με ειρωνικό τρόπο επικεντρώνεται στην ποίηση και δηλώνει «για σε ποίημα αθάνατο γράφω» («Επιγραμματικό»).

Πρόκειται για ενδιαφέροντα τρόπο σύνθεσης μιας ερωτικής ελεγείας.

Πρώτον, για την επανεγγραφή του παραμυθιού με απόληξη την πράξη της γραφής. Η σύνδεση αυτή στο πρόσωπο ενός τερατόμορφου γυναικείου όντος (που στο πρώτο ποίημα παρουσιάζεται ως Σειρήνα συμφύροντας τα δύο μυθικά πρόσωπα) υπενθυμίζει την παλαιά θεώρηση της γυναικείας γραφής ως παραγόμενης από μη γυναίκα, ένα «παράδοξον τέρας» αλλά και γενικά στη (ρομαντικής βάσης ή ψυχαναλυτικής ερμηνείας) άποψη για την παραγωγή ποίησης ως πένθος-αποτέλεσμα συναισθηματικού κλονισμού.

Δεύτερον, η μορφολογική ποικιλία μαρτυρεί τον συστηματικό πειραματισμό της Λίλλη πρωτίστως με τις έμμετρες φόρμες (το δεύτερο ποίημα είναι μπαλάντα) αλλά και με τους τρόπους του ελεύθερου στίχου (το πεζόμορφο με ρυθμικότητα «Στο κύμα») και συνδέει δυναμικά μορφή με περιεχόμενο: υψηλό ποσοστό εμμετρότητας, ποικιλία ρίμας, ισχυρή παρουσία ρυθμικότητας με ποικίλα μέσα, προσεγμένη χρήση διασκελισμών.

Τρίτον, η συλλογή επαναφέρει λειτουργικά, ενισχυμένη από επιλεγμένο λεξιλόγιο, την παρεξηγημένη σύζευξη λυρισμού-θεματικής έρωτα επιδιώκοντας την ανανέωσή της, ενώ τον συνδυασμό αυτόν υποστηρίζει και η επιλογή λεξιλογίου. Παραπομπή στον μύθο αποτελεί το σκίτσο της Γοργόνας σε κάποιες σελίδες.

ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

https://stigmalogou.gr 20/12/2022

Σύγχρονη λυρική ποίηση

Στην άκρη μια ουρά (2021). Το τρίτο βιβλίο ποίησης της Αυγής Λίλλη μετά τη Σφαγή του αιώνα (Θράκα, 2018) και τις Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ’ ένα σωσίβιο (Αρμίδα, 2011). Αν έπρεπε να χρησιμοποιήσω λίγες λέξεις για να αποτυπώσω το πνεύμα του πρόσφατου βιβλίου της Λίλλη φυσικά θα επέλεγα λέξεις όπως «ερωτισμός» και «λυρισμός», που αποδίδουν το περιεχόμενο και τη μορφή στη γραφή. Μα δυστυχώς για τις έννοιες, και για εμάς που τις φοράμε σε ετερόκλητα είδη αδιάκριτα, αν είχαμε σημείο εκκίνησης αυτές, δεν θα μας οδηγούσαν από μόνες τους στο βιβλίο της Λίλλη, αλλά σε βιβλία που έχουμε αφηρημένα εντάξει, καθένας με τον δικό του τρόπο, στο φάσμα της «ερωτικής ποίησης», ενδεχομένως και της λεγόμενης «γυναικείας ποίησης», κυρίως του παρελθόντος. Η ίδια όμως η ποιήτρια έχει δείξει γράφοντας δύο βιβλία (αναφέρομαι στην Ουρά και τη Σφαγή) με ερωτική θεματολογία, αλλά και με λυρισμό (με την έννοια της έκφρασης προσωπικών βιωμάτων αλλά και τη στροφή προς λυρικά είδη όπως το σονέτο ή η μπαλάντα) ότι κοινές έννοιες δεν παραπέμπουν σε κοινή γραφή. Χρειάζεται λοιπόν να είμαστε λίγο πιο συγκεκριμένοι.

Μπορούμε να σκεφτούμε τη Σφαγή του αιώνα ως το βιβλίο που προετοιμάζει και προλέγει το βιβλίο Στην άκρη μια ουρά, εφόσον εκεί το ποιητικό υποκείμενο ζητά «να βγ[ει] στον ήλιο, στο άσμα» και στη συνέχεια πράγματι βγαίνει, δίνοντας σάρκα και οστά σε ένα «τραγούδι ποθημένο» (σ. 19) με έντονα λυρικά στοιχεία.

Με αυτές τις εναρκτήριες σκέψεις, θέλω να θέσω το ερώτημα τι προσφέρει η ερωτική ποίηση στην Άκρη μια ουρά στη γενική αναλυτική κατηγορία «ερωτική ποίηση». Την εμπλουτίζει, την εξειδικεύει, την εκφράζει; Πώς μπορούμε να μιλήσουμε για τα βιβλία ποίησης που μας συγκινούν χωρίς να κάνουμε κύκλους γύρω από τη θεωρητική ή φιλολογική μας ουρά; Η πρώτη εντύπωση της γραφής της Λίλλη δεν με παρέπεμψε σε ερωτικές μονολογικές εξομολογήσεις ή σε δηλωτικές απόπειρες ερωτικής αυτονομίας και χειραφέτησης, τάσεις πολιτισμικές και αισθητικές του ελληνικού μοντερνισμού. Διαβάζοντας σκεφτόμουν τον έρωτα: το ερπετό της Σαπφώς, τη Μικρή γοργόνα του Άντερσεν, την ποίηση ως μέλος αλλά και ως μη ανθρωπόμορφο μύθο.

Στο βιβλίο, το ποιητικό υποκείμενο είναι μια γοργόνα. Σύμφωνα με το παραμύθι του Άντερσεν, για να μεταμορφωθεί η γοργόνα σε άνθρωπο και να συναντήσει τον πρίγκιπα, πρέπει να απωλέσει τη σαγηνευτική φωνή της. Η γοργόνα της Λίλλη ζει στη μετα-αφήγηση του παραμυθιού: έχει τη φωνή της, ή έστω τη δυνατότητα της έκφρασης, αλλά ο πρίγκιπας είναι νεκρός. Η Λίλλη τοποθετεί τη δική της γοργόνα σε έναν κόσμο χωρίς ψευδαισθήσεις, με επίγνωση της θνητότητας, σε έναν κόσμο που αρχίζει με τη συντελεσμένη απώλεια και δομείται πάνω στη συντριβή.

Πρόκειται για βιβλίο πένθους; Ο νεκρός έρωτας πώς θα τραγουδηθεί; Με το αθάνατο τραγούδι του έρωτα δεν ταυτίζονται. Ούτε το εγώ του υποκειμένου ταυτίζεται με το εσύ του Άλλου (η Λίλλη γράφει: «πλάσμα δικό μου στο αίμα / δεν είσαι» (σ. 29). Το παραμύθι του Άντερσεν προσφέρει τη δυνατότητα να μη σκεφτούμε παρά μόνο συμβολικά το σύγχρονό μας ρεαλιστικό περιβάλλον και να κοιτάξουμε γυμνή την ερωτική επιθυμία. Το ποιητικό υποκείμενο δεν πενθεί τον έρωτα ακριβώς. Ο έρωτάς της είναι ανεκπλήρωτος. Δεν έχει συμβεί. Φαίνεται πως η λεπτομέρεια αυτή αποτελεί το ψυχαναλυτικό όχημα ώστε να πρωταγωνιστήσει στο βιβλίο, εκείνο το ανοίκειο ή και όχι πλάσμα με ουρά, η ατόφια ερωτική επιθυμία. Αυτό επιτυγχάνεται στο βαθμό που η ερωτευμένη γοργόνα της Λίλλη ενσωματώνει στη φωνή της κάποια από τα κλασικά χαρακτηριστικά του έρωτα, όπως τα εντόπισε η Αν Κάρσον στη Σαπφώ στο βιβλίο της Έρως ο γλυκόπικρος (δοκίμιο για το ερωτικό παράδοξο στην κλασική παράδοση, μτφ. Ανδρονίκη Μελετλίδου, Δώμα 2019).

Τοποθετώ λοιπόν το βιβλίο της Λίλλη στην ερωτική ποίηση γιατί ενσαρκώνει κλασικά και αρχετυπικά ερωτικά στοιχεία, όπως τα ακόλουθα: 1. Δεν καταγράφεται ένα ερωτικό ειδύλλιο αλλά η στιγμή της ερωτικής επιθυμίας. Η πίεση του έρωτα προκαλεί μια αστάθεια· η ψυχή διχάζεται. Πόνος και ηδονή συνυπάρχουν («ώς τον πόνο τον ήδιστο να αγαπηθούμε», σ. 20). Αγάπη και μίσος επίσης συνυπάρχουν («είσαι η καρδιά ενός τέρατος που αγαπά να μισεί», σ. 25). 2. Ο έρωτας δεν είναι αφηρημένη έννοια. Στην ποίηση της Λίλλη εμφανίζεται με όρους ζωολογίας και φυτολογίας, ενώ η ίδια η ερωτευμένη δεν είναι ούτε άνθρωπος ούτε ψάρι (βλ. π.χ. τα ποιήματα «Απόσπασμα», «Ο κήπος σου», «Ζούγκλα»). 3. Η ερωτική επιθυμία δεν είναι αναστοχαστική, είναι ρήμα, κινείται· προς τον ποθούμενο Άλλο. Μάλιστα στα ποιήματα της Λίλλη οι χρόνοι των ρημάτων είναι κυρίως στον ενεστώτα και το μέλλοντα και συχνά σε υποτακτική. Η κίνηση είναι ζωντανή και ενεργής, ο έρωτας συμβαίνει ακόμη κι αν ο πρίγκιπας έχει πεθάνει. 4. Η δόνηση της ερωτικής επιθυμίας γίνεται αισθητή όμως μέσα από τη διατήρηση του κενού χώρου μεταξύ των σωμάτων (π.χ. «Αρκούδα στον ουρανό»). Πρόκειται για πάγια τακτική του παθιασμένου έρωτα να μην ολοκληρώνεται και έτσι να μη φθείρεται, τα σώματα ενώνονται και φεύγουν και πάντα χρειάζεται μια νέα κατάκτηση. «Ποιο είναι το πραγματικό θέμα των περισσότερων ερωτικών ποιημάτων», αναρωτιέται η Κάρσον. «Όχι ο ερωμένος. Είναι αυτό το κενό» (σ. 49). 5. Ο ερωμένος είναι ο μεγάλος απών. Στην Άκρη μια ουρά έχουμε όμως την πλήρη ματαίωση της δυνατότητας για ερωτική ένωση. Ο πρίγκιπας είναι από την αρχή νεκρός ως φυσικό πρόσωπο. Ο έρωτας ήταν ανεκπλήρωτος: στο δεύτερο ποίημα που βιβλίου, το ποιητικό υποκείμενο σκυμμένο πάνω στον νεκρό πρίγκιπα αναρωτιέται επαναληπτικά ποια να είναι η γεύση από το φιλί του. Τούτων δοθέντων, ο έρωτας μεταξύ της γοργόνας και του πρίγκιπα είναι αδύνατος. Ας σκεφτούμε τη συνθήκη: ανολοκλήρωτος, νεκρός, αδύνατος. Στο πριν και το μετά του ποιήματος, το ποίημα που είναι αυτό το υπέροχο εδώ, όπως υπογραμμίζει η Λίλλη (σ. 31-33 ), ο έρωτας ως εμπειρία ένωσης είναι απών. Ωστόσο η γλώσσα παίζει: Η διερώτηση «ποια να ’ναι η γεύση από το φιλί σου» είναι σε ενεστώτα χρόνο, δυναμιτίζοντας ανεπαισθήτως το πένθος για το αμετάκλητο.

Πώς διαφεύγει η Λίλλη από το φροϋδικό «έρως/θάνατος»; Λέω διαφεύγει εννοώντας τον εγκλωβισμό της ποίησής της στην αντινομία, στο δυϊσμό, το είτε είτε: είτε έρωτας είτε θάνατος. Ο δυισμός αποτελεί το μοντερνιστικό υπόβαθρο του βιβλίου, δηλωτικό της στιγμής που γράφει η ποιήτρια, αλλά πουθενά δεν βιώνουμε το δίπολο αυτό ως αδιέξοδο («όλη η ύλη μου / βάλτος / γαληνεμένος / γαλήνιος», σ. 28). Ας κρατήσουμε αυτή τη σκέψη, του μη αδιεξόδου, κι ας θυμηθούμε πάλι την ιστορία της Μικρής γοργόνας. Είπαμε ότι για να ενωθεί με τον πρίγκιπα η γοργόνα πρέπει να πληρώσει θυσιάζοντας τη σαγηνευτική φωνή της.

Ήδη από το πρώτο ποίημα της συλλογής που τιτλοφορείται «Σειρήνα» το κλάμα, οξύς ήχος, η άναρθρη κραυγή, γίνεται οργανικό μέρος του λόγου που θέλει να γίνει τραγούδι, γίνεται η πένθιμη ρωγμή του. Ο οδυρμός δεν αποκλείει τη δυνατότητα του άσματος. Εκείνο που χάνει η γοργόνα δεν είναι ακριβώς η φωνή της, όπως στο παραμύθι, αλλά το τέλειο ποίημα, το άρτιο τεχνικά ποίημα, το υψηλό, το αμόλυντο, που σύμφωνα με την ποιήτρια (ή το ποιητικό υποκείμενο) ενσαρκώνει το αθάνατο ποίημα.

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ

(σήμερα, τώρα λοιπόν, για σε ποίημα αθάνατο

γράφω ύστατο χαίρε θολό γράμμα από αδέξια πένα)

γράφω ξανά, ξανά

για τον θάνατο

γιατί είναι πιο κοντά

από σένα

έρωτας άλλος δεν είναι

για μένα

και πιο κάτω από εδώ δεν έχει

και πιο κάτω από εδώ

δεν έχει πιο κάτω

από εδώ

εδώ

Γίνεται εδώ διάκριση μεταξύ τραγουδιού και ποιήματος, φωνής και γραπτού, παραδοσιακής και σύγχρονης λυρικής ποίησης; Εμμέσως ναι. Το ζήτημα επομένως του ερωτικού αυτού βιβλίου είναι η εύρεση του τρόπου να τραγουδηθεί ένας ανεκπλήρωτος και αδύνατος έρωτας μετά την αποδοχή της συνθήκης του θανάτου.

Το ποιητικό υποκείμενο έχει εμπλακεί σε ένα ενδιαφέρον ερωτικό τρίγωνο. Δεν πρόκειται για τρίτο πρόσωπο ακριβώς. Στις γωνίες του τριγώνου βρίσκονται το Εγώ (το ποιητικό υποκείμενο-γοργόνα), το Εσύ (ο Άλλος, ο πρίγκιπας) και το ποίημα. Η γοργόνα δεν επιλέγει τον πρίγκιπα, το θάνατο και την αυτοκαταστροφή της, αλλά το ποίημα. Τη μελέτη θανάτου. Αλλά ως μοχλό μετουσίωσης της ερωτικής επιθυμίας, καθώς αντέχει να σηκώσει το εδώ και τώρα της ερωτευμένης ψυχής. Γίνεται μετάβαση από το θρηνικό πένθος στον έρωτα σαν να πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία και όχι ως αλληλοαποκλειόμενες εμπειρίες. Το διακύβευμα εδώ είναι η κατάκτηση της φωνής, της γλώσσας του έρωτα, η κατάκτηση ενός ποθητού τραγουδιού που να ενσαρκώνει τον έρωτα ως συνύπαρξη. Ακόμη κι αν ο έρωτας καταποντιστεί. Ένα ιδανικό λυρικό ποίημα που να έχει νόημα για τη ζωή, κι ας παραμένει απείθαρχο στη φόρμα της στιχουργικής τέχνης

Το πεζό ποίημα «Στο κύμα» δίνει το στίγμα των παραπάνω προβληματισμών:

ΣΤΟ ΚΥΜΑ

Ξύπνησα απότομα ετούτο το πρωινό. Νερά εστάζαν

από τα ταβάνια, ανέβηκαν μέχρι τα μαξιλάρια, μέσα μου

ούρλιαζε ένα αναφιλητό· όλα γύρω εχτίζαν τη συντέλεια

του κόσμου, όπως την είχες περιγράψει εκείνη την ημέρα

που με αφέλεια είπα «γιατί να μην μπορεί κανείς να

γράψει σονέτα, χωρίς να τηρήσει τη ρίμα, το μέτρο του

Σαίξπηρ ή του Πετράρχη;» Έτσι κι αλλιώς, της ζωής τα

ανυπόφερτα άγχη μάς συνθλίβουν σε ολέθριο κύμα από

λασπόνερα σαν τούτα δω, που πνίγουν και τον έρωτα

ακόμα· και είναι πια βέβαιο, μοιραίο: θα πεθάνουμε όλοι.

Άρα τι σημασία έχει αν με ίαμβο ανοίγουν ή επιφέρουν

τροχαίο, αφού είναι πια βέβαιο, μοιραίο: θα πεθάνουμε

όλοι. Και αν αφήνω πίσω μου ένα ποίημα, δηλαδή

τι;

Συγκλονιστικό θα ήταν να βυθιζόμασταν

μαζί.

Η Λίλλη στα δικά μου μάτια στρέφεται σε ένα λυρικό ποίημα-σύνθεση με μετρικές ακροβασίες και μορφικούς κινδύνους άκρως σαγηνευτικά. Οι παρηχήσεις, οι εσωτερικοί ρυθμοί, η ελλειπτική γλώσσα, η εικονοποιία της ζωολογίας και του φυσικού τοπίου, το νερό, τα μέλη του σώματος σε γκρο πλαν, η πρωτότυπη απόδοση της συνουσίας, το αδιάλειπτο παρόν της ερωτικής πράξης, οι διασκελισμοί του στίχου που επιφέρουν διάφορα τραυλίσματα και ψελλίσματα στην αφήγηση, χαρακτηριστικά της γλώσσας της ερωτευμένης, η συνύπαρξη αντιφατικών συναισθημάτων, το δράμα για παράδειγμα («και κλάμα και αίματα και όλο τέτοια», σ. 27) μαζί με τη γαλήνη της αποδοχής, ο συνδυασμός ποιήματος και πεζού ποιήματος, όλα αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία χωρίς λείανση διαμορφώνουν ένα λυρικό και ερωτικό σύμπαν πολύ σύγχρονο, που αφήνει τη ζωή να ανασάνει μακριά από ρομαντικά αφηγήματα. Το εντυπωσιακό για μένα σε αυτό το βιβλίο είναι η τοποθέτηση του έρωτα στις θνητές και χοϊκές του διαστάσεις και η σαρκική γλωσσική προσωποποίησή του ώστε η ερωτική επιθυμία και σαρκική ένωση (στη φαντασία ή μη) να βιώνονται αναγνωστικά σαν υψηλή ρομαντική εμπειρία.

ΖΟΥΓΚΛΑ

Αλύπητα στης ζούγκλας το υγρό κρεβάτι

θα σε ρίξω. Σε δάσος τροπικό με ορμή

ή σε σαβάνα θα σε πάρω. Θα ’σαι κάτι

σαν στολίδι και λάφυρο: δικό μου κορμί.

Σαν ορχιδέα θα ’μαι ανοιχτή, θα στάζω

σε ιδρωμένα δάχτυλα∙ γδέρνω, δαγκώνω

σαν φυτό σαρκοφάγο. Ασημένιο μου βάζο,

θα σε γυαλίζω με τη γλώσσα ώς τον πόνο

τον ήδιστο ν’ αγαπηθούμε. Θα φωλιάσει

στον κόλπο μου το πιο μεγάλο πουλί και

ψηλά θ’ ανέβουμε μακριά απ’ τη χάση

της ζωής που δε ζούμε, ωραίε μου λύκε.

Εγώ το λιοντάρι, στα πόδια σου η μερίδα

δικιά μου τροφή, ο μόνος κόσμος που είδα.

Και ποια η ιστορία λοιπόν αυτού του ποιητικού βιβλίου; Είναι ένα «λαβ στόρι», ένα «παραμύθι ενηλίκων», όπως αποκαλύπτει η Λίλλη σε συνέντευξή της; Στο ερώτημα τι προσφέρει το βιβλίο της Λίλλη στην ερωτική ποίηση είναι τη δυνατότητα με αρχετυπικά εργαλεία να άρει τη μονολογικότητα, την ατομική θλίψη και τη μοναξιά του έρωτα, την εγωτική ακόμα διεκδίκησή του Άλλου και να υμνήσει το σμίξιμο, το δόσιμο, τη μεταμόρφωση, τον αθεράπευτο ερωτικό συγκλονισμό, παρά την πτώση, παρά το προδιαγεγραμμένο τέλος. Φαντασιακά, με όλα του κόσμου τα «θα», που είναι το πρώτο γράμμα του θριάμβου. Στην άκρη θα μένει πάντα μια ουρά, μια ωραία εκκρεμότητα, κάτι το ανολοκλήρωτο, που ας διαβαστεί ως ένα αινιγματικό «ίσως» για την εξέλιξη της σύγχρονης λυρικής ποίησης.

ΑΓΝΗ Β. ΜΠΑΓΚΕΡΗ

Περιοδικό “Θράκα” 5/6/2023

Στην άκρη μια ουρά

Συλλογιέμαι πως η μεταμορφωτική ουσία του πένθους, όλη τούτη η μακρά απόσταση από τη γέννησή του ως την Κατάδυση (ή σάλτο)1 που, κάποτε, κάνει νιώθεται χάδι απαλό σαν ζωγραφίζεται σ’ αράδες. Όταν, μάλιστα, τούτες μπορούν και κολυμπούν, όταν σα μικρά παιδιά ξέρουν και κρατούν την ανάσα τους κάτ’ απ’ τη θάλασσα, όταν μήτε το κύμα φοβούνται μήτε τον πνιγμό (σωτήρια, τότε, η ουρά), η καθεμιά σελίδα που γεμίζουν κλείνει στις αγκάλες της μια περασμένη εποχή ακροβάτρια πραγματικότητας και μη, συναιρώντας τις ώρες σε μια μονάχη, συμπυκνωμένη καθοριστική στιγμή. Η απατηλή απώλεια της ανθρώπινης ταυτότητας του ποιητικού υποκειμένου στη συλλογή είναι εκείνη που επιβεβαιώνει το φθαρτό της σάρκας,

και είναι πια βέβαιο, μοιραίο: θα πεθάνουμε όλοι.2

Τίποτε, όμως, δεν θα ‘μοιαζε μοιραίο πριν την πεθυμιά της καταβύθισης,

το μαύρο φανέρωσε κάτω να φτάσω3

ούτε του κατακερματισμού σε γυάλινες, άλαλες ψηδίδες ζωής ξένης,

εγώ αστέρας […] ακούω μόνο ήχους.4

Τα ανυπόφορα μέλη, τ’ ανυπόφορα άκρα σα φλέβες αιμάτινες αφήνουν τον θρήνο να πλεύσει σ’ όλες τις κατευθύνσεις ενός εγώ προσωρινά τυφλού. Το ποίημα δεν κατά-σπαράζει5 την ποιήτρια, μα ανοίγει δρόμο σωτήριο, μετουσιαστικό – δρόμο προς το συνειδητό τέλος, κοντύτερα στην αρχή. Η ερωτευμένη γοργόνα περνά τις συμπληγάδες ενός διχασμού, πιο πολύ, το στενόχωρο μονοπάτι της συνύπαρξης αντιθέτων που αντιπαλεύουν με το ανεκπλήρωτο του πόθου της, τον απόντα εραστή. Η απουσία, νερό κι αλάτι6, διαπλέκει το αδύνατο του έρωτά της με το δυναμικά πραγματωμένο ποίημα˙ η έμπνευση ανακηρρύσεται νικήτρια.
Όλες τούτες οι μορφές του πένθους δεν θα καταγράφονταν δίχως το άπλωμα μιας γλώσσας που φορά το μαύρο σάλι του μύθου, μιας γλώσσας που γελάει νευρικά στην τελεία της πιο τραγικής στιγμής, που εύχεται και πλάθει πολλαπλές πιθανότητες, που στα τόσα «θα» ξεπετάγεται θαλερή σαν μόσχος μωρού που σαραντίζει νιογέννητο στις κατακτημένες κιτρινωπές της σελίδες. Στον πλαστό θόλο πραγματικότητας που δια-γράφει η Αυγή, το σώμα δεν παύει να ‘ναι μοναχό ποτέ7, το σώμα δεν είναι παρά ένας ολόκληρος κύκλος ζωής, θνητό το δέρμα8, που διαβλέπει το ορισμένο σημαινόμενο και κυλά ρυάκι πικρόρευστο στα ευχετικά, παρακαλετά της σύμπαντα.

μισή
γυναίκα μισή
ψάρι 9

μα, τόσα περισσότερα, όσα γεννά τ’ αλφάβητο,

ανάμεσα στα πόδια μου γεννιέται ο κόσμος όλος˙10

μιλά τραγουδιστά με τον κόλπο της να χωράει και την ψυχή11 και τον αφρό12, και της αρκούδας την ουρά13 και το παρτέρι14, να χωρά το δέρμα15 του θανόντος. Στη στυφή πορεία, κάπου στης συλλογής τα μέσα, στα σκοτεινά δωμάτια, ανάβει ένα φως˙ η ανεπανόρθωτη ουρά, που πέφτει πολύχρωμη σκιά στα λυρικά λουσμένα λογάκια της ποιήτριας, εξανεμίζεται –

κι εγώ πίσω δυστυχώς
τη λησμονιά του προσώπου σου
σέρνω.16

Ύστερα τα όσα, ποτισμένα τη χολή της α-νούσιας α-λήθειας, προχωρά συνειδητά προς την ποθητή σιγουριά,

(σήμερα, τώρα λοιπόν, για σε ποίημα αθάνατο
γράφω ύστατο χαίρε θολό γράμμα από αδέξια πένα) 17

Ό, τι λ (ύ) πει από το ποιητικό εγώ θά
βε
ται
στον κρότο που κάνει ο τόπος, η λέξη εδώ18, με την οποία κλείνει η συλλογή. Στη συγκλονιστική ταυτόχρονη βύθιση19, έργο και εργάτρια αναδύονται μαζί, γοργόνα ολοζώντανη σαν άλλο χορικό, ένα συμπαγές κι υποσχόμενο ον που επιζεί και γράφει όσα – δεν – έχει.

.

Η Σφαγή του Αιώνα
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ

ΠΟΙΕΙΝ (www.poiein.gr) 18/6/2019

ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Μια απόπειρα περιπλάνησης επί της ποιητικής συλλογής της Αυγής Λίλλη “ Η Σφαγή του Αιώνα” που αναγνώστηκε στις 6/2/2019 στο ΓΚΑΡΑΖ
Λευκωσία

H Aυγή Λίλλη συγκαταλέγεται στη νεότερη ποιητική γενιά, την πρωινή γενιά που ανατέλλει πάνω από το ποιητικό τοπίο της πατρίδας μας.

Η Σφαγή του Αιώνα, εκδόσεις ΘΡΑΚΑ είναι μόλις η δεύτερη της ποιητική συλλογή, δείγμα ίσως του ότι δεν βιάζεται και δεν κατατρύχεται από το άγχος των συνεχόμενων εκδόσεων. Η πρώτη της συλλογή, Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ’ ένα σωσίβιο, εκδόσεις Αρμίδα, εκδόθηκε πριν από οκτώ ολόκληρα χρόνια, είναι πιο ογκώδης, με ανομοιογενή σε έκταση ποιήματα και χωρισμένη σε εννέα κεφάλαια, τα οποία τιτλοφορούνται θεματολογικά, όπως “Θάνατος”, “έρωτας”, “φθορά”, “μνήμη” κ.α.

Η παρούσα συλλογή αποτελείται από 29 αυτόνομα ποιήματα, τα οποία ενώ αυτή τη φορά δεν έχουν θεματικούς διαχωρισμούς, ουσιαστικά πραγματεύονται παρόμοια ή ίδια με την προηγούμενη, ζητήματα.

Διατρέχοντας ωστόσο και τις δυο συλλογές της Αυγής, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι Στη Σφαγή του Αιώνα, η ποιήτρια επιλέγει να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη ακολουθώντας έναν διαφορετικό δρόμο, τον δρόμο της αυτοαναφορικότητας. Κοινοποιεί την παρουσία και στάση της, προτάσσοντας θαρραλέα το ποιητικό της “εγώ” απέναντι σε χαμένες μάχες, όπως η ίδια δηλώνει, μάχες ενίοτε εξουθενωτικές, με τον χρόνο, τον θάνατο, τη μνήμη και εν τέλει με την ίδια την ύπαρξη, σε έναν αιώνα που συμπυκνώνει ως σώμα τη φθορά του ανθρώπινου “είναι” και ίσως γι’ αυτό θα πρέπει να υποστεί την ιεροτελεστία της σφαγής του .

Ακολουθώντας τις επιταγές του ανήσυχου ποιητικού της υποσυνείδητου, που μοιάζει να κραδαίνει στο χέρι του ένα ματωμένο μαχαίρι, έτοιμο να το μπήξει σε σώματα, ποιήματα και άλλες συναφείς και συνάμα άτυχες μάζες και έννοιες, η ποιήτρια σκηνοθετεί ένα αντιποιητικό σκηνικό το οποίο είναι σκηνογραφημένο με τη βαναυσότητα ενός προσωπικού πολέμου, μιας αιματηρής δοκιμασίας κατά την οποία οι εσωτερικοί και εξωτερικοί ακρωτηριασμοί αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό:

“Θα πετσοκόψω μέσα μου κάτι λέξεις”

“τα μέλη αιμορραγούν»

“ο πόθος πολτοποιείται”

Και ενώ η μάχη υποτίθεται ότι είναι χαμένη, καθώς αντίπαλος είναι τα ανυπέρβλητα, που ρυθμίζουν και καθορίζουν την ανθρώπινη μοίρα, στις καλύτερες στιγμές της συλλογής, η ποιήτρια επιβεβαιώνει ότι κάποιοι αγώνες αξίζει να δίνονται επειδή η πραγματική ήττα, θα ήταν να μην δοθούν.
Δίνονται, επειδή στην αντίθετη περίπτωση, θα ισοδυναμούσαν με την απώλεια μιας ανεπανάληπτης πορείας μέσα από τους κοχλάζοντες πυρήνες της ποίησης, βασανιστικών ανασκαφών στις μυστικές σπηλιές της ύπαρξης, της αυτογνωσίας που παρέχεται ως αποζημίωση για τις επανειλημμένες αποτυχημένες απόπειρες, την απώλεια της ανάβασης στο βουνό της ποιητικής πραγμάτωσης, ένα βουνό που όσο πλησιάζεις στην κορφή του, αυτό ψηλώνει, αλλά εσύ είσαι αρκούντως αποφασιστικός και ανέκκλητα ταγμένος στο σκοπό σου ώστε να μην εγκαταλείψεις την ανάβαση.

Η ποίηση της Αυγής συμφύρει τις αντηχήσεις μιας ανελέητης εσωτερικής κραυγής. Συνομιλεί κυρίως με τον εαυτό της, αλλά επιτυγχάνει σε καίρια σημεία να κατευθύνει τα ηχοκύματα της σε συναισθαντικούς αποδέκτες, να γίνει συνυπαρξιακή, να ρέει και να εξελίσσεται. Δεν διστάζει να επιχειρεί τραυματικές βυθίσεις και αναβυθίσεις, ακροβατικές ισορροπήσεις πάνω σε επιφάνειες στήριξης που περιορίζονται στο ελάχιστο και σε μεταφυσικά ακραίες καταστάσεις, στον βιότοπο κυρίως της υποσυνείδητης μνήμης. Η ποίηση της Αυγής δίνει την μάχη και δεν βγαίνει χαμένη.

Οδηγεί τον αναγνώστη στο να αναζητήσει τα σημεία εναύσματος και απόληξης προ και μετά των στίχων, ώστε να προλειάνει το έδαφος της κατανόησης για τα όσα η ποιήτρια, μέσα από παραληρηματικό οίστρο, κραυγάζει ή με περισσή επιμέλεια διατηρεί ανεπούλωτα.

Πρόκειται για ένα είδος κύησης, αντιθετικά τοποθετημένης στην έννοια της γέννησης, της εμβρυακής σύλληψης, κύησης που γεννά οντολογικά σύμβολα τα οποία πρέπει να σφαγιαστούν για να ξαναγεννηθούν διαφορετικά. Και συντελείται αυτό στη σκοτεινή πλευρά της ζωής, που όμως είναι συστατικά συνυφασμένη με τη φωτεινή.

Κουβάρι

Aν δεν το γεννήσω,
θα πεθάνω.
Εν τω σπηλαίω της μήτρας μου
άγνωστο έμβρυο
με μύρο και στάχτη κυείται,
σαν άστρο συσπάται και
τα μεσάνυχτα τίκτεται∙
όμορφο μικρό κουβάρι
με καρφίτσες
το σώμα κεντάει,
στο πάτωμα στάζω σαν αίμα πετάγομαι
στο ταβάνι και στη λάμπα γερά
με καρφώνω:
Ρίγος, άλγος, σκοτωμός.

Η γεύση που αφήνουν τα 29 ποιήματα της συλλογής, καταδεικνύει μια πιο ώριμη δουλειά σε σχέση με την προηγούμενη συλλογή. Ο εσωτερικός ρυθμός των ποιημάτων κατορθώνεται και η επίγευση που αφήνει η ανάγνωση της Σφαγής του Αιώνα πιστοποιεί την ύπαρξη μιας υπό διαμόρφωση ποιητικής ταυτότητας, που όμως φέρει ήδη συνεκτικά στοιχεία διάρθρωσης, και διαθέτει το βασικό ζητούμενο της αυθεντικότητας ώστε ευκρινώς να εκφράζει τα φωνήεντα των αγωνιωδών εκπομπών της ποιήτριας και τα σύμφωνα των σπαρακτικών της επικλήσεων, μέσα από μια οριακή καταγραφή της βίωσης.

Τούτων λεχθέντων, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κορυφώσεις και οι πυκνώσεις που οικοδομούνται και, σε αρκετές περιπτώσεις, ολοκληρώνονται ικανοποιητικά, αντλούν περισσότερη ενέργεια και πρώτη ύλη από την επιδερμίδα λέξεων – στίχων και λιγότερο από τον υποδόριο τους ιστό, εντός του οποίου οι διεργασίες είναι πιο μυστικές και περίπλοκες.

Η ποιήτρια προσεγγίζει κατά βάση την ποιητική διαδικασία με μια αυτό- λυτρωτική διάθεση, διατηρώντας σχεδόν αδιατάρακτη ταύτιση με τις συγκινησιακές φορτίσεις που αυτή μπορεί να προσφέρει.
Όταν αυτή η ταύτιση κλονίζεται και μετακινείται , όταν ανακαλύπτει τις φυγόκεντρες δυνάμεις που μπορούν να την απογειώσουν, τότε αρχίζει να γοητεύει, με την γοητεία του ακατανόητου του οποίου η λεκτική γονιμότητα, επιτρέπει τόσο σε ασκούμενους όσο και πιο μυημένους αναγνώστες, να υποψιαστούν και να αναψηλαφήσουν τις περιοχές του. Μια τέτοια ποίηση διευρύνει την εμβέλεια της διότι προεκτείνεται στα εδάφη αυτού που αποκαλούμε οικουμενικό, αποκτά περισσότερη συμμετοχική δράση οδηγώντας σε συνδυασμούς στίχων που μετατρέπουν τα ποιήματα σε μνημεία, στα οποία ανατρέχεις και επιστρέφεις μη μπορώντας πια να διαβάσεις κάτι λιγότερο.
Διατελώντας ταυτόχρονα σε διαδικασία αναζήτησης των πιο δόκιμων γι’ αυτήν εκφραστικών μέσων, των μέσων που θα μεταφέρουν πιο εύληπτα τα μηνύματα της, είναι εμφανές ότι η ποιήτρια, σε ορατό βαθμό, πειραματίζεται, κάτι που είναι χαρακτηριστικό στην υπό διαμόρφωση νέα ποιητική γενιά του τόπου μας στην οποία η Αυγή με βεβαιότητα ανήκει.

Πρόκειται για μια γενιά που πλέκει τον δικό της ιστό, διαρρηγνύοντας σε πολλές περιπτώσεις τη διακειμενική σχέση με το παρελθόν και στην ποίηση της οποίας ανιχνεύονται ήδη σαφείς, θεματολογικές, γλωσσικές, μορφολογικές και υφολογικές αποστασιοποιήσεις. Στο βαθμό που αυτή η ρήξη απαλλάσσει την ποίηση μας από τα βαρίδια και όχι τα επωφελή κληροδοτήματα του παρελθόντος, που εμπλουτίζει και δεν φτωχαίνει το κοινό μας ποιητικό σπίτι, είναι όχι μόνο αναγκαία αλλά και νομοτελειακά ζωογόνα.

Μια νέα γενιά, πολλοί εκπρόσωποι της οποίας, πολλές φορές, όπως ευτυχώς συμβαίνει με τους ποιητές, εισπράττω ότι αισθάνονται τον εαυτό τους ξένο, στον ίδιο τους τον τόπο, στον περιβάλλοντα τους χώρο, στην εργασία τους, μα κυριότερα, στο πεδίο των ιδεών, των ιδανικών και των κοινωνικών εγέρσεων που δεν συμβαδίζουν με τις υπαρξιακές τους ανάγκες, το αγνότερο αξιακό τους σύστημα και το έμφυτο αίτημα τους για αληθινή ζωή.

Υποψιάζομαι ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει και με την ποιήτρια μας, αισθάνεται ξένη απέναντι σε πολλά πράγματα που συμβαίνουν στον τόπο μας, και οικεία σε περισσότερα που δυστυχώς δεν συμβαίνουν. Ο ποιητής πρέπει να αισθάνεται ξένος και να μαθαίνει να συμφιλιώνεται με ιδιότητες όπως αυτήν του αναχωρητή, του παρατηρητή, του κριτή, του μη μετέχοντος σε κοινότυπες δραστηριότητες, αν ειλικρινά προσδοκεί κάποτε να ευλογηθεί να συμβληθεί με την ποιητική αντισυμβατικότητα.

Συνειδητοποιώντας την ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ο ποιητής και δη ο νέος ποιητής, ενεργοποιείται, για να διαψεύσει το χρόνο, να αποδείξει στο χρόνο ότι ο άνθρωπος μπορεί να “ποιήσει” έργα που θα τον υπερβούν ή όπως το λέω διαφορετικά, να αναγκάσει τον χρόνο να γίνει ο διανομέας τους. Η έκβαση αυτής της ευγενούς φιλοδοξίας θα συντελεστεί χωρίς βιασύνες, σε ορίζοντες πολύ πιο μακρινούς από εκείνους που ορίζει η φυσική παρουσία του ποιητή αλλά και του σημερινού του αναγνώστη. Και τότε, αν αυτό συμβεί, αν η λήθη υπερνικηθεί , οι αιώνες θα υποκλιθούν μπροστά στα τρόπαια της διαχρονικότητας των έργων του:

Η Σφαγή του Αιώνα

Θα τον κόψω σε λωρίδες και
θα τον χωρίσω σε μπουκιές
ή
θα τον πριονίσω και
θα τον κρύψω στην αποθήκη
ή
θα τον στραγγαλίσω και
θα κρεμάσω τα μάτια του
για σκουλαρίκια
την ώρα που περνάει.

Προσωπικά, πιστεύω ότι η Αυγή Λίλλη, ως μέλος της νέας, ελπιδοφόρας ποιητικής γενιάς, βαδίζει στο σωστό μονοπάτι, ανεβαίνει τη σωστή πλαγιά , βλέπει τη σωστή-για κείνην- κορφή του βουνού να ψηλώνει και έχει τη γενναιότητα να κοιτάξει στα μάτια τα ανυπέρβλητα και να αναμετρηθεί μαζί τους .

.

ΘΑΛΕΙΑ ΙΕΡΩΝΥΜΑΚΗ

OANAGNOSTIS.GR 24/3/2020

Σφαγή με τη γραφίδα

Στη συλλογή Η σφαγή του αιώνα της Αυγής Λίλλη η γραφή και η σφαγή είναι αδιαχώριστες: Από το πρώτο ποίημα, όπου η ποιήτρια ξεκινάει με τη λαχτάρα να γράψει ένα σονέτο και το κόβει βίαια από τον τίτλο στο προτελευταίο γράμμα («Σονέτ») μέχρι το ολοκληρωμένο, δομημένο με χειρουργική ακρίβεια, «Σονέτο 1» του τέλους. Η γραφή είναι μια προσπάθεια να πιάσει στα χέρια της το ρευστό που ολοένα ξεφεύγει, το ρευστό του αίματος και το ρευστό του χρόνου:

μόλις που προλαβαίνω δηλαδή
να πάρω τα αίματα,
κοντολογίς
ένα σονέτο να γράψω μόνο,
ένα σονέτο να γράψω
μόνο («Σονέτ», σ. 9).

Στο πρώτο ποίημα το υποκείμενο αν και μοιάζει νωχελικό και προσκολλημένο σε μια εφηβεία («Όλοι οι εραστές μου πέθαναν / κι εγώ ακόμα / με τις πιτζάμες», σ. 9), επιχειρεί να δράσει έστω και εκπρόθεσμα, «τον χρόνο να κλείσ[ει] απέξω», να γράψει ένα σονέτο.
Το υποκείμενο έχει ενεργητικό ρόλο σε όλη τη συλλογή, δεν αποδέχεται παθητικά ούτε το πέρασμα του χρόνου ούτε τη δύναμη του έρωτα. Οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες και τα απωθημένα απουσιάζουν, όπως και οι εξιδανικεύσεις και οι ελεγείες του έρωτα. Αντί για ελεγείες υπάρχει «Ωδή» για να δοξάσει τη σάρκα, αφού «στο φιλί της μέσα / ουκ έστιν αμαρτία» (σ. 29), πάθος που εκφράζεται, πόθος που «πολτοποιείται», η σάρκα που μπορεί να μετουσιωθεί σε τροφή: «Θα με μασήσεις καλά και / θα με φτύσεις;» («Μπριζόλα», σ. 11). Ο πόθος δεν είναι θυσιαστική προσφορά για λύτρωση και εξιλέωση, αλλά, κυρίως όταν παρεμποδίζεται, «απύθμενος και σκοτεινός»· επομένως, καταλήγει στο κομμάτιασμα, στο φτύσιμο, στον εμετό. Κι αυτό γιατί ο πόθος προκαλείται πρωτίστως από λέξεις ειπωμένες· για να λησμονηθούν πρέπει να διαχωριστούν εις τα εξ ων συνετέθησαν, να γίνουν γράμματα, ήχοι και τελικά άηχα σύμβολα, βυθισμένα σε ένα πηγάδι από όπου δεν θα μπορούν να ανασυρθούν. Ο αφανισμός τους είναι αφύσικος, σαν εμετός:

Θα πετσοκόψω μέσα μου κάτι λέξεις σου
και σ’ ένα πηγάδι θα φτύσω τον πόθο μου
(απύθμενο και σκοτεινό)

και θα σε κάνω εμετό
να καθαρίσει ο τόπος («Όταν φτύνω στο πηγάδι», σ. 20).

Στον έρωτα «ξερνάς και τα συκώτια σου» («Το τελευταίο ποίημα του Θάνου Ανεστόπουλου», 22), όχι όμως μόνο αυτά. Ξερνάς κυρίως μελάνι, το μόνο ρευστό με καυστικές ιδιότητες, ικανό να κάψει «τις πύλες του αιώνιου αβάτου», να κάνει να «πλανάται ο θάνατος, / με την αθανασία» (ό.π.). Ο θάνατος είναι η κατάληξη και η αφετηρία κάθε δράσης και κάθε κατάστασης, ακόμη και του έρωτα. Είναι η αφετηρία του έρωτα (όπως εκείνο το «θήτα» στην αρχή του ποιήματος «Θέρως», σ. 24), είναι η όψη του η αληθινή. Ο έρωτας μπορεί να εμφανίζεται παρελκυστικά «σαν» φτερωτός θεός που αναζητά την ψυχή για να ενωθεί απόλυτα μαζί της, αλλά στην ουσία δεν είναι παρά ο αμείλικτος ξερακιανός δρεπανηφόρος που τη θερίζει:

σαν Θεός
φτερωτός
στο σκοτάδι
μας γνέφει
να μας πετάξει απέναντι
θέλει
αυτός ο ξερακιανός
τις ψυχές μας
θερίζει («Θέρως», σ. 24).

Ο έρωτας, όπως και ο θάνατος, είναι σφαγή. Έρχεται απροειδοποίητα και αιφνιδιαστικά, διαμελίζοντας και ρημάζοντας το σώμα. Είναι εξίσου βίαιος όσο βίαιη είναι η γέννηση, φυσική και ποιητική. Η ποίηση, ως σύλληψη και ως αποτέλεσμα, νοείται ως επώδυνος, αλλά επιτακτικός τοκετός. Το έμβρυο–ποίημα αν δεν γεννιόταν θα φόνευε την ποιήτρια. Τη στιγμή όμως που τίκτεται, την κατακρεουργεί:

Αν δεν το γεννήσω,
θα πεθάνω.
Εν τω σπηλαίω της μήτρας μου
άγνωστο έμβρυο
με μύρο και στάχτη κυείται,
σαν άστρο συσπάται και
τα μεσάνυχτα τίκτεται·
όμορφο μικρό κουβάρι
με καρφίτσες
το σώμα κεντάει,
στο πάτωμα στάζω σαν αίμα πετάγομαι
στο ταβάνι και στη λάμπα γερά
με καρφώνω:
Ρίγος, άλγος, σκοτωμός («Κουβάρι», σ. 16).

Το θείο βρέφος–ποίημα προκαλεί την ανάληψη της ποιήτριας, όχι όμως στα ουράνια, αλλά στο ταβάνι. Η εκτόξευση δεν γίνεται για να ατενίζει από ψηλά, με ικανοποίηση, το ήδη συντελεσμένο θαύμα της ποιητικής γέννησης. Γίνεται για να διαπιστώνει, από την κατακόρυφη απόσταση, έπειτα από την ολοκλήρωση της ποιητικής πράξης, όλη τη διανυθείσα μέχρι το αποτέλεσμα πορεία (σύλληψη–έμπνευση, κύηση–συγγραφή, τοκετός–δημιούργημα), φέρνοντας σε μια συγχρονία όλα τα στάδια αυτής: ρίγος, άλγος, σκοτωμός.
Καρφωμένη στο ταβάνι δεν μπορεί παρά να οραματίζεται το δικό της πένθιμο και κατακόρυφο, καρυωτακικά, «Εμβατήριο» (σ. 18), τη δική της στέψη με «κοσμητικά επίθετα» «που θα φορέσουνε κορόνα / στο κεφάλι [της]». Το κρεμασμένο σώμα μπορεί να εκληφθεί ειρωνικά ως παρθένο και αγιοποιημένο ή, από την άλλη, ως παραβατικό, πρόσφορο για δημόσιο λιθοβολισμό:

αναρωτιέμαι αν θα με πούνε Μαρία
το πρωί και θα με δοξάσουνε
ή σαν κάποια Σαμίρα δημόσια
θα με λιθοβολήσουνε (ό.π.).

Ούτως ή άλλως ο λιθοβολισμός είναι η συμπληρωματική όψη της αγιοποίησης, εφόσον και στις δύο περιπτώσεις το σώμα αποστραγγίζεται από τη δυνατότητα του λόγου, καταδικασμένο σε μια εξαναγκαστική σιωπή. Μόνο κατά τη στιγμή της πτώσης μπορεί να ηχήσει μέσα από τον θρήνο, θραύοντας τον θάνατο, όπως ακριβώς τον σπάει στους δύο τελευταίους στίχους σε συλλαβές («θά-/ να τον», ό.π.), δείχνοντας με το μελλοντικό μόριο την προσδοκία και ταυτόχρονα, με το δεικτικό και την αντωνυμία, την έλευσή του.
Ο επικείμενος θάνατος του σώματος είναι η προϋπόθεση της ποίησης: «γλιστρούν οι λέξεις, τα μέλη / αιμορραγούν, / το σώμα ρουφάει το ποίημα» και μένει «Κουφάρι» (σ. 26)· το σώμα γεννά ποιήματα και, σε μια νυχτερινή ιεροτελεστία, καίγεται, γίνεται στάχτη και λίπασμα για να φυτρώσουν νέα ποιήματα:

Όταν ξημερώνουν τα σκοτάδια εγώ
γίνομαι φως,
γίνομαι φωτιά,
μα εσύ βλέπεις μόνο πυρκαγιά
και νερό ρίχνεις με τη μάνικα,
τινάζεις πάνω μου κουβέρτες,
όμως δεν σβήνω,
δεν σβήνω έτσι εγώ·
φέγγω και καίγομαι,
ίδια ιεροτελεστία,
μέχρι να γίνω στάχτη,
σαν πεθαμένη
στο χώμα να με ρίξουνε,
να φυτρώσουν τα ποιήματα («Όταν ξημερώνουν τα σκοτάδια», σ. 33).

Η καύση είναι μια αέναα επαναλαμβανόμενη διαδικασία, μια αιώνια επιστροφή, μια ritournelle (με την κυριολεκτική και όχι την ειδολογική σημασία) «μέχρι ο πηλός να γίνει / χώμα ξανά» («La Ritournelle», σ. 25).
Λάσπη και πηλός, σφαγή και αίμα διεκδικούν το σώμα. Το σώμα ωστόσο δεν αφήνεται να υπομένει, έρμαιο των μεταβολών και των πληγών του χρόνου. Το σώμα εξεγείρεται, αντιδρά, ακόμη περισσότερο προκαλεί και αναμετράται με τη επέλαση του αδέσποτου χρόνου με το ξεφτισμένο λουρί. Και η ποίηση, με τη σειρά της, δεν αποτελεί το αόριστο ή το άυλο. Η ποίηση, σε όλη τη συλλογή, παρότι ορίζεται χάρη στις θρησκευτικές αναφορές από το υπερούσιο και το μεταφυσικό, είναι το σωματικό, το απτό, το ένυλο. Η ποιήτρια δεν έχει απροσδιόριστους εφιάλτες, οράματα, φόβους και ανησυχίες. Έχει «έγκλειστα σκυλιά» που «ουρλιάζουν σαν εφιάλτες, / κάνουν κύκλους / μέσα στο κεφάλι [της]» και «θέλουν να βγουν» για να μετασχηματίσουν τις κραυγές τους σε σώμα ποιητικό, στο ποίημα «Τη νύχτα αργά» (σ. 10), έχει ένα αδέσποτο σκυλί που ζητά τρία ζωτικά γράμματα, στο ποίημα «Σκυλί»:

Τα χαράματα ένας
αδέσποτος
χρόνος με πήρε
από πίσω έσερνε
το ξεφτισμένο λουρί του
έβαλα νερό, φαΐ
και του ’δωσα να
μυρίσει την παλάμη μου μα
μήτε έτρωγε μήτε έπινε
μήτε την απαλάμη μου
ζητούσε τρία γράμματα
στ’ αριστερό αυτί του οχτώ νούμερα
χαραγμένα στο πετσί του
Can Love Fail?
γαύγισε Canis Lupus Familiaris αρνήθηκα
ογδόντα εκατομμύρια διακόσιες δώδεκα
χιλιάδες φορές
λέμε πως πεθαίνουμε, μα
κάθε μία φορά γεννιόμαστε και ξεψυχούμε
άλλη μία (σ. 32).

Ο μεγάλος αντίπαλος, με τον οποίο η Αυγή Λίλλη εντέλει αναμετράται, είναι ο χρόνος. Από αυτόν χαρακώνεται και αυτόν προσπαθεί να κατακρεουργήσει, να κόψει μπουκιές και να απολαύσει, να εκμηδενίσει, να ακινητοποιήσει, να νεκρώσει. Αυτός προκαλεί τη σφαγή της. Τη «σφαγή του αιώνα» επιθυμεί και επιδιώκει η ίδια με τη σειρά της:

Θα τον κόψω σε λωρίδες και
θα τον χωρίσω σε μπουκιές
ή
θα τον πριονίσω και
θα τον κρύψω στην αποθήκη
ή
θα τον στραγγαλίσω και
θα κρεμάσω τα μάτια του
για σκουλαρίκια

την ώρα που περνάει («Η Σφαγή του Αιώνα», σ. 13).

Τα μάτια του χρόνου είναι το τρόπαιο της νικήτριας. Ενώ όμως εκείνη έχει την αίσθηση πως ο χρόνος είναι νεκρός, πως δεν την κοιτάζει, πως τον έκανε ένα συμβολικό κόσμημα, το παγωμένο βλέμμα του το φέρει επάνω της. Σκοτώνοντας τον χρόνο την «ώρα που περνάει», δηλαδή πλήττοντας το κύριο στοιχείο του, την αδιάλειπτη ροή, ουσιαστικά δεν κάνει τίποτα άλλο από το να πολλαπλασιάζει τα γυάλινα εφιαλτικά μάτια του, τα οποία δεν παύουν να θυμίζουν, ακόμη και στη διακοσμητική θέση τους, πως ως Πανόπτης ο χρόνος την παρακολουθεί διαρκώς.
Ο μόνος τρόπος της εξημέρωσής του και της ανακωχής είναι η αξιοποίηση των δώρων, αλλά η ανυπακοή στην επιθυμία του: «Ποιητής μονάχα μη γίνεις / λέει» («Τα δώρα του χρόνου Ι», σ. 35). Απέναντι στο πέρασμα του χρόνου και τη φθορά το σώμα δεν είναι αλώβητο. Όταν όμως ενσαρκωθεί σε λόγο, όπως εν αρχή ην, σε λόγο ποιητικό, έχει τα εφόδια, «με μια γραφίδα ίδιο σπαθί» (ό.π.), να αναμετρηθεί ισότιμα με τον χρόνο. Αρκεί να υπάρχει η συναίσθηση πως στη μάχη μαζί του σφάζεσαι και σφάζεις, αλλά και πάντοτε η πίστη πως η γραφίδα μπορεί να αποδειχθεί πιο ισχυρό όπλο από το σπαθί.
Μπαίνοντας στη μάχη με τον χρόνο η ποιήτρια στην πραγματικότητα παίζει το κεφάλι της στην ποίηση. Δεν το κερδίζει —κανένας δεν κερδίζει στη σφαγή—, μα ούτε το χάνει. Κομμένο στα δυο με τη λεπίδα, το προσφέρει απλόχερα: «η δεξιά πλευρά για τους πιστούς, / η αριστερή για τους αμαρτωλούς» («Το κεφάλι μου στα δυο», σ. 31). Κομμένο και προσφερόμενο το κεφάλι–ποίημα εκπληρώνει τον τελικό προορισμό του, αντίδωρο σε όσους προσέρχονται για να το κοινωνήσουν. Εκείνη την κρίσιμη ώρα, πιστοί και αμαρτωλοί αναγνώστες, έχοντας μεταλάβει το αίμα της σφαγής θα είναι σε θέση να δουν πως «από όλα τα μέτωπα / ελπίδα χαράζει / σαν πρόσφορο» (ό.π.) και να κατανοήσουν τη Θεία Ευχαριστία της ποίησης.

.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

tovivlio.net 30/10/2019

Ένα από τα μεγάλα αρνητικά που έχω ως αναγνώστης – και το έχω κληροδοτήσει και στα κριτικά μου κείμενα – είναι πως ελάχιστα ασχολούμαι με τους τίτλους αυτών που διαβάζω. Παρόλο που είναι κυριολεκτικά το πρώτο πράγμα με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο (μαζί με το όνομα του συγγραφέα), είναι και το στοιχείο που σχολιάζω λιγότερο. Ίσως φταίει που ο τίτλος αποτελεί λίγο-πολύ ένα «απόσταγμα» του βιβλίου, όπου μέσα σε τρεις λέξεις ο συγγραφέας καλείται να αποτυπώσει το πνεύμα του βιβλίου.

Όταν λοιπόν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο της Αυγής Λίλλη, ο τίτλος μου έκανε εντύπωση, περισσότερο από την συντριπτική πλειονότητα των άλλων βιβλίων. Η Σφαγή του Αιώνα. Συνειρμικά μου ήρθε η ιστορία που θέλει τον Παλαμά να ασκεί κριτική στην πρώτη ποιητική συλλογή του Καρυωτάκη Ο Πόνος των Ανθρώπων και των Πραμάτων κρίνοντας τον τίτλο υπερβολικό σε σχέση με το περιεχόμενο. Όπως και να έχει το ζήτημα, ο τίτλος της ποιητικής συλλογής της Αυγής Λίλλη, Η Σφαγή του Αιώνα, θέτει, συνειδητά ή ασυνείδητα, τον πήχη αρκετά ψηλά. Προϊδεάζει τον αναγνώστη πως θα διαβάσει κάτι κοσμοϊστορικό, κάτι εξαιρετικό, κάτι που αξίζει να ονομαστεί Η Σφαγή του Αιώνα.

Και τα είκοσι οχτώ ποιήματα της συλλογής είναι εξαιρετικά σύντομα, κάποια από αυτά είναι μόνο πέντε ή έξι στίχοι. Κανένα από αυτά δεν υπερβαίνει την μία σελίδα και μόνο δύο (η «Ωδή» και το «Εργαστήρι του Παππού») αγγίζουν τα όρια της σελίδας. Αυτό τοποθετεί την ποιητική συλλογή στην αιχμή της σύγχρονης παραγωγής ποίησης, καθώς ένα από τα γνωρίσματά της κυρίαρχης ποίησης του 21ου αιώνα είναι τα ολιγόστιχα ποιήματα – που θυμίζουν χαϊκού – τα οποία διαθέτουν πολλαπλές αναγνώσεις, έντονη διακειμενικότητα. Στον ελάχιστο χώρο που αναπτύσσονται, μπορεί ένας αναγνώστης να παρατηρήσει έναν ολόκληρο ιστό σχέσεων μεταξύ των λέξεων και των φράσεων, κάτι που ως ένα σημείο καταδεικνύει την γλωσσική επάρκεια του ποιητή, την ευφυΐα του ως δημιουργού, αλλά και το διάβασμα που έχει κάνει, αφομοιώνοντας την παράδοση.

Παραδείγματα υπάρχουν πολλά: Στο «Κουβάρι», οι λέξεις «σπήλαιο», «μύρο», «άστρο», «τίκτεται» παραπέμπουν σε μια ιδέα Χριστουγέννων. Στο «Θέρως», ο Έρως γίνεται παράλληλα Θεριστής, συνδέοντας τους δύο φτερωτούς θεούς, του Έρωτα και του Θανάτου. Στο «Κουφάρι» έχουμε πάλι θρησκευτικές εικόνες από τον χριστιανισμό. Ακόμη και οι τίτλοι επικοινωνούν μεταξύ τους: Κουβάρι-Κουφάρι, ένα χειλικόληκτο διαφορά. Στο Έξω, έχουμε ένα ποίημα-παρήχηση με το «ξ» (το οποίο θυμίζει τον μόνολογο του V στο V for Vendetta). Στο «Σκυλί», ο Canis Lupus Familiaris μεταγράφεται: Can Love Fail, παίζοντας με τα αρχικά C,L,F. Και στα «Δώρα του Χρόνου», η TRELA κοιτάει τον εαυτό της στον καθρέφτη και αναγραμματίζεται σε ALERT.

Θεματικά η Σφαγή του Αιώνα μπορεί να περιγραφεί με μία λέξη: Θέρως. Η συλλογή κινείται στις δύο βασικές θεματικές του έρωτα και του θανάτου, τις οποίες μπλέκει με πολλούς τρόπους στα ποιήματά της, φέρνοντας τους άλλοτε κοντά και άλλοτε μακρύτερα. Θα μπορούσε κάποιος να αναγάγει την θεματολογία στα δύο βασικά ένστικτα που παραδέχεται ο Φρόιντ. Το μόνο σίγουρο είναι πως η ποιήτρια βλέπει την θεματολογία της με σύγχρονη ματιά, μια ματιά που προσωπικά μου θύμισε τον Μπουκόφσκι αλλά και την σύγχρονης ροκ σκηνή – κάπου υπάρχει και μια αναφορά στον Ανεστόπουλο των Διάφανων Κρίνων. Υπάρχει ένας ωμός ρεαλισμός στα ποιήματα, μια βία ανάμεσα στον έρωτα και τον θάνατο. Η ψυχή μετατρέπεται σε ωμή μπριζόλα για να την μασήσεις ή να την φτύσεις. Ο αιώνας πριονίζεται και στραγγαλίζεται, ο πόθος πολτοποιείται, οι λέξεις πετσοκόβονται και γίνονται εμετός. Ακόμη και η ερωτική διάθεση γίνεται πάντοτε με «βρώμικο» ρεαλιστικό τρόπο. Τα υγρά, οι δαγκωματιές, τα βογγητά είναι πάντοτε παρόντα, η επιθυμία είναι πάντοτε άγρια και βίαιη.

Η συλλογή δεν παραλείπει να εκπλήξει σε δύο περιπτώσεις. Πρώτον, το ποίημα «Στο Εργαστήρι του Παππού» είναι ένα εξαιρετικό καλλίγραμμα, το οποίο μοιάζει με ένα τροχό αγγειοπλαστικής, αντάξιο να βρίσκεται σε ένα εργαστήριο τέχνης, μαζί με τους καμβάδες και τα πινέλα. Το δεύτερον είναι το σονέτο, με το οποίο κλείνει η συλλογή και επί της ουσίας είναι η απάντηση στο πρώτο ποίημα, που τιτλοφορείται «Σονέτ-». Χωρίς να ξεφύγει από την θεματολογία και την προσέγγισή της, αυτό που στα άλλα ποιήματα εμφανίζεται με νεωτερικότητα, εδώ μπαίνει στο καλούπι του μέτρου και της αυστηρής ομοιοκαταληξίας.

Η Σφαγή του Αιώνα είναι μια ποιητική συλλογή με αρκετές αρετές. Από αυτές, προσωπικά ξεχωρίζω δύο.

Η πρώτη από αυτές είναι η αντίληψη που έχει για την λογοτεχνία. Το ιδιαίτερο παιχνίδι που κάνει με τις λέξεις, τις έξυπνες συνδέσεις, τα λογοπαίγνια, η επικοινωνία μεταξύ των ποιημάτων, οι διακειμενικές αναφορές, δείχνουν πως η ποιήτρια βλέπει την λογοτεχνία ως κάτι περισσότερο από απλή έκφραση. Η λογοτεχνία στην Σφαγή του Αιώνα είναι τέχνη του λόγου. Μπορεί να μην χρησιμοποιεί τους παραδοσιακούς τρόπους, όμως προσπαθεί με σαφή τρόπο να αναγάγει την χρήση της γλώσσας σε ένα αισθητικό αποτέλεσμα. Σίγουρα αυτό δεν επιτυγχάνεται πάντοτε, ή κάποιοι τρόποι να μην έχουν την ίδια επιτυχία με άλλους, αλλά τουλάχιστον – και αυτό είναι πολύ σημαντικό – δείχνει πως η νέα γενιά ξεφεύγει από την νοοτροπία πως τα πάντα είναι τέχνη και άρα η συγγραφή ποίησης είναι κάτι που δεν επιδέχεται επεξεργασία. Τα ποιήματα φαίνονται πως, ακόμη κι αν βγαίνουν αυθόρμητα ή σε στιγμές ψυχικού πάθους, είναι επεξεργασμένα και δουλεμένα, ώστε να αναβαθμιστούν και να αξιώσουν ένα αισθητικό αντίκτυπο στον αναγνώστη.

Η δεύτερη από αυτές είναι η φιλοδοξία της, κάτι που αποτελεί δίκοπο μαχαίρι βέβαια. Εκτιμώ ιδιαίτερα τις συλλογές που τολμούν να θέσουν αξιώσεις, που ξέρουν τις δυνάμεις τους, που είναι διαβασμένες και δεν φοβούνται να κάψουν «λαμπρούς και υπερκόσμιους κανόνες». Η Σφαγή του Αιώνα είναι μια προσεγμένη συλλογή, μια συλλογή που έχει γνώση της παράδοσης, αλλά φιλοδοξεί για το κάτι περισσότερο, φιλοδοξεί και επιδιώκει την αναμέτρηση. Όπως είπα, αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι: Όταν το επιτυγχάνει είναι μια πανηγυρική νίκη για την συλλογή. Όταν όμως αποτυγχάνει, φαίνεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο η δυσκολία του εγχειρήματος, πως όταν θέτεις τον πήχη ψηλά, πρέπει να είσαι και προετοιμασμένος να φας τα μούτρα σου.

Είναι η Σφαγή του Αιώνα η σφαγή του αιώνα; Φοβάμαι πως όχι. Δεν είναι πως τις λείπουν οι αρετές ή πως είναι μια κακή συλλογή. Ίσα ίσα, είναι μια πολύ καλή συλλογή, πολύ καλύτερη από πάρα πολλές που κυκλοφορούν. Όμως ένα πολύ καλό άλμα μπορεί να καταλήξει άκυρο, αν ο πήχης μπει πολύ ψηλά. Και είναι αλήθεια πως ο πήχης για αυτή την συλλογή είναι αρκετά ψηλός, όχι μόνο λόγω τίτλου ή λόγο της προθετικότητας της ποιήτριας. Αν δείχνει κάτι η Σφαγή του Αιώνα είναι οι δυνατότητες που έχει η Αυγή Λίλλη και το πόσα πολλά περισσότερα θα μπορούσε να είναι αυτό το βιβλίο. Η Σφαγή του Αιώνα είναι μια πάρα πολύ καλή συλλογή, αλλά θα μπορούσε όντως να ήταν μια εξαιρετική συλλογή, μια συλλογή που θα μπορούσε να αφήσει στίγμα στα κυπριακά και τα ελληνικά γράμματα. Αυτός είναι και ο λόγος που μου άφησε μια πικρή γεύση στο τέλος, παρόλο που αναγνωρίζω όλες της τις αρετές.

Αξίζει να διαβάσει κανείς αυτή τη συλλογή. Αξίζει όμως πολύ περισσότερο να περιμένουμε περισσότερα δείγματα από την Αυγή Λίλλη, μια ποιήτρια που έχει να δώσει πολλά περισσότερα με τα ποιήματά της.

.

ΘΡΑΚΑ 24/3/2021

Κυκλοφόρησε πρόσφατα η δεύτερη έκδοση της ποιητικής συλλογής της Αυγής Λίλλη Η Σφαγή του Αιώνα. Το εξώφυλλο της δεύτερης έκδοσης σχεδίασε ο Φίλιππος Βασιλειάδης.
Στη Σφαγή του Αιώνα (α’ έκδοση: Θράκα, 2018) η κριτική εντόπισε την ωρίμανση της ποιήτριας και αναγνώρισε αμέσως τη θηλυκή ορμή, μιλώντας για μια ταυτόχρονη λειτουργία υπερχειλίζοντος ερωτισμού και ωμού ρεαλισμού (Γ. Φράγκος), στοιχεία τα οποία ενίοτε προβάλλονται με μια χαρακτηριστική «αισθητική του τεμαχισμού» (Β. Λιαπής).

Κουβάρι

Aν δεν το γεννήσω,
θα πεθάνω.
Εν τω σπηλαίω της μήτρας μου
άγνωστο έμβρυο
με μύρο και στάχτη κυείται,
σαν άστρο συσπάται και
τα μεσάνυχτα τίκτεται∙
όμορφο μικρό κουβάρι
με καρφίτσες
το σώμα κεντάει,
στο πάτωμα στάζω σαν αίμα πετάγομαι
στο ταβάνι και στη λάμπα γερά
με καρφώνω:
Ρίγος, άλγος, σκοτωμός.

Η γραφή είναι «μια προσπάθεια να πιάσει στα χέρια της το ρευστό που ολοένα ξεφεύγει, το ρευστό του αίματος και το ρευστό του χρόνου» γράφει η Θ. Ιερωνυμάκη, ενώ κατά τον Αντ. Πετρίδη, στη Σφαγή του Αιώνα «η επαναδιεκδίκηση-ανακατάληψη του γυναικείου σώματος και η στρατηγικώς ακατάσχετη και ανερυθρίαστη επιθυμία είναι ομόλογες και άρρηκτα συνδεδεμένες με την ποιητολογία».

Μυστικός επισκέπτης

Έρχεται και
είναι πάντοτε μεσάνυχτα,
που έχουν τα χρώματα μεστωμένα
-μπλε νυχτερινό σε βασιλική κορνίζα κλείνει μέσα
το κεφάλι μου-
θρονιάζεται πάνω στο μαξιλάρι,
με στριφογυρίζει ανάμεσα στα σεντόνια
και με καρφώνει στα μάτια
και αλλού,
μέχρι να πω
Ήμαρτον.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 2/12/2019

«Η σφαγή του αιώνα» (2018) είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή της Αυγής Λίλλη. Η πρώτη κυκλοφόρησε επτά χρόνια προηγουμένως (2011) και έφερε τον τίτλο: «Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ’ ένα σωσίβιο». Αναντίλεκτα, στην υπό παρουσίαση συλλογή παρατηρούνται ουσιαστικές ενδείξεις αισθητικής ωρίμανσης, μεγαλύτερης ομοιογένειας, τόσο υφολογικά, όσο κα θεματικά.

Θα έλεγα ότι το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της νέας συλλογής είναι η πρόσμιξη ερωτισμού – αισθησιασμού με ποιητολογικές προσεγγίσεις, με δυο λόγια το πάντρεμα της ποιητικής με την ερωτική θεματική. Και αυτή η σύζευξη παρατηρείται αβίαστα και αρμονικά. Δεν εκβιάζεται βίαια αλλά απορρέει ομαλά: «Ακόμα κι αν δεν έχουν πολλά υγρά / ή χειλικά / σύμφωνα, / κάθε Σάββατο / τις στριμώχνω ανάμεσα στα σκέλια μου, / λάβετε φάγετε· τούτο εστί το σώμα μου / κηρύττω κάθε Κυριακή / με ευλάβεια περισσή / γλιστρούν οι λέξεις, τα μέλη αιμορραγούν, / το σώμα ρουφάει το ποίημα». (σελ. 26)

Σε όλο το βιβλίο υπερισχύει η ερωτική θεματική. Περισσότερο όμως ως θρήνος απώλειας, παρά ως διθύραμβος ενεργούς και εναργούς παρουσίας. Και μονίμως να υποβόσκει το σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό στοιχείο, ως εχέγγυο πρόσθετου αισθητικού ενδιαφέροντος: «Χωρίς λόγια / πόσο όμορφα είναι όλα τώρα που / έφυγες, αγάπη / μου έμειναν τα βογγητά μου / μόνο». (σελ. 17)

Η Α.Λ., με αφτιασίδωτη ευχέρεια, με ωμότητα και ενίοτε με οργή, θεματοποιεί τη λύτρωση από βασανιστικούς έρωτες. Και το επιτυγχάνει αφήνοντας στιφές γεύσεις απεξάρτησης, απελευθέρωσης. Ακόμα και αποστροφής, αποτροπιασμού στα όρια της βδελυγμίας: «Θα πετσοκόψω μέσα μου κάτι λέξεις σου / και σ’ ένα πηγάδι θα φτύσω τον πόθο μου / (απύθμενο και σκοτεινό) / και θα σε κάνω εμετό / να καθαρίσει ο τόπος». (σελ. 20)

Η ποιήτρια αποτυπώνει με αισθητική εγρήγορση τον πόνο, τη θλίψη, τη συντριβή, τη ψυχική ισοπέδωση που επιφέρει η ερωτική απώλεια. Αντλεί εικόνες από το αστικό τοπίο προσδίδοντας τους συναισθήματα πίκρας και ερωτικής κατάρρευσης, επιτυγχάνοντας την ίδια ώρα ποιητικά αποτελέσματα ουδόλως ευκαταφρόνητα: «Όταν πεθαίνει ο έρωτας, πληθαίνουν / τα φώτα της πόλης κάτω από τους λόφους, / κάνουν κύκλους τα ρεφραίν και / σχοινιά κρέμονται από τους πασσάλους, / η λάσπη φουσκώνει / μέχρι τα γόνατα· / πάνω, αν πας, θα κρεμαστείς, / κάτω, αν πας, θα πνίγεις· / όταν πεθαίνει ο έρωτας, μετράς / τα φώτα της πόλης κάτω από τους λόφους / και το κεφάλι σου κουνάς σαν ανεμοδείκτης, / μέχρι ο πηλός να γίνει / χώμα ξανά, / να μπορείς να το σκάψεις, / να προστατευτείς στα δυο μέτρα / να θάψεις ζωντανό / τον πόνο τον εφτάψυχο και / τα φώτα της πόλης κάτω από τους λόφους». (σελ.25) Θεωρώ αυτό το ποίημα, που παρέθεσα ολόκληρο, ίσως την καλύτερη στιγμή όλης της συλλογής.

Γενικά, τα ποιήματα της Α.Λ. χαρακτηρίζονται από ειρωνεία, χλεύη, χιούμορ, κυνισμό, αυτοδιαπόμπευση, από έναν υποδόριο αλλά και συχνά υπερχειλίζοντα ερωτισμό. Και συνάμα, θα έλεγα ότι διαπνέονται από μια φλογίζουσα αναγκαιότητα αποδοχής: «Αν σερβίρω τη ψυχή μου / σε πιάτο / (λευκό, / πορσελάνινο, / απ’ το σερβίτσιο το καλό), / πώς θα με φας; / Σενιάν, / με το αίμα να απλώνεται / ζεστό στον ουρανίσκο; / Μέτρια ψημένη; / Καλοψημένη; / Θα με μασήσεις καλά και / θα με φτύσεις; / Μην με φτύσεις». (σελ. 11)

Βέβαια, καθόλου δεν θα ήθελα να δώσω την εντύπωση πως έχουμε να κάμουμε με μια ποιήτρια μονοθεματική και μονοδιάστατη. Κάθε άλλο. Στην ποίηση της Α.Λ. συναντούμε και ψήγματα κοινωνικής ευαισθησίας, φιλοσοφικής διάθεσης, αλλά και υπαρξιακών αναζητήσεων. Ειδικά για τις τελευταίες παραθέτω ένα αρκούντως εύγλωττο παράδειγμα χωρίς βαθυστόχαστες και δυσνόητες αναλύσεις, αλλά με τη δύναμη της απλότητας, της λιτότητας και των απολύτως ευκρινών εικόνων: «Τον θάνατο τον / φέρνουμε μαζί μας την ώρα / που γεννιόμαστε. / Εκκρίνεται από το σμήγμα του δέρματός μας, / φωλιάζει κάτω από τα νύχια μας / και όταν ξύνουμε τις φτέρνες μας / πατάει εκεί που πονάμε». (σελ. 14)

Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση με ένα ποίημα ποιητικής. Εδώ βλέπουμε πώς γεννιέται μια ποιητική ιδέα, πώς ανδρώνεται και πώς ελευθερώνεται. Εδώ καταγράφεται η βασανιστική, επίπονη και συχνά επώδυνη διεργασία μετάπλασης μιας ιδέας, μιας έμπνευσης σε ποίημα. Οι στίχοι που ακολουθούν, κατά την άποψή μου, καταδεικνύουν πως η Α.Λ. ήλθε για να μείνει στα ποιητικά πράγματα: «Τη νύχτα, αργά / έγκλειστα σκυλιά / ουρλιάζουν σαν εφιάλτες, / κάνουν κύκλους / μέσα στο κεφάλι μου, / θέλουν να βγουν, / θέλουν να μου δοθούν, / λένε – ψέματα – / που ποιήματα άμα ντυθούν, / τα κάνουν όλα δικά τους». (σελ. 10)

.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ

7/2/2020

Βιβλιοπωλείο ’Επίκεντρον, Αγιοι Ανάργυροι Αττικής

Αυγή Λίλλη, Η σφαγή του αιώνα: η συνθετική λειτουργία της μορφής στον δρόμο για μιαν ιδιωτική “μεταφυσική”

Παρά την κοινοτοπία της διαπίστωσης αυτής, η ποίηση διαθέτει εξακολουθητικά μια καταπραϋντική και παραμυθητική διάσταση, τόσο για τους ακροατές/αναγνώστες της όσο και για τους ίδιους τους συγγραφείς, οι όποιοι βρίσκουν σ’ αυτή μια βολική οδό έκφρασης -ιδιαίτατα από τη νεωτερικότητα κι έπειτα-, ήγουν από τότε που νομιμοποιήθηκε ο ιδιωτικής χρήσεως λυρισμός επιτρέποντας στον συγγραφέα μιαν αχαλίνωτη κατάθεση του ψυχικού του αποθέματος. Άλλοι θα έθεταν το όριο πολύ πρωτύτερα, στον πρώτο φημολογούμενο σιωπηρό αναγνώστη, τον Αμβρόσιο Μεδιολάνων. Όπως και νάχει, είτε από την πλευρά των συγγραφέων, είτε από εκείνη των αποδεκτών της, η ποίηση παραμένει ελκυστική γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο: διότι
καταφέρνει -φυσικά, κάθε φορά που είναι κατορθωμένη- να ασκεί παραμυθία,
οδηγώντας σε μια ξεχασμένη από καιρό κάθαρσιν – ακόμα κι αν αυτή δεν
αποπερατώνεται πάντοτε «δι’ ελέου και φόβου».
Η σφαγή του αιώνα της Αυγής Λίλλη, για την οποία κάνουμε λόγο απόψε, διαθέτει σε περίσσεια τη διάσταση αυτή, καθώς καταφέρνει να δημιουργήσει μιαν ιδιότυπη παραμυθητική συνθήκη τόσο για τον αναγνώστη όσο κυρίως για την συγγραφέα – εφόσον συμφωνήσουμε στην άρση της αφηγηματικής σύμβασης και ταυτίσουμε το ποιητικό υποκείμενο της ποιητικής συλλογής με την ίδια την Λίλλη. Η επιδιωκόμενη αυτή παραμυθία έχει πέρα απ’ όλα τα επιμέρους της σημεία έναν και μόνο στόχο: την καταπράυνση του τραύματος που δημιουργεί ο δυναστικός χρόνος, ο όποιος κυλά αμείλικτα και στενεύει τα περιθώρια δράσης κι αντίδρασης του υποκειμένου που τον υφίσταται.
Ως εκ τούτου, ο χρόνος καταλήγει νάναι ένα μέγεθος που πρέπει να κατανοηθεί κι η κατανόηση αυτή μπορεί να προκύψει μόνον αφού επισυμβεί η “ανάλυση” του, με τρόπο τέτοιον που να μπορεί να γίνει κατανοητός και εύληπτος – κάτι που ’ναι επιτεύξιμο, εφόσον το μέγεθος του χρόνου αποκολληθεί από την αυτοτελή του διάσταση και εφόσον χωροποιηθεί αποκτώντας ένυλη διάσταση, έκταση και περατότητα. Η χωροποίηση αυτή εντός του ποιητικού περιβάλλοντος επιτυγχάνεται μέσω της μορφής, η οποία καλείται να διαδραματίσει τον ρόλο του διαμεσολαβητή σε αυτή τη μετασχηματιστική διαδικασία. Μ’ αλλά λόγια, όπως θα ‘λεγε κι ο Ρικέρ –
μιλώντας βέβαια για την πεζογραφία-, η αφηγηματοποίηση ενός γεγονότος η μιας θεωρητικής συνθήκης -όπως είναι εν προκειμένω ο χρόνος- λειτουργεί καθοριστικά προς την κατεύθυνση της εξήγησης, της κατανόησης και τέλος, της ερμηνείας του γεγονότος η της συνθήκης αυτής. Στην περίπτωση του μεγέθους του χρόνου και της δυναστικής του επίδρασης πάνω στον άνθρωπο, οι πρώτες δύο λειτουργίες (δηλ. η εξήγηση και η κατανόηση) είναι παραπάνω από αρκετές – η ερμηνεία, πέρα από αδύνατη, είναι ενδεχομένως κι απευκταία…
Η ποίηση διαθέτοντας σαφή χωροχρονική διάσταση καταφέρνει μέσω της ίδιας της μορφής, άλλα και μέσω της θεματοποίησης της να συντείνει προς την προαναφερθείσα κατεύθυνση, ήτοι στην εξήγηση και στην κατανόηση της
εκτατότητάς της και της διάρκειάς της· απλούστερα -και αποφεύγοντας τις
ενδεχόμενες κενολογίες ενός εντυπωσιοθηρικού θεωρητικού λόγου-, η ποίηση από μόνη της καταφέρνει να τείνει προς την εξήγηση και την κατανόηση του χρόνου ως ενέργειας που επηρεάζει δυναστικά τις ζωές μας. Κι ακόμη πιο απλά, η ποίηση γίνεται το άρμα κατανόησης τόσο της φθοράς όσο και του τελικού της σταδίου, που είναι ο θάνατος.
Ήδη, λοιπόν, από τη μακροδομή της συλλογής η ίδια η μορφή θεματοποιεί την
πορεία του βιβλίου γύρω από το θεματικό κέντρο του δυναστικού χρόνου.
Ξεκινώντας από το ποίημα «Σονετ-», ο εμφατικός του τίτλος μας εισάγει στην ανοικτή προσδοκία του ποιητικού υποκειμένου, το όποιο επιδιώκει να καταφέρει και να ολοκληρώσει κάτι εντός της τυραννικής δίνης του χρόνου: «ένα σονέτο να γράψω μόνο, / ένα σονέτο να γράψω / μόνο.» Το αυστηρό είδος του σονέτου γίνεται το μέτρο της ολοκλήρωσης· ένας ενδείκτης που σηματοδοτεί τη νίκη πάνω στα πράγματα. Η προσδοκία της επίτευξης του εκκρεμούντος δηλώνεται ήδη στον ημιτελή τίτλο, ενώ το κυκλικό σχήμα του σκελετού της συλλογής, έρχεται να δικαιώσει την παραπάνω αναφορά μας σχετικά με την ποίηση που καταφέρνει να υπερβεί τον χρόνο, χωροποιώντας τον μέσω της μορφής.
Το ποίημα «Σονέτο 1» που κλείνει τη συλλογή ολοκληρώνοντας την περιδιάβαση που θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια, συμπυκνώνει εντός του όλη την κατασκευαστική ιδέα του βιβλίου της Λίλλη, ενώ παράλληλα, στον τελευταίο του στίχο αποτίνει φόρο τιμής στους σημαντικούς προγόνους που συνέχουν μορφικά και περιεχομενολογικά την Σφαγή του αιώνα: «ελεγείες, μονόγραμμα και κίχλη». Αφήνοντας κατά μέρος το «μονόγραμμα» και το θέμα του έρωτα, στη συνέχεια πρόκειται να κάνουμε ορισμένες αναφορές και σχόλια σχετικά τα δύο ακριανά σκέλη: τις «ελεγείες» (δηλ. το ζήτημα του δυναστικού χρόνου και του επαπειλούντο θανάτου) και την «κίχλη» (δηλ. την ιδιωτική μεταφυσική του ποιητικού υποκειμένου της συλλογής).
Η τυραννία του χρόνου αντιμετωπίζεται κατά μέτωπον από το ποιητικό
υποκείμενο αποφεύγοντας τη μεμψιμοιρία και την ριψάσπιδα ελεγεία· αντιθέτως, κάνοντας συστηματική χρήση της διφωνικής διάστασης της γλώσσας, η Λίλλη καταφέρνει την ίδια στιγμή που πενθεί για τον χρόνο και τα επακόλουθά του, να χλευάζει σατιρικά το μέγεθος αυτό, διατηρώντας μια ψύχραιμη απόσταση από κάθε ακραίο συναίσθημα, δίχως η στάση της αυτή να αποστερεί από το ποιητικό της βιβλίο την ποιητικότητα και τις συνακόλουθες συγγραφικές αρετές. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος για τον οποίο επιλέξαμε παραπάνω να διατηρήσουμε μιαν εύλογη απόσταση από την κατάκτηση της παραμυθίας και της καθάρσεως αποκλειστικά «δι’ ελέου και
φόβου»· πέραν τούτων, η Λίλλη επιστρατεύει κι άλλα μέσα, φέρνοντας το
πραγματευόμενο ζήτημα στα μέτρα της εποχής της.
Έτσι, ήδη από το ομότιτλο της συλλογής ποίημα, ο χρόνος κατατέμνεται -άρα
μορφοποιείται- προκειμένου να εξηγηθεί: «Θα τον κόψω σε λωρίδες και / θα τον χωρίσω σε μπουκιές / η / θα τον πριονίσω και / θα τον κρύψω στην αποθήκη / […]» («Η Σφαγή του Αιώνα», 13), μιας και η δυναστική του ταυτότητα η οποία παρομοιάζεται με «νερό αποχέτευσης» («Τρινιδάδ», 21), αφού δεν κυλά απλώς, αλλά είναι και αμφίβολης ποιότητος, κυριεύει κάθε επιμέρους όψη του ανθρώπινου βίου: «Τον θάνατο τον / φέρνουμε μαζί μας την ώρα / που γεννιόμαστε. / Εκκρίνεται από το σμήγμα του δέρματός μας, / φωλιάζει κάτω από τα νύχια μας / και όταν ξύνουμε τις φτέρνες / μας πατάει εκεί που πονάμε.» («Αυτός που φέρνουμε μαζί μας», 14).
Ασφαλώς, ακόμα κι αν θέλουμε να αποφύγουμε την αναφορά, έστω και
ευκαιριακά, στον έρωτα ως conditio sine qua non της ποίησης της Λίλλη, είναι η ίδια η γλώσσα και η διφωνική χρήση που υπαινιχθήκαμε προηγουμένως που μας οδηγούν σ’ αυτόν. Έτσι, το ποιητικό υποκείμενο σχολιάζοντας την εισβολή της αλγεινής σκέψης του χρόνου που περνά, μια εισβολή που γίνεται λάθρα και επιδιώκει να συλλάβει το άτομο εξ απήνης, τον παρουσιάζει ως έναν «μυστικό επισκέπτη», που «[ε]ρχεται και / είναι πάντοτε μεσάνυχτα, / […] / θρονιάζεται πάνω στο μαξιλάρι, / με
στριφογυρίζει ανάμεσα στα σεντόνια / και με καρφώνει στα μάτια / και άλλου, /μέχρι να πω / ’Ήμαρτον.» («Μυστικός επισκέπτης», 12). Η τυπτική αυτή κατάθεση δεν περιορίζεται μόνο στην τυραννία του χρόνου, αλλά αφήνει ανοικτή μια χαραμάδα και για τον έρωτα στην πλέον σαρκική του διάσταση.
Πέραν τούτου, η ανάλυση του χρόνου και η διαδικασία εξήγησης και κατανόησής του εντός του μορφοποιητικού πλαισίου της ποίησης και της χωροποιητικης της διάστασης δεν περιορίζεται σε περιπτώσεις όπως οι παραπάνω, άλλα αντιθέτως, όπως ήδη αναφέραμε, φτάνει στο σημείο να επισυμβαίνει και μέσω της σατιρικής οδού, – κάτι αναμενόμενο αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι η διατήρηση μιας ψύχραιμης στάσης συνεπάγεται την ειρωνική αποστασιοποίηση, που ευλόγως μεταφράζεται σε
σάτιρα. Έτσι, θυμίζοντας λίγο τον Μπωντλαίρ, στο ποίημα «Κουφάρι», η Λίλλη
εκμεταλλεύεται το απόθεμα της λέξης του τίτλου και παράλληλα αναφέρεται στις ίδιες τις λέξεις ως τις μικρότερες μονάδες της ποιητικής διαδικασίας, κινούμενη ανάμεσα στον ευτελισμό και τη σοβαρότητα της δήλωσης, αξιοποιώντας τον διασκελισμό του πρώτου στίχου: «Ακόμα κι αν δεν έχουν πολλά υγρά / η χειλικά / σύμφωνα, / κάθε Σάββατο / τις στριμώχνω ανάμεσα στα σκέλια μου / […]» («Κουφάρι», 26).
Παρά ταύτα, κι η ποίηση η ίδια, ως εκ του αυτομάτου, κινεί μέσω της
μορφοποιητικής -άρα χωροποιητικης- της διάστασης τους μηχανισμούς της
κατανόησης. Ο χρόνος και τ’ αλγεινά του επακόλουθα, αποτασσόμενα στη μορφή καθ’ αυτή, γίνονται περισσότερο κατανοητά. Έτσι στο ποίημα «Έμβατήριον», η συγγραφέας μας δηλώνει ξεκάθαρα ότι: «εύχομαι όταν σκάσω / στο πάτωμα / τουλάχιστον / να προλάβω / να θρηνήσω / τώρα που / εννόησα / τον / θα- / να τον.», παίζοντας μάλιστα με το μόριο «θα» και τη μελλοντική του προβολή, και το δεικτικό «να τον», το όποιο αναγράφεται με κενό για να υπογραμμίσει ότι παρά τη μελλοντική έλευση του θανάτου, αυτός βρίσκεται πάντοτε στην προφάνεια της επόμενης γωνίας. Αντίστοιχα, το ίδιο παρατηρούμε και στο ποίημα «Στο εργαστήρι του παππού μαζί με
τα ξαδέλφια μου το καλοκαίρι του 1988», του όποιου η γραφηματική απεικόνιση ομοιάζει με τη σφήνα του τεχνίτη η με μιαν ανοικτή αγκαλιά, παράλληλα με τις δηλώσεις του χώρου («ευθείες / γραμμές / κάθετες / οριζόντιες / […]») που συντείνουν στην υπέρβαση του τραύματος του ανεπίστρεπτου χρόνου («καλοκαίρι του 1988»).
Η υπέρβαση του δυσάρεστου αποθέματος του χρόνου καλλιεργείται και μέσω της εκπεφρασμένης από τη συγγραφέα πίστης τόσο στη δύναμη της ποίησης όσο και προς μια μεταφυσική ιδιωτικής χρήσεως. Η μεταφυσική αυτή εφόσον συνδυαστεί με τη μορφική/χωροποιητική διάσταση που επισημάναμε παραπάνω, διαμορφώνει το πλαίσιο εκείνο εντός του οποίου το ποιητικό υποκείμενο μπορεί είτε να εναποθέτει τις ελπίδες του για λύτρωση (όπως, λ.χ., στο ποίημα «Κουφάρι», όπου διαβάζουμε:
«λάβετε φάγετε· τούτο εστί το σώμα μου / κηρύττω κάθε Κυριακή / με ευλάβεια περισσή / […]»), είτε να βιώνει την εσχατολογία του τέλους του (βλ. στο «Σκυλί», όπου το ποιητικό υποκείμενο κάνοντας χρήση του διφωνικού λόγου μας πληροφορεί ότι: «Τα χαράματα ένας / αδέσποτος / χρόνος με πήρε / από πίσω […]», παρομοιάζοντας τον χρόνο με ένα αδέσποτο περιφερόμενο σκυλί που αναζητά υιοθεσία, η μάλλον, φιλοξενία, όπως αυτή εννοείται στο βιβλικό της περικείμενο: «[…] έσερνε / το ξεφτισμένο λουρί του / έβαλα νερό, φαΐ / και του ’δωσα να / μυρίσει την παλάμη μου μα / μήτε έτρωγε μήτε έπινε / μήτε την απαλάμη μου / ζητούσε […]»).
Η ιδιωτική χρήση της μεταφυσικής αυτής προκύπτει από την ιδιοτυπία της
σκηνοθεσίας που επιλέγει γι’ αυτήν η συγγραφέας: «Εν τω σπηλαίω της μήτρας μου / άγνωστο έμβρυο / με μύρο και στάχτη κυείται, / σαν άστρο συσπάται και / τα μεσάνυχτα τίκτεται· / […]». («Κουβάρι», 16) Αξιοποιώντας το βιβλικό περίγραμμα, η Λίλλη κάνει τη δική της πρόταση, ανατρέποντας την ευχαριστιακή και αναμένουσα την Ανάσταση χριστιανική θεώρηση των πραγμάτων. Ο θάνατος ενυπάρχει στα πράγματα και στα πρόσωπα, ενώ σε αντίθεση με το ανατολικό χριστιανικό δόγμα όπου ο θάνατος είναι ένα ακόμα στάδιο του βίου, στον κόσμο της συγγραφέως αυτός αποτελεί ένα καταφύγιο κι ένα τέλος: «μέχρι ο πηλός να γίνει / χώμα ξανά, / να μπορείς να το σκάψεις, / να προστατευτείς στα δυο μέτρα / να θάψεις ζωντανό / τον
πόνο τον εφτάψυχο […]» («“La Ritournelle”», 25).
Η ανατροπή της χριστιανικής εικονοποιίας, η μάλλον καλύτερα, η διαλογική/διαλεκτική στάση απέναντι στην καθ’ ημάς μεταφυσική του χρόνου -γιατί, μεταξύ μας, η θρησκεία αποτελεί εν πολλοίς μια παραμυθητική αφήγηση σε μια προσπάθεια καταπράυνσης της ούσας-προς-θάνατο ύπαρξής μας-, εντοπίζεται κι αλλού στη Σφαγή του αιώνα, όταν επί παραδείγματι το ποιητικό υποκείμενο σαν άλλη Θεοτόκος, αναρωτιέται στο ποίημα Εμβατήριο»: «Έτσι όπως με έχουν καρφωμένη στο ταβάνι / με τα μαλλιά κολλημένα στους ώμους / κι ένα γύψινο στεφάνι φωτοστέφανο, / αναρωτιέμαι αν θα με πούνε Μαρία / το πρωί και θα με δοξάσουνε /η σαν κάποια Σαμίρα δημόσια / θα με λιθοβολήσουνε.»
Σε κάθε περίπτωση, η ιδιωτική αυτή μεταφυσική καταφέρνει μέσα από την ποίηση να δικαιώνει την πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου να υπερβεί τον χρόνο και όσα εκείνος φέρνει· η ποίηση μορφοποιούμενη, χωροποιώντας την άπιαστη συνθήκη του χρόνου, περαιώνει το όραμα της υπέρβασης. «Το σώμα», ήγουν το όχημα της ψυχής που αναζητά το πέρας του θανάτου, γίνεται ένα με την ποιητική συνθήκη και εγκολπώνεται το περιεχόμενο του ποιήματος. Με τα λόγια της ποιήτριας, «ρουφάει το ποίημα», άσχετα με το που θα οδηγήσει όλο αυτό. Η συγγραφέας, άλλωστε, τάσσεται υπέρ της θέσεως ότι η ποίηση ξεκινά εκεί που το ποιητικό υποκείμενο συντρίβεται:
«φέγγω και καίγομαι, / ίδια ιεροτελεστία, / μέχρι να γίνω στάχτη, / σαν πεθαμένη /στο χώμα να με ρίξουνε, / να φυτρώσουν τα ποιήματα.» («Όταν ξημερώνουν τα σκοτάδια», 33)
Η συντριβή αυτή υπογραμμίζει την πεποίθηση του ποιητικού υποκειμένου της
συλλογής, ότι παρά τις όποιες προσπάθειές μας, το τραύμα εξακολουθεί και υπάρχει. Ο πόνος μπορεί να έρχεται και να παρέρχεται κι η αποδρομή του να διαρκεί για καιρό· η ποίηση όμως μένει εκεί, ως υπόμνηση του “άλλου πόνου”, εκείνου που δεν μπορεί καμία μορφή να τιθασεύσει και κανένας μη έντεχνος λόγος να περικλείσει η να χαλιναγωγήσει. Αυτός ο άλλος πόνος, που μόνον η ιδιωτική μεταφυσική του καθενός μπορεί να θέσει εντός πλαισίου (κι αυτό χωρίς εξασφαλισμένη επιτυχία), είναι η γονιμοποιός οιστρηλασία που εισβάλλει από τις χαραμάδες της έμπνευσης, διατηρώντας την παραμυθητική διάσταση της ποίησης και την ελπίδα της επιβίωσής της, παρά το εχθρικό γι’ αυτήν περιβάλλον των καιρών μας.
Και συμπληρώνοντας την κατακλείδα αυτή με τα λόγια της ποιήτριας:

Τα δώρα του χρόνου ΙΙ

Μνήμη Επαμεινώνδα X Γονατά
Κανένας πόνος δεν
σφάζεται, επουλώνεται μόνο
το τραύμα
να το φιλάς
να φυλάς τις λέξεις, να τις θυμάσαι
με τη γραφίδα τον λόγο να γράφεις
και να μπορείς να κοιμάσαι.

.

Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ’ ένα σωσίβιο
ΜΑΡΙΑ ΠΑΥΛΟΥ

Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ’ ένα σωσίβιο (Εκδόσεις Αρμίδα 2011)

Η συλλογή «Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ’ ένα σωσίβιο» από τις εκδόσεις Αρμίδα αποτελεί το πρώτο ποιητικό πόνημα της νεαρής φιλολόγου, Αυγής Λίλλη. Η συλλογή περιλαμβάνει περισσότερα από 50 ποιήματα και σπονδυλώνεται σε 9 κεφάλαια, με Πρόλογο και Επίλογο. Η εικαστική επιμέλειά της έγινε από τον Φίλιππο Βασιλειάδη.
Από τα πρώτα κιόλας ποιήματα καθίσταται σαφές, ότι, μπορεί μεν, το ποιητικό «σωσίβιο» να ήταν «προ χειρος» της Λίλλη σε όλες τις στιγμές τής ποιητικής έξαρσής, σίγουρα Όμως οι «σημειώσεις» της δεν αποτελούν απλώς και μόνο ένα συνονθύλευμα από σκόρπιες σκέψεις και σκαριφήματα που λεκτικοποιούν τυχαίες εμπειρίες και βιώματα. Αντιθέτως, οργανώνονται έτσι
ώστε να διαγράψουν μια πορεία με χρονικά οροθέσια τη γέννηση και την ηλικία των «30τόσο χρονών», που αποτελεί άλλωστε και την ηλικία της ποιήτριας.
Η Λίλλη μιλά για τον εφηβικό έρωτα, τη νεανική συνύπαρξη, τη φθορά, τον θάνατο, τη μνήμη, την ενσυνείδηση και την κάθαρση που οδηγεί εντέλει στην Ανάσταση και τη σηματοδότηση μιας νέας αρχής. Έχοντας δαμάσει το
«ά-μετρον» της εφηβείας κι έχοντας βρει την αλήθεια στον κύκλο που μας περιβάλλει, αρχίζει και πάλι να ορίζει και να καθορίζει την τέταρτη διάσταση – τον χρόνο: και τώρα στα τριάντα-τόσο σταματώ να τεμαχίζω το χρόνο, / ανοίγω και κλείνω κύκλους / και τους ορίζω όπως θέλω εγώ. / Έτσι μπορώ πλέον να κλείσω τα μάτια μου / και να κοιμηθώ ήσυχη. / Ίσως και ελεύθερη («ΕΠΙ-ΛΟΓΟΣ / Πριν κοιμηθώ»). Όμοιες σκέψεις και συλλογισμοί παραθέτονται και στην καταληκτική στροφή του εναρκτήριου ποιήματος «ΠΡΟΛΟΓΟΣ / Σημεία (στίξης) πάνω σ’ έναν κύκλο»: Κάποτε συνήθιζα να ροκανίζω το χρόνο / (γιατί άραγε;) / ανοίγοντας παρενθέσεις / (εύκολο να τις ανοίξεις, / δύσκολο να τις κλείσεις), / αλλά /τώρα πια
/γνωρίζω πάντα πότε και πού να βάλω τελεία. /Μια τέλεια τελεία. Τελεία. Με αυτό το «αναστάσιμο» τέλος επιλέγει η ποιήτρια ν’ ανοίξει τη συλλογή της, ίσως γιατί, όπως αποφθεγματικά σημειώνει πριν τον ΕΠΙ-ΛΟΓΟ. Στο τέλος θα βρεις την αλήθεια και τότε θα βρεις την αρχή.
Η αναζήτηση της αλήθειας είναι μια διαδικασία επίπονη και αιμάσσουσα, που ευοδώνεται μόνο όταν κανείς δεν είναι επιλήσμων των όσων πέρασαν (άλλωστε αυτό είναι και το έτυμον της λέξης «α-ληθεια»), αλλά ζυμώνεται μαζί τους και βγαίνει κάθε φορά αλλιώτικος, πιο ώριμος, πιο δυνατός, πιο συνειδητοποιημένος: Αντικρίζοντας την αλήθεια, με κάθε κόστος, τότε μόνο
αποδέχομαι / ότι δεν μπορώ να τετραγωνίσω τον κύκλο παρά μόνο να τον /κλείσω, ανοίγοντας ίσως έναν καινούργιο, γράφει στο ποίημα «Πρόχειρες σημειώσεις στην πτήση ΜΑ0845 για επιστροφή».
Η ωρίμανση και η συνειδητοποίηση, βέβαια, δεν είναι επιτελούνται έν μια νυκτί. Πρέπει να περάσει κανείς από το σκοτάδι (τη selva oscura), για να βρει το φως να συρρικνωθεί πρώτα σε «τίποτα», για να καταλήξει κάτι: Αν με ρωτήσεις «γιατί», / δεν θα ξέρω να σου απαντήσω «γιατί», / γιατί κι εγώ η ίδια δεν ξέρω / πώς ένας μεγάλος κύκλος συρρικνώνεται / σ ’ ένα δυσανάγνωστο μηδενικό / που χωράει σε μια κλειδαρότρυπα. («Μια μέρα σαν κι αυτή»). Η αλήθεια αναδιπλώνεται σταδιακά και μόνο στο τέλος της σύνολης πορείας είναι εφικτή η θέασή της ως όλον. Τότε και μόνο τότε μπορεί να αντιληφθεί κανείς Για το πώς ζήσαμε / ψεύτικα, εύκολα κι απλά, / αφήνοντας τη ζωή να μας ξεπεράσει («Καλοκαίρι 2000κάτι») και να δώσει απαντήσεις
στα φιλοσοφικά (αν και κατ’ ουσίαν βιολογικά) ερωτήματα: «Ποιος είμαι;» «Πού βαδίζω;»
Το καταστάλαγμα αυτό – η Αποτίμηση, η Αποδοχή, η Απόσταση, η Ανάταση, η Ανάσταση – έρχεται πάντα εκ των υστέρων, αφού κανείς βιώσει όλες τις «υπερβολές» της εφηβείας: την Υπερδιέγερση, την Υπερανάλυση, την Υπερβολή, την Υπερτίμηση («Εν προθέσει συμπέρασμα»). Μόνο στο τέλος της διαδρομής μπορεί να βουτήξει κανείς συνειδητά στα ενδόμυχα του είναι του και να βυθομετρήσει εκ νέου την ουσία του: Είχα χάσει τα ίχνη του. /Σε
ακαταλαβίστικες σελίδες / και σε ντουλάπες χωρίς ναφθαλίνη. / Και όταν τον βρήκα μετά από χρόνια, / σχεδόν κρυμμένο στο βυθό, / τον αναγνώρισα αμέσως. / Τον εαυτό μου (Βουτιά ΙΙ). Αυτή η συνειδητοποίηση «σημαίνει» τον επικήδειο ενός παλιού εαυτού κι εγκαινιάζει ταυτόχρονα μια νέα αρχή: Έτσι τέλειωσε. η προηγούμενη ζωή μου. Έθαψα τον παλιό εαυτό μου / μια νύχτα Σεπτεμβρίου ξημερώματα / σ’ ένα μπαρ στα Εξάρχεια /ακούγοντας αυτό το δίσκο / ξανά και ξανά, / / Και μετά την κηδεία μου / στις 4 Σεπτεμβρίου /με τη βελόνα κολλημένη στο 02 / αναπαύτηκα
/εν ειρήνη (Avatar).
Ό,τι κερδίσει και αποκομίσει κανείς από την πορεία «προς Εαυτόν» αποτελεί σημαντικό εφόδιο και σκευή, φτάνει να ξέρει να τ’ αξιοποιήσει σωστά. Όπως πολύ ευσύνοπτα σημειώνεται στο ποίημα «Άνθρωποι I»: Υπάρχουν κάποιοι /που κλείνουν πίσω τους την πόρτα με μεγάλη ευκολία./Είναι κι άλλοι / που κρέμονται από το χερούλι της για πάντα. Σημασία έχει να κοιτάμε πάντα
προς τον ορίζοντα και να μην μένουμε προσκολλημένοι στο παρελθόν, δέσμιοι της μνήμης στην οποία φωλιάζουν / όλα τα λάθη■ /με βάρος δυσβάστακτο («Ένα χαϊκού για τη μνήμη»). Κάθε τέλος πρέπει να σηματοδοτεί ένα νέο ταξίδι. Μολονότι η αειφυγία και η συνεχής αναζήτηση εξυπακούονται ένα είδος «ανεστιότητας», η συνειδητοποίηση ότι το αύριο είναι «μια άλλη
χώρα» /κλεισμένη σε μια σαπουνόφουσκα («Σαπουνόφουσκες στο Camden») καθιστά την «ανεστιότητα» αυτή επιβεβλημένη. Γράφει χαρακτηριστικά η Λίλλη στο ποίημα «Χρόνος II»: Δεύτερες ευκαιρίες■ / όλοι θεωρούμε πως τις αξίζουμε. / Πολλοί ης ζητάμε -/ σχεδόν όλοι ετεροχρονισμένα. / Όμως ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. / Αλλά μας δίνεται / ολοκληρωτικά, / για να
επανορθώσουμε- / στον εαυτό μας.
Όπως συμβαίνει συνήθως με τις «πρώτες» ποιητικές απόπειρες, ο γενικότερος τόνος της συλλογής είναι έντονα προσωπικός -εξομολογητικός-, ενώ όλα τα ποιήματα περιστρέφονται γύρω από ένα κυρίαρχο «Εγώ», την πορεία του οποίου καλούμαστε να παρακολουθήσουμε χωροχρονικά. Ο λόγος είναι λιτός και κουβεντιαστός χωρίς επικίνδυνους ακροβατισμούς, λυρικός κάποτε χωρίς να αφηνιάζει όμως. Η αλήθεια είναι ότι κάποια ποιήματα, κυρίως προς το τέλος της συλλογής, είναι λιγότερο απαιτητικά και φαίνεται να ανήκουν χρονικά σε μια πρώιμη ποιητική περίοδο. Παρόλ’ αυτά, η συλλογή δεν είναι πρωτόλεια. Τα αρχικά, ως επί το πλείστον, ποιήματα χαρακτηρίζονται από λόγο κρουστό και στοχαστική διάθεση, και επιδέχονται
[απαιτούν μάλλον] αλλεπάλληλες αναγνώσεις. Έχοντας κλείσει επιτυχώς αυτή την πρώτη αναμέτρηση με τον Εαυτό, περιμένω να δω τους χώρους τους οποίους η Λίλλη θα επιλέξει να ιχνηλατήσει στο επόμενο ποιητικό πόνημα, και τις «απορίες» με τις οποίες θα διαλεχθεί, εν είδει και πάλι… σημειώσεων.

.

Διδακτορική διατριβή της Αυγής Λίλλη η οποία αφορά
στο πεζογραφικό και κριτικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά

(Απόσπασμα)

«Ποιώντας» στο «περιθώριο»: Η ρήξη της μεταπολεμικής γενιάς με τη γενιά του ’30 και την κριτική μέσα από το «ψευδορεαλιστικό» πρίσμα της Φανταστικής περιπέτειας του Αλέξανδρου Κοτζιά

Το 1963 ξεσπά στη φιλολογική σελίδα της Μεσημβρινής, της οποίας την επιμέλεια έχει ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, μια ορμητική διαμάχη. Τη σύγκρουση πυροδοτεί η συνέντευξη του Ηλία Βενέζη, στην οποία υποστηρίζει ότι η «βολεμένη» μεταπολεμική γενιά ήδη «έδωσε ό,τι είχε να δώσει».
Ο Κοτζιάς τοποθετείται με θάρρος και θράσος για το «εκτρωματικό
φαινόμενο» της γενιάς του ’30. Μόνιμος σκοπός της κριτικής του εξάλλου είναι η κατάρριψη του «μύθου» που «δημιούργησαν και συστηματικά καλλιέργησαν οι ίδιοι [οι μεταπολεμικοί συγγραφείς] για τη σπουδαιότητα της έλευσής τους στα ελληνικά Γράμματα». Δεν παύει ποτέ να υπογραμμίζει τη διάσταση ανάμεσα στα μυθιστορήματα του μεσοπολεμικού πλαστού κοσμοπολιτισμού από τη μια και της μεταπολεμικής ρεαλιστικής απεικόνισης του πολιτικοκοινωνικού διχασμού από την άλλη. Για τον ίδιο η μεταπολεμική
γενιά περιθωριοποιήθηκε αφενός λόγω μιας εν λευκώ αποδοχής του έργου της λεγόμενης γενιάς του ’30 και λόγω μονόχρωμης πολιτικά προσανατολισμένης κριτικής αφετέρου. Το ζήτημα αυτό, που τον απασχόλησε ιδιαιτέρως ως κριτικό, παρουσιάζεται με ευφάνταστο τρόπο στο λογοτεχνικό του έργο και δη στη βραβευμένη Φανταστική περιπέτεια.

Στις 7 Ιουνίου 1963 ο Ηλίας Βενέζης δήλωνε ότι «η γενεά του 30 έσβησε»7 και ότι οι μεταπολεμικοί συγγραφείς είναι «τώρα καλά τοποθετημένοι στις θέσεις τους, στα γραφεία τους, στη ζωή». Αν και την ίδια στιγμή ο Βενέζης δήλωνε ότι η γενιά του «παραήταν αυτάρεσκη», παραδεχόμενος τρόπον τινά και τη μη ετοιμότητά της να εκφράσει την πραγματικότητα και τις συνέπειες του β΄ παγκόσμιου πολέμου, η δήλωση που υπερίσχυσε ήταν αυτή για τη «βολεμένη» μεταπολεμική γενιά, η οποία παραμερίζεται προς όφελος της
επόμενης, που «μπορεί να μην εχ[ει] δώσει πολλά, αλλά εχ[ει] πολλά να π[ει]».
Πρώτος σε μια σειρά αντιδράσεων σε αυτή τη «σύγκρουση δυο γενεών», όπως χαρακτηρίζεται στο Eπίμετρο του Η΄ τόμου της σειράς Η μεταπολεμική πεζογραφία των Εκδόσεων Σοκόλη, εμφανίζεται ο Σπύρος Πλασκοβίτης, κρίνοντας τις δηλώσεις Βενέζη ως ένα «απεγνωσμένο σύνθημα […] “Εγώ και το Xάος”». Για τον ίδιο η μεταπολεμική γενιά, την οποία ο Βενέζης «βιάζεται να κλείση σε μια παρένθεση», «μοχθεί και βιοπαλαιεί»,
δεν είναι βολεμένη, αλλά «ιδεολογικά απατημένη». Ακολούθως, ο Αλέξανδρος Αργυρίου υποστηρίζει ότι οι μεσοπολεμικοί συγγραφείς δεν διέθεταν «καλλιτεχνικό κύτταρο […] πρώτης ποιότητος» και ότι «κινήθηκαν σε ένα αστικό πλαίσιο όπου είχαν μεταφέρει την ηθογραφική νοοτροπία των προγενεστέρων τους», με αποτέλεσμα εν τέλει «αισθητά
περιορισμένο».
Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος θεωρεί μεν ότι η λογοτεχνία βρίσκεται σε
«αγρανάπαυση», η ουσία των απόψεών του όμως εντοπίζεται στο γεγονός ότι η γενιά του ’30 «στο σύνολό της έχει αυτοϋπερτιμηθεί». Αντίθετα, ο Γιώργος Θεοτοκάς υποστηρίζει ότι η γενιά του βρίσκεται σε «πλήρη δημιουργική πνοή». Ειδικά αναφέρει: «[Κ]ύρια συμβολή του κινήματός μας ήταν ότι έφερε στην πνευματική μας ζωή την συνείδηση της τέχνης του μυθιστορήματος. Και πριν βέβαια γραφόντανε μυθιστορήματα στην Ελλάδα, αλλά η συνείδηση νομίζω ξεκαθαρίστηκε στα χρόνια εκείνα.» Όσο για τους νεότερους συγγραφείς; «Δεν έγινε ξανά ένα ομαδικό λογοτεχνικό κίνημα, σαν εκείνο του 1930. Οι νέοι συγγραφείς έμειναν ανεξάρτητες ατομικές περιπτώσεις.» Υπό τον τίτλο «Η γενεά του 30 μοιάζει με πολιτική κάστα η “κλειστή” λέσχη» ο Αντώνης Βουσβούνης αναφέρει ότι «ο κ. Βενέζης εξεφώνησε τον επικήδειο της γενιάς του και, διαγράφοντας με μια μονοκοντυλιά τους
μεταγενεστέρους, επεχείρησε ένα εκπληκτικό άλμα και έπεσε ουρανοκατέβατα ανάμεσα στους σημερινούς νέους των 20-25 ετών». Τέλος, η Λιλή Ζωγράφου δήλωνε σχετικά: «Αλλά αφού ο κ. Βενέζης, όπως και μερικοί άλλοι, κάνανε μια γενναία εξόρμηση με τα πρώτα τους βιβλία τα γεμάτα υποσχέσεις, εξαντλήσανε στα επόμενα τις αναμνήσεις και τις περιγραφές από το ζωικό και φυτικό βασίλειο. Και δεν είναι οι μόνοι που διεκδικούν μια τέτοια ευθανασία. Δικαίωμά τους. Αλλ’ ας μην κρίνουν εξ ιδίων τους νεωτέρους τους. […]
[Γ]ιατί μια προηγούμενη γενιά δεν μπορεί να πει την τελευταία λέξη για τις επόμενές της.»

…/…

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΣΑΒΒΙΝΙΔΗ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ (philenews) 16/12/2021

Η τρίτη ποιητική συλλογή της Αυγής Λίλλη «Στην Άκρη Μια Ουρά» κυκλοφόρησε φέτος κι έχει χαρακτηριστεί από τον ποιητή και κριτικό Παναγιώτη Νικολαΐδη ως μια ερωτική ιστορία ενηλικίωσης, σπαραγμού και καλλιτεχνικής αυτογνωσίας.

– Τι αφορά η ουρά που βρίσκεται στην άκρη;

Η άκρη της άκρης, ας πούμε, είναι η εκκρεμότητα, το ανολοκλήρωτο, το «ίσως», το «πιθανόν». Είναι αυτό που συχνά δεν παρατηρούμε, αλλά ορίζει σιωπηρά και ουσιαστικά την ύπαρξή μας και τη σχέση μας με τους άλλους, τη σχέση μας με τον εαυτό μας και με τον κόσμο. Ο τίτλος προκύπτει από κάποιου είδους σύμπτυξη του ποιήματος «Αρκούδα στον ουρανό»: «Έχεις της αρκούδας το ρύγχος, έχω της αρκούδας/ την ουρά, ενός ζώου που βρυχάται, κλαίει, πονά: θρηνεί/ μέσα στης νύχτας το πένθος. Είσαι η καρδιά ενός/ τέρατος που αγαπά να μισεί και να αγαπά, ζωή/ που άρρυθμα χτυπά κοντά μου και μακριά./ Στου σχήματος την άκρη εγώ αστέρας/ πολικός ή δορυφόρος μετρώ έτη,/ χτύπους, βήματα, χωρίς ποτέ/ να καταφέρνω ν’ αγγίξω/ τη μορφή σου· ακούω μόνο ήχους. Εσύ μπροστά/ κι εγώ πίσω δυστυχώς∙/ τη λησμονιά του προσώπου σου/ σέρνω». Πρόκειται για ένα ποίημα για την ερωτική απώλεια, την ανολοκλήρωτη πορεία, τον ασυγχρόνιστο βηματισμό.

– Υπάρχουν κάποιες αγαπημένες λέξεις κι έννοιες στις οποίες επιστρέφεις συχνά;

Ο χρόνος, η μνήμη, ο έρωτας, το σώμα (και η απώλειά τους) είναι σίγουρα έννοιες γύρω από τις οποίες περιστρέφομαι ποιητικά, συγγραφικά και, εννοείται, υπαρξιακά.

– Είναι απαραίτητη για έναν ποιητή η συνθήκη της μοναξιάς ή της μοναχικότητας για να δημιουργήσει;

Τις δύο έννοιες και συνθήκες χωρίζει μια σημαντική γραμμή. Δεν θεωρώ απαραίτητη τη μοναξιά ως όρο δημιουργίας, μπορεί να είναι αποθαρρυντικός παράγοντας μάλιστα, αλλά τη μοναχικότητα μάλλον ναι. Είτε ως συνήθεια είτε ως περιστασιακή επιλογή, προσωπικά βρίσκω τη μοναχικότητα και την απομόνωση αναγκαία, κυρίως πριν από την απόφαση της δημοσίευσης. Χρειάζεται συγκέντρωση και ησυχία. Τα ποιήματα πρέπει και να τα ακούμε, όχι μόνο να τα διαβάζουμε. Άρα, έστω και εντελώς πρακτικά και διαδικαστικά μιλώντας, χρειάζεται η απομόνωση, για να τα ακούσουμε πριν τα «τραγουδήσουμε».

– Ένα ποίημα προϋποθέτει ένα έντονο συναίσθημα για να γραφτεί;

Ένα ποίημα προϋποθέτει επιθυμία, σε μια μεγαλύτερη κλίμακα προσέγγισης των πραγμάτων θα έλεγα και όραμα, και -ενίοτε σκληρή- δουλειά. Η γραφή είναι μια κοπιώδης και συνάμα γόνιμη διαδικασία, εμπερικλείει πόνο και πάθος, οπότε με αυτή την έννοια θα μπορούσα να απαντήσω πως ναι. Ωστόσο, δεν αισθάνομαι ότι εξελίσσεται ακριβώς έτσι η γραφή του ποιήματος πάντα. Το συναίσθημα μπορεί να έχει προϋπάρξει προ πολλού και το ποίημα να ξεκινήσει σαν άσκηση, σαν δοκιμή, σαν «στοίχημα». Με την έννοια ότι θέλεις να γράψεις ένα ποίημα για το τάδε βίωμα, το οποίο μπορεί να είναι εντελώς καθημερινό, όχι δηλαδή αυτό που λέμε «υψηλό». Όπως συμβαίνει με την πεζογραφία, για παράδειγμα – δεν συνδέουμε το έναυσμά της τόσο με το συναίσθημα όσο με τον στόχο, την επιθυμία της συγγραφής μιας ιστορίας με συγκεκριμένες τεχνικές. Δεν ξέρω γιατί συνεχίζουμε -κατά την αντίληψη του ρομαντισμού ή και κατά μία άποψη του μοντερνισμού- να συνδέουμε ακόμα την ποίηση με το έντονο (και συχνά δραματικό) συναίσθημα κι όχι με τον αρχέτυπο στόχο της αφήγησης, αν όχι μιας ιστορίας με την αριστοτελική πλοκή, σίγουρα μιας κατάστασης. Το συναίσθημα του ποιήματος ενδέχεται να προκύψει μετά, όταν ο ποιητής κερδίσει το «στοίχημα».

– Η ποίηση είναι μια δήλωση ταυτότητας ή ετερότητας;

Και τα δύο. Η ετερότητα προϋποθέτει ταυτότητα και δη ταυτότητες (ας πούμε του ποιητή και του αναγνώστη/ του έργου/ του κόσμου). Το ποίημα γράφεται από και υπό μία ταυτότητα ή ενδύεται μια άλλη. Το σημαντικότερο εν προκειμένω είναι η ταυτότητα του ίδιου του ποιήματος, του έργου, η οποία καθίσταται αυτόνομη κι έτοιμη για κάθε διάλογο, από τη στιγμή που βγαίνει από το συρτάρι του δημιουργού.

– Πώς φαντάζεσαι έναν κόσμο που θα ζούσε ποιητικά;

Καλή ερώτηση! Δεν το σκέφτηκα και δεν το φαντάστηκα ποτέ. Έχω την εντύπωση ότι κανένας κόσμος πλασμένος μονοδιάστατα δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Ωστόσο, ο χρόνος, ο ρυθμός, ο κραδασμός στην τέχνη λειτουργούν πραγματικά ελεύθερα. Ίσως αν ακολουθούσαμε πιο συνειδητά αυτή την ελευθερία- έκφρασης, βιώματος, αποδοχής-, αφού «η ζωή αντιγράφει την τέχνη», ο κόσμος να ήταν μάλλον καλύτερος.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΙΩΑΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

avant-garde.com.cy 24/11/2021

Την Αυγή Λίλλη ως ποιήτρια την εκτιμώ βαθιά. Μάλλον γιατί μέσα στις σελίδες της, πίσω απ’ τις λέξεις της, εντοπίζω ψήγματα του εαυτού μου σ’ ένα διάλογο με το κείμενό της. Ως παρουσία δε με τσιγκλάει δημιουργικά αφού, είμαι πεπεισμένη, ότι εντοπίζω πάνω της εκείνα τα ροκ χαρακτηριστικά που υποθέτω ότι διατηρούσαν οι γυναίκες αιώνες πριν από την ροκ κουλτούρα.

Συναντηθήκαμε βράδυ στην παλιά πόλη, στην αυλή του Έρμα. Με αλκοόλ και χωρίς φιξαρισμένο ερωτηματολόγιο, αφήσαμε τις λέξεις να πάρουν τον δρόμο τους. Κι αν τελικά στη ζωή όλα είναι δρόμος, η Τέχνη, κάθε μορφής, επιβεβαιώνει ότι οι άνθρωποι, κάπου, κάπως, θα την βρούμε την άκρη.

Η ποιητική συλλογή της Αυγής Λίλλη με τίτλο “Στην άκρη μια ουρά” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θράκα. Η παρουσίαση της συλλογής θα πραγματοποιηθεί στο Εγκώμιο Πολιτιστικό Κέντρο την Παρασκευή 10/12 στις 19.30

-Καταρχάς νιώθω την ανάγκη να σου πω ότι εντοπίζω μία γοητευτική απόχρωση του μαύρου στη δουλειά σου. Και το λέω για καλό!

Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν το ξανάκουσα (γέλια). Ίσως να ‘ναι τη μελαγχολία και τη νοσταλγία που έχεις εντοπίσει και σου μίλησαν έτσι. Ωστόσο δεν θα το αρνηθώ ότι η δουλειά μου εμπεριέχει το μαύρο.

-Πού το αποδίδεις αυτό;

Μπορεί να ‘ναι το γεγονός ότι με εμπνέει περισσότερο η νύχτα παρά η μέρα. Ανέκαθεν. Αυτό δεν μπορώ παρά να το αποδώσω στις εφηβικές καταβολές και τον διάλογο με μουσικές, παρά με ποιητικές φωνές. Μέχρι σήμερα θαυμάζω και βρίσκω ενδιαφέρον, ως κοινωνικό φαινόμενο, τις γυναικείες ροκ φωνές. Και έχουν κάτι μέσα τους από νύχτα. Ακόμα με συναρπάζουν τα μαθητικά μου ακούσματα. Garbage, Tori Amos, Kate Bush… Mε συναρπάζουν αυτές οι φωνές και με παρασύρουν ως αίσθηση. Δεν είναι κατ’ ανάγκη ο στίχος, αδυνατώ κιόλας να αποστηθίζω στίχους, αλλά είναι η προσωπικότητα ενός έργου που με συναρπάζει.

-Τι αναμένεις από ένα έργο μουσικό, συγγραφικό ή εικαστικό;

Να συγκλονιστώ. Θέλω το έργο να με κάνει να το κοιτάξω βαθιά, να το ακούσω ξανά, να ανατρέξω να το διαβάσω για δεύτερη φορά. Θέλω μέσα από ένα έργο να αναρωτηθώ, να αμφισβητήσω, να ερωτευτώ.

-Πότε συγκλονίζονται περισσότεροι οι άνθρωποι;

Υποθέτω όταν ερωτεύονται, όταν βρίσκονται ενώπιον μιας καταστροφής, όταν βιώνουν απώλειες… Βεβαίως, όταν πρόκειται για μεγάλες απώλειες, αυτές εμπεριέχουν και κάτι πιο παρατεταμένο. Έχει κάποιος να διαχειριστεί το πένθος, τον θρήνο… Ο συγκλονισμός είναι κάτι πιο άμεσο. Θα επιστρέψω στον έρωτα όμως και θα υποθέσω ότι προκαλεί αυτό το συναίσθημα στους ανθρώπους. Τον συγκλονισμό, με την έννοια του θαυμασμού, της βαθιάς συγκίνησης, της πληρότητας μέσα από την ταραχή.

-Ο έρωτας, για σένα, πώς μεταφράζεται;

Ξέρεις, για πολλά χρόνια τον έρωτα τον ταύτιζα μ’ αυτό που λέμε ‘καψούρα’ κι οφείλω να πω ότι ίσως αυτή να ‘ναι και η καλύτερή του εκδοχή. Παρόλα αυτά, μεγαλώνοντας, έχω εντοπίσει και άλλες εκδοχές του έρωτα κι ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτές.

-Συγγραφικά υπάρχει κάτι καινούργιο να ειπωθεί για τον έρωτα;

Πάντοτε υπάρχει κάτι καινούργιο να ειπωθεί για τον έρωτα. Είναι αμέτρητες οι εκφάνσεις. Αλλιώς τον κατέγραψε ο Cummings αλλιώς ο Χριστιανόπουλος, διαφορετικά η Plath. Συγγραφικά πάντοτε θα απασχολεί ο έρωτας. Στις τέχνες γενικότερα τα θέματα που απασχολούν δεν είναι πολλά. Έρωτας, καθημερινότητα, θάνατος, επανάσταση. Αυτά τα θέματα μάς έχουν δώσει και θα εξακολουθήσουν να μας δίνουν μεγάλα έργα.

-Τι κάνει ένα έργο οικουμενικό;

Νομίζω αυτό καθορίζεται όταν το τοπικό γίνεται καθολικό κι όταν το προσωπικό γίνεται συνολικό. Το τραύμα, ο πόνος, η χαρά, το πάθος εκφράζουν το πανανθρώπινο.

-Τι είναι αυτό που ενώνει τους ανθρώπους;

Η όμοια και αναμφισβήτητη κατάληξή μας. Ο φόβος και η βεβαιότητα του θανάτου είναι μία επίγνωση που μπορεί να μας ενώνει.

-Λείπει σήμερα, στις ανεπτυγμένες τουλάχιστον χώρες, αυτή η επίγνωση;

Μπορεί. Και ξέρεις τι άλλο νομίζω ότι λείπει από την εποχή μας και δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί; Μία μεγάλη επανάσταση. Σχεδόν με εκπλήσσει αυτό. Παρατηρώ ότι οι συνθήκες που ζούμε είναι παρόμοιες με άλλες εποχές. Συνθήκες που ξεσήκωσαν τον κόσμο στο παρελθόν. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που σταματά τους ανθρώπους σήμερα. Ίσως η ευμάρεια, η βαρεμάρα, ο φόβος να μην χάσουν αυτά που τους απέμειναν…

-Ως ποιήτρια εν έτει 2021, πώς παρατηρείς τον κόσμο γύρω σου;

Δεν είμαι πολύ αισιόδοξη ακούγοντας, βλέποντας και βιώνοντας τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας. Ξέρεις, όταν κάποτε με ρωτούν αν η ποίηση και η τέχνη μπορούν να σώσουν τον κόσμο, η αβίαστη απάντησή μου είναι πώς όχι. Όμως, και το πιστεύω πραγματικά αυτό, μπορούν να σώσουν έναν άνθρωπο. Μπορεί να το βλέπω έτσι γιατί ως ποιήτρια έχω επιρροές απ’ τα ρομαντικά πρότυπα. Με ελκύει η δημιουργία της ομορφιάς. Κι όταν τίθεται ως θέμα γιατί κάποιος έχει ανάγκη να δημιουργεί, η απάντηση θεωρώ ότι είναι πολύ απλή. Γιατί με αυτό τον τρόπο αισθάνεται, έτσι περνάει καλά, έτσι επικοινωνεί την ομορφιά, όπως και αν την αντιλαμβάνεται.

-Σε ποιον απευθύνεται ένας ποιητής σήμερα;

Θεωρώ ότι οι συνειδητοποιημένοι ποιητές σήμερα στοχεύουν στην επικοινωνία με όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Τους αφορά αυτό το άνοιγμα κι έχω την εντύπωση ότι αυτό οφείλεται στην επιδίωξή τους να διορθώσουν την μεγάλη ζημιά που έχει κάνει το σχολείο στην ποίηση.

-Δηλαδή;

Η ζημιά που δημιούργησε το σχολείο είναι μεγάλη κι αυτό είναι κάτι που με στεναχωρεί. Δεν ήταν πάντοτε έτσι τα πράγματα αλλά από μία φάση και μετά η διδασκαλία της ποίησης στεγανοποιήθηκε στα σχολεία. Δεν γνωρίζω πόσο ‘ελεύθερα’ μπορεί να διδάξει κάποιος την ποίηση σ’ ένα μαθητή αλλά, απ’ τα δικά βιώματα κι απ’ ότι ακούω, εξακολουθεί να είναι μία διαδικασία μετρήσιμη σε βαθμό και απλά ένα ακόμα μέρος της εξεταστέας ύλης. Προσωπικά θεωρώ ότι όσον αφορά στη διδασκαλία της ποίησης πρέπει να δίνεται βαρύτητα στην απόλαυση του κειμένου και το τι αισθάνεται κάποιος απέναντι στο κείμενο. Καταλαβαίνω ότι αυτό είναι δύσκολο να αξιολογηθεί αλλά…

-Μήπως αυτό που λες αφορά στη διδασκαλία της ποίησης στο Λύκειο;

Κοίτα, τα μικρότερα παιδιά φαίνεται να αντιλαμβάνονται τη σχέση της ποίησης με το τραγούδι και νιώθουν την εγγύτητα. Μεγαλώνοντας, όταν οι καθηγητές τους αντιμετωπίζουν την τέχνη, που έχει πρωτίστως ψυχαγωγικό ρόλο, ως αντικείμενο προς αποδόμηση τότε χάνει την ομορφιά της. Γίνεται να παίρνεις ένα ποίημα και να λες ότι αυτή η λέξη συμβολίζει ή σημαίνει το τάδε πράγμα; Η ποίηση ήταν ανέκαθεν πρακτικά κοντά στο τραγούδι και υπάρχει η άποψη ότι είναι οι μοντερνιστές που διέκοψαν αυτό τον δεσμό. Αυτό υποστηρίζει μεταξύ άλλων ο Κώστας Κουτσουρέλης πολύ συχνά στα κείμενά του και, υποθέτω, κι άλλοι. Προσωπικά, δεν δαιμονοποιώ τον μοντερνισμό, θαυμάζω τα έργα του και στέκομαι απέναντι στην κομβική του λειτουργία στην ιστορία της τέχνης, αλλά όντως, θυμίσου τι ήταν η ποίηση από τον Όμηρο έως τον μοντερνισμό. Πόσο δυνατή ήταν η έμμετρη και η μουσική της ιδιότητα. Αυτή τη μουσικότητα την εντοπίζουμε, βεβαίως, κι όταν δεν υπάρχει μέτρο, αφού κουβαλά ένα εσωτερικό ρυθμό τον οποίο μπορεί ο αναγνώστης να τον αναγνωρίσει. Κι έτσι ένα ποίημα αποκτά μία ηχητική ταυτότητα ή και οπτική. Στις μικρότερες ηλικίες, κάποιες βασικές αισθήσεις και αντιλήψεις, όπως αυτή, είναι πιο ξεκάθαρες. Γι’ αυτό στα παιδιά αρέσουν τα ποιηματάκια που μαθαίνουν στο σχολείο, διότι είναι πιο κοντά στο τραγούδι. Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο όλα αυτά χάνονται στη θεωρία και την υπερανάλυση.

-Τι μπορεί να φταίει για αυτό;

Έχω την εντύπωση ότι υπάρχουν άνθρωποι σε καίριες θέσεις που ενδεχομένως δεν αγαπούν αυτό που κάνουν. Είναι πολλοί αυτοί που σπουδάζουν φιλολογία και μετά το Πανεπιστήμιο δεν ξανανοίγουν βιβλίο. Αν αγαπάς το αντικείμενό σου, όποιος και να είναι ο εκάστοτε Υπουργός Παιδείας, όποιο και να είναι το πρόγραμμα, θα βρεις τον τρόπο να προσεγγίσεις τους μαθητές σου. Όλοι ξέρουμε εκπαιδευτικούς που το πετυχαίνουν. Οπότε, αυτό που ενδεχομένως φταίει, μπορεί να είναι η ασυμφωνία και η ασυνέχεια μεταξύ της εποχής μας και του συστήματος.

-Εσύ πώς θα ήθελες να φτάσεις κοντά στο νεαρό ηλικιακά κοινό;

Υποπτεύομαι ότι κοντά στο κοινό αυτό φτάνεις με λόγο καθαρό και γνήσιο. Κι αν είναι να μεταφερθεί κάτι, θα μεταφερθεί. Τώρα αν μιλάμε για την διαφορά του αναγνώστη βιβλίου και του χρήστη τάμπλετ, θα αρκεστώ να πω ότι το χάσμα είναι μεγάλο. Παρόλα αυτά, δεν θα πω ψέματα, ναι, θα ήθελα να με διαβάσει ένα δεκαεξάρης και να ακούσω τη γνώμη του.

-Εσύ ως μαθήτρια πώς αντιμετώπιζες την ποίηση;

Θυμάμαι έντονα να διδάσκομαι τον “Τελευταίο Σταθμό” του Σεφέρη στο Λύκειο κι όταν έπειτα τον διδάχθηκα ξανά στο Πανεπιστήμιο είχα πάθει σοκ με το πόσο διαφορετικά τον είδα. Το “Επί Ασπαλάθων”, του ιδίου, που στο Λύκειο διδασκόταν με ένα συγκεκριμένο πολιτικό και ιδεολογικό στόχο, αντιλήφθηκα αργότερα ότι δεν είναι ένα απ’ τα σπουδαιότερα του Σεφέρη. Μ’ άρεσε κι ο Καρυωτάκης, απ’ τους αγαπημένους μου, στον οποίο πάντοτε επιστρέφω κι όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο τον αγαπώ. Κι ο Αναγνωστάκης επίσης, τον οποίο εκτίμησα περισσότερο στα φοιτητικά παρά στα μαθητικά μου χρόνια. Με συγκινεί το πώς εκφράζεται η πολιτική και ιδεολογική ματαίωση. Από το Λύκειο θυμάμαι έντονα τον Καβάφη και το μαγικό του μέγεθος, μία μαγεία που σπανίζει και δεν μπορεί να αφήνει κανέναν ασυγκίνητο. Δεν θα τον συγκαταλέξω στους αγαπημένους μου, αλλά οφείλω να αναγνωρίσω την αξιοζήλευτή του καθολικότητα και το διεθνές του μέγεθος. Η οικουμενικότητα του δεν είναι τυχαία, ούτε η απόλαυση του κειμένου. Γενικότερα η ποίηση στα σχολεία θα έπρεπε να έχει να κάνει με την απόλαυση του κειμένου, όπως λέμε για τα αθλήματα ‘for the love of the game’. Είναι τόσο απλό.

-Οπότε, θεωρείς ότι το μετρήσιμο της βαθμολόγησης είναι που κάνει την ζημιά;

Κι η αποδόμηση του κειμένου που προηγείται, την οποία θεωρώ ανεπίτρεπτη. Είναι σα να βλέπεις ένα πίνακα και να πηγαίνεις να ξύνεις τον καμβά για να δεις τι έχει από κάτω. Είναι σα να σου ζητούν, χωρίς να είσαι μουσικός, να μάθεις απ’ έξω τις παρτιτούρες ενός τραγουδιού για να δικαιολογήσεις γιατί σ’ αρέσει ή όχι ένα τραγούδι. Στην περίπτωση των εφήβων -σκέψου τώρα να έχεις απέναντί σου ένα καζάνι που βράζει κι είναι έτοιμο να απορροφήσει το κάθε ερέθισμα- να παρουσιάζεις την ποίηση και την γνώση ως μία βαρετή διαδικασία κανόνων και πρέπει. Ο μαθητής, πόσο μάλλον ο έφηβος, δεν έχει το δικαίωμα να εκφράσει αν του αρέσει ή όχι ένα ποίημα και να αντιλαμβάνεται γιατί. Μιλάμε για κριτική σκέψη ενώ την ίδια στιγμή κάνουμε τα ποιήματα φύλλο και φτερό. Ωστόσο, το πώς μπορεί η απόλαυση του κειμένου να γίνει μετρήσιμη και να αξιολογηθεί εκπαιδευτικό σύστημα, δεν ξέρω, αλλά πιστεύω ότι με τις δυνατότητες του 21ου αιώνα, θα υπάρχει ο τρόπος, αν υπάρχει ο στόχος.

-Ζούμε σε μία εποχή που αρέσκεται στο μετρήσιμο και χάνει την ουσία και την απόλαυση;

Υποθέτω πώς ναι και θα σου απαντήσω με παραλληρισμό. Δεν επιθυμώ να παρελθοντολογώ αλλά θα το κάνω. Η ψηφιακή μας εποχή,προσωπικά με κουράζει. Γιατί στο μέτρημα κερδίζει το πολλή και χάνεται η ουσία. Να σου δώσω ένα χαζό παράδειγμα. Την νοσταλγώ την λεγόμενη αναλογική εποχή όταν αντί να φωτογραφίσω δεκαπέντε φορές ένα τοπίο το φωτογράφιζα μία γιατί δεν θα με έφτανε το φιλμ. Συγκρίνοντας με τον instagram τρόπο σκέψης του σήμερα, νιώθω ότι όλα είχαν περισσότερο νόημα και ουσία. Έτσι το βιώνω εγώ τουλάχιστον. Σκέψου μόνο την τελετουργία της αναλογικής εποχής, να είσαι έφηβη και να καις τα γράμματα του πρώην σου (γέλια). Δεν είναι περισσότερη η απόλαυση απ’ το να πατήσεις το κουμπί της διαγραφής;

-Είναι δύσκολη η εποχή που διανύουμε;

Είναι διαφορετική. Κάτι που με ενοχλεί ιδιαίτερα είναι η επικριτικότητα και η αγένεια που την διακρίνει. Η κρίση και οι αποφάσεις της πλειονότητας του κόσμου φαίνεται να στηρίζονται σε αυτά τα δύο. Νιώθω ότι αποτελούν μεγάλο πρόβλημα και οι πηγές ενημέρωσης του κόσμου σήμερα. Οι ψευδείς ειδήσεις, η συνωμοσιολογία, ο αντιδεοντολογικός τρόπος που παρουσιάζονται κάποια θέματα της επικαιρότητας. Νιώθω ότι έχει γίνει μία μαζική ζημιά που έχει επιπτώσεις στην κοινωνία. Είναι αφύσικη η ταχύτητα στην ροή πληροφοριών και ανώμαλα φυσική η μετάβαση από τη μια κουβέντα στην άλλη. Με λυπεί, για παράδειγμα, που οι νέοι ενημερώνονται αποκλειστικά από τα κοινωνικά δίκτυα και που όλο και λιγότεροι ασχολούνται με την ανάγνωση βιβλίων και την τέχνη γενικότερα.

-Ισχύει ότι η Τέχνη είναι για τους λίγους;

Θα διαφωνήσω γιατί πιστεύω ότι είναι η Τέχνη είναι για τον καθένα. Απλά ο καθένας συγκινείται με κάτι διαφορετικό. Ξέρεις, έχω κόσμο γύρω μου που δηλώνει “Εγώ δεν διαβάζω τίποτα αν δεν έχει εικόνες”. Ε, αυτό δεν γίνεται και το φταίξιμο πάει στην Παιδεία. Δεν μπορείς να μην αγαπάς το διάβασμα. Θεωρώ ότι ο κάθε άνθρωπος μπορεί να εντοπίσει ένα βιβλίο που θα του μιλήσει και θα το αγαπήσει.

-Γιατί είναι σημαντικό να διαβάζει ο κόσμος;

Θα πω το κλισέ αλλά είναι σημαντικό να διαβάζει γιατί ανοίγει το μυαλό. Μέσα από την ανάγνωση βλέπεις μια δυνατότητα, στη ζωή, στον κόσμο, που ενδεχομένως δεν σκέφτηκες ότι υπάρχει. Οι δυνατότητες είναι άπειρες και μ’ αρέσει αυτό. Η κάθε ιστορία που διαβάζουμε θα μπορούσε να υπάρχει. Επιπλέον, μπορεί να δούμε να αποδίδεται μία θεματολογία με έναν πανέμορφο ή αντισυμβατικό ή επαναστατικό τρόπο τον οποίο δεν σκεφτήκαμε. Αυτό που λέω δεν αφορά μόνο στην ποίηση.

-Με τι παραλληρίζεις την αίσθηση που σου προκαλεί η ποίηση;

Με τους πίνακες ζωγραφικής. Για μένα είναι πολύ κοντινά τα δύο. Όταν διαβάζω, το βίωμα της ανάγνωσης αλλά και τα ποιήματα που με έχουν συγκινήσει κατά καιρούς, αβίαστα τα παραλληλίζω με την θέαση εικαστικών έργων. Δεν ξέρω αν αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο παππούς μου ήταν ζωγράφος. Με συνεπαίρνουν οι εικαστικές τέχνες και θυμάμαι έντονα τα συναισθήματά μου όταν βρέθηκα απέναντι από συγκεκριμένους πίνακες.

-Μπορείς να ανακαλέσεις ένα συγκεκριμένο περιστατικό;

Να αναφέρω το έργο “Πρόγευμα στη Χλόη”, του Μανέ, που όταν στάθηκα απέναντί του στο μουσείο Ορσέ στο Παρίσι, συγκλονίστηκα. Μία γυμνή γυναίκα ανάμεσα σε δύο ντυμένους άντρες κοιτάζει τον θεατή και μάλιστα εκτός προοπτικής.Ένιωσα κάτι πολύ επαναστατικό μπροστά σε ένα πίνακα που δεν έχει κατεξοχήν επαναστατική θεματολογία. Ένας άλλος πίνακας που με έκανε να νιώσω έτσι ήταν η “Γκουέρνικα” του Πικασό. Με έκανε απλά να στέκομαι και να μην θέλω να πω τίποτα. Φοβερό πράμα αυτό. Το ίδιο και “Ο κόσμος της Κύπρου” του Διαμαντή. Είναι τόσα πολλά… Οπότε, πίσω στα συναισθήματα που συγκλονίζουν, ως βίωμα η καλή ποίηση για μένα είναι αντίστοιχη με ένα όμορφο εικαστικό έργο.

-Ποια ποιήματα νιώθεις ότι σε έχουν καθηλώσει;

Είναι τόσα πολλά κι αρκετά από αυτά είναι του Ηλία Λάγιου όπως τα “Η έρωτας κι ο θάνατος” και “Δεν βλέπω τίποτ’ άλλο”. Της Τζένης Μαστοράκη το ποίημα που τιτλοφορείται “Η χαρά της μητρότητας” το οποίο και αξίζει να το ακούσει κανείς όπως το απαγγέλει η ίδια. Του Καρυωτάκη το “Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο”, το οποίο δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές το έχω διαβάσει στη ζωή μου. Ένα άλλο, που το μελέτησα σε μεγαλύτερη ηλικία, είναι το “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι” του Σολωμού. Πόσο σπουδαίο έργο. Του Βύρωνος Λεοντάρη είναι πολλά επίσης τα ποιήματα που μου αρέσουν. Και του Κύπριου ποιητή Κώστα Βασίλειου αρκετά ποιήματα. Είναι μεγάλη η προσωπική μου λίστα (γέλια).

-Σου αρέσουν οι διαχωρισμού του τύπου “γυναικεία ποίηση” και “γυναικεία λογοτεχνία”;

Χμ, θα αρκεστώ να πω ότι είμαι γυναίκα. Έτσι γεννήθηκα, έτσι υπάρχω. Αν κάτι που γράφω χαρακτηρίζεται ως “γυναικείο” σίγουρα δεν γίνεται επίτηδες.

-Τι διαχωρίζει τον άντρα από την γυναίκα;

Το διαφορετικό σώμα οπότε η διαφορετική βιολογία. Κι αυτό δεν το βρίσκω ασήμαντο και ούτε πρέπει να το ξεχνάμε. Έχει πολλές εκφάνσεις και μία απ’ αυτές μάς θέλει να σκεφτόμαστε διαφορετικά. Θεωρώ σημαντική την στήριξη των φύλων αλλά οφείλω να πω ότι κοινωνικά είναι φορτισμένα με εντελώς διαφορετικό τρόπο και βάλλονται από στερεότυπα.

-Ζούμε ο καθένας στον μικρόκοσμό του;

Ναι. Προσωπικά μου παρέχει ασφάλεια ο μικρόκοσμος μου και, πολλές φορές, μου προσφέρει και άπλετη ευτυχία. Παρόλα αυτά, κάθε φορά που αναζητούσα παράταση σ’ αυτό που αποκαλούμε “μικρόκοσμο” εντόπισα ότι δυσκολευόμουν αργότερα να απεγκλωβιστώ. Θεωρώ ότι αρκετοί στράφηκαν στον μικρόκοσμό τους μετά από απογοήτευση απ’ την κοινωνία ή απ’ τη χώρα τους. Με λυπεί αυτό και γνωρίζω τέτοιους ανθρώπους που και έξυπνοι είναι και ικανοί.

-Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί επιλέγει το “κλείσιμο” ένας άνθρωπος;

Ίσως διότι αν έχεις κεραίες ισχυρές, η ανικανότητα, η διαφθορά και η απογοήτευση σε σπρώχνουν εκεί. Υπάρχει κόσμος που τα δέχεται αυτές τις καταστάσεις στο πλαίσιο του “κρύψε να περάσουμε”. Όσοι δεν σκέφτονται έτσι, παραμένουν στον μικρόκοσμό τους.

-Πού μας οδηγεί αυτό;

Υποθέτω μας οδηγεί, μία ώρα αρχύτερα, σ’ έναν άσχημο και δυστοπικό προορισμό όπου έδαφος βρίσκει η ανεπάρκεια, η επιπολαιότητα, η επιφανειακότητα και η κοντοφθαλμοσύνη. Κι όσο περνάνε τα χρόνια, νομίζω ότι όλα αυτά γίνονται πιο έντονα. Μπορεί να είναι που μεγαλώνω κιόλας και τα βλέπω έτσι, δεν ξέρω.

-Είναι δουλειά του ποιητή να προτείνει την αλλαγή;

Πιστεύω πως όχι. Μπορεί όμως να προτείνει κάτι με την καινοτόμα ή ξεχωριστή ή μοναδική χρήση των υλικών του. Να δώσω ένα παράδειγμα. Ο έρωτας φέρ’ ειπείν, κάτι τόσο χιλιοειπωμένο, μπορεί να αναπαρασταθεί με πολλούς τρόπους. Υπάρχει όμως πάντοτε και ο τρόπος που δεν θα είναι περιττός και βαρετός. Ο ποιητής οφείλει να έχει αυτή την δυναμική, την άλλη προοπτική και δυνατότητα της γλώσσας και της έκφρασης.

-Πότε άρχισες να εκφράζεσαι μέσα από τη γραφή;

Στο Λύκειο τα γραπτά μου ήταν, αυτό που λέμε, λυτρωτικά και αγχολυτικά. Ημερολογιακή γραφή και ζητήματα, κυρίως, ερωτικά. Πρόσφατα εντόπισα κάποια γραπτά της εποχής και συνειδητοποίησα ότι κρατούσα ημερολόγιο, με πολλή συνέπεια, έως και το πανεπιστήμιο. Το ημερολόγιο σίγουρα δεν είναι λογοτεχνία αλλά οφείλω να πω ότι στα γραπτά μου εκείνης της εποχής, βλέπω πολλά στοιχεία μου που διατηρούνται.

-Κλισέ αλλά γιατί γράφεις;

Γράφω γιατί με κάνει πιο ευτυχισμένη. Γράφω γιατί νιώθω ότι θέλω να πω κάτι και η φωνή μου να ακουστεί. Ο στόχος είναι διαφορετικός, βεβαίως, κάθε φορά. Ξέρεις, σε μία συνέντευξη του μεγάλου μεταπολεμικού Ανδρέα Φραγκιά, ο συγγραφέας παρομοιάζει την λογοτεχνία με ένα χέρι που τείνει προς χαιρετισμό. Μου αρέσει αυτό. Διαφωνώ που πολλοί συγγραφείς λένε “Γράφω για μένα”. Σίγουρα, ο καθένας μας για τον εαυτό του γράφει, κι αν δεν είναι ευχαριστημένος δεν το δίνει παρακάτω αλλά, κυρίως, πιστεύω ότι κάποιος γράφει γιατί θέλει να ακουστεί και να επικοινωνήσει.

-Εσύ τι θέλεις να επικοινωνήσεις;

Να σου δώσω ένα παράδειγμα από την τελευταία μου ποιητική συλλογή που τιτλοφορείται “Στην άκρη μια ουρά”. Μικρό βιβλίο, είκοσι τρία μόλις ποιήματα, όλα ερωτικά, λυρικά. Χωρίς συνδηλώσεις, χωρίς το ερωτικό στοιχείο να υποβόσκει. Τι θέλω να επικοινωνήσω; Πρόκειται για μια δουλειά που την είχα έτοιμη από καιρό και προβληματίστηκα αν έπρεπε να κυκλοφορήσει τώρα, μέσα στο σοκ της πανδημίας και της κοινωνικής και ψυχολογικής αναταραχής. Ήθελα να επικοινωνήσω όμως αυτό το περιεχόμενο. Με βασάνιζε, ήθελε να βγει απ’ το στομάχι, είπα “γιατί να το κρατάω;”, βγήκε. Ήταν κι ένα προσωπικό διακύβευμα διότι ένιωσα ότι δεν θα ξαναγράψω σύντομα με αυτό τον τρόπο.

-Γιατί;

Γιατί πλέον δεν είμαι εκεί συγγραφικά. Είμαι αλλού. Δεν το λέω με την έννοια της αποκήρυξης! Απλά θεωρώ ότι ήταν μία καλή συνθήκη, μετά την συλλογή “Η Σφαγή του Αιώνα”, να ακολουθήσει μία δουλειά καθαρά ερωτική. Και αυτό ήρθε και κάπως αβίαστα πρέπει να πω, ήταν σαν φυσική εξέλιξη. Ανέκαθεν με ενδιέφερε η αναπαράσταση του ερωτισμού και το λυρικό στοιχείο, σε όλα τα έργα, και στο σινεμά και στη ζωγραφική και παντού. Κι αυτό ήθελα να κάνω κάποια στιγμή. Να γράψω ένα έργο αμιγώς ερωτικό, ένα λαβ στόρι αν θέλεις.

-Τι να αναμένει ο αναγνώστης από την καινούργια αυτή ποιητική συλλογή;

Θα σου πω τι έχω συμπεριλάβει μέσα κι αφορά όλα τα στοιχεία που προσωπικά με συγκλονίζουν. Δεν είναι άλλα από το ανεκπλήρωτο, τον θρήνο, το κλάμα, την αγωνία κι άλλα αρχέτυπα που θα τα αφήσω στον αναγνώστη αν θέλει να τα ανακαλύψει. Αισθάνομαι ότι το δεύτερό μου βιβλίο, “Η Σφαγή του Αιώνα”, διαβάστηκε και αγαπήθηκε αρκετά. Πιστεύω ότι σε αυτό το τρίτο βίβλιο αρκετά στοιχεία, κυρίως ερωτικά, εξελίσσονται. Στη συλλογή “Στην άκρη μια ουρά” κυριαρχεί ο ερωτισμός και η αναπαράσταση του έρωτα σε διάφορες εκφάνσεις του.

-Μετά από τρία βιβλία, τι σου έμαθε η πορεία έως τώρα;

Κοιτάζοντας πίσω στο 2011, το πρώτο μου βιβλίο “Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σε ένα σωσίβιο” σήμερα το κρίνω ως μια δουλειά ανώριμη. Και υπάρχει λόγος. Ήταν μία καλαίσθητη έκδοση, παρόλα αυτά, αν το κυκλοφορούσα σήμερα, θα το επεξεργαζόμουνα περισσότερο. Όταν την μοιράστηκα αυτή τη σκέψη με τον ποιητή Θοδωρή Ρακόπουλο θυμάμαι ότι μου είπε χαρακτηριστικά “Έτσι είναι τα πρωτόλεια, για να τα ξορκίζουμε”. Το δεύτερό μου βιβλίο “Η σφαγή του αιώνα”, του 2019, θεωρώ ότι είχε πολύ περισσότερη δουλειά και κόπο. Τα περισσότερα ποιήματα τα είχα γράψει στα 37-38 μου χρόνια, ηλικία που την θεωρώ κομβική, για τις γυναίκες ιδιαίτερα. Είναι μια περίοδος που αποκτάς μία αυτοσυνειδησία, του χρόνου και της ύπαρξής σου στη γη. Κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο είχε διακρίνει στην Σφαγή κάποιου είδους απόσταξη της γλώσσας και μου είχε αρέσει ως σχόλιο. Με ενδιαφέρει η πυκνότητα και η συμπύκνωση στο πλαίσιο του διαλόγου και της αναμέτρησης με την γλώσσα.

-Πώς αναμετριέται κάποιος με την γλώσσα;

Είναι μια σχέση που χτίζεται και με την οποία συνδιαλέγεσαι και θέλεις να την υπερβείς. Για μένα αυτή η αναμέτρηση, να γίνει ο λόγος κείμενο, είναι μία προσπάθεια προς το άχρονο. Κάτι που νικά τον χρόνο. Το συναντάμε αυτό σε πολλούς ποιητές και αφορά στην λυτρωτική διαδικασία που λέγαμε, όχι κατ’ ανάγκη στον αναγνώστη.

-“Στην άκρη μια ουρά”. Πώς προκύπτει αυτός ο τίτλος;

Είναι κομμάτι από ένα στίχο και διάλεξα τον συγκεκριμένο για πολλούς λόγους. Έχει κάτι αινιγματικό, μυστηριώδες και μαζί αυτή την αίσθηση της εκκρεμότητας. Με ενδιαφέρει ως θέμα η εκκρεμότητα, το ατελείωτο και συνάμα το ατελές. Η εκκρεμότητα ως στιγμιότυπο δηλαδή.

-Σε μένα, την αναγνώστρια, τι θέλεις να αφηγηθείς μέσα από αυτή τη συλλογή;

Θέλω να σου αφηγηθώ μέσα από ποίηση, αντί από πρόζα, μια ερωτική ιστορία. Ένα παραμύθι ενηλίκων, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Την εν λόγω δουλειά την θεωρώ τολμηρή γιατί ακριβώς είναι τόσο απλό αυτό που θέλω να αφηγηθώ. Κι έχει όλα τα στοιχεία που μπορεί να έχει μία ιστορία αγάπης κι ας με χαρακτηρίσουν “κοριτσόπουλο”, αυτή είμαι (γέλια).

-Είναι συνομιλία με τον άλλον η συγγραφή;

Πάντοτε. Σε άλλη περίπτωση δεν θα εξέδιδε κάποιος τις σκέψεις του αλλά θα τις άφηνε στο συρτάρι. Ή θα έγραφε ημερολόγιο. Οπότε επιστρέφουμε σ’ αυτό που είπαμε πριν, την ανάγκη να ακουστεί η φωνή, το χέρι που τείνει προς χαιρετισμό. Την ανάγκη να δείξεις την γλώσσα όπως εσύ την συλλαμβάνεις και ενδεχομένως να διαλεχθείς με τον άλλο γι’ αυτή την συνθήκη, είτε ευθέως είτε υπογείως.

-Θα έγραφες σε μεγάλη φόρμα; Ένα μυθιστόρημα για παράδειγμα;

Πρόσφατα ένας συγγραφέας που εκτιμώ πολύ μού είπε ότι ίσως έπρεπε να κινηθώ προς αυτή την κατεύθυνση. Όταν το ακούω αυτό γελάω γιατί νιώθω απειθάρχητη, ενοχική και αγχώδης. Ίσως γι’ αυτό μου αρέσουν οι μικρές φόρμες. Σε αυτή τη φάση δεν θα έγραφα μυθιστόρημα αφού θέλω να επικεντρωθώ στα μικρά μου διηγήματα. Έχω μία συλλογή που πρέπει να την φροντίσω και ελπίζω να είναι έτοιμη να κυκλοφορήσει μέσα στο 2022. Αυτή την περίοδο είμαι και σε επαφή με εκδοτικούς οίκους για ένα βιβλίο που ολοκλήρωσα, αποτέλεσμα δεκαετούς έρευνας, για το έργο του μεταπολεμικού συγγραφέα Αλέξανδρου Κοτζιά. Υπάρχουν μόνο μελέτες για το έργο του και δεν έχει κυκλοφορήσει ποτέ μονογραφία γι’ αυτόν και θεωρώ χρέος μου να προχωρήσω με την έκδοση αυτής της δουλειάς.

-Τι θέλεις να αφήσεις πίσω σου;

Στην ποίηση θέλω να αφήσω έργα που είχαν λόγο να ειπωθούν. Δεν θέλω να αφήσω κάτι που θα μπορούσε να μην υπάρχει. Ως άνθρωπος θα ήθελα να αφήσω πολύ κλισέ πράγματα. Το μέτρο της δοτικότητας με αφορά και θα ήθελα να είμαι σίγουρη ότι είχα προσπαθήσει για το καλύτερο.

-Μπορείς να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς να διαβάζεις ή να γράφεις;

Νομίζω πως όχι. Έχω περάσει μεγάλα διαστήματα χωρίς διάβασμα και συγγραφή αλλά το ένιωθα ότι ήμουν σε διάλειμμα. Πάντα θα έχω όρεξη για ένα καλό κείμενο.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.