ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ

Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης γεννήθηκε στη Μόσχα το 1968 και μεγάλωσε στη Λάρνακα. Σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας. Έχει εκδώσει 8 ποιητικές συλλογές και του απονεμήθηκε δύο φορές το Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Κύπρου. Η ποίησή του έχει μεταφραστεί και έχει εκδοθεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και στα αραβικά, και έχει ανθολογηθεί ευρέως. Το 2011, 150 ποιήματά του κυκλοφόρησαν στη Βουλγαρία με τον τίτλο Ονειροτριβείο. Το 2017, η ποιητική του συλλογή Πλήγείσες περιοχές/Γυμνές ιστορίες (Μελάνι. 2016) κυκλοφόρησε στα γαλλικά και στα σέρβικα και παρουσιάστηκε στο Παρίσι και στο Βελιγράδι. Το 2021, 100 ποιήματά του, με τον τίτλο Giorgos Christodoulides Selected Poems (1996-2021), κυκλοφόρησαν στα αγγλικά από τις εκδόσεις Αρμίδα και παρουσιάστηκαν στο Λονδίνο και στο Δουβλίνο. Συνοψίζοντας την ποίηση του Χριστοδουλίδη, ο Ιρλανδός ποιητής Ντέσμοντ Ήγκαν κάνει λόγο για «έναν ποιητικό χορό με την απώλεια και τον θάνατο που σταδιακά εισχωρεί μέσα σου». Το 2018, ο Χριστοδουλίδης συνεπιμελήθηκε την Ανθολογία Κυπριακής Ποίησης 1960-2018 (ΚΥΜΑ, Αθήνα). Δημοσιεύει κατά καιρούς βιβλιοκριτικές και δοκίμια για την ποίηση. Διετέλεσε μέλος του ΔΣ της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Ένια, (Εκδόσεις Ατέλεια, Λ/σία 1996) [Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη]
Ονειροτριβείο (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2001) [Κρατικό Βραβείο Ποίησης
Εγχειρίδιο Καλλιεργητή (Γκοβόστη, Αθήνα 2004),
Το Απραγματοποίητο (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010)
Δρόμος μεταξύ Ουρανού και Γης (Φαρφουλάς, 2013).
Πληγείσες περιοχές/Γυμνές Ιστορίες (Μελάνι 2016)
Μυστικοί άνθρωποι (Κύμα 2019)
ΛΑΛ Γνωστοποίηση Πένθιμου Γεγονότος (Κουκκίδα 2022)

.

ΒΙΒΛΙΑ ΟΛΑ

ΒΙΒΛΙΑ ΟΛΑ1

ΒΙΒΛΙΑ ΟΛΑ2

.

                              ΛΑΛ
Γνωστοποίηση Πένθιμου Γεγονότος (2022)

Ο ΑΚΤΟΦΥΛΑΚΑΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ

Όταν ανακάλυψα ότι υπάρχει η γλώσσα
άρχισα να μαθαίνω ωραίες λέξεις
έμαθα πολλές
όμως δεν βρήκα ανθρώπους να τους τις φορέσω
κατ’ ακρίβεια βρήκα λίγους
όπως τον Λαλ
πολύ λιγότερους από τις ωραίες λέξεις
όσες περίσσεψαν
τις φύλαξα μέσα σε ποιήματα
όπως φυλάνε σε χάρτινες θήκες
οι συλλέκτες τα παστωμένα γαρύφαλλα
ή ο ακτοφύλακας στο σκοτάδι
επιστρέφοντας
ενταφιάζει ένα περιστρεφόμενο κομμάτι λάμψης
από τον φάρο μέσα του
για να το ανάψει αργότερα.

ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΓΑΠΗΣΕ

Εκεί όπου μια γυναίκα αγάπησε
είναι δρυμός
είναι απρόσιτες βουνοπλαγιές
όπου κάθε άνοιξη νωθρές αμυγδαλιές
σταματούν να στέκονται αυτάρεσκα
όπου κάθε άνοιξη
οι αμυγδαλιές αποφασίζουν να καταρρεύσουν
επανειλημμένα ανθίζοντας

ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΚΟ ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ

Είδα τον φόβο στα μάτια σου
είπα
τίποτα κακό δεν πρόκειται να συμβεί
συνήθως
όταν λέω αυτό το πράγμα
οι κλιματολογικές τιμές τρελαίνονται
οι δείκτες του υδράργυρου εκτοξεύονται
μέσα στο ποίημα γίνεται χαλασμός
μια πανδημία ξεσπά
πέφτει το χρώμα του ουρανού
από την πανδημία
αρρωσταίνουν οι λέξεις
ευτυχώς
το χρώμα του ουρανού πέφτει
στη θάλασσα

ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΜΙΛΙΑ ΜΑΚΡΙΑ

Στους Παναγιώτη Νικολαΐδη,
Μιχάλη Παπαδόπουλο και Γιώργο Καλοζώη

Ήθελα να κάνω έκπληξη στους φίλους μου
τους πήρα το βιβλίο «Χαίρομαι που είμαι εδώ»
του Άλντεν Νόουλαν
είναι μερικά σπουδαία ποιήματα εδώ μέσα
λέω στον πρώτο
το έχω μου λέει
μου το χάρισε ο άλλος φίλος μας
(αυτού που θα του έδινα το δεύτερο αντίτυπο
αλλά δεν ήταν εκεί)
το έδωσα στον τρίτο φίλο μας
που το διαβάζει και γιορτάζει
τέσσερις άνθρωποι σαν εμάς
σε αυτό τον βολικό τόπο
χιλιάδες μίλια μακριά από εκεί που ο Άλντεν
γεννήθηκε και πέθανε στα πενήντα του
δεν θα το φανταζόταν ποτέ
ειδικά τις μέρες
που προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα
με τον αλκοολικό του πατέρα
να ξεκολλήσει
το καρότσι από τη λάσπη
να τιθασέψει τη γέρικη άλκη ,
που κατέβηκε απροσδόκητα από τα βουνά
επειδή αποφάσισε να πεθάνει
στις πεδιάδες

ΧΩΡΙΣ ΕΜΑΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΗΡΧΕ

Σκοτωνόμαστε από την αρχή του κόσμου
και πρωτύτερα
σκοτωνόμασταν πριν γεννηθούμε
για να γεννηθούμε
σκοτωνόμασταν για να φάμε
για τα οικόπεδα
για την αγάπη χωρίς να μάθουμε να αγαπούμε
σκοτωνόμαστε για να έχουμε περισσότερα
για να μην έχουμε λιγότερα
σκοτωνόμαστε για την υπερίσχυση
για την επιρροή
για μια διαφιλονικούμενη περιοχή
για το άφθονο θήραμα και τους καρπούς του χώματος
για τις ακαταμέτρητες αχτίδες του ήλιου
για μια χαλασμένη αντλία νερού
σκοτωνόμαστε επειδή ξέρουμε καλύτερα να σκοτωνόμαστε
παρά να δίνουμε ζωή
όλο το αίμα που χύθηκε από καταβολής μας
περισσότερο από τα νερά των ωκεανών
όλη η οδύνη που δεν ονομάστηκε
πιο απειλητική από τα μεγάλα παφλάσματα
τα βογγητά που υψώθηκαν
πιο γιγαντόσωμα από δεκαεπτά Ιμαλάια
όλη η μουσική που απέμεινε
μια εξόδιος ακολουθία
είναι ο ύμνος των Χερουβείμ
είμαστε το γένος του επαναλαμβανόμενου θανάτου
σκοτωνόμαστε επειδή μας φέρνει το σκότος
χωρίς εμάς ο θάνατος δεν θα υπήρχε

ΑΟΡΑΤΕΣ ΓΕΦΥΡΕΣ

Πεθαίνουμε επειδή δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε
ή σταματάμε να αναπνέουμε επειδή πεθαίνουμε;
πρέπει να πληρώσεις κάποια μηχανή για να ανεβείς στους ουρανούς
και κάποια καλά φτερά
να νοικιάσεις
για να το ψάξεις.
Δεν έχει αποδειχθεί ότι εκείνοι που μετακίνησαν βουνά
και τα στοίβαξαν το ένα πάνω στο άλλο για
να ανέλθουν από τη χιονισμένη μύτη
στα κράσπεδα του στερεώματος
τα κατάφεραν.
Ακριβώς όση δύναμη χρειάζεται για να ζήσεις
ανάλογη χρειάζεται για να αρνηθείς τη ζωή.
Υπάρχουν μακρές γέφυρες που ενώνουν
πολιτείες, όχθες, μέχρι και κράτη
μακρινούς συγγενείς
τον άγνωστο αδελφό
τη χαμένη μητέρα που εξαφανίζεται
κάθε Δευτέρα πρωί
υπάρχουν αόρατες γέφυρες
που ενώνουν
εμένα με αυτό που ήμουν
εσένα με το μέλλον σου
κανένας δεν τις έχει δει
κανείς δεν τις έχει διαβεί μέχρι τέλους
επειδή είναι ατέλειωτες
και επικίνδυνες πάνω από αβύσσους
όμως υπάρχουν!
Όπως διαβάζει ο Προβηγκιανός
έναν στίχο μου στα γαλλικά
ξαναβλέπει το εξώφυλλο
και σκέφτεται ποιος είναι αυτός.
Είναι νύχτα πάντα
ανεβαίνω σε μια τέτοια γέφυρα
για να δει ότι είμαι
πριν ξαναπέσω στο σκοτάδι.

Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΜΟΥ

Μεγαλώνοντας με τα παιδιά μου
έπρεπε να γνωρίζω όλες τις απαντήσεις
τι είναι ο ουρανός;
γιατί σήμερα είσαι απελπισμένος;
γιατί δεν μπορούμε να πάμε στον Πενταδάκτυλο;
γιατί μπορούμε αλλά δεν πάμε στον Πενταδάκτυλο;
αφού είναι εχθροί μας
γιατί δεν τους σκοτώνουμε να τελειώνουμε
είσαι βέβαιος ότι οι ζωντανοί της γης
είναι περισσότεροι από τους νεκρούς της;
τη μέρα που τους είπα ότι δεν έχω άλλες απαντήσεις
και ότι όσες τους είχα δώσει ήταν μάλλον λανθασμένες
με κοίταξαν με το βλέμμα
που κάποτε εγώ είχα κοιτάξει
έναν σοφό.

ΕΓΩ ΠΟΥ ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΑΙ

Θέλω να ζητήσω συγγνώμη
από τον πλούτο
τη ματαιοδοξία
δεν υπολόγισα την υπερφυσικότητά τους
θέλω να ζητήσω συγγνώμη από τους ύπουλους
δεν ήξερα ότι ήταν τόσο απροσχημάτιστα διαδεδομένοι
από όσους ανελέητα κυνήγησαν τη δικαιοδοσία
το έκαναν για να νιώσουν ότι υπάρχουν
θέλω να ζητήσω συγγνώμη από τους σκληρόψυχους
που είναι έτσι επειδή δεν τους όργωσαν άροτρα σαν άρπες
με γεωργούς κλαίοντες
θέλω να ζητήσω συγγνώμη από τους κυρίαρχους
δεν αντιλήφθηκα ότι αυτοί αποφάσιζαν τον εκάστοτε θεό
μέσα στην άγνοιά μου
τόλμησα να επινοήσω τον δικό μου
για να τον ανακαλύψω

ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΠΟΥ ΜΙΛΑ

Να πιστεύεις μόνο στον εαυτό σου
να τον εμπιστεύεσαι όπως κανέναν άλλο
ο εαυτός σου δεν θα σε προδώσει ποτέ
να γίνεις ο καλύτερος φίλος του
να γίνει ο καλύτερος φίλος σου
μου ψιθυρίζει μια φωνή
κοιτάζω έξω από το παράθυρο
και βλέπω ένα σταχτοκάστανο περιστέρι
να κάθεται στο περβάζι
λίγο πριν ο Λαλ αρχίσει να καθαρίζει με επιμέλεια τα παντζούρια
και να ξεκολλά τις κουτσουλιές από το μάρμαρο
με περιεργάζεται όπως ένα περιστέρι οτιδήποτε
και με διαβεβαιώνει περιστερόφερτα
ότι ούτε αυτό μπορεί να προδώσει κανένα
πριν πετάξει
μου εκμυστηρεύεται
ότι δεν μπορεί ούτε να αγαπήσει

.

ΜΥΣΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ (2019)

ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ

Κάθομαι γυμνός στο παγκάκι της κόλασης
και είναι νύχτα
όμως το σκοτάδι δεν μ’ αγγίζει.
Κάθομαι φωταγωγημένος από πυρσούς έκπτωτων αγγέλων
στο παγκάκι της κόλασης
επειδή μπορώ πια να παίξω με τους δαίμονες
και να τους στριμώξω προσωρινά
μέχρι το σκοτάδι να σκεπάσει τα πάντα.
Είμαι γυμνός
αλλά στολισμένος
σαν επιτάφιος
και σχεδόν θαρραλέος
για κάποια λεπτά.

ΑΘΕΑΤΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

(Αμμόχωστος 1972)

Με πήραν από το χέρι και με πήγαν στην προβλήτα
δεν θυμάμαι ποιοι
αλλά μ’ αγαπούσαν.
Η πρωινή ομίχλη πύκνωνε
όσο περιμέναμε το πλοίο.
Κατέπλευσε
πρώτα η αναμονή
μετά η κούραση.
Οι γονείς μου
σαν κέρινα ομοιώματα
αποβιβάστηκαν μηχανικά
κι αγκάλιασαν σφικτά τα πέντε μου χρόνια
που ήταν εκεί
κι ύστερα
τα πέντε μου αναιμικά
που στέκονταν σκυμμένα μακρύτερα.
Με δυο κινήσεις οι γονείς μου
αγκάλιασαν τον έναν
που ήμουν εγώ.
Τα χρόνια μου ενώθηκαν
όπως ενώνεται το μισογεμάτο
ενός ποτηριού.

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

Σε μια επίσκεψη γονέων στο σχολείο
τον είδα.
Φορούσε ένα φθαρμένο μπλε κοστούμι
ο σπινθηρισμός στο βλέμμα του
ράγιζε τα περισκόπια της μνήμης
σαν αγιοστέφανο πάνω από το κεφάλι του
έλαμπαν η γλυκύτητα και η πρώιμη σωφροσύνη
για έναν άντρα 30 χρόνων.
Το σκληρόδετο δέρμα στα χέρια του
με ευδιάκριτους ρόζους
στις μεριές των δακτύλων,
σήμαινε ότι πέρασε χρόνο
σε πετρωμένα χώματα
και πρωινούς παγετούς.

Μετροφύλλισε επιδέξια τις ακατάστατες σελίδες
και πλησιάζοντας χαμογέλασε:
«ο νεαρός είναι έξυπνος
πρέπει όμως να διαβάζει περισσότερο.
Και να μην φοβάται».
Ο μικρός γιος της πόρνης
που τις αργίες
όταν εκείνη τους έμπαζε από την πίσω πόρτα
του πλινθόκτιστου σπιτιού
αυτός με τα κοντοβράκια
κλεινόταν στα πιο υγρά υπόγεια της μέρας
πίσω από φιάλες υγραερίου
μέσα στον σκουπιδοτενεκέ της πολυκατοικίας
ήταν ο καθηγητής του γιου μου.

Έσκυψα
και του φίλησα τα χέρια.

ΑΠΡΙΛΗΣ

Τα ξεχασμένα παιδιά
κλωτσάνε μια ξεφούσκωτη μπάλα
στην αυλή του ξεφούσκωτου σχολείου.

Είναι 3 και 30 ακριβώς
ο ήλιος τέτοιο μήνα είναι συμπονετικός
καψώνει όμως σιγά-σιγά
ένα μετά το άλλο
τα ηλιοστάσιά του.

Το ξανθό κορίτσι
η μικρή κλειδούχος
ανοίγει παραφυλώντας το κάγκελο
και τρέχει προς τα έξω
για να φέρει κάτι ασήμαντο.

Η πόρτα μένει μισάνοιχτη
ένα παιδί τη βλέπει και προλαβαίνει
βγαίνει από τα όρια
και γίνεται σύννεφο
ένα άλλο παιδί κάνει το ίδιο
και γίνεται αστραπή
τα άλλα παιδιά γίνονται σταγόνες και άνεμοι
τα παιδιά πολλαπλασιάζονται
τα παιδιά εξαϋλώνονται.

Κάπως έτσι
εκείνη την ηλιόχαρη μέρα
ξέσπασε
πάνω από την αυλή του σχολείου
μια αλλόκοτη καταιγίδα.

ΤΑΧΥΠΑΛΜΙΑ

Όποτε με πιάνει ταχυπαλμία
με κυριεύει ένας φόβος
ότι κάτι κακό θα μου συμβεί
όμως προχθές
που έφτασα τους 200 παλμούς
την ώρα που ξεντυνόσουν
την ώρα που ξεντυνόσουν για μένα
δεν φοβήθηκα καθόλου.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ

Της κράταγε το χέρι
και περπατούσανε
πρωί απόγευμα.
Εκείνη λεπτή στα όρια της ύπαρξης
αυτός φαλακρός, μικρόσωμος
έμοιαζαν καμωμένοι ο ένας για τον άλλο
όταν έβγαιναν για περίπατο
τα χελιδόνια άφηναν τη φωλιά τους
για να δείξουν ότι είναι κι εκείνα μαζί.
Δεν θα το φανταζόμουν ποτέ
πως κάποιοι που έχουν περάσει τα πενήντα
κάπου εκεί
μπορούν να μοιράζονται ακόμη τόσο χρόνο
χωρίς να βαριούνται και να σουρώνουν.
Έτσι, μια φορά που τον είδα από μακριά
στο εμπορικό κέντρο
να χαϊδεύει τα μαλλιά μιας ξανθιάς
ήμουν βέβαιος ότι έφταιγε το πολύ κλάμα
που έκανα μικρός
η προδιάθεσή μου να βλέπω
πράγματα που δεν υπάρχουν.
Τώρα όμως δεν ξέρω
ποια από τις δυο εικόνες είναι αληθινή.

ΑΦΟΥΣΙΑ

Ακούω τον άνεμο
να γρατζουνάει τις χορδές της κιθάρας του
και βλέπω τη λίμνη να γδύνεται.
Μένει ολόγυμνη
αρχαίες ζωές αποκαλύπτονται
δεν μπορούν να κρυφτούν
ξεβράζονται από τα βάθη της
στάζοντας γύψο και πηλό.
Εδώ άρχισαν όλα, σκέφτομαι
ο έρωτας και ο πνιγμός
οι μυστικές συνευρέσεις
του νερού και του ηδυπαθούς φυσήματος
και να πώς καταλήξαμε
ο τόπος τώρα είναι έρημος
το σκοτάδι αφόρετο και αδοκίμαστο
σε τολμητίες που θα λάμψουν ξαφνικά.

Να ζεσταθείς
αλλά πρέπει κάποιος να τρίψει
μανιασμένα δυο αγκωνάρια
πάνω σε κάτι που θα ‘ναι πρόθυμο να θυσιαστεί.
Και να βιαστεί κυρίως
διότι μια περιοδικά ακανόνιστη τυφλότητα
μάς ταλαιπωρεί.
Περπατώ στο μονοπάτι
όπου απλώνει χαλί φωτός μια μεθυσμένη σελήνη
και την ώρα που νομίζω ότι σ’ αγγίζω
η σελήνη συνέρχεται.

Ο ΚΑΡΠΟΥΖΑΣ

Πουλάει καρπούζια μπροστά από τη στάση του λεωφορείου
Και τις προηγούμενες του ζωές πουλούσε καρπούζια
όμως επειδή τον 17ο αιώνα δεν υπήρχαν λεωφορεία
τα πουλούσε δίπλα από κοπριές αλόγων
και γαϊδουριών
στα σταυροδρόμια των χωματόδρομων
που ένωναν τα βοσκοτόπια
μια φορά χάρισε ένα ζουμερό καρπούζι
στην αυλή της Ρήγαινας
αλλά δεν κέρδισε την εύνοιά της
κι από τότε
υποψιάζεται πως
και στην επόμενή του ζωή
καρπούζια θα πουλά
μόνο που θα ήθελε να είναι
πιο νέος
λιγότερο σκυφτός
και καλύτερα ντυμένος
όταν εγώ θα περνώ με το ιπτάμενο αμάξι μου
θα τον βλέπω
και θα γράφω το ίδιο ποίημα.

ΠΕΝΤΕ ΓΑΡΥΦΑΛΛΑ

Πάτρα, 21.09.2018

Του είχαν απομείνει
πέντε γαρύφαλλα να πουλήσει
και ήταν μεσάνυχτα.
Αποκαμωμένος κι αρρύθμιστος να αντέχει
το συγκεκριμένο ωράριο εργασίας
κάθισε στο τραπέζι μιας νεανικής παρέας
που τον καλοδέχτηκε. Έπαιζαν μαζί του
σαν να ήταν εκείνο το εξελιγμένο είδος της κούκλας
που μπορούσε να ανταποκριθεί
χωρίς τις μπαταρίες της.
Εμείς πίναμε μπύρες
βαθιά μέσα στη φουσκωμένη πόλη.
Οι κλασικές ερωτήσεις:
-Οι γονείς σου;
-Σπίτι…
-Τόσο μικρός και πουλάς λουλούδια κατάνυχτα;
Καμία απάντηση
-0ες να κοιμηθείς;
-Ναι.
-Πόσο κάνουν και τα πέντε;
-Τρία ευρώ.
-Αν τα αγοράσουμε θα πας σπίτι;
-Ναι.
Ο κλασικός επίλογος:
– Το γαμημένο κράτος…
Οι υπηρεσίες…
Δεν υπάρχει τίποτα…
κανονικά θα έπρεπε να…
φυσικά, είναι εντελώς απαράδεκτο…

Σήκωσε στάχτες εκείνη τη νύχτα
κι ύστερα τα σπλάχνα της πόλης
πετάχτηκαν έξω.

ΜΥΣΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα
ένα αγέλαστο παιδί στην Ταϊλάνδη
πλέκει το φούτερ της επιστήθιάς σου επωνυμίας
κι άλλο ένα στο Περού
κατεβάζει πέτρες από το βουνό
στο πεινασμένο στόμα του ορυχείου
για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα
λεχώνες μανάδες με θηλές φουσκωμένες
δουλεύουν πλύστρες
στις πιο βρώμικες κουζίνες της τουριστικής περιοχής
εδώ παρά δίπλα αλλά κι εκεί πέρα στην Ευρώπη
κι οι πατεράδες γίνονται ξανά σκλάβοι στην Αμερική
για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα
οι πρόγονοί τους σκεπάστηκαν 60 χρόνια
από μια ασήκωτη πλάκα γης
κι όταν ξεμύτισαν από ένα φρεάτιο
που κατά λάθος έμεινε ανοικτό
πιο μαύροι από τη μαυρίλα τους
ήταν σαν να είχαν δει τον ήλιο πρώτη φορά
για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα
πλεούμενα βυθίζονται αύτανδρα στη Μεσόγειο
φανταστικά εισιτήρια
για τον βυθό βρέθηκαν στα χέρια τους
να τα κρατούν ακόμα
ενώ η δεκαπεντάχρονη Μύριαμ
βγαίνει οργισμένη το απόγευμα
από εβραϊκή φυλακή
και αναζητά το μάχιμο στρατιωτικό της σώμα.
Όλοι αυτοί ίσως δεν διάβασαν ποτέ ποιήματα
δεν έμαθαν ποτέ για σένα
για τον Σαχτούρη, τον Γουόλκοτ, τον Χίνι,
τον Κουαρόζ
τους υπερρεαλιστές, τα μεταμοντέρνα ρεύματα
και το σλαμ
ωστόσο, είναι αυτοί που έχουνε γράψει
τα ποιήματά μας
την ηρεμία μας πίσω από τους τέσσερις τοίχους
τα ονόματά μας στο διαδίκτυο
και τις εγκυκλοπαίδειες
την ευκαταφρόνητη φήμη μας
έχουνε θρέψει την υπερμεγέθη φιλοδοξία μας
όσο δεν μπόρεσαν να θρέψουν τα όνειρα
και τα στομάχια τους
και τώρα γράφω αυτό το ποίημα
γιατί πια ξέρω καλά
ότι αν δεν ήταν αυτοί
θα ήμουν εγώ
θα ήταν τα παιδιά μου
θα ήσουν εσύ
χωρίς το ραφιναρισμένο στυλ
και. το προβληματισμένο υφάκι
και τότε εμείς θα έπρεπε να γράψουμε
κάποιων άλλων τα ποιήματα.

ΘΡΥΜΜΑΤΑ

Εκείνη τη στιγμή
που το φλιτζάνι πέφτει στο πάτωμα
και θρυμματίζεται σε εκατό κομμάτια
καταλαβαίνεις τη σημασία της ακεραιότητας
ότι αυτό που λέμε ακέραιο
είναι αυτό που αντιστέκεται να μην σπάσει
αυτό που δεν αφήνεται να πέσει
και να γίνει εκατό κομμάτια
αλλά επιμένει να συγκρατεί
ό,τι το αποτελεί
αποφασισμένο να μην δείξει
ότι είναι τόσο εύθραυστο
όσο ένα φλιτζάνι

ότι είναι ακριβώς αυτό:

εκατό κομμάτια που κρατιούνται γερά
μεταξύ τους για να δείχνουν ένα.

.

ΠΛΗΓΕΙΣΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ/ΓΥΜΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (2016)

[Το παιδί]
O KΡΟΤΟΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΤΟΥΣ

στον Ορέστη

Θυμάμαι τον πρώτο καιρό στο σχολείο
κρυφόκλαιγα
όταν το χέρι της μάνας μου αποτραβιόταν
κι ένα σιδερένιο χέρι
με χάιδευε στην πλάτη.
Νομίζω
δεν ήταν ότι φοβόμουν τους δασκάλους
τους εξεταστές
τους άγνωστους συμμαθητές
αργότερα τους αξιωματικούς στο στρατό
τους προφέσορες στο πανεπιστήμιο.
Τον ψυκτικό κύκλο της γνώσης τους φοβόμουν.
Τις λέξεις τους
σκληρές, αδιάλλακτες, δίχως αγάπη
σαν άδεια καρύδια την ώρα που σπάζουν
ενώ της μάνας μου οι λέξεις
ήταν ζυμωμένες στη στοργή.
Έτσι τώρα
που υποψιάζομαι στον γιο μου τον ίδιο φόβο
λέξεις του ετοιμάζω τα πρωινά
λέξεις αγαπητερές
να τις παίρνει μαζί του
να τον κρατάνε
όταν ο κρότος των ξένων λέξεων
τον περικυκλώσει.

ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΠΟΔΗΛΑΤΑ

0 πατέρας τους έφτιαχνε τα σπασμένα ποδήλατα
της γειτονιάς.
Έρχονταν και περαστικοί κάποτε, του έφερναν.
Τα δυο παιδιά του έτρεχαν πέρα-δώθε ξυπόλητα
και ρακένδυτα
– στα μάτια τους έλαμπε η περιπέτεια
και το τέλος της.
Όλη μέρα έτρεχαν
αυτός πνιγμένος στη δουλειά
δεν τα χάνε απ’ τα μάτια του
όμως μια κοφτερή στιγμή
που το αδόκητο δρεπάνιζε τα σύθαμπα
στο τυφλό σημείο
όταν ο αυχένας αδυνατεί να στρίψει
του ξέφυγαν
καβάλησαν δυο σέλες
με τρυπημένους τροχούς
ξεχαρβαλωμένες καδένες
διαλυμένα φρένα
κι ανέβηκαν στο ψηλότερο σημείο των ονείρων.
Στη μεγάλη κατηφόρα των χρωμάτων
εκεί που συνήθως
όλα τα ξυπόλητα παιδιά την παθαίνουν
δεν τα κατάφεραν.
Τα γύρεψε μάταια
ο πατέρας τους
– ο ανήλιαγος.
Τα γύρεψε βουβά.
Μόνο αυτός τα γύρεψε.

Αυτά και άλλα περιστατικά
συμβαίνουν σε αφώτιστα μέρη.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΠΟΛΥ ΑΡΓΟΤΕΡΑ

Τα μεσημέρια στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας
μας κυνηγούσε ένας ξαναμμένος αστυνομικός
με σορτσάκι
και ο περιβολάρης.
Ο πρώτος σκυλόβριζε που παίζαμε μπάλα
και του χαλούσαμε τον ύπνο
έπαιρνε μια ξύλινη βέργα και κατέβαινε
να μας σπάσει στο ξύλο.
Ο δεύτερος ουρλιάζοντας ακατανόητα
ένα αγρίμι
νόμιζε ότι θα μας τσακώσει
την ώρα που του κόβαμε τα μέσπιλα απ’ τα δέντρα.
Όμως εμείς ήμασταν πιο ξαναμμένοι από αυτούς.
Και πιο σβέλτοι.
Μου πήρε πάντως χρόνια
να υποψιαστώ
ότι ίσως πιο πολύ από μας
μισούσανε το γέλιο μας
κι ότι
η εξουσία και η ιδιοκτησία
δεν αγαπάνε τα παιδιά.

[Περιπέτειες]
ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Συναντιόμαστε τυχαία μια-δυο φορές τον χρόνο
χθες με είδε στην υπεραγορά την ώρα που διάλεγα
ντομάτες.
Με ρώτησε πάλι πώς πάει η μεγάλη μου κόρη
– Είναι γιος, και τώρα σπουδάζει, Ανδρέα.
– Α, ναι.
Παύση.
– Είναι καλά;
– Καλά.
Κάθε φορά η ίδια κουβέντα
πάνω από φθαρτά που σάπισαν
στην πόρτα του κουρείου ονομάτων
στο συνεργείο αλλαγής ποδιών
στις ουρές των στεγνών ανέργων
στους πεζοδρόμους των ζαρωμένων
στα χαρακώματα της πόλης
– Σκύψε Ανδρέα, όχι, όχι υπόκλιση
απλώς σκύψε.
Είναι παράξενο πώς ένας άνθρωπος
μπορεί να θυμάται λάθος πάντοτε το ίδιο πράγμα.
Πρόσεξα κι ένα τρέμουλο στα χέρια του
που επιδέξια έκρυβε κρατώντας σφικτά το καροτσάκι.
Κάνω ό,τι μπορώ να τον αποφύγω
όμως η επιμονή του να κοινοποιήσει την αμηχανία του
είναι ανίκητη.
Μια μέρα του έπεσε το κεφάλι
τρέχαμε να το προλάβουμε
στον κατήφορο.

Όταν πλήρωσα τον επόμενο εκδότη
και κυκλοφόρησα το έκτο μου βιβλίο
του το ταχυδρόμησα σε άγνωστη διεύθυνση
βέβαιος ότι με κάποιο τρόπο θα το παραλάμβανε.
Βρεθήκαμε πάλι μετά από χρόνια
στις δημόσιες τουαλέτες
για ένα κατούρημα επί πληρωμή.
«Πώς πάει η κόρη σου;
Σπουδαίο το ποίημα σου για εκείνον τον τύπο.
Απίθανος εκείνος ο τύπος, ποιος είναι;»

Η ΦΟΙΝΙΚΙΑ

Τυχαία πριν από χρόνια
βρήκα μια φοινικιά πεταγμένη
στο περβόλι του πατέρα
ήταν δεν ήταν όσο το χεράκι ενός παιδιού
μην τη φυτέψεις χαμένος κόπος
μου είχε πει
δεν τη βλέπεις;
Την πήρα και τη φύτεψα.
Αν έρθει κανείς τώρα στον κήπο μου
θα δει μια θεόρατη φοινικιά
να ρίχνει κλαδιά στην αυλή του γείτονα
και να τραγουδά
κι όταν με ρωτούν πόσα παιδιά έχω
λέω πέντε και το ένα παραλίγο να πεθάνει.

ΑΥΤΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΦΩΝΗ ΜΟΥ

Δεν είναι η φωνή μου αυτή που ακούω να ηχεί
στο σκοτεινό δωμάτιο.
Χρόνια ακίνητος και άλαλος
μέσα σε νυχτερινή ονειροπόληση
και περισυλλογή
η σιωπή της πρέπει να έβγαλε ρίζες
σε κάποιου πρόσφορου το στόμα.
Κάποιου εξόχως ομιλητικού
που με ακρίβεια υπέθεσε τη φωνή μου.

[Θανατερά]
Ο ΓΕΡΟ ΓΙΩΡΚΗΣ

Κάθε που ο γέρο Γιωρκής
–που σε χρόνους δύσκολους έκλεψε τη Δεσποινού–
ένιωθε άρρωστος
έπινε κάθε μέρα για μια εβδομάδα ένα ποτηράκι ούζο
κι αν δεν του πέρναγε το γύριζε στο ελαιόλαδο
ένα κουτάλι τη βδομάδα σταθερά.
Όμως από τότε που είπε στη Δεσποινού
και στα δώδεκα τους κοπελλούθκια
“φύεετε εσείς, εγιώ εν να μείνω να προσέχω τα κτηνά”
από τότε που καταχωρήθηκε ως αγνοούμενος
και δεν ξανακούστηκε γι’ αυτόν
από τότε που έπαψαν να ταχυδακτυλουργούν
οι δωρητές της ελπίδας
από τότε η αμφιβολία:
Θα χτυπήσει ο εκσκαφέας πάνω στο σκληρό του καύκαλο;
Θα έρθουν μια μέρα οι αρμόδιοι με τα απομεινάρια του;
Τι διάολο γιατροσόφια υπάρχουν για κάτι τέτοια;

ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ

Τα οστά του φυλαγμένα σ’ ένα συρτάρι
του ανθρωπολογικού εργαστηρίου
περιμένουν ταυτοποίηση.
Ένας άνθρωπος που ήθελε να κάνει πολλά
αλλά δεν του βγήκε, κακορίζικος.
Σαράντα χρόνια αγνοούμενος
πέντε χρόνια μάλλον νεκρός.
Τέσσερα χρόνια φυλαγμένος.
Φυλαγμένος προσεκτικά σ’ ένα συρτάρι παρόμοιο
μ’ εκείνο όπου κάποτε παιδί
είχε κρύψει ένα γλειφιτζούρι
για να το γλείψει αργότερα.

ΟΙ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ

Όσοι συνέρχονται
έχουν παραμορφωμένα πρόσωπα
κομμένα μέλη
και τους λείπει το προηγούμενο κοίταγμα.
Βυθίζονται σε ζάλη αφρισμένη
και τα λόγια τους γίνονται πουλιά
που δεν έχουν φωλιές.
Βλέπουν τις σπίθες ως ηλιαχτίδες
τις πληγές ως λάθος του τεχνίτη
και τα θύματα
ως αγγέλους που αποκοιμήθηκαν.
Βλέπουν τη σκηνή του δυστυχήματος
χωρίς τη φρίκη.
Ακριβώς όπως οι επιζώντες
μιας ήσυχης μέρας
– πολλών ήσυχων ημερών.

[Ερωτικά (της γυναίκας)]
Η ΗΛΕΚΤΡΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ

Ο ερχομός της στην πόλη
έφερε δονήσεις
που προκάλεσαν διακοπές
στην ηλεκτροδότηση της λήθης
της λήθης του έρωτα
και αρρυθμίες στην καθημερινή διεκπεραίωση
πολυκαιρισμένων συνηθειών
ενώ οι λάμψεις
που προείκαζε σε προπορευόμενους ορίζοντες
στην αντανάκλαση μελλοντικών αιώνων
πολιορκούσαν απροσδόκητα
το εικονικό φρούριο του.
Εκείνες τις μέρες λοιπόν
που ήξερε ότι δεν θα είναι πολλές
όπως ένα πιάτο τριαντάφυλλα
που ρευστοποιούνται σε συναισθήματα
απέφευγε να πλησιάζει
τα ψηλά παράθυρα των πάνω ορόφων
τους φωταγωγούς που μέσα τους
η παιδική περιέργειά μας
σκοτώθηκε πολλές φορές
τις ταράτσες του ουρανοξύστη αδύνατου
με την ουρανομήκη σιωπή των ευρισκόμενων
σε απρόσιτες κορυφές
όλα εκείνα τα αρχιτεκτονικά κολαστήρια των πόλεων
που τα επινόησαν
όσοι λίγο αγάπησαν ή αγαπήθηκαν
και που χωρίς να καταλάβεις
έχεις ήδη ενσωματωθεί
στην κυριαρχία του βάθους τους
όταν με πετρόχτιστη αδιαφορία
συχνά ενθαρρύνουν
μια διαδοχική σειρά
σχεδόν πραγματικών σου πτώσεων.

Η ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ

Κοιμάται αποκαμωμένη
διαγώνια του κρεβατιού
και δεν ξέρω καν αν αναπνέει.
Δίπλα της
απλωμένος ο γιος μου
σκεπασμένος με φύλλα της νύχτας.
Η μυστική ανεμόσκαλα της σελήνης
8α ξεδιπλωθεί
αλλά θα την ανέβω πάλι μόνος.
Εκείνη θα ξυπνήσει
0α προσέξει της ανεμόσκαλας την άσκοπη αιώρηση
και θα τη μαζέψει
τη βάλει στο ντουλάπι
πως τόσα άλλα πράγματα
ανεξήγητα κάποτε
ρίχνει ο ουρανός.

[Ερωτικά (της ποίησης)]
ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ

                              Στον Μ.Π.

Γράψαμε το πολύ πέντε ποιήματα
εγώ κι εσύ το ξέρουμε, Μιχάλη.
Όλα τα άλλα
φλυαρίες
μια ενθρόνιση της κενότητας.
Γράψαμε το πολύ πέντε ποιήματα
και μεταξύ μας αυτή είναι η αλήθεια.
Όλα τ’ άλλα
να έχουν δουλειά οι ειδήμονες
ο σκόρος, η κιτρινίλα, η λήθη
ενώ εμείς άφωνοι, τελειωμένοι
με φαγωμένα από τη νικοτίνη δόντια
να μας κατατρώει το αναπάντητο:
Μπορούσαμε να βγάλουμε κάτι περισσότερο;
Να μην τα παρατούσαμε τόσο εύκολα;
Γινόταν να εναντιωθούμε λίγο ακόμα;
Γινόταν να εναντιωθούμε κάπως καλύτερα;

ΤΟ ΚΑΦΕ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ

Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο.
Ο συγγραφέας είναι νεκρός
ο μεταφραστής είναι νεκρός
ο βασικός ήρωας αυτοκτόνησε.
Εγώ είμαι ακόμη ζωντανός.
Κάθομαι στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού
και πίνω μια ξανθιά μπίρα.
Ποιος είπε ότι ο θάνατος
είναι ανίκητος;

.

ΔΡΟΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ (2013)

ΝΑΥΜΑΧΙΕΣ

Θα υπάρχουν πάντοτε
καράβια που πάνε και καράβια που έρχονται
Μαραθώνες και Σαλαμίνες
γι’ αυτό
θα προκύπτει πάντοτε
κάποιος Κυναίγειρος
με τα πελώρια χέρια του
ν’ αρπάζει το περσικό πολεμικό
να το κρατά ακίνητο
και όταν του κόβουν τα χέρια
να το συγκρατεί με τα δόντια του
και όταν του συνθλίβουν το σβέρκο
(για να ξαπολήσει επιτέλους)
τα δόντια του να βυθίζονται
στο ξύλο της πλώρης
και να μένουν εκεί βυθισμένα
μέχρι να λιώσει πρώτα το ξύλο
και μετά τα δόντια του.

ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΕΡΥΝΕΙΕΣ

Ποιοι είναι αυτοί που λένε ότι χάθηκε η Κερύνεια;
Είναι οι γνωστικοί.
Αυτοί ξέρουν καλύτερα πως ό,τι χάνεται
δεν επιστρέφεται
πως των αδυνάμων τα λάθη
πληρώνονται με απώλεια
και με των ισχυρών το κέρδος.
Βλέπουν σήμερα αυτό που δεν μπορεί να γίνει αύριο.

Πώς χάθηκε αφού ακόμη είναι εκεί;

Κάποτε την ακούω σε αλλόφρον τραγούδι επιστροφής
αυτό που στα σχολεία οι γνωστικοί
δεν τους αρέσει να διδάσκεται
κάποτε νομίζω ότι θα ανέβω στο βαγόνι
αυτού του σκουριασμένου τρένου
που συρίζοντας διστακτικά με πλησιάζει
να βρεθώ πρώτη φορά
εκεί που αναρριγούν οι ακτές της
να δω αν λαμπυρίζει το ίδιο
η θάλασσα της με τις θάλασσες που ξέρω.
Ναι, είναι εκεί
τοποθετημένη πάνω στο τραπέζι των μεσολαβητών
για να επικυρωθεί οριστικά η απώλειά της
θα μπορείς, φυσικά, να την επισκέπτεσαι
τα τοπία της θα μένουν τα ίδια
δεν αλλάζουν τα βουνά και οι πλαγιές τους
ο παγερός αέρας που τα δέρνει τους χειμώνες
δεν ανήκει σε κανέναν.
Ίσως να έχουν δίκαιο οι γνωστικοί
ίσως να λένε πράγματα σωστά, της εποχής
ίσως μάλιστα να τους ακολουθούσα κι εγώ
σε αυτήν τους τη βεβαιότητα
αν δεν με κρατούσε
η ανεξήγητη εμμονή
να βλέπω ίσκιο
μέχρι σώμα να συμβεί
να μαζεύω κονιορτό
μέχρι γη να επιστρέψει
κι όλα να μεταμορφώνονται
σε αυτά που οι γνωστικοί
βεβαιώνουν ότι είναι αδύνατον
να γίνουν.

ΛΙΧΟΥΔΙΕΣ ΣΕ ΚΑΔΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

Διαλέγουν συνήθως τις λιχουδιές
με βάση το μνημονικό του ουρανίσκου τους
την εξωραϊσμένη ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους
συνδυάζοντας πάθος για νέες γεύσεις με βουλιμία
καλούς τρόπους και αριστοκρατική φινέτσα
το ίδιο και το χαμίνι της γειτονιάς
λιποβαρής στα κιλά ενός παιδιού
δεν τον υπολογίζεις
περνά απαρατήρητος
όταν πεθάνει
μια σελίδα θα έχει σχιστεί
από παραμύθι που δεν διάβασε κανείς
με το ποδήλατο του περιφέρεται στις γειτονιές
γι’ αυτόν δεν υπάρχει τίποτα ανθρώπινο
οσμίζεται σαν λαγωνικό
αποκλειστικά το χρήσιμο
κοντοστέκεται
κοιτάζει αριστερά, δεξιά
και επιτίθεται
στους κάδους απορριμμάτων
διαλέγοντας πάντα τις λιχουδιές.

ΑΝΑΚΤΟΡΑ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

Από τ’ ανάκτορα του Μεγάλου Πέτρου
θυμάμαι τον κουτσό Αζέρο
να λογοφέρνει με τη γυναίκα του
και να εγκαταλείπει τα τρία παιδιά του
ανεβαίνοντας αλαφιασμένος τα σκαλιά
που κάποτε ανέβαιναν
ο Μεγάλος Πέτρος και οι αυλικοί του.
Από τ’ ανάκτορα του Μεγάλου Πέτρου
θυμάμαι το μικρότερο παιδί του Αζέρου
να γαντζώνεται από το σακατεμένο πόδι
του πατέρα του
να τον ικετεύει μάταια να μη φύγει
να κλαίει πάνω στα σκαλοπάτια.
Από τότε φαντάζομαι το μικρό αγόρι
να μεγαλώνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα
να απομακρύνεται από τ’ ανάκτορα
να γίνεται πατέρας που δεν φεύγει.
Μα το αγόρι δεν μεγάλωσε ποτέ
το αγόρι έμεινε για πάντα ασάλευτο
στα σκαλιά των Ανακτόρων
να περιμένει
τον πατέρα του να επιστρέψει
αυτά ακριβώς θυμάμαι
από τα ανάκτορα του Μεγάλου Πέτρου.

Η ΒΕΛΟΥΔΙΝΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΠΟΛΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Ο καθένας πορεύεται τον δρόμο του
τον διανύει μέρα νύχτα
ξύπνιος ή στον ύπνο του
διανύει τον δρόμο του
είναι αποκλειστικά δικός του
περαστικοί τον διασταυρώνουν
τους συναντάς
σε συναντούν
κάποιοι μένουν για λίγο
κάθονται και τρώνε μαζί σου
ώσπου η μερίδα τους να τελειώσει
φεύγουν ραίνοντας με οσμές τα φύλλα της καρδιάς σου
το δέρμα τους το παίρνει ο ουρανός
για να φτιάξει καινούργιους ανθρώπους.
Ο άνθρωπος πορεύεται μονάχος τον δρόμο του
οι μέρες του είναι αποκλειστικά δικές του
κανείς δεν βλέπει το ξημέρωμα όπως εσύ
κανείς δεν υποψιάζεται για πολύ την οδύνη του άλλου
όταν όλα έχουν αφαιρεθεί
τα σύννεφα της απελπισίας
είναι καθαρά
μόνο στου καθενός ξεχωριστά τον δρόμο
γι’ αυτό εκατομμύρια άνθρωποι θα συνεχίσουν να χάνονται
με όλους τους τρόπους
χωρίς κανείς να θρηνήσει
περισσότερο απ’ όσο διαρκεί
η αναμονή της έλευσης ενός αστικού λεωφορείου
γιατί όλοι έχουν να πορευτούν τον δρόμο τους
χωρίς προειδοποιητικές σημάνσεις
χωρίς δυνατότητες επαναστροφής
έως ένα τελικό σημείο συνεύρεσης
όπου ένας δρόμος κοινός
συνάμα άγνωστος θ’ ανοίγεται για όλους.

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Αν το καλοσκεφτείς
ένας παλμός μάς διατηρεί
και μαζί του
χιλιάδες άλλες λεπτομέρειες
που η μια από την άλλη
χωρίς να δίνουν λογαριασμό
εξαρτάται και διαπλέκεται.
Έτσι λοιπόν
οι αυτόχειρες είχανε πάντοτε
ένα πλεονέκτημα:
Έζησαν όσο ήθελαν
οι υπόλοιποι
όσο μπορούσαν.

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Αφού έσφαξαν τους Ινδιάνους
πυρπόλησαν τις σκηνές τους
ισοπέδωσαν τους καταυλισμούς τους
στείρωσαν τη ζωή τους
(για να μην υπάρξει η συνέχειά της)
γονιμοποίησαν τις ερήμους τους
με μηχανικές πολιτείες
όπου όλα έμοιαζαν μεταξύ τους
σκέφτηκαν ότι θα έπρεπε να κάνουν κάτι με τα ποτάμια
που αντί νερού
έρεαν αίμα
ότι θα έπρεπε να κάνουν κάτι με τα ινδιάνικα αγάλματα
που αποκτούσαν σάρκες
και βρυχούνταν.

ΔΡΟΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ

Ταξιδεύοντας στον δρόμο Κοιλανίου-Αμιάντου
βλέπω ξαφνικά
καβάλα στο γαϊδουράκι του
τον κύριο Κώστα
τον παππού μου
η ώρα πέντε του χαράματος.
Πού πας παππού; τον ρωτώ
Κυριακή ημέρα
το μεταλλείο είναι κλειστό
δεν γίνεται η ανάγκη να σε πηγαίνει πάλι στη δουλειά.
Τα ίχνη των βημάτων του
πολλών ετών θαρρώ
βυθίζονταν ανεξήγητα στην άσφαλτο
τον ακολούθησα με πόθο βαθύ
τρυπημένο από νοσταλγία αιχμηρή
να τον κουβεντιάσω ήθελα
τώρα που τον συνάντησα
με κοιτάζει όμως παράξενα
δεν αποκρίνεται στις εκκλήσεις μου
παρά μόνο προχωρά.
Είμαι ο άγγονάς σου, παππού
τα σκαμμένα χέρια σου
με κράτησαν κάποτε σφικτά
σε αυτόν τον κόσμο
χωρούσα ολόκληρος μες στις χούφτες σου
τις αργίες
με πήγαινες στον κινηματογράφο
πηδούσα κρυφά μέσα στο έργο
και επέστρεφα
λίγο πριν ξυπνήσεις
αποκαμωμένος ‘συ από τη σκληράδα των ημερών σου
συγχώρα με
δεν θυμούμαι ούτε μια ταινία πια
θερμομετρούσες μέσα μου τον πυρετό
με τα πόδια στον γιατρό για τα φάρμακα
μέσα στ’ αγιάζι
τις νεροποντές
δεν έμαθες ποτέ σου ποδήλατο
πάνω σε πέτρες κύλησε η ζωή σου
από καιρό σε κατάλαβα
δεν ήξερες πέραν της αγάπης.
Πώς την αντλούσες; Από πού;
Έβλεπες χορδές να παίζουν
δίχως ήχο
μεγάλη χωματερή η υπομονή
χωράει όλο το σκουπιδαριό του κόσμου.
Δεν χαίρεσαι που με θωρείς, παππού;
Τον ρώτησα.
Συνέχισε ατάραχος τον δρόμο του.
Πες μου πώς γίνεται
εσύ στους ζωντανούς να βρίσκεσαι
σε θάψαμε γρήγορα
ήταν Μάης
πώς να σε περιφέρουμε
μέσα σε ανθισμένους κήπους;
Κοντοστάθηκε τότε
κάτι μουρμούρισε δίχως ν’ ακούσω
(σαν θλίψη χωρίς το σχήμα των λέξεών της)
και συνέχισε σκυφτός
έτρεξα ξωπίσω του
ήθελα να τον αγκαλιάσω
αν και ήξερα ότι τα απέφευγε όλ’ αυτά
οι αγκαλιές δεν είναι για τους άνδρες,
μου έδειχνε.
Δεν τον προλάβαινα.
Περπάταγε ανάλαφρα
πέραν απ’ το ταχύ ή το αργό
δοκιμασμένος καιρό στο βασίλειο της σιωπής
τον έχανα, γινόταν σκιά ασύλληπτη
ενώ εγώ από κάπου αιωρούμουν
σαν στοιχειό.
Κοίταξα γύρω μου
ξέβαφαν τα χρώματα
το τοπίο πίσω απ’ του Τροόδους τα βουνά
μαβί πηχτό, μολύβι
πανδαισία από στάχτη
έσμιγε όλη την απελπισία
σε τερατούργημα αποχρωματισμένο
έβγαλα τότε μακρόσυρτη κραυγή
που κατάλαβα
πως κανείς δεν μαθαίνει
ότι επέθανεν.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

Αν τα σπίτια μάς ανήκουν
τα γεγονότα των σπιτιών
δεν τα ορίζουμε
τα μυστικά, οι γογγυσμοί
οι άοπλες συγκρούσεις
αλλά και συμβάντα πιο τραγικά
εκείνων που μέσα απ’ τον ύπνο τους
ποτέ τους δεν θα σηκωθούν
να μάθουν ότι πέθαναν
ενώ ήταν για να πάνε όπως κάθε μέρα
στη δουλειά.
Σαν αναρριχητικά φυτά
διεισδύουν μες τα χρόνια μας
τα γεγονότα των σπιτιών
καταλαμβάνοντας κάθε τους στρωμνή,
υψιτενείς σκιές που περιφέρονται
σε πεδίο ακήρυχτου πολέμου,
κανείς δεν τα καρφώνει πάνω σε τοίχους
κανείς δεν τα σταυρώνει σε σταυρούς
όμως δεν φεύγουν.

ΣΒΗΝΟΝΤΑΣ ΙΧΝΗ ΕΠΙΜΕΛΩΣ

Σύντομα θα αποχαιρετήσουμε κι αυτό το καλοκαίρι
θα αποτινάξουμε τους τελευταίους κόκκους άμμου
απ’ τα σώματα
ένας θα ξεχαστεί βαθιά
μες τον λαβύρινθο του αυτιού
κι ίσως θαφτεί μαζί μας
θα σφαλίσουμε σφιχτά σε κάποιο ποίημα
ένα κομμάτι ήλιο λαμπερό
θα το διαβάσουν οι τυφλοί
και θα λάμψει σαν μικρός πυρσός τη νύχτα
(κι είναι πολλές τώρα οι νύχτες).
Θα κρύψουμε μιαν υποψία δροσιάς κάτω απ’ τη γλώσσα
θα διαχυθεί με τον καιρό στον ουρανίσκο
κι ένα μελλοντικό φιλί θα έχει γεύση θάλασσας
θα εξαφανίσουμε έναν απροσδόκητο έρωτα
όπως ο ταχυδακτυλουργός
–με κίνηση αστραπιαία
το φοβισμένο κουνέλι–
καταχωρώντας τον στα μη συντελεσθέντα
έτσι κανείς δεν θα μπορέσει να μας κλέψει τίποτα
αφού τίποτα δεν θα έχουμε
πέραν από τον απολογισμό
ότι από μπροστά μας πέρασε
ακόμη ένα καλοκαίρι.

ΕΞΟΔΟΣ

Εδώ
σε αυτόν τον τόπο
η ζέστη είναι στεγνή
άνθρωποι δραπετεύοντας
από τα ξεραμένα τους κορμιά
περνούν την ενδοχώρα
κι ακολουθώντας όλοι τις ίδιες γραμμές
ενώνονται με τη θάλασσα
όπως ενώνονται με μια γυναίκα
η οποία τους θέλησε σιωπηλά πολύ καιρό
πριν εκείνοι ανακαλύψουν τον βυθό της.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Πέρασε από τότε πολύς καιρός
ο μοναδικός μάρτυρας δεν μίλησε
έδεσε σφικτά τη σιωπή του
σε λήθης προεξοχή
το μυστικό δεν διέρρευσε
κανείς δεν αναφέρθηκε ποτέ σ’ αυτό
θα μπορούσε λοιπόν να το ξεχάσει
να το θεωρήσει ως μη γενόμενο
θα μπορούσε ακόμη
να το αρνηθεί
δεν ήταν αυτός
τον μπέρδεψαν με άλλον
εκείνη την ώρα βρισκόταν αλλού
όλοι ήξεραν ότι βρισκόταν αλλού
εξάλλου
ήταν σκοτάδι όταν συνέβη
κι αυτός μη αναγνωρίσιμος
φορώντας τα μαύρα του γυαλιά.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Την κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια
αναρωτιέται αν θέλουν να του μηνύσουν
ότι εκείνη ξέρει την αλήθεια
ότι ξέρει τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια
για το φοβερό εκείνο μυστικό
που ενώ αυτός σχεδόν ανώδυνα διατηρεί
στην επιφάνεια της ζωής του
σαν αμυχή πάνω στο δέρμα
αυτή το έχει φυλάξει
βαθιά μέσα στην καρδιά της.
Για να αποκαλυφθεί
εκείνος μόνο
πρέπει να τ’ ομολογήσει.

.

ΤΟ ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟ  (2010)

ΤΟ ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟ

Πόση βροχή δεν έπεσε
από τους δισταγμούς των σύννεφων
μαύρος ήταν ο ουρανός
κοιλοπονούσε
νερό πολύ να βρέξει ήθελε
δεν έβρεξε.
Αόρατος τοίχος ο δισταγμός
όσο τον ανεβαίνεις
τόσο πιο πολύ ψηλώνει
πάνω του σπάνε
κύματα ψηλά
έρωτα έγκλειστου
στο ανομολόγητο
εξίσου επιδέξια αποτρέπει
ζωές στεγνές να βρέξουν
που τρεκλίζουν στη μεθόριο
της στεριάς με τη θάλασσα.
Τι γίνονται όλα αυτά
που δεν έγιναν;
με ρώτησες.
Σε ονειροφράγματα υποθέτω αποθηκεύονται
και από εκεί διοχετεύονται
σε μέλλον διψασμένο
με παραπόταμους που εκτείνονται
και χάνονται πέρα από τους χάρτες
σταγόνα σταγόνα να ποτίζουν
το απραγματοποίητο.

ΚΑΠΟΤΕ ΗΜΟΥΝ ΠΟΤΑΜΟΣ

Το τραγούδι μας, ψιθύρισες
το θυμάσαι;
Δεν θυμάμαι τίποτα πια
εδώ και πολύ καιρό
έχω λιμνάσει
με γέννησε ένας καταρράκτης
που τρέχει χωρίς μνήμη αδιάκοπα
που τρέχει πολύ νερό αδιάκοπα
δεν σταματά
αποκομμένος από την πηγή του
ενσωμάτωσε όλο το μήκος της αποδημίας του
και το πλάτος της έλλειψης του
βάθος μου ζητάς
άλλα σε λίγο ρηχό ρυάκι θ’ απομείνω
και μετά θα ξεραθώ
σε μακρύ αποτύπωμα
μόνο να κελαρύζω μπορώ
την επικείμενη αφυδάτωση μου.

ΔΟΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΝ

Δέρμα ανθεκτικό σε καύσωνες
με απορροφημένα τα εγκαύματα του
για περιπτώσεις βαριές
σε όσους έλιωσαν
μέσα σε βραδυφλεγείς ήλιους
προσωπικής μόνο χρήσης.
Πνεύμονες που νόμιζαν
ότι ήταν βράγχια
αφού συνήθως
ρουφούσαν θάλασσα.
Ήπαρ έμπειρο
σε καταχρηστικές οινοποσίες
στίχων με υψηλή περιεκτικότητα άλκοόλης.
Καρδιά σε άριστη κατάσταση
επαρκούς χωρητικότητας
και με διαφορά ώρας
στα ημισφαίρια της
να μην συναντούν
οι νυν
τούς πρώην.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΟΥ ΕΡΩΤΑ

Ας χαραχτεί λοιπόν κι αυτός ο δρόμος.
Κάντε τον όμως να μην οδηγεί στο ίδιο αδιέξοδο
να μην τους υπόσχονται οι οδοδείκτες
προορισμούς ονείρων
και μετά περίλυπους
να τους επιστρέφουν
σε αφετηρία χωρίς αφέτη
να πρέπει να διανύσουν
ως άλλοι πια
την ίδια περπατημένη απόσταση.
Κάντε λοιπόν κι αυτόν το δρόμο.
Φροντίστε όμως να φτιάξετε λωρίδες διαφυγής
προς οδικό δίκτυο ανεξερεύνητης σημασίας
σε μέρη άγνωστα να οδηγούν
σε εκτάσεις αχανείς
να ταξιδεύουνε
σαν ανεμοσκορπίσματα
στους τέσσερις ορίζοντες.
Κάντε τον όσο γίνεται μακρύτερο αυτόν το δρόμο
να μην τελειώνει
σε μιας ζωής πεζοπορία
να πεθαίνει από κούραση
ο έρωτας
πριν να γεράσει.

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΧΑΛΑΖΙ

Εκείνο το απόγευμα
έριξε θυμάμαι
πολύ χαλάζι
σε πήρα τηλέφωνο
για να σου πω
ότι δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα.
Η μπουγάδα είναι μέσα;
με ρώτησες
Ναι, είναι μέσα,
όμως εμείς
για μια στιγμή
μου φάνηκε ^
ότι ήμασταν έξω στην αυλή
αγκαλιασμένοι
και χορεύαμε.

ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ

Γράμματα βλοσυρά
μου φέρνει ό ταχυδρόμος
γράμματα που δεν λένε καλημέρα
βυθισμένα στο έρεβος
του γραμματοκιβωτίου
μουλιασμένα, της υδατοπρομήθειας
γράμματα ηλεκτροφόρα της Αρχής Ηλεκτρισμού
επιστολές τραπεζικές,
υπενθυμίσεις ανεξόφλητων λογαριασμών
και προειδοποιήσεις τελευταίες
για άμεση αποπληρωμή
συσσωρευμένου χρέους
σε γενναιόδωρα χρόνια
που μου είχαν μυστικά δανείσει
λίγα μετρητά ευτυχίας
με το επιτόκιο που επιβάλλει
το τοκογλύφο παρελθόν
για να τα βγάζουν πέρα οι μέρες μου,
να μην ζητιανεύουν τον καιρό.
Αν όμως κάτι απρόσμενα
πολλαπλασίασε την άξια του
ήταν οι μετοχές μου
σε αζήτητα όνειρα
πού επέμεναν παρά τις προειδοποιήσεις
να επενδύονται
σε επισφαλείς ύπνους.
Δεν ξέρω πώς
φούσκα ίσως να ονειρεύεσαι τις μέρες
το βράδυ εξαργυρώνονται
οι δοσοληψίες με το υπερπέραν.
Αυτές μου κληροδότησαν
σπάνιο σμήνος φευγαλέων ελπίδων
φτερούγιζαν για κάμποσο καιρό στον κήπο μου
να με φυγαδεύσουν κατάφεραν σε άγνωστο έδαφος
χωρίς διεύθυνση, χωρίς συντεταγμένες
να ηρεμήσει επιτελούς ο απελπισμένος ταχυδρόμος
να έχει πού να παραδώσει
τα αταχυδρόμητα και μη παραληφθέντα.

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΙΒΙΣΚΟΣ Ο ΕΔΩΔΙΜΟΣ

Το παιδί είπε «παπά, θέλω:> νερό».
Αυτός τρέμοντας σύγκορμος
του έφερε νερό.
Το παιδί δεν μπορούσε να πιει νερό.
Το παιδί ξεψύχησε μέσα σε λίγες ώρες.
Τώρα, όταν εκείνος πίνει νερό,
θυμάται τη ζωή του
σαν μια έρημο
που μέσα της
κάποτε είχε φυτρώσει
ο μικρός ιβίσκος
ο εδώδιμος.
Τώρα όταν το νερό κυλά στο λαρύγγι του
είναι όπως ένας ποταμός
που εκβάλλει
σ’ εκείνη την έρημο.

Μακάριο νοσοκομείο, 2006

ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΕ ΝΤΟΥΛΑΠΙΑ

Μπήκε κρυφά στο παιδικό του δωμάτιο
έβγαλε τα ρούχα του
και φόρεσε τις έφηβες του πιτζάμες.
Είχε επιστρέψει με υπηρεσιακό
από παλαιότερες ηλικίες,
τα τεράστια τριχωτά πόδια του
κρέμονταν σαν ξεχαρβαλωμένες κεραίες
από το μικρό κρεβάτι.
Ακούμπησε το κεφάλι στο μαξιλάρι,
ήταν σκληρό σαν βότσαλο,
η θάλασσα που κάποτε
τον είχε βγάλει στη στεριά
λίμναζε τώρα
φυλακισμένη
μέσα σε στενάχωρα ντουλάπια.

ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟ

Όταν έρχονται οι λέξεις, είπε
πρέπει να τις τακτοποιείς αμέσως
όπως μπορείς κι όπως ξέρεις,
αν δεν το κάνεις
οι λέξεις
θα μείνουν παγωμένες
σαν το μέτωπο
της γιαγιάς
μες στον ηλιόλουστο Απρίλη.
Η πνοή που φέρνει τέτοια πράγματα
είναι πάντα βιαστική.
Εξαντλεί το απόθεμα της
σε μεταφορές
όχι σε διατηρήσεις
δεν είναι για να περιμένεις
είναι μόνο για να προλαβαίνεις.

ΣΕ ΤΟΜΟΥΣ

Όπως οι εκλιπόντες
τοποθετούνται ευλαβικά στα φέρετρα
τα φέρετρα
στους θαλάμους των νεκροτομείων
όπως οι φωτογραφίες των εξαφανισθέντων
σε αστυνομικούς σταθμούς αναρτούνται
όπως οι σκελετοί
των προϊστορικών ζώων
στα μουσεία μεταφέρονται
έτσι και τα ποιήματα
σε τόμους καταλήγουν.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΠΙΤΙ

Πάνω στο λόφο
είναι το μεγάλο σπίτι
χτισμένο με ακριβή πέτρα
από λατομεία όπου πολλοί σκοτώθηκαν.
Ηλεκτροφόρα καλώδια
το περιβάλλουν
σαν απόρθητο φρούριο.
Όμως συχνά
κάτι βαρύ ακούγεται να πέφτει απ’ τις επάλξεις του
και να σκάει με πάταγο στο έδαφος.
Κάποιος που είχε καταφέρει να αποδράσει
είπε ότι είδε ανθρώπους
να καθαρίζουν μέρα νύχτα το πλακόστρωτο
από τα αίματα
τα τζάμια από τα άδεια βλέμματα,
τα πατώματα
από τα ίχνη που άφησαν
βιαστικά φαντάσματα
και μετά να εξαφανίζονται.
Κάποιος που είχε έρθει από μέσα
είπε ότι το μεγάλο σπίτι
είχε ένα μεγάλο άδειο
που ένα αόρατο χέρι
με μαεστρία έχει χτίσει.

ΤΟ ΦΟΡΤΙΟ

Σε κάθε δουλειά
είναι μια γυναίκα για τις άλλες δουλειές.
Πλένει τα πιάτα
καθαρίζει τα αποχωρητήρια
ψήνει καφέδες όταν τα πλήκτρα κροταλίζουν,
καφέδες λυπημένους
για να βλέπει στα φλιτζάνια
το πρόσωπο της.
Έχει χέρια μακριά σαν σκουπόξυλα
δείχνει συνήθως κουρασμένη
από ένα φορτίο
που πάντα κουβαλάει στους ώμους της.
Είναι το φορτίο αυτών που έπονται
που δεν τους βλέπει
παρά μόνο τους ανοίγει το δρόμο
να μεγαλώνουν
φτάνοντας έτσι αυτή
στο τέλος του δρόμου.
Αυτό το φορτίο
το διακρίνεις μόνο εσύ
και τη βοηθάς
πότε πότε
να το κατεβάζει.

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Προχωρούν αγέρωχοι στο μέλλον.
Δουλικός περίγυρος
καθαρίζει τον καθρέφτη
από τα προηγούμενα είδωλα τους.
Τι προηγήθηκε πριν γίνουν εξουσία;
Τι μεσολάβησε της αγιοποίησής τους;
Υπάρχει πάντα ένα σκοτεινό μεσοδιάστημα
που αποσιωπάται.

ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ

Η κόρη του ποτέ δεν τον είχε δει.
Η κόρη του ποτέ δεν τον είχε πει.
Όταν τα λείψανα του ταυτοποιήθηκαν
όταν επιβεβαιώθηκε το γεγονός
πως ήταν στα τρία μέτρα εκτελεσμένος
από τότε
στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη
κι έκανε πρώτη φορά
να τον ψελλίσει:

«Πατέρα».

Η λέξη σχηματίστηκε στα χείλη της
κι έσκασε με κρότο
στο πάτωμα
όπως ή έκρηξη μιας βόμβας
που χάρις στη βραδύτητα του ήχου
έχεις το προνόμιο να δεις
το δευτερόλεπτο εκείνο
πριν ακουστεί.

ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ

Όχι, δεν είναι εκείνος
που χάθηκε πριν τόσα χρόνια.
Μικρό παιδί
επιμένει
να περιφέρεται στη μνήμη μου
πέφτοντας πάντα
στο κενό
μιας συμπαγούς
απώλειας.
Με το κοντοπαντέλονο
το άγουρο δέρμα
το βλέμμα το ασκοτείνιαστο
πήγαινε στον πόλεμο
και πιο πέρα από τον πόλεμο
σε χώρο και χρόνο
αγνοούμενο.
Εκείνον θέλω να μου επιστρέψετε
όχι αυτόν τον άγνωστο
που φέρνει μαζί του
γένια σκληρά
από φυλακή μακρινή
και κατασκότεινη.

.

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗ (2005)

Ο ΣΥΓΓΝΩΜΩΝ

Έσπασε την πέτρα
έφτασε στο χώμα
άρχισε να σκάβει
με τα δυο του χέρια
ολημερίς έσκαβε
χτύπησε πάνω σ’ ένα σπασμένο κόκκαλο
κροτάλισε το αυτόματο
συντρίβοντας το όστρακο της λήθης
ξεθάφτηκε ο προαιώνιος πυροβολισμός
μύρισε ο τόπος μουλιασμένο μπαρούτι.
Έπιασε τότε τη σφαίρα και την χάιδεψε
την τύλιξε σ’ ένα γαρύφαλλο
και βούλωσε το στόμιο του όπλου
το χέρι του άλλου αποσύρθηκε από την σκανδάλη
έκανε άσπρο κύκλο πάνω στο μέτωπο της νύχτας.
Αποκοιμήθηκε.
Να βρουν την ησυχία τους οι επόμενοι
να πορευτούν εν ειρήνη.

Ο ΤΑΦΟΣ

Αυτός που σκότωσες
πέρασε μέσα σου
φώλιασε τρομαγμένος σαν αηδόνι
στο ταβάνι του πίσω μπαλκονιού σου
περιφραγμένη θέα επιλέγει
και δεν μιλάει.
Φοβάσαι τη μετέωρη του σιωπή
το βουβό του κατηγορώ
που ως ουρλιαχτό διασκορπίστηκε στα κύτταρα σου.
Μέσα σου ζει ο σκοτωμένος
ασάλευτος σαν νεκρός
δεν σου ζητά τον λόγο
μόνο χορτάρια και βρύα σε γεμίζει
με μύρα μυρωδικά σε ραίνει
ηχούν τρισάγια στ’ αφτιά σου
γίνεσαι ο τάφος του.

ΒΑΘΙΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΜΟΣΧΟΒΙΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ

Τρία παιδάκια
σαν τρία πουλάκια
σκάλιζαν τα σκουπίδια
κελαηδούσαν και τιτίβιζαν
σε περασμένη ώρα
ύστερα πέταξαν
στις φωλιές τους
όχι δεν πέταξαν
στις φωλιές τους
νομίζω δεν πέταξαν στις φωλιές τους.
Παρασύρθηκαν από τον αέρα του πρωινού
πριν τους κλείσει η φυλακή
που δεν την βλέπεις
παρά μόνο ακούς
τις ανέκκλητες μπάρες της
να πέφτουν.
Είδα ένα παιδάκι να πουλάει λουλούδια
εκατό ρούβλια το μπουκέτο
κανείς δεν αγόρασε
από την πολυεθνική παρέα
«λέει ψέματα,
ο πατέρας του δεν τον εγκατέλειψε
κι η μάνα του
δεν είναι κατάκοιτη στο στρώμα».
Εσείς πόσα ψέματα είπατε άθλιοι
ούτε καν για να πουλήσετε
ένα μπουκέτο λουλούδια
λοιπόν
μονάχα αν δεν υπήρξατε
έχετε το δικαίωμα να υπερασπιστείτε
αξιοπρεπώς την αθωότητά σας
Προσκομίστε πάραυτα
πιστοποιητικό ανυπαρξίας!

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗ

Άλλο πρόσωπο είχε το πρωί
τί είδους μαχαίρια σε χαράκωσε έτσι;
Σε είχα προειδοποιήσει να σταματήσεις
να καλλιεργείς αδέσποτα χέρια
δεν θα φυτρώσουν
για να γράψουν τη θεσπέσια λέξη
αναπόφευκτα στράφηκαν εναντίον σου
αγανακτισμένα με την ποιότητα του εδάφους
πώς να πιάσουν με τόσο αίμα να τα ποτίζει;
Δικό τους αίμα που μέχρι πρόσφατα
στις φλέβες τους κυκλοφορούσε
να μην σε ξαναδώ λοιπόν στο αυθόρμητο
να καυχιέσαι ότι απέκτησες φτερά
για κατακόρυφη απογείωση
ό,τι κατακόρυφα ανυψώνεται
κατακόρυφα συντρίβεται
καλλιέργησε αν θέλεις σύθαμπα
από σπόρους αδήλωτου ήλιου
άλλωστε κρύβεις πολλές
ξεθυμασμένες αχτίδες
στην αποθήκη σου
ποθούν να λάμψουν φευγαλέα
πάρε ως παράδειγμα εμένα
από καιρό έχω πάψει δημόσια να ανθίζω
για να κερδίσω εύκολη πρόσβαση
στη λεπιδοφόρο νύχτα
επέλεξα το συμβιβασμό
μιας μυστικής ανθοφορίας
και φυσικά έπρεπε κάποια στιγμή να μαρανθώ
όπως είχα υποσχεθεί
στα εκ γενετής ζηλότυπα μαραμένα
όλα τα κλαδιά μου τα έστρεψα
τότε προς τα μέσα
σ’ ένα άδειο χώρο πού αν δεν δοκιμάσεις
δεν θα μάθεις ότι υπάρχει
με την πείρα και τις δοκιμασίες
σε όλες τις μορφές της κίνησης
διδάσκεσαι το σεβασμό προς την ακινησία.
Δες πόσα χρόνια κάνουνε τα δέντρα να πεθάνουν.

ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΕΝ ΤΗ ΕΡΗΜΩ

Έβαλα τη φωνή σου σε ναφθαλίνη
και την έκλεισα σ’ ένα παλιό μπαούλο
να την ακούω εκεί πού θα πάω
θα χτίσω κι ένα μπαλκόνι
να την ελευθερώνω και να τη βλέπω
να κατακτά άπαρτες κορφές
κι υστέρα να επιστρέφει κουρασμένη
στο πρόχειρο μου αντίσκηνο.
Τη νύχτα θα την εμπλουτίζω με προσωπικές παρηχήσεις
πού θα αφομοιώνω από το χορό της άμμου
για να με ξυπνά το πρωί
μ’ ένα ευθύβολο τραγούδι
και όλα τα βαρέλια με νερό να γεμίζει
έτσι θα σε καταπίνω
φυλάξου όμως μην διαρρεύσεις
από τις πληγές ώριμου πόθου
σε τεράστια πυρκαγιά κατευθείαν θα βρεθείς
κι άντε μετά ανέγκαυτη να επιστρέψεις.

ΜΠΡΟΣΤΑ ΠΑΝΤΑ ΜΠΡΟΣΤΑ

Θυμάμαι το φυματικό κήπο
και τον χάρτινο αλεξιπτωτιστή
να συντρίβεται σ’ ένα χλωμό τριαντάφυλλο.
Θυμάμαι το νυστέρι του χειρουργού
να αστράφτει στον αέρα
και να αφαιρεί τα σάπια χρόνια
θυμάμαι πού τον ρώτησα
αν μπορούσε να χειρουργήσει
επιτέλους τον χρόνο
ή να τον υποβάλει
έστω σε εντατική θεραπεία
να του αντιστρέψει τη μονοδρομικότητα
ώστε να μάς γυρίζει ενίοτε πίσω
φτάνει το όλο μπροστά.
Μια ατίθαση θάλασσα αναπολώ
να εφορμά στη βραχνάδα του λαιμού μου
και να την καθαρίζει
σαν υδραυλικός πού ξεβουλώνει
σωλήνες νεροχύτη.
Θυμάμαι μια εφήμερη στιγμή
να ερωτεύεται αυτό που εγκατέλειπε
από πού να γαντζωθεί να σταματήσει;
Όλες οι προεξοχές του χρόνου αμβλύνθηκαν
από κοφτερά μαχαίρια αναζητήσεων.
Το ποίημα που το έσκαγε πριν το πιάσω,
θυμάμαι,
γιατί πίστευε ότι ήταν πεταλούδα
τις μέρες μου που νόμιζα βαριές
και τώρα ταξιδεύουν πάνω σε σύννεφα
τα θεριά και τα τέρατα θυμάμαι
αλλά και τις ακατανόητες γυναίκες των ονείρων
να περιεργάζονται καχύποπτα
νεόκοπους ονειροπόλους
και τις αγρύπνιες πού έκανα στον ύπνο μου,
θυμάμαι,
για να τις συναντήσω όταν θα ξυπνούσαν.

ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ

Έχω χρέος, είπε
να αποτίσω φόρο τιμής
σ’ αυτό τον κόσμο
αυτός με πλούτισε
αυτός με φτώχυνε
αυτός μου εκμίσθωσε
την ρυμούλκηση του πνεύματος
μέχρι την πλήρη εκταμίευση
όλων των αισθήσεων
αυτός εντέλει συνταξιοδότησε
τα πάθη μου
ώστε τώρα ρεμβαστικά
να απολαμβάνω καπνίζοντας
της ζωής τα ερείπια
ενιότε ναι, ανεβαίνω στο απέναντι βουνό
για να επιβεβαιώσω
πόσο επιβλητικότερος
είναι ακόμα ο ουρανός
από αυτά που ευθυγραμμίζονται
στο βλέμμα μου
θυμάσαι που με ρώτησες
«γιατί όσο τον πλησιάζουμε
αυτός απομακρύνεται»;
θυμάσαι που με επίσημο τόνο με ρώτησες
«αν η θάλασσα που δείχνει να συγκλίνει
ως μαγνητισμένη στο ομοούσιο γαλάζιο,
αγνοεί τη ληξιπρόθεσμη σύμβαση χρώματος
που της δόθηκε»;

Μακριά ερώτηση. Δεν χωρεί αβρόχοις ποσίν
σ’ ένα ποίημα.
Όμως τον τυφλοπόντικα συχνά επισκέπτομαι
στον οποίο απέραντο σεβασμό τρέφω
για να τείνω ευήκοον ους
στην ερμητικά έγκλειστη
αναπνοή των νεκρών.

ΔΥΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Πώς γίνεται; διερωτήθηκες
δύο διαφορετικές φωτογραφίες
να δείχνουν το ίδιο πράγμα;
Η μια – προάστια Μόσχας
χιόνι παντού, φοιτητική παρέα
που ακροβολίστηκε στις ταράτσες του χρόνου
εσύ για μια στιγμή να ισορροπείς
στις στιλβωμένες ράγιες
που χάνονταν στο αχανές βαθύ της ενδοχώρας
κι ύστερα λίγο πριν σωριαστείς στο χώμα
κάποιος που δεν ξανάδα
λες και τον παρέσυρε τρένο-φωτοβολίδα
να σε απαθανατίζει.
Η άλλη στους απέραντους αμπελώνες του Μπορντώ
στενός διάδρομος χορτόσπαρτος
κυκλωμένος κουρεμένα πυκνά φυτά
να αποκαλύπτει στο βάθος μικροσκοπική έξοδο
στη μέση της ολοστρόγγυλη κουκίδα
εσύ με μορφασμό αδιευκρίνιστο
– χαρά πρόσκαιρη ενέσκηψε πάλι.
Ποιος μας απαθανάτισε τούτη τη φορά
και τον σάρωσε ο χρόνος;
Πώς γίνεται δύο διαφορετικοί δρόμοι
να μην σε οδηγούν στο ίδιο σημείο
αλλά σαν μπανανόφλουδες
να κρέμμονται στο λοξό κορμό της μνήμης;

ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΕΧΕΜΥΘΕΙΑΣ

Και πότε θα μας πουν τι γίνεται εκεί πέρα;
Πότε θα μάθουμε τι μας περιμένει
ή καλύτερα τι μας επιφυλάσσεται
Αν μας ακούνε, ας μας σφυρίξουν μια φορά
τη σιωπή τους θα την εκλάβουμε
ως οριστική επιβεβαίωση
στην ανάγκη θα εγερθούμε από τον πένθιμό μας ύπνο
ας διαρρήξουν την πύλη των ανερμήνευτων ονείρων
που νεκροσκοπία θυμίζουν
απαιτούμε να δούμε πέραν από το σκοτάδι
αυτόπτες μάρτυρες περίπεμπτους να επιστρέφουν
για να καταθέσουν την άποψή τους για τα συνειμαρμένα
χωρίς να χρειαστεί να βάλουν το χέρι στο ευαγγέλιο
ούτως ή άλλως αυτό δεν θα είχε πια καμία σημασία.
Υποσχόμαστε να μην του καταδώσουμε
Στους ονειροκρίτες.

ΜΟΛΥΒΕΝΙΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ

Για να εξαλείψω την απόσταση
απλώνω τα χέρια μου να διαβείς.
Ισορροπείς τρομαγμένος
στις λυγισμένες κλωστές της βροχής
έμφοβο το είδωλο
στον καθρέφτη του ορίζοντα
μην πέσεις και θρυμματιστείς
μην επιζήσει τον κομματιών σου.

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

Νοικοκυρεμένη νύχτα.
Η βόλτα στην πόλη σε περιμένει
κι ο άδειος οδηγός
σου φέρνει ένα καινούργιο τετράδιο
μαλακότερο και με πλατύτερα διαστήματα
μεταξύ των γραμμών
να χορεύουνε βαλς οι ηλικιωμένες λέξεις
και να αποκοιμούνται ανάλαφρα στα ποιήματα
σαν σε δωμάτιο ξενοδοχείου πολυτελείας.
Σε εποχή αιχμής
αυξάνεται η τιμή διανυκτέρευσης
υπεύθυνο κρατήσεων αναζητώ
τους υπερπόντιους στίχους να διανέμει
σε δίκλινα με θέα στη θάλασσα
μην τους κακοφανεί
η ξαφνική αλλαγή περιβάλλοντος
να έχουν εύκολη πρόσβαση στον κήπο
και σε φιλόξενα τριαντάφυλλα
να γράφονται τις νύχτες
να λούζονται σε δωρεάν φως σελήνης
κι όλο το σύμπαν να τους διαβάζει.

ΕΙΔΗ ΠΡΩΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

Πήρα δυο κομμάτια χαρτί
στη μια τα ψώνια, στην άλλη το ποίημα
τα έβαλα στην ίδια τζέπη
του μαγικού παντελονιού
μπλέχτηκαν μεταξύ τους
άλλαξαν θέσεις οι λέξεις
το «τυρί» έλιωσε τόσο κοντά στον ήλιο
και θρυμματίστηκαν τ’ «αυγά» πέφτοντας
από τα γεφύρια των στίχων
χύθηκε το «κόκκινο κρασί»
στις χίλιες οπές που ακόμα δεν είχαν ανοίξει.
Έφθασα τελικά στην υπεραγορά
σκιές αγόρασα σε τιμή ευκαιρίας
κι έναν έρωτα που έμενε απούλητος στα ράφια,
ένα ανοιχτήρι ειδικό
για τις κονσέρβες μνήμης
που αναμνήσεις
με ημερομηνία λήξης διαθέτουν.
Η μοναδική παρεξήγηση
έγινε με το κουνέλι.
Στο ποίημα έγραφε «εντελώς φοβισμένο»
κι εγώ σφαγμένο το βρήκα.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Ήρθε το σπίτι
και στάθηκε δίπλα
από τα ασιτικά τους κορμάκια.
Ανασηκώθηκε και τα σκέπασε.
Οι βρύσες άρχισαν να τρέχουν καθαρό νερό
γέμισαν τα πιάτα φαΐ
τα παράθυρα άνοιξαν
κι ένα άλλο φως χύθηκε στα προσωπάκια τους
παρασέρνοντας μακριά το φόβο του θανάτου.
Στο βάθος του σπιτιού
στρωμένα κρεβατάκια με λινά σκεπάσματα
και χοντρά πουπουλένια μαξιλάρια
τους περιμέναν
Στις τεντωμένες ακόμα παλάμες τους
(σαν ικεσία που εκπληρώθηκε)
σπόροι φύτρωναν
και γίνανε ο κήπος του σπιτιού.

.

ΟΝΕΙΡΟΤΡΙΒΕΙΟ  (2001)

ΠΕΡΙΦΛΕΓΗΣ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ

«Από που αντλείς τόση καλοσύνη;» τον ρώτησε
«Από τον εναπομείναντα χρόνο μου.
Κάθε φορά που κάνω κάτι καλό
αφαιρώ από τη διάρκειά μου.
Η καλοσύνη είναι μια σύντμηση».
«Και τι κερδίζεις σε αντάλλαγμα;»
«Κερδίζω στη συμπύκνωση.
Αισθάνομαι να προσεγγίζω τις διαστάσεις μου,
εντείνομαι αφήνοντας πίσω προηγούμενα όρια
σαν τη φωτιά που απλώνεται και δυναμώνει
λιώνοντας την άχρηστη ύλη
η οποία καίγεται συστρεφόμενη».
«Κι εγώ που έχω αμέτρητο χρόνο μπροστά μου
κάτοχος μιας θριαμβικής αθανασίας
θα μπορούσα να γίνω καλύτερος από σένα
μια αιωνιότητα καλοσύνης
είναι τόσο εύκολο», είπε με βεβαιότητα.
Ο άλλος κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι.
Του ήταν αδύνατο — σκέφτηκε — να καταλάβει
τη σημασία της περιφλεγούς θνησιμότητας.

ΦΟΒΟΣ

Δεν φοβάμαι το θάνατο.
Τον καυτό ήλιο φοβάμαι
του Αυγούστου.
Τη ζέστη την τρομακτική.
Πού δεν θα ‘μαι
σε κάποια αμμουδιά
να με φιλά η θάλασσα — φοβάμαι —
παρά βαθιά μέσα στο χώμα.
Με τόση ζέστη.

ΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ

Περνούσε η πομπή αμίλητη
ευπρεπώς πένθιμη.
Που και που σποραδικά αναφιλητά έβρεχαν
το ξεραμένο χείλος του νεκροταφείου.
Ήτανε Μάης – ανήσυχος κι ανόθευτος.
Ο ήλιος
αυτός ο μεγάλος ανυποψίαστος
έφεγγε, έφεγγε
στ’ ακονισμένα δόντια
των κληρονόμων.

ΤΟ ΒΟΥΒΟ ΤΟΠΙΟ

Οι πατέρες δεν αγαπάνε τα παιδιά τους.
Τους δίνουν χαρτζιλίκι για να απαλλαγούν
από την ανώριμη φορτικότητά τους.
Τα πηγαίνουν στο σχολείο
αμίλητοι, ευθυτενείς
σαν αρχαία αγάλματα
που τρέμουν
λίγες ρωγμές τρυφερότητας.
Τα δεν πρέπει και τα μην τολμήσεις
Τα διαδέχεται με τον καιρό
μια αμήχανη σιωπή
προϊόν απωλεσθείσας εξουσίας.
Μια σιωπή τραυματισμένη
από τους πυροβολισμούς της τηλεόρασης
τη βουβαμάρα του τοπίου.
Αυτό το τοπίο διαρκώς επαναλαμβάνεται
πολιορκεί, ζυγίζεται στο χρόνο
καθορίζει το χρόνο
αναβάλλεται
και τελικά εκβάλλεται
ξεβράζοντας τις κομμένες μας γλώσσες
στο άδειο στόμα της ύπαρξης.

ΠΑΡΙΖΙΑΝΙΚΗ ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ

Παρέλαση στο Παρίσι.
Απροσδόκητη.
Κατευθυνόμασταν προς την Παναγία των Παρισίων.
Οι χρυσοκόκκινες στολές των λογχοφόρων
τα περιττώματα των αλόγων στο δρόμο
ζευγαράκια που φιλιούνταν
ο Σηκουάνας μια κουρασμένη κατάφαση
τουρίστες να ψάχνουν το σωστό μέρος
σουβενίρ και περίεργες ουρές περιέργων.
Σε λίγο θα κτυπήσουν οι καμπάνες
και με βάση το πρόγραμμα
ό Κουασιμόδος θα πηδήξει στο κενό
καταχειροκροτούμενος.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Βγήκαμε βόλτα στην προκυμαία
κι ακόμα την αλμύρα την κουβαλώ
στο κορμί μου.
Γωνιακό μπαράκι
κι άγευστο μπράντι σάουαρ
τριγύρω ξένοι με πέτσινα σακάκια
κρυμμένα εσώψυχα
στα περισκόπια της μέρας
η θάλασσα σαν καθρέφτης
να πολλαπλασιάζει τη μοναξιά της πόλης.
Ιστιοφόρα απελπισμένων ναυαγών
τα τροχοφόρα,
κυλούν πάνω στο νερό.
Να μπορούσα να εξαφανιστώ
πριν το βλέφαρο σου ξανανοίξει
να επιστρέψω ως φάντασμα πραγματικό να
-σου χρωστώ άλλωστε ένα χωρισμό—
σκεφτόμουν έκθαμβος
ενώ ο Μάριος μου έδειχνε
την άλλη πόλη ψηλά στο λόφο
με τα φώτα και τις μουσικές της
να κατακλύζουν ως και το σύννεφο
που άνοιγε το στόμα
για να γευτεί λίγη ευτυχία
Εκεί να πάμε, εκεί να πάμε
με προέτρεψες
-με ενθουσιασμό-
λες και δεν έβλεπες
πως δεν είχαμε πόδια.

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ

Πάνω στο κορμί μου
η σκόνη του δρόμου
που πέρασες
τα πόδια μου βαραίνει
η δική σου κούραση.
Πολύ πριν υπάρξεις
σε περίμενε η πόρτα μου.
Εκείνος ο άγνωστος ξυλουργός
που την έφτιαχνε
– τραγουδούσε.

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

Το τσιγάρο

Παράξενο.
Κανείς δεν τόλμησε να εκμεταλλευτεί
¿κείνο το τσιγάρο
που στο γάζωμα των αυτομάτων
έμεινε κολλημένο στο στόμα σου
σαν προσθετικό μέλος
σαν καπνοδόχος
ή πονοδόχος
κι ύστερα έγινε ιστός
στη σημαία των μυρμηγκιών.
Ούτε τη μάρκα του δεν μάθαμε.
Τί φοβήθηκαν;

Το κάπνισμα

Κι όταν θα προβάλουν
και ξαναπροβάλουν
εκείνη τη σκηνή
θα τους είναι δύσκολο να πείσουν
ότι το κάπνισμα μπορεί να βλάψει
σοβαρά την υγεία.

ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Πόσων χρονών είναι ο άνεμος;
Πόσων χρονών είναι τούτος ο άνεμος
που ραπίζει το βόρειο πρόσωπο της μνήμης;
Πόσων χρονών είναι ο γέρος;
Πόσων χρονών είναι εκείνος ο γέρος
που έμεινε να φροντίσει τα βόδια
όταν επέλαυναν οι ορδές των ξένων;
Πόσα χρόνια έζησε;
Πόσων χρονών είναι τα εικοσιεφτά μωρά;
Πόσων χρονών είναι τα χαμένα εικοσιεφτά μωρά
οι αναβεβλημένες ζωές τους;
Πόσων χρονών είναι οι φωτογραφίες τους;
Πόσων χρονών είναι τα χέρια των μανάδων που τις περιφέρουν;
Πόσων χρονών είναι οι αυλακιές στα χέρια τους;
Πόσων χρονών είμαστε;

ΑΤΙΤΛΟ

(Σ’ ένα παιδί που εγκαταλείφθηκε)

Κοιτώντας στο χάρτη
ίσως βρεις τελικά
το δρόμο
που θα σε οδηγήσει
πίσω σε σένα

Ο ουρανός -ένα ρήγμα-
όταν ζήτησες επίμονα
να μάθεις την αλήθεια.
«Ποιαν απ’ όλες;»
σε ρώτησε ο παππούς.

«Ήθελα ν’ αγαπήσω»
φώναξες
και το βράχνιασμα στο λαιμό σου
τ’ άκουσες μόνο εσύ

Ήτανε τύχη ή ατυχία;
τα χαμόγελα που απευθύνονταν σε άλλους
να ξεψυχούσαν πάντα
μέσα στις τσέπες σου.

Τα ‘βρίσκε η γιαγιά
λίγο πριν βάλει πλυντήριο
κι όσο κι αν έκανε την ανήξερη
τα φύτευε προσεκτικά στο δικό της νεκροταφείο.

Μια μέρα ήρθε ένα γράμμα
τρέξαν όλοι να το διαβάσουν
σ’ άφησαν μόνο να συγκολλάς σκισμένες φωτογραφίες.
Πόσος καιρός χρειάζεται άραγε
για να ταιριάξεις τις στιγμές
μιας άλλης ζωής;

Κι εκεί που πίστεψες ότι θα πάρεις τις απαντήσεις
ένα χέρι -το δικό σου χέρι—
που δεν ταίριαζε με τίποτα
άρχισε να σου χαϊδεύει
τις νύχτες τα μαλλιά.

Έβρεχε.
Απ’ το παράθυρο διέκρινες τον άγνωστο
να σε κοιτάει από την πλαγιά του λόφου.
Μολονότι χιλιάδες δέντρα παρεμβάλλονταν
ήσουν σίγουρος
ότι είχε καρφωμένο το βλέμμα πάνω σου.

Όταν έφυγες
η πόρτα έμεινε ανοιχτή
το εξέλαβαν σαν οιωνό επιστροφής
ξεχνώντας ότι οι άγγελοι
μπορούν να πετάξουν
μέσα από τα παράθυρα.

ΠΡΟΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗ

Μοναδικό μου παράπονο
ότι δεν με καταδέχεσαι
πολύ τελευταία,
Πίστεψέ με:
Εγώ μπορεί να μετοίκησα
αλλά η ψυχή μου
παραμένει στο ίδιο υπόγειο.

ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ

Κι αυτή η επίμονη συνήθεια
να βάζεις τελεία
στον τελευταίο στίχο.
Εντάξει, ίσως σκοντάψει η λέξη,
μα αυτό που λέμε ποίημα
θα συνεχίσει το δρόμο του.

ΟΝΕΙΡΟΤΡΙΒΕΙΟ

                   του Θεόδωρου

Όλο κοντά σου με ήθελες
κι όλο εγώ αργούσα.
Ή δεν ερχόμουν.
Όταν με ρωτούσες που ήμουν
σου έλεγα δουλειά.
Τι να σου ‘λεγα στο κάτω κάτω;
Ότι ήμουν στο ονειροτριβείο λιωμένος
κάτω από τους φοβερούς του μύλους;
Ότι παρίστανα το σκοτεινό κομμάτι του κενού
πίσω από τα χαμόγελα των ζωντανών – νεκρών;
Τον τζόγκερ μήπως που βγαίνει άξαφνα
και σκοτώνει την παρτίδα;
Ή τον καβαλάρη της χίμαιρας
που κάηκε όταν πήρε φωτιά το σπιρτόκουτο;

ΤΟ ΒΑΘΟΣ

στον παλαιστή Πολυκανδριώτη

Δεν αρκούν οι λέξεις για να γραφτεί το ποίημα.
Ούτε τα δομικά υλικά για να κτιστεί η θαλπωρή μας.
Οι αδένες δεν παράγουν οδύνη
παρά μόνο τα δάκρυά της.
Όταν η σιωπή δεν είναι έλλειψη λόγου
είναι η αναζήτηση του.
Οι ώμοι που στο σεισμό συγκρατούν ένα τοίχο
όσο χρειάζεται να μην πέσει
δεν είναι απλώς μια μυϊκή μάζα.
Πίσω από κάθε έκρηξη
υπάρχει ένα αθέατο βάθος
πού απορροφά την έκρηξη.

ΠΕΡΙ ΕΛΠΙΔΩΝ Ο ΛΟΓΟΣ

Μπροστά στο ανείπωτο
ελπίζεις κάτι να συμβεί
να αποτρέψει το κακό
όπως κάθε εβδομάδα των Παθών
στην τηλεόραση καρφωμένος
να περιμένεις τον ‘Ιούδα να διστάσει
τον Πιλάτο να τολμήσει
τα πλήθη να αναβλέψουν
τον Πέτρο —έστω—
να μην Τον αρνηθεί.

.

ΕΝΙΑ  (1996)

ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΓΙΑ ΠΟΙΗΤΕΣ

Μ’ αρέσουν οι σπάνιες εκπομπές της τηλεόρασης
για τους ποιητές, όταν μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι,
με φόντο στοίβες βιβλία
τριγυρισμένοι από ασήμαντα σουβενίρ και μπιχλιμπίδια
θυμούνται, διαλογίζονται, στιγματίζουν.

Το ξέρουν πώς όλα τούτα είναι του κάκου.
Πάντα το ‘ξέραν , με τον πρώτο στίχο το ‘χαν νιώσει –
η απόσταση του σύμπαντος τεράστια,
τα όνειρα είχαν πάντα σαν σπίτι τους τα σύννεφα.
Ο χρόνος, ο θλιβερός αυτός δήμιος,
να συνθλίβει τα πρόσωπα, τα πράγματα,
να παρασέρνει στο διάβολο τις αναμνήσεις.

Σαν παλιά σαπιοκάραβα τραβηγμένα στην άκτη
πού ‘ναι γραφτό να μην ξανασαλπάρουν
μοιάζουν οι ποιητές σ’ αυτές τις εκπομπές.

Ό θησαυρός δεν βρέθηκε ποτές,
ενώ απ’ το ταξίδι έμεινε μόνο η αλμύρα της θάλασσας
κι ο ηλίθιος απολογισμός
για ό,τι αξίζει να χαίρεσαι και για ό,τι να λυπάσαι.

ΟΙ ΘΗΚΕΣ ΤΩΝ ΒΙΟΛΙΩΝ

Τα όργανα είναι η ανάγκη μας
να ακούσουμε κάτι άλλο,
έκτος από την ηλίθια φωνή μας.

Όμως μέσα απ’ τους ήχους του βιολιού
καταλαβαίνεις τη σημασία της σιωπής
και του θανάτου.

Οι βιολιστές θα ‘πρεπε να ‘ταν νάνοι•
όταν πεθαίνουν να τους θάβουν
μέσα στις θήκες των βιολιών τους.

ΚΑΚΟΠΕΤΡΙΑ

Εστιατόρια χαμένα μες στα δέντρα.
Για να μπεις και να καθίσεις πρέπει να περάσεις
μέσα απ’ τις φωτιές των πουλιών.
Μικρά ξενοδοχεία ψάχνουν για ισορροπία
πάνω στους ανηφορικούς δρόμους,
σπίτια διάσπαρτα εδώ κι εκεί,
γαντζωμένα στις πλάγιες των λόφων,
μέσα απ’ την απλότητα τους
ξεμυτίζουν παιδικά προσωπάκια.

Τι θα γίνει λοιπόν
αν αποσύρω το τοπίο
από τα όρια του παραθύρου,
αν το πάρω μαζί μου
σαν μια μεγάλη ζωντανή ανάμνηση;
Θα συνεχίσει νά ακούγεται το κελάρυσμα του νερού
από απέναντι;
Το βουνό θα μείνει ακίνητο;

ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ

Έβαλε λίγο κραγιόν στο πύρινο στεφάνι των χειλιών,
χτένισε τα μαλλιά της με το βελούδο μιας απλόχερης εύνοιας
και κοίταζε προς τον παραμυθένιο κήπο.

«Ξέρεις», του είπε, «όλα ήτανε μια παρεξήγηση
που δημιούργησε ο χώρος, η στιγμή, η τρελή εποχή
κι ίσως το χιόνι που λιώνει.
Σε λίγο θα έρθει η Άνοιξη και θέλω να είμαι μόνη.
Ό δρόμος δεν χωράει δυο».

Αυτός θυμάται την ψυχραιμία που επέδειξε,
το πώς κατέβηκε στη στάση να περιμένει το λεωφορείο,
την απάντηση που του ‘ρθε στο μυαλό
μόνο σαν έκλεισε η πόρτα,
το μοναδικό μεθυσμένο επιβάτη,
τη νύχτα που ήταν μαλακή και αδιάφορη.

ΕΝΙΑ

Δεν είναι απελπισία
να ξέρεις ότι το ποίημα τούτο
ποτέ δεν θα διαβάσεις.
Παρηγοριά είναι.

Γιατί τα ποιήματα δεν γίνονται
για να διαβάζονται.
Για να πεθαίνουν γίνονται,
μέσα στην ομορφιά που αναπέμπει
ένας ασύλληπτος χρησμός.

Μελωδική μουσική τα συνοδεύει
κατά την ανάληψη
και οι άγγελοι ανοίγουν τις φτερούγες,
να τα υποδεχτούν.
Ουράνιες γυναίκες
με τα στήθη έξω
περιμένουν να τα βυζάξουν
αγνότατα βρέφη
σε μια ανύποπτη δικαίωση.

ΑΡΓΗ ΕΞΟΔΟΣ

Πάλευε με τα τελευταία απομεινάρια των αναμνήσεων.
Τόση μοναξιά και κάνεις δεν την είδε.
Την πάλεψε μονάχος.

Τον βασάνιζε αύτη η σταδιακή έξοδος
από μια άλλη ζωή.
Τώρα, στα τελευταία στάδια μπλεκότανε στους συνειρμούς.
Ανατολή – δύση.
Μετά πάλι ανατολή;
Και μετά πάλι δύση;
Κι η παλιά αγάπη σαν ένα μικροσκοπικό αγκάθι,
που νόμιζες πώς δεν θα βγει ποτέ από το δάκτυλο.

ΤΟ ΠΑΓΟΘΡΑΥΣΤΙΚΟ

Δέκα μέρες τώρα χιονίζει.
Ένα χιόνι κατάλευκο,
σαν το χαμόγελο μιας νύμφης αναπάντεχης,
σαν τον ερχομό μιας ελπίδας ανέλπιδης.

Τα χέρια μου πάγωσαν. Τα ποιήματα πάγωσαν.
Οι στίχοι γλιστρούν απ’ το χαρτί
και χάνονται στη σκόνη των βουβών επίπλων.
Έχει γεμίσει το κομοδίνο πράγματα
ασήμαντα, αμφίβολα, ανυπόληπτα.

Η καρδιά μου σαν κάποιο πεισματάρικο παγοθραυστικό
των βόρειων παραλλήλων
κλυδωνίζεται, ταράζεται, αγωνίζεται
να σπάσει τους πάγους που σχηματίστηκαν μέσα μου.

ΜΕΤΑΛΛΑΓΗ

Της φόρεσε το δακτυλίδι απαλά
με μια λεπτότητα που πρώτη φορά
παρατηρούσε στις κινήσεις του.

Ύστερα πήρε απ’ τη συγκατάβαση του φεγγαριού
όλη τη φαντασία που πρόσφερε ή στιγμή
κι έφτιαξε τα μεγάλα λόγια.
Εκείνη δάκρυσε.

Πέρασαν πολλές ώρες έτσι μαζί,
ώσπου ο άνεμος έσβησε τα κεριά
και τραβήχτηκαν μέσα.

Αυτός ακόμα θυμάται
πως ξαφνικά σκλήρυναν τα χέρια του
πως όλη τη νύχτα δεν την άγγιξε διόλου
μην και νιώσει τον αφέντη
που γεννήθηκε μέσα του.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

ΘΕΥΘ ΤΕΥΧΟΣ 15 – ΙΟΥΝΙΟΣ 2022

Από τον φεγγίτη στο δωμάτιο της γραφής

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ: ΠΟΡΕΥΟΜΑΣΤΕ ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΜΕΤΑ-ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ ΜΕΛΛΟΝ

0 ποιητής και δημοσιογράφος Γιώργος Χριστοδουλίδης, από το 1996 μέχρι σήμερα, έχει μια συνεχή και δυναμική παρουσία στο χώρο της κυπριακής ποίησης. Στάση ζωής η ποίηση για μια άγρυπνη συνείδηση που παρατηρεί τον κόσμο, αναγνωρίζει τα προβλήματα, τα αδιέξοδα αλλά και την κρυμμένη ομορφιά του, ενώ διαρκώς αναζητά τη μεγάλη αλήθεια της ύπαρξης, δοκιμάζεται και δοκιμάζει να βρει απαντήσεις στα επίμονα ερωτήματα που διαρκώς αναδύονται, να βιώσει μέσα από την πράξη της γραφής τη χαμένη ολότητα της ζωής.
Το 2021, επιλεγμένα ποιήματα από τις εφτά ποιητικές συλλογές του Χριστοδουλίδη και δεκαπέντε ανέκδοτα, εκατό στο σύνολο, μεταφράζονται στα αγγλικά από τη Δέσποινα Πυρκεττή, με απόλυτη ελευθερία και δημιουργική διάθεση. Τα ποιήματα αψηφούν τη γραμμικότητα του χρόνου γραφής τους, αναδιατάσσονται και επιχειρούν μια διαφορετική νέα και ενδιαφέρουσα συνύπαρξη και συνομιλία. Το βιβλίο αυτό, Selected Poems (1996-2021), από τις εκδόσεις Αρμίδα, δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη του Χριστοδουλίδη να διαβάσει εκ νέου τον ποιητή και να παρατηρήσει την αντοχή, την ενότητα και την πολυσημία του έργου του.

«Για να είμαι ειλικρινής, όταν τα ποιήματα φεύγουν από
μένα, θεωρώ ότι δεν τα κατέχω πλέον. Είναι παράδοξο,
όμως όσο τα ποιήματα τυγχάνουν επεξεργασίας, είναι
πολύ πιο στατικά παρά όταν μορφοποιηθούν στη σελίδα,
και αυτό επειδή τότε είναι που αρχίζει το ταξίδι τους.
Τότε είναι που αρχίζω κι εγώ να τα διαβάζω με έναν τρόπο
αλλιώτικο από πριν, μάλλον ως αναγνώστης περισσότερο.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση της έκδοσης, αισθάνομαι ότι
τα ποιήματά μου έχουν μεν μεταναστεύσει σε μια άλλη
γλώσσα, αλλά κρατούν τους κώδικές τους, συνεχίζοντας
να με αναζητούν· και αυτό χάρη στη μεταφράστρια,
Δέσποινα Πυρκεττή».

Η γραφή του Χριστοδουλίδη, παρά τον έκδηλα βίωματικό και αυτοβιογραφικό της χαρακτήρα, δεν παύει να στρέφει το βλέμμα με ειλικρινές ενδιαφέρον και προς τον άλλο άνθρωπο, τον οικείο, αλλά και τον άγνωστο, τον παρόντα, αλλά και τον απάντα. Ο ποιητής παρατηρεί, ενθυμείται, νοσταλγεί και μετουσιώνει με τρυφερότητα απλές στιγμές της καθημερινότητας σε ποιητικό λόγο, καταγράφει τις κινήσεις των αισθήσεων και των αισθημάτων. Αναζητά από τα θραύσματα της απώλειας, μέσω της ποίησης, να συνθέσει την ακεραιότητα του εύθραυστου και την εν ελευθερία αναζήτηση του αναπάντητου. Έκδηλο το ενδιαφέρον του, θαρρετός και ενίοτε ενοχικός ο λόγος του για την κοινωνική αδικία και το δράματα που προκαλούν οι κρίσεις και οι δυσλειτουργίες ενός απάνθρωπου οικονομικού συστήματος.

«Στην ποίηση πορευόμουν και πορεύομαι εν τη σοφία τη.,
άγνοιάς μου. Εγώ και το ένστικτό μου, που το διαμόρφωουν
και το διαμορφώνουν οι μεγάλοι προκάτοχοι της ομορφιά
και της αρμονίας. Αυτοί που έχουν πει τις μεγάλες αλήθειες,
που ευτυχώς δεν τις θυμούμαι, επειδή ό,τι διάβασα
και διαβάζω και νιώσω ότι αξίζει ενσωματώνεται εντός μου.
Δεν έγινα φιλόλογος ή κάτι συναφές, συνεπώς εκκίνησα εκ
του μηδενός και περιστρέφομαι πέριξ αυτού. Το πιο μεγάλο
μου σχολείο είναι αυτά τα διαβάσματα καθώς και τα
βιώματα, δικά μου και ξένα. Και η μουσική χωρίς λόγια.
Τα τελευταία χρόνια γράφω ακούγοντας ό,τι φανταστείς.
Το τι δεν γινόμαστε στη ζωή είναι πιστεύω εξίσου σημαντικό
με το τι γινόμαστε. Το τι δεν έγινα λοιπόν (και δεν
έγινα πολλά πράγματα, αισθάνομαι εντελώς ατελής) μου
έδωσε τη δυνατότητα να αντικρίζω τη ζωή και την ποίηση
μέσα από ένα πρίσμα πιο απελευθερωτικό ίσως και αιρετικό.
Απαλλαγμένος από ασφυκτικά σχήματα, δοκιμάζω
να μιλήσω με τον δικό μου τρόπο, να βάλω στην εξίσωση
της ποιητικής δημιουργίας τον εαυτό μου, που είναι και το
πιο δύσκολο. Στην ποίηση, πιστεύω πως μόνο αυτό μπο-
ρούμε να προσθέσουμε: τον εαυτό μας. Με δεδομένο ότι
αφού όλα τα σημαντικά έχουν λεχθεί, προκαλώ τον εαυτό
μου να μιλήσει, αν έχει κάτι να πει, και να το πει με έναν
αλλιώτικο τρόπο».

Η ανθρώπινη κατάσταση παραμένει το μεγάλο αίνιγμα της ποίησης του Χριστοδουλίδη, η πηγή που τροφοδοτεί τη γραφή του. Κέντρο του ποιητικού σύμπαντος ο άνθρωπος, η ποικιλία, ο πλούτος αλλά και η ένδεια των βιωμάτων, που η καθημερινή ζωή με την κανονικότητα και τις ανατροπές της παρέχει αφειδώς ή πεισματικά αρνείται, μέσα στα γυρίσματα του κύκλου και της Ιστορίας. 0 ποιητής δεν περιορίζεται μόνο στη δική του φωνή, αλλά νιώθει την ανάγκη να δώσει φωνή και σε όλους αυτούς που η ζωή τους καταδίκασε να σιωπούν ή οι κραυγές τους να χάνονται στον άνεμο. Το ποιητικό εγώ παρατηρεί, αναρωτιέται, συμπάσχει, δεν αποσύρεται αποκλειστικά και μόνο στους δικούς του τραυματικούς λαβυρίνθους. Μεγάλη έγνοια του δημιουργού, αξιοποιώντας δημιουργικά μια μεγάλη ποιητική παράδοση, να επινοήσει μια γλώσσα δική του, η οποία διαρρηγνύει τη σιωπή και απελευθερώνει την έκφραση.

«Τα ποιήματα που γράφω νιώθω ότι ανήκουν αφενός σε
εκείνους τους ανθρώπους που δεν τους δόθηκε η χαρά
της ζωής ώστε να μου δοθεί εμένα, αφετέρου είμαι σίγουρος
ότι ανήκουν και στους μεγάλους προγενέστε-ρους. Οι
πρώτοι, με τις δοκιμασίες τους, με κάνουν να εκτιμώ και
να αποθεώνω τη ζωή, αλλά και να επιθυμώ να τους δώσω
φωνή, να τους ονομάσω ξανά, όπως λέω κάποτε. Οι δεύτεροι
κατασκεύασαν τους δρόμους για να φθάσει η ποίηση,
διά μέσου των αιώνων, μέχρις εδώ. Δεν ξέρω πόσοι
ποιητές ενστερνίζονται αυτά τα πράγματα. Υποθέτω ότι ο
καθένας καθοδηγείται από τη δική του θεώρηση. Υποψιάζομαι
πάντως πως η επιδίωξη κάθε γνήσιου ποιητή είναι
να επινοήσει μια γλώσσα που αμετάκλητα και οριστικά
αποδέχεται μόνο την ποίηση».

Κοινωνική, υπαρξιακή, στοχαστική και χαμηλόφωνη, η ποίησή του διακρίνεται για την ισορροπημένη έκφραση λογικής και συναισθήματος, αλλά και για την αφοπλιστική της ειλικρίνεια. Αποφεύγονται ρητορικές εξάρσεις και απουσιάζει πλήρως η εκδραμάτιση των συναισθημάτων. Ο θυμός για τα κακώς κείμενα εκδηλώνεται πρώτιστα μέσα από την ειρωνεία. Το πρόβλημα της Κύπρου, οι αδιέξοδες λύσεις των «γνωστικών» και οι τραγικές τους συνέπειες ενυπάρχουν στο λόγο του Χριστοδουλίδη ως τραύμα εσωτερικευμένο, πάντα άγρυπνο και ζωντανό που δρα υπογείως και εμφανίζεται, όσο εξελίσσεται η γραφή του, έμμεσα και υπαινικτικά.
Η φαινομενική απλότητα της ποιητικής γλώσσας του Χριστοδουλίδη δημιουργεί ένα κλίμα οικειότητας στον αναγνώστη. Ο ποιητής δεν είναι ο απόμακρος διανοούμενος στοχαστής, αλλά ένας συνηθισμένος άνθρωπος, γεμάτος αδυναμίες, επιρρεπής στα λάθη, ένας ανήσυχος παρατηρητής όσων συμβαίνουν γύρω του. Γράφει, ζώντας και ζει, γράφοντας, καθώς, στην προσπάθειά του να κατανοήσει τη ζωή του εντός του ιστορικού χρόνου, χωρίς προκαθορισμένα θεωρητικά ερμηνευτικά σχήματα, αναλαμβάνει οικειοθελώς να μεταφράζει στη γλώσσα της ποίησης τις αγωνίες, τις ανησυχίες και τις φευγαλέες σκέψεις για το σήμερα που τριγυρνούν στο μυαλό τού εν δυνάμει αναγνώστη.

«Ο Ρίτσος είχε πει πως για να γράφεις απλά και κατανοητά
θα πρέπει να έχεις κατανοήσει την πολυπλοκότητα
του κόσμου. Σε κάποιο στάδιο, αποβάλλω την ιδιότητα
του ποιητή των ποιημάτων μου και γίνομαι ο αναγνώστης
τους. Ως τέτοιος, θέλω τα ποιήματά μου να σημαίνουν κάτι
και αυτό το κάτι να είναι σαφές, απέριττο, για να κερδίσει
την αλήθεια του με αυθεντική, συνάμα διακριτική
μεγαλοπρέπεια. Θέλω τα ποιήματά μου να μπορούν, όπως
έχω γράψει παλιότερα, να καρφώνονται στον άνεμο. Υπό
αυτή την έννοια, ο αναγνώστης των ποιημάτων μου είναι
πρώτα εντός μου».

Το εξωλογικό στοιχείο είναι ένα χαρακτηριστικό και δραστικό στοιχείο του ύφους του. Το ποιητικό εγώ συνταιριάζει το λογικό με το παράλογο, το πραγματικό με το εξωπραγματικό, αναγνωρίζοντας την αδυναμία του ορθού λόγου να ερμηνεύσει αποτελεσματικά τον κόσμο και αποδέχεται την πολυπλοκότητα και τη δύναμη του ασυνειδήτου να ανατρέπει τις βεβαιότητες, τους προγραμματισμούς και τις στατιστικές. Καθώς εξελίσσεται η γραφή του, η χρήση του εξωλογικού στοιχείου δεν περιορίζεται μόνο στα βιωματικά ποιήματα, όπου έχει δώσει μια αυτοσαρκαστική και παιγνιώδη χροιά, αλλά επεκτείνεται και χρησιμοποιείται επιπλέον για να υπονομεύσει κριτικά ρεαλιστικές καταστάσεις, να μιλήσει για το μυστήριο του θανάτου, να αναρωτηθεί για τη μυστική ζωή και την επικοινωνιακή δεινότητα των στοιχείων της φύσης ή για να υπενθυμίσει τις φυλακισμένες και αναξιοποίητες δυνάμεις πρόσληψης του κόσμου, που ο κάθε άνθρωπος
διαθέτει κι ας μην το γνωρίζει.

«Το εξωλογικό στοιχείο εμφανίστηκε μπροστά μου με τη
συνειδητοποίηση ότι είμαστε μέρος ενός αχανούς κόσμου.
Το εξωλογικό στοιχείο εδρεύει σε δυο επίπεδα: πριν την
αρχή και μετά το τέλος. Εξωλογικές όμως είναι και οι
βιωτές πολλών ανθρώπων μέσα στην καθημερινότητα. Για
παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να διαλάθει την ποιητική
μου οπτική το εξής ενδεχόμενο: ένας άνθρωπος
«απροσάρμοστος», ενώ περπατά, χάνει το κεφάλι και τρέχουν οι
γύρω να το μαζέψουν και να το επανατοποθετήσουν. Έχω
την αίσθηση πως για να φτάσει κανείς στο εξωλογικό, θα
πρέπει πρώτα να αντιληφθεί ότι του έχει δοθεί ένα μεγάλο
δώρο, η διαίσθηση για να ενδιατρίψει στα πιο βαθιά πηγάδια
της ύπαρξης, στα πιο αθέατά της έγκατα».

Μετά από την έκδοση επιλεγμένων ποιημάτων του στα αγγλικά, σκοπεύει μέσα στο 2022 να εκδώσει το όγδοο ποιητικό του βιβλίο. Ένα μέρος των ποιημάτων αυτών εμπεριέχονται μεταφρασμένα στον τόμο των Selected Poems. Πιθανότατα, η όλη διαδικασία της επιλογής και της μετάφρασης των ποιημάτων να ήταν και για τον ίδιο μια αφορμή επανεξέτασης της ποιητικής του και μια ευκαιρία αναστοχασμού πάνω στην πράξη της γραφής. Κλείνει ένας μεγάλος κύκλος δημιουργίας; Ανοίγει ένας άλλος, λίγο ή πολύ διαφορετικός; Τα ποιήματα του καινούριου βιβλίου ανοίγονται σε νέες θεματικές, δοκιμάζονται νέες εκφραστικές δυνατότητες;

«Η κάθε έκδοση είναι μια νέα δοκιμασία, αλλά και δοκιμή.
Ο Σαχτούρης είχε πει ότι ο ποιητής έχει το δικό του
σύμπαν και πρέπει να μένει αμετακίνητος σε αυτό. Πόσο
συμφωνώ, διαφωνώντας! Λατρεύω τόσο τον Σαχτούρη, που
δεν θα μπορούσα να νιώθω διαφορετικά. Προσθέτω απλώς
ότι κάθε σύμπαν, γεωγραφικό ή ποιητικό, είναι ανεξερεύνητο
και διηνεκές. Για να καθησυχάσω τον εαυτό μου από
το δέος του ατελεύτητου, επινοώ ένα στόχο: θέλω στην
ποίηση μου όλα να τελειώνουν χωρίς τίποτα να παύει να
υπάρχει. Εργάζομαι τώρα πάνω στη Γνωστοποίηση Πένθιμου
Γεγονότος. Δεν ορίζω εκ των προτέρων θεματικές· τις
ορίζει η όποια γνησιότητα της ενόρασής μου. Είναι βέβαια
ποιήματα που γεννήθηκαν στην πανδημία, άρα κάποια
συνομιλούν μαζί της, ποιήματα ελεγειακά για τη σπαρακτική
κραυγή τής σε εξέλιξη περιβαλλοντικής συμφοράς, αλλά
και ποιήματα που διερευνούν αρχέγονα ζητήματα, όπως
αν μπορεί ο ακτοφύλακας να ενταφιάσει ένα περιστρεφόμενο
κομμάτι λάμψης από τον φάρο για να το ξανανάψει
αργότερα, τι συμβαίνει όταν στέλνεις τα χέρια σου να σου
φέρουν την αφή της, καθώς και αν εκείνοι που στοίβαξαν
βουνά το ένα πάνω στο άλλο, για να αγγίξουν τον ουρανό,
εν τέλει τα κατάφεραν. Η αίσθηση μου είναι ότι πορευόμαστε
προς ένα μετα-αποκαλυπτικό μέλλον. Η τρομαχτική
οικουμενικότητα αυτής της διαπίστωσης προσδίδει στην
ποίηση μου μια πιο μυστηριακή οικουμενική διάσταση».

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΛΑΛ Γνωστοποίηση Πένθιμου Γεγονότος (2022)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ

5/1/2023

Με την όγδοη και ώριμη από πολλές απόψεις ποιητική συλλογή Λαλ. Γνωστοποίηση πένθιμου γεγονότος (Κουκκίδα 2022), ο ποιητής και δημοσιογράφος στο επάγγελμα Γ. Χριστοδουλίδης δίνει ποίηση δροσερή και ευφάνταστη, διαποτισμένη από γνήσιο ποιητικό αίσθημα και ανατρεπτικό βλέμμα. Όπως υποδηλώνει ο πολύσημος τίτλος του βιβλίου, η υπαρξιακή αβεβαιότητα, τα διλήμματα, ο κοινωνικός προβληματισμός, οι φόβοι και το άγχος για το οδυνηρό πέρασμα του χρόνου, αποτελούν και σε αυτή τη συλλογή του Χριστοδουλίδη τα κυρίαρχα θέματα της ποίησής του που φωτίζουν ενίοτε με το μαύρο φως της φθοράς και ενίοτε με το φως της ελπίδας την ενηλικίωση, τον θάνατο, την ιστορία, την κοινωνία, τον έρωτα και την ποίηση αδιάλειπτα και οργανικά, δημιουργώντας ένα αισθητικά λειτουργικό ποιητικό σύμπαν που αποπνέει αγάπη για τον άνθρωπο και την τέχνη.
Όπως αποδεικνύει η ανάγνωση του συνόλου του έργου του Χριστοδουλίδη, ο ποιητής γράφει τους ισχυρότερους του στίχους όταν εκκινεί από τα προσωπικά του βιώματα και γίνεται εξομολογητικός. Το βιωματικό υλικό, ωστόσο, δεν εξασφαλίζει από μόνο του υψηλό ποιητικό αποτέλεσμα, αλλά πραγματώνεται επιτυχώς σε αισθητικά λειτουργική ποίηση πρωτίστως χάριν της ισχυρής, οικειωτικής δύναμης του στίχου. Και στην περίπτωση του Γ. Χριστοδουλίδη, η δύναμη του στίχου του οφείλεται πρωτίστως στον επιτυχή, τις περισσότερες φορές, ποιητικά συγκερασμό μιας συγκρατημένης συγκίνησης με ένα διανοητικό-στοχαστικό στοιχείο, προϊόν ανήσυχου προβληματισμού και άγρυπνης σκέψης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ποιητικός ρεαλισμός του Χριστοδουλίδη, μπολιασμένος και σε αυτή τη συλλογή με το εξωλογικό στοιχείο, τροφοδοτεί με ποιητικό οξυγόνο τις κυρίαρχες θεματικές του βιβλίου προσδίδοντας εκφραστικότητα στην ποίησή του. Έχουμε, με άλλα λόγια, ένα βιβλίο Ποίησης, το οποίο παρά τον απαισιόδοξο τίτλο του που συνδηλώνει το τέρμα-τέλος, αποτελεί στην πραγματικότητα ένα πολύ ζωντανό κείμενο που φιλοδοξεί να επεκτείνει τις μέρες του εκτός χρόνου, σε ένα γλωσσικό και ηθικό επέκεινα, και αποτελεί, εντέλει, ένα λυτρωτικό σημείο εναντίωσης προς τον χρόνο και τον θάνατο. Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα, Γιώργο αφαιρεί διαμιάς τη γνωστοποίηση του πένθιμου σκότους.

ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΑΒΑΝΗΣ

Ποιείν.gr 5//1/2023

Η ένατη ποιητική συλλογή του Γιώργου Χριστοδουλίδη, «ΛΑΛ Γνωστοποίηση Πένθιμου Γεγονότος», κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2022 από τις εκδόσεις Κουκκίδα στην Αθήνα.

Η συλλογή περιλαμβάνει 52 ποιήματα που ανατροφοδοτούνται από την ταραχώδη πορεία της ανθρωπότητας προς ένα μετα-αποκαλυπτικό μέλλον μέσα από πανδημίες, πολέμους, απελπισμένα ερωτικά προσκλητήρια, αναπάντεχες συμπαντικές κατασκευές και φανταστικές προϊστορικές προσομοιώσεις.

Κάποτε μεταποιώντας καίριες στιγμές της σύγχρονης καθημερινότητας και άλλοτε-κυρίως στα πιο εκτεταμένα και ερεβώδη ποιήματα- εικονοποιώντας την αναζήτηση του αναπάντητου, του εξωλογικού και του ανεκτίμητου, η συλλογή ιχνηλατεί την οδυνηρή πορεία του ανθρώπου -του πιο υπέροχου και συνάμα πιο καταστροφικού όντος του πλανήτη –προς το οριστικό τέλος ή προς μια αδιανόητή νίκη επί του θανάτου, αν κατανοήσουμε πως όσα αξίζουν μπορούν να μην παύσουν ποτέ να υπάρχουν υπό τον όρο ότι θα τα διεκδικήσουμε και θα τα προστατεύσουμε.

Σε αρκετά ποιήματα της συλλογής εμφανίζεται η μορφή του ΛΑΛ, ενός πολυτεχνίτη του τρίτου κόσμου, του οποίου η σπάνια ανιδιοτέλεια και αγνότητα είναι ασύμβατη με τους στυγνούς κανόνες της πραγματικότητας. Ως εκ τούτου, ο ΛΑΛ αναγκάζεται συχνά να ισορροπεί στη μεθόριο υπαρκτού και ανύπαρκτου, μετέχοντας στην ιερουργία ενός «τυραννικού θαύματος», και καταβάλλοντας το τίμημα της πίστης του στις πιο αληθινές προβολές της ζωής:

ΣΚΕΦΤΕΙΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΑΥΜΑ

Σκεφτείτε την ανθρωπότητα
πώς επιβίωσε μέσα στη σκληρότητα
στη βαρβαρότητα
σκεφτείτε τώρα έναν και μόνο άνθρωπο
τον Λαλ
που δεν ενδιαφέρεται
για την εξουσία
την επιβολή
τη δόξα
την αφθονία
που ρωτά τον εαυτό του για το σωστό και το λάθος
και ακολουθεί την άηχη απόκριση
σκεφτείτε αυτό τον άνθρωπο
σκεφτείτε την καρδιά του
πόσο υπέροχα πάλλει
πόσο ευτυχισμένος πρέπει να είναι
σκεφτείτε όμως και τη δυστυχία του
σκεφτείτε πώς αντέχει ακόμα
πώς συνεχίζει ακόμη να υπάρχει
σκεφτείτε αυτό το τυραννικό θαύμα

https://www.poiein.gr/2023/01/05/%ce%b3%ce%b9%cf%8e%cf%81%ce%b3%ce%bf%cf%82-

ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΜΑΝΤΑ-ΛΑΖΑΡΟΥ

ΦΡΕΑΡ 29/01/2023

Το τυραννικό θαύμα της ποίησης

Τα υπαρξιακά ζητήματα, τα κοινωνικά προβλήματα, οι αγνοημένοι άνθρωποι, οι πληγές του σύγχρονου ανθρώπου, είναι από τα βασικά θέματα της ποίησης του Γιώργου Χριστοδουλίδη. Η θεματική της ποίησής του και μια ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, που ωστόσο συγκρατεί τον ποιητή σε μια διακριτική απόσταση και ταυτόχρονα οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο σε μοναξιά, αποτελούν για μένα το αναγνωριστικό χαρακτηριστικό της φωνής του.

Το πρόσφατο βιβλίο του Γ. Χριστοδουλίδη είναι μια περιπλάνηση στον ατελή κόσμο μας. Απομάγευση, αποξένωση, μοναξιά, το αδύνατο της συνάντησης και επαφής, το αδύνατο της ευτυχίας, ένας μηχανοκίνητος κόσμος. Η περιπλάνηση καταλήγει στην οδυνηρή και ακόμη πιο πένθιμη δήλωση, στην απόγνωση του σημερινού ανθρώπου που δεν μπορεί να προδώσει αλλά ούτε και να αγαπήσει, σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι είναι δυστυχείς και νεκροζώντανοι. Μια «Υποθετική επέμβαση στην ανθρώπινη ανατομία» δεν μπορεί βέβαια να προσφέρει ελπίδα αφού καταλήγει σε ακρωτηριασμό της ψυχής, σε έναν κόσμο «από την αρχή ελλιπή με μια δυσκολία στον πόλεμο αλλά και στην αγάπη».

Κι όμως, παρά το πένθιμο της γνωστοποίησης, το ποιητικό υποκείμενο στην περιπλάνησή του ακουμπά σε τέσσερα φωτεινά σημεία.

Το πρώτο είναι η σοφία, που αν και δεν υπόσχεται απόλυτη ευτυχία, προσφέρει μια φρόνιμη συμπαράσταση.

«… κανείς δεν ήταν χαρούμενος
και αποφάσισα να ενδώσω στη σοφία της δυστυχίας τους
αποφάσισα πως
η ευτυχία διαφεύγει με όλους τους τρόπους
ακολουθώντας πιστά τα βέλτιστα εγχειρίδια απόδρασης
ενίοτε, επινοώντας δικά της ακόμη πιο απελπιστικά
ενώ η σοφία τα βαριέται όλα αυτά
κάθεται με τα χέρια και τα πηγούνια της και παρατηρεί
την απόδρασή σου προβλέποντας ότι θα επιστρέψεις
μένει εκεί
προσαράζει μέσα σου και κάνει μερεμέτια»
γεμίζει τις τρύπες σου
όσες δεν μπορεί τις σφραγίζει.»

Δεύτερο σημείο, η εμπιστοσύνη του ποιητικού υποκειμένου στην πίστη αυτών, που θα έρθουν μετά «άκοποι και διψασμένοι» και θα πιστέψουν, πρέπει να πιστέψουν. Ο Λόγος και το νόημα θα ξαναζωντανέψουν χάρις σε αυτή την ακολουθία που εξασφαλίζει τη συνέχεια.

Τρίτο φωτεινό σημείο είναι μια ιδιαίτερη προσωπική εμπειρία που την προσφέρει η φύση. «Το Φθινόπωρο» είναι γραμμένο πάνω στις νότες άλλης μουσικής και ξεχωρίζει από το υπόλοιπο σώμα της συλλογής. Είναι όπως μια χαραμάδα δροσιάς και φωτός, όταν ανοίγει ένα παράθυρο σε κλειστό σπίτι. Μετά από δέκα επαναλήψεις του ρήματος «πέφτουν», ξεκινώντας από το αναμενόμενο πέσιμο των φύλλων και καταλήγοντας στο πέσιμο των λυπημένων ανθρώπων και των ήλιων, οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος ανασηκώνουν τον πεσμένο κόσμο μέσα από λέξεις που αναβλύζουν ζωντάνια και φως.

«Το φθινόπωρο
αναβλύζουν
νέα ποτάμια
υπέροχες λίμνες
θαυμάσιες θάλασσες
οι δεξαμενές της αγάπης
που θα ποτίσουν
τον νέο καιρό
τα νέα δέντρα
τους νέους ανθρώπους
τις πάμφωτες ελπίδες»

«Η συκιά» είναι ένα ποίημα που ενισχύει την ιδιότυπη, μυστικιστική εμπειρία με την εκβολή της στην ειρήνη και στην αρμονία, σε μια θαυμαστή ενότητα των όντων. Μέσα σε αυτό τον κύκλο ποιημάτων ξεχωρίζει επίσης το ποίημα « Δεινόσαυροι».

Μικρές οάσεις φωτός μες στο σκοτάδι και την έρημό του φανερώνονται σε αρκετά σημεία της συλλογής, όπως «Εκεί όπου μια γυναίκα αγάπησε» ή με «Το θαύμα», όταν με μόχθο κι αγώνα μεγάλο, έστω και για μια στιγμή, «ο κόσμος καθάρισε/ ο κόσμος ανάπνευσε για λίγο/ σχεδιάζω να το ξανακάνω σε εκατό χρόνια/ όπως κάποιος που θέλει να κρατήσει την πίστη του/για πάντα.»

Ως τέταρτο καταφύγιο είναι η εμπιστοσύνη στην ποίηση και στις λέξεις της, στο φως της, που θα έχει συνέχεια. Ο ποιητής προνόησε από την αρχή κιόλας, από το πρώτα ποίημα, να μας το γνωστοποιήσει. Αφού δεν βρήκε ανθρώπους να απευθύνει τις λέξεις του, τις φύλαξε μέσα στα ποιήματά του. Όπως «ο ακτοφύλακας στο σκοτάδι/ επιστρέφοντας/ ενταφιάζει ένα περιστρεφόμενο κομμάτι λάμψης/ από τον φάρο μέσα του/ για να το ανάψει αργότερα»

Κράτησα και μετέφερα νοερά κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου, από την αρχή ως το τέλος, την πρώτη αυτή γνωστοποίηση, όπως και κατά τη γραφή αυτού του σημειώματος. Όχι αυθαίρετα, νομίζω.

Και ο Λαλ, ποιος είναι, ποιος είναι ο ρόλος του; Ο Λαλ σκουπίζει, καθαρίζει τζάμια, περβάζια, μοχθεί. Έχει κλειδιά, όπως ο ποιητής μας βεβαιώνει, που προσφέρουν κάποιες φορές διέξοδο. Παραμένει σιωπηλός, στη σκιά και λίγες φορές εμφανίζεται. Νομίζω πως είναι το βουβό πρόσωπο, που δεν αφηγείται και δεν δανείζει το πρόσωπό του στο ποιητικό υποκείμενο για να αφηγηθεί. Ο Λαλ είναι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που η ζωή τους και η ύπαρξη τους αποσιωπάται. Είναι αγνοημένοι και αόρατοι για πολλούς, όχι όμως και για το ποιητικό υποκείμενο. Ένα τυραννικό θαύμα είναι η ύπαρξη κι η επιβίωση της ανθρωπότητας, όπως ένα θαύμα τυραννικό είναι κι η ύπαρξη κι η ζωή του Λαλ. Το ποιητικό υποκείμενο αντλεί φως από αυτόν τον άνθρωπο, είναι φανερό πως αγαπά αυτόν τον κόσμο. Κι ο κόσμος αυτός στο πρόσωπο του Λαλ τον παραστέκει ήσυχα και συντροφικά στην γνωστοποίηση του πένθιμου γεγονότος. Επειδή, από κάποια άποψη, και η ποίηση ένα τυραννικό θαύμα είναι.

Σκεφτείτε αυτό το θαύμα

Σκεφτείτε την ανθρωπότητα
πώς επιβίωσε μέσα στη σκληρότητα
στη βαρβαρότητα
σκεφτείτε τώρα έναν και μόνο άνθρωπο
τον Λαλ
που δεν ενδιαφέρεται
για την εξουσία
την επιβολή
τη δόξα
την αφθονία
που ρωτά τον εαυτό του για το σωστό και το λάθος
και ακολουθεί την άηχη απόκριση
σκεφτείτε αυτόν τον άνθρωπο
σκεφτείτε την καρδιά του
πόσο υπέροχα πάλλει
πόσο ευτυχισμένος πρέπει να είναι
σκεφτείτε όμως και τη δυστυχία του
σκεφτείτε πώς αντέχει ακόμα
πώς συνεχίζει ακόμη να υπάρχει
σκεφτείτε αυτό το τυραννικό θαύμα.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΟΙΕΙΝ 18/3/2023

Η ευκρασία του πένθους

Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης είναι ένας εξόχως ευ-ερέθιστος ποιητής, όχι υπό την τρέχουσα έννοια ενός εμμονικώς κοχλάζοντος θυμικού, αλλά υπό την έννοια ενός εγρήγορου και με αναπεπταμένες κεραίες δημιουργού, που συλλαμβάνει τις κρούσεις και τις παρακρούσεις των καιρών, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το έργο του περικλείεται σε μια στενή και μονοσήμαντη διάσταση της επικαιρότητας, κάθε άλλο. Ως προς τούτο είναι ένας διαρκώς αμφίπλευρα εμπλεκόμενος μάρτυρας του παρόντος, θα τολμούσα να πω, ένας από εκείνους τους ποιητές ίστορες του παρόντος, που η μνημονική τους τεχνική λειτουργεί όχι σαν απόπειρα συγκράτησης ή ανασυγκρότησης του παρελθόντος, αλλά ως εγχείρημα στύλωσης των αλληλουχιών του χρόνου, υπόμνηση, δηλαδή, και συνακολουθία της ροής.

Αν και θεωρώ πως τα βιβλία και, ιδίως, τα βιβλία του ιδίου συγγραφέα, δεν πρέπει να αντιπαραβάλλονται, καθότι κάθε βιβλίο είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με κάποιο συγκεκριμένο πράγμα ή με κάποιο πράγμα με το οποίο ένα προηγούμενο βιβλίο επιχείρησε να συνδιαλεχθεί και, δηλώνει, eo ipso, το πού βρίσκεται ο συγγραφέας του τη στιγμή ακριβώς που το γράφει, εντούτοις θα τολμούσα να πω πως ο ΛΑΛ Γνωστοποίηση Πένθιμου Γεγονότος (τίτλος που, πέραν από τη μετα-αποκαλυπτική του συνδήλωση, αποτελεί και μια έμμεση αναφορά στην κατακλυσμιαία αναγγελία πένθιιμων ειδήσεων που κατακλύζει τα ΜΜΕ και τα λεγόμενα social media) τίθεται σε μια προεκτατική γραμμή σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο του ποιητή, Μυστικοί Άνθρωποι, στο οποίο κορυφώνεται η μέχρι τότε περιοχοθέτηση της ποιητικής του ανθρωπογεωγραφίας και εκφραστικής. Ο ΛΑΛ θα μπορούσε, σ’ αυτό το πρίσμα, να αναγνωστεί ως ένας από τους μυστικούς ανθρώπους της προηγούμενης συλλογής, που τώρα εμφανίζεται με πιο ισχνά χαρακτηριστικά, όντας ενδεδυμένος ένα είδος αδιαφάνειας, που καθιστά τη μυστικότητά του διαρκώς ενεργή αλλά και πεισματικά γοητευτική ταυτόχρονα. Μια φιγούρα που εμφανίζεται και εξαφανίζεται ραγδαία, με τον τρόπο ακριβώς που υπάρχει στην πραγματική ζωή, μια ύπαρξη, δηλαδή, στη μεθόριο των περιθωρίων, χωρίς προνομίες αλλά και χωρίς προνομιούχο ενδιαφέρον και αντίληψη γι’ αυτήν. Στα δύο βιβλία, ωστόσο, λειτουργεί μια αντιθετική, κατά κάποιον τρόπο, επεξεργασία της μυστικότητας. Οι μυστικοί άνθρωποι της ομώνυμης συλλογής στερούνται ονόματος, ωστόσο, διαζωγραφίζονται ως προς τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της ύπαρξης και της ζωής τους με αρκετές πληροφορίες, γνωστοποιούνται, με άλλα λόγια, πάρα την αδιατάραχτη ανωνυμία τους. Ταυτόχρονα, έχουν το προνόμιο της ομιλίας, αποτελούν φορείς μιας ενσαρκωμένης αδιαφάνειας ομιλητικά ικανής. Ο ΛΑΛ, από την άλλη, παρότι ονοματολογικά εμφανής, παραμένει άγνωστος ως προς το ποιος πραγματικά είναι και στερείται, ταυτόχρονα, φωνής, αποτελεί, δηλαδή, μια άγνωρη παρουσία, έστω και αν ο ίδιος ο ποιητής φρόντισε, εξωκειμενικά, προτού εκδοθεί ακόμη το βιβλίο, να γνωστοποιήσει την ταυτότητά του. Αλλά, το ίδιο το βιβλίο παραμένει εξαιρετικά φειδωλό ως προς την παρουσίαση ή αυτοπαρουσίαση του συγκεκριμένου προσώπου. Αναμένω ότι ο Γιώργος, στη συνέχεια, θα εστιάσει συστηματικότερα σ’ αυτή την ενδιαφέρουσα persona, που δεν αποτελεί μονοσήμαντα ένα λογοτεχνικό επινόημα, αλλά αρύεται από μια ολοζώντανη ύπαρξη που κινείται ανάμεσά μας με το ειδολογικό στοιχείο της ξενότητας και η οποία, ως τέτοια, προβληματοποιεί καίρια τόσο τη σχέση μας προς τον άλλο, όσο και τη σχέση μας προς εαυτόν.

Ο τίτλος, εξαγγελτικός στην πολυσημία του, προϊδεάζει και για το περιεχόμενο του βιβλίου, το οποίο ορίζει αλλά και υπερβαίνει, ταυτόχρονα, μια περιστασιακή συνθήκη πένθιμου γεγονότος ή πένθους: Η αμείλικτη φθορά του χρόνου, οι μικρές καθημερινές απώλειες που συγκροτούν έναν ολόκληρο θάνατο, η αδυσώπητη δίνη της αποξένωσης. Ωστόσο, μαζί και πέραν απ’ όλα αυτά, μάλλον σκιαγραφεί και διαχρωματίζει μια οριακή ιστορικο-υπαρκτική συνθήκη όπου το πένθος αποτελεί τη σημαίνουσα ιστορική αναφορά, όπου αυτό που πενθείται δεν είναι απλώς μια απώλεια ή κάτι που παρέρχεται και χάνεται μέσα στην τεταμένη βίωση του παρόντος, αλλά κάτι υπέρτερο που εξαφανίζεται εξακολουθητικά ή τείνει να εξαφανιστεί μέσα στον ανθρώπινο χρόνο και τόπο και συστοιχείται με την υπαρκτική του ουσίωση. Σ’ αυτό ενυπάρχει, ίσως, σ’ ένα άλλο επίπεδο, ένας μακρινός απόηχος από τον νιτσεϊκό θάνατο του Θεού ή τον φωκοϊκό θάνατο του ανθρώπου. Το πένθιμο γεγονός είναι ο ανεκπλήρωτος άνθρωπος των καιρών, ο σχεδόν παρεπιδημών μέσα στην αγωνία της ελευσόμενης εξαφάνισής του, εάν δεν συζυγιστεί εκτάκτως με τους σηματωρούς μιας άλλης υπαρκτικής εκδίπλωσης στον χρόνο. Και Γνωστοποίηση είναι ο ίδιος ο ποιητικός λόγος, στην εξαγγελτική και ενδιάθετα προβλεπτική του διάσταση, όπου το ερχόμενο εις γνώσιν καθίσταται αφ’ εαυτού ο πραξεακός μίτος μιας ανάληψης: Ανάληψη μιας μεταστροφής προς ό,τι ουσιώνει τον άνθρωπο προς το βαθύτερό του είναι. Αλλά, όπως το νιτσεϊκό και φουκοϊκό ξεπέρασμα δεν είναι λύπη, ούτε μια κακή είδηση/γνωστοποίηση, αλλά χαρά, έτσι και ο ΛΑΛ, όπως σημειώνει ο ποιητής και κριτικός Παναγιώτης Νικολαΐδης, «αποτελεί στην πραγματικότητα ένα πολύ ζωντανό κείμενο που φιλοδοξεί να επεκτείνει τις μέρες του εκτός χρόνου, σε ένα γλωσσικό και ηθικό επέκεινα, και αποτελεί, εντέλει, ένα λυτρωτικό σημείο εναντίωσης προς τον χρόνο και τον θάνατο. Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα αφαιρεί διαμιάς τη γνωστοποίηση του πένθιμου σκότους».

Ο ΛΑΛ, στον συνολικό βηματισμό του συγγραφέα, σηματοδοτεί τον συγχρονισμό της ποιητικής του ωρίμανσης με τα αναπαλλοτρίωτα γνωρίσματα της γραφής του: την κοινωνική ευαισθησία, τον φιλοσοφικό στοχασμό, την κριτική σκέψη, που διέκριναν και τα προηγούμενα του έργα, ενσταλαγμένα σε τολμηρές και συχνά πρωτότυπες εκφραστικές συλλήψεις. Αυτό, ωστόσο, που προεξαρχόντως προβάλλει και κοινολογείται εδώ, είναι ό,τι εκβάλλει στο παρόν, ως επεξεργασμένη βιωματική ανταπόκριση, στον ορίζοντα μιας οντολογικής αποσταθεροποίησης των παγιωμένων προφανειών της σχέσης του ανθρώπου με τον εαυτό του, τον κόσμο και τον άλλο. Ο ΛΑΛ, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως αποτελεί μια οριακή φιγούρα του πλησίον, συγκριτικά ανεπαίσθητη, ένας πλησίον σχεδόν απλησίαστος, συρρικνώνοντας, έτσι, τον ιστό του συνείναι και του συνανήκειν σε μια περίκλειστη εαυτότητα, η οποία, στην πραγματικότητα, όσο επιμένει να απορρίπτει και να εξοβελίζει τον άλλον, αφυδατώνεται εκ των έσω και ελλειπτικοποιείται. Ο άλλος, ωστόσο, ως απόμακρος ή παραθεωρούμενος πλησίον, παραμένει μια συνεχής και δυσμέτοχη πρόκληση, αντιπροσωπεύοντας ίσως το τελευταίο κατάλοιπο της ανθρωπινότητας σ’ έναν κόσμο που ξανοίγεται, σχεδόν ιλιγγιωδώς, στον αστερισμό του μετα-ανθρώπινου. Ως τέτοιος, ο ΛΑΛ, είναι μια μορφή στοιχείωσης και μεταστοιχείωσης του ανθρώπινου, το κλητό αντίβαρο μιας ελευσόμενης εξαφάνισης, ο ίδιος ο εαυτός στην πολυμέρεια των οντολογικών και υπαρκτικών του συνεκδηλώσεων. Κι αυτό που διακυβεύεται σε κάθε κίνηση ή ομιλητικό ενέργημα είναι το είναι και το μη-είναι του ανθρώπου. Ακριβέστερα, στον ΛΑΛ, όπως και σε ολόκληρη την ποίηση του Χριστοδουλίδη, ο ανθρώπινος κόσμος βρίσκεται ενδελεχώς σε μια επείγουσα εκκρεμότητα, αμφιρρέπει ανάμεσα σε μια περίσσεια κάλλους – αν μπορεί να καταστεί μέτοχος και «ξενιστής» της – και μια ελλειπτικότητα νοήματος, όπως και αντίστροφα. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι υπάρχουν ανακοινώσιμα πένθιμα γεγονότα σ’ έναν ενδιαφερόμενο ή ανήσυχο δέκτη, τωρινό ή μελλοντικό, αυτό σηματοδοτεί τη μεταστροφή του πένθους σε μια μετρημένη σοφία εν εγρηγόρσει, μια σοφία επαγρυπνούσα που καιροφυλακτεί για την έλευση αυτών που θα έρθουν, καθώς λέει ο ποιητής, «άκοποι και διψασμένοι», γνωρίζοντας ότι, όπως έλεγε ο Φρόιντ, η ευτυχία δεν ανήκει στο πλάνο τούτου του κόσμου, ή, όπως λέει ο Χριστοδουλίδης, «διαφεύγει με όλους τους τρόπους/ακολουθώντας πιστά τα βέλτιστα εγχειρίδια απόδρασης». Εν κατακλείδι, λοιπόν, η γνωστοποίηση πένθιμου γεγονότος φαίνεται να μεταπίπτει σε μια συγκρατημένη εμπιστοσύνη ως προς το τι μπορεί να μεταγίνει και να μεταπλαστεί η ανθρώπινη ύπαρξη, ως μια άλλη ενδεχομενικότητα των αρχέγονων υλικών της στο γίγνεσθαι κόσμος, και η σχεδόν αορατότητα του σκιώδους ΛΑΛ στη φανέρωση αυτού που η απουσία του θα πρόσδενε τον άνθρωπο στη δυσμοιρία ενός άφευκτου εφιαλτικού πεπρωμένου: αυτού της οντολογικής και υπαρκτικής του εξουδένωσης. Επαρκείς, ωστόσο, λόγοι για να πενθήσουμε μ’ εκείνο το «χαρωπό πένθος», για το οποίο μιλούσε ο Καρούζος, που κάνει όλα γύρω να ζουν και να λάμπουν. Φίλε Γιώργο, έγραψες ένα εξαίρετο βιβλίο που, παρά τον αυτοπροσδιορισμό του ως γνωστοποίηση πένθιμου γεγονότος, αποτελεί ένα χαρμόσυνο γεγονός για τα ποιητικά μας πράγματα. Εύχομαι να διαβαστεί όπως του αξίζει.

.

ΜΥΣΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ: ΕΝΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ. ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΜΥΣΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ» (ΚΥΜΑ, 2019).

Με την έβδομη, πιο πρόσφατη, αλλά σημαντικότερη και ωριμότερη, κατά την άποψή μου, ποιητική συλλογή Μυστικοί άνθρωποι (Κύμα, 2019), ο ποιητής και δημοσιογράφος στο επάγγελμα Γ. Χριστοδουλίδης αξιοποιεί μεν τις κατακτήσεις της προηγούμενής του διαδρομής, αλλά δεν επαναπαύεται ούτε εφησυχάζει. Αντίθετα επιχειρεί και επιτυγχάνει ξεκάθαρα ένα εκφραστικό άλμα -ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα σε έκταση ποιήματα της ανά χείρας συλλογής που αποτελούν χωρίς καμμιά αμφιβολία ποιητική κατάκτηση- δίνοντας πάντα ποίηση δροσερή, ευφάνταστη, πρωτότυπη, διαποτισμένη από γνήσιο ποιητικό αίσθημα και ανατρεπτικό βλέμμα. Ένας ακόμη σημαντικός λόγος που τεκμηριώνει την κομβική θέση της παρούσας συλλογής στο σύνολο της ανοδικής του ποιητικής διαδρομής είναι ότι, ενώ στα προηγούμενά του βιβλία και ειδικότερα στο προηγούμενο Πληγείσες περιοχές τα κυρίαρχα θέματα της ποίησής του (π.χ. έρωτας, ποίηση, εισβολή-κατοχή, παιδική ηλικία, φθορά-θάνατος, κοινωνικός προβληματισμός, υπαρξιακή αναζήτηση κ.ά.) συνυπάρχουν ισότιμα, τώρα όλα τα επιμέρους, οικεία θέματα ενορχηστρώνονται και υποτάσσονται σε δύο δεσπόζουσες θεματικές: τον κοινωνικό και τον υπαρξιακό προβληματισμό· γεγονός που μας επιτρέπει πλέον με ασφάλεια να τον χαρακτηρίσουμε ως κοινωνικό και υπαρξιακό ποιητή.

Τρίτο σημαντικό στοιχείο που αποδεικνύει την ποιητική εγρήγορση και τη συνεχή μέριμνα του Χριστοδουλίδη για πειραματισμό και συνεχή ανανέωση είναι η πιο έντονη και ώριμη πια παρουσία του εξωλογικού στοιχείου στην ποίησή του, το οποίο εντοπίζεται με σαφήνεια για πρώτη φορά στην προηγούμενή του συλλογή.[1] Το σαγηνευτικό εξωλογικό στοιχείο στην ποίηση του Χριστοδουλίδη δεν αφορμάται από μια θεωρητική ή μια επιπόλαια μιμητική στάση, αλλά εκκινεί από μια καίρια βιωματική παρατήρηση, η οποία σταδιακά σχηματοποιείται σε βαθιά πεποίθηση ότι το χάος και το παράλογο βρίσκονται παντού, ότι η λογική και ο ορθολογισμός, δηλαδή, δεν δύνανται να εξηγήσουν ικανοποιητικά τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι το στοιχείο αυτό σχετίζεται άμεσα με την ανάγκη μεταστοιχείωσης και επαναδημιουργίας του κόσμου, με τις ελευθερίες και τις απεριόριστες δυνατότητες που παρέχει η ποιητική φαντασία.[2] Το εξωλογικό στοιχείο συνδέεται, επίσης, έντονα με τις υπαρξιακές αναζητήσεις του ποιητή και αποτελεί στήριγμα στην προσπάθειά του να συγκολλήσει τα θραύσματα μιας πάσχουσας συνείδησης, λειτουργώντας έτσι ως στοιχείο παράπλευρο και συμπληρωματικό προς τον κατακτημένο ρεαλισμό του.[3] Παράλληλα, συνυφαίνεται και με τον έντονο κοινωνικό προβληματισμό του ποιητή, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα σύνθετο ποιητικό σύμπαν με αλλεπάλληλες εικόνες και πολλαπλές αντιθέσεις, το οποίο εντείνει την πολυσημία και ενισχύει την προσπάθεια του να εισχωρήσει στα μύχια της ύπαρξης.[4] Η εισβολή, με άλλα λόγια του εξωλογικού στοιχείου στην ανά χείρας συλλογή τροφοδοτεί με ποιητικό οξυγόνο τις κυρίαρχες θεματικές του βιβλίου προσδίδοντας μιαν ευφάνταστη εκφραστικότητα στην ποίησή του.

Πιο συγκεκριμένα η συλλογή αποτελείται από 49 μικρά, αλλά και μεγάλα σε έκταση ποιήματα τα οποία εκκινούν από την καθημερινότητα, τροφοδοτούνται από τις οικείες και ταπεινές όψεις της, για να αναχθούν όμως πάντα στο επίπεδο της υπαρξιακής ή ποιητικής εμπειρίας, εκεί όπου ο φθαρτός κόσμος μεταμορφώνεται μέσα από το φαντασμαγορικό πρίσμα της ποιητικής αίσθησης. Όπως αποδεικνύει η ανάγνωση του συνόλου του έργου του Χριστοδουλίδη, ο ποιητής γράφει τους ισχυρότερους του στίχους όταν εκκινεί από τα προσωπικά του βιώματα και γίνεται εξομολογητικός. Συνήθως σε μια τέτοια εκκίνηση, το εγώ φτάνει πολύ μακρύτερα από το σημείο που όριζε η αφετηρία του και συναντά το εμείς. Τα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής καταδεικνύουν με σαφήνεια μια δραματική και, ας το καταθέσω προκαταβολικά, ποιητικά δραστική στροφή του ποιητικού υποκειμένου προς τον εσώτερο βιωματικό του πυρήνα, εκεί όπου μονίμως αναθρώσκουν μνήμες ζωογονητικές (π.χ. ερωτικές, παιδικές), αλλά και πολλές λύπες, ματαιώσεις, διαψεύσεις και οδυνηρές διαπιστώσεις. Συγκλίνουν, με άλλα λόγια, προς ένα ζεύγμα αποσταγμένης πείρας ζωής, πικρίας για τις συντελεσμένες απώλειες και καρτερικού φόβου για τα επικείμενα.

Στα κοινωνικά και βιωματικά ποιήματα της συλλογής ο Χριστοδουλίδης φαίνεται να αρνείται τον ρόλο του απομονωμένου ποιητή, δεν ικανοποιείται με τον ρόλο του θεατή σε μια τραγωδία, αλλά στρέφει το βλέμμα του στα σκοτεινά κελιά των ατομικών δραμάτων της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και στα στενά σοκάκια της περιθωριοποιημένης κοινωνίας, διεκδικώντας έναν ενεργό ρόλο για την ποίηση που να συνδέει το αισθητικό αποτέλεσμα με τον κοινωνικό βίο. Αναζητά, με άλλα λόγια, την υπερβατική δύναμη της ποίησης μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο που τη γεννά, είτε μιλά για τις ασχήμιες και τα βάσανα, είτε για τις χαρές της ζωής. Η ποίηση, επομένως, για τον Χριστοδουλίδη δεν είναι απλώς ένα καταφύγιο, αλλά μία μαχητική τέχνη που βιώνει τα δικά της πάθη μαζί με τους ανθρώπους. Παράλληλα ο ευαίσθητος ψυχισμός του, με την ειδική υφή της ενηλικίωσής του, μεταφέρει στο παρόν έργο έναν υπόγειο θρήνο· την ίδια την εύθραυστη υφή της υπαρκτικότητας που διαρκώς συνδιαλέγεται με το αναπόφευκτο όριο του θανάτου, δίνοντας έτσι στο βιβλίο την υπαρξιακή δύναμη και το βάθος του.

Θρύμματα

Εκείνη τη στιγμή
που το φλιτζάνι πέφτει στο πάτωμα
και θρυμματίζεται σε εκατό κομμάτια
καταλαβαίνεις τη σημασία της ακεραιότητας
ότι αυτό που λέμε ακέραιο
είναι αυτό που αντιστέκεται να μην σπάσει
αυτό που δεν αφήνεται να πέσει
και να γίνει εκατό κομμάτια
αλλά επιμένει να συγκρατεί
ό,τι το αποτελεί
αποφασισμένο να μην δείξει
ότι είναι τόσο εύθραυστο
όσο ένα φλιτζάνι·
ότι είναι ακριβώς αυτό:
εκατό κομμάτια που κρατιούνται γερά
μεταξύ τους για να δείχνουν ένα.

Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη, ο τίτλος Μυστικοί άνθρωποι αλλά και το ομώνυμο ποίημα της συλλογής, υποδεικνύουν πλαγίως και εξαρχής την ορίζουσα της συλλογής και μετατρέπονται ξεκάθαρα σε σημαντικό ερμηνευτικό κλειδί ολόκληρου του βιβλίου. Κι αυτό γιατί ο πρώτος όρος του τίτλου, το επίθετο δηλαδή «μυστικοί», προσδιορίζει πολύσημα τον δεύτερο όρο, το ουσιαστικό «άνθρωποι», φορτίζοντάς τον νοηματικά και αφήνοντας στο στόμα μια λεπτή γεύση περιέργειας, θλίψης και ειρωνείας. Με άλλα λόγια, ο τίτλος αποτελεί ένα ειρωνικό, αυτοσαρκαστικό, ίσως, μα κατά βάθος τραγικό σχόλιο τόσο απέναντι σε έναν ορθολογιστικό, τεχνοκρατικό, υλιστικό και καταναλωτικό κόσμο που υπνώττει ή αδιαφορεί για την κοινωνική ανισότητα και τον ανθρώπινο πόνο και δη σε μια περίοδο κρίσης όσο και ειδικότερα απέναντι στον ίδιο μας τον παθητικό, βολεμένο και κοινωνικά αναίσθητο εαυτό που με τις δεύτερες σκέψεις ή τις όποιες ορθολογιστικές μεταμέλειες και προσχήματα απώλεσε μαζί με τον ανθρωπισμό του και το πραγματικό νόημα της μοναδικής και αναντικατάστατης αξίας κάθε ανθρώπινης ζωής.

Κι είναι για τούτο που στο ομώνυμο ποίημα «Μυστικοί άνθρωποι», ακόμη και η ποιητική ιδιότητα και η συγγραφή, οφείλεται σύμφωνα με τον Χριστοδουλίδη σε όλους αυτούς τους «μυστικούς», αφανείς και άγνωστους ανθρώπους που βιώνουν την αιώνια κοινωνική αδικία και καταπίεση, η οποία φαίνεται να στοιχειώνει τα υπόγεια στρώματα της μελάνης του.[5] Η ποίηση, λοιπόν, σύμφωνα με τον ποιητή, δεν οφείλεται στην έμπνευση, ούτε στην ιδιοφυία του ποιητή ούτε καν στην ευαισθησία του, αλλά σε όλους αυτούς τους «μυστικούς», άσημους μα όχι ασήμαντους ανθρώπους που ζουν στην καταπονημένη και υπανάπτυκτη οικονομικά μεριά του πλανήτη ή ακόμη στην ίδια την πατρίδα μας. Αυτοί οι οποίοι έτυχε να ζουν στο μαύρο μισό του κόσμου και όχι στο δικό μας λευκό. Γιατί αν τα πράγματα ήταν αντίστροφα κι ήμασταν εμείς στο περιθώριο, τότε εμείς και όχι αυτοί θα ήμασταν εκείνοι που θα γινόντουσαν το υλικό για ποιήματα από πιο άνετες, εύρωστες και ανεπτυγμένες οικονομικά κοινωνίες.

Εκτός από τους μετανάστες και τους κοινωνικά και οικονομικά ασθενέστερους, «Μυστικοί άνθρωποι» για τον ποιητή είναι επίσης οι ασθενείς, οι νοσηλευόμενοι, οι άνθρωποι με ειδικές ικανότητες και αναπηρίες, οι ζητιάνοι, οι ηλικιωμένοι και οι τρελοί· όλοι εκείνοι που παραμένουν «μυστικοί» και αόρατοι, έξω δηλαδή από το οπτικό πεδίο μιας σκληρόπετσης, αλλοτριωμένης και καταναλωτικής κοινωνίας.[6] Ο ποιητής, λοιπόν, δηλώνει εξαρχής ότι δεν τον ενδιαφέρουν οι άνθρωποι του προσκηνίου και της επικαιρότητας, των αξιωμάτων, της δημοσιότητας, της ανηθικότητας και των καταχρήσεων, οι οποίοι οδηγούν με τις πράξεις τους την πατρίδα τους, αλλά και γενικότερα τον πλανήτη σε καταστροφή, αλλά οι «μυστικοί», οι αφανείς άνθρωποι, αυτοί που ζουν στο περιθώριο, που είναι δίπλα μας, αλλά εμείς δεν τους προσέχουμε ποτέ, δεν έχουμε ούτε τον χρόνο ούτε τα μάτια, κι έτσι περνούν απαρατήρητοι και παραμένουν «μυστικοί», πέρα από το τρυφερό βλέφαρο μιας κοινωνικής ευαισθησίας και μιας ποιητικής αγκαλιάς. Πέρα από τις ευαίσθητες κοινωνικές προεκτάσεις, λοιπόν, που ενεργοποιεί αυτή η επιλογή του ποιητή, σηματοδοτεί παράλληλα και μια δυναμική ποιητική ηθική που λειτουργεί διττά: από τη μια αντιμάχεται μια τέχνη κοινωνικά αδιάφορη, η οποία συγκαλύπτει το φαύλο και λειτουργεί εκμαυλιστικά, και από την άλλη υπονομεύει το καθιερωμένο και κατεστημένο σύστημα κοινωνικών αξιών, προτείνοντας όχι φωναχτά, αλλά υπόγεια την ανάγκη μιας κοινωνικής ανατροπής που θα οδηγήσει σε ένα δικαιότερο κόσμο.

Μυστικοί άνθρωποι είναι επίσης και οι απλοί άνθρωποι της καθημερινότητάς μας, οι οποίοι όμως, επειδή παραμένουν καθηλωμένοι και προσκολλημένοι στις μικροπρέπειες και στα συμφέροντα του μικρού κόσμου τους μεταμορφώνονται αιφνίδια ή ανατρεπτικά. Τρανταχτά παραδείγματα στη συλλογή αποτελούν η γηραιά κυρία που εκστομίζει με σκληρότητα και ικανοποίηση στην επίσης γηραιά και μονήρη φίλη της ότι θα την αφήσει γιατί είναι καλεσμένη·[7] η καθωσπρέπει γειτόνισσα που κάθε Κυριακή πήγαινε εκκλησία, αλλά ωστόσο παραπλάνησε τα παιδιά της γειτονιάς να πνίξουν τα γατάκια, προσφέροντάς τους μετά το φονικό βελγικά σοκολατάκια·[8] ή αυτοί που παραμένουν σε μια συμβατική σχέση, ενώ παράλληλα διατηρούν μυστικούς, εξωσυζυγικούς δεσμούς.[9] Κάποιες άλλες φορές, ωστόσο, αυτοί οι «μυστικοί», αλλά κοινωνικά στιγματισμένοι άνθρωποι της καθημερινότητας, επιτυγχάνουν να ξεπεράσουν το πλήγμα της ζωής, να βγουν έξω από το προκαθορισμένο κοινωνικό περιθώριο και να μετατρέψουν το μαύρο σε λευκό. Όπως ακριβώς ο γιος της πόρνης που έγινε αργότερα ο δάσκαλος του παιδιού του ποιητικού υποκειμένου.[10]

Σε αντιδιαστολή τώρα προς τους «μυστικούς» ανθρώπους (ποιητές, ανθρώπους απλούς, ανθρώπους με ειδικές ανάγκες, φτωχούς, μετανάστες, ηλικιωμένους, αγνοούμενους, νεκρούς περιπτεράδες, ζητιάνους, λεωφορειατζήδες κ.ά.), αυτούς με άλλα λόγια που βρίσκονται στο περιθώριο της ζωής, αλλά είναι οι αληθινοί, αυθεντικοί αποδέκτες του πόνου, της ομορφιάς και της απλότητας που αυτό συνεπάγεται, προβάλλονται οι φανεροί, οι διάσημοι, οι γνωστοί, οι σεσημασμένοι με μαύρο πια της κοινωνίας μας: οι σάπιοι βουλευτές, οι ιεράρχες, οι δημοτικοί σύμβουλοι, οι δήμαρχοι, οι κομματάρχες, οι τραπεζίτες με τα κολλαριστά εσώψυχα και οι παπάδες με τα χρωματιστά εσώρουχα, οι οποίοι κατακρατούν το φως της δημόσιας ζωής, την αίγλη του χρήματος και της επιτυχίας, αλλά είναι, ωστόσο, ολοζώντανοι νεκροί, καθώς έχουν οριστικά απωλέσει την ανθρωπιά και το νόημα της ζωής.[11] Για τούτο παρά τον πλούτο και την εφήμερη δόξα στην οποία διακαώς προσβλέπουν επενδύοντας αλόγιστα τα πάντα, στο ποίημα «Ανάσταση» παρουσιάζονται αμήχανοι, ανεπαρκείς και γυμνοί, ωσάν νεκροί μπροστά στη βαθιά συγκίνηση που προσφέρει η έσχατη απλότητα και η αγνή ομορφιά.

Ανάσταση

Πήγαμε και χθες σε κηδεία
και ήταν υπέροχα.
Οι μαυροφορεμένοι μαυροφορεμένοι
οι περισσότερο πενθούντες
οι ελαφρώς θλιμμένοι
οι σοβαροί με τα μαύρα γυαλιά
οι επί του καθήκοντος παρευρισκόμενοι
ο παπάς με τα γυναικεία εσώρουχα
ο στρωτός δήμαρχος ο στρογγυλός κοινοτάρχης
ο αξιότιμος βουλευτής
με τον τραπεζικό του λογαριασμό
τα μαύρα πουλιά οι νυχτερίδες- αυτά τα θαυμάσια κατοικίδια-
και ο πεθαμένος στη θέση του
ξαπλωτός με ραμμένα βλέφαρα
φορούσε το καλό του κοστούμι
γαλήνιος, μέχρι την ώρα
που το άρωμα μιας άγνωστης γυναίκας
πλημμύρισε ξαφνικά τον ναό
μιας γυναίκας όλο ψυχή και σάρκα
μιας αχαλίνωτης γυναίκας
κατά λάθος ζωντανής μες στους νεκρούς
έκανε να σηκωθεί ο πεθαμένος
αλλά κανείς δεν του άνοιγε το φέρετρο κανείς περίλυπος
δεν άνοιγε το φέρετρο στον πεθαμένο.

Όπως διαφαίνεται σε αρκετά ποιήματα της συλλογής, ο πραγματικός ποιητής πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση με όλους αυτούς που προσβλέπουν στο χρήμα ή στην εφήμερη δόξα και επιτυχία. Κι αυτό γιατί ο ποιητής σε αντίθεση με τους πιο πάνω επενδύει σε βάθος χρόνου, στο χρηματιστήριο του μέλλοντος, εκεί όπου ό,τι ψεύτικο, πρόσκαιρο και σάπιο φέρνει μαζί του το εφήμερο διασκορπίζεται στην άβυσσο.[12] Σε αντίθεση, λοιπόν, με τους κοινωνικά και οικονομικά επιτυχημένους και γνωστούς, ο «μυστικός» ποιητής μας γνωρίζει καλά ότι όσο διαρκεί ένα ποίημα, είτε για εκείνον που το γράφει είτε για εκείνον που το διαβάζει, μπορεί κανείς να διαρρήξει για λίγο την θνητότητα της ύπαρξής του και να αγκαλιάσει την ασύλληπτη, για τον ανθρώπινο νου, έννοια της αιωνιότητας. Αρκετά ποιήματα της παρούσας συλλογής είναι, λοιπόν, όπως έχω επισημάνει πιο πάνω, συνυφαίνουν άρρηκτα τον ποιητικό μαζί με τον υπαρξιακό και τον κοινωνικό προβληματισμό. Ο ποιητής εκκινεί από τον εαυτό του για να φτάσει στο κοινωνικό σύνολο και σε ορισμένα ποιήματα κινείται ακριβώς αντίστροφα, από το κοινωνικό σύνολο στον εαυτό του, εκφράζοντας προσωπικές αγωνίες και προβληματισμούς, οι οποίοι γίνονται πανανθρώπινοι. Θεματικά, επομένως, τα περισσότερα ποιήματα του βιβλίου κινούνται συνεχώς σε ένα εκκρεμές μεταξύ κοινωνικής και υπαρξιακής ποίησης, με τα δύο αυτά χαρακτηριστικά στοιχεία συχνότατα να συναιρούνται, προβάλλοντας την υπέρτατη αξία της αγάπης για τον άνθρωπο, την τέχνη και τη ζωή. Όσοι, λοιπόν, χαρακτήρισαν στο παρελθόν ή θα χαρακτηρίσουν στο μέλλον τον Χριστοδουλίδη εύκολα ως ποιητή της κοινωνικής επικαιρότητας και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, εστιάζοντας παραμορφωτικά στις ταξικές του καταβολές, ακρωτηριάζουν έναν τραγικό άνθρωπο που συναισθάνεται τη ζωή και που αγωνιά μπροστά στα έσχατα ερωτήματα.

Κεντρική θέση στο φιλοσοφικό σύμπαν του Χριστοδουλίδη είναι πως τούτος ο κόσμος, αλλάζει μόνο επιδερμικά, στην ουσία όμως όλα εξακολουθούν να παραμένουν τα ίδια κι απαράλλαχτα, οι άνθρωποι και οι θεοί τους, τα λάθη και οι ζωές τους, η κοινωνική αδικία και ο φόβος του θανάτου.[13] Και μέσα σ’ αυτή την προβληματική, ο ποιητής θα αναμετρηθεί πολλές φορές σε τούτη τη συλλογή με τον Ηράκλειτο. Ο θάνατος, ως η ακραία έκφραση διαχωρισμού και διάκρισης, συνιστά το απευκταίο και αναπότρεπτο εμπειρικό φαινόμενο. Μοναδικός και αναμφισβήτητος, ιδιωτικός αλλά και πανανθρώπινος, καθολικός, κοινός μα και συνάμα ανερμήνευτος, επιδρά πάνω στον εφήμερο άνθρωπο, τον συγκινεί, τον συγκλονίζει και τον πληγώνει όσο κανένα άλλο γεγονός της ζωής του, από το οποίο όμως καμία εγκόσμια δύναμη δεν μπορεί να τον απαλλάξει. Η φθορά του χρόνου και ο θάνατος, μυστήρια άλυτα για την πεπερασμένη ανθρώπινη λογική, αντιμετωπίζονται από τον ποιητή ως έννοιες ή φυσικά φαινόμενα, τις περισσότερες φορές άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τόσο ο άνθρωπος όσο και ο ποιητής Χριστοδουλίδης προσπαθεί να αντισταθεί στην καταλυτική και αμετάκλητη επίδρασή τους, να μην καταστεί έρμαιό τους, και μέσα από τη δημιουργική του κατάθεση να στίξει τον χρόνο και να τον σημαδέψει με τις λέξεις του. Η άλλοτε τραχιά κι άλλοτε τρυφερή αισθαντικότητά του φτιάχνει ένα πολυποίκιλτο ποιητικό πλέγμα με λέξεις που αναζητούν και που εντέλει οδηγούν το ποιητικό υποκείμενο προς τη συνεχή μεταμόρφωση και την υπαρξιακή αυτογνωσία.

Εξαίρετο παράδειγμα, αποτελεί το, κατ’ εμέ, καλύτερο και πιο συγκλονιστικό ποίημα της συλλογής «Η περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο», στο οποίο το εξωλογικό στοιχείο κορυφώνεται. Στο ποίημα αυτό, μια εικόνα απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς, ένα κέδρο που αντανακλάται στα ήρεμα νερά της φανταστικής λίμνης Τάμπο, υποδηλώνει με τρόπο λειτουργικό, λεπτουργικό όσο και λεπταίσθητο την υποδόρια, αρχετυπική, υπαρξιακή αγωνία, την οποία και σταδιακά ο ποιητής απαλύνει και καθαγιάζει, προσδίδοντάς της ένα ρευστό και βαθύ νόημα. Για να κατανοήσουμε, λοιπόν, το συγκεκριμένο ποίημα πρέπει να εστιάσουμε σε μια δεσπόζουσα, δραματική αντίθεση· αφενός στην κοινή και ενστικτώδη ανθρώπινη επιθυμία μας να συνεχίσουμε τη ζωή, που είναι βαθιά γραμμένη μέσα στο πρωτόπλασμά μας και αφετέρου στην τραγική διαπίστωση ότι η παροδικότητα είναι αιώνια και ότι όλες οι απόπειρες να διατηρήσουμε την προσωπική μας ταυτότητα μετά θάνατον είναι μάταιες. Το ποίημα, επομένως, φαίνεται να προβάλλει την πεποίθηση ότι ένας άνθρωπος μπορεί να εξακολουθήσει να υπάρχει, όχι στην ατομική προσωπική του διάσταση, αλλά μέσα από αξίες, πράξεις και έργα που συνεχίζουν να αγγίζουν με τους κυματισμούς τους τις μελλοντικές γενιές. Η λυτρωτική, με άλλα λόγια και αναδημιουργική φύση του νερού, καθώς και η όμορφη εικόνα των κυματισμών της λίμνης καταπραΰνουν την οδύνη της παροδικότητας, υπενθυμίζοντάς μας ότι κάτι δικό μας διαρκεί, ακόμα κι αν εμείς δεν το γνωρίζουμε ή δεν το αντιλαμβανόμαστε.

Το πρόσωπο, πάντως, στο οποίο φαίνεται να απευθύνεται, αλλά και να απευθύνει τον λόγο ο ποιητής, λειτουργεί ως καταλύτης για να ανακαλύψει το δικό του αληθινό πρόσωπο, περνώντας, ωστόσο, πρώτα μέσα από ποιητικά μαεστρικές αφηγήσεις πολλαπλών φυσικών μεταμορφώσεων και αντανακλάσεων σε δρόμους διασταυρωμένους πάνω και κάτω από τη γη, τον ουρανό, τα ποτάμια και τη θάλασσα. Μέσα σε αυτό το ρευστό πλαίσιο, ο άνθρωπος μετά τον θάνατο ή την ολοκληρωτική καταστροφή του δεν χάνεται οριστικά, αλλά μεταστοιχειώνεται σε φύση, και συνεπώς δεν μπορεί πια να βλάψει ούτε τη φύση ούτε τον συνάνθρωπό του. Όπως ακριβώς η ανθρώπινη εμπειρία και ζωή όταν περατωθεί και βιωθεί, μεταστοιχειώνεται σε ποίημα· σε κάτι, με άλλα λόγια, που ενώ υπερβαίνει τη φθορά και τον θάνατο, εντούτοις μεταμορφώνει το βίωμα σε λέξεις, οι οποίες και αντανακλούν νοηματικά και ηχητικά κάτι από την πραγματική του μορφή. Και η μαγεία αυτών των αλλεπάλληλων υπαρξιακών και λεκτικών μεταμορφώσεων και αντανακλάσεων επιτυγχάνεται ήδη από τον τίτλο του ποιήματος με την αντεστραμμένη λεκτική παρήχηση «πάντα-Τάμπο». Το ίδιο το ποίημα, με άλλα λόγια, ως ον που ζει εκτός χρόνου, σε ένα γλωσσικό και ηθικό επέκεινα, αποτελεί για τον ποιητή λυτρωτικό σημείο εναντίωσης και προς τον χρόνο και προς τον θάνατο. Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα, αφαιρεί διαμιάς το σκότος.

Η περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο

στον Παναγιώτη Νικολαΐδη
Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες
της παγωμένης λίμνης Τάμπο
κοιτάζει απελπισμένα τη λίμνη και κλαίει
από τα κλαδιά του στάζουν αναφιλητά
ανατριχιάσματα σχηματίζονται
στην επιφάνεια της λίμνης
η λίμνη τα επιστρέφει
ως ευμετάβλητους ανασασμούς λυγμών
το κέδρο περισσότερο αναστατώνεται
η λίμνη βουρκώνει, οι πάγοι τρίζουν.
Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες της λίμνης Τάμπο
επειδή κάποτε ήταν άνδρας που έχασε το φύλο του,
το όνομά του
επειδή η λίμνη ήταν η γυναίκα που αγάπησε
αλλά είχε έρθει η ώρα oι άνθρωποι να μετατραπούν
αφού πρώτα απωλέσουν το φύλο τους
να γίνουν δέντρα, να γίνουν λίμνες
οι πιο σκληροί να γίνουν βουνοκορφές
αυτοί με τις πιο αποπνικτικές μελωδίες
να λιώσουν μέσα στους ωκεανούς
κι οι πιο χοντρόπετσοι υποστήλια
και τοιχώματα ορυχείων
και κανείς πια δεν θα συναντά κανένα
αλλά και κανείς δεν θα μπορεί να βλάψει κανένα
ούτε θα μπορούν σε περιόδους μεγάλης οδύνης
να παρηγορούν ο ένας τον άλλο
για την απώλεια του φύλου,
για τη διαρροή της μορφής
όπως τώρα
το κέδρο που κλαίει
η λίμνη που θέλει
ανήμποροι να πλησιαστούν
με την αμετακίνητη λέξη πάντα
ανάμεσά τους.

Έχουμε, λοιπόν, μπροστά μας έναν άνθρωπο και έναν ποιητή που, ανατρέποντας συνεχώς οποιεσδήποτε οριστικότητες και βεβαιότητες και έχοντας παράλληλα αποδεχτεί το αναπότρεπτο του χρόνου και της φθοράς, δηλώνει «βαθύτατα ανέτοιμος για όλα».[14] Για αυτό επιχειρεί να διανοίξει τα όρια του χρόνου με την ποίηση, χωρίς έπαρση ή μεγαλοστομία, αλλά με βαθιά γνώση των ανθρώπινων ορίων και της ματαιότητας. Είμαστε παροδικά όντα και η ζωή θα συνεχίσει μετά από μας ατάραχα, ωστόσο μόνο η τέχνη μπορεί να κρατήσει για λίγο μέσω της μνήμης μια νίκη κατά του χρόνου. Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο ποιητής χρησιμοποιεί ως μότο της συλλογής τη φράση «Θέλω οι στίχοι μου να μπορούν να καρφώνονται στον άνεμο», ούτε βεβαίως ότι στο ποίημα «Η μαγική στιγμή» γράφει:

[…]
Τα ποιήματα με συμφιλιώνουν
με τον νόμο που κι ένα τσογλάνι γνωρίζει
ότι μετά από μένα
όλα θα συνεχίσουν ατάραχα.
Είναι η μαγική στιγμή η στιγμή
του ντυμένου με λευκό χιτώνα Ελπήνορα
που μουσκεύει την οπτασία του
με δάκρυα από χιλιάδες προηγούμενα μάτια
του άγριου ζώου που κουρασμένο
εκλιπαρεί για έλεος το θήραμά του.

Είναι μια παράξενη ισορροπία.
Αν ήταν να τρίψω το λυχνάρι του Αλαντίν
δεν θα ζητούσα τίποτα από το εμβρόντητο τζίνι.
Οτιδήποτε περισσότερο
θα μου αφαιρούσε τα πάντα.

Συχνά στη συλλογή είναι και τα ποιήματα ποιητικής τα οποία, πέρα από την άμεση σύνδεσή τους με την προαναφερθείσα κοινωνική ή την υπαρξιακή θεματική, αναδεικνύουν αφενός τις λογοτεχνικές προτιμήσεις του ποιητή και αφετέρου τονίζουν εμφατικά τη λυτρωτική δράση της ποίησης που φαίνεται να μπορεί να αντέξει το φάντασμα της φθοράς. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μνημονεύονται νεκροί και ζώντες ποιητές: ο Βασίλης Μιχαηλίδης, ο Κώστας Βασιλείου, ο Γιώργος Καλοζώης, ο Φίλιπ, Λάρκιν, η Κάρολ Αν Ντάφι, ο Τράνστρεμερ, ο Ρεταμάρ, ο Μπουκόφσκι και άλλοι. Εξαίρετο και παιγνιώδες ποίημα ποιητικής που ξεχωρίζει στην εν λόγω συλλογή και στο οποίο, μάλιστα, ο ποιητής χρησιμοποιεί εξωλογικά και παραμυθιακά στοιχεία είναι το ποίημα «Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι μου κλέβει το βιβλίο του».

Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι μού κλέβει το βιβλίο του

Μια μέρα κεραυνοβόλα
ανακάλυψα
πως έχασα τα «70 χρόνια φαγούρα»
έκανα άνω κάτω τις βιβλιοθήκες και τα ντουλάπια
μέχρι και στις τεράστιες μπότες του φίλου μου
του γίγαντα έψαξα
τον έσυρα έξω από το παραμύθι και του τις έβγαλα
και ήταν γυμνός
και ήταν φοβισμένος
και ήταν πληγιασμένος
με σπασμένα κόκκαλα
πέφτοντας σε κάθε εξιστόρηση από τη φασολιά
πήγα σε μέρη που σύχναζα παλιά
στις καφετέριες
στις σπηλιές με τα φωτορυθμικά
στα τρυφερά μου αγάλματα
που μεγαλώνουν ασυντρόφευτα
στις περιφερειακές πλατείες
ρώτησα τον προπονητή μου
όταν ήμουνα μικρός και φέρελπις
τον βρήκα στο φανταστικό μας γήπεδο
η σπορά του χορταριού του
είναι λόχμες, στριγγλοβότανα και βρωμόχορτα
πήδηξα μέσα σε άδειους κορμούς δέντρων
όπου κατά καιρούς είχα χάσει την πίστη μου
τρύπωσα σε χαμηλές δομές
ρώτησα πράγματα που πάνε κι έρχονται
τη σκόνη
την ευτυχία
τη μελωδία
την πείνα
τη θλίψη
τον πόλεμο
τους αδέσποτους φθόγγους
που ερωτεύτηκαν ανεκλάλητες λέξεις
ξαναπήρα απένταρος την πτήση Λάρνακα-Μαδρίτη
όταν παίρνεις το ίδιο δρομολόγιο
ψάχνοντας κάτι πολύτιμο
οι τιμές αυτόματα αυξάνονται
έψαξα κάτω από το κάθισμα του παιδιού που έκλαιγε
κατά τη διάρκεια της πτήσης
ρώτησα τις αναταράξεις
τους πλάγιους ανέμους
και τα υπερπτητικά πουλιά
γύρισα άπραγος
πήγα μια βόλτα στα δικά του μέρη
στα σκοτεινά καταγώγια, τα μπουρδέλα
στο σπίτι που μεγάλωσε
με τις βουρδουλιές, τους δαίμονες, τα τρελόχαρτα
βρήκα εκείνο το ποτήρι με το κρασί
ήταν άδειο και στο χείλος του
η τροφαντή μύγα χαχάνιζε
και υποψιάστηκα τότε
πως ήρθες και μου το πήρες
πως σηκώθηκες από τον τάφο σου
Τσαρλς Μπουκόβσκι
και μου έκλεψες το βιβλίο σου.

Εκφραστικά τώρα, ο Χριστοδουλίδης έχει ήδη διαμορφώσει το δικό του προσωπικό ύφος με τον τρόπο που πραγματεύεται τα θέματα και τους ρητορικούς του τρόπους. Η συνομιλία με την ιστορία, η διεθνής επικαιρότητα, η κοινωνική κριτική, η έντονη στοχαστική και φιλοσοφική διάθεση σε υπαρξιακά ζητήματα, η μνήμη, η ειρωνεία και ο σαρκασμός ορισμένες φορές, η επανάληψη και η αμφισημία είναι χαρακτηριστικά της ποίησής του.[15] Ωστόσο, σε τούτη τη συλλογή, ιδιαίτερα στην προσπάθειά του να ολοκληρώσει μεγαλύτερα σε έκταση ποιήματα, χαρακτηρίζεται από μια εκφραστική αφθονία. Επίθετα, επιρρήματα και μετοχές διανθίζουν τους στίχους του δίνοντας μια νέα και αισθητικά δικαιωμένη εικονοπλαστική και νοηματική διάσταση. Για τούτο μέσα στο χειμαρρώδες ύφος που διακρίνει τα περισσότερα από τα πολύστιχα ποιήματά του βιβλίου εντοπίζουμε μία διαυγή αμεσότητα και τρυφερότητα, μια γλωσσική και μία ειλικρινή ευαισθησία, καθώς και μια εκφραστική αρτιότητα και δροσιά, παρά την όποια σκληρότητα κρύβουν ενίοτε οι εικόνες του. Μερικές φορές, ωστόσο, το ευρηματικό λεξιλόγιο και η γλωσσοπλασία δε γίνονται χωρίς απώλειες. Η οικειωτική, όμως, και συνεχής από την άλλη δύναμη του στίχου του, οι ευφάνταστες ποιητικές του συλλήψεις και ο ποιητικός του ρεαλισμός αποδεικνύονται σε κάθε ποίημα εξαιρετικά όπλα γραφής, καθώς τον προφυλάσσουν από τις παγίδες του ποιητικού ναρκισσισμού, ενώ παράλληλα του επιτρέπουν να ψηλαφεί τραγικά βιώματα με την έσχατη λεκτική απλότητα.

Συνοψίζοντας, η πρόσφατη ποιητική κατάθεση του Γιώργου Χριστοδουλίδη Μυστικοί άνθρωποι εγγράφεται μέσα σε έναν άξονα ατέρμονης (αυτό)στοχαστικότητας, καθώς συμβαδίζει με μία δυναμική θεώρηση της πραγματικότητας, σύμφωνα με την οποία η ζωή του ανθρώπου βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου και ο ίδιος ο άνθρωπος στο κέντρο της ζωής του. Διαμορφώνεται, έτσι, η συνολική φιλοσοφική άποψη πως ο βίος του ανθρώπου έχει πραγματικό νόημα μόνο όταν ο τελευταίος είναι ελεύθερος αφενός να τον επιλέξει έναντι του θανάτου και, αφετέρου, να τον διαμορφώσει με οποιονδήποτε τρόπο διασφαλίζει τη συνειδητότητα της επιλογής αυτής. Έχουμε, λοιπόν, ενώπιόν μας ποίηση εμπλουτισμένη με βαθύ συναισθηματικό ήχο, και επιπλέον, χαμηλόφωνη, αλλά ταυτόχρονα εκκωφαντική όπως είναι η απλή, καθημερινή ζωή. Τέλος, ο Χριστοδουλίδης υπενθυμίζει εμφατικά μέσω της ποίησης μια σπουδαία κατάκτηση: τη συνειδητοποίηση πως η ανθρώπινη ζωή για να έχει αξία, πρέπει να έχει νόημα και πως το νόημα είναι πάντοτε προσωπικό, υποκειμενικό και μύχιο· δεν χρειάζεται να είναι απολύτως κατανοητό ούτε εμφανώς ερμηνεύσιμο, αρκεί να είναι αυθεντικό.

.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ

ΠΟΙΕΙΝ 4/12/2016

Ποίηση χαμηλόφωνη και με ύφος απλης κουβέντας
Πολλες αναγνώσεις επιδέχεται η τελευταία ποιητικη συλλογη του Γιώργο Χριστοδουλίδη που τιτλοφορείται Πληγείσες περιοχες
Τον τελευταίο καιρο, συγκεκριμένα τους πρώτους μήνες του 2016, έχουν φθάσει στα χέρια μου αξιόλογα ποιητικα βιβλία. Και το λέω αυτο με αρκετη ικανοποίηση και χαρα, γιατι είναι βιβλία που είναι γραμμένα απο νέους κυρίως ανθρώπους. Θέλω να πω πως οι δημιουργοι τους δεν ανήκουν στις κατεστημένες πλέον γενιες του 1960 και 1970 αλλά στις γενιες που άρχισαν να διαμορφώνονται και να σχηματίζονται τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο.
Επιπλέον, έχω διαπιστώσει, πως τα περισσότερα απο αυτα τα βιβλία έχουν κυκλοφορήσει απο σπουδαίους εκδοτικους οίκους στην Αθήνα, όπου αυτοι οι εκδοτικοι οίκοι έχουν να επιδείξουν σημαντικη δουλεια, εννοω επαγγελματικη δραστηριότητα, στον τομέα τους.
Θα διερωτάστε ίσως τι σημαίνει αυτο; Σημαίνει πως οι δημιουργοι αυτων των βιβλίων είναι απόλυτα σίγουροι για την υψηλη ποιότητα της γραφης τους και γενικα της τέχνης που διακονουν, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην φοβούνται τη σύγκριση με τους άλλους Έλληνες ομότεχνους τους αλλά να την επιδιώκουν κιόλας. Κάτι που είναι, πιστεύω, απόλυτα φυσιολογικο και σωστο και ας κινδυνεύω να χαρακτηρισθω για άλλη μία φορα ελληνοκεντρικος. Γιατι, για μένα, απο τη στιγμη που κάποιος δημιουργος γράφει στην ελληνικη γλώσσα, είναι αδιανότητο να απευθύνει τη γραφη και κατ’ επέκταση την τέχνη του σε 700 χιλιάδες μόνο ελληνοκύπριους και όχι σε 11, ή και περισσότερα, εκατομμύρια που αριθμεί σήμερα ο ελληνισμος.
Δυστυχως, αυτο το αδικαιολόγητο λάθος, έγινε απο τους περισσότερους δημιουργους της δικης μου γενιας αλλα και της προηγούμενης του 1960, με αποτέλεσμα η κυπριακη ποίηση να εγκλωβιστει στον εαυτό της, και όχι μόνο να μην ανανεώνεται αλλα και να οδηγείται σε μαρασμο μέρα με τη μέρα. Δεν είναι τυχαίο που η θεματογραφία αυτων των γενιων περιορίστηκε ασφυκτικα στα τραγικα γεγονότα του 1974 και στον σκλαβωμένο Πενταδάκτυλο.
Ανάμεσα, λοιπον, στα αξιόλογα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρο είναι και η ποιητικη συλλογη του Γιώργου Χριστοδουλίδη που φέρει τον τίτλο «Πληγείσες περιοχές» και συμπληρώνεται με τον επίτιτλο «Γυμνες ιστορίες». Και ομολογω πως, στα σαράντα τόσα χρόνια που διαβάζω ποίηση, πρώτη φορα συνάντησα βιβλίο με τόσο έντιμο και αποκαλυπτικο τίτλο! Όμως για τον επίτιτλο «Γυμνες ιστορίες» θα επανέλθω στη συνέχεια για ν’ αντιληφθείτε γιατι τον χαρακτήρισα «έντιμο» και «αποκαλυπτικο».
Η ποιητικη συλλογη «Πληγείσες περιοχες» φαινομενικα παρουσιάζεται σαν ένα βιβλίο που περιέχει απλη και κατανοητη ποίηση. Αυτο όμως είναι παγίδα και αλίμονο στον αναγνώστη αν πέσει σε αυτη την πλάνη. Θα αποτύχει, χωρις να μπορέσει να καταλάβει και να νιώσει την απόλυτη ουσία που περιέχει η ποίηση του Χριστοδουλίδη. Γιατι το βιβλίο, όπως διαπιστώνω, είναι καλα δομημένο απο το δημιουργο του, όπου στόχευσε και επεδίωξε να περιλάβει σε αυτο μια ποίηση κατασκευασμένη απο τα πιο απλα και ταπεινα υλικα, (προς Θεου δεν εννοω ευτελη υλικα), και που στο τέλος, χάρη στη μαστορια του, μέσα απο αυτα τα καταφρονεμένα υλικα της γλώσσας μας, κατορθώνει να μας μυήσει σε μια πανανθρώπινη και αξιοθαύμαστη τέχνη.
Συνεπως το βιβλίο αντέχει σε πολλές αναγνώσεις. Θέλω να πω επιδέχεται πολλες αναγνώσεις όπου σε κάθε νέα ανάγνωση ο αναγνώστης ανακαλύπτει και κάτι το καινούργιο. Δηλαδη, στο βάθος του βιβλίου, μέσα στις σελίδες του, υπάρχουν πολλοι «μεσότοιχοι» όπου ο αναγνώστης πρέπει να τους γκρεμίσει, είτε με τα χέρια του είτε με την βαριοπούλα, για να εισχωρήσει εντος του και να φθάσει στην ποιητικη ουσία του. Γι αυτο ανάφερα προηγουμένως ότι η απλότητα μπορεί να είναι και μία πλάνη για τον αναγνώστη.
Θα προσπαθήσω στην συνέχεια και εν συντομία να δώσω μερικά μόνο χαρακτηριστικα της ποίησης που περιέχει η συλλογη «Πληγείσες περιοχες».
-1ον χαρακτηριστικο: Όλα σχεδον τα ποιήματα της έκτης συλλογης του Γιώργου Χριστοδουλίδη ή, οι «γυμνες ιστορίες» του, όπως θέλει να τις αποκαλει ο ποιητης, που είναι ασφαλως και η πιο ώριμη δουλεια του, είναι κατασκευασμένα απο στίχους εντελως απογυμνωμένους, μέχρι που ο αναγνώστης φθάνει στο σημείο να έχει την εντύπωση πως έχει μπροστά του ένα γεύμα από κόκκαλα και όχι ένα γεύμα απο ψαχνο κρέας. «Ναι, έτσι σας θέλω, λιπόσαρκους/ να φαίνονται τα κόκκαλά σας», λέει ο Κώστας Μόντης σε κάποιους εφιαλτικούς στίχους του, τους οποίους είχα συνεχώς μπροστά μου όταν διάβαζα τις «Πληγείσες περιοχες».
Δηλαδη, τα ποιήματα του Γιώργου Χριστοδουλίδη στο μεγαλύτερο μέρος τους, είναι χαμηλόφωνα και έχουν το ύφος μιας κουβέντας. Εννοω πως αρχίζουν σαν μια κουβεντούλα με εξομολογητικο χαρακτήρα, που έχει ταυτόχρονα και τη θέρμη της προφορικης ομιλίας. Αυτή η κουβεντούλα είναι φτιαγμένη απο κοινότοπες φράσεις, εντελως απαλλαγμένη απο την επιτήδευση και τη βαρύτητα του αισθήματος, με αποτέλεσμα να διερωτάται ο αναγνώστης που είναι η ποίηση σε αυτά τα ποιήματα. Προς το τέλος όμως του ποιήματος, σαν επιμύθιο, και μάλιστα εξαιρετικης πυκνότητας, το ποίημα ολοκληρώνεται με δύο ή τρεις περίτεχνους στίχους, όπου εκει υπάρχει όλη η ποιητικη ουσία, ο στοχασμος και ο απώτερος στόχος του ποιητή. Δηλαδή σε αυτο το επιμύθιο κρύβεται και φανερώται μαζι η ποίηση.
-2ον χαρακτηριστικο: Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης, πολλες φορες, στα ποιήματα του, στην εν λόγω συλλογη του, κάνει χρήση της πολυσημίας των λέξεων έτσι που πρέπει να αναζητούμε κάθε φορά με ποια έννοια τις χρησιμοποίησε. Χαρακτηριστικο παράδειγμα είναι το ποιήμα «Η Φοινικια».

Τυχαία πριν απο χρόνια
βρήκα μια φοινικια πεταγμένη
στο περιβόλι του πατέρα
ήταν δεν ήταν όσο το χεράκι ενος παιδιου
μην τη φυτέψεις χαμένος κόπος
μου είχε πει
δεν τη βλέπεις;
Την πήρα και τη φύτεψα.
Αν έρθει κανεις τώρα στον κήπο μου
θα δει μια θεόρατη φοινικια
να ρήχνει κλαδια στην αυλη του γείτονα
και να τραγουδα
κι όταν με ρωτουν πόσα παιδια έχω
λέω πέντε και το ένα παραλίγο να πεθάνει.

Άν με ρωτήσει τώρα κάποιος αναγνώστης να του πω τι είναι αυτη «η θεόρατη φοινικια» που «ρίχνει κλαδια στην αυλη του γείτονα» του ποιητη και ταυτόχρονα έχει το χάρισμα να του τραγουδα, σίγουρα δεν θα μπορέσω να του δώσω ξεκάθαρη απάντηση.
-3ον χαρακτηριστικο. Στην καινούργια συλλογη του, ο Γιώργος Χριστοδουλίδης αντλει στοιχεία απο την πρόσφατη Ιστορία της Κύπρου, κυρίως απο το πραξικόπημα και την τουρκικη εισβολη, τα οποία μεταπλάθει και ενσωματώνει αποτελεσματικα στην ποίησή του.
Η κυπριακη Ιστορία, είτε είναι καταγραμμένη σε βιβλία, είτε αυτη είναι προφορικη μαρτυρία, απο στόμα σε στόμα, άρχισε να καταλαμβάνει χώρο στην ποίησή του, γεγονος που δεν συνέβαινε τόσο έντονα στην προηγούμενη δουλεια του. Ενδεικτικα αναφέρω τα ποιήματα «Πραγματικοι κερατάδες», με την επεξηγηματικη σημείωση στο τέλος του ποιήματος «Σκηνη απο την 17η Ιουλίου 1974», «Ο γέρο Γιωρκης», «Το συρτάρι» και άλλα.
4ον χαρακτηριστικο: Οι ήρωες του Χριστοδουλίδη είναι απλοι, καθημερινοι και ανθρώπινοι. Είναι δηλαδη ζωντανοι και ενδιαφέροντες άνθρωποι, είτε αυτοι είναι τα μικρα παιδια που παίζουν στην αυλη της πολυκατοικίας ή του συνεργείου επιδιόρθωσης ποδηλάτων, είτε είναι ο καλοκάγαθος τύπος, ονόματι Ανδρέας, που τον συναντα ο ποιητης κάποτε στην υπεραγορα και κάποτε στα δημόσια ουρητήρια ή είναι οι αιωνόβιοι της Ινδίας που «πίνουν νερο και τρώνε ήλιο». Αυτο δείχνει πως για τον αληθινο ποιητη όλα τα υλικα που έχει στη διάθεσή του είναι εκμεταλλεύσιμα, και ότι την ίδια αξία έχει η ανθρώπινη ψυχη σε όποιο κοινωνικο στρώμα κι αν ανήκει. Ο ήρωας του είτε ανήκει στην κατηγορία των πλουσίων είτε ανήκει στην κατηγορία των φτωχων, για τον Χριστοδουλίδη αντιμετωπίζεται με τα ίδια αξιολογικα μέτρα.
5ον χαρακτηριστικο: Στη συλλογη κυριαρχει το δίπολο Ζωη-Θάνατος. Με αυτο θέλω να τονίσω πως τα στοιχεία αυτα γίνονται ο βασικος νοηματικος ιστος πάνω στον οποίο θεμελιώνονται αρκετα ποιήματα όπως π.χ το ποίημα «Οι επιζώντες».
6ον χαρακτηριστικο: Στην ποίηση του Χριστοδουλίδη υπάρχει μια παιγνιώδης και αυτοσαρκαστικη διάθεση. Εννοω πως κάνει χιούμορ και λογοπαίγνια στην ποίησή του, που απευθύνονται άλλοτε στον εαυτό του και άλλοτε στον αναγνώστη. Υπάρχουν όμως και σημάδια απογοήτευσης αλλα και έντονης αμφισβήτησης, με αποτέλεσμα να φθάνει στο σημείο ο ποιητης να δηλώνει πως «μόνο οι πραγματικα σκοτωμένοι/ γίνονται σπουδαίοι ποιητες». Όλα αυτα τα στοιχεία όμως, προκαλουν κάποια μαγεία, ερεθίζουν τα συναισθήματα, κινουν το ενδιαφέρον και επιφέρουν έλξη στον αναγνώστη. Ενδεικτικα αναφέρω τα ποιήματα «Χριστούγεννα 2015», «Συγκομιδη», «Όχι πραγματικα σκοτωμένος».
7ον Χαρακτηριστικο: Ο Χριστουδουλίδης, στην παρούσα συλλογη του, παρουσιάζεται ως ποιητης του Άστεως. Δηλαδη το σκηνικο μέσα στο οποίο λειτουργει η φαντασία του είναι αυτο της πόλης, όπου εκει συντελείται η τραγωδία των ανώνυμων ανθρώπων αλλα και η δικη του τραγωδία, εκει δηλαδη που οι άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν. Σίγουρα, δεν τον εμπνέει η ύπαιθρος ή, να το πω αλλιώτικα, δεν μπορει να έχει ποιητικα ερεθίσματα απο τη φύση. Παρουσιάζεται σαν ένας αθέατος παρατηρητης όπου απο μακρυα ή απο ψηλα καταγράφει εικόνες, άλλοτε ευρισκόμενος στην κερκίδες ενος γηπέδου και άλλοτε ευρισκόμενος στον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας. Στη συνέχεια, ο ποιητης, στο γραφείο του ή στο εργαστήριο του, γίνεται ο αληθινος χρονικογράφος του καιρου του, εφόσον αυτες τις εικόνες τις καταγράφει στο χαρτι, τις επεξεργάζεται και στο τέλος τις μετατρέπει σε ποιήματα υψηλης αισθητικης.
8ον χαρακτηριστικο και τελευταίο: Η οργανικη πεζότητα που χαρακτηρίζει την τελευταία ποιητικη δουλεια του Χριστοδουλίδη φέρνει στη μνήμη μου, έντονα μάλιστα, την ποίηση του κορυφαίου ποιητη της πρώτης μεταπολεμικής γενιας Μανόλη Αναγνωστάκη. Με αυτο ασφαλως δεν εννοω πως ο Χριστοδουλίδης αντιγράφει ή μιμείται την ποίηση του Θεσσαλονικιου ποιητη. Αντιθέτως, ο επηρεασμος, αν υπάρχει τελικα επηρεασμος, αυτος παρουσιάζεται αρκετα αφομοιωμένος και χωνεμένος στην ποίησή του.
Ας μην μας διαφεύγει, εξάλλου, και η εξης λεπτομέρειά του: Η πρώτη ενότητα της συλλογης του τιτλοφορείται «Το παιδι», όπου περιλαμβάνει ποιήματα εμπνευσμένα ή αφιερωμένα σε παιδια. Συγκεκριμένα, τα πρώτα τρία ποιήματα ο ποιητης τα αφιερώνει στα παιδια του. Είναι ποιήματα παραινετικα, γεμάτα στοργή και αλήθειες. Αξίζει όμως να θυμηθούμε πως στη τελευταία συλλογη του Αναγνωστάκη, που τιτλοφορείται «Ο Στόχος», υπάρχει και το υπέροχο ποίημα «Στο παιδί μου…», όπου εκεί ο μεγάλος ποιητής προτρέπει να λέμε αλήθειες στα παιδια, δηλαδη να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, και όχι με παραμύθια. Έχω την εντύπωση όμως πως αυτή η σύμπτωση δεν είναι τυχαία απο τη μερια του Χριστοδουλίδη.
Σε αυτο το απλο σχέδιο προσέγγισης της ποίησης του Γιώργου Χριστοδουλίδη προσπάθησα να φέρω στην επιφάνεια κάποια αδρα χαρακτηριστικά της, όπως τα εισέπραξα διαβάζοντας την τελευταία συλλογη του. Μια ποίηση, όπως ανάφερα, που αναφέρεται σε πράγματα συγκεκριμένα και οι στίχοι της χαρακτηρίζονται γενικα από σαφήνεια και πληρότητα νοήματος. Αυτη η επιτυχία οφείλεται, σίγουρα, στο μεγάλο ταλέντο και το οξυ αισθητήριο του δημιουργου τους όπου, συνδυασμένα με σκληρη δουλειά και αφοσίωση, κατάφερε να οικοδομήσει μία γνήσια και αληθινη ποιητικη φωνη. Αυτα όλα, ασφαλως, είναι ικανα τεκμήρια για να μας πείσουν πως η ποίηση του Χριστοδουλίδη έχει όλα τα απαραίτητα πιστοποιητικα για να αντιμετωπίσει το αδυσώπητο χρόνο. Και τώρα και στο μέλλον. Ταυτόχρονα τον κάνει να ξεχωρίζει και ως μια απο τις πιο αντιπροσωπευτικες ποιητικες φωνες της γενιάς του.

http://www.poiein.gr/archives/35090/index.html#comment-1204145

.

ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΕΡΟΣ 22/10/2020

Ποίηση σε δρόμους αβάδιστους

Με την έβδομη αυτή ποιητική του συλλογή ο βραβευμένος και πολυμεταφρασμένος ποιητής μας Γιώργος Χριστοδουλίδης διευρύνει τις ορίζουσες των ευφάνταστων δημιουργικών του συλλήψεων, επεκτείνοντας τις «Πληγείσες περιοχές» της προηγούμενης ομώνυμης συλλογής του. Εκδιπλώνοντας και άλλες «γυμνές ιστορίες», χωρίς ωστόσο τις ταξινομίες θεματικών ενοτήτων, φωτίζει νέες αθέατες όψεις της σημερινής δυστοπικής κοινωνίας σε μιαν ενιαία οιονεί σκηνοθετική συνάρθρωση του ανθρωποκεντρικού ποιητικού του λόγου. Ενός ενδιάθετου φιλοσοφικού στοχασμού, που μεταστοιχειώνει τις προσλαμβάνουσες των εναγώνιων υπαρξιακών του αναζητήσεων στα συμφραζόμενα καίριων επισημάνσεων μέσα από ποικιλόμορφα εκφραστικά σχήματα πηγαίων επινοητικών εμπνεύσεων: σε ευρηματικές αφηγήσεις εικονοπλαστικής και ενίοτε γλωσσοπλαστικής αποτύπωσης είτε περιγραφικά στιγμιότυπα υποβλητικών αναπαραστάσεων και υπερρεαλιστικές ή μεταφυσικές μυθοπλασίες αλληγορικών συμβολισμών με την αμεσότητα της ανεπιτήδευτης προφορικής συνομιλίας και συνακόλουθα της επικοινωνιακής μέθεξης.

Η αφηγηματική προφορικότητα και η σκηνική δραματοποίηση καθημερινών συμβάντων ή παράδοξων φαινομένων, όπως και η πρωτεϊκή μετάπλαση βιωματικών συνειρμών υπαγορεύουν την αναγκαιότητα των πολύστιχων, ως επί το πλείστον, ποιητικών συνθέσεων, που διανθίζονται από ολιγόστιχα ποιήματα αποφθεγματικής απήχησης. Προσφυές παράδειγμα η επιγραμματική πολυσημία της μονόστιχης αυτοαναφορικής προμετωπίδας «θέλω οι στίχοι μου να καρφώνονται στον άνεμο», καθώς και στίχοι από το ακροτελεύτιο «Θρύμματα»: «…αυτό που λέμε ακέραιο/ είναι αυτό που αντιστέκεται να μην σπάσει».

Η πολυσχιδής προβληματική της ποίησης και της ποιητικής του Χριστοδουλίδη συναιρείται στον προϊδεαστικό αμφίσημο τίτλο της συλλογής και στο ομότιτλο πολυφασματικό ποίημα ασθματικών τόνων «Μυστικοί Άνθρωποι» σε εικαστική αντίστιξη με τη φιλοτέχνηση του εξωφύλλου. Οι σκοτεινές φιγούρες στο αχνοφώς του φόντου μιας μακρινής αμφίβολης ανατολής παραπέμπουν στο μυστηριώδες έρεβος και τον σκοταδισμό του χτεσινού έως και του τωρινού παρανοϊκού ανελεύθερου κόσμου, έρμαιο μυστικών κωδίκων και υποχθόνιων συνωμοτικών σχεδιασμών. Ιδού οι πρώτοι καταγγελτικοί στίχοι του μακρόπνοου αφοριστικού ποιήματος: «Για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα/ ένα αγέλαστο παιδί στην Ταϊλάνδη/ πλέκει το φούτερ της επιστήθιάς σου επωνυμίας/ κι άλλο ένα στο Περού/ κατεβάζει πέτρες από το βουνό/ στο πεινασμένο στόμα του ορυχείου/ για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα/[…]/κι οι πατεράδες γίνονται ξανά σκλάβοι στην Αμερική/ για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα». Σε παρόμοιους ρυθμούς σαρκαστικής διαμαρτυρίας, που εντείνονται από τον ευαίσθητο ψυχισμού του ποιητή σε κραδασμούς ανθρωπιστικής ενσυναίσθησης εγγράφεται με κυριολεκτικές και μετωνυμικές συνδηλώσεις και το μήνυμα του ποιήματος «Δυο κορίτσια στο πρατήριο βενζίνης», όπου «Είναι αλήθεια ότι τα καταφέρνουν για μερικές ώρες/ όμως μαζί με τη βρωμιά/ αποφλοιώνεται σιγά σιγά κα το δέρμα τους/το παίρνει ο χρόνος, το παίρνει ο βενζινάρης/ το παίρνουν οι βιαστικοί πελάτες/ βγάζουν στην πώληση τα δερματικά τους υπόλοιπα/ παράφρονες δερματέμποροι καιροφυλακτούν/ είναι μια καλά υπολογισμένη εμπορική πράξη,/ μια ανταλλαγή/ για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν άλλο δέρμα/ πιο φτηνό αλλά καθαρό/ ο βυρσοδέψης των ανθρώπινων δερμάτων/ το εφαρμόζει με χαμηλή αμοιβή.».

Είναι όμως και πολλά άλλα τα θλιβερά της ανθρώπινης συνθήκης, όπως και τα δραματικά κακώς έχοντα της ασυνείδητης αναλγησίας και της αλλοτρίωσης στους μεταμφιεσμένους αβέβαιους καιρούς μας, τη συγκάλυψη και την υποκρισία των οποίων απομυθοποιεί η ποιητική συνείδηση, όπως εμφαίνει το «Καρναβάλι» του αντίστοιχου ποιήματος. Η ψευδεπίγραφη ακόμη επιφάνεια κάτω από τη ψιμυθίωση της παρακμής και της κατάρρευσης, καθώς και ο υποκριτικός καθωσπρεπισμός εκτίθενται υπό τους παράφωνους ήχους της «Χριστουγεννιάτικης Χορωδίας», ενώ τη φαρισαϊκή της εκδοχή ενσαρκώνει «Επισπεύδοντας» με κατανυκτική προσευχή, αλλά και παρώθηση παιδιών να πνίγουν γατάκια η θρησκεύουσα «γειτόνισσα» των αντίστοιχων ποιημάτων. Στην υποκριτική πανουργία και τις παρεμφερείς της πτυχές του δόλου και της επιδέξιας μαζικής εξαπάτησης εστιάζεται ο προβολέας της αποκάλυψης και της γελοιοποίησης του μεγαλόσχημου απατεώνα μέσα από το παραμυθιακού-παραβολικού τύπου ποίημα «Ιστορίες αποκαθήλωσης», που δεν επαληθεύεται μόνο διαχρονικώς αλλά και λόγω των πρόσφατων σκανδάλων διαφθοράς ηχεί λίαν επίκαιρο: «Ο πρωτοσύγκελος του κόμματος/ ο ποιμένας/ ο προπαγανδιστής/ μια συναρπαστική περίπτωση τυχοδιώκτη/ και επιδέξιου γητευτή των μαζών/ έχει από καιρό εξουδετερωθεί/ μετά από μια σειρά συντονισμένων διαρροών/ που τις κρατούσαν για χρόνια/ όπως τα άπλυτα ρούχα/ για να του τα φορέσουν τη σωστή στιγμή.».

Ωστόσο, τους στίχους άλλων ποιημάτων φορτίζουν τα επώδυνα προβλήματα της μοναξιάς, της συνήθειας, της ψευδαισθησιακής πρόσληψης της πραγματικότητας και της σκληρής καθημερινής επιβίωσης, η περιβαλλοντική καταστροφή, η μνήμη ως «Μεταλήθη», όχι απλώς ως ανάμνηση αλλά ως επάνοδος από την αμνησία και ζωντανή αναβίωση της α-λήθειας. Το πρώτο ποίημα της συλλογής, που επιγράφεται «Η περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο», με αντιστροφή των όρων του παρηχητικού λογοπαίγνιου «Τάμπο-πάντα», η φανταστική λίμνη ανακαλεί Σολωμικούς συνειρμούς και αντικατοπτρίζει τη φιλοσοφική ενατένισης της ζωής στη μετά θάνατο μεταμορφωτική της συνέχεια. Τον ποιητή επίσης απασχολεί επίμονα η απουσία ουσιαστικού νοήματος βίου, όπως καταφαίνεται στα ποιήματα «Νόημα» «Αφουσιά»(από+ουσία), που συναντούμε στο «Γκέμμα» του αυτοαφανισμένου Δ.Λιαντίνη, στον οποίο και η εμβληματική αφιέρωση του ποιήματος «Ο Φροντιστής».

Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης είναι πολυδιαβασμένος ποιητής όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της ξενόγλωσσης λογοτεχνίας. Εκτός από τις ονομαστικές αναφορές συνδιαλέγεται με τον Μπουκόβσκι αλλά και εμμέσως με τον Πόε μέσα από τα έργα του «Το κοράκι» και «Το κλεμμένο γράμμα». Αξίζουν, βεβαίως, ιδιαίτερης επισήμανσης τα ποιήματα ποιητικής του «Το Φανάρι» και «Η περιπέτεια της ποίησης», απ’ όπου αντί επιλόγου και ο στίχος: «η ποίηση μού δείχνει δρόμους αβάδιστους».

.

ΑΝΤΩΝΙΝΗ ΣΜΥΡΙΛΛΗ

ΦΡΕΑΡ 08/12/2019

Κλείνοντας τις «Ιστορίες αποκαθήλωσης» (22-23), γράφει ο Χριστοδουλίδης: «Εγώ δεν έκτισα ψηλά παλάτια / δεν έγινα μέλος της σέκτας των ποιητών / δεν έγινα ικέτης / και δεν έχω κάποια ευφάνταστη ιδέα / πώς να τελειώσω αυτό το ποίημα».

Στην πραγματικότητα, ούτε εγώ έχω κάποια ευφάνταστη ιδέα πώς να αρχίσω και πώς να τελειώσω αυτό το κείμενο. Όμως, υπάρχει προκαθορισμένη τακτική για το πώς πρέπει να «διαβάζει κανείς» –ένα κείμενο, ένα ποίημα– (Sedgwick, 1997) [1]; Το ποίημα, για τον Derrida:

αποκαλύπτει ένα μυστικό μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσει ότι υπάρχει εκεί κάτι το μυστικό, το οποίο έχει ανακληθεί, για πάντα απρόσιτο στην εξαντλητική ερμήνευση. Ένα μη ερμητικό μυστικό, [που] παραμένει […] ετερογενές προς κάθε ερμηνευτική ολοποίηση. Εξάλειψη της ερμηνευτικής αρχής. Δεν υπάρχει ένα νόημα […] όχι πλέον ένα μοναδικό πρωταρχικό νόημα (Derrida στο Πυροβολάκης, 2014, 192) [2].

Η ποιητική γλώσσα είναι σκαλισμένη με μυστικά καταφύγια· ωθεί στο νόημα, χωρίς να εξαντλείται το νόημα. Χωρίς να αγγίζει το μυστικό, επανενεργοποιεί την απόκρυψη και την αποσιώπηση δημιουργώντας μια ποιητική της αντίστασης (Παπανικολάου, 2014, 208) [3]. Η ανάγνωσή μου ενδεχομένως να είναι αποτυχημένη (Syrimi στο Nagy & Stavrakopoulou, 2004) [4], καθώς δεν συμμορφώνεται σε πρωτόκολλα κριτικής ανάγνωσης και άλλων ηγεμονικών, θεσμικών και κοινωνικά εγκεκριμένων στρατηγικών «καλής ανάγνωσης». Αλλά «σ’ όλη μου τη ζωή με γοήτευε η αποτυχία», θα μου υπενθυμίσει ο Cioran (2005) [5], για να με ανακουφίσει.

Αναρωτιέμαι ποιοι να είναι οι μυστικοί άνθρωποι του Χριστοδουλίδη. Ποιοι να είναι «οι υπόλοιποι από εμάς» ή «οι εκτός από εμάς» που αποκαλούνται ως «μυστικοί». Προσπαθώ βλαστημώντας να καταλάβω ποιοι είναι αυτοί που αντιστέκονται σθεναρά να τους ξεφλουδίσουν όπως ένα μανταρίνι, να γίνουν μια απρόσωπη μάζα, μια σιωπηρή πλειοψηφία ανθρώπων που δεν είναι υπολογίσιμοι ως άνθρωποι.

Ξέρεις, μου αποκάλυψε ο ίδιος, το έκανα να συμβεί και μετά το έγραψα:

(…) Έμπηξα τα δάκτυλά μου μέσα στο μανταρίνι / οι χυμοί εκτοξεύτηκαν έγλειψα στα δάκτυλα μου / την κάθε σταγόνα, τους λεκέδες στα ρούχα μου / κατάπια φλούδες, κουκούτσια / οι χυμοί στέγνωναν πάνω μου μέχρι αργά το βράδυ, / κάνε το ίδιο / πρόλαβε, είπα στον εαυτό μου / που με παρακολουθούσε σαστισμένος (Ξεφλουδίζοντας ένα μανταρίνι, 81).

Ένα συγκεκριμένο σύνολο σχέσεων εξουσίας μας προλαβαίνει πριν προλάβουμε. Στην αόρατη βιαιότητα της εξουσίας, «έχουμε κριθεί, καταδικαστεί και ταξινομηθεί ώστε να είμαστε αναγκασμένοι να επιτελούμε κάποια συγκεκριμένα έργα, να είμαστε ταγμένοι να ζήσουμε με ένα συγκεκριμένο τρόπο ή να πεθάνουμε με ένα συγκεκριμένο τρόπο» (Foucault, 2002) [6].

Όπως ο λεωφορειατζής που «καθ’ οδόν προς την Πάτρα / (…) άκουγε βουερά τραγούδια (…) / και σταθερά απέτρεπε / τυχόν πανικούς / ότι κάπου αλλού / σε κάτι άλλο / μπορεί να υπάρχει / νόημα (Νόημα, 68)», ή ο καρπουζάς (56) που «υποψιάζεται πως / και στην επόμενή του ζωή / καρπούζια θα πουλά / μόνο που θα ήθελε να είναι πιο νέος / λιγότερο σκυφτός / και καλύτερα ντυμένος / όταν εγώ θα περνώ με το ιπτάμενο αμάξι μου / θα τον βλέπω / και θα γράφω το ίδιο ποίημα».

Η εξουσία δεν μας επιτρέπει να φανταστούμε το μέλλον πέρα, από λογικές που βρίσκονται έξω από τις συμβατικές αφηγήσεις. Ορίζει τι επιθυμούμε, πώς επιθυμούμε, πόσο μπορούμε να επιθυμούμε. Μας διδάσκει «πώς παίρνονται ζωές / χωρίς κανείς να το πολυσκεφτεί / με λαχταριστά ανταλλάγματα» (Επισπεύδοντας, 24-25)».

Ο Χριστοδουλίδης δημιουργεί μια ασώματη φωνή, εικόνες που δεν σημαίνουν πλέον ολόκληρο. Μιλά για το σώμα που βρίσκεται σε αποσύνθεση, «αποκαμωμένο και αρρύθμιστο να αντέχει» (Πέντε γαρύφαλλα, 66-67)· για το δέρμα των δύο κοριτσιών στο πρατήριο βενζίνης που, αποφλοιωμένο πια «το παίρνει ο χρόνος, το παίρνει ο βενζινάρης / το παίρνουν οι βιαστικοί πελάτες (Δυο κορίτσια στο πρατήριο βενζίνης, 40-41)».

Μιλά για τα σώματα που είναι εύκολα υποκατάστατα κάποιων άλλων σωμάτων, μεγαλύτερης σημασίας· πιο παραγωγικά, πιο χρήσιμα. Για τα σώματα που τους δίνουν το κατιτίς τους, ίσα-ίσα για να κρατιούνται στην ζωή· ικανοποιημένα, αδιαμαρτύρητα, ελπιδοφόρα. Για τις δυο κυρίες στην παλιά Λευκωσία (21), για την κυρία Κούλα την ογδοντάχρονη (14): «η κύρια Κούλα / η κουτσή, η κουφή / η τυφλή, η πεθαμένη / με τα μέσπιλα / τα χρόνια-βουνά / και το λευκό της μαντήλι / που κάποτε ανέμιζε / στον άνεμο (Μεγάλη Παρασκευή, 14)». Μιλά για αυτούς που η ζωή τους είναι επαναλαμβανόμενα μνημόσυνα και το ρεπό μιας Κυριακής φαντάζει ό,τι πιο σημαντικό τους συνέβη τον τελευταίο καιρό (21).

«Το ‘δικαίωμα’ στη ζωή», επισημαίνει ο Foucault:

στο σώμα, στην υγεία, στην ευτυχία, στην ικανοποίηση των αναγκών, το ‘δικαίωμα’ να ξαναβρείς, πέρα από κάθε καταπίεση ή αλλοτρίωση, αυτό που είσαι και ό,τι μπορείς να είσαι, αυτό το τόσο ακατανόητο για το κλασικό δικαιικό σύστημα ‘δικαίωμα’, στάθηκε η πολιτική απάντηση σε όλες τις καινούριες μεθοδεύσεις και πρακτικές της εξουσίας» (Agamben, 2016, 193) [7].

Το παλαιό δικαίωμα του να επιβάλλεις τον θάνατο ή να επιτρέπεις τη ζωή αντικαταστάθηκε από μια εξουσία του να δίνεις ζωή ή να πετάς στον θάνατο (Foucault, 2011, 161) [8]. Η φυσικοποίηση του νεοφιλελευθερισμού εκλογικεύει μια νέα οικονομία ζωής. Η ζωή μέσα στην εξουσία θανάτου, εμφανίζεται ως συμπληρωματική μιας εξουσίας με θετικούς όρους επί της ζωής. Σαν να «εμποδίζει για λίγο τον θάνατο να εξαπλωθεί / εκεί όπου κάποτε ήταν ζωή» (Το περίπτερο, 12).

Η Butler [9], όχι άδικα, διερωτάται αν το σώμα τελικά πρέπει να αποκλειστεί, ώστε οι οικονομίες της εξουσίας να επιτελέσουν τον ρόλο τους ως αυτοσυντηρούμενα συστήματα (Butler, 2008, 102). Οι άνθρωποι που δεν ξέρουν άλλη ζωή απ’ αυτή που τους έδωσαν, που εκτίθενται σε αναπαραστάσεις φρίκης ή αηδιασμού ή ακόμα και συμπόνιας ή λύπησης, αυτοί που θεωρούνται ήδη τελειωμένοι· έχουν σκληραγωγηθεί να τα καταφέρνουν:

Τα καταφέρνει αυτό το είδος των ανθρώπων / να αφήνει το σχοινί να κόβεται εκεί που πρέπει / στη σωστή στιγμή / από εκείνο που στιγμιαία νιώθουν / ότι θα μπορούσαν να ποθήσουν (…) Τους βλέπεις τόσο μονάχους / και λιγότερους σαν φεύγεις / όμως αρκετούς για να επιβιώσουν (…) η καρδιά τους ακόμα χτυπά / η καρδιά τους είναι γερή / τα πόδια τους στήνονται / και τα χέρια τους / κάτω από το κακοτράχαλο οδόστρωμά τους / διατηρούν ένα άγιο κύμα τρυφερότητας / για την επόμενη φορά / αν υπάρξει (Σκληραγωγημένο είδος, 42-43).

Αυτοί οι αποκαμωμένοι, μυστικοί άνθρωποι που όμως σφύζουν από ερωτισμό· έναν ερωτισμό που ο Χριστοδουλίδης αφηγείται αποκομμένα, επιφέροντας την έκπληξη μεταξύ μορφής και περιεχομένου. Μπορώ να διακρίνω τις γοητευτικές ρυτίδες της κ. Κούλας (Μεγάλη Παρασκευή, 14), την ερωτική επιθυμία στις μητέρες που «κάνουν έρωτα σε έναν αχνιστό Αύγουστο (Τατουάζ, 57-58)», τον καρπουζά «να πουλά τα καρπούζια δίπλα από κοπριές αλόγων / και γαιδουριών / στα σταυροδρόμια των χωματόδρομων» (Ο καρπουζάς, 56), «τον καθηγητή τον μικρό γιο της πόρνης / που τις αργίες / όταν εκείνη τους έμπαζε από την πίσω πόρτα/ του πλινθόκτιστου σπιτιού / αυτός με τα κοντοβράκια / κλεινόταν στα πιο υγρά υπόγεια της μέρας (Ο καθηγητής, 26-27)». Μπορώ σ’ αυτή την γλυκιά εξάντληση να ξεχωρίσω την ευγένεια που κουβαλούν, την «όλο ψυχή και σάρκα» (Ανάσταση, 9) που βεβαιώνει ότι «η ομορφιά είναι ηττημένη χωρίς αγάπη» (Η περιπέτεια της ποίησης, 62-63).

Στις φυσικές και συναισθηματικές περιπλοκές της επιθυμίας και της αγάπης, ο Χριστοδουλίδης αγγίζει τα όρια του φύλου. «Στην περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο» (7-8), αναδύεται η ρευστότητα της σεξουαλικότητας:

Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες της λίμνης Τάμπο / επειδή κάποτε ήταν άνδρας που έχασε το φύλο του, / το όνομά του / επειδή η λίμνη ήταν η γυναίκα που αγάπησε / αλλά είχε έρθει η ώρα οι άνθρωποι να μετατραπούν / αφού πρώτα απωλέσουν το φύλο τους (Η περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο, 7-8).

Η απεικόνιση της αμφισβήτησης του «δυαδικού έμφυλου συστήματος», όπως παρόμοια ο Καρούζος καταθέτει στη Νεολιθική Νυχτωδία στην Κρονστάνδη: «Την ημέρα εκείνη γεννήθηκα μόνος μου, δεν είχα βιολογικό προηγούμενο» [10], αφήνει ένα είδος δυνατοτήτων έξω από τον νόμο του ‘φυσιολογικού’. Ώστε, «Στο κάτω ράφι του ελέους» (38-39), να αναδεικνύεται η δυναμική του ερωτισμού μεταξύ των γυναικών:

βλέπουν η μια στην άλλη ένα μικροσκοπικό έντομο / που μπορεί να αγαπά (…) ένα είδος σωτηρίας από τον νόμο των πιθανοτήτων / που θα τις καταπλάκωνε αν ήταν μόνες / Κι όταν έρχεται η νύχτα ακόμη περισσότερο περισφίγγονται / σχεδόν ξεζουμίζει η μια την άλλη. / Σαν έλεος / σαν ανημποριά / σαν ελεγεία (Στο κάτω ράφι του ελέους, 38-39).

Το Κράτος έχει αποφασίσει, όπως έγραψε ο Norse, «ποιος είμαι εγώ για ν’ αγαπήσω, να μισήσω, τι πρέπει να κάνω στο κρεβάτι, με τι και σε ποιον» (Συλλογικό έργο, 2013, Έχω δει το φως και είναι το μυαλό μου, 41) [11]. Έχει αποφασίσει ότι πρέπει να λογοδοτούμε διαρκώς, όλοι μαζί και ένας-ένας ξεχωριστά, «εκατό κομμάτια που κρατιούνται γερά / μεταξύ τους για να δείχνουν ένα» (Θρύμματα, 86).

Οι μυστικοί άνθρωποι είναι αυτοί που αμύνονται για την επιβίωσή τους, απέναντι στους διαχειριστές της ζωής, απέναντι στο «γαμημένο κράτος», έχοντας όπλα πέντε γαρύφαλλα (Πέντε γαρύφαλλα, 66-67). Είναι αυτοί που μας χαρίζουν ένα ζουμερό καρπούζι, που «προλαβαίνουν» γιατί η ζωή είναι δρόμος, είναι τιμόνι, είναι ένα παρκάρισμα (Το περίπτερο, 12).

Οι μυστικοί άνθρωποι είναι αυτοί που «για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα» (76-78), επανεγγράφουμε στο σώμα τους τα δράματα, τους αγώνες ή τις πληγές τους:

Όλοι αυτοί ίσως δεν διάβασαν ποτέ ποιήματα / δεν έμαθαν ποτέ για σένα / για τον Σαχτούρη, τον Γουόλκοτ, το Χίνι / τον Κουαρόζ / τους υπερρεαλιστές, τα μεταμοντέρνα ρεύματα / και το σλαμ / ωστόσο, είναι αυτοί που έχουνε γράψει / τα ποιήματά μας / την ηρεμία μας πίσω από τους τέσσερις τοίχους / τα ονόματά μας στο διαδίκτυο / και τις εγκυκλοπαίδειες / την ευκαταφρόνητη φήμη μας / έχουνε θρέψει την υπερμεγέθη φιλοδοξία μας / όσο δεν μπόρεσαν να θρέψουν τα όνειρα / και τα στομάχια τους / και τώρα γράφω αυτό το ποίημα / γιατί πια ξέρω καλά / ότι αν δεν ήταν αυτοί / θα ήμουν εγώ / θα ήταν τα παιδιά μου / θα ήσουν εσύ / χωρίς το ραφιναρισμένο στυλ / και το προβληματισμένο υφάκι / και τότε εμείς θα έπρεπε να γράψουμε / κάποιων άλλων ποιήματα (Μυστικοί άνθρωποι, 76-78).

Οι μυστικοί άνθρωποι δεν είναι οι άλλοι· οι έξω από εμάς. Είμαστε όλοι, όσοι επιβιώνουμε μετά από πολλές ανεπιτυχείς απόπειρες· όλοι όσοι «γράφουμε μετά από πολλές ανεπιτυχείς απόπειρες» (Το φανάρι, 55).

Εξακολουθώ να μην έχω κάποια ευφάνταστη ιδέα / πώς να τελειώσω αυτό το κείμενο. Όμως θα σας εκμυστηρευτώ αυτό: Πριν το γράψω, το έκανα να συμβεί:

Έμπηξα τα δάκτυλά μου μέσα στο μανταρίνι / οι χυμοί εκτοξεύτηκαν έγλειψα στα δάκτυλα μου / την κάθε σταγόνα, τους λεκέδες στα ρούχα μου / κατάπια φλούδες, κουκούτσια / οι χυμοί στέγνωναν πάνω μου μέχρι αργά το βράδυ, / κάνε το ίδιο / πρόλαβε, είπα στον εαυτό μου / που με παρακολουθούσε σαστισμένος (Ξεφλουδίζοντας ένα μανταρίνι, 81).

.

ΠΛΗΓΕΙΣΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο Φιλευλεύθερος 7/11/2016

 Τρυφερότητα και ανάταση

Η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Χριστοδουλίδη, που φέρει τίτλο «Πληγείσες περιοχές», αποτελείται από 35 ποιήματα χωρισμένα σε 5 ενότητες: α) τις παιδικές μνήμες, δικές του ποιητή και των παιδιών του, β) την καθημερινότητα και τα βιώματά της, γ) τα υπαρξιακά ζητήματα, με έμφαση στο θάνατο, δ) τα ερωτικά ποιήματα με θέμα τη γυναίκα και ε) τα ερωτικά ποιήματα με θέμα την ποίηση, που στην ουσία πρόκειται περί ποιημάτων ποιητικής.

Τα τρία εναρκτήρια ποιήματα της συλλογής: α) «Ο κρότος των λέξεων τους» (σελ. 9), β) «Κάταγμα» (σελ. 10) και γ) «Δουλειές του ποδαριού» (σελ. 11) είναι αφιερωμένα στους τρεις γιους του ποιητή, Ορέστη, Άρη και Θεόδωρο. Πρόκειται για ποιήματα γεμάτα τρυφερότητα, φαντασία αλλά και μιας μορφής υπερβατικότητα. Ο ποιητής ενίοτε συμπλέκει, αλλά πιο συχνά συνθέτει εικόνες μαγικού ρεαλισμού με τα παιδιά του πρωταγωνιστές: «Κάποτε τον φωνάζουν / και σε άλλες δουλειές / κάποτε / τον φωνάζουν / από τους ουρανούς / να κάνει τον άγγελο / να ανεβάσει τους πληγωμένους». (σελ. 11)

Ο ποιητής ανασύρει από την παιδική του μνήμη μικρά περιστατικά, ευτράπελα αλλά συνήθη για κάθε παιδί κάθε εποχής. Και με τη διόπτρα της σημερινής του ωριμότητας, τα ανασυνθέτει, σημασιολογώντας τα πλέον αλλιώτικα και με συμπεράσματα που άλλοτε συγκινούν με την ευαισθησία και την τρυφερότητα τους, και άλλοτε τέρπουν με την ειρωνεία, την καυστικότητα και τον χλευαστικό σαρκασμό τους: «…η εξουσία και η ιδιοκτησία / δεν αγαπάνε τα παιδιά». (σελ. 15)

Ο Γ.Χ. είναι κατά βάση ενδοσκοπικός ποιητής, γιατί είτε στα παιδιά του αναφέρεται, είτε στις δικές του παιδικές μνήμες, είτε στα βιώματα από τη σύγχρονη καθημερινότητα, είτε με ζητήματα αισθητικής καταπιάνεται, είτε με την ερωτική θεματική, διυλίζει τα πάντα μέσα του. Από τον εσωτερικό του κόσμο αντλεί για τις όποιες «εξωτερικές» ή φαινομενικά εξωστρεφείς επισημάνσεις και παρατηρήσεις του. Ανεξαρτήτως θεματικής, λοιπόν, θεωρώ τα ποιήματά του – σ’ αυτή την συλλογή και όχι μόνο – ως ποιήματα εσωτερικού, ιδιωτικού χώρου. Ό,τι και όποια ζητήματα κι αν θίγει ο ποιητής, για τον εαυτό του μιλά, για όσους περιβάλλει και τον περιβάλλουν με αγάπη, για την προσωπική του ιστορία και τον προσωπικό του μύθο. Ακόμη και οι άλλοι στους οποίους αναφέρεται, όπως π.χ. στο ποίημα «Ένας Ανδρέας» (σελ. 21) αντιφεγγίζονται μέσα από την δική του ιδιοσυστασία και υπόσταση.

Από την άλλη, σχεδόν δεν υπάρχει ποίημα του Γ.Χ. που να μην εμπερικλείει μέσα του πτυχές, ρανίδες, ιχνοστοιχεία ή και αδρές, ευθείες νύξεις περί ποιητικής και αισθητικής. Οι πεποιθήσεις του ποιητή γι’ αυτά τα καίρια ζητήματα, που απασχολούν άλλωστε κάθε δημιουργό, διαχέονται στα ποιήματα του, άλλοτε ακροθιγώς και άλλοτε με κάποιου βαθμού πληθωρικότητα, αλλά δεν απουσιάζουν ποτέ. Π.χ. στο ποίημα: «Πίνακας στο μέσον του Αιγαίου» (σελ. 28) βλέπουμε την τεράστια σημασία που αποδίδει ο ποιητής στη μνήμη της εικόνας, της εικόνας που αποθηκεύεται επιμελώς για να επανέλθει αργότερα, επεξεργασμένη και αναπλασμένη, υπό μορφή καλλιτεχνικού δημιουργήματος.

Και στη νέα συλλογή του Γ.Χ., όπως και στις πλείστες προηγούμενες, βρίσκει τρόπο έκφρασης και η κοινωνική ευαισθησία. Εδώ το ουμανιστικό πρόσωπο του ποιητή συμπλέκεται με τις υπαρξιακές του αναζητήσεις. Π.χ. στο «Ιαπωνικό παραμύθι» (σελ. 33), ο ποιητής μιλά για «γνήσια φτώχια» που μπορεί ν’ αφανίσει «μια οικογένεια / μια ολόκληρη γενιά». Και μπροστά σε αυτά τα δραματικά δρώμενα, με αφοπλιστικό κυνισμό, υπενθυμίζει ότι «…εμφανίζεται / κάποτε στον κόσμο / ένα είδος αδιάφορης αθωότητας». (σελ. 34)

Δεν υπάρχει ποιητική συλλογή του Γ.Χ. όπου να μην θεματοποιείται, μοναδικά σε κάθε περίπτωση, ο τραγικός και συνάμα προδοτικός Ιούλης του 1974, άλλοτε ως παιδική μνήμη και άλλοτε ως σύγχρονο βίωμα και παρεπόμενο εκείνης της τραγωδίας. Η συλλογή «Πληγείσες περιοχές» δεν αποτελεί εξαίρεση. Θα ήθελα ν’ αναφερθώ συνολικά στα ποιήματα: «Ο γέρο Γιωρκής» (σελ. 40), «Το συρτάρι» (σελ. 41) και «Φτηνά τη γλύτωσε ο Σωτήρης» (σελ. 42), όπου λειτουργεί ο συγκινησιακός αιφνιδιασμός του αναγνώστη, το βίωμα του σήμερα ως απότοκο του ’74 και ένα σέβας απροσμέτρητο στα θύματα εκείνης της μεγάλης τραγωδίας, που στιγμάτισε και μοιραία στιγματίζει και θα στιγματίζει εσαεί την πατρίδα μας. Παραθέτω ολόκληρο «Το συρτάρι»: «Τα οστά του φυλαγμένα σ’ ένα συρτάρι / του ανθρωπολογικού εργαστηρίου / περιμένουν ταυτοποίηση. / Ένας άνθρωπος που ήθελε να κάμει πολλά / αλλά δεν του βγήκε, κακορίζικός. / Σαράντα χρόνια αγνοούμενος / πέντε χρόνια μάλλον νεκρός. / Τέσσερα χρόνια φυλαγμένος. / Φυλαγμένος προσεκτικά σ’ ένα συρτάρι παρόμοιο / μ’ εκείνο όπου κάποτε παιδί / είχε κρύψει ένα γλειφιτζούρι / για να το γλείψει αργότερα». (σελ. 41)

Το ωραιότερο ερωτικό ποίημα της συλλογής, κατά την άποψή μου, είναι «Η ανεμόσκαλα» (σελ. 51) και λυπούμαι που λόγω χώρου δεν μπορώ να το παραθέσω ολόκληρο, ενώ η αποσπασματική παράθεση θα το αδικούσε κατάφορα. Περιορίζομαι να πω ότι η τρυφερότητα αναδεικνύεται ως ένα από τα κύρια εφαλτήρια για τις ποιητικές ανατάσεις του Γ.Χ.

Ο Γ.Χ. σπάνια λειτουργεί με αφοριστικές προσεγγίσεις στην ποίησή του. Όταν το πράττει όμως είναι καίριος, ευθύβολος, και εύστοχος: «Δεν υπάρχουν γυναίκες χωρίς αλυσίδες / δεν υπάρχουν γυναίκες ικανές να μην τις σπάσουν / και δεν υπάρχουν γυναίκες / που το καταλαβαίνουν πριν τις σπάσουν». (σελ. 52)

Οφείλω να ομολογήσω ότι απόλαυσα ιδιαίτερα την τελευταία ενότητα του βιβλίου με τα πέντε ποιήματα ποιητικής, όπου ο Γ.Χ. συνομιλεί με ομότεχνούς του ποιητές, αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό. Θα τα χαρακτήριζα όλα αμεσότατα, ολόδροσα και με γενναία δόση χιούμορ. Δεν έχω παρά να ευχηθώ καλή συνέχεια στον ποιητή Γ.Χ.

.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ

ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ Τ.528/Καλοκαίρι 2016

ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΥΣΙΩΔΟΥΣ

Κείμενο παρουσίασης της ποιητικής συλλογής του Γ. Χριστοδουλίδη Πληγείσες περιοχές / Γυμνές ιστορίες στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Πολιτιστικού Κέντρου Στροβόλου, στις 18 Απριλίου 2016 από τον Λεωνίδα Γαλάζη

Ο υπαρξιακός στοχασμός και η εσωτερικότητα, η στοχαστική γραφή, η χαμηλότονη ποίηση, η κοινωνική κριτική και η μετουσίωση καθημερινών ασήμαντων, πολλές φορές, περιστατικών σε ποίηση είναι ορισμένα από τα γνωρίσματα της ποιητικής του Γ. Χριστοδουλίδη, που εντοπίστηκαν από την κριτική στις προηγούμενες ποιητικές συλλογές του, και τα οποία κυριαρχούν στη συλλογή του Πληγείσες περιοχές, που κυκλοφόρησε πρόσφατα 1 . Αυτά τα γνωρίσματα αποκρυσταλλώνονται σε ένα ευδιάκριτο προσωπικό ύφος, που αποστρέφεται την κίβδηλη ποιητική ρητορεία και την αισθηματολογία.
Από τον τίτλο της συλλογής υποβάλλονται οι σημασίες της συντελεσμένης καταστροφής, είτε στο επίπεδο του εξωτερικού κόσμου είτε στο επίπεδο της ανθρώπινης συνείδησης, αλλά και των βαθύτερων και συχνά ανομολόγητων επιθυμιών και ονείρων του ανθρώπου. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, απομένει η τραυματική βίωση του ολέθρου και η πικρή αποτύπωσή της. Εξάλλου, ο υπότιτλος Γυμνές ιστορίες παραπέμπει, αφενός στο λιτό, γυμνό και αστόλιστο ύφος των ποιημάτων της συλλογής και, αφετέρου, στον αφηγηματικό χαρακτήρα των περισσότερων από αυτά, που πλέον έχουν αποκρυσταλλωθεί ως δεσπόζουσες τάσεις της ποιητικής του Γ. Χριστοδουλίδη, «με καιρό και με κόπο» και με αδιάλειπτη μελέτη της ελληνικής και της παγκόσμιας ποίησης, «σε αναζήτηση πια ποιημάτων και όχι ποιητών», όπως ο ίδιος δηλώνει. Συνεπώς, μια διερεύνηση των διακειμενικών σχέσεων και των πιθανών σημείων «συνομιλίας» της ποίησής του με το έργο άλλων ποιητών δεν πρέπει να περιοριστεί στους Μπουκόφσκι, Χριστιανόπουλο,2 Ρίτσο, Λειβαδίτη, Ντύλαν Τόμας, Τράνστρομερ, αλλά να επεκταθεί και σε άλλους λιγότερο γνωστούς ή ελάσσονες ποιητές, χωρίς να παραγνωρίζει τη «συνάντησή» της με την πεζογραφία, τον κινηματογράφο και τη μουσική.
Ας επανέλθουμε, όμως, στο νέο βιβλίο του ποιητή. Τα τριάντα πέντε ποιήματα της συλλογής κατανέμονται σε πέντε ενότητες: Το παιδί (5 ποιήματα), Περιπέτειες (8 π.), Θανατερά (9 π.), Ερωτικά (της γυναίκας) (6 π.) και Ερωτικά (της ποίησης) (5 π.). Οι τίτλοι αυτοί παραπέμπουν στους δεσπόζοντες θεματικούς άξονες της συλλογής, δηλαδή στις μνήμες της παιδικής ηλικίας, στη δύναμη της ανατροπής από το απροσδόκητο, στη φθορά, στη λήθη και στην απώλεια, στον έρωτα και στον θάνατο, στην ποίηση για την ποίηση
Οι μνήμες της παιδικής ηλικίας κυριαρχούν στην πρώτη ενότητα της συλλογής, χωρίς να λείπουν από τις υπόλοιπες. Η μητρική μορφή σε ορισμένα από τα ποιήματα αυτά (π.χ. στο «Ο κρότος των λέξεών τους»: 9-10 και στο «Κάταγμα»: 10) συνδέεται με τη γλώσσα της στοργής και της αγάπης, σε αντίθεση με τις λέξεις των άλλων, φορέων συχνά εξουσίας, «σκληρές, αδιάλλακτες, δίχως αγάπη / σαν άδεια καρύδια την ώρα που σπάζουν» (9). Η παιδική αθωότητα και η χαρά του παιγνιδιού αντιπαραβάλλονται με τη σκληρότητα της εξουσίας και της ιδιοκτησίας («Μου πήρε πάντως χρόνια / να υποψιαστώ / ότι ίσως πιο πολύ από μας / μισούσανε το γέλιο μας / κι ότι / η εξουσία και η ιδιοκτησία / δεν αγαπάνε τα παιδιά»: «Ιστορίες που τις καταλαβαίνεις πολύ αργότερα»: 15). Αντίθετα, στο ποίημα «Ασκήσεις Γυμναστικής» το ποιητικό υποκείμενο δεν ανακαλεί στη μνήμη του εμπειρίες της παιδικής του ζωής, αλλά παρατηρεί από την οπτική γωνία του ενήλικα την πρόωρη απώλεια της παιδικότητας σ’ ένα γυμναστήριο: («Μόνο εκείνος ο φωνακλάς γυμναστής / […]/ ίσως και να χαστούκιζε κάποια παιδιά / […] / που είναι τόσο παιδιά / ενώ εκείνος ίσως να τα ήθελε να μεγαλώσουν πιο γρήγορα»: 17). Θα συνιστούσε, ωστόσο, παρανάγνωση της νέας συλλογής του Γ. Χριστοδουλίδη η ταύτιση των αναμνήσεων από την παιδική ηλικία με μια διάθεση νοσταλγικής επιστροφής στον χαμένο παράδεισό της. Σε ποιήματα άλλων ενοτήτων, όπου το ποιητικό υποκείμενο ανακαλεί παιδικές μνήμες και αυτές συνδέονται με τραυματικές και επώδυνες εμπειρίες (λ.χ. από τα γεγονότα του 1974 και κυρίως από το δράμα των αγνοουμένων: 25, 40, 41), η παιδική θέαση του κόσμου προσλαμβάνει τη διάσταση μιας χαμηλόφωνης διαμαρτυρίας και ταυτόχρονα επίκλησης του δικαίου σ’ έναν κόσμο βαθύτατα τραυματισμένο από την αδικία και όχι μόνο από αυτήν.
απροσδόκητου και της ανατροπής των παγιωμένων αντιλήψεων εντοπίζεται σε ορισμένα ποιήματα της συλλογής, τα οποία, όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης, απηχούν, από τη μια, την αριστοτελική περιπέτεια, με τη σημασία της αιφνίδιας μεταβολής των καταστάσεων: «Ἔστι δὲ περιπέτεια μὲν ἡ εἰς τὸ ἐναντίον τῶν πραττομένων μεταβολὴ»3 και, από την άλλη, την αναγνώριση: «Ἀναγνώρισις [30] δέ, ὥσπερ καὶ τοὔνομα σημαίνει, ἐξ ἀγνοίας εἰς γνῶσιν μεταβολή»4. Λόγου χάρη, στο αφηγηματικό ποίημα «Σπασμένα ποδήλατα» η παιδική περιπέτεια, με τη σημασία της αναζήτησης νέων εμπειριών , διαχωρίζεται από το αδόκητο «που μια κοφτερή στιγμή / δρεπάνιζε τα σύθαμπα» , με αποτέλεσμα την τραγική απώλεια, σε μια «κοφτερή στιγμή», όπως εκ των υστέρων αναγνωρίζεται από τον πατέρα (13-14). Το ίδιο σχήμα της περιπέτειας-αναγνώρισης εντοπίζεται στο ποίημα «Ιστορίες που τις καταλαβαίνεις πολύ αργότερα», καθότι το κυνηγητό των παιδιών από τον αστυνομικό και τον περιβολάρη, που αρχικά αποδιδόταν στην οργή τους για την μεσημεριανή οχληρία ή την κλοπή λίγων φρούτων, πολύ αργότερα, με τη σοφία των χρόνων, αποδίδεται στο μίσος της εξουσίας και της ιδιοκτησίας για τα παιδιά (15). Από την άλλη, η κατά τα άλλα κοινότυπη ιστορία της συνάντησης σε μια υπεραγορά, στο ποίημα «Ανδρέας» (21-22), μετουσιώνεται σε μια εξωλογική εμπειρία, όπου και πάλι ανιχνεύεται το σχήμα περιπέτεια-αναγνώριση. Στο ποίημα αυτό η αιφνίδια μεταβολή αφορά τους τοπικούς δείκτες: από τη σκηνή της συνάντησης, τη στιγμή που το ποιητικό υποκείμενο «διαλέγει ντομάτες», μεταφερόμαστε έξω από την «πόρτα του κουρείου ονομάτων», στο «συνεργείο της αλλαγής ποδιών», «στις ουρές των στεγνών ανέργων». Η εξωλογική εμπειρία συνδέεται επίσης με το περιστατικό της πτώσης του κεφαλιού του Ανδρέα και στην προσπάθειά του να το προλάβει τρέχοντας μαζί με το ποιητικό υποκείμενο «στον κατήφορο»
Προφανώς, το εξωλογικό στοιχείο είναι έκφανση του υπαρξιακού στοχασμού στις Πληγείσες περιοχές του Γ. Χριστοδουλίδη και συνδέεται με τη διπολική αντίθεση ζωή-θάνατος, που επίσης διαπερνά πολλά ποιήματα της συλλογής. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Χριστούγεννα 2015», κατά παράδοξο τρόπο, οι νεκροί γιορτάζουν στο κέντρο της πόλης και πρόκειται να βασιλέψουν σε αυτήν, ενώ οι ζωντανοί «σε λίγο θα πάρουν τη θέση των νεκρών» (43), εικόνα που ανακαλεί στη μνήμη μας τα εφιαλτικά «Χριστούγεννα 1948» του Μίλτου Σαχτούρη ή και τη ρήση του Ηράκλειτου «ἀθάνατοι θνητοί, θνητοὶ ἀθάνατοι, ζῶντες τὸν ἐκείνων θάνατον, τὸν δὲ ἐκείνων βίον τεθνεῶτες»5 . Σε αντίθεση με το μεταφυσικό τοπίο του ποιήματος αυτού, στο «Φτηνά τη γλίτωσε ο Σωτήρης», ο φόβος του θανάτου εξαιτίας της πτώσης από ένα δέντρο τοποθετείται σε ένα πιο αληθοφανές σκηνικό και συγκρίνεται με το συντελεσμένο ύστερα από χρόνια γεγονός του θανάτου στον πόλεμο.
Συναφές με το θέμα του θανάτου είναι το συχνά επανερχόμενο θέμα της φθοράς, το οποίο, στο ποίημα «Ραδιενέργεια», λόγου χάρη, επιμερίζεται στα θεματικά στοιχεία της ασθένειας του ποιητικού υποκειμένου και της καταστροφής του ξύλινου σπιτιού από τα σκουλήκια. Εξάλλου, στο ποίημα «Σπινθηρογράφημα» η ιατρική εξέταση συνδέεται με τις ερωτικές μνήμες του ομιλητή, μετά τις εικόνες της φθοράς των ασθενών (50). Ο έρωτας είναι ίσως η μόνη διέξοδος για υπέρβαση της φθοράς, έστω και πρόσκαιρα, όπως γράφει ο Γ. Χριστοδουλίδης στο ποίημα «Αγάπη μπορεί να συμβαίνει και μετά από πολλά χρόνια»: «Και νιώθω μια ευλογία για όλα αυτά / όπως εκείνη που περιβάλλει / όσους πρόλαβαν να σφιχταγκαλιαστούν / πριν τους σκεπάσει οριστικά ένα υπερμέγεθες κύμα / ή τους μασήσει η δεξιά σιαγόνα της φθοράς» (53). Ο έρωτας ως φευγαλέα και παροδική βίωση της ευτυχίας εντοπίζεται και στο ποίημα «Η ηλεκτροδότηση της λήθης», όπου η έλευση της ερωτικής μορφής στην πόλη προκαλεί δονήσεις και διακοπές «στην ηλεκτροδότηση της λήθης / της λήθης του έρωτα / και αρρυθμίες στην καθημερινή διεκπεραίωση / πολυκαιρισμένων συνηθειών […]» (48). Η εφήμερη δυναμική του έρωτα λειτουργεί μέσα σε ένα πλαίσιο αντιερωτικό, στο οποίο δεσπόζουν «τα αρχιτεκτονικά κολαστήρια των πόλεων» και η «πετρόχτιστη αδιαφορία» όσων «λίγο αγάπησαν ή αγαπήθηκαν» (49).
Όπως η γνήσια ερωτική εμπειρία είναι σπάνια και με ελάχιστη διάρκεια, παρόμοια οι καθαρά ποιητικές στιγμές στην όλη πορεία ενός ποιητή είναι ελάχιστες, συνεπώς πάρα πολύ λίγα είναι και τα άξια λόγου ποιήματά του, αν συγκριθούν με το σύνολο του έργου του. Το αυτοαναφορικό ποίημα «Συγκομιδή» είναι μια ποιητική απάντηση του Γ. Χριστοδουλίδη στο «Noli me legere» του ομότεχνού του Μιχάλη Παπαδόπουλου, στο οποίο ο δεύτερος γράφει: «Υπήρξα ποιητής / δύο λέξεων μόνο / […]. Εν τοιαύτη όμως περιπτώσει /με τόσο μελάνι που έχυσα / με τόσους τόνους πεταμένου χαρτιού / δεν συνεισέφερα κι εγώ / στη γιγαντιαία διαδικασία παραγωγής του περιττού / για μια στιγμή ανεπαίσθητης κατανάλωσης του ουσιώδους;» 6. Στη «Συγκομιδή», που είναι αφιερωμένη στον Μ.Π., γίνεται μια αποτίμηση της ποιητικής παραγωγής των δύο ομοτέχνων: «Γράψαμε το πολύ πέντε ποιήματα / εγώ κι εσύ το ξέρουμε Μιχάλη./ Όλα τα άλλα / φλυαρίες / μια ενθρόνιση της κενότητας.». Επιπλέον, τίθεται το βασανιστικό ερώτημα αν οι ποιητές θα μπορούσαν να εναντιωθούν ακόμη περισσότερο στην αντιποιητική εποχή τους, αντί «να τα παρατήσουν τόσο εύκολα». (58).
Είναι λοιπόν η γνήσια ποιητική εμπειρία σπάνια και φευγαλέα. Κι αυτό μπορεί να συνδέεται με έναν τραγικό διχασμό του ίδιου του ποιητή, ανάμεσα στη δύσκολη επιλογή μιας μοναχικής και επίπονης πορείας και στην εύκολη ταύτιση με τον τρόπο ζωής όσων επέλεξαν να μη δημιουργούν. Ο διχασμός αυτός είναι το θέμα ενός άλλου ποιήματος ποιητικής, που φέρει τον τίτλο «Πηγές έμπνευσης». Ο ενδοκειμενικός ποιητής βιώνει τραγικά μιαν εκκρεμότητα, δηλαδή όσο γράφει έχει την αίσθηση ότι τον παρακολουθεί ένας αγροίκος που του τονίζει ότι «δεν τον ενδιαφέρει η ποίηση» «σκίζοντας όλα τα πρωτόκολλα», χωρίς όμως να καταφέρνει να πείσει τον πρώτο «να ασχοληθεί με κάτι πιο προσοδοφόρο». Στο τέλος, επέρχεται μια πρόσκαιρη συμφιλίωση ανάμεσα στους δύο «εαυτούς» του ποιητή, ο διχασμός του οποίου, σε καμιά περίπτωση δεν συνδέεται με μιαν αυτάρεσκη αναχώρηση και εναντίωση απέναντι στην κοινωνία, όπως συνέβαινε παλαιότερα στην ποίηση του αισθητισμού.
Αντίθετα, τόσο σε αυτή τη συλλογή όσο και στις προηγούμενες του Γ. Χριστοδουλίδη, είναι ευδιάκριτη μια εκτεταμένη κοινωνική περιοχή, με τα επιμέρους θέματα της βιοπάλης, της κοινωνικής δυστυχίας, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και άλλα. Αυτή η θεματική εντοπίζεται στα ποιήματα «Δουλειές του ποδαριού» (11), «Σπασμένα ποδήλατα» (13-14), «Ο γερο-Γιωρκής» (40). Ειδικά, στο τελευταίο έχουμε μια χαμηλόφωνη αποτύπωση του δράματος των αγνοουμένων σε συνδυασμό με το θέμα της βιοπάλης. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση, τόσο γι’ αυτό το ποίημα όσο και για τα υπόλοιπα της συλλογής, ότι η ποιητική φωνή καταθέτει με στοχαστική πικρία και ενίοτε με λεπτή ειρωνεία το καταστάλαγμα βασανιστικών συλλογισμών του ποιητικού υποκειμένου γύρω από τον κόσμο της εξωτερικής πραγματικότητας και γύρω από τον εσωτερικό άνθρωπο με όσα πρόσκαιρα τον χαροποιούν και όσα διαρκώς τον θλίβουν και κάποτε τον συντρίβουν.
Σε καμιά περίπτωση η ποιητική φωνή στις Πληγείσες περιοχές του Γ. Χριστοδουλίδη δεν εκτρέπεται στον συναισθηματισμό ή στην εύκολη ποιητική ρητορεία. Ο ποιητής επέλεξε τον δύσκολο δρόμο της μετουσίωσης της πεζολογίας σε ουσιώδη ποιητικό λόγο, τις περισσότερες φορές ανιχνεύοντας την ποιητική ουσία ανάμεσα στα τετριμμένα καθημερινά περιστατικά και πολύ πιο σπάνια συναρμόζοντας την ουσία αυτή με απροσδόκητους και τολμηρούς συνδυασμούς λέξεων. Και μπορούμε ανεπιφύλακτα να υποστηρίξουμε ότι, στον δύσκολο αυτό δρόμο, ο Γ. Χριστοδουλίδης πέτυχε πάρα πολύ περισσότερα, από ό,τι ο ίδιος με μετριοπάθεια γράφει αποκαλώντας τον εαυτό του «ποιητή πέντε το πολύ ποιημάτων».
Σας ευχαριστώ

1 Βλ. ενδεικτικά Γιώργος Κεχαγιόγλου-Λευτέρης Παπαλεοντίου, Ιστορία της νεότερης κυπριακής λογοτε-
χνίας, Λευκωσία, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2010, 733′ Αιμίλιος Σολωμού, «Γιώργου Χριστο-
δουλίδη, Μεταξύ ουρανού και γης, Αθήνα, Φαρφουλάς 2013», Ανευ 48 (Καλοκαίρι 2013) 82-84′ Χρήστος
Μαυρής, «Η ποίηση των κοινωνικών αδιεξόδων», Χαραυγή, 8 Ιουλίου 2013.
2 Βλ. «Ηρωες και ηρωίδες υπάρχουν μόνο στους μύθους»: Συνέντευξη του Γιώργου Χριστοδουλίδη στη
Χαριτίνη Μαλισσόβα, Ιστολόγιο «Δια-Λόγου Διαδρομές»: http://wwwharitinicom.bIogspot.com.cy
/2014/05/biog-post_26.html
3 Βλ. Αριστοτέλης, Ποιητική 1452a.
4 Ο.π.
5 Ηράκλειτος, απ. 67: Hippolytus, Ref. haer. ix. 10: http://www.dassicpersuasion.org/pw/heraclitus/her-
patu.htm
6 Μιχάλης Παπαδόπουλος, Εντός συνόρων, Λευκωσία, Ακτή, 2000,35.

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

ΔΙΟΡΑΜΑ τ. 5 Μάρτιος-Απρίλιος 2016

Στο σκοτεινό βάθος των ανθρώπων και των πραγμάτων: σχόλια
πάνω στην ποιητική συλλογή του Γ. Χριστοδουλίδη Πληγείσες
περιοχές, Γυμνές ιστορίες

Με την έκτη κατά σειρά ποιητική συλλογή Πληγείσες περιοχές, Γυμνές ιστορίες (Μελάνι, 2016), ο ποιητής και δημοσιογράφος στο επάγγελμα Γ. Χριστοδουλίδης αξιοποιεί τις κατακτήσεις της προηγούμενης του διαδρομής σφραγίζοντας μια ποιητική πορεία ιδιαίτερα δημιουργική και γόνιμη. Κάτω από αυτό το πρίσμα η ανά χείρας ποιητική κατάθεση αντανακλά την περιπέτεια μιας ποιητικής πρωτίστως συνείδησης που δεν καταλαγιάζει στις κατακτήσεις της, αλλά στρεφόμενη προς το ίδιο της το παρελθόν επεξεργάζεται τις συνέπειες της διαδρομής της, στοχάζεται το βάρος που της κληροδότησαν οι αισθητικές, υπαρξιακές και ιστορικές της δεσμεύσεις και αποδεικνύεται έτοιμη να τις διαχειριστεί εκ νέου σε ένα τραυματικό και επώδυνο παρόν. Και είναι ακριβώς για τούτον τον λόγο που το νέο του ποιητικό βιβλίο, επιτυγχάνει αισθητικά σε μεγαλύτερο βαθμό μιαν εκφραστική πυκνότητα χάρη στον αυστηρότερο έλεγχο παλαιότερων διηγηματικών στοιχείων και κυρίως της υπερβολικής αναλυτικότητας, που αποδυνάμωναν κάποιες φορές το συμπαγές γλωσσικό αισθητήριο. Ένα δεύτερο χάρισμα που αποδεικνύει, κατά την άποψή μου, ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί και το επιστέγασμα της ωριμότητας του Χριστοδουλίδη, είναι ότι διευρύνει τα οικεία θέματά του σε μεγαλύτερους κύκλους δημιουργώντας νέες περιοχές αναζήτησης.
Η συλλογή αποτελείται από πέντε, ίσες περίπου σε ποιήματα, ενότητες [Το παιδί, Περιπέτειες, Θανατερά, Ερωτικά (της γυναίκας), Ερωτικά (της ποίησης)]. Πιο συγκεκριμένα οι τρεις πρώτοι ομόκεντροι, θεματικοί κύκλοι του βιβλίου ακολουθούν οριζόντια την αναπόφευκτη πορεία της ανθρώπινης ζωής (παιδί-ενηλικίωση-θάνατος). Η αποφασιστική πορεία του ποιητικού υποκειμένου προς την αυτογνωσία έχει τέτοια ενδελέχεια, έτσι όπως εκτυλίσσεται από ποίημα σε ποίημα, που δίνει, κατά την άποψή μου, στην έκδοση μια σχεδόν μυθιστορηματική διάσταση. Αντίθετα, οι δύο τελευταίοι θεματικοί κύκλοι (έρωτας για τη γυναίκα και την ποίηση) διατρέχουν κάθετα όλο το εγχείρημα και εισάγουν στη μυθολογία του βιβλίου, ένα κλειδί ανάγνωσης∙ ένα κλειδί που προοικονομεί με διαύγεια τον πυρήνα του ποιητικού στοχασμού που αναπτύσσεται πολύτροπα στη συλλογή, δηλαδή τη σχέση του ανθρώπου με τη θνητότητα και με τη γλώσσα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι πέντε δομικές ενότητες, ιχνηλατούν το ίδιο θέμα με πέντε καταθέσεις διαφορετικής μορφής, θερμοκρασίας και εμβέλειας, ισορροπώντας, βέβαια, μέσα από τις αντινομίες τους. Σε κάθε περίπτωση, ο λειτουργικός τίτλος, Πληγείσες περιοχές, φωτίζει ενίοτε με μαύρο φως και ενίοτε με το φως της ελπίδας τον παιδικό κόσμο, την ενηλικίωση, τον θάνατο, την ιστορία, την κοινωνία, τον έρωτα και την ποίηση αδιάλειπτα και οργανικά, δημιουργώντας ένα αισθητικά λειτουργικό ποιητικό σύμπαν που αποπνέει αγάπη για τον άνθρωπο και την τέχνη.
ΤΟ ΚΑΦΕ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ (σ. 60)
Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο.
Ο συγγραφέας είναι νεκρός
ο μεταφραστής είναι νεκρός
ο βασικός ήρωας αυτοκτόνησε.
Εγώ είμαι ακόμη ζωντανός.
Κάθομαι στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού
Και πίνω μια ξανθιά μπίρα.
Ποιος είπε ότι ο θάνατος
είναι ανίκητος
Όπως αποδεικνύει η ανάγνωση του συνόλου του έργου του Χριστοδουλίδη, ο ποιητής γράφει τους ισχυρότερους του στίχους όταν εκκινεί από τα προσωπικά του βιώματα και γίνεται εξομολογητικός. Συνήθως σε μια τέτοια εκκίνηση, το εγώ φτάνει πολύ μακρύτερα από το σημείο που όριζε η αφετηρία του και συναντά το εμείς. Τα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής καταδεικνύουν με σαφήνεια μια δραματική και, ας το καταθέσω προκαταβολικά, ποιητικά δραστική στροφή του ποιητικού υποκειμένου προς τον εσώτερο βιωματικό του πυρήνα, εκεί όπου μονίμως αναθρώσκουν μνήμες ζωογονητικές (π.χ. ερωτικές, παιδικές), αλλά και πολλές λύπες, ματαιώσεις, διαψεύσεις και οδυνηρές διαπιστώσεις. Συγκλίνουν, με άλλα λόγια, προς ένα ζεύγμα αποσταγμένης πείρας ζωής, πικρίας για τις συντελεσμένες απώλειες και καρτερικού φόβου για τα επικείμενα.
Σε ορισμένα πάλι ποιήματα, ιδιαίτερα στις ενότητες (Περιπέτειες και Θανατερά) η ιστορία και ο έντονος κοινωνικός προβληματισμός δεν εξορίζονται άρδην από το ποιητικό προσκήνιο ούτε, ωστόσο, εκφέρονται φωναχτά ή ανεπεξέργαστα. Αντίθετα, ενσωματώνονται έντεχνα στον οντολογικό πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης και για τούτο μετουσιώνονται, ως επί το πλείστον, αισθητικά και λειτουργικά σε ποίηση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, συγκεκριμένα στοιχεία του κοινωνικού, καλλιτεχνικού και ιστορικού βίου, οι συνειδητές δηλαδή σκοπεύσεις, αλλά και οι ασυνείδητες αναφορές, οι ρήξεις και οι κρίσιμες υπαρξιακές επιλογές του ποιητικού υποκειμένου, δεν αποσιωπούνται με κανένα τρόπο, αλλά εγγράφονται ποιητικά στο κείμενο ως αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο παραγωγής και διακίνησης του νοήματος.
ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ (σ. 41)
Τα οστά του φυλαγμένα σ’ ένα συρτάρι
του ανθρωπολογικού εργαστηρίου
περιμένουν ταυτοποίηση.
Ένας άνθρωπος που ήθελε να κάνει πολλά
Αλλά δεν του βγήκε, κακορίζικος.
Σαράντα χρόνια αγνοούμενος
πέντε χρόνια μάλλον νεκρός.
Τέσσερα χρόνια φυλαγμένος.
Φυλαγμένος προσεκτικά σ’ ένα συρτάρι παρόμοιο
μ’ εκείνο όπου κάποτε παιδί
είχε κρύψει ένα γλειφιντζούρι
για να το γλύψει αργότερα.
Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη, θεωρώ ότι ακόμη ένα θετικό στοιχείο του βιβλίου, είναι ότι αρκετά ποιήματα, ακόμα και όταν πρόκειται για ποιήματα ποιητικής, πείθουν σε μεγάλο βαθμό με την αλήθεια τους και αιτιολογούν βάσιμα τον υπότιτλο της συλλογής Γυμνές ιστορίες. Και τούτο συμβαίνει γιατί αφενός ο ποιητικός πυρήνας διαποτίζεται, βυθίζεται στο βίωμα και αφετέρου γιατί αυτό το βίωμα πραγματώνεται αισθητικά επιτυγχάνοντας τις περισσότερες φορές καθολικότητα. Σε αυτήν ακριβώς τη μείξη ατομικού και συλλογικού, μύθου και ιστορίας εδρεύει κατά τη γνώμη μου ένα από τα σημεία-κλειδιά της συλλογής, το οποίο μάλιστα φωτίζει τον αφηγηματικό σκελετό του βιβλίου.
Πιο συγκεκριμένα, στο κέντρο της αφηγηματικής τεχνικής του ποιητή δεσπόζει συμπληρωματικά το πρώτο και το τρίτο ενικό πρόσωπο, στα οποία θεωρώ ότι συμπλέκονται αξεδιάλυτα δύο στοιχεία: το αυτοβιογραφικό-βιωματικό από τη μια και το ιστορικοκοινωνικό-αφηγηματικό, σκηνοθετικό από την άλλη. Με τη χρήση του πρώτου ενικού προσώπου, ο ποιητής δημιουργεί τις προϋποθέσεις ενός αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος, στο οποίο ο αναγνώστης εμπλέκεται αναπόφευκτα. Με τη χρήση του τρίτου ενικού προσώπου, η απουσία του ποιητή ταυτίζεται με την αναγνωστική ελευθερία που εγγυάται αδόκητη διεύρυνση του ποιήματος. Και στις δύο περιπτώσεις ο ομιλητικός χαμηλόφωνος τόνος, η προσωπική εξομολόγηση, η απροσποίητη ειλικρίνεια, η κατάθεση ψυχής αποτελούν τις εκφραστικές προθέσεις και προϋποθέσεις.
Το βιωματικό υλικό, επομένως, δεν εξασφαλίζει από μόνο του υψηλό ποιητικό αποτέλεσμα, αλλά πραγματώνεται επιτυχώς σε αισθητικά λειτουργική ποίηση πρωτίστως χάριν της ισχυρής, οικειωτικής δύναμης του στίχου. Και στην περίπτωση του Γ. Χριστοδουλίδη, η δύναμη του στίχου του οφείλεται πρωτίστως στον επιτυχή, τις περισσότερες φορές, ποιητικά συγκερασμό μιας συγκρατημένης συγκίνησης με ένα διανοητικό-στοχαστικό στοιχείο, προϊόν ανήσυχου προβληματισμού και άγρυπνης σκέψης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ποιητικός ρεαλισμός του Χριστοδουλίδη, αποδεικνύεται στις καλύτερές του στιγμές σε εξαιρετικό όπλο της γραφής, καθώς τον προφυλάσσει από τις παγίδες του ποιητικού ναρκισσισμού, ενώ παράλληλα του επιτρέπει να ψηλαφεί τραγικά βιώματα με την έσχατη λεκτική απλότητα. Με αυτό τον τρόπο, τα ιδιωτικά βιώματα του ποιητή δεν παραμένουν ασφυκτικά κλειστά στον χώρο των φευγαλέων εντυπώσεων του καθημερινού βίου, αλλά ανοίγονται προς μια βαθύτερη υπαρξιακή και πολιτισμική νοηματοδότηση.

ΤΟ ΣΕΛΙΝΙ (σ. 24)
Ήμουν δεν ήμουν εφτά χρονών
κι εκείνη η σταφιδιασμένη γριούλα είχε ανοικτή
τη χούφτα.
Της έδωσα το χαρτζιλίκι μου –ένα σελίνι
κι έτρεξα φοβισμένος μακριά.
Η γριά πέθανε, εγώ μεγάλωσα
ο χρόνος κάτω από το χώμα
καθάρισε τα κόκαλά της
αν δεν ήταν θαμμένη
θα βλέπατε ότι έχουν το ίδιο χρώμα
με το φετινό φεγγάρι του Αυγούστου
όμως αυτό που θέλω να πω
είναι ότι εκείνο το σελίνι
από τότε
καθημερινά μου επιστρέφεται
κι αστράφτει
πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα νομίσματα
μες το ταξίδι του.

Εστιάζοντας στον μελαγχολικό τόνο, ο οποίος σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό διατρέχει το σύνολο σχεδόν της παραγωγής του ποιητή, παρατηρούμε ότι εδώ αναδύεται θεματικά εντοπισμένος και εμφιλοχωρεί επιτακτικά στο εσωτερικό της ποιητικής έκφρασης. Η αβεβαιότητα, τα διλήμματα, οι φόβοι, το άγχος για το οδυνηρό πέρασμα του χρόνου και οι ενοχές, οδηγούν το ποιητικό υποκείμενο άλλοτε σε μελαγχολικές κρίσεις συνειδήσεως και ταυτότητας στις οποίες διακυβεύεται ολόκληρη η ύπαρξή του και άλλοτε σε επάλληλους κύκλους εξωστρέφειας που εκδηλώνονται περισσότερο με ειρωνεία και λιγότερο με οργή για την εξαχρείωση των κοινωνικών ηθών στον τόπο μας, την κοινωνική και ιστορική αδικία και τον θάνατο. Από την άλλη πλευρά, η προσκόλλησή του ποιητή σε ηθικές αξίες και αρχές, ο ανθρωπισμός του, η προσήλωσή του στην ομορφιά και κατ’ επέκταση την αλήθεια, τον βοηθούν, βεβαίως, πρόσκαιρα να ισορροπήσει ψυχικά, δεν επιφέρουν, ωστόσο, την πολυπόθητη εσωτερική γαλήνη.
Και είναι για αυτόν ακριβώς τον λόγο που, ενώ θεματοποιείται εμφαντικά η βίαιη εισβολή του εξωτερικού κόσμου στον αφύλαχτο χώρο της ιδιωτικής ζωής και της ύπαρξης, ταυτόχρονα το ποιητικό εκκρεμές εξισώνει το αποτέλεσμα με τη αντίστροφη και, τις περισσότερες φορές, λυτρωτική παρέμβαση της ποιητικής όρασης που μεταμορφώνει τον εξωτερικό κόσμο. Πρόκειται για μια ανατρεπτική, σε πολλά ποιήματα της συλλογής, οπτική, η οποία αφαιρεί από τα πράγματα την κοινή θέα και θέασή τους, βάζοντας στη θέση τους ένα ιδιάζον, λοξό ποιητικό κοίταγμα, το οποίο ως επί το πλείστον αναποδογυρίζει την κοινή λογική και κυοφορεί το θαύμα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η κοινωνική περιθωριοποίηση, η ανέκκλητη φθορά του σώματος, η εξαχρείωση των αισθημάτων, η κοινωνική αδιαφορία, η αδικία, οι σωματικές και ψυχικές πληγές αποτελούν εν τέλει διάφορες εκδοχές της υπαρξιακής ερημιάς και του παράλογου της ιστορίας, που μόνο η ποίηση και ο έρωτας μπορούν έστω και για λίγο να νικήσουν. Οι δύο τελευταίες ενότητες του βιβλίου καταδεικνύουν εξάλλου εμφαντικά ότι μόνο η ποίηση και ο έρωτας δύνανται να προστατεύσουν τον λυρισμό της σκέψης και την παιδική ηλικία, να επιτεθούν στη βαρβαρότητα, στην κατανάλωση των σχέσεων, στην κοινωνική και ιστορική αδικία, στα λογής στερεότυπα, ακόμη και στην ίδια την ποίηση όταν αυτή είναι άσφαιρη. Η ποίηση και ο έρωτας εμφανίζονται, λοιπόν, αιφνίδια στη σκηνή για να βεβαιώσουν τη δυνατότητα ενός ουσιαστικότερου υπάρχειν μέσω μιας ανατρεπτικής ματιάς, η οποία ως επί το πλείστον ανατρέπει το άνοστο περίβλημα της καθημερινότητάς μας.
ΟΙ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ (σ. 44)
Όσοι συνέρχονται
έχουν παραμορφωμένα πρόσωπα
κομμένα μέλη
και τους λείπει το προηγούμενο κοίταγμα.
Βυθίζονται σε ζάλη αφρισμένη
και τα λόγια τους γίνονται πουλιά
που δεν έχουν φωλιές.
Βλέπουν τις σπίθες ως ηλιαχτίδες
τις πληγές ως λάθος του τεχνίτη
και τα θύματα
ως αγγέλους που αποκοιμήθηκαν.
Βλέπουν τη σκηνή του δυστυχήματος
χωρίς τη φρίκη.
Ακριβώς όπως οι επιζώντες
μιας ήσυχης μέρας
-πολλών ήσυχων ημερών.

Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι αυτή η ανατρεπτική όραση δεν περιορίζεται αυτάρεσκα και από απόσταση ασφαλείας στο υπαρξιακό ή στο ιστορικοκοινωνικό πεδίο, αλλά επεκτείνεται με παρρησία και στο πεδίο της ίδιας της ποίησης. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που στο καταληκτικό ποίημα της συλλογής «ΠΗΓΕΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ», αποδομείται ειρωνικά από τη μια το εξιδανικευμένο μοντέλο του ρομαντικού ποιητή, ενός καθαρού, υπερβατικού, όντος, που επικοινωνεί με το θείο και εμπνέεται από αυτό, ενώ ταυτόχρονα προβάλλεται αντιθετικά από την άλλη το ακάθαρτο, γήινο σώμα του πραγματικού ποιητή. Το ποίημα, κινείται, με άλλα λόγια, επιθετικά και εσώστροφα, προς την κατεύθυνση του ίδιου του ποιητή-δημιουργού, αποδομώντας, αφενός, τη ρομαντική και ιδεαλιστική εικόνα του ποιητή ως πολιτιστικώς ορθού κοινωνικού προτύπου για έναν υψηλό πολιτισμό, και αφετέρου τη ναρκισσιστική του ασθένεια.
ΠΗΓΕΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ (σ. 61)
Υπάρχει μια εκκρεμότητα
που αν δεν την πω δεν θα ησυχάσω.
Κάποιος με παρακολουθεί την ώρα που γράφω.
Ένας αγροίκος
τον ακούω να κόβει τα νύχια του
να ξύνεται να χασμουριέται
μετά να σηκώνεται να σπάει αβγά
να κάνει ομελέτα
ύστερα να ανάβει την τηλεόραση
να ρουφά την ημερήσια φρικαλεότητα
μετά να παθιάζεται μ’ ένα ντέρπι
να στυλώνει το τεράστιο πούρο του
να στέλλει δαχτυλίδια καπνού
στο γκρίζο ταβάνι του
που καταρρέει αδιάκοπα.
Δεν με ενδιαφέρει καθόλου η ποίηση
μου λέει, σκίζοντας όλα τα πρωτόκολλα
κατ’ ακρίβειαν την έχω εντελώς γραμμένη
και χασκογελά.
Νομίζει ότι έτσι θα με τσαντίσει
ή θα με κάνει να ασχοληθώ
με κάτι πιο προσοδοφόρο.
Ας πιούμε ένα ποτήρι κρασί, του απαντώ
Κερασμένο από μένα
πάλι μου έδωσες
το καλύτερο ποίημα.
Συνοψίζοντας, η πρόσφατη ποιητική συλλογή του Γ. Χριστοδουλίδη Πληγείσες περιοχές, Γυμνές ιστορίες, αποτελεί ένα ποιητικό χρονολόγιο του αόρατου ρήγματος της ύπαρξης. Σε αυτό τον ψυχικό ιστό ό,τι χάθηκε, κομματιάστηκε και σπαταλήθηκε, δεν αντιπροσωπεύει μιαν ουδέτερη, άχρηστη και αποσημασιολογημένη ύλη, αλλά ένα ακόμη ολοζώντανο σύμπαν, που μολονότι αιμορραγεί ακατάσχετα από κάθε του άνοιγμα, δεν λέει με κανέναν τρόπο να παραδώσει τα όπλα. Για τούτο και η ποιητική του κρυσταλλώνεται σε ένα ξεκάθαρο διπολικό σχήμα: από τη μια η οδυνηρή νοσταλγία ενός οριστικά χαμένου, παιδικού παραδείσου, από την άλλη η επίμονη προσπάθεια του ποιητή να υπερβεί αυτή την απώλεια και να επανακτήσει την αρχική ολότητα. Επιμέρους ενστάσεις σε ορισμένα σημεία του βιβλίου για υπερβολική αναλυτικότητα ή πλατειασμό υπάρχουν, δεν μπορούν ωστόσο, κατά την άποψή μου, να αλλοιώσουν σε μεγάλο βαθμό το συνολικό αποτέλεσμα. Το θαύμα της ποίησης ιχνοβατεί το σκοτεινό βάθος των ανθρώπων και των πραγμάτων και εξακολουθεί να προβάλλει μέσα από τις άπειρες κρύπτες της πραγματικότητας. Όποιος διαθέτει την κατάλληλη όραση το βλέπει.

.

Χαριτίνη Μελισσόβα

Εφ. Θεσσαλία/25/12/2016

Η ποιητική συλλογή του Γιώργου Χριστοδουλίδη, που φέρει τίτλο «Πληγείσες περιοχές», αποτελείται από 35 ποιήματα χωρισμένα σε 5 ενότητες: α) τις παιδικές μνήμες, δικές του ποιητή και των παιδιών του, β) την καθημερινότητα και τα βιώματά της, γ) τα υπαρξιακά ζητήματα, με έμφαση στο θάνατο, δ) τα ερωτικά ποιήματα με θέμα τη γυναίκα και ε) τα ερωτικά ποιήματα με θέμα την ποίηση, που στην ουσία πρόκειται περί ποιημάτων ποιητικής. Ο Γ.Χ. σπάνια λειτουργεί με αφοριστικές προσεγγίσεις στην ποίησή του. Όταν το πράττει όμως είναι καίριος, ευθύβολος, και εύστοχος: «Δεν υπάρχουν γυναίκες χωρίς αλυσίδες / δεν υπάρχουν γυναίκες ικανές να μην τις σπάσουν / και δεν υπάρχουν γυναίκες / που το καταλαβαίνουν πριν τις σπάσουν».

.

Κώστας Τσιαχρής  Φιλολογικές Ματιές 1/1/2017

Με  αυτόν τον  δημοσιογραφικού  ύφους τίτλο  και με μία διάθεση άκρως  διερευνητική, ο δημιουργός αυτής  της συλλογής, έκτης  κατά σειρά, αναζητά  κάτι  σαν πτώμα  πάνω  στην εικόνα   ενός  φαινομενικά     εύρωστου οργανισμού. Και σα να  παίρνει φόρα  από την αθωότητα  της  παιδικής  ηλικίας για να χτυπήσει με δύναμη  και με  το κεφάλι χωρίς κράνος  πάνω στην κολόνα  του θανάτου. Και σα να βγάζει από το συρτάρι του το  γλειφιτζούρι για να πλανέψει  την ανθρωπιά  που κρύβεται στα  ενδιάμεσα στάδια. Και  σα να βγαίνει από τη σύγκρουση  ανέλπιστα  επιζών.

.

GIORGIO TZIMURTAS

ΣΤΙΧΟΙ ΑΠΟ ΚΡΥΦΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ

Στα κρυφά στρώματα της πραγματικότητας, στην πολύμορφη σύνθεσή της και στην απρόσμενη αποτελεσματικότητά της – σ’ αυτές τις βαθιά δρώσες περιοχές διεισδύει η ποίηση του Γιώργου Χριστοδουλίδη. Αποκαλύπτει μυστικές εξαρτήσεις και ασύνειδους μηχανισμούς, απονέμοντάς τους ένα ακριβές γλωσσικό περίγραμμα. Οι στίχοι του είναι διαφωτιστικοί. Το μέσον για την κρίση, τη συνειδητοποίηση, είναι η ίδια η ποίηση με τη διπλή σημασία της λέξης: ως λυρική έκφραση και ως νοηματική ανα-διαμόρφωση του κόσμου.
Προγραμματική σημασία ενέχει το ποίημα «Τελική κρίση», όπου λέει: «Θέλω να σταματήσω να προδίδω την ποίηση./ Να προσθέσω επιτέλους στις λέξεις/ το αληθινό τους νόημα./(…) ΄Υστερα να περιμένω ν’ ακούσω/ το σύρσιμο της σαύρας από τα ερείπια,/ ή το φτερούγισμα του περιστεριού/ μ’ ένα κλαδί ελαίας στο ράμφος. Οι στίχοι μηνύουν επίσης, ότι τόσο η ικανότητα για κρίση όσο και η διαμεσολάβησή τους προϋποθέτουν την ειλικρίνεια της γλώσσας, έχουν ανάγκη τη συμφωνία μαζί της.
Η υψηλής περιεκτικότητας μορφή είναι χαρακτηριστική της ποίησης του Χριστοδουλίδη: «Γράφω σύντομους στίχους, η έκφρασή μου είναι παρά τα συγκεκριμένα γεγονότα, στα οποία αναφέρομαι, συμβολική», εξηγεί ο ποιητής. Τα σύμβολά του διαθέτουν, παρά την σαφήνειά τους, ποικίλα επίπεδα. Στο ποίημα «Τελική κρίση» μπορεί «τα ερείπια» να αναφέρονται σε ένα μακρύ παρελθόν, του οποίου η κληρονομιά θα πρέπει να διευκρινισθεί και να κατανοηθεί εκ νέου. Αλλά εξ ίσου επισημαίνουν πόσο πρόσκαιρη μπορεί να είναι η αρχέγονη δύναμή τους. Η οποία μπορεί να λήξει λόγω του χρονικής φύσεως προορισμού τους ως κτηρίων, λόγω καταστροφής από τον χρόνο ή το ανθρώπινο χέρι.
Το «σύρσιμο της σαύρας» πάνω στην πέτρα διευκρινίζει: Οι τοίχοι που κατέρρευσαν έχουν γίνει ένα μέρος της φύσης. Ως πολιτισμικό, αλλά συγχρόνως και ως αποδεικτικό στοιχείο της ταυτότητας ενός τόπου συγχωνεύονται πια στο τοπίο. Στο εξωτερικό τοπίο, αλλά και στο εσωτερικό, της ψυχής. Εκεί συντηρούν τόνους που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα. Όποιος διαθέτει λεπτή αίσθηση γι’ αυτούς, έχει και τη δυνατότητα να ακούσει και » το φτερούγισμα του περιστεριού/ μ’ ένα κλαδί ελαίας στο ράμφος», την ειρήνη, δηλαδή, που πλησιάζει.
Κι αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό από γενικώς ανθρώπινη, κοινωνική και πολιτική άποψη.
Ο Χριστοδουλίδης , που γεννήθηκε το 1968 στη Μόσχα και εργάζεται στην Κύπρο ως δημοσιογράφος, καλλιεργεί στην ποίησή του και τους τρεις θεματικούς κύκλους: «Είναι όσα βιώνω, αυτά που αποκτούν μορφή στην ποίησή μου. Αποφασιστικές είναι πολλές και διάφορες επιδράσεις και πηγές έμπνευσης,» όπως υποστηρίζει. Όταν έχει την αίσθηση ότι ωρίμασε ο χρόνος για να γράψει κάτι, τότε ακολουθεί αυτήν την τάση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα ποιήματα που δημιουργούνται σε μια τέτοια φάση βρίσκονται και σε κάποια εξάρτηση μεταξύ τους.
«Προσπαθώ να διεισδύσω όλο και βαθύτερα στην ανθρώπινη ύπαρξη». Έτσι καθορίζει ο Χριστοδουλίδης τον στόχο της ποίησής του. Σε σχέση με τα κοινωνικά θέματα λέει: «Προσπαθώ να δώσω φωνή σ’ αυτούς που δεν έχουν. Μέσα από μια παγκόσμια προοπτική». Ως παράδειγμα αναφέρει τους παράνομους μετανάστες. «Το φτερούγισμα του περιστεριού» μπορεί να ερμηνευτεί και με αυτό το νόημα, τη στιγμή μάλιστα που αυτό παραθέτει και στο κρατικό οικόσημο της Κύπρου.
Ο Χριστοδουλίδης αφιερώνεται επίσης και στην κριτική του πολιτισμού, στην απειλή του ανθρώπου από τη ριζική εμπορευματοποίηση του κόσμου. Στο ποίημα «Οι βάρβαροι» γράφει: «Με ξένα χέρια ταξιδεύουμε στο μέλλον/ (…)/ Ασύλληπτοι κραδασμοί/ ηχούν από παντού/ (…)/ Από την απέναντι λεωφόρο/ οι βάρβαροι/ που άλλοτε κραδαίναν ακονισμένα σπαθιά/ με διαφημιστικές πινακίδες/ τώρα θριαμβεύουν.
Από πολιτική άποψη ασχολείται με το πρόβλημα της Κύπρου, τον χωρισμό της πατρίδας του εδώ και πάνω από 34 χρόνια εξαιτίας της κατάκτησης ενός τρίτου της νήσου από τους Τούρκους . Εδώ ωστόσο δεν πρόκειται για θρήνο, αλλά «για διασαφήνιση του τραγικού που δεν γίνεται πια αντιληπτό». Τονίζει πως υπάρχει κίνδυνος, «να συνηθίσουμε σε πολλά πράγματα, που δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. » Ένα σημαντικό δείγμα αυτής του της πρόθεσης είναι το ποίημα «Θα πενθήσω αργότερα», όπου γίνεται λόγος «για προσωρινούς χωρισμούς που γίναν μόνιμοι» και παρακάτω για «όνειρα/ που έμειναν τέτοια».
Στο ποίημα αυτό διαφαίνεται πολύ καθαρά η προειδοποιητική πλευρά της ποίησης του Χριστοδουλίδη, αλλά και η τέχνη τού να καθάρει διά της ποίησης. Παρ’ όλα αυτά ο ίδιος είναι πεπεισμένος ότι: «η ποίηση δεν αλλάζει τον κόσμο». Δεν αποκλείεται ωστόσο «ένας και μοναδικός άνθρωπος να μπορέσει μέσω ενός ποιήματος να δει κάτι τελείως καινούργιο ή και να το συνειδητοποιήσει». Ο Χριστοδουλίδης πιστεύει βαθιά ότι «η ποίηση μπορεί να μας κάνει πιο σοφούς, να μας οδηγήσει σε καλύτερη γνώση του δικού μας εγώ».
Κι αυτό είναι μια εμπειρία που έχει κάνει ο ίδιος: Το πρώτο του ποίημα το έγραψε ο Γιώργος Χριστοδουλίδης στα 13 του χρόνια. Ήταν μια στιγμή που είναι γι’ αυτόν παρούσα ακόμη ως σήμερα. «Επέστρεφα από το σχολείο στο σπίτι πολύ λυπημένος, απογοητευμένος από τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν πως δεν είχα κανένα ιδιαίτερο χάρισμα, που να απέδειχνε ότι διέθετα προσωπικότητα», διηγείται ο ίδιος. Ξαφνικά άρπαξε ένα μολύβι και έγραψε ένα ποίημα. «Διαπίστωσα ότι μπορούσα να γράψω ποίηση. Και άρχισα να γράφω.»
Στην αρχή έγραφε ποιήματα με ομοιοκαταληξία, όπως ήταν η συνήθεια της ελληνικής ποίησης στις προηγούμενες δεκαετίες. Σιγά σιγά προχώρησε σε νέους τρόπους. Η πρώτη του ποιητική συλλογή «΄Ενια» – ο τίτλος είναι ένα γυναικείο όνομα, που όμως όταν προφέρεται μπορεί να σημαίνει και «νόημα» – εκδόθηκε το 1996. Για τη συλλογή αυτή του απονεμήθηκε το κρατικό βραβείο για νέους ποιητές. Πέντε χρόνια αργότερα ο Χριστοδουλίδης τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τον δεύτερο τόμο με ποιήματά του το «Ονειροτριβείο». Η πιο πρόσφατη ποιητική του συλλογή, που παρουσίασε το 2004, φέρει τον τίτλο «Εγχειρίδιο καλλιεργητή». Τα ποιήματα της συλλογής αυτής είναι πιο μακροσκελή από ό,τι στις παλαιότερες, αλλά ο Χριστοδουλίδης παραμένει πιστός στο συμπυκνωτικό του ύφος. Παρά ταύτα διαβαίνει τώρα το μονοπάτι μιας πιο διηγηματικής παρουσίασης.
Ως προς τη μορφολογική τους άποψη, τα ποιήματά του είναι «πάντα ένα καινούργιο πείραμα». Επιδράσεις δέχτηκε εκτός από τη ρωσική ποίηση, την οποία διάβαζε όσο σπούδαζε στη Μόσχα Δημοσιογραφία,καθώς και από την αγγλόφωνη, αλλά και, προπαντός, από τους νεοέλληνες λυρικούς ποιητές: Γιάννη Ρίτσο, Τάκη Σινόπουλο, Νικηφόρο Βρεττάκο και την Κική Δημουλά, που αναφέρει με ιδιαίτερη έμφαση. Ως τυπικά κυπριακά στοιχεία στην ποίησή του ο Χριστοδουλίδης χαρακτηρίζει «όλα όσα παραδίδει η καθεμιά ποιητική γενιά στις επερχόμενες». Έχει εμβαθύνει στους στίχους των Κυπρίων ποιητών, ενώ στα ποιήματα του Κώστα Μόντη και του Μιχάλη Πασιαρδή διαπίστωσε πόσο σπουδαία είναι «η συγκέντρωση στο πιο ουσιαστικό». Αυτό που ο ίδιος θα ήθελε κυρίως να κατορθώσει, είναι » Η απλότητα της ποίησης αφού κατανοηθεί προηγουμένως η πολλαπλότητα της πραγματικότητας».
Σημαντικό είναι επίσης κατά τον Χριστοδουλίδη η επικοινωνία με τον αναγνώστη. Για την αποστολή ωστόσο της ποίησης ο Χριστοδουλίδης μας λέει στο ποίημά του «Ένια»: «(…) τα ποιήματα δεν γίνονται/ για να διαβάζονται./ Για να πεθαίνουν γίνονται/ μέσα στην ομορφιά που αναπέμπει/ ένας ασύλληπτος χρησμός.

.

Δρόμος μεταξύ ουρανού και γης
ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ 

Περιοδικό Άνευ

Με την πέμπτη του ποιητική συλλογή «Δρόμος μεταξύ ουρανού και γης» (χωρισμένη σε δύο μέρη) ο Γιώργος Χριστοδουλίδης ανανεώνει την παρουσία του στον ποιητικό χάρτη της Κύπρου, συνεχίζοντας μια ξεχωριστή ποιητική διαδρομή. Ανήκει στη γενιά των ποιητών που αποκλίνουν από τις θεματικές και τα εκφραστικά μέσα της γενιάς του 1974. Στους νέους ποιητές που σ’ ένα βαθμό «αμφισβητούν» την ποιητική της προηγούμενης γενιάς.

Ο ποιητής επανέρχεται σε θέματα που τον απασχολούσαν στις πρότερες συλλογές του. Ωστόσο, υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων στην οικονομία και συνεπώς την επιδείνωση των κοινωνικών όρων διαβίωσης, η ποίησή του γίνεται αμεσότερη, επικαιροποιείται περισσότερο, καταπιάνεται με ζητήματα που δε χρειάζεται πια να τα αναγάγει από το μερικό και μεμονωμένο στο γενικό και πανανθρώπινο. Τώρα, έχει κανείς την αίσθηση πως ο ποιητής ακολουθεί αντίστροφη πορεία: από το γενικό απομονώνει το μεμονωμένο και με το φακό του εξετάζει αυτές τις αλλαγές. Κι αυτό, γιατί η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού υφίσταται πια τέτοια διάβρωση και έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις με ταχείς ρυθμούς και συνεχώς επιδεινούμενους που απειλεί να μας συμπαρασύρει όλους. Η απόγνωση είναι δίπλα μας, χτυπά και τη δική μας πόρτα.

Βέβαια, αυτό δε σημαίνει πως την ποίηση του Γ. Χριστοδουλίδη μονοπωλεί η κοινωνική θεματική (ιδωμένη με μια λοξή ειρωνική διάθεση). Έχει το μεγαλύτερο μερίδιο, αλλά τον απασχολεί, όπως πάντα, το κυπριακό εθνικό πρόβλημα (και μάλιστα αυτό προτάσσεται στη συλλογή, στα πρώτα ποιήματα), π.χ. στο ποίημα «Για τις Κερύνειες», στο οποίο ασκεί κριτική στους «γνωστικούς» που έχουν ξεγραμμένη την Κερύνεια ή σε ανάλογο πλαίσιο, με πιο έμμεσες παρόμοιες απηχήσεις, κινείται και στα ποιήματα «Ναυμαχίες» και «Επέτειοι». Πάντως, η πραγματικότητα είναι ότι βαρύτητα δίνεται σε κοινωνιολογικά και υπαρξιακά ζητήματα όπως η εκμετάλλευση των οικονομικών μεταναστών και η νοσταλγία τους για τη γενέθλια γη, οι άστεγοι, η διαφθορά και η διαπλοκή της εξουσίας, η κυρίαρχη θέση του χρήματος και του υλισμού στην κυπριακή κοινωνία του νεοπλουτισμού σε αντιδιαστολή με την ανέχεια, την κοινωνική αναλγησία και αδικία, η μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, η φθορά και το γεγονός του θανάτου, ο έρωτας και η αγάπη. Η διεθνής επικαιρότητα, ή οι εμπειρίες από ταξίδια, είναι επίσης ορισμένα από τα θέματα τα οποία επανέρχονται στις συλλογές του Γ. Χριστοδουλίδη (εδώ π.χ. οι πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις στο Ιράκ). Ιδιαίτερα σ’ αυτή τη συλλογή καταπιάνεται με οικογενειακές (και προσωπικές) μνήμες (ενδεικτική είναι η μορφή του παππού στο ποίημα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή) και εμπειρίες. Επιμένει με ευαισθησία και στοχαστική διάθεση στις σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών και κυρίως στον τρόπο ανατροφής τους. Ασκεί κριτική στους γονείς, γιατί έκλεισαν τη μνήμη των παιδιών τους σ’ ένα φιλμ της φωτογραφικής σας μηχανής ή γιατί δεν τα έμαθαν να σηκώνονται όταν πέφτουν («Νουθεσία»). Στο ποίημα «Ανάκτορα Μεγάλου Πέτρου» αναφέρεται στην τραυματική εμπειρία της εγκατάλειψης των παιδιών από έναν πατέρα. Στα παιδιά και στη σχέση τους με τους γονείς γίνεται αναφορά και στα ποιήματα «Πρωινή εικόνα» και «Περί λαθών». Μέσα στα πλαίσια αυτής της οικογενειακής θεματικής εντάσσεται και το ποίημα «Γεγονότα μέσα στα χρόνια των σπιτιών»: Σαν αναρριχητικά φυτά/διεισδύουν μες στα χρόνια μας/τα γεγονότα των σπιτιών.

Συχνά στη συλλογή παρόντα είναι και τα ποιήματα ποιητικής: ο ποιητής συνειδητοποιεί την αδυναμία του να αλλάξει τα κακώς κείμενα, αλλά εκφράζει την ετοιμότητα να συνεχίσει να γράφει («Απελπισία»). Αλλού αναφέρεται στην αποστολή των ποιητών: μέχρι να πρηστούν τα χέρια τους/να αιμορραγήσουν/μέχρι το ορυχείο/να αναβλύσει στίχους/ή να τους καταπλακώσει («Υπόγειες Εργασίες») ή έχει επίγνωση του γεγονότος ότι όσα θα γράψεις και θα πεις στο μέλλον/έχουν ήδη ειπωθεί («Οι περισσότεροι είναι σαν κι εσένα») ή ακόμα αντιλαμβάνεται τη δύναμη της ποίησης, αφού θα σφαλίσουμε σφιχτά σε κάποιο ποίημα/ένα κομμάτι ήλιο λαμπερό/θα το διαβάσουν οι τυφλοί/και θα λάμψει σαν μικρός πυρσός τη νύχτα («Σβήνοντας τα ίχνη επιμελώς»).

Έντονα παρών στη συλλογή είναι ο υπαρξιακός στοχασμός και η εσωτερικότητα. Ο ποιητής συλλογίζεται πάνω σε κορυφαία ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως ο έρωτας, η φθορά, ο χρόνος, η μοναξιά, ο θάνατος και το επέκεινα (π.χ. οι σχέσεις νεκρών/ζωντανών-συχνά αναρωτιέται αν οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι πια έχουν αποδημήσει). Πολλά από τα θέματα αναπτύσσονται με διδακτική, παραινετική διάθεση που παραπέμπει εν μέρει στον Καβάφη («Ο βλαστός»: Έτσι και τη ζωή σου/μην την φυτέψεις όπου να’ ναι/δεν υπόκειται σε μεταφυτεύσεις/ψάξε καλά το έδαφος/τις πιθανές μελλοντικές αναπτύξεις/την πετροποίηση του φυσικού της περιβάλλοντος/κι αν δεν βρεις αυτό που ζητάς/γύρεψε λύση στο νερό). Παρόλα αυτά, ο στίχος του Γ. Χριστοδουλίδη παραμένει νηφάλιος και η ποίησή του χαμηλότονη. Δεν πέφτει στην παγίδα να κραυγάσει και να υψώσει τη φωνή της, παρά τον ιδιαίτερα καταγγελτικό της χαρακτήρα.

Γενικά, ο Γ. Χριστοδουλίδης έχει διαμορφώσει το δικό του προσωπικό ύφος με τον τρόπο που πραγματεύεται τα θέματα και τους ρητορικούς του τρόπους. Η συνομιλία με την ιστορία, η διεθνής επικαιρότητα, η κοινωνική κριτική, η έντονη στοχαστική διάθεση σε υπαρξιακά ζητήματα, η μνήμη, η ειρωνεία και ο σαρκασμός ορισμένες φορές, η επανάληψη, η αμφισημία είναι χαρακτηριστικά της ποίησής του.

.

Χρήστος Μαυρής

ΧΑΡΑΥΓΗ 8 Ιουλίου 2013

Η ποίηση των κοινωνικών αδιεξόδων

Η τραγωδία του Ιούλη του 1974 δεν έχει περάσει, όσο θα έπρεπε, και στην νέα ποιητική συλλογή (η έκτη στη σειρά) του Γιώργου Χριστοδουλίδη, που τιτλοφορείται «Δρόμος μεταξύ ουρανού και γης» που εκδόθηκε το 2013, στην Αθήνα. Φυσικά, η τραγωδία του 1974 (πραξικόπημα-τουρκική εισβολή- νεκροί-αγνοούμενοι-προσφυγιά) δεν έχει περάσει ούτε και στην ποίηση των άλλων, νεότερων ποιητών της Κύπρου. Και αυτό, εν μέρει, είναι δικαιολογημένο λόγω της αποστασιοποίησης από τα τραγικά αυτά γεγονότα αλλά και λόγω έλλειψης, νομίζω, βιωμάτων, εφόσον οι περισσότεροι ήσαν τότε σε μικρή ηλικία ή, κάποιοι, ίσως να ήταν και αγέννητοι. Συνεπώς δεν έζησαν τη φρίκη του πολέμου και τις δύσκολες μέρες που ακολούθησαν για τον κυπριακό λαό, για να τα καταγράψουν στην ποίησή τους. Κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες που γίνονται στις μέρες μας, από την πλευρά αυτών των ποιητών, όπως διαπιστώνω, δεν καταλήγουν ή, καλύτερα, δεν μετουσιώνονται σε ποιητική τέχνη.
Με άλλα λόγια, η Ιστορία ή τα ιστορικά γεγονότα είναι μονίμως απόντα από την ποίησή τους, σε αντίθεση με τις προηγούμενες γενιές των Κυπρίων ποιητών, δηλαδή τη γενιά του 1974 και του 1960, που η Ιστορία αποτέλεσε την νερομάνα για την ποίησή τους.Με αυτό εννοώ πως το κέντρο της ποίησης των νεότερων ποιητών δεν είναι η Ιστορία. Το κέντρο της ποίησής τους είναι η ανθρώπινη κοινωνία που, χάρη στην εξέλιξη της Τεχνολογίας, τώρα μπορούν να την παρακολουθούν και να την εποπτεύουν σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας.Μία παγκόσμια κοινωνία που, στο σύνολό της, μαστίζεται από πολέμους και εμφύλιες διαμάχες, από την οικονομική κρίση και τη φτώχεια, με αποτέλεσμα ναείναι γεμάτη με άστεγους και πεινασμένους, με πρόσφυγες και κατατρεγμένους, με άρρωστους και εξαθλιωμένους! Μια κοινωνία που οδηγεί τα μέλη της συνεχώς σε αδιέξοδα, χωρίς να μπορεί να τους προσφέρει έστω και μία αχτίδα ελπίδα ή κάποιες στιγμές χαράς, με την κατάσταση αυτή να επιδεινώνεται ολοένα και περισσότερο. Ακριβώς, μέσα σε αυτά τα κοινωνικά αδιέξοδα καλούνται ναεπιβιώσουν σήμερα οι Κύπριοι ποιητές, παλαιότεροι και σύγχρονοι.Μαζί τους ασφαλώς και ο Γιώργος Χριστοδουλίδης που η μέχρι σήμερα ποιητική παραγωγή του τον κάνει να ξεχωρίζει σαν ένα από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της νεότερης ποιητικής γενιάς και που η νέα ποιητική συλλογή του, όπως διαπιστώνω, είναι βουτηγμένη μέσα στο ανθρώπινο υπαρξιακό δράμα.
Δηλαδή, αποτελείται από ποιήματα που τα θέματά τους είναι καθημερινά και ανθρώπινα, συνεπώς είναι εμποτισμένα με πόνο και πίκρα. Εκείνο όμως, που ξεχωρίζει έντονα στη νέα συλλογή του και σε κάνει να το προσέξεις με ιδιαίτερη ματιά, είναι το γεγονός πως τα περισσότερα ποιήματά του αφορούν θέματα που, εκ πρώτης όψεως, μπορεί να θεωρηθούν δευτερευούσης σημασίας από τους αναγνώστες του, άρα ασήμαντα και ανούσια, (όπως π.χ. η πρωινή συνομιλία με ένα υποτιθέμενο παππού του), με αποτέλεσμα να διερωτώνται αν άξιζε τον κόπο να ασχοληθεί ο ποιητής με αυτά τα θέματα. Όταν ολοκληρώσεις όμως την ανάγνωσή τους, θα διαπιστώσεις πως στο βάθος τους, (ειδικά όπως προσέγγισε και ανέπτυξε τα θέματά του ο Χριστοδουλίδης), αυτά τα χαμηλόφωνα ποιήματα, με στίχους που μοιάζουν σαν καθημερινές κουβέντες, είναι γεμάτα ουσία και πανανθρώπινα μηνύματα. Σίγουρα όμως, αυτό δεν μπορεί να το καταφέρει ο οποιοσδήποτε. Γιατί, αυτή η προσπάθειά του Χριστοδουλίδη, είναι μεν μια δουλειά αξιόλογη αλλά συνάμα είναι και πολύ δύσκολη, όχι όμως ανώτερη των δυνάμεων και του ταλέντου του. Και, βέβαια, θέλει μεγάλο ταλέντο να μετατρέψεις ένα ασήμαντο γεγονός ή ένα ασήμαντο θέμα σε ποίηση και μάλιστα, μερικές φορές, σε μεγάλη και ενδιαφέρουσα ποίηση! Ο Χριστοδουλίδης όμως, όπως διαφαίνεται μέσα από την παρούσα συλλογή του, διαθέτει ταλέντο και μάλιστα με το παραπάνω. 

.

Δρ Νίκη Κατσαούνη

‘’Δρόμος Μεταξύ Ουρανού και Γης’’: Μια Ποιητική Συλλογή Ως Απόπειρα Αυτοστέγασης

’Εάν το αίτημα των φυσικών και φιλοσοφικών αναζητήσεων του ανθρώπου είναι να εννοήσει ο άνθρωπος τον Κόσμο, η τέχνη αντιστρέφει αυτό το αίτημα. Το τρομαχτικό αίτημα που θέτει η τέχνη είναι, να εννοηθεί ο άνθρωπος από τον Κόσμο’’. Γιώργος Χειμωνάς ’Έξι Μαθήματα για τον Λόγο’’, Ύψιλον, 1984 σελ. 122.

‘’Ευλογημένοι όσοι διατηρούν την αυθεντικότητα τους. Ευλογημένοι όσοι διασώζουν τα καλύτερα εδάφη της ψυχής τους’’. Γιώργος Χριστοδουλίδης, FB, Σεπτ. 2013.

TO ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΩ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΩ από εκεί που έμεινα, που διέκοψα μάλλον, πριν από δέκα σχεδόν χρόνια όταν έκανα την παρουσίαση της δεύτερης Ποιητικής Συλλογής του Γιώργου Χριστοδουλίδη, το ‘’Ονειροτριβείο’’, με ένα κείμενο που είχα όχι μόνο ξεχάσει ολότελα και αφασικά, αλλά και χάσει από προσώπου γης ως ‘’λέξη και ως πράγμα’’. Το είχε κρατήσει και μου το έστειλε ηλεκτρονικά ο Γιώργος τις προάλλες. Με τίτλο ελαφρά συντετμημένο, για σας, να λέει ‘’Μια Ανά-Γνώση’’ στην ‘’Εργώδη Αμφι-λογία του Γιώργου Χριστοδουλίδη ’’, ανα-γνώρισα τον χρόνο εκτός χρόνου όπου κατοικοεδρεύει συνήθως λάθρα μια άλλη (αλλά πάλι) ‘’τάξη’’ πραγμάτων που ο Φουκώ στο Οι Λέξεις και Τα Πράγματα δεν κατονομάζει μονολεκτικά αλλά περιγραφικά : ‘’’Ετσι, σε κάθε πολιτισμό, ανάμεσα σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε διατακτικούς κώδικες και στους στοχασμούς για την τάξη, υπάρχει η γυμνή εμπειρία της τάξης και των τρόπων ύπαρξής της’’. Σ’ αυτή την κατά-τάξη η λογοτεχνία μπορεί νάναι το διάμεσο, γι αυτό είναι βατή ως μια ‘’τεχνική’’ αντίληψης των πραγμάτων, αλλά και ως μετέχουσα μιας οιονεί ερμηνείας τους. Λέω τεχνική γιατί η ανά-γνωση προϋποθέτει μια μαθητεία, ένα εργαλείο που διαφέρει από κείνο της συμβατικής αποκωδικοποίησης.

ΑΣ ΘΕΣΟΥΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ σαν μια υπόθεση εργασίας: Πώς μια ποίηση /λογοτεχνία γίνεται κατανοητή από τον ίδιο αναγνώστη που δεν είναι πια ο ίδιος, όπως δεν είναι ο ίδιος ο δημιουργός της; Άρα, δε μιλούμε καν για την ίδια λογοτεχνία. Ας ξεσκαρτάρουμε τα στερεότυπα του τύπου, ‘ο Χριστοδουλίδης ασχολείται με θέματα της επικαιρότητας, κοινωνικά προβλήματα και συγκαιρινές του ανησυχίες’. Αυτό δεν τον διακρίνει από έναν άλλο λιγότερο ή περισσότερο, ή διόλου ‘’Χριστοδουλίδη’’. Και: από πού κι ώς πού εσείς κι εγώ που ξέρουμε την ποίησή του εδώ και χρόνια, ή αποκτούμε τώρα μια εξοικείωση μ’ αυτή, μπορούμε να διακρίνουμε και να συγκρίνουμε αυτή τη γραφή με τον εαυτό της, ως ανήκουσα στο παρελθόν και ως μετέχουσα στο μέλλον;

Π.χ. Οδύνη (σελ. 32). ‘’Είμαι ο Μιχάλης Παπάς./ Σας διαβάζω τακτικά./ Είδα πριν λίγο τις ειδήσεις. / Είχα στείλει ένα άρθρο κάποτε./Πρότεινα να γίνει μια γερουσία σε κάθε πόλη./Να αποφύγουμε έτσι την οριζόντια ψηφοφορία./ Είμαι ο Μιχάλης Παπάς./Γράφω για τα Νέα της Πάφου./ Είμαι συνδρομητής σας./Νομίζω ότι είναι μια καλή ιδέα./Ήμουν εκπαιδευτικός./Να περιμένω να δω αν θα γράψετε κάτι;/Αύριο ή μεθαύριο;/ Είμαι μέλος του κόμματος/Σας ευχαριστώ./Καληνύχτα σας/’’. (Από το ‘Ονειροτριβείο’ 2004).

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ. Δεν σημαίνει καθόλου το ίδιο, αυτό το ποίημα στον ποιητή του, ούτε σε μένα τον αναγνώστη του, σήμερα σαν ποίημα και όχι σαν συμβάν. Ούτε ο δάσκαλος στο μάθημα της ανάλυσης θα το αναλύσει το ίδιο οξόν κι αν είναι ένας κακός φιλόλογος. Και πάλι δεν μπορείς να παπαγαλίσεις το Είμαι ο Μιχάλης Παπάς, έστω κι αν το αποστηθίσεις. Τι κάνουμε με τους κλασικούς θα ρωτήσεις. Τον Όμηρο, λχ. τους Τραγικούς, τον Αριστοφάνη, ή και τον Μένανδρο… Ο Φουκώ θα σου απαντήσει για την κλασική σύνδεση πράγματος με τη λέξη πριν την αποδόμηση σημαίνοντος από το σημαινόμενο. Ο Καβάφης όμως δεν είναι διόλου ‘κλασικός’ κι ας κλασικίζει γλωσσικά. Η γλώσσα του ήταν πολύ κοντά στην Ελληνιστική κοινή που διαδέχθηκε την Αττική. Αυτή καθιερώθηκε όταν ο Μεγαλέξανδρος κατάκτησε την Ανατολή (βλ. George Thomson ‘’H Eλληνική Γλώσσα Αρχαία και Νέα ‘’Διαλέξεις για τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό σελ. 53) γι αυτό και η Κωνσταντινοπολίτικη καταγωγή του είναι όχι μόνο αναγνωρίσιμη, από τον υποψιασμένο αναγνώστη, αλλά και καύχημα του ίδιου. Μάλλον λάθος είναι αυτό που μαθαίνουμε στο λύκειο ότι ο Καβάφης διαιρείται στερεότυπα σε ιστορικό, φιλοσοφικό, ερωτικό. Η ποίηση είναι πάντοτε οι τρείς αυτοί ή/και άλλοι χώροι, αδιαχώριστοι. Μετέχει και των τριών (ή περισσότερων) αυτών ‘τάξεων’ ως μία σύν-τάξη, τουλάχιστον στη σύγχρονη εποχή, και όχι με την αρχαία ελληνική κωδικο-ποίηση, όπου σημαίνον και σημαινόμενο ήταν μαζί σ΄ένα αυστηρά αποκλείον ό,τι άλλο ‘’εκτός εαυτού’’ σημείο. Δεν είναι μάλλον, λοιπόν, η λογοτεχνία ένα διάμεσο από τη μια, πραγματικότητας, ιστορικής, συμβατικής γλώσσας και κωδικών, και, φιλοσοφικής ερμηνείας, από την άλλη; Είναι το σημαινόμενο, άραγε, ως πρωτεύον, εδώ, στη λογοτεχνία; Είναι αυτό που λέει ο Χειμωνάς ότι η λογοτεχνία ως τέχνη ορθώνεται με αίτημά της να εννοηθεί ο άνθρωπος από τον κόσμο;

ΔΕ ΓΝΩΡΙΖΩ ΠΙΟ ακραία επιστημονική και φιλοσοφική απαίτηση από το δέον του Χειμωνά: Αίτημα της τέχνης να γίνει αντιληπτή από τον κόσμο και όχι τ’ αντίστροφο. Πάντα διαβάζω Χειμωνά από άλλα βιβλία, από άλλες γραμμές, από άλλες χώρες, και μου βγαίνει ο ίδιος, από άλλο δρόμο, πάντα από λοξοδρόμημα. Πάντα ο ίδιος – ατελεύτητος. Διαβάζω τον Χριστοδουλίδη το ίδιο, μ΄ένα φακό που διαθλά το χρόνο, αλλάζει τον τόπο, αλλάζω και εγώ ως αναγνώστης, και βρίσκω πως ο Γ. Χρ. είναι επακριβής σαν πείραμα που επαναλήφθηκε πολλές φορές για να δώσει το ίδιο ΟΕΔ, την ίδια επαλήθευση: ενός ανθρώπου που αιτείται να κάνει την ανά-γνώσή του κατανοητή από μένα – qua ‘’κόσμο’’.

ΝΑΙ ΑΛΛΑ ΠΩΣ ΑΝΑ-ΓΙΓΝΩΣΚΩ, πώς ανα-γνωρίζω τον Γ. Χρ. όταν οι θέσεις των λέξεων προς τα πράγματα έχουν αποσυντεθεί, και νέα σημαινόμενα συνωθούνται στα παλιά σημαίνοντα, στον ίδιο αριθμό σελίδων του βιβλίου δομώντας νέα ανεξερεύνητα, black holes and baby universes; Πώς εγκυρώνεται η ισχύς της επικαιρότητας του Γ. Χρ ως διαχρονική και οικουμενική σε ένα διαρκές δείγμα δομής που ρέει διαρκώς, σ’ ένα σώμα κατατετμημένης ποίησης που παραμένει αρτιμελές; Σαν ένα πλανητικό σύστημα στην επεκτατική του φάση άρα που δεν γερνά, που αναμιμνήσκεται, μόνο ανά-δρομα, αλλά δεν γυρνά οπίσω και δεν γιγνώσκει εμπρός; Δε ξέρω αν υπάρχει ποίηση ‘’επίκαιρη’’ κι ας γράφει ό,τι θέλει ως breaking news και περιστασιακό: ‘’Το Φορτίο’’. (Από ‘Το Απραγματοποίητο’. 2010. Σελ. 43). Δε ξέρω ποίηση νέα, δεν ξέρω ποίηση ηλικιωμένη, δε ξέρω ποίηση ατσαλάκωτη και σιδερωμένη. Δε ξέρω ποίηση πεποιημένη. Πεπατημένη. Ξέρω ποίηση ανα-ποιουμένη. Επ-ανα-ποιουμένη.

‘’…Το ουράνιο τόξο αφοπλίστηκε./Του αφαιρέθηκαν τα βέλη και επιδιορθώθηκε η καμπυλότητά του/μην εκληφθεί ως όπλο μαζικής καταστροφής// Γ.Χρ. ‘’Εγχειρίδιο Καλλιεργητή’’, 2004.

-Γράφει ο Γιώργος Χειμωνάς: ‘’Η αναγκαιότητα…σύζευξης του ολικού με το ειδικό επιβάλλεται, ενίοτε γεννάται, από το πρώτο το ολικό. Αυτό θα μπορούσε, αρκετά ‘’επικά’’ είναι αλήθεια να αποκληθεί και φαινόμενο Κυναίγειρου: η ολόθυμη αγωνία του ήρωα να συγκρατήσει το περσικό πλοίο δεν ανακόπτεται από την απώλεια των φυσικών του οργάνων για να το πετύχει, δηλαδή των χεριών του. Ο Κυναίγειρος εντέλει θα χρησιμοποιήσει ένα άλλο αρπαχτικό όργανο: τα δόντια του. Το θέμα είναι πάντα ότι το πλοίο δεν πρέπει να φύγει (: να ένας πολύτιμος ορισμός για τον λόγο της τέχνης).’’

ΚΟΙΤΑΤΕ ΤΩΡΑ ΤΗΝ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ σύμπτωση στην αναφορά στον Κυναίγειρο στο ‘’Ναυμαχίες’’ σελ. 12, ‘’Δρόμος μεταξύ Ουρανού και Γης’’ του Γ. Χριστοδουλίδη, που εικονογραφεί ακριβώς ιστορικά και φιλοσοφικά το σχόλιο του Χειμωνά για τον Κυναίγειρο. Από το ‘Ολικό’, βεβαίως, που πολλαπλασιάζει ακόμα και τον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα στον Χριστοδουλίδη: ‘’Θα υπάρχουν πάντοτε/καράβια που πάνε/και καράβια που έρχονται/ Μαραθώνες και Σαλαμίνες/γι’ αυτό/ θα προκύπτει πάντοτε/ κάποιος Κυναίγειρος/με τα πελώρια χέρια του/ν’ αρπάζει το περσικό πολεμικό/να το κρατά ακίνητο/ και όταν του κόβουν τα χέρια/να το συγκρατεί με τα δόντια του/και όταν του συνθλίβουν το σβέρκο/(για να ξαπολήσει επιτέλους)/τα δόντια του να βυθίζονται/το ξύλο της πλώρης/και να μένουν εκεί βυθισμένα/μέχρι να λιώσει πρώτα το ξύλο/και μετά τα δόντια του//. Η σωματικότητα είναι για τον Χειμωνά σημαντική, είναι γιατρός και ποιητής, η σωματικότητα δεν αφίσταται της τελικής ‘’παραγωγής’’ ενός έργου τέχνης. Γι’ αυτό η τέχνη έχει βρεί το αντίκρισμά της στον έρωτα, όσο υπερβατικός ή μεταφυσικός , από τον Καβάφη και πίσω στο Τροπάριο της Κασσιανής και πιο παλιά, στην κλασική Σαπφώ, όπου η ποίηση ενέχει το σημείο στην ολότητά του, όταν το άτομο δεν είχε διασπασθεί από το κοινωνικό σύνολο.

ΤΕΛΕΙΩΝΩ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ αυτή του Γιώργου Χριστοδουλίδη, με μια απορία με την οποία ξεκίνησα, και που κατέφυγα στον Gaston Bachelard για να με βοηθήσει: στο ωραίο σύγγραμμά του ‘’Η Ποιητική του Χώρου’’, (Εκδ. Χατζηνικολή σελ. 31) εξετάζει με ‘’ποιο τρόπο ριζωνόμαστε σε μία γωνιά του κόσμου…γιατί το σπίτι είναι η γωνιά μας μέσα στον κόσμο’’…’’όπου επιτρέπεται (…) σε όλους, πλούσιους ή φτωχούς να ονειροπολούν’’. Ο Γ. Χρ. πρέπει να μου έδωσε όσο κανένας ποιητής, αν πάρω τη γενιά μου, που όλοι γράψαμε το κοντό μας και το μακρύ μας μετά το ’74, ΤΟΣΟ, το βαθύ μαχαίρωμα του ξεριζωμού, της προσφυγιάς, της απουσίας εστίας, στέγης, ‘νιστιάς’, στέγασης, αυτοστέγασης: αυτές τις δύο τελευταίες λέξεις έγραψα κλείνοντας το τελευταίο του βιβλίο, ‘Μεταξύ Ουρανού και Γης’, σ΄ αυτό το αστέγαστο στέγαστρο μεταξύ, αναξέοντας μια πληγή που νόμιζα δεν έχει άλλο αίμα να αιμορραγεί. Ο Γ. Χρ. όχι μόνο εμμένει στο ολικό, στο μαζικό, το οικουμενικό, με τον ιδικό του, ειδικό τρόπο, τον απόλυτα ατομικό, αλλά το κάνει στο διάκενο, χωρίς δίχτυ ασφαλείας, χωρίς ανήκειν, χωρίς έρεισμα κανένα, παρεκτός μια καρδιά διάτρητη, διαμπερή, όπου μπαινοβγαίνουν οι θύελλες του τόπου του/μας που έγινε μια δυστοπία, οι τυφώνες των μακρινών Ηπείρων, τα πάθη του Οδυσσέα και του Καβάφη χέρι χέρι με τον Μπουκόφκι που του αρέσει αλλά δεν του μοιάζει δεν μοιάζει με κανένα μας, μα είναι ένα παιδί που δεν είχε την πολυτέλεια της στέγασης στον κόσμο που ονειρεύεται. …Mακάρι να μπορούσε να το πει σαν τον άλλο ποιητή τον Τάκη Σινόπουλο που αγαπά: ‘’ Εδώ γεννήθηκα./Εδώ μεγάλωσα. Λοιπόν αυτά μου χρειάζονται/για την οργή μου και την περηφάνια μου./Για να κρατήσω και να κρατηθώ./Δεν έχω θεούς. Και δε φοβάμαι’’//.

Αυτό-στέγαση αιτείται ο Γιώργος Χριστοδουλίδης στεγάζοντας με επίγνωση ένα τσούρμο άστεγους, εμάς, που ψάχνουμε μια μαρτυρία της εξορίας και της ξενιτείας, που είναι η Κύπρος. Ο Γ. Χρ. μας φιλοξενεί. Πολλούς συνωστισμένους, σαστισμένους, μέσα σ’ ένα κόσμο στον οποίο Κύπριοι και ξένοι πιο δικοί από τους δικούς, αναγνωρίζουμε την απουσία μας, και την απόστασή μας. Μα απ΄ όπου ο ίδιος είναι το ίδιο ξενωμένος. Πώς σκέφτεται το μέλλον;;; Τι ονειρεύεται για αύριο;

‘’Θα υπάρχει πάντα μια οφειλή/ γιατί δεν έγινες παράθυρο/γιατί δεν έγινες το φως/ για κείνους.’’

-Παράθυρο; Φως; Δυο λέξεις πριν την ου-τοπία την απανταχού σκεπή του κόσμου, που λέγεται ψιθυριστά, πια, συνωμοτικά, σαν βλασφημία, βλοσυρά, ασθματικά, σαν δυσθυμία: (ελευθ—ελευθερ— ελευθερία—θερία)…

ΝΚ Σεπτ. 25, 2013

.

ΤΟ ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟ
Μιχάλης Παπαντωνόπουλος

«Έρχεται καλή σοδειά»… ή μάλλον ήρθε

Το απραγματοποίητο είναι μία από τις δυνατές εκφορές των μικρών θανάτων που δοκιμάζει ο άνθρωπος στην τριβή του με την καθημερινότητα. Στην περίπτωση του Γιώργου Χριστοδουλίδη και της τέταρτης ποιητικής συλλογής του, το «απραγματοποίητο» είναι η ανθρωπολογία της ποίησής του. Κι είναι πολλοί οι τρόποι που μπορεί να μετέλθει ο άνθρωπος προκειμένου να επιμεληθεί το χάσμα της πλήρωσης ή την ήττα του.

Το Απραγματοποίητο του Γ. Χριστοδουλίδη κινείται όχι προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά εντός της ίδιας μίας κατεύθυνσης, σαν να διερευνά την πληγή που σκάβει το συγκεκριμένο στοιχείο στην ανθρώπινη συνείδηση και το σώμα της ύπαρξης. Και μέσα σε αυτά τα όρια μεταλλάσσεται διαρκώς: άλλοτε ως αποκομμένος ποταμός από την πηγή του, πότε ως συντριβή στο αδιατάρακτο της πραγματικότητας, αλλού περνώντας τη γραμμή του ανεπίστρεπτου ή φέγγοντας τον δικό του ήλιο κρυμμένο σε ασημάδευτη θάλασσα.

Κι όμως, παρά τον λυρισμό της, η ποίηση του Χριστοδουλίδη δεν αναπτύσσεται με όρους ατομικής ψυχολογίας. Βαθιά στο ποίημα εργάζεται μια μεταφυσική του αισθητού, η οποία μετουσιώνεται σε εικόνα. Για την ακρίβεια, σε ακτινογραφία της εικόνας. Θα έλεγα πως το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην ποιητική φωνή του Χριστοδουλίδη έγκειται ακριβώς σε αυτήν τη συνθήκη: στη διαδικασία που παράγει την εικόνα και όχι στην εικόνα αυτή καθαυτή παρά τη χρήση υπερρεαλιστικών και εξπρεσιονιστικών ρητορικών ελιγμών, στους οποίους οφείλεται εν πολλοίς και η έντονη εικονοποιία του ανά χείρας βιβλίου.Η αντιμετώπιση του ποιήματος ως διαδικασία παραγωγής εικόνας μετατρέπειτο καλλιτεχνικό δημιούργημα σε αντικείμενο. Υπό την έννοια πως ο Χριστοδουλίδης οικοδομεί την καλλιτεχνική του επικράτεια στη βάση της δύναμης που διαθέτουν οι μορφές των αντικειμένων, η παρουσία και η χρήση των οποίων προσδίδει πολιτικό περιεχόμενο στα συγκεκριμένα ποιήματα. Μην φανταστείτε όμως ούτε κάποιο είδος στρατευμένης τέχνης ούτε ένατυποποιημένο βίωμα υπό τη μορφή συνθήματος ή σλόγκαν. Στην προκειμένη περίπτωση, η πολιτική υπόσταση των ποιημάτων είναι ζήτημα αντικειμένων, όπως αυτά εκφέρονται με μόνη διαμεσολάβηση τη λέξη και κατ’ επέκταση όπως περιγράφουν το κοινωνικό και ιστορικό περιβάλλον από το οποίο προέρχονται και στο οποίο ανήκουν αμετάκλητα.

Στην κρίση μου, η μόνη αίσθηση απραγματοποίητου που μένει μετά την ανάγνωση του τέταρτου ποιητικού βιβλίου του Χριστοδουλίδη, αφορά την έλλειψη τόλμης ως προς τη μορφή των ποιημάτων, η οποία θα όξυνε την εντύπωση του αντικειμένου ποιήματος. Γιατί στο σύνολό της, η παρούσα συλλογή είναι η επιτομή της μέχρι τώρα λογοτεχνικής παρουσίας του

Γ. Χριστοδουλίδη στα νεοελληνικά Γράμματα.

Ενδεικτικά:

Του είπαν/ ότι σαν έκαναν μπάνιο/ στη θάλασσα της Καρπασίας/ είδαν να περνάει σαν νέφος/ στα χωράφια/ μια αγέλη γαϊδάρων./ Στη γεωγραφία/ η χερσόνησος είναι κοντά/ μας χωρίζει μόνο ένα ρήγμα/ που δεν καταγράφεται στις κλίμακες./ Πολλοί παραπατούν και πέφτουν/μες στο βάθος του/ ακολουθώντας τον αντίλαλο/ της συνείδησής τους./ Το πρωί σηκώνονται/ και πάνε στη δουλειά τους/ χωρίς γρατσουνιές/ σαν να μη συνέβη τίποτα.

(Αβρόχοις ποσίν, σελ. 47 του βιβλίου) (φιλελεύθερος, 3/7/2010)

.

ΟΝΕΙΡΟΤΡΙΒΕΙΟ
Νίκη Κατσαούνη

Μία Ανά – γνώση

Η εργώδης αμφιλογία του «Ονειροτριβείου» του Γ. Χριστοδουλίδη

                                                         «Πάνε τα μικρά μυστικά

                                                            στα πρόθυρα του μεγάλου μυστηρίου».

                                                                                                   Γιάννης Ρίτσος

Α. Ο λόγος δυνατόν να λογισθεί ως η πρώτη αυθαιρεσία, η πρώτη

αυτο – αν-αίρεση του Λόγου, αφού ‘εκείνο’, η λέξη, που λέγεται πουθενά συγκαταλέγεται. Ως ‘πράγμα’ δεν υφίσταται. Ο λόγος αφίσταται (των πραγμάτων) .Της πραγματικότητας. Το σημαίνον, η λέξη, συναινετικά δηλεί πράγμα ή μη – πράγμα, που αυτό σημαίνεται. Συνιστά, άραγε αυτή, η πρώτη αυθαιρεσία, μια τρέλα, ή ένα παρα -λογισμό; Αν ακούσουμε τον Μισέλ Φουκώ (*1) θα εννοήσουμε, από τον εξοβελισμό της τρέλας, ως ομιλίας με την απόσπασή της από την εν γένει γλώσσα, και τον σταδιακό αλλά καθ – οριστικό, αποκλεισμό και εγκλεισμό της σε ψυχιατρεία (κλειστά ή ανοικτά), την ποίηση ως εξορία μιας άλλης ομιλίας, παραβασιακής επίσης, στα δικά της γκέττο: Το βιβλίο, το χαρτί, το ταβάνι, το τραπέζι, το δρόμο, τα ρούχα, τα αισθητήρια όργανα του ποιητή. Άντε και μια αίθουσα (αναμονής, καθ’ οδόν προς την θεραπεία), όπου οι παραβάτες του κανονικού λόγου θα ελευθεροποιηθούν έντινι μέτρω, ‘έμμετρα’, ακόμη καλύτερα, αλλ’ ύστερα θα οδηγηθούν στην «πραγματικότητα» των πραγμάτων, θα προ(σ)χωρήσουν στην αποθεράπευοη (της γλώσσας). Θα επανενωθούν με τα πράγματα σε μία και μόνη πραγματικότητα. Θα εκκενωθούν από την παραβατικότητα για να ενταχθούν στην εμπράγματη ταξινόμηση της κυρίαρχης γλώσσας (τάξης). Του επιτρεπόμενου λόγου. Σαράντα ακριβώς χρόνια μετά από τις προβλέψεις του Φουκώ, «οι νευρώσεις ανήκουν», ήδη, «στις συστατικές μορφές (και όχι στις παρεκκλίσεις) της κοινωνίας μας».   -Με άλλα λόγια, πώς γίνονται σήμερα κατανοητές και εύληπτες, ως διάλεκτοι μιας παγκοσμιοποιημένης, κοινής γλώσσας, οι ομιλίες του Μίτους και των Ταλιμπάν; Και παράγουν, μάλιστα, «έργο», εικονογραφημένο και επαυξημένα σχολιασμένο από το CNN, που μας κάνει να τρέχουμε, περιδεείς, να προλάβουμε κι εμείς στην ολοκλήρωσή του;

Β. ΑΣ ΔΑΝΕΙΣΤΟΥΜΕ από την κοινή μας παρακαταθήκη: Μιαν ανά – γνώση, άλλωστε υπαινίσσεται ο Γιώργος Χριστοδουλίδης, σε μιαν εργώδη αμφιλογία που εκρέει από το Όνειροτριβείο’ του. Ας δανειστούμε από την ενδοσκόπηση ενός άλλου ποιητή, του Γιώργου Χειμωνά, για να ανά – γνώσουμε τον Γιώργο Χριστοδουλίδη. Ο λογοτεχνικός λόγος, συνιστά για τον Χειμωνά, «την ικανότερη διάλεκτο να αποτυπώνει τη μείζονα ασάφεια του Πράγματος, εξοικονομώντας την ελάσσονα σαφήνεια της Ομιλίας.» (Τα πλάγια είναι του συγγραφέα) (*2). Αν η ασάφεια του Πράγματος αποτυπωνόταν με μια τεχνητή σαφήνεια, τότε θα είχαμε τις άλλες τρεις λειτουργίες του λόγου: την συμβατική, την επιστημονική, την φιλοσοφική. Η ελάσσων σαφήνεια, όμως, που αναφέρεται από τον Χειμωνά, προαγγέλλεται με τη λέξη «εξοικονομώντας», που δηλώνει αφαίρεση, στη λογοτεχνία, και μάλιστα το ίδιο «τεχνητή». Η αφαίρεση (οικονομία) στην τέχνη γενικά, στη λογοτεχνία και ειδικώτερα στην ποίηση, είναι εκείνη που επιτρέπει την «αμφιλογία». Η λέξη «τεχνητή», δε σημαίνει «επιδιωκόμενη», όμως, ή ψιμύθιο και πρόσθετο διάκοσμο. Διά – κοσμος είναι οντολογικά, από τη «φύση» της, η ποίηση έτσι όπως εκτείνεται στο μεσοδιάστημα μεταξύ πράγματος – νοήματος, συνειδητότητας – ασυνειδήτου, εγρήγορσης – ονείρου. Ο πρώτος λόγος στην Ελλάδα ήταν ο ποιητικός. Ο χρησμός εγκιβώτιζε αυτή την αμφιλογία, η Πυθία απαντά, ανοίγοντας νέα ερωτήματα με τους γρίφους της Σφίγγας: «Πόσων χρονών είναι ο άνεμος;» Ερωτά ο Γ. Χριστοδουλίδης, («Αγνοούμενος χρόνος», σελ. 29).

Δεν υπάρχει πιο θεία βλασφημία, μεγαλύτερη ύβρις στη θεούσα κυρίαρχη γλώσσα της επικαιρότητας απ’ αυτή του Χειμωνά: «Την συνείδηση του ανθρώπου χρησιμοποιεί ο κόσμος για να υπάρχει… Γιατί καμιά άλλη γνώση στη φύση δεν είναι ικανή παρά μόνο του ανθρώπου, για να παρίσταται στον κόσμο και να τον εννοεί».

«Πίσω απ’ το πράσινο/ είναι ένα άλλο πράσινο./ Μέσα στους ανθρώπους/ είναι άλλοι άνθρωποι./ Εσύ διακρίνεις τον επίδεσμο./…Γ. Χριστοδουλίδης, Αυτοπροσδιορισμός (σελ. 17).

Γ. Ο Γ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ αναγιγνώσκει τον Κόσμο και τον Καιρό: Εξωθεί στη μίμηση μιας πράξεως σπουδαίας, Αριστοτέλειας, ακριβώς στην ώρα της:

Εκείνη τη στιγμή που απο – ποιητές του λόγου στον «Νέο Κόσμο»

απαγγέλλουν το τέλος της Ιστορίας και την απαρχή μιας Νέας Τάξης. Εξωθεί στην απελπισία, την πιο ζοφερή γιατί μόνο από κει ίσως διαφανεί το δίδυμο της, η , • ελπίδα:

Περί Ελπίδων ο λόγος

Μπροστά στο ανείπωτο/ ελπίζεις κάτι να συμβεί/ να αποτρέψει το κακό/ όπως κάθε εβδομάδα των Παθών/ στην τηλεόραση καρφωμένος/ να περιμένεις τον Ιούδα να διστάσει/ τον Πιλάτο να τολμήσει/τα πλήθη να αναβλέψουν/τον Πέτρο – έστω-/ να μην Τον αρνηθεί (σελ. 45).

Ο μύθος είναι γνωστός. Όμως οι μεγάλοι δραματικοί ποιητές εγκαθιστούσαν, ο καθείς με τον τρόπο του, μιαν άλλη ανάγνωση, μέσα στα μύχια του μύθου που ήταν ακριβώς μια νέα γνώση: Του Ατόμου για τον Κόσμο και τον Καιρό.

«Ο μύθος είναι το δόγμα της εξανθρώπισης του κόσμου», γράφει ο Χειμωνάς.

Η απελπισία του Χριστοδουλίδη δεν συνιστά μιαν από – γνώση, μιαν αποστασιοποίηση από τη γνώση, μιαν απόγνωση έστω. Η απελπισία της ποίησης του Γ. Χριστοδουλίδη, της ποίησης tout court, προβάλλει το αρνητικό της πραγματικότητας, της δεσπόζουσας εικόνας. Οι μέλλοντες «νικητές» της σημερινής επικαιρότητας είναι αισιόδοξοι – Αμφότεροι.

Και βέβαιοι. Όμως χρειάζονται και οι δύο τον δικό τους μύθο. Ανεστραμμένος σήμερα είναι, κατά τον Χειμωνά, ο νέος μύθος της εκκόσμισης του ανθρώπου:

«Ο κόσμος, με το τέλος του μύθου, το τέλος του Καιρού, τελείται ερήμην του ανθρώπου αλλά ο άνθρωπος φέρει τον κόσμο εντός του. Εξαιτίας της ξηρασίας που εστράγγισε τα κοσμολογικά κοιτάσματα της συνείδησης του, της μνήμης του, η κατασκευή ενός σύγχρονου ανθρωπολογικού μύθου … προσφεύγει συχνά σε τρόπους παλαιικής μυθοπλασίας…»

Ο μύθος, όμως, της Νέας Τάξης με «πιστούς» και «άπιστους», εννοείται όλους πιστούς, απομυθοποιεί διότι δεν επιτρέπει καμία αμφιλογία, καμία αμφιβολία. Το δίδυμο ‘πιστός – άπιστος’ συναρθρούται από δύο αποκλίνοντες και αμοιβαία αποκλείοντες μονολόγους, ‘μαζί μας ή εναντίον μας’, ενώ η σύγκρουση μονολόγων και πολεμικής τεχνολογίας, και όχι πολιτισμών, εννοιών ανοικτών και πολυσχιδών, δεν αφήνει παρά σαν ενδεχόμενο την κατίσχυση του ενός επί του άλλου, για περίοδο προκαθορισμένη.

Δ. Ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ λόγος, τον οποίο ο Γ. Χριστοδουλίδης γνωρίζει πολύ καλά, έχει επιφέρει την πλήρη ταύτιση θετικού – αρνητικού, τον αποκλεισμό της ανά – γνώσης, την εδραίωση της μίας και μόνης αλήθειας.

Μου είναι αδύνατο να αντισταθώ στον πειρασμό να μεταφέρω εδώ τον κυνισμό της δημοσιογραφικής «αντικειμενικότητας» που ποζάρει ως σεμνή βεβαιότητα και αλήθεια και δεν σηκώνει, ένεκα του ιλαρού (το Κυπριακό «ιλα-

ρός») και ηπίου τόνου της, παραπέρα σκέψη ή συζήτηση: «Η τρομοκρατία είναι ενδεχομένως αντίδραση σε μια πολιτική αλλά με τίποτε δεν είναι δημιούργημά της. Πρόκειται για μια μετατόπιση που οδηγεί με μαθηματική βεβαιότητα στην αθώωση». (*3).

Ο Γ. Χριστοδουλίδης δεν είναι όμως δημοσιογράφος. Είναι ποιητής. Δεν προσπαθεί να είναι αντικειμενικός. Κανένα ποίημά του δεν επιφέρει «λύση». Η μόνη του βεβαιότητα είναι μια μικρή μανιακή συνήθεια:

Βεβαιότητα

Κι αυτή η επίμονη συνήθεια/ να βάζεις τελεία/ στον τελευταίο στίχο./ Εντάξει, ίσως σκοντάψει η λέξη,/ μα αυτό που λέμε ποίημα/θα συνεχίσει το δρόμο του.

Η ποίηση δεν είναι δημοσιογραφία. Μια φορά ο Κωστής Παλαμάς κατηγόρησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη πως η ποίησή του ήταν ‘δημοσιογραφικά σημειώματα’.

Ο Ευριπίδης κατηγορήθηκε, όχι από τους συγχρόνους του, ότι σ’ αυτόν «Οι ήρωες του μύθου χάνουν το μεγαλείο τους, γίνονται Αθηναίοι του 5ου αι. π.Χ.» (*4). Στην Εκάβη ο μέγας ήρωας του μύθου Οδυσσέας είναι «ποικιλόφρων/ κόπις ηδυλόγος δημοχαριστής.» (Δηλαδή πανούργος ψεύτης, γλυκομίλητος κόλακας του λαού).

Οι σημερινοί ρεπόρτερ (ανταποκριτές) θα ήταν τότε οι κήρυκες. Ο Ευριπίδης τους κρίνει δηκτικά γιατί «είναι πάντα στην υπηρεσία των δυνατών» (Ορέστης). Οι μάντεις (σημερινοί θεούσοι) καταδικάζονται από τον Ευριπίδη γιατί εξαπατούν τους αφελείς (στην Ελένη), και τους φιλόδοξους, όπως ο Αλκιβιάδης, ο Ευριπίδης τους διασύρει γιατί παρασύρουν τους συμπολίτες τους σε ολέθριες περιπέτειες. (στην Ελένη, επίσης).

Ο Μισέλ Φουκώ έλεγε σαν φιλόσοφος και κρυπτό -ποιητής,

πριν σαράντα χρόνια:

«Αυτό που δεν θα αργήσει να πεθάνει, αυτό που ήδη πεθαίνει

μέσα μας (ο θάνατος του οποίου φέρει τη σημερινή μας γλώσσα)

είναι ο homo dialecticus – το ον της έναρξης, της επιστροφής και

του χρόνου, το ζώο που χάνει την αλήθεια του και την ξαναβρίσκει

φωτισμένη, το ξένο για τον εαυτό του που ξαναγίνεται οικείο.»

Ε. ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ,για τον Φουκώ, δεν απομακρύνθηκαν από

την ύβρι επειδή την καταδίκαζαν, αλλά (γιατί) βρίσκονταν μάλλον

μέσα στην απομάκρυνση αυτής της υπερβολής, στην καρδιά

αυτού του απόμακρου όπου την συντηρούσαν. Με αείποτε ανοικτό το αίνιγμα σήμερα πώς η Αθήνα μπόρεσε να κυριευτεί και να απαλλαγεί από τον παραλογισμό του Αλκιβιάδη. Ο Ευριπίδης είναι μια απάντηση ανοικτή τόσο

που να ανα – γιγνώσκει ο Φουκώ στις μέρες του, αλλ’ όχι οι δημοσιογράφοι στις δικές μας. Το πώς δηλαδή «οι άνθρωποι μπόρεσαν να γυρέψουν την αλήθεια τους, την ουσιώδη ομιλία τους και τα σημεία τους μέσα στον κίνδυνο

που τους έκανε να τρέμουν, και από τον οποίο δεν μπορούσαν να

μην αποστρέψουν τα μάτια άπαξ και τον αντιλήφθηκαν».(*5).

Αυτό, για τον μύθο, την ποίηση και τους Έλληνες θα φαίνεται πιο παράδοξο, κατά τον Φουκώ, από το να ζητούν σήμερα οι άνθρωποι την αλήθεια τους στο θάνατο. Μιαν αλήθεια που λέει τι θα απογίνουν οι πάντες. Ο πόλεμος αυτός τον δικαιώνει.

Γ. Χριστοδουλίδης, Από το Ημερολόγιο ενός ειρηνιστή

Αυτόν τον πανίσχυρο λόγο/ που κατεβαίνει απ’ το βουνό/απανθρακωμένο από τις εκρήξεις/ ακουμπισμένο σε δύο κατάλευκα φτερά/ ποιος τον εκφέρει;/ Και ποια καταδίκη επέβαλε να τον ακούω μόνο εγώ; (σελ. 26).

Ο Γ. Χριστοδουλίδης δεν είναι, όπως είπα, δημοσιογράφος. Δημοσιογραφεί, όμως, και στέλλει ανταποκρίσεις για όλους εμάς τους καπνιστές που καλούμεθα να προσέξουμε την υγεία μας, και εν πάση περιπτώσει να δείξουμε λίγη ευαισθησία για την υγεία των άλλων, έστω και αν δεν έχουν ληφθεί μέτρα για τη ζωή των άλλων, που ξερακιανοί από την πείνα, ή καλοζωισμένοι – πιστοί, σήμερα στο Αφγανιστάν, καλούνται από τον μονόλογο της νέας παγκόσμιας γλώσσας να πάνε να σκοτωθούν τον ίδιο, στατιστικά αποδεδειγμένον εκ των προτέρων, θάνατο.

Το κάπνισμα

Κι όταν προβάλουν/ και θα ξαναπροβάλουν/ εκείνη τη σκηνή/θα τους είναι δύσκολο να πείσουν/ ότι το κάπνισμα μπορεί να βλάψει/ σοβαρά την υγεία (σελ. 27).

ΟΙ ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΙ ΜΟΥ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΑΠ’ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Γ. ΧΡ.

α. Κάθε φορά που θα πεις ‘πάει σώθηκε η ποίηση θα βγει κάποιος και θα σε

διαψεύσει.

β. Κάθε φορά που απελπίζεσαι θα βγει η ποίηση να σου θυμίσει πως δεν απελπίστηκες αρκετά.

γ. Όταν ένας ποιητής σου θυμίζει κάτι που δεν ήξερες τότε εποίησε.

δ. Όταν σου θυμίζει ό,τι ξέρεις τότε επαναλαμβάνεται.

ε. Όταν σε κάνει να σταματήσεις και να σκεφτείς τότε ανακεφαλαιώνει τον

κόσμο.

στ. Όταν ένας ποιητής σου επιτρέπει τότε εκείνος παραμένει όμηρος

κι εσύ ελευθερώνεσαι.

ζ. Όταν δεν σου επιτρέπει μένει άμοιρος: Εσύ ατύχησες. Εκείνος αστόχησε.

η. Αν δεν οσμιοτείς ναρκοπέδιο τότε η ποίηση πήγε στη Δερύνεια μόνο για τουρισμό και θα γυρίσει πίσω σώα και αφελής.

Αυτά ανέγνωσα από τον Γ:ώργο Χριστοδουλίδη και έτσι τα γράφω.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Το ‘Ονειροτριβείο’ είναι η 2η ποιητική συλλογή του Γιώργου Χριστοδουλίδη, (Εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2001, α.α 52) και παρουσιάστηκε στο βιβλιοπωλείο Ο Κοχλίας, στη Λευκωσία, την π. Δευτέρα, 8 Οκτ. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, ‘Ένια’, δημοσιεύθηκε το 1996 και πήρε Α’ Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη το 1998. Με Λαρνακιώτικη καταγωγή, ο Γ.Χρ. γεννήθηκε στη Μόσχα, το 1968. Εκεί σπούδασε λογοτεχνία. Εργάζεται ως δημοσιογράφος.

(*1) Zok Ντεριντά και Μισέλ Φουκώ, ‘Τρέλα και Φιλοσοφία’, εκδ. Ολκός, Αθήνα 1996.

(*2) Γιώργος Χειμωνάς, Τα Όνειρα της Αϋπνίας’ κεφ. «Νους και Όνειρο, Η

Απόγνωση», σελ.42 Εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 1994. -Βλ. επίσης περιοδικό Η Λέξη. Αφιέρωμα στην Αρχαία Τραγωδία. Ιουλ – Αύγ., 1988. Μελέτημα Γ. Χειμωνά με τίτλο ‘Πώς τελειώνει ο μύθος’, σ.σ. 550 -552.

(*3) Αρθρο του I. Κ. Πρετεντέρη με τίτλο Ή νέα αταξία,Το Βήμα της Κυριακής, 7.10. 2001, ημέρα που άρχισε η επίθεση των Η.Π.Α και της Βρεταννίας εναντίον του Αφγανιστάν. Ο κ. Πρετεντέρης διαχωρίζει, χωρίς να το δικαιολογεί, την ‘αντίδραση’ που γέννησε την τρομοκρατία από το ‘δημιούργημά’ της. Αφού η ‘αντίδραση’ – σε μία δράση – δεν θεωρείται ‘δημιούργημα’, τότε τι ‘δημιουργεί’ την τρομοκρατία και γιατί δεν

τον απασχολεί; Από πού και ως πού γίνεται η ‘μετατόπιση της ενοχής’; Γιατί

η όποια αντίδραση δηλ. μια πράξη, να οδηγεί, με ‘μαθηματική ακρίβεια’ στην

αθώωσή της, εφόσον υπάρχουν οι νόμοι; Πώς μπορεί η μαζική δολοφονία

ανθρώπων να αθωωθεί σε διεθνές δικαστήριο; Είναι η τιμωρία αυτοσκοπός, ή

εάν τα αίτια μιας πράξης (αντίδρασης) καταστροφικής για όλους γίνουν κατα-

νοητά, τότε θα προληφθούν παρόμοιες πράξεις; Και τέλος, ποιο κράτος έχει το δικαίωμα της αυτοδικίας, εναντίον κρατών, εφόσον υπάρχει το διεθνές δίκαιο; Η γλώσσα (μας) η ίδια, νομίζω, εμπεριέχει αυτή τη διαλεκτική, που δεν επιτρέπει τόση ‘μαθηματική βεβαιότητα’, εκτός των μαθηματικών και αναδεικνύει τις αντιφάσεις, στις οποίες μπορεί να υποπέσουμε, δυστυχώς, συμπαρασύροντας μαζί μας και τη λογική. Εσύ τι λές, Γιώργο;

(*4) Α. Γεωργοπαπαδάκου, ‘Ελληνική Γραμματολογία’, Θεσσαλονίκη.

(*5) Αυτό το αντιλαμβάνεται ο Απόλυτος Αναγνώστης, αποστρεφόμενος

πλέον την ανάγνωση, κάν, ίσως γιατί δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει τίποτε,(

ή το τίποτε του)

.

Μερικές Kριτικές απόψεις για το έργο του Γιώργου Χριστοδουλίδη

«…..Κάθε φορά που πάεις να πείς πάει σώθηκε η ποίηση θα βγει κάποιος να σε διαψεύσει. Κάθε φορά που απελπίζεσαι θα βγει η ποίηση να σου θυμίσει ότι δεν απελπίστηκες αρκετά. Οταν ένας ποιητής σου θυμίζει κάτι που δεν ήξερες τότε εποίησε. Οταν σε κάνει να σταματήσεις και να σκεφτείς τότε ανακεφαλαιώνει τον κόσμο. Οταν ένας ποιητής σου επιτρέπει τότε εκείνος παραμένει όμηρος και εσύ ελευθερώνεσαι. Αν δεν οσμιστείς ναρκοπέδιο τότε η ποίηση πήγε στην Δερύνεια για τουρισμό και θα γυρίσει πίσω σώα και αφελής….Αυτά ανέγνωσα από τον Γιώργο Χριστοδουλίδη και έτσι τα γράφω»

Δρα Νίκη Κατσαούνη, εφημερίδα «ΧΑΡΑΥΓΗ» 14 Οκτωβρίου 2001

«……Στο ονειροτριβείο του Γιώργου Χριστοδουλίδη το καθαυτό κείμενο παραδίδει ένα λόγο κάθε άλλο παρά πρωτόλειο.Καλά επεξεργασμένοι και στέρεοι στίχοι χωρίς περιττά στολίδια, εμφανίζονται έτοιμοι να «κοινωνιολογήσουν» να μιλήσουν δηλαδή για το «έξω»(που δεν το επισκέπτονται ιδιαιτέρως συχνά οι μούσες στα χρόνια μας) χωρίς να ολισθήσουν στον καταγγελτικό τόνο….Αλλά αυτό που ενδιαφέρει κυρίως είναι ο τρόπος κι ο τόνος της συλλογής:Ο τρόπος της πικραμένης ειρωνείας που αποδραματοποιεί τα πράγματα και η οποία σε κάποιους στίχους δεν αρνείται και τον χλευασμό στο ίδιο το ποίημα»

Παντελής Μπουκάλας, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (ΑΘΗΝΑ) 2002

«…Από τις ποιητικές συλλογές που κυκλοφόρησαν στην Κύπρο κατά την τελευταία πενταετία και ανήκουν σε νέους, ξεχώρισαν τα βιβλία «ΕΝΙΑ» 1996 του Γιώργου Χριστοδουλίδη και «ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ» 1998 του Στέφανου Σταυρίδη»

Λευτέρης Παπαλεοντίου κριτικός ποίησης, καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρο

«Ο Χριστοδουλίδης αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη στη σύγχρονη ποιητική παραγωγή της Κύπρου… Χειρίζεται με επάρκεια μια μετρημένη στοχαστική γραφή…Συνήθως συστήνει ένα ποιητικό υποκείμενο που στοχάζεται νηφάλια πάνω στα πράγματα και αντιμετωπίζει με στωϊκότητα και απομυθοποιητική διάθεση πρόσωπα και καταστάσεις. Θεματοποιεί τον ατελέσφορο αγώνα του ανθρώπου που άλλοτε επιχειρεί να κατακτήσει τις κορυφές της ζωής και άλλοτε περιορίζεται στην αφάνεια ώσπου να αντικρίσει το επερχόμενο τέλος, τον θάνατο…»

Λευτέρης Παπαλεοντίου κριτικός ποίησης, καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρο, Λογοτεχνικό περιοδικό ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ

************************

«Η ποιητική συλλογή του Γιώργου Χριστοδουλίδη «Ονειροτριβείο» κινείται με άνεση στο χώρο της σύγχρονης ποίησης….Υπάρχει μια δραματική αίσθηση της φθοράς και του ανέλπιδου που διατυπώνονται μ’ ένα σύγχρονο ποιητικό ύφος κι ένα καλοζυγισμένο λόγο»

Σκεπτικό βράβευσης του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού του Γιώργου Χριστοδουλίδη για την ποιητική συλλογή «Ονειροτριβείο»

«….Προσωπικά είχα να διαβάσω εδώ και πολλά χρόνια τέτοια ώριμη, επιβλητική και προσωπική ποίηση. Ο Χριστοδουλίδης γράφει ποίηση για να την στερεώσει μέσα στον καθάριο λόγο αλλά και για να στερεώσει το ΕΙΝΑΙ του με τον λόγο. Και εδώ είναι πιστεύω ακριβώς η ειδοποιός διαφορά που χαρακτηρίζει την νέα γενιά των ποιητών της Κύπρου, δηλαδή της γενιάς του Γιώργου Χριστοδουλίδη με την αμέσως προηγούμενη γενιά ποιητών….»

Χρήστος Μαυρής, ποιητής, ΧΑΡΑΥΓΗ 14/10/2001

«….Μια τέτοια φανέρωση ουσιώδους και ρωμαλέου λόγου πέτυχε ο Γιώργος Χριστοδουλίδης με τη νέα του συλλογή «Εγχειρίδιο Καλλιεργητή».Μια ανασκαφική πλοήγηση στα χέρσα εδάφη της γλώσσας με την ανιδιοτελή προσφορά της πλήρους άνθησης»

Μιχάλης Παπαδόπουλος, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας εφημερίδα ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΜΑΡΤΙΟΣ 2005

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Στην Χαριτίνη Μαλισσόβα

Ηρωες και ηρωϊδες υπάρχουν μόνο πέραν από τους μύθους

Αναζητώντας τις γέφυρες που ενώνουν τον κόσμο των ανθρώπων με τον κόσμο των ψυχών καταπιάνεται στην Πέμπτη του ποιητική συλλογή ο Γιώργος Χριστοδουλίδης.

Με γλώσσα καυστική,άκρως παρακινητική προς τον αναγνώστη να γίνει θεατής της δικής του οπτικής προς τα μεγάλα κοινωνιολογικά προβλήματα του καιρού μας,με υπαρξιακές προεκτάσεις και με αμφίσημη γραφή, μετατρέπει τους στίχους σε βέλη καθιστώντας μας μάρτυρες της φθοράς και του ανέλπιδου του λόγου του.

Με έντονο το αίσθημα της ευθύνης του ανθρώπου απέναντι στον άνθρωπο,η ποίηση του Γιώργου Χριστοδουλίδη καθηλώνει και τον πιο δύσκολο και υποψιασμένο κάθε μορφής ποιητικού λόγου,αναγνώστη.

Έχοντας διαβάσει και τις προηγούμενες ποιητικές του συλλογές, συναισθάνεσαι την εξωστρέφεια του ποιητή ,ο οποίος γεννήθηκε και σπούδασε στη Μόσχα,η διαμονή του στην οποία «επηρέασε όχι μόνο τη γραφή αλλά και την ύπαρξή του»,οπως ο ίδιος λέει.

Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε και το περνά στην Κύπρο,με έντονες τις μνήμες και τις προσωπικέςκαι οικογενειακές εμπειρίες από το ‘74, πιστεύει ότι «ο ποιητής ποιώντας ,αφαιρεί κάτι από το θάνατο».Με την πεποίθηση ότι ήρωες είναι πέρα από τους μύθους και με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα να τον κάνει να κοιτά πιο βαθιά στους ανθρώπους,ανατροφοδοτώντας έτσι την πένα του , «κλέβει» εικόνες και σπαράγματα από το εφήμερο της δημοσιογραφίας για να περάσει στην ποιητική αιωνιότητα.

Θεωρεί ότι μόνο αν εξαλειφθεί η η απληστία και η αδικία που μας κυβερνούν θα επέλθει ανάκαμψη τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο και πιστεύει πως πρέπει να δώσουμε στα παιδιά την ευκαιρία και την επιλογή να τα απομυθοποιήσουν όλα και να τα ξαναπλάσουν με το δικό τους βλέμμα,όχι μόνο με λόγια αλλά και με πράξεις.

Ο Κύπριος ποιητής και δημοσιογράφος Γιώργος Χριστοδουλίδης μιλά στις Διαδρομές για την τελευταία του ποιητική συλλογή,»Δρόμος μεταξύ ουρανού και γης»,(εκδ.Φαρφουλάς)και απαντά σε ερωτήσεις που αφορούν την ποιητική,δημοσιογραφική και γονεική του ιδιότητα,μέσα από το πρίσμα της Κρίσης που πλήττει την Ελλάδα και την Κύπρο.

Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης γεννήθηκε στη Μόσχα το 1968 και μεγάλωσε στη Λάρνακα. Σπούδασε δημοσιογραφία στο πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας. Για την πρώτη του ποιητική συλλογή, Ένια, (Εκδόσεις Ατέλεια, Λευκωσία 1996) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη, ενώ για τη δεύτερη, Ονειτροτριβείο, (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2001) με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Ακολούθησε το Εγχειρίδιο Καλλιεργητή (Γκοβόστη, Αθήνα 2004) και Το Απραγματοποίητο (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010).

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, βουλγάρικα, ισπανικά, λετονικά, πορτογαλικά, λιθουανικά, κλπ.

1)Σας καλωσορίζω στην εφημερίδα Θεσσαλία,κύριε Χριστοδουλίδη.

«Δρόμος μεταξύ ουρανού και γης»η πρόσφατη ,πέμπτη κατά σειρά,ποιητική σας συλλογή.

Ποια η σημειολογία του τίτλου;

Ευχαριστώ πολύ για τη δυνατότητα που μου δίνετε. Η σημειολογία του τίτλου έχει μάλλον να κάνει με την αναζήτηση του υπερβατικού στοιχείου στη ζωή. Μια αναζήτηση με μηδενικό χειροπιαστό αποτέλεσμα, όμως οι κραδασμοί παραμένουν και γίνονται ή προσπαθούν να γίνουν ποίηση. Το ομώνυμο ποίημα της συλλογής το οποίο αιωρείται σε αυτόν το νοητό δρόμο μεταξύ ουρανού και γης, δίνει μια πιο επαρκή απάντηση στο ερώτημά σας.

2)Στα ποιήματά σας διακρίνει κάποιος έντονο το στοιχείο της απαισιοδοξίας,με έντονη κοινωνιολογική κριτική και συχνά πολιτικές προεκτάσεις….

Δεν πρόκειται θέλω να πιστεύω για απαισιοδοξία, αλλά για συναίσθηση της ματαιότητας. ‘Ο,τι ο πολύς κόσμος ενδεχομένως να αντιλαμβάνεται στη δύση της ζωής του, ο ποιητής το βιώνει και το μετουσιώνει σε χημικές ενώσεις λέξεων από το λυκαυγές της ποιητικής του ύπαρξης. Ακόμα κι έτσι όμως, η ποίηση είναι από μόνη της μια μικρή άρνηση της ματαιότητας. Ποιείς, άρα αφαιρείς κάτι από το θάνατο. Προσωρινά. Οσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, σιχαίνομαι την ομφαλοσκόπηση και την εσωστρέφεια. Την ώρα που ο ποιητής κοιτά έκθαμβος μια ξαφνική καταιγίδα με τα αστραπόβροντα της, κάποιοι πνίγονται. Δεν θα μπορούσα να το προσπεράσω αυτό. Μου δίνει άλλωστε έωλο άλλοθι και ενίοτε με πείθει ότι «κοίτα εσύ γράφεις κάποτε για τους αδικημένους και καταφρονεμένους, μην νιώθεις άσχημα». Γελοιότητες φυσικά, άσχημα δεν πρέπει να νιώθει μόνο όποιος αναλώνει το σύνολο των δυνάμεων για όσα αξίζουν, για όσους δεν μπορούν από μόνοι τους.

3)Έχοντας διαβάσει και προηγούμενες ποιητικές σας συλλογές,με άγγιξαν ιδιαίτερα οι αναφορές σας στα παιδιά και τους ηλικιωμένους.Πόσο σημαντική νομίζετε ότι είναι η προστασία αυτών των δύο ηλικιών;

Υπάρχει αυτό που λέτε. Κοιτάχτε, αν η ποίηση μπορούσε να προστατεύσει τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, ευχαρίστως να γράφω δέκα ποιήματα τη μέρα. Θα ήταν μετριότατα, αλλά θα τό ´κανα.. Με συγκλονίζει η πολύμορφή παιδική δυστυχία. Μια φορά στη Μόσχα στις μία τα ξημερώματα, τρία παιδιά σκάλιζαν ένα κάδο απορριμμάτων. Τώρα αυτή η φτώχεια ήρθε και στο σπίτι μας. Οσο για τους ηλικιωμένους, φεύγουν επειδή άλλοι πρέπει να πάρουν τη θέση τους. Γιατί λοιπόν να μην φεύγουν χορτάτοι, πλήρεις ημερών και αγάπης; Επειδή όμως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, λέω, ας υπάρχει τουλάχιστον μια ποιητική κατάθεση. Μια ιερή κατάθεση αμφιβόλου κοινωνικής αξίας και ανύπαρκτης ανταπόδοσης. Φυσικά όλα αυτά δεν δικαιολογούν το ανάλγητο κράτος.

4)Οι σπουδές σας στη Ρωσική πρωτεύουσα,πόσο επηρέασαν τη γραφή σας;

Οι σπουδές μου στη Μόσχα, όπου και γεννήθηκα, δεν επηρέασαν απλώς την ποίηση μου. Διαμόρφωσαν την ύπαρξή μου. Ταξίδεψα εκεί το 1987. Η κατάρρευση μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας, ήταν συνώνυμη για μένα με την κατάρρευση ενός απόρθητου έτσι φάνταζε) ιδεολογικού κώδικα αξιών.

Δεν ήταν μόνο αυτό. Στη Μόσχα γνώρισα τον Σαλμάν, ένα τυφλό φοιτητή της ιατρικής. Έναν σοφό άνθρωπο. Παίζαμε σκάκι και με νικούσε. Θήτευσα κοντά του. Ξέρετε πόσοι σπουδαίοι φιλόσοφοι υπάρχουν στον κόσμο που δεν θα τους μάθει κανείς; Όπου φουρτούνα λοιπόν, για να επανέλθω, και ένα έναυσμα για αναζήτηση. Οι απαντήσεις είχαν γίνει ξανά ερωτήματα και αυτή τη φορά έπρεπε να απαντηθούν όχι συνταγογραφικά. Ετσι έψαξα τη δική μου αλήθεια. Δεν βγήκα τόσο στους δρόμους, όσο είδα δρόμους μέσα μου. Τείνω να καταλήξω ότι δεν υπάρχει κατάληξη και αυτό από μόνο του είναι ένα υπέροχο τέλος. Η αλήθεια είναι πάντοτε ένας κινούμενος στόχος. Πρέπει να τρέχεις ξωπίσω της. Βρήκα επίσης στους λογαριασμούς μου με τη ζωή, ένα χρέος, μια οφειλή που ενώ ξέρεις ότι είναι αδύνατο να αποπληρωθεί, αναλώνεσαι να την αποπληρώσεις: Είναι οφειλή προς εκείνους που δεν είδαν το φως που τους έδειχνε μια έξοδο, την πόρτα πίσω από τον τοίχο. Στο τέλος, γίνεται μια οφειλή προς τον εαυτό σοu.Πιστεύω όμως ότι είμαστε στην αρχή, αρκεί να γλυτώσουμε την περιβαλλοντική καταστροφή, έναν πυρηνικό όλεθρο ή την απόλυτη ένδεια.

5)Ποιοι ποιητές αποτέλεσαν γενικότερα πρότυπο για εσάς;

Σε διάφορα στάδια της ζωής μας, δεχόμαστε επηρεασμούς αναλόγως σε ποια κατάσταση είναι οι κεραίες μας να τους δεχτούν. Στα είκοσι δεν είσαι έτοιμος να δεχτείς αυτό που δέχεσαι στα 40. Δεν θα σταθώ σε ονόματα, πλην των: Μάρκες, Χριστιανόπουλου και Μπουκόβσκι. Όχι γιατί οι άλλοι που διάβασα δεν με συντάραξαν ή έθελξαν ή μάγεψαν. Αλλά αυτοί οι τρεις διείσδυσαν πολύ βαθιά μέσα μου. ´Ολα και όλοι σε καθορίζουν και με τον καιρό καταλαβαίνεις πως ένας ποιητής, ένας συγγραφέας, κρίνεται κυρίως από εκείνα που ΔΕΝ έγραψε.

6)Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας ήρωες και ηρωίδες της λογοτεχνίας;

Διαφωνώ με τον χαρακτηρισμό. Ήρωες και ηρωίδες υπάρχουν μόνο πέραν από τους μύθους. Και πόσοι από αυτούς το επιδίωξαν; Πιστεύω μάλιστα ότι οι περισσότεροι αν υπήρχε η δυνατότητα μετά θάνατον να ερωτηθούν, θα απέρριπταν τον τίτλο. Ο κάθε άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του καλύτερα από τον καθένα. Αν όμως με ρωτάτε για πρόσωπα μπορώ να αναφέρω κάποιους που ενδεχομένως να μην είναι ευρέως γνωστοί όπως ο Σβιτρικάιλοφ στο Εγκλημα και Τιμωρία, ο Πιέτρο Κρέσπι στα 100 χρόνια μοναξιά, αλλά και ο Κουασιμόδος στην Παναγία των Παρισίων. Ειδικά ο Κουασιμόδος συμβολίζει τόσα πολλά. Και ,ξέρετε ,αν με ρωτούσαν ποιος είναι ο πιο όμορφος ήρωας των βιβλίων όπως τον αναφέρετε,, μάλλον αυτόν θα διάλεγα. Ολα αυτά με επιφύλαξη διότι διάβασα τα μισά βιβλία μου όντας ανώριμος και τα άλλα μισά ίσως πιο ώριμος απ’ ότι έπρεπε.

7)Πόσο παρατηρητής της πραγματικότητας οφείλει να είναι ένας ποιητής,και πόσο η δημοσιογραφική σας ιδιότητα τροφοδοτεί την ποιητική γραφή σας;

Δεν γνωρίζω το πόσο, αλλά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, είχα μια τάση σε τέτοιες παρατηρήσεις, κυρίως των ανθρώπινων,όχι τόσο της φύσης. Κοιτούσα τους ανθρώπους να περπατούν, να κάθονται, να γελούν, να κλαίνε, να τσακώνονται. Αργότερα, όταν ήρθε και η δημοσιογραφική μου ιδιότητα, μου δόθηκε η δυνατότητα να κοιτώ τους ανθρώπους πιο βαθιά και διέκρινα ότι δυστυχούν. Πάντα κοιτούσα, σπανίως παρέμβαινα και αυτό είναι μια εξομολόγηση, αλλά και όπου επιχείρησα να παρέμβω, οι τοίχοι ή τα τείχη ήταν πολύ ψηλά για μένα και την μη επαρκούσα επιμονή μου. Εκλεβα λοιπόν- και τώρα κλέβω -εικόνες και σπαράγματα από το εφήμερο της δημοσιογραφίας για να τα περάσω στην «ποιητική αιωνιότητα». Κάτι σαν κλεπταποδοχή μοιάζει αλλά στον καιρό υπάρχουν τόσες κλεψιές, ας κάνω κι εγώ μίαν.

8)Κατάγεστε,ζείτε και εργάζεστε στην Κύπρο.Ως συνομήλική σας,έζησα τη φρίκη του πολέμου έμμεσα,καθώς όλοι αισθανθήκαμε ανασφάλεια και τρόμο ότι θα συνέβαινε και στην Ελλάδα.Πόσο επηρέασε τη γραφή σας η εμπειρία αυτή;

Έμεινε ως τραύμα ή έδωσε ώθηση στην πένα σας;

Θυμάμαι τον πατέρα μου την 15η Ιουλίου 1974. Είναι γιατρός ο πατέρας μου. Εκείνη την ώρα έκανε μια ενδοφλέβια ένεση σε ασθενή του,όταν ακούστηκε από το ραδιόφωνο το βδελυρό «ο Μακάριος είναι νεκρός». Τέλειωσε με την ένεση και εξαφανίστηκε. Αργότερα πολύ μάθαμε ότι οργάνωσε την αντίσταση στη Λάρνακα κατά του πραξικοπήματος, και ακολούθως ανέβηκε μαζί με άλλους στον Πενταδάκτυλο να πολεμήσει τους Τούρκους. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να διώχνει τους πραξικοπηματίες όταν ήρθαν στο σπίτι της(εμείς κρυβόμασταν εκεί) για να συλλάβουν τον πατέρα και τον παππού μου. Τους έδιωξε κουνώντας τα χέρια και φωνάζοντας «αίσχος». Ξέρετε, η δύναμη του καλού ,στον κατάλληλο άνθρωπο, μπορεί να υπερνικήσει άοπλη το κακό. Έκτοτε δεν χρειάστηκε κανείς να μου πολλά για το τι είναι αξιοπρέπεια και θάρρος. Ηξερα. Και όταν ξεχνώ, θυμάμαι εκείνα τα γεγονότα.

9)Ως δημοσιογράφος,αλλά και ως ευρωπαίος πολίτης,πώς βλέπετε ευρύτερα την κατάσταση σε Ελλάδα και Κύπρο;Ποιο είναι το πιο έντονο συναίσθημά σας για την υπάρχουσα κατάσταση;

Υπάρχει ελπίδα ανάκαμψης;

Ελπίδα ανάκαμψης; Πάντα πρέπει να ελπίζουμε αλλά δεν βλέπω κάτι. Ελπίδα θα υπήρχε αν οι αχόρταγοι απατεώνες για κάποιο λόγο σταματούσαν να κυβερνούν τον κόσμο και να υποδουλώνουν χώρες και λαούς. Ηδη έχει υπολογιστεί ότι από τη λεγόμενη κρίση σε ευρωπαϊκό επίπεδο,αλλά και σε παγκόσμιο, οι πολυεθνικές τριπλασίασαν τα κέρδη τους ενώ οι μισθωτοί τριπλασίασαν τη φτώχεια τους. Για ποια ανάκαμψη μιλάμε συνεπώς; Βλέπω απληστία, αδικία και φόβο. Αυτά μας κυβερνούν.

10)Ποια είναι η μεγαλύτερή σας ανησυχία ως γονιός;Με ποιον τρόπο μπορεί κάποιος μέσω της συγγραφικής του δουλειάς να δώσει κίνητρα και ελπίδα στα νέα παιδιά;

Τα μεγαλύτερα ατιμώρητα εγκλήματα, έγιναν στα κρυφά, πίσω από τους τέσσερις τοίχους των σπιτιών, από γονείς σε βάρος των παιδιών τους. Ένα μέρος μου θρηνεί γι’ αυτά τα παιδιά. Εγκληματίες γονείς έχουν δημιουργήσει εγκληματίες ενήλικες. Ενας από τους μεγαλύτερους εκτελεστές της μαφίας στην Αμερική , ο Ρίτσαρντ Κουκλίνσκι, ήταν δημιούργημα των γονέων του ,οι οποίοι ποτέ δεν του έδωσαν αγάπη, παρά μόνο τον έσπαζαν στο ξύλο, πολλές φορές χωρίς λόγο. Πρέπει να δώσουμε επιλογή στα παιδιά να βιώσουν και την ομορφιά αλλά και να μάθουν από την ασχήμια της ζωής. Να τα απομυθοποιήσουν όλα και να τα ξαναπλάσουν με το δικό τους βλέμμα. Να τους δώσουμε την επιλογή να ανεβούν αλλά και να πέσουν. Να έχουμε τη δύναμη να το κάνουμε. Κι όλα αυτά μέσα από την ανόθευτη αγάπη μας. Τα παιδιά να ξέρουν ότι τα αγαπάμε, και επειδή τα αγαπάμε, τ’ αφήνουμε όταν πρέπει και είμαστε δίπλα τους όταν το θέλουν. Μα το κυριότερο, δεν είναι τα λόγια αλλά οι πράξεις μας. Αυτές θυμούνται τα παιδιά και από αυτές θα μας κρίνουν.

Σας ευχαριστώ πολύ !

Στο ΠΑΡΑΘΥΡΟ Λοξές ματιές στο πολιτισμό 25/1/2012

Η ποίηση αρχίζει….
Και τελειώνει…
Η ιστορία της ζωής σου σε 85 λέξεις.
Για ποιο λόγο γράφεις;
Για τι γράφεις;
Ψηφιακά ή έντυπα βιβλία;
Με ή χωρίς βιβλία στο σχολείο;
Η ποίηση είναι μια εξευγενισμένη ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία. Ένα καταφύγιο όπου ο ποιητής και ο αναγνώστης, αλληλεπιδρούν χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλον. Είναι όμως και μια διαφυγή την οποία αναζητούμε όταν η καθημερινή ροή της ζωής μας παραλύει από τα ασφυκτικά αδιέξοδα. Η ποίηση λοιπόν, αρχίζει, εκεί που απομυθοποιείται ο υλικός κόσμος και έρχεται για να αναγγείλει την ολική φθορά του. Στις καλύτερες στιγμές της, η ποίηση θεσμοθετεί τις νομοθετικές διατάξεις των ονείρων.
2 . Η ποίηση τελειώνει όταν αποστρέφει το πρόσωπο της από τον ανθρώπινο πόνο και αναλίσκεται σε προσωπικές ομφαλοσκοπήσεις. Όταν αποξενώνεται από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Όταν υποτάσσεται στην κάθε λογής εξουσία, διότι η ποίηση είναι μια πράξη αντίστασης. Όταν υποκύπτει στις κολακείες. Όταν ξαστοχεί στον εντοπισμό της ομορφιάς του κόσμου, του θαύματος της δημιουργίας και της συνέχειας του.

Υπάρχει ένα αθέατο βάθος μέσα μας και μέσα στην πραγματικότητα. Πολλοί θα το αντιληφθούν αν τους βοηθήσουν οι περιστάσεις. Ο ποιητής ζει μέσα του. Από παιδί συνδιαλέγομαι μαζί του. Βίωσα ευτυχίες και δυστυχίες, χαμούς και αναπάντεχες αποκτήσεις. Υπάρχουν στιγμές που θα μου μείνουν αξέχαστες και χρόνια ολόκληρα που θα ήθελα να έχουν ξεχαστεί. Διεκδικώ το δικαίωμα της αμφισβήτησης, αμφισβητώντας πρώτα το εγώ μου. Ο άνθρωπος είναι πολλοί άνθρωποι μαζί. Μια πολυδιάστατη συγκρότηση εκφάνσεων ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο δρα. Ευλογημένοι όσοι διατηρούν την αυθεντικότητα τους. Ευλογημένοι όσοι διασώζουν τα καλύτερα εδάφη της ψυχής τους.
Μπορώ μόνο να υποθέσω. Γράφω για να ικανοποιήσω την εσωτερική μου ανάγκη να εκφράσω και να ερμηνεύσω τον συμβατικό και υπερβατικό κόσμο. Να διερευνήσω την ανάγκη των ανθρώπων να γίνουν δέκτες αυτής της ματαιοδοξίας μου. Να αναμετρηθώ με τον εαυτό μου και να ανακαλύψω τα όρια του. Ισως γράφω για να συμπληρώσω έστω μια σελίδα από την τεράστια εγκυκλοπαίδεια στη βιβλιοθήκη του σύμπαντος. Να επιμηκύνω ἐτσι την παρουσία μου στο χρόνο, μετά το τέλος της φυσικής μου ζωής, με κάποια υποτυπώδη μνημόνευση του έργου μου.
Βγαίνω στο δρόμο. Βλέπω ξένους εργάτες σε θερμοκρασία μηδέν να τους δρεπανίζει το κρύο. Βλέπω οικοδόμους στο λιοπύρι να κόβουν σίδερα. Επιβεβαιώνω την ανθρώπινη μου υπόσταση αναγνωρίζοντας την υπέρμετρη δυσκολία της ζωής τους. Μιας και δεν μπορώ να τους μαζέψω όλους στο σπίτι μου, προσπαθώ να τους χωρέσω μέσα στην ποίηση μου που είναι πιο φιλόξενη και ευρύχωρη. Αγναντεύω τον Πενταδάκτυλο. Δεν έχω πάει ποτέ. Γράφω για τις Κερύνειες που στέκονται βουβές και οι γνωστικοί μας λένε ότι τις χάσαμε. Υποκλίνομαι σε αυτόν που κάηκε μέσα στη φωτιά αλλά και σε αυτόν που είδε τη ζωή του σκορπισμένη σε ερείπια. Συνομιλώ με την ενόργανη σιωπή των πραγμάτων και των ψυχών. Αφουγκράζομαι τους κραδασμούς της πέμπτης εποχής, της εποχής του έρωτα. Μένω άναυδος με τα κομψοτεχνήματα της φύσης και των ανθρώπων. Γεύομαι τα αποστάγματα της παγκόσμιας σοφίας. Μετά προσπαθώ να συναρμολογήσω τα κομμάτια της δικής μου ταπεινής φωνής, σε στίχους.
5.Τα ψηφιακά βιβλία είναι η εξέλιξη των εντύπων και όπως κάθε τι που ανήκει στο μέλλον, χρειάζεται χρόνο να αφομοιώσει εκείνο που ανήκει στο παρελθόν και στο παρόν. Ελπίζω ο χρόνος αυτός να είναι πολύς…

6.Το σχολείο θα έπρεπε να ήταν χώρος δημιουργίας και έμπνευσης. Χώρος καλλιέργειας της κρίσης των μαθητών. Συνεπώς, χρειάζονται αφενός, καινοτόμες εκπαιδευτικές πολιτικές, αφετέρου, εμπνευσμένοι εκπαιδευτικοί που να φωτίζουν με τη παρουσία τους και να καθηλώνουν με τη σοφία τους τις νέες γενιές και όχι να βολεύονται πίσω από τη στερεότυπη διδακτέα ύλη. Απαιτείται εκπαίδευση που να ελκύει τα παιδιά να πάνε στο σχολείο και όχι να τα απωθεί, που να αποδέχεται και να σέβεται τον εύθραυστο και εύπλαστο ψυχικό τους κόσμο, τις ιδιαιτερότητες τους. Χρειάζονται λοιπόν και τα ανάλογα βιβλία.

Συνέντευξη στο Γραφείον Ποίησεως.

1.Ας υποθέσουμε ότι έχετε απέναντί σας τον εαυτό σας όταν ήταν παιδί και πρέπει να τον συστήσετε σε άλλους. Τι θα λέγατε; Άλλαξε κάτι από τότε;

1. Διαμορφωνόμαστε μέσα από τα βιώματα και την τριβή με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Πιστεύω ότι όσο μεγαλώνουμε η σχέση μας με το παιδί που υπήρξαμε, βαθαίνει. Σφυρηλατείται. Σε νεότερες ηλικίες αυτό δεν συμβαίνει. Εκεί έχουμε ένα πλατύ μπροστινό χρονο-ορίζοντα. Προχωρώντας μέσα από τα χρόνια, ο χρονο-ορίζοντας αυτός στενεύει, έτσι αρχίζουμε να κοιτάμε πίσω πιο συχνά. Τι είμασταν τότε που ακόμη είχαμε άπλετο χρόνο; Αξιοποιήσαμε τις ευκαιρίες; Γίναμε πιο πολύ το άθροισμα των επιλογών μας ή των φόβων μας; Εκείνο το παιδί που αναφέρετε ήταν το πρόπλασμα αυτού που είμαι σήμερα. Αν κάτι υποψιάζομαι ότι διατήρησα από αυτό, είναι τη διερευνητική ματιά προς τον κόσμο. Αγνή θα ήθελα να πιστεύω, ενίοτε επιφυλακτική. Αν είναι να το συστήσω σε άλλους, θα πω, “προσπάθησε να γίνει κάτι που δεν ήξερε και πολλές φορές λάθεψε”. Πορεύτηκε περισσότερο με την καρδιά και το ένστικτο παρά με τη λογική. Θα χρειαζόμασταν μια δεύτερη ζωή, με την εμπειρία της πρώτης, για κάνουμε λιγότερα λάθη. Όμως ο άνθρωπος δεν κρίνεται από την τελειότητα του ή από το πόσο αλάνθαστος είναι. Κρίνεται από τη γνησιότητα των πράξεων του και από το αν πρόδωσε το αρχετυπικό παιδί που είχε μέσα του. Αισθάνομαι ότι η ουσία εκείνου του παιδιού, ακόμη με καθορίζει. Αν δεν την διατηρούσα, νομίζω δεν θα μπορούσα να γράφω ποίηση. Εξάλλου, η μεγάλη ποίηση έχει μέσα της το ανολοκλήρωτο, το ατελές, ακόμη και το παιδικό. Η τελειότητα είναι για μένα μια υπέροχη ατέλεια.

2.Πώς ακούτε την ποιητική φωνή σας διαβάζοντας τους στίχους σας;

2. Ειλικρινά δεν μ αρέσει. Χρειάζεται και μια χαρισματικότητα στην ανάγνωση, ένα ύφος που δεν κατέχω. Προτιμώ τη σιωπηλή ανάγνωση της ποίησης, απομονωμένη από ήχους και κυρίως από τη φωνή μου. Οχι μόνο δικών μου ποιημάτων αλλά και ποιημάτων άλλων ποιητών, αγαπημένων. Πιστεύω άλλωστε ότι το ποίημα συγγενεύει περισσότερο με τη σιωπή παρά με ήχους και φωνές, εκτός αν υπάρχει χαρισματικότητα όπως προανάφερα. Κοιτάξτε πόσο σιωπηλό είναι το φως! Κανένας ήχος δεν το συνοδεύει, όμως λάμπει. H ποίηση είναι μια καμπάνα που χτυπά σιωπηλά, μια χορωδία σιωπής. Βλέπεις τα στόματα να ανοιγοκλείνουν αλλά για να ακούσεις, πρέπει να συντονιστείς στη σωστή συχνότητα.

3.Επίγονο ποιων ποιητών θεωρείτε τον εαυτό σας;

3. Θα ήταν άτοπο να πω ότι είμαι επίγονος κάποιου ποιητή. Με την ανασφάλεια που συνοδεύει κάθε τι συμπερασματικό το οποίο αφορά την ποίηση, θα έλεγα ότι οι στίχοι μου είναι παιδιά, αφενός της ύπαρξης μου που νιώθει την ανάγκη να εκφραστεί πέραν της καθημερινής ομιλίας, να συνθέσει το δικό της τραγούδι, αφετέρου, όλων εκείνων των αναγνωσμάτων που με συνεπήραν και μου άνοιξαν πιο μεγάλες πόρτες για να εισέλθω στο μυστήριο της ποίησης. Αυτή η αλληλεπίδραση είναι ένας ακρογωνιαίος λίθος στην ποίηση. Πρόσφατα έγραψα ένα δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στο ΠΟΙΕΙΝ ότι «οι άλλοι είναι μέσα μας». Είναι οι άλλοι που διαβάσαμε και μας ανάγκασαν να επανερχόμαστε σε αυτούς. Είμαι πια πεπεισμένος ότι η μεγάλη λογοτεχνία γεννά νέα λογοτεχνία. Μυούμαστε στο είδος χάρις στις παρακαταθήκες των προγενέστερων. Αισθάνομαι ότι σε κάθε πόρτα που άνοιγα, ένας ποιητής με καλωσόριζε. Εξάλλου, οι νεκροί ποιητές απαλλαγμένοι από τις μικρότητες της ζωής, είναι πολύ πιο ανιδιοτελείς από τους ζωντανούς.

4. Η ποίηση αδικεί τον ποιητή καθώς δεν μπορεί να τον θρέψει. Εσείς πώς την αντιμετωπίζετε επαγγελματικά στο βίο σας ;

5. Είναι αλήθεια ότι οι πλείστοι ποιητές έχουν άδειους τραπεζικούς λογαριασμούς. Και είναι επίσης αλήθεια πως συνήθως πληρώνουμε για να αγοράσουμε τα αντίτυπα των βιβλίων μας από τον εκδότη. Προσωπικά ελπίζω να πετύχω κάποτε να εκδώσω χωρίς να πληρώσω. Είναι μια ευγενής φιλοδοξία, έτσι τουλάχιστον το βλέπω. Σπούδασα δημοσιογραφία και την ασκώ εδώ και 24 χρόνια. Την παρούσα στιγμή είμαι βοηθός αρχισυντάκτης στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, πέρασα όμως από την “κόλαση” του ιδιωτικού τομέα, ζυμώθηκα μέσα από ανθρώπινες ιστορίες οδύνης.
Η ποίηση μπορεί να μην αποφέρει, αλλά μας χαρίζει μια ψευδαίσθηση που αξίζει τον κόπο: Ότι μπορούμε να αφήσουμε κάτι πίσω μας . Στο κάτω κάτω, οι άλλες ψευδαισθήσεις είναι καλύτερες; Αλλοι αφήνουν διαθήκες με περιουσίες, οι ποιητές, το έργο τους. Να επιμηκυνθούμε κατά κάποιον τρόπο στο διηνεκές Στη ζωή είναι σημαντικό να μπορείς να τραφείς και να θρέψεις, στην ποίηση βρίσκεσαι για άλλο σκοπό. Η ποίηση σου δίνει την ευκαιρία να δείξεις αν αξίζει να μνημονεύεσαι. Συνεπώς δεν αδικεί τον ποιητή η ποίηση, μάλλον τον ευνοεί υπό τις περιστάσεις. Φυσικά και θα ήθελα να δω τα βιβλία μου να πουλούν, όχι τόσο για να αποφέρουν έσοδα, αλλά επικοινωνία και γιατί όχι, επιβεβαίωση. Ας το παραδεχτούμε, είμαστε ανασφαλείς εμείς οι ποιητές. Να μετρηθώ λοιπόν μέσα από την αυστηρή ματιά του αναγνώστη. Και με τον χρόνο. Η αναμέτρηση είναι πολύπτυχη, και αφορά το τι γράφτηκε, το τι γράφεται και το τι δεν έχει ακόμη γραφτεί. Είναι στην ουσία μια αναμέτρηση που μας ξεπερνά.

5.Πώς σας επισκέπτονται οι ιστορίες που γράφετε γι΄ αυτές;

5. Μου λένε ότι πρέπει να βιαστώ. Η πνοή που τις φέρνει δεν διαρκεί πολύ. Αν δεν κρατήσεις σημειώσεις, μετά είναι αργά. Και τις λέξεις να θυμάσαι δεν θα είναι το ίδιο. Η πνοή που φέρνει τους στίχους διαθέτει τη δική της ατμοσφαιρική πίεση, δεν γίνεται βγαίνοντας “έξω”, να “συναρμόσεις” το υλικό της σε ποίημα. Πρέπει να προλάβεις όσο είσαι “μέσα”. Μπορεί ένας αστροναύτης να επιβιώσει βγάζοντας το σκάφανδρο; Δεν μπορεί. Είναι κάτι πέραν από τα όρια του συνειδητού. Γίνομαι δέκτης μηνυμάτων που εκπέμπονται από άγνωστη πηγή. Ενίοτε έχουν την μορφή αινιγμάτων. Καλούμαι να τα λύσω. Το αίνιγμα της ζωής. Όλα γύρω από αυτό περιστρέφονται. Μετά, το αίνιγμα του θανάτου και της φθοράς που προηγείται. Στο μεσοδιάστημα, ο έρωτας, η αγάπη, η αλληλεγγύη για τον καταφρονημένο, το να γνοιάζεσαι και να πονάς για εκείνους που υποφέρουν, χωρίς ποτέ να το μάθουν ότι συμπάσχεις μαζί τους.
Συμβαίνει συχνά όταν οδηγώ, όταν περπατώ, το βράδυ λίγο πριν το ύπνο. Λέω κάποτε θα το γράψω το πρωί και το πρωί έχει ήδη φύγει ο στίχος. Οσον αφορά τη θεματική, δεν υπάρχει κάτι αυστηρά προκαθορισμένο. Μπορεί να είναι ένα βίωμα-έχω κάνει μια στροφή τελευταία σε αυτό που αποκαλούμε βιωματική ποίηση- που έρχεται από πολύ μακριά, μπορεί να είναι ένα σκάψιμο στην ύπαρξη, μια δόνηση, ένας κραδασμός της ψυχής, που θέλουν να μορφοποιηθούν σε ποίημα. Προκύπτουν επίσης κάποιες ιστορίες ανθρώπων, ως αποτέλεσμα και της επαγγελματικής μου ιδιότητας. Η οδύνη όμως της πραγματικότητας είναι πολύ πιο βαθιά από αυτό που μπορεί κανείς και συγκεκριμένα εγώ, να μεταφέρει στην ποιητική του γραφή.

6. Η αρματωσιά των ποιητικών σας διαδρομών σε τι διαφέρει από αυτές των ομότεχνών σας;

6. Δεν ξέρω. Υπάρχουν πολύ διαφορετικοί ποιητές από μένα που γράφουν εξαιρετικά. Ξεκινώ λοιπόν από αυτό, υπάρχουν πολύ πιο δεξιοτέχνες με ευρεία γκάμα αποθεματικού λέξεων, συνδυασμών, επινοητικότητας. Ετσι ακολουθώ τη λογική ότι ακόμα μαθαίνω το πως γράφεται η ποίηση. Και θα μαθαίνω μου φαίνεται μέχρι τέλους. Ισως το πιο σημαντικό που έχω μάθει και αναπτύξει είναι να ξεχωρίζω τι να κρατώ και τι να απορρίπτω. Ειδικά το τελευταίο, το κρίνω πολύ ουσιώδες. Aφαιρώντας φτάνεις στην ελλειπτικότητα της πύκνωσης. Ομως εν γένει, όπως προανέφερα, είμαστε όλοι επίγονοι των προηγούμενων ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούμε. Οποιος δεν το μάθει αυτό, θα περάσει δύσκολα στην ποίηση, δεν θα μπορέσει να αφήσει το δικό του στίγμα.

7. Ο χώρος της ποίησης και της λογοτεχνίας, όπως έχει δείξει η ιστορία, είναι τόπος μικρών και μεγάλων αψιμαχιών. Εσείς πώς τις βιώνετε;

7. Επιλέγω μέσα από την ποίηση να κάνω φίλους παρά εχθρούς. Και έχω κάνει, λίγους αλλά ακριβούς. Φυσικά αυτό είναι μόνο η δική μου επιλογή. Υπάρχουν πεινασμένοι άνθρωποι για φήμη και καθιέρωση, χωρίς να διαθέτουν τον αναγκαίο ποιητικό εξοπλισμό, ας πούμε, εξού και είναι τόσο πεινασμένοι. Υποκαθιστούν την ποιητική τους ανεπάρκεια με υπερμεγέθη φιλοδοξία που αγγίζει τα όρια του φαιδρού. Θέλουν να κυριαρχήσουν πάση θυσία, θέλουν να αρχηγεύσουν. Δημιουργούν κυκλώματα, ένα είδος πελατειακών σχέσεων αναπτύσσεται. Εξοβελίζονται όσοι αρνούνται να παίξουν το παιγνίδι αυτό. Ξέρετε πόσοι μου είπαν ότι θα γράψουν για το προηγούμενο μου βιβλίο και δεν έγραψαν; Γιατί; Διότι δεν παρακαλάω και δεν πρόκειται να παρακαλέσω κανέναν. Κι όσοι έγραψαν και τους ευχαριστώ, είτε θετικά είτε αρνητικά, το έκαναν με δική τους πρωτοβουλία.
Βλέπουμε αξιόλογες φωνές, να αποσιωπούνται από την εγχώρια κριτική και άλλες, όχι τόσο αξιόλογες θα έλεγα, να υπερπροβάλλονται. Ετσι όμως πλήττεται η ίδια η ποίηση διότι με ποιόν τρόπο να φτάσει ο σημερινός αναγνώστης σε ένα αξιόλογο έργο, όταν αυτό απωθείται από το ίδιο το σύστημα; Δημιουργούνται ετερόφωτοι ποιητές αφού τα βιβλία τους που λανσάρονται (όχι όλα βεβαίως), δεν έχουν τη δύναμη να μιλήσουν από μόνα τους. Άλλοι ομιλούν για αυτά και εντεταλμένα. Όμως ο χρόνος και πάλι θα είναι αδυσώπητος κριτής. Οταν οι άλλοι παύσουν να επαινούν, ό,τι δεν αξίζει απλώς θα ξεχαστεί. Μόνο ένα αυτόφωτο έργο μπορεί να επιβιώσει κι ας μην συμβεί αυτό σήμερα ή αύριο. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ σε μια ποιητική συλλογή που πιστεύω αξίζει να διαβαστεί. Το κάνω επειδή δεν είδα να γράφει κανείς κάτι γι’ αυτή. Αναφέρομαι στις “Ζωογραφίες”, της Σοφίας Σακελλαρίου. Δεν την γνωρίζω την ποιήτρια, το κάνω αυτό επειδή θεωρώ το βιβλίο αδικημένο, είναι ένα είδος φόρου τιμής στα αποσιωπημένα.

8. Η ποίηση έχει διάρκεια και διαδρομή. Εσείς πώς έχετε σχεδιάσει την πορεία σας προς την ολοκλήρωση του έμμετρου αγώνα που επιτελείτε;

8. Δεν έχω σχεδιάσει κάτι, δεν τα καταφέρνω με τους σχεδιασμούς. Ζω το σήμερα, το πολύ να σκεφτώ τις επόμενες μέρες. Ο ποιητής δεν σχεδιάζει, απορροφά ή απορρίπτει ό,τι του έρχεται. Σχεδιάζουν οι οικονομολόγοι. Προσδοκώ φυσικά να γράψω ακόμη κάποια ποιήματα που ελπίζω να έχουν κάτι να πουν, να σημαίνουν κάτι, πρώτα για μένα, μετά για όσους τύχει να τα διαβάσουν. Ελπίζω επίσης να έχω το θάρρος να φανώ αρκετά έντιμος ώστε να σιωπήσω όταν βεβαιωθώ πως δεν έχω κάτι άξιο λόγου να πω, δηλαδή να γράψω. Ξέρετε, πιστεύω πως σε μεγάλο βαθμό όλα έχουν λεχθεί, τα πιο σημαντικά τουλάχιστον, από πλευράς θεματικής. Αυτό που καλείται ο ποιητής να κάνει είναι να τα συνθέσει ξανά ανοίγοντας ένα νέο βάθος.

9. Στον επέκεινα χρόνο πού νομίζετε ότι θα βρίσκατε το πορτρέτο που ο ίδιος φιλοτεχνείτε;

9. Σε κάποιο κάλαθο των αχρήστων ίσως ή σε κάποιο υπόγειο με πέντε εκατοστά σκόνη πάνω του . Ειλικρινά δεν μπορώ να γνωρίζω. Ο ποιητής ενώ γράφει στο σήμερα δεν γράφει μόνο για το σήμερα αλλά κυρίως για το αύριο. Το αύριο όμως είναι ανεξερεύνητο όπως και τα γούστα του και οι αισθητικές του. Νομίζω όμως πως ο καθένας ξέρει αν έχει γράψει κάτι που αξίζει ή απλώς πέρασε το χρόνο του λέγοντας ότι έγραφε ποίηση για να γεμίσει τις άδειες από νόημα ώρες του. Στην ποίηση ο τελικός κριτής έρχεται πολύ αργότερα που θα πέσει η αυλαία, μέσα στο σκοτάδι.

10.Πώς ορίζετε το ποίημα που «αντέχει τον χρόνο»;

10. Γι’ αυτά γράφουμε. Πρέπει να έχεις μεγάλη δίψα μέσα σου για να γράψεις τέτοια ποιήματα. Μεγάλη κατανόηση του κόσμου, της ύπαρξης και τι σημαίνει η ποίηση απέναντι σε αυτά. Ισως πρώτα απ’ όλα να συνειδητοποιήσεις ότι η λογοτεχνία σου δίνει αυτή τη μοναδική δυνατότητα, γιατί πολλοί δεν το συνειδητοποιούν και νομίζουν ότι σημαντικό είναι να γράψεις ακόμη ένα ποίημα και όχι ένα σπουδαίο ποίημα ή μια σειρά ποιημάτων που θα σε οδηγήσουν σε μια άλλη σειρά σπουδαίων ποιημάτων. Το παράξενο όμως είναι πως ακόμη κι αν γράψεις τέτοια ποιήματα, δεν μπορείς να πεις ότι ξέρεις πως γράφονται, ειδάλλως, θα τα έγραφες συνέχεια. Είναι κάτι μοναδικό, ένα προνόμιο που σου δίνεται για κάποιες μόνο στιγμές και πρέπει να το αρπάξεις. Είναι αδύνατο να το κατέχεις, αν είσαι τυχερός, μπορείς να το αγγίξεις. Τα ποιήματα που αντέχουν στο χρόνο έχουν τα κότσια να τα βάλουν με το χρόνο. Αντέχουν όχι επειδή συμφιλιώνονται με τον χρόνο αλλά επειδή τον νικούν. Τον κάνουν να παραδεχτεί την ήττα του και να παραμερίσει επειδή το μήνυμα που μεταφέρουν πάντα θα βρίσκει ευήκοον ους. Γράφτηκαν για αναγνώστες που ακόμη δεν έχουν γεννηθεί. Είναι τα ποιήματα χωρίς ημερομηνία λήξης. Τα διαβάζεις και νομίζεις ότι γράφτηκαν χθες, ενώ μπορεί να έχει παρέλθει αιώνιος χρόνος από τη συγγραφή τους. Τα καλύτερα δε εξ αυτών, εγώ τουλάχιστον αποκομίζω την αίσθηση ότι έχουν γραφτεί σε κάποιο γραφείο του μέλλοντος. Κάποιο φανταστικό γραφείο ποιήσεως.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.