ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

IMG_0309

ΣΤΗ ΘΗΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑΤΟΣ

ποια αλήθεια
ποιος ήλιος και ποιο φεγγάρι
ποια λόγια και ποιοι στίχοι
θα φωτίσουν ξανά αυτό το τόπο
που ματώνει κάτω από τη θηλιά
ενός ατέλειωτου συρματοπλέγματος;

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

IMG_0314

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ

ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Τα τείχη κυκλώνουν τα δωμάτιά μας.

Κι οι αυλές μας τόσο μικρές
κι οι κάμαρές μας φυλακές.
Τα κρίματά μας με τα καμπαναριά
και τους μιναρέδες τους
με τις αφρούρητες επάλξεις τους
με τις ατελείωτες προσθαφαιρέσεις των ισολογισμών
στις κάμαρες των σκοτεινών μας αποδράσεων.

ΠΑΛΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Το φως πενθεί στη λάμπα
τα σπίτια αιμορραγούν.
Οι γριούλες τυλίγουν το νήμα της Υπομονής
κι αποσύρονται νωρίς.
Γράφουν αδέξια τα παιδιά
μες στο τετράδιο τ’ Ουρανού.
Αληθινά ζούνε μες στ’ Όνειρο.

1990

ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Λευκωσία πορνείο ανοιχτό
Λουλούδι μαραμένο
Λευκωσία με σύνορα, με σταυρούς, με δεκανίκια
Λευκωσία πράσινη
Λευκωσία της Γραμμής
Εμπορείο πατρίδων
Λεωφορείο απάτριδων
Παντού αδιέξοδα
Παντού στρογγυλά τραπέζια
Παντού Σιωπή
Λευκωσία σκληρή πραγματικότης
Λευκωσία τετελεσμένο γεγονός
Καράβι δίχως άγκυρα
Ναυτία τού ποιητή
Αδιέξοδα … αδιέξοδα. . . αδιέξοδα. . .
Λευκωσία κυπαρίσσι
Λευκωσία κενοτάφιο
Λευκωσία ματωμένη μου Αγάπη 

ΣΕΝΕΜ ΓΚΙΟΚΕΛ

ΑΠΟΒΡΑΔΟ ΣΤΑ ΤΕΙΧΗ

SURLARICI’NDE AK§AMIISTTI

 

Τώρα οδηγώ αυτοκίνητο, δεν τρέχω.
Το χέρι του άπλωσε ένα παιδί
του κοριτσιού τον ώμο πάει ν’ αγγίξει.
Έτσι έπαιζα κι εγώ
στης Λευκωσίας τ’ απόβραδα.

Σήμερα έκανα μια βόλτα μες στα τείχη
Βγάλανε στις βεράντες τις καρέκλες τους τ’ αντρόγυνα
χαζεύουνε τ’ αυτοκινήτου μου τα φώτα.
Έξω απ’ τα τείχη απόλυτη σιγή
εκείνοι θρονιασμένοι πια στις πολυθρόνες τους.

Ακίνητη κοιτώ απ’ το παρμπρίζ
να περπατάει με το ραβδί του τον δερβίση –
λες και δεν έχει φόβο μέσα του κανένα.
Του κουβαλάει ένας νέος τη βαλίτσα.
Η πόρτα στο Μεγάλο Χάνι ανοιχτή,
να ’πίνα άραγε κι εγώ μια λεμονάδα;

Μπροστά απ’ το Σαράι άντρες που χηρέψαν
κάθονται και χαζεύουν τέτοια ώρα.
Την μέρα σταματούν.
Ούτε τύψεις θα έχουν,
ούτε καημό πως δεν τα βγάζουν πέρα μόνοι τους.
Μακάρι να μπορούσα να καθόμουνα κι εγώ
μπροστά απ’ το Σαράι σαν άντρας χήρος.

Τώρα οδηγώ αυτοκίνητο, δεν τρέχω.
-“Παίζει μια μουσική βαθειάς παραδοχής στο κασετόφωνο”.
Δεν θέλω άλλο να βιάζομαι.
Νωθρή κι αργόσχολη ας γίνω
σαν λεπρή
να μ’ εξορίσουνε στο Λεπροχώρι
την πόλη μες στα τείχη την παλιά να νοσταλγήσω.

Surlarici’nde Ak§amiistti

§imdi araba kullamyorum, ko§muyorum.
Elini uzatti bir tanesi
kizm omzuna degdi degecek.
Ben de oynardim boyle
Lefko§a’nm ak§amustunde.
Bugiin §oyle bir gezdim surlar icinde.
Verandalara gekmi§ iskemlelerini kari kocalar
farlanmm isigini seyrediyorlar.
Surlarm di§inda tik yok;
onlar artik koltuklara kurulmuslar.
Camdan bakakaliyorum
degnegiyle yuriiyen §eyhe-
sanki hig korkusu yok.
Bir geng valizini ta§iyor.
Buyuk Han’m kapisi acik,
bir limonata icsem mi diyorum.
Dul adamlar Sarayonu’nde
sadece otururlar bu saatte.
Giinii durdururlar.
Ne pi§manliklan vardir,
ne karilannm ozlemiyle ba§a cikamayacak kederleri.
Ke§ke ben de dul adamlar gibi
oturabilseydim Sarayonu’nde.
§imdi araba kullamyorum, kosmuyorum.
—“Derin bir kabulleni§in muzigi galiyor teypte.”
Artik acele etmek istemiyorum.
I§siz giigsiiz olayim.
Cuzzamli gibi
suriileyim Miskinler Koyu’ne*
olmasaydi ozlemek eski surlar icini.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ

ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ

Δεν βγάζει ήχο το σκοτάδι που μαχαιρώνω
τα έγκλειστα βράδια της Λευκωσίας,
το έγκλειστο βράδυ που ξέρει να διαρκεί.

Πέρα απ’ το σκοτάδι κι άλλο σκοτάδι•
περιφέρομαι εφήμερος σε ζώνη νεκρή.

Άφαντοι οι φρουροί που φύλαγαν κάποτε
τη λυπημένη εικόνα της μεγάλης πληγής.
Νιώθω το φίδι της σιωπής που γλιστρά
θωπεύοντας τα λόγια που το εκτρέφουν.

Πέρα απ’ το σκοτάδι κι άλλο σκοτάδι.

Το πένθος προσκομίζει συμβάντα ντροπής•
μα τα ψεύδη θρηνούν τις δικές τους αλήθειες.

ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ

ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Λευκωσία!
ο Μακρύδρομος δεν βγάζει
πια πουθενά
πίσω απ’ τις βιτρίνες των μαγαζιών σου
αιωρούνται πύργοι σιωπής.
Δεν σε παίρνει ο ύπνος
κι όπως γυρίζεις απ’ την άλλη μεριά
για να κοιμηθείς
ακουμπάει το πρόσωπο σου
το πρόσωπο της προδοσίας.
Λευκωσία! Λευκωσία!
είναι φοβερό, το ξέρουμε
που τρέμεις απ’ την ανάμνηση αυτή
γιατί τρυπάει τα κόκαλα τα νεύρα.

ΜΠΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Εξαίσια η πόλις καθώς ο ήλιος ανατέλλει
στέγες παλιές με κεραμίδια φοινικιές και τα φυλάκια
οπωροπώλες στην οδό Πενταδακτύλου
δέντρα πουλιά και το φεγγάρι
η μεσήλιξ ποδηλάτισσα και τα επίθυρα χεράκια
σε σπίτια παλαιικά
το μέγαρο της Τράπεζας κι η πινακοθήκη
τα κατάκλειστα πορνεία οι ξαγρυπνισμένοι
χαρτοπαίκτες κι οι νταβατζήδες
που εισέρχονται στο μαγειρείο
ενώ καταφθάνουν τα αγροτικά λεωφορεία
χωρίς την τύρβη των τουριστών
πίσω από το τέμενος του Μπαϊρακτάρη

η πόλη χωρίς κορδέλες
με τα σκυβαλοφόρα του Δήμου
εκεί Λήδρας – Ονασαγόρου
ο πεζόδρομος των αναμνήσεων
τα ενετικά τείχη της πόλης
ο προμαχώνας
κι οι νυσταγμένοι στρατιώτες

στην αγορά το άρωμα των φρούτων
χυμώδη ροδάκινα μήλα και κεράσια
οπώρες του καλοκαιριού
κι η δρόσος της πρωίας

1992/2010

ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Η σύναξη έγινε τελείως αντικανονικά:
ο Μακρυγιάννης μπάρκαρε
απ’ τη Μακρόνησο (μισότρελοι σύντροφοι
με λειψά αφτιά κουτσαίνοντας του σφύριξαν
να προσέχει απ’ τα μεγάλα τρωκτικά)’
ο Χικμέτ ξεκίνησε
από τα λαϊκά προάστια
της Κωνσταντινούπολης (εργάτες πεινασμένοι
στους δρόμους διοχέτευαν την οργή τους
στην ποίησή του – αρκαντάς βάστα
γερά του φώναζαν κι έδειχναν
τον Πενταδάκτυλο με τον δείκτη
του χεριού τους)’
ο Ρήγας πέρασε
μέσα από ένα προπέτασμα καπνού
και βρέθηκε στη μέση της πλατείας
βρεγμένος ως το κόκαλο
με το λουρί περασμένο στον λαιμό
απαγγέλλοντας με στραγγαλισμένη φωνή
στίχους του νεότερου Ναζίμ.

25.3.1977

ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ

ΛΗΔΡΑΣ

Πέραν του οδοφράγματος
χρόνος ανάδρομος
χώρος αλαλάζων
ουρανός πλατύτερος
μνήμη αιχμηρή
Η χώρα ενδότερη
στρώματα ιστορίας
σώματα μυθολογίας
χώματα και ονόματα
φιλολογία
Εκεί
η πατρίδα ψυχή
πτώμα σε Προκρούστειο κλίνη

ΠΕΡΙΡΡΕΟΥΣΑ

Συγκυλισμός σε τσίρκο
οι προκαθήμενοι
Βρικόλακες ορίζουν
το αλισβερίσι
Οι συνωμότες ανεμίζουν
τα λευκά μπαϊράκια
Ληστές και σαλτιμπάγκοι
σκυλεύουν το νεκρό κορμί
Κι εσύ Λευκωσία
Πλατεία στενάχωρη
Αροδαφνούσα των εκπτώσεων

ΠΥΛΗ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

Στην Πόρτα Τζουλιάνα
τα πλήθη μπαινοβγαίνουν δίχως μνήμη
Θα τους στοιχειώνει πάντα
ένας Ιάγος είπες
και θα τους στραγγαλίζει
ένας Οθέλλος
αν επιμένουν αιωνίως
σ’ αυτή την ταπεινότητα την υπεροπτική
Δεν ημπορούν
ν’ ακούσουν τη φωνή σου Δυσδαιμόνα
Ξένη εσύ
και πώς να ξέρεις τα καθέκαστα;
Στην Πόρτα Τζιουλιάνα
χειροκροτούν περήφανα και υποκλίνονται
Μην ενοχλείς

ΑΝΤΩΝΙΑ ΚΑΤΤΟΣ

ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

Θυμάμαι ένα βράδυ που τρέχαμε μισομεθυσμένες μετά τα μεσάνυχτα
στη Λεωφόρο Μακαρίου.
Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι, όλα ήταν τόσο ήσυχα.
Ακούγεται πολύ επικίνδυνο τώρα που το βλέπω γραμμένο.
Ο μπαμπάς δεν το ήξερε,
Ούτε η μόνα μας.
Πρέπει να ήμασταν δεκαεφτά, τραγουδούσα χαμηλόφωνα καθώς
σεργιανίζαμε, χαχανίζοντας κατά διαστήματα.
Ανάβαμε τα Καρέλια το ένα μετά το άλλο.
Δε φοβόμασταν τίποτα και κανέναν.
Είχαμε καθίσει στη Λόλα,
Ένα κρασάδικο,
Είχα πιει ένα ωραίο μοσχοφίλερο νομίζω,
Είχαμε πάρει και μια πιατέλα με τυριά και φρούτα.
Ένας μεθυσμένος Ρώσος τουρίστας μας είχε ρωτήσει προς τα πού θα
έβρισκε ΑΤΜ
Του απαντήσαμε,
Και αφότου έφυγε σκάσαμε στα γέλια με την αστάθειά του.
Θυμάμαι πως ο σερβιτόρος μας απολογήθηκε γι’ αυτό,
Του είχαμε πει πως δεν πειράζει,
Και να που τώρα κι εμείς έπρεπε να συγκεντρωθούμε λίγο περισσότερο
για να διατηρήσουμε την ισορροπία μας.
Χαζεύαμε τις βιτρίνες με τον θαυμασμό δύο παιδιών,
Με μια χαρά και ξεγνοιασιά που δε θα επιστρέψουν ποτέ…
Ωραίες που ήταν οι καλοκαιρινές βραδιές μετά τα μεσάνυχτα στη

ΓΚΙΟΥΡΚΕΝΤΣ ΚΟΡΚΜΑΖΕΛ

ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Λευκωσία με ξεγέλασες στη μια πλευρά να μείνω
Από τις χωρισμένες σου αυλές
Καθήμενος στις ιερές χουρμαδιές από κάτω
Μαζί μ’ αυτούς που άσχημα μιλούν και
Που μ’ εθίσανε στο χασίσι
Αντί στο σπίτι κοιμήθηκα στο αρμένικο νεκροταφείο
Και ονειρεύτηκα την ίδια την Ισαβέλλα του Ιμπελέν·
Μ’ ένα ανοιξιάτικο στρώμα πεταμένο απ’ το εγκαταλελειμμένο πορνείο
Κι έναν 28ιντσο σκελετό ποδηλάτου μεταχειρισμένο,
αντάλλαξα την περηφάνεια μου
Μπορεί οι γεροντότεροι ακόμα να μυρίζουν γιασεμί
Μα εγώ αισθάνομαι μονάχα τη στρατιωτική μυρωδιά του ιδρώτα
Και τις πληγές στους δρόμους σου
Στα σαπισμένα σου ποτάμια
Κι αν προσπαθούσα δε θα κατάφερνα να κατεβάσω στη γη έναν
ερωδιό με λαιμόκοψη,
πιο λευκό κι απ’ τις γεροντοκόρες σου
Λευκωσία, κράτησες για πολύ καιρό το όνομά μου στο στόμα σου
Καιρός να το φτύσεις..

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ

Ο ΛΑΛΑ ΜΟΥΣΤΑΦΑΣ
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Η Λευκωσία
εκείνο τον Αύγουστο του 1974
κατά τας κληρονομηθείσας συνήθειας της
ήταν έτοιμη για τη μεγάλη συνουσία.
Την απαξιώθηκε κι αυτή
κι όταν ακόμη
ο νέος Δάνδολος
την άφησε στην τύχη της
μετακόμισε προσωρινά στη Λεμεσό.

ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΛΑΖΑΡΟΥ

ΑΥΤΟΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ

Αυτός ο ουρανός όπου πετάμε
χαρταετούς την Καθαρά Δευτέρα
αυτός ο ουρανός όπου πετά
χρωματιστούς χαρταετούς ο δήμαρχος
στην Πράσινη Γραμμή της Λευκωσίας
αυτός ο ουρανός που χαίρεται
με τις πολύχρωμες εκρήξεις των βεγγαλικών
όταν γιορτάζει η άχαρη αβέβαιη ζωή μας

είναι ένα τσιμπλιασμένο μάτι.

Δεν ξέρει να κοιτά
δεν θέλει να βλέπει
πού πονάμε
πού φοβόμαστε
αδιαφορεί για τον φονιά
τον κλέφτη
τον αλαζόνα δυνατό που σημαδεύει
στο λίκνο την ώρα του ύπνου.

Αυτός ο ουρανός αδιαφορεί–
να μη μας λες πως είσαι
ο ουρανός μας.
Δεν μας αρέσεις
δεν σε ξέρουμε, ουρανέ.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΜΑΚΡΙΔΟΥ

Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Σπίτια έρημα εγκαταλελειμμένα, ετοιμόρροπα
σίδερα σκουριασμένα, αγριόχορτα
σκουπίδια σωροί να τα δέρνει ο άνεμος, ο ήλιος
η βροχή να τα πολτοποιεί
πρόχειρα συρματοπλέγματα
που άντεξαν στον χρόνο
χαρακώματα
ταμπέλες κάθε τόσο να προειδοποιούν
«ΑΛΤ – Προς Τουρκοκρατούμενη περιοχή».
Σιωπή, βουβαμάρα, τρόμος
καθώς πλησιάζεις…
Δίπλα ο εγκέλαδος παραμονεύει…
Στα πεντακόσια μέτρα πιο κάτω
το Παγκύπριο Γυμνάσιο
όπου κάποτε άνθιζαν οι φωνές της εφηβείας μας,
Ιοκάστη, Ιφιγένεια, Μήδεια, Ελένη
να μετρούν τον χρόνο που γλίστρησε σαν φίδι…
Πίσω από την Αρχιεπισκοπή
τα στενοσόκακα που έφηβους
μάς τρομοκρατούσαν
με τα λουτρά της Ομεριγέ και το τζαμί
σήμερα πεντακάθαρα ανακαινισμένα…
Στο απέναντι τετράγωνο
το Γυμνάσιο και η Εκκλησία της Φανερωμένης
με την αρχοντιά των μαρμάρων αγέρωχη
και η OXEN
να κρατάει όλα μας τα χθες
στην γη βαθιά καταχωνιασμένα…
Κι υστέρα το τέλος της οδού Λήδρας
με τα μικρομάγαζα ερειπωμένα
και το υποκατάστατο του φυλακίου,
να κουβαλούν μια μουσική που πετρώνει…
Τα καλοκαίρια οι φωνές της Ιοκάστης
μεταναστεύουν στην Πράσινη Γραμμή
μαζί με τα μαδημένα πέταλα
της μαργαρίτας
πού μας θυμίζουν ότι είμαστε όλοι
μελλοθάνατοι…
Λευκωσία της νιότης μου,
σ’ ένα κομμάτι μάρμαρο
θα σου γράψω ποίημα
με αίμα πού στάζει βροχή
στο κατώφλι τής Πράσινης Γραμμής,
πριν πήξει από τον αδυσώπητο χρόνο,
με λέξεις ανορθόγραφες
μικρού παιδιού πού κλαίει
καθώς ψάχνω μέσα στη νύχτα
των γεγονότων και τής επικαιρότητας
μια ακτίδα φωτός
λίγη θαλπωρή να σε τυλίξω
να σου ξυπνήσω την συνείδηση τής σιωπής
και του εφησυχασμού
να σου ξαναφέρω το χαμόγελο της ’Ίριδας
να σου ζυμώσω προζύμι
την ψυχή μου…

ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΜΑΝΤΑ-ΛΑΖΑΡΟΥ

ΕΝΤΟΣ ΠΟΛΕΩΣ

IΙΙ

Στην πόλη αυτή θα ζήσουμε μοναχικά
καθένας με τους έρωτες του.
Καθώς τα λάβαρα και οι σημαίες αποσύρονται δια παντός
αφήνουν τον ουρανό ελεύθερο
να κοιτάξει στα μάτια
καθένα χωριστά
να σκύψει να ονοματίσει
όπως κοιτάζει η μάνα το νεογέννητο.

Μια νέα δόξα κυματίζει, αίφνης μεταξένια
στα σφριγηλά στήθη μιας γλυκιάς αγάπης νέας.
Μικρή μου πόλη, αγαπημένη Χώρα
δίχως συνθήματα θα ερωτευτούμε
στις στροφές των κλειστών δρόμων σου
παρατώντας ξόανα, ειδώλια, θεούς και δαίμονες
πρώτη φορά.

Δίχως συνθήματα θα ερωτευόμαστε εις τούς αιώνας
στην πόλη την κλειστή
ώσπου ν’ ανοίξει – επιτέλους – η δειλή καρδιά της

(Λήδρας, Μάιος 2006)

«Μακρύδρομος»

Όλα είναι σχετικά. Λήδρας την ονόμασαν στα χαρτιά,
επίσημα οι μορφωμένοι, που ήξεραν καλά και ιστορία
και μυθολογία. Όλοι όμως «Μακρύδρομο» λέγανε στην
κουβέντα τους την οδό. Μακρύς ό δρόμος εντός των τειχών.
Πόσο μακριά μπορεί να σε πηγαίνει; Αν μετρήσεις, τώρα,
την οδό σέ σχέση με τις πτήσεις σε όλα εκείνα τά ταξίδια μας,
ειδικά με όλα εκείνα τα ταξίδια κάθε καλοκαίρι…
-Αλήθεια, εφέτος πού θα πάτε;
Κι’ αν την αντιπαραβάλεις με τας εις Παρισίους λεωφόρους,
δικαιολογημένα όλοι την έμαθαν πια για τα καλά πώς Λήδρας
λέγεται. «Μακρύδρομος;», ποιος τον γνωρίζει; Όλα είναι σχετικά.
Μήπως και τα ένδοξα Παρίσια τά θυμάται πιά κανείς; Ένα
Παρίσι όλο κι’ όλο στη συλλογή ταξιδιωτικών σφραγίδων.
Κι’ αυτό το προσπερνάμε πηγαίνοντας πέρα σέ νέα μέρη με ονόματα πρωτάκουστα. Απόλυτα δικαιολογημένο. «Όλα είναι σχετικά». Αυτό συλλογιζόμουνα σέ ένα περίπατο στη Λήδρας. Κι’ ένιωσα πάλι μια ελπίδα
μια χαρά. Κάποτε έτσι σχετικά θα τα μετρήσουμε όλα και θα μετρηθούμε.

ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ

Η ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ

Ανήμερα του Προφήτη Ηλία
στη Φανερωμένη, άπλωνε ο διάκος
τη σημαία για το μνημόσυνο των πεσόντων,
«Η εις ουρανόν πυρφόρος ανάβασις»
άναψα κερί και κοίταξα τις φαγωμένες ζωγραφιές του θόλου
«θα τον έπιανε σίγουρα ίλιγγος πάνω στις σκαλωσιές»,
σκέφτηκα.

ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ

Είπαν πως ήταν καντηλανάφτης στην Πέστη
εκ Λευκωσίας της Ασίας
κανένας δεν ήξερε να πει για τη ζωή του
πως βρέθηκε από τη Λευκωσία στην Πέστη
πως γνώρισε το Ρήγα
πως βρέθηκε μπλεγμένος
στου Γένους τον ξεσηκωμό
από την Λευκωσία της Ασίας


ΤΑ ΛΟΥΤΡΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ο Θεόφιλος βρήκε
το λουτρό του Κόκκινου κλειστό
και ερημωμένο
γιατί είχαν αδειάσει τα ταμεία
και ο Ρήγας
έκοψε λεφτά χάλκινα
χαλώντας τα λουτρά της Λευκωσίας
λειώνοντας τα χάλκινα χαρτζιά
όπου έβραζε το νερό
νύχτα και μέρα

ΛΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ

ΤΟ ΝΗΜΑ

στον Emin Gizenel

Τα βράδια σε σκέφτομαι στην άλλη πλευρά της πόλης.
Η ιστορία σου δεν είναι ίδια με τη δική μου•
κι όμως μεγαλώνουμε στην ίδια πόλη.
Εμείς κάποια στιγμή ξανασμίξαμε, μα όχι η πόλη μας.
Υφαίνουμε την ύπαρξή μας με το νήμα που μας χωρίζει.
Κτίζουμε σκαλοπάτια για να ανεβαίνουμε μαζί,
αφήνουμε σημάδια για να ξαναβρούμε την αρχή μας
όπως οι άνθρωποι της ερήμου.

Τα χρόνια μαλάκωσαν, το ίδιο η καρδιά και τα πάθη μας.
Μοιάζουμε τώρα με τους ταξιδιώτες που σε κάθε ταξίδι
ψάχνουν δρόμους να τους οδηγήσουν στις αισθήσεις.

Σήμερα, κοιτάζοντας τις καινούριες πινακίδες
«Η πόλη της καρδιάς μου», φυλάω ζωντανές τις λεπτομέρειες•
τον αέρα και τις μυρωδιές της, τις φωνές και το γέλιο των δρόμων
τις ουλές και το κλάμα της, ίδιο με τ’ αγκάθια που φυτρώνουν
στο σημείο όπου τη μοίρασαν στα δυο.
Έχει απόκοσμο πρόσωπο η διαχωριστική γραμμή.

Γι’ αυτό σε σκέφτομαι τα βράδια•
την πόλη να ενώνει τα ξέχωρα νήματα της ιστορίας μας.
Πάνω από την οροφή της γειτονιάς σου πετάει ένας χαρταετός.
Δεν βλέπω το νήμα που τον ισορροπεί•
μα ξέρω.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΛΕΣΚΗΣ

ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Ανοιξιάτικη Λευκωσία,
πνιγμένη στους άνθους…

Περπατώ την οδό του αρχαίου ποιητή
και χαιρετώ τους χαμένους μου αδελφούς –
ο Δώρος στο σταυροδρόμι,
ο Ξάνθος κρυμμένος μέσα στα δέντρα.
Βγήκανε κι οι δυο απ’ τη ζωή μας
με μια χειρονομία σαν σφίξιμο χεριού
σε μαύρα χρόνια.

Το βήμα μου ελαφρύ και χαιρετώ
ανθρώπους των καθημερινών μου συναπαντημάτων
που γυρίζουνε ανυποψίαστοι στον ίδιο τόπο
φεύγοντας ολοένα
με το σπειροειδή κύκλο του χρόνου
σ’ αδιέξοδους δρόμους.

Περπατώ πλάι στα τείχη της Λευκωσίας,
αυτά που είδανε τόσες γενιές ανθρώπων,
τόσους δικούς και τόσους ξένους
να περνούν και να φεύγουν,
που είδανε τόσο αίμα να κυλά,
τόσα δράματα να παίζονται μπροστά τους
δίχως ντροπή και δίχως έλεος!…

Κι όλο τα βάζω με την άνοιξη
που ανελέητα τα σκέπασε όλα,
πέτρες αιματωμένες άλλων πολέμων,
παλιές πολιορκίες και απειλές
και πανηγυρίζει
κοιτάζοντας αδιάφορη
τον κόσμο.

ΠΟΔΗΛΑΤΙΣΤΕΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Σαν χελιδόνια που ορμούν προς την άνοιξη
ένα σμήνος ποδηλατιστών
διασχίζει τους δρόμους της Λευκωσίας.

Με τα απαστράπτοντα ποδήλατά τους,
τις ομοιόμορφες στολές τους,
με το ισορροπημένο μαύρο κι άσπρο χρώμα
και τα μοβ λοφία τους -ίδια πουλιά-
μαζεύονται μπροστά στα φώτα της τροχαίας.
Με το πράσινο ορμούν και φεύγουν
διασχίζοντας τους δρόμους
μιας πόλης κουρασμένης από τη ρουτίνα,
αγχωμένης και βιαστικής,
που όλο σκαλώνει στις ουρές των μηχανών.

Δίχως κλάξον, δίχως εξώστη, δίχως κουδούνι,
σιωπηλοί σαν τα πουλιά τρέχουν μέσα στο φως
να ολοκληρώσουν
την ποδηλατιστική αποστολή τους.

Και δεν χρειάζεται τίποτε άλλο να πεις,
τίποτε να προσθέσεις
κι ας μείνει το ποίημα ημιτελές,
μονάχα μια εικόνα.

Ιούνιος 2010

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΕΞΟΔΟΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Απόψε μ’ έχουν βομβαρδίσει ανελέητα οι ειδήσεις.
Μ’ έχουν κάνει ένα ερείπιο
σε κάποια πόλη της Συρίας,
ένα ορφανό παιδί που κλαίει
πάνω στο νεκρό σώμα του πατέρα του
σε μια έρημο στο Ιράκ,
έναν μετανάστη πάνω στα κύματα,
έναν πρόσφυγα που πορεύεται μόνος σε ξένη γη.

Βγαίνω στον δρόμο, περπατώ σε μια πόλη
μοιρασμένη από τον πόλεμο,
που είδε φόνους και βιασμούς,
έκλαψε νεκρούς και αγνοούμενους,
μια πόλη
που κουρνιάζουν πάλι στις έρημες γειτονιές της
καινούριοι πρόσφυγες, άλλοι μετανάστες.

Περπατώ μόνος, στο σκοτάδι και στο κρύο,
από πάνω με κοιτάζει αδιάφορη μια πανσέληνος
κι από ένα ηχείο στη γωνιά του δρόμου
φτάνει στ’ αυτιά μου η φωνή του Βέρντι
σ’ ένα μεγαλειώδες πολυφωνικό κρεσέντο:
tutto nel mondo è burla!…
Σολίστες, μουσικοί, χορός,
ξεχωριστά και όλοι μαζί:
tutto nel mondo è burla!…

Όμορφα, μαγευτικά που ο συνθέτης
έβαλε την πικρή αυτή τελεία
στο τέλος μιας πορείας
που άγγιξε την τελειότητα.
Περπατώ κι ο Βέρντι με ακολουθεί
δωροδοκώντας με
με τη μαγεία της μουσικής του:
tutto nel mondo è burla!

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

ΟΙ ΦΟΒΕΡΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ
ΤΟΥ 1963 ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Τόσα χρόνια αναζητούσαμε θέματα.
Να τα, λοιπόν, τώρα!
Να που όταν, επί παραδείγματι,
πήραν τον σκοτωμένο
απ’ τ’ αντικρινό οικόπεδο
δεν πρόσεξαν την τσάντα με το πρόγευμα
που του είχε ετοιμάσει η γυναίκα του
και παρέμεινε.

ΕΙΚΟΝΑ ΘΕΡΙΝΗΣ ΝΥΚΤΟΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ I

Αυτά τα δυο πρωτόβγαλτα αστεράκια
που αντιμετώπισαν απόψε το φεγγάρι,
που αντεπεξήλθαν απόψε στο φεγγάρι,
που το τριγύρισαν γελαστά
με τις κοντές φουστίτσες τους να σπιθίζουν,
με τα ματάκια τους να σπιθίζουν,
αυτά τα δυο πρωτόβγαλτα αστεράκια
που πάει εκείνο ν’ ανέβη
κι αυτά πίσω του και γύρω του,
που πάει εκείνο να ξεφύγει
κι αυτά πίσω του και γύρω του,
πίσω του και γύρω του
ώσπου να χαθούν μαζί στην άκρια του δρόμου!

ΕΙΚΟΝΑ ΘΕΡΙΝΗΣ ΝΥΚΤΟΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ II

Από κάπου κάποιος θα ενθάρρυνε απόψε
αυτά τα δυο πρωτόβγαλτα αστεράκια
πού τα ‘βαναν με το φεγγάρι,
που δεν υπέκυψαν στο φεγγάρι,
από κάπου κάποιος τα χειροκροτεί
και σπιθίζουν έτσι οι φουστίτσες τους
και το τριγυρίζουν άφοβα
και σχεδόν το πετάν σα μπάλα
το ένα στ’ άλλο.

ΕΝΑΣ ΕΥΚΑΛΥΠΤΟΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Εφτά πλώρες ανοιγμένες για τους εφτά ουρανούς,
εφτά στραβά σκουφιά,
εφτά φλάμπουρα ν’ ανεμίζουν,
εφτά φλάμπουρα να ξεκινάν σφυρίζοντας.

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Το περιβάλλο σκιώδες,
οι άνθρωποι σκιώδεις,
σχεδόν ανύπαρχτοι,
σχεδόν μάλλον περιττοί.

ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ

ΣΤΗ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Χλωμή
σε είδα να περνάς
πάνω από τις στέγες των σπιτιών
που χάθηκαν μες τη σιωπή
αγγίζοντας τα καμπαναριά
που βουβάθηκαν κι αυτά
πλάι στη μοναξιά των ίσκιων.

Πληγωμένη
σε είδα να κλαις
μες την ομίχλη που σε σκέπαζε
απόκοσμη οπτασία της παιδικής μου θύμισης.
Δεν έβλεπα τα μάτια σου
μα έβλεπα τα δάκρυά σου
χρυσά βόλια να σχίζουν την καρδιά μου
και να μετρώ στιγμή-στιγμή
τη μνήμη που πληγώνει.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΣΙΑΡΔΗΣ

ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΒΡΑΔΥ 15.7.74

Δεν είναι η Λευκωσία απόψε
η πόλη του γλυκού καλοκαιριού,
του δειλινού π’ άναβε τ’ άστρα,
αυτή που ξέραμε ως εχτές
που πίναμε σ’ ένα ποτήρι τη δροσιά της.
Απόψε στα στενά παίζουν τον θάνατο
κάθε γωνιά φωτιά κι αγώνας.
Η Λευκωσία απόψε πολεμά
και πέφτει.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΟΥΣΗΣ

ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΗ ΠΟΛΗ

Η πράσινη γραμμή στη Λευκωσία
ανυπόφορο τοπίο.

Έρημοι δρόμοι
Πλίνθοι και κέραμοι

Η οδός Έρμου
Οι άλλες οδοί
Οι κάθετες μ’ αυτήν οδοί…

Πριν απ’ το μαύρο σύννεφο,
ζωή.
Συναλλαγές…
Πάρε-δώσε…

Σήμερα τείχος.

Γάτες να κυνηγούν ποντίκια
Φαντάροι
με τ’ όπλο παρά πόδα
Φυλάνε όση γη από-μεινε.
Ακούν βρισιές να προκαλούν
στην άλλη γλώσσα.

Στη μόνη μοιρασμένη πόλη.

Λευκωσία 3.30.1999

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΕΡΗΣ

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΙΣ ΛΑΪΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Τις νύχτες κατεβαίνουν φορτηγά, πολιορκούν
οι εργατικοί την πόλη. Ξημέρωμα στις λαϊκές
στήνονται γύρω οι μπάγκοι. Στην πόλη υπομένουν
σιωπηλοί το επιούσιο μαρτύριο της υπαίθρου.
Με δίχως τύψεις κʼ ενοχές τρώνε τα τρόφιμα
καταναλώνουν τʼ αγαθά, τʼ αφοδεύουν.
Βγάζουν ωστόσο έντυπα στην πόλη ψεύτικα
αναλώσιμα και άλλα τέτοια μικροπράγματα
διοικητικά, δικολαβικά, γενναίες πράξεις
και χαρτιά κυκλοφορούν στην πόλη κάτι επίσημοι
τερατικές μορφές. ύριοι ατσαλάκωτοι, κυρίες
εκτάκτου καλλονής, με το μουνί στο κούτελο…

… Ω!, να φυσήξει
ένας αέρας άξαφνα να τους σαρώσει
όλους! Μια καταιγίδα απʼ το βουνό ποτάμι
να τους πνίξει. Να έρθουν όλα ανάποδα
να καθαρίσει ο τόπος. αινούριος νιος
κατακλυσμός να τα ξεπλύνει, στα στήθη
χωρικών τα βάσανα να φύγουν
στο μπόι της να σηκωθεί ξανά

η πατρίδα.

(Στο μπόι της να σηκωθεί… Τρόπος του λέγειν.
Σώπασαν τα βιολιά, σώπασαν τα λαγούτα).
Αφοπλισμένη προχωρεί γονατιστή στο χώμα.

ΠΡΩΙΝΟΣ ΚΑΦΕΣ ΣΤΗ ΛΗΔΡΑΣ

Είμαι σαράντα εφτά ετών και είμαι
ευτυχισμένος. Επειδή κάθομαι εδώ
σε προνομιακή γωνία κι εντός αυτής της μέρας
που δεν είναι χτεσινή μήτε αυριανή.
Είμαι εδώ, σ’ αυτήν τη μέρα που είναι
σήμερα, δεν ήταν χτες, δεν θα ’ναι αύριο
κι είμαι στην πόλη στον πεζόδρομο, σ’ αυτήν
εδώ την πόλη (την έστω μοιρασμένη)
και κάθομαι κι απ’ το γυαλί κοιτάζω τη βροχή
τον κόσμο που κινείται κι η σερβιτόρα
είναι όμορφη (και το γνωρίζει)
κι έχει και το χαμόγελο εύκολο.
Είμαι στ’ αλήθεια τόσο, μα τόσο
(έστω για λίγο) ευτυχής.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ

ΟΙ ΤΟΙΧΟΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ

Αυτούς τους τοίχους
δεν τους πρέπει άλλη λέξη.
Συνθήματα τούς χάραξαν πολλά.
Μα μάτωσε το δέρμα τους.

Αυτή η λέξη τούς πρέπει.
Την κουβαλούσε ο Κίμωνας.
Το μαντείο, του Τεύκρου
έδεσε τα χέρια με χρησμό.

Τα υγρά του Αγαπήνορα βήματα
μονοπάτι για την Κυπρίδα.
Αυτή η λέξη
ήταν των Αρκάδων ο βωμός.

Στα κοχύλια τη σμίλεψε
με την ουρά του ο Ποσειδώνας.
Του Ομήρου η Μούσα
την έπλεξε στις χορδές.

Γκρέμισαν τους τοίχους.
Γυμνοί οι δρόμοι, ανοχύρωτοι
τη λέξη ψιθυρίζουν στους διαβάτες.
Στον αέρα τη συλλαβίζουν.

Σαν αναρριχητικό της ιστορίας φυτό
αγκαλιάζει τους ασπρισμένους τοίχους.
Δεν την ξεπλένει η βροχή,
μόνο τα μάτια που δεν κοιτάνε πια.

Η ΡΗΓΑΙΝΑ ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΝΙΩΤΙΣΣΑΣ

Με τα μάτια μου
περιπλανιόμουνα στα τείχη
της βασιλεύουσας νήσου
αντικρίζοντας του Μπαϊρακτάρη τη σημαία.

Φωνή εξ ουρανού
τα χέρια μου έδεσε
με το χρησμό
του αρχαίου Δραγουμάνου.

Περιπλανιόμουνα στον αιθέρα
όταν της Χρυσαλινιώτισσας
άκουσα τη σπαρακτική καμπάνα
στον κυβερνήτη να αντιλαλεί.

«Μη των Ελλήνων το αίμα
να ξεραθεί στη σημαία αφήσεις».
Το αίμα μας θα σπιλώνει
των αδελφών τις συνειδήσεις.

Ολόρθος στάθηκα στο ιερό.
Την ώρα αυτή συνάντησα
τη μοναχή Ρήγαινα
με το ιερό ποτήρι.

Στις κατακόμβες της γλώσσας
συνέτασσε τους ψαλμούς
με το αλφαβητάρι που διδάχθηκαν
στης πρωτεύουσας το σχολείο.

Ρακένδυτοι άνθρωποι, αγιασμένοι
της ρήγαινας ποθούσαν το λόγο.
Σπαρακτικά την καλούσαν
να μεταλάβει το όνομά τους.

Πάνω από την πόλη μας
ταξίδευε στα σύννεφα
η μοναχή Ρήγαινα.
Γυμνή και ματωμένη.

Στα παζάρια της ανατολής
αυτά που όρθωσαν οι αλλόγλωσσοι
ξεπαστρεύουν τους θησαυρούς της.
Μια αρχαΐζουσα απέμεινε γλώσσα όλη κι όλη.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ

ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Περπατώ, περπατώ μες στην πόλη.
Μία νεκρή ζώνη
ζώνει την πόλη
χρόνια τώρα.
Της σφίγγει τους πνεύμονες,
της παραλύει τη σκέψη.
Μηδενίζει τον χρόνο γύρω της,
ενώ παράλληλα μια «φυσική» εξέλιξη απλώνεται.
Την περπατούν και γράφουν λέξεις,
τις ταξιδεύουν στον τόπο τους,
βρίσκουν στα απομεινάρια της ζωής της
τουριστικό ενδιαφέρον.
Στη Λευκωσία επιβλήθηκε μια σιαμαία αδελφή,
της τρώει το σώμα και τη μνήμη σε δόσεις.
Εμείς ανήμποροι, συνταγογραφούμε δείπνα διπλωματικά,
ενίοτε και μερικά ποιήματα.
Περπατώ, περπατώ μες στην πόλη,
ο λύκος ξέρει πού θα με βρει…

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΝΟΣ

ΩΔΗ ΠΕΝΙΧΡΗ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Τώρα μένει μόνο η μοναξιά,
στην πολιτεία παντοκρατόρισσα∙
και τα πολύφωτα κι οι πολυέλαιοι
κι οι παιδικές φωνές λιγοθυμούν
κι η σάλα της ψυχής μας μόνη – μένει –
κι άφωτη – σαν κάμαρα νεκροτομείου
τη νύχτα… σαν σκελετός που τον
παράτησαν οι σάρκες,
– το χώμα τού πήρε ακόμα και τη στίλβη–
και φαντάζει λασπωμένος και φριχτός.

Πικρή πολιτεία – ξένη με τους ξένους
ζωσμένη τείχη, συρματοπλέγματα και
machine guns– μα στιβαρή, –
ακατάλυτη – γενναία.
Δώσε μου τη δύναμη – πόλη που με γέννησες∙
να τραγουδήσω το έπος σου.
Είμαι ελεύθερος – ένα περήφανο πουλί –
μακριά από βέβηλες – βάρβαρες – παγίδες.
Κοίτα με! Τα βήματά μου κροταλίζουν
σταθερά στην άσφαλτό σου…
Μουσικές νότες ηχούν στον υγρό σου αέρα
λειψές – σβηστές…
μα εμένα με ραίνουν Λευκωσία
με μνήμες θαμβωτικές,
από κίτρινα ρόδα…
από λευκές φτερούγες αγγέλων…
από τη φλόγα των βιολετιών
ματιών της Άννας μου
να μου καρφώνει τα μάτια…
σαν σμαραγδιά θάλασσα
σπαρμένη χρυσαστέρια και πάθος

Μα πάλι και πάντα
εσύ Λευκωσία δεσπόζεις!
Έρχεσαι – χάνεσαι – γυρίζεις –
στροβιλίζεσαι – χορεύεις τον ηρωικό χορό σου
πίνεις – μεθάς από τον ίλιγγο του πάθους σου –
μας χαϊδεύεις το μέτωπο…
Εσύ – πριγκιπέσσα μου εξαίσια –
εσύ – Λευκωσία – δυνατή – ακατάλυτη
αλύγιστη.

ΝΕΝΑ ΦΙΛΟΥΣΗ

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ «ΛΗΔΡΑ ΠΑΛΑΣ»

Ο τόπος είναι αυτόχειρας
και περπατά θηλυπρεπώς
πάνω στα πρηξίματα των αντρών στις φωτογραφίες
που γύρισαν λειψοί τάχα μου ελεύθεροι
τελευταία εποχή της ιστορίας εκείνης.

Έφηβη είναι και η λύπη μας που κλαίει στη φαντασία των αδήλώτων
οι ήρωες θαρρούν πως μπορούν να βγάλουν περίπατο
κάθε δικαίωμα ή ενοχή
χωρίς να τρομάξουν:
άσπρα φουγάρα οι περαστικοί.
Κι εσύ στη μνήμη μου.
Φωτιές δεν έχουν μείνει.

Οι εραστές μας πεθαίνουν κατ’ επανάληψη
στον ύπνο τους
Όλη μας η νιότη ένα οδόφραγμα
όπου κλάψαμε και ομαδικά και μόνοι
τα ταβάνια των ψηφισμάτων κινδυνεύουν
κι αυτά αδήλωτα
να χαθούν.

Όλη μας η νιότη ένα οδόφραγμα
όπου κλάψαμε και ομαδικά και μόνοι

.

ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ I

Στην οδό Σούτσου
η Φανίτσα της Διακαινησίμου
πλύθηκε, χτενίστηκε
κι ολόφωτη κάθισε στο κατώφλι.
«Αληθώς ο Κύριος
δεν έχω απόψε σώμα»
λέει σ’ αυτόν που μπαίνει.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΡΙΤΩΝΙΔΗΣ

ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Ο πλανόδιος διαλαλούσε τα καρπούζια του.
Με μια κίνηση
μοίρασε ένα μπροστά μας.
Η γλυκάδα και η δροσιά αναδύθηκαν
και απ’ τα δυο του μέρη.
Καλό παράδειγμα
για μοιρασμένη πόλη.
Εκείνη τη μέρα φυσούσε βοριαδάκι
στη Λευκωσία.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ

ΝΕΚΡΗ ΠΟΛΗ

Νεκρή πόλη η Λευκωσία τον Αύγουστο.
Έτσι την αποκαλούν
όταν οι κάτοικοί της αναχωρούν μαζικά για διακοπές.
Ποτέ κανείς δεν είπε
νεκρή πόλη η μισή Λευκωσία τον Αύγουστο.
Να λείπουν οι ακριβολογίες.
Μπουχτίσαμε με τους ακριβολόγους
τους σχολαστικούς ρομαντικούς της σημειολογίας.
Πολύ λίγος κόσμος στη Λευκωσία τον Αύγουστο
– ο μισός πληθυσμός.
Ποτέ κανείς δεν είπε
τώρα χωράμε καλύτερα
σε μια πόλη μισή,
τώρα αναλογούμε καλύτερα
σε μια πόλη μισή.
Νεκρή πόλη η Λευκωσία τον Αύγουστο.
Ισχνή, ράθυμη,
ολότελα ήσυχη, αφημένη.
Ο Ιούλης είναι ο μήνας της κορεσμένης μνήμης. 

ΔΥΟ ΚΥΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Τις Κυριακές
χαμηλότερα από την προσευχή του μουεζίνη
που αγκιστρώνεται σαν σκέπαστρο στον αέρα
γηραιές κυρίες εξέρχονται από μνημόσυνα
κρατώντας πιάτα με κόλλυβα.
Τα μοιράζουν όχι μόνο σε κοντινούς
αλλά και σε περαστικούς
που δείχνουν περισσότερο να πεινούν
παρά κάποιο ενδιαφέρον για τα τελετουργικά.
Δυο τέτοιες κυρίες την ώρα που ο συρμός
πολλών παράξενων ανθρώπων σκορπίζεται
στα οφιοειδή σοκάκια
πλησιάζουν προς το μέρος μου
«όχι, όχι την άλλη Κυριακή, δεν θα είμαι, θα λείπω»
λέει η μια αυτάρεσκα
σαν να είναι ό,τι πιο σημαντικό τής συνέβη
τον τελευταίο καιρό.
«Με προσκάλεσαν πολλές φορές και τελικά δέχτηκα»
Το λέει αργά επισυνάπτοντας μεταξύ των λέξεων
μια διερευνητική παύση θριάμβου
το λέει εμφαντικά σε απόσταση αναπνοής
από το πρόσωπο
της αγαπημένης της φίλης.

ΑΝΔΡΗ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ-ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ

Η ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ

Μια άχρωμη πόλη, χωρίς ενδιαφέρον και παλμό,
ξύπνησε αναπάντεχα μέσα από τον λήθαργο της,
ανασκουμπώθηκε πανικόβλητη
κι έτρεξε να επουλώσει τις πληγές
από τη σάρκα που της είχαν σχίσει.

Εκείνο το βράδυ του Μάρτη
η Λευκωσία άρχισε να αναπλέει,
άρχισε να αποκτά υπόσταση.
Στην άκρη πια οι μηχανικές,
κενές κινήσεις της καθημερινότητας,
οι μπουτίκ των νεόπλουτων,
οι δήθεν και τα κενά τους λόγια,
οι βολεμένοι και τα αντικείμενα της δόξας τους.

Εκείνο το βράδυ που το πλήθος
σταμάτησε να είναι μια παθητική σκιά
ή ένας όγκος που κινείται χωρίς στόχο,
ανατρίχιασε το φεγγάρι,
από τις φωνές και τα παράπονά του.
Και εμείς, μια δεκαριά γυναίκες
– εννιά ζωντανές και μια νεκρή –
σμίγαμε τους στίχους μας με τις φωνές του πλήθους,
σε μια διαφορετική αντίσταση
όπου το πνεύμα
απορρίπτει τον εξαναγκασμό,
αρνείται τον εκβιασμό
και ανασκουμπώνεται
ανάμεσα σε ψίχες από ψωμί2
στην κοιλιά της πρωτεύουσας’
μπροστά από μακρόστενα ξύλα
που πήραν ψυχή από τον καλλιτέχνη
που ήρθε από άλλη γη
και έσμιξε τα σχήματά του με τα λόγια μας.

Σαν μια μπάλα από σανό ‘γιναν όλα
– στίχοι, αντίδραση, πλήθος, ξυλόγλυπτα, φεγγάρι –
και άρχισε να κυλά στην παλιά πόλη
που κοιμάται ανέμελα
μέσα στα τείχη της για δεκαετίες,
για να σπάσει την Κερκόπορτα4.
Καιρός να ξυπνήσει για να δει τα χάλια
των ανθρώπων της.
Καιρός να αποκτήσει χρώμα.
Και εγώ, ένα μικρό τίποτα,
να διαβάζω στίχους για το Κούριο
και να αναρωτιέμαι γιατί οι θεοί
δεν ξύπνησαν ακόμα για να
μας οδηγήσουν στην εξιλέωση.

ΚΥΠΡΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ

Η ΠΑΛΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Η Λευκωσία μας αποδημεί στους χάρτες
σε αταχυδρόμητες φωτογραφίες
απ’ τις ψηλές ταράτσες την κοιτάμε
να ταξιδεύει στην ποδιά του Πενταδάκτυλου.
Μα η άλλη Λευκωσία φυλλορροεί στα στήθη μας
στα βραδινά μας βλέφαρα
η Λευκωσία μας η παλιά
η Λευκωσία μας.

Η ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΜΑΣ ΑΝΑΧΩΡΕΙ

Ανάμεσα σε δυο ροδιές η Λευκωσία φιλοσοφεί
ανοίγει τις πλεξούδες της στον ήλιο
χειρονομεί στο παρελθόν η Λευκωσία
σαν ν’ αποχαιρετά τον κόσμο αυτό
εκφέρει η Λευκωσία τα τελευταία φωνήεντα
στους τοίχους της μενεξεδένιας ώρας…
Αλλά τη Λευκωσία να μου αγαπάτε
όταν φορεί τα γιορτινά της
τα τελευταία της γιορτινά
και μπαίνει ανυποψίαστη στην αθανασία.

ΟΙ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΕΣ ΛΕΥΚΩΣΙΕΣ

Μενεξεδένιες ομιλίες
στα παραθύρια της Κυριακής
οι μοιρασμένες Λευκωσίες του κόσμου
η μυστική Αφροδίτη των παλιών ερώτων
και το μικρόν αλφαβητάρι…

IMG_0299