ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ

Ο Στέργιος Τσακίρης γεννήθηκε το 1983 στις Σέρρες. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με
μεταπτυχιακό δίπλωμα στις Συγκριτικές Νομικές Σπουδές στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Κάτω
απ’ το φως της λάμπας, εκδόθηκε το 2011. Ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές ανθολογίες. Ζει και εργάζεται μεταξύ Αθήνας και Κύπρου.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Κάτω από το φως της λάμπας (Παρέμβαση 2011)
Άκων δραπέτης (poema 2013)
Ψυχολογία (Ένεκεν 2015)
Κλεφτά φιλιά (Ρώμη 2020)

ΜΕΛΕΤΕΣ

ΔΊΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ: Το Κυπριακό ζήτημα και ο νομικός πολιτισμός
της Κύπρου στη ποίηση του Γιώργου Σεφέρη.

ΒΙΒΛΙΑ84

ΚΛΕΦΤΑ ΦΙΛΙΑ (2020)

ΜΙΚΡΟ ΕΡΩΤΙΚΟ  Α’

Κλωνάρι πόθου
η σελήνη πάλι –
άνοιξες προμηνύει,
σιαμαία πλάσματα.

ΚΛΕΦΤΑ ΦΙΛΙΑ

Μες στην παρανομία τα φιλιά
του νέου έρωτα,
που ακόμη στα σπάργανα της άνοιξης
λυγιέται.

Κλεφτά φιλιά
ανταλλάσσουνε
κάτω από ομπρέλες μυστικότητας·
γεροντοέρωτας του ενός,
καπρίτσιο νεανικό της άλλης.

Στο γυμναστήριο, στα σπίτια, στη δουλειά,
μέρα τη μέρα όλο πιο μαζί,
με χάδια περνώντας τον καιρό
ως την επόμενη
απόσπαση.

ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ

Κενός από μνήμη και όνειρα.
Ατάραχη θλίψη τον δέρνει.
Ανέκφραστη όψη απέκτησε.

Πορεύεται μόνος κι έρημος.
Μόνος και ρημαγμένος.

Για συντροφιά του,
το πρώτο φύλλο του φθινόπωρου
στο βρόμικο μπαλκόνι του.

Την ανία του σκότωσαν
(για σήμερα)
τα αιφνίδιά της μάτια.

Τα μάτια που συνάντησε
πυροτεχνήματα
μες στο σκοτάδι της ψυχής –
φωτοβολίδες και βεγγαλικά.

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Συνέχεια γύρευε το χέρι του,
το βλέμμα των ματιών του λαχταρούσε,
όρθια ζαλιζόταν, δεν άντεχε λεπτό.

Σαν τον καθρέφτη της ζωής της,
τον είχε απόλυτη κι αδήριτη ανάγκη.

Την έπιανε απ’ το χέρι, την προστάτευε,
την πρόσεχε στα μάτια σαν τα μάτια του,
θέση τής έβρισκε, την κράταγε γερά.

Σαν εύθραυστο καθρέφτη της ζωής του,
τη φύλαγε, την άγγιζε, τη φίλαγε.

Σ’ άλλον σταθμό σιγά σιγά κατέβηκαν,
όπως και η αγάπη τους
στον λευκό καθρέφτη.

ΑΡΑΧΝΕΣ

Αράχνες
οι στιγμές μας.
Σκοτώθηκαν απότομα
από τα ίδια μας τα χέρια.

Γαντζώθηκαν στη μνήμη μου
και δεν μπορώ με τίποτα
να τις απεμπολήσω.

Κάποτε τρεχούμενο νερό,
πανσέληνος κι ηλιοβασίλεμα στην Τζιά,
μαύρο σεντόνι τώρα στο παράθυρο.
Ούτε το υφάδι τους
δεν υποφέρω πια,
το ξεσχισμένο.
Τ’ άσχημο απομεινάρι.

Η ΣΚΑΛΑ

Μια σκάλα στριφογυριστή,
στενή κι απότομη·
και κατεβαίνεις,
κατεβαίνεις,
κατεβαίνεις,
χωρίς να ξέρεις
πού θα σ’ οδηγήσει,
αν έχει τέλος,
εάν στην άβυσσο σε βγάλει
ή στο φως.

Αυτό είν’ η τέχνη,
το πάλεμά της κι ο καρπός.

Κι ο έρωτας.

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (2015)

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

I

Σαν την τεμπέλικη σαύρα
σέρνεται μέσα μου
αυτό το συναίσθημα
που χρόνια προσπαθώ
να ονομάσω.

Άλλοτε κρύβεται καλά
-το ψάχνω και δεν το βρίσκω-
κι άλλοτε με κοιτάζει με θράσος
στα μάτια
μέσ’ απ’ τα μάτια μου.

Κι όλο σέρνεται
-δίχως όνομα-
στην ταραγμένη ψυχή.

Κι όλο
σέρνομαι.

II

Δεν αποδείχθηκες τίποτ άλλο
παρά μια χαμένη υπόθεση.
Παράλυτος από τις διαψεύσεις
κι άνεργος στον έρωτα καιρό
σφίγγεις τα όνειρα με το ζωνάρι.

Μια χαμένη υπόθεση κι εσύ.
Δεν είσαι μόνος.

IV

Κάθε πρωί ξυπνά,
ξυρίζει προσδοκίες,
φορά το προσωπείο που τον φωτίζει
και μάρτυρας υπερασπίσεως
εξαγοράζεται
της μίζερης ζωής των πελατών του.

V

Φωνάζει κι η φωνή του
ανεπίδοτη επιστρέφει.

Δεν γεννιέται καν ηχώ
στα πέτρινά του χρόνια.

Ξύπνησα
κι αντίκρισα τόσο φως
που παραλίγο
ν’ αναγεννηθώ.

Μόνο εμπόδιο
η έρημη ψυχή μου-
μες στα χαλάσματα
επίμονα έψαχνε
μια όαση
για να δροσιστεί
μα
οι φίλοι πιο λίγοι
κι ο έρωτας.

VII

Πνίγεις
τη μοναξιά
σε πολυκαταστήματα
σε βιβλιοπωλεία.
Σε πολιτείες
άδενδρες
κυκλοφορείς
υλοτομημένος.
Τα χέρια
διαρκώς
στις τσέπες.

VIII

Καθόταν στο κρεβάτι
από εφιάλτη μόλις
έχοντας ξυπνήσει•
είδε, λέει, τη μάνα του να γέρνει
σε μπαστούνι πι και να τη σέρνουν
και να της λείπει το μισό ποδάρι•
έτρεμε στη σκέψη
πως θα μπορούσε να’ βγει αληθινό
πως τα γεράματά τους είναι ήδη στο κατώφλι.

IX

Δεν ξέρει πια πού ν’ αποθέσει
αυτό το βάρος που τον κατατρώει χρόνια.
Σαν τον εθισμένο χαρτοπαίχτη,
που τη μια στιγμή βουλιάζει στη ρουλέτα
και την άλλη ορθώνεται για λίγο,
χάνει πολλά
κερδίζει τίποτα.

Ένα τίποτα όλη του η ζωή.

Χ

Κουφάρι
σαπισμένου πλοίου η ύπαρξη του
στ’ ανοιχτά μιας ρημαγμένης παραλίας.
Αλισάχνη και σκουριά
νύχτα μέρα διαβρώνουν το σκαρί του.
Στα ρέλια του καμιά φορά
πουλιά της θάλασσας λουφάζουν.

ARS POETICA

Ξεσκίζει τις σάρκες του είναι του
και φτερουγίζει ένα τόσο δα ποίημα.

ΑΚΩΝ ΔΡΑΠΕΤΗΣ (2013)

Προετοιμασία

Γκριζωπή μέρα
αγέλαστη
ζωγραφισμένη αδρά
σε πίνακα από κάρβουνο
και μολύβι 3Β σκούρο
– ή αλλιώς ειπωμένο –
ο επίλογος μιας πληκτικής
πενθήμερης άδειας στο χωριό,
μακριά από τον θόρυβο του άστεως,
πιο κοντά στη στρίγκλα μοναξιά.

«Τίποτα δεν μας χαρίζεται»,
«Τίποτα δεν μας χαρίζεται»,
«Τίποτα
Δεν
Μας
Χαρίζεται»,
ψιθύριζε ο υπολογιστής.

Δειλοί
άνομοι κριτές
ληστέψατε
τόσα χρόνια
τη ζωή,
θα κατακρεουργήσετε και τα όνειρα;
«Βράδυ θα φύγετε,
βράδυ θα φύγουμε»•
γέρνει η ζυγαριά
προς την καλοκαιρινή νύχτα
της εξόδου.

-Κύριε, στράφι οι προσευχές μου;
-Φίλε, έφ’ ώ πάρει…

Come il ladro
sempre di notte,
ma un’ altra volta tu partirai
δίχως πολύτιμα διαμάντια,
δίχως πολύτιμες αναμνήσεις,
όπως εκείνες που σε παίρνουν στα φτερά τους
τα βροχερά απογεύματα
στη ζεστασιά της κόγχης σου,
ανάβοντας το τελευταίο τσιγάρο,
πίνοντας λίγο καφέ,
ακούγοντας αγαπημένες μελωδίες.

Βαθύτερα ωστόσο
αναπολείς περασμένες νότες
μύχιων ερώτων
ή επιστήθιων φίλων
ή συντρόφων…

Κι όταν σταθείς ενώπιον
του αρχηγού της σπείρας,
λογάριασε καλά τι θ’ αποκριθείς
για τις απέραντες θάλασσες που δεν διέσχισες,
τ’ αρώματα των λουλουδιών που δεν φόρεσες,
τα οφειλόμενα φιλιά που δεν χάρισες,
τα ονόματα που ελησμόνησες
πριν καν τ’ αποστηθίσεις.
Γαλήνια.

Στοχάσου
για μια τελευταία φορά
τον απόηχο των κλητικών προσφωνήσεων
και τη σιωπή
που εγκιβωτίζεται
στο μικρό σου δωμάτιο.

Στοχάσου.

Πληγή δωματίου

Ιδού,
λοιπόν,
ΕΓΩ:
ο αβέλτερος βασανιστής
του εαυτού μου
που δεν ανοίγομαι
σε άνθρωπο
κλεισμένος στον γυάλινο πύργο της μοναξιάς
ανάμεσα στ’ αψηλά τείχη
της απομόνωσης, της αποξένωσης

τυραννισμένος από ένα φως
που εμφιλοχωρεί βιαίως κι από τις γρίλιες

στου διαμερίσματος τα τέσσερα
να ξημεροβραδιάζομαι ντουβάρια

ο πλανητικός στοχαστής της δεκάρας

να υπάρχω μέσ’ από τις ζωές των άλλων
σε μυθιστορίες λαών
και προσώπων που θαύμασα

κάτω από το φως
των φεγγαριών
μια ολάκερη ζωή
σε ράχες να
ταξιδεύω ονείρων

με ελπίδες φρούδες στις αποσκευές
να μου βαραίνουν τους ώμους

σε ενιαύσια νάρκη ξεχασμένος σαν την καφέ αρκούδα

να ποθώ να διαπρέψω
σε ματαιότητες του κόσμου τούτου

ολονυχτίς να κυνηγώ χίμαιρες
eccetera eccetera.

Πλεονάκις να με πολεμούν
οι ώρες,
οι μέρες,
οι νύχτες, του βίου που αγάπησα.

Μνήμες κι επιθυμίες ενίοτε συνταιριασμένες
δίπλα σ’ αμυγδαλιές ολάνθιστες.

Πράγματι,
ο Απρίλης που με γέννησε
απλόχερος δεν στάθηκε,
the cruellest month.

Και Συ, Θεέ μου, μην κάνεις πως με ξεχνάς.

Και Σεις, Άνθρωποι, τους φαύλους μου
τους κύκλους
ας ταράσσετε.

Μπροστά βάζω ξανά
το μισοχαλασμένο μου όχημα
– ευθύς αμέσως επιβιβαστείτε –
κι ας είναι κάπου
κάποτε
γκρινιάρα
λίγο η μέρα.

– Κι αν με ρωτάς
για τις στιγμές τον αποχωρισμού
είναι σαν τα όνειρα που μπερδεύονται
και γίνονται κουβάρι
λίγο πριν ξημερώσει και ξυπνήσεις
και δεν θυμάσαι τι είδες πριν και τι μετά.
-Άσ’τ α… ατέλειωτα τα λόγια του αποχωρισμού
τα κλειδαμπαρωμένα στο δωμάτιο της ψυχής.

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΛΑΜΠΑΣ (2011)

Δωδεκαετές

-Εδώ τελειώνει η ζωή μας.
Τα πρωινιάτικα ξυπνήματα
και φτερουγίσματα της αγριοπεριστέρας.
Το σκάσιμο του κύματος,
ο αφρός μαύρης αράχνης.
Το πρωινό ρυάκι του έρωτα
ανάμεσα σε υάκινθους, ήλιους και νυχτερίδες,
καθώς πλησιάζει τ’ απομεσήμερο.

-Δυο φορές στο ίδιο ποτάμι δεν αλλάζει τη στιγμή.
Στον κήπο τον ανέγγιχτο ν’ αγγίζεις πεταλούδες.
Να χαίρεσαι τη θάλασσα που συνεχώς βουλιάζει
και νέες Θήρες που γεννιούνται στ’ ακρογιάλι.
Στόχο το στόχο πιο ψηλά…

-Και οι φαύλοι κύκλοι της ζωής μας;
Θα με ρωτούσες.
Μηδέν. Μηδέν. Μηδέν.

-Και τώρα; Πάμε μπροστά• χαρά χαρά
και λύπη λύπη.

-Άραγε που βαδίζουμε; Και τόσα χρόνια;

(Θα σου απαντήσω. Όμως αργότερα).

Μητρούσι Σερρών, Ιούνιος του 2000

Ρημάδια

Ι

Πέτρες, σπασμένα κεραμίδια απ’ το
παλιό μας σπίτι που ναυάγησε και ξηραμένα
κομματάκια καλαμιών τούτη την ώρα πατώ,
την ώρα που ο Ήλιος γέρνει να κοιμηθεί.

ΙΙ

Πιο πέρα τρεις πέτρες αραδιασμένες
στη σειρά-μπάζα κι αυτά απ’ το παλιό μας σπίτι.
Κι εγώ σπρώχνω την ώρα μ’ ένα βαρύ
τσιγάρο.

ΙΙΙ

Κι ακόμα πιο πέρα τρία δέντρα σε στίχο
στη σκιά ενός θεόρατου τοίχου,
που μου κρύβει τη δύση…

IV

Κι αναρωτιέμαι: τι είναι και που βρίσκεται
η ζωή;
Σίγουρα τα τρία παρατεταγμένα δέντρα.
Και κάτι άλλο περισσότερο…

ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ

Β’

Eternity

Η ώρα περνάει.
Το δευτερόλεπτο περνάει.
Ο χρόνος περνάει.
Η ημέρα περνάει.
Μα τι;
Τι κι αν ο ουρανός χαμογελάει!
Τα δάκρυα του ήλιου
χαιρετούν τον κύκλο της ζωής μας
και η ζωή μας χάθηκε μια τωρινή στιγμή
δάκρυ, δάκρυ, δάκρυ.

Η ώρα περνάει. Πάει.
-Δε γεννήθηκα για να μισώ…
-Έρωτα που κρατάς τα σκήπτρα της χαράς!
Παύση. Παράπονο. Γλυκιά πνοή.
Τρία λευκά περιστέρια
με χέρια δεμένα
με καρδιά ανοιχτή
με σκάγι στο μεσαίο μαντίλι
του αποχαιρετισμού βρίσκονται
στην κάμαρα της Θεοτόκου.
Τίποτε άλλο. Φτάνει.

Κι ο έρωτας; Άδειο μπουκάλι που το πίνουμε
και γρατζουνάει το λαιμό.
Μυρίζει πεύκο ανοιγμένο
Δοσμένα χέρια και μια λαλιά

Παιδάκια παίζουν πάνω στη γύρη των κρίνων.
Κι οι κρίνοι γίνανε κέντρα ζωής.
Κοιτάς, βλέπεις, μυρίζεις, ζεις.

. .αλλά για να αγαπώ.
Και τι είναι αγάπη;
Τι είναι έρωτας;
Τι μοναξιά;
Μήπως είναι αρχαία τριλογία
που κατοικεί στο κέντρο του νου
και δε γνωρίζουμε παρά μόνο να συζητάμε;
Λόγια, λόγια, λόγια. Σιωπή! Να μην ακούγεται
η ψυχή που τάχα μάχεται γι’ αυτά

μα σιωπά.

ΜΕΛΕΤΕΣ

ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ:

Το Κυπριακό ζήτημα και ο νομικός πολιτισμός της Κύπρου
στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη

Στέργιος Τσακίρης
Μεταπτυχιακός φοιτητής της Νομικής Σχολής Αθηνών (ΕΚΠΑ),
αξιωματικός του Νομικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων, συγγραφέας

Δημοσιευμένο στο Νομικό περιοδικό «Ελληνική Δικαιοσύνη» της Ένωσης Δικαστών & Εισαγγελέων τ. 5 Σεπτ.-Οκτωβ. 2019

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η σχέση δικαίου και ποίησης εντάσσεται στη διεπιστημονική σύνδεση και προσέγγιση «δικαίου και λογοτεχνίας» (law and literature), καθώς και στη
σχέση δικαίου με άλλες μορφές τέχνης (πχ ζωγραφική, μουσική, θέατρο). Το δίκαιο και η ποίηση συνδέονται, επειδή διαθέτουν κοινά στοιχεία· είναι
δημιουργήματα της ανθρώπινης φαντασίας και ευφυΐας, βασίζονται στη γλώσσα, παρέχουν σχήμα ή δομή σε πλήθος καθημερινών φαινομένων, αντανακλούν και μετασχηματίζουν τον πολιτισμό από τον οποίο προέρχονται, προσφέροντας γνώση και κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης. Όμως, το δίκαιο δεν είναι ποίηση, αν και οι νομικοί μπορεί να είναι και ποιητές, και η ποίηση δεν είναι δίκαιο, παρόλο που οι ποιητές μπορεί να θεωρηθούν, κατά μια έννοια, ως νομοθέτες, σύμφωνα με το διάσημο στίχο του ποιητή Percy Shelley «Οι ποιητές είναι οι μη αναγνωρισμένοι νομοθέτες του κόσμου». Το δίκαιο βασίζεται περισσότερο στον ορθό λόγο, ενώ η ποίηση περισσότερο στη φαντασία και το συναίσθημα.
Πολλοί δικηγόροι και νομικοί υπήρξαν ποιητές, όπως οι γνωστοί Αμερικανοί Wallace Stevens, e.e. cummings και Archibald MacLeish. Οι Γερμανοί ποιητές Goethe, Schiller και Novallis σπούδασαν νομικά. Επίσης, πολλοί Έλληνες ποιητές σπούδασαν νομική ή και ασχολήθηκαν με τα νομικά, όπως οι Σολωμός, Ελύτης, Σεφέρης, Κλείτος Κύρου και Μαρία Καραγιάννη. Πολλοί ποιητές εμπνεύστηκαν από το δίκαιο στο έργο τους, όπως οι Chaucer, Shakespeare και Shelley. Σε πολλούς Έλληνες ποιητές είναι διάχυτη η ιδέα της δικαιοσύνης, αλλά και άλλες αρχές όπως της ελευθερίας, της εθνικής ανεξαρτησίας, της ισότητας, των κοινωνικών δικαιωμάτων, της ισότητας μεταξύ των φύλων. Ενδεικτικά αναφέρονται οι Κάλβος, Σολωμός, Ελύτης, Σεφέρης, Βάρναλης, Ρίτσος και Ζωή Καρέλη.
Οι λέξεις και οι εκφράσεις του δικαίου αποτελούν προτάσεις ιδεών και κανόνων που αποκτούν νόημα μέσω της διάδρασης με τον εκάστοτε πολιτισμό. Σύμφωνα με τον W.H. Auden, «Το κρυφό δίκαιο δεν αρνείται τους νόμους μας της πιθανότητας, αλλά δέχεται το άτομο και το άστρο και τους ανθρώπους γι’ αυτό που είναι, και δεν απαντάει όταν λέμε ψέματα. Είναι ο μόνος λόγος που καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να το κωδικοποιήσει, και οι λεκτικοί ορισμοί πολεμούν το κρυφό δίκαιο». Ο πολιτισμός ασκεί μεγάλη επιρροή στο δίκαιο. Στο ερώτημα αν το δίκαιο καθοδηγεί τον πολιτισμό ή αν ο πολιτισμός το δίκαιο, αρμόζει ότι συμβαίνουν ταυτόχρονα και τα δύο. Εξάλλου, ο πολιτισμός μιας κοινωνίας είναι θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητάς της. Μπορούμε, όμως, να γνωρίσουμε έναν πολιτισμό, μελετώντας τις δυνάμεις που τον διαμορφώνουν μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η ποίηση. Οι ποιητές εκφράζουν τα όνειρα, τα οράματα, τις ελπίδες, τις προσδοκίες και τις απογοητεύσεις του εκάστοτε πολιτισμού. Το έργο του ποιητή προσφέρει ορισμένα από τα στοιχεία του πολιτισμού, που αποτελούν τις αρχές ή τα βασικά στοιχεία που απασχολούν το δίκαιο. Συνεπώς, η μελέτη γενικά της τέχνης και της αισθητικής8 και ειδικότερα της ποίησης βοηθά στην κατανόησή τους, αλλά και του πολιτισμού εντός του οποίου εμφανίζονται και εξελίσσονται. Κατ’ επέκταση, βοηθά και στην κατανόηση του δικαίου.
Κάθε πολιτισμός δομείται από μια περίπλοκη μίξη δυνάμεων και φαινομένων, τα οποία συμβάλλουν στη δημιουργία και εξέλιξη του δικαίου. Το δίκαιο είναι μια συνεχής κατάσταση δράσης και αντίδρασης σε αυτά τα φαινόμενα, επιχειρώντας να δώσει νόημα και μορφή στους ανθρώπους μέσα στην περίπλοκη ανθρώπινη ζωή. Υπάρχουν φαινόμενα που συμβάλλουν σε αυτή την επίδραση, όπως η ιστορία, η παράδοση, η γλώσσα και η γεωγραφία, τα οποία αξίζουν μελέτης” για την περαιτέρω κατανόηση της πολύπλοκης διαδικασίας της δημιουργίας των νόμων, δηλαδή της παροχής τάξης και δομής σε μια κοινωνία. Η ποίηση ανήκει στα φαινόμενα που επηρεάζουν και
συμβάλλουν στη δημιουργία του δικαίου.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να παρουσιαστεί κατ’ αρχάς η σχέση δικαίου και ποίησης· οι ομοιότητες και οι διαφορές τους, τα κοινά τους στοιχεία, τα σημεία που διαφοροποιούν τον έναν κλάδο από τον άλλο, καθώς και η επιρροή που ασκεί το δίκαιο στην ποίηση, όπως και οι ενδεχόμενες επιρροές που δέχεται το δίκαιο από τον ποιητικό λόγο. Στη συνέχεια, θα παρουσιαστεί το Κυπριακό ζήτημα υπό το πρίσμα της ιστορίας και του νομικού πολιτισμού της Κύπρου. Έπειτα, θα σκιαγραφηθεί η ζωή και το έργο του Γιώργου Σεφέρη, ως νομικού, διπλωμάτη και ποιητή. Κατόπιν, θα επιχειρηθεί ανάλυση του Κυπριακού ζητήματος, του νομικού πολιτισμού της Κύπρου και της ιδέας της δικαιοσύνης όπως διαφαίνονται στα ποιήματα της συλλογής «Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ’», που εκδόθηκε το 1955, και ειδικότερα στα ποιήματα «Ελένη», «Ο δαίμων της πορνείας» και «Σαλαμίνα της Κύπρος».

————————————–

Επίλογος- τελικά συμπεράσματα

Από όσα λοιπόν προεκτέθηκαν, καθίσταται σαφής η σύνδεση και η άμεση σχέση μεταξύ δικαίου και ποίησης, τα κοινά τους χαρακτηριστικά με πρωταρχικό και θεμελιώδες τη γλώσσα, στην οποία βασίζονται τόσο ο δικαιικός όσο και ο ποιητικός λόγος, καθώς και οι επιρροές που ασκεί και δέχεται ο ένας κλάδος από τον άλλον. Ειδικότερα, στην ποίηση του νομικού,
διπλωμάτη και βραβευμένου με Νόμπελ ποιητή Γιώργου Σεφέρη και δη στα ποιήματα της συλλογής του «Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ» (1955), που γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν σε λογοτεχνικά περιοδικά ή σε αυτοτελή τετρασέλιδα το επίμαχο διάστημα 1953- 1955, είναι εμφανής η επίδραση του δικαίου, της ιδέας της δικαιοσύνης και κυρίως των αρχών της αυτοδιάθεσης των λαών, της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας των αποικιοκρατούμενων Κυπρίων. Η αποκατάσταση των ιστορικών διαχρονικών αδικιών στο Κυπριακό ζήτημα παρίσταται όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία στα εν λόγω ποιήματα, αλλά και σε άλλα σύγχρονα κείμενα του ποιητή (προσωπική αλληλογραφία και ημερολόγιο). Επιπλέον, εμφαίνεται και ο ενδιαφέρων κυπριακός νομικός πολιτισμός, καθώς και η ιστορία του τόπου και η κυπριακή διάλεκτος, ως τμήμα της ελληνικής γλώσσας, ιστορίας και πολιτισμού. Επομένως, από την ανάλυση που προηγήθηκε, συνάγεται η επιρροή της ποίησης από το δίκαιο, αλλά και από τον εκάστοτε νομικό πολιτισμό. Συνεπώς, η μελέτη της ποίησης είναι χρήσιμη και απαραίτητη για
το νομικό και ειδικά το συγκριτικολόγο, προκειμένου να κατανοήσει καλύτερα το δίκαιο του εξεταζόμενου πολιτισμού, του γιατί και πώς δημιουργήθηκαν οι συγκεκριμένοι κανόνες δικαίου και ποιες σταθμίσεις συμφερόντων έγιναν, ώστε να διαμορφωθεί τελικά το εν λόγω δίκαιο. Μέσω, λοιπόν, αυτής της μελέτης και σύγκρισης, επιτυγχάνεται η κατανόηση, κατ’ επέκταση, και του ίδιου του δικαίου εν γένει. Κατόπιν, λοιπόν, των ανωτέρω, στη ρητορική ερώτηση «Ποιος χρειάζεται το Συγκριτικό Δίκαιο;» η απάντηση φυσικά παρέλκει.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΑΚΩΝ ΔΡΑΠΕΤΗΣ (2013)

ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

DIASTIXO 11/11/2013

Το ποίημα, πολύ πριν μας συστήσει τον εαυτό του και ίσως με κύρια πρόθεσή του εντέλει να το κάνει, παρουσιάζει την εικαστική απεικόνιση του τοπίου ως έμμεση απόδοση και ομολογία του έσω τόπου. Με μολύβι 3Β σκούρο σε πίνακα από κάρβουνο αποτυπώνεται η αγέλαστη πέτρα της καρδιάς, όπως αυτή σχεδιάζεται από το ποιητικό «εγώ», σε μια μάταιη όπως αποδεικνύεται προσπάθεια να δραπετεύσει από τους φρενήρεις της πόλεως ρυθμούς. Μόνο που και πάλι ο Αλεξανδρινός δικαιώνεται, καθώς «η πόλις το ακολουθεί» και πια η μοναξιά απλώς μετακομίζει και φυσικά μέσα στην ησυχία του χωριού γίνεται δυστυχώς ακόμα πιο εκκωφαντική.

Έτσι, λοιπόν, το ποίημα από τον έβδομο μόλις στίχο του αρχίζει με την πρωθύστερη εξαγγελία του τέλους. Ήδη βρισκόμαστε στο τέλος, αυτό απ’ το οποίο εκκινεί η αφήγηση. Και εξηγούμαι: ο επίλογος της πενθήμερης άδειας αποδεικνύεται απελπιστικός. Αδίκως και ματαίως να προσπαθείαπό τη μοναξιά να φύγει. Αυτή ξοπίσω του επίμονα να του υπενθυμίζει πως άλλοι, οι πάντα Άλλοι, φταίνε. Μία ευθύνη αδυσώπητη, εφόσον άνομοι κριτές ληστεύουν τόσα χρόνια τη ζωή και τώρα φαίνεται πως βάζουν χέρι ακόμη και στα όνειρά του. Το βουκολικό τοπίο της ησυχίας, της ανάπαυσης και της ανάρρωσης καθόλου δεν χαρίζει όσα εκ πρώτης όψεως υπόσχεται. Για όλα ο κόπος είναι η προϋπόθεση. Καμία χάρη συνεπώς στους μόνους κι αβοήθητους. Γι’ αυτό μία αόρατη δικαιοσύνη θα ’ρθει να σπλαχνιστεί τα πλάσματα του Θεού, μια αόρατη νομοτέλεια θα γύρει «τη ζυγαριά προς την καλοκαιρινή νύχτα της εξόδου» εκδιώκοντας τους άνομους. Μόνο που μαζί με αυτούς θα εκδιωχτούν και οι κατατρεγμένοι:

Βράδυ θα φύγετε,
βράδυ θα φύγουμε.

Το ποιητικό «εγώ» οραματίζεται την ώρα της εξόδου σε νύχτα καλοκαιριού, όπως ο κλέφτης. Μόνο που η μνήμη δεν θα έχει μαζί της τίποτα για να πάρει, κι όλες οι αναπολήσεις θα έχουν παντελώς ακυρωθεί, καθιστώντας μακρινή ανάμνηση εκείνα «τα βροχερά απογεύματα/ στη ζεστασιά της κόγχης σου,/ ανάβοντας το τελευταίο τσιγάρο/ πίνοντας λίγο καφέ/ ακούγοντας αγαπημένες μελωδίες».

Κι όταν ο ποιητής μένει άδειος και κενός, ενώπιος ενωπίω με τη μοναξιά του, τότε γυρίζει πίσω του και στρέφεται στους ανομολόγητους έρωτες, στους επιστήθιους φίλους και στους συντρόφους. Από αυτούς θαρρείς και αναζητά να πάρει δύναμη, προκειμένου να σταθεί μπροστά στον αρχηγό της σπείρας, για να απολογηθεί για όλες τις οπισθοχωρήσεις της ζωής του, για όλα τα «δεν» στα οποία υπέπεσε. Στον αρχηγό της σπείρας; Υπάρχει σπείρα και έχει και αρχηγό; Και ενώπιόν του θα σταθεί; Μα εδώ έχουμε απλώς κάτι ελάχιστα, ανάξια λόγου «δεν». Σιγά την αμαρτία! Αμαρτία; Μα φυσικά, τα «δεν» πρόσφατες έγκυρες μελέτες τα κατατάσσουν πλέον στα αμαρτήματα, ούτε καν στα ολισθήματα, αμαρτήματα για εκείνους που δίστασαν και που δεν τόλμησαν και δεν διέσχισαν και δεν φόρεσαν και δεν χάρισαν θάλασσες, αρώματα, φιλιά και ονόματα. Ο Καββαδίας στο ποίημα «Γυναίκα», από τη συλλογή Τραβέρσο που κυκλοφόρησε το 1975, δίνει την πλέον τολμηρή αλλά και τόσο αληθινή άποψή του για την αμαρτία. Θα πει λοιπόν: «Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει», δηλώνοντας ουσιαστικά πως αμαρτία εντέλει είναι η άρνησή μας να δοθούμε ολοκληρωτικά στις χαρές της ζωής, στάση που προκύπτει από τον φόβο μας, κάνοντας λάθη, να εκτεθούμε. Αμαρτία λοιπόν για τον Καββαδία δεν είναι παρά ο φόβος να αμαρτήσουμε, φόβος που μας στερεί κάποτε και την ίδια τη μέθη της ζωής. Ενώ εννέα ποιήματα παρακάτω, στη «Σπουδή θαλάσσης», δίνοντας μιαν άλλη προέκταση του ίδιου φόβου, δηλώνει ότι το μόνο αμάρτημα τελικά είναι η ντροπή, υπαινισσόμενος και πάλι την ντροπή που προκαλεί η γνωστοποίηση των αμαρτημάτων μας. Κάτι ανάλογο μοιάζει να μας λέει και ο δραπέτης μας. Πως δηλαδή για όλα τα οφειλόμενα που δεν τα αποδώσαμε στους φυσικούς παραλήπτες τους, θα έρθει η μέρα κάποτε να απολογηθούμε, η μέρα που θα μας ζητηθεί να απολογηθούμε. Ίσως και όλα αυτά τα «δεν» να ευθύνονται για τον μεγάλο εγκλεισμό στο μικρό δωμάτιο, όπου ο απόηχος των κλητικών προσφωνήσεων, ως ύστατη ενθύμηση της στιγμής των αναχωρήσεων, της μεταιχμιακής στιγμής ανάμεσα στο είναι και στο δεν είναι, δεν υπαινίσσεται τίποτε άλλο παρά τη βίαιη μετάβαση από τον ήχο στη σιωπή. Αυτά στην «Προετοιμασία».

Στην «Πληγή δωματίου», το ποιητικό εγώ μοιάζει να παίρνει θάρρος και τελικά να στέκεται μπροστά στον αρχηγό της σπείρας, μόνο που αυτός σαν να μην είναι αυτός που εκ πρώτης όψεως περιμέναμε. Συγκεκριμένα, δεν είναι κάποιος άλλος, και κυρίως δεν είναι κανένας Άλλος, εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Αποκαλύπτεται λοιπόν ο βασικός υπαίτιος – ο αυτουργός και πρωταγωνιστής της μόνωσης μες στο δωμάτιο-κελί. Εδώ ο τόπος είναι κλειστός, περίκλειστος θα λέγαμε, και η διάγνωση μοιάζει ταυτόσημη με ομολογία. «ΕΓΩ:/ ο αβέλτερος βασανιστής/ του εαυτού μου/ που δεν ανοίγομαι σε άνθρωπο/ κλεισμένος στον γυάλινο πύργο της μοναξιάς/ ανάμεσα στ’ αψηλά τείχη/ της απομόνωσης, της αποξένωσης…»

Θαρρείς και απολογείται ή κάποτε ακόμα και οικτίρει τον εαυτό του για την ενδιαμέσως άλλων ζωή που έχει επιλέξει, για την αδυναμία να ορθώσει ανάστημα βίου προσωπικού και αυθύπαρκτου. Επιλέγοντας συνεπώς μιαν εξ αντανακλάσεως ζωή, μια μ’ άλλα λόγια μη ζωή, ουσιαστικά στοχάζεται και αυτοβασανίζεται και ξημεροβραδιάζεται στη μόνωση μέσα ενός κόσμου που του παρέχει εικόνες εκ του ασφαλούς, καθιστώντας τον ίδιο θεατή σε αίθουσα σκοτεινή να βλέπει την παρέλαση προσώπων που θαύμασε κάποτε και να αφουγκράζεται μυθιστορίες λαών που όμως δεν ήταν ποτέ ο δικός του λαός.

Ξεχασμένος, αφημένος συνειδητά, αλλά κάποτε και εκούσια ναρκωμένος, μας μιλά μέσα από την ετήσια αφασία, στην οποία επέλεξε ο ίδιος να περιέλθει, ζώντας ωστόσο διαρκώς σε μιαν εμπόλεμη κατάσταση. Τον μάχονται συνεπώς τα όνειρα που τα άφησε όνειρα να μείνουν, οι επιθυμίες και οι μνήμες, μνήμες όμως όχι ενός παρελθόντος βιωμένου, αλλά απωθημένου και στερημένου από χυμούς ζωής και δράσης. Απευθύνεται τότε ως ύστατη παράκληση και έκκληση στον Θεό, τον οποίο σαν να τον επιπλήττει για την εσκεμμένη αδιαφορία για όλα τα πλάσματά του.

Και Συ, Θεέ μου, μην κάνεις πως με ξεχνάς.

Απευθύνεται και στους ανθρώπους ζητώντας τους έστω αυτοί να επέμβουν.

Και Σεις, Άνθρωποι, τους φαύλους μου
τους κύκλους
ας ταράσσετε.

Και τότε είναι η στιγμή που λαμβάνεται η μεγάλη απόφαση, η ώρα που λες και αφυπνίζεται απ’ την ετήσια νάρκη του. Σαν να παίρνει μπρος ή αλλιώς σαν να παίρνει τα απομεινάρια της μέσα ζωής στα χέρια του και προσκαλεί τους φίλους να επιβιβαστούν στο μισοχαλασμένο του όχημα «κι ας είναι κάπου/ κάποτε/ γκρινιάρα/ λίγο η μέρα». Ο δεκαπεντασύλλαβος αυτός που εμφιλοχωρεί στην αφήγηση είναι θαρρείς η τελευταία απόπειρα του ποιητικού υποκειμένου να τραγουδήσει τη ζωή δίνοντας ρυθμό στην εκκίνηση, μέτρο και τραγούδι στην αναχώρηση που πραγματοποιείται μες στο κλειστό δωμάτιο, ευελπιστώντας να το αφήσει μια για πάντα πίσω του. Εκείνος θα φύγει, αποφασίζει να φύγει, θα αφήσει όμως πίσω του τα λόγια του αποχωρισμού, αυτά που δεν αντέχονται και που συγχέονται μέσα του, τα ατέλειωτα λόγια του αποχωρισμού, τα κλειδαμπαρωμένα για καλά μες στο δωμάτιο της ψυχής. Η εκκίνηση κι η αναχώρηση που πραγματοποιείται στου διαμερίσματος τα τέσσερα ντουβάρια δεν είναι παρά η απόφαση-πρόκληση να ανθίσει ξανά μες στην ψυχή –κι ας είναι φρούδα– η ελπίδα. Ο δραπέτης μας μοιάζει να αναρωτιέται. Τι θα ήταν προτιμότερο να κάνει;

Να αποχωριστεί τους αποχωρισμούς και τις αναχωρήσεις ή μήπως να παραμείνει στο δωμάτιο με τις αποσκευές στο πλάι του κλειστές, ζώντας το αέναο δίλημμα της ύπαρξης να απαντήσει με θάρρος στον εαυτό της.Μόλις έφτασα ή μήπως μόλις φεύγω;

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.