Ο Μιχάλης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1972. Έκανε σπουδές Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ο Μιχάλης Παπαδόπουλος συγκαταλέγεται στους νέους ποιητές της Κύπρου, οι οποίοι προτάσσουν με ανανεωτικές απαιτήσεις το ποιητικό τους όραμα και αξιοποιούν την κυπριακή, την πανελλήνια και την παγκόσμια παράδοση. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε κυπριακά, ελληνικά και ξένα περιοδικά, ενώ έχουν επίσης μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στον κυπριακό γραπτό και ηλεκτρονικό Τύπο.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Αμμόλιθος (1997),
Εντός Συνόρων (2000, Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου),
Έλικας Φανταστικού Ελικοπτέρου (Φαρφούλας 2010),
Εκδοχές ενός Ποιήματος (Φαρφούλα 2016),
Μια στο Λευκό και δυο στο Μαύρο – Σονάτα για την Αφαίρεση, σε σύμπραξη με τον ποιητή Παναγιώτη Νικολαΐόη (2017),
Πρώτα Λόγια (2021),
Ερημίτης Όμβριος-Οξύτονα για τον Καρούζο (Bibliotheque 2022)
Η ακτημοσύνη των λέξεων (Αιγαίον 2022)
Φόβοι (Αρμίδα 2023)
Χώρα μου είσαι (Σμίλη 2023)
.
.
ΧΩΡΑ ΜΟΥ ΕΙΣΑΙ (2023)
ΑΣΠΡΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ – ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Χωρά μου είσαι
Από τις πηγές
χαι τα ποτάμιά σου
έρχονται
οι λέξεις μου
και ρέουν
Είσαι όλα τα χρώματα
***
Είσαι όλα τα χρώματα
κι εγώ στο μαυρόασπρο κτισμένος
θλιμμένο κάδρο
Είσαι το καταφύγιο για τα πουλιά των ονείρων
κι η απάτητη μέσα μου κορφή για τις μπαλάντες
των φτερών τους
Είσαι η ομορφιά και η σιγή μέσα στο πένθος
κομμένης Καρυάτιδας
Είσαι ο μαρασμός και η αναγέννηση
των γλαδιόλων όταν πεθαίνουν για μουσική
Το στερέωμα ανάμεσα στα χρώματα
όπου θάλλει η υπερούσια ζωφόρος
Από την αγωνία του πληγωμένου στρατιώτη
η ζεστασιά στα χείλη του τελευταίου τσιγάρου
Μεταξύ καρδιάς και ουρανού
το απλησίαστο είσαι ξέφωτο
κι εγώ στο φεγγαρόλουστο δάσος των αισθήσεων
μονόχειρας υλοτόμος
***
Είσαι μια οικουμένη
του θάμβους
από τα βάθη των αισθήσεων
Η θάλασσα
και το πλεούμενο μαζί
σε αγκαλιά τρεμάμενη
των οριζόντων
Κι εγώ προσπάθησα να πω
με κυριολεξίες
τη θελξιμέλεια ενός φανερωμένου
θαύματος
***
Χώρα μου, είσαι
Κι ας ήξερα ελάχιστα για σένα
Ένα όνομα, μια διεύθυνση
μια ταυτότητα επιτηδεύματος
Μα μόλις σ’ αντίκρισα
εκείνη μόνον τη στιγμή
στο χίασμα το φοβερό
του ανθρώπου και του κόσμου
η άφραστη μου δόθηκε ομορφιά
δώρο αναίτιο
κι ας σωριάζονταν με πάταγο
άνθρωπος, μαζί, και κόσμος
θρύμματα ερημικά
τριγύρω μου
***
Από τα μάτια σου
έμαθα να μην παραπατάω
στο φως
Από τα χέρια σου να μετρώ
της αφής το ασύνορο μάκρος
Από τα χείλη σου
οσα μιλιούνται με τρόπους
ανήκουστους
από την άλλη μεριά
της γλώσσας
Κι από το σώμα σου
την ανέλπιδη δωρεά
επαναστατημένης
Ευφροσύνης
***
Εσύ που μίλαγες στα λουλούδια
πιότερο
παρά στους ανθρώπους
για να ευωδιάζει κάθε λέξη που θα τους έδινες
Εσύ που αγρυπνούσες στο ακρωτήρι
της γλώσσας για να μάθεις το αλφαβητάρι
του κύματος στην Πανσέληνο
Και σε αμφικτυονίες ονείρων
κοιμόσουν τη θρηνωδία των ανθρώπων
για να ξυπνάς μ’ ελπίδα την κάθε μέρα τους
Η έξω κρήνη που ραντίζει
όσους φιλιούνται
στον πέρα κόσμο τον υπέργειο
και συνέχει Πρωτόπλαστου την ύλη
αμβρόσιος χους
υπερυψούμαι, ο πένης
όταν νογάω την όψη σου
Και σου φωνάζω, έλα
δω που συνθλίβεται ο καιρός
κι η λάμψη του ποταπού ανθρώπου
θρυμματίζεται
Χώρα μου είσαι
***
Χώρα μου είσαι
Στα πέντε μέτρα
μια ομορφιά απροσπέλαστη
Κι εγώ τυμβωρύχος στο σώμα μου
μιας απόστασης
ονείρων
***
Είσαι μουσική
Παρτιτούρα που την παίζει
ο άνεμος
Φλοίσβος του ασύνορου
a capella
Η πανκ σονάτα του Λιστ
σε σιγόντο πελαγίσιο
Ίσκιων είσαι χλαλοή
σαν τους καταπίνει
σάρκα
Κι άπελπις στον άφθογγο καιρό
επειδή σ’ ακούω
υπάρχω
***
Χώρα μου είσαι
Λέξη κομμένη από τον ήχο της
κι εγώ
αδέξιος στ’ απόκρημνα της γλώσσας
ορειβάτης
αμήχανος ζογκλέρ στ’ απλησίαστα
της σάρκας σου
***
Στην άκρη του γιαλού
έκλεισες τα μάτια
και πήρες στην αγκαλιά σου
ολόκληρη την άνοιξη
Η μια ευωδιά ετρέμιζε
στο μοσχοβόλημα της άλλης
και πάνοπλη η άνθηση
προέλαυνε σε ανεξιχνίαστη
Πεμπτουσία
Θα ’ρθει μια μέρα – είπες
που θα μιλούμε
όπως ρίχνουν τα παιδιά τα ζάρια
Θα κοιταζόμαστε όπως κορφές
μέσ’ από ορμητικούς καταρράκτες
Θα αγγιζόμαστε όπως βλέμματα
που λουλουδίζουν μυρωμένα
στο σκοτάδι
Και, να, μου ’λεγες
ΑΛΙΚΟ ΒΑΘΥ – ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Χώρα μου είσαι
Στις πιο τρυφερές μας στιγμές
σε παρομοίαζα με γλυπτό του Τζακομέτι
Τόσο αιχμηρός, τόσο διαπεραστικός
ήταν ο έρωτας σου
Μα τώρα απόγινες κι εσύ ένα τοπίο
χορταριασμένο μέσα στη μνήμη
Κι απλώνεσαι μέσα μου σαν έλος
από αισθήματα που βρόμισαν
και που βαραίνουν
Και δεν είναι τόσο τα χρόνια που φύγαν
αυτά που πενθώ
όσο αυτά που θα έρθουν
με τη μυρωδιά της καμένης σάρκας
να τα συντροφεύει
***
Θυμάσαι!
Για να έρθει
να μας σκεπάσει
το φως
ήλπιζες θα αραίωναν τα δέντρα
οι σκιές θα παραμέριζαν
κι ανάμεσα στις ορειχάλκινες
συστοιχίες των φύλλων
το μονοπάτι θ’ αγκάλιαζε το ξέφωτο
Ήλπιζες σχεδόν το αδύνατο
εκείνης της μέρας
που τα κορμιά μας θα ’παιρναν
μια θέση στο άπειρο
πιστά ακολουθώντας
την ανεμοδούρα του πόθου
κι η χαρά να σε τυλίγει ο ίλιγγος
θα έσμιγε την ελευθερία των πουλιών
πάνω από ένα ποτάμι ευδαιμονίες
Ήλπιζες, τόσο πολύ ελπίζαμε
σάμπως η ελπίδα να ’ταν ήδη
μια πραγμάτωση
Κι ας το ξέραμε πως
αν τύχει, στο τέλος, κι αγγιχτούμε
-όπως ανέγγιχτα αγγίζονται
γραφή και κόσμος-
πάντα
στο ολέθριο άγγιγμα
κάποιος πεθαίνει πρώτος
Χώρα μου είσαι
***
Αν σε είχα αγαπήσει λιγότερο
οι πέτρες του κορμιού μου θα ράγιζαν
σκόρπια κομμάτια θα ’χα μόνο
για να σου δώσω
τι κρίμα που θα ’ταν!
Μα σε τέτοιους καιρούς
που ’χουν και οι καμπινέδες
κάτι ιερό να ξεστομίσουν
το χειρότερο είναι να ξεχάσω
την τέχνη της οδύνης μου
το κορμί να υποστείλω
Ο καθείς έχει δικό του
ένα μέρος άφθαρτο ν’ αγαπήσει
όπου κάνει τον ουρανό υποχείριο
της φαντασίας του
καλλιεργεί φυτείες φιλιών και αφροδίσια
με μιαν ανάμνηση σαλεύει τον Χρόνο
και με σάρκα πολύφυλλη στην κούνια
της θηριωδίας του κόσμου
τον έρωτα νουθετεί
μη και λύσει
τον χρόνο της ομηρίας του
***
Πόσοι χάθηκαν
από εκείνο το έντρομο
κοπάδι των κυνηγημένων!
Κάποιοι σκοτώθηκαν επι τοπου
κάποιοι στην αιχμαλωσία
κάποιων τα ίχνη βρέθηκαν αργότερα
σε ξένες πόλεις αλλοιωμένα
άλλων πάλι χάθηκαν εντελώς
κι άλλους τους περιμένουν
βασανιστικά να γυρίσουν
κι ας είναι νεκροί από τότε
Κάποιοι άλλοι τραβήξαμε
κατά το λιμάνι
βουτήξαμε στα νερά
δεν μας πρόλαβαν
Στη στεριά, βγαίνουμε
μόνο για τις κηδείες
και τα μνημόσυνα
***
(Ο φίλος του νεκρού)
Μίλησα πολύ για εκείνον
Μίλησα, σαν σε πολιούχο, ως άρμοζε
της στάχτης
Για τις αρετές, την ομορφιά
τον φωτοστέφανο της δόξας του
Μα πιο πολύ
για τις ατέλειές του μίλησα
οτι προσεδωσαν στη θυσία του
μια τελειότητα ανθρώπινη
μιαν ανθρωπιά απαράμιλλη
Εδώ και 50 χρόνια
επισκέπτομαι καθημερινά
τον τάφο του
τον ενωτιζομαι, τον περιποιούμαι
όπως φροντίζει μελλοθάνατος
καλλωπιστικά της μνήμης
Όχι, δεν είμαι νεκρόφιλος
Ο φίλος του νεκρού
είμαι
***
(Μνήμη 15ης Ιουλίου 1974)
Παρεμπιπτόντως
Γιατί επιστρέφετε διαρκώς
σ’ αυτήν τη μέρα;
Τι περισσότερο έχει
από προδοσία, φρίκη και θάνατο
για να τη διακρίνετε
από τις άλλες;
Ή, μήπως, είναι η φρίκη
σε μεγάλες ποσότητες
η προδοσία σε αρτιμελή
αθλιότητα
ο θάνατος σε ανεξάντλητα
κοιτάσματα ντροπής
η ειδοποιός διαφορά της
***
Η Τεμπών, η Σούτσου
η Πενταδακτύλου
μισοφώτιστες, μισοερειπωμένες πια
τα παλιά ετοιμόρροπα σπίτια
των «κορούδων»
κι αυτές, όπως τα σπίτια τους
γριές κι ετοιμόρροπες
Έμπαινες κάποτε δι’ ελέου και φόβου
μ’ ένα δίλιρο χόρταινες – θυμάσαι
Τώρα ανέβηκε η βίζιτα, μα όχι πολύ
κι όσο μπορέσεις, όσο κρατήσεις
όσο γουστάρει η καύλα σου
Βλέπεις, τα ξένα τσουτσέκια
χαλάσανε τη δουλειά
και θυμάμαι, λίγο μετά το ’74
όταν σχολνάγαμε
εκλιπαρούσαμε τις πιο νέες
να μας δεχτούν
στην αρχή κάναν τις δύσκολες
βρίζαν
μα ύστερα γλύκαιναν
άνοιγαν διάπλατα με νουθεσίες
Κι όποτε τύχει να ξαναπεράσω
απ’ εκεί
με πιάνει κείνο το δέος
πριν από τη γονυκλισία
η πάλη πριν από την εξουθένωση
το σκοτεινό ανατρίχιασμα
***
Κάπου σ’ ένα σημείο
στην Πράσινη Γραμμή
πλάι στο τελευταίο φυλάκιο
με τους φοίνικες
σε πίνακα στημένο κατάλληλα
ή σε τοίχο
φωτογραφίες αγνοουμένων
όπως σταρ του σινεμά
για να προκαλούν στους διερχόμενους τουρίστες
μια μικρή
προδιαγεγραμμένη παρενόχληση
του πρωινού οδοιπορικού
εφησυχασμού τους…
Άκαιρη ποίηση
ετεροχρονισμένη οργή
Το μόνο που έμεινε
να αναπαλαιώνεις μνήμες
σε πίκρες του τετελεσμένου
Χώρα μου είσαι
***
Μαυροφορεμένες γυναίκες
κρατούν πλακάτ
τραγουδούν, φωνάζουν
Τα ανθρώπινα χείλη
είναι φουγάρα σπαραγμών
τυλίγουν μες στις καπνιές
την ανάμνηση
των απονεκρωμένων
Κι η πάλη να τους κρατήσεις
στη μνήμη
και από τη μνήμη
να μη συντρίβεις
Ο Μίλτος, ο Νίκος, ο Γιώργος
ο Άγγελος, ο Κώστας
όπως χάρτινα καράβια
στο νερό της λήθης
Ψάχνεις πότε σκοτώθηκε
ποιος
οι συνθήκες, οι προϋποθέσεις
πώς γράφτηκε και από ποιον
το τάδε ποίημα
η σκοτεινή δυσνόητη
συναρμογή ανάμεσα σε νεκρούς
και ποιήματα
πώς αντιστοιχεί σε κάθε νεκρό
κι ένα ποίημα
Πώς κάνει να φέξει η ζωή
το ποίημα θάνατος
ΣΑΝ ΚΥΑΝΟ – ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
Θα γράψουμε μαζί ένα ποίημα!
Θα δούμε πώς
Εγώ δεν ξέρω πώς γράφονται
τα ποιήματα
κι εσύ είσαι ήδη ένα ποίημα
που γράφεται
Αλλά, φτάνει να βρούμε
την πρώτη λέξη
κι ύστερα ν’ αφουγκραστούμε
προσεκτικά
το σιωπηλό «πανδαιμόνιο
της φωνής μας»
Έπειτα μπορεί
να μας έρθει η δεύτερη
μετά η τρίτη και ν’ αρχίσουν
να πέφτουν βροχή οι λέξεις
πολλαπλασιαζόμενα
είδωλα στον αντικατοπτρισμό τους
Γιατί, στο μεταξύ
ήδη γράφουμε το ποίημα
κάποιου που χάθηκε
και κάποιας που φανερώθηκε
πάνω στη σάρκα
«του χωριστού τους ύπνου»*
σαν ο γόρδιος ενός ονείρου
που ούτε ο χρόνος μπορεί
να λύσει
Χώρα μου είσαι
* Τίτος Πατρίκιος
ΕΞΟΔΟΣ
Ήρθε η ώρα
σ’ ένα μπουκάλι, να κλειδώσω
τις στάχτες σου
να λαλήσω στα παιδιά
τις ιστορίες των γιαλών σου
Η σκουριά της αγάπης
τυλίγεται το κορμί
αντρειώθηκε
κι η φθορά γίνεται πια
πεντακάθαρη
ακονίζει το δίκιο της
στο αμόνι του καιρού
και σε χαράζει
Χώρα μου είσαι
***
Με χαιρετούν οι λέξεις
όπως από την άλλη όχθη νεκρός
που του χάρισαν όλα του τα υπάρχοντα
Φεύγουν μαζί με τους ανθρώπους
τα συμβάντα, τις ιστορίες τους
καταγραμμένα και άγραφα περιστατικά
στο ληξιαρχείο της φωνής μου
Με χαιρετούν οι λέξεις
σαν κάποιον που πάγωσε
στην πρώτη κιόλας ομιλία
και λιώνει τώρα
κάτω από τη φλόγα της σιωπής του
Με χαιρετούν
σαν κάποιον που διέσχισε πλήρης
τον δρόμο της ανυπαρξίας
κι επέστρεψε σκορπώντας γύρω
τα θραύσματα του ίσκιου του
Με χαιρετούν στο σπουδαστήριο
της λευκής σελίδας όπου τώρα κάθομαι
μαθαίνοντας τις διδαχές του ήλιου
καθώς ο γαλανός ψηλά ουρανός
σαν δάσκαλος από καθέδρας
επιπλήττει δυο νέφη που παρενοχλούν
το μάθημα της φωτεινότητας
Με χαιρετούν στην άλλη όχθη
σάμπως εξαγνισμένα.
αποβράσματα της ύλης
ανάγλυφα στις μετόπες
του ανείπωτου
Κι εγώ δεν μπόρεσα
καν να κουνήσω το χέρι
ένα σήμα να δώσω
Νεκρός τής αποδώ πλευράς
που του πήραν τη γλώσσα
κι όλα του τα υπάρχοντα
.
ΦΟΒΟΙ (2023)
ΚΡΕΣΕΝΤΟ
Φοβάμαι
τα ρήματα κατάγματα
τις μετωπικές
μια πόρτα κλειστή
όταν δακρύζει ο άνεμος
όταν δραπετεύεις από σένα
ώστε πάλι να κρυφτείς
σ’ ένα λαμπρό εκμαγείο
σε παρενθέσεις που πλήττουν
όσα δεν γράφονται
Φοβάμαι τη σπαρταριστή ωμότητα
των γρίφων
τους ανθρώπους για όλες τις δουλειές
τη νηφαλιότητα των απύθμενα τρελών
Φοβάμαι τους θαμώνες των ιλίγγων
τις υποσχέσεις που διακηρύσσονται
στα βάθρα
κινήσεις απομακρύνσεων
σε παραλληλόγραμμα εσωστρέφειας
τους αβύθιστους κωπηλάτες
στον καταρράκτη του άτμητου
τις λέξεις που εμποδίζουν
το στόμα ν’ ανοίξει
στους πυρήνες των θορύβων
τους Αρμαγεδδώνες της ησυχίας
πουλιά που βγαίνουν από τα χείλη
και φτιάχνουν με τη φωνή μας
τις φωλιές τους
μαζεύοντας σπυρί σπυρί
τον θάνατο
Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΑΠΡΟΟΠΤΟΥ
Από τη συνήθεια να υπάρχεις
εκείνος κράτησε
τον ίλιγγο της αβέβαιης έκβασης
του επαναλαμβανόμενου
Και πεπειραμένος πια
στα απρόοπτα και τις εκπλήξεις
έμοιαζε με σκηνοθέτη
που επεφύλασσε
ένα αλλιώτικο τέλος στο κοινό
αλλάζοντας
την τελευταία πράξη
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Στον Παναγιώτη Νικολαΐδη
Μη φοβάσθε και μην οχλαγωγείτε
Όσοι δεν εβραβεύθησαν εισέτι
ας μην κορυβαντιούν αλλοφρόνως
Θα βραβευθούν
εν ευθέτω χρόνω
διά το σύνολον του έργου τους
και διά την ανιδιοτελή
προσφορά τους εις τον τόπον
Παρακαλούνται άπαντες
εντός των προκαθορισμένων προθεσμιών
όπως υποβάλουν βιογραφικά
και εργογραφίες
ίνα εγκαίρως απονεμηθούν αι βραβεύσεις
Πληροφορούνται όσοι τυχόν
δεν ενδιαφέρονται
ότι της βραβεύσεως ουδείς δύναται
να εκφύγει
Εν τοιαύτη περιπτώσει
αι κυρώσεις θα είναι βαρύταται
Ισόβια κάθειρξη
Έρως/Θάνατος
ΜΕΡΕΣ
Της μητέρας
Μέρες σπαραχτικά φευγαλέες
σαν αγύριστα πετάγματα πουλιών
λέξεις που ανοιγοκλείνουν στον βρόντο
όπως έτοιμη παλάμη να μουντζώσει
και πάνω στο δέρμα στίγματα αιμάτινα
που οξειδώνουνε σαν πρόκες
Εκείνη μιλά συνέχεια για θάνατο
απόβραση κοκκινισμένου δειλινού
ανασαίνει δύσκολα
κάνει τον σταυρό της
μαστιγώνει τη φωνή σαν ξόρκι
«Θ’ αντέξω άραγε
ώσπου να γυρίσει;
Όλο πιο πολύ το νιώθω
λιγοστεύω
λυγίζω σαν σπασμένη ηλιαχτίδα
στο σκοτάδι»
Ώσπου σταμάτησε να μιλά
σαν ρολόι με σπασμένους
ωροδείχτες
Κι ο χρόνος μάς κοίταξε
σαν όλα στο τώρα το πριν
και το μετά
μια χλωρίδα μεταλλικού αέρα
στη σκονισμένη αμφιλύκη
ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ
Έλεγε η γιαγιά μου
στα μικρά εγγόνια της
προτού παν για ύπνο
«Μη σφυρίζετε το βράδυ
θα ’ρθουν τα κακά πνεύματα να σας τρομάξουν
Έπειτα να κλείνετε καλά τα συρτάρια
θα βγει να σας ξαφνιάσει κανένα ξωτικό
Και μην ξεχνάτε την προσευχή σας
Είναι το μοναδικό αντίδοτο
στις συμμορίες των κακών πνευμάτων»
Μεγαλώνοντας
κάποιοι συνεχίζουν ακόμα
να μην φοράνε καπέλο τη νύχτα
να δένουν το στόμα της αρκούδας
και του λύκου
να κλειδώνουν το σπίτι Τρίτη
και δεκατρείς
να μη λούζονται τις Κυριακές
ή τη μέρα του Λαζάρου
να χύνουν τον καφέ απ’ το φλιτζάνι
Κι άλλοι να γράφουν λέξεις ξόρκια
εκεί που απλώνει σαν μυρωδάτη
μούχλα η ψίχα του
θανάτου
ΦΟΒΟΣ ΘΛΙΨΗΣ ΠΑΡΑΚΜΙΑΚΗΣ
Χωρίς λόγο άρχισα
να θλίβομαι
να εγκαταλείπω τις παλιές
γνωστές συνήθειες
τους εύφημους λόγους
της διατακτικής «ευτυχίας»
συλλογιζόμενος τι στο διάολο
καλό έχουν
να σκέφτομαι το πιο ασήμαντο πράγμα
στον κόσμο – τη ζωή μου
σκυφτή, άθλια, ανεπανόρθωτη
κι ας αδικώ αυτούς που μ’ έφεραν
με τόσα ζόρια, στερήσεις, θυσίες
Ύστερα να θλίβομαι
που τούτη η θλίψη απογυμνώνεται
σαν σκέλεθρο
απόχρωση χρώματος φθαρμένου
που απειλητικά ξεβάφει
Θλίψη που μισείς όταν έρχεται
και φοβάσαι που δεν φεύγει
Γοργότερη απ’ τον άνεμο
την καταιγίδα που ακολουθεί
με τις δίνες
του σταθερού ιλίγγου
Κι η μέρα πλημμύρισε
από τούτη τη θλίψη την αστραπιαία
μια θλίψη βάθους που δεν ξέρει
τη λάμψη μιας ανάληψης
Μα πιο πολύ φοβάμαι
που τούτη η θλίψη η παρακμιακή
βρίσκει τρόπο να εισχωρεί στις λέξεις
και τίποτα δεν μπορεί να την πετάξει
απ’ το λαρύγγι
έξω
ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ
Ποιητές της πρώτης γραμμής
Ωραίοι, ανάρπαστοι, θριαμβευτικοί
πάντα πρώτοι στις κοσμικότητες
και στις δεξιώσεις
Τι να πειράζει που στ’ άλλα
είναι αυτόμολοι των μετόπισθεν
κρύβονται στο χαρτί
με το πρώτο αίμα
της μάχης
ΑΦΟΒΙΕΣ
ΤΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Τα ποιήματα λένε πράγματα
που δεν βλέπεις
Δεν μιλούν με ξάστερες
στρογγυλές κουβέντες
Όπως δάση που κρύβουν
ανθηρά το ποτάμιο σώμα τους
και ένας ήχος υπόκωφος
στα χαμόκλαδα το αναδεύει
Ένα μαντολίνο νερών στην άκρη
μιας αίσθησης παροπλισμένης
Κι όταν πλησιάσεις λίγο
κλείνονται με βία στον εαυτό τους
σαν στρείδια που αποτραβιούνται
στο σκληρό τους κέλυφος
στην τρομερή πολεμίστρα
της αυτοσυντήρησης
Τα ποιήματα είναι πράγματα παράξενα
και παραξενεύουν πιο πολύ
σαν τα διαβάζεις
Σαν εραστές που ζήσαν νύχτες
έρωτα παράφορου
και ύστερα τραβιούνται θρυμματισμένοι
απ’ τον πόθο
στη στιγμή της αμφιβολίας
Αλλά αν τύχει μια φορά
κι αρπάξεις τούτο
τον αδιευκρίνιστο θόρυβο
που ξεκινά από τα ανεξιχνίαστα
βάθη της ψυχής
και φτάνει στις απάτητες
κορφές του νου
αποκρυσταλλώνοντας το αίσθημα
πάει να πει πως ένα ποίημα
δεν φοβήθηκε να σου δοθεί
γι’ αυτό
ούτε συ να το φοβάσαι
ΣΕ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ
Νεκρή ζώνη
Παλιά γκρεμισμένα σπίτια
ίχνη του εύδηλου καιρού
του άγευστου
Προσέχω τα βήματά μου
σαν να περπατώ σε ναρκοπέδιο
Και, πράγματι, βρίσκομαι στο ναρκοπέδιο
ενός βηματισμού με αναδρομική
αναποφασιστικότητα
σε οδόφραγμα κομμένο
Στον αέρα σημαίες
μεγάλα τρύπια υφάσματα
από ράφια παλιών υφασματοπωλείων
Στο πλαϊνό περβάζι δυο παράθυρα
ψάχνοντας τα χείλη που τα θάμπωσαν
κάποιο χειμώνα
Και στην άκρη του δρόμου
δυο μάτια που σε κοιτούν αινιγματικά
για να σε απορροφήσουν
Τα ξέρεις:
Είναι τα παλιά βήματα
που σέρνονται
στον ρυθμό της σημερινής απώλειας
οι παλιές φωνές
που αγαπήσαμε – μας ξεχάσαν
Σαν ένα βάρος σε μια καρέκλα
που δεν μπορεί
να μετακινήσει ούτε ο χρόνος
ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ
Όταν άρχισα να γράφω
νόμισα πως να γράφεις
είναι από μόνο του αρκετό
Συνεχίζοντας όμως
κατάλαβα πως το γράψιμο
είναι μια μαθητεία στην πυκνότητα
κι ύστερα στη χρησιμότητα
της σιωπής
ή σαν μια τέχνη ελικτική του βίου
ένα επιδέξιο πέρασμα
ανάμεσα στις Συμπληγάδες
Ας πούμε
γράφοντας στην παγωνιά
ένας τρόπος να ζεσταίνεσαι
κι όταν ο υδράργυρος ανεβαίνει
στους 40
ένας τρόπος να αποδιώχνεις
την καυτή λάβρα
Το τερπνόν μετά του ωφελίμου
όπως λέει μια ωραία παροιμία
Και πάνω από αυτό
η τερπνή ωφελιμότης του ανώφελου
όταν γράφεις δέκα βιβλία
που δεν διαβάζει κανένας
ελπίζοντας στο ενδέκατο
να βρεις οριστικά την ανακούφιση
του αιώνια αποκηρυγμένου
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
Εδώ ανήκουμε
Στους τόπους του Τώρα και του Άλλοτε
Μετανάστες στιγμών
σε μια ιθαγένεια που συνεχώς αλλάζει
ελπίζοντας στην επόμενη στιγμή
όπως ελπίζεις πως έμεινε οριστικά
πίσω σου η Χίμαιρα
πως βρήκες επιτέλους στην έξοδο
το φως
Εδώ στις δίνες των ανέμων
που η θάλασσα αγκαλιάζει
μαστιγώνοντας το δέρμα της γαλήνης
θα πιούμε, πάλι, ένα φλιτζάνι τσάι
θα χορέψουμε τον χορό των αστεριών
ατρόμητοι για τα κύματα
που σχηματίζουν τοπία θηριώδη
Εδώ που υψώνεται το βουητό του ανέμου
πάνω από την άπνοια των ανθρώπων
πολύ πριν από της περιπλάνησης το κύκνειο
στο ανέστιο της γραμμής το τελευταίο
ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΜΕΡΑ
Είναι μια καλή μέρα
Δεν κάνεις τίποτα
δεν έχεις ακούσει ραδιόφωνο
δεν έχεις ανοίξει τηλεόραση
δεν έχεις πιάσει στα χέρια εφημερίδες
δεν έχεις δει
ούτε μιλήσει με κανέναν
Ακούς συνέχεια τα πουλιά
που, περίεργο, σήμερα
δεν σε κουράζουν
Στον κήπο το νερό να κυλά
ανάμεσα σε πυκνά ορεσίβια χόρτα
Πάνω απ’ το κεφάλι σου
έναν παιχνιδιάρη ερευνητικό ήλιο
Μια ευφορία να σε τυλίγει σαν βόας
τσακίζοντας τα κόκαλα της πίκρας
και, φαντάσου, δεν έχεις πάει
ακόμα για ύπνο
ΑΕΡΓΟΙ Η’ ΚΟΜΟΥΝΑ
Στον Γιώργο Χριστοδουλίδη
Παραδίδουμε μαθήματα
υπερβατικής ατονίας
φροντιστήρια ολικής παράλυσης
των κανόνων
Παραδίδουμε ακέραια την τεμπελιά
σε αειθαλή ωράρια της ξάπλας
Μολύνουμε ευχάριστα τον πλανήτη
με γλυκές οξειδώσεις δυσεβούς απραξίας
τη χασούρα του κλεμμένου χρόνου
σε μιαν αναπαυτική σεζλόνγκ
όπου ο ύπνος μπουμπουκιάζει
Παραδίδουμε τα πάντα δωρεάν
γιατί τα πάντα εκεί έξω είναι αυθύπαρκτα
σαν στην πρώτη αυγή της παρουσίας
Κανενός το όνομα, Κανενός ο όρος
Παραδίδουμε την αγρύπνια
χαρούμενη σε θύελλες φαντασιώσεων
Είμαστε οι αναρχικοί της ξάπλας
κρατώντας στα χείλη μας σφιχτά
την ακτημοσύνη των ονείρων
Γιατί είναι ζήτημα ζωής και θανάτου
να ονειρευτούμε
-πέρ’ από καθετί δυνατό ή αδύνατο-
το όνειρο του Καθενός σαν να ’μαστέ
Όλοι και Κανένας
ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ
Στον Γιώργο Καλοζώη
Αφού όλα έχουν ειπωθεί
γιατί να ειπωθούν δεύτερη φορά;
Ποιο το χάσιμο, ποιο το κέρδος;
Θα πεις
ας δουλεύει η μνήμη
με τη φυσική χάρη του χρόνου
η σκοτεινή αλχημεία σου των συσσωρεύσεων
Αλλά και γιατί όχι;
Είναι ωραίες οι επαναλήψεις
σαν περπατάς έκθαμβος
σ’ έναν άγνωστο δρόμο
σαν κοιτάζεις έναν πιο πλατύ ουρανό
απ’ το κοίλο του τσιμεντένιου βλέμματος
όταν ξεφεύγεις απ’ τα δόντια του λύκου
ή γλιστράς από το σφίξιμο της αγχόνης
Αν μπορείς να καταπιείς την απελπισία
με το σάλιο του Χρόνου κι ύστερα να την ξερνάς
ως το πιο πολύτιμο υγρό του κόσμου σου
ένα μικρό ελιξίριο αθανασίας
για καθετί γύρω σου φθαρμένο
Κι ας ξέρεις πως κάθε νέα φορά
είναι αλλιώτικη και κάθε στιγμή
ένας καινούριος τρόμος
απόρθητης διάρκειας
γεννιέται
ΠΛΗΣΙΣΤΙΟΙ
Σπεύδοντας πλησίστιοι
στο μέλλον
επισυνάπτουμε συντρίμματα
αποσαρκώσεις οστών
σε μεμβράνες μετάνοιας
Έχουμε όμως και τις ακολουθίες
των εντόμων
βουίζουν ολονέν οι μύγες
στο κεφάλι μας
μυριάδες κολιόπτερα του χρόνου
σαν χερουβισμός
χωρίς κανέναν φόβο πια
.
Η ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ (2022)
ΟΦΕΙΛΗ
Πόσους αντέγραψα
χωρίς να το ξέρω
Πόσων οι λέξεις με διέσωσαν
σαν παροπλισμένα ναυαγοσωστικά
τη στιγμή του πνιγμού
Και πόσων άλλων οι στίχοι
σωρεύτηκαν μέσα μου σαν νάρκες
που τώρα μαζεύει αυτό το αβύθιστο
ναρκαλιευτικό
ο χρόνος
ΣΦΑΙΡΕΣ
Γράφοντας μερικά ποιήματα
δεν σημαίνει πως ξέρεις κιόλα
τι πάει να πει να γράφεις
ή πως μπήκες στο μυστικό της λέξης
από τον πιο βαθύ πυρήνα της
ή πως διαπερνάς τον φλοιό
της σημασίας
ολοταχώς προς την αράγιστη διαύγεια
Ίσως, μάλιστα, σημαίνει
πως ρίχνοντας τις ζαριές των φράσεων
τη μια μετά την άλλη
σαν καταρράκτης που πέφτει
ασυγκράτητα
στην ορμητική καταρροή του
θα σε πυροβολήσουν
στο τέλος
οι ίδιες εκείνες λέξεις
που τις έμαθες να σταματούν
τις σφαίρες
ΠΟΡΤΡΕΤΑ
ΔΕΣΜΩΤΗΡΙΟΝ ΑΝΑΨΥΧΗΣ
(«Η φυλακή είναι η φαντασίωση του συγγραφέα», Ζαν-Πωλ Σαρτρ)
Οι εξουσίες πάντα θέλαν
να φυλακίζουν τους καλλιτέχνες
να τους φιμώνουν έστω
να κάνουν τη φωνή τους ν’ ακούγεται
σαν ακίνδυνος παρασιτικός ήχος
ή ευπρεπής ανίσχυρος λυγμός
Μα κι οι καλλιτέχνες με τη σειρά τους
έχουν συχνά μια περίεργη
ακατανίκητη έλξη για τις φυλακές
Κυρίως οι εσωτερικοί ποιητές
ή αυτοί που έχουν τη φαντασίωση
μιας πλήρους αποδέσμευσης
από τον κόσμο
που όταν καμιά φορά βρεθούν
στη φυλακή
κοιτάζουν πρωτίστως
να περιφρουρήσουν
τα κεκτημένα προνόμιά τους:
λιγότερες επισκέψεις
περισσότερο σκοτάδι
λιγότερο φαΐ
ΧΩΡΙΣ ΓΛΩΣΣΑ
Η’ Η ΟΡΑΣΗ ΤΟΥ Δ. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ
Γλίσχρα νεφέλη
στον λόφο ίου ακατοίκητου
Σκεπάζει τα ερείπια
της φωνής μου
στο σωριασμένο φως
Κρεμασμένες στα μανταλάκια
του ανέμου
κάποιες λέξεις που σάμπως
τους «φύσηξε
μια σημασία ο χρόνος»
Και πλάι στο φως
ένα βάραθρο
που μεσιτεύει ανάμεσα
στη γλώσσα
και στην αδυναμία
να μιλήσεις
Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΑΛΠΙΓΓΑ ΤΟΥ Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Αφήστε με επιτέλους
στην ησυχία μου
Μη μου κοπανάτε το κρανίο
Ακόμα κι αν όλα γύρω μου
βουλιάζουν
-κι επιπλέουν λίγα φαγωμένα
σκαριά
απ’ τα ναυάγια
των εικόνων τους-
Ακόμα κι αν τούτο το μούτρο εκεί
με σιχαίνεται
ένα χτικιασμένο δόντι με σημαδεύει
μια γλώσσα με πυροβολεί
σαν κινούμενο στόχο
σε reality πολέμου
αν εδώ ενεδρεύει ένας όλεθρος
αν εδώ αρχίζει η προπώληση του θανάτου
αν ο τόπος αυτός λέγεται Ελλάδα
αφήστε με ν’ ανθίσω και να μαράνω
στην ησυχία μου
αφήστε να ξαποστάσει
ο λυσσασμένος λύκος
της στέπας των λυγμών μου
Κι αυτή την ακινησία
που με κατακλύζει σαν σκοτάδι
ολούθε
αφήστε να γίνει γύρω μου
τείχος
όπου λυγίζουν του καιρού
οι μολυσμένες λόγχες
Ο ΥΣΤΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ
Επί τριάκοντα έτη
σε προστάτευα από λάβαρα ξένα και οδόντας
Επί τριάκοντα έτη σε προστάτευα
από δολερούς μεταπράτες του ήλιου
εμπόρους, χωροφύλακες και Αλ Καπόνε
με χαρτοφυλάκια
Εγώ, που άνθρωπος δεν είμαι
σε τραγούδησα με Κάλβο
με Παπαδιαμάντη, με Γονατά
Κι εσύ με διαπόμπευσες στο ανίερο ύφος σου
ύφος των σκοτεινών επιθυμιών σου
ύφος των σκοτεινών σου μαζούτ
Εσύ όμως φρόντισες να με διαδεχθεί όχλος
όχλος πληθωρισμός της εξουσίας σου
Γιατί εσύ πάντοτε υπήρξες
κεντρικής αιθούσης και πηχυαία
Όμως, εγώ, δεν υποχωρώ
Συνεχίζω να υποσκελίζω οδοφράγματα
Κι αν δεν επιστρέφω τότε να πεις:
Να κάποιος που υποσκελίζοντας
οδοφράγματα
ισοσκέλισε ελευθερία και αίμα
Και κάπου εκεί τώρα θα κείται
νεκρός και χαρούμενος
ανάμεσα στους αγαπάνθους
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ
(Μνήμη Μιχάλη Πιερή)
Έλειπες από τον χώρο
Όμως ερχόσουν απαλά στο σκοτάδι
ένας φίλος από απόσταση
ένα κερί στο βάθος που φώτιζε
τις κρυφές ομοιοκαταληξίες των πραγμάτων
Που, παράξενο, σε ξανάφερναν εδώ
στο ικρίωμα μιας λάμψης γινωμένης
γαλουχημένος ξανά τη δυσμοιρία
του τόπου σου
που την έπινες τραγουδιστά σαν άφεση
Σε άκουσα, σχεδόν σε είδα
στο Δουβλίνο του Τζόυς
να του μιλάς για τον Καβάφη
τις πόλεις του ιλίγγου
και του έρωτα
την κυριολεξία του αδύνατου
διορατικά ενεδρεύων
Κι είπες
Ένα ωραίο φως θα περάσει
κάποιαν ώρα
φως αστιγμάτιστο
να λούσει εμάς τους εμμανείς
και τους βλογιοκομμένους
ΣΤΡΙΦΩΜΑ ΚΑΙ ΜΠΑΛΩΜΑ
ΓΚΕΟΡΓΚ ΤΡΑΚΛ
Ο θάνατος, η δυστυχία κι η τέφρα
οι τρομαγμένοι τρελοί με τα μισόλογά τους
το τραγούδι του βάλτου με μια πένθιμη έξαρση
κι εσύ, μισθοφόρος του τελευταίου θεού
με τη βουλιμία της δόξας του
καθώς οι ωδές των λυγμών αντηχούν
πάνω από το Σάλτσμπουργκ
ο θρήνος κι ο θάνατος χορεύοντας
στην κοιλάδα του Γκρόντεκ
με λάσπη και κόκαλα
Τότε σε είδαν να γυροφέρνεις
στους δρόμους
με την όψη δαιμονισμένου ζώου
που τραβιέται από το μυστήριο
με χέρια τρεμάμενα ν’ αλλάζεις
τη λογική αλληλουχία των εγκλημάτων
προτού χωθείς
στου χλωροφορμισμένου ασύλου
τη λερωμένη γωνιά
τραυλίζοντας πια και μπουσουλώντας
κρατώντας σφικτά μη σου φύγει
το μερτικό σου στην άβυσσο
ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΣΤΟ ΜΕΛΑΝΟΔΟΧΕΙΟ
(Μνήμη Άλντεν Νόουλαν, στον Γιώργο Χριστοδουλίδη)
Συμφωνώντας πως ο κυνισμός
γαβγίζει μέσα στην αμετροέπεια
σαν ξεδοντιασμένος σκύλος
γελάσαμε δυνατά με την καρδιά μας
όταν σου είπα
νομίζω πως κάποια σου ποιήματα
θα τα ‘γραφα εγώ
αν δεν ήσουν ο Άλντεν
και μπορούσα να γράψω κι εγώ
με την ορμή αφηνιασμένου
καταρράκτη
το υπέρλαμπρο τούτο θέαμα
φυσικού τρόμου
που το κάνεις παιχνιδάκι
στις λέξεις σου
Τότε ξαναγέλασες:
Πώς νομίζεις γίνεται αυτό
έγκλειστος στο μελανοδοχείο
αδερφέ μου;
ΠΑΟΥΛ ΤΣΕΛΑΝ
(Στον Παναγιώτη Νικολαΐδη)
Έπεσες ένα πρωί
στον Σηκουάνα
Τα νερά θορυβήθηκαν
η πόλη απόρησε
Έπεσες ένα πρωί στον Σηκουάνα
όχι φαρδύς πλατύς
αλλά ξίφος που τρύπησε
τον Χρόνο
Κι η Σιωπή «αποσφράγισε τη λέξη»
που τραύλισε προσεκτικά
τον κίνδυνο: νέα ζωή μόνη
ακονισμένη
απέναντι στο φως
Η ΘΛΙΨΗ ΤΟΥ ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ
Δεν ξέρεις μαγγανείες των άστρων
ούτε φαγωμένα ιερογλυφικά
μέσα στην κιβωτό της φεγγαρόσκονης
αλλά ξέρεις πια την ακολουθία
των βημάτων σου
ανάμεσα σ’ ουρανό και γη
«όταν πάτησαν τα παιδιά του Ουίτμαν
την ξέρα της σελήνης»*
τη μέρα που ‘γειρε στο μέρος τους
η πλάστιγγα της δόξας
κι έκλαψες Ρωσία
στα γόνατα του Πόλου
σαν μικρό παιδί
και στης απέραντης στέπας
το φεγγαρόφωτο
* Στίχος του Χόρχε Λουίς Μπόρχες που αναφέρεται στην «κατάκτηση»
της Σελήνης από τους Αμερικανούς.
ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ
Γεννήθηκες και πέθανες
μια στιγμή και την επόμενη
ένα σχήμα που σαλεύει ακανόνιστα
στον άνεμο
μια διάχυση απρόκλητων μορφών
σεσημασμένη της ανυπαρξίας
κι εγώ μετρώ τις ζωές
στον θάνατο και τη ζωή σου
ανάμεσα
ζωές που κάηκαν
σαν μικρές πυγολαμπίδες
φωτερές απ’ τον κόπο τους
να πεθάνουν
από το πρώτο ανέστιο πάθος
ώς την τελευταία σκηνή στην Όστια
«στην παλιά παραλία
ανάμεσα στα χαλάσματα»
αρχαίων καταλήψεων
εδώ που κάτσανε μια μέρα
και χώρισαν οι σοφοί την ομορφιά
απ’ το αίνιγμα
και δώσανε φτώχεια στον πλούτο
του πραγματικού
και πλούτο στη φτώχεια του συμβόλου
και πίστεψες
όλα θα πάνε στο χώμα
που δεν έχει τέλος της ομορφιάς
ο πόνος με το σκυφτό του πένθος
η στέρηση με τους χρυσούς χαλκάδες
Μα εκείνο που άρθρωνες
στις συμβολές
των απραγματοποίητα^ κόσμων
του παντοτινού ονείρου σου
Τούτα τα θρύψαλα
η μόνη είναι πίστη
που σώζει
ΟΙ ΑΠΑΓΓΕΛΙΕΣ
(Στον Γιώργο Καλοζώη)
Όλοι είχαν κάτι να πουν
κάτι επίμαχα ενδιαφέρον ν’ απαγγείλουν
Ο ένας με ύφος μπωντλαιρικό
ο άλλος με στόμφο επιτηδευμένου αρουραίου
άλλος ισορροπώντας σεφερική φρόνηση
και καβαφική ειρωνεία
κι άλλος
που το ‘παίζε Μαγιακόφσκι της παρέας
μ’ έναν μακάβριο ναρκισσισμό
Ώσπου τέλειωσαν οι απαγγελίες
των νεότευκτων ποιητών
Τότε σηκώθηκες εσύ
ο γυμναστής των πραγμάτων
ο ετεροποιός
με τη βαθιά ανεκλάλητη μελαγχολία σου
λέγοντας μπροστά στο πλήθος
των έκπληκτων ομοτέχνων:
Από τούτο το γελοίο βάθρο
που μου δώσατε σήμερα να μιλήσω
η ποίηση μια υπεραπλούστευσις
του τρόμου είναι
ένας νεωτερισμός φτηνών
υποκατάστατων του απάνθρωπου
Η ΔΙΑΦΩΝΙΑ
Για τον Καβάφη, τον Σεφέρη
πάνω κάτω συμφωνούμε
Έστω
μ’ ό,τι είπαν και δεν είπατε
ασθμαίνοντες σε χιλιόμετρα μελανιού
Για τον Σαχτούρη, τον Καρούζο
είναι η διαφωνία μας
Εκεί κόβεται η φόρα σας
σιωπάτε
Για όσους μετέρχονται στίχους
ωσάν αντίποινα
του εαυτού τους
Όσους χειρίζονται οπτική
από ανήλιαγο
Καρυωτάκη
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ
Στην πραγματικότητα
ένα blogging είμαστε
συνηχήσεις, αντηχήσεις, απόηχοι
Ένα αναμάσημα του Ελύτη
μια φτυσιά του Καρούζου
μια άθαφτη Πομπηία του Σαχτούρη
ανατονισμοί που καβαφοφέρνουν
σεφερίζοντας
στη σκοτεινή σάλπιγγα
του Καρυωτάκη
νεωκόροι των νεκροσυνάξεων
στις «Πέτρες» και στη «Νύχτα»
Τον Άγγελο τον «προσπεράσαμε»
τον Ρίτσο τον αφήσαμε να πίνει
αβέρτα το τσιγάρο
Τώρα ανακαλύψαμε και τη Δημουλά
ζηλωτές του αφηρημένου ουσιαστικού
παραμένοντας μύστες
τηςαπτότητας
Πλησίστιοι
σε μιαν αργκό των υπονόμων
που συλλαβίζει αηδώς
τον θρίαμβο
του εστεμμένου Αρουραίου
.
ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΟΜΒΡΙΟΣ (2022)
(Οξύτονα για τον Καρούζο)
…/…
Μακάριος αυτός
που τον επήρε αμελαγχόλητο
κορμί γυναίκας
και της έδωσε την ψυχή του να παίζει
μην έχει έγνοια του πια
την κακία του κόσμου
Μακάριος αυτός που μπόρεσε
επαναστάτης στο σώμα ενός αγίου
να φιλιώσει σάρκα και φως
προκαλώντας δυο φορές το αδύνατο
Μακάριος αυτός που μόνος μπορεί
να σωθεί και να σώσει
παρότι ναυαγός από ένστιχτο
Μακάριος αυτός
που με ψυχή πιο άδεια
από τον ουρανό
καρποφορεί όπως δέντρο
Μακάριος αυτός
που σαν πρέπει να σηκωθεί να μιλήσει
βαράει τη γλώσσα
και μαλώνει με τ’ Άπιαστο
Μακάριος σε δίεση προσευχής
στ’ Ανάπλι ο Νίκος
ερημίτης όμβριος
Τραγοπόδης και κρασοφερμένος
Έλλην πολίτης των φυσικών στοιχείων
με μια σκέψη πολύκαρπη και διαιώνια
σαν αρχαίο λάβδανο
κάνοντας την αγωνία λύρα
και λαγούτο του ο θεολάλητος
ολόιδος νταλκαδιασμένος
απ’ το σαράκι της ομορφιάς
Ήρθε μια νύκτα μ’ όλη τη μνήμη
νεφελοσυνάκτης του απατηλού κόσμου
ανάμεσ’ αφθαρσία του νου
και υγρασία αμμουδερής σάρκας
φέρνοντας τα τρομερά
που τον θάνατο ονειδίζουν
Έλα κοντά ξάδερφε του Θεόφιλου
πες το τραγουδάκι
Τα τζιτζίκια τραγουδάνε σωστά
της αιθρίας οι ιδεολόγοι
Τραγούδια από την Ανατολή
μάς δίνουν και πάλι το ένστιχτο
καθώς ήρεμα τα φύλλα των δέντρων
ευαγγελίζονται τη γλυκόλαλη σιγή τους
κι ένας σκύλος μες στο σκοτάδι ανηφορίζει
δοξάζοντας τους αδάκρυτους
κάνοντας γιορτή την απεραντοσύνη
του μαύρου
Σε λίγο ξημερώνει
Νιώσαμε ποτέ σ’ ένα χαμόκλαδο
πόση ευφροσύνη
Τα σκουπίδια δίχως αντάλλαγμα
χαρίζουν ομορφιά στην αυγή
Κι εσύ με χέρια διαρκώς ευωχούμενα
από το παντέρημο επιστρέφεις
κουβαλώντας μες στη σακούλα σου
τους πιο διάφανους ήχους
Γι’ αυτό σου λέω
Υπάρχει και για τους αγγέλους της λάσπης
πάντα ένας φωτοστέφανος
Άσε τα κοράκια να σε γυροφέρνουν
Εσύ αγάπησες τα ζεστά φεγγάρια της πατρίδας
τραγούδια που κανένα ραδιόφωνο πια δεν παίζει
καράβια που φύγαν σαν ανεμόδαρτοι ξύλινοι
καημοί
μέσα στο γήρας του νερού τόσο φρέσκο
Και θα ’ναι ο δρόμος της ποίησης
φορτωμένος αγιόκλαδα πάντα
όταν βγαίνεις τις νύκτες
από το σκοτεινό σου υπόγειο
φεγγαροκοίτης ολόιδος
με όλη τη δυσκολία του σώματος
στα βήματά σου
ολάκερος ένα ράκος ολόλαμπρο
φτυστός η Ρωμιοσύνη
…/…
Είπες
Μόνος, πια, σ’ ένα δρόμο
χωρίς εικονίσματα
σέρνοντας σ’ ένα τσουβάλι άνθρακες
την αλήθεια
είναι ο Ποιητής
Γυρίζει σαν άκαρπη καταιγίδα
μες στα μαύρα χαράματα
ράκος ολόλαμπρο
ο στραβοκάνης της μοίρας
και σιγοψιθυρίζει
Είναι ένα πράγμα απλό
μα και δύσκολο η υπέρβαση
όμως, τι θεσπέσια
να μας παίρνει πέρα-δώθε ο ίλιγγος
όπως τα φτωχά χαμόκλαδα
ο αγέρας
…/…
Ακροτελεύτιος
Νυμφίος της χαράς των γκρεμισμάτων
Εχθρός ποιμένων
και Πυγολαμπίδων ερώμενος
σε κατά μόνας βοσκή
Του θείου η άμισθη δούλεψη
τόσο γενναιόδωρα πληρώθηκε
σε λιβανίσματα γέλιου
όπου ο άκληρος μόνος εκτίεται
χορευτής «της ακινησίας της ψυχής του»
Εκτίσου μόνος λοιπόν
ταίριαξε την αστραπή με το γέλιο
Η λύτρωση ενυπάρχει στο πικραμύγδαλο
με δικά της θροΐσματα
Και αν δεν βρεις στον δρόμο σου θεό
πάντα να επιστρέφεις
στο αίνιγμα του ξέφωτου
φωνή του δάσους
…/…
Στο βάθος
όλα είναι ίδια
μόνο στην επιφάνεια διαφέρουν
Ξόρκια, αμφιέσεις, κοινοτοπίες
γλυκερές χαρούμενες κοινοτοπίες
βόλτες πληκτικές
στα βουλεβάρτα της Πρωτοτυπίας
η τέχνη που απεργάζεται τον χαμό της
τα επιτόκια των επαναλήψεων
οι φθορές
φράσεις που πέφτουν
σαν τυχαία συμβάντα ανεμιστήρων
οι αργυρώνητοι λίθοι
της μεταμέλειας
τα διεγερτικά πένθη στις εφημερίδες
οι Πρωτόκλητοι της αβύσσου, οι ποιητές
οι νάνοι που ντύνονται γίγαντες
στο καρναβάλι της δόξας
οι ερμαφρόδιτοι κι οι ταχυδακτυλουργοί
των αμφιέσεων
οι πηχυαίες δολιότητες των κρατούντων
οι περίοπτες οπτασίες στον καθρέφτη
τα ποιήματα βραδείας καύσεως
οι φεγγαροκοίτες και οι ποδηλάτες
οι μύγες στα εντόσθια των σφάγιων
τα φωτόνια στην γκιλοτίνα
του σκοταδιού
οι θυσίες των συμποσίων
στα τραπεζομάντιλα
οι νεωκόροι των νεκροσυνάξεων
Και τούτος ο άτολμος λόγος
που μασά το παξιμάδι
της ευκολίας
Παξιμάδι βρόμικο
της πατρίδας μου
…/…
Μην παίρνετε σοβαρά
τους ποιητές
Υπάρχει, πάντα, άφθονη ποίηση
παντού
μπροστά στα μάτια μας, και
στα φρεάτια των αυτιών μας, και
στις ανατριχίλες των επιδερμίδων μας, και
στους παγετώνες των ονείρων μας, και
στα εκτροχιασμένα ημισφαίρια
των ερώτων, και
στις αθρόες εκλείψεις των πουλιών, και
στα ερείπια των χειραφετήσεων, και
στην πείνα του μαύρου πάνθηρα, και
στα στόματα που γεύονται τη νύχτα, και
στα δόντια που κόβουν
την ψίχα του θανάτου, και
στην παγερή σιωπή
των σπασμένων βιολιών
της καρδιάς μας, και
στη φιλέρημη μουσική
των νεροσταγόνων, και
στα ξυραφάκια ζίλετ
Στην αέναη κοπή των λέξεων
την ακούραστη μηχανή της συνεχούς
αναδημιουργίας του κόσμου
Το ποίημα, όμως, δεν είναι αυτό
Δεν γίνεται με αυτά που ξέρεις
Το απαρτίζουν πουλιά
-και οι πτώσεις τους-
Αντί μεταφορές
αυτιστικές κυριολεξίες
αιώρες στο Μαρακές
και στη Σεβίλλη
Πρωτίστως, το ποίημα
είναι κάτι που πρέπει
να το βρεις
Και τι είναι αυτό;
«Λυγαριά κρυστάλλινη *
νερένια μαύρη λεύκα
ψηλό σιντριβάνι κυρτωμένο
απ’ τον αέρα»;
Κόκαλα
που λαμπυρίζουνε τη νύχτα;
Ή το συμβόλαιο ενός σκακιστή
με τον θάνατο;
Αλλά παίζοντας με το καθρεφτάκι
πόσο με διασκεδάζουν
αυτές οι μικρές καμουφλαρισμένες
ατέλειες των ποιημάτων
Ευρύχωρες, μεν, για άλλα ενδεχόμενα
της έκφρασης
για πιο φαρδιούς διαύλους επικοινωνίας
όμως βασανιστικές
όπως όταν
μάχεσαι να φτιάξεις πύργο στην άμμο
και τον λιώνει λίγο-λίγο
πιο ψηλά αναρριχώμενο
το νερό από κάτω
Όμως
σήμερα αδιαφορώ το ίδιο
για τα αστραφτερά πολυτελή σημαίνοντα
όπως και για τα άχραντα
θεοφρούρητα σημαινόμενα
Ο Ποιητής θυμάται
μόνον
ό,τι πρέπει να ξέρει
ο Ποιμένας της Λήθης
Ας είναι η ποίηση, λοιπόν
Ίσως πικρή, ίσως αδέξια
τούτη μου δίνει, τώρα, το θάρρος
να μην αποθάνω
Αυτή κάνει πιο υποφερτά τα ναυάγια
στιλπνότερη την ιθύφαλλη
του θανάτου
την όραση προστατεύει
σ’ οποιοδήποτε
μελάνιασμα του αέρα
Μονάχα η ποίηση λοιπόν
Λίγο πικρή, λίγο αδέξια
τούτη η χαρά η μόνη
.
ΠΡΩΤΑ ΛΟΓΙΑ (2021)
Νταχάου, Άουσβιτς, Μπιργκενάου
Κανείς, κανείς. Όμως, όλα
Ο Απών, ο Παρών, ο Ερχόμενος
Σκιές, σαν άυλες ικεσίες
ομοιώματα τού Πάντοτε
Στην παγερή άνοιξη του Άδειου
το φως τρομάζει
Μα, ξαφνικά, παιδιά
που παίζουν στο ποτάμι
εκεί κάτω
Παλεύουν με το άπλαστο
***
Η μέρα πίνει το νερό
Ο ήλιος βασιλεύει γάργαρος
Ένα σχήμα θεού σφαδάζει
στον βράχο
Κι εύκολα ενώνω
τη γλυκιά αφροσύνη του αφρού
με την άκρατη αφροσύνη
του μυαλού μου
Ένας π’ αγναντεύει τη θάλασσα
και μπερδεύει τα κύματα
με την άχαρη επαναληπτικότητα
του εαυτού του
Μα, σκέφτομαι, ολάκερα
σε τούτο το πλάνεμα
βουτηγμένος
Ναι!
Η ζωή υπάρχει
γιατί είσαι εκείνο μέσα της
που
πριν καν υπάρξει ως βεβαιότητα
μπορείς
να την ονειρευτείς
***
Γράφω, για να κάνω
ορατό το σημείο
που με κτύπησε η αθλιότητα
και
όπως ο μαρκήσιος Nτε Σαντ
ώσπου να γίνει ασέλγεια
η μοναξιά μου
Mα, κοιτώντας σε
κάθε φορά πριν τελειώσω
συναισθάνομαι τις φράσεις
ωσάν τριαντάφυλλα
που επεκτείνονται
σε κήπο
***
Λοιπόν, είναι ωραία
αν σκεφτείς πως θα μπορούσε
να είναι ακόμα και χειρότερα
Βλέπεις, τα πράγματα έχουν
μια ενδημική ροπή
προς το χείρον
και τώρα ταιριάξανε
τέλεια μαζί μας
Σαν παιδιά που εγκαταλείψαμε
στη γέννα κι επιστρέφουν με τη βία
της ανήλικης περιφρόνησης
στην αγκαλιά μας
σαν αποχωρούμε προς την παρέλευση
καθετί ανθρώπινου
με πολεμοχαρή συμπόνια
με αντίπαλον έλεος
ανεπίδεκτοι μαθητές της ύβρης
εμείς
οι ημιάγριοι του απατηλού κόσμου
***
Σκέφτομαι χίλιους τρόπους
να ξαναϋπάρξω
αν υπάρχει ένα είδος ελέους
για τους περιάγοντες
μια πίστωση ανακλητική
για τους αναχωρούντες
Μέσα στη μικρή «ακατέργαστη
αγκαλιά σας»
μακριά από την ακόρεστα
επηρμένη ανθρωπότητα
μόνος κι ευτυχής ανάμεσα
στα περιττώματα του χρόνου
κι ας συνεχίζω να είμαι
το αστείο των νευρικά
επιμελημένων φερσιμάτων μου
η κωμωδία των πραγμάτων της καλλιέπειας
στο απέραντο τοπίο
ενός βουλιαγμένου
εαυτού
***
Όπως αυτούς που σκοτώνουν
την ώρα
προσμένοντας το σούρουπο
κι ύστερα
τη σκοτώνουν σ’ έναν ύπνο δίχως όνειρα
δεύτερη φορά
έτσι ορκίστηκα να κρατάω
τσίλιες στον χρόνο δίπλα σας
να φυλάω εφ’ όπλου τη ζωή
όπως εκείνους τους άφαντους δύτες
των μελαγχολικών απογευμάτων
που μόνον η Σούτσου
-απόβραδο-
τους βλέπει
και μαζεύουν απ’ τους βυθούς
των κατανύξεων
της σάρκας και του νου
τις ωραίες επιτηδεύσεις
Έτσι, κοντά σας να ’μαι
ορκίστηκα
ώσπου το θαύμα δεν θα κινά πια
καμιά απορία
κι η αλήθεια θα νιώθεται
σαν η αφή
στο δέρμα των πραγμάτων
***
Αν γεράσω και προλάβω
να σας δω να αντρειώνεστε
με τις λιγοστές αισθήσεις μου
στραμμένες μόλις
στην όχθη της ζωής
θα χαίρομαι που τα μάτια μας
θα συναντιούνται
στις σιωπηλές ομιλίες των ίσκιων
οι σιωπές μας θα ανταμώνουν
μέσα και γύρω
από σπασμένες λέξεις
Όπως τα χέρια και τα χείλη μας
-καθώς απομακρύνομαι-
σ’ έναν ευχετήριο σπασμό
από ικεσίες
Κι η σιγή της φωνής μας
θα αντηχεί παρακλητικά
ως της Πηγής τον χαρμόσυνο
θόρυβο
μονιασμένη με τα σφάγια του θρήνου
Αν προλάβω και γεράσω
με καλή καρδιά να με θυμάστε
Καρδιά γερασμένη από ανέμελη
Επιταχυνόμενη
νεότητα
***
Λογάριασα καλά με τον ξενοδόχο
Ήμουν έτοιμος! Περίμενα πως θα ’ρθεις!
Μα, πού να φανταστώ τούτο το σκίρτημα
την αναμπουμπούλα της καρδιάς
το πόντισμα των σπλάχνων
Όλα τώρα είναι αλλιώς
Στην αυλή, ο ξεραμένος κήπος
ανθίζει ολόχρονα
το σπίτι ζεσταίνει παντού
σε κάθε σκέψη σου
κι οι λέξεις
τούτα τα τρύπια
μπαλώματα της ανυπαρξίας
τα φθαρμένα ανταλλακτικά
της ύπαρξης
επιστρέφουν, πια, τα δεδουλευμένα
της αβύσσου
Όλα τώρα είναι αλλιώς
Τα αντικείμενα, οι άνθρωποι
«κι οι σημασίες ανάμεσά τους»
Ακόμα κι η Λευκωσία
που προβάλλει συσταλμένα
πίσω από το γκρίζο
αποκηρυγμένη
του ήλιου
.
ΜΙΑ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ ΚΑΙ ΔΥΟ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ (2017)
(Μαζί με τον ποιητή Παναγιώτη Νικολαΐδη)
Γράφουμε
για να μην πενθήσουμε άλλες λέξεις
***
Ο ποιητής 1+2 (Στην Ηρώ Νικοπούλου)
Γράφομαι ίσκιος
που εξετράπη
σε βαθμό κυριολεξίας
σώματος
***
Το σκαλί
Σβήνω μια λέξη
κι ανοίγει από κάτω
ένας γκρεμός
Για ένα σκαλί, Κωνσταντίνε
πρέπει να πέφτουμε
στην άβυσσο;
Από τέτοιο βάθος, μαθαίνεις
υψομέτρης
***
Σηψαιμία οράσεως
ΙΙ
Είμαστε η βάρδια του 21ου αιώνα
Μολυβένιες αστραπές σε χαρτί
που βούρκωσε
***
Ωρομισθία
Άεργος
Πλήρους
απασχολήσεως
στο
Κενό
***
Ο γλυκασμός των επετείων
Αυτό είναι λοιπόν;
Μπροστά στο συρματόπλεγμα
ένα τραγουδάκι;
ΕΚΔΟΧΕΣ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ (2016)
ΓΡΑΦΩ…
Σημαίνει, εναντιώνομαι
στη νομοτέλεια του αναπόδραστου
ΕΚΔΟΧΕΣ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Μια πτώση
από δεκαπεντασύλλαβο
μια παραφωνία ομοιοκαταληξίας
το ποίημα γερνάει μόνο του
δεν ξέρει να διαβάζεται, ούτε να θυμάται
αναδίνει την πενικιλίνη του εαυτού
ένα σχήμα στο χαρτί
και τίποτ’ άλλο
Παρά ταύτα
το ποίημα δεν έχει καμιάν εκδοχή
πάρεξ τη λιποταξία του ανέκδοτου
την αυτοδικία του ανυπόγραφου
την τυφλή δικαιοσύνη
του αναπόδραστου
την ανημπόρια να στέκει
και να κοιτάζεται μόνο
στον αδειανό
καθρέφτη του
ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
«Ο ποιητής
είναι κάποιος
που έρχεται συνέχεια
από τον εαυτό του
και συνέχεια επιστρέφει
στο κενό»
Αν είν’ έτσι
εξακολουθώ να είμαι
ένας περιπλανώμενος
γύρω από το σώμα μου
με την ψυχή
σε ρόλο υποκινητή
και το πνεύμα σε ρόλο
γεφυροποιού
φράσεων
Και συνεχίζω
να επιδίδομαι στον εαυτό μου
σαν μια παντομίμα
που από τη μια λέξη στην άλλη
μεταμορφώνεται σε κείνον
τον υποκριτή που μιλάει
και όλο μιλάει για το τίποτα
σκιά του τρόμου
εκείνων που δεν μπορούν
να ανακαλέσουν
το όνομά
τους
ΣΚΟΥΠΙΔΙΑΡΗΔΕΣ
Όπως υπάρχουν οι σκουπιδιάρηδες του Δήμου
που μαζεύουν µε τις φαγάνες
ή τα μεγάλα κυλινδροειδή απορριμματοφόρα
τα σκουπίδια από τους δρόμους
έτσι υπάρχουν και οι σκουπιδιάρηδες της γλώσσας
την καθαρίζουν από τη βρομιά της
απολυμαίνουν τις λέξεις
τις κάνουν να γυαλίζουν, να διαβάζονται
όπως υπάρχουν επίσης
κι οι σκουπιδιάρηδες της σάρκας
παθιασμένοι από έρωτα, που γλείφουν παντού
αγκαλιάζουν, γυμνώνονται
χειρίζονται το σώμα σαν καταβόθρα
ρουφούν ως το μεδούλι τα βρόμικά του νερά
ώσπου να βλαστήσει πάλι το σάπιο
η μπόχα των μυστικών βόθρων της πολιτείας
η μπόχα του ασύλληπτου νοήματος
η πολύτιμη, διεγερτική μπόχα του έρωτα
ΑΝΙΑΤΗ ΕΥΡΥΧΩΡΙΑ
Ανίατη ευρυχωρία του ορίζοντα
μ’ αυτόν τον εδώδιμο ουρανό
τα υγρά χρώματα, την απεραντοσύνη
και το πουθενά
Ανίατη ευρυχωρία της συμπόνιας
για τα μικρά πράγματα, τα ασήμαντα
τες petites formes
Ανίατη ευρυχωρία του ποιήματος
για τόσα εκατομμύρια λέξεις
που πέφτουν η μια πάνω στην άλλη
για να προλάβουν να πουν, μαζί, έναν ψίθυρο
Ανίατη ευρυχωρία της μνήμης
«αχόρταστη από θάνατο»
Ανίατη ευρυχωρία του σώματος
με χωρητικότητα συμπαντικής
σιγής
…
ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟΣ ΤΕΧΝΗ
Δεν ξέρω να ζωγραφίζω
αλλά τα χρώματα στο μυαλό μου
είναι ήδη φτιαγμένοι πίνακες
ούτε ξέρω να γράφω
αλλά οι λέξεις είναι στην άκρη
της γλώσσας μου
ήδη φρασμένα ποιήματα
Είμαι λοιπόν η συνάρθρωση
πραγμάτων που δεν ξέρω
σε μιαν ανεξήγητη
διάταξη
όπως είναι κανείς εκείνο
που θα γίνει
όντας εξ υπαρχής εκείνο που δεν έγινε
ένα βαλς που χορεύεται μόνο του
μια τυχαία εκπλήρωση…
Φοβάμαι τη συντέλεια του ποιήματος
όπως ποθούν οι πιστοί
τη συντέλεια του κόσμου
ΚΑΦΚΑ
Συνέχεια καίνε το σπίτι του Κάφκα
μα εκείνος έχει πάντα ένα άλλο να μπει
ΕΛΟΣ ΕΝΔΟΣΚΟΠΗΣΕΩΣ
Ο αλήστου μνήμης
και προσδοκίας εαυτός μου
ανόμοια ίδιος σε κάθε στιγμή υπάρχει
με τις χρονικές καθυστερήσεις του
τις χωρικές παλινδρομήσεις του
ήδη από την πρώτη του μέρα
ο αναχρονισμός μιας σύμπτωσης
κι έκτοτε ο αναχρονισμός
μιας επανάληψης
παράκαιρα χαρούμενος παράωρα θλιμμένος
κάνοντας κάθε μέρα αλλιώς τα ίδια πράγματα
ασύμμετρος προς τους ζωντανούς
αταίριαστος με τους πεθαμένους
όμοιος των ανομοίων του
ανόμοιος των ομοίων του δύο φορές
ανυποκρίτως προσχωρήσας
στο παρακράτος της σαγήνης
ο αλήστου μνήμης
και προσδοκίας εαυτός μου
κατώτερος πάντα των περιστάσεων
πετάγεται από εναντίωση σε εναντίωση
τρέφεται με ό,τι πανικοβάλλει
την ανθρωπότητα
δολοφόνος των νοημάτων
γεμάτος πάθος για το αδύνατο
φτωχός αναγνώστης που πέρασε
έξω από τα βουβά μαγαζάκια
της Έννοιας και δεν κάθισε
κι άμα του τύχει καμιά φορά
του έρωτα την αδάμαστη ορμή
στο δρόμο του να συναντήσει
γίνεται βαθιά αποβλακωμένος
ο αλήστου μνήμης και προσδοκίας εαυτός μου
ο εν πολλαίς αφελείαις περιπεσών
Σαν βραδιάζει
πάντα σαν κάποιος άλλος διαρκεί
επιζών της αέναης
επανάληψης
του εαυτού του
ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΗ
Δεν ξέρω ακριβώς τι δείγμα
ανθρώπου είμαι
ή αν είμαι δείγμα καν
κάποιου πράγματος
όμως —από την κορφή ώς τα νύχια
και ώς την προέκταση αυτού που δεν είμαι
ούτε θα υπάρξω-
όλα πάνω μου χρειάζονται
επανόρθωση
Το βάδισμα, εκστασιασμός
βαρύθυμης νωχέλειας
η γλώσσα, μεμβράνη θορύβων
δυσοίωνα ασυνάρτητων
τα μάτια, καθρέφτες πραγμάτων
που δεν συλλαμβάνει η όραση
τ’ αυτιά, σπασμένοι αναμεταδότες
από το ανήκουστο
η μύτη, ασυμμετρία του απρόσωπου
που με τίποτα δεν περιγράφεται
κι αυτή η εξάντληση να μιλάς
σε πρώτο πρόσωπο
η λύτρωση να μη μιλάς καθόλου
ΠΡΟΜΕΛΕΤΗ
Έφτασα στα πρόθυρα πολλές φορές
μα πάντα στην άκρη της αναποφασιστικότητας
οι λέξεις, σάμπως η μυϊκή δύναμη
μιας ανεξερεύνητης θέλησης
μου συγκρατούσαν το χέρι
Έτσι συνεχίζω σκεφτικός να περιπλανιέμαι
ανάμεσα στις πιθανότητες μιας ζωής
που τελευταία στιγμή
ξεγλίστρησε απ’ τον θάνατο
και τη βεβαιότητα μιας αναχώρησης
που είναι αμφίβολο αν σήμερα έρθει
Και χρειάζεται μια προμελέτη αθανασίας
για να κολλήσεις τούτα τα κομμάτια
του διφορούμενου
που τσακίζουν τα δυο σου χέρια
ανάμεσα στην πράξη
και την παραίτηση
ΠΑΡΤΙ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ
Γεννήθηκα μια Τρίτη του Σεπτέμβρη
το 1963, 17η, μου είπαν, 13.30 απομεσήμερο
Η βροχή έπεφτε για πρώτη φορά εκείνο το φθινόπωρο
μα κανείς δεν βρεχόταν
Αυτό το γεγονός επαναλαμβάνεται
συνέχεια στη ζωή μου με μια νοσηρή τακτικότητα
Στους 11 μήνες περπάτησα
στους 12 είπα την πρώτη λέξη
κι από εκείνη τη μέρα που πρωτομίλησα
«προσπαθώ να αρθρώσω έναν ψίθυρο»
ώσπου, στα 1970, είδα στην άκρη ενός χωματόδρομου
την πέτρα για την οποία έγραψε
ο Κάρλος Ντρουμόντ ντε Αντράντε το 1928
και μου παρουσιάστηκε ο μονόλογος
του Μολόι σε μορφή μουσικού παλίμψηστου
Από εκείνη την ώρα
περπατώ «σε παραδρόμους της γλώσσας
που γίνονται κύκλοι ζωής»
καθένας ανοίγει και κλείνει μια παράλειψη
όπως εκείνες τις θεόρατες κάποιου
που παραλείπει τον εαυτό του
Πέρ’ από τον ουράνιο θόλο
κι από τη θάλασσα πιο κει
είστε εσείς με τις παράξενες συνήθειες
να βάζετε τα πράγματα πριν από τις λέξεις
τις μέρες πριν από την αιωνιότητα
και, με μια εκ γενετής τύφλωση
το ψέμα κάτω από την αλήθεια
Λοιπόν, από τη 42η επέτειο
εκείνης της μέρας σάς χαιρετώ
σαν κάποιος που ξέρει
πως είναι αρκετό να υπάρχει
στη μοναδική στιγμή
που μιλά
ΤΟ ΚΟΥΒΑΡΑΚΙ ΤΗΣ ΕΚΑΒΗΣ
ΣΥΝΟΡΑ
Και μετά από δω, τι;
τι, από δω και πέρα;
Από δω, οι θανατηφόρες κλαγγές της έχθρας
οι γρόνθοι της περιφρόνησης που έρπουν
τείχη σαν ορθώνονται ανάμεσ’
όπου ικεσίες κραδαίνουν γύμνια
έμπροσθεν θανάτου
έγια μόλα έγια λέσα
Πλήθη ασύνορα βλέπω
να βοοδηγούν, ένθα μη απέδρα
εν τόπω λασπώδη εν τόπω βδελυρώ
έγια μόλα, έγια λέσα
βλέπουν πως και τ’ άδικο γυαλίζει
μηδέ μόνον άνθρωπος
σαν κεραμόξυλο μετά τη βροχή
έγια μόλα έγια λέσα
αναχωρητού το παρένδυμα
και πολύ πριν από της εκδίκησης το κύκνειο
εκείνο που μέσα και πέρα από τον άνθρωπο
συστρέφεται πηχτή ολοζώντανη τέφρα
έγια μόλα έγια λέσα
Πες μου, λοιπόν
αν Πλάσις ερρίφθη ή ανελήφθη Πάθος
κατά τον Κιθαιρώνα του ελέους
έγια μόλα έγια λέσα
Δίπλα από το ικρίωμα ένα φως
και ο αγέννητος ακόμα κόσμος
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
Δεν ήξερα ότι εσείς κι εγώ
είμαστε το ίδιο πράγμα
η ίδια βουβή εγκαρτέρηση
η ίδια στραγγισμένη υπομονή
η ίδια πεθαμένη ελπίδα
Δεν ήξερα κι άρχισα να το καταλαβαίνω
όταν είδα στο χέρι σας μια βαλίτσα
και τα πόδια σας να περπατάν γοργά
σαν να θέλουν να προφτάσουν Κάτι
κάτι μέσα σ’ αυτό το σύμπαν του ένα και 3 ίσον 4
αυτό το άπειρο σύμπαν των αναρίθμητων
ουτιδανών Κάτι
ένα τσαμπί πικρής υγρασίας στον αέρα
χωρίς κορμί παγωμένη ανάσα
σπάσιμο φωνής έξω από το δέρμα
του προστατευτικού λόγου
Δεν ήξερα ότι είμαστε η ίδια αφελής ερώτηση
η ίδια μάταιη απάντηση
το ίδιο κουτσουρεμένο φύλλο
για τις τσιριμόνιες του ανέμου
σαν είναι στις καλές του
μα και σήμερα, που ’ναι στις κακές του
για τα παιγνίδια του φόβου, σαν είναι στις κακές του
μα και σήμερα, που είναι στις πιο κακές του
Ήταν να μη γνωριστούμε Νοέμβρη
που μαζεύουν τα φύλλα
από τους σκληρούς τάπητες των δρόμων
συνεχίζοντας να πέφτουμε
ν’ ακουμπάμε σπλαχνικά τη γη
ζωγραφίζοντας ζωηρές πολυχρωμίες
στο υγρό της δέρμα
Έτσι σπλαχνικά ακουμπήσαμε
ο ένας στον άλλον
ανήμποροι για ένα βήμα στους αστραφτερούς
οχετούς των καιρών
ανήμποροι για ένα θρόισμα, ένα πράγμα
περιστασιακά αθάνατο
μια δόξα ταπεινή
Μόνον ένα μικρό τίναγμα
πάνω από τον εαυτό μας
σε μιαν ανατριχιαστική μετεώριση
μη μας ρουφήξει
για πάντα
η μηχανοδαγκάνα οδοκαθαρισμού
και σφαγής
ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ
Πώς ξεπερνιέται εκείνη η εντολή
«Μην κινείσθε» που μας λέγαν οι δάσκαλοι στο σχολείο!
ή οι ανώτεροι στο στρατό και σου ’κόβε
σαν μηχανοπρίονο τα πόδια;
Κι εκείνες οι απαγορευτικές ενδείξεις
«Μην μετακινείσθε εις χώρον απηγορευμένον,
προνοούνται ποιναί πολύ αυστηραί»
κάθε που πήγαινες να ξεπεράσεις
τα όρια του χώρου σου
ανατρέποντας έναν απροσχημάτιστο εγκλεισμό
Μα υπάρχουν και σήμερα μετακινήσεις παντός είδους
Μετακινήσεις που επιβάλλονται
λόγω καθήκοντος ή «ανωτέρας» βίας
ή που οφείλονται σε αδυναμία προσαρμογής
μετακινήσεις στο χώρο, μετακινήσεις στον χρόνο
μετακινήσεις απέλπιδες ή εποικοδομητικές
μετακινήσεις πληθυσμών, προσφύγων ή σεισμοπαθών
μετακινήσεις νομάδων ή από αντιπάθεια στη μονιμότητα
μετακινήσεις στρατευμάτων, αερίων
και ατμοσφαιρικών μαζών
μετακινήσεις τροχοφόρων, πτεροφόρων και ζωικών φυλών!
οι μετακινήσεις των αποδημητικών
ή οι μετακινήσεις στη δημόσια υπηρεσία
λ.χ. αστυνομικών, εκπαιδευτικών ή φοροεισπρακτόρων
μετακινήσεις ανέργων, αστέγων, ξεριζωμένων
με όλα τα μέσα και με κάθε αντίτιμο
που μετακινούν μαζί μνήμες, σκέψεις και συναισθήματα
Υπάρχουν όμως και οι αποδημίες των στίχων
σε πλάνα περισσότερο εύκρατα
Κι ακόμη, η μετακίνηση του ποιήματος
μυστική, αόρατη, ατέρμονη
εκεί όπου απουσιάζει
σεμνοτυφία γραφής
ΤΟ ΚΟΥΒΑΡΑΚΙ ΤΗΣ ΕΚΑΒΗΣ
Μην πειράξεις την εκδίκηση
Μην πειράξεις το αιματοστάλαχτο
κουβαράκι της Εκάβης
Μονάχα αναμείξου με αστραποβόλα κριτική
στο εφέσιο κλάμα
σπίλωσε τον πόνο με την ομορφιά
δες στα μισοσκότεινα παράθυρα των εραστών
τη λάμπα της δυστυχίας να σβήνει
Κι αν νόμισες πως μπορείς
ακόμα να κρύβεσαι
μες στην κωφότητα των ωραίων λέξεων
δεν μπορείς να μιλάς ούτε και να σωπαίνεις
αν δεν ακουμπήσεις τη σάρκα την κοινή
της σιωπής και του λόγου
στην άκρη που τα πράγματα καταποντίζονται
Δεν μπορείς να περπατάς άλλο στη Λευκωσία
σαν κάποιος που γεννήθηκε μέσα της
αν δεν γίνεις ο Ξένος
που αφοπλίζει την οικειότητα
χωρίς αιτία ή πρόθεση
Και μη γυρέψεις βοήθεια στη μαλακή
φτερούγα ενός ανώτερου όντος
που εποπτεύει από ευσπλαχνία τα σύμπαντα
θεός, πια, είναι
ανάμεσα σε κείνον και σε σένα
αυτή η δυσανάγνωστη σκιά στο ενδιάμεσο
σάρκα των μετοικήσεων
από σώμα σε σώμα
ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ
Αυτός ο δρόμος κρύβει
καλά τα μυστικά του
όπως ένα έγκλημα ξέρει
να κρύβει καλά τα μυστικά του
όπως ο καιρός που προφασίζεται
τη μελαγχολία του γκρίζου
και ετοιμάζει
με κινήσεις αθώρητες
την ιεροτελεστία μιας έκλαμψης
Γι’ αυτό πέρασε από δω
αδιάφορος
συνέχισε απαρέγκλιτα προσηλωμένος
στη σαφήνεια του προορισμού
ένα σίγουρο βήμα ανάμεσα
στη ζωή και το θάνατο
χωρίς λοξοδρομήσεις
χωρίς να κοιτάζεις στα δεξιά την κούκλα
που ανεβοκατεβάζει με λαγνεία την κάλτσα
και στ’ αριστερά τη βιτρίνα της Harley
Πρόσω και μόνον πρόσω
ένας ο προορισμός:
Μια μπύρα στη «Σελήνη»
κι ύστερα βλέπουμε
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ
Μνήμη και ευκρασία Κώστα Μόντη
Συνάντησα τον ποιητή
ένα μεσημέρι του Νοέμβρη
στο ταχυδρομείο της γειτονιάς
Ήτανε μέρα βροχερή
και δαιμόνιζε ο αέρας
Καλημέρα σας είπε, χωρίς να με γνωρίζει
χαίρετε, ανταπέδωσα ψιθυριστά
και λίγο αιφνιδιασμένος
Ύστερα κάθισε στην καρέκλα
να κολλήσει τα γραμματόσημα στον φάκελο
Τι να ’χει άραγε
μέσα σ’ εκείνο τον φάκελο;
αναρωτήθηκα
Σε ποιον να τον στέλνει;
Κι όπως σκεφτόμουν
απότομα με κόβει με τη γλυκιά
τρεμουλιαστή φωνή του
Δεν είναι γράμμα για τούτο
τον κόσμο
η ποίηση, ξέρετε…
Εγώ τη ζωή την έκοψα στιγμές-στιγμές
την έκανα ζωούλα να μπόρει
να κρύβεται
κι η ποίηση δεν πρέπει
να είναι πολύ περισσότερο
από τίποτα
για να ταιριάζουν
Ύστερα σηκώθηκε, έριξε το φάκελο
στη θυρίδα κι άνοιξε
την πόρτα να φύγει
άφαντος με μιας
κι αγνώριστος
μέσα στην ταραχή
του κόσμου
ΕΝΟΡΚΟΣ ΔΗΛΩΣΗ
Όλους εκείνους που με αγωνία
αλλά καν με το δάκτυλο στη σκανδάλη
στη γωνία ενός μισοσκότεινου δρόμου
περιμένουν να δουν την εξέλιξη
της στιχουργίας μου
-Εάν έκανα βήματα προς τα εμπρός
εάν εξελίσσομαι βάσει
όλων των προειλημμένων προσδοκιών
και εκτιμήσεων—
θέλω ευόρκως να τους πληροφορήσω
πως όχι μόνον έμεινα στάσιμος
αλλά κάνω βήματα διαρκώς προς τα πίσω
και τώρα, τελευταίως, μάλιστα, μερικά
μεγαλειώδη άλματα προς τα πίσω
προς εκείνη την άφατη λέξη
που ούτε λέγεται ούτε γράφεται
κι έρχεται πάντα στο τέλος
ανείπωτη και άγραφη
η οριστική εκδοχή
του ατελεύτητου ποιήματος
ΜΕΘΟΔΟΣ
Ας κοιτάξουμε ένα ποτήρι
ένα τραπέζι, έναν άνθρωπο
ένα πουλί
Ας κοιτάξουμε ένα πράγμα εδώ ή εκεί
καθώς είναι εδώ ή εκεί
χωρίς να υποθέσουμε
ότι είναι μια ιστορία
μια αφήγηση γραμμένη
στα ατέλειωτα βιβλία
των αναρίθμητων λέξεων
Ας τα κοιτάξουμε
ως πράγματα απλά
βυθισμένα
μέσα σε μια πλήρη ακεραιότητα
είδους
χωρίς σημασία
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το ποίημα τελειώνει
με τόσες επανεκκινήσεις ανολοκλήρωτων ενάρξεων
.
ΕΛΙΚΑΣ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟΥ (2010)
ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
Θα περιμένουν να δουν
και τις μεγάλες συνθέσεις για να κρίνουν
Πώς καταγράφεται ο σφυγμός της ιστορίας
μέσα στην ποίηση
πώς μετουσιώνονται σε πρόζα
οι νίκες οι ήττες οι αγώνες
Όμως είμαι ακόμα αρκετά νέος
για να πάρω το μονύελο του ιστοριοδίφη
στα χέρια
ή τη σκαπάνη του τυμβωρύχου
Κι αν υπάρχει κάτι που επιβάλλεται να ιστορήσω είναι
με όση αυστηρότητα και προσήλωση γίνεται
το παρόν τούτου του σαστισμένου
από το πάθος κορμιού
που με παρασύρει ώρες-ώρες στα έγκατα
Άλλωστε προτιμώ τις απλές
περιεκτικές και πολλά υπαινισσόμενες
μινιατούρες
σώμα να τρίβεσαι στο δέρμα των στίχων
έως να φτάσεις στην άφατη
γυμνότητα της λέξης
κι υστέρα – που ξέρουμε
μπορεί και να ‘ναι η ποίηση
μονάχα έλικας φανταστικού
ελικοπτέρου
Η ΠΟΙΗΣΗ
Μοιρασμένη στα δυο
ανάμεσα στο αγκυροβολημένο σώμα
και στον πόθο που απέπλευσε
TΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Για λόγους προστασίας του ποιητή
το ποίημα έχει πολλά περιθώρια ελιγμών
ανύποπτες για τον εχθρό δυνατότητες ξεγλιστρήματος
κρυφά χαρτιά, αχρησιμοποίητους άσους
Το ποίημα έχει, για τις ανάγκες της μάχης
πολλές εξόδους κινδύνου, υπόγεια καταφύγια
διασκορπισμένους σταθμούς ανεφοδιασμού
χώρους ανασυντάξεως, εφεδρείες
Μα την ώρα που τα πάντα για εκείνον έχουν κριθεί
το ποίημα προσφέρει αυτοπροστασία
στον εαυτό του
προδίδοντας τον ποιητή
ΚΑΡΕΚΛΕΣ
Μνήμη Φάνης Παπαϊωάννου
Πόσες με στήριξαν σ’ αυτό το δωμάτιο
καρέκλες διαφόρων εποχών, ειδών και τεχνοτροπίας
άλλες ξύλινες με ωραία ψάθινη πλέξη
άλλες περιβλημένες δέρμα και βαριές σαν σεντούκια
άλλες καμωμένες από σίδηρο κι άργιλο
δουλεμένες ώς την παραμικρή λεπτομέρεια
ψηλές και καμπύλες σχηματίζοντας αετώματα
άλλες με στρώμα βαθύκοιλο που σε ρουφάει μέσα
καρέκλες της εγκαρτέρησης, της προσμονής
καρέκλες της ξεκούρασης, της πλησμονής του χρόνου
κι άλλοτε της μοναξιάς, του στιγμιαίου έρωτα
της ονειροπόλησης
σκαλιστές, δαντελένιες και βελούδινες
ή με σκληρή ακατέργαστη τσόχα
τόσο άβολες πια να κάτσεις που θαρρείς
είναι μονάχα για τους απόντες
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΡΧΑΡΙΑΣ
Στην ‘Ελενα, για όλα όσα είναι
Ήθελα να ’μένα σ’ ένα δωμάτιο
με θέα το Cartier Laten
ή μπροστά από ένα παράθυρο αγναντεύοντας
να πέρναγα τις ώρες, τον Σηκουάνα
όμως ζω σ’ ένα υπόγειο στην οδό Σεν Μαρτέν 19
όπου ο ήλιος είναι ένας βιαστικός επισκέπτης
όπως ο θυρωρός
που όταν κατεβαίνει απ’ το ισόγειο στο τελευταίο
βλέπεις στο μούτρο του ζωγραφισμένη
την υπεροψία που έχουν οι ζωντανοί για τους νεκρούς
σαν επιτηδευμένη θλίψη μιαν απόσταση ανωτερότητας
βιαστικά να πάρει το νοίκι του μήνα
την αντιμισθία της φυματίωσης
και των ραγάδων της μοναξιάς
ενώ εγώ ψαρεύω στη λίμνη της κουζίνας
απ’ τα σπασμένα υδραυλικά
τον μεγάλο πρίγκιπα τον καρχαρία
και τους ακολούθους του
ΓΚΕΟΡΓΚ TΡΑΚΛ
Ο θάνατος, η δυστυχία κι η τέφρα
οι τρομαγμένοι τρελοί με τα μισόλογά τους
το τραγούδι του βάλτου με μια πένθιμη έξαρση
κι εσύ, μισθοφόρος του τελευταίου θεού
με τη βουλιμία της δόξας του
καθώς οι ωδές των λυγμών αντηχούν
πάνω από το Σάλσμπουργκ
ο θρήνος κι ο θάνατος χορεύοντας
στην κοιλάδα του Γκρόντεκ με λάσπη και κόκαλα
Τότε σε είδαν να γυροφέρνεις στους δρόμους
με την όψη δαιμονισμένου ζώου
που τραβιέται από το μυστήριο
με χέρια τρεμάμενα ν’ αλλάζεις
την λογική αλληλουχία των εγκλημάτων
προτού χωθείς στου χλωροφορμισμένου ασύλου
τη λερωμένη γωνιά
τραυλίζοντας πια και μπουσουλώντας
κρατώντας σφικτά μη σου φύγει
το μερτικό σου στην άβυσσο
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ
Δεν ξέρω να χειρίζομαι πεπρωμένα
και μ’ αρέσουν οι ανεμόσκαλες
ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ
(Συνομιλία με κριτικό)
Ως ειδικός επιχωματώσεων
από τους επιφανέστερους της εποχής
μ’ έθαψε στα γρήγορα
κι ύστερα με ρώτησε με ύφος αθώο
Τι γνώμη έχετε για την κριτική
πώς την εισπράττετε;
A, να μπορούσε, όπως η ποίηση
επιμελώς να κρύβει μιαν άρρωστη ψυχή
απάντησα ευθέως
ΕL SUR
(Ταξιδιωτικός οδηγός για μικρούς τορέρος)
Μνήμη Ανδρέα Παγουλάτου
Υπάρχει ακόμα ο Νότος
η άγρια έλξη της ερημιάς
του fuentevaqeuros ο απελπισμένος θρήνος
Υπάρχει ο Θάνατος κι ο Ποιητής
οι τόποι του γαλάζιου κι οι τόποι της εκμηδένισης
τα τραγούδια των ριγηλών Αθιγγάνων
Υπάρχουν οι ωραίες των πηγαδιών
οι με την εύνοια των πουλιών στα σκέλη ανάμεσα
οι με το χέρι στο κλειδί του φόβου
παγωμένο, βαρύ
οι σημαδεμένοι με θειάφι και άνθρακα
οι τυραννισμένοι της μύγας του
το τραγούδι του γκιώνη στην έναστρη πολυθυμία των θάμνων
Υπάρχει ακόμη ο Νότος
η άδολη έλξη της ομορφιάς
του fuentevaqeuros ο ανελέητος ήλιος
ΠΡΩΤΗ ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ
Μόνος, πια, σ’ ένα δρόμο χωρίς εικονίσματα
σέρνοντας σ’ ένα τσουβάλι άνθρακες την αλήθεια
είναι ο ποιητής
Γυρίζει σαν άκαρπη καταιγίδα
μες στα μαύρα χαράματα
ράκος ολόλαμπρο ο στραβοκάνης της μοίρας
και σιγοψιθυρίζει
περισσότερο
Είναι ένα πράγμα απλό μα και δύσκολο η υπέρβαση
όμως, τι θεσπέσια
να μας παίρνει πέρα-δώθε ο ίλιγγος
όπως τα φτωχά χαμόκλαδα
ο αέρας
ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟΝ ΜΑΘΗΜΑ
Μου το ’μάθε μια πουτάνα
ένα βράδυ στην Πενταδάκτυλου
κάθιδρος καθώς έμπαινα από τη νύκτα
στο παρακράτος της σαγήνης
ότι αγία και πόρνη είναι το ίδιο
ότι αγία και πόρνη σημαίνει
μοιχαλίδα του ελέους
ΠΑΛΙ ΜΑΖΕΥΤΗΚΑ, ΚΙ ΕΓΡΑΨΑ
Δεν οδηγεί πια τις λέξεις μου
όραμα κανένα
Με ακέραιη γράφω αδιαφορία
για όλα εκείνα που έρχονται
για όλα εκείνα που μένουν
Μα μπροστά στο ανεξίκακο δάκρυ σου
τρομαγμένο κοριτσάκι της Βασόρας
δεν ημπορούσα να μείνω άπραγος
ατάραχος κι αν ήμουν
Έτσι πάλι μαζεύτηκα, κι έγραψα
με μάταιη έστω ελπίδα
μήπως σύγκορμη, ανοίγοντας
το σεντούκι της γλώσσας μου
τη φρίκη που σε τύλιξε
να τηνε σύρω μέσα
ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΕΙΣ
Κτυπημένος κι εγώ από το γενικό
σύνδρομο κατεδαφίσεων της εποχής μας
-συστημάτων, κτιρίων, μνημείων, δομών-
είπα ψες να κατεδαφίσω το ποίημα
να το φέρω σε μια κατάσταση
ανεπανόρθωτης καταστροφής
σαν ζώνη νεκρή μέσα σε μια δαιδαλώδη
ηχητική πολεοδομία
ένας σωρός από θρύψαλα, απομεινάρια
και συντρίμματα
αδιαπέραστος κι ακατάλληλος για χρήση πλην
της προσπάθειας να καταλάβεις
πώς συνταιριάζουν οι λέξεις
πώς οργανώνονται οι χρόνοι
οι συλλαβές, τα διαστήματα
πώς συμπλέκονται οι φράσεις, οι στίχοι
αν επιτρέπουν να διαφανεί το νόημα μεμιάς
ή με υπονοούμενα
και πώς λέξεις, φράσεις ξαναγυρίζουν τώρα
φθαρμένες σε μιαν καινούργια σκηνοθεσία
να φανερώσω εντός του το κορμί της ανυπαρξίας
να το φέρω, επιτέλους, το ποίημα
στα ίσα του
ΠΑΛΙΑΤΣΟΙ
(Σχεδίασμα πάνω στο ομώνυμο
ποίημα του Μίροσλαβ Χόλουπ)
«Οι παλιάτσοι που πηγαίνουν;
Που κοιμούνται οι παλιάτσοι;
Τι τρώνε οι παλιάτσοι;
Τι κάνουν οι παλιάτσοι
όταν κανένας
μα κανένας απολύτως
δεν γελά πια
Μανούλα;»
Λοιπόν…
Οι παλιάτσοι ξαναγυρίζουν
στο τσίρκο
κοιμούνται πάνω στην παλιατσαρία τους
τρώνε τις σαβούρες από τα αστεία τους
κάνουν το νούμερό τους
στα θηρία
τώρα που κανένας
μα κανένας απολύτως
δεν γελά πια
Μανούλα
ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ
Ω, αν ήξερες στη γλώσσα μου
πόσο μπορώ να παίξω με τ’ όνομά σου
να παρατονίσω το άλφα, ν’ αναγραμματίσω το φι
ν’ αλλάξω την ανδροπλασία του ονόματος
να καμωθώ στον εαυτό μου
πως δεν είμαστε τόσο άνισοι
Μα στη Μάλα Στράνα
μέσα στο γέλιο των παιδιών το απόγευμα
στο ράθυμο βρυχηθμό μιας μπουλντόζας
νιώθω κάτι από την ασύλληπτη ακινησία σου
καθώς ανώδυνα γύρω η κίνηση με ταράζει
το φάντασμα της γραφής σου
ανοίκειο, ατιθάσευτο
μέσα σ’ εκείνη τη γνώριμη
κορεσμένη αμηχανία του φόβου
όταν γυρεύεις να πεις τη λέξη που πρέπει
για να ζήσει κανείς
και για να πεθάνει
ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΛΛΟΥ ΚΑΙΡΟΥ
Επιμελώς σήμερα
μας σκοτώνουν
εμείς, οικειοθελώς συγκατανεύουμε
πετώντας, παρά ταύτα
φλογερά στιχάκια διαμαρτυρίας
στα αποχετευτικά φανταστικών εξεγέρσεων
του μέλλοντος
Κι ενώ οι πάντες ξημεροβραδιάζονται
για να γράψουνε το ανάρπαστο
εσύ, ατενίζοντας την ανεστιότητα που ταξιδεύει
φορτωμένη τα ερείπια της μνήμης
ανόσιος και γλωσσοβάμων περίπου
τη βγάζεις με αναδρομές της ελπίδας
σε αλλοτινά ολοκαυτώματα
ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ
Γιατί όχι; Μπορώ κι εγώ να σταθώ
πλάι στους μεγάλους
Έχω το τραμπολίνο μου, τους ηλεκτρικούς
ανυψωτήρες μου, τα αναβατόρια
των πλειστηριασμών της φήμης
ανελκυστήρες μονής κατεύθυνσης
και ίσως, ποιος ξέρει, τα ελάσματα
μιας άγνωστης τύχης
ενώ και η σκάλα του Ιωάννου
της Κλίμακος
οικεία μού είναι
Όσο για το ενδεχόμενο να πέσω
κάθε καταποντισμός στην εποχή μας
είναι η αντεστραμμένη
όψη μιας ανόδου
ρωτήστε την αξιότιμη κυρία Πρόοδο
αλλά και κοιτάξτε
στους αεροδιαδρόμους της ευτυχίας
πόσες επιχειρήσεις διάσωσης
του εαυτού καταποντίστηκαν
ενδόξως
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Αρκετά γι’ απόψε
Αρκούντως ευδοκίμησαν και πάλιν
οι αναπαλαιώσεις των στίχων
τα ταξίδια στην απέραντη κωμωδία των άστεων
οι επαναληπτικοί βηματισμοί
Ας γύρευες από το σώμα
περάσματα άλλα να βρεις
Άλλωστε, όπως λέει κι ο Κώστας
«δεν υπάρχει -πια- ατραπός
ούτε δόξα προς ανάλωσιν»
Μονάχα μες στην ανατριχίλα
του επιτάφιου δέους
μια λεπτή αντιφώνηση στο κάλλος
των τελευταίων στίχων σου
η ανεπαίσθητη σιωπή
που λίγο-λίγο
μέσα στο βουητό του δρόμου
σβήνει κι αυτή
και χάνεται
ΛΟΓΙΚΗ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΩΝ
Είναι λογικό
πέρα για πέρα λογικό
έπειτα από τόσο θάνατο
να θέλεις να φτάσεις στο τίποτα λέξεων
ήχων και εικόνων
να σκεπάσεις τη βουερή συντέλεση του ποιήματος
με μιαν ακαθόριστη σιγή
πέρα από τη γυμνότητα της λέξης
Μα είναι ατελεύτητος
τούτος ο δρόμος
μπορεί να σου πάρει χρόνια
να φτάσεις το Ποίημα
μπορεί να σου αποστερήσει
όλη τη δύναμη και το φως
ανημπόρια της λησμονιάς
ιχνηλασία του ανέφικτου
καθώς συνεχίζεις εξουθενωμένος
να γράφεις
δίχως ένα σημάδι στον ορίζοντα
καταληκτικού χρόνου
ΜΙΜΟΣ
Στην Πλάθα Μαγιόρ
στους ήχους ενός ακορντεόν
το απόγευμα
ένας μίμος χόρευε τάνγκο
με την αγαπημένη του
Χόρευε ο μίμος με τις ώρες
κι όταν πια
απ’ τον ασύλληπτο άξονα
τρυφερότητας επιστήθιας
στο χώμα έπεσ’ εξαντλημένος
εκείνη -μια αόρατη παρουσία
στο κοίλο της προέκτασης των χεριών
ορισμένη από την κίνηση
και τα βλέμματα-
συνέχισε να χορεύει
μονάχη ένα τάνγκο, το πιο αέρινο
τάνγκο γύρω από το ασάλευτο του
σώμα
Ο ΥΣΤΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ
Επί τριάκοντα έτη
σε προστάτευα από λάβαρα ξένα και οδόντας
Επί τριάκοντα έτη σε προστάτευα
από δολερούς μεταπράτες του ήλιου
εμπόρους, χωροφύλακες και Αλ Καπόνε
με χαρτοφυλάκια
Εγώ που άνθρωπος δεν είμαι
σε τραγούδησα με Κάλβο, με Παπαδιαμάντη, με Γονατά
κι εσύ με διαπόμπευσες στο ανίερο ύφος σου
ύφος των σκοτεινών επιθυμιών σου
ύφος των σκοτεινών σου μαζούτ
Εσύ όμως εφρόντισες να με διαδεχθεί όχλος
όχλος πληθωρισμός της εξουσίας σου
γιατί εσύ πάντοτε υπήρξες
κεντρικής αιθούσης και πηχυαία
Όμως, εγώ δεν υποχωρώ
συνεχίζω να υποσκελίζω οδοφράγματα
κι αν δεν επιστρέφω
τότε να πεις
να κάποιος που υποσκελίζοντας
οδοφράγματα
ισοσκέλισε ελευθερία και αίμα
και κάπου εκεί τώρα θα κείται
νεκρός και χαρούμενος ανάμεσα
στους αγαπάνθους
ΕΝΥΠΝΙΟΝ
Το ποίημα είναι ο εκπληρωμένος έρωτας
της επιθυμίας που παραμένει επιθυμία
Ρενέ Σαρ
Δεν ήξερα αν ήσουν
Αν ήσουν οπτασίας λιόγερμα
ανοίκειας ωραιότητας ανάκληση
εικόνισμα και αίμα πλάνης
Δεν ήξερα και
πάνω που κατάλαβα
πως ήσουν Ποίηση
δίχως λέξεις
σάστισα να σαρκωθώ το θαύμα
και σάστισε μαζί μου μια στιγμή
έρως δυναστευμένος ενδόμυχα
έρως θανών εν τη γενέσει
που τόσο βραχύβιος έζησε
λαθραίος σε πνιγμένες λέξεις
κι ας τον εναγκαλίστηκα
μ’ όλη τη δύναμη του χόρτου που γέρνει
ν’ ανταμώσει τη φλόγα
ανάμνηση, πια, ανέγγιχτης σάρκας
Μα πώς να ‘μαι τώρα σώμα
-απρόσφορο για την αφή
και το αίμα της- σώμα
που επέζησε της συντέλειας
του Πόθου
πώς να μην είμαι τώρα
άνυδρης ερημιάς
αγίνωτη ύλη
ΒΑΛΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ
Σαπίζοντας μαζί, εσύ κι ο κόσμος
μέσα στο σάλιο
ενός θεού που πνίγει
τα παιδικά της τρέλας του
Σαπίζοντας μαζί, εσύ κι ο κόσμος
μέσα σε υπερούσιες
μήτρες που ξεβράζουν δηλητήρια
Σαπίζοντας μαζί, εσύ κι ο κόσμος
μέσα σε μια υγρασία από ανθεστήριες μούχλες
και ψυχικά απόβλητα
Σαπίζοντας μαζί, εσύ κι ο κόσμος
μες στον χυμό
μιας αγάπης από βλεννόρροια
Σαπίζοντας μαζί, εσύ κι ο κόσμος
στα μουχλιασμένα υπόγεια
ενός δρόμου της δόξας
Σαπίζοντας μαζί, εσύ κι ο κόσμος
μέσα σε μια νοτισμένη βροχή
από δάκρυα
Ας σταθούμε λοιπόν
ας αγκαλιάσουμε
τούτον τον κόσμο
που μέσα μας σαπίζει
και μέσα του σαπίζουμε
σ’ αυτήν τη σάπια υγραμένη αγάπη
από ερημιές
και κόκαλα
ΣΕ ΑΓΝΩΣΤΗ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ
Δρόμος με φανάρια
και μια θάλασσα με ψαροκάικα
και πολλές βάρκες
Μοιάζει τοπίο όμοιο με του Ολιβέιρα
ή του Σαμπρόλ
Που και πού
κοιτάζω έξω από το παράθυρο
Βουνά το ατσάλι, μεγάλες χαλύβδινες μπάρες
σιδερόβεργες, φουγάρα
Η ασκήμια, αναλογίζομαι, δεν υπήρξε
ποτέ αποτυχία σε τούτο
τον κόσμο
ούτε η ομορφιά σπουδαιότερη
από ένα ξεχαρβαλωμένο
σαράβαλο
Μα κάποτε είναι ωραία
όταν σαλπάρουν το σούρουπο
οι ψαράδες και τα φανάρια
φέγγουν μες στην ομίχλη
έναν άγνωστο δρόμο
Δεν ξέρω πραγματικά πού βρίσκομαι
ούτε τι μου επιφυλάσσει τούτος ο τόπος
εκτός από θάλασσα, πέτρα και σκόνη
σκόνη και άνεμο
κι ένα αγιάτρευτο αγκομαχητό στο στήθος
να δίνει ρυθμό σε μια πεταμένη ζωή
Σκέφτομαι: Το μόνο που δεν μου χρειάζεται εδώ
είναι η μνήμη
αυτή η συνήθεια να ξαναϋποφέρεις
Ξημερώνει
Τα φανάρια σβήνουν ένα-ένα
μέσα στην πρωινή ομίχλη
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
ΚΑΘΙΔΡΟΣ
Κάθομαι κάθιδρος κι αγκομαχώ
από μέσα μου να φύγει το μίσος
σε βουνοπλαγιά της Κύπρου
Ώρα που σιωπούν τα ποτάμια
και τινάζεται μέσα σου το γέλιο των δημίων
Μόνο μακριά ακούς τον ήχο των κοριτσιών
δεν έχεις άλλην ελπίδα μες στο σκοτάδι
σαν άρχισες να προπαρασκευάζεσαι για τη λήθη
να χαίρεσαι για το πρόσκαιρο
Τι είσαι πατρίδα, του θανάτου βραχνάς
το δείχνεις σαν κρέμεσαι χρόνια
πιπίλα του αίματος
Μη ρωτάς, αν και αν η αγάπη μου
Εγώ, που έζησα όσα δεν είδα
μιλώ και βρίζω αυτά που αγάπησα
τον χλευασμό της αλαζονείας
την αγάπη της ταπεινότητας
τα λόγια που σου πρόσφερα αντίδωρο στην οδύνη
Αν σ’ είχα αγαπήσει λιγότερο
οι πέτρες του κορμιού μου θα ράγιζαν
σκόρπια κομμάτια θα ’χα για να σου δώσω
τι κρίμα που θα’ ταν!
Μα, όσο κι αν βάζω τα δυνατά μου
πάλι ξαστοχώ να πω το ακριβές
της στάχτης του έρωτος
που εχύθη στην υψικάμινο τόσων θανάτων
Το μόνο που πέτυχα
μια παρασιτική πινελιά εξορκισμού της ματαιότητας
αναβάλλοντας της αυτοκτονίας το έλεος
Κοίτα!
Ο χρόνος φεύγει
και μένουμε πίσω εμείς οι τρελοί του
να παραφυλάμε αποτσίγαρα
Ο καιρός λαξεύει τα μάρμαρα με κτυπήματα διαβολικά
κι αφήνει κάτω επιτύμβια σκόνη
ν’ απλωθεί ο άνεμος
Φοβερά παλαιών καιρών απορρίμματα
στον πάτο της μνήμης κατακάθονται
σε λίγο ακούγεται ο χάρτης της οδύνης μας
αφανίζονται χωριά και πόλεις
γίνεται προνόμιο το κενό μεγάλο
Κι αν δεν ήταν κάποιοι απόστολοι
κι αναχωρητές την γκαζομηχανή να πατήσουν
του θανάτου της φθοράς
το κελαηδητό του κορμιού να χύσουν πάνω στην άμμο
τα κοιτάσματα της ντροπής
θα ’μεναν ανεξάντλητα
Όσο για μένα που μιλώ
δεν ξέρω να χειρίζομαι πεπρωμένα
και μ’ αρέσουν οι ανεμόσκαλες
Τα λιγοστά που έχω είναι τούτα
δυο καρβουνάκια από τη θράκα του Όμηρου
όθεν κρατεί η ψυχή μου
κι ότε μου δίνει ο δαίμονας να πλανηθώ
την πλάνη μου με γλαυκά υλικά ετοιμάζω
.
.
ΕΝΤΟΣ ΣΥΝΟΡΩΝ (2000)
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Μέσα στο πρώτο ποίημα
βρίσκονται ενταφιασμένα
όλα τα σώματα
της ποιήσεως
Λέξεις, φράσεις, στίχοι, ποιήματα
αποπλύματα της έκφρασης
όλες οι ασπονδύλωτες εκρήξεις
του λεκτικού
οι ηφαιστειακές εκκενώσεις
των σπλάχνων
σαν οικογενειακός τάφος
που μέσα του δέχθηκε
σε σαβανωμένη λιτότητα
όλη τη γενεαλογία
της μοναξιάς
ΜΑΝΙΑΚΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Ένας αναγνώστης μανιακός
που εκ φύσεως υιοθετεί
όλα τα απόβλητα
της έκφρασης
όλες τις απόπειρες και τα διαγραφέντα
μπορεί να αποβεί μάρτυρας
της διαρκούς αυτοαναίρεσης
του συγγραφέα
ώσπου αυτός να πετύχει
έναν διάπλου ικανοποιητικό
της θερμαινόμενης ζώνης
ανάμεσα στην εκκίνηση και στο τέρμα
όπου διεξάγονται οι μάχες
να αιχμαλωτιστεί το ανείπωτο
οι εξοστρακισμοί των περιττών
η μετά ρώμης και τέχνης
πολιορκία του ακατάληπτου
ΑΗΔΙΑ
Από αηδία
για τη σιχαμερότητα της βολεμένης ζωής μας
μ’ έπιασε μια μανία απ’ το πρωί να βρίζω
συλλήβδην και αδιακρίτως
ό,τι ερχόταν στο στόμα μου
ό,τι ανέβαζε το αίμα στο μυαλό μου
καλούς, κακούς, δικαίους και αδίκους
την καθεστηκυία τάξη και τους γραφιάδες της
εχθρούς και συγγενείς και φίλους
εμένα τον ίδιο
ώσπου το βράδυ, σαν έπιασα πάλι να βρίζω
έναν μπαγαπόντη πολιτευτή στην τηλεόραση
ένιωσα πόσο οι βρισιές βοηθούν
οι υπόκωφοι τριγμοί της γλώσσας ν’ ακουστούνε
και πώς ανοίγουν δρόμους
οι καταραμένες μέσα σου φωνές
για να περάσουν
ΨΗΦΙΔΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
Πήρα στα χέρια μου το ημερολόγιο
Κι όπως έκανα ν’ ανοίξω
τραβήχτηκε από τις σελίδες μια Δευτέρα
που ’βγαζε καπνούς απ’ τα πλευρά
κι ένας Ιούλης καμένο σίδερο
ΤΟ ΔΕΙΓΜΑ
Μια πόλη την καταλαβαίνεις
από τις πουτάνες της – είπε
Γιατί, οι πουτάνες είναι δείγματα
για όλους τους ανθρώπους
Λοιπόν, μετά λύπης μου το διαπιστώνω
και το λέω: Η Θεσσαλονίκη πάει
ξέφτισε πια, συμπλήρωσε
«Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ» (ΑΝΤΡΕΙ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ)
Τα βουνά και τα δέντρα
κι η αφθαρσία κάτω από τα πόδια μας
Το πράσινο βαλτωμένο νερό
ανάμεσα στις σημύδες
και το παιδί μαζεύοντας βότσαλα
από τον βάλτο…
Σε λίγο θα ακουστεί ο Λόγος
όπως ακούγεται καθάριος ο ουρανός
χωρίς παραλειπόμενα καταιγίδας
Κι όταν έρθει η ώρα να φύγεις
κοίταξε να κρατήσεις από την κόπια
του λησμονημένου χρόνου
το νερό, το παιδί και το δέντρο
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ
Ήταν λιγομίλητοι, βλοσυροί
Μιλούσαν χωρίς φληναφήματα και περιστροφές
Σαν διαταγές βγαίναν από το στόμα τους οι λέξεις
Μα, γιατί απορείς;
Είναι γιατί, η προπαρασκευή της φρίκης
απαιτεί τη σιβυλλικότητα του καίριου
τη σταθερή γκριμάτσα του ταχυδακτυλουργού
πάνω από το βίαιο φέρσιμο του δολοφόνου
Είναι γιατί, η προπαρασκευή της φρίκης
απαιτεί την αιφνιδιαστική ορμητικότητα του ακαριαίου
την προμελετημένη πυγμή
που κρατά σίγουρο το χέρι του δολοφόνου
ΑΜΜΟΛΙΘΟΣ (1997)
Κάποτε βλέπεις
πως και η φθορά γίνεται πεντακάθαρη
Ακονίζει το δίκιο της στο αμόνι του Καιρού
και σε χαράζει
*
Η ερημιά
Ο υλισμός των αγίων
*
Αν σε είχα αγαπήσει λιγότερο
οι πέτρες του κορμιού μου θα ράγιζαν
σκόρπια κομμάτια θα’ χα μόνο
για να σου δώσω
τι κρίμα που θα ’ταν
Μα σε τέτοιους καιρούς
που’ χουν και οι καμπινέδες
κάτι ιερό να ξεστομίσουν
που γλαυκό και κόπρανο γίνονται ένα
το χειρότερο είναι να ξεχάσω
την τέχνη της οδύνης μου
το κορμί να υποστείλω
Ο καθείς έχει δικό του
ένα μέρος άφθαρτο ν’ αγαπήσει
όπου κάνει τον ουρανό υποχείριο
της φαντασίας του
καλλιεργεί φυτείες φιλιών και αφροδίσια
με μιαν ανάμνηση σαλεύει τον Χρόνο
και με σάρκα πολύφυλλη στην κούνια
της θηριωδίας του κόσμου
τον έρωτα νουθετεί
μη και λύσει
τον χρόνο της ομηρείας του
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΧΩΡΑ ΜΟΥ ΕΙΣΑΙ
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΜΑΝΤΑ- ΛΑΖΑΡΟΥ
ΠΕΡΙ ΟΥ 20/1/2024
Για να βαδίσουμε μαζί με τον Τίμαιο στην απροσδιόριστη, αβυσσώδη και ακαθόριστη Χώρα του Πλάτωνα αλλά και για να ακολουθήσουμε έναν ποιητή, που επιχειρεί να ενσαρκώσει με τις λέξεις του έναν κόσμο επάνω σε εκείνη την κορυφαία στιγμή της σύλληψης του, επάνω στο χορό της Γενέσεως, χορό των αισθητών και ιδεατών που χωρίζονται και αγγίζονται παραμένοντας πάντα αμορφοποίητα και αλλότρια στη γλώσσα, χρειαζόμαστε μια συνεχή επίκληση, κάτι σαν μαγικό τελετουργικό, τη συχνή επανάληψη του ερωτήματος: «Τι είναι αυτό που υπάρχει πάντοτε αλλά ποτέ δεν γεννιέται και τι είναι εκείνο που συνεχώς γεννιέται αλλά ποτέ δεν υπάρχει.»
Ο Μιχάλης Παπαδόπουλος χορογραφεί με το νέο του βιβλίο την κυκλική περιστροφή του απερίγραπτου και του λόγου, της α- ορατότητας και της εικόνας, σε μια Χώρα περιγραφικής α- δυνατότητας. Η «Χώρα» του Μιχάλη Παπαδόπουλου δεν είναι άλλη από την ποθεινή πατρίδα των ποιητών. Η ερωμένη που μένει πάντα δική τους και αλλότρια, που ενσαρκώνει και υποδέχεται τα πάντα παραμένοντας όμως αναλλοίωτη.
Το έργο είναι μια σύνθεση, ποιητική, μουσική, μαγικά εικαστική. Η «Χώρα» είναι η υψικάμινος του Έρωτα και του Θανάτου. Είναι ο τόπος του αχώρητου. Όλα είναι μνήμη και τα βάθη της μνήμης δίχως σύνορα. Με τη συγκλονιστική αρχή και την εισαγωγή του χρόνου και του χώρου αναγγέλλεται η γέννηση. Προετοιμάζεται η δόξα της Επιθυμίας, που είναι αναλλοίωτη και αρχέγονη δύναμη και ρήξη στο ναρκισσιστικό εγώ.
«Αδύτου μνήμης νέκυια τελευταία
Ώρα να γεννηθώ»
Στη Χώρα του απροσδιόριστου με τρόπο αριστουργηματικό ο ποιητής επιχειρεί την αναπαράσταση ενός ασύλληπτου κόσμου. Εμψυχώνει με εικόνες το αόρατο έως και την ανυπαρξία. Η σύνθεση μοιάζει με το παιγνίδι μιας σβούρας, που περιστρέφεται. Γυρίζοντας κρύβει. Όταν κρύβει αποκαλύπτει και όταν φανερώνει, κρύβει.
Οι πρώτοι δεκατρείς στίχοι διακρίνονται για τη θαυμαστή οικονομία που συναντούμε στα μεγάλα κλασικά έργα και συγκεκριμένα στους τραγικούς ποιητές μας, όπου στον πρόλογο των έργων τους εν σπέρματι και με πυκνότητα προοικονομούνται όσα σπουδαία και φοβερά θα ακολουθήσουν.
«Εδώ η φοβερή καταπακτή
Οι ποτάμιες ρίζες από πάντα
Ανύποπτη έρχεσαι
και μπαίνει
η παγερή φρονιμάδα
Ο χώρος που ομιλεί
η σιωπή που αφορίζει
Ό,τι ανθίζει πορεύεται
αλώβητο στην Εικόνα
Στη στάχτη
που προσεύχεται γονατιστή
η σύρραξη των στοιχείων
αναπαύει.»
«Εδώ η φοβερή καταπακτή/ οι ποτάμιες ρίζες από πάντα»: Οι πρώτες λέξεις του ποιήματος πέφτουν με την αυστηρότητα βιβλικής εικόνας. Σε όλη την πορεία και το ταξίδι μέσα στη «Χώρα» οι εικόνες θα κρατήσουν την ουσία που πότε εκβάλλει στον κόσμο των Ιδεών και πότε στην γένεση των αισθητών. Το «Εδώ» και «από πάντα» είναι προσδιορισμός τοπικός και χρονικός θεμελιωμένος στην αιωνιότητα. Είναι μια κάθετη σχέση ουρανού και γης κι αυτή η κίνηση κατάβασης θα ανανεωθεί και στη συνέχεια, όπως θα δούμε μέσα στο έργο. Η κατάβαση γίνεται εξόρμηση, τολμηρή εξερεύνηση αρχέγονων κόσμων, εξελίσσεται σε περίλαμπρη ανάβαση, οδηγεί σε μυστικές ανεμόσκαλες.
Αμέσως ακολουθεί η Παρουσία. «Ανύποπτη έρχεσαι …» Αινιγματική και διαρκής θα διατρέχει όλη τη σύνθεση και θα παραμένει πάντα απροσδιόριστη. Το αίνιγμά της φανερώνει και κρύβει πολλά πρόσωπα, δηλώνει το φως του Έρωτα και μόνο.
Η «Χώρα» του ποιητή πρέπει να διατηρήσει την απροσδιοριστία από την αρχή ως το τέλος, αφού αυτή είναι και η ουσία της, ταυτόχρονα όμως ο ποιητής πρέπει να καταστήσει τον αναγνώστη κοινωνό του έργου. Ο διάπλους της κερδίζεται όχι μόνο από τις ενότητες στις οποίες τρόπον τινά χωρίζεται το έργο χωρίς και να τεμαχίζεται η ροή του αλλά και από κάποια δομικά σημεία του έργου.
Από την εκκίνηση του «Εδώ» και «από πάντα» ο ποιητής συνοδοιπορεί με τον αναγνώστη φροντίζοντας να μοιραστεί μαζί του τα αναγκαία σημεία προσανατολισμού. Μια βουνοπλαγιά της Κύπρου. Η θράκα του Όμηρου, η Έλλη η αβύθιστος φρεγάδα, η Ίος, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο Κωνσταντίνος Καρυωτάκης, ο λαιμός του Βαγορή, ο Ψαραντώνης και ο Λιστ. Οι εκκλησίες των αγίων Ιακώβου, Κασσιανού και Λουκά, ο Πενταδάκτυλος, η Ρηγαίνης η Σούτσου, η Τεμπών η Πενταδακτύλου. Ο Μίλτος, ο Νίκος, ο Γιώργος, ο Άγγελος, ο Κώστας. Προύσα, Σμύρνη, Αϊβαλί. Μπόμπι Σαντς. Οκτωβριανά, η Ελληνική επικράτεια πτωμάτων 6 και 7, 7και 4.
Τα σημεία προσανατολισμού σε καμιά περίπτωση δεν επιβάλλουν την ιστορικότητα ως ένα βάρος σε ένα άκρως ποιητικό έργο. Αντίθετα διευκολύνουν τον αναγνώστη να συλλάβει την κίνηση, που μετατοπίζεται σε έναν κυκλικό στροβιλισμό από τον φλοιό ως το μεδούλι του χρόνου και από τόπους και πρόσωπα ως τις εκβολές της Πλατωνικής Χώρας.
Ένα άλλο δομικό στοιχείο, που λειτουργεί ως στέρεο σκοινί και αρμός στο έργο, είναι η πορεία ενός παράξενου πλήθους. Στη σελίδα 25, στο σημείο δηλαδή, όπου ο ποιητής ανανεώνει την κατάβαση ενός πλήθους από μια καταπακτή προσδιορισμένη σε «δύσεργα χρόνια.» Μιας στρατιάς ερωτευμένων. Ερωτευμένοι της ζωής, της γυναίκας, της πατρίδας, των αγώνων, της απόρθητης και αιώνιας νιότης, της άσβεστης επιθυμίας.
Στη δεύτερη ενότητα πυκνώνουν τα σημεία προσανατολισμού. Ίσως επειδή οι ποιητές πάντα γνωρίζουν τον κίνδυνο. Ίσως επειδή και ζώντες και ερωτευμένοι, δοκιμάζουν τη λύπη του θανάτου. Γνωρίζουν πότε χρειάζονται τη μνήμη, παυσίλυπο βότανο. Είναι εκπληκτικό πόσο σωτήρια λειτουργούν, ως ραχοκοκαλιά μέσα σε μια ρευστή ύλη, τα ονόματα τόπων και ανθρώπων, των δρόμων και των εκκλησιών, της Πράσινης Γραμμής, ιστορίες όπως αυτές του πρόσφυγα του 22 ή του Νότη στον «Άνεμο». Έχω την αίσθηση πως μια τέτοια ευφυής σύλληψη ως προς την οργάνωση της ποιητικής ύλης έχει τη ρίζα της μεταξύ άλλων και στην ανταπόκριση του ποιητή σε κάποιου είδους υπαρξιακή ανάγκη.
Η Επιθυμία πυρφόρος και ανεξάντλητη διαπερνά στίχο με στίχο και συνέχει το ποιητικό σώμα, την ύφανση μιας κοσμογονίας. Μέσα σε χρώματα, μουσικές, χυμώδεις κυψέλες του Χρόνου όπου το παρόν και το μέλλον ετοιμάζει το φως, τα κεριά της μνήμης λιώνουν κι ανταλλάζουν ουσίες, υψώνουν ανεμόσκαλες σε ουράνιους θόλους και κατεβαίνουν σε υπόγειες θεμελιώσεις ιστορίας. Ο Έρωτας είναι παλμός διαρκής. Το κέντρο του είναι στην καρδιά του ποιητή και στη «Χώρα» του. Είναι παλμός Γυναίκας- Πατρίδας, μεταφέρεται στον Τόπο και στη Φύση, στην συντριπτική Ιστορία και στον Άνθρωπο, στην άβυσσο της μνήμης και στα χιλιοπατημένα χνάρια του πολιτισμού. Μεταφέρεται στο ρυθμό της Γλώσσας που τραγουδά με χαρά και με πένθος την κοσμογονική δύναμη της Επιθυμίας, του Έρωτα σε όλες τις εκφάνσεις του, σε όλους τους αναβαθμούς.
« Θυμάμαι που να αγαπάω σήμαινε
να μένω ατάραχος
να με αποσβολώνει το θαύμα ναού
με τ’ αετώματα που σχηματίζαν
τα χέρια σου
κι ύστερα ν’ αποκοιμιέμαι
στην άκρη των ματιών σου
όπου, όποιος πεθαίνει, ξαναζεί
απ’ την από δω μεριά
ολόκληρος
και από την άλλη, πάλιν, εισχωρεί
παρείσακτος ως την αθανασία
Χώρα μου, είσαι
Μ΄ ένα υπέργειο φως με τύλιξαν
Κι ήταν σαν να με πύρωνε ο Ισημερινός
δέκα ηπείρων
που αδειάζει στο κορμί
όλο τον ίλιγγο
και τη δίψα.»
Μια παρουσίαση δεν μπορεί να καλύψει τα πάντα ούτε καν όλα τα σημαντικά στοιχεία για ένα βιβλίο όπως αυτό. Ο Χρόνος και η Γλώσσα για παράδειγμα ανήκουν στη θεματική του έργου. Θα προκαλέσουν σίγουρα το ενδιαφέρον για ξεχωριστές συζητήσεις και αναλύσεις. Ο ακύμαντος χρόνος του «από πάντα» σαλεύει στο κέλευσμα της μνήμης σαν κέλευσμα μοίρας. Απολιθώνεται στη «λύπη μιας κομμένης Καρυάτιδας», «σαρκοβόρος σαρκοφάγος αφήνει ολάνθιστη τη σκουριά της αγάπης και ό,τι μένει από την αρχέγονη παραφορά της επιθυμίας είναι σαν ένα δαμάσκηνο , είναι αφάγωτο από το χρόνο.» Άκλιτο κέλευσμα και αναπόδραστος ο χρόνος.
Παρακάμπτοντας το μεγάλο θέμα Γλώσσα, και αν σταθούμε μόνο στη γλωσσική μορφή του έργου, δεν μπορεί παρά να εκφράσουμε το θαυμασμό μας για τη γλυπτική της και τον γλύπτη. Οι στίχοι, φορτίο από πνεύμα και ύλη, σπινθηρίζουν. Εικόνες και μεταφορές ανίδωτες και πρωτάκουστες υποχρεώνουν τις αισθήσεις μας να τεντωθούν σε μουσικές ανήκουστες.
Το τελευταίο μέρος του έργου τιτλοφορείται «Έξοδος». Ο τίτλος είναι μια υπόμνηση στην αρχαία τραγωδία. Όπως ο θεατής έτσι και ο αναγνώστης κλείνοντας το βιβλίο χρειάζεται ένα στοχασμό, που θα ακουμπήσει τα συναισθήματα του με έναν ανακουφιστικό τρόπο. Η έξοδος στην ποιητική σύνθεση του Μιχάλη Παπαδόπουλου αναδιπλώνεται σε τρία μέρη. Η σκουριά της αγάπης κι η φθορά. Ανέλπιδη είναι και η ομορφιά. Η γλώσσα αδυνατεί να την σώσει κι εγκαταλείπει τον ποιητή. Ακολουθούν στίχοι ως απολογία και υπεράσπιση του ποιητικού αγώνα και του ίδιου του ποιητή, της πορείας και του μόχθου του. Ο τελευταίος χαιρετισμός απευθύνεται στις λέξεις. Δεν είναι γλώσσα πια. Βουλιάζει στην παντοδυναμία του χρόνου και υποχωρεί στην α-ορατότητα και στο ανείπωτο, στην α-δυνατότητα να ιδωθούν και να ειπωθούν τα πάντα. Ασύνορος η μνήμη, το σύνορο της των πάντων θέασης συντριπτικό, αποκαλυπτικό της φθοράς και του θανάτου, υπολειπόμενος πάντα ο λόγος. Όμως «τι υπέροχα ανάγλυφα στις μετόπες του ανείπωτου» λάμπουν και πάλι όλα μέσα στη Χώρα, παρόλη τη μελαγχολία του ποιητή.
Το έργο του Μιχάλη Παπαδόπουλου είναι ένας ποταμός που ρέει ανάμεσα σε κορυφές ογκόλιθους της λογοτεχνίας όπως ο Σαιντ Τζων Περς και ο Ρίλκε για λόγους που από το βήμα μιας παρουσίασης δεν μπορώ να τεκμηριώσω. Μόνο συνοπτικά να πω ότι έχει ισάξιες ποιότητες στη γλώσσα, στην έκταση της φωνής, στη δύναμη της πνοής, στο βάθος της σύλληψης κι εξερεύνησης των θεματικών του.
Αν θα δινόταν ένας συνοπτικός υποτιτλισμός του έργου θα ήταν «Η Επιθυμία. Η εκπληρωμένη Επιθυμία που παραμένει Επιθυμία.» Διατρέχει μια χώρα, όπου ο έρωτας ανθίζει σε όλες τις εκφάνσεις του και βασιλεύει πέρα από τις στάχτες μιας ολοκλήρωσης. Αυτή η ζείδωρος δύναμη είναι ένα θαύμα. Αν έπρεπε με μια λέξη να συνοψίσουμε το ποιητικό κατόρθωμα του Μιχάλη Παπαδόπουλου είναι κι αυτή δική του λέξη: Θελξιμέλεια. Μπορείς μέσα σε έντεκα φθόγγους να ακούσεις τη μελωδία της «Χώρας».
.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
ΠΟΙΕΙΝ 31/1/2024
«Η φρεγάδα Έλλη αβύθιστος»: σχόλια πάνω στο συνθετικό ποίημα
του Μιχάλη Παπαδόπουλου Χώρα μου είσαι (Σμίλη 2023)
Ο έρωτας είναι κυρίως μια αμφίσημη και ταυτόχρονα αποκαλυπτική εμπειρία, αφού συντίθεται από την ένωση δύο αντίρροπων δυνάμεων. Του ερωτικού υποκειμένου που δονείται αποκαλυπτικά τυφλωμένο από την ομορφιά και τον παντοδύναμο έρωτα, και του ερωτικού αντικειμένου. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που το σημαίνον από πολλές απόψεις συνθετικό ποίημα του Μιχάλη Παπαδόπουλου Χώρα μου είσαι (Σμίλη 2023) πηγάζει από το καθοριστικό για τον ποιητή γεγονός του ανεκπλήρωτου ή εκπληρωμένου και βιωμένου έρωτα, στοιχείο που λειτουργεί ως καθοριστικός τόπος ή καλύτερα «Χώρα» της γλώσσας και της ύπαρξης του ποιητή.
Κεντρικός θεματικός πυρήνας, επομένως, αυτού του καλαίσθητου εκδοτικά βιβλίου είναι ο επιτυχημένος συγκερασμός ενός δυναμικού ερωτικού οίστρου-ερωτικής εμπειρίας με μια φιλοσοφική ενατένιση του κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης, σε συνδυασμό με το φλέγον ζήτημα του χρόνου. Μέσα σε αυτόν τον μεταιχμιακό χώρο, η μνήμη γίνεται ο μόνος δρόμος που οδηγεί στην αυτογνωσία, καθιστώντας την ποιητική αφήγηση ένα αποκαλυπτικό ενδοσκόπιο. Και με αυτό τον τρόπο αποτυπώνεται η διαδρομή που ακολουθεί το ποιητικό υποκείμενο που βιώνει τον έρωτα, καθώς ενώ συμμετέχει από τη μια στην αμείλικτη και αδιάκοπη ροή του φυσικού χρόνου, από την άλλη καλείται να κατανοήσει και να εκφράσει τον δικό του εσωτερικό και προσωπικό χρόνο, ο οποίος λειτουργεί πολύ διαφορετικά από τον φυσικό. Έχοντας, λοιπόν, ως βασικό άξονα την αρχέγονη και καταλυτική δύναμη του έρωτα, ο Παπαδόπουλος στο ανά χείρας συνθετικό ποίημα ανατέμνει τα προσωπικά του βιώματα, εσωτερικεύοντας και φορτίζοντάς τα με τρόπο ευρηματικό φωτίζοντας την ψυχική του ενδοχώρα.
Έχω σημειώσει εμφατικά πολλές φορές τον όρο συνθετικό ποίημα, γιατί παρά το γεγονός ότι το κάθε μέρος του βιβλίου έχει τίτλο (Άσπρο του έρωτα-Λόγος πρώτος, Άλικο βαθύ-Λόγος δεύτερος, Σαν κυανό-Λόγος τρίτος, Έξοδος) και αποτελείται από ξεχωριστά ποιήματα, εντούτοις δύσκολα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η συλλογή αποτελεί απλή συναγωγή ξεχωριστών ποιημάτων. Κι αυτό γιατί η απουσία τίτλου, η στενή αλληλουχία των ποιημάτων, η οργανική κλιμάκωση και ενορχήστρωση των θεμάτων, καθώς και το ενιαίο βιωματικό υπόστρωμα, αποτελούν στοιχεία που αποκαλύπτουν, βεβαίως, τη συνθετική σκέψη, τη δραστική κοινωνική παρουσία, αλλά και τη λυρική και φιλοσοφική προσωπικότητα του ποιητή, αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύουν ότι η συλλογή πρέπει να αναγνωσθεί ως ποιητική σύνθεση.[1]
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου (Άσπρο του έρωτα-Λόγος πρώτος) δεσπόζει η αποκαλυπτική και λυτρωτική εμπειρία του έρωτα ως πραγματικού τόπου-χώρας. Μέσα σε αυτή την ιδανική ποιητική «Χώρα»-ευτοπία, έρωτας και ποίηση προβάλλονται όχι μόνο ως η ουσία της ύπαρξης, αλλά και ως πρόσκαιρη νίκη του ανθρώπου κατά της φθοράς. Σε αυτό το πλούσιο, λοιπόν, σε εικόνες και λυρισμό ποίημα, το έκθαμβο ανδρικό ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί να εκφράσει την πρωτόγνωρη και επώδυνη επαφή του με την ομορφιά και να κατακτήσει ερωτικά μια γυναίκα, που γίνεται η Μούσα του και η οποία κατέχει δύο αρχετυπικά χαρακτηριστικά: την απόλυτη ομορφιά και την αρετή.
Ο ποιητής γράφει, και ο κιρκάρδιος ρυθμός της γλώσσας του παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα ποιητικό σύμπαν αισθησιακό, σπαρακτικό, μα και συνάμα αισθαντικά φιλοσοφικό και στοχαστικό, το οποίο ανάγει υμνητικά τον έρωτα στο μοναδικό πρίσμα υπό το οποίο το ποιητικό υποκείμενο βλέπει τον πανέμορφο, αλλά και βάναυσο κόσμο, καθώς και τη δική του επισφαλή θέση μέσα σε αυτόν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μια ενδιαφέρουσα παράμετρος αποτελεί η ποιητική, αλλά και ερωτική λειτουργία της φύσης. Κι αυτό γιατί μέσα στο ευτοπικό περιβάλλον της «Χώρας», η φύση δεν προβάλλεται ως κοινότοπο ειδυλλιακό τοπίο, αλλά ως μια παλλόμενη χώρα-μήτρα των αναγεννητικών δυνάμεων της ζωής, της γραφής και του έρωτα. Μέσα της ο ποιητής ξαναγεννιέται, για τούτο αναβαπτίζει τις λέξεις και την ύπαρξή του, ξανακοιτάζοντας τον κόσμο με μια ματιά παρθένα, παιδική͘͘˙ μια ματιά ερωτικά ποιητική που δονείται αποκαλυπτικά από τα απλά, αλλά και συνάμα μέγιστα κοσμολογικά στοιχεία όπως το φως και το σκοτάδι, το μουσικό λίκνισμα των δέντρων και η σιωπή, το απροσμέτρητο ύψος των βουνών και το χάος, το μπλε βαθύ του ουρανού και της θάλασσας.
Δεν είχα όνομα, ενδιαίτημα
καρπούς
πράγματα γύρω μου
μια λέξη να με ορίσει
Κι έβλεπα μέσα στη δίνη
άγνωστης παρουσίας
ένα δέντρο μονάχο ιώβειας θλίψης
κι ένα σκοτάδι να δροσίζεται
γύρω του
μια κεκαυμένη ζώνη παράξενης
ψυχρότητας
όπου λιώνουν απ’ τον πάγο φωνές
όπως ακούς δίκαιο να ανοίγει
«Είσαι η γη που πιάνει ρίζες *
και πάνω της όλα ιδρύονται»
ο προπομπός λάμψεων
ανήκουστων
ο φέρων την ελεημοσύνη
στο χείλος
την καρτερία στη σύνθλιψη
ο βλέπων με την αχρωματοψία
του ερέβους
ο ποιητής του ρίγους
στα σκοτεινά σκηνώματα
εκείνος που ξυπνά την ώρα
του ύπνου
και όλα γύρω του ονειρεύονται
Μα
τούτη τη νύχτα
που σφίγγει στα πλευρά σου ο Πηλός
και πάνω τους χαράζει
σαν από αίμα
ανθισμένο
μια ευωδία ελπίδας
μου δόθηκε να σε ιδώ
άγαλμα που ζωντανεύει
στ’ όνειρο
και διαβαίνει το κατώφλι
του ύπνου
γυναίκα
Χώρα μου είσαι
Με μια χειμαρρώδη γραφή, λοιπόν, το ερωτευμένο ποιητικό υποκείμενο περιδιαβάζει και περιγράφει τη μόνη του πατρίδα-«Χώρα», εκείνη του ερωτικού σώματος˙ πρόκειται, ωστόσο, για μιαν επικίνδυνη «Χώρα»-πατρίδα που από στιγμή σε στιγμή μπορεί να μεταμορφωθεί σε μητριά ξενιτειά. Η παραδείσια ενότητα, επομένως, όλου του κόσμου και η αλήθεια της ύπαρξης του γράφοντος γεννιέται μέσα στο ερωτικό σώμα της γραφής. Μέσα σε αυτό το αρχετυπικά αποκαλυπτικό πλαίσιο, ο πόνος που προκαλεί η θέαση της ομορφιάς, ξυπνά μνήμες από το παρελθόν και γίνεται η συνειρμική αφορμή για να ξεκινήσει μια καταβύθιση σε κατακερματισμένες εικόνες, ονόματα, αισθήματα και εμπειρίες του ποιητή από την παιδική ηλικία, τη σεξουαλική αφύπνιση, την εφηβεία, την ενηλικίωση, τα οικογενειακά τραύματα και τις ενοχές από παλιότερους έρωτες, την προδοσία, τη βία της σύγκρουσης με την πραγματικότητα, το ατελέσφορο του έρωτα.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, επομένως, που τιτλοφορείται (Άλικο βαθύ-Λόγος δεύτερος), η αποκαλυπτική εμπειρία του έρωτα που προβάλλεται ταυτόχρονα ως υπαρξιακή, κοινωνική, ερωτική και ποιητική ταυτότητα-«Χώρα», οδηγεί αναπόφευκτα σε μια συνειρμική μετατόπιση στην παιδική, εφηβική ηλικία του ποιητικού υποκειμένου, αλλά και στην αποτύπωση μιας κοινωνικής στην ουσία και βάθος ποίησης· μιας ποίησης που καυτηριάζει την αλλοτρίωση της ιστορικής μας μνήμης και ταυτότητας και διαφοροποιείται από την τετριμμένη, εσωστρεφή ερωτική ποίηση που στις πλείστες περιπτώσεις καταλήγει σε μορφή γλυκερού μονολόγου ή περίκλειστη ποίηση δωματίου.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που σε αυτό το μέρος, αλλά και σε όλο το μήκος και πλάτος του βιβλίου η πανέμορφη γυναίκα ταυτίζεται ευκρινώς με την πατρίδα και με την ποίηση ͘ ούτε βεβαίως ότι ο ποιητής καταθέτει εδώ από τη μια την αδιάκοπη αγωνία του για την ημικατεχόμενή του πατρίδα κι από την άλλη στιγματίζει τον καταναλωτισμό, την κοινωνική αδιαφορία, την αλόγιστη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, την ποιητική ματαιοδοξία και τον συντεχνιακό φθόνο, στοιχεία που επικρατούν στις μέρες μας. Κι αυτό επιτυγχάνεται χωρίς να αποβάλλεται η εμπειρική αφόρμηση και η φιλοσοφική πρόσληψη του κόσμου, γεγονός που αποδεικνύει την ικανότητα του ποιητή να εκμεταλλεύεται το βιωματικό υπόστρωμα και να το μετακενώνει στο ποιητικό σώμα. Το στοιχείο, επομένως, του ιστορικού και κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, είναι τόσο ισχυρό που υπερβαίνει τη θεματική και κατ’ επέκταση ψυχολογική εσωστρέφεια του πρωταρχικού και δεσπόζοντα ερωτικού θεματικού πυρήνα, διαγράφοντας απομυθοποιητικά την έκπτωτη πολιτικοκοινωνική μας πραγματικότητα, η οποία ορίζεται ως δυστοπία, Χώρα-μητριά.
Στο τρίτο μέρος της συλλογής (Σαν κυανό-Λόγος τρίτος), αλλά και στο καταληκτικό μέρος (Έξοδος) δεσπόζει η τρίτη, τέλος, παράμετρος που οροθετεί και συνέχει την ποιητική πορεία του Παπαδόπουλου: ο χρόνος. Έχοντας συνειδητοποιήσει μέσα από την αποκαλυπτική και λυτρωτική εμπειρία του έρωτα την μερική άρση του χρόνου, αγγίζοντας, με άλλα λόγια, στιγμιαία την αιωνιότητα, το ποιητικό υποκείμενο πασχίζει να ενοποιήσει τις συμβατικές διαιρέσεις του φυσικού του χρόνου (παρελθόν, παρόν και μέλλον) μέσα από την πρόσκαιρη ερωτική συνοχή και μια ενδιάθετη φιλοσοφική αναζήτηση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας, «αν ο θάνατος αποτελεί την κορύφωση της υπαρξιακής αγωνίας του ανθρώπου, τότε ο έρωτας και η ποίηση αποτελούν φωτεινές οχυρώσεις και υποστήλια για την ανάσχεση της λήθης και της φθοράς. Και είναι αυτός ακριβώς ο διχασμός ανάμεσα στη φθορά και την αιωνιότητα που αντανακλά τον σωματικό, αλλά ταυτόχρονα και φιλοσοφικό δυισμό του ποιητή, που αποκαλύπτει την ανικανότητά του να συμβιβαστεί με την αναπόφευκτη ρευστότητα της ζωής».[2] Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά εύθραυστο και αντιθετικό πλαίσιο, η παντοδύναμη ερωτική εμπειρία μπορεί να ακυρώνει τον δυνάστη χρόνο και να απελευθερώνει, έστω για λίγο, από αυτόν, στην πραγματικότητα, όμως, παραμένει πεπερασμένη και δεν μπορεί να τον υπερβεί.
Ο έρωτας, επομένως, αποτελεί στην ανά χείρας συλλογή την πρωταρχική και κορυφαία έκφραση του θείου. Το δράμα, λοιπόν, αυτής της ερωτικής και αποκαλυπτικής εμπειρίας και κατ’ επέκταση ποίησής του Μιχάλη Παπαδόπουλου μετατοπίζεται συνεχώς, όπως έχω προαναφέρει, «σε τρεις ομόκεντρους κύκλους: την ύπαρξη, τον χρόνο και τη γλώσσα. Κυριότερη και βαθύτερη είναι η βασανιστική αίσθηση της γλώσσας, καθότι ο ποιητής την αντιλαμβάνεται ως επίκεντρη όχι μόνο του χρόνου και της γραφής, αλλά και της ίδιας της ύπαρξης, προσδίδοντας φιλοσοφική διάσταση στη μεταξύ τους όσμωση και διαλεκτική παρουσία· κι εδώ, φυσικά, εντοπίζουμε την καθοριστική επίδραση του υπαρξισμού και ειδικότερα του Μερλό Ποντί».[3] Τονίζω εδώ εμφατικά τη βασανιστική αίσθηση της γλώσσας και τη συνεπακόλουθη αυτοαναφορικότητα ως κυρίαρχο στοιχείο της ποίησης του Παπαδόπουλου, καθώς κάποιοι (σκοπίμως ή μη) προτιμούν να εστιάζουν απλουστευτικά μόνο στο φιλοσοφικό υπόβαθρο της ποίησής του, παραμερίζοντας το γλωσσικό, το βιωματικό και το υπαρξιακό στοιχείο, στοιχεία τα οποία φορτίζουν αισθητικά, δυναμικά και λειτουργικά την ποιητική του.
Από μορφολογική τώρα άποψη, η αξιοποίηση καθημερινών βιωμάτων και αντιποιητικών λέξεων που συνυφαίνονται αντιστικτικά με το γνωστό στον Παπαδόπουλο υψηλό και λυρικό ύφος προκειμένου να αποκτήσουν είτε μια συμβολική και πολύσημη προοπτική είτε τη δυνατότητα μιας έμμεσης κοινωνικής καταγγελίας, τα συνειρμικά άλματα και η συνθετική τεχνική του ποιήματος, η μουσική και ρυθμική αγωγή του λόγου, η αισθητικά δραστική σύζευξη λυρικού και στοχαστικού, φιλοσοφικού στοιχείου, η βιωματική καταγωγή της ποιητικής ύλης, η συνύφανση του ερωτικού και υπαρξιακού στοιχείου με μιαν αυτοσαρκαστική διάθεση, η ευεργετική ζύμωση μιας εκφραστικής καθαρότητας μαζί με μιαν ανοίκεια απροσδιοριστία, και τέλος η επιτυχής και λειτουργική σύζευξη πολύσημων αρχετύπων και ιστορικοκοινωνικού προβληματισμού, αποτελούν μερικές από τις λογοτεχνικές αρετές του βιβλίου. Αρετές οι οποίες πιστοποιούν ότι έχουμε μια από τις ευτυχέστερες στιγμές της σύγχρονης λογοτεχνικής μας παραγωγής και, κατά την άποψή μου, το magnum opus του ποιητή. Η εμπειρία, πάντως, της ανάγνωσης αυτού του σπουδαίου συνθετικού ποιήματος γεμίζει τον αναγνώστη με ένα αίσθημα ιερό και συνάμα οικείο, προσφέροντάς του σε αρκετές στιγμές το αίσθημα της πληρότητας.
Είσαι προέκτασις φλοίσβου
εφάμιλλη γυναικός
είσαι η φρεγάδα Έλλη αβύθιστος
είσαι η νήσος Ίος
μετά των νεφελών της
είσαι ακρωτήριον σώματος
μετά των θαλασσών του
είσαι όταν ανατέλλει του στήθους
ο γλυκός υπερίων
είσαι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
εν τη αναλήψει του
είσαι λευκόχειρ ο Κωνσταντίνος Καρυωτάκης
ο λαιμός του Βαγορή στην αγχόνη
συλλαβίζοντας ευώδιασμα:
-λευ-θε-ρι-ά
.
.
Ερημίτης όμβριος (Οξύτονα για τον Καρούζο)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
CULTUREBOOK 15/3/2023
Ποιητικό δοκίμιο για τον Νίκο Καρούζο: σχόλια πάνω στην ποιητική συλλογή του Μιχάλη Παπαδόπουλου Ερημίτης όμβριος
Με την έβδομη καλαίσθητα εκδοτική ποιητική του κατάθεση που τιτλοφορείται ευφυώς Ερημίτης όμβριος (Οξύτονα για τον Καρούζο), ο Μιχάλης Παπαδόπουλος με κυρίαρχα μέχρι σήμερα θεματικά διακριτικά της ποίησής του τη διακειμενικότητα και την αυτοαναφορικότητα, εισάγει αισθητικά δικαιωμένα, αλλά κυρίως ποιητικά και μορφολογικά καινοτόμα τη μορφή του ποιητικού δοκιμίου, γεγονός που μας αναγκάζει να δούμε το σύνολο της ποίησής του ως έργο εν προόδω. Πιο συγκεκριμένα, ο ποιητής εστιάζει στον ποιητή Νίκο Καρούζο, που αγάπησε και θαύμασε βαθιά, συνομιλώντας δημιουργικά πρωτίστως με το έργο του, αλλά και φωτίζοντας ταυτόχρονα στοιχεία του βίου του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Παπαδόπουλος οικειώνεται μαστορικά τη φωνή του ποιητή που επιλέγει να συνομιλήσει, χωρίς να χάνει, ωστόσο, από την άλλη, τη δική του προσωπική φωνή, η οποία συνυπάρχει αδιαλείπτως μαζί με τη φωνή του προπάτορα ποιητή-καλλιτέχνη, αναδεικνύοντας την «ακτημοσύνη των λέξεων»[1] ως βασικό συστατικό της δικής του ποιητικής, αλλά και της ποίησης εν γένει.
Δεν είναι, επομένως, καθόλου τυχαίο πως η καινοτόμα αυτή ποιητική σύνθεση έχει πρωτίστως μια ισχυρή κριτική αναγνωστική βάση, καθώς ο δημιουργικός και ποιητικός διάλογος που αναπτύσσεται δεν περιορίζεται στα αυτονόητα ή πολύ γνωστά, αλλά αποκαλύπτει άγνωστες και αγνοημένες πτυχές του έργου του προκάτοχου ποιητή. Δεν είναι, μάλιστα, άνευ σημασίας ότι το ύφος και ήθος γραφής του Παπαδόπουλου συνομιλεί συχνά και δημιουργικά με συγγραφείς και καλλιτέχνες που παραμένουν στο τυφλό σημείο του υφιστάμενου λογοτεχνικού κανόνα, όπως εν προκειμένω ο Νίκος Καρούζος. Σημειώνω, λοιπόν, εξαρχής, ότι το ανά χείρας βιβλίο Ερημίτης όμβριος, είναι γραμμένο από έναν ποιητή που γνωρίζει και εκτιμά την ποίησή του Καρούζου όσο ελάχιστοι, αφού αποτέλεσε, σύμφωνα με τον ίδιο τον Παπαδόπουλο, τον κυριότερο λόγο ενασχόλησής του με την ποίηση και καταδεικνύει την εκλεκτική του συγγένεια με το έργο του Ναυπλιώτη ποιητή. Για τούτο ίσως οικοδομείται κλιμακωτά στη συλλογή μια δυναμική, κατά την άποψή μου, γέφυρα επικοινωνίας, πάνω στην οποία τροχοδρομείται αφενός μια βαθιά και δημιουργική ανάγνωση του συγκεκριμένου έργου-ποιητή, και αφετέρου μια εξαιρετικά πρωτότυπη ποιητική πρόταση.
Πέραν τούτων, η ανά χείρας συλλογή εντάσσεται στην εναγώνια ποιητική προσπάθεια του Μιχάλη να αναζητεί συνεχώς οχυρώσεις και αναχώματα για την ανάσχεση της επικείμενης φθοράς, της λήθης και του διαμελισμού. Το πεδίο της μάχης μετατοπίζεται συνεχώς σε τρεις ομόκεντρους κύκλους: την ύπαρξη, τον χρόνο και τη γλώσσα. Κυριότερη και βαθύτερη εκ των τριών και σε αυτή τη συλλογή (που όχι τυχαία αφιερώνεται στον λεξίφλεκτο Καρούζο) είναι η βασανιστική αίσθηση της γλώσσας, καθότι και οι δυο ποιητές την αντιλαμβάνονται ως επίκεντρη όχι μόνο του χρόνου και της γραφής, αλλά και της ίδιας της ύπαρξης, προσδίδοντας φιλοσοφική διάσταση στην έννοια του βάθους και της αντιφατικότητας του φαινομένου. Γι’ αυτό στην ύψιστη βαθμίδα η ποίηση του Παπαδόπουλου έχει κάτι από την αφαίρεση ή την πύκνωση της μουσικής και της φιλοσοφίας, που αμφότερες τις ενστερνίστηκε και ακολούθως τις θεματοποίησε θαυμαστά ο Καρούζος, ως χοροπηδήματα προς το άυλο.
Εστιάζοντας περισσότερο στον διάλογο του Παπαδόπουλου με τον κατεξοχήν ποιητικό του πρόγονο, παρατηρούμε αρχικά ότι, όπως και στον Καρούζο, η μυθική σκηνοθεσία του συνθετικού αυτού ποιήματος-δοκιμίου έχει τέτοια μορφή ώστε να περικλείει μέσα στον χώρο και τον χρόνο της το δρων πρόσωπο (ενδοκειμενικό ποιητή ή ποιητικό υποκείμενο) ως συστατικό στοιχείο της πλοκής, εν προκειμένω τον ίδιο τον Νίκο Καρούζο και πιο πίσω τον Μιχάλη Παπαδόπουλο. Κι όπως στην ποίηση του Καρούζου, έτσι και στην παρούσα συλλογή, αλλά και γενικότερα στην ποίηση του Παπαδόπουλου, η οργάνωση του ποιητικού μύθου επικεντρώνεται κυρίως αποκαλυπτικά στη μοναχική και καταδιωγμένη από την κοινωνία ύπαρξη του προικισμένου ήρωα-ποιητή, ενώ τοποθετεί παράλληλα στο κέντρο μια μάσκα κλόουν ενός υπερευαίσθητου εγώ. Και πάνω σε αυτήν τη μάσκα διακρίνουμε αχνά ένα διακριτικό μειδίαμα εναρμονισμένο με την όλη παράσταση που δίνεται πάνω στην ποιητική σκηνή, ενώ πίσω από το παραπέτασμα συνειδητοποιούμε πως πρόκειται τελικά για ένα αντεστραμμένο υπαρξιακό και γλωσσικό δράμα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας, ό,τι αντικειμενικοποιείται στην ποίηση του Καρούζου, αλλά και του Παπαδόπουλου είναι τελικά η διαλεκτική αντιπαράθεση του πνεύματος με τη γλώσσα ως βάση, λειτουργία και ορίζοντας κάθε οικείωσης του κόσμου. Η ποιητική γλώσσα αποβαίνει, λοιπόν, και για τους δύο ποιητές, ο μόνος τρόπος να γνωρίσουν, να δώσουν σχήμα και ύπαρξη στη δική τους τραυματική και συνάμα λυτρωτική αλήθεια, κοινωνώντας την στον αναγνώστη. Και οι δύο ποιητές, πάντως, δεν μπορούν παρά να διακρίνουν μιαν εξ ορισμού εχθρική και καταστροφική συνθήκη, ένα κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο η κυριαρχία μιας άτεγκτης και φύσει αποξενωμένης και αποξενωτικής πραγματικότητας σπρώχνει τα πάντα στην απουσία και στον θάνατο, μεταφορικό ή αληθινό.
Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, η κοινωνική περιθωριοποίηση του ποιητικού υποκειμένου, η ανέκκλητη φθορά του σώματος και η εξαχρείωση των αισθημάτων αποτελούν διάφορες εκδοχές της υπαρξιακής ερημιάς και του παραλόγου. Η συνεπακόλουθη υμνητική από τη μια στάση (προς τον προπάτορα ποιητή), αλλά και σκωπτική ή ειρωνική από την άλλη διάθεση συνδυάζεται σε όλο το μήκος και πλάτος της συλλογής-ποιητικού δοκιμίου με μια διάχυτη πικρία και έντονη αντισυμβατική στάση, που διαμορφώνουν τον αντίλογο του ποιητικού υποκειμένου στην καθημερινή φθορά και στην πολιτιστική, ηθική έκπτωση. Θα μπορούσαμε, με άλλα λόγια, να πούμε ότι τα ποιήματα της ανά χείρας συλλογής συνθέτουν ένα είδος ποιητικού ηθικού θεάτρου, όπου ο έρωτας, η ελπίδα, η ποίηση από τη μια και η ματαιότητα, το αναπότρεπτο και το αναπόφευκτο που καραδοκεί από την άλλη, καλύπτουν όλο το αναγνωστικό πεδίο ∙ και το φυσικό προσκήνιο, αλλά και το μεταφυσικό του βάθος.
Μέχρι τώρα έχω χρησιμοποιήσει τόσες φορές τον όρο ποιητικό δοκίμιο για να εξηγήσω αυτό που επιχειρεί να πετύχει ο Μιχάλης Παπαδόπουλος σ’ αυτό το βιβλίο, που αισθάνομαι ότι πρέπει να εξηγηθώ καλύτερα. Υπακούοντας στον ορισμό του δοκιμίου ως λογοτεχνικού κειμένου, μιας προσωπικής σκέψης με υποκειμενική διατύπωση πάνω σε ποικίλα θέματα, αλλά και υιοθετώντας την ελευθερία που το λογοτεχνικό δοκίμιο, ειδικότερα, επιτρέπει στον συγγραφέα του ως μια δημιουργική γραφή, η οποία αρθρώνεται μεθοδικά, εν προκειμένω, πάνω στη γραφή του Καρούζου, θεωρώ ότι το πολύμορφο και πολυσήμαντο αυτό είδος βρίσκει εδώ μια ιδιαίτερα γοητευτική ποιητική αξιοποίηση, καθώς τα επιμέρους ποιήματα του βιβλίου τα οποία και συνθέτουν, εντέλει μια ποιητική σύνθεση, ενσωματώνουν και μετουσιώνουν αισθητικά σχόλια, προβληματισμούς, από όπου αναδύεται ανενδοίαστα η ποιητική φύση του συγγραφέα, αλλά και του προπάτορα ποιητή, προσφέροντας διττή αναγνωστική εμπειρία στον αναγνώστη.
Εισχωρώντας, λοιπόν, στη συνθετότητα της δοκιμιακής γραφής μέσω ενός ποιητικού λόγου, ο Παπαδόπουλος αναδεικνύει ως βασικό συστατικό στοιχείο της ποιητικής του Καρούζου, αλλά και της δικής του, τη διακειμενικότητα και τον μεταγλωσσικό, αυτοαναφορικό προβληματισμό, ο οποίος συνεπάγεται τον ευρύ διάλογο με όλο το φάσμα της λογοτεχνίας, τη φιλοσοφία, τις τέχνες, τον μύθο, την ιστορία, την καθημερινότητα. Παράλληλα, επιχειρεί να φωτίσει τα βαθιά σκοτάδια της ποίησης του Καρούζου, να υπερβεί τις αντιστάσεις του ποιητικού λόγου, στοχεύοντας στη διείσδυση της ποιητικής του Άλλου. Και μέσα σε αυτό το υβριδικό ειδολογικό πλαίσιο ο Παπαδόπουλος επιχειρεί με αναγνωστική και συνάμα ποιητική ευαισθησία και μαστοριά να συλλάβει το έλλειμμα, το άρρητο, το κενό, τόσο της ποίησης του πατέρα ποιητή, όσο της ίδιας της γραφής του ανά χείρας ποιήματος-βιβλίου, οδηγώντας τον αναγνώστη του εξελικτικά και μυητικά χέρι με χέρι.
Οικειώνοντας, επομένως, τον καρουζικό λόγο και αναγνωρίζοντας την αυθεντικότητά του, ο Παπαδόπουλος αποδέχεται από τη μια τη μεταγραφική διαδικασία (ο ίδιος αυτοαποκαλείται γραφιάς) και τη δευτερογενή λειτουργία του δικού του ποιητικού δοκιμίου, από την άλλη, όμως, εκφέρει έναν τόσο άρτιο και υψηλό ποιητικό λόγο, που επιβεβαιώνει ξανά την ωριμότητά του με μια αξιοσημείωτη σιγουριά και, ταυτοχρόνως, εγρήγορση, όπως ακριβώς ταιριάζει σε καλλιτέχνες με συγκροτημένη συνείδηση της δουλειάς τους, επιβεβαιώνοντας για ακόμη μια φορά το ότι κατατάσσεται μέσα στους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές.
Συνοψίζοντας, στην ανά χείρας ποιητική σύνθεση-ποιητικό δοκίμιο, παρατηρούμε την εξέλιξη μιας ποιητικής που δεν παρεκκλίνει από τον πρωταρχικό της πυρήνα όσον αφορά τόσο την εκλογή των θεμάτων και το βιωματικό απόθεμα όσο και την τεχνική τους διάπλαση και την υφολογική τους αποτύπωση, αλλά εξακτινώνεται μόνιμα από την ίδια μήτρα, το ίδιο μυθοποιητικό κέντρο. Με άλλα λόγια, στις σελίδες του ανά χείρας βιβλίου εξελίσσεται ένα αισθητικά δικαιωμένο παιχνίδι αγαπητικής ετερότητας με διπλή κατεύθυνση: τη συνάντηση με τον Άλλο, τον πατέρα ποιητή, αλλά και την ανάδυση του εν δυνάμει αυθεντικού ποιητικού εγώ που βροντοφωνάζει μέσα στον ίδιο. Αυτήν τη σιωπηλή και στριμωγμένη φωνή επιχειρεί να αγγίξει ο Παπαδόπουλος, ώστε ο αναγνώστης να γίνει συμμέτοχος σε μια ιδεατή ποιητική συλλογικότητα, να γίνει μέλος μιας μυστικής αναγνωστικής αδελφότητας, μιας διαχρονικής κοινοκτημοσύνης. Και με αυτό τον τρόπο ο Μιχάλης Παπαδόπουλος μας παραδίδει ένα εξαίρετο και πρωτότυπο βιβλίο το οποίο σηματοδοτεί τον συγχρονισμό της ποιητικής του ωρίμανσης με τα κύρια θεματικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά της γραφής του. Πρωτίστως, όμως, παραμένει, όπως και ο Καρούζος, ερημίτης και όμβριος, όρθιος ποιητής ανάμεσα στο κάλλος και στην ελλειπτικότητα του νοήματος.
[…]
Μακάριος αυτός
που τον επήρε αμελαγχόλητο
κορμί γυναίκας
και της έδωσε την ψυχή του να παίζει
μην έχει έγνοια του πια
την κακία του κόσμου
Μακάριος αυτός που μπόρεσε
επαναστάτης στο σώμα ενός αγίου
να φιλιώσει σάρκα και φως
προκαλώντας δυο φορές το αδύνατο
Μακάριος αυτός που μόνος μπορεί
να σωθεί και να σώσει
παρότι ναυαγός από ένστιχτο
Μακάριος αυτός
που με ψυχή πιο άδεια
από τον ουρανό
καρποφορεί όπως δέντρο
Μακάριος αυτός
που σαν πρέπει να σηκωθεί να μιλήσει
βαράει τη γλώσσα
και μαλώνει με τ’ Άπιαστο
Μακάριος σε δίεση προσευχής
στ’ Ανάπλι ο Νίκος
ερημίτης όμβριος
[…]
Είδα τη σελήνη
ανάμεσα στα δέντρα
πάνω από το δάσος της καρδιάς μου
Είδα το πρόσωπο
ανοικτό στη χλόη της αγωνίας να σφαδάζει
Αναπεπταμένα τα χέρια να πάλλουν
στη ρυθμική δόνηση του ανέκφραστου
Χείλη π’ άνοιξαν σαν χάσματα του ανέμου
για να περάσουν πόθοι
Τα πόδια της φυγής σ’ έναν δρόμο
στρωμένο βάσανα, απορίες και κόπους
Είδα το χνάρι ενός ανθρώπου
απ’ την άλλη πλευρά να φωτίζει
και δεν ήταν θάνατος ή ανάσταση
Ώσπου γύρισα τυφλός
στη φωτεινή πλευρά των ονομάτων
πράγματα χαμένων τόπων
να ψελλίζω
[…]
Εκδοχές ενός ποιήματος
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
«Η οριστική εκδοχή του ατελεύτητου ποιήματος»
Αν ο θάνατος, το αιώνιο σκοτάδι αποτελεί την κορύφωση της υπαρξιακής αγωνίας του ανθρώπου, τότε η ποίηση αναζητεί συνεχώς οχυρώσεις και αναχώματα για την ανάσχεση της επικείμενης φθοράς, της λήθης και του διαμελισμού. Και είναι αυτός ακριβώς ο διχασμός ανάμεσα στη φθορά και την αφθαρσία που αντανακλά τον επώδυνο, αλλά ταυτόχρονα και δημιουργικό εσωτερικό δυισμό του ποιητή· έναν καλλιτεχνικό, φιλοσοφικό, αλλά και σωματικό δυισμό που αποκαλύπτει τόσο την ανικανότητά του να συμβιβάσει το υπερβατικό με το γήινο, όσο και την αδυναμία του να συμβιβαστεί με την αναπόφευκτη ρευστότητα της ζωής. Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά εύθραυστο και αντιθετικό πλαίσιο, η ποίηση, ως παράσταση του αιώνιου αποτελεί άρνηση της συμβατικής, πεπερασμένης πραγματικότητας, παράλληλα όμως αποτυπώνει με τον αψευδέστερο τρόπο και την ίδιά της την ανεπάρκεια σε σχέση με την ποθητή αιωνιότητα. Κάθε ποίημα, λοιπόν, μέσω ακριβώς αυτής της ανεπάρκειάς του να αναπαραστήσει το αιώνιο στο φρικώδες τοπίο τη λευκής σελίδας δείχνει ανεπιτυχώς και αενάως το άπειρο και «[…] δεν έχει καμιάν εκδοχή / πάρεξ τη λιποταξία του ανέκδοτου / την αυτοδικία του ανυπόγραφου / την τυφλή δικαιοσύνη του αναπόδραστου / την ανημποριά να στέκει / και να κοιτάζει μόνο / στον αδειανό / καθρέφτη του» (σ. 10).
Ο Μιχάλης Παπαδόπουλος με την τέταρτη ποιητική και καλαίσθητα εκδοτική του κατάθεση που τιτλοφορείται ευφυώς Εκδοχές ενός ποιήματος (Φαρφουλάς, 2016) εκφράζει αυτόν τον επώδυνο διχασμό και φτάνει στην ωριμότητά του με μια αξιοσημείωτη σιγουριά και, ταυτοχρόνως, εγρήγορση, που εκδηλώνεται χωρίς βεγγαλικά και τυμπανοκρουσίες, όπως ακριβώς ταιριάζει σε καλλιτέχνες με συγκροτημένη συνείδηση της δουλειάς τους. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρούμε εξαρχής την εξέλιξη μιας ποιητικής που δεν παρεκκλίνει από τον πρωταρχικό της πυρήνα όσον αφορά τόσο την εκλογή των θεμάτων και το βιωματικό απόθεμα όσο και την τεχνική τους διάπλαση και την υφολογική τους αποτύπωση, αλλά εξακτινώνεται μόνιμα από την ίδια μήτρα, το ίδιο μυθοποιητικό κέντρο. Η εξαετής, πάντως, εκδοτική απουσία, σε σχέση πάντα με την προηγούμενή συλλογή του ποιητή Έλικας φανταστικού ελικοπτέρου (Φαρφουλάς, 2010) καταδεικνύει ότι η παρούσα συλλογή αποτελεί προϊόν αυστηρής αξιολόγησης και αυτοελέγχου και επιτυγχάνει την ποιοτική αναβάθμιση της δουλειάς του.
Ο Μιχάλης Παπαδόπουλος κινείται, λοιπόν, πάντα ανάμεσα σε δύο αντίθετες δυνατότητες: την πραγματική-φυσική και τη μεταφυσική. Αυτή η δισδιάστατη κατάσταση, η υπαρξιακή διπολικότητα συχνά εκφράζεται ως αντιθετική, άλλες φορές ωστόσο, τις περισσότερες είναι η γόνιμη συμπαρουσία, λίγο πολύ διαλεκτική, δύο αντιτιθέμενων πόλων, ανάμεσα στους οποίους μένει τελικά και ευτυχώς, για την ποίησή του, μετέωρος. Αυτός ο βασανιστικός, αλλά και ταυτόχρονα δημιουργικός καταγωγικός διχασμός της ποίησής του, μπορεί να υπαχθεί με ασφάλεια σε δύο καθοριστικούς άξονες, σε δύο ογκόλιθους της φιλοσοφίας. Ο πρώτος είναι η εμπειρική θεωρία του καλλιτεχνικού ιδεώδους, με αρχέτυπο την ποιητική του Αριστοτέλη. Σύμφωνα με αυτή, τα πρότυπα και οι μορφές της καλλιτεχνικής μίμησης επιλέγονται από τα αντικείμενα της αισθητηριακής αντίληψης. Ο δεύτερος είναι μια υπερβατική θεωρία, που έλκει την καταγωγή της από τον Πλάτωνα και οικοδομήθηκε από στοιχεία των πλατωνικών διαλόγων. Σύμφωνα με αυτήν τα αρμόζοντα αντικείμενα της τέχνης είναι Ιδέες-Μορφές, οι οποίες είναι ίσως προσιτές διά των αισθήσεων, αλλά σε έσχατη ανάλυση υπερβαίνουν την εμπειρία, διατηρούν μια ανεξάρτητη οντότητα στον δικό τους ιδανικό χώρο και συλλαμβάνονται μόνο με τα μάτια του νου. Και είναι αυτές οι μεταφυσικές συνεπαγωγές του πλατωνικού τρόπου σκέψης, καθώς και οι αισθητηριακές προεκτάσεις του αριστοτελικού που καθόρισαν την εξέλιξη της φιλοσοφίας και της ποίησης μέχρι τις μέρες μας.
Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι ο Ρομαντισμός, το σημαντικότερο ίσως μέχρι σήμερα αισθητικό κίνημα, το οποίο μάλιστα καθόρισε και τον Μοντερνισμό και τα Πρωτοποριακά κινήματα (π.χ. Υπερρεαλισμός) και που, κατά την άποψή μου, επηρέασε βαθύτατα τον ποιητή, μετεωρίζεται δραματικά ανάμεσα σε αυτές τις δύο μείζονες φιλοσοφικές κατευθύνσεις. Δεν μπορούμε, επομένως, να κατανοήσουμε τον τίτλο της συλλογής, αλλά και γενικότερα την ποίηση του Μιχάλη Παπαδόπουλου αν δεν συνδέσουμε τις «εκδοχές ενός ποιήματος» με την ακόλουθη βασική ρομαντική αρχή: τον συμβολικό διαχωρισμό ανάμεσα στην τέχνη ως απόλυτο ιδεώδες και στο έργο τέχνης, ποίημα εν προκειμένω, που δημιούργησε στην πραγματικότητα ο καλλιτέχνης και που δεν είναι παρά μια απλή προσέγγιση, ένα ακόμη ατελές βήμα προς το λαμπρό ιδεώδες. Και είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που η ρομαντική αισθητική αντιλαμβάνεται την καλλιτεχνική δραστηριότητα ως μια δημιουργική διαδικασία, ως ένα ατέλειωτο δημιουργικό γίγνεσθαι που οδηγεί αναπόφευκτα στο περίφημο ρομαντικό απόσπασμα· ο Δ. Σολωμός αποτελεί αναμφισβήτητα το υπέρτατο παράδειγμα της νεότερης λογοτεχνίας μας. Για τον ρομαντικό καλλιτέχνη η αισθητική απόλαυση που προσφέρει ένα ατέλειωτο έργο είναι ανώτερη από αυτήν που δίνει ένα τελειωμένο, καθότι το ατελές αποτελεί τη μοιραία και τραγική ενσάρκωση της τελειότητας προς την οποία τείνει ασίγαστη η ρομαντική δημιουργία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας, ο παιγνιώδης, αλλά ταυτόχρονα και τραγικός τίτλος της συλλογής Εκδοχές ενός ποιήματος, μετατρέπεται ξεκάθαρα σε σημαντικό ερμηνευτικό κλειδί όχι μόνο του βιβλίου, αλλά και ολόκληρης της ποίησης του Παπαδόπουλου· μιας ποίησης η οποία ταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα σε δύο αντιτιθέμενες δυνατότητες που τελικά παραμένουν και οι δύο ανοικτές και χαρακτηρίζουν, κατά την άποψή μου, την ουσία και τη μορφή της ποιητικής του ωριμότητας.
ΕΝΟΡΚΟΣ ΔΗΛΩΣΗ
Όλους εκείνους που με αγωνία
αλλά και με το δάκτυλο στη σκανδάλη
στη γωνία ενός μισοσκότεινου δρόμου
περιμένουν να δουν την εξέλιξη
της στιχουργίας μου
-Εάν έκανα βήματα προς τα εμπρός
εάν εξελίσσομαι βάσει
όλων των προειλημμένων προσδοκιών
και εκτιμήσεων-
θέλω ευόρκως να τους πληροφορήσω
πως όχι μόνον έμεινα στάσιμος
αλλά κάνω βήματα διαρκώς προς τα πίσω
και τώρα, τελευταίως, μάλιστα μερικά
μεγαλειώδη άλματα προς τα πίσω
προς εκείνη την άφατη λέξη
που ούτε λέγεται ούτε γράφεται
κι έρχεται πάντα στο τέλος
ανείπωτη άγραφη
η οριστική εκδοχή
του ατελεύτητου ποιήματος
Η ποίηση, λοιπόν, αποτελεί για τον Μιχάλη Παπαδόπουλο την πρωταρχική και κορυφαία έκφραση του θείου. Η συνεπακόλουθη αμηχανία και ο ποιητικός μετεωρισμός ενσαρκώνεται και γίνεται ποιητική οντολογία όχι ως κλασική θρησκευτική αναζήτηση, αλλά πρωτίστως ως αδυναμία ταύτισης του όντος και της ποίησης. Το πεδίο της μάχης, επομένως, δεν μεταφέρεται στο πεδίο της θρησκευτικής, χριστιανικής πίστης, αλλά μετατοπίζεται συνεχώς σε τρεις ομόκεντρους κύκλους: την ύπαρξη, τον χρόνο και τη γλώσσα. Κυριότερη και βαθύτερη εκ των τριών είναι η βασανιστική αίσθηση της γλώσσας, καθότι ο ποιητής την αντιλαμβάνεται ως επίκεντρη όχι μόνο του χρόνου και της γραφής, αλλά και της ίδιας της ύπαρξης, προσδίδοντας φιλοσοφική διάσταση στην έννοια του βάθους και της αντιφατικότητας του φαινομένου· κι εδώ φυσικά ενυπάρχει ταυτόχρονα η καθοριστική επίδραση το υπαρξισμού. Κάτω από τούτο το πρίσμα ο ποιητής ως δεσμώτης και ως δέσμιος της γλώσσας νιώθει έντονα και ταυτόχρονα μια αντιφατική και αδυσώπητη εμπειρία. Γιατί, ενώ από τη μια αναγνωρίζει τις θείες πηγές του, από την άλλη εξεγείρεται εξαιτίας αυτού του βιώματος που τον διαφοροποιεί ριζικά από τους άλλους ανθρώπους και τον αναγκάζει να εκφράσει και να αναπαραστήσει πράγματα που ο ίδιος δεν τα κατανοεί πλήρως. Συνεπώς, το έμφωτο τίποτα, το γόνιμο μηδέν, κείται σε έναν ενδιάμεσο και εν πολλοίς ακαθόριστο χώρο· ένα βήμα μετά την ύπαρξη κι ένα βήμα πριν την απόλυτη πληρότητα. Και καθώς είναι δεμένο άρρηκτα με τη γένεση και την οντότητα του ποιητικού λόγου διαμορφώνει τη «γοητεία του ανολοκλήρωτου» ως σημαντικό θέμα της ποίησής του Παπαδόπουλου. Και εδώ αναγνωρίζουμε βέβαια τον μόνιμο, αλλά και δημιουργικό διάλογο του με τον Νίκο Καρούζο, ο οποίος επηρέασε βαθύτατα την ποίηση και την ποιητική του.
ΠΡΟΜΕΛΕΤΗ
Έφτασα στα πρόθυρα πολλές φορές
μα πάντα στην άκρη της αναποφασιστικότητας
οι λέξεις, σαμπώς η μϋική δύναμη
μιας ανεξερεύνητης θέλησης
μου συγκρατούν το χέρι
Έτσι συνεχίζω σκεφτικός να περιπλανιέμαι
ανάμεσα στις πιθανότητες μιας ζωής
που τελευταία στιγμή
ξεγλίστρησε απ’ τον θάνατο
και τη βεβαιότητα μιας αναχώρησης
που είναι αμφίβολο αν σήμερα έρθει
Και χρειάζεται μια προμελέτη αθανασίας
για να κολλήσεις τούτα τα κομμάτια
του διφορούμενου
που τσακίζουν τα δυο σου χέρια
ανάμεσα στην πράξη
και την παραίτηση
Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη, τα ποιήματα της ανά χείρας συλλογής του Μιχάλη Παπαδόπουλου λειτουργούν τόσο ως εκδοχές το καθένα σε σχέση με τα άλλα, όσο και ως θραύσματα, εκδοχές ενός ανολοκλήρωτου όλου σε σχέση με το όλον του έργου του. Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι πέρα από την επίταση της διακειμενικότητας με αναφορές σε ποιητές και καλλιτέχνες όπως (Καρούζος, Μόντης, Τρακλ, Κάφκα, Μπαχ, Γκλεν Γκουλντ κ.ά) παρατηρούμε παράλληλα και την έντονη παρουσία μιας ενδο-διακειμενικότητας, ας μου επιτραπεί ο όρος, που αναπτύσσεται αφενός μέσα στην ίδια τη συλλογή με επαναλήψεις θεμάτων, λέξεων-κλειδιών, αλλά και αφετέρου ανάμεσα, τουλάχιστον, σε αυτή τη συλλογή και στην προηγούμενη του ποιητή Έλικας Φανταστικού ελικοπτέρου. Στη δεύτερη, μάλιστα, περίπτωση ενδο-διακειμενικότητας εντοπίζουμε την επανάληψη λέξεων, ολόκληρων στίχων, φράσεων, αλλά ακόμη και την επανάληψη ολόκληρου ποιήματος. Η διοχέτευση θραυσμάτων του ίδιου θεματικού πυρήνα σε διαφορετικές ποιητικές μονάδες, η συστηματική επίσκεψη των ίδιων θεμάτων, η βάσανος που οδήγησε στη δημιουργία πολλών παραλλαγών πάνω στα ίδια θέματα και τέλος η άρνηση της ποιητικής έμπνευσης να αποφανθεί τελεσίδικα συνάδουν απόλυτα με τη διαρκώς τελεσίδικη και στην ουσία επώδυνα αυτοαναιρούμενη πρακτική ή καλλιτεχνική πεποίθηση οριστικοποίησης ή τελείωσης των ποιημάτων του· κάτι που αφενός μας αναγκάζει να δούμε το σύνολο της ποίησής του ως έργω εν προόδω και αφετέρου αιτιολογεί εύγλωττα και δραστικά τον τίτλο και το φιλοσοφικό, καλλιτεχνικό αλλά και αισθητικό υπόβαθρο της συλλογής Εκδοχές ενός ποιήματος.
Σύμφωνα με τους παραπάνω συλλογισμούς, ό,τι αντικειμενικοποιείται μέσω της ποίησης του Παπαδόπουλου είναι τελικά η διαλεκτική αντιπαράθεση του πνεύματος με τη γλώσσα ως βάση, λειτουργία και ορίζοντα κάθε οικείωσης του κόσμου. Η ποιητική γλώσσα αποβαίνει, λοιπόν, για τον ποιητή ο μόνος τρόπος να γνωρίσει, να δώσει σχήμα και ύπαρξη στη δική του αλήθεια, κοινωνώντας την στον αναγνώστη. Ο ίδιος ο ποιητής-παρατηρητής, πάντως, δεν μπορεί παρά να διακρίνει μιαν εξ ορισμού εχθρική και καταστροφική συνθήκη, ένα κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο η κυριαρχία μιας άτεγκτης και φύσει αποξενωμένης και αποξενωτικής πραγματικότητας σπρώχνει τα πάντα στην απουσία και στον θάνατο, μεταφορικό ή αληθινό. Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, η κοινωνική περιθωριοποίηση του ποιητικού υποκειμένου, η ανέκκλητη φθορά του σώματος και η εξαχρείωση των αισθημάτων αποτελούν διάφορες εκδοχές της υπαρξιακής ερημιάς και του παραλόγου.
Ο κόσμος, εξάλλου, με τον οποίο συγκρούεται μετωπικά ο ποιητής είναι ο σημερινός τεχνοκρατούμενος, ‘ορθολογιστικός’ κόσμος, ο δυτικός τρόπος σκέψης της υπερκατανάλωσης, του νεοπλουτισμού, του χρηματιστηρίου, της έλλειψης ταυτότητας, της έλλειψης ουσιαστικής παιδείας και της αλόγιστης καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος. Στην ανά χείρας συλλογή θεματοποιούνται, πάντως, αμφότερα η βίαιη εισβολή του εξωτερικού κόσμου στον αφύλαχτο χώρο της ιδιωτικής ζωής και της ύπαρξης ή η αντίστροφη και, τις περισσότερες φορές, λυτρωτική παρέμβαση της ποιητικής όρασης που μεταμορφώνει τον εξωτερικό κόσμο και κυοφορεί το θαύμα. Η συνεπακόλουθη σκωπτική και ειρωνική στάση του ποιητή συνδυάζεται σε όλο το μήκος και το πλάτος της συλλογής με μια διάχυτη πικρία και έντονη αντισυμβατική στάση και διαμορφώνει τον αντίλογο του ποιητικού υποκειμένου στην καθημερινή φθορά και στην πολιτιστική, ηθική και οικονομική έκπτωση των ημερών μας.
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ
Στον Γ. Χ.
Εσύ με τις πλάνες σου
εγώ με το αγκομαχητό να μιλήσω
Εσύ με τις ατσαλένιες τροχαλίες σου των θαυμάτων
εγώ με τις μπροσούρες μου της ερημιάς
Πάλιωσαν οι αμφιέσεις σου αιώνα
μες το μασκάρεμα του μεγαλείου
Από τη βασιλεία σου
έμεινε ένας ήλιος κόκκινος από ψέμα
κι η θανατερή στριγκιά του χρήματος
μέσα στα ποδοβολητά των όπλων
Είσαι στην άκρη όσων μπορώ να φτάσω
μια δειλία και μια έπαρση
Είσαι στα χέρια που δούλεψαν στην άβυσσο
και απέθεσαν σε νιφάδες καλοσύνης
άλγος χρυσωμένο
Δεν έχει τελειωμό τ’ όνομά σου
Και τι στην απεραντοσύνη του
μπορεί να με κρύψει;
Πού να πάω; Σε ποιον άλλο χρόνο
να βρω καταφύγιο;
Εγώ που δεν ήξερα παρά μόνο
να σε λέω ελπίδα
στέκομαι στην άκρη
του κρατήρα σου και φωνάζω:
Αυτός που δεν έχει κάποιον
να υπογράψει ότι γεννήθηκε
θα πάρει το όνομά του
από τις Μοίρες
της Οργής
Η γλωσσική μορφή έρχεται αναπόφευκτα σε αντιστοιχία με αυτή την τραυματική, άναρθρη αίσθηση της ύπαρξης και του κόσμου. Και σε ένα περίγυρο ο οποίος είναι εκ γενετής τραυματικός, αυξάνεται καθοριστικά η ένταση του ποιητικού λόγου, ο δραματικός πυρήνας του οποίου αποβάλλει τώρα τη μονόχορδη σύστασή του και εισέρχεται γυμνός σε μια διαδικασία μόνιμης εκκρεμότητας. Οι συνεχείς επιμειξίες ανάμεσα σε ετερογενείς τονικότητες και γλώσσες (ποιητική, φιλοσοφική, δημοσιογραφική, αρχαΐζουσα, καθημερινή, εκκλησιαστική κ.ά), η παιγνιώδης συνύπαρξη ασύμβατων διαθέσεων (από την ιλαρότητα στη μελαγχολία, από την κατάφαση στην αμφισβήτηση, από τη ρητορική επίταση στην ειρωνική και παρωδιακή υπονόμευση), η ανάδειξη της εικόνας, του συμβόλου και της μεταφοράς σε εκφραστικές δεσπόζουσες και τέλος η παραβίαση των κανόνων σύνταξης και μορφολογίας θεωρούνται στοιχεία που διαπερνούν ποικιλοτρόπως όλη την έκταση του ποιητικού σώματος και αποτελούν το εκρηκτικό μείγμα που ενεργοποιεί ετερογενείς και φαινομενικά ασύμμετρους τρόπους επιφέροντας αισθητικούς κλυδωνισμούς κατά την ανάγνωση. Και στην ύψιστη βαθμίδα η ποίησή του έχει κάτι από την αφαίρεση ή την πύκνωση της μουσικής και της φιλοσοφίας, που αμφότερες τις ενστερνίστηκε και ακολούθως τις θεματοποίησε θαυμαστά ο Καρούζος, ως χοροπηδήματα προς το άυλο.
Εστιάζοντας περισσότερο στον διάλογο του Παπαδόπουλου με τον κατεξοχήν ποιητικό του πρόγονο, παρατηρούμε αρχικά ότι, όπως και στον Καρούζο, η μυθική σκηνοθεσία του ποιήματος του Παπαδόπουλου έχει τέτοια μορφή ώστε να περικλείει μέσα στον χώρο και τον χρόνο της το δρων πρόσωπο – ποιητή ως συστατικό στοιχείο της πλοκής. Ενώ, όμως, η οργάνωση, του μύθου στον Καρούζο επικεντρώνεται κυρίως αποκαλυπτικά στη μοναχική και καταδιωγμένη από την κοινωνία ύπαρξη του προικισμένου ήρωα-ποιητή, στο κέντρο του ποιητικού μύθου του Παπαδόπουλου εδράζεται, αντίθετα, μια μάσκα κλόουν ενός υπερευαίσθητου εγώ. Και πάνω σε αυτή τη μάσκα διακρίνουμε αχνά ένα διακριτικό μειδίαμα εναρμονισμένο με την όλη παράσταση που δίνεται πάνω στην ποιητική σκηνή. Το πράγμα μοιάζει να είναι αρκετές φορές διασκεδαστικό, μα στην πραγματικότητα αν καλοκοιτάξουμε πίσω από το παραπέτασμα της σκηνής θα συνειδητοποιήσουμε πως πρόκειται για αντεστραμμένο υπαρξιακό και γλωσσικό δράμα. Κι είναι γι’ αυτό που ο διακριτικά ειρωνικός και αυτοσαρκαστικός ποιητικός λόγος κρύβει στο βάθος του το κατακάθι της υπαρξιακής και κοινωνικής πίκρας του ποιητή.
Συνοψίζοντας, η πρόσφατη συλλογή του ποιητή και δημοσιογράφου Μιχάλη Παπαδόπουλου Εκδοχές ενός ποιήματος, αποτελεί μια αξιόλογη ποιητική πρόταση που λειτουργεί προσθετικά στη δημιουργία μιας συνεκτικής στο εσωτερικό και στο εξωτερικό πλέγματος ποιητικής και ποίησης. Μιας ποίησης υπαρξιακής που, όμως, καθώς είναι γειωμένη μέσα στο περιβάλλον και ανοιχτή προς την κοινωνική περιοχή αντιδιαστέλλεται δημιουργικά από την παράδοση του είδους και κινείται διαρκώς αμφίρροπα μέσα στο πλαίσιο ενός ιδιάζοντος «υπαρξιακού μεταρομαντισμού» συνεχώς εξελισσόμενου από συλλογή σε συλλογή. Επιμέρους επιφυλάξεις αφενός για πλατειασμό και αφετέρου για θολούρα που προκύπτει από τη χρήση εννοιών και συμβόλων, υπάρχουν σε κάποια ποιήματα της συλλογής βαραίνοντας την αισθητική επιφάνεια και απονευρώνοντας μερικώς το ποιητικό νόημα. Η παρούσα, όμως, συλλογή, αποτελεί στο σύνολό της, σε σχέση πάντα με την προηγούμενη, αναμφισβήτητο εκφραστικό άλμα μιας ζώσας ποίησης και απελευθερώνει μια δυναμική ανύψωσης που, ωστόσο, δεν στερείται τις συνέπειες του αναστοχαστικού της βάρους. Γι’ αυτό εξάλλου «το ποίημα» όπως και η παρούσα συλλογή «τελειώνει / με τόσες επανεκκινήσεις ανολοκλήρωτων ενάρξεων».
Δανείζομαι τον όρο από μια εύστοχη παρατήρηση του ποιητή και φιλόλογου Γιάννη Δάλλα για τον Νίκο Καρούζο, « ‘Αμηχανία του θείου’ ως την τελική αιώρηση», Για τον Νίκο Καρούζο, Συμπόσιο, ό.π., σ.25.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 25/9/2017
Όπως μαρτυρεί και ο τίτλος της, «Εκδοχές ενός ποιήματος», η νέα ποιητική συλλογή του Μιχάλη Παπαδόπουλου, η τέταρτη στη σειρά, περιλαμβάνει, κατά βάση, ποιήματα ποιητικής. Εξάλλου, ο Μ.Π. εκδήλωσε αυτή τη ροπή και στις τρεις συλλογές που προηγήθηκαν, «Αμμόλιθος» 1997, «Εντός συνόρων» 2000, και «Έλικας φανταστικού ελικοπτέρου» 2010.
Ο ποιητής, με διάθεση εξομολογητική και διάχυτη έφεση στην ενδοσκόπηση, πραγματεύεται ζητήματα που έχουν να κάμουν με την τέχνη της ποίησης, σε όλες τις αισθητικές παραμέτρους της. Κύριο εργαλείο πραγμάτωσης και ανάπτυξης της συγκεκριμένης θεματικής, η γλώσσα, ως βασικό πρωτογενές υλικό για την αισθητική μετάπλαση του λόγου σε ποίηση: «Όπως υπάρχουν οι σκουπιδιάρηδες του Δήμου / που μαζεύουν με τις φαγάνες / ή τα μεγάλα κυλινδροειδή απορριμματοφόρα / τα σκουπίδια από τους δρόμους / έτσι υπάρχουν και οι σκουπιδιάρηδες της γλώσσας / την καθαρίζουν από τη βρομιά της / απολυμαίνουν τις λέξεις / τις κάνουν να γυαλίζουν, να διαβάζονται / …». (σελ. 12)
Η ποιητική δεν απασχολεί τον Μ.Π. μόνο για την τεχνοτροπική της υφή ή για τις θεματικές της υποδιαιρέσεις, τον απασχολεί και ως ποσοτικός προσδιορισμός. Πειραματίζεται ή μάλλον προβληματίζεται και με τα μεγέθη της ποιητικής δημιουργίας. Το όλον και το μερικό. Η δυναμική της ποσότητας που απολήγει στο ελάχιστο πλην ποιοτικό ολίγον. Ενδιατρίβει βέβαια και στη διαλεκτική σε σχέση με τη συγκρισιμότητα των μεγεθών: « Ανίατη ευρυχωρία του ποιήματος / για τόσα εκατομμύρια λέξεις / που πέφτουν η μια πάνω στην άλλη / για να προλάβουν να πουν, μαζί, έναν ψίθυρο». (σελ. 13)
Ο Μ.Π. μετέρχεται με δεξιοσύνη τη σαγήνη των αντιθέσεων, των αντιθετικών συναισθημάτων, αλλά και τη γοητεία των σύνθετων λέξεων και τις πολλές και διαφορετικές έννοιες που μπορούν να αποδώσουν: «Φοβάμαι τη συντέλεια του ποιήματος / όπως ποθούν οι πιστοί / τη συντέλεια του κόσμου». (σελ. 16)
Αλλά, ακόμα και όταν ο Μ.Π. εγκύπτει σε άλλες θεματικές, καταφέρνει να ενσταλάξει στους στίχους του ψήγματα ποιητικής ή να μεταστρέψει ολόκληρο το ποίημα στην ποιητική θεματική, έστω κι αν η θεματική αφετηρία είναι άλλη. Πχ, ενώ πραγματεύεται, οντολογικά και φιλοσοφικά, τις μετακινήσεις, στο ομώνυμο ποίημά του, ωραία και αναπάντεχα, καταλήγει με στίχους ποιητικής: «Υπάρχουν όμως και οι αποδημίες των στίχων / σε πλάνα περισσότερο εύκρατα / Κι ακόμη, η μετακίνηση του ποιήματος / μυστική, αόρατη, ατέρμονη / εκεί όπου απουσιάζει / σεμνοτυφία γραφής». (σελ. 46)
Από την άλλη, ο ποιητής, ανεπιτήδευτα, εκθέτει εαυτόν σε κοινή θέα και κρίση. Από τη συλλογή δεν λείπουν τα ποιήματα αυτοκριτικής ενδοσκόπησης με σκωπτική, σαρκαστική διάθεση, ειρωνεία και χιούμορ: «Ο αλήστου μνήμης / και προσδοκίας εαυτός μου… / παράκαιρα χαρούμενος παράωρα θλιμμένος /κάνοντας κάθε μέρα αλλιώς τα ίδια πράγματα… / ο εν πολλαίς αφελείαις περιπεσών…». (σελ. 18)
Γενικά η ποίηση του Μ.Π. είναι εσωστρεφής, ενδοσκοπική, αυτοαναφορική και αφοπλιστικά εξομολογητική: «Τελευταίες ημέρες του φθινοπώρου / Γκρίζο ελαφρύ με μαβιά υγρασία… / Εποχή αμφίφυλη… / Μα είναι και μέρες μιας άγρυπνης ετοιμότητας / για τα χρειώδη της μέσα ζωής / Κυρίως, όταν το τζάμι της εσωστρέφειας θαμπώνει / πίσω από τη βαριά χειμωνιάτικη κουρτίνα». (σελ. 22)
Εκτός από καλός ποιητής, ο Μ.Π. είναι και αξιόλογος δημοσιογράφος. Έτσι, μοιραία, και πολύ συχνά ωραία, οι θεματικές αλλά και οι ορολογίες των δύο διαφορετικών φύσεων του συμπλέκονται, εφάπτονται ή αλληλοϋποκαθιστούνται. Ουδόλως ξενίζει λοιπόν που ο Μ.Π. κάνει βουτιές στην επικαιρότητα, εμποτίζοντας τον στίχο του με τον προβληματισμό, τον κραδασμό και τον ιριδισμό της καθημερινότητας: «Η πικάντικη στατιστική/ της ευμάρειας/ Χόντρυνε – λέει – ο πλανήτης/ βάρυνε η υδρόγειος/ οι κοιλίτσες εκπέμπουν SOS». (σελ. 40) Αλλού πάλι, απευθυνόμενος στους μετανάστες, αλλά στην ουσία συνομιλώντας με τον εαυτό του, λέει: «Δεν ήξερα ότι εσείς κι εγώ / είμαστε το ίδιο πράγμα / η ίδια βουβή εγκαρτέρηση / η ίδια στραγγισμένη υπομονή / η ίδια πεθαμένη ελπίδα». (σελ. 41)
Τέλος, όπως και στην προηγηθείσα ποιητική κατάθεση του Μ.Π., από τη συλλογή δεν λείπουν οι διακειμενικοί διάλογοι. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε από ένα βιβλίο στο οποίο κατέχουν δεσπόζουσα θέση τα ποιήματα ποιητικής. Πχ να πως αποδίδει ο Μ.Π. το αισθητικό στίγμα του Κώστα Μόντη, μέσα σε λίγες γραμμές: «Δεν είναι γράμμα για τούτο / τον κόσμο / η ποίηση, ξέρετε… / Εγώ τη ζωή την έκοψα στιγμές – στιγμές / την έκανα ζωούλα να μπορεί / να κρύβεται / κι η ποίηση δεν πρέπει / να είναι πολύ περισσότερο / από τίποτα / για να ταιριάζουν». (σελ. 55)
Ο Μ.Π. μιλά εδώ για τον Μόντη, με τον τρόπο του Μόντη, με τη λιτότητα, τη λακωνικότητα και την αποφθεγματικότητά του. Και ασφαλώς αυτή η δεξιοσύνη συνιστά αισθητική κατάκτηση για τον νεότερο ποιητή.
ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΘΕΝΙΤΗΣ
«Εκδοχές ενός ποιήματος» Ποιήματα του Μιχάλη Παπαδόπουλου, εκδόσεις Φαρφουλάς
Φίλες και φίλοι σήμερα έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε στα Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια του 40ου Φεστιβάλ Δράμας ακόμα ένα Κύπριο ποιητή, τον Μιχάλη Παπαδόπουλο.
Να πούμε πως γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1963. Εκπρόσωπος κι αυτός μιας νέας γενιάς Κύπριων ποιητών που φέρνουν μια ανανεωτική πνοή στο είδος. Για την δεύτερη συλλογή του «Εντός Συνόρων» μάλιστα τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης της Κύπρου το 2001. Ο Μιχάλης Παπαδόπουλος σπούδασε Φιλοσοφία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Από νωρίς ασχολήθηκε με την ποίηση και έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: «Αμμόλιθος» (1997), «Εντός Συνόρων» (2000) και «Έλικας Φανταστικού Ελικοπτέρου» (2010). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε κυπριακά, ελληνικά και ξένα περιοδικά, ενώ έχουν επίσης μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Είναι και συναδελφος: εργάζεται ως δημοσιογράφος στον κυπριακό έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Εδώ πρέπει να πω, μετά λόγου γνώσεως, πως το χάσμα μεταξύ πεζογραφίας και δημοσιογραφικής γραφής είναι από μόνο του μεγάλο, αλλά το χάσμα μεταξύ ποιητικού και δημοσιογραφικού λόγου φαντάζει σχεδόν αγεφύρωτο…
Όχι ότι στην τελευταία του συλλογή «Εκδοχές ενός ποιήματος» (2016), από τις εκδόσεις Φαρφουλάς, δεν υπάρχουν υπαινιγμοί για την επικαιρότητα. Υπάρχουν, αλλά πάντα μέσα από ένα διαχρονικό, υπαρξιακό πρίσμα που ουδεμία σχέση έχει με το εφήμερο του ρεπορτάζ ή της αρθρογραφίας.
Ένα, ας πούμε, από τα ποιήματα του Μιχάλη Παπαδόπουλου τιτλοφορείται «Μετανάστες», και ξεκινά ως εξής: «Δεν ήξερα ότι εσείς κι εγώ/είμαστε το ίδιο πράγμα/η ίδια βουβή εγκαρτέρηση/η ίδια στραγγισμένη υπομονή/η ίδια πεθαμένη ελπίδα/Δεν ήξερα κι άρχισα να το καταλαβαίνω/όταν είδα στο χέρι σας μια βαλίτσα/και τα πόδια σας να περπατάν γοργά/σαν να θέλουν να προφτάσουν Κάτι».
Ένα άλλο ποίημά του το τιτλοφορεί «Δελτίον επικαιρότητας». Είναι γραμμένο με μια πικρή διάθεση, και διακρίνει κανείς μια διάχυτη αίσθηση αηδίας:
«Η πικάντικη στατιστική
της ευμάρειας
Χόντρυνε –λέει- ο πλανήτης
βάρυνε η υδρόγειος
οι κοιλίτσες εκπέμπουν SOS
και στα λιμοκτονούντα ακόμη
με τη λειψυδρία, την πείνα, την ξηρασία, το aids
ανεβαίνουν οι ταχυπαλμίες
τα αυτοκτονικά σπριντ
τα σαβουάρ βιβρ της χαμέρπειας
του παρασιτισμού τα ευμαρή λίφτινγκ
και λες, πότε θα πέσει πάνω σε όλους
μια κοσμική λιμάγκρα
να ρουφήξουμε απνευστί
ολάκερο το εναπομείναν πλεόνασμα
σε θάνατο»
Η ίδια η διαδικασία της γραφής απασχολεί ιδιαίτερα τον ποιητή, όπως μαρτυρά και ο ίδιος ο τίτλος της ποιητικής του συλλογής: «Εκδοχές ενός ποιήματος». Είναι σαν να πειραματίζεται, σαν να γράφει, ουσιαστικά, το ίδιο ποίημα σε διάφορες παραλλαγές. Κι ας αλλάζει η θεματολογία. Πράγματι, αν αφεθεί κανείς στη δίνη των σκέψεών του και παρασυρθεί από τον εσωτερικό ρυθμό των ποιημάτων του, θα βρεθεί σε έναν τόπο όπου οι σκέψεις αυτές συνιστούν κάτι σχεδόν ενιαίο.
Και είναι προφανές πως στον πειραματισμό αυτό έχουν την θέση τους ακόμα και τα ανολοκλήρωτα ποιήματα –μαζί με τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις τους…
«Πάντα με ερέθιζε
η γοητεία των μισοτελειωμένων φράσεων
που αφήνουν διπλά απρόβλεπτο
και μετεωρισμένο
το αδύνατο του οριστικού νοήματος».
Άλλωστε στο ποίημά του «Γράφω», «γράφω»… σημαίνει εναντιώνομαι/στη νομοτέλεια του αναπόδραστου».
Την δύναμη της ποίησης, των λέξεων την μνημονεύει και αλλού:
«Εφτασα στα πρόθυρα πολλές φορές
Μα πάντα στην άκρη της αναποφασιστικότητας
οι λέξεις, σάμπως η μυϊκή δύναμη
μιας ανεξερεύνητης θέλησης
μου συγκρατούσαν το χέρι»
Επινοεί δε ακόμα και τους «Σκουπιδιάρηδες» της γλώσσας:
«Όπως υπάρχουν οι σκουπιδιάρηδες του Δήμου
που μαζεύουν με τις φαγάνες
ή τα μεγάλα κυλινδροειδή απορριμματοφόρα
τα σκουπίδια από τους δρόμους
έτσι υπάρχουν και οι σκουπιδιάρηδες της γλώσσας
την καθαρίζουν από τη βρομιά της
απολυμαίνουν τις λέξεις
τις κάνουν να γυαλίζουν, να διαβάζονται
όπως υπάρχουν επίσης
κι οι σκουπιδιάρηδες της σάρκας.»
Στο έργο του ο Μιχάλης Παπαδόπουλος μιλά για την τύχη, τις διαψευσμένες ελπίδες, την χαμένη ιδεολογία, την ματαιότητα, το μεδούλι της ίδιας της ύπαρξης, όμως δεν λείπει ούτε το (πικρό) χιούμορ από τους στίχους του: στους «Ανθρώπους που δεν γελούν» μιλά με ανάλαφρη διάθεση για το Θεό ο οποίος εμφανίζεται να συναρπάζεται από τα …ζογκλερικά και να λέει:
«Ετσι την έκανα από τον σταυρό
Μα τώρα, με τόσων αιώνων
αρθρίτιδα στα κόκαλα
τι να κάνω;».
Αποκορύφωμα της τελευταίας συλλογής του, το αυτοσαρκαστικό ποίημα «Ένορκος Δήλωση» στο οποίο μιλά δηκτικά, με διάχυτη ειρωνία, σε όσους «περιμένουν να δουν την εξέλιξη της στιχουργίας του»:
«Όλους εκείνους που με αγωνία
αλλά και με το δάκτυλο στη σκανδάλη
στη γωνία ενός μισοσκότεινου δρόμου
περιμένουν να δουν την εξέλιξη
της στιχουργίας μου
-Eάν έκανα βήματα προς τα εμπρός
εάν εξελίσσομαι βάσει
όλων των προειλημμένων προσδοκιών
και εκτιμήσεων-
θέλω ευόρκως να τους πληροφορήσω
πως όχι μόνον έμεινα στάσιμος
αλλά κάνω βήματα διαρκώς προς τα πίσω
και τώρα, τελευταίως, μάλιστα, μερικά
μεγαλειώδη άλματα προς τα πίσω
προς εκείνη την άφατη λέξη
που ούτε λέγεται ούτε γράφεται
κι έρχεται πάντα στο τέλος
ανείπωτη και άγραφη
η οριστική εκδοχή
του ατελεύτητου ποιήματος»
Ένα ατελεύτητο ποίημα κάποιου μυστικού ποιητή ίσως να είναι η ίδια η Ζωή, κι αν υπάρχουν κάποιοι που θα μπορούσαν να κάνουν το πιο εμπεριστατωμένο ρεπορτάζ για το δημιούργημα και τον δημιουργό, θα ήταν μόνο ποιητές –δημοσιογράφοι, όπως ο καλεσμένος μας.
ΚΩΣΤΑΣ ΡΕΟΥΣΗΣ
«Εκδοχές Ενός Ποιήματος»
Με τον Μιχάλη Παπαδόπουλο
Τραυλίζοντας, κάθιδρα, στίχους αιμάτινους ξεριζωμένους από «Το κουβαράκι της Εκάβης»
Κυρίες & κύριοι καλησπέρα σας,
Ο Ερμείας ο Κουριεύς, ιαμβογράφος ποιητής του 3ου αιώνα π.Χ., από το Κούριον της νήσου Κύπρου, έχει δείξει αιώνες τώρα… ποιοι είμαστε:
Ἀκούσατ’, ὦ Στόακες, ἒμποροι λήρου,
λόγων ὑποκριτῆρες, οἵ μόνοι πάντα
τἀν τοῖς πίναξι, πρίν τι τῷ σοφῷ δοῦναι,
αὐτοί καταρροφεῖτε κἆθ’ ἁλίσκεσθε
ἐναντία πράσσοντες οἷς τραγῳδεῖτε.
Και σε απόδοση, στην πανελλήνια δημοτική, του κυρίου Γιάννη Δάλλα:
Ακούστε ω Στόακες, που πουλάτε φλυαρίες
στα λόγια κάλπηδες, οι μόνοι εσείς που απ’ όσα
έχετε στα χαρτιά, πριν κάτι πείτε στον γραφέα
αφού τα καταπιείτε, οι ίδιοι πιάνεστε
να κάνετε τα ενάντια από όσα φαφλατάτε.
Ο πραγματικός εισηγητής του κινηματικού μοντερνισμού εάν όχι και του προδρομικού -πάντα επαναστατικού- υπερρεαλισμού, στην Ελληνική Ποίηση, δεν είναι αυτός/αυτοί που διδάσκουν μερικοί στα σε διαρκή μεταρρύθμιση σχολειά και πανεπιστήμιά τους, αλλά ο Θεόδωρος Ντόρρος, ο ποιητής του «Κρεάτινα Φαινόμενα Σπουδαιότητας», ποιήματος που υπάρχει στην ποιητική συλλογή, «Στου γλυτωμού το χάζι», και ο Ντόρρος κυκλοφόρησε στο Παρίσι, το 1930. Εκεί, ο ποιητής του ενός βιβλίου, χαράζει τους εξής στίχους: «Είν’ η ‘α ξ ί ω σ η’/το μόνο που κρατάει στη ζωή τέτοιους ανθρώπους/που ’χει η πάστα τους ξαναγινεί από το χρήμα.//Παρμένες όλες τους οι άλλες ιδιότητες.». Ακριβώς όπως συμβαίνει, δυστυχώς, και με την πλειονότητα των κατοίκων της Νήσου τούτης. Το λοιπόν, έχοντας την κάρα μου αιώνες τώρα στο ικρίωμα, δράττομαι της ευκαιρίας να σας μιλήσω όσο μπορώ εκτενώς, και ίσως με θρασύτητα, για και με την ποίηση του κυρίου Μιχάλη Παπαδόπουλου. Κι επειδή, αλίμονο, σας γνωρίζω περισσότερο κι από όσο μπορείτε να φανταστείτε ή συκοφαντήσετε, έχω φροντίσει να αυτολογοκριθώ, σε αρκετά σημεία, αναφορικά με την πρώτη μορφή του κειμένου τούτου που από ψυχής σας διαβάζω τώρα… δημόσια.
Ο ποιητής εμφανίζεται στα Ελληνικά Γράμματα το 1997, με την ποιητική συλλογή, «Αμμόλιθος», ιδιωτική έκδοση, που τυπώνει στη Λευκωσία. Ακούστε τον: «Ω, δεν έχει μεγαλύτερη αυταπάτη/από το να χαράξουμε έναν δρόμο·/έρχεται ο καιρός που θα ’ναι για τους ανήσυχους/ο καιρός των ανήσυχων απορρίψεων/που θα κουράζονται οι ονειροπόλοι/και θα ’θελες να ’σουν μες στο παιχνίδι/του γελωτοποιού λίγο πιο ριψοκίνδυνος/γιατί οι νύκτες με την παλιά επιείκεια/γυρίζουν πάλι με σφαίρες». Ακολουθεί, το 2000, πάλι στη Λευκωσία, από τις εκδόσεις του περιοδικού «Ακτή», η συλλογή, «Εντός Συνόρων». Σε πρόσφατη ανάρτηση στη διαδικτυακή επιθεώρηση ποιητικής τέχνης «Ποιείν», με εφτά επιλεγμένα ποιήματα από την τελευταία ποιητική του συλλογή, και μετά από κάποια σχόλια που ο ομιλών θέλησε να υπονομεύσει, σχολιάζει με τη σειρά του παραθέτοντας το ποίημα, «Αηδία», από την προαναφερθείσα δεύτερη συλλογή κι ένα αιχμηρότατο υστερόγραφο. Ακούστε το ποίημα: «Από αηδία/για τη σιχαμερότητα της βολεμένης ζωής μας/μ’ έπιασε μια μανία από το πρωί να βρίζω/συλλήβδην κι αδιακρίτως/ό,τι ερχόταν στο στόμα μου/ό,τι ανέβαζε το αίμα στο μυαλό μου/καλούς, κακούς, δικαίους και αδίκους/την καθεστηκυία τάξη και τους γραφιάδες της/εχθρούς και συγγενείς και φίλους/εμένα τον ίδιο/ώσπου το βράδυ, σαν έπιασα πάλι να βρίζω/έναν μπαγαπόντη πολιτευτή στην τηλεόραση/ένιωσα πόσο οι βρισιές βοηθούν/οι υπόκωφοι τριγμοί της γλώσσας ν’ ακουστούνε/και πώς ανοίγουν δρόμους/οι καταραμένες μέσα σου φωνές /για να περάσουν». Το υστερόγραφο, τώρα: «Καλό θα ήταν να μην απονευρώνουμε γραφή και ποιητή, μ’ αυτά τα ‘αθόρυβα’, ‘αγνά’ κι άλλα παρόμοια, που κατά κόρον και -κατ’ εμέ- ύποπτα υπηρετούν παρασκηνιακές ραδιουργίες οσφυοκαμπτικών πρακτικών, προσβλέποντας στη διαιώνιση της μαζικής, αδιάφορης έως απαράδεκτης ποιητικής παραγωγής (ανδρών και γυναικών) εις μακαρίαν Νήσο Κύπρο. Μας την έχουνε πέσει και τα ζόμπι, οι Τουρκοκύπριοι, και πανηγύρια να δείτε που έχουν στηθεί, στήνονται και θα στηθούν. Ο ποιητής Μιχάλης Παπαδόπουλος δεν έχει ανάγκη να γλείψει κατουρημένες ποδιές (δεν το επιτρέπει στον εαυτό του, άλλωστε) για να εξασφαλίσει επιδοτούμενα ταξιδάκια λογοτεχνικού τουρισμού, κρατικά βραβεία, επιχορηγήσεις βιβλίων του κι άλλα παρόμοια, που αριστοτεχνικά και για δεκαετίες τώρα καρπούνται οι συμπατριώτες και οι συμπατριώτισσές μου/μας.». Δέκα χρόνια σιωπής, και το 2010 εντάσσεται στο ποιητικό δυναμικό των αθηναϊκών εκδόσεων, «Φαρφουλάς», κυκλοφορώντας την τρίτη ποιητική συλλογή του, με τον εμβληματικό κι ακροθιγώς υπερρεαλιστικό τίτλο, «Έλικας φανταστικού ελικοπτέρου». Εδώ ο ποιητής αφιερώνει, το ποίημά του, «Επιτέλους», στους ομότεχνους Γιώργο Καλοζώη και Κώστα Ρεούση. Συγκεντρωθείτε, παρακαλώ, τώρα στους στίχους του: «Ας έρθει μια φωνή/που δεν θα είναι μουνόκλαμα…/Ντούρα, με μπάσα βραχνάδα, έστω κι από βήξιμο/Ας έρθει μια φωνή/αντίβαρο στα συνθήματα/ταραχοποιός απέναντι στη βία/που ασκεί η γαλήνη/απομνημονευτική ήχων απερινόητων/Ας έρθει μια φωνή, που ξέρει/πως στα μεγάλα της έργα κέρδος ο όλεθρος/πως γραφή είναι μια εξολόθρευση/που εφαρμόζει περίφημα στο στήθος/Ας έρθει μια φωνή/χαρτορίχτρα και θεομπαίκτισσα/οίηση του απέριττου/Ας έρθει μια φωνή που δεν την άκουσε/ποτέ κανένας και ουρλιάζει/καταραμένη μαινάδα/στα εσωτερικά τοιχώματα/Ας έρθει μια φωνή/που δεν θα έχει το Θεό της/και θα μπουκάρει/από παντού στον κόσμο/άξεστη μουσικότητα των σπλάχνων/Ας της κάνουμε χώρο/να έρθει/μ’ έναν ψίθυρο/κι ένα πλατάγιασμα».
…/…
Ο κύριος Παπαδόπουλος, όσα σκληρά, μάλλον, καταμαρτύρησα, τα έπραξε ευφάνταστα απογυμνωμένα, στο «Εκδοχές ενός ποιήματος». Ο ποιητής και μεταφραστής, Γιάννης Λειβαδάς, έχει πει και καταγράψει το εκπληκτικό εξής, το οποίο και συμμερίζομαι: «Είμαι υπεύθυνος για όσα γράφω και λέω, όχι όμως για όσα καταλαβαίνεις». Η προσέγγισή μου στο έργο του κυρίου Παπαδόπουλου, όπως και σ’ άλλων ποιητών (ανδρών και γυναικών), είναι αυτή του ποιητή-αναγνώστη, κι όχι αυτή ενός φιλολόγου, γραμματολόγου ή νεοελληνιστή, εάν θέλετε. Οι προαναφερθείσες επαγγελματικές ιδιότητες όσο το καλό πράττουν τόσο το έγκλημα τελούν. Λέει, ο Οδυσσέας Ελύτης: «Το φάσμα ωστόσο του εξοπλισμένου με νυστέρια δοκιμιογράφου, που εξοντώνει το πλάσμα που αγαπά μόνο και μόνο για να του κάνει ανατομία, έφτανε για να με σταματήσει». Λέει, ο Κώστας Ρεούσης: «αχόρταγοι ουραγκοτάγκοι ξεδιψούν τη λαχτάρα τους με αίμα σε φιλανθρωποφαγικά εγκαίνια διαδρόμων τέχνης αχαρακτήριστοι ποιητές στρουθοκαμηλίζουν σε αίθρια μελετητών παζαρεύοντας το ζύγι της εγχείρησης με χασάπηδες νεοελληνιστές ο υπερπραγματικός στιχοπλόκος πλοηγεί την τρέλα στην ανάσα». Το λοιπόν, εύδρομο υποβρύχιο καταβυθίζομαι και κόβομαι στις σελίδες τού «Εκδοχές ενός ποιήματος» και στους αιμάτινους στίχους του. Σελίδα 53, δίστιχο ποίημα με τίτλο, «Χρονίζουσα ελεημοσύνη»: «Αυτός ο καταγάλανος ουρανός εκεί πάνω/δεν λέει να το κουνήσει». Εύγε, κύριε Παπαδόπουλε, πραγματικά ήταν/είναι έκπληξη η απευθείας και χωρίς μεσάζοντες συνομιλία σας με τον Οδυσσέα Ελύτη: «Θε μου/τι μπλε ξοδεύεις/για/να μη σε βλέπουμε!», («Σηματολόγιον», πρώτη έκδοση, εκδόσεις Ερμείας, Αθήνα, 1977). Σελίδα 31, ποίημα με «πιντερικό τίτλο», «Πάρτι Γενεθλίων». Σταματώ στο στίχο 11 και διαβάζω έως τον 15: «ώσπου, στα 1970, είδα στην άκρη ενός χωματόδρομου/την πέτρα για την οποία έγραψε/ο Κάρλος Ντρουμόντ ντε Αντράντε το 1928/και μου παρουσιάστηκε ο μονόλογος/του Μολόι σε μορφή μουσικού παλίμψηστου». Τον μεγάλο Βραζιλιάνο ποιητή, που αναφέρει ο κύριος Παπαδόπουλος, είμαι σχεδόν σίγουρος πως τον έδειξε και στους δυο μας ο φίλος Ανδρέας Παγουλάτος, που έχει, πλέον, ταξιδέψει προς τ’ άστρα κι αποτελεί αστερισμό κάποιου σύμπαντος. Μεταφράζει, ο Παγουλάτος από τα πορτογαλικά της Βραζιλίας κι από το ποίημα «Αμερική»: «Λίγο λίγο μαράθηκαν τα χρώματα, δεν μένει παρά ο σκοτεινός τόνος μες στο σκοτεινό κόσμο./Στην Ιταμπίρα αρχίζει μια οδός, που θα τελειώσει οπουδήποτε στη γη./Απ’ την οδό αυτή περνούν Κινέζοι, Ινδιάνοι, Νέγροι, Μεξικάνοι, Άραβες, Ουρουγουανοί./Τα βιαστικά τους βήματα ηχούν στην πέτρα,/ηχούνε μέσα μου.». Για το μονόλογο του Μολόι, ας αφήσουμε τον Σάμιουελ Μπέκετ να μας τον θυμίσει, αποσπασματικά, επιβεβαιώνοντας τα εμβριθή και κατασταλαγμένα αναγνώσματα του κυρίου Παπαδόπουλου, και το γεγονός της αβίαστης συνομιλίας μαζί τους, χωρίς φόβο και με περισσό πάθος, αν και άτακτα χαοτικός στη μετάδοση της μνήμης ή πληροφορίας και αγεωμέτρητα απείθαρχος στην ακαριαία εκτέλεση ποιητικών προσταγμάτων ή διαταγών: «Είμαι στο δωμάτιο της μάνας μου. Εγώ μένω τώρα σ’ αυτό. Δεν ξέρω πως έφτασα ως εδώ. Με ασθενοφόρο ίσως, με κάποιο όχημα πάντως, οπωσδήποτε. Με βοήθησαν. Μόνος μου δε θα ’φτανα ποτέ ως εδώ. Αυτός ο άνθρωπος που έρχεται κάθε εβδομάδα, ίσως βρίσκομαι εδώ χάρη σ’ αυτόν. Αυτός λέει πώς όχι. Μου δίνει λεφτά και παίρνει τις σελίδες. Τόσες σελίδες, τόσα λεφτά. Ναι, δουλεύω τώρα, λιγάκι όπως άλλοτε, μόνο που δεν ξέρω πια να δουλεύω. Αυτό δεν έχει σημασία, απ’ ό,τι φαίνεται. Εγώ θα προτιμούσα τώρα να μιλήσω για τα πράγματα που μου έχουν απομείνει, να κάνω τ’ αποχαιρετιστήρια, να πάψω να πεθαίνω. Αυτοί δε θέλουν. Ναι, είναι πολλοί, όπως φαίνεται. Αλλά έρχεται πάντα ο ίδιος. Αυτό θα το κάνετε αργότερα, λέει. Μάλιστα. Δεν έχω πια πολλή θέληση, είν’ αλήθεια. Όταν έρχεται να πάρει τις καινούργιες σελίδες, μου φέρνει πίσω εκείνες που είχε πάρει την προηγούμενη εβδομάδα. Είναι μουντζουρωμένες με κάτι σημάδια που δεν καταλαβαίνω. Άλλωστε δεν τις ξαναδιαβάζω. Όταν δεν έχω κάνει τίποτα δε μου δίνει τίποτα, με κατσαδιάζει. Πάντως δε δουλεύω για τα λεφτά. Τότε γιατί; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω πολλά πράγματα, είν’ αλήθεια. Ο θάνατος της μάνας μου λόγου χάρη. Ήταν ήδη πεθαμένη όταν ήρθα; Ή πέθανε αργότερα; Εννοώ πεθαμένη για θάψιμο. Δεν ξέρω. Ίσως δεν την έχουν θάψει ακόμα. Δεν ξέρω. Πάντως εγώ έχω το δωμάτιό της. Κοιμάμαι στο κρεβάτι της. Τα κάνω στο καθήκι της. Έχω πάρει τη θέση της. Πρέπει να της μοιάζω όλο και πιο πολύ. Το μόνο που μου λείπει είναι ένας γιος. Μπορεί να έχω έναν κάπου.». Όποιος έχει έρθει σε επαφή με την ποίηση του Μιχάλη Παπαδόπουλου, και εξακολουθητικά έως παροξυντικά μελετά, θέλω να πιστεύω πως έχει αντιληφθεί πόσο βαθιά πολιτικός ποιητής είναι. Σελίδα 49, ποίημα «Κόκκινο»: «Κόκκινο του Maximilien/Isidore Robespierre/και άλικο κόκκινο της Ρόζας/κόκκινο αρίφνητο της ελπίδας/στου παγωμένου ορίζοντα το γκρίζο/κόκκινο των ματιών μας ανάμεσα/σε δυο πυρωμένους πόθους/και κόκκινο αξεθώριαστο των απεργιών/στην Μπολόνια, στην Τεργέστη, στο Βερολίνο/όπως κόκκινο των λουλουδιών/που μου έφερνες στη φυλακή το ’56/Ε, λοιπόν, κείνο το κόκκινο που αγάπησες/κείνο το κόκκινο που αγαπήσαμε/το χρώμα του έρωτα, της επανάστασης/του αγώνα/απλώνει τώρα γύρω μας/ένας κόκκινος θηριώδης/κυματισμός». Πόσο βαθιά έχει μελετήσει τον Φραντς Κάφκα, που επανέρχεται φανερά ή κεκαλυμμένα και στις τέσσερις ποιητικές συλλογές του, που έχει προσφέρει στο «σφαγείο» του κόσμου τούτου. Σελίδα 17, ποίημα «Κάφκα»: «Συνέχεια καίνε το σπίτι του Κάφκα/μα εκείνος έχει πάντα ένα άλλο να μπει». Πόσο βαθιά έχει καταφέρει να συνομιλεί συνεχώς, και δεκαετίες τώρα, με τον μεγάλο Έλληνα Ποιητή, Νίκο Καρούζο. «Αρνησίκακος», κι αυτός, όπως στο ποίημα από τη συλλογή του τεράστιου Ποιητή, «Φαρέτριον», του 1981, το οποίο και σας υπενθυμίζω: «Θα πεθάνω ζητώντας έναν ήλιο/στα μεγάλα χρονικά μυστήρια/κομματιάζοντας τη νύχτα μ’ ένα σμήνος από γαλαξίες/αιωρούμενος δίχως τη μητρυιά μας/την αλύγιστη Βαρύτητα/δίχως τα δάκρυα που μας επιβάλλει η Ελλάδα/τουτ’ η χώρα που παιδεύει τα δροσερά ελληνόπουλα/κι ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους.». Ο κύριος Μιχάλης Παπαδόπουλος, στην ποιητική συλλογή του «Εκδοχές ενός ποιήματος», δεν έχει στίχο που να μην έχει φτύσει το αίμα του, δεν έχει στίχο που να μην έχει βλαστημήσει το βυζί που τον βύζαξε, δεν έχει στίχο που να μην τον έχει πληρώσει με τον ιδρώτα της ψυχής του. Σελίδα 48, ποίημα «Το κουβαράκι της Εκάβης», κι εδώ ο Παπαδόπουλος εκτοξεύεται επάξια -ηττημένος, νικητής, τροπαιοφόρος- σε μια αρχέτυπη ποιητική αποικία-κατάκτηση, που ολοκληρωτικά του ανήκει: «Μην πειράξεις την εκδίκηση/Μην πειράξεις το αιματοστάλαχτο/κουβαράκι της Εκάβης/Μονάχα αναμείξου με αστραποβόλα κριτική/στο εφέσιο κλάμα/σπίλωσε τον πόνο με την ομορφιά/δες στα μισοσκότεινα παράθυρα των εραστών/τη λάμπα της δυστυχίας να σβήνει/Κι αν νόμισες πως μπορείς/ακόμα να κρύβεσαι/μες στην κωφότητα των ωραίων λέξεων/δεν μπορείς να μιλάς ούτε και να σωπαίνεις/αν δεν ακουμπήσεις στη σάρκα την κοινή/της σιωπής και του λόγου/στην άκρη που τα πράγματα καταποντίζονται/Δεν μπορείς να περπατάς άλλο στη Λευκωσία/σαν κάποιος που γεννήθηκε μέσα της/αν δεν γίνεις Ξένος/που αφοπλίζει την οικειότητα/χωρίς αιτία ή πρόθεση/Και μη γυρέψεις βοήθεια στη μαλακή/φτερούγα ενός ανώτερου όντος/που εποπτεύει από ευσπλαχνία τα σύμπαντα/Θεός, πια, είναι/ανάμεσα σε κείνον και σε σένα/αυτή η δυσανάγνωστη σκιά στο ενδιάμεσο/σάρκα των μετοικήσεων/από σώμα σε σώμα». Η κριτική, που ασκείται ακόμη από γραφιάδες βουτηγμένους στη φορμόλη και στη ναφθαλίνη δαφνοστεφών ή τραγικών εποχών και υπερτιμημένα στόλισε/στολίζει τους κραυγαλέους στίχους ποιητών και ποιητριών της επονομαζόμενης «Γενιάς του Πολέμου», και όχι μόνο, κατάφορα αδικεί τη νεότερη ποιητική ελληνική-κυπριακή γενιά. Κι αυτό γιατί, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης έδειξε/δείχνει, στο «Σηματολόγιον», και κάποιοι, τουλάχιστον πιστά, ασπαζόμαστε: «Όταν/η συμφορά/συμφέρει/λογάριαζέ την/για πόρνη.».
Και τα 41 ποιήματα της συλλογής, «Εκδοχές Ενός Ποιήματος» (18 στην πρώτη άτιτλη ενότητα και 23 στη δεύτερη με τον τίτλο, «Το κουβαράκι της Εκάβης»), όπως και η προηγούμενη, από το 1997, κατάθεση στο Μαραθώνιο Δρόμο της Ποιήσεως, του Μιχάλη Παπαδόπουλου, τον καθιστούν, στο ποιητικό δαιμόνιο που είμαι, αδιαμφισβήτητο μέλος-μέρος της περίφημης «Άλλης Φωνής», ενός Μεξικανού Ποιητή, που ιδιαίτερα εκτιμώ, και δεκαετίες μελετώ το έργο του, του Octavio Paz. Κι αυτό, καλό θα είναι να το θυμάται ο προσφιλής ομότεχνός μου κύριος Παπαδόπουλος. Λίγα λόγια του Paz τώρα, σε μετάφραση Πέγκυς Πάντου, μπας και ψυχανεμιστείτε τι ακριβώς ξεστομίζω: «Ανάμεσα στην επανάσταση και στη θρησκεία, η ποίηση είναι η άλλη φωνή. Η φωνή της είναι άλλη γιατί είναι η φωνή των παθών και των οραμάτων· είναι φωνή άλλου κόσμου και φωνή αυτού του κόσμου, είναι αρχαία και είναι σημερινή, αρχαιότητα χωρίς χρονολογίες. Ποίηση αιρετική και σχηματική, ποίηση αθώα και διεστραμμένη, διαυγής και λασπωμένη, αέρινη και υπόγεια, ποίηση του ερημητηρίου και του μπαρ της γωνίας, ποίηση χειροπιαστή και πάντοτε ποίηση ενός πέραν που είναι ακριβώς εδώ. Όλοι οι ποιητές σ’ αυτές τις μεγάλες ή μικρές στιγμές, επαναλαμβανόμενες ή μοναδικές, στις οποίες είναι στ’ αλήθεια ποιητές, ακούν την άλλη φωνή. Είναι δική τους κι είναι ξένη, δεν ανήκει σε κανέναν και ανήκει σε όλους. Τίποτε δεν ξεχωρίζει τον ποιητή από τους υπόλοιπους άνδρες ή γυναίκες, εκτός από αυτές τις στιγμές -σπάνιες παρότι είναι συχνές- όπου, όντας ο ίδιος, είναι κάποιος άλλος. Κατοχή παράξενων δυνάμεων και εξουσιών, ανάβρυσμα ενός ψυχικού βάθους θαμμένου στο εσώτερο είναι του, ή σπάνιο χάρισμα να συνδυάζει λέξεις, εικόνες, ήχους, μορφές; Δεν είναι εύκολο να απαντήσουμε σ’ αυτές τις ερωτήσεις. Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι πρόκειται μόνο για ένα χάρισμα. Αλλά κι αν είναι έτσι, από πού έρχεται; Είτε το ένα, είτε το άλλο, το βέβαιο είναι ότι η βασική ιδιομορφία του ποιητικού φαινομένου μας κάνει να σκεφτούμε ότι πρόκειται για μία ασθένεια που περιμένει ακόμη τη διάγνωση του γιατρού. Η αρχαία ιατρική -όπως και η φιλοσοφία, με πρώτο τον Πλάτωνα- απέδιδε το ποιητικό χάρισμα σε μία ψυχική διαταραχή. Ήταν μία μανία, δηλαδή ένα ιερό μένος, ένας ενθουσιασμός, μια έκσταση. Ωστόσο, η μανία δεν είναι παρά ο ένας από τους πόλους της διαταραχής· ο άλλος είναι η absentia, το εσωτερικό κενό, αυτό το ‘μελαγχολικό χασμουρητό’ για το οποίο μιλάει ο ποιητής. Πληρότητα και κενότητα, πτήση και πτώση, ενθουσιασμός και μελαγχολία: ποίηση.».
Είναι με πίκρα που ολοκληρώνω την ομιλία αυτή. Αύριο-μεθαύριο οι πλείστοι/πλείστες θα έχετε φροντίσει να ξεχάσετε τι ίσως ακούσατε, θα έχετε φροντίσει να ξεχάσετε τι ίσως διαβάσατε, τι ίσως θα διαβάσετε στο «Εκδοχές ενός ποιήματος», του Μιχάλη Παπαδόπουλου. Έτσι λειτουργείτε -δεκαετίες τώρα που σας παρακολουθώ-, και με την άξια αναγωγής σε επιστήμη ικανότητά σας να παρεξηγείτε, διαστρεβλώνετε, παρερμηνεύετε, παραχαράσσετε τα πάντα. Ας είναι: «Είναι φορές που αισθάνομαι αληθινή έχθρα προς την κοινωνία, επειδή δε μου μοιάζει.. Έπειτα συλλογίζομαι ότι κι ένας φιλοτελιστής θα αισθάνεται το ίδιο, άμα βλέπει πόσο αδιαφορούμε για τα γραμματόσημα, πόσο αδυνατούμε να ξεχωρίσουμε την αξία τους· και συνέρχομαι. Δεν ξέρω. Μπορεί και η τέχνη να είναι μια αρρώστια, όπως θα μπορούσε να ήταν άλλη μία η υγεία των αγροτών για μας τους μεγαλοπολεόπληκτους. Όλα είναι σχετικά. Να μη λέμε όμως ότι είναι παράλογο μέσα σε πολέμους και σκοτωμούς ν’ ασχολούμαστε με λουλούδια και φεγγάρια. Να λέμε απλώς ότι προτιμούμε το ποδόσφαιρο. Επειδή ούτε για φεγγάρι ακριβώς πρόκειται όταν μιλεί ένας ποιητής για το φεγγάρι ούτε οι πόλεμοι κι οι σκοτωμοί είναι φαινόμενα που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην εποχή μας· ίδιοι ήταν ανέκαθεν. Αν στις μέρες μας ξενιζόμαστε περισσότερο μπροστά στη φαντασία είναι γιατί έχουμε γίνει νεόπλουτοι της μεγάλης μας συλλογιστικής ικανότητας, της περίφημης, που έφτασε να κατευθύνει διαστημόπλοια με ακρίβεια δεκάτων του δευτερολέπτου αλλά παραμένει ανήμπορη μπροστά σε μια φράση διάφανη σαν το νερό. Τι να πει κανείς;». Τούτα, κατά τον Οδυσσέα Ελύτη, όπως τα καταγράφει στο δοκίμιό του, «Η Μέθοδος του Άρα».
.
Έλικας φανταστικού ελικοπτέρου
ΣΑΒΒΑΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ
SIGMALIVE 05.12.2010
Ο ποιητής Μιχάλης Παπαδόπουλος και η «παράξενη γλώσσα της ποίησης»
«Έλικας φανταστικού ελικοπτέρου»
Οι ποιητές είναι οι ακραίοι αισθητήρες των εξάρσεων και των καταπτώσεων της ζωής, οι μεταφραστές της αλαλίας του ανθρώπου μπροστά στο απερινόητο, οι εκφραστές της αλογίας του θανάτου.
Πάντα με απασχολούσαν δύο μεγάλα ερωτήματα: Τι είναι ποίηση; Τι είναι ποιητής; Και συνακόλουθα: Γιατί γράφεται ποίηση; Και ποιος είναι ποιητής; Μου αρέσει πολύ να διαβάζω ποίηση, επειδή αισθάνομαι ότι βρίσκομαι μπροστά σε μιαν ανόθευτη και αξεπέραστη ωραιότητα και μοναδικότητα, που έχει να κάνει με σμιλεμένες λέξεις, με λαξεμένες έννοιες, με τον έρωτα και τη ζωή. Κατά το Μιχάλη Παπαδόπουλο, εκλεκτό συνάδελφο και αναγνωρισμένο, καταξιωμένο ποιητή, «με τους στίχους που πρέπει να διαγραφούν/ φτιάχνεις μια γλώσσα παράξενη».
Αυτήν την «παράξενη γλώσσα» των ποιητών ανακαλύπτω κάθε φορά που προσπαθώ να κατακτήσω μια ποιητική συλλογή. Έχω στα χέρια μου από καιρό τη νέα ποιητική συλλογή του Μιχάλη Παπαδόπουλου, «Έλικας φανταστικού ελικοπτέρου» (εκδόσεις Φαρφουλά, Αθήνα 2010). Τη διάβασα και τη μελέτησα ξανά και ξανά, την εξερεύνησα και την απόλαυσα. Μια ποιητική συλλογή απαιτεί πρώτα να την ερωτευτείς δυνατά, για να θέλεις ύστερα να την κατακτήσεις. Να της δοθείς ψυχή τε και πνεύματι. Η ποίηση είναι πρώτα δύσκολη εξερεύνηση και κατανόηση, ύστερα είναι ιερός έρωτας και μετά είναι ωραία, ανεπανάληπτη κατάκτηση.
Ο Μιχ. Παπαδόπουλος, σε μια «Κατάθεση στοιχείων», παραδέχεται ότι είναι αρκετά νέος για «να πάρει το μονύελο του ιστοριοδίφη/ στα χέρια/ ή τη σκαπάνη του τυμβωρύχου». Γι’ αυτό προτιμά «τις απλές/ περιεκτικές και πολλά υπαινισσόμενες/ μινιατούρες/ σώμα να τρίβεσαι στο δέρμα των στίχων/ ως να φτάσεις στην άφατη/ γυμνότητα της λέξης/ κι ύστερα – πού ξέρουμε/ μπορεί και να ‘ναι η ποίηση/ μονάχα έλικας φανταστικού/ ελικοπτέρου». Πράγματι, ο Μιχ. Παπαδόπουλος παίρνει τον αναγνώστη με το ελικόπτερο της ποίησής του και τον περιάγει στους δρόμους της. Όμως, ευθύς εξ αρχής τον προειδοποιεί ότι «έπαψα να μιλώ με υπαινιγμούς/ εγκατέλειψα τη σκοτεινή σημαντική/ των πολλαπλών κατόπτρων». Τον προειδοποιεί και για τα ποιήματα που θα διαβάσει: «Το ποίημα έχει, για τις ανάγκες της μάχης/ πολλές εξόδους κινδύνου, υπόγεια καταφύγια/ διασκορπισμένους σταθμούς ανεφοδιασμού/ χώρους ανασυντάξεως, εφεδρείες/ Μα την ώρα που τα πάντα για εκείνον έχουν κριθεί/ το ποίημα προσφέρει αυτοπροστασία/ στον εαυτό του/ προδίδοντας τον ποιητή».
Αθλιότητα και μοναξιά
Η ποίηση είναι μια καλλιεπής και ανειρήνευτη μάχη ανάμεσα στις λέξεις και στον ποιητή, που καλείται να τις πλύνει, να τις λαξέψει, να τις λειαίνει, να τις σμιλέψει ώστε να τις φέρει στα ίσα ενός ποιήματος. Αυτό κάνει και ο Μιχάλης Παπαδόπουλος. Μέσα από τους στίχους του διαχέεται και μια «βαθύτατη πίκρα» και μέρες σιωπής «στην αποτρόπαια τράπουλα/ των ρημάτων», αφού «η ζωή μου δεν είχε άλλο από ναυάγια/ άλλο από μισολιασμένες/ ξέρες της ωραιότητας». Παρά ταύτα, «Κι αν περιφέρω αδέκαρος/ τα ακροαστικά της ψυχής μου/ τη λίγη ομορφιά/ που μ’ απόμεινε/ δεν την προορίζω για πούλημα:/ Γράφω/ για να κάνω ορατό το σημείο/ που με κτύπησε η αθλιότητα/ κι όπως ο μαρκήσιος ντε Σαντ/ ώσπου να γίνει ασέλγεια/ η μοναξιά μου».
Οι ποιητές είναι μονήρεις πλύντες και επίμονοι λαξευτές λέξεων, αενάως σμιλεύοντες τη ζωή για να κατανοήσουν το θάνατο. Είναι οι ακραίοι αισθητήρες των εξάρσεων και των καταπτώσεών της, οι μεταφραστές της αλαλίας του ανθρώπου μπροστά στο απερινόητο, οι εκφραστές της αλογίας του θανάτου. Συχνά πικραίνονται εν εαυτοίς διά την αλαζονεία ή και την ασχετοσύνη των ανθρώπων. Ο Μιχ. Παπαδόπουλος, προσγειωμένος, ρεαλιστής για την αμφίβολη και πονηρή πολυσημία των πραγμάτων, έχει προσδιορίσει τον δικό του κώδικα πολιτικής ηθικής: «Δεν ξέρω να χειρίζομαι πεπρωμένα/ και μ’ αρέσουν οι ανεμόσκαλες», διασαλπίζει. Όμως δεν αντέχει να μην απαντήσει σε κακεντρεχή, δηλαδή αβαθή και εμπαθή δήθεν κριτικό:
«Ως ειδικός επιχωματώσεων/ από τους επιφανέστερους της εποχής/ μ’ έθαψε στα γρήγορα/ κι ύστερα με ρώτησε με ύφος αθώο/ Τι γνώμη έχετε για την κριτική/ πώς την εισπράττετε;/ Α, να μπορούσε, όπως η ποίηση/ επιμελώς να κρύβει μιαν άρρωστη ψυχή/ απάντησα ευθέως».
Το θεώρημα της υψικαμίνου και η ανίατη ευρυχωρία των λέξεων
Κάπου διάβασα ότι ο ποιητής είναι ένας αφοσιωμένος της ζωής. Θα έλεγα περισσότερο ότι είναι ένας ακαταμάχητος εραστής της ζωής. Και η ποίηση είναι το κατάλληλο μεταφορικό μέσο για να κάνει τη σύνδεση μεταξύ ζωής και ανθρώπων, μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ έρωτα και ζωής. Ο Μιχάλης Παπαδόπουλος έχει το δικό του θεώρημα για την ποίηση. Είναι το θεώρημα της υψικαμίνου: «Η ποίηση είναι γεωτρύπανο ύψους/ χωρίς ζαλάδες αισθηματικότητας», γράφει. Αλλά με πανίσχυρες δόσεις προσγειωμένης αυθεντικότητας και αισθαντικότητας.
Ο ποιητής είναι ένας θηρευτής λέξεων έστω κι αν γράφει «με τη νοσηρή τακτικότητα/ απελπισμένου θανατοποινίτη». Με την αίσθηση να προλάβει. Για να χωρέσουν στις λέξεις η ανίατη ευρυχωρία του ορίζοντα, η ανίατη ευρυχωρία της συμπόνιας, τα ασήμαντα πράγματα, οι petites formes. Κυρίως: «Ανίατη ευρυχωρία του ποιήματος/ για τόσα εκατομμύρια λέξεις/ που πέφτουν η μια πάνω στην άλλη/ για να προλάβουν να πουν, μαζί, έναν ψίθυρο». Και τι είναι οι λέξεις; «Λέξεις δύσοσμες και ρευστές (…)/ λέξεις απρόσμενες κι εκκωφαντικές/ σαν ξαφνικά σπασίματα τζαμιών/ σ’ ένα βίαιο ξέσπασμα του αγέρα/ λέξεις αγοραίες και πένθιμες/ μπροστά στην αποτυχία της εξιλέωσης/ κι ας μας δωρίσανε μέσα σε τόσο θάνατο/ τη χαρά της γύμνιας/ λέξεις ανεπιτήδευτες, κοινές/ που αλλιώς τις μιλάς/ κι επαναπατρίζεται στην αιωνιότητα,/ σώμα».
Δεν κάνω κριτική στην ποίηση του Μιχάλη Παπαδόπουλου – άλλωστε δεν είμαι κριτικός. Ένας ταπεινός λάτρης της ποίησης είμαι, που αφήνεται να παρασυρθεί στους λειμώνες της από τους ποιητικούς αγάπανθους ώστε να κατανοήσω καλύτερα την οργή του ποιητή για τους επιτήδειους ουδέτερους – «Παρά στη μέση της σκηνής/ καλύτερα στην άκρη/ ελάχιστα εμφανείς, ελάχιστα συμμετέχοντες/ ασχολίαστοι, αγνοημένοι» – ή για τους κόλακες: «Ω, πόσο μισώ/ τα θλιβερά λογύδρια των εξ επαγγέλματος/ υμνολόγων/ τις διάτορες πομφόλυγες/ πάνω σε πλατφόρμες ανδριάντων/ όταν κάποιος, δήθεν σπουδαίος, αποδημεί/ κι οι κόλακες εξυφαίνουν τη σταδιοδρομία του στη δόξα/ βεβηλώνοντας εξάπαντος/ τη σεπτή ακολουθία των μνημοσύνων».
Πώς να αντιδράσει ο ποιητής μπροστά στη γενική κατάρρευση θεσμών, αξιών και δομών; Πρώτα, ξαναχαρτογραφόντας το ιστορικό τοπίο: «Πάνω, οι αμμόλοφοι της νοσταλγίας/ με τους νεκρούς/ λίγο χαμηλότερα, η λίμνη του μυαλού/ με τα αίματα/ και πάνω από το κεφάλι μου/ ένα πουλί φανταστικό/ να τσιμπολογά / τα ψιχία του χαμού/ σαν να μασάει σύννεφο». Μετά, γράφοντας, «ώσπου να γίνουμε άνθρωποι», αφού προηγουμένως κατεδαφίσει το ποίημα και το φέρει «σε μια κατάσταση ανεπανόρθωτης καταστροφής/ σαν ζώνη νεκρή μέσα σε μια δαιδαλώδη/ ηχητική πολεοδομία».
«Ατελεύτητος τούτος ο δρόμος»
Ο ποιητής είναι, πρέπει να είναι ο άνθρωπος του καιρού του. Πώς, άλλωστε, να τον περι-γράψει, να τον κατα-γράψει και, τελικά, να τον εκφράσει παρά με στίχους, έστω και αν είναι «ατελεύτητος/ τούτος ο δρόμος/ μπορεί να σου πάρει χρόνια/ να φτάσεις το Ποίημα»; Ο Μιχ. Παπαδόπουλος, άλλοτε σαρκαστικός και πικρός, άλλοτε καυστικός και είρων μα σταθερά προσγειωμένος, αντιστέκεται, θλίβεται, μάχεται, ειρωνεύεται αλλά και μαστιγώνει τα κακώς κείμενα, ακόμα και όταν «του ‘στριψε το λαρύγγι/ η λογοκρισία», όμως συνεχίζει απτόητος. Ξέρει, όμως, να τιμά φίλους, ζώντες ή αποδημήσαντες, και καταξιωμένους της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Γνωρίζει, όμως, ότι δεν πρέπει να περιμένει την αναγνώριση σχεδόν από κανέναν. Ομολογεί πικρά ως «ποιητής άλλου καιρού»:
«Επιμελώς σήμερα/ μας σκοτώνουν/ εμείς οικειοθελώς συγκατανεύουμε/ πετώντας παρά ταύτα/ φλογερά στιχάκια διαμαρτυρίας/ στα αποχετευτικά φανταστικών εξεγέρσεων/ του μέλλοντος/ Κι ενώ οι πάντες ξημεροβραδιάζονται/ για να γράψουνε το ανάρπαστο/ εσύ, ατενίζοντας την ανεστιότητα που ταξιδεύει/ φορτωμένη τα ερείπια της μνήμης/ ανόσιος και γλωσσοβάμων περίπου/ τη βγάζεις με αναδρομές της ελπίδας/ σε αλλοτινά ολοκαυτώματα».
«Χειρότεροι από το χειρότερο»
Ο Μιχ. Παπαδόπουλος επιδεικνύει άκρα ευαισθησία για όλα όσα βίωσε, στους δρόμους που μεγάλωσε, για όσα έζησε και είδε, «ευνοούμενος μιας ακριβοδίκαιης λύπης» μέσα στην «αξέφτιστη ευφροσύνη/ των παλαιών εμπορικών δρόμων/ Αισχύλου Αντιόχου Κλεομένους Κενταύρου/ η ευγένεια ενός άλλου κόσμου/ πίσω από πάγκους λαϊκών αγορών/ κακόφημα τραπέζια της πρέζας/ κα του ζαριού/ πρόσωπα χυδαία και μεγαλοπρεπή/ σε τόπους ελληνικούς κραταιούς/ πρακτορεία ήθους και κάλλους…».
Κι ήταν να μη αρχίσει να γράφει. Τώρα ξέρει τη σιωπή, τώρα γνωρίζει πως η λήθη είναι «η τελευταία τέχνη της απελπισμένης ελπίδας», τώρα «η μνήμη μεγάλωσε τόσο/ για να θυμάται ένας για όλους». Όμως δεν έχει ψευδαισθήσεις για την ανθρώπινη αθλιότητα και κατάπτωση: «Είμαστε χειρότεροι για την αλήθεια/ τη σκέψη, το μηδέν, το ψέμα/ χειρότεροι για το θάρρος, την ποίηση/ τα πουλιά, τον έρωτα. Σήμερα, είμαστε χειρότεροι και από το χειρότερο».
Ποιητής, ο Μιχ. Παπαδόπουλος δεν ξαστοχεί στη διαζωγράφιση της πολιτικής κατάστασης στον τόπο μας: Η καλπάζουσα λήθη, η μανική επιδίωξη του πρόσκαιρου, η εκμετάλλευση των νεκρών, η αλαζονεία, σε μια πατρίδα «του θανάτου βραχνάς»… Και ιδού η θλιβερή κατάληξη λαθών και ανεπαρκειών ετών: «Φοβερά παλαιών καιρών απορρίμματα/ στον πάτο της μνήμης κατακάθονται/ σε λίγο ακούγεται ο χάρτης της οδύνης μας/ αφανίζονται χωριά και πόλεις/ γίνεται προνόμιο το κενό μεγάλο». Ποια είναι η αντίστασή του και η δική μας; Η ελληνική ψυχή μας, «δυο καρβουνάκια από τη θράκα του Ομήρου/ όθεν κρατεί η ψυχή μου/ κι ότε μου δίνει ο δαίμονας να πλανηθώ/ την πλάνη μου με γλαυκά υλικά ετοιμάζω». Τώρα έχω τις απαντήσεις στα ερωτήματά μου.
.
ΜΙΑ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ ΚΑΙ ΔΥΟ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ
ΤΙΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
«ΜΙΑ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ ΚΑΙ ΔΥΟ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ – ΣΟΝΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΑΙΡΕΣΗ»
Amor vacui… O ποιητής ένα κενό;
ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΟΥΝ ΣΥΝΗΧΩΝΤΑΣ ΤΟ ΑΝΕΙΠΩΤΟ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΠΟΙΗΤΕΣ: ‘ΦΩΝΗ ΣΤΟ ΧΑΟΣ – ΚΙ Ο ‘ΑΝΤΙΦΩΝΗΤΗΣ ΤΗΣ’. Ή ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΩ ΣΥΜΦΩΝΗΤΕΣ, ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΣΕ ΗΧΟ ΕΝΑ; ‘ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΕΡΙΑ ΒΥΘΙΣΜΕΝΑ ΣΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ’. ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ, ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΥ ΛΕΞΙΛΑΤΕΙ Ή ΛΕΞΙΒΑΤΕΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ, ΑΚΡΟΒΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΚΡΩΓΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΡΡΗΤΟΥ
Αυτό που εννοεί ο Seamus Heaney είναι ότι ο ποιητής δεν υπηρετεί κανένα δεδομένο ή συλλογικά ορισμένο σκοπό, κι η τέχνη δεν υπηρετεί κανέναν άλλο σκοπό από την ελευθερία της
Amor vacui. O ποιητής ένα κενό; Ο ποιητής στον ίμερο του κενού. Η μετα-κένωση της αλήθειας, στην κένωση του ποιητή, του ποιητικού λόγου. Που σαν τον Φοίβο, δεν λέγει, αλλά σημαίνει.
‘Μια στο άσπρο και δυο στο μαύρο’, ο αγώνας του ποιητή με το άφατο, το άρρητο και το ένα: “μεγαλειώδη άλματα προς τα πίσω
προς εκείνη την άφατη λέξη
που ούτε λέγεται ούτε γράφεται
κι έρχεται πάντα στο τέλος…”.
‘Poetry’ ηχεί ως αναγραμματισμός του ‘pottery’, αγγειοπλαστική. Μου ήλθε μόλις, κι ίσως αυτό σημαίνει κάτι, ή πάλι ίσως τίποτα. Αλλά αυτό είναι το ερώτημα που συνακολουθεί την ποίηση. Σε τι χρησιμεύει η ποίηση; Γιατί παλεύει και κυνηγά πάντα αυτό το ‘τίποτα’;
Στα όρια του λόγου, πληκτρολογούν συνηχώντας το ανείπωτό τους δύο ποιητές: ‘φωνή στο χάος – κι ο ‘αντιφωνητής της’. Ή να τους πω συμφωνητές, ποιητική συμφωνία σε ήχο ένα; ‘Τέσσερα χέρια βυθισμένα στο ελάχιστο’. Λόγος περί των ορίων, ποίηση που λεξιλατεί ή λεξιβατεί τα όριά της, ακροβατώντας στους κρωγμούς του αρρήτου. Αλέκτου λέξις, το νόημα το απερινόητο που αγωνιά να φωτίσει τα χάη του εαυτού του: αυτή είναι μια ποίηση που ταλαντεύεται ανάμεσα στο να μη ξέρει πώς να εκφέρει τον άρρητο και στην ανάγκη να υπάρξει, ‘όχι βρήκαν ένα λόγο να γράψουν, αλλά επειδή δεν ξέρουν οι ποιητές πώς να μην γράφουν’.
Νευρά και φίλντισι, χορδή και πλήκτρο. Μια συμφωνία σε Α έλασσον. Ο ποιητής που αφαιρεί, μειώνει τον εαυτό του στο ελάχιστο. Το τίποτα που φιλοδοξεί να χωρέσει τα πάντα. Ένα τίποτα; Το τίποτα που χωρεί, χωρίς να ορίσει, αόριστο και άορο το ένα. Ανακαλεί κανείς τον Rumi, τον μυστικιστή ποιητή του έρωτος του Ενός. Που αναμετρούμενος με το πρόσταγμα να ζωγραφίσει τον κόσμο όλο, άφησε τους τοίχους λευκούς: το τίποτα που χωρεί τα πάντα. Ο ποιητής, ένα κενό.
Η αξία της τέχνης
Η ποίηση είναι φιλοσοφικότερη της Ιστορίας, όρισεν ο Φιλόσοφος, στην Ποιητική του. Εννοώντας την διδακτική πλευρά, ή σκοπό της ποίησης. Στο μέτρο, δηλαδή, της υπόδειξης των οικουμενικών του ανθρώπου αληθειών. Σε αντίθεση με το συγκεκριμένο, το επί μέρους της ιστορίας. Διδακτισμό ή και παιδαγωγική και ηθική διαπαιδαγώγηση που εννοεί κι ο Πλούταρχος, όταν γράφει ότι ‘αγαθής δει τω νέω κυβερνήσεως περί την ανάγνωσιν, ίνα μη προδιαβληθείς αλλά μάλλον προπαιδευθείς, ευμενής και φίλος και οικείος υπό Ποιητικής, επί Φιλοσοφίαν προπέμπηται’: χρειάζεται καθοδήγηση ο νέος για να μην παρεκτραπεί, αλλά προπαιδευμένος κατάλληλα να αποκτήσει εκείνη την ευμένεια κι αγαθή προαίρεση, ώστε να κατευθυνθεί προς την Φιλοσοφία. Δηλαδή την μεθοδική επιζήτηση των καθολικών του ανθρώπου αληθειών και την θεμελίωση αξιών. Γράφοντας το “The Redress of Poetry,” ο laureate ποιητής Seamus Heaney υποδεικνύει ότι ετοίμως, όσοι καλούνται να υπερασπιστούν την αξία και ωφελιμότητα της ποίησης, στηρίζουν την αξία της τέχνης στις κοινωνικές της χρήσεις και ωφέλειες. Ωφελείτε την κοινωνία, κύριοι Παπαδόπουλε και Νικολαΐδη;
Σήμερα που όλοι γράφουν ποίηση, αναρωτιέται κανείς αν τούτο αφορά τις καλλιεπείς, όσο το μπορεί κανείς, οιμωγές και στεναγμούς των ‘crie de coer’, της ποίησης ως έκλυσης συναισθημάτων κι όποιας ανακούφισης από την απελευθέρωση της νευρωτικής έντασης, πώς θα το εξηγούσεν κάποιος Φρόυδ. Η ποίηση, δηλαδή, ως κοινωνική στις συνέπειές της μαζική ψυχολογική αυτοθεραπεία.
Ή, πάλι, οι κοινωνικές της ωφέλειες αφορούν τον προφανή διδακτισμό αξιών στην κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης και εν γένει των πολιτικών σκοπών της όποιας ιδεολογίας των κοινωνικών θεραπειών. Αλλά, μην θορυβείσθε, φίλοι παρευρισκόμενοι. Γνωρίζω ότι δεν ήλθατε εδώ για μια μεγαλορρήμονα διάλεξη στο τι είναι η ποίηση. Αυτό που εννοεί ο Seamus Heaney είναι ότι ο ποιητής δεν υπηρετεί κανένα δεδομένο ή συλλογικά ορισμένο σκοπό, κι η τέχνη δεν υπηρετεί κανένα άλλο σκοπό από την ελευθερία της.
Στα όρια του λόγου
Στην κυριολεξία η τέχνη είναι άσκοπη, ή, όπως το υπέδειξε ο Auden, “Poetry makes nothing happen’. Ο ποιητής δεν ζει στο συλλογικό, αλλά έξω από αυτό, κι η ποιητική του ιδέα είναι καθολική στο μέτρο που δίνει τον αγώνα ή ζει την αγωνία των ανθρώπινων ορίων, των ορίων του λόγου. Τα όρια της γλώσσας μας είναι τα όρια του κόσμου μας, έδειξε στις πιο μεταφυσικές του στιγμές ο Φιλόσοφος της Λογικής της Γλώσσας, αγγίζοντας τον μυστικισμό, σαν κάθε ποιητής ή φιλόσοφος που επιχειρεί να υπερβεί τα όρια αυτά για να εκφράσει το άφατο, ή να ψαύσει καν το πέραν των ορίων του λόγου, να αγκαλιάσει το απερινόητο ένα, που σαν τέτοιο δεν ορίζεται, αφού ο λόγος χωρίζει όσα ο μουσικός, ποιητικός ίμερος ερά ως Ένα.
Το συλλογικό, η ανθρώπινη συνθήκη, αφορά ακριβώς τον ποιητή στο ότι κινείται στην γλώσσα. Αλλά, αυτή δεν είναι η γλώσσα των εννοιών ή των λογικών συναγωγών. Είναι η γλώσσα της ποιητικής ενόρασης και του μυστικού αισθήματος, είναι η αγωνιστική γλώσσα του ποιητού όπως και του φιλοσόφου, που ασπαίρει λεξιλατώντας τα όριά του, δεν είναι η γλώσσα της πραγματικότητας, αλλά η πραγματικότητα της γλώσσας. Στην πιο μεταφυσική, μυστική της υπόσταση. Τι είναι ο ποιητής πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Στην αντίφασή τους, μάλιστα, εκείνη που συνιστά την ποιητική συνθήκη, οι καθολικές του έννοιες να περικλείουν αντιφάσεις, και πρότερη και πάνω από όλα η ίδια η ποιητική ιερουργία της γλώσσας.
Λεξίφλεκτο μετρά ο ποιητής τον ‘θεοδόχο’ λεξουργό εαυτό του, καθώς πτερόεσσες φωτίζουν τα ερέβη του οι κρημνιζόμενες λέξεις, – απέναντι ενώ… Τα ειωθινά ρίγη των ποιημάτων του αντλεί από τα ορυκτά υπεδάφη του ο Αντιφωνητής του.
Υποφέρουν οι λέξεις των ποιητών. Κτυπημένες “μια στο λευκό και δυο στο μαύρο, βοούν αφώνως, λυγίζουν, στενάζουν, βογγούν, στρεβλώνουν, απλώνουν και πάλι συστρέφονται, τείνουν να, και πάλι όχι, στο άορο μεταξύ, ασπαίρουν σ’ ένα μετέωρο, αέναο ανάμεσα στο απρόσιτο και στις εντάσεις τούτο να ειπωθεί, στις επίμονες μανικές ρίζες της σιωπής και τις απαιτήσεις της ζωής, να γνωστεί, να εκφραστεί, εν τέλει να βιωθεί. Ο ποιητής υποθέτει μιαν αλήθεια να ειπωθεί και πάλι εκφράζει ως αλήθεια το ανέκφραστό της, αποσβολωμένος μπροστά σε ό,τι αδυνατεί να διεμβολίσει, αναστοχαστικά μετεωρίζοντας το ριζικό του, σαν τοξότη που ξαστόχησε. Σαν το είδωλο του Ηρακλή, στην κατάβαση της Νέκυιας, ως να τοξεύει τις ψυχές, ως να κάνει κάτι, ως να κάνει την διαφορά. Αλλά καμμία διαφορά. Και κανένα διάφορο.
Ένα ποιητικό non-happening
Είκελος εαυτού, ανδρ-είκελος, ο ήρως του εαυτού του, αφήνει τα πάντα ως έχουν. Το βέλος δεν φεύγει ποτέ. Μετέωρη η κίνηση, στα όριά της ως ακινησία. Η ποίηση, επαναλαμβάνουμε τον Auden, εκεί που συναντά τον Φιλόσοφο, αφήνει τα πάντα ως έχουν: “Poetry makes nothing happen”. Καλώς ήρθατε στο ποιητικό αυτό, σήμερα, non-happening.
Θέλω να καλέσω τον ποιητές ή τους… ποιητή να κλείσουμε με το ποίημα «Ένορκος δήλωση» («Εκδοχές ενός ποιήματος», Mιχάλης Παπαδόπουλος:
Όλους εκείνους που με αγωνία
αλλά και με το δάκτυλο στη σκανδάλη
στη γωνία ενός μισοσκότεινου δρόμου
περιμένουν να δουν την εξέλιξη
της στιχουργίας μου
‒Eάν έκανα βήματα προς τα εμπρός
εάν εξελίσσομαι βάσει
όλων των προειλημμένων προσδοκιών
και εκτιμήσεων‒
θέλω ευόρκως να τους πληροφορήσω
πως όχι μόνον έμεινα στάσιμος
αλλά κάνω διαρκώς βήματα προς τα πίσω
και τώρα, τελευταίως, μάλιστα, μερικά
μεγαλειώδη άλματα προς τα πίσω
προς εκείνη την άφατη λέξη
που ούτε λέγεται ούτε γράφεται
κι έρχεται πάντα στο τέλος
ανείπωτη και άγραφη
η οριστική εκδοχή
του ατελεύτητου ποιήματος
Σημ.: Κείμενο της ομιλίας που εκφωνήθηκε στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής των Παναγιώτη Νικολαΐδη και Μιχάλη Παπαδόπουλου «Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο-Σονάτα για την αφαίρεση», στις 23 Μαρτίου 2018 στο Θέατρο Πόλης-ΟΠΑΠ Δημοτικό Κέντρο Τεχνών Λευκωσίας.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΣΑΒΒΙΝΙΔΗ
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 17 Μαΐου 2023
Έχοντας μόλις παρουσιάσει τις ποιητικές του συνθέσεις «Η ακτημοσύνη των λέξεων» (Αιγαίον) και «Ερημίτης Όμβριος – Οξύτονα για τον Καρούζο» (Bibliotheque), αμφότερες του 2022, ο Μιχάλης Παπαδόπουλος εξέδωσε πριν από μερικές μέρες και την 9η ποιητική του συλλογή, με τίτλο «Φόβοι» (Αρμίδα). Σ’ αυτή αντικρίζει τον φόβο σαν ένα τείχος που μας εμποδίζει να προχωρήσουμε, αλλά και σαν κλήση ετοιμότητας και ξόρκι απέναντι στον κίνδυνο. Όπως ο ίδιος σημειώνει, ίσως το να ζεις είναι ένας παρατεταμένος εθισμός στους φόβους και το αναπάντεχο.
– Ποιους φόβους φοβάσαι περισσότερο;
Το να ζεις είναι, ίσως, από μια άποψη, ένας παρατεταμένος εθισμός στους φόβους και το αναπάντεχο. Σ’ αυτή τη διάρκεια είναι φυσικό κάποιοι φόβοι να εξομαλύνονται και κάποιοι άλλοι να ανακύπτουν με περισσότερο ή λιγότερο απειλητικό πρόσωπο. Αυτό που περισσότερο με τρομάζει αυτήν τη στιγμή είναι η χωρίς όρια περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής και γενικότερα της ζωής στον πλανήτη, η σχεδόν πλήρης αποθηρίωση του ανθρώπινου όντος, σε όλα τα επίπεδα, ο εκμαυλισμός της παιδικότητας και της εφηβείας στα βρόχια μιας αφηνιασμένης βιαιότητας, αλλά και το χάσιμο αγαπημένων προσώπων χωρίς να έχει προηγηθεί η διεργασία συμφιλίωσης με το γεγονός της απώλειάς τους. Ακόμα, ο φόβος της εκκρεμότητας, η αίσθηση πως μπορεί να καταστώ, ξαφνικά, εκπρόθεσμος σε κάποια σημαντικά πράγματα που κάνω, όπως λ.χ. να φύγεις αφήνοντας πίσω σου ανολοκλήρωτο έναν συρφετό από γραμμένες και άγραφες σελίδες. Αλλά, θα μπορούσε να είναι η ζωή ενός ανθρώπου ή κάποιου που γράφει κάτι διαφορετικό από αυτό;
– Τι σου έχει στοιχίσει και πώς σ’ έχει ωφελήσει η ενασχόληση με την ποίηση;
Μου έχει στοιχίσει αναρίθμητα εικοσιτετράωρα αβάσταχτης βασάνου με τις λέξεις, επώδυνης πάλης στο λευκό χαρτί, αγώνα για την ακρίβεια και τη «σωστή» έκφραση. Μου έχει στοιχίσει, με άλλα λόγια, μια θαρρετή «απόσπαση» από τον κόσμο, μέσα από την οποία επιχειρείς να αποσπάσεις κάτι απ’ αυτόν, προσπαθώντας να το ανταποδώσεις, με την προσίδια, βέβαια, επίγνωση της ασημαντότητας του διαβήματος. Την ίδια ώρα, μ’ έχει βοηθήσει να κατανοήσω, όσο αυτό είναι μπορετό, διεισδυτικότερα τον εαυτό μου, να βυθομετρήσω το χάσμα ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο απάνθρωπο, να κάνω ορατό το σημείο που με κτύπησε η αθλιότητα, όπως λέω σ’ έναν στίχο. Κοντολογίς, με συνδράμει να βρω τη θέση μου στον κόσμο κατοχυρώνοντας ένα «σημείο ευστάθειας» ανάμεσα στην περιρρέουσα παράνοια και τον καλπάζοντα παραλογισμό.
– Πιστεύεις ότι κρύβεται ένας ποιητής μέσα σε κάθε άνθρωπο;
Ποίηση δεν είναι μόνον η γραπτή. Να θυμίσω τον περίφημο στίχο του Καρούζου: «η γραπτή ποίηση σωριάστηκε στο στήθος μου σαν ένα τίποτα». Το πιο θαυμαστό ίσως πράγμα, πέραν από τα έργα τέχνης, είναι η ίδια η ποιητικότητα του κόσμου αλλά και εκφάνσεις της ανθρώπινης δημιουργίας- όχι της οποιασδήποτε, βέβαια, γιατί ανθρώπινη δημιουργία, όπως λέει ο Καστοριάδης, είναι και τα γκουλάγκ, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης κ.λπ. Επίσης, η ποίηση των ανθρώπινων συναντήσεων, η ποίηση που μπορεί να κρύβεται σε μιαν απλή χειρονομία, η ποίηση, ακόμα, της σιωπής. Υπό αυτή την έννοια, κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα, έστω κι αν δεν είναι «ποιητής» με την τρέχουσα σημασία, να φερθεί ποιητικά. Η ποίηση, ωστόσο, αναδύεται εκεί που εμφανίζεται μια επιτακτικότητα να υπάρχει. Όπως έλεγε ο Νερούδα, η ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν, αλλά σ’ εκείνους που την έχουν ανάγκη. Κι αυτή η ανάγκη προσλαμβάνει ποικίλες μορφές και μπορεί να επισκεφθεί τον καθένα.
– Έχει «υπερδυνάμεις» η καλλιτεχνική δημιουργία; Τι μπορεί ν’ αλλάξει γύρω μας;
Η καλλιτεχνική δημιουργία δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο. Μπορεί, όμως, ν’ αλλάξει τη ζωή κάποιου, να τον εμβάλει στη διαδικασία ενός εσωτερικού μετασχηματισμού, είτε ως φορέα του καλλιτεχνικού λόγου, είτε ως δέκτη. Μπορεί, ακόμα, ν’ αλλάξει τον τρόπο που αντικρίζουμε τα πράγματα, να προσφέρει ένα άλλο βλέμμα, μιαν άλλη θέαση. Περισσότερο, ωστόσο, από το ν’ αλλάζει τον κόσμο, η τέχνη μάλλον αλλάζει από αυτόν, μέσα σε μια ιστορική διαδικασία αργόσυρτη, γι’ αυτό ελάχιστα διακριτή με το πρώτο βλέμμα. Καθώς, όμως, ο κόσμος, η ιστορική πραγματικότητα, αλλάζει την τέχνη, μπορεί και η τέχνη να συμβάλει, κατά το μάλλον ή ήττον, στη δική του αλλαγή, να συνδιαμορφώσει τις προϋποθέσεις για ένα γόνιμο και ίσως απελευθερωτικό πέρασμα.
– Απολαμβάνεις περισσότερο να γράφεις ή να διαβάζεις;
Η γραφή και η ανάγνωση είναι για μένα μια αμφίδρομη δραστηριότητα, βαθύτατα σωματική, που διεισδύει διαρκώς η μια μέσα στην άλλη. Κάθε συγγραφική στιγμή παραπέμπει σε μιαν αναγνωστική παλίνδηση- και το αντίστροφο. Άλλωστε, ήταν η ίδια η πρακτική της ανάγνωσης που μόχλευσε μέσα μου την επιθυμία της γραφής, διαβάζοντας πρώτη φορά, όντας φοιτητής, το «Φαρέτριον» του Νίκου Καρούζου. Ωστόσο, θα δεχόμουν πως η ανάγνωση ενός αριστουργηματικού βιβλίου προσφέρει μιαν απόλαυση ασύγκριτη σε σχέση με το να γράφεις.
– Ποια θα είναι η τελευταία σου λέξη;
Δύσκολο να το πω. Αν εννοείς την επιθανάτια, ίσως να μην προλάβω καν να την πω. Και αν ίσως το καταφέρω, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ορισμένη συνθήκη της εκδημίας. Ίσως μια φράση του τύπου «είμαι τυχερός που σας γνώρισα», αν έχω την ευλογία να εκδημήσω περιτριγυρισμένος από αγαπημένα πρόσωπα. Αν εννοείς, πάλι, την τελευταία λέξη του συγγραφικού μου έργου, αυτό ίσως είναι ακόμη πιο αδύνατο να ειπωθεί. Δεν μπορείς να ξέρεις πότε αυτό θα τελειώσει και πώς. Αν και πιθανόν να είναι προγραμμένο μέσα στην πρώτη λέξη που εξέφερες. Πάντως, για κάποιους συγγραφείς, που η ζωή τους είναι πλήρως ταυτισμένη με τη γραφή, η τελευταία φράση του τελευταίου τους βιβλίου είναι ίσως και η τελευταία πράξη της ζωής τους. Δεν νομίζω, πάντως, πως εγώ συγκαταλέγομαι σ’ αυτούς.
Συνέντευξη στους Νικόλα Κωνσταντίνου, Γιάννη Χατζημαύρο
Το Βήμα 13/11/2022
Ο δημοσιογράφος, λογοτέχνης και ποδοσφαιρόφιλος Μιχάλης Παπαδόπουλος μιλάει για τις τρεις ιδιότητές του και θυμάται τα χρόνια του στο Παγκύπριο
Στην ερώτηση «σας άρεσε το σχολείο;» δύσκολα θα βρεις στις μέρες μας κάποιον που να απαντούσε με ενθουσιασμό «ναι». Ο Μιχάλης Παπαδόπουλος φαίνεται ότι τα χάρηκε όλα στη ζωή του: το σχολείο του (που είναι και σχολείο μας, αφού είναι απόφοιτος του Παγκυπρίου Γυμνασίου), τη δημοσιογραφία, το ποδόσφαιρο, την ποίηση. Θεωρεί πιο σημαντική λέξη στη ζωή του τη λέξη «ελευθερία». Ας δούμε τι απαντά στις ερωτήσεις μας.
Κύριε Παπαδόπουλε, είστε απόφοιτος του Παγκυπρίου Γυμνασίου. Τι έχει μείνει πιο έντονα χαραγμένο στη μνήμη σας από τα μαθητικά σας χρόνια;
«Είναι πολλά πράγματα χαραγμένα στη μνήμη, η οποία επιμένει να αγκιστρώνεται… μαθητικά. Πιο πολύ, όμως, θα έλεγα εκείνη η δυσήλατη γεύση του ταξιδιού προς την ωρίμανση, που, σε συνδυασμό με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα στη σχολική αυλή, οδήγησαν στη μεταμόρφωση του παιδιού σε ενήλικο».
Σας άρεσε το σχολείο; Τα μαθητικά σας χρόνια είχαν κάτι από το ποδοσφαιρικό αίσθημα του… συλλογικού (του συλλόγου και του συνόλου) πάθους ή ήταν μοναχικά, σαν την πορεία του ποιητή (αν είναι τέτοια);
«Δεν θα έλεγα ότι μου άρεσε ιδιαίτερα το σχολείο, ίσως γιατί άργησα να καταλάβω τη σημασία της παιδείας και της μάθησης. Ωστόσο, είναι μέχρι σήμερα ανεξίτηλες η επίδραση αλλά και η γοητεία που άσκησαν πάνω μου εκπαιδευτικές μορφές όπως ο Φρίξος Πετρίδης, ο Αλέξανδρος Κινάνης, ο Κώστας Βασιλείου (που είναι και ένας από τους σημαντικότερους ποιητές μας), ο Γεώργιος Δράκος, ο Κυριάκος Παπαστεφάνου, η Ρολάνδα Παπαδοπούλου κ.ά., τους οποίους μνημονεύω μέχρι σήμερα με σεβασμό και αγάπη. Οσον αφορά τα μαθητικά χρόνια, θα έλεγα ότι χαρακτηρίζονταν τόσο από το… ποδοσφαιρικό αίσθημα της συλλογικότητας, όπως ωραία αναφέρετε, όσο και από την τάση προς τη μοναχικότητα – το συναμφότερον, δηλαδή, ένας συνδυασμός και των δύο».
Είστε δημοσιογράφος στην εποχή των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, της υπερ-πληροφόρησης και της «παραπληροφόρησης»; Ποιες είναι οι σημαντικότερες προκλήσεις που έχετε να αντιμετωπίσετε;
«Ολα αυτά που επισημαίνετε εμπερικλείονται στο γεγονός ότι ο δημοσιογράφος έχει πάψει πια να είναι ο μοναδικός ή ο κύριος παραγωγός της είδησης και συντελεστής της ενημέρωσης. Γιατί, ακριβώς, μέσα από τα ΜΚΔ μπορεί ο καθένας πλέον να καταστεί παραγωγός ειδήσεων ή «διαμορφωτής γνώμης», ρόλο που ασκούσαν παραδοσιακά οι δημοσιογράφοι. Αυτή η εξέλιξη ασφαλώς συνεπιφέρει, αυτονόητα, σημαντικότατες επιπτώσεις όσον αφορά τη λειτουργία της δημοσιογραφίας».
Πώς θα μας συστήνατε να ενημερωνόμαστε; Ποιους σκοπέλους πρέπει να αποφύγουμε για να μη χειραγωγούμαστε;
«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, όπως έχουν εξελιχθεί σήμερα τα πράγματα, είναι τα λεγόμενα fake news και η χειραγώγηση των ειδήσεων από ποικιλώνυμες – ορατές και αόρατες – εξουσίες, οι οποίες συχνά λειτουργούν και στον ίδιο τον χώρο των media. Οπότε, εκείνο που πρωτίστως χρειάζεται είναι ένα αμάχητο πνεύμα ανεξαρτησίας, άτεγκτη προσήλωση στις αρχές της ελευθεροτυπίας, ακάματη ερευνητική διάθεση και αποφυγή μονολιθικών και μονοδιάστατων προσεγγίσεων όσον αφορά τα γεγονότα και τις πηγές».
Οικονομική κρίση, πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση, κλιματική αλλαγή, μεταναστευτικό: θα μας απασχολούν για καιρό; Πώς θα είναι ο κόσμος μας σε μια δεκαετία;
«Μάλλον, με βάση τις ανιχνεύσεις και προγνώσεις των διαφαινόμενων τάσεων, θα είναι χειρότερος. Ωστόσο ως, εκ πεποιθήσεως, ενεργητικός πεσιμιστής, θα πρότεινα την μπεκετική προτροπή: «Κοίταξε το χειρότερο έως ότου αρχίσεις να γελάς»… Οπερ, ακόμα και η εικόνα της πιο μακάβριας δυστοπίας δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει».
Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με το ποδόσφαιρο; Είστε οπαδός ή φίλαθλος; Υπήρξατε και ποδοσφαιριστής;
«Το ποδόσφαιρο μπήκε στη ζωή μου από πολύ μικρός, ίσως γιατί έτυχε να γεννηθώ σε μιαν αθλητική οικογένεια, με ποδοσφαιριστές, καλαθοσφαιριστές και βολεϊμπολίστες, τα μέλη της οποίας σύχναζαν ανελλιπώς στα γήπεδα, οπόταν ήταν πάρα πολύ εύκολη η… μύηση. Οσον αφορά το διάζευγμα φίλαθλος ή οπαδός, θα έλεγα πως είμαι και τα δύο. Ωστόσο, θεωρώ πως η αρχική ενασχόληση με το ποδόσφαιρο συντελείται μέσα από τον «έρωτα» για μια ομάδα και ύστερα ακολουθεί η παράδοση στις γοητείες του αθλήματος».
Γιατί το ποδόσφαιρο ασκεί τόση γοητεία σε εθνικά, ηλικιακά, μορφωτικά, ιδιοσυγκρασιακά ετερόκλητο κοινό; Ποιο στοιχείο του είναι αυτό που του προσδίδει επιδραστικότητα, γοητεία, ποιητικότητα;
«Γιατί, αφενός, είναι βαθύτατα δημοκρατικό και εξισωτικό, καθώς μπορούν, πανεύκολα, να το παίξουν οι πάντες σε μια συνθήκη διαρκούς αντιστρεψιμότητας των σχέσεων δύναμης, όπου ο αδύνατος μπορεί κάλλιστα να κερδίσει τον δυνατό (ίσως κανένα από τα υπόλοιπα αθλήματα δεν προσφέρει αυτή τη δυνατότητα), και, αφετέρου, γιατί αποτελεί μια συναρπαστικά ακριβή σύνοψη της ανθρώπινης συνθήκης σε ολόκληρη την κωμικοτραγική της διάσταση».
Ποίηση: τέχνη για τους λίγους ή απαραίτητο υλικό για την επιβίωση και ευημερία του κοινωνικού συνόλου; «Σκοράρει» σήμερα στις καρδιές των τεχνολογικώς προσανατολισμένων νέων;
«Τέχνη για όλους, αν και λίγοι μπορούν να αντιληφθούν πως, όντως, αποτελεί απαραίτητο υλικό για την επιβίωση και ευημερία του κοινωνικού συνόλου. Ίσως ελάχιστα «σκοράρει» σήμερα στις καρδιές των τεχνολογικώς προσανατολισμένων νέων, αλλά, ας μην ξεχνάμε, πως στη σύγχρονη «Εδέμ» της τεχνολογικά εστιασμένης επικοινωνιακής ουτοπίας μας, το Ιντερνετ κ.λπ., ο λόγος της ποίησης διαχέεται ασμένως, οπόταν δεν αποκλείεται να επισυμβούν και μερικές ευτυχείς συναντήσεις».
Πότε ξεκίνησε το δικό σας ενδιαφέρον για την ποίηση; Ποια είναι τα κυρίαρχα θέματα των συλλογών σας; Χρησιμοποιείτε την κυπριακή διάλεκτο; Χρησιμοποιείτε παραδοσιακές φόρμες;
«Θα έλεγα ότι ξεκίνησε πολύ αργά, κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων. Ως νέος, δηλαδή, ενέπιπτα στον περίφημο αφορισμό του Ρολάντ Μπαρτ ότι «κανείς νέος στις μέρες μας δεν έχει τη φαντασίωση να γίνει συγγραφέας». Ωστόσο, έστω και αργά, απέκτησα τη φαντασίωση αυτή, η οποία συνεχίζει να τρέφει το συγγραφικό μου διάβημα, χωρίς να γνωρίζω, βεβαίως, αν όντως μπορώ να αποκληθώ συγγραφέας.
Όσον αφορά την κυρίαρχη θεματική των συλλογών μου θα έλεγα ότι αυτή αποτελεί μια ανοικτή… ατζέντα, για να χρησιμοποιήσω, καταχρηστικώς, μια δημοσιογραφική έκφραση. Είναι προφανής, ωστόσο, ένας προβληματισμός για τη γλώσσα, καθώς και για την ύπαρξη στις πολύμορφες εκφάνσεις της. Εκφραστικά, μετέρχομαι τον ελεύθερο στίχο, σπανίως την κυπριακή διάλεκτο και τις παραδοσιακές φόρμες».
Η ποίηση κάνει πάσες στη ζωή ή το αντίθετο; Μήπως ενίοτε ντριμπλάρει τα ουσιαστικά, δίνοντας ασίστ στα μικρά κι αθέατα; Κι αν ναι, μήπως αυτά είναι σημαντικότερα στην τέχνη του ζην;
«Νομίζω πως πρόκειται για αμφίδρομη σχέση. Ο ποιητής είναι μια ζώσα ύπαρξη, μέσα σε μια ζέουσα φυσική και κοινωνική πραγματικότητα, που χρησιμοποιεί ως υλικό κάτι εξόχως ζωντανό, τη γλώσσα. Υπό αυτόν τον όρο, επιχειρεί να πει τα καίρια, ντριμπλάροντας πρωτίστως τον εαυτό του και επιχειρώντας να αναδείξει στα μικρά και αθέατα αυτό που είναι ενδιαθέτως ουσιαστικό».
Ποια είναι η αγαπημένη σας λέξη; Και ποια θεωρείτε την πιο δυνατή λέξη της γλώσσας μας;
«Η αγαπημένη μου λέξη – αν πρέπει να αναφέρω μόνο μία – είναι η ελευθερία. Αυτήν θεωρώ και ως την πιο δυνατή λέξη της γλώσσας μας, η οποία σφράγισε, άλλωστε, και την πορεία της ιστορίας μας ως λαού. Μια λέξη η οποία εκφερόμενη δονεί το καθετί, από το μικρότερο έως το πιο μεγάλο».
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΠΟΛΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Η ακτημοσύνη των λέξεων
Μιχάλης Παπαδόπουλος: Στα περιθώρια της ποίησης με τη γραφίδα της δημοσιογραφίας
Στις μέρες μας, η περιπέτεια της ποίησης να προχωρεί κερματισμένα, σε διαφορετικές μοναχικές διαδρομές, εντούτοις, βλέπουμε, μέσα από τη χρήση μέσων όπως το διαδίκτυο, αλλά και αρκετές δημιουργικές συνομαδώσεις, που όλο και περισσότερο πληθαίνουν, να αναπτύσσεται ένα δημιουργικό πάθος για τη συλλογικότητα, το οποίο, θεωρώ, είναι η μοναδική σωτήρια σανίδα που μπορεί να μας μεταφέρει στον Καιρό που έρχεται
Κι αν δεν τον έβλεπα να κάθεται σε δημοσιογραφική καρέκλα, πάλι θα καταλάβαινα ότι αυτός ο άνθρωπος έχει σαν αγαπημένη ενασχόλησή του τη γραφή. Θα μπορούσε και να ζει κάπου στην Ενετοκρατία στην Κύπρο ή στη Φλωρεντία του 1950. Ζει και δημιουργεί ανάμεσά μας, αλλάζοντας μολύβια. Τη μια ποιητής, την άλλη δημοσιογράφος. Και στις δυο περιπτώσεις, ο λόγος του είναι κοφτερός και διάφανος. Έχει στο μυαλό του τον τόπο στον οποίο ζει, καθώς γνωρίζει τις ομορφιές του αλλά και τις κακοτοπιές του. Πάνω απ’ όλα πρόκειται για έναν ποιητή και δημοσιογράφο που σέβεται, αγαπά και υπηρετεί την υπέροχη ελληνική γλώσσα έτσι όπως ακριβώς της αξίζει! Αυτός είναι ο Μιχάλης Παπαδόπουλος!
Γιατί γράφεις; Έχουν λόγο ύπαρξης οι ποιητές;
Αν γνώριζα γιατί γράφω, ίσως να μην έγραφα καθόλου! Και, ίσως, ο λόγος που συνεχίζω να γράφω, είναι γιατί επιχειρώ να απαντήσω σ’ αυτό το αναπάντητο ερώτημα, να φτάσω στις πηγές της συγγραφικής πράξης, προφανώς ανεύρετες, απλησίαστες και ανεξάντλητες. Κατά τον ίδιο τρόπο, αν γνώριζα την απάντηση στο ερώτημα τι είναι ποίηση, ίσως σταματούσα να γράφω. Σε κάποιο ποίημα λέω: «Γράφω, για να κάνω ορατό το σημείο που με κτύπησε η αθλιότητα και, όπως ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ώσπου να γίνει ασέλγεια η μοναξιά μου», και, κάπου αλλού, «Γράφω, σημαίνει εναντιώνομαι στη νομοτέλεια του αναπόδραστου…». Ωστόσο, δεν ξέρω αν και σε τι απαντούν όλα αυτά.
Όσο για το δεύτερο ερώτημα, «Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες. Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα», λέει, σε μιαν από τις καλύτερές του στιγμές ο Τίτος Πατρίκιος. Ωστόσο, μπορεί οι ποιητές να μην είναι σήμερα οι καθοδηγητές του κόσμου, μάρτυρες και ήρωες του Καθολικού, προσφέρουν, όμως, τους ακτινοβόλους αστερισμούς που φωτίζουν και καθοδηγούν, μες στα σκοτάδια, τη ζωή μας.
Και μπορεί, στις μέρες μας, η περιπέτεια της ποίησης να προχωρεί κερματισμένα, σε διαφορετικές μοναχικές διαδρομές, εντούτοις, βλέπουμε, μέσα από τη χρήση μέσων όπως το διαδίκτυο, με τις δυνατότητες που παρέχει -ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά, blogs, fb κ.λπ.-, αλλά και αρκετές δημιουργικές συνομαδώσεις, που όλο και περισσότερο πληθαίνουν, να αναπτύσσεται ένα δημιουργικό πάθος για τη συλλογικότητα, το οποίο, θεωρώ, είναι η μοναδική σωτήρια σανίδα που μπορεί να μας μεταφέρει στον Καιρό που έρχεται.
Δημοσιογράφος και ποιητής. Πες μας δυο λόγια γι’ αυτές τις δύο ιδιότητές σου. Τι υπάρχει ανάμεσα στα δύο;
Νομίζω ότι οι δύο αυτές ιδιότητες, μέσα από μιαν αέναα αντιπαραθετική σχέση, αλληλοτροφοδοτούν η μια την άλλη. Όσο κι αν ο λόγος της ποίησης «αρέσκεται στο να κρύβεται», τόσον ο δημοσιογραφικός όσο και ο ποιητικός λόγος αποτελούν, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, μορφές του δημόσιου λόγου. Ωστόσο, όσον αφορά τη δική μου περίπτωση, αισθάνομαι ότι η ποιητική έκφραση λειτουργεί, σε μεγάλο βαθμό, καθαρκτικά έναντι του δημοσιογραφικού λόγου, που υπόκειται σε ποικιλώνυμες εξαρτήσεις, στερεότυπα και αλλοτριώσεις.
Αν ο δημοσιογραφικός λόγος είναι υποταγμένος, συχνά μ’ έναν ευτελή τρόπο, στην επικαιρότητα, ο λόγος της ποίησης υπερβαίνει αυτήν την τελευταία, αποβλέποντας, διά της χρήσης του γεγονοτολογικού και του επίκαιρου, στην ίδια την ανθρώπινη μοίρα.
Ζεις σ’ έναν κουρασμένο και αδικημένο τόπο. Τι θα ήθελες να πεις στους πολιτικούς αυτού του τόπου, εσύ, ως ένας άνθρωπος που βλέπει τη μικρή πατρίδα με τα μάτια ενός ποιητή;
Τι άλλο, από το να προσπαθήσουν να μην είναι τόσο κατώτεροι των ανθρώπων που τους εμπιστεύονται, να μη βλέπουν τα πράγματα με τους μυωπικούς φακούς της μικροπολιτικής, αλλά με τη χάρη μιας πιο ανοικτής και καθαρής ματιάς, να εγκαταλείψουν τη στενόθωρη λογική της διαχειριστικής διεκπεραίωσης, συλλαμβάνοντας, μέσα από τον αστερισμό του μερικού, τον χρόνο του Κοινού και της Ολότητας, και να διαβάζουν, πότε-πότε, κανένα βιβλίο.
Η παλαιότερη και νεότερη γενιά
Μίλησέ μας για τους παλιούς και τους νεότερους Κύπριους ποιητές.
Υπάρχει μια ζώσα και βαριά κληρονομιά, που παρέχεται ως έρεισμα, αλλά και ως απαίτηση στους νεότερους. Δεν μπορείς να γράψεις χωρίς αυτό που προηγήθηκε, έστω κι αν η ποίηση έρχεται από το ανήκουστο και το αλλού/αλλιώς ειπωμένο. Βασίλης Μιχαηλίδης, Λιπέρτης, Μόντης, Ανθίας, Θ. Πιερίδης, Π. Μηχανικός, Θ. Νικολάου, Κ. Χαραλαμπίδης, Κ. Βασιλείου, Μ. Πασιαρδής, Λ. Ζαφειρίου, Μ. Πιερής, Ν. Μαραγκού, Φ. Κολοσσιάτου, Ν. Κατσούρη -ο κατάλογος είναι μακρύς-, αποτελούν σηματωρούς για την κυπριακή λογοτεχνία αλλά και τις νεότερες γενιές, που, κατά τη γνώμη μου, δεν υπολείπονται σε ταλέντο, ενώ, επιπρόσθετα, διακρίνονται από μια ευρύτατη γνώση των σύγχρονων λογοτεχνικών και ποιητικών ρευμάτων, ίσως ευρύτερη από των προηγουμένων. Τολμώ να πω, μάλιστα, χωρίς να υπεισέρχομαι σε απαρίθμηση ονομάτων, πως μερικοί εξ αυτών γράφουν ποίηση ισοϋψή με την καλύτερη που γράφεται σήμερα στον ελληνικό χώρο.
Ωστόσο, με λύπη μου διακρίνω μια έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των λεγόμενων «γενεών», ενός πραγματικού διαλόγου για τα πεπραγμένα της παραχθείσας και παραγόμενης λογοτεχνίας μας, για τις συνέχειες και τις ασυνέχειες, τις ενδεχόμενες ρήξεις και μετατοπίσεις μέσα στο κυρίαρχο μοντερνιστικό παράδειγμα.
Προσωπικά, αισθάνομαι να συνομιλώ, περίπου βοών εν τη ερήμω, μόνο με μερικούς συνομηλίκους μου, μέσα στην πλήρη αδιαφορία και άγνοια για το τι παράγεται σήμερα, τόσο από την κυπριακή κοινωνία, όσο και από τους προηγούμενους δημιουργούς. Υπάρχουν λόγοι γι’ αυτό, αλλά δεν είναι της παρούσης. Ίσως, το διεισδυτικό βιβλίο του ποιητή και κριτικού Παναγιώτη Νικολαΐδη, «Η γενιά της κατοχής και της αφθονίας», που κατοχυρώνει γραμματολογικά, ως όνομα, τη νέα ποιητική γενιά, βάλει, επιτέλους, μερικά πράγματα στη θέση τους.
Κυπριακό ιδίωμα. Τι σημαίνει για σένα αυτή η τόσο ιδιαίτερη γλώσσα;
«Το νερό που πίνουμε, ο αέρας που αναπνέουμε, το ψωμί που τρώμε…».
Το μελίρρυτο ποτάμι, που ποτίζει τα άγονα και τις αγωνίες της ζωής μας. Ωστόσο, με θλίβει ο σταδιακός εκφυλισμός του σε στοιχείο του φολκλόρ, καθώς και η πολιτική του χειραγώγηση, για τις ανάγκες μιας ύποπτης και ιστορικά ανεδαφικής πολεμικής των «ταυτοτήτων».
Η πολιτική του πολιτισμού
Έχουμε περιθώρια να αναπτύξουμε τον πολιτισμό στην Κύπρο σε σημείο που κάποια στιγμή να είμαστε περήφανοι γι’ αυτόν και με ποιον τρόπο μπορούμε να τον αναδείξουμε;
Φρονώ ότι έχουμε τεράστιες δυνατότητες, ως χώρα, παρά το… λιλιπούτειο του πληθυσμού και του χώρου. Κατ’ αρχήν, έχουμε έναν πλούσιο σε ιστορία και επιτεύξεις πολιτισμό, μια ζείδωρη πολιτισμική κληρονομιά που αρύεται από πολλές πηγές και εκχύεται σε πολλαπλές γόνιμες διασταυρώσεις.
Κατά δεύτερον, έχουμε ένα εξαιρετικά αξιόλογο καλλιτεχνικό δυναμικό, σε όλες τις σφαίρες της καλλιτεχνικής δημιουργίας – στον κινηματογράφο, που πετυχαίνει σημαντικές διεθνείς διακρίσεις τα τελευταία χρόνια, στο θέατρο, στα εικαστικά, στη λογοτεχνία, στον χορό, στη φωτογραφία, κ.λπ. Υπάρχουν, ωστόσο, σοβαρές παθογένειες σε επίπεδο πολιτισμικής ηγεσίας και πολιτιστικής πολιτικής, γεγονός που χαλιναγωγεί τη δημιουργική έξαρση και ώσμωση που συντελείται σε πυρηνικό επίπεδο. Και αυτό, παρά την ύπαρξη κάποιων εξαιρετικά καταρτισμένων ανθρώπων, με όραμα, εκεί στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες, που δυστυχώς αποτελούν απελπιστικά έρημες… καλαμιές στον κάμπο.
Ένα άλλο αρνητικό στοιχείο, και εδώ μπορώ να μιλήσω και με γνώμονα την τριβή μου με το πολιτιστικό ρεπορτάζ, είναι το γεγονός ότι οι εκάστοτε Υπουργοί Παιδείας και Πολιτισμού διαχρονικά λειτουργούσαν και λειτουργούν μόνον ως Υπουργοί Παιδείας, αγνοώντας ή υποβαθμίζοντας τη διάσταση του πολιτισμού. Όμως, παιδεία χωρίς πολιτισμό, δεν μπορεί να υπάρξει. Και είδαμε πώς κατήντησε η παιδεία μας: Φροντιστήριο οργανωμένου αναλφαβητισμού, παιδαγωγείο παραπαιδευτικής κερδοσκοπίας, εκκολαπτήριο νεανικής παραβατικότητας, εντευκτήριο ασύδοτης διεκδίκησης και επιβολής συντεχνιακών συμφερόντων, σπούδαγμα αγράμματου τεχνοκρατισμού, άεργη θεραπαινίδα της αγοραίας επιχειρηματικότητας.
Επιβάλλεται, λοιπόν, ο πολιτισμός να αντικριστεί ως εθνική προτεραιότητα, να αποκτήσει, σε διοικητικό επίπεδο, τις δικές του ανεξάρτητες δομές και να ενισχυθεί οικονομικά από το Κράτος με τον επιβαλλόμενο τρόπο. Δυστυχώς, περιμένουμε εδώ και χρόνια τη δημιουργία υφυπουργείου Πολιτισμού ή την ουσιαστική αναβάθμιση των Π.Υ., αλλά τίποτα δεν γίνεται.
Όταν βλέπεις τον Πενταδάκτυλο με την τεράστια τουρκική σημαία 44 χρόνια μετά την εισβολή, πώς αισθάνεσαι;
Πόνο, οργή, θλίψη… Βλέποντας τον Πενταδάκτυλο, αισθάνεσαι να αναδεύουν οι πληγές της Ιστορίας μέσα σου. Είναι σαν να βλέπεις, χαραγμένη πάνω στην καρδιά του βράχου, την αμείλικτη ετυμηγορία της Ιστορίας σαν μιαν ανέκκλητη καταδίκη. Σαν ν’ ακούς, επαναληπτικά, την αφήγηση της διάπραξης ενός εγκλήματος έξω από δικαστήριο. Νομίζω ότι, ο Πενταδάκτυλος, παρά τα ποιήματα και τις μουσικές που του γράφουμε, είναι ο καθρέφτης της ταραγμένης, ενοχικής μας συνείδησης. Και ίσως γι’ αυτό τα γράφουμε.
Μίλησέ μας για τις εκδόσεις σου. Πόση αγάπη για τη λογοτεχνία χρειάζεται σήμερα από έναν άνθρωπο για να επιμένει να γράφει και να εκδίδει την ποίησή του;
Οφείλω να ομολογήσω ότι τις πρώτες μου εκδόσεις τις εξέδωσα με αρκετή… βαρυθυμία και διστακτικότητα. Είχα αρκετές αμφιβολίες γι’ αυτό που έκανα, οι οποίες συνοδεύουν μέχρι και σήμερα -ίσως, τώρα, μ’ έναν περισσότερο δημιουργικό και γόνιμο τρόπο-, το ποιητικό μου διάβημα. Αισθανόμουν σαν κάποιος που δεν ήξερε καλά-καλά τι είναι αυτό που κάνει και περίμενε, κάποια στιγμή, οι άλλοι να καταλάβουν.
Η ποίηση αναδύεται μέσα από τα πιο βαθιά, δυσεξιχνίαστα σκοτάδια του κορμιού και διαμορφώνεται, μορφικά, σαν αίνιγμα χωρίς επίλυση. Ακόμα και σε σένα που το γράφεις, προκαλεί περισσότερα ερωτήματα και απορίες, παρά την καθησυχαστικότητα της περατωμένης μορφής. Ωστόσο, είσαι πιασμένος σ’ αυτό το δίχτυ της γραφής, δεν μπορείς να ξεφύγεις, παρά μόνο για να εμπλακείς πιο βαθιά στις αρθρώσεις και στους κόμβους του.
Τι ετοιμάζεις αυτόν τον καιρό;
Όσο κι αν ακούγεται παράξενο για κάποιον που ολόκληρη σχεδόν τη ζωή του γκρινιάζει για έλλειψη χρόνου -δημοσιογραφία, γαρ-, γράφω αρκετά πράγματα, που, στην ανάπτυξή τους, διασταυρώνονται με τον ρέοντα χρόνο και τα φορτία του. Γράφω αλληλουχίες πραγμάτων σε χρονικές επαλληλίες, σταθερά επανερχόμενος στην ήδη συσσωρευθείσα ύλη. Έτσι, τα περισσότερα ποιήματα μορφοποιούνται απρογραμμάτιστα, εκτός σχεδίου και… προσδοκίας.
Αυτήν ακριβώς την περίοδο ετοιμάζω μια ποιητική συλλογή εμψυχωμένη από τα σιωπηρά συμπαρομαρτούντα της… λοξής συνομιλίας μας με τον επιστήθιο φίλο μου Τίτο Χριστοδούλου, πνεύμα τρυφερά τραχύ και φανατικά… οξύμωρο, που δορκάζει, επιστητά και ανεπίστητα, επί πτερύγων ανέμων, και το δεύτερο βιβλίο της ποιητικής μας σύμπραξης με τον επίσης επιστήθιό μου ποιητή Παναγιώτη Νικολαΐδη. Το πρώτο εκδόθηκε τον Ιούλιο 2017, υπό τον τίτλο «Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο – Σονάτα για την αφαίρεση», από τις εκδόσεις «Θράκα». Πρόκειται για ένα πείραμα ποιητικής κοινοκτημοσύνης, όπου σχεδόν τα πάντα είναι γραμμένα και από τους δύο, το οποίο ελπίζω να μετεξελιχθεί σ’ ένα πείραμα ποιητικής… ακτημοσύνης, που δεν θα ανήκει, εν τέλει, σε Κανέναν.
Λογοτεχνία και ποδόσφαιρο…
Θεωρώ ότι το ποδόσφαιρο, ως κοινωνικό φαινόμενο, αλλά και ως ανθρώπινη δραστηριότητα είναι έκφανση του πολιτισμού και αυτού που ονομάζουμε «κουλτούρα». Οι διαστάσεις του είναι πολλαπλές και πολύμορφες. Η ίδια η γένεση, η ανάπτυξη και η εξέλιξή του έχουν βαθιές ρίζες στην κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική ιστορία των κοινωνιών. Και αν δεν το αντικρίσει κανείς μέσα από αυτόν τον πολύπλευρο φακό, δεν θα μπορέσει να αντιληφθεί τις σύνθετες διαστάσεις του, τι ακριβώς είναι και τι αντιπροσωπεύει.
Προφανώς, είναι μία από τις κατ’ εξοχήν εκφάνσεις της λαϊκής κουλτούρας, ασχέτως εάν σήμερα έγινε ένα προϊόν πολυτελείας για τους VIPs και τους οικονομικά ισχυρούς, έρμαιο της κερδοσκοπίας των πολυεθνικών εταιρειών. Γι’ αυτό, ακριβώς, το στοιχείο της λαϊκότητας και καλλιτεχνικότητάς του έχει χαρακτηριστεί ως η «όπερα των φτωχών», αλλά και ως «ποίηση εν κινήσει» (Poetry in motion). Ως τέτοιο, δεν θα μπορούσε να άφηνε αδιάφορη την τέχνη και τη λογοτεχνία. Και είναι πάμπολλοι οι λογοτέχνες, οι ποιητές και οι καλλιτεχνικοί δημιουργοί που έχουν εμπνευστεί από αυτό και ασχοληθεί με όλες αυτές τις διαστάσεις του.
Θα μπορούσες να μοιραστείς μαζί μας ένα αγαπημένο σου ποίημα;
Από τη συλλογή «Έλικας φανταστικού ελικοπτέρου» (Εκδόσεις «Φαρφουλάς», 2010)
Παλιάτσοι
(Σχεδίασμα πάνω στο ομώνυμο ποίημα του Μ. Χόλουπ)
«Οι παλιάτσοι πού πηγαίνουν;
Πού κοιμούνται οι παλιάτσοι;
Τι τρώνε οι παλιάτσοι;
Τι κάνουν οι παλιάτσοι
όταν κανένας
μα κανένας απολύτως
δεν γελά πια
Μανούλα;»
Λοιπόν…
Οι παλιάτσοι ξαναγυρίζουν
στο τσίρκο
κοιμούνται πάνω στην παλιατσαρία τους
τρώνε τις σαβούρες απ’ τα αστεία τους
κάνουν το νούμερό τους
στα θηρία
Τώρα που κανένας
μα κανένας απολύτως
δεν γελά πια
Μανούλα