Η Δήμητρα Κουβάτα γεννήθηκε το 1970 στο Βελεστίνο. Σπούδασε
στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου και εργάζεται ως καθηγήτρια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Ποιήματά της και μικρά πεζά έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικές εκδόσεις, έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Σκυλί δεμένο (Μανδραγόρας 2017)
Καθαρό οινόπνευμα (Μανδραγόρας 2020
.
.
ΚΑΘΑΡΟ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑ (2020)
Α’ ΦΕΡΤΑ ΥΛΙΚΑ
Η ΔΕΝΔΡΟΚΟΜΟΣ
Στον κήπο μου να φύτρωνε εξάπαντος το κλήμα
το αναμενόμενο, ας φύονταν σειρές
η κερασιά, μία ελιά και άλλα καρποφόρα,
που εξαρχής για ομορφιά τις επαινούν,
μετά για όλα τα χρειώδη.
Πελώρια να ’χα μια βελανιδιά, να γίνει
αυτή η αλύγιστη στο σπίτι μας,
η ισοβίως μόνη.
Και μια ιτιά να έβγαινε, μία κλαίουσα
να κλαίει καυτή όταν χρειάζεται
να μένω εγώ αδάκρυτη,
αστέναχτη
κι ωραία.
Έτσι να ζω.
Καταμεσής στα δέντρα. Μαζί με τα πουλιά.
Κι ας φθίνουν οι οπώρες τους.
Κι ας φθίνουν κι οι δικές
μας.
ΒΡΑΧΝΟ ΠΟΥΛΙ
Αν εξαιρέσεις τα κεντητά τραπεζομάντηλα
και τ’ αρραβώνα όσα χρυσαφικά
τίποτε άλλο,
μάνα,
δεν σου αξιώθηκα.
Τις μάνες ο κόσμος αποχαιρετά
με κοπετούς και βόγγους.
Με τα σανδάλια τα εξώφτερνα εγώ,
μάνα,
βουβή
σε κήδεψα.
Βραχνό πουλί, πάντα σε λάθος τόνο.
Όπως τα έλεγες
μάνα μου,
αποδείχτηκα.
Κοινωνικής μαθήσεως ανεπίδεκτη.
Κράτησα όλες τις κραυγές για τα ποιήματα.
ΜΕ ΔΕΔΟΜΕΝΗ ΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Τόσες παλιές ευχές.
Τόσες βαριές κατάρες.
Το κάρο κολλημένο.
Ίδια η λάσπη.
Τι παραπάνω απ’ τους καημούς
να μας πουν πια
τα ποιήματα;
Β’ ΩΣ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ ΟΡΓΩΜΕΝΑ
ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΡΕΣ ΜΟΥ
σαν αγριόχορτο λέω
θρασύ
και απότιστο
δεν θα αντέξεις.
όμως
στις εκδορές που γλείφω
θα φυτρώνεις,
εκεί που δεν σε σπέρνουν.
εκεί,
όταν όλοι κοιμούνται.
ΕΝΑ ΓΑΛΑΖΙΟ ΦΩΣ
Ας πούμε καθ’ οδόν πως βρίσκεσαι.
Κι εκείνος ο συνδυασμός ο μία
στα χίλια είσαι.
Γιος μαζί και πατέρας
και πνεύμα το ανίερο, το ταραχοποιό.
Αιχμή βουνού και θάμνος άκακος
και ολόπικρος
καφές, όπως τον παραγγέλνω.
Έστω ότι απόψε ερχόσουνα,
στα πόδια ποθητό ένα γαλάζιο φως
αφήνοντάς μου, τι θα γινόμουν;
Θα πέταγα όλα μαζί κουβάρι
τα εφτά μου πέπλα ευθύς – να
αν σε λατρέψω, θα ’ναι όπως σου αρμόζει;
Δώρο το άδωρο, το ανεπίδοτο. Τώρα,
μην έρθεις. Για γάμο δώρο που
αναβλήθηκες. Δεν έχω και
πού να σου στρώσω, γι’ αυτό
μείνε στο ποίημα.
ΑΠΟΦΟΡΑ
Ό,τι είχα για σένα στο δισάκι μου
το ξόδεψαν τα τρίστρατα
μαντεύοντας τα ξέφωτα που έρχονταν
σε σένα.
Κι εσύ επέστρεφες σαν κυνηγός τα ξημερώματα
σαν τον Νεάντερνταλ
με τα θηράματα
ανάποδα στη ζώνη κρεμασμένα.
Να ξεψυχούν των αηδονιών οι σπαραγμοί
σε κάθε μώλωπα
σε κάθε χτύπημα της μπότας.
Ο δράκος έγινες
και μόνο σκόρδο πια μυρίζεις. Το παραμύθι
το φονέψαμε.
.
ΣΚΥΛΙ ΔΕΜΕΝΟ (2017)
ΝΗΠΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
Οι λέξεις μου
όταν σε συναντώ,
μικρά παιδιά.
Πισωπατούν, δειλιάζουν.
Κρύβονται πίσω απ’ τη φούστα μου.
Και όταν γυρνάμε σπίτι μας,
λιγάκι πριν τον ύπνο
μονάχα τότε αναθαρρούν
κι αρθρώνουνε λαλίστατες
τα χρώματα,
τις εποχές,
την πρέπουσα τη σύνταξη
παιχνίδια
και τραγούδια.
Και εγώ πάντα τις μαλώνω τρυφερά
«Κάθε φορά τα ίδια».
ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΩΝ ΞΩΜΑΧΩΝ
Έκοψε μια φέτα
με τον τρόπο των ξωμάχων.
Με το ψωμί να ακουμπάει στο στήθος.
Την έσπασε σε κομμάτια και μοίρασε.
Μια για τα δαρμένα παιδιά
μια για τις παλιές αγάπες
μια για τα ανεκπλήρωτα όνειρα
μια για σένα
του τα υπήρξες όλα.
Ξεφέλωσε και το κρασί.
Λάβετε βρώσιν και πόσιν, λοιπόν.
Οι αδέσποτοι σκύλοι
έγλυψαν τις μουσούδες τους.
ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΟΝ
Σε ψηλόλαιμα μπουκάλια κλειστές
φωλιάζουν
οι επιθυμίες μου
σκεπασμένες με ζάχαρη.
Στη ζύμωση του ήλιου
εκτίθενται
στο περβάζι μου
χρόνια τώρα.
Γι’ αυτές
πρέπει να γίνω πουλί
και αψήφιστα να στριμώξω στο στόμιο
το πελαργίσιο ράμφος μου.
Να τις περάσω γυμνές από τη στενωπό
των αναγκών
και της καθημερινής λάτρας.
Έτσι μετά από τόσο κόπο
εγώ θα πετώ
με μια παλλόμενη επιθυμία
δεμένη σφιχτά στο ράμφος μου.
Με ένα φτερό κουτσό
και με ένα μάτι καρφωμένο στην πλάτη.
Γιατί
καθώς εγώ θα ίπταμαι,
θα με κυνηγά,
όσο και αν απομακρύνομαι,
η αγωνία του δραπέτη
του καταδικασμένου
να κοιτάζει ισόβια πίσω.
Ευτυχώς που
όταν αποτυγχάνω,
διανυκτερεύει με φώτα ανοιχτά
η ποίηση.
ΣΤΗ ΣΤΑΥΡΩΣΗ
Οι ώριμες γυναίκες
όταν εκκλησιάζονται
κάνοντας το σημείο του σταυρού
αγγίζουν τις πάσχουσες περιοχές.
Την άνοιξη
τις νιώθουν να φλεγμαίνουν.
Αιώνες τώρα
τα συμπτώματα επιμένουν στα ίδια σημεία
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΑΛΓΟΣ
Αυτός ο πόνος ερχόταν το φθινόπωρο,
και πάντα πρώτα στον αυχένα.
Έπρεπε να τυλίγεται
σε ένα πλεκτό μαντήλι σιωπηλό
να προφυλάσσεται.
Του συνέστησαν
τις νύχτες
να καταπίνει πριν την κατάκλιση
λίγες γουλιές ανόθευτο
συμπυκνωμένο φεγγαρόφωτο,
της δυσθυμίας το αντίδοτο.
Μα αυτός, όλα τα βράδια,
επέμενε
να μέμφεται όχι το ανθυγιεινό του κλίματος,
αλλά μια μόνιμη ευπάθεια
που άφησε το χέρι της
ακουμπισμένο απαλά πάνω στην κλείδα του
στους μακρινούς νυχτερινούς περίπατους,
όταν ο καιρός άρχιζε να κρυώνει.
ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ
Κάποιος πρέπει να γράψει
για τις νοικοκυρές,
αυτές που στέκονται στο νεροχύτη το πρωί
να κάνουν τον καφέ τους.
Σ’ αυτά τα ελάχιστα λεπτά που χαμηλώνουν τη φωτιά,
ισιώνουν
για να κοιτάξουν πέρα απ’ το παράθυρο.
Μαρμαρωμένες,
όρθιες.
Καπετάνισσες
στο άλογο του χρόνου.
Ώσπου αναστατώνονται, κλείνουν εν τάχει τη φωτιά
και βίαια επανέρχονται
στη φύση τους.
Κάποιος πρέπει να γράψει και για τις νοικοκυρές.
Ναι, αυτές
με τη φωλιά στα αχτένιστα μαλλιά τους.
Η ΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΠΕΛΜΑΤΩΝ
Τα πέλματα
πάντα με ελαφρόπετρα τα έτριβα επίμονα,
να διώξω την υπερκεράτωση απ’ τους μεγάλους δρόμους.
Χρόνια μετά
ξυπόλυτη
στης πατρικής αυλής τις απολιθωμένες πλάκες
άκουσα με τα πέλματα
ριγώντας να πέφτει ο σπόρος του βασιλικού,
πηγάδια που σκεπάστηκαν, βαθιά να ανασαίνουν,
ομφάλιους λώρους και νεογιλούς
ξανά ν’ ανασκιρτούνε,
πεντάσημα να περπατούν ζώντες και τεθνεώτες.
Ανώφελη η φροντίδα, τελικά.
Στα ξένα χώματα
τα πέλματα μες στη σοφία τους, εκούσια θα κωφεύουν.
ΕΙΔΟΣ ΑΠΟΙΚΙΑΚΟ
Δεν πρέπει να ’μαι απ’ εδώ.
Ψάρι πάνω στην ξέρα.
Μες στης γιορτής τον συρφετό
τον άχαρο εσμό της,
τον βόμβο,
το αλύχτισμα,
την κάτισχνη χαρά τους
εγώ,
ένας αντάμωτος
παραπανίσιος ξένος.
Όμως,
μιλώ με ποιητές,
ιδρώνω με εικόνες.
Χορεύω
μόνο ακίνητος.
Σαστίζω με τους στίχους.
Μάλλον
θα ’μαι ηλίανθος.
Στρέφω μόνο στον ήλιο.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΚΑΘΑΡΟ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ
PASPARTOU 16.05.2021
Σπονδή σε όσους από πόθο ταπεινώθηκαν.
Συνεχίζοντας την προσπάθεια να ανοίξει όσο περισσότερο γίνεται ο κύκλος με την κιμωλία της Ποίησης, τούτο το κλειδί, από την αρμαθιά του Paspartou.gr, δοκιμάζει το ξεκλείδωμα της αυλόπορτας ενός μόνο ποιήματος από ένα επιλεγμένο βιβλίο κάθε φορά, παραθέτοντάς το ολάκερο, αφήνοντας και προκαλώντας συνάμα τους αναγνώστες να ανακαλύψουν μόνοι τους τα υπόλοιπα.
Εν προκειμένω, επιλέχτηκε ποίημα από την ποιητική συλλογή της Δήμητρας Κουβάτα, ΚΑΘΑΡΟ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑ, εκδόσεις Μανδραγόρας, 2020.
Είναι η δεύτερή της συλλογή, η οποία περίτρανα επιβεβαιώνει στο ακέραιο όσα είχα γράψει για την πρώτη της (1) το 2018, μεταξύ δε των οποίων ότι:
«Η αίσθηση που μένει μετά από τη μελέτη του βιβλίου είναι πως πρόκειται για ώριμη ποίηση, καθόλου πρωτόλεια. Έρχεται με γλωσσική επάρκεια, με ικανή ροή, με εντιμότητα, καθαρότητα και αμεσότητα να προσθέσει το δικό της νερό στο αέναο ποτάμι της ποίησης και να αγγίξει τις καρδιές με την ουσία που φέρει ο λόγος της».
Ο συντάκτης του παρόντος θεωρεί ότι το ποίημα αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα από όσα είδαν το εκδοτικό φως το 2020, διότι όχι μόνον υπερπληροί τις προϋποθέσεις κατάταξης ενός ποιήματος ως σπουδαίου στο συλλογικό ασυνείδητο επαϊόντων και μη, αλλά πέραν αυτού, διότι διαπραγματεύεται σπουδαία ζητήματα, συναρτημένα με την πορεία τους στον χρόνο και ειδικότερα με τη διαδρομή από τον Μύθο ως την Ιστορία και από εκεί ως το σήμερα, όπως:
τα στερεότυπα άνδρα και γυναίκας
τον έρωτα
τις προσωπικές σχέσεις
τις ιδιότητες (και όχι ρόλους) ειδικά για τη γυναίκα
ερωμένης
συντρόφου
μάνας
οικοδέσποινας
τη μνήμη
το αίτιο με το αιτιατό
τα ανθρώπινα όρια
τη δυναμική και την ανθεκτικότητα ελληνικών λέξεων – ονομάτων
τη σύζευξη θεατρικού και ποιητικού λόγου
Εξαρχής φάνηκε ότι η ποιήτρια δεν ήρθε ως επισκέπτις, ήρθε για να μείνει. Λόγος μεστός, συνεπής, συνεκτικός, συχνά βιωματικός, διασυνδεδεμένος με τις ρίζες του, χρησιμοποιεί τον οίνο του πνεύματος ως οινό-πνευμα καθαρό πολλών χρήσεων: απολυμαντικό, αναλγητικό, χαλαρωτικό, μεθυστικό, πτητικό. Με πλούτο γνώσεων εκτεινόμενο πολύ πέρα από τα ελάχιστα απαιτούμενα όρια της φιλολογικής της ιδιότητας, με αυστηρότατες εκφραστικές επιλογές, με λέξεις κοφτερές, γυμνές, γεννά έναν Ποιητικό Λόγο διαυγή, συγκροτημένο, θεατρικό, εικονοπλαστουργό, ιδιαίτερο, πλήρως αναγνωρίσιμο, ήδη από το πρώτο της βιβλίο.
ΜΕΔΟΜΑΙ ΛΕΝΕ ΑΛΛΙΩΣ ΤΟ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ
Με σφίγγει απόψε το βραχιόλι που μ’ αγόρασε
όταν απ’ την Κολχίδα δραπετεύαμε
και το Αιγαίο φαινότανε μικρό να μας χωρέσει.
Ευχόμουν κι ήθελα μονάχα
τα πόδια να του πλένω, να του γεννώ παιδιά,
πάντα θερμή, πάντα ζεστή και αρωματισμένη.
Πάχυνα λίγο, το βραχιόλι με πονά,
το μπράτσο σημαδεύει.
Του γέννησα δύο παιδιά και έκτοτε
ρίχνω στη μήτρα μου δύο σταξιές λεμόνι,
για να μπορώ απίκραντη και άκαρπη
προς χάριν του να λύνω τα μαλλιά μου.
Μέδομαι λέγεται αλλιώς το σκέφτομαι.
Τα βράδια που εκείνος δεν γυρνά
με λίγη άψινθο το πίνω το κρασί μου
και σκέφτομαι της Αμπχαζίας τα βουνά
άραγε θυμούνται το όνομά μου;
Μέγγενη απόψε το βραχιόλι μου.
Σαν να ’μουνα πουλί, το τύλιξε στο πόδι μου
μ’ έσυρε σαν δαμάλα, σα να ’μουν σκλάβα του,
με μάρκαρε.
Και μέδομαι: πουλί, σκλαβί, δαμάλι απ’ τη μια
το δέρας, το καράβι, ένα βραχιόλι από την άλλη.
Δεν βγάζουνε σωστό λογαριασμό.
Λείπεις πολύ Ιάσονα, στα ξένα κρεβάτια.
Και δεν ευθύνομαι εγώ, γι’ αυτό που θα προκύψει.
Πώς αλλάζουν τα πράγματα! Λες και τότε δεν ήμουν εγώ, μα κάποια άλλη. Ή μήπως τώρα είμαι κάποια άλλη, και τότε ήμουν εγώ; Σαν να μην ξέρω πότε είμαι εγώ, αν ποτέ είμαι δηλαδή ή αν κάποια άλλη στη θέση μου ενεργεί για μένα, αποφασίζει, επιλέγει. Λες και είμαι «εγώ, ένας άλλος» (2) που έλεγε ο Κέρτες. Λες και «ο Ξένος» (3) του Καμύ είναι ο πλέον φίλιος στην παρουσία του εγώ. Το μόνο που σήμερα μπορώ με βεβαιότητα να αισθανθώ, ή μάλλον με βεβαιότητα να νομίζω ότι αισθάνομαι, είναι πως
Με σφίγγει απόψε το βραχιόλι που μ’ αγόρασε
όταν απ’ την Κολχίδα δραπετεύαμε
και το Αιγαίο φαινότανε μικρό να μας χωρέσει.
Τότε! Στον Καύκασο λεύτερο αγριοπούλι, ν’ ανεβοκατεβαίνω από την Κολχίδα, ανατολικά του Ευξείνου Πόντου, στης Αμπχαζίας τα βουνά. Να θωρώ τη Μαύρη θάλασσα και άσπρη να τη βλέπω. Πετούσα από χαρά. Ερωτευμένη ως το κόκαλο. Ω μνήμη ευλογημένη! Ο τόπος δεν μας χωρούσε. Τίποτε δεν ήταν τόσο μεγάλο ώστε να χωράει τον έρωτά μας. Κι εγώ, από σπίτι, με αρχές, με γαλλικά και πιάνο, αλλά και μ’ όλα τα στερεότυπα αναθρεμμένη, βασιλική η οικογένειά μου βλέπεις, κόρη του βασιλιά Αιήτη, με του πουλιού το γάλα, η Μήδεια με το όνομα, η ξακουστή, τότε όμως ανυποψίαστη ακόμη, μόλις τον είδα άστραψε έρως κεραυνοβόλος, Ιάσονας ήταν αυτός, ο γιός του Έλληνα, του Δευκαλίωνα εγγονός, μαγεύτηκα, μόλις τον είδα λύγισα,
Ευχόμουν κι ήθελα μονάχα
τα πόδια να του πλένω, να του γεννώ παιδιά,
πάντα θερμή, πάντα ζεστή και αρωματισμένη.
Έτσι πρόσταζε η φύση μου, το φύλο μου, όλα τα κύτταρά μου. Κι εκείνος το χαιρότανε, κολακευόταν, ήμουν ο ήλιος του, βασίλισσά του.
Ανάθεμα όμως στον χρόνο, ανάθεμα στη νύχτα! Τα βασίλεια κάποτε κάνουν τον κύκλο τους, ο ήλιος κάποτε δύει. Παρόλο που εγώ δεν έδυσα ακόμη, δεν κατάλαβα πώς έγινε και τα πάντα άλλαξαν. Είναι γεγονός ότι
Πάχυνα λίγο, το βραχιόλι με πονά,
το μπράτσο σημαδεύει.
Δεν παραπονιέμαι, καλά τα κατάφερα ως τώρα. Πρόκαμα,
Του γέννησα δύο παιδιά και έκτοτε
ρίχνω στη μήτρα μου δύο σταξιές λεμόνι,
για να μπορώ απίκραντη και άκαρπη
προς χάριν του να λύνω τα μαλλιά μου.
Κι ο Έρωτας κατάντησε απλώς, εκτόνωσης η πράξη. Στη χάση και στη φέξη. Αλλού είχε το βλέμμα του, αλλού και το μυαλό του. Μία και δυο και τρεις, μα πόσο να υπομένω; Τι φταίω αν δεν μπόρεσα να γίνω Αφροδίτη; Τι φταίω αν γεννήθηκα βασιλοπούλα κόρη; Αν γνώσεις μού μετέδωσαν δάσκαλοι φωτισμένοι; Τι φταίω εάν Μήδεια άλλοι με ονόμασαν; Μήδεια, από το ρήμα μέδομαι. Ο Θείος κάποτε θα πει, μ’ αθάνατο τραγούδι: «ἀλλ᾿ ἄγε δὴ καὶ νῶι μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς» (4). Η σκέψη αναπόφευκτη γιατί:
Μέδομαι λένε αλλιώς το σκέφτομαι. (5)
Αναρωτιέμαι τι έφταιξε, πώς φτάσαμε ως εδώ. Εγώ; Τι θα μου έλεγε ο ψυχολόγος; Τι θέλει να μου πει ο Ποιητής, ο Αυτοψυχίατρος κατά τον Καρούζο; (6).
Ιδού, μπροστά μου, στον καθρέφτη:
Ο Αυτοψυχίατρος! Αυτοπροσώπως!
Πώς ήλθε ως εδώ από το υπερπέραν;
Μ ή δ ε ι α
—Καλώς τον!
Π ο ι η τ ή ς
—«Ξέρω πως εκεί όπου συνήθως η καρδιά κατοικεί
τώρα εσύ ζεις μ’ ένα κοτσύφι». Έτσι έγραψες. (7)
Μ ή δ ε ι α
—Ε και λοιπόν;
Π ο ι η τ ή ς
— Ποίησης γλώσσα, αλήθειαν λέγει.
Μ ή δ ε ι α
—Τι θέλεις να πεις;
Π ο ι η τ ή ς
—Συ είπας: «Κράτησα όλες τις κραυγές για τα ποιήματα.» (8)
Σου φτάνει αυτό;
Μ ή δ ε ι α
—Ναι.
Αυτό είναι όλο; Γι αυτό ήρθες ως εδώ; Για να τον υποστηρίξεις;
Π ο ι η τ ή ς
—Άκου εσύ τι είπες: «Του γέννησα δύο παιδιά», δεν είπες γέννησα δύο παιδιά. Ένα άρθρο αλλάζει τα πάντα. Γιατί του επιρρίπτεις ευθύνες; Του έκανες χάρη; Αν ναι, γιατί; Δεν έχεις μερίδιο ευθύνης;
Μ ή δ ε ι α
—Δεν φταίω εγώ. Έτσι μας έμαθαν οι προηγούμενοι. Πέρασε στη γλώσσα χωρίς να το καταλάβουμε. Η γυναίκα σκεύος αναπαραγωγής. Έτσι νομίζει κι εκείνος. Επίτηδες το είπα. Χειριστικά, και προς εμένα για να εφησυχάσω το υποσυνείδητό μου, και προς εκείνον, μήπως και το ακούσει και ευχαριστηθεί, αλλά και προς εσένα, για να σε προκαλέσω ποιητή, να δω αν θα παρέμβεις. Σε ήθελα απόψε εδώ. Για μάρτυρα. Σ’ ευχαριστώ. Ειλικρινά. Όμως δεν το αντέχω. Ίσως να το προσπαθήσω βήμα – βήμα. Πήγαινε τώρα. Σε παρακαλώ:
Δώρο το άδωρο, το ανεπίδοτο. Τώρα,
μην έρθεις. Για γάμο δώρο που
αναβλήθηκες. Δεν έχω και
πού να σου στρώσω, γι’ αυτό
μείνε στο ποίημα. (9)
Άσε με στον πόνο μου. Άσε με να σκεφτώ. Λάθος. Όλα πηγαίνουν λάθος. Γιατί να γίνομαι ηθοποιός; Γιατί να κάνω όσα ευχαριστούν μόνο εκείνον; Μπορεί κανείς να καταλάβει το μεγαλείο της μητρότητας; Τους πόνους της γέννας; Το δάγκωμα του πεινασμένου βρέφους στο βυζί; Το να είσαι άξια μητέρα; Άμε στην ευχή του Δία ποιητή και άσε με στον πόνο μου. Στις θύμησες, στη νοσταλγία. Πόσο μου λείπει το πατρικό, τα χώματα, της μάνας μου η αγκαλιά, το βλέμμα του πατέρα!
Μάνα είπα;
Όπως τα έλεγες
μάνα μου,
αποδείχτηκα.
Κοινωνικής μαθήσεως ανεπίδεκτη. (10)
Μόνη απόψε πάλι. Όπως και ψες. Δάκρυα πέφτουν στο στήθος μου. Παραμιλώ.
Τα βράδια που εκείνος δεν γυρνά
με λίγη άψινθο το πίνω το κρασί μου
και σκέφτομαι της Αμπχαζίας τα βουνά
άραγε θυμούνται το όνομά μου;
Πάλαι ποτέ Καλέ μου! Τι σου συμβαίνει; Τι άλλαξε που δεν επανορθώνεται; Γιατί ο χρόνος να ζηλεύει την ευτυχία; Άλλαξα εγώ; Εσύ, πόσο άλλαξες;
Ο δράκος έγινες
και μόνο σκόρδο πια μυρίζεις. Το παραμύθι
το φονέψαμε. (11)
Κάτι όμως ψυχανεμίζομαι απόψε. Σαν κάτι να μην πάει καλά.
Μέγγενη απόψε το βραχιόλι μου.
Ήρθε.
Μεθυσμένος, αγριεμένος, ξαναμμένος ως το κόκκαλο. Φοβήθηκα. Πήγα να κρυφτώ. Εκείνος έτρεξε, πήρε το βραχιόλι μου
Σαν να ’μουνα πουλί, το τύλιξε στο πόδι μου
μ’ έσυρε σαν δαμάλα, σα να ’μουν σκλάβα του,
με μάρκαρε.
Πάλι. Όποτε δεν ημερέψει έξω ή όποτε τον πιάσει ο Διόνυσος απ’ τα μαλλιά, τον κόλπο μου γυρεύει με το καράβι του να εμβολίσει. Να σφηνώσει μέσα το θυμό του. Μετά γυρίζει πλευρό και κοιμάται χορτασμένος, ικανοποιημένος, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Όμως εγώ Αυτοψυχίατρε, ακούω τη φωνή σου, τα σκέφτομαι, τα λογαριάζω. Τι Μήδεια θα ήμουνα αλλιώς; Είπαμε: Μέδομαι λένε αλλιώς το σκέφτομαι (5). Όλα στη ζυγαριά. Ας λένε πως το γυναικείο μυαλό δεν είναι πρακτικό. Κάθε άλλο.
Και μέδομαι: πουλί, σκλαβί, δαμάλι απ’ τη μια
το δέρας, το καράβι, ένα βραχιόλι από την άλλη.
Δεν βγάζουνε σωστό λογαριασμό.
Ξεσηκώνεται η λογική: Σκλαβωμένο αντικείμενο θαυμασμού, αμισθί παροχής υπηρεσιών, κατάσβεσης πόθων.
Ανεμίζει το όνειρο: Έπαθλα, φυγή, κοσμήματα. Χίμαιρες.
Εγώ; Ανάμεσα.
Θα κάνω υπομονή; Με σταυρωμένα χέρια, θα κάνω ό,τι έκανα ως τώρα;
Στον ύπνο σου θα σε κοιτώ,
όπως γυναίκα μοναχή κοιτάζει απ’ το παράθυρο
απέναντι το Πήλιο. (12)
Θα αντιδράσω; Θα λάβω μέτρα η θα το καταπιώ; Τι θέλω τελικά; Τι προσδοκώ για σένα;
Δεν θέλω ως και στον ύπνο σου
το κάθαρμα που είσαι
να θυμίζεις. (13)
Απόψε τόλμησα, έκανα ένα βήμα. Έσκυψα στο αυτί του, την ώρα που κοιμότανε βαριά και του ψιθύρισα, μπας και το καταλάβει:
Λείπεις πολύ Ιάσονα, στα ξένα κρεβάτια.
Και δεν ευθύνομαι εγώ, γι’ αυτό που θα προκύψει.
Σηκώνομαι, τολμώ και δεύτερο βήμα. Θέλω ν’ αφήσω την αλήθεια πίσω μου, αισθάνομαι το χρέος: προς τα παιδιά μου, προς τους γονείς μου, την πατρίδα μου, τον Μύθο, την Ιστορία. Σε όσους παρόμοια υποφέρουν. Τα γράφω συμπυκνωμένα ως εδώ, απόψε, σε τούτο το ποίημα. Τα προσφέρω:
Σπονδή σε όσους από πόθο ταπεινώθηκαν. (14)
Απόψε.
Αύριο; Μη ρωτάς.
Το μόνο που ξέρω για το αύριο είναι πως:
δεν ευθύνομαι εγώ, γι’ αυτό που θα προκύψει.
Αναφορές
1. https://www.fractalart.gr/skyli-demeno-dimitra-kouvata/
17/04/2018, τίτλος κειμένου μου: Η αλήθεια του καθενός είναι το αγώγι του.
2. Ίμρε Κέρτες, ΕΓΩ ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ, μετάφραση Γιώτα Λαγουδάκου, εκδόσεις Καστανιώτης, 2002
3. Αλμπέρ Καμύ, Ο ΞΕΝΟΣ, μετάφραση Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν, εκδόσεις Καστανιώτης, 1998
4. Ιλιάδα, Ε, 718.
Σε μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή:
«Μόν’ έλα τώρα την αδάμαστη να θυμηθούμε αντρειά μας».
5. μέδομαι τινός= βουλεύομαι, φροντίζω, σκέπτομαι περί τινός.
Λεξικόν Ομηρικόν περιέχον πάσας τας ευρισκομένας λέξεις παρ’ Ομήρω και τοις Ομηρίδαις. /…/ Το μεν πρώτον συνταχθέν υπό Κρουσίου πολλαχώς δ’ επεκταθέν και κατά τας νεωτέρας έρευνας διορθώσεων υπό Ε. Ε. Σέιλερ εκ δε της έκτης γερμανικής εκδόσεως διασκευασθέν χάριν των Ελλήνων υπό Ι. Πανταζίδου, Εκδότης Ανέστης Κωνσταντινίδης, έκδοσις εβδόμη στερεότυπος, Χρόνος Έκδοσης 1888, βλ. σελ. 409 (αντληθέν νομίμως ψηφιακά από την Ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης [Ανέμη]).
6. «Αυτοψυχίατρος είν’ ο ποιητής». Από το μότο του βιβλίου, το οποίο είναι απόσπασμα από τη «Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη» του αείμνηστου Νίκου Καρούζου.
7 ως 14: στίχοι από το βιβλίο
.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ Ι. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΣΤΑΧΤΕΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 17/3/2021
Φερτά υλικά και Έως την πέτρα οργωμένα
Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες της νέας ποιητικής συλλογής της Δήμητρας Κουβάτα ανακαλύπτω μια υπερρεαλιστική γιορτή με πρωταγωνιστές τα σύμβολα και την τεχνική. Μια τεχνική που φέρει την υπογραφή της. Τα σύμβολά της σηματοδοτούν τη θλίψη, καθώς επιδιώκει την κάθαρση με λόγο κρυπτικό, μα επιτηδευμένο, ξεδιπλώνει λεξιλαγνικά την ποιητική της οικονομία. Κάθε της λέξη φέρει σημαίνοντα που ακουμπούν βαθιά τις ρίζες της ύπαρξης. Στους στίχους της Κουβάτα αντιμάχονται η γυναίκα και η κόρη που πλάστηκε από χώμα ελληνικό. Η φύση εμπλέκεται στα σημαινόμενα της Κουβάτα ως φυσική προέκταση όπου τα σύμβολα ξεδιπλώνουν ψυχαναλυτικά το κουβάρι της ποίησής της. Η Κουβάτα χαράζει τη δική της υπογραφή, καθώς ξεδιπλώνει την ποιητική της φλέβα. Ο λόγος της φέρει τις ιδιότητες του οίνο-πνεύματος. Πλούσιος μα αυστηρά περιεκτικός, γίνεται δρόμος, ενώ κατά την αμφίδρομη πορεία του εμπλουτίζεται από ιδιώματα. Κινείται μεταξύ του αστικού τοπίου και της ελληνικής υπαίθρου, […] «Και να μυρίζει έλατο/Και να βαράει ο γύφτος το βιολί μα κουρνιαχτός να μην σηκώνεται.».Την σεργιανά στο Πήλιο κι από την Πρέβεζα στο Μεσολόγγι για να την οδηγήσει στην ωριμότητα.
Το Καθαρό οινόπνευμα αποτελείται από δύο ενότητες: Φερτά υλικά και Έως την πέτρα οργωμένα τις οποίες ενώνει η γυναικεία φωνή. Στο ποιητικό σύμπαν των Φερτών υλικών της Κουβάτα δεν χωρούν παρανοήσεις. Καταφέρνει να γίνεται σχεδόν σαφής, υπερρεαλιστικά κρυπτική ούσα, καθώς σαν μάνα, γυναίκα, κόρη κυρίως πενθεί. […] «στην πόρτα/μια μυρωδιά από κλειστό κουτί με περίμενε.»
Ο έρωτας, «υπέρ ανάπαυσης/ των ανιόντων εραστών ό,τι ζεστό θυμάμαι/(τον στεναγμό, τη μυρωδιά και τη μικρή συνήθεια…» ο γάμος, η αστική ένωση, η πατρώα γη, το πένθος. «Στη μέση να σπρώξω του σπιτιού/τραπέζι καρυδένιο/και τις καρέκλες αδειανές αραδιαστές στο πλάι;» Μάνα, κόρη, γιος και πατέρας. Η ποίηση της Κουβάτα έχει πολλά πρόσωπα και η ποιήτρια και ποιητής γίνονται ένα. «Με τούτο θα σε σφάξω κακομοίρα μου.[…] αναδύεται το κοινωνικό στερεότυπο της κόρης, ενώ σε εφτά μόλις στίχους απόσταση γεννιέται ο ποιητής, […] «Μ’ αυτά είναι που γίνονται οι ποιητές,/εν τέλει/αυτοί που είναι.»
«Υποκείμενο στο φύλο αλλά και υποκειμενοποιούμενο (καθιστάμενο υποκείμενο) από το φύλο», γράφει η Butler1. Το ποιητικό σύμπαν της Κουβάτα δεν φείδεται αιχμών όσον αφορά τις έμφυλες ταυτότητες. […] «Παιδιά σαν τα καρπούζια, λες εν παρατάξει,/με το ευμέγεθες μπροστά,/πιο πίσω τα αποφόρια./Τα θήλεα για δόσιμο/τα άρρενα για φάγωμα.», θα πει δικαιώνοντας τον τίτλο της δεύτερης ενότητας.
Η αφήγηση της Κουβάτα αναζητά το μέσον για να αναρριχηθεί και το βρίσκει στο πρόσωπο του Άλλου. Η «αιώνια» αντιπαλότητα ανιχνεύεται στην ποίηση της Κουβάτα δηλώνοντας πως η μάχη των φύλων δεν έχει νικητή. Στους στίχους της κατοικεί μια δήλωση και μια διαμαρτυρία. Οι στίχοι της υποδεικνύουν το Άλλο, άλλοτε αντιμαχόμενη με συγκατάβαση τα στερεότυπα, […] «Ας πούμε καθ’ οδόν πως βρίσκεσαι./Κι εκείνος ο συνδυασμός ο μια/στα χίλια είσαι./Γιος μαζί και πατέρας/…» και άλλοτε υψώνοντας το ανάστημα της θηλυκής της ύπαρξης. […] «Δεν θέλω ως και στον ύπνο σου/το κάθαρμα που είσαι να θυμίζεις.»
Η ποίηση της Κουβάτα περιέχει την αρχιτεκτονική της συμπύκνωσης, της συμπερίληψης μέσα στην πυκνότητα του λόγου. Το παρελθόν αντιμάχεται το μέλλον, ενώ η ποιήτρια μ’ ένα παράπονο σαν μοίρα, σαν γυναίκα, σαν σιωπηλή οργή υψώνει διαμαρτυρία, παλεύοντας με τη κοινωνική και ψυχολογική κατασκευή του γυναικείου λόγου. […] «τα σαββατόβραδα με πρόσχημα/στο τρίτο ουίσκι θα εμφανίζομαι. Πάντα αιφνίδια.», και η κόρη, γυναίκα πια, θα στέκεται […]«την κρίσιμη ώρα/στο απέναντι σου πεζοδρόμιο. Στις αφηγήσεις για των μηρών το in media res κάπου στο μπαρ θα υπερίπταμαι. Από Δευτέρα/κάτω από τα τονισμένα bold, τις υψηλές τιμές/στις εξετάσεις των γιατρών τα καρδιογραφήματα/κι εγώ θα σου μαυρίζω,/όπως από τη φέρμα σου/η πάπια η κρυμμένη στα ζαχαροκάλαμα.»
Από τους στίχους της ποιήτριας δεν λείπει ούτε το υπερκείμενο, […] «Σ’ ακούμπησα στο γόνατο/όπως οι αυστηρές βασίλισσες εκλιπαρούν/ ομηρικοί ικέτες.», ενώ το Άλλο αφηγείται, σαν άλλος Οδυσσέας, και ομολογεί την αδυναμία του μπροστά στη θηλυκότητα. […] «Εκεί όμως κυρτός που στάθηκα/με θέρισε ο πυρετός/άραγε πως σήμερα να ανέδιδε/το άχραντο/βασιλικό σου/αιδοίο.» Η Κουβάτα επιστρέφει. Γίνεται η γυναίκα του σήμερα. τολμά και υμνεί τη θηλυκή φύση. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στην ποιητική της Κουβάτα. Κάθε της στίχος δομείται αρχιτεκτονικά. Η ποίησή της πατά τα γήινα πόδια της στέρεα στη γη ακόμα κι όταν ονειρεύεται, «Χειμωνιάτικο φρούτο/στη φλούδα σου/να ’μια./Με το νύχι/σαν πιέσεις τη σάρκα./Παντού/να πετούν πουλιά πορτοκαλιά.»
Τα σύμβολα της Κουβάτα διακειμενικά προβάλουν σαν σε απόηχο τον προδομένο έρωτα. Πρότερες αναγνώσεις εγγράφονται και οι στίχοι της δανείζονται το μέτρο τους από την παράδοση μα κι από έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Έως την πέτρα οργωμένα τα τρίστρατα κι ο χαρακτήρας της, μια κόρη που ωρίμασε, θα πει: «Ότι είχα για σένα στο δισάκι μου/το ξόδεψαν τα τρίστρατα/μαντεύοντας τα ξέφωτα/που έρχονταν σε σένα.[…] Ο δράκος έγινες/και μόνο σκόρδο πια μυρίζεις. Το παραμύθι το φονέψαμε.»
Η Μήδεια συνομιλεί με τη γυναίκα τού σήμερα. […] «Πάχυνα λίγο/το βραχιόλι με πονά, το μπράτσο σημαδεύει…» αφηγείται η σύγχρονη Μήδεια μετρώντας τις συλλαβές της δακτυλικά, καθώς το σύμβολο του γάμου κλονίζεται και το θηλυκό προειδοποιεί. […] «Μέγγενη απόψε το βραχιόλι μου.» Τις ματαιωμένες προσδοκίες κεντά με τα σύμβολά της η Κουβάτα, ενώ ταυτόχρονα δίνει ένα βήμα στη συναίνεση για άλλη μια φορά, ενοχοποιώντας ταυτόχρονα το Άλλο. Για την Κουβάτα αυτός ο πόλεμος δεν έχει λήξει. Ό,τι στερεότυπο, καθώς επανεγγράφεται το στηλιτεύει. […] «σαν να ’μουνα πουλί, το τύλιξε το πόδι μου,/μ’ έσυρε σαν δαμάλα, σα να ’μουν σκλάβα του, με μάρκαρε.» Η ποιήτρια ως σύγχρονη Μήδεια αναλογίζεται αφήνοντας αιχμές…:
Και μέδομαι: πουλί, σκλαβί, δαμάλι από τη μια
το δέρας, το καράβι, ένα βραχιόλι από την άλλη.
Δεν βγάζουνε σωστό λογαριασμό.
Λείπεις, πολύ Ιάσονα, στα ξένα κρεβάτια.
Και δεν ευθύνομαι εγώ, γι’ αυτό που θα προκύψει
.
ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ
www.bookpress.gr 1/2/2021
Ο τίτλος της δεύτερης συλλογής της Δήμητρας Κουβάτα, που αρύεται από τη Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη του Νίκου Καρούζου επίσης, όπως φαίνεται και από το μότο του βιβλίου, προσδιορίζει και την προσωπική της ποιητική ηθική. Ποίηση ως φάρμακο και ξόρκι για τις ανεπούλωτες πληγές. Από το εναρκτήριο ποίημα εγκαθιδρύει συνταγματικά την περιοχή στην οποία θα κινηθεί: «να μένω εγώ αδάκρυτη αστέναχτη κι ωραία».
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ποιητικού της λόγου είναι η δραματικότητα. Η ένταση, όμως, που διατρέχει το ποίημα, δεν εκβιάζεται και δεν ισοδυναμεί με τη ρητορική της δήλωση. Προκύπτει από τη σκηνοθεσία του ποιήματος. Κερδίζει την αξιοπιστία της αφήγησης από την πικρή ιστορία που παραλείπεται εκτός πεδίου των στίχων και νοηματοδοτεί με ένα κρυφό και απροσδόκητο φως το ποίημα. Από την αυτογνωσία του αφηγηματικού υποκειμένου στον δρόμο, από την αθωότητα στη σφαγή που συντελείται αθόρυβα με τα μικρά και καθημερινά.
Η δραματικότητα υποστηρίζεται από έναν χαμηλόφωνο αφηγηματικό λόγο, πρωτοπρόσωπο και πικρά στοχαστικό όταν απευθύνεται εις εαυτόν, ερωτικά εξομολογητικό σε δεύτερο πρόσωπο. Ο λόγος της, μαθητευόμενος της οδύνης, κρουστός, με έντονη εικονοποιία και την παρουσία της φύσης, διάστικτος από δεκαπεντασύλλαβους, πυκνώνει αφοριστικά στον ακροτελεύτιο στίχο.
Οι δύο ενότητες του βιβλίου, τα «Φερτά υλικά» και «Έως την πέτρα οργωμένα», ισοζυγισμένες σχεδόν ανάμεσα στον θάνατο και τον έρωτα, με μνήμες και απουσίες που καίνε. Μεταερωτικός στοχασμός που γλείφει τις εκδορές κι αναζητά πάλι το ρίγος του αναπεπταμένου πόθου, τη λυτρωτική αφή της σάρκας, και «των απελπισμένων εραστών το σκότος και το θάμπος». «Χωράφια οι πάλαι ποτέ μας εραστές / κορμιά ως την πέτρα οργωμένα»
«Χωράφια οι πάλαι ποτέ μας εραστές/ κορμιά ως την πέτρα οργωμένα»
Οι λέξεις στην ποίηση της Δήμητρας Κουβάτα δεν είναι μαλθακές, όπως συμβαίνει στη φλύαρη ποίηση. Σε πιάνουν από τον γιακά και δεν σ’ αφήνουν να φύγεις. Κάτω από τους στίχους της αιμορραγεί μια αλήθεια που σπαρταρά: «δεν θέλω ως και τον ύπνο σου το κάθαρμα που είσαι να θυμίζεις». Μια εξαιρετική οικονομία δεν αφήνει καμιά λέξη δεν πάει πέφτει κάτω χαμένη. Κυρίαρχη του υλικού της ξέρει να το τιθασεύσει και με όχημα έναν ωραίο μεταφορικό λόγο να το απογειώνει από την τυραννία της κυριολεξίας, να το μετουσιώνει σε ποίηση.
Το ποιητικό της σύμπαν αναπνέει, επίσης, και από τον καθαρό αέρα της παράδοσης. Η γλωσσική της σκευή εμπλουτίζεται από καταγωγικές μνήμες, τοπωνύμια, από ιδιωματισμούς και λέξεις θησαυρισμένες εκ περιουσίας. Ανάβρες, άγανα και διάσελα είναι έκτυπα στην επιφάνεια του κειμένου. «Μυρίζει κρύο αέρα κι έλατο», ακούγονται βιολιά, πετούν κοτσύφια.
Στο πρώτο μου βιβλίο, με τον ομώνυμο τίτλο, είχα ονομάσει αυτή την τάση στη μεταπολεμική μας λογοτεχνία ως «αισθητική της ιθαγένειας». Συμπεριλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και μια ομάδα συγγραφέων όπως ο Μ. Γκανάς, ο Χ. Μπράβος, ο Δ. Χατζής, ο Μ. Μέσκος ο Χ. Μηλιώνης, ο Σ. Δημητρίου κ. ά. Στις σελίδες τους κυκλοφορεί ένα αίσθημα ζωής και ένα ύφος της τέχνης που αντανακλά έντονα την ατμόσφαιρα του τόπου, της ιστορίας και της παράδοσης. Τα θέματα και ο κόσμος των ποιημάτων της Κουβάτα εκτυλίσσονται και ανήκουν στο αστικό τοπίο. Υπάρχει, ωστόσο, στην ποίησή της ένας απόηχος της παράδοσης και της ελλαδικής ενδοχώρας μέσα από γλωσσικά μοτίβα που υπαινίσσονται μια βιωματική σχέση με αυτήν και αναχωνεύονται δημιουργικά, ώστε να διαφοροποιείται από την άοσμη ποίηση δωματίου.
Ωστόσο, κι αυτό είναι, νομίζω, η πιο σημαντική κατάκτηση της Δήμητρας Κουβάτα, μα και για ένα νέο ποιητή αν τα καταφέρει: Με τις δυο πρώτες συλλογές έχει οριοθετήσει μια ποιητική περιοχή, τα θέματα και τα σύμβολά της. Τους ποιητικούς τρόπους που της προσδίδουν την ποιητική της ιδιοπροσωπία, ώστε να είναι ήδη μια αναγνωρίσιμη φωνή. Κι αυτό προοιονίζεται μια πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη.
.
ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
“Εφημερίδα των Συντακτών” 30/1/2021
Υποσχέσεις…
Η φιλόλογος Δήμητρα Κουβάτα εμφανίστηκε το 2017 με την ευπρόσωπη συλλογή Σκυλί δεμένο. Ηταν εμφανείς εκεί οι καταβολές της από τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Με υπερεκχειλίζον συναίσθημα που όμως δεν μπουκώνει, ούτε πνίγει τον αναγνώστη. Χωρισμοί, διαψεύσεις, απώλειες, θεμέλια σπιτιών που δεν στέριωσαν, μια έγνοια για τις ζωές όλων, για τις καλύτερες ζωές όλων. Τα ποιήματα: «Αστική ευγένεια», «Συ είπας», «Τέλος εποχής», «Οικιακή οικονομία» «Η κοίμηση», «Στην τοπική διάλεκτο των πουλιών» και το συγκλονιστικό «Η μάνα μου», ώριμα ήδη.
Τρία χρόνια μετά επανέρχεται με το Καθαρό οινόπνευμα. Τίτλος από στίχο του Καρούζου: «Αυτοψυχίατρος είν’ ο ποιητής με καθαρό οινόπνευμα». Πρόκειται για διμερή σύνθεση που την απαρτίζουν: Α. «Φερτά υλικά» και Β. «Εως την πέτρα οργωμένα». Συναισθήματα πιο προχωρημένα, καταστάσεις αμετάκλητες. Εδώ μπαίνει η αρρώστια, ο βιωμένος θάνατος, ο ξεθυμασμένος έρωτας και η προδοσία. Με άλλα λόγια το τραύμα και η απώλεια. Τα φερτά υλικά της εμπειρίας και του συναισθήματος, τα υδατορεύματα της ψυχής, που παρασύρονται στους κινητούς πυθμένες τού συνειδητά υποσυνείδητου. «Για όλα να γράψω ένα επίθετο, μια μεταφορά ή ένα σχήμα λόγου εύστοχο. / Μπορούσα. / Ολα φερτά υλικά κι ανούσια προίκα» ή «Χωράφια οι πάλαι ποτέ μας εραστές / κορμιά / έως την πέτρα οργωμένα».
Εικόνες που φωτίζουν συναισθήματα: «Θα στάζουνε τον ιδρώτα οι λιμνοθάλασσες. / Και γύρω, να στολίζουν το Αιγαίο σου / τα φώτα μου, / φώτα βυθού που ανέσυρα για σένα./ Δεν θέλω ώς και στον ύπνο σου / το κάθαρμα που είσαι / να θυμίζεις».
Πολλά τα ιδιαίτερα ποιήματα. Το εξαίσιο «Βραχνό πουλί» που συνομιλεί με το «Η μάνα μου» από την πρώτη συλλογή, αλλά και τα: «Η δενδροκόμος», «Οσμάντακα Λάζαρος», «Σε τατουάζ τριανταφυλλί» «Στο τρίτο ουίσκι» κ.ά. Στο μεταίχμιο λογικής και συναισθήματος και το τελευταίο ποίημα: «Μέδομαι λένε αλλιώς το σκέφτομαι», εμπνευσμένο από την πικρή ζωή της Μήδειας, κλείνει δυνατά τη συλλογή: «Με σφίγγει απόψε το βραχιόλι που μ’ αγόρασε / όταν απ’ την Κολχίδα δραπετεύαμε / και το Αιγαίο φαινότανε μικρό να μας χωρέσει» αρχίζει∙ και τελειώνει: «Λείπεις πολύ, Ιάσονα, στα ξένα κρεβάτια / Και δεν ευθύνομαι εγώ, γι’ αυτό που θα προκύψει».
.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
FRACTAL Ιανουάριος 2021
“Ο χορός της απειθαρχίας”
Σκέψεις πάνω στο επικό ποίημα της Δήμητρας Κουβάτα “Οσμαντάκα Λάζαρος” από την ποιητική συλλογή “Καθαρό Οινόπνευμα” των Εκδόσεων Μανδραγόρας, 2020
Οσμαντάκα Λάζαρος
Και τάχα γλίστρησαν στον θάλαμο
από τους τοίχους
τα όργανα.
Και παραμέρισες, λέει, τον βράχο
με τις διαγνώσεις, τα καλώδια.
Κι αργά – αργά ανασηκώθηκες
να δείξεις τα πατήματα
χάριν της λεβεντιάς
της αξιοπρέπειας ένεκα.
Και να μυρίζει κρύο αέρα κι έλατο.
Και να βαράει ο γύφτος το βιολί
μα κουρνιαχτός να μη σηκώνεται.
Και να κερνάς, λέει, τα όργανα
και όπα κι έστα στο διηνεκές
σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη
του περασμένου χρόνου.
Μετά έβαλες πάλι το αριστερό
πλάι στο δεξί σκαρπίνι
ξάπλωσες λέει, στην εντατική
για τον υπόλοιπο επιθανάτιο ρόγχο.
Ευτυχώς που στα όνειρα όλα είναι εφικτά. Και να, που ήρθαν -λέει- τα όργανα! Πώς χώρεσαν, πώς γκρεμίστηκαν οι τοίχοι αθόρυβα, ποια δύναμη μαγική τους μετακίνησε; Κι εσύ δε γινόταν να μείνεις πια ακίνητος, άπραγος. Ήρθαν τα όργανα! Έκαναν τόσον κόπο μόνο για σένα. Στην άκρη όλα λοιπόν, τα καλώδια κι οι διαγνώσεις. Ποιες διαγνώσεις άλλωστε, θα μπορούσαν ποτέ να προβλέψουν της καρδιάς σου το σκίρτημα; Και σηκώθηκες να δείξεις τα πατήματα. Αργά – αργά. Τι κι αν δεν σε βαστούσαν πια τα πόδια σου; Δεν χορεύουν μόνο από λεβεντιά οι άνθρωποι, μα κι από φιλότιμο. Να περισώσουν λίγη αξιοπρέπεια, πως τάχα το κακό δεν τους βρήκε στην καρδιά, μα βαστάνε. Να, έτσι χορεύεται, παιδιά! Έτσι το χόρευα άυπνος όλη νύχτα, μέχρι να φέξει.
Τώρα ο χώρος δεν είναι πια κλειστός. “Αποκεκύλισται ο λίθος”, αυτός που πάντα μας χωρίζει από το θαύμα που συντελείται. Δεν μυρίζει πια νεκρική αποστείρωση και ήττα. Ο αέρας είναι και πάλι καθαρός, παγωμένος, βουνίσιος. Κι ο γύφτος αρχινάει το βιολί. Δεν ήρθαν από τόσο μακριά για να μένουν άπραγοι πολλή ώρα. Το γλέντι έχει αρχίσει! Ο Οσμαντάκας χορεύει μπροστά και σε κάθε του τσάκισμα αναδεύει δυο χέρια κλαδιά, λες και σέρνει τον χάρο απ’ τα μαλλιά να τον ξεφτιλίσει στο χώμα. Να μάθει, ο μπαμπέσης που χαλάει το γλέντι της ζωής ακάλεστος! Αχ, όλα τα λεφτά στα όργανα! Όλα! Μην κρατήσεις ούτε καν τον οβολό του βαρκάρη. Αν θέλει, ας σε πάει πίσω τζάμπα! Ειδεμή, ό,τι καταλαβαίνει κι αυτός! Όλα να τα δώσεις, όπως έκανες πάντα, και μπροστάρης μην πάψεις να λυγιέσαι με σώμα και ψυχή.
Τον νου σου! Όταν τελειώσει ο χορός θα ‘ρθει ο θάνατος. Αυτήν τη συμφωνία είχες με τον πασά και να το ξέρεις: Το αναπότρεπτο δεν ξεγελιέται για πολύ, όμως χαλάλι του! Αρκεί να μας βρίσκει όρθιους με το μαντίλι του χορού κι όχι χάμω με το μαντίλι του θρήνου. Όταν παύουμε να τη γλεντάμε τη ζωή, μόνο ο θάνατος μάς απομένει. Μα εσύ, την ξέρεις τη ζωή, την τραγουδάς. Την πίνεις μονορούφι στο ποτήρι. Την περπατάς στις μύτες, με τσακίσματα. Όπως της πρέπει!
Μετά, ούτε όργανα, μήτε βουή του κόσμου. Ξάπλωσες πάλι στο νεκρικό σου κρεβάτι, ευθυγράμμισες τα παπούτσια με τάξη κι αξιοπρέπεια, για να συνεχίσεις τον θάνατό σου μέχρι το επόμενό σου γλέντι. Γιατί Οσμαντάκα, είσαι τόσο ανυπότακτος, τέτοιο αγύριστο κεφάλι, που ο θάνατος έπρεπε να το ‘χει σκεφτεί πολλές φορές, παλικαρά, τότε που ήρθε να σε βρει στα Γιάννενα.
Η ποιήτρια Δήμητρα Κουβάτα μ’ αυτό το επικό ποίημα καταφέρνει να συνενώσει τον ατομικό μύθο, το προϊόν της δικής της φαντασίας, με τους θρύλους και τις παραδόσεις μιας ολόκληρης περιοχής. Ο Οσμαντάκας ή Σιαμαντάκας χορεύεται σ’ όλη την Ήπειρο, μέχρι τα χωριά της νότιας Αλβανίας, φέρνοντας στη μνήμη μας την ιστορία του ομώνυμου λαϊκού αγωνιστή του 1875. Είναι χορός ιδιόρρυθμος, βαρύς, αντρίκειος, της παλικαριάς, που συμβολίζει την ανυπότακτη ψυχή του ανθρώπου, τη μαχόμενη στους αιώνες, ακόμα κι ενάντια σ’ όσα είναι αδύνατον να νικηθούν.
Ο Οσμαντάκας της Δήμητρας Κουβάτα, ξυπνά σε έναν παγερό θάλαμο νοσοκομείου. Σαν σύγχρονος Λάζαρος ανασηκώνεται, χωρίς καν ν’ ακούσει την εντολή “δεύρο έξω”. Μόνο αυτός ακούει το κάλεσμα της ζωής. Δεν φοράει φουστανέλα ή τσαρούχια. Σκαρπίνια φοράει να ταιριάζουν στο σκούρο νεκρικό κοστούμι του. Η ποιήτριά μας, μια κάνει τον θρύλο δικό της και μια μας τον επιστρέφει καινούριο, μπολιασμένο από τη δημιουργική της φαντασία. Μέσα από τα λόγια της βρίσκει φωνή ένας ολόκληρος λαός. Τι άλλο απαιτείται, όταν γράφει κανείς ποίηση προορισμένη ν’ αντέξει στον χρόνο; Εδώ η ποίηση σπάει το αυτοαναφορικό φράγμα του “εγώ” και πλημμυρίζει το “εμείς”. Το γεμίζει εικόνες και ήχους. Το στολίζει χαμόγελα κι αληθινά δάκρυα. Μας ψιθυρίζει ότι το παλιό δεν είναι ξεπερασμένο, αποκομμένο για πάντα από τη δική μας ζωή. Να το εμπιστευόμαστε και να του δίνουμε το χέρι. Να αντέχουμε στα σκαμπανεβάσματα της ζωής. Τσακίσματα του χορού είναι και τσαλίμια κι έχουν τη χάρη τους!
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΓΗΣ
ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 5/1/2021
Δύο ποιητικές συλλογές της Δήμητρας Κουβάτα
Η πρώτη συλλογή της επιγράφεται Σκυλί δεμένο και εκδόθηκε το 2017, όταν η ποιήτρια ήταν 47 χρονών. Θα πρέπει συνεπώς να υποθέσουμε πως πρόκειται για ώριμο καρπό μιάς πολύχρονης δουλειάς. Είτε αυτό ισχύει είτε όχι, εκείνο που παρατηρώ είναι πως η συλλογή αυτή σκιάζεται από την ποίηση της Κικής Δημουλά. Σύντομο δείγμα:
Η απουσία
είναι γένους θηλυκού
γι’ αυτό και γεννά συνέχεια νέους απογόνους.
Πολλαπλασιάζεται.
Έτσι αρχίζει το ποίημα «Τα μαθηματικά της ύπαρξης», που συνεχίζεται στην ίδια γραμμή. Παρόμοιο είναι το ποίημα «Πριν τον ύπνο», καθώς και το ποίημα «Οικιακή οικονομία». Σ’ αυτές τις περιπτώσεις έχουμε το παιχνίδι με τα αφηρημένα ουσιαστικά, κατά το προηγούμενο της Δημουλά. Μολαταύτα δεν έχουμε ένα βιβλίο καθολικής δημουλαικής υποτέλειας. Γιατί ταυτόχρονα διακρίνονται και τα σημάδια μιάς ιδιαίτερης ατομικότητας. Κάτι που συμβαίνει λ.χ. στο παγνιώδες κείμενο «Νήπιες λέξεις» και στο επίσης παιγνιώδες «Στη σταύρωση», αλλά και στο όχι παιγνιώδες «Νυχτερινό άλγος». Εδώ ανιχνεύονται στοιχεία από τα μικροπράγματα της καθημερινότητας με προσωπικό χαρακτήρα. Όμως το καλύτερο δείγμα, για το τι μπορεί να πετύχει σε μια τυχερή στιγμή η Κουβάτα, είναι το ποίημα «Εαρινή κόπωση», που το παραθέτω ολόκληρο:
Σάββατο κι έξω άνοιξη.
Ωραίος καιρός, είπα.
Κι άρχισα.
Σήκωσα από τις μασχάλες
κι έσυρα έξω
τα χαλιά,
μισολιπόθυμα από τον μακρύ χειμώνα.
Τ’ απίθωσα ανάσκελα σαν ναυαγούς
να ζεσταθούν στον ήλιο.
Ξεγύμνωσα γωνιές απ’ τις αράχνες τους,
για να φανεί
αν τέμνονται στ’ αλήθεια οι γραμμές τους.
Αναποδογύρισα ασελγώς
όλες τις πολυθρόνες.
Μα ούτε εδώ σταμάτησα.
Έσυρα βίαια από κάτω τους, τραβώντας απ’ τα πόδια,
χνούδια πολλά,
που υποχωρούσαν έντρομα σε κάθε κίνησή μου.
Κοιτώντας γύρω εντόπισα τις δαχτυλιές.
Χωρίς να βρίσκουνε διαφυγή
Αναρριχούνταν ρυπαρές πάνω στις τζαμαρίες.
Τις έσβησα
τρίβοντας με μανία ειρκτής
όπως κι εγχάρακτες πατημασιές
που άφησαν άρβυλα και παντόφλες.
Έπειτα
κάθιδρη
κατάκοπη,
κάθισα καταμεσής του σαλονιού
κι έκλαψα
για τον κατ’ οίκον ισόβιο περιορισμό
Σάββατο μέρα
άμα τω ήρι αρχομένω.
Ό,τι προέχει εδώ πέρα είναι ο συγκεκριμένος λόγος, η λεπτομέρεια, ο χαμηλός τόνος, η φραστική λιτότητα, το συναίσθημα και η υπαρξιακή ένταση που βγαίνει ανάμεσα από τις σειρές των στίχων.
Η δεύτερη συλλογή ονομάζεται Καθαρό οινόπνευμα και χωρίζεται σε δύο ενότητες: «Α. Φερτά υλικά» και «Β. Έως την πέτρα οργωμένα». Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται στο ερωτικό θέμα. Από ποιοτική άποψη δεν βλέπω να χρειάζεται ξεχωριστή αναφορά σ’ αυτές τις δυο ενότητες. Διάκριση όμως χρειάζεται να γίνει ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη συλλογή. Η δεύτερη, το Καθαρό οινόπνευμα, αν και χρονολογικά απέχει λίγο από την πρώτη, από ποιητική άποψη φαίνεται ν’ απέχει αρκετά. Ίσως γιατί τα κείμενα της πρώτης έμειναν αρκετό καιρό στο ράφι. Η πρώτη διαφορά, της δεύτερης συλλογής από την πρώτη, είναι ότι στη δεύτερη έχει εξαφανιστεί ή σχεδόν η σκιά της Δημουλά. Άλλη διαφορά είναι ότι ο λόγος στη δεύτερη τείνει να αποκτήσει έναν κάποιο ερμητισμό. Όπως στις συνθέσεις «Στο πρώτο άνοιγμα», «Ζεστοί στο ίδιο γάλα», «Πρώτες βοήθειες». Η συλλογή ωστόσο ξεκινάει μ’ ένα καθαρότατο, όσο και ποιοτικό κείμενο, που επιγράφεται «Η δενδροκόμος». Σε παρόμοια σειρά ποιότητας συναντούμε τα: «Οσμαντάκα Λάζαρος», «Δεκαπεντασύλλαβος», «Δεν θέλω να θυμίζεις», «Μαγδαληνής», κ.α. Από αυτά παραθέτω παρακάτω το «Δεκαπεντασύλλαβος» από την πρώτη ενότητα:
Στη μέση να σπρώξω του σπιτιού
τραπέζι καρυδένιο
και τις καρέκλες αδειανές αραδιαστές στο πλάι;
να φέρω μες στη χούφτα μου το φως για τις λαμπάδες;
κάποια στιγμή τον φέρανε.
έλαμψε το μαντήλι του στα άσπρα γόνατά της
να ξενυχτά τον έρωτα
σφαγμένο
σαν φεγγάρι.
Δεν ήταν θέαμα αυτό για τα μικρά κορίτσια·
γι’ αυτό τ’ απομακρύνανε
και περισσότερα
δεν είδαν.
Άκουγαν μόνο τις κραυγές -όχι του σκοτωμένου.
Και το «Δεν θέλω να θυμίζεις» από τη δεύτερη ενότητα:
Θα έρθεις
και θα κρεμάσεις στο καρφί
το άσπρο πουκάμισο: όπως πάντα.
Στον ύπνο σου θα σε κοιτώ,
όπως γυναίκα μοναχή κοιτάζει απ’ το παράθυρο
απέναντι το Πήλιο.
Θα ξαναγίνεις όπως σ’ ήθελα. Όπως
σε διάλεξα, θα ξαναγίνεις:
Πίνδος
που γάνιασα για να σε περπατήσω.
Από την Πρέβεζα στη Λάρισα,
από τον Παγασητικό στο Μεσολόγγι.
Θα στάζουνε τον ιδρώτα οι λιμνοθάλασσες.
και γύρω, να στολίζουν το Αιγαίο σου
τα φώτα μου,
φώτα βυθού που ανέσυρα για σένα.
Δεν θέλω ως και στον ύπνο σου
το κάθαρμα που είσαι
να θυμίζεις.
Στις καλύτερες στιγμές από το Καθαρό οινόπνευμα, συναντούμε πάλι τα θετικά γνωρίσματα που είχαμε συναντήσει στο ποίημα «Εαρινή κόπωση» της πρώτης συλλογής. Τάση προς τον συγκεκριμένο λόγο, προσωπικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, λιτότητα φραστική, συναισθηματική και υπαρξιακή ένταση που υποβάλλεται ανάμεσα από τις κειμενικές γραμμές.
Συμπερασματικά θα έλεγα πως η Δήμητρα Κουβάτα μ’ αυτές τις δυό συλλογές έχει δώσει σοβαρές υποσχέσεις. Αν και έχει περίπου ψυχανεμιστεί τον προσωπικό της κόσμο, μένει ακόμα πολλή δουλειά να κάνει.
.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ
ixnilasies.blogspot 9/12/2020
Επιγραμματικά οι σκέψεις μου χάριν συντομίας.
– Φερτά υλικά και Έως την πέτρα οργωμένα, οι δύο ενότητες της συλλογής με ορατή τη θεματική διάκριση ανάμεσά τους: απ’ τη μια ο θάνατος και απ’ την άλλη ο έρωτας. Κάθε ποίημα είναι βάμμα, φωτίτσα και σφηνάκι. Ακριβέστερα, κάθε ποίημα είναι το βάμμα ή το σφηνάκι, όταν σβήνει η φωτίτσα.
– Ένα προσκλητήριο απόντων τα πιο πολλά ποιήματα δίχως να ανακουφίζεται ο φόβος του θανάτου και να μετριάζεται η οδύνη της απώλειας. Τα ποιήματα επιμένουν να βογκούν χαμηλόφωνα απ’ τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο στίχο. Εδώ η ποίηση ομολογεί και δείχνει τις πληγές της.
– Υπό μορφή μονόπλευρου διαλόγου η συνήθης εκφορά του λόγου με αποδέκτη ένα απόν πρόσωπο, που σωπαίνει. Η εκ προοιμίου επίγνωση αυτής της σιωπής προσδίδει μια τραγικότητα στο εγχείρημα της επικοινωνίας. Η μοναξιά σφίγγει από παντού το ποιητικό υποκείμενο.
– Καθρέφτης του ποιητικού εγώ τα γύρω πράγματα – δέντρα, κήποι, σιταροχώραφα, τοίχοι, ρούχα μιλούν για την κατάστασή του. Η αλληγορία, η μεταφορά και οι συμβολισμοί λειτουργούν σαν μηχανισμοί άμυνας και σαν τεχνικές προβολής. Το ποιητικό εγώ αυτοθεωρείται μέσα απ’ τη ματιά του στον γύρω κόσμο.
– Στον τελευταίο στίχο ή στους τελευταίους στίχους η κορύφωση του ποιήματος, όπου και η βασική ιδέα του. Το σωρευμένο νόημα φτάνει σε μια πύκνωση που εκρήγνυται σαν ομολογία, δήλωση, αποκάλυψη. Τα περισσότερα απ’ τα ποιήματα κλείνουν με μια ανακοίνωση οδύνης.
– Εικονοπλαστική και δομική ως προς τη λειτουργία της η παρομοίωση, επιτελεί καίριο ρόλο. Τοποθετημένη στο μέσο του ποιήματος εικονογραφεί και αρμολογεί το έναυσμα με την κατάληξη, μέσα από μια συνειρμική διήθηση που βαθαίνει και πλαταίνει την κοίτη του νοήματος.
– Μυρωδιές από χώμα και δέντρα, τοπία με πέτρες και βράχια, εικόνες από γυμνές κορφές και κίτρινα σταροχώραφα. Η πρώτη αίσθηση αφήνει την εντύπωση της τραχύτητας, πίσω απ’ την οποία λανθάνει πάντα ένας λυρισμός με σφιγμένα δόντια. Ο Μπράβος και ο Γκανάς είναι σχολεία ύφους – και όχι μόνο.
– Χαμηλόφωνος και συγκρατημένος ο ποιητικός λόγος, κουβαλά συναισθηματικά φορτία δίχως φλυαρίες, υπερβολές και ακκισμούς. Εκτελεί πειθαρχημένα, οικονομημένα και ρυθμικά τον ρόλο του και μόνο όταν πρέπει ξεσπά, εκρήγνυται και κραυγάζει.
– Περιττό ό,τι και κι αν γράφεται για ένα ποίημα, όταν το ίδιο το ποίημα μιλά τόσο όμορφα για τον εαυτό του:
Αν εξαιρέσεις τα κεντητά τραπεζομάντηλα
και τ’ αρραβώνα όσα χρυσαφικά
τίποτα άλλο,
μάνα,
δεν σου αξιώθηκα.
Τις μάνες ο κόσμος αποχαιρετά
με κοπετούς και βόγγος.
Με τα σανδάλια τα εξώφτερνα εγώ,
μάνα,
βουβή
σε κήδεψα.
Βραχνό πουλί, πάντα σε λάθος τόνο.
Όπως τα έλεγες
μάνα μου,
αποδείχτηκα.
Κοινωνικής μαθήσεως ανεπίδεκτη.
Κράτησα όλες τις κραυγές για τα ποιήματα.
(Βραχνό πουλί, σελ. 19)
– Είτε φαρμακευτικό για τις πληγές είτε φωτιστικό για το σκοτάδι είτε αλκοολούχο για τις οδύνες σε κάθε περίπτωση είναι καθαρό το οινόπνευμα αυτής της συλλογής. Ενδείκνυται δε για πολλές πληγές, σκοτάδια και οδύνες.
Μυρωδιές από χώμα και δέντρα, τοπία με πέτρες και βράχια, εικόνες από γυμνές κορφές και κίτρινα σταροχώραφα. Μόνο εκ πρώτης επαφής η αίσθηση της τραχύτητας σε όλα αυτά, πίσω τους λανθάνει ένας λυρισμός με σφιγμένα δόντια. Ο Μπράβος και ο Γκανάς είναι σχολεία ύφους – και όχι μόνο. Χαμηλόφωνος και συγκρατημένος ο ποιητικός λόγος, κουβαλά τα συναισθηματικά φορτία του δίχως φλυαρίες, υπερβολές και ακκισμούς. Εκτελεί πειθαρχημένα, οικονομημένα και ρυθμικά τον ρόλο του και μόνο όταν πρέπει ξεσπά, εκρήγνυται και κραυγάζει
.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΖΑΡΔΟΥΚΑ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ Νοέμβριος 2020
Κράτησα όλες τις κραυγές για τα ποιήματα
Η ποιητική συλλογή της Δήμητρας Κουβάτα Καθαρό οινόπνευμα, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις του Μανδραγόρα και χωρίζεται σε δύο υποενότητες με τίτλους «Α. Φερτά υλικά» και «Β. Έως την πέτρα οργωμένα».
Στην πρώτη σελίδα της συλλογής συγκεκριμένα διαβάζουμε ένα απόσπασμα από το όψιμο έργο του Νίκου Καρούζου «Νεολιθική νυχτωδία στην Κρονστάνδη» απ’ όπου είναι παρμένος και ο τίτλος της παρούσας συλλογής:
…Αυτοψυχίατρος είν’ ο ποιητής/ με καθαρό οινόπνευμα./ Κυρίως θα ’λεγα θεοσταγής και προϊούσα σφήκα./Θα γαλαζώσει πάλι.»
Τα ποιήματα που διατρέχουν τη συλλογή χαρακτηρίζονται από τη στιχουργική τους απλότητα και τη θεματική τους ποικιλομορφία. Μια βαθιά ανθρωπιά διατρέχει το περιεχόμενο των ποιημάτων καθώς η Δήμητρα Κουβάτα καταγράφει στιγμιότυπα της καθημερινότητας με ύφος άμεσο και μεστό: Έτσι να ζω./ Καταμεσής στα δέντρα. Μαζί με τα πουλιά./ Κι ας φθίνουν οι οπώρες τους./ Κι ας φθίνουν κι οι δικές/ μας, από το πρώτο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Η δενδροκόμος» σελ. 13.
Στο ποίημα της σελίδας 16 με τίτλο «Οσμάντακα Λάζαρος» βρίσκουμε την αναφορά σε δύο έννοιες που μας παραπέμπουν στη λαογραφική και τη θρησκευτική παράδοση. Ο Οσμάν Τάκα και ο Λάζαρος συναντιούνται στο ποίημα για να μετουσιώσουν έναν οραματισμό της ποιήτριας σχετικά με τον αγώνα ζωής του υποκειμένου που δρα και ψυχορραγεί στην εντατική: Και τάχα γλίστρησαν μέσα στον θάλαμο/ από τους τοίχους/ τα όργανα/ Και
παραμέρισες, λέει, τον βράχο/ με τις διαγνώσεις/ τα καλώδια./ Κι αργά-αργά σηκώθηκες/ να δείξεις τα πατήματα/ χάριν της λεβεντιάς/ της αξιοπρέπειας
ένεκα…
Αναντίρρητα υπάρχει πρόδηλη μια αισθαντική ευγένεια και μια ποιητική φωνή με βαθιά αγάπη για τα καθημερινά και τα ανθρώπινα: Σπονδή σε όσους από πόθο ταπεινώθηκαν/ Σ’ αυτούς να προσφερθεί/ ο αμνός/ το στάρι ζυμωμένο με το μέλι/ και της αμπέλου το κρασί από το πατρικό σας, από το ποίημα «Μαγδαληνής» σελ. 31, την απουσία σου με δείκτες μετρώ/ σωματικούς./ Πόσο μάκρυναν τα μαλλιά,/ πόσες φορές τα νύχια έβαψα. Από το ποίημα
«Σωματικοί δείκτες» σελ. 37.
Η ποιήτρια Δήμητρα Κουβάτα δεν παραλείπει να αναφερθεί στον έρωτα ως ορόσημο συναισθηματικής και βιωμένης εμπειρίας. Στο ποίημα «Επίγραμμα» στη σελίδα 30 γράφει: υπέρ ανάπαυσης/των ανιόντων εραστών ό,τι ζεστό θυμάμαι/ (τον στεναγμό, τη μυρωδιά/ και τη μικρή συνήθεια)/ ποιος
δώρισε το πέταγμα/ τον ίλιγγο/ ή ποιος πολύ παλιά μας έμαθε το γέλιο;/ χωράφια οι πάλαι ποτέ μας εραστές/ κορμιά/ έως την πέτρα οργωμένα. Επίσης στο ποίημα «Στο τρίτο ουίσκι» η ποιήτρια θίγει τη συνάντηση των εραστών υπό το πρίσμα μιας τυχαίας και αιφνίδιας συνθήκης: Τα σαββατόβραδα με πρόσχημα/ στο τρίτο ουίσκι θα εμφανίζομαι. Πάντα
αιφνίδια. Θα/ στέκομαι την κρίσιμη ώρα/ στο απέναντι σου πεζοδρόμιο. Στις αφηγήσεις για των/ μηρών το in medias res κάπου στο μπαρ θα υπέρ-/ ίπταμαι.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ένα ποίημα που το ξεχωρίζω καθώς σχολιάζει με καίριο πλην ευγενικό τρόπο τη μαστεκτομή, ένα χειρουργείο που παγκοσμίως οι γυναίκες υπομένουν υπό την απειλή του καρκίνου του μαστού. Η ποιήτρια με μια αγέρωχη αλληλεγγύη λόγω του φύλου της μα και λόγω της ποιητικής της ιδιότητας γράφει στο ποίημα με τίτλο «Σε Τατουάζ Τριανταφυλλί» σελ. 20
… Όχι μην πεις με σφαγμένο το στήθος/ γοργόνα πώς γίνεται./ Απέναντι κοίταξε -/ δικά σου ή δικά του μωρά αγκαλιά/ οι γυναίκες κερνώντας/ μ’ όλα σου τα χαρούμενα ονόματα/ – σε φωνάζουν. Με τατουάζ τριανταφυλλί/ αν στολίσεις το στέρνο σου/ θα στρέψε απαλά το δοιάκι/ Μην κλαις, ρε γοργόνα.
.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ B. ΜΠΟΥΡΑΣ
FRACTAL 6/9/2020
Αστάλαχτος πόνος, αρχαίος
Δίπτυχη αυτή η συλλογή της δασκάλας που υπηρετεί στη Μέση Εκπαίδευση και γράφει ποιήματα σαν να ονειρωδεί το άφατο, σαν να διεκτραγωδεί το ανεκλάλητοι, σαν να θρηνεί αλλά χωρίς δάκρυα. Σκόρπιοι δεκαπεντασύλλαβοι δικαιώνουν τη διαχρονικότητα της δημοτικής μας παράδοσης και την πλαστικότητας της ελληνικής γλώσσας στην παγκόσμια οικουμενικότητά της Ιδιόλεκτος διάσπαρτη από σπάνιες λέξεις, αποθησαυρισμένες, χαμένες στο σκονισμένο χρονοντούλαπο μιας Ιστορίας που δεν προλάβαμε να διαβάσουμε, μα τώρα ήρθε η ώρα να τη μελετήσουμε. Και μόνο γι’ αυτό θα ήταν δίκαιος ο αγωνιστικός κότινος εις την κεφαλήν της ποιητρίας Δήμητρας Κουβάτα. Μόνον μία ηθελημένη παρασπονδία βλέπω σε αυτή την πειθαρχημένη γλωσσική ελευθεριότητα. Εκείνο το κακόηχο και υβριδικό “υπέρ ανάπαυσης”, με το οποίο αρχίζει το “Επίγραμμα” της σελίδας 30. Όμως δεν της το χρεώνουμε αυτό το ολίσθημα που ατόπημα δεν είναι. Μάλλον παράπλευρη απώλεια των διαδοχικών και αυτοσχέδιων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεών μας.
Δίπτυχη η σεμνή αυτή συλλογή: “Φερτά υλικά” τα πρώτα δέκα τρία πονήματα και “Έως την πέτρα οργωμένα” τα επόμενα δέκα τέσσερα. Στο σύνολό τους είκοσι και επτά στιγμές απογειωμένης ταπεινότητας, υπερυψωμένης σεμνότητας, χαρακωμένης φλέβας για να αιμορραγήσει η μνήμη και για να μην κακοφορμίσει η πληγή. Γιατί πίσω από κάθε ποιητή βρίσκεται ένας αστάλαχτος πόνος, αρχαίος, πιότερο κι από τις πέτρες που ζώνουν την θλίψη μας όταν την προσκυνάμε.
Η Δήμητρα Κουβάτα είναι ποιήτρια, αφού παρασέρνει σε παραληρηματικές ενοράσεις τον επαρκή αναγνώστη αναγκάζοντάς τον να εκφραστεί ποιητικά, ακόμα και σε ένα σύντομο κριτικό σημείωμα.
Είναι διδακτική. Δραματικός ο λόγος της, ιδιαίτερα στο στερνό της ποίημα, που θα μπορούσε να είναι ένας σύγχρονος μονόλογος μιας αρχετυπικής Μήδειας, αλλά του Ευριπίδη.
Η επαγγελματική της διαστροφή είναι η ανακατάταξη, η αναχάραξη, το αναμάσημα λέξεων και αισθημάτων που απορρέουν από μια βαθιά πληγή, ανεξάντλητη πηγή οραμάτων τοξικών, όπως η άψινθος.
Γεννημένη στο Βελεστίνο το 1970 δρέπει ήδη δάφνες ποιητικές ζώντας στη Θεσσαλονίκη, όπου και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου.
Διαφέρει από τους περισσότερους συγχρόνους της γιατί αυτή ξέρει μουσική, έχει “δημοτικό” αυτί και ξέρει να μεταπλάθει ξεχασμένα ρήματα σε τωρινές πράξεις, παροντικές.
Παρούσα η ίδια στην πνευματική ζωή του τόπου μας επηρεάζει ήδη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Εξαιρετική η λεξιγνωστική και λεξιλαγνική επιμέλεια αυτού του αξιοσημείωτου τόμου από τον ποιητή Κώστα Θ. Ριζάκη. Εγγύηση ποιότητας η υπογραφή του.
Δεν θα ξεχωρίσω κανέναν από τους στίχους, δεδομένου ότι εντάσσονται σε αυστηρές ρυθμικές δομές, απολύτως αρχιτεκτονημένες ως ξερολιθιές, άνευ κονιάματος, όπου τίποτα δεν περισσεύει και πουθενά δεν χάσκει το ποίημα, όσο κι αν απελπισία αναβρύζει πανταχόθεν.
Η χρησιμότητα της ποίησης φαίνεται από το motto που επιλέγει η μορφωμένη ποιήτρια: “…αυτοψυχίατρος είν’ ο ποιητής…” (δια στόματος και χειρός Νίκου Καρούζου).
Περιμένω πολλά από αυτή την ποιήτρια. Και ειδικά στον χώρο της δραματικής γραφής, της απαιτητικής.
.
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ Τ. 67 Νοέμβριος 2022
Η αυτοαναφορικότητα και το εσωτερικό πάθος στην ποιητική συλλογή της Δήμητρας Κουβάτα Καθαρό οινόπνευμα
Η Δήμητρα Κουβάτα στη δεύτερη ποιητική της συλλογή Καθαρό οινόπνευμα (Μανδραγόρας 2020) εστιάζει στη λειτουργία της ποίησης. Εξίσου ερωτική και υπαρξιακή, τρυφερή και «γυναικεία», όπως στην πρώτη ποιητική συλλογή Σκυλί Δεμένο (Μανδραγόρας 2017), επικεντρώνεται στην ιαματική τέχνη της ποιήσεως, προτάσσοντας αυτοαναφορικούς στίχους του Νίκου Καρούζου
από τη Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη: […] Αυτοψυχίατρος είν’ ο ποιητής/ με καθαρό οινόπνευμα./ Κυρίως θα ’λεγα θεοσταγής και προϊούσα σφήκα. […]
Αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει την ποιητική ατμόσφαιρα της Κουβάτα στη συλλογή Καθαρό οινόπνευμα, και γενικότερα την ιδιοτυπία της γλώσσας της στις συλλογές που κυκλοφόρησε, είναι η δραμστικότητατης φωνής, την οποία συνοδεύει υπόγειος σαρκασμός και παρουσία της παράδοσης. Στις συνθέσεις της Δήμητρας Κουβάτα η παράδοση ενυπάρχει τόσο μέσα από την έντονη παρουσία της φύσης τη. πανίδα κα: τη χλωρίδα. τα δέντρα, τα πουλιά), όσο και μέσα από το λεξιλόγιο στο οποίο επιβιώνουν ιδιωματισμοί (π.χ. αβηρός: μικρό ρυάκι) ή λέξεις ξεχασμένες εξαιτίας του αστικού τρόπου ζωής και της επικράτησης της τεχνολογίας (π. χ. δισάκι, κάρο).
Η αυτοαναφορικότητα συνοδεύει και τις δύο ενότητες, ΦΕΡΤΑ ΥΛΙΚΑ, ΕΩΣ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ ΟΡΓΩΜΕΝΑ στη συλλογή Καθαρό οινόπνευμα. Η ποιήτρια συνομιλεί με την ποίηση, την οποία παρομοιάζει συχνά με εσωτερική κραυγή, καταφυγή, αποφόρτιση. […] Τι παραπάνω απ’ τους καημούς/ να μας πουν
πια/ τα ποιήματα; (ΜΕ ΔΕΔΟΜΕΝΗ ΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ, σελ. 21), […] Τώρα,/μην έρθεις. […]/ Δεν έχω και/ πού να σου στρώσω, γι’ αυτό// μείνε στο ποίημα. (ΕΝΑ ΓΑΛΑΖΙΟ ΦΩΣ, σελ. 39), Για όλα να γράψω ένα επίθετο, μία μεταφορά ή ένα σχήμα λόγου εύστοχο. […] Όλα φερτά υλικά κι ανούσια προίκα. […] (ΠΕΙΘΗΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΛΑΠΛΟΤΗΤΑ, σελ. 24).
Ποιήτρια του εσωτερικού πάθους η Κουβάτα, […] όμως/ στις εκδορές που γλείφω/ θα φυτρώνεις,/ εκεί που δεν σε σπέρνουν.// εκεί,// όταν όλα κοιμούνται. (ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΡΕΣ ΜΟΥ, σελ. 32), αποτυπώνει μέσα από εικόνες, τις μικρές τραγωδίες της καθημερινότητας: την υποκρισία, τη σύμβαση, τη σήψη, τη διάψευση.
Ο έρωτας κατέχει ιδιαίτερη θέση στη θεματολογία: η ερωτική προσμονή, ο ανεκπλήρωτος πόθος, αλλά και η μοναξιά στη σχέση. Τον συνοδεύει γλώσσα σωματική και αισθησιακή, βαθιά ερωτική. Χειμωνιάτικο φρούτο/ στη φλούδα σου/ να ’μαι. […] (ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ, σελ. 35). Σπονδή σε όσους από πόθο ταπεινώθηκαν./ Σ’ αυτούς να προσφερθεί/ ο αμνός […] //Όμως, νηστείες, εγκράτειες λατρευτικές/ άμα και προσευχές να μην ανακατέψεις. […]//
Ευγνωμοσύνη στάλα δεν θα βρεις σαν/ των απελπισμένων εραστών/ το σκότος/ και το θάμβος. (ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ, σελ. 31)
Όμως το ερέθισμα το σχετικό με τον έρωτα στην ποίηση της Κουβάτα είναι τις περισσότερες φορές πικρό. Γι’ αυτό και εκφράζεται με χρόνο ανάμνησης, γλώσσα οδύνης, εικόνες σπαρακτικές, υπερρεαλιστικές. […] να ξενυχτά τον έρωτα/ σφαγμένο/ σαν φεγγάρι. (ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟΣ, σελ. 22).
[…] Δεν θέλω ως και στον ύπνο σου/ το κάθαρμα που είσαι/ να θυμίζεις. (ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΘΥΜΙΖΕΙΣ, σελ. 29).
Τα πουλιά έχουν ενεργό ρόλο στην έκφραση της ποιήτριας. Προσωποποιούνται και γίνονται καθρέφτες συναισθημάτων: […] Έτσι να ζω./ Καταμεσής στα δέντρα. Μαζί με τα πουλιά. […] (Η ΔΕΝΔΡΟΚΟΜΟΣ, σελ.13).
[…] Βραχνό πουλί, πάντα σε λάθος τόνο. […] (ΒΡΑΧΝΟ ΠΟΥΛΙ, σελ. 19). […] Παντού να πετούνπουλιά πορτοκαλιά. […] (ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ σελ. 35). […] Να ξεψυχούν των αηδονιών οι σπαραγμοί […] (ΑΠΟΦΟΡΑ, σελ. 41)
Η θέση της γυναίκας, θεματολογία που ανευρίσκουμε έντονα στην πρώτη ποιητική συλλογή Σκυλί Δεμένο, απασχολεί την ποιήτρια και στο Καθαρό οινόπνευμα. Κυρίως η γυναικεία καταπίεση, οι ανισότητες, οι διακρίσεις ανάμεσα στα φύλα. Από τα ωραιότερα ποιήματα της Κουβάτα με θέμα τη γυναίκα στη νέα της συλλογή είναι το ΜΕΔΟΜΑΙ ΛΕΝΕ ΑΛΛΙΩΣ ΤΟ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ (σελ. 42):
Με σφίγγει απόψε το βραχιόλι που μ’ αγόρασε/ όταν απ’ την Κολχίδα δραπετεύαμε/ Ευχόμουν κι ήθελα μονάχα! τα πόδια να του πλένω, να του γεννώ παιδιά, […]. Πάχυνα λίγο, το βραχιόλι με πονά, […]/ Του γέννησα δύο παιδιά και έκτοτε/ ρίχνω στη μήτρα μου δύο σταξιές λεμόνι,/ για να μπορώ απίκραντη και άκαρπη/ προς χάριν του να λύνω τα μαλλιά μου. […] Τα βράδια που εκείνος δεν γυρνά/με λίγη άψινθο το πίνω το κρασί μου […]/ Μέγγενη απόψε το βραχιόλι μου./ […]/ Λείπεις πολύ Ιάσονα, στα ξένα τα κρεβάτια./ Και δεν ευθύνομαι εγώ, γι’ αυτό που θα προκύψει.
Οι στίχοι της Δήμητρας Κουβάτα στη συλλογή Καθαρό οινόπνευμα είναι αυτοαναφορικοί, ρυθμικοί, θεατρικοί, με εικόνες υπερρεαλιστικές και κορυφώσεις που κόβουν την ανάσα. Απλώνονται σε τραπεζομάντηλα
κεντημένα και συνοδεύονται από έναν ηπειρώτικο αργό, μεγαλόπρεπο και αυτοσχεδιαστικό χορό.
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
ΠΕΡΙ ΟΥ 17/6/2023
Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Δήμητρας Κουβάτα συστήνεται με έναν τίτλο, Καθαρό οινόπνευμα, που εγείρει την υποψία ότι αποτελεί μια μετωνυμία για την ίδια την ποιητική τέχνη ως μια μεικτή περιοχή η οποία προσδιορίζεται από την κατάσταση μέθεξης και μέθης στην οποία, σύμφωνα και με την παράδοση άλλωστε, μπορεί να βρίσκεται ο δημιουργός, αλλά και από την ιδιότητα της κάθαρσης και του καθαρμού που ο ποιητικός λόγος επιδιώκει και πετυχαίνει. Η συλλογή περιλαμβάνει ποιήματα που από την πρώτη τους ανάγνωση δεν κρύβουν ούτε αποσιωπούν την έλξη τους προς το ένα είδος τραγουδιστικής ή έστω ρυθμικής απαγγελίας. Πρόκειται για συνθέσεις που απομακρύνονται από την ευθεία και άμεση εκφώνηση και προσεγγίζουν έναν τρόπο πολύ κοντά στον τύπο των γνωστών από τη λαϊκή ποίηση παραλογών με τον γρήγορο ρυθμό και την ρέουσα αφήγηση. Η εγγύτητα στον τύπο και τη λογική των παραλογών δεν έγκειται όμως μονάχα στον τρόπο της ποιητικής έκθεσης, αλλά και στο περιεχόμενο, στην αφόρμηση και την αφορμή που σε αρκετά από τα ποιήματα είναι ο θάνατος και η συνυφασμένη με αυτόν ανατροπή της φυσικής τάξης των πραγμάτων και του κόσμου: Και να κερνάς, λέει, τα όργανα/ και όπα κι έστα στο διηνεκές/ σε όλα τα πλάτη και τα μήκη/ του περασμένου χρόνου.// Μετά, έβαλες πάλι το αριστερό/ πλάι στο δεξί σκαρπίνι/ ξάπλωσες λέει, στην εντατική/ για τον υπόλοιπο επιθανάτιο ρόγχο. («Οσμαντάκα Λάζαρος») Η Κουβάτα προσεγγίζει τον θάνατο μέσα από εικόνες και μορφές, μέσα από στιγμιότυπα που προσλαμβάνουν μια έντονη θεατρικότητα, μια εικονική διάσταση μέσα στην οποία ο άνθρωπος μοιάζει να περιχαρακώνεται σε ένα σχήμα από το οποίο δεν μπορεί να αποδράσει. Πρόκειται για το αποτέλεσμα της καθήλωσης που προξενεί η ιδέα, η σκέψη, η εμπειρία του θανάτου στον άνθρωπο οι οποίες όμως βαθαίνουν τη γνώση του για τη ζωή και τη νομοτέλειά της.
Ο δεύτερος πόλος από τον οποίο εκκινεί η ποιήτρια είναι ο έρωτας, όπως αυτός εναγκαλίζεται και υιοθετεί χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων και του θανάτου για να προσφερθεί στον άνθρωπο σαν πόνος και πάθος μαζί. Η ματιά της ποιήτριας πάνω στον έρωτα είναι μάλλον απαισιόδοξη. Τον αντικρίζει όπως τον αντίκριζαν οι αρχαίοι Έλληνες λυρικοί ποιητές που έβλεπαν σε αυτόν τη δύναμη κατάλυσης της ανθρώπινης οντότητας, την ενέργεια εκείνη με την οποία τροφοδοτείται η ψυχοσύνθεση ούτως ώστε να μπορέσει να ατενίζει με μιαν άλλη ματιά τον κόσμο, να βλέπει τη μεταμόρφωση και τον μετασχηματισμό του: Χειμωνιάτικο φρούτο/ στη φλούδα σου/ να ’μια.// Με το νύχι/ αν πιέσεις τη σάρκα.// Παντού/ να πετούν πουλιά πορτοκαλιά. («Στη φωτιά») Τα λύγισμα της ποιήτριας, η παραδοχή της ανωτερότητας του ερωτικού αισθήματος, της παντοδυναμίας του να ελέγχει κάθε πτυχή της ανθρώπινης πράξης, δημιουργεί μια άκρως ενδιαφέρουσα συνύπαρξη με την θεώρησή του υπό το κράτος μιας εκλογίκευσης που δε νοθεύει, αντίθετα αναδεικνύει την ποιητικότητα ως ιδιότητα στενά και καίρια συνυφασμένη με την ισορροπία, την αρμονία, την αλήθεια. Η ποιήτρια στέκεται με θάρρος απέναντι στην ερωτική ματαίωση, την ερωτική προδοσία και ξεκινώντας από τα ερείπια αυτά τεχνουργεί ουσιαστικά την ερωτική της προσδοκία μέσα από τη γνωστή μέθοδο «εξ αντιθέτου». Πρόκειται για ένα νοερό ουσιαστικά σχήμα που καλείται να συλλάβει ο αναγνώστης και το οποίο βασίζεται στην ψυχολογική ανάγκη και λειτουργία της ανάκλησης μιας εκδοχής θεμιτής και επιθυμητής μέσα από την έκθεση, τη δοκιμή και τη δοκιμασία στην αντίθετή της. Έτσι, η ερωτική ακύρωση γεννά αφ’ εαυτής και εκ του αυτομάτου την αναμονή μέσα σε μια συνθήκη που θα διαφοροποιείται ριζικά, που θα υπόσχεται την ερωτική πληρότητα και πλήρωση.
Στο σημείο ακριβώς αυτό έρχεται η ποίηση για να διευθετήσει τα συναισθήματα και τις σκέψεις, να προσλάβει τη μορφή ενός καλουπιού ή καλύτερα μιας κιβωτού η οποία θα μπορέσει να δεχθεί όλα αυτά που η ποιήτρια αδυνατεί να τα τοποθετήσει μέσα στη ζωή ή, έστω, αδυνατεί να τα βλέπει να συμβαίνουν. Αυτό συνδέεται στενά με την ανακλητική φύση και λειτουργία της ποίησης, τη δυνατότητά της να προσφέρεται σαν πεδίο διαμόρφωσης οραμάτων και οραματισμών, προβολών που τοποθετούνται είτε στο μέλλον είτε στο παρελθόν και οι οποίες δίνουν στο ποίημα –παραδόξως– έναν ρεαλιστικό χαρακτήρα και τόνο, το κάνουν να μοιάζει με μια εμπειρία ποιητική, δηλαδή δημιουργική, γι’ αυτό ακριβώς και τόσο οικεία. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλά από τα ποιήματά της η Κουβάτα μοιάζει να σκηνοθετεί τα πρόσωπα και την κίνησή τους στο χώρο μέσα από μια μέθοδο και τεχνική υπόδυσης ρόλων και υπόκρισης του ποιητικού λόγου κατά τέτοιον τρόπο ώστε το ποίημα να μετατρέπεται στο θέατρο μιας ενόρασης η οποία λειτουργεί εκτονωτικά όχι μόνο για την ποιήτρια αλλά και για την ίδια την ποίηση· την ποίηση που πάντα θα επιζητά, πάντα θα θέλει, πάντα θα τρέφεται με την άλλη, τη διαφορετική εκδοχή του ανθρώπου και του κόσμου.
.
Σκυλί δεμένο
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
tvxs.gr11/4/2018
Τα δεμένα όνειρα της Δήμητρας Κουβάτα
Η ποίηση ως μορφή τέχνης οφείλει και να τέρπει. Όλα τα είδη τέχνης μαζί με το περιεχόμενο ψυχαγωγούν το κοινό, καθιστώντας έτσι πιο εύληπτο το μήνυμα. Η εμμονή σε έναν αμιγώς φιλοσοφικό αναστοχασμό αποπέμπει το συναίσθημα από την ποίηση και στην πραγματικότητα την ακρωτηριάζει. Σε μία τέτοια σύνδεση τέρψης και μηνύματος κινείται και η πρώτη ποιητική συλλογή της Δήμητρας Κουβάτα «σκυλί δεμένο» (Μανδραγόρας, 2017).
Η πρώτη εμφάνιση της Κουβάτα στα γράμματα αφήνει μία πνοή ωριμότητας. Η δημιουργός μολονότι πρωτοεμφανιζόμενη ελέγχει τα εκφραστικά μέσα και τη συναισθηματική ένταση. Η ποιητική της διακρίνεται για το μειλίχιο ύφος του εικονοποιητικού της λόγου. Προσωποποιήσεις (η τέλεια, νήπιες λέξεις) και μεταφορές (αστική ευγένεια, βορινό παράθυρο, τα μαθηματικά της ύπαρξης) προκαλούν την προσοχή του ακροατή/αναγνώστη και τον ταξιδεύουν στη νήσο της ποίησης. Στην πραγματικότητα συχνά ο συνυποδηλωτικός λόγος μετατρέπει όλη τη σύνθεση σε μία μεγάλη παρομοίωση (η τελεία, στις παρυφές της πόλης, νήπιες λέξεις) που με ευαισθησία αισθητοποιεί συναισθήματα μοναξιάς και πόνου (βορινό παράθυρο, θεμέλιος λίθος, πριν τον ύπνο, τα μαθηματικά της ύπαρξης, η μάνα μου, νυχτερινό άλγος, στην τοπική διάλεκτο των πουλιών) ή οργής (αλυσόδεση).
Με επίκεντρο το πρωτοενικό υποκείμενο η δημιουργός με έναν ατομικό προσανατολισμό εκθέτει υπαρξιακές αγωνίες. Συχνά υιοθετεί ένα αφηγηματικό ύφος (βορινό παράθυρο, θεμέλιος λίθος, εαρινή κόπωση, οικιακή οικονομία, ανοιχτοί λογαριασμοί) που κινείται στην αυτοαναφορικότητα του ποιητικού υποκειμένου, ενώ άλλοτε έναν μονολογικό ή εξομολογητικό λόγο (διανυκτερεύον, πριν τον ύπνο, νήπιες λέξεις η μάνα μου).
Εικόνες κοινωνικών παραστάσεων συμπλέκονται με οδηγό τις μεταφορές και τη συνειρμικότητα με το στοχαστικό υλικό (πριν τον ύπνο, διανυκτερεύον, αναρρίχηση, κάποιος να γράψει), ενώ άλλοτε πλάνα με πυρήνα τη φύση φωτίζουν τη μελαγχολική διάθεση (τέλος εποχής, θεμέλιος λίθος, διανυκτερεύον, αναρρίχηση, στην τοπική διάλεκτο των πουλιών) μετατρέποντας έτσι το φυσικό περιβάλλον με τον λυρισμό του στο ασφαλές ποιητικό καταφύγιο που αναζητά η δημιουργός καταπιεσμένη από τις δυσκολίες που καλείται συναισθηματικά να αντιμετωπίσει.
Με αγωγό τη συνυποδηλωτική δύναμη των λέξεων και την απεικονιστική τους συνειρμική ισχύ η Κουβάτα πλάθει παραμύθια (με τον τρόπο τον ξωμάχων, αναρρίχηση) αναζητώντας την έξοδο από όσα την πληγώνουν. Στοχάζεται για το όνειρο (θεμέλιος λίθος, πριν τον ύπνο, η κοίμηση) και τη ζωή (η τέλεια, εαρινή κόπωση, με τον τρόπο των ξωμάχων, στη Σταύρωση) ή την ποίηση (νήπιες λέξεις, διανυκτερεύον). Θυμάται αγαπημένα πρόσωπα που έφυγαν (comme il faut, οικιακή οικονομία, στην τοπική διάλεκτο των πουλιών, υπνική άπνοια η μάνα μου, τα μαθηματικά της ύπαρξης) ή αναζητεί μία ερμηνεία στο χρόνο που φεύγει (στις παρυφές της πόλης, ανοιχτοί λογαριασμοί).
Οι μεταφορές, τόσο αρμονικά δεμένες με την εικαστική της, συνεπαίρνουν το κοινό εξακοντίζοντας το συναίσθημα βαθιά στην καρδιά. Γιατί η ποίηση είναι συναίσθημα και Κουβάτα το γνωρίζει πολύ καλά (στην τοπική διάλεκτο των πουλιών, τα μαθηματικά της ύπαρξης, η τελεία, στις παρυφές της πόλης, ας υποθέσουμε ένα ανοιχτό παράθυρο, η σοφία των πελμάτων).
.
.
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
vakxikon.gr, Οκτώβριος 2018
Ποίηση για τη γυναίκα είναι το Σκυλί δεμένο, η πρώτη ποιητική συλλογή της Δήμητρας Κουβάτα. Συλλογή καλαίσθητη, από τις εκδόσεις Μανδραγόρας, με έργο του Φαίδωνα Πατρικαλάκι στο εξώφυλλο. Παραπέμπει στην παράδοση της «γυναικείας γραφής». Έτσι ονόμασε η φιλόσοφος και φεμινίστρια Ελέν Σιξού τη γραφή που συνδέεται με τη γυναικεία εμπειρία και χαρακτήρισε τη γυναίκα που γράφει για τα γυναικεία ζητήματα «αιώνιο μαχητή της ελευθερίας».
Η συλλογή κερδίζει τον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή. Μιλά για την άχρωμη γυναικεία καθημερινότητα και πετυχαίνει να ζωγραφίσει με χρώματα τη θλιβερή, μουντή της πλήξη. Πρωταγωνίστρια η γυναίκα νοικοκυρά με τις υποχρεώσεις της. Η ποιήτρια σκύβει με στοργή στις καθημερινές της ανάγκες. Μέσα από συμβολισμούς και εικόνες που αντλεί από τη φύση, αναδεικνύει τα φαινομενικώς ασάλευτα και παγιωμένα σχήματα της οικογενειακής ζωής με τους απαράβατους τόνους μέσα από τους οποίους όμως ξεπηδούν απρόβλεπτα συναισθήματα και ισχυρές εσωτερικές συγκρούσεις.
Κάποιος να γράψει
Κάποιος πρέπει να γράψει
για τις νοικοκυρές,
αυτές που στέκονται στο νεροχύτη το πρωί
να κάνουν τον καφέ τους.
Σ΄ αυτά τα ελάχιστα λεπτά που χαμηλώνουν τη φωτιά,
Ισιώνουν
Για να κοιτάξουν πέρα απ΄ το παράθυρο.
Μαρμαρωμένες,
όρθιες.
Καπετάνισσες
στο άλογο του χρόνου.
Ώσπου αναστατώνονται, κλείνουν εν τάχει τη φωτιά
και βίαια επανέρχονται
στη φύση τους.
Κάποιος πρέπει να γράψει και για τις νοικοκυρές.
Ναι, αυτές
με τη φωλιά στα αχτένιστα μαλλιά τους.
Με όρους τραπεζικούς καταθέτει το άχαρο των οικογενειακών ισολογισμών: άτοκη εν τέλει η κατάθεση της ζωής. Καμία απόσβεση. Κανένα απόθεμα ψυχής. Χώρια οι κρατήσεις.
Και εκλιπαρεί τη μητρική αγωγή: μη μου μαθαίνεις να μετρώ με αριθμούς. Μάθε με να λογαριάζω με μέρες αδειανές από αγάπη.
Ψηλαφεί με λεπταίσθητη τρυφερότητα το μικροαστικό φάσμα της ζωής, τα δραματικά αδιέξοδα των έγκλειστων -στην ειρκτή του- συνειδήσεων και αναδεικνύει τη σισύφεια διαδρομή των καθημερινών ανθρώπων που υποτάσσονται στα σχήματα, αλλά και τη δυσκολία μιας πορείας κάθετης, αντίθετης στο ρεύμα.
Αναρρίχηση
Έβρεξε πολύ κι απόψε
Γέμισε ο κήπος σαλιγκάρια.
Ορειβατούν πάνω στο μίτο της βλέννας τους.
Χώνονται σε ό, τι έχω σοφά κρυμμένο.
Τα γνωρίζουν καλά
αυτοί ειδικά που παρατηρούν
τα φαινομενικώς ασάλευτα
και όσοι θήτευσαν
στη σισύφεια προσπάθεια
να σκαρφαλώνουν σε κάθετες επιφάνειες,
έστω και ζαλωμένοι
όλα τους τα αποθέματα
χωρίς καμιά αναρριχητική εκπαίδευση.
Για ειδική εξάρτυση ούτε λόγος.
Το γυναικείο φύλο, έγκλειστο μέσα στον κοινωνικό του ρόλο τον οποίο επωμίζεται κληρονομικώ δικαιώματι, παλινωδεί ανάμεσα στα πρέπει και στα θέλω, ανάμεσα στην άνοιξη της πρότερης ερωτικής ζωής και στη σκλαβιά της συζυγικής σύμβασης και θλίβεται για το μαρασμό της ερωτικής έλξης.
Συ είπας
Είπες πονάω στο φως
σαν πεταλούδα νεογέννητη
που μόλις βγήκε από το κουκούλι της
τσαλακωμένη.
Είπα αδημονώ
κι αναμετρώ τις κλίμακες του πόθου μας
που έρχεται.
{…}
Μετά πάψαμε να μιλάμε.
Τώρα μόνο για τους λογαριασμούς και τα παιδιά.
Το Δεμένο σκυλί στο σαλόνι, η ζωή της γυναίκας μέσα στη σύμβαση. Η γλωσσολόγος Τζούλια Κρίστεβα μίλησε για δύο πλευρές της γλώσσας: τη συμβολική, που περιλαμβάνει την οικογένεια, την ομαλότητα, την κανονιστική ζωή με την τάξη, την καταπίεση∙ και τη σημειωτική πλευρά της, τη «μετατόπιση», την «ολίσθηση» της γλώσσας προς το ασυνείδητο και την ποίηση.
Στην ποίηση της Κουβάτα είναι παρούσες και οι δύο πλευρές της γλώσσας. Από τη μια το συμβολικό μέρος της, με την οικογένεια, τις νόρμες και από την άλλη η παράβαση, η φυγή μέσα από την ποίηση. Στην Εαρινή κόπωση, το ποιητικό υποκείμενο μια μέρα ανοιξιάτικη με ωραίο καιρό, ασχολείται με τη λάτρα του σπιτιού. Σηκώνει τα χαλιά, ξεγυμνώνει τις γωνιές απ΄ τις αράχνες, αναποδογυρίζει τις πολυθρόνες, σέρνει χνούδια, εντοπίζει δαχτυλιές, οι μικρές καθημερινές στιγμές της γυναίκας (συμβολικό μέρος της γλώσσας).
Εαρινή κόπωση
Σάββατο κι έξω άνοιξη.
Ωραίος καιρός, είπα.
Κι άρχισα.
Σήκωσα από τις μασχάλες
κι έσυρα έξω
τα χαλιά,
μισολιπόθυμα από τον μακρύ χειμώνα.
Τ΄ απίθωσα ανάσκελα σαν ναυαγούς
να ζεσταθούν στον ήλιο.
Ξεγύμνωσα γωνιές απ΄ τις αράχνες τους,
για να φανεί
αν τέμνονται στ΄ αλήθεια οι γραμμές τους.
Αναποδογύρισα ασελγώς
όλες τις πολυθρόνες.
Μα ούτε εδώ σταμάτησα.
Έσυρα βίαια από κάτω τους, τραβώντας απ΄ τα πόδια,
χνούδια πολλά,
που υποχωρούσαν έντρομα σε κάθε κίνησή μου.
Κοιτώντας γύρω εντόπισα τις δαχτυλιές.
Χωρίς να βρίσκουνε διαφυγή
αναρριχούνταν ρυπαρές πάνω στις τζαμαρίες.
Τις έσβησα
τρίβοντας με μανία ειρκτής
όπως οι εγχάρακτες πατημασιές
που άφησαν άρβυλα και παντόφλες.
Έπειτα
κάθιδρη
κατάκοπη,
κάθισα καταμεσής του σαλονιού
κι έκλαψα
για τον κατ΄ οίκον περιορισμό
Σάββατο μέρα
άμα τω ήρι αρχομένω.
Το σημειωτικό όμως μέρος της γλώσσας, που εκφράζεται μέσα από την ποίηση, επιτίθεται στο συμβολικό με μια επιδρομή διασπαστική που ταράζει τη γαλήνη του κανονιστικού βίου και λειτουργεί επαναστατικά. Σ΄ αυτή την περίπτωση το δεμένο σκυλί γίνεται ζώο άγριο και παμφάγο.
Εκεί
κάτω απ΄το δέντρο
που με ήθελες
δεμένο σκυλί
έγινα ζώο άγριο και παμφάγο.
Η Κρίστεβα και η Σιξού ονόμασαν αυτή την επιδρομή έναν «οραματικό σημειωτικό θηλυκό κόσμο» που επιτρέπει στο ποιητικό εγώ να ονειρευτεί εναλλακτικές μορφές του κόσμου. Στην ποίηση της Κουβάτα αυτό συμβαίνει μέσα από την καταφυγή στο όνειρο, όπου έχουμε μια απώθηση της πραγματικότητας από τον συνειδητό νου.
Πριν τον ύπνο
Τα βράδια
πριν παροπλιστώ
από την τρέχουσα διαχείριση,
ευθυτενής,
αποφασιστική,
στέκομαι στον καθρέφτη
σύμφωνα με της σύγχρονης κοσμετολογίας
τις επιταγές.
Πλένω το πρόσωπο.
Προσεκτικά αφαιρώ
από τις παρειές τα πλάγια βλέμματα.
Σχολαστικά απομακρύνω
τα νεκρά νεύματα
πάνω από τον ώμο
που σήκωσε η δυσαρέσκεια.
Βουρτσίζω πάντα τα δόντια ανεξίκακα.
Τοποθετώ εν τάξει
τα ευπρεπή ψέματα.
Ενυδατώνω προστατευτικά
την εγκαρτέρηση.
Υποστυλώνω
με θωπείες και επιθέματα
όπου εντοπίζω
τη φθορά.
Μετά
δέχομαι να αφεθώ
στην καλλυντική ευεργεσία
των επιλήσμονων ονείρων.
Στο ποίημα Η μάνα μου, συγκινεί η γυναίκα – μητέρα, αρχετυπική μορφή, μοναδικά αγαπημένη, με όλα της τα τιμαλφή κρυμμένα στο βαθύτερο μέρος του «είναι» μας, ανήμπορη στα γηρατειά της. Στη «Σταύρωση», οι ώριμες γυναίκες, όταν εκκλησιάζονται, αγγίζουν τις πάσχουσες περιοχές κάνοντας το σημείο του σταυρού, υπαινιγμός για τον επαχθή γυναικείο ρόλο. Η λύτρωση έρχεται πάντα μέσα από την ποίηση:
Ευτυχώς που
όταν αποτυγχάνω,
διανυκτερεύει με φώτα ανοιχτά
η ποίηση.
Η Δήμητρα Κουβάτα χειρίζεται με ικανότητα την τεχνική της ανοικείωσης. «Άρση της συνήθειας» την ονόμασε ο ρώσος κριτικός Victor Shklovsky. Ο λόγος της είναι πρωτότυπος για θέματα χιλιοειπωμένα και καθημερινά.
Λογοπαίγνια, υπερρεαλιστικές τάσεις, συμβολισμοί, ευφάνταστες εικονοποιήσεις• αλλά και εσωτερικός ρυθμός με εμφατικές επαναλήψεις και ρήματα που δείχνουν το δυναμισμό της πρόθεσης, με ουσιαστικά ευχάριστα στην ακοή, όπως το μοσχοκάρυδο, το δαφνόφυλλο, το χαμομήλι, παρμένα από τη γυναικεία καθημερινή πρακτική. Η γλώσσα της πλούσια, με λέξεις που θέλγουν, λιώνουν στο στόμα.
Βορινό παράθυρο
Έψαξα εμβριθώς στο ντουλάπι
με τις ήπιες λύσεις.
Αυτοσχεδίασα ξανά.
Στα πρωινά
έμπηξα κρυφά ένα μοσχοκάρυδο,
τα λόγια
τα ζωντάνεψα με ένα μικρό δαφνόφυλλο,
τα βλέμματα
μαλάκωσα σε λίγο χαμομήλι.
Κάτω απ΄ το νεροχύτη
Καταχώνιασα
Παντοειδή οξέα και διαλυτικά.
Rien.
Εσύ, ακόμα, ένα βορινό παράθυρο
Που σκέβρωσε
Και δεν μπορώ να το ανοίξω.
Ως πρώτη παρουσία η συλλογή της Δήμητρας Κουβάτα Σκυλί δεμένο είναι εξαιρετικά ώριμη. Σαν έτοιμη από καιρό η ποιήτρια. Ποίηση ερωτική και υπαρξιακή, «γυναικεία», για τα καθημερινά. Με ανάλαφρο αλλά και δραματικό τόνο, με συμπόνια αλλά και υπομονετική αισιοδοξία, για τον έρωτα, τη φθορά, την ενηλικίωση, το θάνατο. Ο λόγος ξεδιπλώνεται με θεατρικότητα, χωρίς εξάρσεις, χαμηλόφωνα, αλλά υποβλητικά. Οι συνθέσεις της θυμίζουν θεατρικές σκηνές του Τσέχωφ, με το μικροαστικό περιβάλλον, το ήρεμο επιφανειακά, αλλά τις ισχυρές εσωτερικές συγκρούσεις.
Η τρυφερή και αισθαντική φωνή της Δήμητρας Κουβάτα στη συλλογή Σκυλί δεμένο ακούγεται μια νύχτα με απόβροχο, μ΄ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, το λυγμό ενός βιολιού ή ενός αργού βορειοηπειρώτικου τραγουδιού και με τον κήπο γεμάτο σαλιγκάρια, σαν καταπραϋντικό αφέψημα, πριν την κατάκλιση, με λίγες γουλιές ανόθευτο φεγγαρόφωτο.
Υπνική άπνοια
Ίσως κάπου να έπαιζε βορειοηπειρώτικα
η μουσική έφτανε κομματιαστή
μια να έρχεται
και μια να χάνεται,
μία κοντά
μια μακριά.
Ο πρώτος των τραγουδιστών, υψιπετής
τέντωνε και ανέπεμπε τα φωνήεντα
ο δεύτερος ανέμιζε άσπρο πανί μια κραυγή
και βιαστικά την έκρυβε στην τσέπη του.
και όλοι τους οι υπόλοιποι, όρθιοι
έπλεαν μέσα σε βάρκα στον Αχέροντα
ομοθυμαδόν
πότε ψηλά
πότε χαμηλά,
μια πάνω
και μια κάτω.
Απότομα, άπνοια.
Λυγμός.
Με την ανάσα
βίαια πάλι από την αρχή
ο Αχέροντας έσπαγε την πέτρα
έσφιγγε την ηχώ, τετέριζε τον αντίλαλο.
Το νερό στο δωμάτιο όλο το βράδυ ψήλωνε
η βάρκα ανέβαινε
κι εγώ πνιγόμουν εκεί στο βυθό.
Και δεν έλεγα να ξυπνήσω κάτω από τόσους τόνους νερό.
Μόνο ανέπνεα ασθματικά
σαν βορειοηπειρώτικο βραχνό.
.
ΞΑΝΘIΠΠΗ ΖΑΧΟΠΟΎΛΟΥ
FRACTAL 07/03/2018
Ποίηση και… τα σκυλιά δεμένα
Στην πρώτη της ποιητική κατάθεση, η Δήμητρα Κουβάτα, εμφανίζεται με ώριμη στιχουργία, σαν «έτοιμη από καιρό». Καρπός έτοιμος, που δεν έχεις, παρά να απλώσεις και να τον γευτείς. Αυτό σημαίνει, πως μάλλον δεν εξέδωσε τα πρωτόλειά της, δείγμα πειθαρχίας, αρετής στην τέχνη. 30 ποιήματα, σε μια πραγματικά καλαίσθητη συλλογή, από τις εκδόσεις Μανδραγόρας, με πίνακα του Φαίδωνα Πατρικαλάκι στο εξώφυλλο και μ’ έναν τίτλο που ξαφνιάζει και προκαλεί. Μια σειρά συνειρμών και ερωτηματικών. Ποιο είναι τελικά το ‘’σκυλί δεμένο’’;
Εκκινώντας από οικείους τόπους και τρόπους, της καθημερινότητας, ιχνηλατεί εσωτερικά τοπία και βιώματα, φεύγοντας όμως τον μικρόκοσμο του προσωπικού. Δε στέκεται στην περιγραφή. Με το νυστέρι της, απαλά και τρυφερά, ανάμεσα από τους ιστούς των λέξεων, για να μην πληγώσει, προχωρά αναζητώντας το βάθος, τις κρυφές σχέσεις και αλληλουχίες, τους μίτους που οδηγούν στο φως του βυθού. Αγγίζει τα βάθη, τα αγαπά και έτσι θεραπεύει τα αδύναμα σημεία.
Με την ποιητική της γλώσσα οικοδομεί έναν κόσμο πέρα από τα ορατά. Έναν κόσμο που δείχνει στέρεος, στο στέρεο έδαφος των στίχων της, που τον στηρίζουν δημιουργώντας τελικά αντιστοιχία μορφής και περιεχομένου. Στίχοι δουλεμένοι, συγκρατημένοι, αλλά όχι εγκεφαλικοί, που κρατούν τους συναισθηματικούς χυμούς τους. Οι τόποι της καθημερινοί, απτοί, γίνονται το έναυσμα, το άλλοθι, για το ποιητικό ταξίδι της αναζήτησης και τη βουτιά στα εσώτερα.
Η Δήμητρα αγαπά. Τους ανθρώπους, τα πράγματα. Και τα αγκαλιάζει με τρυφερότητα. Η τρυφερότητα που διατρέχει όλα της τα ποιήματα, δίνοντάς τους ποιότητα και κάνοντας τους στίχους να δείχνουν εύθραυστοι, χωρίς όμως καθόλου τον κίνδυνο να σπάσουν. Κάποτε μια αίσθηση μελαγχολίας δε βαραίνει τους στίχους αλλά κρύβει ευγένεια και διάθεση στοχαστική. Όλα χωρούν στον κόσμο της.
Το θήλυ, έρχεται και επανέρχεται, επιμένει στους στίχους της:
Το αρχετυπικό σύμβολο της μάνας. Η μάνα που γίνεται λαγήνι με δροσερό νερό, πηλός που έχει μέσα της την πνοή της γέννας, λαγήνι που στάζει σταγόνες ζωής και αγάπης.
‘’η μάνα μου
είναι ένα σπασμένο λαγήνι που στάζει”
(Η μάνα μου)
Η απουσία, γένους θηλυκού κι αυτή, βαριά εγκυμονούσα, ως άλλη μάνα:
‘’γεννά συνέχεια νέους απογόνους
χωρίς να’ χει ιδέα από λογοπαίγνια
γνωρίζει πάντα πού κρύβεται η ουσία’’
(Τα μαθηματικά της ύπαρξης)
Γυναίκες ώριμες, που κουβαλούν τις πληγές των χρόνων τους:
‘’Οι ώριμες γυναίκες
όταν εκκλησιάζονται
κάνοντας το σημείο του σταυρού
αγγίζουν τις πάσχουσες περιοχές”
(Στη Σταύρωση)
Οι νοικοκυρές, παρόλο το βάρος της τριβής και της
καθημερινότητας: Μαρμαρωμένες, όρθιες
καπετάνισσες στο άλογο του χρόνου…
κάποιος πρέπει να γράψει για τις νοικοκυρές.
Ναι αυτές
με τη φωλιά στα αχτένιστα μαλλιά τους’’
(Κάποιος να γράψει)
Η σκοτεινή πλευρά του έρωτα τη θέλει «σκυλί δεμένο». Η ίδια, όμως, ελεύθερη όπως είναι, τον γκρεμίζει, και γίνεται τελικά ‘’ ζώο άγριο, παμφάγο’’.
Αδέσποτο σκυλί που πεινά:
«Για τις παλιές αγάπες
για τα ανεκπλήρωτα όνειρά μου
για σένα που τα υπήρξες όλα»
(με τον τρόπο των ξωμάχων).
Κάποτε ο έρωτας γίνεται ερμητικός:
‘’Εσύ, ακόμα, ένα βορινό παράθυρο
που σκέβρωσε και δεν μπορώ να το ανοίξω΄΄
(βορεινό παράθυρο)
ή αλγεινός:
‘’Μια μόνιμη ευπάθεια
που άφησε το χέρι της
ακουμπισμένο απαλά πάνω στην κλείδα του
στους μακρινούς νυχτερινούς περιπάτους
όταν ο καιρός άρχιζε να κρυώνει’’
(Νυχτερινό άλγος)
Εν τέλει, ήπιος, συνεσταλμένος, την κάνει παιδί σοφό, παιδί που όλα τα γνωρίζει (νήπιες λέξεις) και γυναίκα.
Το σώμα είναι σοφό και μετέχει όλο, από την κορυφή ως τα νύχια, στα μυστήρια και την αποκρυπτογράφησή τους, απορροφά τους κραδασμούς της καθημερινότητας.
«Στα ξένα χώματα
τα πέλματα με τη σοφία τους
εκούσια θα κωφεύουν».
Οι επιθυμίες, επίμονες, κάποτε την πνίγουν.
«Να τις περάσω γυμνές
από τη στενωπό των αναγκών
και της καθημερινής λάτρας».
(Διανυκτερεύον)
Υπάρχει στη συλλογή διάχυτη η αγωνία για τη φθορά και την τριβή στον καθημερινό βίο. Η πεζότητα φαίνεται να κατατρύχει το ποιητικό υποκείμενο.. Ζητά να το κρατά σκυλί δεμένο. Οι επιθυμίες ασφυκτιούν. Θέλει να ελευθερωθεί από τους καθημερινούς εγκλεισμούς, να σταθεί πάνω από την πεζή καθημερινότητα, να τη δαμάσει, να την κάνει σκυλί δεμένο. Αυτός είναι και ο λυρικός της τόπος.
Κι ευτυχώς, υπάρχει η ποίηση, έσχατο καταφύγιο, που διανυκτερεύει πάντα, με τα φώτα ανοιχτά.
‘’Ευτυχώς που
όταν αποτυγχάνω
διανυκτερεύει με φώτα ανοιχτά
η ποίηση’’
(Διανυκτερεύον).
Εκεί όπου ξέρει ότι μπορεί, με αίσθημα ανακούφισης και εμπιστοσύνης, να εναποθέσει την αγωνία της και να λυτρωθεί. Η ποίηση που ξέρει να δαμάζει την αγριότητα της καθημερινότητας και να την κρατά εκεί, σκυλί δεμένο.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ
Fractal 17/4/2018
Η αλήθεια του καθενός είναι το αγώγι του
Η πρώτη επαφή με την υλική υπόσταση του βιβλίου: άριστη. Χαρτί ανάγλυφο, δεν χορταίνεις να το χαϊδεύεις. Δύο ισομεγέθη κάδρα στο εξώφυλλο. Στο επάνω περιέχονται όλα τα σχετικά με το βιβλίο (τίτλος, συγγραφέας, εκδότης, προσδιορισμός) και στο κάτω ένα ζωγραφικό έργο που παραπέμπει σε παλαιότερες εποχές, το οποίο φιλοτέχνησε ο Φαίδων Πατρικαλάκις. Παραδόξως το εκεί εικονιζόμενο σκυλί δεν είναι δεμένο. Τα πουλιά είναι στο κλουβί τους, οι τρεις άνθρωποι στο δικό τους κλουβί (σαλόνι) δεμένοι με τις συνήθειες, τα ρούχα και τα κοινωνικά τους δεσμά μα το σκυλί δεν φοράει λουρί ούτε είναι πιασμένο με σχοινί. Απαλά χρώματα, αθωότητα. Άλλες εποχές. Ο γραφίστας που έκανε την τελική σύνθεση πήρε το γλυκύτερο χρώμα από τον πίνακα και χρωμάτισε τον τίτλο του βιβλίου και τον λογότυπο των εκδόσεων, επιτυγχάνοντας έτσι τη μέγιστη δυνατή αρμονία.
Πρώτη σκέψη; Υπάρχει άραγε αυτή η αρμονία και στα ποιήματα; Πώς να είναι άραγε ο λόγος της πρώτης ποιητικής συλλογής της Δήμητρας Κουβάτα; Και έπονται περισσότερα. Γιατί το σκυλί να είναι δεμένο; «Ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα» λέει η έκφραση του λαού, δηλαδή μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, δεν σε εμποδίζει κανείς. Εδώ ο ενικός δρα προσδιοριστικά. Ποιο από όλα τα εμπόδια έχει ξεπεραστεί, έχει παραμεριστεί; Ποια αναστολή, ποια καταπίεση, ποιός φόβος; Ποιο σκυλί είναι δεμένο; Τι είδους σκυλί να είναι αυτό;
Στον μύθο του Αισώπου για τον λύκο και τον σκύλο, ο λύκος ρώτησε έναν σκύλο που ήταν δεμένος, ποιος τον έδεσε. «Μήπως αυτός που σε ταΐζει;» του είπε. Το σκυλί απάντησε πως ναι, ένας κυνηγός. Ο λύκος απήλθε λέγοντας πως προτιμάει την πείνα παρά το σφίξιμο του κολάρου. Ας δούμε τι τρέχει εδώ, ποιο είναι το κολάρο, ποιο το φαγητό και ποια η πείνα.
Η αρχή γίνεται ανορθόδοξα. Από το τελευταίο στοιχείο μιας πρότασης: την τελεία, όπου στο ομότιτλο ποίημα μεταξύ άλλων αποκτά μεταφορική υπόσταση:
Τελεία.
Μερικές φορές καταπακτή
μαζί με μια παύλα.
Άλλες φορές επίλογος,
με χείλη δαγκωμένα.
Το επόμενο ποίημα που αναφέρεται «Στις παρυφές της πόλης» βάζει άφθονες νοηματικές τελείες, με προεξάρχουσες αυτές των προσωπικών ορίων και επιλογών:
…ουδέποτε
εκχώρησα δικαίωμα ιδιοκατοίκησης
σε αυτούς
που επιδίδονται
κατ’ επάγγελμα
στη δήωση του χρόνου μου
στη σύληση του χώρου μου
στο θέρισμα των χόρτων μου…
ενώ με «Αστική ευγένεια» λέγονται με πέντε στίχους (ή μάλλον υπονοούνται) όλα όσα θα χρειαζόταν ώρες για να δώσεις στον άλλον να καταλάβει. Το πώς νιώθεις, το ποιος είσαι, το πώς θέλεις να σε προσεγγίζουν, το ποια είναι τα όριά σου, ως πού είσαι ανοιχτός για τον άλλον:
Θερμά παρακαλώ
να βγάλεις τα παπούτσια σου
στο ξύλινο πάτωμά μου.
Τρίζουν τα μέσα μου
όταν έρχεσαι.
Αφήνεται να εννοηθεί ότι εγώ είμαι εδώ και το «σκυλί δεμένο»; Έλα, μα πρόσεξε πώς θα ’ρθεις; Τι είδους πρόσκληση είναι αυτή με όρους ή προειδοποιήσεις; Έντιμη. Δηλωτική επιθυμία να έλθει ο άλλος, μα θα είναι καλοδεχούμενος μόνο αν έρθει με σεβασμό.
Από την άλλη, υπάρχουν και στιγμές έντονου πόθου, ανεξέλεγκτης λαχτάρας για έρωτα, για ζωή:
Είπα αδημονώ
κι αναμετρώ τις κλίμακες του πόθου μας
που έρχεται.
Εκεί δεν ξέρω αν ξεχειλώνουν λίγο τα όρια, έστω και πρόσκαιρα.
Προσωπικό θέμα του καθενός.
Το καταγεγραμμένο ως σύνηθες είναι το «μετά» που έρχεται ύστερα από τον έρωτα, ύστερα από τον όποιο «κορεσμό». Ύστερα από τη μετατροπή του έρωτα σε συνήθεια, σε δεδομένο, σε καθημερινή χειροπιαστή δυνατότητα, χωρίς την αρχική μαγεία του απρόβλεπτου, του παιχνιδιού, των εκπλήξεων.
Δίχως την πρωτοτυπία, δίχως τη συμμετοχή της φαντασίας. Ένα «μετά» όπου απουσιάζει εντελώς η «ζαβολιάρικη» πρόθεση να ανακαλύψεις τον άλλο συνολικά, να τιμήσεις κάθε κύτταρο του σώματός του, κάθε φωνήεν και κάθε σύμφωνο του λόγου του, κάθε απόχρωση των αισθήσεών του και μέσα από αυτό, να μαγευτείς από την αποκάλυψη πως ταυτόχρονα ανακαλύπτεις και εσένα. Αν αυτό καταλαγιάσει, αν χαθεί ή μπει σε κουτάκια, έρχεται αμείλικτο το σύνηθες – πρακτικό «μετά»:
Μετά πάψαμε να μιλάμε.
Τώρα μόνο για τους λογαριασμούς και τα παιδιά.
Μία παράγραφος 118 λέξεων, αποδόθηκε θαυμάσια σε δύο στίχους με δώδεκα λέξεις. Με δύο ρήματα και δύο ουσιαστικά. Προνόμιο: ποιητικό.
Αφήνεται να εννοηθεί ότι ο δρόμος ανοιχτός και το «σκυλί δεμένο»; Δηλαδή, είσαι ελεύθερος πλέον να πας όπου θέλεις; Ή μπορεί και το αντίστροφο, εγώ να επιλέξω να φύγω, να πάω όπου θέλω; Μήπως ο έρωτας κατάντησε πια «σκυλί δεμένο», σκλαβωμένο, δεδομένο; Όλα είναι πιθανά. Όταν έχει αλλάξει ο ένας από τους δύο ή και οι δυο, όσο κι αν προσπαθήσεις ομολογώντας:
έψαξα στο ντουλάπι
με τις ήπιες λύσεις.
Αυτοσχεδίασα ξανά
στο τέλος αποκαμωμένος (-η) παραδέχεσαι και καταλήγεις πως δεν έχει νόημα, άδικα «το κουράζεις», αφού
εσύ, ακόμα ένα βορινό παράθυρο
που σκέβρωσε
και δεν μπορώ να το ανοίξω.
Συνεχίζεις όμως να ζεις. Μετέχεις, κινείσαι, τρίβεσαι, δρας, πληγώνεσαι, μαθαίνεις. Στον απολογισμό σου προσμετράς πολλά:
Ενυδατώνω προστατευτικά
την εγκαρτέρηση.
Υποστυλώνω
με θωπείες και επιθέματα
όπου εντοπίζω
τη φθορά.
Μετά
δέχομαι να αφεθώ
στην καλλυντική ευεργεσία
των επιλήσμονων ονείρων.
Αφήνεται να εννοηθεί ότι στα όνειρα η απόλυτη ελευθερία, η ουσιαστική παρηγοριά, ότι εκεί ο δρόμος ανοιχτός και το «σκυλί δεμένο»;
Ή εσύ «σκυλί δεμένο» που μόνο με τα όνειρα μπορείς να πας όπου θέλεις, μπορείς να ξεφεύγεις;
Αλλάζοντας σκηνικό, έρχεται το θέμα «γυναίκα» και μάλιστα ώριμης ηλικίας. Είναι άραγε για εκείνη ο δρόμος λεύτερος πια και το «σκυλί δεμένο» ή είναι ακόμη στο έλεος του πόνου, των πεποιθήσεων και στην ουσία νιώθει η ίδια σαν «δεμένο σκυλί»; Μήπως είναι «σκυλί δεμένο» στον πάσαλο του χρόνου; Ή είναι σε μια διαρκή σταύρωση, και μάλιστα υποκριτική, αφού η ανδροφτιαγμένη κοινωνία, ενώ από τη μια χαίρεται και απολαμβάνει τη φρεσκάδα και την προνοητικότητα του θηλυκού μυαλού, τη χαρά της αφής και την ηδονή του τρύγου του γυναικείου στήθους, την υπέρτατη απόλαυση και επικοινωνία με τη ζείδωρη μήτρα, από την άλλη τα υποτιμά, τα καταδικάζει, τα σταυρώνει; Προς τι η μετοχή «πάσχουσα»; Ή μήπως είναι η νεοχριστιανική αντίληψη που σταυρώνει ό,τι ιερότερο, ό,τι ομορφότερο, ό,τι αγνότερο στη γυναίκα;
Οι ώριμες γυναίκες
όταν εκκλησιάζονται
κάνοντας το σημείο του σταυρού
αγγίζουν τις πάσχουσες περιοχές.
Η αγάπη; Καιρός να δούμε πόση αξία της δίνεται. Πράγματι, η αγάπη ως δροσερό νερό στην υδρία του χρόνου υμνείται έμμεσα με το να αναγορεύεται ως μέτρο ζωής, ως κριτήριο για το αν μια ημέρα πήγε χαμένη ή όχι:
Μη μου μαθαίνεις να μετρώ με αριθμούς.
Μάθε με να λογαριάζω με μέρες αδειανές από αγάπη.
Αν σε μια χρονική περίοδο υπερτερούν οι άδειες από αγάπη μέρες, τότε ζημία:
άτοκη εν τέλει
η κατάθεση ζωής.
Καμία απόσβεση.
Κανένα απόθεμα ψυχής.
Χώρια οι κρατήσεις.
Στο βάθος, αφήνεται να εννοηθεί ότι ο δρόμος είναι ανοιχτός και το «σκυλί δεμένο», μα η αγάπη πουθενά, μόνο η ρουτίνα μπαινοβγαίνει λεύτερη στην καθημερινότητα.
Στα δύσκολα μα και στα τετριμμένα, η εσωτερική μας φωνή ακούγεται σταθερή, ξεκάθαρη, καλώντας εκείνη στην οποία οφείλουμε την ύπαρξή μας, εκείνη τη μία και μοναδική στην οποία πάντα τρέχαμε να βρούμε καταφύγιο, να νιώσουμε το χάδι της, να γεμίσουμε από την αγκαλιά της. Εκείνη η οποία για χάρη μας πάντοτε «έδενε όλα τα σκυλιά του κόσμου» για να μας προστατεύσει :
θέλω
να είναι πάντα εκεί
η μάνα μου
ένα λεπτόφλουδο, μα υπέρχειλο
δροσιστικό λαγήνι.
Το «σκυλί δεμένο». Ελεύθερη και η απουσία να αλωνίζει τα χωράφια της ψυχής μας:
Η απουσία
-χωρίς να ’χει ιδέα από λογοπαίγνια-
γνωρίζει πάντα πού κρυβόταν η ουσία.
Εκεί και ξεγεννά
συγκινώντας, πληγώνοντας, φέρνοντας πόνο:
Αγκομαχά από την κατάκλιση
μέρες στο πάτωμα πεσμένη μια ρόμπα.
Και το μαντήλι σου επίμονα ρωτά.
Τα ανατοποθετώ,
αν και ημιθανή στη θέση τους
αλλά από ένα κούφιο νυχτικό
ξεχύνεται σε κύματα
κρύα η απουσία.
Άρα η μνήμη στο προσκήνιο
με τους λογαριασμούς
ορθάνοιχτους
να επωάζονται
και πάλι.
Ποικίλα τα θέματα των ποιημάτων, ίσως ασφαλής ένδειξη για τον διαφορετικό χρόνο γραφής τους. Όπως στο ποίημα που αναφέρεται στις νοικοκυρές. Οι νοικοκυρές, μπορεί να είναι αυτές οι ίδιες «σκυλιά δεμένα» στο δέντρο της Οικογενειακής Εστίας, μα ταυτόχρονα είναι αναντίρρητα και
καπετάνισσες
στο άλογο του χρόνου.
Ναι, έχει δίκιο η Δήμητρα Κουβάτα,
κάποιος πρέπει να γράψει και για τις νοικοκυρές.
Ναι αυτές
με τη φωλιά στα αχτένιστα μαλλιά τους.
Ή στο άλλο με τίτλο «Ειδικό βάρος» όπου δοκιμιακά (και υπέροχα) διαλαλείται κάτι που θα ήταν ίσως χρήσιμο να το αντιγράψουμε σε ένα χαρτάκι και να το κολλήσουμε στον καθρέφτη να το βλέπουμε κάθε πρωί:
Η αλήθεια του καθενός είναι το αγώγι του.
Συνυπολογίζεται το μεικτό,
το απόβαρο
και το ειδικό του βάρος.
Θα σημειώσω εδώ τον νοσταλγικό λυρισμό με τον οποίο μας αποχαιρετά το βιβλίο, ξεκινώντας από την αυλή αρχικά
ξυπόλυτη
στης πατρικής αυλής τις απολιθωμένες πλάκες
άκουσα με τα πέλματα
ριγώντας να πέφτει ο σπόρος του βασιλικού,
πηγάδια που σκεπάστηκαν, βαθιά να ανασαίνουν
(παρατηρώντας και τη δεκαπεντασύλλαβη μορφή του τελευταίου στίχου –με χρήση συνίζησης) και καταλήγοντας στα χωράφια:
Υγρά λιβάδια της νοτιάς
απλώνονται ανάσκελα στον ήλιο,
ενώ τα νεροκάλαμα
στοιχίζονταν
στου ποταμιού τα φρύδια.
…
Ο κάμπος
τάνυζε τα μέλη του στην πρώτη ηλιαχτίδα,
ευρύστερνο αλώνι για τον άνεμο,
για τη βροχή λαγήνι,
κάνιστρο με χαμόμηλο,
ποδόμακτρο του ήλιου.
Ξανά εδώ οι δύο τελευταίοι στίχοι σε δεκαπεντασύλλαβο, πάλι κάνοντας χρήση συνίζησης.
Η αίσθηση που μένει μετά από τη μελέτη του βιβλίου είναι πως πρόκειται για ώριμη ποίηση, καθόλου πρωτόλεια. Έρχεται με γλωσσική επάρκεια, με ικανή ροή, με εντιμότητα, καθαρότητα και αμεσότητα να προσθέσει το δικό της νερό στο αέναο ποτάμι της ποίησης και να αγγίξει τις καρδιές με την ουσία που φέρει ο λόγος της. Τριάντα ποιήματα, τριάντα συνομιλίες, τριάντα και πλέον θέματα για προβληματισμό και τοποθέτηση. Τριάντα αφορμές και οι δρόμοι όλοι ανοιχτοί, αφού τα σκυλιά καλά δεμένα, ήτοι το οικοδόμημα του λόγου καλοδεμένο.
Ο ποιητής ή ο αναγνώστης που έρχεται σε επαφή με την ποίηση; Αναφωνεί:
Χορεύω
μόνο ακίνητος.
Σαστίζω με τους στίχους.
Μάλλον
θα ’μαι ηλίανθος.
Στρέφω μόνο στον ήλιο.
Μήπως τελικά η ποίηση σε οδηγεί σε δρόμο ανοιχτό, με το «σκυλί δεμένο»;
Ή μήπως ο άνθρωπος είναι «σκυλί δεμένο» χωρικά και χρονικά και μόνο η ποίηση μπορεί να σπάσει τα δεσμά του; Μήπως η ποίηση έχει τη δύναμη να σε κάνει να «στρέφεις μόνο στον ήλιο»;
Ποιόν ήλιο; Της γλώσσας, της χαράς, της αυτογνωσίας, των συνειδητοποιήσεων, των ελεύθερων επιλογών, της τόλμης, των ταξιδιών, της ζωής;
Ή μήπως ή ίδια η ποίηση είναι «σκυλί δεμένο» που από τη μια πιστά σε καρτερεί ως άλλο Οδυσσέα και από την άλλη σε αφήνει λεύτερο να πάς όπου θελήσεις;
Μα δένεται άραγε η ποίηση; Κι αν ναι, με τι σκοινί;