Η Μαρίνα Μιχαήλ Χρηστάκη γεννήθηκε στο Βαχό Βιάννου και κατοικεί στο Ηράκλειο Κρήτης. Έχει κάνει πτυχιακές σπουδές στην Τεχνολογία Γεωπονίας, στις Παιδαγωγικές επιστήμες και στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στη Δημιουργική Γραφή. Είναι καθηγήτρια τεχνολογίας στο Γυμνάσιο Αρχανών. Τιμήθηκε με το Βραβείο Ζαν Μορεάς «πρωτοεμφανιζόμενου/ης ποιητή/ήτριας» για την ποιητική της συλλογή Αρμενόπετρα, εκδ. «Μανδραγόρας» 2021
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Αρμενόπετρα (Μανδραγόρας 2021) Βραβείο ΖΑΝ ΜΟΡΕΑΣ για το 2021 πρωτοεμφανιζόμενης στην ποίηση
Ηλιοτυπία (Μανδραγόρας 2022)
Χαρτογραφία (Μανδραγόρας 2023)
.
.
ΗΛΙΟΤΥΠΙΑ (2022)
Ξεκινάς.
Κάποτε.
Αφηρημένος.
Γιο. να γίνεις με τον καιρό.
Συγκεκριμένος.
Ποιητικός.
Όπως οι λέξεις, όταν
ξεκινούν.
***
Σκέψου το σαν κύκλο που
αρχίζει και τελειώνει
στην κάθε μέρα σου.
Δέχεσαι το κάλεσμα
και διασχίζεις το κατώφλι.
Της ασφάλειας
***
Τα διασκορπισμένα
μικρά ίχνη
προσεκτικά διαβάζεις
και στα μισά του κύκλου γίνεσαι
ηλιόφως, έναστρο μάτι
την πυκνή σφαίρα του χρόνου διαπερνάς,
τα κύκλια μήκη, πλάτη και βάθη.
Τα κρυμμένα βλέμματα παρατηρείς
αυτών που από το παρελθόν
μας βλέπουν,
εκείνων που απ’ το μέλλον το βαθύ
αγναντεύουν,
και όσων ετούτη τη θνήσκουσα μικρή στιγμή
το γυναικείο σου πρόσωπο περιεργάζονται
και γοητεύονται,
έστω προσωρινά.
***
Και παίρνεις απαλά τα υλικά του κόσμου.
Τα ανακατεύεις. Με μια
ζυγισμένη δόση αναλήθειας.
Πιστή. Στη φαντασία.
Θέλει λιγάκι προσοχή.
Να μην πνιγούν
οι θάλασσές σου μέσα
στις λέξεις.
***
Να αφήσεις ορατή
τη δόση αναλήθειας.
Να συγκινήσεις.
Να μαγέψεις.
Να βάλεις μέσα
κρυμμένα τα ξόρκια.
Να βγάλεις το φεγγάρι
από τον βάλτο.
***
Στο τέλος.
Στην αποβάθρα.
Μόνη.
Σχεδόν βίαιη
η συνειδητοποίηση. Ίσως η
ανάγκη σου να ήταν άλλη.
Το αποδέχεσαι.
Αίσθηση της ήττας;
Σε πρώτο επίπεδο. Μα
καλείσαι να επαναπροσδιοριστείς.
Στην άκρη της πένας
μετά από βαθιά περισυλλογή.
***
Απλώνεις τις παλάμες
και αγκαλιάζεις το πρόσωπό του.
Και έτσι κατά τας γραφάς:
«’Ένωσε τά τό πριν διεστώτα».
Ετερόκλητα.
Εκόντα.
Άκοντα.
Να συμβιώσουν.
Εν ειρήνη.
***
Καλείς γύρω από μια φωτιά.
Να πεις την ιστορία.
Ψάχνεις το μαγικό συστατικό.
Να προκαλέσεις το θαύμα-
να τους κρατήσεις όλους ακίνητους
για μια μικρή στιγμή.
Και παίρνεις τη χύτρα.
Της θεογνωσίας.
Ανακατεύεις τον χυλό
του προποιητικού υλικού.
Ακροβατείς κι ακροβατείς.
Αλλάζοντας γωνίες οπτικές.
Απέναντι στο ποίημα.
Θάλασσα σκοτεινή η διαδικασία.
Και παίρνεις το δίχτυ ασφαλείας.
Το ρίχνεις.
Πάνω στο ποίημα.
Κι εκείνο σώζεται.
***
Ξεκινάς.
Κάποτε.
Αφηρημένος.
Για να γίνεις με τον καιρό.
Συγκεκριμένος.
Ποιητικός.
Όπως οι λέξεις, όταν
ξεκινούν.
.
ΑΡΜΕΝΟΠΕΤΡΑ (2021)
Ανισόπτερη λιβελούλα
ΟΤΑΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΕΝΟΥΝ ΜΟΝΕΣ
Όταν οι λέξεις μένουν μόνες
διατάσσονται
σε ύψη διαφορετικά.
Όταν οι λέξεις μένουν μόνες
ζητούν να εξισωθείς μαζί τους.
Κυματιστές μαντιλίδες της Άνοιξης
άλλοτε με κίνηση μικρή, κάποτε μεγαλύτερη
χορεύουν και σε πάνε.
Σε πάνε.
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΤΡΥΠΑΝΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΙΣΚΟ
Οι λέξεις που τρυπάνε τον ουρανίσκο εξατμίζονται.
Γίνονται δέντρα και κάθεσαι στον ίσκιο τους.
Γίνονται πουλιά και κάθονται στον ώμο σου.
Ταξιδεύουν σε μέρη μακρινά,
στην όχθη του ποταμού Γιαμούνα,
στο επίπεδο του κήπου που βρίσκεται
η Μαχάλ ή ίσως ως τη Ροζ Πύλη της Τζαϊπούρ.
Κι επιστρέφουν καραμέλα που λειώνει αργά στο στόμα,
σαν τότε που απρόσμενα μου έφερες
εκείνο ακριβώς το βραχιολάκι. Θα είχες δει που
το κοίταζα⸱ εκεί στο υπόγειο μαγαζάκι,
δίπλα στον Πύργο του Γαλατά.
ΑΝΙΣΟΠΤΕΡΗ ΛΙΒΕΛΟΥΛΑ
Κι αυτή η λέξη,
ανισόπτερη λιβελούλα,
πέταξε με τα φτερά σε έκταση.
Ακούω τη λέξη,
να τρίζει, να εκτινάσσεται,
να πέφτει πάνω στο αγκάθι.
Εκείνο που με τρύπησε,
κάτω από το στήθος.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΛΕΞΗ II
Δεν είναι η λέξη,
είναι το κενό ανάμεσα στις λέξεις.
Δεν είναι η λέξη,
είναι η συντροφιά που κάνουν οι λέξεις,
οι προηγούμενες με τις επόμενες.
Εκεί σημαίνουν και συμβαίνουν.
Σ’ αυτή την τρυφερή γωνιά,
στα κενά
που ζητούν άμεση πλήρωση.
Εκεί συμβαίνουν και συμβαίνουν.
Στα κενά,
που δεν πληρώνονται ποτέ
μ’ έναν τρόπο οριστικό.
Εκεί συμβαίνουν και σημαίνουν.
ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΙΓΟΝΤΑΙ
Είναι λέξεις που δεν καίγονται.
Γιατί εκείνο το μυαλό
αρνείται να τις κάψει.
Μα κι εκείνες
αρνούνται την πυρά.
Λέξεις που ξέρουν να γλιστρούν,
μες στο μυαλό με τέχνη.
Άκαφτες λέξεις.
Τ’ αχτένιστα ποιήματα
ΚΥΜΑ ΜΠΛΕ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ
Μες στο μυαλό.
Εκεί μένει και μένει.
Δεν καίγεται.
Μες στο μυαλό.
Εκεί μένει και μένουν
οι μορφές.
Δεν καίγονται.
Η νόηση αιωρείται.
Αέναα αιωρείται.
Στον ορίζοντα της απουσίας.
Στον ορίζοντα της έλλειψης.
Σ’ αυτόν του πλεονάσματος.
Η νόηση αιωρείται κι αιωρείται.
Μια αιώρα μες στο μυαλό.
Πάει κι έρχεται.
Αέναα παράγει.
Τ’ ΑΧΤΕΝΙΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Είναι κι εκείνα
τ’ αχτένιστα ποιήματα.
Ολομόναχα βγαίνουν στον δρόμο.
Μας κοιτάζουν, μας ακούνε,
στέκονται πλάι μας.
Φεύγουν πριν ο ήλιος χαθεί
κι αφήνουν πίσω όλες
τις πεταλούδες που μάζεψαν
στ’ αχτένιστα μαλλιά.
ΣΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ ΜΟΥ ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΑ
Άνοιξα τα μπαούλα,
πήρα τα κίτρινα χαρτιά,
τα κρέμασα στα
κλαδιά των δέντρων.
Στα δέντρα του κήπου τα δημοσίευσα.
Κάθε μάτι
βλαστού κι ένα βλέμμα.
Διαβάστηκαν σε μια γλώσσα τόσο ακριβή,
σ’ ένα μερικό στιγμιότυπο, που κάποιος
γλιστράει απαλά στη ζωή κάποιου άλλου.
Εκεί, πάνω στα δέντρα του κήπου, όλη
η μάζα του αισθήματος. Κρέμασα
και το τελευταίο, ύλη αιμορραγούσα
και κόκκινη. Έφθασε το χιόνι,
αιφνιδιαστικά, στη σελίδα σαράντα εφτά.
Έπειτα τεντώθηκαν γλυκά,
σε ελεύθερη πτώση,
στο χώμα.
ΕΝΑΣ ΚΑΜΒΑΣ ΠΛΑΙ Σ’ ΕΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Ένας καμβάς μπροστά σε παράθυρο.
Ζωγράφιζε ό,τι φανταζόταν.
Ένα μπαούλο με άδετες σελίδες.
Τις έδενε με όποια σειρά ήθελε.
Ένα κείμενο ανοιχτό
αέναα αναγνώσιμο.
Δεν θα παρέδιδε ποτέ τα μυστικά του.
ΜΕ ΤΗΝ ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
Με την ιεροτελεστία της Άνοιξης
παρατάσσονται στη σειρά.
Εισχωρεί στον κάλυκα των ερωτικών ανθέων·
κολλά στο στίγμα του υπέρου, γλιστρά
στον στύλο απαλά και φθάνει στην ωοθήκη.
Εκεί που γίνεται του αισθήματος η καρποδεσία.
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ ΦΙΛΙ
Και τώρα συλλογίζεται, που τόσο καιρό νόμιζε
πως ήταν μόνο εκείνο το λευκό φόρεμα:
εκείνο που φόρεσε, ανέβηκε το λόφο,
ατένισε πέρα μακριά τα κοράκια του Πόε,
τα ματαιωμένα άλμπατρος του Μπωντλαίρ,
τη Φοινικιά του Παλαμά, το ακατοίκητο σπίτι
που έφτιαξε για εκείνη ο Παυλόπουλος˙ ένοιωσε
το ολάξαφνο πουλί του Καρούζου να φτερουγίζει γύρω·
αντίκρυσε την κόμη της και τον Τριστάν Κορπιέρ,
να κυνηγά να τη χτενίσει, πλεγμένο στο μοιραίο
παιχνίδι με το άπιαστο· περπάτησε στο έρμο χωράφι,
εκεί στη Σαλαμίνα, είδε βέβαιο τον Σικελιανό
να πηγαίνει να τη συναντήσει. Μα κι εκείνη
ζητά χωρίς σκοπό να πλανηθεί,
τα ίχνη της να μην ακολουθεί κανείς,
στον εαυτό της να προστρέξει. Κουράστηκε·
δε λέει, φταίει, τους ποιητές αρπάζει ξαφνικά
και δίνει εκείνο το κατακόκκινο φιλί.
Αρμενόπετρα
I. ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΟΛΛΗ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ
Μισή πέτρα, μισή γυναίκα.
Καρφώθηκα σε τούτη ’δώ τη θάλασσα
ν’ αρμενίζω έκτοτε στις θάλασσες, του νου.
Έχω το χάρισμα να βρίσκω λέξεις.
Το μυαλό κολλάει πάνω τους.
Δεν τις καίω, δεν τις αναλώνω.
Τις κρατώ σφιχτά, νοιώθω την ανάσα τους.
Τις αφήνω να γλιστράνε στη σάρκα μου.
Να πέφτουνε.
Να γίνονται θάλασσα οι λέξεις μου.
VIII. ΣΙΩΠΗΛΑ ΜΗΝ ΤΡΟΜΑΞΟΥΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Ακροπατώντας έρχονται κάποτε
οι ποιητές απ’ όλους
τους τόπους, απ’ όλες τις εποχές.
Σιωπηλά μην τρομάξουν οι λέξεις.
Ακροπατώντας και η Αρμενόπετρα
σηκώνεται απ’ τη θέση της.
Βγαίνει και κάθεται μαζί τους στην αμμουδιά
σ’ ένα μεγάλο κύκλο κάτω από τ’ άστρα.
Σιωπηλά μην τρομάξουν οι λέξεις.
X. ΜΩΡΟ ΤΡΟΜΑΓΜΕΝΟ
Έρχεται ανεμπόδιστα στην επιφάνεια,
όταν τα θολωμένα νερά ησυχάζουν.
Στην καθαρή επιφάνεια τότε απλώνονται
οι σωστές λέξεις για τα πράγματα,
ξεχωρίζουν τα σκούρα από τα φωτεινά
κι ανάμεσα τους τα γκρίζα κενά.
Μέσα μας βρίσκεται η αλήθεια των πραγμάτων.
Κανένας δεν μπορεί να τη βιάσει.
Πάντα εκείνη στην ώρα της θα γεννηθεί,
μωρό τρομαγμένο να κλαίει.
XIII. ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΠΟΡΦΥΡΑ ΟΝΕΙΡΑ
Δεν είναι διόλου ευγενικό να με κρίνετε.
Εδώ θα μείνω.
Ένα άγαλμα που βλέπει όνειρα πορφυρά.
Ακίνητη· μισή πέτρα, μισή γυναίκα.
Δική μου υπόθεση.
Εδώ θα μείνω, ένα άγαλμα.
Τις νύχτες πλέκω όνειρα, τις μέρες
με λέξεις τα πλάθω.
Εδώ θα μείνω, ένα άγαλμα που βλέπει
παράξενα πορφυρά όνειρα.
Ακίνητη· μισή πέτρα, μισή γυναίκα.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
FRACTAl 22/10/2024
Η αυτοαναφορικότητα και η ‘Χαρτογραφία’ της ποίησης στο έργο της Μαρίνας Χρηστάκη
Η ποιητική αυτοαναφορικότητα είναι μια μεταγλώσσα, μια γλώσσα πάνω στην ποιητική γλώσσα που στοχάζεται για την ποίηση. Συνδέει την ποίηση με την εκκοσμίκευση της τέχνης και εκφράζει μια εγγενή αντίδραση στον νατουραλισμό, μεταφέροντας την εστίαση στην ίδια τη δημιουργική διάθεση. Ιστορικά συνδέεται με τη ρομαντική και τη βικτωριανή ειρωνεία, με στόχο να αναδείξει ως τεχνική και να θεματοποιήσει την ποιητική αφήγηση, συνδέοντάς την με θεωρητικές αγωνίες του/της δημιουργού.
Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και η τελευταία ποιητική συλλογή της Μαρίνας Χρηστάκη, Χαρτογραφία (Μανδραγόρας, 2023). Στη συλλογή η αυτοαναφορικότητα αποτελεί μία πειραματική διέξοδο που δοκιμάζει τις εκφραστικές και γνωστικές δυνατότητες των υπαρχουσών λογοτεχνικών συμβάσεων:
Αρνείται τις δηλώσεις.
Δείχνει το πρόσωπό της
μισό με πρόθεση ασκεπή
να την επανορίσεις
Εσύ να συμπληρώσεις
τις κενές αράδες της γραφής.
Οι συνθέσεις της συλλογής ως λογοτεχνία του εργαστηρίου εμπλέκουν τον αναγνώστη και την αναγνώστρια με τη συγγραφική διαδικασία και ταυτόχρονα εγείρουν ζητήματα θεωρητικά για τη δημιουργία και την ίδια τη λογοτεχνία. Για παράδειγμα, το ακόλουθο αυτόνομο ποίημα αναφέρεται στην τεχνική της αφαιρετικότητας και τα κενά του Macherey:
Αρνείται τις δηλώσεις.
Δείχνει το πρόσωπό της πάντοτε
μισό με πρόθεση ασκεπή
να την επανορίσεις.
Εσύ να συμπληρώσεις τις κενές αράδες της γραφής.
Για τον Macherey τα κενά, οι σιωπές και οι αντιθέσεις ενός λογοτεχνικού έργου καθρεφτίζουν τους ιδεολογικούς μετασχηματισμούς του. Για τον Γάλλο, το ανείπωτο διαμορφώνει τον λόγο ενός βιβλίου.
Ανάλογα θεωρητικά ζητήματα εγείρουν και οι διακειμενικές αναφορές. Εισάγοντας διακείμενα από τον ωκεανό των πολιτιστικών κειμένων, που ήδη γνωρίζουν ο αναγνώστης και η αναγνώστρια, η δημιουργός πειραματίζεται τόσο με τις αναγνωστικές θεωρίες όσο και με της διακειμενικότητας:
[…] Κορίτσι είναι
με ενστικτώδη κλίση
στην ευγένεια και τους αβρούς τρόπους.
Κατάματα κοιτάζει
τον χειρότερό της δράκο.
Στη σπηλιά του πηγαίνει να τον συναντήσει
αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη.
***
Υφαίνει
και υφαίνει.
Ξηλώνει
υφαίνει.
Το τελευταίο απόσπασμα στην αναγνωστική πρόσληψη συνδέεται άμεσα με το πηνελοπικό υφαντό, παρά το γεγονός ότι αναφέρεται στην ποίηση. Εξάλλου, σύμφωνα με τους θεωρητικούς της διακειμενικότητας ένα υφαντό είναι η ποίηση με ίνες από άλλα κείμενα.
Η Χρηστάκη, προσωποποιώντας την ποίηση, την συνδέει στην αναγνωστική πρόσληψη με τη Σαλώμη που χορεύει γυμνή:
Δεν περπατά,
μόνο χορεύει.
Προτάσσει το δεξί της χέρι
με μια γυμνότητα γεμάτη αυτοπεποίθηση
διαταράσσοντας κάθε αίσθηση
βεβαιότητας.
***
Χορεύει
στις μύτες των ποδιών της,
σε λεία πίστα και στιλπνή,
στο σχήμα νεογέννητης
πραγματικότητας.
***
[…]Ορθώνει το ανάστημά της
ανεμίζοντας παλμικά τα
ημιδιάφανα φορέματά της[…]
Αλλού την παρομοιάζει με κρύσταλλο που
Απαλά
το κρατάς
να μην σπάσει.
Στη συλλογή η Χρηστάκη εκφράζει την αγωνία της για μια θεωρητική αιτιολόγηση της τέχνης, απορρίπτοντας τη μίμηση της πραγματικότητας (ρεαλισμός), και προβάλλει την ιδέα του λογοτεχνικού έργου ως σκόπιμα οργανωμένου προϊόντος μιας δημιουργικής διάθεσης και διαδικασίας. Το ίδιο το τυπογραφικό στήσιμο των ποιημάτων και η ολιγόλεκτη φόρμα επιβεβαιώνουν τον προηγούμενο ισχυρισμό. Η ποιήτρια με λυρικούς τόνους εκθέτει την υλικότητα της ποίησης, μακριά από τις ιδεαλιστικές προσεγγίσεις του ρομαντισμού. Ο αυτοαναφορικός πειραματισμός εκφράζει μια μεταπλαστική αυτοσυνείδηση σχετικά με τη γλώσσα του ποιήματος και τη μορφή:
[…] Εναρμονισμένη
με τη λεία μορφή τους.
Κίνηση που κυλά.
Σε κυματίζει,
από το διάφραγμα,
πάνω από τον ώμο στον καρπό,
γλιστράει από την άκρη των δακτύλων
Αντανακλά τις διαδικασίες σύνθεσης και τον αντίχτυπο στον αναγνώστη και την αναγνώστρια:
Το μόνο που ζητά είναι να
σε συμπαρασύρει στις θάλασσες
του νου της. Επιλέγεις
να την ακολουθείς.
Με τη φαντασία σου
να ολοκληρώσεις
τον στοχασμό της.
Η Χρηστάκη δεν συνδέει την αυτοαναφορικότητα με την αυτοβιογραφία, όπως οι ρομαντικοί και οι μοντερνιστές ποιητές. Η παλαιότερη θεωρία της αυτονομίας του κειμένου και η κεντρική θέση του/της συγγραφέα μοιραία οδήγησαν πολλούς/πολλές δημιουργούς στη σύνδεση της ποιητικής αυτοαναφορικότητας με τα βιώματά τους. Η ρομαντική θεωρία εξύψωνε την ποιητική φαντασία ως πρωταρχική πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Η επινοητικότητα και η έμπνευση ενός ποιητή θεωρούνταν αποτέλεσμα ενός μοναδικού, ατομικού ταλέντου, ενός χαρίσματος που διαφοροποιούσε τον καλλιτέχνη από τους υπόλοιπους. Η αντίληψη αυτή συνέχιζε, σε μεγάλο βαθμό, την προνεωτερική ιδέα της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας, υπογραμμίζοντας τη σημασία του φυσικού ταλέντου ως προϋπόθεσης για την ποιητική δημιουργία.
Η απουσία οποιασδήποτε προβολής του συγγραφικού εαυτού στη συλλογή της Χρηστάκη αντικατοπτρίζει σύγχρονες θεωρίες για την υποκειμενική έκφραση του/της συγγραφέα και της ατομικής ταυτότητας. Η ποιήτρια κινείται στο πεδίο της θεωρίας της δημιουργικότητας, που απομακρύνθηκε από την ιδεολογία της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας και της έμπνευσης ως φυσικού χαρίσματος. Η θεωρητική στροφή προς τη διακειμενικότητα και η αποδόμηση της αυθεντίας του συγγραφέα συνέβαλαν καθοριστικά στην αναθεώρηση αυτής της αντίληψης. Και αυτό ακριβώς θέτει μέσα από την ποιητική έκφραση η δημιουργός. Η δημιουργικότητα, αντί να θεωρείται αποτέλεσμα μυστηριωδών διεργασιών του ασυνείδητου, εντάσσεται στο πεδίο των γνωστικών λειτουργιών, συσχετιζόμενη με έννοιες όπως η επινοητικότητα και η εφευρετικότητα. Δεν τη εκθέτει ως ένα μυστηριώδες χάρισμα, αλλά ως μια ανθρώπινη ικανότητα που μπορεί να αναλυθεί, να καλλιεργηθεί και να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο.
ηλιοτυπία
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
FRACTAL 20/12/2022
Στα ίχνη των λέξεων
Σε μια πραγματικότητα ατελή.
Με ελλειμματικές αισθήσεις.
Αγέρωχη.
Αγωνίζεσαι.
Εκεί. Στα σκοτεινά.
Μαζεύεις τις ακριβείς λέξεις.
Για τα πράγματα.
Με ξεχωριστό ενδιαφέρον προσεγγίζεται μια ποιητική κατάθεση που έχει την ικανότητα να αφαιρεί ό,τι περιττό και να εστιάζει στην ουσία του λόγου, στον πυρήνα τη ποιητικής ιδέας. Έτσι κι εδώ η Μαρίνα Μιχαήλ Χρηστάκη, στη δεύτερη συλλογή της (η πρώτη ήταν η Αρμενόπετρα, Μανδραγόρας, 2021), δείχνει πως δεν ήταν καθόλου τυχαία η αρχική της παρουσία στο ποιητικό τοπίο.
Είκοσι οκτώ μικρά άτιτλα ποιήματα (με εισαγωγικά και επιλογικά ακόμη τρία) η ποιήτρια στη δεύτερη συλλογή της βρίσκεται στα ίχνη των λέξεων από το ξεκίνημά τους ώσπου να γίνουν ποίηση. Οι λέξεις δεν έρχονται ποτέ μόνες τους.// Κρατούν το σώμα/ των πραγμάτων που εξουσιάζουν ή/ έναν απρόσμενο συγκερασμό τους. Δείτε πώς με τους παραπάνω στίχους συνδέει άριστα τα σημαίνοντα με τα σημαινόμενα, επιτρέποντας ταυτόχρονα την πιθανή αυτονόμηση του ποιητικού λόγου από τις αφορμές του. Μα, μήπως αυτή δεν είναι η ουσία της ποίησης;
Κοινή θεματική κατά βάση με την πρώτη της συλλογή, με τα ποιήματα εδώ να συνιστούν ένα συνεχές, μια διαδρομή από την αρχική ιδέα ως τη δημιουργία. Η οποία, ωστόσο, πάλι (όπως δηλώνεται με τον τίτλο Ηλιοτυπία, αλλά και με το εύγλωττο έργο του εξωφύλλου από τη Βασιλική Πανταζή) αποτελεί ένα προσχέδιο του τελικού αποτελέσματος – αν υποθέσουμε πως η ποίηση ποτέ ολοκληρώνεται. Έχει ενδιαφέρον η θεματική επιλογή της ποιήτριας, έτσι όπως συνδυάζει την ποίηση με τη ζωή (ανολοκλήρωτη ες αεί και αυτή), σε μια κοινή πορεία γεμάτη από πολλαπλές εκδοχές και μόνο την ποθητή αναζήτηση μιας τελικής μορφής.
Σε δεύτερο ενικό πρόσωπο απευθύνει τον λόγο, είτε αυτό αφορά τον εν δυνάμει κάθε φορά ποιητή είτε ταυτίζεται τεχνηέντως με το πρόσωπο της ποιήτριας. Και παίρνεις απαλά τα υλικά του κόσμου./ Τα ανακατεύεις. Με μια/ ζυγισμένη δόση αναλήθειας// Πιστή. Στη φαντασία./ Θέλει λιγάκι προσοχή./ Να μην πνιγούν/ οι θάλασσές σου μέσα/ στις λέξεις. Τα υλικά του κόσμου (Μαζεύεις τις ακριβείς λέξεις./ Για τα πράγματα) και η ποιητική τους ανάπλαση, με όση αλήθεια και πραγματικότητα αντέχει η ποίηση αλλά και με όση ανατροπή του πραγματικού χρειάζεται· η μαγική μείξη, να βγει ο κόσμος με άλλη όψη, που να πείθει όμως. Δεν είναι, φυσικά, πρωτόγνωρη στην ποίηση μια εναλλαγή ανάμεσα στις δύο όψεις του κόσμου, ωστόσο στην περίπτωση της Χρηστάκη παρουσιάζονται σε μια ιδανική ισορροπία.
Μέσα σε ένα σύγχρονο ποιητικό τοπίο που ενθαρρύνει τον εγωκεντρισμό (ιδιαίτερα στους νέους ποιητές) αγνοώντας την αξία ενός μοιράσματος, η ποιήτρια μοιάζει να νιώθει πως όση δύναμη πρέπει να έχει ο λόγος για να είναι αυθεντικός, άλλη τόση χρειάζεται για να φτάσει στον αποδέκτη. Η γραφή μπορεί να είναι μια μοναχική υπόθεση, όμως έχει την ανάγκη της ελάχιστης έστω σύμπλευσης με τους άλλους. Να πείσεις πως/ αυτός ο αληθινός κόσμος./ Κι ας μην είναι ο πραγματικός. Προτείνει τρόπους για να συνταιριάσεις τα συναισθήματα με τα πράγματα κι όλο αυτό να μπει στο ποίημα. Ξεκινάς./ Κάποτε./ Αφηρημένος./ Για να γίνεις με τον καιρό./ Συγκεκριμένος./ Ποιητικός./ Όπως οι λέξεις, όταν/ ξεκινούν. Όλη η διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας, από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την επικοινωνία με τον αποδέκτη, μέσα σε λίγες λέξεις. Και, όταν συναντά την αναπόφευκτη δυσκολία της αγαστής συνύπαρξης των πραγμάτων με τη λεκτική τους αποτύπωση ή, ακόμη περισσότερο, των συναισθημάτων με μια πραγματικότητα που δεν τα κατανοεί ή τα καταργεί, τότε έχει τις δύο λύσεις – η μία συμβατικά αποδεκτή, η άλλη ιδανική και (γιατί όχι;) ποιητικά έστω πραγματοποιήσιμη: Τα προσαρμόζεις/ στην καθημερινή,/ υποχρεωτική/ πραγματικότητα./ Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι./ Εντείνεις τον κόσμο./ Να τα χωρέσει. Αυτό το τελευταίο δίστιχο περικλείει όλη την οπτική μέσα από την οποία η Χρηστάκη θεάται όχι μόνον την ποίηση αλλά και τη ζωή. Και είναι σπουδαία οπτική.
.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ
ΠΟΙΗΤΙΚΑ Τ. 46
ΔΟΚΙΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΧΗ ΠΟΙΗΣΗ
Η κήρυξη, σε παγκόσμια κλίμακα, της έκτακτης κατάστασης εξαιτίας της πανδημίας αποτέλεσε μια καινοφανή εμπειρία. Η αντίδραση του ελληνικού λογοτεχνικού χώρου και ειδικότερα του ποιητικού ακολούθησε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη ήταν προς την αγνόηση της κρίσης και ων μεταβολών τις οποίες επέφερε. Μέσα στο καθεστώς κυρίως του φόβου, πολλοί συνέχισαν να γράφουν ως να μην συμβαίνει τίποτα. Η δεύτερη κατεύθυνση της αντίδρασης ήταν προς την πραγμάτευση της κρίσης σε ένα αποκλειστικά θεματολογικό επίπεδο. Δηλαδή το πρόβλημα και οι παραφυάδες του εγγράφηκαν στη δουλειά κάποιων ποιητών, χωρίς όμως να τεθεί το ερώτημα: Ποιες οι επιπτώσεις της πανδημικής συγκυρίας και της βιοπολιτικής λογικής επάνω στη γλώσσα; Η χειρότερη συνέπεια αυτής της θεματολογικής διαχείρισης εντοπίζεται στο γεγονός ότι υιοθετήθηκε σε αρκετές περιπτώσεις ο λόγος περί της πανδημίας των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης και το πράγμα κατέληξε σε γκροτέσκου μεγέθους συναισθηματολόγα ποιήματα. Υπήρξαν. εν προκειμένω, και οι εξαιρέσεις, Ανάμεσα τους Η συλλογή Μη άρτιος Μάρτιος του Κωστή Τριανταφύλλου.
Εάν δε λάβει κανείς υπόψη του ότι η πανδημική συγκυρία ανήκει σε μια σειρά κρίσεων οι οποίες εμφανίζονται από τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα και στις οποίες προστίθενται συνεχώς νέες, τότε το παραπάνω ερώτημα μπορεί να επαναναδιατυπωθεί ως εξής: Σε μια εποχή διαδοχικών και αδιάκοπων καταστάσεων εξαίρεσης – όπως θα τις ονόμαζε ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν- ποια πρέπει να είναι η ανταπόκριση του ποιητικού λόγου και σε ποια συνθήκη πρέπει να βασίζεται η εφεξής ανάπτυξή του; Στην Αμερική. Ο Ίλια Καμίνσκι επεχείρησε να οδηγηθεί σε μια απάντηση με τη συλλογή Deaf Republic. ένα βιβλίο του 2019 στο οποίο προοικονομείται ο πόλεμος στην Ουκρανία. Σε αυτό προτείνεται ως πρώτο στάδιο, κατά τη διαμόρφωση μιας ποιητικής γλώσσας των κρίσεων, η σιωπή της εξέγερσης.
Προκειμένου να απαντηθεί το συγκεκριμένο ερώτημα, χρειάζεται κατ’ αρχάς να γίνει μια διάκριση ανάμεσα σε δύο τύπους του λόγου, εκ των οποίων ο πρώτος ας ονομαστεί «ερμηνευτικός», ενώ ο δεύτερος «εικονικός». Αναλυτικότερα τώρα: 0 πρώτος αφορά σε έναν σταδιακά εκλείποντα λόγο ο οποίος λειτουργεί νοηματοδοτικά. αφού επιχειρεί στην περιοχή της ερμηνείας της πραγματικότητας. 0 δεύτερος τύπος αφορά στον σύγχρονο λόγο, ο οποίος επιβάλλει μια πραγματικότητα επιδεικτικά τεχνητή, ώστε η προσπάθεια της νοηματοδότησής της καταλήγει άσκοπη. Ο σκοπός πλέον είναι η παραγωγή μιντιακών αφηγήσεων, οι οποίες επαναλαμβάνονται μέχρι να αποικίσουν ολοκληρωτικά την ομιλία. Γιατί τότε η γλώσσα απογυμνώνεται από οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό της εκτός από την επιτελεστικότητα: Η ομιλία του καθενός εξομοιώνεται με μια διαρκή πράξη συναίνεσης στην επιβεβλημένη πραγματικότητα.
Έτσι, ο «εικονικός λόγος» καταλαμβάνει όλες τις εκφάνσεις του βίου εθίζοντας τους ανθρώπους σε μια εξακολουθητική κατάσταση ανωμαλίας, η οποία αποδεικνύεται τεχνητή, αφού συνιστά ένα σύνολο από αφηγήσεις των μέσων ενημέρωσης και όχι μια νηφάλια ερμηνεία της παθολογίας των κοινωνιών και του πλανήτη εν γένει. Επομένως, αυτό το οποίο προέχει. από τη μεριά της σύγχρονης ελληνικής ποίησης είναι να αναμετρηθεί με τον «εικονικό λόγο», αντί να τον υιοθετεί, όπως στην περίπτωση της πανδημίας. Εδώ θα παρουσιαστεί μία από τις μορφές της αναμέτρησης.
Υπάρχουν ποιητές οι οποίοι ανοίγονται σε μια προσεχή ποίηση. Προσεχής, επειδή δεν ταυτίζεται με τα ποιήματα τους αλλά αντιπροσωπεύει το πεδίο όπου τα τελευταία παραπέμπουν. Ενσωματώνεται ως μια παρακείμενη περιοχή ακριβώς μετά από αυτά.
Καλείς γύρω από μια φωτιά. / Να πεις την ιστορία. / Ψάχνεις το μαγικό συστατικό. / Να προκαλέσεις το θαύμα/να τους κρατήσεις όλους ακίνητους / για μια μικρή στιγμή. // Και παίρνεις τη χύτρα. /Τής θεογνωσίας. / Ανακατεύεις τον χυλό / του προποιητικού υλικού. / Ακροβατείς κι ακροβατείς. / Αλλάζοντας γωνίες οπτικές. / Απέναντι στο ποίημα. // Θάλασσα σκοτεινή η διαδικασία. / Και παίρνεις το δίχτυ ασφαλείας. / Το ρίχνεις. / Πάνω στο ποίημα. / Κι εκείνο σώζεται.
Ηλιοτυπία, σελ.39)
Στη συλλογή της Μαρίνος Μιχαήλ Χρηστάκη Ηλιοτυπία (εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2022) διαρθρώνεται ένα ενιαίο στην ουσία ποιητολογικό και πιο συγκεκριμένα, προποιητικό κείμενο. Πρόκειται δηλαδή για το ξετύλιγμα μιας μεταγλώσσας, η οποία μιμείται το ποιητικό ιδίωμα. Αυτή παίρνει τη θέση των ποιημάτων για τα οποία μιλά και στα οποία αποβλέπει. Παίζουν εν προκειμένω τον ρόλο τους η θητεία και η ειδίκευση της ποιήτριας στη Δημιουργική Γραφή. Έτσι, η Χρηστάκη μετέρχεται το τέχνασμα να αντικαθιστά έναν λόγο της πρώτης τάξης με έναν της δεύτερης: την ποίηση με τον λόγο για την ποίηση. Το βασικό όμως, ανεξαρτήτως της προέλευσης του εγχειρήματος, έγκειται στο γεγονός ότι η ποίηση μετατίθεται σε ένα πεδίο όπου παραπέμπει η συλλογή. Γίνεται διαρκώς λόγος για αυτήν, το κείμενο την προσέχει αδιάλειπτα αλλά η ίδια παράκειται, δεν συμπίπτει με το κείμενό. Αντιπροσωπεύει κάτι που αναμένεται. Κοντολογίς, η ποίηση στην Ηλιοτυπία ανάγεται σε ένα ίχνος πέρα από τη γραμμή του «εικονικοί» λόγου». Εάν ο τελευταίος κατασκευάζει μια εκδοχή της πραγματικότητας της οποίας η κάθε πλευρά εκτίθεται σε κραυγαλέο σημείο, η ποίηση τον αντιστρατεύεται με το να μην εκτίθεται στο φως.
Αν δεν αγκαλιάσεις τον άνεμο,/αν δε ρουφήξεις τη θάλασσα, / αν δε χαϊδέψεις τον ήλιο. // αν δεν ερωτευθείς. /αν δεν αντισταθείς. / αν δεν παλέψεις. // η ζωη θα σε πνίξει/θα σε καταπιεί. / θα σε κάψει. // η ηδονή θα γίνει οδύνη/ανοχή ενοχή / ο κάματος θάνατος // κι εσύ. / θ’ αναρωτιέσαι ακόμα / αν οι σφαίρες που δε σε πέτυχαν/ ήταν μικρού ή μεγάλου διαμετρήματος.
(«Απειλή», Ποιήματα υπό σκιάν, σελ. 61)
Ο Αθανάσιος Βαβλίδας στα Ποιήματα υπό σκιάν (εκδόσεις Βακχικόν. Αθήνα 2022) επιλέγει την κοινή γλώσσα και την κοινολεξία. Γράφει για τα πράγματα και για τα πρόσωπα όπως θα το έκανε περίπου ο καθένας. Όμως σε αυτό το «περίπου» βρίσκεται η διαφορά. Διαφορά η οποία ισοδυναμεί με ανεπαίσθητη απομάκρυνση από τον «εικονικό λόγο » και την εκκίνηση προς… Η πορεία και ο προορισμός δεν προσδιορίζονται. Η μορφή της ποίησης προς την οποία αποβλέπουν τα ποιήματα διατηρείται αόριστη. Καθαρά διακρίνονται μόνο τα αρχικά βήματα: Η ηθελημένη απλοέπεια, η προσποιητά βατική έκφραση, οι οποίες συναριθμούνται στις τεχνικές μίμησης του τρόπου εκφοράς των μιντιακών ομιλιών και των καθημερινών διάλογων. Επιπλέον, οι δίοδοι, εδώ και εκεί, διαφυγής οι οποίες καταλήγουν σε μια προσεχή ιδιόλεκτο η οποία δεν υπόκειται στον «εικονικό λόγο».
Στα προηγούμενα παραδείγματα μπορούν να προστεθούν και άλλα. Έρευνες για μια ποιητική γλώσσα των επάλληλων κρίσεων, για ένα ιδίωμα το οποίο θα αποδεικνύεται ικανό να αντιπαρατίθεται στο κυρίαρχο. Πώς θα είναι λοιπόν η ποίηση την εποχή της μόνιμης κατάστασης εξαίρεσης;… Το μόνο σίγουρο ιδρυτικό της στοιχείο αντιπροσωπεύει η α-φάνεια κόντρα στην κραυγαλέα προφράνεια της σύγχρονης κατασκευασμένης πραγματικότητας. Αυτή η ποίηση, ακόμη και όταν αποτελέσει συντελεσμένο γεγονός, θα συνεχίσει να χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα του προσεχούς, το οποίο αντιστοιχεί σε έναν ιδιαίτερο τύπο σιωπής, στη σιωπή της εξέγερσης.
.
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
Τ. 196 ΣΕΛ. 135 Οδός Πανός
«Διαβάζοντας τους ποιητές-μικρά κριτικά σημειώματα»
Είκοσι οκτώ μικρά άτιτλα ποιήματα (με εισαγωγικά και επιλογικά ακόμη τρία) η ποιήτρια στη δεύτερη συλλογή της βρίσκεται στα ίχνη των λέξεων από το ξεκίνημά τους ώσπου να γίνουν ποίηση. Κοινή θεματική κατά βάση με την πρώτη της συλλογή, (Αρμενόπετρα, Μανδραγόρας 2021) με τα ποιήματα εδώ να συνιστούν ένα συνεχές, μια διαδρομή από την αρχική ιδέα ως τη δημιουργία. Η οποία, ωστόσο, πάλι (όπως δηλώνεται και στον τίτλο), αποτελεί ένα προσχέδιο του τελικού αποτελέσματος – αν υποθέσουμε πως η ποίηση ποτέ ολοκληρώνεται. Έχει ενδιαφέρον η θεματική επιλογή της ποιήτριας, έτσι όπως συνδυάζει την ποίηση με τη ζωή (ανολοκλήρωτη ες αεί και αυτή), σε μια κοινή πορεία γεμάτη από πολλαπλές εκδοχές και όχι τελικές μορφές. Σε δεύτερο ενικό πρόσωπο απευθύνει τον λόγο, είτε αυτό αφορά τον εν δυνάμει κάθε φορά ποιητή είτε ταυτίζεται τεχνηέντως με το πρόσωπο της ποιήτριας. Και παίρνεις απαλά τα υλικά του κόσμου./ Τα ανακατεύεις. Με μια/ ζυγισμένη δόση αναλήθειας// Πιστή. Στη φαντασία./ Θέλει λιγάκι προσοχή./ Να μην πνιγούν/ οι θάλασσές σου μέσα/ στις λέξεις. Τα υλικά του κόσμου (Μαζεύεις τις ακριβείς λέξεις./ Για τα πράγματα) και η ποιητική τους ανάπλαση, με όση αλήθεια και πραγματικότητα αντέχει η ποίηση αλλά και με όση ανατροπή του πραγματικού χρειάζεται· η μαγική μείξη, να βγει ο κόσμος με άλλη όψη, που να πείθει όμως. Η ποιήτρια μοιάζει να νοιώθει πως όση δύναμη πρέπει να έχει ο λόγος για να είναι αυθεντικός άλλη τόση χρειάζεται για να φθάσει στον αποδέκτη. Η γραφή μπορεί να είναι μια μοναχική υπόθεση, όμως έχει την ανάγκη της ελάχιστης έστω σύμπλευσης με τους άλλους. Να πείσεις πως/ αυτός ο αληθινός κόσμος./ Κι ας μην είναι ο πραγματικός. Προτείνει τρόπους για να συνταιριάσεις τα συναισθήματα με τα πράγματα κι όλο αυτό να μπει στο ποίημα. Τα προσαρμόζεις/ στην καθημερινή,/ υποχρεωτική/ πραγματικότητα./ Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι./ Εντείνεις τον κόσμο./ Να τα χωρέσει. Αυτό το τελευταίο δίστιχο περικλείει όλη την οπτική μέσα από την οποία η Χρηστάκη θεάται όχι μόνον την ποίηση αλλά και τη ζωή. Και είναι σπουδαία οπτική. Εύγλωττο το έργο του εξωφύλλου (Βασιλική Πανταζή).
.
αρμενόπετρα
ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΑΒΑΝΗΣ
ΠΟΙΕΙΝ 1/12/2021
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Στην πρώτη της ποιητική συλλογή η Μαρίνα Μιχαήλ Χριστάκη αναμετριέται με τις «λέξεις» και τις «λέξεις της», σε μια προσπάθεια- κρίκος στη μεγάλη αλυσίδα- να προσδιορίσει αυτό που την αυτό-προσδιορίζει: να μιλήσει για την τέχνη της όχι σαν ένα ξένο σώμα, αλλά ως ανάγκη. Παρουσιάζει έτσι από τη μια μεριά ποιήματα ποιητικής αναδεικνύοντας το πρωτογενές τους υλικό και όχι την αφηρημένη έννοιά τους ή την «πολυτελή» και ματαιόδοξη προ/μετά εμπειρία τους. Μιλά για τις λέξεις που φτιάχνουν το ποίημα, όπως τα υλικά που φτιάχνουν το ψωμί τα οποία παραγκωνίζουμε από τη βιασύνη να γευτούμε το όλον. Δοξάζει τον σπόρο, την καταγωγή, την έμπνευση και μέσω αυτής της υμνητικής ελεγείας -γιατί οι λέξεις πεθαίνουν όταν εκπληρώσουν το σκοπό τους, να γίνουν ποίημα- καταφέρνει να ξεπεράσει το όριο του αυτάρεσκου εγκωμίου και δημιουργεί αυτοτελή ποιητικά στιγμιότυπα τα οποία εν τέλει εκφράζουν βιώματα, γίνονται αυτοτελείς οργανισμοί. Όχι εγκεφαλικές ή συναισθηματικές αποτυπώσεις του ποιητικού εργαστηρίου, όχι αποκαλύψεις στον αναγνώστη των -δήθεν- μυστηριακών διεργασιών δημιουργίας των ποιημάτων, αλλά λέξεις συμπλέουσες με την ίδια τη ζωή της και τα αναγνώσματά της. Οι «λέξεις», λοιπόν, είναι η ηρωίδες του έργου της και το έργο της είναι οι «λέξεις». Όπως οι άνθρωποι είναι οι «ήρωες» της ζωής μας και η ζωή μας είναι οι άνθρωποι που αγωνιούμε να ορίσουμε, να κατανοήσουμε, να «συλλάβουμε» και να αποτυπώσουμε εν τέλει στα χέρια μας. Συνεπώς τα ποιήματα «ποιητικής» της προεκτείνονται σε ποιήματα «ανθρώπων» ακόμα περισσότερο, σε ποιήματα της «ερωτικής τέχνης». Ή όπως γράφει: «ποιήτρια δική μου • να με επινοείς/ να σκύβεις πάνω μου αφηρημένη / ν’ αποκοιμιέσαι και να ονειρεύεσαι». Και πάνω από όλα με την επίγνωση τού: «Οι λέξεις γίνονται πραγματικότητα / και η πραγματικότητα λέξεις». Η μισή λοιπόν «λέξη» και η άλλη μισή γυναίκα. Όπως η «Αρμενόπετρά της», αυτή η δηλαδή η ευαίσθητα παράξενη ύπαρξη, στο τρίτο μέρος της συλλογής, μισή πέτρα και μισή γυναίκα που αναζητά, όπως και η ποίηση, το φιλί-αναγνώστη της.
.
ΕΛΕΝΗ ΤΖΑΤΖΙΜΑΚΗ
diastixo.gr 1/3/2022
Η Μαρίνα Μιχαήλ Χρηστάκη εμφανίζεται στα γράμματα με την πρώτη της ποιητική συλλογή Αρμενόπετρα (Μανδραγόρας, 2021). Στα ποιήματα της συλλογής μιλάει σαν να είναι οικοδομήματα που ορίζεται η τύχη τους από την τύχη των λέξεών (τους): Όταν οι λέξεις μένουν μόνες/ διατάσσονται/ σε ύψη διαφορετικά./ Όταν οι λέξεις μένουν μόνες/ ζητούν να εξισωθείς μαζί τους («Όταν οι λέξεις μένουν μόνες», σελ. 11). Η σημασία της λέξης ως ελάχιστης μονάδας απασχολεί την ποιήτρια, καθώς εντοπίζει σε αυτήν τη νοητή ευθεία της μόνιμης πορείας της ποιητικής πράξης, που δεν έχει αρχή και τέλος: ο λόγος και η λέξη ως ρητή συμπύκνωση του ποιητικού ερεθίσματος επανέρχονται αέναα τόσο ως δικά της εργαλεία, που τα περιεργάζεται ποιητικά, όσο και ως σημείο τομής στην αληθινή επικοινωνία, σε κάθε περίπτωση ερωτική, ανάμεσα στους ανθρώπους, αφού με τις λέξεις του άλλου θα αισθάνεται πλήρης νοημάτων: Και παρηγορήθηκα με τις λέξεις σου. Πράσινες, κίτρινες, γαλαζωπές. Κόκκινες, κατακόκκινες. Θα πάω σπίτι και θα γεμίσω όλα τα βάζα («Θα γεμίσω όλα τα βάζα», σελ. 18).
Η συλλογή αρθρώνεται σε τρεις ενότητες: «Ανισόπτερη λιβελλούλα», «Τ’ αχτένιστα ποιήματα», «Αρμενόπετρα». Τη συλλογή θα την έλεγα σπουδή στην ποιητική τέχνη. Στην πρώτη ενότητα, το συνεκτικό στοιχείο των ποιημάτων είναι το κεντρικό ερώτημα για την ίδια τη λέξη που αποτελεί την πρώτη ύλη των νοημάτων, τη βασική ύλη της ποιήτριας: Μα είναι ύλη οι λέξεις./ Άλλοτε στερεές να σπάνε σε μικρά/ κομμάτια κοφτερά. Άλλοτε κόκκινες υγρές/ ζεστές να εισχωρούν στο αίμα./ Είναι οι λέξεις ατμός να τα σκεπάζουν όλα,/ μ’ εκείνη την ονειρώδη, συμπαθητική,/ ομορφιά τους («Μα είναι ύλη οι λέξεις», σελ. 12). Άλλοτε γίνονται πουλιά και κάθονται στον ώμο σου («Οι λέξεις που τρυπάνε τον ουρανίσκο») κι άλλοτε Οι λέξεις καίγονται/ μες στο μυαλό/ σαν μένουν μόνες./ Καίγονται/ και δίνουν τη θέση τους/ σε άλλες λέξεις («Οι λέξεις καίγονται», σελ. 28). Όμως: Υπάρχουν λέξεις που δεν καίγονται./ Γιατί εκείνο το μυαλό/ αρνείται να τις κάψει./ Μα κι εκείνες αρνούνται την πυρά («Λέξεις που δεν καίγονται», σελ. 29).
Η δεύτερη ενότητα συγκροτείται από 25 ποιήματα «ποιητικής», εφόσον πραγματεύονται θέματα για την ποίηση. Την ποίηση που αέναα παράγει νοήματα, αφού δεν αναλώνεται στη σκέψη: Μες στο μυαλό./ Εκεί μένει και μένει/ Δεν καίγεται («Κύμα μπλε θαλασσινό», σελ. 34). Περιλαμβάνονται ποιήματα που δείχνουν τη λειτουργία της ποίησης ως όχημα συγκίνησης και συναισθήματος:
Τ’ αχτένιστα ποιήματα
Είναι κι εκείνα
τ’ αχτένιστα ποιήματα.
Ολομόναχα βγαίνουν στον δρόμο.
Μας κοιτάζουν, μας ακούνε,
στέκονται πλάι μας.
Φεύγουν πριν ο ήλιος χαθεί
κι αφήνουν πίσω όλες
τις πεταλούδες που μάζεψαν
στ’ αχτένιστα μαλλιά. (σελ. 36)
Ποιήματα που εκφράζουν τον προβληματισμό της ποιήτριας σε ποιους τελικά απευθύνεται η ποίηση: Γυμνή η ομορφιά. Μια σημείωση/ που κάποιος για τον εαυτό του κράτησε./ Εκείνο που αποσιωπάται./ Από την συγκεχυμένη συγκίνηση,/ από το σύντομο συμβάν, στου ποιήματος/ την ήρεμη διάρκεια («Για τον τεχνίτη μοναχά», σελ. 39). Ποιήματα που αποκαλύπτουν την αντίληψη της ποιήτριας για τον σκοπό της ποίησης: Απλώνει το λεπτό της καρπό, ανοίγει την αυλαία της πραγματικότητας. Το φως της διαχέεται κάθετα. αναδεικνύει όλες τις πλευρές των λέξεων. Τις απλώνει ολόφωτες· υπενθυμίζει τη δυνατότητα να σωθούμε («Απλώνει τις λέξεις ολόφωτες», σελ. 56). Ποιήματα που δείχνουν τη στάση της δημιουργού απέναντι στην ιδέα και την πράξη της σύλληψης του ποιήματος: Επιλέγει προσεχτικά/ τις λέξεις να ξεσκεπάσει τον εαυτό της./ Ξεκουμπώνει ένα-ένα τα κουμπιά,/ έχοντας επίγνωση./ Εκείνο που έχει σημασία είναι/ η κίνηση της αποκάλυψης («Η κίνηση της αποκάλυψης», σελ. 51). Ποιήματα που αποκαλύπτουν τον μόχθο και τον αδιάκοπο αγώνα του ποιητή: λευκή σελίδα, να σβήνεις και να γράφεις, τα πιο ωραία, τα μικρά σου («Λευκή σελίδα», σελ. 46).
Πρόκειται για μια έντιμη περιγραφή του πώς το ποιητικό υποκείμενο συναντά την προσωπική αλήθεια της ποιήτριας, το κρητικό τοπίο, τη θηλυκή υπόσταση, το ερωτικό βίωμα και την αδιάκοπη έννοια για τις λέξεις. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν τον κόσμο της πρώτης της ποιητικής εκδοτικής απόπειρας, η οποία είναι έντιμη, καλοδουλεμένη και εύλογα εξάπτει το ενδιαφέρον μας για το ποιητικό μέλλον της δημιουργού.
Στην τρίτη και φερέτιτλη ενότητα «Αρμενόπετρα», μια θηλυκή παρουσία με το μισό πρόσωπο στο φως, το άλλο μισό στο σκοτάδι, σε παίρνει μαζί της οδηγώντας σε πίσω από τις λέξεις, ανάμεσα στα κενά των λέξεων, σου δίνει ελλειπτικές πληροφορίες, σιωπά, σε καλεί να καθίσεις με όλους τους ποιητές στην αμμουδιά, σ’ ένα μεγάλο κύκλο κάτω από τα άστρα («VII. Σιωπηλά μην τρομάξουν οι λέξεις», σελ. 68). Εμπλέκει τη μνήμη και το συναίσθημά σου, μα όχι το μυαλό σου. Δεν είναι διόλου ευγενικό να με κρίνετε./ Εδώ θα μείνω./ Ένα άγαλμα. Μισή πέτρα μισή γυναίκα («Παράξενα πορφυρά όνειρα», σελ. 74). Θέλει μόνο να της δώσεις το πιο κατακόκκινο φιλί, εκείνο που οδηγεί σε μια αλήθεια. Ίσως η αρμενόπετρα είναι η ίδια η ποίηση.
Με τη σαρωτική αυτή λοιπόν δύναμη της πρώτης ύλης, οι λέξεις ορίζουν και την τύχη των νοημάτων – το στοίχημα του ποιητή εν τέλει, το ίδιο το ποίημα που από αλλού ξεκινάει και κανείς δεν ξέρει πού θα βρεθεί στο τέλος. Η γραφή και η μοίρα της, ως κομμάτι της μοίρας της ίδιας της ποιήτριας, συναντούν συχνά τον γυναικείο κόσμο αυτής, όχι τόσο ως αναζήτηση ή στοχασμό, παρά ως υπενθύμιση μιας ταυτότητας που χωράει μέσα της τόσο τις προσωπικές αγωνίες της ποιήτριας όσο και τη συνεχή ροή των λέξεων μέσα της, λέξεων αυτόνομων που επείγει (και είναι προδιαγεγραμμένο, τελικά) να υποταχθούν στα χέρια της για να σχηματιστούν ποιητικά:
Ι. Απ’ την πολλή αγάπη μου
ma mi xristakiΜισή πέτρα, μισή γυναίκα.
Καρφώθηκα σε τούτη ’δώ τη θάλασσα
ν’ αρμενίζω σ’ άλλες θάλασσες, του νου.
Έχω το χάρισμα να λαμβάνω λέξεις.
Το μυαλό κολλάει πάνω τους.
Δεν τις καίω, δεν τις αναλώνω.
Τις κρατάω σφιχτά, νιώθω την ανάσα τους.
Τις αφήνω να γλιστράνε στη σάρκα μου.
Να πέφτουνε.
Να γίνονται θάλασσα οι λέξεις. (σελ. 61)
.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ
Το Περιοδικό 20/07/2022
Η πάλη με την πρώτη ύλη
Την πρώτη λέξη δεν την είπαμε ποτέ. Την ψάξαμε, την αγγίξαμε, ματώσαμε γι’ αυτή, κλάψαμε και φωνάξαμε με όλη μας τη δύναμη. Η πρώτη ανάσα και το πρώτο κλάμα έγιναν ο δρόμος μικρός, στενός, μα με ανοιχτό ορίζοντα. Τίποτα δεν βλέπαμε, το τοπίο ήταν θόλο και περίμενες τον ιδρώτα να παγώσει για να φύγει η ομίχλη. Δεν ήταν, όμως, ιδρώτας. Νερό ήταν, θαλασσινό και η αρμύρα του ήταν απόδειξη της αιώνιας πλεύση μας. Δεν απομακρυνθήκαμε ποτέ από τη θάλασσα, δεν αφήσαμε τα νησιά, γίναμε νησιά. Και η Παναγιά η θαλασσινή μας ευλόγησε, σταυροί καρφώθηκαν στη Σίκινο, στην Κίμωλο, στη Μήλο, στη Σαντορίνη, στην Κρήτη… Τα βότσαλα ξάσπρισαν, γέμισαν τον ορίζοντα και περίμεναν τον διαβάτη. Η πλεύση θα συνεχιζόταν στο διηνεκές. Το μόνο που έμενε ήταν ο έλεγχος των λέξεων. Προκλητικές, ατίθασες, απαιτητικές. Η Μαρίνα Μιχαήλ Χρηστάκη προσπάθησε να τιθασεύσει την πρώτη μας ύλη. Επιχείρησε να «πατήσει» τις μυτερές γωνίες των λέξεων και μας έδωσε την «Αρμενόπετρα» (Εκδόσεις Μανδραγόρας).
Η Μαρίνα Μιχαήλ Χρηστάκη στην πρώτη της ποιητική συλλογή απλώνει τις λέξεις ολόφωτες. Το προσπαθεί και υπάρχουν καλές στιγμές στην ποίηση της. Επιλέγει να κινηθεί ανάμεσα στον χώρο των λέξεων. Βλέπει το σιωπηλό τους μέγεθος και πασχίζει να κατανοήσει τις διαστάσεις τους. Με πάθος και αληθινό ενδιαφέρον αντιδρά στα ερεθίσματα που αφήνουν οι λέξεις. Όπως γράφει στο δεύτερο ποίημα Μα είναι ύλη οι λέξεις και η ύλη αποκτά το νόημα που της δίνει η σκέψη, η ψυχή, το συναίσθημα. Κι αν για τον χρόνο είναι οι ώρες που μιλούν, για την ύλη είναι οι λέξεις και η Χρηστάκη καταλαβαίνει την αξία τους. Σε ελεύθερο στίχο και με το απαραίτητο κράτημα στέκεται μπροστά στην πρώτη της ύλη και μας δίνει ό,τι πιο όμορφο υπάρχει μέσα της. Η ευαισθησία και η προσωπική ανάγκη φυσικά και εισχωρούν στους στίχους και η υπερβολή αποφεύγεται από την απόσταση που κρατά η Χρηστάκη. Στο ποίημα Μια σου λέξη δείχνει ότι μπορεί να κρατήσει το μέτρο.
Η «Αρμενόπετρα» είναι η όμορφη πάλη με τις λέξεις που σου γνωρίζει τον κόσμο. Και για τη Χρηστάκη αυτός κλείνεται στη θάλασσα, στη λευκή σελίδα του κορμιού στα παράξενα πορφυρά όνειρα και στο πέταγμα της ανισόπτερης λιβελούλας. Η ποίηση της Χρηστάκη έχει προοπτικές. Υπάρχει η «διαφορετική ματιά» του ποιητή και η περιέργεια για την κρυμμένη αλήθεια. Και να, στο ποίημα Ανισόπτερη λιβελούλα βλέπουμε την ποιήτρια: Κι αυτή η λέξη/ανισόπτερη λιβελούλα/πέταξε με τα φτερά σε έκταση./Ακούω τη λέξη/να τρίζει, να εκτινάσσεται/να πέφτει πάνω στο αγκάθι./Εκείνο που με τρύπησε/κάτω από το στήθος.
ΑΡΜΕΝΟΠΕΤΡΑ
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ Τ. 198 ΙΟΥΛΙΟΣ-ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2023
Πρωτοεμφανιζόμενη η ποιήτρια σ’ αυτή τη συλλογή (ακολούθησε η Ηλιοτυπία, Μανδραγόρας 2022) ήδη είχε δείξει τα ίχνη μιας θαυμαστής συνέχειας. Με τη σιγουριά που προσδίδει η δυναμική των λέξεων, δομεί τα ποιήματά της εμφυσώντας ψυχή στο ελάχιστο «σώμα» τους, προκειμένου να ενωθούν με τη δημιουργό τους και να την οδηγήσουν αυτές κατά τη δική τους βούληση και αυτονομία. Όταν οι λέξεις μένουν μόνες/ ζητούν να εξισωθείς μαζί τους. […] Σε πάνε. Χωρισμένη η συλλογή σε τρία μέρη (Ανισόπτερη λιβελλούλα, Τ’ αχτένιστα ποιήματα, Αρμενόπετρα), σε μια ωστόσο κοινή θεματική: μια συνομιλία με την ίδια την ποίηση, ως έμπνευση, ως επεξεργασία, ως παρουσία, που ανασαίνει και κυκλοφορεί από την αρχική ιδέα μένοντας ζωντανή (και συχνά αυτόνομη) ώς την τελική μορφή – αλήθεια, διαμορφώνουμε εμείς τους στίχους ή μήπως αυτοί εν τέλει μας δημιουργούν; Δείγμα ώριμης αντιμετώπισης της ποιητικής υπόθεσης, το γεγονός πως στοχεύεται σ’ αυτή την ποίηση το «υλικό» περίβλημα, το σύμβολο, ο κώδικας, προκειμένου να χτιστεί το ποίημα, υπερβαίνοντας όμως αναπόφευκτα αυτό το αρχικό υλικό στοιχείο και αφήνοντας πλέον τις λέξεις αποδεσμευμένες από την αφορμή τους μέσα στη μαγική πολυσημία τους. Πρώτα το φονεύει./Κι έπειτα στέκεται κατακόρυφα,/ κάτω από το φως του.//Σημείο είναι, σύμβολο·/μια αναπαράσταση ενός πράγματος,/ εν απουσία τον. («Λέξεις»). Δείτε πώς η ποιήτρια εννοεί τις «άκαφτες» λέξεις, αυτές που επιμένουν να ζουν στο μυαλό, που γλιστρώντας διαρκώς γλιτώνουν την πυρά και παραμένουν εσαεί ζωντανές: Λέξεις που ξέρουν να γλιστρούν/μες στο μυαλό με τέχνη./Άκαφτες λέξεις. («Λέξεις που δεν καίγονται»). Κατόπιν βρίσκει τα «αχτένιστα» ποιήματα, αυτά που αφρόντιστα διαβαίνουν ανάμεσα σε διαύγεια και σκοτεινότητα, με λύκους απειλητικούς όσο και οικείους, διάσπαρτες όπως και η ποιήτρια που τις ανακαλύπτει (Τεντώνομαι κι εγώ. Πολλαπλασιάζομαι/ σε μέγεθος σελήνης. Διασπείρομαι/ και σε κάθε γωνιά της αφήνω μια λέξη. «Σε μέγεθος σελήνης»). Τέλος, μεταμορφωμένη
σε Αρμενόπετρα, πάλι θα ατενίσει την ποίηση, θα ψάξει για την αλήθεια των λέξεων που μετασχηματίζονται σε ποίημα. Το γεγονός ότι όλα αυτά συντελούνται σε μια πρώτη εμφάνιση στην ποίηση, καθιστά την περίπτωση της Χρηστάκη εξόχως ενδιαφέρουσα, μια ποιήτρια που η Ποίηση ασμένως την καλωσορίζει, και τα Βραβεία Ζαν Μορεάς της απονέμουν το Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου. Η καλαίσθητη έκδοση εικαστικά συμπληρώνεται από τη Βασιλική Πανταζή.
.