Η Σίσσυ Δουτσίου είναι ηθοποιός και ποιήτρια. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε Αστροφυσική στο University of Sussex στο Brighton της Αγγλίας. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή Δήλος το 2009. Είναι ιδρυτικό μέλος του Ινστιτούτου Πειραματικών Τεχνών και επιμελήτρια του ετήσιου Διεθνές Φεστιβάλ Βιντεοποίησης στην Αθήνα και πρωταγωνίστησε σε θεατρικές παραστάσεις. Έχουνε γίνει αφιερώματα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο για το καλλιτεχνικό της έργο και την παρουσία της στο θέατρο.
Ποιήματά της έχουν παρουσιαστεί από το 2008 σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και έχει συμμετάσχει σε διεθνείς εκθέσεις και φεστιβάλ.
Έχει εκδώσει τέσσερεις ποιητικές συλλογές και ένα με διηγήματα όλα από τις εκδόσεις Κενότητα.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
Μυθολογικά Τέρατα (2021)
Προσβολή Δημοσίας Αιδούς (2018)
Ω! Απόκρυφον (2018)
Ένδοξες Μέρες (2018)
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Η Ηδονοβλεψίας (2018)
.
.
ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΑ ΤΕΡΑΤΑ (2021)
ΕΚΑΒΗ
«όλοι εν τέλει είναι δούλοι στην τύχην και στην στερράν ανάγκην»
Ευριπίδης Εκάβη στ. 864-865
Ο πόλεμος έγινε όργανο στο ανθρώπινο σώμα.
Τα παλάτια της Τροίας λεηλατήθηκαν
σαν φίδια άλλαξαν δέρμα οι κυράδες.
Ωμές.
Αδίστακτες.
Το σώμα θα ταφεί.
Κανείς δεν θα πετάξει τους ξένους,
τους φίλους ή τους συγγενείς
μέσα στη θάλασσα.
Έτσι μοιάζει ο πόλεμος Εκάβη.
Τρομαγμένα αστέρια σκέπασαν με πάχνη τα ποτάμια.
Η ερημιά της πόλης έθαψε τα παιδιά της στο αίμα.
Οι ανθισμένοι κήποι σύστησαν τον τρόμο στους εφήβους.
Τα τριαντάφυλλα δίστασαν να θαυμάσουν το χάραμα και
τα πέτρινα σπίτια εγκαταλείφθηκαν από τα χελιδόνια.
Αυτός είναι ο πόλεμος Εκάβη,
μην διακινδυνεύεις τη ζωή σου
θα τυφλώσουμε τον άκαρδο τύραννο,
τον πατριάρχη, τον βασιλιά, τον αυτοκράτορα.
Οι παρθένες έθαψαν τις αρετές τους.
Ανήμποροι γερασμένοι άντρες χάθηκαν
στις γωνίες των δρόμων.
Ον τραυματισμένοι ήρωες χλόμιασαν σαν αλεπούδες
κάτω από τα ρούχα της μάνας τους.
Αυτό είναι ο πόλεμος Εκάβη,
μην στεναχωρείσαι
θα επιτεθείς στη Χώρα των Κυκλώπων.
Τα βρέφη κοίταξαν τα δάκρυα των άταφων μονομάχων.
Αδέσποτα σκυλιά μάζεψαν τις
τελευταίες νυχτοπεταλούδες της πόλης.
Φυλακές δεν υπήρχαν.
Στρατός δεν υπήρχε – μόνο
το όραμα της διαμαρτυρίας και αυτός ο περίφημος χορός.
Η τρέλα αντιλαλούσε ανάμεσα στα δάχτυλα της.
Ο πόλεμος έγινε όργανο στο ανθρώπινο σώμα.
Οι εχθροί αφάνισαν τα καλοκαίρια.
Οι μισθοφόροι πυροβολούσαν ασταμάτητα το φως των γιορτών.
Ο λαός προσευχόταν κρυφά σε παραιτημένους στάβλους.
Οι λεγεώνες των άλλων ίππευαν ταύρους
και αετούς πάνω από τα κεφάλια μας.
Το χρυσό εξερράγην στα χέρια των βασιλιάδων.
Μην ανησυχείς, Εκάβη μου
θα εκδικηθείς για το χαμό του γιού σου.
Ο πόλεμος έγινε όργανο του ανθρώπινου σώματος.
Η Πολυξένη παραδόθηκε στους θεούς.
Εκάβη μου, ετοιμάσου.
Μπορείς να μην αγαπήσεις την πατρίδα σου.
– βάρβαροι στη θέση των βαρβάρων –
Τα έθιμα ομολόγησαν την μυρωδιά της γης τους
περιέγραψαν την ηρωική ευγένεια
του παλιού κόσμου.
Σκορπίστηκαν σκελετοί βασιλιάδων
στις γυμνές αποθήκες των σκλάβων –
ένα πρωί που η στρίγγλα συνείδηση
αρνιόταν να το πιστέψει.
Η σιωπή αγκάλιασε τα παιδιά.
Φόνος εν ψυχρώ. Η πόλη θρηνεί τις έξι κόρες αυτού του κόσμου
την Αγαθοεργία
την Προσήλωση
την Υπομονή και τη Διαύγεια
την Ηθική και
την Σοφία.
Η πόλη θρηνεί Εκάβη μου.
ΣΕΜΕΛΗ
Η μάνα του Διόνυσου απαλλάσσει από τον πόνο
την ιερή τρέλα. Φοβάται.
Η μάνα του Βάκχου
άγρια φυτά λαμπυρίζουν
σαν μαργαριτάρια κάτω από τις πατούσες της.
Η μάνα του Λυσσασμένου, αντέχει τον έρωτα
να της γεμίζει το σώμα με έκσταση.
Η Σεμέλη
Η αιώνια ευτυχία μετά τον θάνατο της.
Ύστερα
πλημμύρισε τον παράδεισο
με την ελπίδα των αναστεναγμών.
Ο τρόμος της ραμμένος πάνω στο πρώτο αμπέλι
μέσα στο ερειπωμένο βασίλειο –
επάνω και ενδιάμεσα η λαχτάρα της προσκύνησε την μέθη.
Η Σεμέλη
Η μάνα επέστρεψε στην μορφή της
ο γιός της επέβαλλε το πάθος
μεγαλοπρεπείς γιορτές.
Η ζεστή λαχτάρα προστάτευσε τη γονιμότητα των γυναικών.
Ναι, αυτή είναι μια ιστορία. Η ιστορία της κόρης του Κάδμου.
Αυτή είναι που γέννησε το παιχνίδι και τη σοφία
η σκέψη της άρπαξε όλα τα έρημα δάση
και τα μεταμόρφωσε σε γυμνούς ταύρους
που ψάχνουν να αγγίξουν μια πληγή
να πιουν το αίμα
να ξεδιψάσουν
σηκώνοντας το κεφάλι τους προς την φροντίδα.
Η Σεμέλη
Η κόρη της Αρμονίας σκόρπισε τον έρωτα,
την αγάπη, το λάγνο βλέμμα, την άγρια χαρά
μέσα στο πλήθος μέσα στους αιώνες.
Ελεύθερη από την ιεραρχία της άνοιξης
βάφτισε 86 φορές τον αστεροειδή της κύριας ζώνης
με το όνομά της
τώρα μπορεί να χαθεί ανάμεσα στη τρυφερότητα και την ευτυχία.
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ
Η Περσεφόνη επέστρεψε από τον Άδη.
Αυτή είναι η αρχή της άνοιξης –
μια κόρη που επιστρέφει στη μάνα της
για να χορέψει μαζί της.
Επέστρεψε μαζί με τους ποιητές που πάσχουν
από έναν κληρονομικό πόνο στα γόνατα.
Ένα πεδίο μάχης η ευτυχία.
Η Περσεφόνη
Θεά
Σεμνή παντοκράτειρα με το ιερό σώμα –
νυμφεύει την άγρια βλάστηση με το δέρμα
της καρδιάς μας.
Χαίρεται με τους πολύμοχθους συγγραφείς
που επιστρέφουν αδέξια στην τελευταία σιωπηλή βροχή
και κουλουριάζονται στην κοιλιά της.
Η βαθιά ησυχία.
Με μια θρησκευτική κατάνυξη όλοι οι μύστες χάρισαν ισότητα,
ένα ατελείωτο χρυσάφι σκορπισμένο στις γειτονιές του κόσμου.
Η Περσεφόνη ακούει τα περιστέρια
να αναστενάζουν που έχασαν τον δρόμο τους.
Στα περίχωρα της παλιάς ακρόπολης χαϊδεύει τους τοίχους
σαν να ‘τανε το κορμί της θάλασσας
ή το φουστάνι ενός ιδρωμένου κοριτσιού
ή η ανάσα μιας ορχήστρας –
εκατό ψαλμοί και ένα πλήθος περιπλανώμενοι
να τραγουδούν χωρίς λέξεις,
μονάχα συλλαβές και γρυλίσματα ζώων.
Οι αρχαίες κουκουβάγιες σχημάτισαν σωρούς
από τα λάφυρα των νεκρών μας
και έπειτα αποκοιμήθηκαν ανάμεσα στα ελάφια
και τις οθόνες υγρών κρυστάλλων.
Οι τρεις μαύρες βιβλιοθήκες ξύπνησαν
το στόμα της ζωντανής ημερομηνίας
τα γενέθλια της, τα γενέθλια μου.
Μονάχα εδώ οι ώρες έμοιαζαν με σύννεφα,
μιλούσαν συκοφαντικά
στα κάρβουνα μιας φωτιάς που δεν υπήρχε.
Η Περσεφόνη
και τα νεκρά ζαρκάδια που βλέπει στο δρόμο της
είναι κακός οιωνός
και αρχίζει να φοβάται τους λογισμούς της.
Ένας κόκκος ρυζιού
και ένα αγέννητο ποίημα ντυμένο στα λευκά
δίπλα σε μια χορωδία σκίζει την ιστορία του τώρα.
Ο παφλασμός του ουρανού είναι πάντα γαλάζιος.
Όλα τα γιασεμιά τραυματισμένα και η άνοιξη
αστράφτει – καθόλου φάρμακο – καμία υποταγή
πλησιάζει η ανάσταση της πόλης.
Κάθε άλγος στην αγχόνη.
Κάθε πέτρα ανώνυμα απελευθερώνει τους δρόμους
και οι παλάμες των φτωχών έγιναν θρόνοι,
σε όλα τα πρόσωπα –
αυτά που σκιάζονται όταν περικυκλώνονται από θαμπές εικόνες.
Η Περσεφόνη
σκαλίζει προτομές δράκων πάνω στα κύματα μιας απέραντης θάλασσας.
Μια μοναχοκόρη κρυμμένη κάτω από λευκά σεντόνια,
πλούσιες προσφορές στη μάνα γη
για ένα γάμο που κρατάει δέκα μέρες.
Οι αρχαίες σαύρες ξύπνησαν από τη λήθη,
στέκουν σαν άγγελοι της πόλης
να προστατεύουν το γυμνό σώμα του χθες, του σήμερα,
της επόμενης μέρας.
Η Περσεφόνη
βλέπει τα δέντρα να πίνουν νερό χαμογελώντας
στη δίψα και την εύθραυστη μνήμη των ανθρώπων.
Ο πλούτος της κοσμοσυρροής,
τα μουρμουρητά καλυμμένα με λάσπη
εξασθενούν το σαρκοβόρο όνειρο –
ο ήλιος έχει μια διαθήκη κρυμμένη μέσα στη ζούγκλα.
Μπορείς να σταθείς
να πάρεις μια ανάσα
να κοιτάξεις όλους τους αιώνες πίσω σου
και να γράψεις με τα χέρια σου ένα γράμμα
να το διαβάζεις κάθε μέρα φωναχτά
σαν έφηβος
σαν φάντασμα
σαν άνθρωπος.
Το εκτυφλωτικό φως ξεχύνεται στα χέρια τριών παιδιών.
Το δάσος γιορτάζει την ελευθερία των ζώων
ν’ αφήνουν αποτυπώματα επάνω του.
Το ποτάμι φωσφόριζε,
μια άγρια πεταλούδα
άνοιξε το στόμα της και είπε:
«οι έφηβοι έχασαν την λάμψη τους προσπαθώντας
να λύσουν το αίνιγμα του δυτικού πολιτισμού».
Οι αρχαίες αντιλόπες έθαψαν τα δόντια του μέλλοντος
και σφράγισαν την κρυψώνα τους με τα σπλάχνα
ελεύθερων ανθρώπων, για γούρι –
ίσως αυτή τη φορά η αγάπη να ηγηθεί της συμφωνίας
και ο κόσμος ν’ αλλάξει μπροστά στα μάτια μας
και όλοι να τρώμε το ίδιο ψωμί με την ίδια γεύση.
Σήμερα η θάλασσα έκαψε τα βλέφαρα
της φιλάρεσκης κόρης.
Η Περσεφόνη στην Αθήνα
λίγο μετά τον πόλεμο.
Αυτή είναι η αρχή της Άνοιξης.
Το ποίημα που κατέληξε σε μια αστική φυλλάδα της εποχής –
να λικνίζεται στις σελίδες όταν όλοι κοιμούνται
στις 4 το ξημέρωμα
να προσπαθεί
να βγει από το παράθυρο
καθώς η άμαξα πλησιάζει τη Λέσχη των Ποιητών
και ένα άρρωστο παιδί με κλειστά μάτια αποχαιρετά
τα αναστατωμένα άλογα.
Το επόμενο ποίημα
θα έχει τίτλο Η Θάλασσα και Το Πένθος
θα είναι 514 σελίδες
και θα με υπερβαίνει
θα είναι μεγαλύτερο από εμένα
και όταν εγώ θα έχω χαθεί /σβήσει /πεθάνει
αυτό θα στέκει περήφανο
με 514 συνταξιδιώτες.
Αυτή είναι η άνοιξη Περσεφόνη.
Μισό φως
μισό σκοτάδι.
.
Ω ! ΑΠΟΚΡΥΦΟΝ (2018)
ΕΝΑ ΥΠΕΡΟΧΟ ΠΡΩΙΝΟ
Ένα υπέροχο πρωινό
που η αγαπημένη σου
αδειάζει όλους τους φόβους της επάνω σου.
Ένα υπέροχο πρωινό
που η αγαπημένη σου έχει συνεχώς κλειστά τα μάτια της
και αλλάζει, αλλάζει συνεχώς η φωνή της
αλλάζει, αλλάζει το χρώμα των ματιών της
μεταφορτώνεται σε εκείνο το υπέροχο τέρας
που καταβροχθίζει
τις ηλιαχτίδες του ήλιου,
που καταβροχθίζει
τα παθιασμένα γλωσσόφιλα.
Δεν έχει μείνει τίποτα από την αγαπημένη σου
μόνο ένα τέρας
ένα τέρας που βαριανασαίνει
ένας αναστεναγμός και ένα ουρλιαχτό
που γεμίζει το δωμάτιο
και σε εξαφανίζει.
Χαθήκαν τα συναισθήματα που υπερβαίνουν
την έκσταση και την αγάπη
τη θέση τους πήραν ουρλιαχτά μέσα στα πιο σκοτεινά δωμάτια
…είμαι ακόμη εδώ….
ας έχουν ασπρίσει οι άκρες των χεριών μου
ας έχω χτίσει την βουκολική σπηλιά μου μέσα στο σπίτι μας
είμαι ακόμη εδώ… εδώ
Μερικές φορές η αγάπη δεν είναι αρκετή
Μερικές φορές τίποτα δεν είναι αρκετό
Μα είμαι ακόμη εδώ
Εδώ
ΦΕΙΔΩ
Σκουριασμένες λευκές επιδερμίδες
με ανοιχτόχρωμα στίγματα από περασμένους έρωτες
γαλάζια, κυανά
– με μια αίσθηση ανησυχίας –
σημάδια επάνω τους από περασμένα χάδια
Λευκές ασήμαντες – ταπεινές
Υφιστάμενες ελπίδες
κάτω από μια πληγή
κάτω από μια καρκινική πληγή
Ανθεκτικές αναμνήσεις
που τρεμοπαίζουν ανάμεσα από μια θολή κόρη
και μια αρρωστημένη ίριδα
Σχισμένα τα μάτια
Πολλαπλασιασμένα πάθη
από μικρές επαρχίες
άγνωστες ηρωίδες
κάποια κατεστραμμένα βότσαλα
αναγνωρίζουν την ιστορία τους
Μια μητέρα έτοιμη να πουληθεί
να κρεμαστεί επάνω σε ανθισμένα
χειμωνιάτικα δέντρα
Πατρικές φιγούρες
που αρνήθηκαν να θαφτούν στον οικογενειακό τους τάφο
Κάθε θρησκεία
έχει έναν ιερό τόπο
Κάθε άνθρωπος
έχει ένα ιερό μυστικό
Κάθε παιδί
έχει ένα ιερό ψέμα
Ξεχειλωμένα χείλη με
επισυναπτόμενες υποσχέσεις
Μυθομανείς περιθωριακοί
μεθυσμένοι άγρια
Όνειρα Καλοκαιρινής Νυχτός
Ακατάσχετα Ψεύδη
Ένα λεπτό γυαλιστερό φίδι
που ορθώνεται σαν κόμπρα
αληθές ή ψευδές;
Γερασμένοι άντρες και γυναίκες
χωρίς δόντια
αληθές ή ψευδές;
ανυπόμονοι να κερδίσουν
ακατάσχετα κέρδη
αληθές ή ψευδές;
ανυπόμονοι να κερδίσουν
ένα δικό τους σπίτι
ένα δικό τους κήπο
το δικό τους δέντρο
Κουρασμένες γυναίκες
προσμένουν χρυσάφι
αληθές ή ψευδές;
Ψευδές
κουρασμένες γυναίκες
προσμένουν τη ζωή όπως την είχαν ονειρευτεί.
Με φειδώ.
PLEASANT VILLE
Ένα μέρος σε μια πόλη
μια πόλη
ένας ορίζοντας
μια απομονωμένη γειτονιά
ένα ερειπωμένο σπίτι
φρεσκοβαμμένες μονοκατοικίες
ανέγγιχτοι κήποι
ενοικιαζόμενα δωμάτια
μια ανύπαρκτη συνοικία
ανθρώπινες φιγούρες
χαρακτήρες
ιστορίες πολυδαίδαλες
πουτάνες
νταβατζήδες
παρανομία
μια ευτυχισμένη μητέρα
ένα παρελθόν που έσβησε
που χάθηκε
αρχαία ρητά που τα ξεβράζει η θάλασσα
θλιμμένες κόρες
κουρασμένα βλέμματα
σκούρα δέρματα
ένας θαυμασμός
και ένας οίκτος
μια πηχτή σιωπή
ένα δωμάτιο
ένα κρεβάτι
ένα γραφείο
κάπου να αγγίζω τον υπολογιστή
μια μολυβοθήκη
και πάντα ένα ψεύτικο κρυστάλλινο ποτήρι
γεμάτο 2 φορές τουλάχιστον
με 13% w/v αλκοόλ
να ακούω το βυθό της θάλασσας
να ακούω το ελεύθερο ψιθύρισμα του ιωδίου
μια ηρεμία που κρεμάει τους συζύγους
από τους πολυελαίους
για μένα είναι ελιξίριο
ένα σκοτάδι σε μια υπερήφανη μοναξιά
που δηλητηριάζει την σκέψη ενός άντρα
κι εμένα με μαγνητίζει
μια μοναξιά
παρούσα
ένας φόβος
απών
ΑΓΡΙΑ ΜΝΗΜΗ
Η μνήμη αργεί να πεθάνει
σε παρατηρεί
σε κοιτάζει
και εσύ γερνάς
ζαρώνεις.
Όλες σου οι μνήμες
είναι οι επίσημες καλεσμένες,
οι μόνες επίσημες καλεσμένες.
Πενθούν που δεν θα τις ξανακαλέσεις.
Η άγρια μνήμη
μια επίσημη καλεσμένη
η μόνη επίσημη καλεσμένη.
Γλιστράει απότομα
μεταμφιεσμένη
και ψιθυρίζει τα απομεινάρια της στο διάστημα.
Η άγρια μνήμη
καταβροχθίζει το παρόν
καταβροχθίζει την ευτυχία
εκπονεί άσυλα τρόμου.
Η άγρια μνήμη
ερωτεύεται έναν παλιό εαυτό
και λησμονεί τα παιδικά χρόνια.
Η άγρια μνήμη γερασμένη
τεντώνει το δέρμα της
διαρκεί μέχρι την τελευταία ανάσα.
Η μνήμη αργεί να πεθάνει
σε παρατηρεί
σε κοιτάζει
σε ενοχλεί καθώς γερνάς.
Ντυμένη στα μαύρα
αγκομαχεί όταν το σώμα αναπαύεται
πενθεί όταν εσύ πεθαίνεις.
Η μνήμη πενθεί
όταν το πνεύμα πεθαίνει.
ΑΔΑΜΑΝΤΙΝΟΙ ΝΗΣΟΙ
Παγιδευμένη στο παράδεισο
Τυλιγμένη με γόνιμα χρυσάνθεμα
Αλυσοδεμένη στις ρίζες ενός αιωνόβιου φόβου
Ιδρωμένη από τη μανιασμένη περιέργεια του εραστή της
Συγχυσμένη από την ασυγκράτητη επιθυμία για σοφία
Ζαλισμένη από τη μελαγχολική έκταση του απείρου
Παγιδευμένη στον παράδεισο
Δέσμια σε ένα υπέρλαμπρο ανθισμένο δέντρο
Αδιάφορη μέσα σε ένα μυστικιστικό ναό
Κουρασμένη ατενίζοντας τον ειρηνικό ωκεανό
Κρεμασμένη στο βυθό της θάλασσας
λαχανιασμένη
εκτεθειμένη σε αρχαίους πολιτισμούς
πόσο γελοία φαίνονται τα όνειρα της
πόσο φαιδρές φαίνονται οι στεναχώριες της
τρομάζει
ουρλιάζει απέναντι στο χάος
ιδρώνει από τη ευρυμάθεια του εραστή της
και αποφασίζει να τον γδάρει.
ΙΕΡΟΣ ΠΟΝΟΣ
Η καρδιά μου πονάει
για αυτή τη ζωή που τελειώνει.
Πόσο μικρή είναι η ζωή μας
Εκατό χρόνια δεν μας φτάνουν
Διαλύομαι ήρεμα σαν κερί
σε σκοτεινούς ναούς
Σιγά σιγά η φλόγα μου μικραίνει
καθώς καίγομαι.
Σιγά σιγά η φλόγα μου μικραίνει
καθώς σβήνω.
Κουβαλάω τόσες ευχές
Ευχές για ευτυχία
Ευχές για μακροζωία
Ευχές για υγεία
Ευχές για χρήμα
Ευχές
Εκατομμύρια ευχές
από όλους τους πιστούς.
Κάθε πιστός με ανάβει,
εκμυστηρεύεται την επιθυμία του, την ευχή του,
ην προσευχή του, την δέηση του, την παράκληση του.
Ελπίζοντας και ευγνωμονώντας.
Ο κάθε πιστός
με αντιλαμβάνεται σαν τη δίοδο
για να μιλήσει με το θείο –
να γνωστοποιήσει το θείο.
Η φλόγα μου συστέλλεται
Κάποιες ευχές θα χαθούν
Κάποιες θα γίνουνε αστέρια
για να φωτίζουν όλη την πόλη.
Και όταν θα σβήσω, θα χαθώ –
θα είμαι νέα.
Θα είμαι νέα
και πάλι θα έρχονται οι πιστοί.
Άλλος με βάζει δίπλα στο Ganesh
άλλος στην Κάλι, άλλος σε κάποιον άλλον θεό.
Άλλοι με βάζουν γύρω από τις στούπες
μουρμουρίζοντας θιβετάνικες μάντρες.
Άλλοι με ανάβουν και διαβάζουν αρχαία ποιήματα,
άλλοι διαβάζουν μικρά κοάν,
άλλοι διαβάζουν αρχαίες τραγωδίες
γραμμένες στα σανσκριτικά.
Και όταν σβήσω
θα έχουνε μάθει μια ολόκληρη ιστορία.
Θα έχουνε μάθει μια ιστορία
για τους θεούς τους.
Ένα θρύλο
Ένα μύθο
Μια περιπέτεια
Άλλοι με καίνε για να κάνουν έρωτα στην ερωμένη τους
Να της χαϊδέψουν το στήθος
Να της φιλήσουν τη ραχοκοκαλιά
Να της φιλήσουν τη ραχοκοκαλιά της
μέσα στο ημίφως μου.
Άλλοι με ανάβουν για να στάξουν
λίγο από το σώμα μου
πάνω στα ακριβά σημεία της γιογκίνι τους,
και όταν θα σβήσω θα είναι αγκαλιασμένοι.
Όταν σβήσω θα έχω πάρει
τις ευχές των πιστών μαζί μου.
Φέρω ένα άλγος – έναν ιερό πόνο στην καρδιά μου.
Χρόνια με τα χρόνια σβήνει, καταπραΰνεται.
Καθώς η φλόγα μου μικραίνει
μικραίνει και η καρδιά μου –
μικραίνει και ο πόνος –
σαν να μην υπήρξε ποτέ.
ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΕ ΘΑΨΕΤΕ ΖΩΝΤΑΝΗ
Μπορείτε να με θάψετε ζωντανή
Μέσα στο χώμα
Δεν θα με ενοχλούσε
Μπορείτε να με βάλετε
Μέσα σε μια στενή κάσα
Δεν θα με ενοχλούσε καθόλου
Που δεν θα μπορούσα να κουνήσω τα δάχτυλα μου
0α πέθαινα – Χωρίς ανάσα
Μπορείτε να με θάψετε ζωντανή
Κάτω στη γη
Βαθιά μέσα στο χώμα
Δεν θα με ενοχλούσε
Να με θάψετε
Βαθιά μέσα στη γη
Να μην ακούω τους λυγμούς και το πένθος των φίλων
Δεν θα δυσανασχετούσα
Χωρίς οίκτο
Η καρδιά μου άδεια
Και οι ψίθυροι της αδερφής μου
Χωρίς βοήθεια
Μόνη, δεν θα με ενοχλούσε
Οι ψίθυροι των φίλων μου
Χωρίς βοήθεια
Κανένας
Μόνη μου
0 θάνατος μου
Μπορείτε να με θάψετε ζωντανή
Δεν θα με ενοχλούσε
Που θα μύριζα το μουσκεμένο χώμα
Μέσα στη Γη
Το χώμα είναι υγρό δεν στεγνώνει ποτέ Μέσα στη Γ η
Το χώμα είναι συνέχεια συγκινημένο
Μπορώ να σκάψω βαθιά μέσα στη γη
Κάτω από αυτή τη ζωή
Κάτω από αυτή τη ζωή
Υπάρχει ένα στρώμα πεθαμένων
Κάτω από τα πόδια μας
Κοιμούνται οι νεκροί μας
Κάτω από τα θεμέλια αυτού του κόσμου
Αναπαύονται αρρωστημένα κορμιά
Βασανισμένες σκέψεις
Αιμορραγούντες ήρωες
Θυσίες
Έμβρυα
Σοφοί γέροι
Κάτω από τη ζωή
Χαϊδεύουν το χώμα
Σκελετοί αναμνήσεων
Ερωτικά γράμματα
Παλιές φωτογραφίες
Μπορείτε να με θάψετε ζωντανή
Δεν θα με ενοχλούσε καθόλου
Να μην μπορώ να αναπνεύσω
Μέσα στο σκοτάδι
Ουδείς λόγος
Κάτω από τον κόσμο μας
Ρέει η ατέρμονη λευκή θάλασσα των καταραμένων
Συσπώνται οι τελευταίες προσπάθειες για ζωή
Σας ενθαρρύνω να με θάψετε ζωντανή
Δεν είμαι ευπαθής στις συγκινήσεις
Μια Θριαμβευτική αγαλλίαση
Ομολογώ την προθυμία μου
Με ειλικρίνεια
Να βρίσκομαι
Πέρα από το καυτό οδόστρωμα
Μέσα στο υγρό χώμα
Ζωντανή
Για λίγο
Όσο αντέξω,
όσο αντέξω.
.
ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΙΔΟΥΣ (2018)
Ποιητική Εισαγωγή: Νάνος Βαλαωρίτης
N.B.
Έχουμε θαλασσοκρατία
και πεθαίνουμε από την πείνα
μεταφέρουμε όλα τα αναγκαία
αλλά ποτέ δεν φτάνουν ίσαμε εμάς
είμαστε καμωμένοι από πανάκριβα
υλικά που πουλιούνται φτηνά στους δρόμους
έχουμε φτάσει στο έσχατο της κοσμιότητας
για να γίνουμε βλοσυροί κομήτες
κομίζουμε αγαθά υπερπόντια σε
κάσες που μυρίζουν θειάφι και νέφτι
βλέπουμε γυναίκες ύπτιες σε κουκέτες
που δεν σκεπάζονται με τίποτα
περνάμε ολοένα και καλύτερα
παρόλο που σκοτεινιάζουν ένα ένα
τα παράθυρα μιας άδειας πολυκατοικίας
περνάμε φίνα από την πόρτα σου
να δούμε αν είσαι μέσα αλλά δεν
είσαι πουθενά στον τετράγωνο κόσμο
η πιθανή σου παρουσία είναι πάντοτε
στον καναπέ των δεδομένων που αγριεύουν
σαν μαστουρωμένες σαύρες στον ήλιο –
θα σου πάρω ένα στυλό να γράφεις με το αριστερό
και σαν να μην έφτανε αυτό: θα λάβεις
συντόμως χαρτί τηλεφωνικό μόνο για αναφορές
κι όταν φτάσει το γραπτό στο τέλος της σελίδας
θα πούμε πως ήτανε γραφτό να γίνει αυτό
που δεν είχε ξαναγίνει : να σε χαιρετώ.
Σ.Δ
(ΚΑΛΩΣ ΤΗ ΘΕΟΜΗΝΙΑ)
ΤΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ
Σημαδεμένοι από φλυαρίες.
Ξεχαστήκατε στο ασήμαντο απόγευμα σας,
στις νεκρές ώρες σας.
Ηλίθιοι… Σας έχω βαρεθεί… Δεν σας αντέχω άλλο…
Κουλουριασμένοι στη μιζέρια σας
Πιστέψατε σε αυτό που ζείτε
Δειλοί…
…Και όταν όλοι θα έχουν αρχίσει να φεύγουν,
η μουσική θα παίζει…
Θα παίζει πιο δυνατά… Όλο και πιο δυνατά…
…Όταν θα λείπει η πνοή από μέσα μου
θα με αγγίζει μονάχα η ηδονή …
Ας είναι αργά… ας ήτανε αργά…
Όλο και πιο πολύ μακριά φεύγω
Χυδαίοι… Τόσο χυδαίοι όσο και εγώ….
Συρματοπλέγματα, κάγκελα, τοίχοι, κλουβιά,
πολυκατοικίες, διαφημίσεις, δάνεια, ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Όνειρα βαμμένα με χρήμα.
Άσπλαχνοι θεατές κοιτάζουν
με παγωμένα μάτια χωρίς σημασία.
Η φτώχεια της φαντασίας σας
είναι σαν στενάχωρη φυλακή.
Και όλοι αυτοί οι περαστικοί
να σταματάνε απέναντι μου
λέγοντας μου,
πως το βράδυ τρόμαξαν σαν άκουσαν
το υποσυνείδητο τους να συνομιλεί
με τα Βασίλεια της Τρελαμένης Γης.
Δρομολόγια μετριασμένα στις αντοχές τους.
ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ
Δεν αντέχω άλλο
τη βουβή μοναξιά.
Μόνο υποχρεώσεις
να με ξυπνάνε.
Με τη βία να λύνω
να επιλύνω τον χρόνο.
Και όταν ο χρόνος έχει σταθμεύσει
τίποτα πια δεν αλλάζει.
Βουβή η μοναξιά
δίχως έρωτα
και κάθε σκέψη
να βαραίνει τις ώρες που περνάνε.
Ζωή
Έρωτας
Μνήμη
Σα να σταμάτησε ο χρόνος
και μόνο εγώ να ζω.
Αδιάλεχτοι οι φίλοι
Αδιάλεχτη ακόμα και εγώ
ΑΥΤΟΜΑΤΕΣ ΠΟΡΤΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Περαστικοί περνάνε από το σπίτι της
Υπηρέτες μιας μεγάλης αποκάλυψης,
δούλοι της υλικής λατρείας.
Μόνη, μοναξιά, μοναχικός, μοναχικότητα
Ο άνθρωπος ον κοινωνικό
Το πιο εξελιγμένο ζώο
Μεταλλαγμένες συνήθειες
Από τις σπηλιές
σε ξύλινα δωμάτια
έπειτα πέτρινα σπίτια
τώρα αυτόματες πόρτες ασφαλείας.
ΜΙΑ ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ
Μια βόλτα με ένα μηχανάκι
στο κέντρο της Αθήνας –
αμάξια, βαβούρα
και εσύ να ρωτάς για το παράλογο,
για αυτό που σε ανατριχιάζει.
Δε ξέρω από πού να πιαστώ
για να μην πέσω.
Δένομαι επάνω σου.
Από μια μικρή θηλιά
από το παντελόνι που φοράς.
Φτάνουμε σε μια συναυλία.
Χάνεσαι για λίγο μέσα σε φίλους
και έπειτα πάλι μου μιλάς για σένα,
να γνωρίσει η μια την άλλη.
Οι ώρες περνάνε και εγώ αρχίζω να παρατηρώ
τη κάθε ξεχωριστή σου λεπτομέρεια…
σαν αερικό
να σε αγγίξω
να τολμήσω
να χαϊδέψω
το μεταξένιο σου δέρμα
τα χείλη σου
τα μάτια σου
ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
Eίναι που όλα φαντάζουν σαν ψέμα,
σαν αερικά,
σα πνεύματα του απείρου.
Εγώ… Εσύ…
Αυτές οι ατελείωτες συνομιλίες με τον εαυτό σου,
οι κρυφές παράνοιες σου,
οι τυφλές σκέψεις σου.
Ενώ εσύ συνεχίζεις να μιλάς…
Είναι που από κάπου θέλεις να πιαστείς.
Είναι οι χιλιάδες εκφάνσεις του εαυτού σου.
Μια αιώνια στιγμή ας έβρισκα
και ας έμεναν τότε τα πάντα στάσιμα.
Ας πέθαινα τότε
εκείνη τη στιγμή.
Σε εκείνα τα δευτερόλεπτα
που θα κρατούσαν για πάντα.
Όμως οι άνθρωποι
δεν είναι αγάλματα,
δεν είναι μνημεία,
δεν είναι πίνακες ζωγραφικής.
Είναι γλυπτά
που λειώνουν με το χρόνο
είναι ποιήματα που αναπνέουν
ΑΚΟΥΣΕ ΜΕ
Άκουσε με
Πως φωνάζω
Άκουσε με
Που φωνάζω
Άκουσε με
Που σου φωνάζω
Που σε καλώ
Σε εσένα μιλάω άγνωστε
Σε εσένα μιλάω περαστικέ
Γύρισε λίγο να με δεις
Δεν είμαι κάποιο τέρας της φαντασίας σου
Είμαι σαν και σένα
Ένας απελπισμένος άνθρωπος με χίλια όνειρα
Ένας απελπισμένος άνθρωπος
που βαρέθηκε το θόρυβο της πόλης
ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΔΑΚΡΥΑ ΚΑΙ ΟΡΓΗ
Γυναίκες που κλαίνε
Παιδιά που δεν έπαιξαν ποτέ τους
Άνθρωποι που είναι νεκροί, νεκροί,
νεκροί!
Άνθρωποι που πέθαναν, πέθαναν,
πέθαναν.
Δάκρυα από αίμα
Τεμαχισμένα κορμιά
Άνθρωποι που δεν αναπνέουν πια
Άνθρωποι που τους σκότωσαν προχθές
Βομβαρδισμένα σπίτια
Μολυσμένα ποτάμια γεμάτα από ξεριζωμένα δέντρα
Κραυγές πόνου
Άνθρωποι που μείνανε μόνοι
χωρίς αδέρφια χωρίς φίλους
Άνθρωποι που ξύπνησαν από πυροβολισμούς
Αποκεφαλισμοί βρεφών
Βιασμοί εγκύων
Λυσσασμένοι στρατιώτες για εχθρούς
Άνθρωποι που δεν κοιμήθηκαν ποτέ τους
Άνθρωποι που γεννήθηκαν
μέσα στο ψέμα του πολέμου
Μάτια που δεν στέγνωσαν ποτέ
συνέχεια βουρκωμένα
Φωνές απελπισμένες
Βοήθεια! Βοήθεια!
Βοήθεια!
Ξυπνήστε
σήμερα πεθαίνω εγώ.
Εγώ που τώρα είμαι δίπλα σας
Εγώ που τώρα είμαι στο Ιράκ, στην Παλαιστίνη,
στο Ιράν, στο Αφγανιστάν.
Οι ζωντανές ανάσες που έγιναν θυσία για το χρήμα
Άνθρωποι που δεν πρόλαβαν να ερωτευτούν
Πέθαναν από την πείνα
από μια σφαίρα
από την αδιαφορία.
Και εσύ;
Εσύ πεθαίνεις από την απληστία
από την ανία, από την απάθεια.
Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα;
Μπορείς να ακούσεις, να δεις, να μιλήσεις,
να φωνάξεις, να ουρλιάξεις, να τρέξεις, να σπάσεις.
Το μόνο που δεν μπορείς να κάνεις
είναι να μείνεις απόμακρος εγκλωβισμένος.
Ακούς
ή σου φαίνομαι ονειροπόλα;
Έχεις σταματήσεις να ονειρεύεσαι
Το μόνο που σου έχει απομείνει είναι η συγκίνηση …
Λυπάμαι
Μα ξέρεις κάτι;
Δεν είμαι μόνη.
ΩΡΕΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
Περιτριγυρισμένη από δύο φίλους
Μεταμορφώνομαι σε λύκαινα,
σε ένα άγριο ζώο
που τρώει τα παιδιά του…
Βγάζω τα νύχια μου και ορμάω
Δεν έχει μείνει τίποτα
Μόνο μια ζέστη αφόρητη
και ο απόηχος των ουρλιαχτών.
Δυο κρεμασμένοι μια νύχτα
Στο ίδιο δωμάτιο
Από τους ίδιους σφηνωμένους γάντζους στο ταβάνι.
Καθισμένη
στο υγρό από την απελπισία τους πάτωμα
μονολογώ
στους νεκρούς μου φίλους.
Τα μάτια τους είναι ακόμη ανοιχτά.
Τα όνειρα τους δεν πρόλαβαν να πάρουν μορφή.
Ήταν η αντίσταση τους
Στη μιζέρια
Στο νευρωτικό τους παρόν
Στην παράφρονα ρουτίνα τους
Ει!… με αφήσατε μόνη
Τρέχω να βρω και άλλους φίλους
που οι φίλοι τους
τρελάθηκαν, αυτοκτόνησαν, φυλακίστηκαν.
Είναι αμέτρητες οι στιγμές της αλόγιστης έκρηξης.
Τα βλέφαρα τους ακούνητα.
Ό,τι είχαν να πουν το είπαν
Τώρα δεν έχουν να πουν τίποτα
Μια τρομαχτική σιωπή
Απλώνω τα άκρα μου
Τεντωμένες οι φλέβες μου
Βουλιάζουν στην πολύβουη έρημο
Θα ήθελα να μην αφήσω
ούτε ένα κομμάτι πέτσα επάνω τους,
να γδάρω την προσωποποιημένη απόγνωση τους.
Φοβάμαι
Μήπως ήρθε η σειρά μου;
Τα χείλη τους παραμορφωμένα
Όλη η σάρκα τους σαν κοστούμι φορεμένο επάνω τους
Τα στήθη της κοπέλας σε απωθούνε
Δεν θέλεις πια να τα γλείψεις
Δεν θέλεις πια να τα κοιτάξεις.
Θέλεις να τα σκεπάσεις
Να την ξεκρεμάσεις και να την σκεπάσεις
Όσο λιγότερο να ακουμπήσεις
το παγωμένο κορμί της.
Στέκομαι όρθια
κάτω από τις μελανιασμένες πατούσες τους.
Δεν τους φτάνω
Σέρνω τη σκάλα λίγο πιο κοντά και ανεβαίνω επάνω
Μυρίζουν σαν βρέφη μολυσμένα
Κόβω το σκοινί
και τους πετάω κάτω
στο ιδρωμένο πάτωμα.
Τρέχω να τους σκεπάσω,
να τους κρύψω.
Τους σφίγγω επάνω μου
Τα έχω καταφέρει
Έχω αντέξει
ΜΙΑ ΠΝΟΗ
Άνθρωποι αθώοι, ευάλωτοι
Άνθρωποι εύκαμπτοι και εξαρτημένοι
Στιγμές αγνές
Στιγμές παρθένες
Στιγμές παραδομένες σε άγριους ανθρώπους
Νύχτες που ξεχύθηκαν
στους δρόμους οι υπνοβάτες
Φως που βλέπει – προβλέπει
Σχίζει – διασχίζει
Εκτείνει και επεκτείνεται
Μια καρδιά που γεμίζει.
Ένας άνθρωπος
που ουρλιάζει,
που δεν είναι τρελός,
που δεν είναι λογικός,
είναι μονάχα μια πνοή.
Ναι! Ένας άνθρωπος
είναι μονάχα μια πνοή
Η ΙΔΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ
Η ίδια μοναξιά
Ο ίδιος πόνος
σε όλες τις μητροπόλεις του κόσμου.
Κορίτσια μόνα τους με κοντές φτηνιάρικες φούστες
αγορασμένες από την China Town.
Αγόρια που ζητιανεύουνε λίγα σεντς
μέσα στα παγωμένα βαγόνια της Νέας Υόρκης
και όλοι οι συνεπιβάτες με κομμένα δάχτυλα
σφιγμένα μέσα στις τσέπες τους
έτοιμοι να συρθούν στο μικρό τους διαμέρισμα.
Ουρανοξύστες και πολυώροφες πολυκατοικίες.
Ανθρώπινα κορμιά αλυσοδεμένα
στις ταράτσες ψηλών κτηρίων,
ενώ η γη συνεχίζει να πλανιέται στο διάστημα.
Ενώ η γη συνεχίζει να πλανιέται στο διάστημα,
ένα άτονο βλέμμα
συνεχίζει να στέκεται πίσω από τα παράθυρα
και να κοιτάζει το πολυσύχναστο δρόμο.
Σε όλες τις μητροπόλεις του κόσμου
η μοναξιά είναι ίδια.
Ιδρύματα, σχολεία, τράπεζες, δημοτικά γραφεία,
μανάδες αποξενωμένες
κλεισμένες στα διαμερίσματα τους με κόκκινα μάτια
γεμάτες ανία για το σήμερα
και αγωνία για το αύριο.
Ένας πολιτισμός που εστιάζει
στην απόλαυση της ιδιώτευσης.
Η μοναξιά είναι ίδια.
Μετανάστες, πρόσφυγες, άστεγοι
με θλιμμένα μάτια
όλα τα υπάρχοντα τους σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών.
Η μοναξιά είναι ίδια.
Εκατοντάδες ράγες υπόγειων τρένων
έτοιμες να ξεκοιλιάσουν
οποιαδήποτε χαρά, οποιαδήποτε ευτυχία.
Η μοναξιά είναι ίδια
καθώς οι ατμομηχανές
ανασαίνουν ασταμάτητα.
Καθώς οι ατμομηχανές ανασαίνουν ασταμάτητα
τα όνειρα μας πεθαίνουν από ασφυξία
στους αχανείς δρόμους της Wall Street.
Η μοναξιά είναι ίδια
σε όλες τις μητροπόλεις του κόσμου.
Με στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών
και με στρατόπεδα συγκέντρωσης σύγχρονων εργατών,
εργατικές κατοικίες δίπλα σε βενζινάδικα και εστιατόρια,
σε ιδιωτικές λεωφόρους έτοιμες προς πώληση.
Η μοναξιά είναι ίδια,
στο πρωινό ξύπνημα του δημόσιου υπαλλήλου
στο Λονδίνο
και στο πρωινό ξύπνημα του ιδιωτικού υπαλλήλου
στο Βερολίνο.
Η μοναξιά είναι η ίδια,
στο απελπισμένο χαμόγελο των εξεγερμένων
και στις ελπίδες των φυλακισμένων.
Η μοναξιά είναι η ίδια,
στους τάφους των αναρχικών συντρόφων στο Σικάγο
και στους τάφους των δολοφονημένων συντρόφων στην Αθήνα.
Η μοναξιά του ανέφικτου.
Η μοναξιά της συμπόνιας.
Η μοναξιά του σκλάβου που θέλει να επαναστατήσει.
Η μοναξιά είναι η ίδια μέχρι να νικήσουμε.
Όσο η γη πλανιέται στο διάστημα
θα σχεδιάζουμε την απελευθέρωση μας.
Όσο η γη πλανιέται στο διάστημα
είμαστε ελεύθεροι.
Η μοναξιά είναι η ίδια
όσο συνεχίζουμε να είμαστε δούλοι.
Όσο η γη πλανιέται στο διάστημα θα
σχεδιάζουμε την απελευθέρωση μας.
.
ΕΝΔΟΞΕΣ ΜΕΡΕΣ (2018)
ΥΒΡΙΣ
Ελπίζω όταν κοπιάσω αρκετά
να μην φέρω μαζί μου το άξιο σώμα μου.
Η ίδια στην κόλαση,
προστάτιδα ενός πάνδημου έρωτα
ή στον παράδεισο
μια Αφροδίτη να πλήττει,
να θωπεύει το πεταμένο καυτό σπέρμα.
Θα μπορούσα να με φανταστώ
σαν ένα κατοικίδιο
να με φροντίζουν
να με αγαπούν
να με ταΐζουν
να με χαϊδεύουν.
Να είμαι αντίθετου φύλλου
ένα αρσενικό
με ελευθεριάζουσα ήθη
μια αξιοθαύμαστη ευπρέπεια
ένας μελαγχολικός χαρακτήρας
με απαράμιλλη τρυφερότητα.
Να μην χρειάζεται να αγωνιστώ
για τίποτα.
Ύβρις
Το κέντρο των απολαύσεων
αφήνει την έκσταση του να χυθεί
με ζέση. Η βιαιότητα
της οδύνης ήταν η μόνη λαχτάρα.
Η μόνη ένδειξη ότι υπήρξα.
Ένα σαγηνευτικό ερμαφρόδιτο
προικισμένο από τα δώδεκα του χρόνια
με εκθαμβωτικό δέρμα
λησμονεί κάθε νόμο
και αδιαφορεί για κάθε αρχή.
Για πάντα ενωμένοι σε ένα πλάσμα.
Κατάρα Σαλμακίς ,
που τον φιλούσες λαίμαργα, σφιχτά αγκαλιασμένη.
Ανάθεμα η νοτιοδυτική άκρη της Μικράς Ασίας –
Επί τη Θαλάττη Καρία*.
Ένα βρομοθήλυκο αντλεί πάντα ηδονή
από την πληγείσα περηφάνια.
Πληθαίνει κανείς τις απολαύσεις του
όταν επιδεικνύει σεβασμό
στις διαστροφές.
Ύβρις
* Η Σαλαμακίς: η φιλάρεσκη νύμφη της ομώνυμης πηγής που ερωτεύτηκε παράφορα
τον Ερμαφρόδιτο και μετά από αίτημα της, οι θεοί την ένωσαν μαζί του σε ένα σώμα
* Επί τη Θαλάττη Καρία: τοποθεσία απέναντι από την Τήλο στην δυτική Μικρά Ασία, όπου βρίσκεται η πηγή Σαλμακίς
ΦΤΗΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ
Καμία ανάμνηση
Μονάχα μια σφιχτή αίσθηση
Το παρόν σβήνει άτακτα,
δεν ρωτάει κανέναν τίποτα
δεν θυμάται τι ώρα είναι.
Εκείνη θυμάται τη χλωμή αδυναμία που είχε το σώμα του –
πρέπει να σωθεί από ένα φόβο που προσπαθεί να την πνίξει.
Ένα παρόν που γεννιέται
τελικά
μόνο στο σώμα του.
Ένας άνδρας
Ευκίνητα χείλη
Ξανθά μαλλιά
Κόκκινο στρας
Γυμνό σώμα
Φτηνό δωμάτιο
Και μια μικρή χαλασμένη τηλεόραση
Μια άρρωστη φροντίδα
ΘΑΥΜΑ
Μια υπερσύγχρονη μηχανή
μια επίτευξη τεχνολογική
ίσως και ηλεκτρονική
η κβαντική φυσική βοήθησε τα νέα παιδιά να δούνε καινούργιους κόσμου
να γίνουν ήρωες σε ηλεκτρονικά παιχνίδια
να ξεχάσουν κάθε ιστορικό γεγονός
να γίνουν και αυτοί επιστήμονες σε έναν αιώνα ξερό
στεγνό από κάθε πνευματικότητα
Απλές φιλίες η ζωή
Στα μάτια ενός επιστήμονα το άπειρο είναι σχεδιασμένο
σε μια μικροσκοπική συσκευή
που σου δαγκώνει τα δάχτυλα
Το πιο απλό μεταμορφώνεται σε κάτι σπουδαίο
Ένας πίνακας ζωγραφικής, ένας κορμός δέντρου, ένα απλό αντικείμενο,
το βλέμμα μπορεί να διεισδύσει στη φύση των πραγμάτων.
Ο νους μπορεί
ο άνθρωπος ξεχνιέται
Πότε πεθαίνει η ποίηση για έναν ποιητή;
Πότε ένας ποιητής δεν έχει την δύναμη να γράψει;
Πότε ένας ποιητής είναι περιττός;
Γυρίζω πίσω από εκεί που ξεκίνησα
Ένα τρένο γεμάτο σκέψεις, ελπίδες και όνειρα
Εραστές που συναντιούνται στο κέντρο του κόσμου
ή στην άκρη του τίποτα
Κάθε λεπτομέρεια του υλικού κόσμου
ακόμα και τα σύννεφα και οι αποχρώσεις του ροζ
το σώμα του συντρόφου μου
ή το χαμόγελο ενός παιδιού
από τα έπιπλα ενός φοιτητικού σπιτιού
μέχρι τις μεγάλες δεξιώσεις στο πανεπιστημιακό μέγαρο
τα κοσμήματα ενός πλανόδιου πωλητή
και τα δάχτυλα του καθώς τρυπάει το μέταλλο για να περάσει το σύρμα
και ο λαιμός της νεαρής χίπισσας που το φοράει
φαντάζουν τεράστια και άγνωστα
Δεν γνωρίζω από που είμαι
και που βρίσκομαι
δεν έχω καταλάβει ακόμα τη δομή του ατόμου
και το κβαντικό άλμα
Μόνο αυτό το πιεστικό χάος
και από που ξεκινάω δεν έχω ιδέα
Η ομορφιά και η ασυμμετρία τα ίδια τέρατα
στο μυαλό ενός ερασιτέχνη φιλόσοφου
Όλες οι επιστήμες και οι θρησκείες
άφωνες μπροστά στο θαυμαστό κόσμο του αέναου σύμπαντος
Η αταξία – Η παύση ζωής
Η εντροπία της θερμοδυναμικής μου προξενεί ασφυξία
Τα μάτια μου και το βέλος του χρόνου τρυπάει το νου μου
Επινοήσεις που παράγουν θερμότητα
Κανενός είδους πληροφορία που να επιτρέπει τη ζωή
και η προηγούμενη κατάσταση
μια εσωτερική μεταβολή μες τα πνευμόνια μου
Μια κατάσταση διαταραχής
αποδεκτή από τους σύγχρονους φυσικούς
Η συμπεριφορά μου ευαίσθητη
εξαρτημένη από τις αρχικές συνθήκες
Δεν γνωρίζω που βρίσκομαι και ποια είμαι
Το φαινόμενο της πεταλούδας
αυτό το χτύπημα των φτερών
και η τροχιά του χώρου που θα ήτανε διαφορετική
Μια ανάμειξη χρωμάτων, μια κοινή διαίσθηση
διπλασιάζει επανειλημμένα αυτό τον εσωτερικό σπασμό
Κάθε ζεύγος κοινών σημείων
έχει μια εξαιρετική συμπεριφορά
προς το θετικό ή το αρνητικό άπειρο
Μια απεικόνιση που καθορίζει την γαλήνη
Μια μορφοκλασματική διάσταση που μπορεί να υπολογίσει
το φράκταλ μου
Και εγώ είμαι απούσα
Το σύστημα ενός ή περισσοτέρων αστέρων
επιδρούν βαρυτικά πρώτα από όλα σε εμένα
Οι τρεις θησαυροί της Μαχαγιάνα προβλέπουν
τις τυχαίες κρίσεις, την άγνοια, τον τρόμο
Το σχετικό χάος οδηγεί σε επαναλήψεις
αν δεν έχει πραγματικές ρίζες
Και εγώ είμαι απούσα
Σε έναν αποπνευματοποιημένο κόσμο,
το δέος του κόσμου μπορεί να σε φάει ολοζώντανο
και να σε ξεράσει τα ξημερώματα
καθώς θα συνέρχεσαι από ένα μεθύσι.
ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΕΣ ΝΥΜΦΕΣ
Δακρυσμένες Νύμφες
και ο: αναστενάρηδες να ουρλιάζουν,
ένα θαύμα που δεν έγινε.
Βαθιά Απελπισία
Εγένετο το θέλημα σου –
ανοιγμένα τα εύθραυστα σκέλια της γυναίκας σου
κάθε πρωί ο αφέντης δίνει διαταγές
οι δούλοι προσκυνάνε.
Η γυναίκα του μια πόρνη
τα σεντόνια ωμά ροζ
άνευ ακραίου ενθουσιασμού
κάτω από τα πράσινα όνειρα
μέσα σε ένα σπίτι.
Λείπει η ευφορία
πεταμένα εσώρουχα, βιβλία, κόμικ, πέτρες, πετσέτες,
ιδρωμένα σορτς και αλατισμένες φανέλες.
Ένας οξύς πόνος
κλείνω τα πόδια μου
τα φέρνω στο στήθος μου.
Ένα μικρό σμήνος πουλιών
καλωσορίζει τα δάκρυα μπροστά σου
σκέφτομαι τον ποταμό Ους* –
ισορροπημένα σε ξανθά αγκάθια
κοιτάζεις τους μώλωπες
παίζουν σαν παιδιά κοιτάζουν το ένα το άλλο
αρσενικό – θηλυκό – γένος ουδέτερο
Λυπάμαι, σήμερα φεύγω.
Κάποια παιδιά είναι καταδικασμένα να μεγαλώσουν.
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ
Ο ουρανός γέμισε την καρδιά μου με ηλεκτρισμό.
Μια λάμψη
ανάμεσα στις παρατημένες πλατείες της πόλης
και τα χείλη μου.
Η καρδιά μου λαχταρά
αυτή την περίφημη ευλογημένη ηρεμία.
Έτσι είναι,
τα πλούτη βουλιάζουν στις παλάμες του φεγγαριού
όταν τη νύχτα τα πρόσωπα φοβούνται την πίστη .
Οι τρομαγμένοι δεν αντέχουν άλλες συμφορές.
Η οικογένεια, οι φίλοι, οι θαυμαστές
δεν υποφέρουν τη ζέστη ή το κρύο,
κάποιος βρέθηκε μπροστά στα μάτια του βρέφους.
Οι περασμένες δόξες ευχαριστήθηκαν
τις οπές στον κατάλευκο λαιμό της.
Τα φύλλα τρέμουν
ο μαύρος θησαυρός υποφέρει
μέσα στην αγκαλιά του μοναχικού άντρα.
Άφησε λοιπόν, την κληρονομιά σου άρχοντα
και δωσ’ μου εμένα την προίκα που μου αξίζει.
Απόψε ήρθες
στην πόλη του φθινοπώρου
ζωντανός.
Αυτό το ευσπλαχνικό ζευγάρι στην άκρη του δρόμου
δεν ήξερε πως να με καθησυχάσει.
Ακούω τα βήματα σου,
στερήθηκα την αρετή της θείας ηλιαχτίδας.
Αδερφέ μου, στην μάχη αυτή είμαι μόνη μου.
Δυο παιδιά χαράζουν το ωραίο σου πρόσωπο
μόνο εσένα αγαπούσα
ο φόβος
μας προστάτευσε να μην χωρίσουμε
στη γη κάτω βάζω τα γόνατα μου
και σε παρακαλάω
μη φύγεις
τουλάχιστον να έχω εσένα.
Κράτησε με ζεστή κάτω από τα χέρια των εραστών
οι άγγελοι γεννιούνται σαν άνθη ανοιγμένα κάτω απ’ την άσφαλτο
η αιώνια ευτυχία ρέει
μέσα στα μάτια του Απόλλωνα και της Ευρυδίκης.
Ο παράδεισος είναι το όνομά μου
ο πολιτισμός με έχει αποκεφαλίσει
το κεφάλι μου αφημένο στα χέρια του βασιλιά
νεκρή συνάντησα τα εκλεκτά μαργαριτάρια.
ΕΝΑΣ
Ένας υγρός ήλιος προσδοκεί ένα ερωτευμένο ζευγάρι
ένα ανδρόγυνο προσδοκεί τον έρωτα
και ένα στόμα προσδοκεί τη μοναξιά του.
Ένα ημιθανές γυμνό κορμί
τονίζει αρχαία ρήματα
ή μάλλον καλύτερα
η οξυδέρκεια του συναισθάνεται την ομορφιά του
και μιμείται ένα ρίγος ηδονής.
ΣΙΩΠΗ
Ακόμα και αν λησμονώ τη σιωπή της χαράς
κουβαλώ μικρούς ανθούς στους ώμους μου
Τίποτα
Όσο και αν το εφήμερο με χτυπάει στην πλάτη μου
Νομίζω
Πως ο καθένας έχει αφήσει τα σημάδια του πάνω μου
Ο χρόνος τεντώνεται, τραβιέται, εξαϋλώνεται
Ο τόπος που το φως βυθίζονταν
στο νεαρό τραπέζι της κομψής επιγραφής:
«τα παιδιά ερωτεύονται τους συγγενείς τους»
.
Η ΗΔΟΝΟΒΛΕΨΙΑΣ (2018)
ΦΙΛΗΔΟΝΗ ΥΒΟΝΝΗ
(Απόσπασμα)
Ο Άλεξ Τράπμαν είναι πράκτορας της φαρμακοβιομηχανίας
TrapMed. Είναι υπεύθυνος για την τροφοδοσία νοσοκομείων,
φαρμακείων, χειρουργείων και ιδιωτικών κλινικών. Προμηθεύει
φάρμακα και φαρμακευτικά είδη ακόμα και σε ξενοδοχεία, σε
καμπίνες πλοίων και παιδικούς σταθμούς. Ένα σιδερένιο λευκό
κουτί με τον κόκκινο σταυρό υπάρχει σε όλες τις δημόσιες
υπηρεσίες (καρφωμένο συνήθως στον τοίχο σε ύψος ενός μέτρου
και ογδόντα εκατοστών για να το φτάνουνε μόνο οι ενήλικες) και σε
όλα τα ιδιωτικά γραφεία κάθε λογής απασχόλησης και υπηρεσίας –
δικηγορικά γραφεία, προσωπικά δερμάτινα δωμάτια
οικονομολόγων, μουντά γραφεία ασφαλιστικών εταιριών, ιδιωτικές
βιβλιοθήκες, σύγχρονα εστιατόρια με στεγνή, ίσια γραμμή και σε
βραδύτατα κολέγια στο κέντρο της πόλης, και σε αυτεξούσια μπαρ
της νύχτας σε προάστια κακοφημισμένα. Ο Τράπμαν είναι ικανός
να πουλήσει αναλγητικά, παυσίπονα, κορτιζόνη και προστατευτικά
επουλωτικά πρώτων βοηθειών σε όλους τους χώρους που
προσφέρουν υπηρεσίες για όλους τους καθωσπρέπει, τους
προσαρμοσμένους, τους απροσάρμοστους, τους ανήθικους, τους
γονείς και τα παιδιά τους, σε όλο τον κόσμο ανεξαρτήτου γνώσεων
και πολιτιστικών ηθικών αξιών. Όπου ο Τράπμαν εξοπλίζει τη
συγκεκριμένη γωνία ή τα συγκεκριμένα ράφια επειγόντων
περιστατικών, σταματάει το αίμα τραυματισμένων βάζοντας ιώδιο
αμέσως στις πληγές τους, oι μεθυσμένοι βάζουν καθαρό οινόπνευμα
100 τοις εκατό στις γρατζουνιές τους και στους καβγάδες τους, οι
διψασμένες τουρίστριες πίνουνε αντιβηχικά και τρώνε Amoxil των
500mg για τις πυώδες αμυγδαλές τους, οι καθηγητές λογοτεχνίας
τυλίγουν με μπεζ γάζες και πάγο το κρανίο τους.
Προφανώς οι φαρμακοβιομηχανίες του παρέχουν πλουσιοπάροχες
αμοιβές. Κάθε χρόνο αλλάζει χώρα, ποτέ δεν μένει στο ίδιο χώμα
πάνω από 12 μήνες. Αλλά έχει αρνηθεί να επισκεφτεί και να
κατοικήσει στην Αφρική, στην Ασία και στην Ωκεανία. Έχει
επιλέξει να δουλεύει με ένα ηδονιστικό άγχος στην Ευρώπη και
στην Κεντρική Αμερική. Στο δυτικό πολιτισμό έχει τη δυνατότητα
να αγοράζει πουτάνες πολυτελείας ή νυμφομανείς που το μυστικό
τους είναι οι προπληρωμένες συναντήσεις με πλούσια πέη. Το σώμα 19
του και οι σκέψεις του δεν προσαρμόζονται με τις ισχυρές θεότητες
και την μολυσμένη υγρασία της Ασίας, με τους ζωντανούς θεούς
της Αφρικής και την απέραντη ηρεμία εκατομμύρια παγωμένων
τάφων στην Ωκεανία. Η Ευρώπη και η Κεντρική Αμερική
ικανοποιεί τη φαντασμαγορική πενία των υλιστών.
ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 2015
(Απόσπασμα)
Τις γιορτές διαλέγω μια κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα για να κλειστώ
μέσα σε ένα ενοικιασμένο δωμάτιο και να βγαίνω μόνη μου έξω
όποτε θέλω εγώ – ανάλογα την εποχή και το έτος. Τα Χριστούγεννα
του δυο χιλιάδες δεκαπέντε ήμουνα στο Λουξεμβούργο. Στο
ξενοδοχείο Parc Beaux στο κέντρο της πόλης με τις καλύτερες
γκόμενες να τριγυρνάνε στους διαδρόμους και τις υπάκουες
καμαριέρες να μπαινοβγαίνουνε στα δωμάτια των πρώτων 6
ορόφων και να αλλάζουνε τα σεντόνια και τις πετσέτες. Άμα τους
έπιανες τον κώλο και τους έδινες ένα μάτσο χαρτονομίσματα
τυλιγμένα με καμιά χρυσή κορδέλα μπορούσανε να σου αλλάξουνε
ακόμα και τις κουρτίνες του δωματίου ή το καπάκι της τουαλέτας.
Είμαι στον τρίτο όροφο και κάθε φορά περιμένω τουλάχιστον 72
δευτερόλεπτα μέχρι να σταματήσει το ασανσέρ στο δικό μου όροφο.
Τις σκάλες δεν τις χρησιμοποιεί κανείς – μόνο σε περίπτωση
κινδύνου, πυρκαγιάς, σεισμού ή τρομοκρατικής επίθεσης. Έχω εφτά
μέρες, μια από αυτές θα κατέβω στην υποδοχή από τις σκάλες σαν
κάποιο σπάνιο σούπερ μόντελ που κάνει επίδειξη μόδας έπειτα από
κάποια χρόνια. Περιμένω να ανοίξει η πόρτα του ασανσέρ.
Όλα τόσο μοντέρνα. Ασημένια κουμπιά που σε κατεβάζουνε στον
όροφο της αρεσκείας σου, φωτοκύτταρα που ανοιγοκλείνουνε τις
πόρτες και ανάβουνε τα φώτα της τουαλέτας, αυτοματισμοί των
υπαλλήλων και των χαιρετισμών των περαστικών – αν και οι
περισσότεροι κοιτάνε μέσα στο χαρτοφύλακα την ασφάλεια ζωή
τους ακόμα και αν είναι Χριστούγεννα. Που ξέρεις μπορεί να
πεθάνουνε ξαφνικά και να αφήσουνε πίσω στην οικογένεια τους
τίποτα 200.000 ευρώ – τόσα χρόνια την πληρώνανε αυτή την
ασφάλεια. Ψάχνω ένα χερούλι να σφίξω να κατεβάσω κανένα
παράθυρο ή ένα διακόπτη για να ανοίξω το μίνιμαλ στερεοφωνικό
που έχουνε βάλει δίπλα σε κάθε γυάλινο τραπεζάκι της τραπεζαρίας.
Τραπεζαρία, ένας μεγάλος φαρδύς χώρος υποδοχής με κοντές
δερμάτινες πολυθρόνες και ένας καλοσχηματισμένος πάγκος
ταμείου
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΕΝΔΟΞΕΣ ΜΕΡΕΣ
ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΑΒΑΝΗΣ
POIEIN.GR 31/10/2019
Οι «Ένδοξες Μέρες» της ηθοποιού [«Οι Δούλες» του Ζαν Ζενέ, «Πεθαίνω Σαν Χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη, «Ψύχωση!» (4.48 Psychosis) της Σάρα Κέιν, «Νύχτα» (Yard Gal) της Rebecca Prichard κ.ά.), πτυχιούχου αστροφυσικής και ιδρυτικού μέλους του +Ινστιτούτου [Πειραματικών Τεχνών], Σίσσυς Δουτσίου είναι ένα εγχειρίδιο συνειδητοποιημένης τεκμηρίωσης και αποδελτίωσης μιας γενιάς. Μιας γενιάς που ακόμα, στα 40 της, προσπαθεί να ξύσει την εμφιαλωμένη λήθη από πάνω της και την απότομη τελικά προσγείωσή της σε μια ανοργασμική πραγματικότητα την ώρα που όλα τόνιζαν εμφατικά την απελευθέρωση του ατόμου. Μόνο που αυτή η απελευθέρωση ήταν πέρα για πέρα περίκλειστη, μια μεγάλη απάτη στην οποία πολλοί έπεσαν μέσα. Κι έτσι έζησαν με τη ψευδαίσθηση και όχι τις αισθήσεις.
`
Αυτό σημαίνει ότι οι αληθινά ένδοξες μέρες της παιδικής της ηλικίας συμπίπτουν χρονικά με εκείνα τα άχαρα και πανηγυρικά χρόνια της δεκαετίας του ’80. Και μετά, όλη αυτή η εφηβεία στα ιλουστρασιόν ύδατα της δεκαετίας του ‘90, στην πλαστή ευημερία εκείνων των χρόνων με τους δέκα τρόπους για να ανακαλύψεις την ιδιωτική ευτυχία, όπως έταζε η κωστοπουλεϊκη νοοτροπία της εποχής. Εξ΄ ου και γράφει το σπαρακτικό «Πόσο κοστίζουν σήμερα τα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια;». Κι έπειτα το αστικό περιβάλλον της ενηλικίωσης μέσα στο οποίο οι πιο ανήσυχοι αναζητούσαν συμμάχους και χώρους για να ζήσουν την αγία φθορά όπως τη διάβασαν σε συγγραφείς και βιβλία αλλοτινών εποχών. Την αγωνία τους να ζήσουν με έναν τρόπο που πήγαινε αντίθετα στο ρεύμα σαν τις πέστροφες, χωρίς όμως να έχουν την τύχη ή την ευλογία των αληθινά επικίνδυνων βιωματικών εμπειριών, πιο αγνοί και ανυποψίαστοι από αυτά που έγραψαν μεταγενέστερα. Και δεν υπάρχει τίποτε πιο τραγικό από το να προσπαθείς να οικειοποιηθείς ξένα συναισθήματα, να μπεις στα ρούχα ενός άλλου και να περιγράψεις μια ξένη ζωή σαν τη ζωή σου. Να εφεύρεις δηλαδή ένα προσωπείο δράσης χωρίς να έχεις ανακαλύψει το δικό σου πρόσωπο. Για αυτό και όσοι ποιητές περιγράφουν εμπειρίες στα ποιήματά τους έχοντας ως πρότυπο τα αναγνώσματά τους και όχι το δικό τους αίμα, καταλήγουν περιγραφικοί και εν τέλει γραφικοί.
Το ίδιο γραφικοί όμως είναι και όσοι ποιητές επιλέγουν να καταγράψουν τα ιδιωτικά τους γεγονότα λησμονώντας την απαραίτητη γεφύρωση ανάμεσα στο εκφράζομαι και εκφράζω. Αποτέλεσμα αυτού είναι δεκάδες βιβλία προσωπικής αναμνησιολογίας η οποία στο πλαίσιο μιας ατομικής ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης είναι αποδεκτή, όταν όμως πρόκειται για ποιητική δημιουργία, ένα έργο τέχνης δηλαδή και όχι τεχνικής, που όσο και στρατευμένη κι αν είναι υπάγεται σε αισθητικούς κανόνες, τότε κάθε εξομολόγηση πλατσουρίζει στα ρηχά νερά της αφθαρσίας. Η Δουτσίου όμως γράφει: «Κύριε, η ποίηση διαφθείρει την πίστη μου». Έχει δηλαδή την επίγνωση της τέχνης της ως διαβρωτικό υλικό που ερμηνεύει τον κόσμο της, που αναπλάθει τον κόσμο της. Είναι ο φακός της ο οποίος μπορεί να ξεκινά από την εξιστόρηση μιας προσωπικής της ιστορίας ή από οικογενειακές μνήμες, ακολουθεί όμως μιαν επαγωγική διαδικασία μεγεθύνοντας, δηλαδή, σε κάτι που αφορά και τους άλλους.
Διαβάζοντας, λοιπόν, το βιβλίο αισθάνθηκα την απελευθέρωση της έκφρασης και την επιστροφή στο πρωταρχικό υλικό δημιουργίας που είναι η αγωνία. Η αγωνία της για τον άνθρωπο της πόλης και όχι την απρόσωπη ανθρωπότητα Έχει μεγάλη διαφορά. Γιατί η ποίησή της φλέγεται για τον πυρήνα της ύπαρξης: «ο άνθρωπος πιστεύει στον Έρωτα και την Τύχη» γράφει ή κάπου αλλού «αγαπημένε μου μικρέ άνθρωπε με τα κομμένα σου μάτια/ πηδάω τώρα από τον έκτο όροφο/ για να τιμήσω τους φόβους σου» αφήνοντας εκτός όλη αυτή τη μπροσουρίστικη ιδεοληψία περί συλλογικού ασυνειδήτου και μαζικής συνείδησης, αφήνοντας εκτός τις ποιητικές κορώνες για την κοινωνία ως μια μάζα στην οποία οι δημιουργοί εμφανίζονται ως σωτήρες της. Ακόμα και όταν γράφει «Πρέπει να σώσουμε την πόλη / τον έρωτα των ζευγαριών/ πρέπει να σώσουμε την πολυγαμία. / Εδώ κάποτε δούλευε ο πατέρας μου» δεν εκφράζεται ως ο σούπερ ήρωας που μάχεται για το καλό μας, αλλά βρίσκεται μέσα στην κοιλιά του κήτους και αγωνίζεται και η ίδια να απελευθερωθεί. Για αυτό και σε όλη την ποιητική της συλλογή ισορροπεί ανάμεσα στο κοινωνικό και στο ατομικό, δείχνοντας πόσο το ένα συμπληρώνει το άλλο.
Ο τρόπος , λοιπόν, που εκφράζεται είναι ο εξοστρακισμένος εν πολλοίς από τη σύγχρονη δημιουργία γήινος τρόπος αποτύπωσης των σκέψεων δίχως τους άψυχους πειραματισμούς της γλώσσας και την ποιητική ασάφεια μιας μεγαλόσχημης αποτύπωσης του τίποτα. Χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως μέσο και όχι σκοπό της. Χρησιμοποιεί τον υλικό κόσμο, την εξωτερική πραγματικότητα, τα αντικείμενα, ως όργανα μετασχηματισμού σε ψυχικές καταστάσεις και συναισθηματικές απεικονίσεις. Χρησιμοποιεί την αυθεντική της γλώσσα, τη γλώσσα που μιλά, που τρώει, που περπατά, που κάνει έρωτα, που κοιμάται για αυτό και γράφει μια σωματοποιημένη ποίηση με σάρκα και οστά. Γράφει ολοκληρωμένες μικρές ιστορίες που πλαισιώνουν τη μεγάλη ιστορία. Και ενώ εκφράζει το φύλο της, τη σεξουαλική της ταυτότητα, ταυτόχρονα δεν γράφει γυναικεία ποίηση, αν υπάρχει αυτός ο όρος. Δεν γράφει δηλαδή εκπροσωπώντας ή διαχωρίζοντας τα έμφυλα όντα. Ούτε υποδύεται έναν ρόλο ως ηθοποιός ούτε ασχολείται με τη φυσική του Σύμπαντος ως αστροφυσικός. Πατρίδα της είναι ο άνθρωπος της πόλης και οι ηλικίες του, αρχής γενομένης από την παιδική. Κι όλα αυτά χωρίς να υπάγονται στο πλαίσιο μιας μελοδραματικής νοσταλγίας. Το επισημαίνει και η ίδια άλλωστε:
προσπαθώ να βρω ένα καφενείο να πιω ένα ελληνικό καφέ με 30 λεπτά
ναι 30 λεπτά διαθέτω
ξέρεις από αυτά τα καφενεία που παλιά πούλαγαν καραμέλες με 2 δραχμές
και τσίχλες με 2 δραχμές
όχι δεν νοσταλγώ ηλίθιε καμία δραχμή, καμία αγγλική λίρα, καμία ουγγιά, καμία λίβρα, καμία μονάδα μέτρησης βάρους ή μάζας
αλλά θέλω αυτά τα καφενεία που ήτανε δίπλα από κάτι μικρά μπακάλικα
μπορούσαν όλοι να πιούνε ένα καφέ ή ένα γλυκό του κουταλιού, μια μαστίχα
ξέρεις από αυτά τα μουσκεμένα απογεύματα στην Αττική
από αυτά τα σταυροδρόμια που αλλάζουν χρώματα συνέχεια
πράσινο, πορτοκαλί, κόκκινο
αυτά τα πορτοκαλί λεωφορεία
κτελ νομός αττικής
στεναχωριέμαι όταν τα βλέπω.
Όλα, λοιπόν, όσα γράφει είναι μια προειδοποιητική κραυγή- ανάμνηση για να μη ξεστομίσουμε αυτό το εφιαλτικό: «Είναι το γαμώτο που δεν έζησα» που μας κάρφωσε η ομομήτριά της Κατερίνα Γώγου. Ή όπως το εκφράζει η Δουτσίου:
«Τα χρυσάνθεμα πέθαναν / Μπροστά στα στόματα τηλεθεατών / Ακούστηκε ο τελευταίος στεναγμός τους / Ένα λευκό παράπονο».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ
VOIDNETWORK.GR 1/08/2019
Αφιερωμένο στη γιαγιά και στη μητέρα της συγγραφέως που δημοσιοποιεί την τέταρτη λογοτεχνική της έκθεση με αυτό το βιβλίο. Σεμνή και ταπεινή δεν θα την έλεγες, είναι όμως κυριολεκτική, ειλικρινής, αυθόρμητη κι αυθύπαρκτη ενίοτε, δεν επαφίεται στην επιδοκιμασία μας, δεν αποζητά εναγωνίως τη γνώμη μας, αλλά υπάρχει γράφοντας, ακριβώς όπως θα έπρεπε να κάνουμε όλοι μας.
Αναζητώντας την ενσυναίσθηση, όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως εργαλείο για να αφομοιωθούν τα μαθήματα ζωής και να μεταβολιστούν σε πολύτιμη, μεταδόσιμη εμπειρία. Αυτός ο αποσκωρακισμός είναι κι η αιτία που οι περισσότεροι γράφουν, αυτοβιογραφικώς ή μη, καταφεύγοντας στην ποίηση που προσφέρεται για κατά πρόσωπον εξομολογήσεις, έτσι όπως απαλλάχτηκε πια από τα στολίδια και τα μαγνάδια της και κανένα μορφικό έρμα δεν την εμποδίζει να απογειωθεί στον ουρανό της προσωπικής λύτρωσης τού καθενός μας. Αυτός ο ατομικός παράδεισος είναι πολύτιμος και δεν μπορεί να μετρηθεί ως εκ του αποτελέσματος.
Είκοσι ποιήματα στεγάζει αυτό το τομίδιο. Ας τα δούμε ένα προς ένα χωρίς να τα διατρέξουμε προχείρως αλλά εμβαθύνοντας ενδελεχώς:
Η ΕΠΙΚΗΡΥΓΜΕΝΗ
Ο Νίκος Καββαδίας σε κινηματογραφική βερσιόν με ολίγη από Φασμπίντερ και Ζενέ. Όχι, το «Εξπρές του μεσονυκτίου» δεν ταιριάζει. Οι αντιήρωες κι οι αντιηρωίδες είναι εγκλωβισμένοι οικειοθελώς στην ηδονική υλιστική φυλακή τους. Διήγημα με εισαγωγή, κύριο θέμα κι επίλογο είναι αυτό το αριστουργηματικό μεγαλόφωνο ποίημα. Σε τόνο δοξαστικό θεοποιεί τερατώδες κι ηρωοποιεί το κτηνώδες. Είναι επικός ο πόνος που υφίσταται η πρωταγωνίστρια αλλά κι η αντοχή της στον πόνο παροιμιώδης. Το αντίθετο του ιδεαλισμού και του ρομαντισμού αυτό το αφηγηματικό επίτευγμα μένει ανεξίτηλο στη μνήμη χάρη στα αδρά, βασικά του «χρώματα» και την απροκάλυπτη, ανένοχη σαρκικότητά του.
[..] Αυτή είναι
αυτή
η γυναίκα που
δεν διάβασε ποτέ της κανένα αλφάβητο
μόνο πρόφερε τις συλλαβές και τους φθόγγους
με ένα ψεύδισμα που ξεσήκωνε τους πάντες ακόμα και
τα ερμάρια στο δωμάτιο της
– τρίβονταν επάνω τους όταν δεν την έπαιρνε ο ύπνος
μέσα στο απόλυτο σκοτάδι –
γνώριζε όμως όλους τους δικαστές, τους εμπόρους, τους τοξικομανείς,
τους καταδιωγμένους συγγραφείς.
Ένα καινούργιο ποίημα οι συναντήσεις μαζί τους.
Όλες και όλοι την θαύμαζαν,
άφησε το σαρκίο της κρεμασμένο από ένα βαρύ μεθύσι
στο κατάρτι ενός ξένου πλοίου
της έφτιαξαν μια σχεδία από φτηνό ξύλο
έδεσαν μαζί πολλούς κορμούς
με χοντρά σχοινιά
την έβαλαν επάνω – την έδεσαν
αυτή
αυτή που τώρα είναι με κλειστά τα μάτια της
με ξεραμένα δάκρυα
αυτή
τα στήθια της ήταν γεμάτα αγάπη για το ανεπάντεχο
αυτή
τα χέρια της είναι γεμάτα σημάδια από ελβετικούς σουγιάδες,
τα εσώρουχα της δεν έχουνε καμιά σημασία,
δεν έχει καμία σημασία τι χρώμα είναι
είναι φτηνιάρικα και πια πεθαμένα
κάψανε μαζί της όλα τα βρακιά της
δεν θέλανε να έχουνε τίποτε από δαύτη στο καράβι τους.
Αντίο επικηρυγμένη
διαβόητη
Πηνελόπη Ρις.
Θα γραφτούνε πολλά ποιήματα για εσένα.
Και περνάμε στο δεύτερο ποίημα. Το πρώτο ήταν μακροσκελέστατο.
ΎΒΡΙΣ
Πικρός, πολύ πικρός ο τόνος κι η διαπίστωση που ακολουθεί:
Το κέντρο των απολαύσεων
αφήνει την έκσταση του να χυθεί
με ζέση. Η βιαιότητα
της οδύνης ήταν η μόνη λαχτάρα.
Η μόνη ένδειξη ότι υπήρξα.
Και το θεματολογικό επίκεντρο, που επανέρχεται μαζί με τον παν-ερωτισμό ως leit-motiv:
Ένα σαγηνευτικό ερμαφρόδιτο
προικισμένο από τα δώδεκα του χρόνια
με εκθαμβωτικό δέρμα
λησμονεί κάθε νόμο
και αδιαφορεί για κάθε αρχή.
Ο άκρατος έρωτας, ο αχαλίνωτος, είναι εξ ορισμού αναρχικός κι ενάντια σε κάθε εξουσία που πρεσβεύει την τάξη, εκείνη που εξασφαλίζεται μόνο με την αισχύλεια Βία και το απαραίτητο Κράτος που αλυσοδένουν στον Καύκασο τον «Προμηθέα Δεσμώτη».
Ένα βρωμοθήλυκο αντλεί πάντα ηδονή
από την πληγείσα περηφάνια.
Πληθαίνει κανείς τις απολαύσεις του
όταν επιδεικνύει σεβασμό
στις διαστροφές.
Ο Ζενέ κι ο Ταχτσής θα προσυπέγραφαν άνευ επιφυλάξεως αυτούς τους στίχους. Χωρίς να μιλάμε για «καταραμένους ποιητές» η Αφροδίτη η Πάνδημος πρωταγωνιστεί σε αυτό το ποίημα. Και προχωράμε:
ΑΝΕΜΟΣ ΝΙΟΤΗΣ
Μπορούσαμε να κάνουμε τα πάντα
μια παρέα από 2 κορίτσια και 4 αγόρια
μόνο τεκίλα και κοντά φουστάνια
ποίηση και υγρά μάτια από το ξενύχτι
ξεχασμένα πόδια σε στενά παπούτσια
και μια φίλη να ξερνάει από το πολύ αλκοόλ.
Η πρώτη φορά που τρόμαξα
από το χρώμα του εμετού
μέσα σε 2 λεπτά είχα ξεχάσει
και τρέχαμε προς τα κάτω
προς το δικό μας μέρος
ένα σκοτεινό στενό
πίσω από τον πιο πολυσύχναστο δρόμο της πόλης.
Η συνειδητή ασυδοσία μιας εφηβείας που πολλαπλασιάζεται στον καθρέφτη του Ναρκίσσου κι επιδεικνύει την φθαρτή αθανασία του στην αιωνιότητα μιας στιγμής που έγινε σκουπίδι κι αποτσίγαρο για ανακύκλωση. Αυστηρώς ακατάλληλον για ανηλίκους κάτω των 33 ετών!!! Για τις καθυστερημένες εφηβείες κάποιων φοβισμένων ομιλώ.
Ποτέ δεν θα ξέρεις ότι
ντρέπομαι να σε συναντήσω
ότι δεν έχω να πω τίποτα μαζί σου πια.
Δεν είσαι πια το ίδιο τέρας
μικρή ταπεινωμένη σκλάβα.
Κι εδώ ο ανύπαρκτος φόβος απέναντι στην Ελευθερία αντιστρέφεται σε αηδία προς κάθε είδους σκλαβιά.
Oι πουτάνες ερωτεύονται τους πελάτες τους και
οι αφέντες ερωτεύονται τις σκλάβες τους.
Κι η απομυθοποίηση του παραδείσου, σαν φωτογραφία στο αρνητικό της:
Η τελευταία φορά που περίμενα να καταστρέψεις τα δικά σου πνευμόνια
για να μυρίσω λίγο θάνατο μπροστά στο παιδί σου.
Ένα αγρόκτημα γεμάτο σκατά
και αρρωστημένα ζώα
θα μπορούσε να είναι ένας παράδεισος.
Πράγματι για πάντα
και εις τους αιώνες των αιώνων
η ευτυχία θα τρομάζει.
Έχουμε μάθει
να δουλεύουμε – να τρώμε – να χέζουμε
να κλέβουμε – να αντιγράφουμε – να κρυφοκοιτάζουμε
να δαγκώνουμε τις σάρκες άλλων και να φτύνουμε κομμάτια από αυτούς
στο νιπτήρα ή στο νεροχύτη – πρωί ή βράδυ –
έχουμε μάθει να θέλουμε
να είμαστε ευτυχισμένοι
να θέλουμε
να είμαστε
ευτυχισμένοι.
Αγάπη μου
όλοι θέλουνε
απλά
να μπορούν,
να μπορούν να δουλεύουν, να κατουράνε, να φτύνουν –
να κλαίνε, να σιχαίνονται
όλοι έχουνε μάθει την υστερία
και η απάτη της
σου πλέκει ένα μεταξωτό σάβανο
να το φοράς κάθε μέρα.
Η τελευταία φορά που αναρωτήθηκα γιατί.
Κάποιοι επιλέγουν να γίνουν ήρωες και κάποιοι άλλοι απαγωγείς
αισχροί
δηλητηριώδεις
κακοήθεις.
Η τελευταία φορά που σε αγάπησα.
Ένας υπέροχος στίχος:
Η οξύτητα του φωτός δεν καίει πια τα λουλούδια.
Περνάμε στο επόμενο αντί-ποίημα:
ΦΤΗΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ
Χολερική ανάμνηση χλωμού οργασμού σαν κοκκινάδι σε μισοκαπνισμένη γόπα στο λασπωμένο ρείθρο τού δρόμου.
Μπορεί στο επόμενο να είμαστε πιο τυχεροί:
ΥΓΙΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
Τα χρυσάνθεμα πέθαναν
μπροστά στα στόματα τηλεθεατών
ακούστηκε ο τελευταίος στεναγμός τους
ένα λευκό παράπονο.
Αυτό ήταν όλο; Σαν πίνακας ανυπόγραφος επώνυμου ζωγράφου που επαφίεται στην διακριτική φαντασία τού αναγνώστη.
Διαβάζω αυτά τα ερωτοσκαλίσματα ακούγοντας παλιά λαϊκά τραγούδια.
ΛΕΥΚΟ ΡΥΖΙ
[…] Μια φροντίδα
που υποκύπτει στο παρόν.
Ένα μικρό πιάτο
γεμισμένο με ψωμί.
Ο άντρας
που προσπαθεί
να περιποιηθεί τη γυναίκα.
Το σπίτι τους γεμάτο αγάπη
και ασήμαντα ψέμματα.
Τι περίεργο
Κάθε σώμα μαρτυρεί
τη βιαιότητα,
μαρτυρεί την ωμοφαγία.
Ο άνθρωπος κρεατοφάγος.
Η γυναίκα
που προσπαθεί να τον δαγκώσει
σε ασυνήθιστα σημεία
του λαιμού
και των χεριών του.
Όταν κάτι είναι τόσο όμορφο
Σκέφτομαι τον θάνατο
Λυπάμαι
Γιατί ξέρω πως κάποτε αυτό θα πεθάνει
Δεν θα υπάρχει
Ας μην υπήρχε
Ποτέ αυτή η αγάπη
Ας μην είχα γευτεί
Ποτέ αυτό το ρύζι
Κάθε κόκκος ρυζιού μαγειρεμένος
Με τόση αγάπη που δεν
Ξέρεις πότε θα
Σου προσφερθεί ξανά
Τόσο μόνη όσο ένας ορυζώνας
ασήμαντη, μικρή, μικροσκοπική,
όλοι οι άνθρωποι που αγαπάμε
σαν μικρές διάφανες στιγμές ρυζιού, κατάλευκου
σε έναν απέραντο ορυζώνα.
Όσο και αν φοβάμαι, όσο και αν σε αγαπώ
δεν αλλάζει τίποτα
τίποτα δεν θα αλλάξει.
Όσο και αν σε αγαπάω
θα πεθάνει
εμείς θα κλαίμε
εγώ θα λιώσω
εσύ θα έχεις ήδη πεθάνει
κλαίω
μένω αδύναμη, μόνη, εθισμένη.[…]
Σοκαριστικό; Δεν θα το έλεγα. Ο Συμβολισμός εδώ πάει να γίνει ερεβώδης σαν στέρνα ξεραμένη από καιρό
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ –
ΠΡΩΤΟΠΑΛΙΚΑΡΟ ΤΟΥ ΑΡΗ
Ο συμβολισμός δίνει τη θέση του στην περιγραφικότητα και στην αισθηματολογία. Απογοήτευση. Μπορεί και όχι όμως. Φτάνει να το δεις εξ αντιθέτου, ανάποδα, σαν κέντημα, από το μέρος που ξεκρίνονται οι κόμποι από τις πολύχρωμες κλωστές. Το ποτήρι είναι πάντα μισογεμάτο…
Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΣΤΗΝ ΠΑΝΟΡΜΟΥ
Ξεκινάει μελοδραματικά, αποδρά στον κυνισμό για να καταλήξει στη ρετρό νοσταλγία και μετά πάλι στον λεκτικό εξανδραποδισμό των γλυκανάλατων αισθημάτων Αυτό το βιβλίο είναι σαν σκάλα που ανεβαίνει και κατεβαίνει ταυτόχρονα, γυριστή. Εξ-έλιξη.
ΙΣΟΒΙΑ
[…] Γωνίες σκεπασμένες με αποφάγια
Τεράστια θηλαστικά βαδίζουν αργά και τρώνε τα σκουπίδια
Δεν ξέρω πως βρίσκονται μέσα στο προαύλιο θαλάσσια κήτη
Θάλασσα
Ξηρά
Θάλασσα
Μου λείπει ο ζωτικός χώρος – αυτή η ζώσα περιουσία του απερίσκεπτου.
Αυθορμητισμός Θάρρος
Θαρραλέα κορίτσια Θαρραλέα αγόρια
Η μυρωδιά της φυλακής είναι απαίσια
ποτέ πένθιμη ποτέ μουχλιασμένη.
Ο ήλιος δεν δύει ποτέ σε αυτό το μέρος,
οι κινήσεις των φρουρών τραβάνε το στόμα μου
σε τέσσερις κατευθύνσεις
και κάνω μορφασμούς αηδίας. […]
Το πρώτο αμιγώς πολιτικό, αναρχικό αντιεξουσιαστικό ποίημα.
ΘΑΥΜΑ
Μια υπερσύγχρονη μηχανή
μια επίτευξη τεχνολογική
ίσως και ηλεκτρονική
η κβαντική φυσική βοήθησε τα νέα παιδιά να δούνε καινούργιους κόσμους
να γίνουν ήρωες σε ηλεκτρονικά παιχνίδια
να ξεχάσουν κάθε ιστορικό γεγονός
να γίνουν και αυτοί επιστήμονες σε έναν αιώνα ξερό
στεγνό από κάθε πνευματικότητα
[…]Δεν γνωρίζω από που είμαι
και που βρίσκομαι
δεν έχω καταλάβει ακόμα τη δομή του ατόμου
και το κβαντικό άλμα
Μόνο αυτό το πιεστικό χάος
και από που ξεκινάω δεν έχω ιδέα
Η ομορφιά και η ασυμμετρία τα ίδια τέρατα
στο μυαλό ενός ερασιτέχνη φιλόσοφου
Όλες οι επιστήμες και οι θρησκείες
άφωνες μπροστά στο θαυμαστό κόσμο του αέναου σύμπαντος
Η αταξία – Η παύση ζωής
Η εντροπία της θερμοδυναμικής μου προξενεί ασφυξία
Τα μάτια μου και το βέλος του χρόνου τρυπάει το νου μου
Επινοήσεις που παράγουν θερμότητα
Κανενός είδους πληροφορία που να επιτρέπει τη ζωή
και η προηγούμενη κατάσταση
μια εσωτερική μεταβολή μες τα πνευμόνια μου
Μια κατάσταση διαταραχής
αποδεκτή από τους σύγχρονους φυσικούς
Η συμπεριφορά μου ευαίσθητη
εξαρτημένη από τις αρχικές συνθήκες
Δεν γνωρίζω που βρίσκομαι και ποια είμαι
Το φαινόμενο της πεταλούδας
αυτό το χτύπημα των φτερών
και η τροχιά του χώρου που θα ήτανε διαφορετική
Μια ανάμειξη χρωμάτων, μια κοινή διαίσθηση
διπλασιάζει επανειλημμένα αυτό τον εσωτερικό σπασμό
Κάθε ζεύγος κοινών σημείων
έχει μια εξαιρετική συμπεριφορά
προς το θετικό ή το αρνητικό άπειρο […]
Αν δεν υπήρχε ο πρόλογος θα νομίζαμε πως η γράφουσα μας κάνει επίδειξη γνώσεων, όμως δεν είναι αλήθεια κάτι τέτοιο. Ακριβώς το αντίθετο: δηλώνει τη ναυτία του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στις εναλλακτικές ή παράλληλες πραγματικότητες και την έμμεση, την υπόρρητη νοσταλγία μιας τάξης, έστω και λογικής. Το άτομο παγιδευμένο στην ελευθερία του δεν ξέρει τι να κάνει με τη βούλησή του, ακόμα κι όταν δείχνει πιο σίγουρο, πιο βέβαιο παρά ποτέ. Τότε είναι που χάνεται, που γλιστράει σε κβαντικές πραγματικότητες ανεξιχνίαστες. Και παρ’ όλη την γοητεία που ασκεί ο σύγχρονος τεχνολογικός λαβύρινθος μέσα στη μοναξιά ο άνθρωπος κατατρώγεται μόνος του. Και γι’ αυτό ποιητικολογεί. Ανέξοδα. Όχι όμως πάντα και χωρίς διέξοδο. Σπαρακτικό ποίημα. Το πλέον φιλοσοφημένο και λόγιο.
ΑΡΧΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ
Οι μορφές φτιαγμένες από το σύγχρονο άνθρωπο.
Τα πρωινά προσφέρουν αδιανόητες στιγμές
σε κάθε άτομο ξεχωριστά,
αλλού είναι ο πανσεξουαλικός ήλιος,
αλλού κάτι τρεμάμενες χιονοστιβάδες,
το χώμα αλλάζει μοναχό του
από τη Δημοκρατία και από τους αγώνες,
η Αναρχία μονάχα θα απελευθερώσει
τη γη από τα χρόνια της πανούκλας.
Επιθύμησαν οι φυλακές τον άνθρωπο
που θα τις ξεριζώσει.
Αυτό θα μπορούσε να το είχε γράψει ο Κολτές και να το φορέσει στο στόμα του Ρομπέρτο Τσούκο σαν μαντήλι, σαν περγαμηνή. Σαν ιδεολογική μπροσούρα για μια μακρινή ευτοπία προβεβλημένη στο τώρα, αλλά όχι και στο αμφίβολο κι απροσδιόριστο εδώ, με το εγώ να παραδέρνει μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, αφού «τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες» δεν τους «κουβανεί μες την ψυχή του» (για να θυμηθούμε έναν άλλον αιρετικό τού έρωτα, τον Καβάφη).
ΗΡΩΙΝΗ
[…]
Απλή παρατήρηση – η μητέρα περιμένει την κόρη της δίπλα στο τζάκι.
Ο ουρανός στις παλάμες της,
έμεινε μόνη της με το τελευταίο φωτεινό άστρο
να ακουμπάει τις μελανιές της,
ο κόσμος όλος παραδόθηκε στη μοίρα της Γης,
άγνωστος πλανήτης
ο αιώνας μας δεν ήτανε καθόλου γενναιόδωρος,
μόνο ο μαύρος σκύλος το κατάλαβε
και η ηρωίνη,
ο έρωτας έπειτα.
Απλή παρατήρηση – οχτώ κηδειόχαρτα στη γωνία του δρόμου
γέροι στέκονται και κοιτάνε,
κάποιος φίλος πέθανε.
Η ροδιά στριμωγμένη ανάμεσα
στη λήθη και το δειλό πνεύμα του ανθρώπου.
Οδός θλίψης- αριθμός μηδέν
το τίποτα
ονομάζεται τέρας – μια σπάνια ώρα
που ξεκουράζεται ο πόνος
ποιός θα μου φέρει λίγο ακόμα ζάχαρη άχνη;
Δεν θέλω να γεννήσω παιδιά.
Η γέννα και ο θάνατος
δυο φορές θάνατος […]
Σαν μονόλογος «μαύρης» και δυσοίωνης ηρωίδας του Ευριπίδη, της Μήδειας ίσως, της Αγαύης, της Ινώς και της Αυτονόης. Η ωμοφαγία είναι αυταπόδεικτη κι ανυπόστατη. Απεχθάνομαι τους εξωτερικούς τρόπους φυγής από την «πραγματικότητα», όσο κι αν είναι δύσκολο να την ορίσεις. Απαιτεί τον δικό της ηρωισμό η σύγκρουση με την ασχήμια. Κι όσο πας να ξεφύγεις τόσο πιο κοντά βρίσκεσαι στον κάδο της ανακύκλωσης…
Ο κόσμος μέσα στο στόμα ενός σκύλου
εθισμένου στην ηρωίνη
νικάει τη γυναίκα που βρίσκεται σε οίστρο.
Τα μάτια της μωβ – από τα πιο φτηνά καλλυντικά της πόλης.
Τυφλές θεές εξήγησαν το θαύμα της ύπαρξης
στην παγωμένη σάρκα του έρωτα.
απλή παρατήρηση – οι σοκολάτες λιώνουν μέσα στα στόματα εφήβων [..]
Και περνάμε σε ένα περισσότερο ευοίωνο ποίημα με τίτλο:
Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ
Μόνο τα αστέρια μπορούν να συγχωρέσουν
την ντροπή και το μίσος.
Ο άνθρωπος πιστεύει στον Έρωτα και στην Τύχη
Σοφόν το σαφές. Το μέρος αντί του όλου. Τα μακρά αφηγηματικά κομμάτια εναλλάσσονται με αποστάγματα σοφίας δίκην γνωμικών. Υπάρχουν δύο δρόμοι για την αγιότητα: τού ασκητή και τού Μαρκήσιου ντε Σαντ. Ο πόνος ίσως εξανθρωπίζει το θηρίο μέσα μας.
ΕΝΔΟΞΕΣ ΜΕΡΕΣ
Λυπάμαι για τις ένδοξες μέρες
που τα παιδιά δεν θα ζήσουν,
τις νέες κοπέλες που θα αγναντεύουν χωματερές
και τα ερείπια μιας προηγούμενης εποχής.
[..]
Ονειρεύτηκα μια ερημιά
και εμάς να αντέχουμε στους ώμους μας το βάρος του μέλλοντος.
Το δέρμα των πουλιών ξεχύθηκε σαν μια ηχώ πάνω στις ράγες υπερσύγχρονων τρένων.[…]
Μακράν τού να ξαναγράφει τις μπεκετικές «Ευτυχισμένες ημέρες» εδώ η λογοτέχνης επιτυγχάνει να μετατρέψει ένα κοινωνιολογικό δοκίμιο σε ποίημα μεγάλου βεληνεκούς.
ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΕΣ ΝΥΜΦΕΣ
Δακρυσμένες Νύμφες
και οι αναστενάρηδες να ουρλιάζουν,
ένα θαύμα που δεν έγινε. […]
Κι αν επιμένω σε μια γραμμική, «κατά λογάδην» ανάγνωση είναι γιατί αυτή η ποίηση δεν είναι συμβατική. Σα να ξύπνησε η Κατερίνα Γώγου κι ο Άσιμος, σα να ξανάπιασε τη σκονισμένη πέννα του ο Ρεμπώ… Κι ο Καρυωτάκης θα συμμετείχε σε αυτόν τον σπαραγμό:
Βαθιά Απελπισία
Εγένετο το θέλημα σου –
Και κάτι ελπιδοφόρο. Λέτε; Για να δούμε:
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ
Ο ουρανός γέμισε την καρδιά μου με ηλεκτρισμό.
Μια λάμψη
ανάμεσα στις παρατημένες πλατείες της πόλης
και τα χείλη μου.
Η καρδιά μου λαχταρά
αυτή την περίφημη ευλογημένη ηρεμία.
Έτσι είναι,
τα πλούτη βουλιάζουν στις παλάμες του φεγγαριού
όταν τη νύχτα τα πρόσωπα φοβούνται την πίστη .
Οι τρομαγμένοι δεν αντέχουν άλλες συμφορές.
Η οικογένεια, οι φίλοι, οι θαυμαστές
δεν υποφέρουν τη ζέστη ή το κρύο,
κάποιος βρέθηκε μπροστά στα μάτια του βρέφους.
Οι περασμένες δόξες ευχαριστήθηκαν
τις οπές στον κατάλευκο λαιμό της.
Τα φύλλα τρέμουν
ο μαύρος θησαυρός υποφέρει
μέσα στην αγκαλιά του μοναχικού άντρα.
Άφησε λοιπόν, την κληρονομιά σου άρχοντα
και δωσ’ μου εμένα την προίκα που μου αξίζει.
Απόψε ήρθες
στην πόλη του φθινοπώρου
ζωντανός.
Ναι, δεν θα το έλεγα από τα δυνατά της κομμάτια, το πιο καθημερινό της όμως; Οπωσδήποτε. Και προχωράμε ακάθεκτοι. Αυτός ο λόγος είναι εθιστικός. Τοξικός μήπως; Τα ρεμπέτικα κατάλληλη μουσική υπόκρουση. Σπανίως προβαίνω σε ανάλογες ποιητικές περιδιαβάσεις: μόνον όταν ενθουσιάζομαι ή η θλίψις μου το απαιτεί.
ΕΝΑΣ
Ένας υγρός ήλιος προσδοκεί ένα ερωτευμένο ζευγάρι
ένα ανδρόγυνο προσδοκεί τον έρωτα
και ένα στόμα προσδοκεί τη μοναξιά του.
Ένα ημιθανές γυμνό κορμί
τονίζει αρχαία ρήματα
ή μάλλον καλύτερα
η οξυδέρκεια του συναισθάνεται την ομορφιά του
και μιμείται ένα ρίγος ηδονής.
Παραθέτω ολόκληρα τα σύντομα ποιήματα. Τα αποσπάσματα όμως των μακροσκελών, που είναι οιωνεί άνισα, με ξετρελαίνουν. Τίμιος αναγνώστης. Τίμιος και στη ζωή μου. Δεν ψευτίζω το αίσθημα εγώ. [Όχι, αυτό δεν είναι ποίημα – κριτικό σχόλιο είναι, γιατί αν η επαφή μας με την ποίηση δεν μας σπρώχνει προς την αυτογνωσία καλόν είναι να την αποφεύγωμε διακριτικώς].
ΣΙΩΠΗ
Ακόμα και αν λησμονώ τη σιωπή της χαράς
κουβαλώ μικρούς ανθούς στους ώμους μου […]
Όχι, δεν θα παραθέσω ατόφιο αυτό το λακωνικό ποίημα. Μήτε για λόγους copyright μήτε για λόγους σεμνοτύφου επιφυλάξεως, απλούστατα γιατί ξεκινάει καλά και μετά χάνεται…
ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΕΧΟΥΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
αφιερωμένο στη S. Carapetian και στον D. Graeber
που περάσαμε μαζί εκείνο το καλοκαίρι
[…]
Ο χρόνος του κόσμου πέρασε.
Το μέλλον των ανθρώπων υπήρξε.
Ο νόμος σαν γλώσσα που
δεν κοιτάζει ποτέ τ’ αστέρια
«μην εκπλήσσεστε, η ζωή και ο αιώνας
σαν οικογενειακοί φίλοι
(που) εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον».
[…]
Το εφήμερο και οι αιώνες.
Ο ήλιος πλέκει τις πλεξούδες
μιας ξεχασμένης παρθένας
στην κοιλάδα.
Νίκησαν άλλοι.
[…]
Ο πειρασμός της μαγείας
απέναντι στο θρήνο του κόσμου.
Σαν πολλά, πολλαπλά ποιήματα μέσα σε ένα. Οικολογία και ουτοπία.
ΑΣ ΗΤΑΝΕ ΤΩΡΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
[…]
ας ήτανε τώρα το τέλος
στη ζεστή ευτυχία της εκπληρωμένης άνοιξης
εκεί που σταματάνε οι επιθυμίες
υπάρχει μόνο η απόλαυση
η ηδονή του παρόντος
[…]
Με μια αυτοεκπλήρωση ολοκληρώνεται αυτό το κραυγαλέο βιβλίο. Αυτοεπαληθευόμενη προφητεία, θα έλεγες. Όμως όχι. Ξεκινάει από το Έρεβος για να φτάσει στο Φως. Κι αυτή η ανατροπή είναι που το καθιστά διηγηματικό, συρραφή από πονήματα που κατατάσσονται στη «μικρή φόρμα», φύλλα ημερολογίου μιας ζωής ζησμένης κι αβίωτης. Η συμφιλίωση τού τέλους, η παραδοχή κι η αποδοχή των πεπραγμένων δίνει άλλη ανάσα κι απογειώνει τον φρενιτικό ρυθμό αυτού του αισθητικού επιτεύγματος. Μιλάω μετά λόγου γνώσεως γιατί σπανίως αγωνιώ να καταλήξω μαζί με τον ποιητή ή την ποιήτρια που γράφουν σα να ομιλούν κι ομιλούν σα να αφήνουν τη ζωή να δανειστεί τα χείλη τους και το ηχείο του κορμιού τους. Ετούτη η σωματικότητα με καθήλωσε σε φωναχτή ανάγνωση, συνηχώντας πάντα μ’ εσάς συνένοχοι, συνδημιουργοί, συνεργάτες αναγνώστες μου.
[…] ας ήτανε τώρα το τέλος
τώρα που είμαστε όλοι ευτυχισμένοι
που δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι άλλο
δεν θέλουμε κάτι άλλο
μόνο να απολαύσουμε αυτή τη στιγμή
τη ζεστασιά της ευδαιμονίας
τώρα
που είμαστε όλοι ευτυχισμένοι
που δεν σκεφτόμαστε τίποτα
που δεν ανησυχούμε για τίποτα
τώρα
στην πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μας
αγάπη μου
ας ήτανε τώρα το τέλος. […]
Σας αγαπώ και σας λατρεύω, όλους όσους συνταξιδεύουμε σαράντα χρόνια τώρα, από το πρώτο μου ποίημα:
«Σε κάμαρες δυσήλιες αυτοπυρπολήθηκα
Και πριν να φέξει η Χαραυγή
Στολήν Εωσφόρου εντύθηκα
Κι εχάθηκα μες τη βροχή».
.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΤΣΙΜΗΣ
voidnetwork.gr 19/5/2018
Προσεγγίζοντας από μία άλλη οπτική το βιβλίο της Σίσσυς Δουτσίου, μια συλλογή διηγημάτων ακραίων σεξουαλικών καταστάσεων με τον ελπιδοφόρο τίτλο «η ηδονοβλεψίας» είναι πρώτα από όλα ξεκάθαρο κα απαραίτητο να μην πέσουμε στα συνήθη ατοπήματα για τέτοιου είδους κείμενα.
Είναι λογοτεχνία ή πορνογραφία; Είναι η πορνογραφία στις παρυφές της λογοτεχνίας; Τι ορίζει ένα κείμενο ως πορνογράφημα και άλλα τέτοια ανούσια ερωτήματα φιλολογικής τέρψης που προορίζονται για απογευματινές παρουσιάσεις του τύπου βιβλίο, τσάι και συμπάθεια…
Πρέπει λοιπόν να σταθούμε σε μια άλλη οπτική: πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση της ηδονοβλεψία. Βρισκόμαστε με ένα βιβλίο που έρχεται όχι να προκαλέσει, κάτι τέτοιο είναι πια αρκετά ξεπερασμένο αλλά να μιλήσει απροκάλυπτα για πάθη, βίτσια, ηδονές, πόνους και ενοχές, ένα βιβλίο που βάζει τον αναγνώστη σε θέση ματάκια, εμείς είμαστε που βλέπουμε κρυμμένοι πίσω από κουρτίνες στο απέναντι δωμάτιο να εξελίσσεται μια ταπείνωση, ένας βιασμός, μια σαδομαζοχιστική συνεύρεση. Ο αναγνώστης γίνεται συνένοχος καιμαζί με τη συγγραφέα οδηγείται απελευθερωμένος στις σελίδες που στάζουν από παντού μια σεξουαλική μυρωδιά, μια αποφορά ερωτικής προσβολής, ταπείνωσης και απόλυτου ερεθισμού.
Η Σίσσυ Δουτσίου δε μασάει τα λόγια της, τα φτύνει. Μέσα στα επτά διηγήματα του βιβλίου αυτού από τις εκδόσεις «κενότητα» συναντάμε μια κατάσταση που θέτει τη βωμολοχία ως αξίωμα και την ηθική ως δύσκαμπτο εμπόδιο στο δρόμο για την ηδονή και την απόλαυση του σώματος, μονάχα του κορμιού, όχι του πνεύματος. Και δε χρειάζεται, δεν απαιτείται πλέον, να θέτουμε ερωτήματα. Μονάχα απαντήσεις, χωρίς την ερώτηση.
Στο διήγημα ‘’Ερίκ Σατί’’ γράφει: «Οι άνθρωποι δεν αφιερώνουνε πολύ χρόνο στον έρωτα. Η διάρκεια του σεξ είναι από είκοσι λεπτά μέχρι 2 ώρες το πολύ όταν είναι ερωτευμένοι. Δεν μπορούν να δωρίσουνε τη σκέψη τους μόνο στο σεξ τουλάχιστον για μια μέρα ολόκληρη. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν οι άνθρωποι να τιμούν τη ζωή. Με το σεξ, όχι μόνο με την αγάπη. Με το ατελείωτο σεξ. Αλλά ο μεγάλος εγωισμός του καθενός μας ζαλίζει τη σεξουαλική επιθυμία και αυτή τελικά μαραίνεται σε μια φορά την εβδομάδα γρήγορο σεξ ή το πολύ 3 φορές το μήνα, όταν ηγυναίκα περιμένει περίοδο, τις ημέρες που έχει τρελές καύλες χωρίς να ξέρει πως έχει απλά ωορρηξία».
Η θέση της επίσημης λογοτεχνίας είναι πως τα γραφήματα που εισάγουν ακριβείς λεπτομέρειες σεξουαλικών καταστάσεων είναι ένα υποείδος τέχνης, ωστόσο αυτή η τοποθέτηση είναι πολύ συντηρητική όπως άλλωστε και οι περισσότεροι κριτικοί τέχνης.
Η πορνογραφία έχει πολλές αναφορές ακόμη και σε βιβλία του αρχαίου κόσμου ωστόσο οι συγγραφείς που την ανεβάζουν και την τοποθετούν στα χέρια πολλών αναγνωστών είναι φυσικά ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ με την περίφημη «φιλοσοφία του μποντουάρ» και τη «Ζιστίν», ο Λεοπόλδος Φον Ζάχερ Μαζόχ στην «Αφροδίτη με τις γούνες» ο Λόρενς . ο Χένρι Μίλλερ, η Αναϊς Νιν. Αυτός όμως που πραγματικά στοχάζεται απέναντι στο γυμνό με τη γραφή του χωρίς στιγμή να γίνεται χυδαίος είναι ο μεγάλος αμερικανός Τσαρλς Μπουκόφσκι. Μετά από αυτόν τα πράγματα δεν είναι ποτέ πια τα ίδια.
Ο Philip Roth, εισάγει ένα κριτήριο μεταξύ του ερωτικού και του πορνό· ισχυρίζεται ότι το πρώτο έχει να κάνει με την αμοιβαιότητα ενώ το δεύτερο με την επικυριαρχία (κυρίως του άρρενος). Ο νομπελίστας συγγραφέας Μάριο Βάργκας Λιόσα έχει πει ότι «το όριο ανάμεσα στον ερωτισμό και την πορνογραφία μπορεί να προσδιοριστεί μόνο με όρους αισθητικής. Κάθε λογοτεχνικό έργο, που αναφέρεται στη σεξουαλική απόλαυση και το οποίο προσεγγίζει έναν προκαθορισμένο βαθμό αισθητικής, μπορεί να χαρακτηριστεί ερωτική λογοτεχνία. Αν δεν καταφέρνει να ξεπεράσει το όριο αυτό, τότε πρόκειται για πορνογράφημα. Αν το υλικό είναι σημαντικότερο από την έκφραση, τότε το κείμενο μπορεί να είναι κάποιο πόνημα ιατρικό ή κοινωνιολογικό, αλλά δεν θα έχει λογοτεχνική αξία. O ερωτισμός είναι ο εμπλουτισμός της ερωτικής πράξης και όσων τον περιβάλλουν μέσα από την κουλτούρα και την αισθητική μορφή. Το ερωτικό προικίζει τη σεξουαλική πράξη με στολίδια, με μια θεατρικότητα, τα οποίαχωρίς να διαλύουν την απόλαυση- του δίνουν μια αισθητική διάσταση».
Πιο καθαρά: η θέα ενός φαλλού σε στύση ή ενός αιδοίου έτοιμου να κατακτηθεί, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ένα κρυμμένο μυστικό, καταχωνιασμένο κάπου στο άβατο μιας αστικής κρεβατοκάμαρας. Το σεξ είναι τέχνη, είναι γραφή, είναι είδος και αντικείμενο προς λατρεία, πώληση και εξαγορά, το σεξ ως λόγος δια χειρός Δουτσίου είναι σκληρό, διονυσιακό, φέρνει πόνο, γυρεύει τον τόκο της ηδονής, διαπραγματεύεται τον ηθικό εξευτελισμό, παίρνει μάτι και φτιάχνεται, σπρώχνει δυνατά, τελειώνει με πάθος, πεθαίνει κι ανασταίνεται με πάθος, λέει ψέματα, γιατί στο σεξ χωράνε τα πιο μεγάλα ψέματα που μπορεί να στοιβάξει μέσα του το ανθρώπινο μυαλό, απατά γιατί η απάτη είναι μέρος της καθημερινότητας, παραδίδεται πορνικά στα χέρια και στα κορμιά των άλλων κι αυτή τη φορά εμείς δεν είμαστε οι άλλοι, είμαστε αυτοί που ανήκουν στους άλλους, καταστρεφόμαστε με τη θέλησή μας σε κάτι ανίερο που απλώνεται πέρα από τις νωθρές κοιλάδες του έρωτα, σε κάτι ανήθικο που έρχεται να μας αγκαλιάσει μόνο και μόνο για να μας κακοποιήσει σεξουαλικά. Σε μια αναζήτηση και υπέρβαση ηδονής όπου το υποκείμενο στέκεται εκεί και μας περιμένει με την ισχυρή του θέληση για να το γυμνώσουμε και να το κάνουμε δικό μας με όποιο τρόπο ενδόμυχα επιθυμούμε αλλά δεν τολμάμε στο όνομα μιας καθώς πρέπει αστικής ντροπής και συνήθειας να αποκαλύψουμε.
Γιατί «η ηδονοβλεψίας» τελικά έχει νακάνει με αυτό ακριβώς το θέμα της επιλογής. Όχι της σεξουαλικής επιλογής αλλά του εάν θα ζήσουμε, στο όνομα μιας ψεύτικης αξιοπρέπειας, ενός χυδαίου μικροαστισμού που στοιβάζει σε κουτάκια τα ανθρώπινα θέλω και πάθη ή θα επιλέξουμε αυτό που τόσο απλόχερα η συγγραφέας μας αποκαλύπτει και δεν είναι παρά μια έως θανάτου φιλήδονη προοπτική ζωής όπου το κορμί ξεδίνει, χύνει και καταστρέφεται διαρκώς χωρίς αιδώ και χωρίς Αργείους.
Και εδώ μπαίνει το αιρετικό στοιχείο τούτου του βιβλίου: ο θάνατος. Τίποτε δεν μπορεί να διανοηθεί και να αναλυθεί χωρίς την οπτική του θανάτου. Το ίδιο το σεξ είναι ένα χάρισμα θανάτου, μια μικρή πρώτη γεύση από σπασμούς, οδύνες και σκοτάδι, η σεξουαλική πράξη πέρα από μυρωδιές και υγρά, αφηγείται σε πρώτο ενικό πρόσωπο το αγκάλιασμα του θανάτου, αυτού του άρχοντα που αγορεύει ακούραστα πάνω από ψυχές που κτυπιούνται μεταξύ τους άδικα και κακοπροαίρετα, αγνοώντας πως σύντομα θα χαθούν κι επομένως θα φύγουν χωρίς να έχουν δοθεί έστω και μια φορά στα ανομολόγητα πάθη τους.
Ο έρως είναι θάνατος. Το σεξ το επιστέγασμα του τάφου. Δεν ξέρω και δεν μπορώ να σας πω λοιπόν αν «οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο» κι άλλα τέτοια γλυκανάλατα λογοτεχνικά κουραφέξαλα, σας λέω όμως ότι όπως γράφει η Δουτσίου στο διήγημα ‘’θερμή νύχτα’’ «μια γυναίκα ψάχνει απεγνωσμένα τον έρωτα, τη σαρκική απόλαυση μόνο και μόνο για να ακούει από δεκάδες άντρες ότι είναι όμορφη, πολύ όμορφη». Όμορφη όπως ο θάνατος κι ο έρωτας, θα μπορούσαμε ίσως να συμπληρώσουμε εμείς.
Επομένως η γραφή της Δουτσίου που πολιτογραφείται ως ποιήτρια πρωτίστως στον χώρο της λογοτεχνίας, έρχεται ολόγυμνη και αντιμέτωπη με την υποκρισία της τυπικής αστικής ηθικής. Απέναντι στο μικροαστισμό και τη σεξουαλική καταπίεση αντιπαρατάσσει την αθυροστομία και την παντός τρόπου σωματική ικανοποίηση. Απέναντι στην αξιοπρέπεια των υποκριτών δείχνει ένα σώμα έτοιμο για όλα. Μέσα σε μια κοινωνία που έχει χαθεί σε ένα καινούργιο σύστημα όπου όλοι και όλες θέλουν να είναι μόνοι και μόνες, σε ένα κόσμο που δείχνει να καταργεί τα συναισθήματα και χρόνο το χρόνο να βρισκόμαστε ολοένα και πιο κοντά στο τέλος των ανθρώπινων σχέσεων και αξιών, μέσα σε μια θολή κουλτούρα όπου κυριαρχεί ως αξίωμα η επικοινωνία ως μη επικοινωνία και η ανθρωπιά ως κανιβαλιστικό μοντέλο, η «ηδονοβλεψίας» ανοίγει ένα μικρό παράθυρο πέρα από βυζιά και κώλους, στην πραγματικότητα θέλει να καθορίσει την αισθητική του υποκειμένου με μια ψυχαναλυτική στροφή: οι εραστές έχουν ηττηθεί γιατί ποτέ δε γνώρισαν αληθινά ο ένας τον άλλο, γιατί ποτέ δεν έκαναν τίποτε άλλο από προβολές πάνω στον καθρέφτη τους, γιατί προτίμησαν να γίνουν αδίστακτοι σε μια ένοχη ζωή.
Έτσι, από τη μία μεριά έχουμε την επιλογή της καταπιεσμένης αλλά κοινωνικά αποδεκτής ζωής και από την άλλη, σε τούτη τη ζυγαριά που μας προσκαλεί η Δουτσίου, έχουμε τη φαντασίωση, το ελεύθερο σεξ, την αχαλίνωτη ερωτική πράξη στα όρια του πόνου που κρύβειμέσα του μερίσματα ηδονής και πάθους. Είμαστε όλοι μόνοι σε μια ζωή που κατακλύζεται από κακοήθειες της μεγαλοαστικής τάξης, χριστιανικές ανοησίες, διατάξεις και κανόνες που οριοθετεί μια αναίσχυντη εξουσία, φαλλούς που δεν λατρεύονται, κορμιά που δεν πυρπολούνται ή όπως η συγγραφέας κάπου σημειώνει, «η μήτρα μου καίγεται».Όμως στην πράξη δεν υπάρχει επιλογή, υπάρχει μόνο η κατεύθυνση που μας δίνεται κι εμείς, άχρωμα κι ανέραστα στρατιωτάκια, τρέχουμε στο άπειρο δίχως κατάληξη. Αν θέλουμε λοιπόν να είμαστε όλοι μόνοι τότε θα πρέπει και να μάθουμε ν’ αρκούμαστε σε ψίχουλα ζωής κι αισθητικής, αποκλεισμένοι σε σαλόνια για ένα γρήγορο σεξ σαν εκπορνευμένοι σειληνοί, μόνοι και πάλι μόνοι περιμένοντας το δήμιο που λέγεται γήρας, αρρώστια, θάνατος.
Ενάντια σε όλα αυτά, η «ηδονοβλεψίας» βγάζει κραυγές από παντού. Κραυγή ενάντια στο σύστημα, ενάντια στην εξουσία, ενάντια στο μέτριο, ψόφιο κυριακάτικο μεσημεριανό σεξ των ετοιμοθάνατων γάμων και των από ανάγκη συμβιώσεων.
Απομένει τώρα, κλείνοντας την παρουσίαση, να δώσουμε και την άποψη μας πάνω στη σκέψη που τοποθετεί ο δοκιμιογράφος Δημήτρης Τσινικόπουλος στο συντηρητικό του κατά κάποιο τρόπο κείμενο «Λογοτεχνία και πορνογραφία». Μας λέει λοιπόν:
«Ποια εντύπωση μπορεί ν’ αποκομίσει ο αναγνώστης, και γιατί να επιζητεί να διαβάσει, ένα τέτοιο βιβλίο. Και ακόμα, αν τελικά, προσθέτει κάτι στην πνευματικότητά του, αν τον εξευγενίζει, αφού κατά γενική αναγνώριση σκοπός της τέχνης είναι να προκαλέσει την αισθητική συγκίνηση και όχι τη σεξουαλική έξαψη μέσω της φαντασίας που, στην περίπτωση της ανάγνωσης, λειτουργεί πιο αποτελεσματικά από την εικόνα»
Πιο απλά: είναι τέχνη αυτά τα διηγήματα; Ή είναι μια αιρετική άποψη, ξεπερασμένη ίσως, αφού μας παραδίδει το σεξ σε κοινή θέα, κάτι που έχει ξαναγίνει πολλές φορές. Ή, εν τέλει, θέλει η συγγραφέας να προκαλέσει τα χρηστά κι επώνυμα ήθη; Αν βέβαια μπορούμε, χωρίς να είμαστε δύσκαμπτοι στο μυαλό, να ορίσουμε τις άκρες και τα όρια της τέχνης, θέμα που αποτέλεσε παγίδα και για το κοινό μα, δυστυχώς, και για πολλούς καλλιτέχνες.
Ας σταματήσουμε εδώ, πριν δώσουμε μορφή και στάση σε κάποιο ατόπημα λόγου. Η «ηδονοβλεψίας» είναι ακριβώς αυτό που η λέξη προδίδει. Γιατί οι λέξεις προδίδουν. Όχι τα αισθήματα. Είναι τολμηρό πόνημα που σπάει τους κανόνες και της πρέπουσας εποχικής ηθικής και της γραφής. Καταφεύγει στην ανωμαλία γιατί δεν αντέχει τους φυσιολογικούς κανόνες γύρω μας. Επαιτεί το ερωτικό βασανιστήριο για να μην ξεπέσει στη ζωή μιας κυράτσας. Προσβάλλει και ταπεινώνει την αθωότητα, γιατί κανείς μας δεν είναι αθώος. Θέλει σε πρώτο επίπεδο να σας φτιάξει, γιατί όχι; Και σε δεύτερο να σας θέσει το (υπαρξιακό) ερώτημα: υπάρχει κάτι χυδαίο στη σεξουαλικότητα;
Την απάντηση θα τη δώσετε εσείς οι ίδιοι διαβάζοντας το βιβλίο γιατί το ερώτημα υφίσταται για τον καθένα μας ατομικά. Όσο για το αν είναι τέχνη, κατά την ταπεινή μου άποψη είναι μια ακραία και εξτρεμιστική γραφή που μας δίνει τη δυνατότητα να μπούμε στη θέση ενός peepingtom, ενός ματάκια κι από εκεί να ξετρυπώσουμε, μέσα από βογγητά, σπέρματα και μαστιγώματα, μια άλλη ζωή, πιο τολμηρή, ενάντια σε μια καθεστηκυία κι αντιερωτική τάξη πραγμάτων.
.
Φοβερή!
Η ποίηση της Δουτσίου είναι ένας αγωγός για μια ζωή στην οποία συγκρούονται ο έρωτας και ο θάνατος, η βία και η ελευθερία, η αδικία και η δικαιοσύνη.