ΔΙΓΛΩΣΣΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΑΤΖΟΥΡΑ
.
.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΛΙΑΤΖΟΥΡΑ
ΛΕΞΕΙΣ ΑΙΧΜΗΡΕΣ ΣΑΝ ΠΡΟΚΕΣ ο τίτλος τούτης εδώ της δίγλωσσης ανθολογίας Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης. Τίτλος που δεν επιλέχτηκε απερίσκεπτα ή τυχαία. Εμπνευσμένος είναι ο τίτλος από το ποίημα Ποιητική του Μανόλη Αναγνωστάκη, να μας θυμίζει πως η ποίηση οφείλει να χρησιμοποιεί λέξεις που να καρφώνονται στο χαρτί, να καρφώνονται στη γλώσσα, στο νου και στην καρδιά. Αυτές ήταν οι σκέψεις μου όταν άρχισα να καταπιάνομαι με την μελέτη της Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης. Γιατί ναι, έχουν περάσει από την ελληνική ποιητική σκηνή, από την Αρχαιότητα ως και την Μεταπολίτευση, ονόματα τρανά, παγκοσμίως αναγνωρισμένα, αφήνοντας αμύθητα ποιητικά κληροδοτήματα στους νεότερους. Αλλά σταμάτησε η ποιητική παραγωγή άραγε εκεί; Δεν έχουμε ποιητικές φωνές, στα πιο πρόσφατα χρόνια, στην σύγχρονη, την σημερινή εποχή, στον 21° αιώνα, που να καρφώνουν τις λέξεις τους σαν πρόκες; Και αφού το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, απαντώ με μια λέξη-πρόκα: όχι! Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Οι ελληνικές ποιητικές φωνές και έχουν να πουν και θέλουν να μιλήσουν. Και έχουν να μοιραστούν και θέλουν να επικοινωνήσουν. Και είναι πολλές που όλο και πληθαίνουν που όλο και δυναμώνουν. Άλλες πιο φανερά και άλλες πιο συγκαλυμμένα. Άλλες κραυγάζουν εκκωφαντικά και άλλες ψιθυρίζουν υπόκωφα. Με έναν συνδετικό κρίκο να τις ενώνει όμως όλες: τη δυναμική της γραφής και την αδιάλειπτη τους παρουσία στη σύγχρονη ποιητική σκηνή της Ελλάδας. Προσπάθησα να συγκεντρώσω σ’ αυτό το βιβλίο ποίησης, σύγχρονους Έλληνες ποιητές και Ελληνίδες ποιήτριες. Να ανθολογήσω. Και σαφώς τα κριτήριά μου υποκειμενικά, όπως συμβαίνει άλλωστε με κάθε ανθολογία. Πρώτα απ’ όλα κινήθηκα σε πολύ πρόσφατες εκδόσεις ποιητικών συλλογών. Η πιο παλιά ίσως έκδοση να είναι του 2015 (!). Συνεπώς μιλάμε για πολύ πολύ σύγχρονη ποίηση. Επίσης ρόλο έπαιξε, αν οι ανθολογούμενοι είναι ποιητικά ενεργοί και εξηγούμαι: επέλεξα ποιητές και ποιήτριες που είναι δραστήριοι, που συμβάλλουν είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο στα λογοτεχνικά δρώμενα της Ελλάδος ή/και του Εξωτερικού. Που δημοσιεύουν ποιήματα σε λογοτεχνικά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Που γράφουν κριτικά αναγνώσματα για των άλλων τα βιβλία ή ακόμη και δοκίμια για την τέχνη της λογοτεχνίας. Που διαχειρίζονται μπλογκ με λογοτεχνικό περιεχόμενο, που είναι παραγωγοί σε ραδιοφωνικές και ιντερνετικές λογοτεχνικές εκπομπές, που αρθρογραφούν και διατηρούν στήλες για βιβλία σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Που συμμετέχουν σε λογοτεχνικές βραδιές, εκδηλώσεις και πάνελ συζητήσεων. Όλα τα παραπάνω καθόρισαν την ανθολόγησή μου και ποσώς δεν με ένοιαξε αν οι ανθολογούμενοι ανήκουν ή δεν ανήκουν σε κάποια ηλικιακή ή άλλου είδους ομάδα, αν προσδιορίζονται ή δεν προσδιορίζονται από γενιές και εποχές, κύκλους, ενώσεις και σωματεία, αν έχουν ή δεν έχουν διακριθεί σε μεγάλους ή μικρότερους διαγωνισμούς, αν έχουν ή δεν έχουν λάβει κρατικά ή ιδιωτικά, μόνιμα ή παροδικά βραβεία, επαίνους ή/και άλλους τίτλους. Οι μόνοι αντικειμενικά αποδεκτοί δεσμοί που ενώνουν τους ποιητές και τις ποιήτριες μεταξύ τους, είναι η συνέπεια και η επιμονή. Αν είναι καλή ή όχι η ποίηση που γράφουν, είμαι αναρμόδια να κρίνω. Υποκειμενική η ανάγνωσή μου. Ο χρόνος θα το δείξει και η αγάπη του κόσμου.
Άξιο να ασκεί κριτική στο πέρασμα του χρόνου, είναι μόνο το αναγνωστικό κοινό. Στο ίδιο περίπου συλλογισμό κινείται και η μεταφραστική μου συμβολή. Υποκειμενική είναι και η μετάφρασή μου. Πρόκληση μεγάλη οι λέξεις-πρόκες των ελληνικών ποιημάτων. Η πρόθεσή μου ωστόσο καλοπροαίρετη. Με ευγένεια και σεβασμό στις ιδιαιτερότητες της ποιητικής γραφής. Με ενσυναίσθηση στο περιεχόμενο. Θέλησα με Έλληνες και Γερμανούς και με τον κόσμο όλο να επικοινωνήσω, μέσα σ’ ένα διαπολιτισμικό πολύχρωμο χώρο, σε πολλά και διαφορετικά γλωσσικά επίπεδα και εντός της πολυγλωσσίας
του ποιητικού γίγνεσθαι, διότι «σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις να μην τις παίρνει ο άνεμος» (από το ποίημα Ποιητική του Μανόλη Αναγνωστάκη)
Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες λοιπόν ο τίτλος, αιχμηρά σαν πρόκες τα κριτήρια επιλογής, αιχμηρό σαν πρόκα και το έργο τέχνης που κοσμεί το εξώφυλλο της ανθολογίας. Όλα στο σύνολό τους λέξεις αιχμηρές. Όλα στο σύνολό τους πρόκες.
Έτσι θα έπρεπε να είναι η ποίηση. Κι έτσι πράγματι είναι στην παρούσα ανθολογία.
ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΘΛΟΓΙΑΣ
ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ ΚΟΥΛΑ, ΑΡΑΒΑΝΗΣ ΣΠΥΡΟΣ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ-ΠΕΤΣΑ ΒΕΡΑ, ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΝΤΙΝΑ, ΔΑΓΛΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, ΔΕΡΕΚΑ ΑΝΝΑ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ ΔΙΩΝΗ, ΔΟΥΜΟΥ ΣΤΕΛΛΑ, ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ, ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΕΦΗ, ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ, ΚΟΥΛΟΥΡΗ ΜΑΡΙΑ, ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, ΛΥΜΠΕΡΗ ΑΝ. ΚΥΡΙΑΚΗ, ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΤΟΛΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΛΑΜΠΡΙΑΝΑ, ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΑΝΗΣ, ΡΙΖΑΚΗΣ Θ. ΚΩΣΤΑΣ, ΡΩΜΑΝΟΥ ΑΓΓΕΛΙΝΑ, ΣΙΑΦΑΚΑ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ, ΣΚΙΑΘΑΣ Δ. ΑΝΤΩΝΗΣ, ΤΡΩΑΔΙΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΤΣΟΚΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ, ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ ΔΗΜΟΣ
.
ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
ΙΣΩΣ
Ας κάνουμε ένα διάλειμμα, λοιπόν.
Ίσως κι εσύ κατανοήσεις ότι
μπορεί ο ήλιος να ακολουθεί το πρόγραμμά του,
αλλά η παρένθεση μπορεί να κλείσει αναπάντεχα
και το ένα σώμα να απομείνει άυλο.
Ίσως κι εγώ να καταλάβω ότι
όταν το πρόγραμμα είναι τόσο άκαμπτο
δεν θραύεται με τα συνήθη μέσα
άρα να ψάξω νέες μηχανές πολιορκίας.
ΝΤΙΝΑ ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΕΡΙΜΕΝΩ
Περιμένω.
Δε μιλώ.
Δεν αγγίζω.
Περιμένω τη βροχή,
Μια γραμμή κόκκινη,
σχεδόν/πολύ.
Νύχτα ορίζεται.
Στερούμαι.
Κοιταζόμαστε στα μάτια,
έρωτας/ θάνατος.
Στερούμαι
την πιθανότητα αλήθειας.
Θυμάμαι να νιώσω.
Περιμένω.
ΕΦΗ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Στις διακυμάνσεις
του αορίστου και του τετελεσμένου μέλλοντα,
στην άμπωτη και την παλίρροια των νερών,
εκεί που ρήματα καταρρέουν αβοήθητα
σε αβυσσικά πεδία
και κραυγές βυθίζονται σε εκκωφαντική σιωπή
του γυροσκόπου, γίνομαι απελπισμένο μάτι,
αντηχείο συνείδησης ζωής σε απουσία,
κύμα φλεγόμενο και απόκοσμη αλήθεια,
σμήνος φωνών και αυθάδης στοχασμός
όπου εκπνέει αργά, πολύ αργά
η ανάσα του δαιμονισμένου χρόνου
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
ΚΟΥΚΟΥΛΑ ΚΑΤΑΔΟΤΗ
Πρόσωπα θολά και σκοτεινά
σαν μαύρη κουκούλα καταδότη.
Χαράζουν μάγουλα παιδικά
χαράζουν τις ψυχές μας
σπέρνουν το θάνατο με μαχαιριές
σπέρνουν τον τρόμο των κρεματορίων
κατεδαφίζουν τα χαμόγελα
κατεδαφίζουν τις ελπίδες
σβήνουν από τη μνήμη τους
το συρματόπλεγμα που φύτεψαν
με ματωμένα χέρια του προδότη
σβήνουν ένα-ένα τα φωνήεντα
από τη λέξη ελευθερία
και την αφήνουν άφωνη
και κατακρεουργημένη.
Κι εμείς σαν θεατές
σε θέατρο του παραλόγου
στο τέλος της παράστασης
μια καταιγίδα θα μας πνίξει.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ
Κι είδα τη μάνα μου
-ποιοι είναι όλοι αυτοί,
μου λέει,
και πού ήταν όσο ζούσα;
γιατί σε αγκαλιάζουν
κι εγώ δεν μπορώ;
μπορείς,
λέω,
θα έρχομαι εγώ,
κάθε ξημέρωμα·
-δε σε θέλω εδώ,
μου λέει,
δεν ανάβουν τα σώματα
κι έχουμε ξεπαγιάσει.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΥΜΠΕΡΗ
AN ΕΙΜΑΙ
Αν είμαι κόκαλο ποτισμένο με οξύ και δάκρυα
σταματημένους ήλιους αν έχω στα βλέφαρά μου,
αν είμαι συκώτι μεθυσμένο που πρήζεται
και δεν αντέχει την οδύνη του,
αν είμαι δέρμα που βαραίνει και πιέζει το κρέας,
αν είμαι σώμα που υποφέρει,
μπορώ να είμαι και φτερό, πουλί, αερόστατο,
μπορώ να είμαι ρίζα που ανεβαίνει,
βεγγαλικό που σκάει,
την ουσία μου ν’ αναλίσκω μπορώ
με κρότο τα μυρμήγκια να εντυπωσιάζω.
ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑΣ
μοναχικός και αδύναμος
γράφω μάταιες λέξεις
λέξεις βουβές και χάρτινες
για κείνους που μιλάνε άλλη γλώσσα
εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάζουν
γράφω για τους απόκληρους
και για τους καταδικασμένους
γράφω αν και γνωρίζω
πως η οδύνη ακυρώνει
κάθε συνδυασμό των λέξεων
κάθε αθώο ποίημα
κι όταν ακόμη εκείνο σφίγγει τη γροθιά του
κι όταν ακόμη ανώφελα δακρύζει
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΣΤΕ ΤΙΣ ΑΚΤΕΣ
Μεταγλωττίστε τις ακτές
και τα λιμάνια και τα αστέρια
είπε,
για έναν γενναίο καινούριο κόσμο
για να χαράξει ένας νέος ήλιος πάνω
απ’ τα περιφραγμένα χωράφια της γης
Διαψεύστηκαν τα υποκείμενα μεταμφιεσμένα
σε αντικείμενα
γι’ αυτό και παραφέρθηκε η κρίση μας
και μοιραία διέφυγε στην αθώα ενοχή μας
ότι η αυγή χρύσιζε υποδόρια πάνω σε
ξυρισμένα κεφάλια
και η σελήνη μισή στην καταβύθισή της στο
υπόγειο μετρά
ξεχείλιζε αίμα πορφυρό
Βλέπεις, κανείς δεν είχε υπολογίσει με μέτρα
και σταθμά
και τα μελάνια που ’χυναν οι σουπιές
στο πέρασμά τους στο Αιγαίο.
Η πρόταση στη γλώσσα ήταν διαρκής και
αμετάκλητη;
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΚΙΑΘΑΣ
ΑΝΑΦΗ
Της Ε.Γ.Θ.
Στον ώμο ολόγυμνος
του φεγγαριού ο Αύγουστος.
Εκεί μας βρήκε η θάλασσα
στα λαξεμένα αρμυρίκια, ψηλά στα βράχια
να σπάμε τις σκιές των σύννεφων,
με δίκταμο και μέντα.
Εκεί το τέλος του καλοκαιριού μάς βρήκε
να ψάχνουμε στις γειτονιές
με τις ωραίες κοιμωμένες
τις φύτρες της αγάπης μας.
Εσύ μ’ ένα κραγιόν του Βερμιγιόν
να κάνεις ένα κύκλο στα κύματα μεγάλο
μεταξύ Αμοργού και Ανάφης.
Κι εγώ στην πλάτη της Μονής
του Προφήτη, έρωτα
να ζωγραφίζω τη ζωή
με κιμωλία ποίηση.
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
γέμισε ρυτίδες η πόλη
οι λέξεις καίγονται σε δρόμους κλειστούς
από έργα φυλλοβόλα
τα πάρκα άδεια δίχως δέντρα
πυρακτωμένα τσιμέντα
ατμίζουν τις ανάσες της
μαρκάρισμα στις αγέλες των αυτοκινήτων
σαν χειρόγραφη ανθρωποκτονία
κατασκευαστικών συμφερόντων
με μια κλωστή αειφορίας
ράβω όνειρα βιωσιμότητας
στο άναρχο τσιμέντο
που με πλακώνει
στον αστικό μου τάφο
.
Από τη παρουσίαση στη Θεσσαλονίκη στις 23 Ιουνίου 2022.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
FRACTAL 29/06/2022
Το έργο τέχνης, γράφει ο Andre Breton (1896-1966), έχει αξία μόνο στον βαθμό που πάλλεται, διατρεχόμενο από σχολιασμούς του μέλλοντος. Και ο Walter Benjamin (1892–1940) στα δοκίμιά του αναφέρει: στην πράξη, κάθε αναπτυγμένη μορφή τέχνης βρίσκεται στο σημείο τομής τριών γραμμών εξέλιξης: η πρώτη έχει να κάνει με την τεχνική […], η δεύτερη με τις παραδεδομένες μορφές τέχνης […], η τρίτη με συχνά αφανείς κοινωνικές μεταβολές.
Η ποιήτρια και μεταφράστρια Κατερίνα Λιάτζουρα στο βιβλίο της Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες, εκδόσεις Ρώμη, ανθολογεί εικοσιπέντε Έλληνες ποιητές και ποιήτριες, συνθέσεις των οποίων μεταφράζει στα γερμανικά σε ένα έργο δίγλωσσο, όπου κάθε ποίημα καταγράφεται στο πρωτότυπο και στη γερμανική του απόδοση, έτσι ώστε ο αναγνώστης και η αναγνώστρια να μπορεί να συγκρίνει.
Ο τίτλος αντλείται από το ποίημα Ποιητική του Μανόλη Αναγνωστάκη. Όπως η ίδια υπογραμμίζει στον πρόλογο του βιβλίου, η ποίηση οφείλει να χρησιμοποιεί λέξεις που να καρφώνονται στη γλώσσα, στον νου, στην καρδιά. Η ελληνική ποιητική σκηνή που συνεχίζει να δημιουργεί από την Αρχαιότητα, έχει να επιδείξει και σήμερα ποιητικές φωνές που πάλλονται διατρεχόμενες από σχολιασμούς του μέλλοντος, όπως πίστευε ο Andre Breton, και ικανές να ενσωματώνουν αφανείς κοινωνικές μεταβολές, όπως ισχυριζόταν ο Walter Benjamin.
Τα κριτήρια ανθολόγησης σε ένα μεταφραστικό έργο -και γενικότερα στις Ανθολογίες- είναι πάντα υποκειμενικά. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία στο έργο της Κατερίνας Λιάτζουρα είναι πως αναφερόμαστε σε πολύ σύγχρονη ποίηση, εφόσον η πιο παλιά έκδοση είναι του 2015. Η μεταφράστρια επιλέγει ποιητές και ποιήτριες ανεξαρτήτως ηλικίας, βραβεύσεων, γενεών, σωματείων· που είναι όμως πολιτικά ενεργοί ή ενεργές και συμβάλλουν στα λογοτεχνικά δρώμενα: δημοσιεύσουν ποίηση, γράφουν κριτικά δοκίμια και κείμενα για την τέχνη, είναι παραγωγοί σε ραδιοφωνικές ή ιντερνετικές λογοτεχνικές εκπομπές, αρθρογραφούν, διαχειρίζονται λογοτεχνικά blog, διατηρούν στήλες σε εφημερίδες και περιοδικά, συμμετέχουν σε βραδιές τέχνης, εκδηλώσεις, πάνελ συζητήσεων.
Η μετάφραση είναι εξίσου υποκειμενική. Η μετάφραση, η ρηξικέλευθη ενδογλωσσική απόδοση, η ευρηματική αντι-κατάσταση, εν ολίγοις η επιμελής μετάβαση, είναι, κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα θεώρησης των πραγμάτων, μάλλον ατελής, γράφει ο ποιητής Γιώργος Βέης στο δοκίμιό του Ποίηση και Μετάφραση οκτώ προσβάσεις.
Με το σύνολο της ταυτότητάς μου, με αυτό που είμαι, με τον πεπερασμένο ορίζοντα της κατανόησής μου, όσον αφορά τη γλώσσα του ποιήματος και την ίδια την ποίηση, μεταφράζω, γράφει η Χριστίνα Λιναρδάκη. Και συνεχίζει. Αυτό που λέει ο Goethe είναι ότι ο μεταφραστής δεν μπορεί να μεταφράσει το ποίημα ως ποίημα. Πάντοτε το μετάφρασμα, όσο προσεκτικός κι αν είναι, όσο αγαθή πρόθεση και να έχει, θα απέχει από το πρωτότυπο για χίλιους λόγους: επειδή είναι αδύνατο να διασώσει επακριβώς το μέτρο, τη σειρά των λέξεων ή τις συγκεκριμένες αποχρώσεις νοήματος. Άρα το καλύτερο που μπορεί να κάνει, είναι να παρέχει με το μετάφρασμα μια μήτρα από την οποία θα ορμηθεί ο αναγνώστης στη δική του διαδικασία οικειοποίησής του. Είναι ένας αντισυμβατικός τρόπος θεώρησης της μετάφρασης που πρεσβεύει ότι το σημαντικό είναι να σωθεί η ποίηση, ακόμη και αν πρέπει να γίνει με θυσία του ποιήματος –αυτό δηλαδή που συνήθως συμβαίνει.
Στην περίπτωση της Κατερίνας Λιάτζουρα θα λέγαμε πως πρόκειται για μια καλοπροαίρετη διαλεκτική η οποία διαπνέεται από ευγένεια και σεβασμό στις ιδιαιτερότητες της ποιητικής γραφής, όπως αναφέρει η ίδια στον πρόλογο του βιβλίου. Μια προσπάθεια επικοινωνίας με Έλληνες και Γερμανούς μέσα στη διαπολιτισμική εποχή, μέσα στην πολυγλωσσία του σύγχρονου ποιητικού γίγνεσθαι.
Δεν με απασχολεί η Ποίηση πάνω από όλα.
Το θέμα μου είναι ο Πόλεμος και η φρίκη του Πολέμου.
Η Ποίηση βρίσκεται μέσα στη φρίκη,
γράφει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, για να τονίσει πως προβληματισμός ανεξάρτητος από το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο δεν υπάρχει. Η λογοτεχνία βρίσκεται σε αδιάλειπτη σχέση αμοιβαίας ανταλλαγής με τον πραγματικό κόσμο· με το σύστημα πεποιθήσεων, συνηθειών και κανόνων από τους οποίους είναι εξαρτημένος ο καλλιτέχνης.
Όσον αφορά το κοινό, οι αντιδράσεις του προς ένα ποιητικό έργο είναι δυναμικές και μεταλλασσόμενες. Μπορεί να διαβάσουμε ένα ποίημα πριν χρόνια, και κάποια στιγμή, πολύ αργότερα, να επιστρέψουμε σ’ αυτό, γιατί διεγείρει νέες διανοητικές διαδικασίες μέσα μας.
Η Κατερίνα Λιάτζουρα στην Ανθολογία Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες επιλέγει ποιήματα πολιτικά με την ευρεία έννοια του όρου. Ποιήματα της Κούλας Αδαλόγου, του Σπύρου Αραβανή, της Βέρας Βασιλείου-Πέτσα, της Ντίνας Γεωργαντοπούλου, του Γιώργου Δάγλα, της Άννας Δερέκα, της Διώνης Δημητριάδου, της Στέλλας Δούμου, της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη, της Έφης Καλογεροπούλου, του Ανδρέα Καρακόκκινου, της Μαρίας Κουλούρη, του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου, της Κυριακής Λυμπέρη, του Τόλη Νικηφόρου, της Λαμπριάνας Οικονόμου, της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, του Φάνη Παπαγεωργίου, του Κώστα Ριζάκη, της Αγγελίνας Ρωμανού, της Ιφιγένειας Σιαφάκα, του Αντώνη Σκιαθά, του Δημήτρη Τρωαδίτη, του Αντώνη Τσόκου και του Δήμου Χλωπτσιούδη.
Τρία ποιήματα από κάθε ποιητή ή ποιήτρια. Οι συνθέσεις στο σύνολό τους είναι συμβολιστικής ή υπερρεαλιστικής τεχνοτροπίας, πολιτικού με την ευρεία έννοια ή οντολογικού περιεχομένου. Περικλείουν τις ποικίλες εκφάνσεις του ανθρωπίνου βίου: τις κοινωνικές δομές, τις διανθρώπινες σχέσεις, τις αντιδράσεις των ατόμων στις δραματικές κορυφώσεις της ζωής, τον έρωτα και τον θάνατο, τον εσωστρεφή τόνο της υπαρξιακής αγωνίας. Χαρακτηρίζονται από προσήλωση στην προσωπική μνήμη, καθώς και στην ατομική ενδόμυχη συγκίνηση.
Άμεση και υποβλητική η ποιητική φωνή της Κούλας Αδαλόγλου μέσα από τα ανθολογημένα ποιήματα Κρέμα νυκτός, Ίσως, Στιγμή και την ποιητική συλλογή Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα, εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2018. Εξόχως δυνατή μέσα στην ηρεμία της και στοχαστική.
Παλμύρα 2015 μ. Χ., Γενεαλογικό, Τα σπίτια των νεκρών, (από τη συλλογή Φιλοθεάμων, εκδόσεις Κουκούτσι 2020), τα ποιήματα πρόκες του Σπύρου Αραβανή για τις σκοτεινές δυνάμεις που εξυφαίνουν πολέμους, σφαγές, νεκρά παιδιά. Καθηλωτικός ποιητικός λόγος. Διακειμενικότητα.
Από το έργο της Βέρας Βασιλείου-Πέτσα, ποιήτριας, παραγωγού εκπομπών λόγου και μουσικής, συγγραφέως, ανθολογούνται τα ποιήματα Άουσβιτς -Γενάρης του ’45, Απ’ το παράθυρο, Βορεινό Παράθυρο (συλλογή Βορεινό Παράθυρο, Μετρονόμος, 2015). Σε αυτά εκδηλώνεται η θλίψη του χωρισμού και της λήθης, του ανελέητου χρόνου, αλλά και η ανάγκη για επανακαθορισμό και νέα φτερά στη ζωή.
Η Ντίνα Γεωργαντοπούλου στα ποιήματα Θα γίνουν ροδοπέταλα, Κάτι από μένα, Περιμένω, από τη συλλογή Απροσποίητα, εκδόσεις Βακχικόν 2017, τραγουδά με λυρισμό την αγωνία του έρωτα. Την ποιητική της γλώσσα διανθίζει πλούσια εικονοποιία, σωματικότητα, αισθησιασμός.
Πολιτική και κοινωνική η θεματική του Γιώργου Δάγλα, με μπρεχτικές επιδράσεις. Η Λιάτζουρα ανθολογεί τρεις συνθέσεις από την ενότητα Οι γενναίοι και τη συλλογή Το μαύρο χιόνι, εκδόσεις Κύμα 2018. Οι γενναίοι του σύμπαντος, που […] μετατρέπουν τη στιγμή σε/ αιωνιότητα, τον θάνατο σε ασήμαντη λεπτομέρεια,/ το δέντρο σε παιδί […]. Αναφορές στην ποίηση, τη ζωή, τους έρωτες, τις οδύνες, τους αγώνες, την κοινωνική υποκρισία.
Τα ποιήματα της Άννας Δερέκα Αχέρων, Διά πολλών ποταμών, Διαφορετική καταγωγή, από τη συλλογή Αιμάσσων, εκδόσεις Κέδρος 2019, μιλούν για τον θάνατο και τη γυναίκα, για την απουσία θέλησης· ενώ της Διώνης Δημητριάδου, από τη συλλογή Ο ευτυχισμένος Σίσυφος, εκδόσεις ΑΩ 2019, συνομιλούν με αρχαίους μύθους, προσωκρατικούς φιλοσόφους, αναφέρονται στην ποίηση, την ύπαρξη, την πολιτική.
Δραματικά και υποβλητικά τα ποιήματα της Στέλλας Δούμου Ανέστιος, Φοβάμαι μπλε, Το αγκάθι. Από τη συλλογή Χρονορυχείο, εκδόσεις Θράκα 2017. Ραμμένα στην υπερρεαλιστική της ραπτομηχανή, αναφέρονται στον χρόνο, στην ύπαρξη, την ευτέλεια της ζωής.
Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη ανθολογείται με ποιήματα για την ξενιτιά, τη μετανάστευση και τους αναξιοπαθούντες, από τη συλλογή Λιγοστεύουν οι λέξεις, εκδόσεις Μελάνι 2017. Τίτλοι: Άγνωστες λέξεις, Ξεριζωμένα δέντρα, Σε τάξη προπαρασκευαστική.
Τα ποιήματα της Έφης Καλογεροπούλου Ανάληψη, Υγρασία της μνήμης, Μεταμορφώσεις, από τη συλλογή Χάρτης ναυαγίων, εκδόσεις Μετρονόμος 2017, αφορούν τον χρόνο και την ύπαρξη. Παρούσα μνήμη, πόνος ανάμνησης. Ασθματικός ρυθμός, παρηχήσεις, επαναλήψεις, χρήση μεταγλωσσικής λειτουργίας της γλώσσας.
Στις συνθέσεις του Ανδρέα Καρακόκκινου Κουκούλα καταδότη, Με σεντεφένια ηλακάτη, Τυφώνες, ρήματα, επίθετα, παρομοιώσεις και άλλα εκφραστικά μέσα αναδεικνύουν το πρόβλημα της ελευθερίας και του ανυπεράσπιστου πολίτη, την αγωνία της ζωής και του θανάτου, του μέλλοντος και της ποίησης. Από τη συλλογή Λαθρεπιβάτες σε πειρατικό, εκδόσεις Ένεκεν 2017.
Η Μαρία Κουλούρη με τα ποιήματα Έργα και ημέρες, Ζωτικό ψεύδος, Ανασκαφή, από την ποιητική συλλογή Ρολόγια και άλλοι χτύποι, εκδόσεις Μελάνι 2015, επιχειρεί έναν απολογισμό του ανθρώπου και του πολιτισμού. Σήψη, ερημιά, άχθος η ζωή, ανέφικτη η ευτυχία.
Υποβλητικά τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου Θεών νταμάρι, Δεν είσαι πια ο θηρευτής, Τα σώματα. Από τη συλλογή Ενύπνια τα μεθεόρτια, εκδόσεις Έναστρον 2020. Για την Ελευσίνα, τη μνήμη, τον χρόνο, τον θάνατο, τους νεκρούς.
Ένας λόγος για το τίποτα, Αν είμαι, Κι όμως Κατερίνα. Είναι οι τίτλοι των ποιημάτων της Κυριακής Λυμπέρη, από τη συλλογή Ορμητικοί οι φθόγγοι ως το χάνομαι, εκδόσεις Των φίλων 2017. Φιλοσοφία και έρωτας, ο ρόλος της ποίησης, η ματαιότητα.
Από το έργο του Τόλη Νικηφόρου Ίχνη δέους, εκδόσεις Ρώμη 2018, ανθολογούνται τα ποιήματα Γράμμα, Ποιητής, Ασκήσεις ματαιότητας. Συνθέσεις σε πρώτο πρόσωπο, εξομολογητικές, με τη γυναίκα παρούσα, τον ποιητή γεωργό να οργώνει το χωράφι της ποίησης μέχρι τα γεράματα, μιλώντας για τους απόκληρους και τους καταδικασμένους.
Μια πρωτότυπη ποιητική αυτοβιογραφία, αλλά και η περιγραφή της ζωής του ανθρώπου στη μεταβιομηχανική εποχή, στις συνθέσεις της Λαμπριάνας Οικονόμου Βαθμός ελέγχου, Χωρίς αρθρώσεις, Ελλείψει συμβατότητας, από την ποιητική συλλογή Αντίποινα, εκδόσεις Θράκα 2016.
Ο έρωτας και οι κλυδωνισμοί του στα ποιήματα της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου Μεταγλωττίστε τις ακτές, Κλυδωνισμός, Έλεγα σε ένα μπαλόνι αφού πέταξε μετά, από τη συλλογή Μεταπλάσματα, εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2017. Η ανάγκη ενός καινούριου κόσμου. Γίνεται αξιοποίηση της γραμματικής στη μεταγλωσσική της λειτουργία, αλλά και των παρηχήσεων.
Υπερρεαλιστική και συμβολιστική η τεχνοτροπία στα ποιήματα του Φάνη Παπαγεωργίου, Σημειώσεις ενός σημείου στίξης, Υπόσχεση, Η πτώση του σύμπαντος, με κύρια θεματική τη δυναμική του έρωτα, αλλά και την απομάγευση. Από την ποιητική συλλογή Η θάλασσα με τα 150 επίπεδα, εκδόσεις Κουκούτσι 2015.
Από το έργο του Κώστα Ριζάκη Χώμα με χώμα η μάχη, εκδόσεις Ρώμη 2019, μεταφράζονται τα ποιήματα Χειμώνας, Εμψυχωτής πατέρας, Τους νεκρούς σου ποίημα προσπερνάς. Ο ποιητής ανασκάπτει οικογενειακές στιγμές. Δραματική ποίηση με κέντρο της τον θάνατο, όπως και τον ρόλο της ποίησης στην αντιμετώπισή του.
Τα ποιήματα της Αγγελίνας Ρωμανού, από τη συλλογή Back door, εκδόσεις Provocateur 2018, διαπνέονται από νοσταλγική διάθεση. Μιλούν για την απώλεια, τον έρωτα, τη μνήμη.
Η ασθματική, χωρίς τελείες, ποίηση της Ιφιγένειας Σιαφάκα στα ποιήματα Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν Μονοσάνδαλος, Το κουμπί, έχει υπερρεαλιστική εκφορά, αναφέρεται στην ψυχανάλυση και τα απωθημένα, στηλιτεύει τις αυταπάτες, την προδοσία. Από την ποιητική συλλογή Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν, εκδόσεις Σμίλη 2019.
Η έμπιστος συκιά, Υπέργηροι δαίμονες, Ανάφη: τα ποιήματα του Αντώνη Σκιαθά από τη συλλογή Ο μόνος πιστός ένοικος, εκδόσεις Πικραμένος 2018. Επιρροές από τον Ελύτη. Ο έρωτας, ο χρόνος, το σπίτι, η μνήμη.
Υπαρξιακή και κοινωνική η ποίηση του Δημήτρη Τρωαδίτη, στραμμένη στον άνθρωπο, τις αγωνίες και τις ιδέες του. Από την ποιητική συλλογή Η μοναξιά του χρόνου, εκδόσεις Οδός Πανός 2016 και την ενότητα Απόπειρες ονείρων. Τίτλοι: Απόπειρα πρώτη, Απόπειρα δεκάτη πέμπτη, Απόπειρα δεκάτη έκτη.
Του Αντώνη Τσόκου μεταφράζονται τα ποιήματα Η μαγκούρα, Αριθμός ένα, Μαρία, από τη συλλογή Απ’ την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2019. Ποίηση δραματική και υποβλητική.
Οι συνθέσεις του Δήμου Χλωπτσιούδη Laissez passer, Γερασμένη ουτοπία, Θεσσαλονίκη, από την ποιητική συλλογή Laissez passer, εκδόσεις Μανδραγόρας 2019, περικλείουν το όραμα για αλληλεγγύη, ελευθερία και ισότητα. Θρηνούν ωστόσο και για μια τσιμεντένια, αδιέξοδη και κλειστή Θεσσαλονίκη.
Η 247 σελίδων Δίγλωσση Ανθολογία της Κατερίνας Λιάτζουρα Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες, εκτός του κυρίου ποιητικού σώματος, περιέχει πρόλογο και βιογραφικά σημειώματα των ποιητών και ποιητριών που περιλαμβάνει. Η όλη σύνθεση λειτουργεί εμπλουτιστικά για τα ελληνικά γράμματα. Αποτελεί χαρτογράφηση της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης, ένα ανθισμένο της κλαδί, εργαλείο για κάθε μελετητή ή μελετήτρια, κυρίως όμως δίαυλο επικοινωνίας με τη Γερμανική κουλτούρα, ικανό να συμβάλλει στην περαιτέρω γνωριμία, αλλά και συν-κίνηση των δύο λαών.
.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
CULTUREBOOK 28/6/2022
Ι.
Η αρχαιότερη γνωστή στις μέρες μας απεικόνιση ενός διερμηνέα ή μεταφραστή προέρχεται από την Αίγυπτο του 1330 π.Χ. Πρόκειται για ένα ανάγλυφο από την ζωφόρο του τάφου του ανώτατου αξιωματούχου και κατοπινού Φαραώ Χορεμχέμπ στην νεκρόπολη της αρχαίας Μέμφιδας, το οποίο βρίσκεται σήμερα στην πόλη Leiden της νότιας Ολλανδίας. Το «Ανάγλυφο του Διερμηνέα», όπως αποκαλείται, απαρτίζεται από τρεις φιγούρες: τον ίδιο τον Χορεμχέμπ, μια ομάδα ξένων απεσταλμένων και έναν διερμηνέα.
Ο εκπρόσωπος του Φαραώ έχει στο ανάγλυφο το διπλάσιο μέγεθος του διερμηνέα, ενώ υπερέχει κατά ένα τρίτο περίπου και σε σχέση προς τους ξένους αξιωματούχους.
Οι τελευταίοι παριστάνονται γονυπετείς επειδή ικετεύουν τον βασιλιά να τους προστατεύσει από εχθρικές εισβολές. Το μικρότερο μέγεθός τους οφείλεται στο γεγονός ότι στην αρχαία Αίγυπτο η ιδιότητα του «ανθρώπου» ήταν τίτλος τιμής που αποδιδόταν μόνο στους κατοίκους της, ενώ οι ξένοι θεωρούνταν ως κατώτεροι και «βάρβαροι». Η διαφορά μεγέθους αντιστοιχεί όμως και σε μια ιεράρχηση της αξίας και της ισχύος των γλωσσών: τα αιγυπτιακά είναι ανώτερα και ισχυρότερα των ξένων ιδιωμάτων.
Η ιεράρχηση των γλωσσών αποτυπώνεται και στην καθοδική κατεύθυνση των επικοινωνιακών χειρονομιών στο ανάγλυφο. Στο υψηλότερο σημείο βρίσκεται το χέρι του εκπροσώπου του Φαραώ με το αιγυπτιακό διάταγμα· χαμηλότερα το υψωμένο χέρι του διερμηνέα που το παραλαμβάνει από το προηγούμενο και ο οποίος, αφού στραφεί προς την άλλη πλευρά, παραδίδει το μεταφρασμένο πλέον μήνυμα με το κατεβασμένο χαμηλότερα τώρα χέρι στους ξένους, τα χέρια των οποίων βρίσκονται ακόμη πιο χαμηλά.
Ο διερμηνέας/μεταφραστής, ο οποίος κυρίως ενδιαφέρει εδώ, βρίσκεται στη μέση και αποτελεί το επίκεντρο του ανάγλυφου, και απεικονίζεται σε δύο στάσεις: στην πρώτη εμφανίζεται στραμμένος προς τον ίδιο τον ύπατο εκπρόσωπο του Φαραώ Τουταγχαμών, τον Χορεμχέμπ, από τον οποίον δέχεται το διάταγμα του βασιλιά στα αιγυπτιακά. Στην δεύτερη έχει στραφεί προς τους ξένους «μεταφέροντας» και μεταφράζοντας το φαραωνικό διάταγμα στην γλώσσα τους. Είναι μικρότερος σε μέγεθος όχι μόνο από τον Χορεμχέμπ, αλλά και από τους ξένους, μολονότι συνομιλεί ως ίσος προς ίσον με αυτούς. Χαρακτηριστική είναι επίσης η σκυφτή στάση του σώματός του.
Το μικρό μέγεθος του διερμηνέα/μεταφραστή παραπέμπει στην χαμηλή κοινωνική θέση που είχε ο ίδιος και η δραστηριότητά του στην Αρχαία Αίγυπτο. Ταπεινότητα, υποτέλεια, υποταγή και αυθυποβιβασμό δηλώνει και το σκυφτό του σώμα. Η «κίνησή» του, τέλος, μεταξύ των δύο σταθερών πόλων του ανάγλυφου που αποδίδεται με την διπλή απεικόνισή του, αισθητοποιεί προσφυώς την λειτουργία του διερμηνέα ως απλού «μέσου» και μεταβατικού σταδίου, που πάει να πει: νόημα και αξία έχει το μήνυμα που μετα-φέρει και μεταφράζει, όχι αυτός ο ίδιος. Ο μεταφραστής επομένως δεν είχε αυτοτελή και αυτόνομο λόγο ύπαρξης, επειδή – για να χρησιμοποιήσω μια φράση της Κατερίνας Λιάτζουρα [εφεξής = Κ.Λ.] από τον «Πρόλογο» στην Ανθολογία της – «δεν έχει να πει» κάτι ο ίδιος, αλλά υπηρετεί απλώς την επικοινωνία μεταξύ ετερόγλωσσων ανθρώπων που «έχουν να πουν» πράγματα ο ένας στον άλλο.
– Μα καλά, θα αναρωτηθεί κανείς εδώ, τι νόημα έχει η αναφορά σε ένα ανάγλυφο 3000 ετών; Δεν έχει αλλάξει η κατάσταση στις μέρες μας; Και μάλιστα ριζικά;
Η απάντηση είναι: δυστυχώς όχι, και κυρίως: δυστυχώς όχι στην χώρα μας. Ή τουλάχιστον: όχι σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο περιγράφεται και αξιολογείται ο διερμηνέας/μεταφραστής και η ερμηνευτική και μεταφραστική δραστηριότητα, και τον οποίο τόσο «εύγλωττα» αναδεικνύει το αρχαίο ανάγλυφο. Σε ορισμένα χαρακτηριστικά αυτού του τρόπου εστιάζονται οι ακόλουθες σύντομες παρατηρήσεις μας, οι οποίες προέκυψαν από την ανάγνωση της ανθολογίας της Κ.Λ..
ΙΙ.
Το πρώτο από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι η τάση «συρρίκνωσης», η απαξίωση και ο υποβιβασμός του ρόλου του μεταφραστή και της μεταφραστικής δραστηριότητας για τον πολιτισμό μιας χώρας και τις σχέσεις της με άλλες χώρες και τον πολιτισμό τους. Μολονότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης θα προσδοκούσε κανείς να υπάρξει μια αναβάθμιση, η τάση συρρίκνωσης κυριαρχεί και στην σύγχρονη λογοτεχνική ζωή. Αρκεί μια ματιά στην τυπογραφική διαμόρφωση των εξωφύλλων μεταφρασμένων βιβλίων για να διαπιστώσει κανείς τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Το όνομα του μεταφραστή γράφεται συνήθως με τα μικρότερα δυνατά στοιχεία, – αν υπάρχει καν στο εξώφυλλο, διότι πολύ συχνά κρύβεται στις πρώτες εσωτερικές σελίδες.
Μια τέτοια πρακτική υπαγορεύεται ασφαλώς από τις ανάγκες της αγοράς, οι αναγνώστες, όπως λέγεται συνήθως, προσελκύονται «φυσικά» από «διάσημους συγγραφείς» και όχι από «άσημους μεταφραστές». Ωστόσο η αξιολόγηση και ιεράρχηση σε «διάσημους συγγραφείς» και «άσημους μεταφραστές» δεν είναι τόσο «φυσική» και αυτονόητη, αλλά επιβάλλεται συνήθως από την βιβλιοκριτική που ασκείται από δημοσιογράφους και ακαδημαϊκούς, οι οποίοι με την σειρά τους στηρίζονται ρητά ή υπόρρητα σε σχετικές γλωσσολογικές ή λογοτεχνικές θεωρίες.
Βέβαια τελευταία δεν λείπουν οι θεωρητικές προσπάθειες που κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση, την αποκατάσταση και αναβάθμιση δηλαδή του μεταφραστή και του έργου του, οι οποίες ωστόσο δεν έχουν ακόμη ευρεία απήχηση. Οι θεωρίες αυτές, οι οποίες στρέφουν την προσοχή τους στην μεταφραστική πράξη, αναγνωρίζουν την εξαιρετική δυσκολία της μετάφρασης, προπαντός της λογοτεχνίας και ιδιαίτερα της ποίησης. Εκκινώντας από εδώ, προτείνουν οι μεταφράσεις στον εν λόγω τομέα να προσεγγίζονται και να κρίνονται ως πρωτογενείς δημιουργίες, ως ιδιόμορφα, αυτόνομα λογοτεχνήματα και όχι μόνο ως απλές αναπαραγωγές των πρωτότυπων έργων σε άλλη γλώσσα. Αντίστοιχα αναβαθμίζονται και οι μεταφραστές από αμελητέους παραγωγούς δευτερογενών κειμένων σε αυθεντικούς δημιουργούς.
Κατά τη μελέτη της μεταφραστικής πράξης οι νεότερες αυτές θεωρίες δεν περιορίζονται στην σύγκριση ενός μεμονωμένου μεταφρασμένου κειμένου με το πρωτότυπο, αλλά διευρύνουν την έρευνά τους στο σύνολο των διεργασιών που καθορίζουν την μετάφραση λογοτεχνικών κειμένων. Στο πλαίσιο αυτό θέτουν μεταξύ άλλων και ερωτήματα όπως τα εξής:
– Ποιος επιλέγει τους συγγραφείς και τα έργα που πρέπει να μεταφραστούν;
– Πώς εκτυλίσσεται ειδικότερα τούτη η διαδικασία και ποιοι παράγοντες την διαμορφώνουν;
– Ποιος είναι ο ρόλος των συμμετεχόντων προσώπων και θεσμών, όπως εκδοτικοί οίκοι, επιμελητές, λογοτεχνική κριτική, ξένα πολιτιστικά ινστιτούτα, βραβεία και υποτροφίες για μεταφραστές, ακαδημίες, φεστιβάλ ποίησης;
Κρίσιμα και χρήσιμα είναι τέτοιου είδους ερωτήματα, επειδή οδηγούν στην ανάδειξη και κατανόηση μηχανισμών εξουσίας που δεν καθορίζουν μόνο την θέση και την αξία της μετάφρασης και των μεταφραστών, αλλά και επειδή επιβάλλουν έναν κανόνα συγγραφέων και κειμένων που αξίζουν να μεταφραστούν με όχι πάντα διαφανή κριτήρια.
ΙΙΙ.
Μία από τις αρετές που διακρίνουν τη δίγλωσση ανθολογία της Κ.Λ. είναι ότι αποτελεί ένα αντιπαράδειγμα στις προαναφερθείσες αδιαφανείς πρακτικές. Η κεντρική λέξη και έννοια είναι εδώ η «υποκειμενικότητα», στην οποία, όπως ομολογεί η ίδια στον «Πρόλογο» του βιβλίου, στηρίζεται όλο το εγχείρημά της: η διατύπωση κριτηρίων, η ανάγνωση, η επιλογή αλλά και η απόρριψη ποιητών και ποιημάτων, ο προσδιορισμός του τρόπου μετάφρασης. «Υποκειμενικότητα» σημαίνει πρώτα από όλα – αρνητικά – απουσία γενικών κανόνων που εγγυώνται την διυποκειμενική ισχύ, την αντικειμενικότητα και την βεβαιότητα των προτάσεων μας ή αλλιώς απουσία επιστήμης, και επομένως ένα άλμα στην αβεβαιότητα. «Υποκειμενικότητα» σημαίνει όμως ακολούθως – και θετικά – θάρρος, τόλμη και εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και την – αισθητική, στην προκειμένη περίπτωση, – κρίση μας. Τούτη η στάση και η μέθοδος κάθε άλλο παρά αυτονόητη είναι στην εποχή της επιστήμης της μεταφρασεολογίας και της στηριζόμενης σε αυτήν «επιστημονικής» λογοτεχνικής μετάφρασης.
Η μεταφρασεολογία μπορεί να είναι χρήσιμη για τους μεταφραστές και την μετάφραση στο μέτρο που – όπως οι προαναφερθείσες έρευνες – στρέφεται ρητά προς την μεταφραστική δραστηριότητα και αναδεικνύει την σημασία της. Τέτοιες θεωρίες συμβάλλουν στην αναίρεση της «συρρίκνωσης» και της υποβάθμισης του μεταφραστή και της μετάφρασης που κυριαρχεί ακόμη και στην εποχή μας. Από την άλλη, ωστόσο, ο αρχικός προσανατολισμός της μεταφρασεολογίας προς τους υπολογιστές και την αυτόματη μεταγλώττιση και η συνακόλουθη τάση να τους εξισώνει με τον άνθρωπο και την ανθρώπινη μετάφραση (humantranslator) συνεχίζει και επιτείνει την «συρρίκνωση» και την απαξίωση του μεταφραστή.
Στη συνάφεια αυτή ανήκει και η «υποκειμενικότητα» της μετάφρασής της, για την οποία η Κ.Λ. κάνει λόγο στην τελευταία σελίδα του «Προλόγου» της. «Υποκειμενικότητα» σημαίνει, όπως είδαμε, απουσία γενικών κανόνων και επιστήμης, και επομένως άλμα στην αβεβαιότητα και αποδοχή της δυνατότητας σφάλματος κατά την άσκηση της μεταφραστικής δραστηριότητας. Τούτο το άλμα στην αβεβαιότητα δεν είναι όμως τυφλό, αλλά ακολουθεί ορισμένους ιδιόμορφους κανόνες. Οι κανόνες της υποκειμενικής μετάφρασης δεν διατυπώνονται πριν και ανεξάρτητα από την μεταφραστική δραστηριότητα και εφαρμόζονται κατόπιν σε αυτήν· σχηματίζονται κατά την επιτέλεση της ίδιας της μεταφραστικής πράξης μέσω μιας δημιουργικής ενόρασης του μεταφραστή και ισχύουν μόνο για την μεμονωμένη περίπτωση, δεν επιδέχονται δηλαδή γενίκευση. Με άλλα λόγια: σε κάθε βήμα της μετάφρασης παρουσιάζονται εντελώς νέα και διαφορετικής υφής προβλήματα, επειδή ο μεταφραστής διατυπώνει μόνος του τους κανόνες και τις προδιαγραφές που ακολουθεί για να τα λύσει.
Η δημιουργική αυτή ενορατική ικανότητα δεν μπορεί να διατυπωθεί ρητά σε ένα σύστημα κανόνων και να διδαχθεί, καλλιεργείται όμως και εκμαθαίνεται μέσω της συνεχούς μεταφραστικής πράξης. Η Κ.Λ. δεν είναι αρχάρια, αλλά έχει ήδη μια αξιοσημείωτη πορεία στον χώρο της μετάφρασης και, όπως αποδεικνύει η παρούσα δίγλωσση ανθολογία, διαθέτει χωρίς αμφιβολία την δημιουργική ενόραση που χαρακτηρίζει κάθε ικανό μεταφραστή. Μολονότι δεν είναι εύκολο να προσεγγίσει κανείς μια υποκειμενική μεταφραστική μέθοδο από έξω, θα παραθέσουμε, κλείνοντας, ορισμένες προτάσεις του Bertolt Brecht:
«Αυτό που βλάπτει περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο τα ποιήματα κατά την μετάφρασή τους σε μια άλλη γλώσσα, είναι ως επί το πλείστον η προσπάθεια να μεταφράσουμε περισσότερα από όσα πρέπει. Ίσως θα έπρεπε να αρκεστούμε στην μετάφραση των διανοημάτων και της στάσης του ποιητή. Από το πρωτότυπο οφείλουμε να προσπαθήσουμε να μεταφράσουμε μόνο ό,τι στον ρυθμό του αποτελεί στοιχείο της στάσης του γράφοντος, και τίποτε άλλο.» [Gedichte werden bei der Übertragung in eine andere Sprache meist dadurch am stärksten beschädigt, dass man zu viel zu übertragen sucht. Man sollte sich vielleicht mit der Übertragung der Gedanken und der Haltung des Dichters begnügen. Was im Rhythmus des Originals ein Element der Haltung des Schreibenden ist, sollte man zu übertragen suchen, nicht mehr davon. (Bertolt Brecht: Über Lyrik, Frankfurt a.M. 1975)]
Οι επιγραμματικές αυτές προτάσεις, στις οποίες ο μεγάλος Γερμανός ποιητής συνοψίζει την δική του μέθοδο μετάφρασης, μας φαίνεται ότι πλησιάζουν αρκετά τον υποκειμενικό τρόπο με τον οποίο μεταφράζει η Κ.Λ. Οι ανθολογούμενοι ποιητές πρέπει να αισθάνονται τυχεροί που τα έργα τους αποδόθηκαν από μια τέτοια μεταφράστρια σε μια από τις ισχυρές γλώσσες του σύγχρονου κόσμου.
ΣΗΜ. Το κείμενο διαβάστηκε στη παρουσίαση της ανθολογίας στη Θεσσαλονίκη στις 23 Ιουνίου 2022.
.
ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΘΩΜΑ
CULTUREBOOK 4/12/2021
Δεν είναι εύκολο έργο να συνταχθεί και να μεταφραστεί μια ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Η έκδοσή της θέλει φροντίδα: το δίγλωσσο κείμενο έχει απαιτήσεις και σε επίπεδο επιμέλειας ακόμα – δεν λέμε για την ικανότητα του δημιουργού να φτιάξει ποίηση σε γλώσσα ξένη. Όλα αυτά προϋποθέτουν μια μαθητεία ειδική, βαθιά εξοικείωση με τον γλωσσικό κώδικα και βέβαια τριβή με την ποίηση ομολογουμένη: χαρακτηριστικά που συγκεντρώνει η μεταφράστρια και με το παραπάνω.
Γεννημένη στη Στουτγκάρδη το 1972, η Κατερίνα Λιάτζουρα που έλκει την καταγωγή της από τον Βόλο, μεγάλωσε και μαθήτευσε στο περιβάλλον της Γερμανίας για να συνεχίσει κατόπιν τις σπουδές της στο Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Την παρούσα περίοδο, εκπονεί μεταπτυχιακό στην Πολιτισμική Διαχείριση στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο – η πνευματική της δραστηριότητα προσανατολίζεται τόσο προς την κατεύθυνση της επιστήμης, όσο και σε εκείνη της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Σκέψεις (εκδ. Μανιφέστο, 2013), Αποκαΐδια Ηθικής (εκδ. Βακχικόν, 2017) και Η Κρεμμυδαποθήκη (εκδ. Βακχικόν, 2020). Έργο έχει καταθέσει και στον χώρο της μετάφρασης, αρχίζοντας από τη δίγλωσση Ανθολογία Νέων Αυστριακών Ποιητών (εκδ. Βακχικόν, 2019) και προχωρώντας στα: Ποιήματα της Άννας Όσπελτ, (δίγλωσση εκδ. Βακχικόν 2020) και Τόλης Νικηφόρου Ο πλοηγός του απείρου Ποιήματα (δίγλωσση εκδ. Μανδραγόρας, 2021), ενώ είναι υπό έκδοση η νουβέλα Η μελέτη των ριζών, Άννα Όσπελτ (εκδ. Βακχικόν 2021).
Στην παρούσα ανθολογία επιλέγει 25 σύγχρονους Έλληνες ποιητές για να μεταφέρει τον λόγο τους στη Γερμανική γλώσσα, σταχυολογώντας τρία ποιήματα από τον καθένα – την καθεμία, κάθε φορά. Παραλείπει ωστόσο δικά της ποιήματα – μια διακριτική κίνηση συστολής, ενδεχομένως. Όπως σημειώνει και στον πρόλογο του βιβλίου, το κριτήριο της ανθολόγησής της αυτονόητα υποκειμενικό, λαμβάνει υπόψιν την επίκαιρη ποιητική δημιουργία μέσα από «πολύ πρόσφατες εκδόσεις ποιητικών συλλογών. Η πιο παλιά ίσως έκδοση να είναι του 2015 (!)»
Το ρεύμα μιας τέτοιας ποίησης μάς μεταφέρει φωνές ακαταπόνητες και φρέσκιες, έναν αέρα επικαιρότητας και δημιουργίας εν τω γεννάσθε, δίχως το φίλτρο μιας χρονικής απόστασης ή μιας καθιερωμένης διάκρισης. Οι διακρίσεις, άλλωστε, και τα βραβεία, όπως και οι διαγωνισμοί, οι ενώσεις ή τα σωματεία, λίγο τη νοιάζουν, καθώς λέει. Το ενδιαφέρον της συγκεντρώνουν οι ποιητικά ενεργοί δημιουργοί «που είναι δραστήριοι, που συμβάλλουν είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο στα λογοτεχνικά δρώμενα της Ελλάδας ή/και του εξωτερικού». Το βλέμμα της τομή στα δρώμενα και τις εκδηλώσεις τους, ο ζήλος της ξεχωριστός. Είναι ο ζήλος της δημιουργού που διψάει για την ανακάλυψη του καινούργιου, που πασχίζει να τη φέρει στο φως και να τη προβάλλει.
Μ’ αυτόν τον τρόπο και ο αναγνώστης γίνεται μέτοχος και συμμέτοχος της πνευματικής απόλαυσης και της εξερεύνησης του νέου ποιητικού λόγου που κομίζει η εποχή και τροφοδοτεί η σύγχρονη ανάγκη. Οι ποιητές που ανθολογούνται είναι οι ακόλουθοι: Κούλα Αδαλόγλου, ΣπύροςΑραβάνης, Βέρα Βασιλείου-Πέτσα, Ντίνα Γεωργαντοπούλου, Γιώργος Δάγλας, Άννα Δερέκα, Διώνη Δημητριάδου, Στέλλα Δούμου, Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Έφη Καλογεροπούλου, Ανδρέας Καρακόκκινος, Μαρία Κουλούρη, Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Κυριακή Αν. Λυμπέρη, Τόλης Νικηφόρου, Λαμπριάνα Οικονόμου, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Φάνης Παπαγεωργίου, Κώστας Θ. Ριζάκης, Αγγελίνα Ρωμανού, Ιφιγένεια Σιαφάκα, Αντώνης Δ. Σκιαθάς, Δημήτρης Τρωαδίτης, Αντώνης Τσόκος και Δήμος Χλιωπτσιούδης.
Η τόλμη της ανθολόγησης του καινούργιου – παρόλο που αρκετοί από τους δημιουργούς αυτούς έχουν καταθέσει έργο χρόνων αναγνωρισμένο– επικοινωνεί και συνάδει και με τον τίτλο της Ανθολογίας που είναι παρμένος από τον γνωστό στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις» και που επαναδιατυπώνεται εδώ επεξηγηματικά, καθορίζοντας το πλαίσιο και τον στόχο.
Πράγματι, στα 75 ποιήματα του βιβλίου, η ποιητική ματιά γίνεται κριτική ματιά αναθεώρησης και περισυλλογής, καταγγελίας, αλλά και εσωτερικής αναδίπλωσης. Κι ακόμα: σε πολλά ποιήματα γίνεται λόγος για την ποίηση και τη γραφή – μια λειτουργία αυτοαναφορική που εμπνέει τη γλώσσα να μιλάει για τον εαυτό της, πυροδοτώντας τη γραφή, κρίνοντας τον ίδιο της τον λόγο. Η μαρτυρία αυτή έχει τον χαρακτήρα μιας εξομολογητικής ποίησης που μαζεύει τα υλικά της όπως τα ακριβά της αποθέματα, τη λέξη και τον στίχο, για να εκφραστεί, να πειραματιστεί και να καινοτομήσει.
Το βιβλίο διαβάζεται με απόλαυση. Το παράλληλο γερμανικό κείμενο ικανοποιεί τη γλωσσική περιέργεια του αναγνώστη και λειτουργεί, θα λέγαμε, σαν πόρτα ανοιχτή: στον πολιτιστικό διάδρομο μιας συνάντησης λόγου και γραφής, στην πνευματική επικοινωνία και στον διάλογο της τέχνης. Φροντίδα καλή: τα βιογραφικά συμπληρώματα, συγκεντρωμένα στο τέλος, δίνουν πληροφορίες για το έργο των δημιουργών, προσανατολίζοντας κατατοπιστικά τον αναγνώστη.
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
FRACTAL 5/3/2024
Δίγλωσση ανθολογία νεοελληνικών ποιημάτων μεταφρασμένων στα γερμανικά
Η τελευταία λογοτεχνική εμφάνιση της Κατερίνας Λιάτζουρα, με τη δίγλωσση ανθολογία νεοελληνικών ποιημάτων μεταφρασμένων στα γερμανικά που επιμελήθηκε, θέτει με άκρα ευθύτητα δύο θεωρητικά ζητήματα που σχετίζονται άμεσα με την ποιητική επικοινωνία, την πρόσβαση δηλαδή του αναγνωστικού κοινού στον ποιητικό λόγο και την έκθεσή του στην καταλυτική επενέργεια του στίχου. Το πρώτο από τα δύο αυτά ζητήματα αφορά βέβαια τη μετάφραση του ποιητικού λόγου, τη μεταγραφή του σε μιαν άλλη γλώσσα και, συγκεκριμένα, τη σπανιότερη στην ποιητική πράξη και πρακτική μετάφραση ελληνικών ποιημάτων, προκειμένου αυτά να καταστούν προσιτά σε ένα ξενόγλωσσο αναγνωστικό κοινό, εν προκειμένω το γερμανικό. Πράγματι, ενώ η συνήθης πρακτική προκρίνει την αντίστροφή διαδικασία και μέθοδο, τη γνωριμία δηλαδή του ελληνόγλωσσου αναγνώστη με ποιήματα προερχόμενα από άλλες γλώσσες, κατά κύριο λόγο ευρωπαϊκές, η Λιάτζουρα, ποιήτρια και η ίδια, επιλέγει, αυτή τη φορά, να διευρύνει τον ορίζοντα υποδοχής των Ελλήνων ποιητών και των έργων τους, καθιστώντας τα άμεσα και εύκολα προσλήψιμα από το γερμανόφωνο κοινό. Το όλο εγχείρημα φαίνεται, από πρώτη άποψη, πως υπηρετεί και διευκολύνει τους δύο πόλους, τα δύο γλωσσικά – ποιητικά άκρα, τους Έλληνες ποιητές να εξέλθουν των συνόρων της χώρας τους, να απεγκλωβιστούν από τα δεσμά της γλώσσας που τόσο ισχυρά τόσο στενά συνυφασμένα με την ποιητική δημιουργία είναι, και τους Γερμανούς αναγνώστες να έρθουν σε επαφή με μια ποίηση που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν ίσως ποτέ να γνωρίσουν. Η άποψη, όμως, αυτή είναι μάλλον στενή και μονόπλευρη. Γιατί από το συγκεκριμένο εγχείρημα κερδισμένη βγαίνει η ίδια η ποίηση που προσεγγίζεται υπό το πρίσμα ενός σώματος το οποίο προσλαμβάνει διαφορετικές γλωσσικές αποχρώσεις και όχι σαν ένα σύνολο σωμάτων καθένα από τα οποία φέρει και προασπίζεται τη δική του γλωσσική σφραγίδα.
Μέσα στο ίδιο αυτό πλαίσιο, και με δεδομένη τη δύναμη και τη δυναμική της μετάφρασης να (ανα)διαμορφώνει το ποιητικό πεδίο, να καταλύει και να καταργεί τα σύνορα, να αναπλάθει τους όρους και τα όρια της πρόσληψης, θα πρέπει να ενταχθεί και ένας προβληματισμός σχετικά με την ίδια την μεταφραστική πράξη και πρακτική και, πιο συγκεκριμένα, με το μεταφραστικό υποκείμενο, τον μεταφραστή που, κυριολεκτικά, εκτίθεται και εκθέτει τις δυνατότητές του σε ένα εγχείρημα που και δύσκολο και απαιτητικό είναι. Γιατί, όπως κανείς μπορεί εύκολα να αντιληφθεί, το ζητούμενο και το στοίχημα δεν είναι να μεταφερθεί αυτούσιος ο ποιητικός λόγος, να μεταγραφεί δηλαδή το ποίημα από τη μια γλώσσα στην άλλη, να αλλάξει απλώς και μόνο το γλωσσικό του ένδυμα, αλλά να γίνει μετάγγιση του πνεύματος και του ήθους, της ενέργειας, της ιδιαιτερότητας και της ιδιοτυπίας κάθε ποιητικής φωνής, των ιδιαίτερων τρόπων και τόπων της γραφής. Και για να επιτευχθεί αυτό δεν αρκεί βέβαια η μετά – φράση, η αντιπαραβολή του υπάρχοντος ποιητικού κειμένου με το υπό διαμόρφωση, με όρους πιστότητας και ακριβούς απόδοσης της γλώσσας, των λέξεων, των ήχων. Χρειάζεται κάτι περισσότερο. Χρειάζεται η ποιητική πνοή που θα ζωντανέψει το ποίημα και θα το κάνει να αποτελεί όχι τόσο την αλλό-γλωσση εκδοχή του αρχικού ποιήματος, αλλά ένα νέο ποίημα με τη δική του αυθυπαρξία και αυτοτέλεια, με τη δικό του περίγραμμα και σχέδιο που δεν θα έχει βέβαια κόψει τον ομφάλιο λώρο με το αρχικό – κάθε άλλο μάλιστα – θα διαθέτει όμως τη δική του προοπτική, τις δικές του υποδοχές, τις δικές του προσδοκίες. Και για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο δεν αρκεί βέβαια η καλή, ουσιαστική και ολόπλευρη γνώση, ο έμπειρος και δεξιοτεχνικός χειρισμός της γλώσσας, των δύο γλωσσών που εμπλέκονται στη μεταφραστική διαδικασία, αλλά και η ποιητική εκείνη αίσθηση που μόνο όποιος έχει δοκιμάσει και δοκιμαστεί στον ποιητικό λόγο διαθέτει. Η Λιάτζουρα, εν προκειμένω, διαθέτει και τις δύο αυτές αρετές ή προαπαιτούμενα. Γιατί και τη γερμανική γλώσσα γνωρίζει καλά, δεδομένου ότι έχει γεννηθεί στη Στουτγκάρδη και έχει σπουδάσει Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και στην ποιητική πράξη έχει εντρυφήσει, έτσι ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτήν την πρόκληση που απαιτεί τη συστράτευση της γνώσης και της αίσθησης, της αντίληψης και της αντιληπτικότητας, της μεθόδου και της πρωτοβουλίας ταυτόχρονα.
Με αυτά τα δεδομένα και αυτές τις παρατηρήσεις μπορεί κανείς να περάσει στο δεύτερο ζήτημα που θέτει ο παρόν τόμος, αυτό της ανθολόγησης, της επιλογής, δηλαδή, των ποιητών και των ποιημάτων που θα συστήσουν το αντιπροσωπευτικό δείγμα της ποιητικής παραγωγής μιας χώρας, είτε αυτό προέρχεται από μια παρελθούσα εποχή, είτε από τη νεότερη και σύγχρονη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Λιάτζουρα κινείται μάλλον προς τη νεότερη και σύγχρονη ποιητική παραγωγή, επιλέγοντας είκοσι πέντε εν ζωή ποιητές, δεκατέσσερις γυναίκες και έντεκα άντρες, οι οποίοι έχουν μια ενεργή παρουσία στα Ελληνικά Γράμματα, σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις όχι μόνο ως ποιητές. Η πρώτη, λοιπόν, εκτίμηση που θα μπορούσε κανείς να κάνει είναι ότι η ανθολόγος, όπως ίσως και κάθε ανθολόγος κινείται, περισσότερο ή λιγότερο ασυναίσθητα από το προσωπικό της γούστο, τις ποιητικές της προτιμήσεις, τα λογοτεχνικά της αναγνώσματα. Κάτι τέτοιο είναι, άλλωστε, απόλυτα ενδεδειγμένο και λογικό. Όποια κι αν είναι η πρόθεση, η επιλογή των ποιημάτων και η μετάφρασή τους δεν μπορεί να έχει γίνει χωρίς την καταλυτική παρέμβαση της δημιουργικής συνείδησης, του ποιητικού προσανατολισμού και της οικείωσης που ο μεταφραστής νιώθει απέναντι σε έναν ή περισσότερους ποιητές και το έργο τους. Και πάλι όμως, αυτή η θεώρηση θα στερούσε από την αξία του όλου εγχειρήματος, θα το καθήλωνε σε ένα επίπεδο προσωπικό, ατομικό, οριοθετημένο πάνω στη βάση μιας μεμονωμένης θέασης και θέσης. Γιατί παράπλευρα και πέρα από την το κριτήριο του ανθολόγου, δεν είναι δυνατόν να μη λειτουργεί και να μην υπεισέρχεται ένα πιο αντικειμενικό κριτήριο, μια βούληση που εκκινεί και κατευθύνεται στην ίδια την ποίηση ως πυρήνα και περιφέρεια ταυτόχρονα της μέριμνάς του να καταρτίσει με το βιβλίο που επιμελείται μια επιτομή της ποιητικής παραγωγής ή, ακόμη περισσότερο, μιας κατεύθυνσης που έχει προσλάβει και στην οποία κινείται η ποιητική σκέψη και έκφραση μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η κατεύθυνση αυτή δίνεται από τον τίτλο που η Λιάτζουρα επιλέγει για την ανθολογία της, Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες, και που κατευθύνει τις προσδοκίες προς την αναζήτηση ενός κοινού παρανομαστή των ποιημάτων.
Γιατί αν θελήσει κανείς να σταθεί λίγο περισσότερο στον τίτλο και να τον αντικρίσει υπό το πρίσμα της νοηματοδότησης της όλης προσπάθειας, θα μπορούσε εύκολα και εύλογα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι επιλογές της Λιάτζουρα κινήθηκαν με γνώμονα την ανάδειξη ποιητικών φωνών που χαρακτηρίζονται από μια ιδιαίτερη τόλμη και τολμηρότητα, από ένα ποιητικό θάρρος που εκβάλλει τόσο στη διάθεση και το κλίμα, όσο και στις ίδιες τις λέξεις που επιλέγονται και που, κάποιες φορές, μπορεί να μοιάζουν αντι-ποιητικές χωρίς όμως, εν τέλει, να είναι. Πρόκειται για ποιήματα που κινούνται ανάμεσα στο αυτοαναφορικό και το κοινωνικό, ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό, τα οποία συνυφαίνουν και συμπλέκουν τις δύο αυτές τάσεις καθρεφτίζοντας ουσιαστικά αυτό που συμβαίνει μέσα στο σύγχρονο γίγνεσθαι, την ταλάντευση δηλαδή του ανθρώπου ανάμεσα στο εγώ και το εμείς, ανάμεσα στο εδώ και το εκεί, ανάμεσα στον εαυτό και στο σύνολο. Αυτό δηλαδή που, κατ’ ουσίαν, φαίνεται πως κινεί τις επιλογές της Λιάτζουρα είναι η πρόθεσή της να καταδείξει πως η σύγχρονη ποιητική παραγωγή είναι ιδιαίτερα ενεργή και ενεργητική τόσο στο επίπεδο της κοινωνικής παρέμβασης, όσο και σε αυτό της καλλιτεχνικής παρέμβασης. Γιατί αυτό που ουσιαστικά προεξάρχει στην ανθολογία αυτή είναι η εξεικόνιση μιας δυναμικής ποιητικής παραγωγής που έρχεται για να επικυρώσει περίτρανα την εξελικτική παρουσία της ελληνικής ποίησης, τη συνέχιση μιας πλούσιας ποιητικής παράδοσης με ένα εξίσου πλούσιο ποιητικό παρόν.