ΚΥΠΡΟΣ 1974

ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ
1974

Λήθη στους χειμώνες που περνούν
αν ζητά η καρδιά ή το παράπονο
πικρού καλοκαιριού ή ένα καράβι που αρχινά
ταξίδι στα βαθιά,
μα όλο κινά και πνίγεται
μαζί με ξένους ναυτικούς
σε ξένες θάλασσες.

Έρχεται ο χρόνος, γυρολόγος
κρυφά να εναγκαλίζεται
ώρες πικρού καλοκαιριού
και κυνηγούμε τ’ όνειρο
τ’ όνειρο της λευτεριάς.

Πατρίδα πολυτάραχη το βιος
σου πάει και χάνεται.
Σε γέλασε το πράσινο σε μια γραμμή
και ορθώνεται σαν τείχος.
Βάρεσε της σκλαβιάς ο πόνος
στα χρόνια της παρηγοριάς, στα χρόνια της ελπίδας
μα η νοσταλγία της σιωπής το δρόμο σου χαράζει.

ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ
15.7.1974

Οι νεκροί βρομούσαν από ‘να
μίλι μακριά, ήταν ανελέητο
το τελευταίο καλοκαίρι —
τρυπούσε τους ίσκιους των δέντρων
τις στέγες των σπιτιών.
Φριχτό καλοκαίρι για τους ανθρώπους
μπάσαν τους νεκρούς απ’ την πίσω
πόρτα στον Άη Γιάννη,
δεν τους χωρούσαν, λέει, τα φέρετρα.
Κι ο πιτσιρικάς —πήχτρα το αίμα
στα ρούχα του- άνοιγε λάκκους,
τον χτυπούσε ο ήλιος ανελέητα
στους κροτάφους στη μνήμη
βαθιά ως το μέλλον.

Τον ήξερες αλλιώτικα
τον κυπριώτικο ήλιο
θεία Μαρίνα την αυγή
με τα περιστέρια στους ώμους.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ
15 ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ 1974

Το πρωί κοιτάξαμε
από το παράθυρο
τα άρματα μάχης
να οργώνουν παράξενα
με τις ερπύστριες τους
τους δρόμους
της Λευκωσίας.
Το γιατί
το μάθαμε πιο ύστερα.
Γκρέμισαν τα τείχη
της Λευκωσίας
-όσα απόμειναν
από την πολιορκία του Λαλά Μουσταφά
το 1571-
για να διευκολύνουν
τη δεύτερη άλωση
του 1974.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
20 ΙΟΥΛΙΟΥ

Και τώρα που διαβάσαμε
και για το κεμπάπ του Ντεκτάς
εκείνη τη νύχτα,
και για το κρασί του,
Πού να τον βρούμε ν’ αλλάξει τα λόγια του
Να χωρέσει η χαρά του στη λύπη μας
Κι εκείνα τα συγχαρητήρια που δέχτηκε
από τον αυστριακό οηέ
Πώς να τα εκφραστούμε διεθνώς;
Εκείνοι με τη χαρά τους
Εμείς με τη λύπη μας
Να την κρατήσουμε αξιοπρεπώς
Να την μαλάξουμε
να της δώσουμε σχήμα
Μην την ξεφτιλίζουμε.
Ύστερα από το προδοτικό πραξικόπημα
Υπέστημεν την βάρβαρον τουρκικήν εισβολήν.
Και τώρα που καθόμαστε και περιμένουμε
Έρχονται με τα κιτάπια
να μας πουν τις λέξεις
Να ντύσουμε το έγκλημα,
να το αποδεχτούμε
Να βλέπουμε σφαγμένα κορμιά
Τυραγνισμένα και μετά θάνατον
Κι εμείς να καθόμαστε
στα καφενεδάκια της Κερύνειας
Ν’ αναπαυόμαστε.
Τελώνες και φαρισαίοι,
Πόσοι πέρασαν και σήμερα
να επισκεφτούν την πόλη μας
Να κάμουν τα μπάνια τους
Να παίξουν στα καζίνα τους;

ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ

Μετά από κείνη
την ειρηνική επέμβαση
καπνίσαμε οι περισσότεροι
το τελευταίο μας τσιγάρο
Έκτοτε κυκλοφορούμε φαντάσματα
στο θίασο του Καραγκιόζη
Τα βράδια μετά την παράσταση
κοιμόμαστε ανάλαφρα
στα όνειρα των παιδιών
κρατώντας σφικτά
παραμάσχαλα τις ενοχές μας

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ

—Τη θλίψη σου, παππούλη μου, καταλαβαίνω, μα
αυτές τις μπότες σου τις λασπωμένες
τι τις φυλάς τόσο πολύτιμα;
Να τη φιλήσεις έμεινε
τη λάσπη που παρέμεινε.
Τουλάχιστο δεν τις ξεπλένεις;
Σε βλέπω και λυπάμαι έτσι που μένεις
και ξεχασμένος τις κοιτάς ώρες πολλές.

—Να τις ξεπλύνω, γιε μου; Τι μου λες!
Μ αυτές είν τις αγαπημένες
που πότισα πορτοκαλιές
για τελευταία φορά.
Η λάσπη τους είναι του Μόρφου χώμα
που σαν να πρόβλεπε τον χωρισμό
όσο περσότερο μπορούσε κόλλησε και μένει ακόμα.
Τις μπότες μου, παιδάκι μου, θα καθαρίσω
όταν στου Μόρφου το περβόλι μου
θα πάω ξανά να το ποτίσω.

ΝΙΚΗ ΠΑΠΑΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ
ΜΝΗΜΗ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ

Ήσουν σκυφτός κι είχες στη χούφτα σου σπυριά σιτάρι.
Μετρούσες και ξαναμετρούσες –
αύριο των ψυχών.

Πράσινα μέσα στ’ όνειρο. Κήπος.
Δεν γύρισες να με δεις.

Άνυδρο χώμα, λόγια δυσπρόφερτα.

Στα μαύρα η μάνα μες στ’ άλλο όνειρο
κρατά στο χέρι της κόσκινο
διαλέγει σπυριά.
Αρνιέται πως είναι για σένα.

Το μνημόσυνο υποθέτω θολά
του νεκρού αδελφού· δεν ρωτώ.
Πιο πολλά ξέρουν στον Άδη.

Γυρνώ στον ύπνο μου· πάλι εσύ: μονολογείς
κάτι για σήψη, για αναγνώριση –
αιμορραγείς;

Εγκιβωτισμένη σιωπή· των θανάτων.

Καθημαγμένη δεύτερη άνοιξη χωρίς συγχώρεση·
ένα κλαδί της ελιάς ακουμπώ ασημί
στο περβάζι της θύμησης
και μνημονεύω σας- πήλινο καπνιστήρι παλιό
η μάνα ανακατεύει τα κάρβουνα ασώματη.

Στης γιαγιάς το αδράχτι κλωστή κρατερή
ξετυλίγονται οι μνήμες· φεύγουν οι μέρες μου σαν το νερό.

Πάντα Θα μνημονεύω σου.
Χωρίς ελπίδα.
Έπεσες, είπαν, κοντά στα περβόλια μας.

Μπαίνοντας της Κερύνειας.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ
Η ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ

Τα οστά αυτά που θάβουμε
είναι τα δικά μας οστά.
Τα κυρτωμένα σκέλεθρά μας
με τα αναρριχώμενα οστεόφυτα.

Τα οστά που ανασκαλεύουμε
είναι τα διαβρωμένα βράχια
της μακρινής θάλασσας
που εκβάλλει στις φλέβες μας.

Τα αποστεωμένα κορμιά
συνθέτουν το σκαρί
του οξειδωμένου ναυαγίου
σφηνωμένα στην πλώρη.

Εκείνου του καραβιού
που ναυάγησε χρόνια
μετά την προδοσία
αιώνες μετά τη γέννηση της Κυπρίδας.

Τα οστά που θάβουμε
είναι η αποστεωμένη μας συνείδηση.
Αυτή που θάφτηκε αταυτοποίητη
στην απανεμιά της ιστορίας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ
ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ

Τα οστά του φυλαγμένα σ’ ένα συρτάρι
του ανθρωπολογικού εργαστηρίου
περιμένουν ταυτοποίηση.
Ένας άνθρωπος που ήθελε να κάνει πολλά
αλλά δεν του βγήκε, κακορίζικος.
Σαράντα χρόνια αγνοούμενος
πέντε χρόνια μάλλον νεκρός.
Τέσσερα χρόνια φυλαγμένος.
Φυλαγμένος προσεκτικά σ’ ένα συρτάρι παρόμοιο
μ’ εκείνο όπου κάποτε παιδί
είχε κρύψει ένα γλειφιτζούρι
για να το γλείψει αργότερα.

ΒΑΣΟΣ ΛΥΣΣΑΡΙΔΗΣ
ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

Αγωνιώ το σπίτι μου κλειστό ν’ αφήσω
έστω για λίγο.
Δεν θέλω όταν φανείς
να βρεις την πόρτα σου κλειστή.
Μου λένε πως μια γεροξεκουτιάρα είμαι
να περιμένω τους νεκρούς να σηκωθούν.
Αυτοί τι ξέρουν;
Μόνο μια ελάχιστη στιγμή της λύπης μου
θα τους σκοτώσει.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ
Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ

α’

Μες στον πόλεμον
η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά
μες στ’ αγκάλια της τζι εβούραν.
Εν είσεν νερόν.
Άμαν τζι εγίνην το κακόν
τζι ο τόπος εμοιράστηκεν
εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου
τζι εγύρεψεν να με πιάσει.
Εν τον εκατάλαβα.
Εθώρουν, λαλεί η μάνα μου,
μες στα μμάθκια του
τον φονιάν
τζι έκλαια.

ΕΛΛΗ ΠΑΙΟΝΙΔΟΥ
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

λύσανε τα σαντάλια τους, τα μέλη αποσταμένα
έγειραν να ξεκουραστούν
σιγά σιγά, μην ακουστούν
βγήκανε τα φαντάσματα σεργιάνι, ένα ένα.
ετούτο βγήκε απ’ τα προικιά της πρώτης θυγατέρας
εκείνο από τη τσιμινιά
και σμίχτηκε στη γειτονιά
με τις χαρούμενες φωνές πού κουβαλά ό αέρας.

φαντάσματα, φαντάσματα τού χθεσινού μας κόσμου
γιατί δε χάνεστε κι’ εσείς
μέσα στα βάθη της ψυχής
κι’ αβάσταχτη μάς φέρνετε ευωδιά χαμένου δυόσμου;

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΜΑΚΡΙΔΟΥ
ΠΡΙΝ

Η σκοτεινή τρύπα στον τοίχο
πριν το 74
ήταν ήλιος.
Τα μαύρα σύννεφα στα μάτια σου
ήταν φεγγάρια.
Οι φωνές των παιδιών
την προηγούμενη μέρα
δεν ξανακούστηκαν πια
στην γειτονιά.
Φούσκωσε της αυγής το κλάμα
μες τούς μαστούς της νύκτας.
Απόμακρα γνέφει
θυμούς, αφροσύνη
ξαμώνει, περιμένει
την άνοιξη και το θλιμμένο γιασεμί
την αγαπημένη μορφή σου
να φέρει.

ΝΙΚΗ ΛΑΔΑΚΗ-ΦΙΛΙΠΠΟΥ
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΕΝΤΑΔΑΧΤΥΛΟΥ

(απόσπασμα)

Χτες έπλυνα όλους τους νεκρούς
κουβέντιασα με τις χαμένες μου φίλες
είπαμε για τα παιχνίδια που έμειναν πίσω
για τη στενή φραγή με τους γρύλους
και για εκείνα τ’ άφτερα κλωσσόπουλα
στην πατρική αυλή μου.

Κουβέντιασα με τα σκοτωμένα περιστέρια
έγινα ένα με τους ίσκιους
Άκουσα τις ρίζες που δεν πρόφτασαν
να μεγαλώσουν,
πόνεσα ακόμα μια φορά.

Τόσοι νεκροί τόσοι χαμένοι.
Γράφω ονόματα γράφω ονόματα
δεν έχω άλλο τετράδιο –
γέμισαν τα τετράδιά μου από ήρωες.

Είκοσι μαρτυρολόγια
δε φτάνουν για την Κύπρο.

Μνήμη, εκείνα τα παιδιά
ήταν οι αγαπημένοι μου φίλοι,
εκείνα τα κοριτσόπουλα
ίδια η ψυχή μου.

Μνήμη,
τ’ αυγουστιάτικα σούρουπα
κράτησε το πρόσωπο τους.

ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ
ΣΤΗ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Χλωμή
σε είδα να περνάς
πάνω από τις στέγες των σπιτιών
που χάθηκαν μες τη σιωπή
αγγίζοντας τα καμπαναριά
που βουβάθηκαν κι αυτά
πλάι στη μοναξιά των ίσκιων.

Πληγωμένη
σε είδα να κλαις
μες την ομίχλη που σε σκέπαζε
απόκοσμη οπτασία της παιδικής μου θύμησης.
Δεν έβλεπα τα μάτια σου
μα έβλεπα τα δάκρυά σου
χρυσά βόλια να σχίζουν την καρδιά μου
και να μετρώ στιγμή-στιγμή
τη μνήμη που πληγώνει.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
ΣΤΗ ΘΗΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑΤΟΣ

VIII

Το αύριο σου
τυλιγμένο σ ένα σύννεφο θολό
με καινούργιες πληγές
να σου χαρακώνουν τα στήθια
και τις παλιές να στάζουν θλίψη
ταξιδεύει με μαύρα πανιά
και κουρασμένους κωπηλάτες
σε θάλασσες αφιλόξενες
με κύματα φίδια που χτυπάνε
να σε βουλιάξουν στο βυθό
μιας άλλης ανοίκειας ηθικής
τα λάβαρα της ιστορίας σου
διπλωμένα στο παλιό σεντούκι
θα ανασάνουν τις προσταγές
καινούργιων αφεντάδων
ορατών και αοράτων
κι εσύ θα αρμενίζεις
στη προσδοκία της Ανάστασης

ποια αλήθεια
ποιος ήλιος και ποιο φεγγάρι
ποια λόγια και ποιοι στίχοι
θα φωτίσουν ξανά αυτό το τόπο
που ματώνει κάτω από τη θηλιά
ενός ατέλειωτου συρματοπλέγματος;

ΝΙΚΗ ΚΑΤΣΑΟΥΝΗ
ΜΝΗΜΗ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

Κι ύστερ’ ανοίγει τα παράθυρα
και μπαίνει
αγκάλες ήλιου
και κλωνάρια φεγγαριού
μεσ’ στα σεντόνια τα σκορπάει
κι ευωδιάζουν σαν άστρα
σε λειβάδια τ’ ουρανού.
Κι ύστερα κλείνει τα παράθυρα
και μένει
κε οπό μελτέμι μέντας
που ξεστράτισε γι’ αλλού
κι άλλαξε γνώμη, «εδώ μ’ αρέσει», λέει
μοιάζει σα’ θάλασσα, σαν μύθος
του βυθού,
που κρύβονταν μεσ’ σ’ όστρακο αρχαίο
και δεν γινότανε να ειπωθεί
παρά για λόγο απόκοσμο, σπουδαίο
κρυφά, γλυκά, χωρίς ν’ ακουστεί.
Ανοίγει τα παράθυρα και μπαίνει
νάμα σα’ νόημα που κάπου με καλεί
άκουσμα γνώριμο από την Αγία Ζώνη
κι γιούλι μυρίζει και γιασεμί.

ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ ΚΟΚΑΡΑΚΗ
ΦΩΝΗ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ
α’

Χορδή βιολιού ή φωνή.
Μοιρολόι στον ήχο
περνοδιαβαίνει κι ακουμπά
τού Κάστρου τις πολεμίστρες
σπαθίζοντας.
Κηφέας
Κομνηνός
Κανάρης!
Απίστευτη σύνθεση πειρασμού,
η μυρωδιά των λεμονανθών.
Δένει το σιρόπι της επιστροφής;
Κι ή παραδοχή αφούρνιστο ψωμί.

ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ – ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΑΙ Η ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΜΙΑ ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΛΗΓΗ

(απόσπασμα)
Καιγόταν ό Ιούλης
κ’ εμείς τραγουδούσαμε
το εμβατήριο της μοίρας μας,
Πατρίδα,
καιγόταν ό Ιούλης κ εμείς μαζεύαμε
σκιές
κ’ εμείς ψιθυρίζαμε σκιές
κ’ εμείς γίναμε σκιές
για χατίρι σου.

Μα πώς ξηγείς
του Πενταδάχτυλου
πώς όλα τούτα εσκεμμένα έγιναν,
πώς ξηγείς πώς ήταν
εκ προμελέτης
πώς τούτος ο Ιούλης
ήρθε με ψευδώνυμο
κ’ ένα κρεσιέντο ενατένισης
στο θάνατο μας;
Πώς τούτος ο Ιούλης
ήρθε απρόσκλητος,
ήρθε με λεκιασμένο μητρώο,
ήρθε παράκαιρα, τον έσπρωξαν
με το στανιό
κι όλο έκανε να φύγει
και το ανέβαλλε
κι όλο έλεγε να φύγει
μα δε βαστούσε τόση Κερύνεια
ή καρδιά του

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΔΗΝΑΡΑΣ
ΜΟΡΦΟΥ 1992

Φως πολύεδρο.
Άγουροι καρποί τον σφρίγους
σ’ εκτεθειμένα σώματα
στα χείλη της κλεμμένης γης.
Βλαστοί, σαν πληγές ανάλλαγες της νοτιάς,
σφράγισαν στην υγρασία των ίσκιων
τις πρώτες διαθέσεις…

Άνυδρα τώρα μέρη τρέφουν τους ίσκιους.
Μια μυρωδιά από ένα μανταρίνι
που δεν πρόλαβα να ξεφλουδίσω
αρμενίζει στις θολές γραμμές
των νοτισμένων κήπων…

Κτίσαμε καράβια
για να μας είναι πιο εύκολο
το ξερίζωμα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ

«Ανταμώσανε,
κατ’ απ’ τον ίσκιο μιας προδομένης ιστορίας
κατ’ απ’ το πέπλο του ακρωτηριασμένου παρελθόντος
δώσαν τα χέρια και ένωσαν τις καρδιές
τις αγκάλες άνοιξαν
και λουλούδια φύτρωσαν
κόκκινο τριαντάφυλλο ξεφύτρωσε απ’ του κανονιού την μπούκα
η ξιφολόγχη βλάστησε και γίνηκε γαρουφαλιά».