Γεννήθηκε τo 1962 στην Αθήνα και κατάγεται από τη Μάνη. Τα νεανικά και μαθητικά της χρόνια τα πέρασε στην Αθήνα, τον Βόλο, τη Σμύρνη και την Καλαμάτα. Στην ενήλικη ζωή της, έζησε για ένα διάστημα στη Γερμανία, καθώς και για μικρά διαστήματα στις Η.Π.Α. Μιλά αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ασχολείται με τη δημιουργία κοσμήματος από φυσικά ή εναλλακτικά υλικά. Γράφει ποίηση, ποιητική πρόζα και πεζά σε μικρή φόρμα. Κείμενά της δημοσιεύονται σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.
Εργογραφία :
Χαμηλές Οκτάβες, εκδ. Φαρφουλάς, 2013 *
Έρως αρόδο, εκδ. Κουκούτσι, 2015
Χρονορυχείο, εκδ. Θράκα, 2017
Το άλογο που έγραφε. εκδ. Σμίλη 2020
Βαθιά στον κύκλο ν’ ασημίζει εκδ. Κουκκίδα 2024
Συμμετοχή σε συλλογικές εκδόσεις :
diP generation I, εκδ. Θράκα, 2016
diP generation II, εκδ. Μανδραγόρας, 2017
Παράξενες ιστορίες με γάτες, (διηγήματα), εκδ. Κύμα, 2018
*Το 2012 η συλλογή έλαβε το Α΄ βραβείο του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός
.
.
ΒΑΘΙΑ ΣΤΟΝ ΚΥΚΛΟ Ν’ ΑΣΗΜΙΖΕΙ (2024)
Η κρύα λάμψη των κρατήρων
ΤΑ ΒΑΛΣ ΤΩΝ ΗΤΤΗΜΕΝΩΝ
Φυσάει ένας Μάρτης όλο κόκαλα
Μουδιάζουν τα παράθυρα
Στο σβέρκο το σπάσιμο της βροχής
Γαλάζια κρίνα παντού
Το όνομά σου γυαλίζει με λεπτομέρεια σταγόνας
Σιγεί με πειθώ σκοταδιού μέσα στο Άκου του βλέμματος.
Η διαγώνια ύφανση της νύχτας
Ξεγελά τις αποστάσεις και
Νομίζω πως ανεπαίσθητα κεντρώνεις έναν δρόμο
Με βήματα και ψιθυρίσματα.
Αχ, ίλιγγος στην ακοή το χεράκι σου
Που ψέλνει την αντάρα του χαδιού
Εφτά νερά σηκώνονται για να περάσεις
Εύρωστος, χωμάτινος, διηνεκής κι εγώ
Σε χαιρετώ που εκπληρώνεσαι σαν το ξημέρωμα
Μετά από νύχτα κατασκότεινη.
Ύστερα, θρομβώνει μια στιγμή που όλα χάνονται.
Τα βαλς των νικημένων αχνίζουνε σκουριά.
Αυτό, πέρα από κάθε αμφιβολία.
Στη ρίζα της νύχτας, ολόφωτα κόκκινα
ΑΧ, ΣΑΝ ΠΕΡΝΟΥΝ ΜΕ ΚΑΛΑΘΑΚΙ
Όλα γίνονται τη νύχτα
Η γαζία ρίχνει νύχι στο παράθυρο
Το παράθυρο αντιφωνεί
Στην άλλη όχθη ανεστραμμένο
Στην άλλη όχθη αφρίζουν μέλανες δρυμοί
Που χύνονται στα φλυτζανάκια των ματιών.
Όλα γίνονται τη νύχτα
Στο βαθύ μπολ τ’ ουρανού άστρα κουνέλια
Πηδούν και χάνονται
Σ’ ένα κρεσέντο μεταμορφώσεων κι εξαφανίσεων
Ο χρόνος βραχνό ακορντεόν
Κι ένας φιόγκος πελώριος από τριχιά
Πνίγει με τέχνη τους ανύποπτους.
Όταν φωτεινοί ιμάντες σηκώσουν κάποτε το σκηνικό
Τρέχουν οι σκιές στο βαθύ σημείο Ωμέγα και
Σ’ ένα φύλλο γράφεται: « the end »
Τα μαύρα γοβάκια της νύφης που ξύπνησε γυάλινη
ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ
Με ένα πάθος περιττό
Έξυσες λίγο την καπνοδόχο μνήμη και:
Πώς έγινε κι ακούστηκε ένα β όλο βοή;
Σκουληκάκια από χιλιετηρίδες
Κλωστές από καστανόχωμα
Και από τα ιουράσια η γυαλάδα εκείνη που τυφλώνει
Κι εσύ, μια Μανουσία, τυλιγμένη μ’ ένα βέλο
Χελιδονοκρατούσα στα χαλάσματα σ’ ένα μπορντέλο
Γυμνάζεις στην αιθάλη του σφυγμού
Άηχα του έρωτα φτερά
Μασώντας μια μέντα για τον ίλιγγο
Κι η σκιά σου κοκκινίζει στα σκοτάδια να ρωτά:
Πώς μού πρέπει η λύπη;
Στα στήθη, στα μάτια ή στα Καυκάσια μου μήλα;
Και τώρα που τα είπαμε,
Άμε να λησμονήσεις πως στα χείλη σου
Πνίγηκε κάποτε ένας Βλαντιμίρ
Κι όποτε λες το βήτα, αναστενάζει.
Αργά που δύει η πληγή, αν ήξερες.
Περίλυπος εστιν η ψυχή μου έως θανάτου
(Ματθ.26, 38)
ΖΗΤΗΜΑ ΑΙΣΘΗΣΗΣ
Είναι μια κίτρινη μέρα
Από αυτές που μοιάζουν με καψαλιασμένους φοίνικες
Στην έρημο
Από αυτές που ξέρεις ήδη πως κάποιος έχει πεθάνει
Μα δεν γνωρίζεις ποιος
-άλλωστε τόσοι θάνατοι κάθε λεπτό στον κόσμο.
Αφού πιεις τον καφέ σου
Μπορείς να φυτέψεις στον κήπο κίτρα ή φρούτα του πάθους
Μπορείς να λύσεις ένα γρίφο ή ένα σταυρόλεξό
Καθισμένος κοντά στο συντριβάνι μινιατούρα
Που έφτιαξες πρόπερσι
Ή να σιγανοσφυρίξεις έναν σκοπό, έτσι απλώς, έναν σκοπό
Κοιτώντας μια μέλισσα που γυρίζει
Και επικάθεται και γονιμοποιεί
Τα μελλοντικά άνθη της φυσικής ιστορίας
Και μετά να γυρίσεις στο δωμάτιο
Να γράψεις μια βροχή
Από φθαρτές λάμψεις, σε χαρτί μεταξωτό
Κι αργά-αργά ν’ αρχίσεις να καλείς
Τα ονόματα των πεθαμένων αυτής της μέρας
Που μόλις άρχισε και είναι κίτρινη
Σαν καψαλιασμένος φοίνικας
Στην έρημο.
Φτερά που καίγονται
ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ ΜΗΤΕΡΑ, ΝΑ ΨΑΧΝΕΙΣ
ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟΠΟ ΝΑ ΣΤΑΘΕΙΣ
Στον Αλέξη Γρηγορόπουλο
Σε θυμάμαι Μητέρα, να ψάχνεις όνομα
Και τόπο να σταθείς όταν
Ριπές από άλιωτο φεγγάρι
Γαζώνανε το κόκαλο
Και μες στη φλέβα χτυπούσε σύγκρυο
Από άγνωστη θύελλα.
Σε θυμάμαι Μητέρα, να ψάχνεις όνομα
Και τόπο να σταθείς όταν
Άλαλος ουρανός μ’ έκανε εξάψαλμο σφυγμό
Στα ερειπωμένα σπλάχνα κομητών
Και δίφθογγο θεό στο αδειανό σου στόμα.
Άθροισμα είμαι ολόλευκο
Κυλιέμαι αθώος σε φέγγη.
Γιατί εγώ,
Πλευρίζω τους Παρμένους σκύλους του χειμώνα.
Τους ράβω τ’ αθόρυβα τους κλάματα
ΝΑ ΣΕΡΒΙΡΩ ΤΟ ΑΙΜΑ ΚΥΡΙΕ;
Πόντιουμ υπορρήτων η διεθνής αιώρα
Η άδικη κατάρα είναι προμελετημένη
Νύχια επάνω στα τραπέζια
Το δελτίο καιρού μονόδρομος
Καθώς και οι αγγελίες ευρέσεως ευρυθμίας
Ο άρτος είναι ταύρος
Οι διχασμοί αναπτύσσονται πιο γρήγορα επάνω σε ψίχουλα
Τα φυτικά έλαια των αμοιβάδων δεν συνιστούν σκέψη
Μυρμιδόνες κατάχαμα σημαίνουν άμπωτη
Κι αυτό που βουλιάζει στο λαρύγγι δεν είναι ο γαλαξίας
Η γαργάρα παυσίλυπη μα ουδόλως ευδόκιμη καθώς
Τα πάντα αλαφιάζονται σαν άστρα που πέθαναν.
Νοσούμε με ρυθμό καταβολής διοδίων στην εθνική οδό
Ανάρπαστο καταφθάνει το κατά μέτωπον
Κι εκείνο το θρόισμα της μαύρης γάζας στα μετόπισθεν
Παρόλα αυτά οι ραψωδίες του μέλλοντος
Θα τραγωδούν την εποχή ως ιστορικά πολύτιμη
Τόσα κόκκινα στους χάρτες
Θα εκτίθενται ως αστερόεσσες εκλάμψεις
Υπάρχουν βλέπεις τρόποι επιστημονικοί
Να κρύβεται το αίμα.
Μπλε γέλια, υπόγεια
ΕΝΤΡΟΠΙΑ
Μίσχοι αμυγδαλωτών σφυγμών
Και βύσσινο αίμα
Σε ανορθόδοξα τέμπλα Σεπτέμβρη ουρανού
Σαλεύει ο χρόνος υπό μάλης
Στον γύψινο όρθρο μια ρωγμή:
η παρθενία της σιωπής
Η πιθανότητα να αναστηθείς
Είναι όση του αγριόχορτου η λεπτομέρεια
Στο καλογυαλισμένο σύμπαν.
Η πιο μαβιά εξίσωση εσύ
λάμνεις στην εντροπία.
Στις κλειδώσεις του λευκού
ΤΑ ΚΑΡΦΙΑ
Μουτρωμένα άστρα ορίζονται
Ως περίφημες δικαιολογίες
Λάμψης γιγάντων μισής ίντσας
Βράδυ Σαββάτου που όλοι έχουν
Στο μυαλό τους εμβαπτίσεις σε αλκοόλ
Ως πράξη ανδρείας και εκδίκησης
Για πέντε συναπτές ημέρες δουλείας.
Οι χαρές των ποιητών, μεταξύ άλλων,
Περιλαμβάνουν μπουκώματα με
Φωνήεντα από άλευρα κι οξέα
Μια επανάσταση ωστόσο αδικαίωτη
Γιατί ενίοτε οι σκιές είναι μουγγές
Κι αδιάθετες, τρόπον τινά, γι’ αυτοθυσίες.
Γέφυρες που ξηλώνονται με νάζι
Τις κράσεις των μαστόρων αποσυνθέτουν.
Τόσα καρφιά στον βρόντο!
Κι όταν η ανακωχή τους ανεμίζει
Σημαία σιωπηλή
Βρίσκονται με τσόκαρα ανάποδα βαλμένα
Μες σ’ αποτσίγαρα, φίδια, παλιόχαρτα
Κι ένα σκοτάδι ποίημα
Πηγμένο στο μυαλό.
.
ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΠΟΥ ΕΓΡΑΦΕ (2020)
ΚΑΡΔΙΕΣ ΑΛΟΓΩΝ
Κι εκεί που η νύχτα αρέσκεται στη σωστή ώρα
-σ’ εκείνη δηλαδή που χώνει στα σχήματα το δόντι της-
Φυτρώνει στον τοίχο ένα χερούλι
Και τότε η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς
Περνούν ζωηρά ασθενοφόρα
Μαζεύουν αυτούς με τα κάρβουνα στα χέρια
Και τα ληγμένα κόκαλα
Τρένα ψυχρόαιμα δειπνούν ομίχλες
Κι ένα χιόνι άνευρο κυοφορεί μαύρους νάρκισσους
Εκεί και τότε είναι η στιγμή
Που λύνονται όλες μου οι απορίες
Ένα παιδί, σας λέω, με μάτια ιστορίας
Κάθεται οκλαδόν επάνω στο κεφάλι μου
Με διαβάζει ανυπεράσπιστη
Μου σπάει το σαγόνι από έρωτα
Έχοντας με τέχνη επινοήσει
Σε κάθε φράση σε κάθε ανάσα
Καρδιές αλόγων να βροντούν
Κι ευάλωτα λευκά μεσονυχτίου.
ΕΠΙΠΤΩΣΗ
Όταν μιλάω για ποιήματα
Στην πραγματικότητα μιλάω για ένα δάσος και τον λύκο του
Που συνήθως χάνεται μέσα σ’ αυτό μονογενής
Μιλώντας στον εαυτό του σαν να ’τανε πολλοί
Ίσως το κάνει αυτό για να μη φοβάται
Καθώς ακούει σφυριές από φεγγάρια
Και πέτρες να γεννούν σε κάθε χτύπο
Μωρά όλο ήχους και φλέβες
Το δάσος είναι σαν τον διάβολο
Χώνεται παντού και τον σκεπάζει
Και μέσα εκεί ο χρόνος έχει εφτά πετσιά κι άφθονη λύσσα
Εγώ, ξέρετε, επηρεάζομαι πολύ από τις λέξεις
Κι από τις πέτρες που κουβαλούν αυτές κάτω απ’ τα σκέλια
Όλα μου τα δόντια σπασμένα.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΚΡΟΤΑΦΟ
Για την ευθανασία του έρωτα
Κανείς δεν μίλησε απ’ τους ενόρκους
Μονάχα λίπος έσταζε δυσοίωνο
Απ’ το στήθος το δεξί της Δυσδαιμόνας
Άφαντο το αίμα της μες στο μαντίλι
Κανείς δεν μίλησε
Κι αφού τελείωσαν τα παραστατικά
Κι αφού η σιωπή της κρεμάστηκε απείραχτη
Εφτάψυχη λύπη την πήρε
Κι ομοιώθηκε τ’ ουρανού που φως άλλο δεν καρπίζει
Επάνω σε κρεβάτι από πάχνη ξινή
Μ’ έναν Σεπτέμβριο στον κρόταφο πυροβολήθηκε
Κανείς δεν μίλησε.
ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΓΑ ΕΛΕΟΣ ΤΗΣ
Της διάβαζε τα ποιήματα που έγραφε
Ύστερα τα έπνιγε στον ασβέστη σαν γατιά
Και την παρατούσε με λύσσα
Για να την κάνει να κλαίει
Αργότερα, όταν κανείς δεν κοιτούσε
Τα έθαβε μ’ ένα φτερό για σημάδι
Για να πετάξουν ξανά
Κατά το μέγα έλεος της
Ούτε κι ο ίδιος δεν ήξερε πόσο την αγαπούσε.
ΟΙ ΚΗΠΟΙ ΤΗΣ ΜΟΝΖΕΪΡΑ
Όλα εδώ γλιστρούν παρηγορητικά
Όπως νομίσματα σε πάγκο με ρετάλια
Οι σφυρίχτρες μερικές φορές δημιουργούν πανικό
Τα ψάρια της Κυριακής είναι υπό έλεγχο
Και ένα τρένο με καρτούν επικοινωνεί με σήματα καπνού
Όπως έλεγα, όλα εδώ γλιστρούν παρηγορητικά
Στην Αβησσυνία λύθηκαν τα κορδόνια
Ενός κατά συρροήν εκμαυλιστή
Οι πόλοι των τηλεφώνων σε δυσαρμονία
Κάποιος φυλακίστηκε άδικα
Κάποιος επέμενε να νικήσει
Και οι ερωτήσεις είναι πάντα οι ίδιες
Κι αν δεν με διακόπτατε ολοένα για να μάθετε
Γιατί στους παιδικούς κήπους της Μονζέιρα
Βιάζονται κορίτσια
Ή άραγε γιατί ρολόγια σταματάνε κάθε τόσο και πενθούν
Θα ξέρατε ότι όλα εδώ γλιστρούν παρηγορητικά
Όπως νομίσματα σε πάγκο με ρετάλια.
ΑΠΟ ΤΑ ΔΑΣΗ ΚΙ ΕΝΤΕΥΘΕΝ
Στο κρεβάτι μου ένα πριόνι
Κάθε βράδυ
Αθόρυβα
Κόβει κι ένα κλαδί
Απ’ την ανάσα
Που έχω φυλάξει για την αθανασία.
ΘΗΤΕΙΑ
Οι φυλές των παραθύρων ζαρκάδια στο Μπρούκλιν
Έχω πυρετό στα δάχτυλα
Έχω έναν Καντίνσκυ κρεμασμένο στη γλώσσα
Κι ένα ευλόγησον
Των γρηγορούντων
Όταν τελειώσουν όλα αυτά
Πυροβολήστε με.
ΧΡΟΝΟΡΥΧΕΙΟ (2017)
ΑΛΛΙΩΤΙΚΑ ΚΟΜΜΕΝΟΣ
Οι μοίρες παίζανε γυαλάκια
κι ο άνθρωπος που έλαμπε απ’ όλους πιο πολύ
έραβε πάνω στο λευκό του την παγωνιά των φυλακών.
Και μέχρι ο ουρανός να φτύσει όλα τα πουλιά
σταυρωτά τη ρίζα του κάρφωνε
ψηλά, ρε, στα σύννεφα κι ακόμα παραπέρα.
Τρεις μοίρες πιο ευάλωτος
μα αλλιώτικα κομμένος.
ΧΡΟΝΟΡΥΧΕΙΟ
Στη μέση της κάμαρας εκεί ακριβώς που έσταζε ο ουρανός
χτυπώντας το χέρι στο γόνατο, είπε:
ε, λοιπόν ναι, Νταγκ, ποντάρω στο σπασμένο δόντι του θεού.
Και ξέρεις γιατί Νταγκ;
Γιατί σκάρτεψαν πολλά οχτώ για να γίνει
το πορτοκάλι οιωνός και τα μικρά μου μάτια μέλισσες.
Και δες τι βλέπω πίσω απ’ τη γκρίζα ζώνη της φωτιάς:
πέρα απ’ το παντελόνι μου που καίγεται
ιδού το πρόσωπό μου, ένας μπάσταρδος ψίθυρος
που δεν κάνει άλλο από το να ζητάει χώμα
κι ας είναι και ξερό.
Πάλεψα Νταγκ, με λύσσα, σου λέω,
γύρεψα με τα μάτια τη γύρη του Κόσμου
και σιγοκάηκα να μηρυκάζω το αλάτι των χειμώνων.
Με στήθος επιούσιο
κουράστηκα να αναπνέω ανάποδα, Νταγκ.
Έρεψε η μηλιά μέσα στα βροχικά των κήπων μου
κι ο θάνατος έχει διασχίσει πλήκτρα νερών
για να ’ρθει φέγγαρος ορθάνοιχτος να με πετύχει.
Μέχρι ν’ ανάψεις μια ακτίνα θα γειτονέψουμε, Νταγκ
θα φοράμε μαζί τρύπιες κάλτσες
και τις ταμπέλες εκείνες, των σπασμένων ανθρώπων
στην πατρίδα που δεν έχει όνομα.
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΒΥΘΟΥ
Στη βαθιά νύχτα, εγώ με σκάφανδρο
μου αρκεί
−οι μικρές ιστορίες αρχίζουν με μια ανάσα
που κράτησε πολύ.
Επίδεσμοι από στάχτη στα ψαχνά του ουρανού
σημαίνει πως με δυσκολία με πήραν απ’ τα χέρια του.
Συνήθισα όμως να ζω με δέρμα και γλυκόξινο αίμα.
Στους άζωτους ανέμους εφευρίσκω
κραυγές μαργαριταριών −πολλοί τα περνούν για φυσαλίδες−
κι έτσι ποτέ δε φράζουν με αλάτι οι αεραγωγοί μου.
Οι σφυγμοί στο σκοτάδι είναι ψάρια
που πέφτουν στο τηγάνι
είναι μαζορέτες που χορεύουν
σε βάθρο από σπασμένα γυαλιά
είναι κροτίδες σε μηνίγγια αστραπής.
Κυρίως είναι λάμψεις φάρων
μέσα στην ομίχλη των φλεβών.
Στη βαθιά νύχτα, εγώ με σκάφανδρο.
Μου αρκεί.
ΑΝΕΣΤΙΟΣ
Για ποια βρόχινα γοβάκια μου μιλάς
που έρχεται η βροχή με βήμα χήνας
κι εγώ είμαι δρόμος;
Το αγαπημένο μου χρώμα είναι αλμυρό
καμένα λάστιχα ζεσταίνουν τον ύπνο
κι απ’ τα νύχια μου κρέμονται καμπούρικα χρόνια
πλυμένα στις μπύρες και στα σάπια νερά.
Κι εσύ για ένα γοβάκι βροχής πετάς τη σκούφια σου…
Ασημένιες αλεπούδες κρατούσαν ψαλίδια
όταν μ’ έκοβαν άνθρωπο
και με πουλούσαν στην κρεαταγορά.
ΣΗΜΕΙΑ
Κορνέτες στα νύχια της πόλης
την κάνουν να φαίνεται μπόσικη.
Όταν ανοίγω το παράθυρο, μέσα στα συκώτια της
βλέπω την άσπρη φλέβα ενός πουλιού.
Άλλοι λένε πως είναι του φεγγαριού η παγίδα.
Κι αυτοί που λείπουν για πάντα
φορούσαν φράουλες στα χείλη τους
όταν μας ξέχασαν.
Κι όμως εδώ κοιμούνται.
Στην τελεία που μας χωρίζει.
Ακίδα η πόλη μες στο μάτι μου
καπνίζει το χειμώνα
στα πεζοδρόμια.
Στην πόλη των κορμιών, ακατοίκητοι άνθρωποι.
Σφαδάζουν.
ΤΟ ΑΓΚΑΘΙ
Τριαντάφυλλος Τριανταφύλλου ετών 87, κηπουρός
Ολόκληρος ένα λουλούδι.
Απεβίωσε σήμερα,
παναπεί: στον κήπο μια άδεια λακουβίτσα.
Τα πουλιά δαγκώνουν ουρανό να τη σκεπάσουν.
Γενναίος υπήρξε με τους ανθρώπους.
Στην κάσα του, το αγκάθι που ξεφύτρωσε αντίτιμο
για όλα όσα τον πλήγωσαν και δεν τα εκδικήθηκε.
Η ΤΡΥΠΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
Μαύρα μπαλόνια στα μπαλκόνια
σημαίνει:
έχουμε ηττηθεί κατά κράτος.
Κι αν οι καρδιές αγριεύουν
η πίκρα είναι συζητήσιμη και τα δαφνόφυλλα
μια ακόμα κωμωδία.
Αν τα χέρια μας κάποτε
πιστέψανε πως δρόμους σπέρνουνε
σήμερα βλέπουμε την τρύπα στο νερό.
Όσοι φυλάξανε φωτιά μες στα σεντούκια
ο σκώρος δείπνησε πικάντικα.
Είναι κι αυτοί που κρύψαν τ’ αργυρά σαν καραμέλες
στον πρώτο βήχα ν’ ανακουφιστούν.
Α, πόσο ωραία θα πνιγούνε στα σιρόπια
όταν οι μέρες θα ξυπνήσουν πεινασμένες.
Ας δέσουμε τώρα τα κορδόνια μας.
Ν’ αλλάξουμε και τα καλσόν. Σκιστήκανε.
Το γήπεδο ήταν αλλού.
Αλλού η μπάλα.
Αλλού εμείς
ΑΝΤΑΥΓΕΙΑ ΕΞΟΔΟΣ
Παράπονο αντιμάμαλο
άχαρη ώρα που γεννιέται
εντύπωση ξινή του πειρασμού
−ρίζα φλεγμαίνουσα.
Υπάρχει μια ομιλία
συνώνυμη του αλατιού.
Πανούργα σύνοψη
σ’ ένα ποτήρι από κρύσταλλο
και κίτρινες ρωγμές
−ψοφάνε ήλιοι εκεί μέσα.
Στις τρικυμίες ανταύγεια έξοδος
το δώρο της απαλλαγής είναι ουρανός.
Ξέρεις εσύ από προπέτασμα.
ΕΡΩΣ ΑΡΟΔΟ (2015)
1
ΟΓΚΜΑ*
Α λογάκια από ζάχαρη
κι ευχαριστώ τα καλοκαίρια των φιλιών
γιατί είμαι ακτή γυναίκας
γεμάτη καθρέφτες.
Με τόλμη ο Θάνατος χρόνους χίλιους τριακόσιους με γιορτάζει
μέχρι από σε να με ξανακερδίσει
κι εγώ κρατώ σε μπουκαλάκι αέρα ραγισμένο
όπως η έφηβη του αγαπημένου τα μαλλιά.
«Αγαπημένου», είπα, και σε γεύτηκα
υγρή αψίδα και Χειμώνα μου, που,
όταν στο βρύο της μασχάλης σου κοιμάμαι,
μπαίνουν λύκοι μες στο χρόνο, τον ξεσκίζουν
ρίζα του κέλτικου αίματός μου, ρίζα,
ξανθέ μου Κόελχεν,
τραχιά Φωνή σε νύχτα παχιά στο Τάμπθαμορ,
πόσα φεγγάρια σε φοβήθηκαν
εσένα που χάλασες τους
ειρμούς της Ιστορίας
για να με καταπιείς ατσάλινη Ανδρομέδα
και τώρα μαρτυρικά που με ξερνάς απ’ τους καρπούς
γιατί με ζήτησες λυμένο κύμα καταπάνω σου.
Ναι τώρα
Α λογάκια από ζάχαρη
στα χείλη που αναβλύζουνε φαράγγια
και στο λεπίδι του παλιού μου τρόπου ν’ αγαπώ
μόνον Εσύ να κόβεσαι.
Είμαι εδώ ανείπωτη.
*Στην κελτική μυθολογία, ο Όγκμα, ρήτορας και υπερασπιστής των Τουάθα ντε Ντανάν, είναι ο θεός της γνώσης, της έμπνευσης και του ποιητικού λόγου.
4
ΜΑΝΤΗΛΙ ΚΟΚΚΙΝΟ
Έμοιαζε του Έρωτα
ήτανε η ρίζα μιας πέτρας.
Και ήταν ένα νησί στη γλώσσα σου.
Έδεσα το νησί επάνω στην πέτρα
ρίζωσε μαζί κι ο Έρωτας.
Μετά υπήρξαμε βυθοί –
κατάπιαμε νησιά, πέτρες
και κείνο το κόκκινο μαντήλι
που ήταν ρίζα.
7
ΑΠΩΝ
Η γούνα του καθρέφτη γυαλίζει στο κέρινο φως.
Αλεπούδες σκιές ρημάζουν τους τοίχους
με καπνιά απ’ το χρόνο τους.
Έναν χρόνο αυτόκλητο.
Το κρασί είναι ζεστό, στυφό και πομπώδες
κι εσύ χορεύεις υδράργυρος
κι ολωσδιόλου απών.
Φυσικά τα ρολόγια πενθούν.
Και τα μάτια μου τσούζουν.
12
ΕΔΩΔΙΜΟ
Αυτό που,
«μια περιπέτεια στο κατώφλι είναι το φίδι»
μπορεί –αν δεν προσεχθεί–
να ανάψει μήλο.
Τότε
κλειδωνιές θα φρουμάξουν στων θυρών τα ανάλεκτα
και μια ωραία λέξη πικρή θα τρώγεται.
Είναι που μοιάζει με γουλιά το παραμύθι σου, πασά μου.
Κι εσύ προφέρεσαι ακόμα θάνατος.
18
ORIGAMI BIRDS
Η νύφη έγειρε τρελή στο μπαλκονάκι
και η θάλασσα ξέρασε όλον τον ορίζοντα
σε έναν αφρό όλο ταξίδι.
Γωνιώδεις οπτικές αγωνιώδεις.
Είναι που έχασε την παρθενιά της από κάποιον
που ήταν ήδη παρελθόν ραμμένο στα σκέλια της θάλασσας.
Μην κεντάς πουλιά, της είπαν, είναι γρουσουζιά.
Μην κοιτάς τη θάλασσα, της είπαν, είναι γρουσουζιά.
Κι αφού δίπλωσε χαρτιά, πολλά χαρτιά, σε σχήμα πουλιών
έστυψε μέσα στα μάτια της το αβασίλευτο σκοτάδι
και τίποτα δεν την ξανασίμωσε με τη θέλησή του.
Όχι, όχι, το αίμα που βρέθηκε
δεν ήτανε δικό της.
Των πουλιών ήταν.
21
ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΡΕΙΣ
Σε κλειστή στροφή το σκοτάδι
κι εγώ παλιά γεωγραφία.
Θέλω να μ’ επισκέπτεσαι τυφλός.
Γυάλινα ψίχουλα
να κόβουν αδέκαστα το δρόμο κορδέλες.
Έτσι, να έρχεσαι από χίλιους δρόμους
και να μην ξέρεις ποιος είναι ο σωστός.
22
ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ
Θα σε περιμένω εκεί.
Που δυο ουράνια τόξα θα κόβουν τις φλέβες τ’ ουρανού.
Εκεί θα σε περιμένω.
Να κρατάς κούπα να πιούμε
από τις δυο προδοσίες την πικρότερη.
Με ασημένιο κώδικα θα συνεννοηθούμε.
Έλα. Και θα μιλήσουμε κοφτά.
Σαν σφαγείς.
Και μόλις έρθει το ρούμι
θα γελάσουμε ο ένας φορώντας το σώμα του άλλου.
Μετά θ’ ανοίξουμε σεμνά τους τάφους μας.
25
ΚΑΤΙ ΕΥΦΛΕΚΤΟ
Σε ώρα κενής ησυχίας
καλώδια τινάζουν τα πένθη τους
προς όλες τις κατευθύνσεις.
Τότε είναι που λερώνει το φόρεμά της με άστρα
και νοσταλγεί ένα χέρι μες στη ρωγμή της
να ρίχνει κάτι εύφλεκτο
σαν, ας πούμε, έναν ήλιο, έναν φθόγγο
λίγο αίμα απ’ το καλό, το βαρελίσιο.
ΑΡΟΔΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΜΕ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΑ
I
Αριστερά του χρόνου
η τρύπια ιστορία που απαλείφει τους εραστές:
Tο φεγγάρι στο δέκατο ψίθυρο.
Υπόγεια σάρκα στα όρια της θραύσης
αφηγείται κόκκινα ασλάνια.
Ύλη της επόμενης στιγμής πνοή μεταλλική
που λιώνει τα νεύρα της απουσίας.
Με φουσκωμένη κοιλιά έρχεται η νύχτα
και σέρνει μαζί της ορφανά όλο μύξα.
Τους παρατατικούς.
Με μονοκόκαλους χαιρετισμούς, Βαρβάρα
IV
Πέρασες από το θαύμα ανορθόγραφος
σε ορίζει μισό γράμμα και νομίσματα
που χάθηκε η αξία τους όταν τα είδαν οι εποχές με άδειο μάτι.
Ανοίγω την πόρτα ήσυχα
-όπως ανοίγουμε ένα μικρό λακκάκι στην άμμο
να θάψουμε τη δαγκάνα ενός κάβουρα ή μια ρωγμή από ήλιο-
και γενναιόδωρη στα ψέματα φεύγω χωρίς εικόνες μάχης.
Η δυνατότητα είναι μετρήσιμη και ακριβή,
και αν ακόμα βόσκω σε κείμενα χωρίς δάση αναψυχής
συχνά μπορεί κανείς
να βάλει στοίχημα σε αυτήν μ’ επιτυχία.
Για τις ζημιές, δεν σε χρεώνω , να ξέρεις.
Στα παραμύθια με κατάγματα
πάντα έδινα ασπιρίνη με ζάχαρη.
Πυριφλεγώς, Βαρβάρα
ΧΑΜΗΛΕΣ ΟΚΤΑΒΕΣ (2013)
Χαμηλές Οκτάβες
ΝΥΧΤΑ ΣΤΟΝ ΕΛΑΙΩΝΑ
Ροζάρια νύχτας.
Αστέρια που κρεμάστηκαν διάπυρα.
Πουκάμισα σιωπής
φορεμένα
στη μικρή αυτή γιονιά του κόσμου
που όλες κι όλες οι αγυρτείες
είναι να στήνεις δόκανα
σε σκιές αλεπούδων
που έρχονται για το έθιμο.
Φεύγουν όπως ήρθαν
ξεκαρδισμένες σε φασματικά γέλια.
Λεχώνες ελιές
φορούν γαλαζωπά τις νύχτες
πίνοντας αψέντι από φεγγάρι.
Το δύστροπο βέλος του εαυτού
ησυχάζει τις νύχτες τούτες
και δεν φορώ
κανένα δαχτυλίδι προδοσίας
στα δάχτυλα
που άρμεξαν
τους μικρούς θεούς
των φυλλωμάτων.
Και
Το ποίημα το ξέρει.
Και γεννιέται ατάραχο.
ΑΠΟΦΡΑΔΑ
Η γυναίκα κοιτούσε
παράξενα προς τα εκεί·
έναν καταρράχτη που σπάει
το καύκαλο της γης –
η αυτοκτονία των νερών
ωραία τη συνεπαίρνει.
Δεν μιλά, δεν γελά, ούτε και κλαίει.
Έχει την τρομερή όψη αγάλματος
που έμεινε πολύ καιρό χωρίς φως.
Ο θόρυβος των νερών
της φέρνει παραζάλη
που δεν προειδοποιεί
μόνον υπόσχεται
υπόσχεται
πως ακόμη και στ’ απολιθώματα
κάποτε κορυφώνεται τ
ο εφεύρημα της λυτρωτικής ταραχής.
Τα γυάλινα χέρια της σιωπής
θα σπάσουν σύντομα
απ’ το λαχάνιασμα του αέρα
καθώς τη σπρώχνει.
Κάτω από ελάφια ατμών
λέξεις αόρατες
από ένα στόμα που άνοιξε άηχα·
έτσι τουλάχιστον φάνηκε στα
ξαφνιασμένα πουλιά.
Σώμα επίλογος.
Με το ανάθεμα της συντριβής.
ΤΟ ΛΑΛΗΜΑ
Το λάλημα του πετεινού
το σταυρώσαμε εκεί πέρα
στα ομιχλιασμένα χωριά
εκεί που θάψαμε ιστορίες
όσες αλήθειες δεν αντέχαμε.
Εκεί που αφήσαμε μόνο κι έρημο το φεγγάρι,
να ξερογλείφει τα σκελετωμένα σπίτια.
Μόνο αναστάσιμα τα συλλογιόμαστε
εκείνα τα χωριά.
Αναστημένος και ο πετεινός τρις ξανακουδουνίζει.
ΖΩΓΡΑΦΟΣ
Με της ζωγραφικής τα σύνεργα
–σα να λέμε μ’ ένα καλάμι ψαρέματος–
βγήκε ν’ αγκιστρώσει
το θολωμένο τοπίο
και να το σύρει στον καμβά.
Να εμβολίσει μέσα του
κι ένα Εγώ καμώνοντας πως δεν.
Και με ταχύτητα μιας μπόρας
κρέμασε τον ουρανό ανάποδα
μικρά κέρματα για αντίβαρο
και τη σκιά ενός ανθρώπου
που διώχνει το αύριο απ’ τους ώμους.
Από τη θάλασσα ξερίζωσε
ένα μπλε που δεν το είχε ξαναδεί.
Το αραίωσε κρεμώντας στο πινέλο
δολώματα πουλιών.
Μα η θάλασσα επέμενε να σκουραίνει κι άλλο
ώσπου μαύρισε.
Συγχύστηκε…
Η ζωγραφιά εκτυλίχθηκε ανέντιμη.
Τι τον σκλήρυνε τόσο να χαλάσει τη θάλασσα;
ΠΙΝΟΚΙΟ
Σκουριασμένο σούρουπο
με θύλακες νύχτας να παραμονεύουν
γωνία ασήμαντης οδού και βορεινής ακτής
μιας σύμπτωσης,
άγγιξες την άκρη του βιαστικού παλτού μου
και σταμάτησες.
Φύσηξε για λίγο μια άρρωστη νιότη
πολύ λίγο, να, ώσπου να πάρεις σχήμα.
Ψέλλισες κάτι. Σε άγνωστη γλώσσα μού φάνηκε.
Νόμισες πως εντυπωσιάστηκα.
«Μα είσαι πεθαμένος από χρόνια»,
σου είπα ατάραχα, δεν το ήξερες;
Σε κήδεψα σ’ ένα φριχτό κήπο
από μπελαντόνες στη μέση της θάλασσας.
Γύρω γύρω άλειψα άβυσσο σιωπής.
Τη μύτη σου την κήδεψα χωριστά
σ’ ένα κουτί από αμίαντο
γιατί άνθιζε ψέματα συνεχώς.
Το όνομά σου το ’τριψα στα πουλιά
που ’θέλαν να πεθάνουν.
Τον όρκο σου τον κρέμασα
στο φεγγάρι, να σκιάζονται
τα μικρά κορίτσια
πριν κερώσουν με το αίμα τους
το νήμα της αγάπης».
«Τι να την κάνω τη συγγνώμη σου τώρα;»
είπα και συνέχισα το δρόμο μου
βάζοντας δυο κέρματα
στα μάτια του γέρο-ζητιάνου
που άκουσε τα ιώδη και πέτρωσε.
Στο μεταξύ είχε νυχτώσει πολύ. Μέσα κι έξω από το σώμα.
Η ΔΑΝΤΕΛΕΝΙΑ ΤΥΧΗ ΤΗΣ ΆΝΝΑΣ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΩΝ ΜΠΟΛΕΫΝ
Mε ατρόχιστο μαχαίρι κόπηκε ο καθρέφτης που σε ρίζωνε δίδυμη άμπωτη.
Πώς σε δαντέλωσαν τα κύματα του αίματος – Σφαγμένη τόσο!
H νύχτα, με δαντελένιο πέλεκυ, κόβει το λαιμό της ημέρας.
Τα πάντα βάφονται με αίμα στο σούρουπο.
— Πριν από οχτώ ζωές καρατομήθηκα, αγάπες μου,
απεικόνιση στείρα του διαβόλου
γι’ αυτό και ξέρω
πώς είναι με ορθάνοιχτα μάτια να κυλιέσαι στo καλάθι.
Το τελευταίο πράγμα που άκουσα
ήταν το ψιθύρισμα της ψάθας.
Το κεφάλι της ημέρας πέφτει στη θάλασσα.
Καθότι καλάθι
δεν βρέθηκε πρόχειρο.
Το ψιθύρισμα πάντως τ’ ακούω.
Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΕΡΜΙΝΑΣ ΝΤ’ ΕΠΕΣΤΡΟΦΑ
«Το ’χεις, άραγε, συλλογιστεί, μικρό αγριοπερίστερο,
πως ξοδεύεται τόσος ουρανός στο πέταγμά σου;
»Το ’χεις, άραγε, συλλογιστεί, μύρτιλο σύγνεφο,
πως το ανυπεράσπιστο κλαδάκι της γαζίας
τρέμει όταν δακρύζεις;
»Το ’χεις, άραγε, συλλογιστεί, ενδόμυχη γύρη λιακάδας,
πως, στις μικρές αγκαλιές των λουλουδιών,
σου κρύψανε το σώμα;
»Το ’χεις, άραγε, συλλογιστεί, εκμαγείε Ενεστώτα,
πως υπέροχα κόβεσαι μες στη λεπίδα των εξαφανίσεων;»
Μελάνια τρέχουν.
ΧΑΜΗΛΕΣ ΟΚΤΑΒΕΣ
Της νύχτας ο λευκός γιατρός
πληγιάζει τη φανταστική μου πόλη.
Η σιωπή γκρεμίζει τα νερά εδώ.
Ξύλινα σκυλιά λιμάζουν
αθόρυβα ρίχνοντας τον κλήρο
της σκιάς.
Και στα παράθυρα κρέμονται
τρύπια καπέλα
μ’ ανθρώπους μέσα.
Αυτό που κάνουν είναι να πηδούν
πότε πότε στο κενό
και μόνον τότε
ακούγεται ο ουρανός
και ο σφυγμός του μετάλλου του
στις πιο χαμηλές οκτάβες.
Παράξενη ορθοδοξία!
ΟΔΥΝΗΡΟ ΦΩΣ
Mε φωτεινά δάχτυλα
τάματα ήλιου
τρυπούν το ζάμπλουτο μαύρο
της τιμωρημένης κάμαρας.
Τιμωρημένη
γιατί κράτησε αδιάφορη
το σώμα του πατέρα
σιωπηλό και παγωμένο που
παρά τα κλάματα και τις ικεσίες
δεν άλλαζε κατάσταση. Ώστε τα λόγια και οι ματιές
χτυπούσαν σε κάτι σκληρό
και ξαναγύριζαν ορφανά
και άχρηστα φέρνοντας
πόνο οξύ και ασίγαστο.
Στη θύμηση
αυτής της σκληρής και
απαρηγόρητης εικόνας
τα φωτεινά δάχτυλα
του μικρού σώματος του ήλιου
δεν σχεδιάζουν στο σκοτάδι της
κρύας κάμαρας
παρά τη μορφή του πεθαμένου πατέρα
που του ξεσκεπάσαμε το πρόσωπο
μόνον όταν το αυγινό φως
μας πρόσταξε πως ήρθε η ώρα
να πιστέψουμε ότι αυτό το
παγωμένο ξύλο
δεν πρόκειται ξανά ν’ ανθίσει
μακάρι όλο το φως του κόσμου
να το βρέξει.
Μέλισσες σφουγγαρίζουν τις κοιλάδες
EΝΔΟΜΥΧΗ BΡΟΧΗ
Και γιατί ν’ αποστομώσεις τα σύννεφα;
Θέλεις να κλάψεις, κλάψε εαυτέ
αλλά χωρίς επιτήδευση, παρακαλώ.
Έτσι κι αλλιώς τη μεταξωτή διαλεκτική των νεφών
ούτε που ξέρεις να τη διαχειριστείς.
Το πολύ πολύ ν’ αυθαδιάσεις
καμώνοντας πως είσαι το λεπτό φτερό
μιας υδρόφιλης alaotra.*
Μα δεν θα πείσεις.
Δεν έχεις εκτίσει ποινές ουρανού
σαν μελανόμορφη βαρυποινίτισσα
ούτ’ έλιωσε στο στόμα σου
κανένας κεραυνός της προκοπής. Μόνο φοβέρες.
Δεν έχεις καν γλείψει τη γνώμη ενός βουνού
δεν έχουν σχιστεί τα χείλη σε κατάρτια
ούτε έχεις κλωσήσει τόνους νερού ανθηρού
μες σε φωλιές από αέρα
κι ύστερα φιλώντας το
να το μοιράζεις αλύπητα στα πεινασμένα ύψη.
Όχι, δεν μπορείς ν’ αποστομώσεις τα σύννεφα
και κυρίως δεν ξέρεις από θέατρο.
Κλάψε λοιπόν σαν άνθρωπος και μη με σκοτίζεις.
Εαυτέ.
* alaotra grebe: είδος πάπιας που τείνει να εξαφανιστεί.
AURELIA
Ανήλικη νύχτα άλλου πλανήτη μάλλον
αφού τρώγοντας άστρα ωμά
βουλιάζει το στόμα και
αποχτούν φτέρωμα
οι ξεχασμένες κλειδώσεις.
Φταίει που κάτω απ’ το κρεβάτι
κοιμάται ένα ξύλινο πουλί
πάνω σε σάπιο φύλλο.
Καμιά φορά τινάζεται
και με ρωτάει:
«Θα δηλητηριαστώ
από την Άνοιξη, μανούλα;»
Οι πορώδεις εποχές απορροφούν μεγάλο φως
σ’ αυτόν τον παράξενο, πουλί μου, πλανήτη.
Φάε όση κίτρινη χλιδή προλάβεις.
Κι ύστερα, έλα
να με γεμίσεις γάλατα
αφού σε γέννησα
χωρίς να έχω γεννηθεί.
ΣΥΜΜΕΙΚΤΗ ΤΥΡΑΝΝΙΑ
Τα δικέφαλα βράδια
για όσα πέφτουν απ’ τις τσέπες του Κόσμου
μιλά ο ποιητής σαν εγγαστρίμυθος.
Οι ρόδακες των ματιών εποπτεύουν
οι ρίζες των σωθικών
από κοράλλι των νοτίων θαλασσών
αναδεύονται.
Ωστόσο μια μακρινή ραφή
από τους αγγελότοπους ίσαμε
τα μοχθηρά πύρινα λιβάδια
σπάει σε τόπους τόπους
σύμμικτη τυραννία εκλύεται –
κλείνει σαν στρείδι και
ανοίγει σαν λωτός
Τα πρόχειρα χέρια
θα κάνουν εντέλει ό,τι χρειαστεί.
Το παράξενο είναι πώς έχει ακόμα χέρια ύστερα απ’ αυτό.
ΓΚΡΙ ΛΙΝΑ ΤΣΑΛΑΚΩΜΕΝΑ
Στο τραπέζι της η Πασιφάη
και τα ποτήρια από κέρατο
τα σημειώματα δίναν και παίρναν
με τους οινοχόους να χασκογελούν.
Η Πασιφάη
τα βράδια χαμογελούσε
με το ’να φρύδι σηκωμένο
όταν κερνούσε
γλυκό κρασί τον Μίνωα
στα κεράτινα ποτήρια.
Εκείνα τα βράδια
που ανενόχλητη ασελγούσε
στον Ταύρο του θεού.
Στο πάτωμα
τα θλιμμένα νύχια της
γίναν με τα χρόνια
δέντρα.
Δέντρα με ρίζες
ίσαμε τα σπλάχνα του Λαβύρινθου.
ΤΑ ΘΡΥΨΑΛΑ ΤΗΣ ΜΕΝΤΑΣ
II
Την πέτρινη ώρα
στυγνέ εαυτέ
πώς με κελαηδάς
εγγαστρίμυθα!
Φεγγάρι εγκάρσιο
σε αποτυγχάνει.
Στη λέξη εκπνεύστε με αποβάλλεις.
Πλάκα έχεις!
ΟΙ ΚΡΑΜΠΕΣ ΤΗΣ ΤΕΛΕΙΩΣΗΣ
ΙΙ
Προβατάκι στη σκουριά του κειμένου
στα πεδινά των λέξεων αιμορραγεί.
O λύκος του φεγγαριού ηχεί εκ γενετής
ανίατος.
Δεν μικραίνει με τίποτα το στόμα του.
Στο πρανές του γραπτού παλινδρομεί και γοά
αδιάβαστος.
Προβατάκι υφάνθηκε στα δέντρα
με λιβάνι μελάνης αρχαΐζουσας.
Για τον οβολό του μύθου: το βαρύ πένθος του ταμπάκου
και μια ανεμόσκαλα.
ΑΥΤΑ ΕΙΧΑ ΝΑ ΠΩ ΚΙ ΟΧΙ ΑΛΛΑ
Χλωμά αδέρφια μου
όταν όλα γύρω δαγκώνουν
η σκορδαλιά των φωνηέντων
ευπρεπώς τα ναρκώνει.
Κι έτσι
στα χωνιά των γραπτών
αλάτι ο χρόνος και βάλσαμο.
Αυτά είχα να πω και όχι άλλα
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΒΑΘΙΑ ΣΤΟΝ ΚΥΚΛΟ Ν’ ΑΝΕΜΙΖΕΙ
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ
FRACTAL 9/7/2024
Ο ήδη αμφίσημος στα ακούσματα και ανατρεπτικός τίτλος της πέμπτης συλλογής της Στέλλας Δούμου, Βαθιά στον κύκλο ν’ ασημίζει [as’ ton/kiklona/asimi/ àsimi zei], μάς προετοιμάζει για ένα ανατρεπτικό γλωσσικό σύμπαν και για μια ευφάνταστη ποιητική παρουσία, ούσα πιστή η ποιήτρια σε παλαιότερα γνωρίσματα της ποιητικής της. Οι στίχοι δε των ποιημάτων «Λευκότερος ο χρόνος», Κι όλα μαζί μια ασημένια αναμονή/Σε χρόνο που κυλάει παγωμένος/Ήρεμα που κουφαίνονται τα μάτια στο σκοτάδι, «Boule de neige», Η κρύα λάμψη των κρατήρων και «Το μύρο», Και το ματάκι του αστρίτη φεγγαράκι λαμπρό/Προκομμένη μου σκέψη/Στάζεις το μύρο των καταβολών·/Πάντα ένα σπέρμα ένα κλαδί φεγγίζει υπό γωνία/Να ’χεις να πιάνεσαι χλιμιντρίζοντας, εκεί/Στα αδέσποτα των αναμμένων ρημάτων μπορούν πιθανώς να χρησιμοποιηθούν και ως οδηγός σε σχέση με τον τίτλο και τα περιεχόμενα της συλλογής, υπό την έννοια της γενικής αίσθησης, ύστερα από την ανάγνωσή της.
Ο υποκειμενικός χρόνος, ο θάνατος (με την επανάληψη ποιημάτων που σκηνοθετούνται μες στη νύχτα), οι ματαιώσεις και η αγωνία, το πάγωμα ως απάντηση του σώματος σε ριπές πραγματικότητας (συχνές αναφορές σε χιόνι και κρύσταλλο), στο οποίο αναφερόμαστε συχνά και ως «λευκό κενό», αλλά και η λειτουργία της ποίησης ως φέγγος στο σημείο συνάντησης του άφατου με τον θάνατο είναι στοιχεία που εγκιβωτίζονται στην κοσμοαντίληψη της ποιήτριας. Ο εξαιρετικός δε πίνακας της Φωτεινής Χαμιδιελή, που κοσμεί το εξώφυλλο, συνιστά μιαν εύστοχη εξπρεσιονιστική συμπερίληψη (και δη με την παρουσία του κύκλου) των όσων ο τίτλος υποδηλώνει.
Πιο συγκεκριμένα, η θεματική των ποιημάτων αφορά στον έρωτα, τον θάνατο, την αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου, την Τέχνη –ποιήματα για τον Γιαννούλη Χαλεπά και τον Ιdir (μουσικό της Αλγερίας)–, την ίδια την ποίηση (ποιήματα ποιητικής), ενώ δεν απουσιάζει ο σχολιασμός της κοινωνικής πραγματικότητας – πόλεμος, προσφυγικό, ποιήματα αφιερωμένα στον Ζακ Κωστόπουλο και στον Αλέξη Γρηγορόπουλο. Η συλλογή περιλαμβάνει τριάντα ποιήματα (τα περισσότερα σε κλασική φόρμα) και κάποια πεζοποιήματα (κυρίως σχολιασμού ή διαπιστώσεων με λυρικούς τόνους).
***
Οι σουρεαλιστικές καταβολές των παρελθοντικών ποιημάτων είναι ορατές και στην παρούσα συλλογή αλλά μέσα από μια διαφορετική πλέον οπτική, λιγότερο ερμητική και με μεγαλύτερη εν συνεχεία επεξεργασία, ώστε αφενός να παράγεται ο ερεθισμός του ασυνειδήτου και να προκαλούνται ανατροπές, αφετέρου να παρατηρείται και μία πιο δεμένη συνύπαρξη με το όλον, με άξονες περισσότερο ορατούς που υποστηρίζουν τη σύλληψη της εικόνας, Και ψάρια στης μασχάλης τη σπηλιά («Οι φανέλες»), Αχ, ίλιγγος στην ακοή το χεράκι σου/Που ψέλνει την αντάρα του χαδιού («Το βαλς των ηττημένων»), Που η σελήνη ξερνά στη λίμνη/Λευκά κουφέτα («Μικρή εξωτερική σκηνή, Πλάνο ΙΙ»).
Από την άλλη, θα ήταν παραπλανητικό να ειπωθεί ότι η Δούμου συνεχίζει στη γραμμή των σουρεαλιστών, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονταν στο ξεκίνημά τους, μέσω της αυτόματης γραφής, ούτε για την αισθητική ούτε για την ηθική, και πολύ περισσότερο δεν θεωρούσαν την πράξη της γραφής ως λογοτεχνία αλλά κυρίως ως πολιτική πράξη με κοινωνικούς καρπούς παγκοσμιότητας.
Η ανατρεπτική, έντονη και εξπρεσιονιστική εικόνα σχετίζεται με τον τρόπο και το ύφος που επεξεργάζεται τη θεματική της και σαφώς έχει την καταγωγή της σε αυτό που μάς άφησε ως παρακαταθήκη και απόηχο ο σουρεαλισμός, η στόφα όμως της ποίησής της σχετίζεται με τη διαχείριση του συναισθήματος στον ποιητικό λόγο. Είναι χαρακτηριστικά τα ποιήματα για τον Ιdir και τον Ζακ Κωστόπουλο, που έχουν έντονο λυρικό και ρομαντικό στοιχείο. Πόσω μάλλον όταν το τελευταίο («Ρίζα επιτάφια») με την προτροπή «ξένοι» και τη σχεδόν υπερφυσική εικόνα του Ζακ, που απομακρύνεται και ταξιδεύει, θυμίζει πολύ έντονα, μιλώντας γενικά, τον τρόπο των παραλογών και (μ’ έναν αναπόφευκτο συνειρμό) την παραλογή «Του νεκρού αδελφού» ~ Στα ξένα κει που περπατώ,/στα ξένα που πηγαίνω,/αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά,/ξένοι να μην περνούμε. Πέραν τούτου, η προσφώνηση «ξένε» έχει μακρά παράδοση, που ξεκινά από τα ομηρικά έπη – και ποιος είπε άλλωστε ότι το δημοτικό τραγούδι δεν συγγενεύει με αυτά;
Υπό την έννοια αυτή, θα τολμούσα έναν δικό μου όρο, στην προσπάθεια να κατανοήσω και να περιγράψω την ποιητική της, αυτόν του «εξπρεσιονιστικού νεορομαντισμού». Η διαφορά της ωστόσο με τον νεορομαντισμό έγκειται στο ότι το συναίσθημα υπονοείται μέσα από τα σκηνικά παραμυθιού και τη σκηνοθετική εξέλιξη των φράσεων και ότι η ποίησή της δεν είναι χαμηλών τόνων. Στην ποίησή της ενδιαφέρει κυρίως η αποτύπωση της εντύπωσης που προκαλούν τα πράγματα στο ποιητικό υποκείμενο όταν συλλαμβάνονται. Είναι η εικόνα που εγκιβωτίζει το συναίσθημα, και όχι το συναίσθημα που μιλάει για τον εαυτό του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το συναίσθημα βρίσκεται στο κέντρο, όχι όμως ως κομβίον παραγωγής δακρύων, αλλά ως καταγραφή με διαμεσολαβημένο τρόπο. Αυτό το «φίλτρο» συνιστά και τη ρήξη με το νεορομαντικό πλαίσιο, το οποίο, εν είδει εξομολόγησης μέσα από μια αίσθηση εγκατάλειψης, αφήνει το ποιητικό υποκείμενο εκτεθειμένο σε μία ευθραυστότητα απέναντι στην πραγματικότητα. Στην περίπτωση της Δούμου, υπάρχουν πιο έντονες γραμμές ανάμεσα στη σφαίρα του ιδιωτικού και του δημόσιου.
Επιπροσθέτως, η ποιήτρια δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο συναίσθημα, αλλά προχωρά και στον τρόπο που η συναισθηματική φόρτιση καταποντίζει το σώμα, περιγράφοντας τη σωματική εμπειρία της ψυχικής οδύνης. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του ποιήματος που είναι αφιερωμένο στον Αλέξη Γρηγορόπουλο, Σε θυμάμαι, Μητέρα, να ψάχνεις όνομα/Και τόπο να σταθείς όταν/Ριπές από άλιωτο φεγγάρι/Γαζώνανε το κόκαλο/Και μες στη φλέβα χτυπούσε σύγκρυο/Από άγνωστη θύελλα […] Άλαλος ουρανός μ’ έκανε εξάψαλμο σφυγμό/Στα ερειπωμένα σπλάχνα κομητών/Και δίφθογγο θεό στο αδειανό σου στόμα. Είναι ξεκάθαρο συνεπώς ότι στην ποίησή της ανευρίσκεται μια αποστασιοποιημένη ευαισθησία –κάποτε και μια τάση διακριτικής κριτικής και ειρωνείας–, καθώς η ποιήτρια αποκαλύπτει την ψυχική ένταση με συνεχόμενες εικόνες, σε μια απόπειρα να προσεγγίσει και να λειάνει διά του λόγου την όποια τραυματική εμπειρία.
Η προσωπική μου ανάγνωση λοιπόν συναντά έναν σπειροειδή εγκλεισμό μιας βιωμένης κατάστασης, ένα οριζόντιο και όχι κάθετο ανάπτυγμα, που σημαίνει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις απουσιάζει ο άξονας αφηγηματικής εξέλιξης (ή είναι ελαφρά διακριτός), καθώς υπερισχύει ένα συνεχόμενο κέντρισμα αυτού που συνιστά το κέντρο ενδιαφέροντος, μια διαδικασία δηλαδή απολέπισής του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργούνται «μπουκέτα» συναισθηματικής φόρτισης (καθώς η ένταση συλλέγεται σταδιακά), που επιτρέπουν στον αναγνώστη να εισχωρήσει σε ένα ανοίκειο σύμπαν, χωρίς όμως να εκβιάζουν το συναίσθημα, πράγμα που σημαίνει ότι το ποίημα αποκαλύπτεται ιεροτελεστικά και ύστερα από πολλαπλές αναγνώσεις.
***
Η ποίησή της είναι γλωσσοκεντρική: κύριο μέλημα της Δούμου είναι η γλώσσα και η διεύρυνση των νοημάτων τόσο μέσα από τις λέξεις που επιλέγει όσο και μέσα από την ανατρεπτική τους συνύπαρξη εντός του κειμένου. Πάντως, τίποτε δεν μοιάζει δεδομένο ή ξανά ειπωμένο. Πάντοτε υπάρχει αυτή η αίσθηση του ανοίκειου, που, για να εμπεδωθεί από τον αναγνώστη, απαιτεί από μέρους του μια συνάντηση: το ίδιο άνοιγμα προς τη γλώσσα και την προοπτική της, καθώς επίσης και την κατάκτηση της λειτουργίας του συμβολικού και του φαντασιακού. Ή αγαπάμε πολύ αυτόν τον τρόπο ή είναι εντελώς απορριπτέος από την αντίληψή μας.
Γυμνάζεις στην αιθάλη του σφυγμού/Άηχα του έρωτα φτερά («Στο βάθος») ~ Χιονίζει μέλισσες και οι λωτοί ανασαίνουν παράξενα («Φεγγάρι της Γιοκοχάμα») ~ Και μετά να γυρίσεις στο δωμάτιο/Να γράψεις μια βροχή/Από φθαρτές λάμψεις, σε χαρτί μεταξωτό («Ζήτημα αίσθησης») ~ Στις αορτές νερών ακίνητων φθάνει ολοδιάφανος («Ρίζα επιτάφια»).
Ασφαλώς και δεν είναι υποχρεωτική η σύμπραξη προς την κατεύθυνση αυτή – η ποίηση άλλωστε αυτού του είδους θα λέγαμε πως σχετίζεται με την ιδιοσυγκρασία εκάστου σε σχέση αφενός με την ποιότητα και την ποσότητα της αισθητικής που είναι διατεθειμένος να καταναλώσει και αφετέρου με τον αν αντιλαμβάνεται την ποίηση ως προϊόν άμεσης και άκρατης ψυχικής αποφόρτισης, ανώδυνης σύλληψης και εξίσου ακάματης κατανάλωσης. Πάντως, στην περίπτωση της Δούμου, η γραφή είναι σπινθήρας ιδιαίτερης και επίμονης επεξεργασίας.
Η ποίησή της βρίθει παρηχήσεων και ανατροπών: Γιατί εγώ/ Πλευρίζω τους δαρμένους σκύλους του χειμώνα./ Τους ράβω τ’ αθόρυβά τους κλάματα (άτιτλο) ~ Άλαλος ουρανός μ’ έκανε εξάψαλμο σφυγμό/Στα ερειπωμένα σπλάχνα κομητών («Σε θυμάμαι, Μητέρα, να ψάχνεις όνομα και τόπο να σταθείς») ~ Και τ’ αλεξίπυρα του έρωτα εγκόλπια («Οι φανέλες») ~ Aνοίγω την ομπρέλα κι επιθυμώ το ρήμα εκείνο που μεταμορφώνει τη στάχτη σε άνθρωπο («Boule de neige»).
Επιπλέον, στην ποίησή της απαντούν δεύτεροι ήχοι εντός των λέξεων – μια ασυνείδητη επιλογή που δημιουργεί παράλληλους άξονες εντός του κειμένου, συνδέοντας τα φαινομενικά ασύνδετα και διανοίγοντας το νόημα· Και δίφθογγο [ogo] θεό στο αδειανό σου στόμα («Σε θυμάμαι, Μητέρα, να ψάχνεις όνομα και τόπο να σταθείς») ~ Ένα αγόρι με πένθιμα μάτια είναι/Ψάλλει με στόμα [mesto] από λάβδανο [love] («Η εκκρεμότητα της Μπελβίλ»)· λέξεις που μπορούν να ακουστούν είτε με ομόηχο τρόπο είτε να υπονοήσουν συγγένεια με διαφορετική έννοια (μια ασυνείδητη επίσης επιλογή), Φοράει το μαύρο μέλι [μέλλει] των σκιών και προχωράει/Περνά πειθήνιος δίπλα απ’ αναμμένα μήλα [μένα/μίλα] («Ρίζα επιτάφια») ~ Οι συκοφαντίες περιέχουν πολύ λίπος [λείπω/λύπη] («Σκουριά σινδόνη»)· συνειδητή επιλογή λέξεων που έχουν διπλή σημασία, Βρίσκω ένα κουμπί απ’ το πουκάμισό σου./Το γυρίζω μηχανικά σαν το κουμπί του ραδιοφώνου («Boule de neige») ~ Με χίλια χείλια, με στέρνα αστέρινα, με φλέβες φλοίσβες («Φανέλες», οι συνηχήσεις παρούσες επίσης)· συνηχήσεις, Η γαζία ρίχνει νύχι στο παράθυρο («Αχ, σαν περνούν με καλαθάκι»).
Ωστόσο η ποιήτρια δεν εισάγει καινά δαιμόνια στη διαχείριση της γλώσσας με αυτόν τον τρόπο. Προσεκτικές αναγνώσεις και άλλων ποιητών που έχουν μεγάλη έγνοια για τη γλώσσα, τη μουσική και τους ρυθμούς στην ποίηση, και γράφουν από αυτόν τον «τόπο» θέασης, σύλληψης και βίωσης των πραγμάτων, θα μας αποκαλύψουν τη συγκεκριμένη ποιητική λειτουργία· αυτήν τη λειτουργία που δεν μιλάει για τα πράγματα, αλλά μιλάει τα πράγματα, μέσα από μία διαδικασία ταυτισιακής σχέσης κατά την ποιητική τους απεικόνιση.
Προφανώς λοιπόν δεν συνιστά, επί παραδείγματι, φληνάφημα η φράση που αναφέρεται στους πρόσφυγες και για την οποία μια πρώτη ανάγνωση δεν είναι αρκετή, Ράβουν τα κλάματα σε σημαία χωμάτινη («Σκουριά σινδόνη»). Μπορεί πιθανώς να προτιμούσαμε να μας μιλήσει κάποιος «ορθά κοφτά» για «κλάματα», «λασπωμένα πρόσωπα» και «χώρες συντρίμμια», με το επιχείρημα της «αμεσότητας», της «απλότητας» του νοήματος (καθώς το «νόημα μετράει») και το επιχείρημα του ίδιου τελικού αποτελέσματος. Πράγμα όμως που είναι και αναληθές και παραπλανητικό και ισοπεδωτικό. Πρόκειται για δύο εκ διαμέτρου αντίθετες συλλήψεις με δύο εκ διαμέτρου διαφορετικά αποτελέσματα, αφού έτσι κι αλλιώς το «πράγμα» αποκτά υπόσταση διά μέσου του τρόπου που συλλαμβάνεται και ονοματίζεται από τον θεατή του κατά την αλληλεπίδραση.
Το αποτέλεσμα ως εκ τούτου είναι διαφορετικής τάξεως, διότι τόσο ο εγκέφαλος όσο και ο ψυχικός κόσμος του αναγνώστη διακινούνται με νέο τρόπο μέσω της πολύσημης εικόνας, της ανάλυσης που απαιτείται, της παρουσίας και του συσχετισμού των νέων παραστάσεων· επομένως η ανοίκεια απεικόνιση της πραγματικότητας συνιστά εφαλτήριο πολύπλοκων και επιπρόσθετων σκέψεων και άλλης φύσεως συναισθηματική εμπλοκή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο αναγνώστης εισέρχεται σε μια νέα οθόνη του κόσμου. Που ονομάζεται Τέχνη.
Η νύχτα κόβεται στην πλάτη/Και φλουπ, ανεβαίνει ένα φεγγάρι/Ξυρισμένο και γυμνό/Έτοιμο να γίνει βάσανο στη δυστοπία εκείνη/Όπου σφυρίγματα αναχώρησης/Αναστατώνουν τους ορίζοντες./ Τα φώτα ανάλγητα δείχνουν/Χλωμά πρόσωπα ανθρώπων/Που άηχα ανοίγουν το στόμα/Σαν ψάρια που ψυχορραγούν/Και χάνονται/Άλλοι για λίγο/Άλλοι για πάντα./Γυμνή στις αποβάθρες η ζωή/Λιώνει τους αποχαιρετισμούς/Κι η νύχτα κόβεται στην πλάτη («Μέσα από τζάμι θολό»).
Εάν η ποίηση αντιστέκεται σε μία βδελυρή πραγματικότητα που μάς διαλύει, και τη σχολιάζει, χρέος της δεν είναι η ψυχική κινητοποίηση του αναγνώστη ούτε με τη δημοσιογραφική πληροφορία ούτε με την ωμή μεταφορά της τηλεοπτικής εικόνας, αφού υπάρχουν άλλοι περισσότερο ταλαντούχοι (και λίαν επικίνδυνοι) που ασχολούνται με αυτό. Η ποίηση λειτουργεί, την ίδια στιγμή, εντός και εκτός πραγματικότητας, κουβαλώντας όλο το βάρος και το βάθος της και τοποθετώντας ένα ολισθηρά έντεχνο χαλικάκι κάτω από τα πόδια μας. Κι αυτό ως υλικό βρίσκεται στον αντίποδα των ασφαλτοστρωμένων δρόμων, κι αποσκοπεί (με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία) στη μετακίνηση του αναγνώστη από τη βολή του, τα ειωθότα, τα τετριμμένα, τα ανώφελα – και μάλιστα με τον τρόπο εκείνο που τη θέλει (ως το ανώτερο είδος του έντεχνου λόγου) να επαίρεται για τη φαντασία, την πυκνότητα, τη μουσικότητα και την πολυσημία των νοημάτων της.
Σ’ ένα κρεσέντο μεταμορφώσεων κι εξαφανίσεων/Ο χρόνος βραχνό ακορντεόν/Κι ένας φιόγκος πελώριος από τριχιά/Πνίγει με τέχνη τους ανύποπτους («Αχ, σαν περνούν με καλαθάκι»).
Συνεπώς, τα κείμενα που ως πρώτο τους σκαλί και πρόθεση έχουν να αναπλάσουν τον κόσμο λεκτικά (και είναι πολλοί και διαφορετικοί οι τρόποι που λειτουργούν προς αυτή την κατεύθυνση) συνιστούν πρωτίστως μια τίμια άσκηση εσωτερικής ανατροπής, σκληρής εργασίας και χρήσης νυστεριών για την αποδόμηση και επαναδόμηση του εαυτού (όσο τού αναλογεί και όσο μπορεί καθένας). Είναι όμως μια καλή πρόθεση, μια αρχή και μια πρώτη συνείδηση της ανεπάρκειάς μας.
Στον χρόνο ζούμε δήθεν ασκημένοι/Σημαδεύοντας με σάλιο και καπνό/Τα μελλοντικά σημεία κοπής μας./Γλώσσα κρεμάμε στο καρφί/Στον άνεμο τη σκιά μας («Ο χρόνος και τα κόκαλα»).
Υπό την έννοια αυτή, η ποίηση είναι φύσει «επαναστατική» στη δόμησή της, αφού μάς επανοδομεί διά μέσου ενός άλλου λόγου, που αντικρούει τον τρόπο της συμβατικής ομιλίας· έναν λόγο στοιχειωδώς επικοινωνιακό, δημοσίων σχέσεων, οικονομικών συναλλαγών, και εξουθενωτικά βαρετό, ο οποίος έχει τα ηνία της διαχείρισης και της κατασκευής μιας εξίσου βαρετής και επώδυνης πραγματικότητας. Ο ποιητικός λοιπόν λόγος που συλλαμβάνει τους κινδύνους αυτούς –και δεν στέκεται απλώς σε μία θεραπευτική ψυχική εκτόνωση ή/και σε μια φαντασίωση «ηγετικού λόγου– αρνείται εκ θέσεως να κατασκευάσει «πραγματικότητα» με το ίδιο μαχαίρι απ’ το οποίο κατακρημνίζεται ο κόσμος. Η ωμότητα δεν είναι αξιοσέβαστη υπόθεση. Αναπόφευκτα, η ποίηση που τίθεται έτσι απέναντι στον κόσμο δεν υιοθετεί τους απεχθείς τρόπους της πολιτικής ομιλίας, του άκαμπτου και μονοδιάστατου λόγου, πολλαπλασιάζοντας τον αντιαισθητικό και ηθικά προβληματικό της τρόπο.
Επί της ουσίας, αυτού του τύπου η ποίηση είναι βαθιά και αποκλειστικά πολιτική στη σύλληψή της ως δράση και μόνον, και ως τέτοια λειτουργεί σε άλλα επίπεδα συνείδησης ικανά να πυροδοτήσουν εμμέσως και εν τω χρόνω αλλαγές στον αναγνώστη, εάν το επιθυμεί. Είναι λογικό σφάλμα να ισχυρίζεται κανείς ότι θα σώσει η ποίηση τον κόσμο, διότι αποδεδειγμένα δεν τον έσωσε έως σήμερα ποτέ. Και ακόμη μεγαλύτερη η καθήλωση στις δομές του παρελθόντος όταν θεωρεί κανείς πως η μεταμοντέρνα κατάσταση αναμένει τον λόγο του ποιητή για να προχωρήσει ο κόσμος. Είναι γνωστή η φράση του Αξελού «O πραγματικός κομμουνιστής πρέπει να κρατά στο ένα χέρι τ’ όπλο και στ’ άλλο τα βιβλία του Ρίλκε», όπως και η θέση του Σάμπατο που αποδίδει μεγαλύτερη αξία στον διανοούμενο, ο οποίος, αντί να μιλά την ώρα την ανάγκης, σηκώνεται και δρα.
Οι χαρές των ποιητών, μεταξύ άλλων,/Περιλαμβάνουν μπουκώματα με/Φωνήεντα από άλευρα και οξέα/Μια επανάσταση ωστόσο αδικαίωτη/Γιατί ενίοτε οι σκιές είναι μουγγές/Και αδιάθετες, τρόπον τινά, γι’ αυτοθυσίες./Γέφυρες που ξηλώνονται με νάζι/Τις κράσεις των μαστόρων αποσυνθέτουν./ Τόσα καρφιά στον βρόντο! («Τα καρφιά»).
Η ποίηση μπορεί ωστόσο να αντιπαρατεθεί επί της ουσίας ως Τέχνη και να λιμάρει εμμέσως πλην σαφώς την αντίληψη του αναγνώστη, για να σκεφτεί (εάν το επιθυμήσει) με μεγαλύτερο άνοιγμα τη σχέση του με τον κόσμο, ασκώντας ταυτόχρονα λογική και συναίσθημα και ενεργοποιώντας ολόκληρη την ψυχική δυναμική του. Γι’ αυτό η ανάγνωση της ποίησης που έχει τα χαρακτηριστικά αυτά είναι μια άσκηση μαθητείας στην πολύπλοκη σύλληψη και τους συσχετισμούς του κόσμου, και δεν συνιστά υπόθεση απλή.
Σε αυτήν λοιπόν τη λογική της «ανατροπής» κινείται έργω (και όχι απλώς λόγω πτερόεντι εν τω έργω –δομικά δηλαδή ως αντίληψη, και όχι επιφανειακά– και η ποίηση της Στέλλας Δούμου. Η οποία ασκείται σε αυτήν την προσπάθεια σύλληψης του κόσμου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προσκαλεί και τον θηρευτή αυτών των συγκινήσεων να τις γευτεί εκεί όπου, όπως γράφει η ίδια, Εντέλει γίνομαι αβαρής χαρταετός που/Παραδέρνει ελλειπτικά μέσα στο άρρητο («Τα περγαμόντα της Ανδρομέδας»). Όσοι δύνανται ας την ακολουθήσουν κι ας την απολαύσουν!
.
ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΠΟΥ ΕΓΡΑΦΕ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
selidestexnis.blogspot/3/4/2020
Η Στέλλα Δούμου γεννήθηκε το 1962 στην Αθήνα και κατάγεται από τη Μάνη. Τα νεανικά και μαθητικά της χρόνια τα πέρασε στην Αθήνα, τον Βόλο, τη Σμύρνη και την Καλαμάτα. Στην ενήλικη ζωή της, έζησε για ένα διάστημα στη Γερμανία, καθώς και για μικρά διαστήματα στις Η.Π.Α. Μιλά αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ασχολείται με τη δημιουργία κοσμήματος από φυσικά ή εναλλακτικά υλικά. Γράφει ποίηση, ποιητική πρόζα και πεζά σε μικρή φόρμα. Κείμενά της δημοσιεύονται σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. «Το άλογο που έγραφε» είναι η τέταρτη ποιητική συλλογή της.
Η ποίησή της χαίρει νοημάτων και συμβόλων «…μα οι παίχτες μοιάζουν με ξύλινα άλογα που έχουν κολλήσει στην πηχτή Ιουλίδα της σκέψης τους…». Στους στίχους της καταγράφεται ο έρωτας πατρίδων, που έμελλαν να αγαπηθούν: στο ΟΣΤΡΟΒΟ, παλαιά ονομασία του χωριού Άρνισσα του Ν. Πέλλας, ζωηρές περιγραφές, ιδιόλεκτοι και αιχμές που αγγίζουν το υπερκείμενο της προφορικής διήγησης συνθέτουν έναν λυρικό πεζό λόγο. Η σκληρή αλλά και ιδιόρρυθμα λυρική γλώσσα της μαρτυρά τη ποιητική καταγωγή της από ρίζες, οι οποίες ίσως να συγγενεύουν διακειμενικά με ποιητές που σημάδεψαν λογοτεχνικά τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Στην ποίησή της κατοικούν άψυχα όντα επιβεβαιώνοντας τη συμβολική διάθεση των στίχων της. Τα επιλεγμένα επίθετα που συναντά κανείς, καθώς και ο καλπασμός των ρημάτων κίνησης αποδίδουν ρεαλιστικές απεικονίσεις και περιγραφές που οδηγούν μοιραία σε συνειρμικές συνάψεις. «Φυτρώνει στον τοίχο ένα χερούλι…», «…Με διαβάζει ανυπεράσπιστη/ Μου σπάει το σαγόνι από έρωτα..».
Βαθιά είναι και η πολιτικοκοινωνική ματιά της ποιήτριας. Οι «…Δύο τρεις περίεργοι ένοικοι…», «Δεν είδαν δεν άκουσαν δεν ένιωσαν λυπούνται βέβαια/ Φεύγουν τώρα…», θα διαμαρτυρηθεί στο ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ. Σε επόμενο ποίημα τοποθετείται αυστηρά απέναντι στους «…ισορροπιστές…», καυτηριάζοντας τους οποίους, ενώ τους θυσιάζει και τους σκορπά παρωδημένους «…στα ηλίθια πεδία..».
Οι πικρές αναμνήσεις, ο θάνατος, οι απουσίες, το πένθος την απασχολούν βαθύτατα. «Σε όλα τα μυστήρια βρίσκεις λείψανα…» θα πει στο ΑΓΓΕΛΤΗΡΙΟ. Η ποίηση της Δούμου κινείται και αναπαράγει συναισθήματα: «…Έχεις πεθάνει σε χρόνο παρακείμενο αυτής της βροχής/Που σπάζει σε κομμάτια ό,τι βρει μπροστά της», ενώ ταξιδεύει σε δρόμους που θυμίζουν την κίτρινη σκόνη του νότου του Τζάκ Κέρουακ, όπως στην ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΑΞΗ: «Σκόνη στραβώνει κεραίες και πέταλα, θολώνει νερά/λύσε τα φρένα και πιάσε τα ερτζιανά/θα κοιμηθώ στο πίσω κάθισμα…».
Ο έρωτας, ανεκπλήρωτος ή όχι, αφήνει σημάδια ανεξίτηλα, βαδίζει πλάι με τη φθορά, το ανέφικτο, τον χρόνο, την απατηλότητα των ονείρων και το εφήμερο της ύπαρξης: «Άλογα αφήνιασαν στη φλέβα του πορτοκαλιού/ φωνή χυμού εκτός ελέγχου…». Ο έρωτας καταλήγει αδυσώπητος στην ποιητική κλίνη της Δούμου, «Της διάβαζε τα ποιήματα που έγραφε/ Ύστερα τα έπνιγε στον Ασβέστη σαν γατιά/Και την παρατούσε με λύσσα/Για να την κάνει να κλαίει…», οργίζεται κι αναπολεί, θρηνεί και διερωτάται μα δεν ξεχνά να βάψει κόκκινο το πάθος των συναισθημάτων της: «…Μια κόκκινη τρίχα στο περιθώριο των σημειώσεων/Και σε ρωτάω: γ-ι-α-τ-ί μ-ο-υ ά-φ-η-σ-ες τ-έ-τ-ο-ι-α φ-ω-τ-ι-ά;».
Ωστόσο, στιγμές, η ποιητική διάθεση της Δούμου καταφέρνει να χαμηλώνει τους τόνους υποκρύπτοντας πάντα τη συναισθηματική ένταση η οποία την χαρακτηρίζει, Η λόγος της ησυχάζει, καθώς περιγράφει το ταξίδι των λέξεων. γλυκαίνει: …Γλαφυρά νερά με έχουν κρυφά εξημερώσει/ Με κουφέτα ματιών με κοιτάζουν».
Ο ποιητής χαίρει ιδιαίτερης μνείας στους στίχους της Στέλλας Δούμου. Τον οραματίζεται ως μοναχικό «…λύκο…» σε δάσος που αναπνέει, σκέπτεται, ζει κι εκεί «…Μιλώντας για τον εαυτό του σαν να ‘τανε πολλοί…» επωμίζεται βαρύ σταυρό. Η γυναικεία ταυτότητα, υψώνει τη φωνή της λογοτεχνικά στοιχειοθετώντας την ισότιμη θέση της στον κόσμο των λέξεων, της τέχνης, της ίδιας της ζωής θέτοντας εαυτόν στο σύνολο «…σπλάχνων οργάνων που χορδίζονται…». Από τους στίχους της ξεπηδούν με τρόπο pizzicato οι αιχμές με στόχο να καταδείξουν στερεότυπα, «Αν και είναι ο τόπος στον αυχένα χτυπημένος κι έχει κλίση…», ενώ η «…στύση…», «..ξεμυτίζει..» συμβολικά για να δηλώσει τον ανδροκρατούμενο χώρο της επιθυμίας, της ελευθεριότητας, της πραγμάτωσης. Το θηλυκό σώμα οργίζεται για τον πόνο και την αδικία που υφίσταται. Η μάνα Δούμου υψώνει φωνή: «…Κι αν δεν με διακόπτατε ολοένα για να μάθετε/ Γιατί του παιδικούς κήπους της Μονζέιρα/ Βιάζονται κορίτσια/ Ή άραγε γιατί τα ρολόγια σταματάνε κάθε τόσο και πενθούν…».
Ο χρόνος επιστρέφει πάλι και πάλι στην ποιητική της διαδρομή, υφαίνεται στα πεζά της και υπενθυμίζει το εφήμερο του βίου: «…Οι εσπερινοί λωτοί βρίσκονται δύσκολα/ Και πώς να τους ξεπατικώσεις…», συνομιλεί με το θείο και τον θάνατο: «Το θέμα είναι, αγαπητοί,/ Πως μπαινοβγαίνει ο θάνατος στις μέρες/ Με μια σημαία πασπαρτού κι ένα γυαλόχαρτο…». «Στον Εσπερινό φαίνεται πως θα λυθούν όλες οι υποψίες εξέγερσης, μόλις το ψάρι μάγος θα ακονίσει την ουρά του στο κενό …», ενώ ενίοτε διδάσκει, ως μάνα που αρνείται να αποδεσμευτεί από τα στερεότυπα: «Μην απατάσθε, τα άλογα κολυμπούν, οι πύργοι είναι που βουλιάζουν…».Η ποιήτρια αγωνιά για την ύπαρξη, σκληραίνει η ματιά της και ξαναγίνεται μάνα, διδάσκει και ενίσταται: «… Μόνο τη φτέρνα του αφήνει καθαρή/ Για να θυμάται ο άνθρωπος πως είναι και όχι ψάρι…», «Το σύμπαν προχωρεί πετώντας τα φτερά του…. Βρίσκει κανείς βροχές παλαιολιθικές/ Που ξεκουράζονται πάνω σε ανθρώπινα φύλλα…».
Οι γονικές φιγούρες και η φθαρτότητα της ύπαρξης συνορεύουν με τη νοσταλγία: […«Έλα, άρπαξε κάτι από μένα» του λέω «ας είναι η ζωή!…», ενώ αλλού γλυκαίνει ο πόνος: «Και παίρνοντας το πρόσωπό μου που είναι από χώμα/ χαράζει τη γεωμετρία της ζάχαρης και/ το γλυκαίνει και το πικρίζει…» και οι αναμνήσεις περιπλέκονται: «Τα ψάρια της Κυριακής είναι υπό έλεγχο/Και ένα τρένο με καρτούν επικοινωνεί με σήματα καπνού…». Το μάρμαρο ζωντανεύει. Αποκτά δική του βούληση. σπαράζει, ρωτά, επισφραγίζει: «…Μαμά φεύγεις; Σπάνε οι ραφές/ Το νυφικό σου σάβανο κλωστές στο στόμα μου ομφάλιες».
Καταλήγοντας την ανάγνωση της συλλογής, η ποιήτρια με αποχαιρετά αυτοσαρκαζόμενη. Συνοψίζει το ποιητικό της ταξίδι σε ένα noli me tangere, ένα μη μου άπτου της ίδιας της τής ύπαρξης. Το ταξίδι προς την ολοκλήρωση συνεχίζεται: «Η λεπτομέρεια να παραμένεις/ Μέσα στο σχήμα στο σχήμα σου παρ’ όλα αυτά/είναι ακόμα αγέννητη…». Κρατώ την επωδό της και ταξιδεύω στη χώρα των ποιητών. αθάνατοι. Το θείο περικλείεται σε έναν διακειμενικό εναγκαλισμό με τη δική της ποιητικής ουσία._
ΘΗΤΕΙΑ
Οι φυλές των παραθύρων ζαρκάδια στο Μπρούκλιν
Έχω πυρετό στα δάχτυλα
Έχω ένα Καντίνσκυ κρεμασμένο στη γλώσσα
Κι ένα ευλόγησον
των γρηγορούντων
Όταν τελειώσουν όλα αυτά
πυροβολήστε με
ΧΡΟΝΟΡΥΧΕΙΟ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
Περιοδικό «Ποιητικά»
Τρίτη συλλογή. Οι διάσπαρτοι αφορισμοί δένουν από υφολογική άποψη με το υπόλοιπο λεκτικό σώμα. Ευδιάκριτη η ροπή να περιοριστεί το κατά περίσταση νόημα σε μια λεκτική θήκη χωρίς να αλλοιωθεί. Αφομοιωμένα τα μαθήματα τόσο του Νίκου Εγγονόπουλου, όσο και του Νίκου Καρούζου. Η ρηματική ορμή διάχυτη, πλην όμως αυτοδεσμεύεται να λακωνίζει: αυτό συνιστά το πρώτο προτέρημα των ρηματικών καταθέσεων. Οι δε τυχαίες ή σκόπιμες συναντήσεις, οι συνομιλίες, οι συνυπάρξεις του ποιητικού υποκειμένου με λίαν ευδιάκριτα μέλη του ζωϊκού βασιλείου, κατά κανόνα μέσα σε ένα καθεστώς στοχαστικών λογισμών, μαρτυρεί οπωσδήποτε μαθητεία σε μια γραμματολογία των μεταμορφώσεων. Ξεχωρίζω μεταξύ άλλων τα εξής χαρακτηριστικά: « Πριν ταϊσει το μαξιλάρι ύπνους, γεμίζει το κεφάλι του/ μ’ ένα σωρό πούπουλα από χήνα που ξημερώθηκε/σε λίμνη χορτασμένη./
Τα πρωϊνά ξυπνάει πεινασμένος/ κι ελάχιστα αδιάβροχος./ Πίνει τον καφέ του μ’ ένα σφυγμό νυκτικού». Δεν ξενίζει εντέλει η έκφανση: « ο Θεός μαλλιά δε θα έχει, μόνο βάθος/ κι αυτό ονομάζεται θάνατος», διότι προηγήθηκε μεθοδικά η όλη αιτιώδης συνάφεια.
ΒΟΥΖΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
“Τα Νέα” “Βιβλιοδρόμιο”, 20.10.2017
Αμαλγαματικός, σκληρός λόγος,
Στην τρίτη συλλογή της Στέλλας Δούμου η προχωρητική ώθηση αποδεικνύεται εξαιρετική. Δίνεται η εντύπωση πως τα ποιήματα προκύπτουν από τη μακρότατη ανάπτυξη ενός μοναδικού στίχου, ο οποίος κερματίζεται. Αυτή η εντύπωση διατηρείται χάρη στους πολλούς εκτεταμένους στίχους και χάρη στα ποιήματα, όπου καταλαμβάνεται όλο το πλάτος της σελίδας, ώστε διαμορφώνεται ένα κείμενο το οποίο αρχίζει να τη σαρώνει συμμετρικά από επάνω προς τα κάτω. Βέβαια η συγκεκριμένη σάρωση δεν συνιστά αποκλειστικό μορφικό αποτύπωμα, καθώς διέπει ως τάση αρκετές σύγχρονες ποιητικές απόπειρες. Όμως η διαρκώς προωθούμενη συνέχιση του λόγου, η οποία οδηγεί στο προηγούμενο αποτέλεσμα της μορφής, ανήκει στα καταστατικά γνωρίσματα της γραφής της ποιήτριας.
Η αδιαπραγμάτευτη ροπή για την αδιάπτωτη εκτύλιξη του λόγου αποκτά σημαντικό βάθος με την τεχνική της παλίμψηστης σύνθεσης. Δηλαδή, το πρωτογενές ποίημα αντιπροσωπεύεται από μια αφηγηματική ενότητα, η οποία κατόπιν υπονομεύεται από πολλαπλές λεκτικές παρεμβολές και αντικαταστάσεις. Ως συνέπεια, μαζί με το αφηγηματικό ρεύμα το οποίο προχωρά επάνω στον συνταγματικό, ανοίγεται μια μεγάλη σειρά εξόδων προς τον παραδειγματικό άξονα, γεγονός το οποίο συνεπάγεται την ιλιγγιώδη διαστολή του εκάστοτε ποιήματος.
Τα απρόσμενο στη συλλογή είναι ότι διακρίνεται ο εξής στόχος: να αποδοθεί σε αυτό το ιδιότυπο ύφος δημόσιος ρόλος. Εδώ συνεπώς έχει μετατοπιστεί κατά πολύ η προσοχή από το ναρκισσιστικό, συναισθηματολόγο ή εγκεφαλικό πεδίο, όπου πραγματοποιούνται συνήθως οι ποιητικές δοκιμές. Ως ορίζοντας απλώνεται η πραγματικότητα στην παροντική τραγική εκδήλωσή της. Η γλώσσα της Στέλλας Δούμου εξελίσσεται σε μια ρητορική για την περιγραφή του μοντέλου το οποίο προορίζεται για την πλειονότητα των ανθρώπων: η εφ’ όρου ζωής διαδοχή από βιωμένες ή φανταστικές ήττες συνδυασμένες με χαίνουσες ή κρυφές πληγές του σώματος και συνδυαζόμενες επιπλέον με την παρακμή των φυσικών στοιχείων και των πραγμάτων. Για την εκ του αντιθέτου επισφράγιση των προηγούμενων εγγράφεται σε μερικά ποιήματα η ιδανικότητα του ανεκπλήρωτου. Ο κόσμος λοιπόν παρουσιάζεται να υποκαθίσταται από ολοένα συρρικνούμενες συλλογικές ή ατομικές ειρκτές. Αλλες έχουν το μέγεθος δωματίων, άλλες τις διαστάσεις των αντικειμένων τα οποία περιβάλλουν τους ανθρώπους και άλλες το σχήμα του μεμονωμένου σώματος. Η συλλογή αποδεικνύεται πλήρης από αναφορές σε μια συνθλιπτική δύναμη, η οποία εφαρμόζεται στα άτομα και σε συγκεκριμένες μειονότητες.
Ο αμερικανός ανθρωπολόγος Κλίφορντ Γκιρτζ με τον όρο «πυκνή περιγραφή» (thick description) υπογραμμίζει ότι ένα πολιτισμικό φαινόμενο, όπως η ποίηση, για να προσεγγιστεί πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στο γενικότερο επικοινωνιακό σύστημα μιας δεδομένης κουλτούρας. Η επιτυχία άρα μιας ποιητικής συλλογής έγκειται και στον βαθμό κατά τον οποίο η ίδια εξομαλύνει τη διαδικασία της συμπερίληψής της. Εξεταζόμενο με βάση το συγκεκριμένο κριτήριο, το «Χρονορυχείο» εν μέρει υστερεί. O συμβιβασμός ανάμεσα στον αποσκοπούμενο δημόσιο ρόλο του ύφους και στην ιδιοτυπία του τελευταίου σε αρκετές περιπτώσεις δεν επιτυγχάνεται, επειδή η γλώσσα απολήγει σε ένα υπερβολικά πολυεδρικό νόημα. Ωστόσο, η Στέλλα Δούμου, έχοντας ήδη εγκαταλείψει τις λυρικές σειρές του δεύτερου βιβλίου της «Ερως αρόδο» (εκδ. Κουκούτσι, 2015) και μετερχόμενη έναν λόγο σκληρό, ενεστωτικό και αμαλγαματικό ως προς τις λεκτικές επιλογές, κατευθύνεται προς μια προσεχή και δόκιμη για την εποχή ποιητική.
* Ευχαριστώ τον Νάνο Βαλαωρίτη, ο οποίος μου επεσήμανε την ποιήτρια.
Σε «καραντίνα» λόγω κορωνοϊού και η αυτοκινητοβιομηχανία
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
tovivlio.net/13/8/2018
Σύμφωνα με τον Μπρετόν[1] ο σουρεαλισμός δεν είναι μορφή της ποίησης. Είναι μια κραυγή του πνεύματος που ξαναγυρίζει στον εαυτό του με την απεγνωσμένη απόφαση να σπάσει τις αλυσίδες του. Και στην ανάγκη με υλικά σφυριά. Κι όπως είδαμε παλαιότερα[2] στη μεταμοντέρνα ποίηση, και δη στην «ποίηση της αγανάκτησης»[3], ο σουρεαλιστικός στίχος μετατρέπεται σε ένα όπλο αντιτασσόμενο στη δεσποτεία του ορθού λόγου και την -προπαγανδιστική- εργαλειοποίησή του στη σύγχρονη κοινωνία, ενάντια στην αριθμοποίηση και τη συνθηματολογία.
Σήμερα πια λειτουργεί ως αντίδοτο στην απολυτότητα του σκληρού ρεαλισμού, αντιδρά στην κυριαρχία του ρασιοναλισμού μέσα από την συναισθηματική αποδόμηση της λογικής. Με την εικονοπλαστική και δημιουργική του γλώσσα ταξιδεύει τον αναγνώστη με οδηγό το συναίσθημα∙ εκθέτει τη λογική σε νέες προκλήσεις αξιοποιώντας τη συνειρμική διάσταση της γλώσσας χωρίς να περιφρονεί τα μέσα που της προσφέρει ο σουρεαλισμός με στόχο να εκφράσει την ενδόμυχη αλήθεια του ποιητή[4]. Μέσα από τον “παραλογισμό” και την “εξωτερίκευση του μέσα” του αναδεικνύει την ουσία των συναισθημάτων και του ψυχισμού.
Στον δρόμο αυτόν κινείται και η τρίτη ποιητική συλλογή της Στέλλας Δούμου «χρονορυχείο» (Θράκα, 2017). Η στιχουργική της διακρίνεται από έντονο υπερρεαλιστικό στοιχείο∙ η συνειρμική κίνηση και ο πληθωρικός χαρακτήρας της εικαστικής της έχουν ρίζες στον σουρεαλισμό. Πλήθος μεταφορών με συνυποδηλωτικές εικόνες ξεπηδούν από τον στίχο της με χειμαρρώδη ορμή.
Με επίκεντρο την πρωτοενική εστίαση, η δημιουργός σκάβει στο ορυχείο του χρόνου και μιλάει για τον έρωτα, τη φθορά και τον θάνατο. Η δυνατή εικονοποιία της, όπως ξεδιπλώνεται μέσα από την ανοικείωση που γεννούν ονοματικά ή ρηματικά σύνολα, ξαφνιάζουν το κοινό. Διατηρούν όμως λειτουργικό ρόλο, καθώς ενισχύουν αισθητικά και συναισθηματικά το ποιητικό κάδρο, δημιουργώντας πρισματικές συνθέσεις. Με ύφος αφηγηματικό συμπλέκει το βίωμα με τη μυθοπλασία μέσα σε ένα πολύ πολυκεντρικό περιεχόμενο, αξιοποιώντας την υπερρεαλιστική μεταγλώσσα και δημιουργώντας όμορφες εικόνες.
Στην πυκνή γραφή της φανερή είναι η επιδίωξη μιας στοχαστικής κλιμάκωσης, που ενίοτε έρχεται σε βάρος της συναισθηματικής κλιμάκωσης ελλείψει κάποιας δραματικής κορύφωσης. Τούτο, ωστόσο, καλύπτεται από τους χαμηλούς τόνους που ισορροπούν άρτια με το σουρεαλιστικό ύφος.
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΟΥΦΗΣ
Η ποιητική συλλογή «Χρονορυχείο» της Στέλλας Δούμου, είναι η τρίτη ποιητική παρουσία στα ελληνικά γράμματα. Πρόκειται για ένα βιβλίο που προκαλεί αίσθηση στον αναγνώστη από το εξώφυλλο και όχι από το σημείωμα του οπισθόφυλλου που πολλές φορές οι ποιητικές συλλογές επιχειρούν με αυτόν τον τρόπο να κερδίσουν την πρώτη εντύπωση. Το «Χρονορυχείο δεν έχει τέτοιο σημείωμα, αντ΄ αυτού διαθέτει ένα εξώφυλλο «παγίδα». Η ίδια η λέξη – τίτλος, αν δεν κάνω λάθος, είναι μια πρωτόπλαστη λέξη στην ελληνική γλώσσα που ούτε λίγο ούτε πολύ, μας προδιαθέτει ότι θα έρθουμε αντιμέτωποι με την διάνοιξη του ορυχείου για τον εντοπισμό της φλέβας του χρόνου. Κάτω από τον τίτλο του βιβλίου υπάρχει ένα ισόπλευρο τρίγωνο που αξιώνει το απόλυτο σχήμα. Με μια πρώτη ματιά το τρίγωνο αυτό φαίνεται μαύρο, αν το δούμε ποιο προσεχτικά όμως, θα δούμε ότι περιέχει την λεπτομέρεια φωτογραφίας ενός δέντρου. Στο κάτω μέρος του τριγώνου αυτού -στην βάση του- υπάρχει ένα διάγραμμα από δεξιά προς τα αριστερά, που σταματάει λίγο πριν διαπεράσει την βάση του τριγώνου. Αν λοιπόν, επηρεασμένοι από τον τίτλο, θεωρήσουμε το τρίγωνο αυτό βουνό και το διάγραμμα που είναι κοντά στην βάση του, σχέδιο που μας δείχνει την διαδρομή και το βάθος του ορυχείου, τότε έχουμε την κυριολεκτική εικονοποίηση του τίτλου που μας προδιαθέτει γι΄ αυτό που θα συναντήσουμε στο βιβλίο.
Όλη η προσέγγιση του εξωφύλλου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και υπερβολική για κάποιον που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο. Όταν όμως ο αναγνώστης ολοκληρώσει την ανάγνωση και κλείσει το βιβλίο, τότε αντιλαμβάνεται ως αυτονόητα και ευρηματικά, τίτλο και σχέδιο που κοσμούν το εξώφυλλο. Από το πρώτο ποίημα αυτής της συλλογής, γίνεται ξεκάθαρο ότι, η χρονορύχος ποιήτρια, έχει εντοπίσει την χρονική φλέβα, πριν ακόμα αρχίσει την διάνοιξη του χρονορυχείου της. Το όρος χρόνος είναι πανύψηλο, δύσβατο και χαοτικό γι΄ αυτό το απόλυτο σχέδιο του ισόπλευρου τριγώνου, μπορεί μόνο να το χαρακτηρίσει, όχι να το απεικονίσει. Αυτό η ποιήτριά μας το γνωρίζει και γι΄ αυτό είναι λογική η ανάγκη της να θέλει να δει τι κρύβει στο εσωτερικό του το πιο άναρχο βουνό. Έτσι όπως από το πρώτο ποίημα διαφαίνεται ότι η ποιήτρια χτύπησε φλέβα, έτσι διαφαίνεται ότι τα ποιήματα αυτού του βιβλίου είναι τα «ημερολόγια» της διάνοιξης αυτού του ορυχείου.
Ποιες είναι οι συνθήκες που επικρατούν όμως μέσα στα σπλάχνα του χρονικού απροσπέλαστου βουνού; Σίγουρα όχι οι συνθήκες της ατμόσφαιρας, όπως συμβαίνει με κάθε ορυχείο άλλωστε. Μέσα στα σπλάχνα του χρόνου καταργούνται οι ιδιότητες και η χρηστότητα των πραγμάτων. Καταργούνται οι νόμοι της φυσικής μα και οι νόμοι της λογικής. Όλα συμβαίνουν στην πιο απόλυτη εκδοχή τους, γι΄ αυτό και το στοιχείο του σουρεαλισμού είναι αναπόφευκτα έντονο, όπως, και το Σαχτουρικό αλλόκοτο που εμφανίζεται θα έλεγα αναγκαστικά μέσα στα ποιήματα αυτά. Στα έγκατά του ο χρόνος είναι άχρονος και γι΄ αυτό η κάθε παράβαση, λογική και ηθική, είναι αφύσικο επακόλουθο.
Η χρονορύχος ποιήτρια, σε αυτά τα ημερολόγια διάνοιξης (που είναι τα ποιήματα αυτού του βιβλίου δηλαδή) μας συστήνει με την συμπυκνωμένη χρονικότητα της ύπαρξης μα και πέρα από αυτήν. Διαπιστώνουμε πως η ζωή και ο θάνατος, ο έρωτας και το πένθος, συνυπάρχουν στην ίδια ακριβός συνθήκη και πως η ευτυχία και η δυστυχία, δεν είναι παρά η διαιρεμένη μορφή της ύπαρξης. Μέσα σε ολόκληρο το βιβλίο, καμία αναφορά δεν γίνεται ούτε για εκσκαφή σήραγγας, ούτε για ημερολόγια ορυχείου, παρά μονάχα περιορίζεται στο εξώφυλλο, τίτλος και σχέδιο. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει με την ποίηση μιας και όλοι οι ποιητές, όποια και αν είναι η θεματική τους, υποκύπτουν στο καθεστώς του άχρονου χρόνου. Εκεί δηλαδή, που η ουσία των συναισθημάτων και των πραγμάτων είναι διακριτή και ασύλληπτη ταυτόχρονα. Με μία φράση: Η χαοτική απεικόνιση της πραγματικότητας.
Δεν θέλω και δεν μου αρέσει να στέκομαι σε επιμέρους ποιήματα, ούτε μου αρέσει να παραθέτω μεμονωμένους στοίχους ποιημάτων για τεκμηριώσω τα αυτονόητα. Ωστόσο, δεν μπορώ να αντισταθώ σε ένα εύρημα που προκύπτει και επιβεβαιώνεται παράλληλα, σε 7 από τα 23 ποιήματα αυτής της συλλογής. Στα ποιήματα, Αλλιώτικα κομμένος, Χρονορυχείο, Ασκήσεις βυθού, Πνευστοί τοίχοι, Ο φόνος, Σίγμα λόγου και το Θαύμα, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο στόμα. Επικρατεί το εσωτερικό του στόματος ακόμα και ως υποδοχή της εισπνοής και τόπος που συντελείται η δύσπνοια, μα κυρίως, γίνεται αναφορά στα δόντια. Στα άλλα ποιήματα αυτού του βιβλίου, υπάρχουν αναφορές και σε άλλα μέρη του σώματος, όπως για παράδειγμα στα χέρια. Όμως, τα άλλα μέλη, αναφέρονται ως αισθητήρια όργανα και όχι ως εργαλεία δράσης. Στα 7 ποιήματα που προανέφερα το στόμα λειτουργεί ξεκάθαρα ως εργαλείο δράσης, δηλαδή ενεργητικά. Παρόλ’ αυτά η ποιήτριά μας δεν αναφέρεται στην δράση του, παρά μόνο στις φθορές που έχει υποστεί από αυτήν. Συμπτώματα όπως η δυσκολία της αναπνοής στα πρόθυρα της δύσπνοιας μα κυρίως τα σπασμένα δόντια που μαρτυρούν ξεκάθαρα την κρούση τους με το σκληρό υλικό του συμπυκνωμένου χρόνου που τα κατέστρεψε.
Επιχειρώντας λοιπόν μια αποκωδικοποίηση των ποιημάτων που προέκυψαν από την διάνοιξη του προσωπικού της χρονορυχείου, προκύπτει ότι, η Στέλλα Δούμου, σαν σκαπτικό εργαλείο για την διάνοιξη του ορυχείου της, χρησιμοποίησε το στόμα. Ναι! Σαν ομότεχνος μπορώ κι εγώ να σας το επιβεβαιώσω. Οι ποιητές το πιο σκληρό πέτρωμα –τον χρόνο− τον σκάβουν με τα δόντια.
ΧΑΜΗΛΕΣ ΟΤΑΒΕΣ
ΘΟΔΩΡΗΣ ΣΑΡΗΓΚΙΟΛΗΣ
Περιοδικό “Θράκα”, 25.6.2018
Η ΕΝΤΑΣΗ ΤΗΣ ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Η Στέλλα Δούμου προσέρχεται στην ποίηση με τις «Χαμηλές Οκτάβες», ήδη ώριμη. Καταθέτει ποίηση χαμηλόφωνη, με μεγάλη ένταση, όμως συναισθημάτων, που ελέγχονται χάρη στην γνώση των ποιητικών τεχνικών.
Οι τόνοι της χαμηλοί μεν, υψηλής δραστικότητας δε, ως προς την τελική έκβαση του ποιήματος.
Η μαθητεία της στον υπερρεαλισμό έδωσε καρπούς: οι ανατρεπτικές και εν πολλοίς απροσδόκητες καταλήξεις των ποιημάτων της, οι τολμηρές μεταφορές, οι επιθετικοί προσδιορισμοί:
«Φύσηξε για λίγο μια άρρωστη νιότη / πολύ λίγο, να, ώσπου να πάρεις σχήμα». (σ. 23).
Τα καλά αφομοιωμένα διδάγματα του υπερρεαλισμού ενοφθαλμίζουν το σώμα του κειμένου και με λυρικά στοιχεία, τα οποία, όμως υπερβαίνουν την απλή έκφραση της εικόνας, την ανατρέπουν και την φωτίζουν από άλλη γωνία:
«αφήσαμε μόνο του έρημο το φεγγάρι / να ξερογλείφει τα σκελετωμένα σπίτια./ Μόνον αναστάσιμα τα συλλογιόμαστε / εκείνα τα χωριά. / Αναστημένος και ο πετεινός τρις ξανακουδουνίζει». (σ. 14).
Η γυναικεία ταυτότητα δεν προβάλλεται, προκύπτει, όμως, από την ιδιαίτερη οπτική της, που υπερβαίνει τα στερεότυπα περί συναισθηματικής νοημοσύνης και γυναικείας γραφής.
Η ελευθερόστιχη μορφή των ποιημάτων, γνώρισμα της νεωτερικής ποίησης, υποκρύπτει μια λανθάνουσα ρυθμική αγωγή, η οποία αρδεύεται από την μελέτη και την γνώση όλης της παράδοσης.
Έχουμε, λοιπόν, ρυθμικές μονάδες μέσα στα κείμενα, που αντηχούν την παραδοσιακή στιχοποιία:
«σαν, ας πούμε, έναν ήλιο, έναν φθόγγο λίγο αίμα απ΄ το καλό, το βαρελίσιο». ( Ερως αρόδο,σ.35).
Και στους καταληκτικούς στίχους του πρώτου ποιήματος από το «Χρονορυχείο», είναι εμφανής ο 15σύλλαβος: «τρεις μοίρες πιο ευάλωτος / μα αλλιώτικα κομμένος».(σ. 7).
Στη δεύτερη συλλογή της «Έρως αρόδο», η Στέλλα Δούμου αναπτύσσει, εμφανέστερα από προηγούμενα ποιήματά της, έναν ερωτικό λυρισμό, που ανεβάζει την θερμοκρασία του κειμένου, χωρίς εύκολες και πιασάρικες διατυπώσεις, αλλά με ρεαλιστικές εικόνες και με απρόσμενες, στο τέλος, λύσεις.
Δείγματος χάριν, αποσπάσματα:
«θα με λες Λοβ, και θα βγαίνουν μικρές φωτιές από το στόμα σου. Στη λεκάνη μου θα πλένεσαι σπαρτός για ν ΄ αφαιρέσεις τα σημάδια της θεογονίας. Αμετανόητα γήϊνος» (σ. 11)
Και «Γι΄ αυτό σ΄ αγάπησα/ γιατί σπαταλάς όλα τα ζύγια σου στις κορυφογραμμές/ θυμίζοντας αετό/ ενώ είσαι θλιμμένο φεγγάρι/ Και οι νύχτες σου αστράφτουν. (σ.33).
Θα τολμούσα να εντάξω την ποίηση της Στέλλας Δούμου στον νέο – υπερρεαλισμό, που διευρύνει την εκφραστική της και μας παραδίδει ποιήματα πολυπρισματικά.
Έτσι, που να στεκόμαστε μπροστά σε λεκτικά αγάλματα, σχηματισμένα με, φαινομενικά, ετερόκλητα υλικά, αρμολογημένα και μεταπλασμένα σ’ ένα τελικό κείμενο, όπου λάμπουν με το δικό τους φως, σαν πολύτιμες πέτρες, οι λέξεις.
Στίχοι-πυγολαμπίδες, σαν αλάρμ, που μας τραβούν την προσοχή, μας αφυπνίζουν.
«Συγχωρείσαι –αν εντέλει συγχωρείσαι- γιατί συμβαίνει καμιά φορά να κλαδεύεις ωραία σιωπή. / Σκότωσα, ξέρεις, κάποτε έναν ποιητή / τον σκότωσα γιατί όταν κλάδευε, τον βαριόμουν». ( σ. 17).
Η ‘’παλίμψηστη τεχνική’’ (1) στη σύνθεση του ποιήματος προσδίδει βάθος στην ρέουσα λεκτική ανάπτυξη με παρεμβολές, παρεκβάσεις, παύσεις, άλματα, που καταλήγουν να διαστέλλουν το ποίημα, ολοκληρώνοντάς το.
Ο χρόνος, σκληρός σαν πέτρα, πρέπει να σκαφτεί, να εξορυχθεί, ν’ ανοίξει ο δρόμος.
Η σκληρότητα του απαιτεί εργώδεις προσπάθειες για να κατακτηθεί, να βιωθεί, για να δώσει τα πολύτιμα ορυκτά του.
Η υφή του λόγου στο «Χρονορυχείο» υπαγορεύεται και από το θέμα, την σκληρότητα του οποίου εικονίζει η φύση των ορυκτών ‘’από τα σπλάχνα του χρόνου.’’(2)
«Αφήνετε ξεκούρδιστα τα παιδιά σας / να συνθέτουν τραγωδίες δωματίων / που εσείς με μια λύπη χωρίς νεφρά και νεύρα / ακούτε αψεγάδιαστοι τον αυτισμό σας. // Αλί ο χειμώνας της κοινής λογικής / Αλί και το λυκόστομα / που κόβει τα στήθη της πατρίδας. Κι όλο το γάλα, αίμα. / Σε επέτειο παγωνιάς πληγιάζουν ονόματα» (σ. 14).
Και […] «Ασημένιες αλεπούδες κρατούσαν ψαλίδια / όταν μ΄έκοβαν άνθρωπο / και με πουλούσαν στην κρεαταγορά.» (σ.16).
Χαρακτηριστική είναι η χρήση της μεταφοράς, η μετουσίωση των κοινών λέξεων σ’ ένα εύηχο μείγμα και η καταιγιστική, πολλές φορές, παράθεση εικόνων σαν μια ακολουθία ζωγραφικών καρέ – κινηματογραφική μινιατούρα, πυκνή και ερεθιστική.
Η κίνηση, σαν εκκρεμές, μεταξύ αντιθετικών θεμάτων, όπως ο έρωτας και ο θάνατος, τα δύο αυτά θέματα, που γονιμοποιούν και ενεργοποιούν κάθε δημιουργό τα συναντούμε στην ποίηση της Στέλλας Δούμου. Τα αποτελέσματα αυτής της ενότητας των αντιθέτων καταλήγουν σ’ ένα λαμπερό αμάλγαμα, ακόμα και στις σκοτεινές πλευρές του θανάτου και της ζωής.
«Στις τρικυμίες ανταύγεια έξοδος / το δώρο της απαλλαγής είναι ουρανός. / Ξέρεις εσύ από προπέτασμα.» και «ο Θεός μαλλιά δεν έχει, μόνο βάθος / κι αυτό ονομάζεται θάνατος.»(σ. 29).
Κι εδώ η έννοια του μεταίχμιου : η ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος χρόνου. Αυτός ο ατέρμων χρόνος, που αλλάζει επίπεδο – κοχλίας χωρίς επιστροφή.
« κι ο θάνατος έχει διασχίσει πλήκτρα νερών / για να ‘ρθει φέγγαρος ορθάνοιχτος να με πετύχει.» (σ. 8).
Η επιλογή χαμηλών τόνων στην ποίησή της δείχνει την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία της, που ασκήθηκε σε έργα υψηλής αισθητικής και όχι απλώς εντυπωσιακά και κραυγαλέα. Δείχνει και την πεποίθησή της ότι η πειστικότητα δεν έχει ανάγκη τους υψηλούς τόνους, αλλά αρκούν τα καλά υλικά και η μαστοριά του τεχνίτη για να ολοκληρωθούν και να φανερώσουν την ομορφιά της αλήθειας της.
«Η ποίηση εν βρασμώ εξελίσσεται – τα θρύψαλα της μέντας / του σχήματος το ρίγος / οι κράμπες της τελείωσης.»(Χαμηλές οκτάβες, σ. 55).
Κι εδώ, κλείνοντας αυτή την προσπάθεια ανάγνωσης της ποίησης της Στέλλας Δούμου, θέλω να κάνω μιαν ελάχιστη χειρονομία – αντίδωρο, με τρία χαϊκού, που έγραψα με θέμα τους τίτλους των βιβλίων της:
Παίξε μου νύχτα / στις χαμηλές οκτάβες / το τραγούδι σου.
Έρως αρόδο / σε οίστρο το λιμάνι / θα σ’ υποδεχτεί.
Χρονορυχείο / οι σήραγγες του χρόνου / της μνήμης τάφος.
( Το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του «Χρονορυχείου» της Στέλλας Δούμου, την Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018, στην Έδεσσα, στο παλαιό Παρθεναγωγείο.)
ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΚΟΚΚΟΣΗ
www.vakxikon.gr, Ιούνιος 2014
Η Στέλλα Δούμου γεννήθηκε το 1962 στην Αθήνα και κατάγεται από τη Μάνη. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί στη συλλογική έκδοση Craftbook 2013 (εκδ. Γαβριηλίδης) και έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο. Το ανά χείρας βιβλίο, Χαμηλές Οκτάβες περιλαμβάνει δυο συλλογές, την ομώνυμη βραβευμένη συλλογή και τη συλλογή Μέλισσες σφουγγαρίζουν τις κοιλάδες.
Η ποιητική γραφή της χαρακτηρίζεται από έντονη μεταφορικότητα, καλυμμένα νοήματα, προσφυγές σε μυθικές προσωπικότητες και μυθικά γεγονότα αλλά και χρήση εικόνων που εκφράζουν τις ψυχοσυναισθηματικές εντάσεις του ποιητικού υποκειμένου. Παρόλα αυτά, οι «ποιητικές οκτάβες» παραμένουν χαμηλές μιας και η ένταση των συναισθημάτων συγκρατείται δικαιολογώντας και τον τίτλο της συλλογής.
Οι λέξεις που χρησιμοποιεί είναι ανεπιτήδευτες και απλές, κατορθώνει όμως να συνθέσει ποιήματα υπαρξιακά, που απαιτούν πολλαπλές αναγνώσεις για να γίνουν κτήμα του αναγνώστη. Η γραφή της Δούμου είναι απαιτητική, σε αναγκάζει να απομονωθείς από το περιβάλλον, να σκεφτείς, να βυθιστείς στα νοήματά της και να τα αποκρυπτογραφήσεις. Σε προσκαλεί σε ένα απόκοσμο πολλές φορές ταξίδι με πρόσωπα υπαρκτά και φανταστικά, πρόσωπα όπως ο Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα, ο Πινόκιο, η Άννα Μπόλειν, σε ένα παιχνίδι λέξεων και νοημάτων.
Ξεχώρισα το ποίημα Πινόκιο, «Σκουριασμένο σούρουπο με θύλακες νύχτας να παραμονεύουν γωνία ασήμαντης οδού και βορεινής ακτής μιας σύμπτωσης, άγγιξες την άκρη του βιαστικού παλτού μου και σταμάτησες. Φύσηξε λίγο μια άρρωστη νιότη πολύ λίγο, να, ώσπου να πάρεις σχήμα.»
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ
(Απόσπασμα)
Οι ποιητικοί τόνοι της Στέλλας Δούμου-Γραφάκου είναι χαμηλοί, ίσα που ακούγονται. Το ποίημα αναρριχάται σχεδόν ψιθυριστά, σαν να κάνει μία συνειδητή προσπάθεια να μην ενοχλήσει με την παρουσία του (άραγε ποιον;) αλλά να σταθεί διακριτικό σε ολόκληρο το ενδολεκτικό τοπίο που πλάθεται με αυστηρό σχεδιασμό έως το τέλος του. Τέλος όμως πάντα δυνατό, που ακινητοποιεί τον αναγνώστη, επισφραγίζοντας τη συνολική εντύπωση του ποιήματος και που τον αναγκάζει, ίσως και σοκαρισμένο, να το ξαναδιαβάσει.
Οι λέξεις που επιλέγονται για να στηθούν οι φράσεις είναι απλές, καθημερινές, χωρίς λεκτικό στόμφο. Το αποτέλεσμα όμως της σύνθεσης δεν είναι απλό, διότι το ποίημα γράφεται στα ενδιάμεσα των λέξεων σε αυτήν την περίπτωση.
Η ποίηση της Στέλλας Δούμου-Γραφάκου μας καλεί και σε πολλαπλές αναγνώσεις, για να αντιληφθούμε τον τόπο στον οποίο βουτά η λέξη για να ανασύρει κάτι πολύ πιο βαθύ, κάτι αόρατο, αλλά και κάτι υπαρκτό συνάμα, το οποίο εμπεριέχει την προβληματική του υπαρξισμού και την αγωνία που τη συνοδεύει. Εδώ συνυπάρχουν αναπάντεχα περάσματα, απαλά και υπόγεια ρεύματα που εκτοξεύουν το ποίημα και όλο το νόημά του, που υποτίθεται πως κοιμάται, θα λέγαμε γλυκά, πίσω από την προσποιητή ρεαλιστική αθωότητα της περιγραφής.”
.