Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΕ ΠΟΙΗΣΗ – ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ – ΜΟΥΣΙΚΗ

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

Ένα αφιέρωμα σε γυναίκες της Κύπρου στη ποίηση τη μουσική και τη ζωγραφική

.

.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΑΒΡΑΑΜΙΔΟΥ

ΕΣΕΝΑ Σ’ ΕΧΩ ΞΑΝΑΓΑΠΗΣΕΙ

Αν κάθε στίχος μου
ήτανε μια στιγμή,
πλούσια πολύ θα ’χα ζωή
αν και τις στιγμές μου
ύλες
δεν τις θυμάμαι.

Αν κάθε στίχος μου
ήταν η άλλη ζωή,
θα ’χα περάσει σε αυτήν
μία μία
όλες τις στιγμές μου.

Αν στους στίχους μου
ακούσατε την καρδιά
πως έφυγα θα μάθατε
-μέσα-
δεν χώραγαν άλλοι.

Παράγωγα
Επίθετα
Επιρρήματα
Ουσιαστικά.
Μια λέξη θυμάμαι εγώ,

Αγάπη.

 

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

.

ΚΛΑΙΡΗ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

ΚΟΡΗ ΤΩΝ ΑΧΑΙΩΝ

Στη μαθήτριά μου Μαρία.

Ξέρω
δεν μπόρεσες ν’ αντέξεις, Μαρία,
προτίμησες το θάνατο.
Θα γλίτωνες από τη φοβερή δοκιμασία.
Ήσουν γενναία.

Σε θυμούμαι πάντα
με τα ερωτηματικά
στα μάτια σου
που δεν μπορούσα
τότε να καταλάβω.
Τώρα ξέρω
ζητούσες την ουσία των πραγμάτων
όχι φωτοσκιάσεις.

Διψούσε η ψυχή σου φως.
Το βλέμμα σου στη μνήμη μου
ακόμα ζωντανό.
Σκοτείνιασε ο ουρανός
όταν σ’ είδα στη φωτογραφία
ανάμεσα Ταύρου Βουκολίδα
καταμεσίς του δρόμου.

Εκεί σταμάτησε το χαμόγελο
κι η γαλάζια θάλασσα
των ματιών σου
όταν σου φύτεψαν
μια σφαίρα στο κεφάλι
γιατί αρνήθηκες
τον εξευτελισμό.
Κόρη των Αχαιών,
άλλη Μαρία Συγκλητική,
ο θάνατος στιγμή αθανασίας.

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

.

ΝΑΤΑΣΑ ΑΘΗΑΙΝΙΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΣ

Βραδιάζει.
Στο λιμάνι τα πλοία σώπασαν πίσω απ’ τα σύννεφα.
Οι ναυτικοί ξεμπάρκαραν υπνωτισμένοι.
περπατώντας στα σκοτεινά σοκάκια

Τότε Εκείνη
ξεχώρισε σαν βουβή οπτασία μέσα στη νύχτα.
Είχε φορέσει ανάποδα τη μαύρη της μαντήλα
προτού ξεμυτίσει αθέατη
στην προκυμαία της γαλάζιας πατρίδας.
Με πίκρα είναι γραμμένο το όνομά της με πίκρα.
Όλεθρο και καπνό μυρίζει το κορμί της.
Αυτήν, βλέπω, με τα σβησμένα μάτια
και τη μαντίλα ανάποδα δεμένη σαν γόρδιο δεσμό
που δεν έμελλε ποτέ κανείς να λύσει.
Γι’ αυτήν, γράφω, που περιφέρεται ρακένδυτη
την ώρα που ανεβοκατεβαίνουν τα δάκτυλά μου
στα πλήκτρα του ακορντεόν.

Ένα παιδί με κίτρινο ποδήλατο τής χαμογέλασε.
Ένα ζευγάρι ερωτευμένων τη φοβήθηκε.
Ένα γατί μπλέχτηκε στα βήματά της.
Ένα άστρο φώτισε τη σκιά της.

Μετά σκοτάδι…

Έβαλε το πανωφόρι της στο δρόμο
κι αποκοιμήθηκε.
Πάνω απ’ τα χνώτα της
δυο περιστέρια φτερούγισαν
κι έσβησαν όλες τις φωτιές.

Ημέρεψε.

Μια φεγγοβολή είχε μόλις σχίσει
τον θαμπό ορίζοντα.

 

.

ΜΑΡΙΝΑ ΑΡΜΕΥΤΗ

ΣΤΗΝ ΑΥΓΗ

Την παραμονή ήθελε να δει το σπίτι της.
Την πήραν απ’ το χέρι
Την πέρασαν απ’ όλα τα δωμάτια
Εκατό τετραγωνικά στον δεύτερο όροφο
Κάρφωσε το βλέμμα της στις φωτογραφίες
Στα διπλωμένα ρούχα και στα μπιμπελό
«Δεν θέλω να πεθάνω», είπε
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου»
Το πρώτο της σπίτι ήταν στη Μόρφου
Ξυπνούσε απ’ τον μυρισμένο ύπνο της
Δέκα χιλιάδες τετραγωνικά ανθό
Ύστερα, πέσαν πυροβολισμοί στο σαλόνι
Έφυγαν με το παιδί
Το μικρό ποδηλατάκι του στέκει στην αυλή ακόμη
Κάτι αδικαίωτες πεταλιές φορτωμένο
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου», είπε
Μα έφυγε.

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΡΥΣΑΥΓΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ)

.

ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ- ΦΩΤΙΑΔΟΥ

ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ

Το εργαστήρι του Ήφαιστου
με όλα τα αγάλματα της Αφροδίτης σε παράταξη
Κορίτσι
Γυναίκα
Ανάμνηση
Όλα σημαδεμένα από φωτιά
με μια μικρή αναπηρία
στο βάδισμα καρδιάς
Τόσοι τεχνίτες μαστόρεψαν
μαθήτευσαν κοντά του
Οι Αφροδίτες όλες
γεννιόντουσαν σε θάλασσες με κύμα κόκκινο
Και όταν βγαίνανε απ’ το νερό
είχανε πάντα ένα μικρό βράχο
χωμένο στα μάτια
Να μην θαμπώνονται απ’ το πολύ φως

 

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

.

ΝΕΒΗ ΑΣΤΡΑΙΟΥ

ΑΠΟΠΕΙΡΑ

2

Πέρα από το όνειρο,
αυτό το όνειρο που μας γοητεύει
και κολακεύει τη σκέψη,
Πέρα από την προσμονή
που μας πιέζει μέσα στο χρόνο
και δημιουργεί φαντάσματα απροσέγγιστα,
Πέρα από την μακάβρια αλήθεια
της κατάντιας μας,
και την ανεκπλήρωτη αλλαγή της,
Πέρα από την αγνή έκφραση
που δημιουργεί αλλεπάλληλους εχθρούς,
Πιο πέρα ακόμα βρίσκομαι εγώ,
εδώ κρυμμένη σ’ ανυπεράσπιστα καλούπια
πλασμένα απ’ ένα κίτρινο κόσμο
γεμάτο φως από την ουτοπία των πόθων μου.

.

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

.

ΣΤΕΛΛΑ ΒΟΣΚΑΡΙΔΟΥ-ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Η ΑΠΠΩΜΕΝΗ

Λαλεί ο πετεινός τζι εν ι-ξυπνά
δρώννει ‘ποδρώννει μες τα μαξιλάρκα
παραμιλά
«Πο ‘ννά ‘ρτεις βάλε φορεσιάν!»

ως τζαι μες τ’όρομαν, έκαψεν τον τζι εκαούρτισεν τον
ως τζαι τον πετεινόν, έκαψεν τον τζι εκαούρτισεν τον

Φέγγει το πρώτον φως
φέγγει το μεσομέριν
«Νά ‘ρτεις με φορεσιάν!»7
Τζι είπασιν κάτιχωρκανοί
ότι ακουστήν τρεις φορές ο πετεινός που παραμίλαν μες τα
πίτουρα
ότι ακούστην να λαλεί
«Χαράς το κακόν! Χαράς το κακόν! Χαράς το κακόν!»

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΡΥΣΑΥΓΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ)

.

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ

ΠΗΝΕΛΟΠΕΣ

Οι Πηνελόπες
πέταξαν τους αργαλειούς στη θάλασσα.
Δεν υφαίνουν πια
ούτε κεντούν τα βράδια.
Κατεβαίνουν στον κήπο από το παράθυρο.
Ανοίγουν την καγκελόπορτα,
προχωρούν στην παραλία.
Κάθονται σε μπαράκια σκοτεινά,
ανοιγοκλείνουν τα μάτια και χαμογελούν
ενώ οι ναύτες τραγουδούν το «Μαραμπού».

Οι μνηστήρες, απ’ ό,τι λένε, βαρέθηκαν
τα γλέντια κι έφυγαν.
Όσο για τον Οδυσσέα,
αυτός ακόμη ταξιδεύει.

.

 

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

.

 

ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ

ΚΥΠΡΙΕΣ ΠΡΟΓΟΝΕΣ

‘Ονόματα του μαρτυρίου και της περηφάνιας
Μαρία, Λουκία, ‘Ελένη, Χαρίτα, Παναγιώτα, ‘Αγνή,
Γερασμένες όσιες Αντιγόνες πού ζητάνε να θάψουν οστά
-τις σάρκες τις έφαγε ή γη κι ό καιρός-
Με πυρσούς αναμμένους, με ορμή, με απέραντη υπομονή καί μαρτύριο
Άξιοθέα, Αρσινόη Δημόνασσα, Άντωνού.
Γενναίες, δίκαιες των δικαίων, δυνατές και μεγάλες
Με μάτια πρησμένα απ’ τα δάκρυα κι ωστόσο άδάκρυτες
Να χαιρετούν την λευτεριά
Και με το αίμα τους να γράφουνε συνθήματα ατούς τοίχους
Ευγενία, Κυριακού, Παναγιωτού της Πιτσιλιάς
Πού μέτρησαν το μπόι τ’ ανθρώπου
Οι μικροκαμωμένες, οι μεγάλες, οι όσιες
Έρχεστε στον ύπνο μου ασημένιες
Με χρυσωμένα χείλη και μάτια κάρβουνα
‘Ανάβετε άστρα βεγγαλικά στον ουρανό
Όταν σας θυμηθώ μού καίγονται τά ποιήματα
Κι έρχονται οι λεβεντονιοί
Να μού ρυθμίζουν βήματα

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

.

ΕΥΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΛΕΥΤΕΡΗ

Άλλο η λέξη δεν άντεξε,
ήθελε να βγει, να πει πολλά,
όσα αγόγγυστα άντεξε στον χρόνο.

Σε ένα σκοτεινό
λαβύρινθο περιστρεφόταν.
Την είδα πολλές φορές, την έξοδο
απεγνωσμένα να ψάχνει.

Ήταν μεγάλη η προδοσία!
Ομολογώ, αυτή τη φορά
δεν την πρόλαβα.
Έδωσε δυνατή γροθιά,
έσπασε όλες τις κιγκλίδες και βγήκε.

Ήταν για πρώτη φορά έτοιμη.
Τώρα, διόλου δεν νοιάζεται,
νιώθει λεύτερη.

.

ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥ

ΕΝΑΣ ΔΕΚΑΕΞΑΧΡΟΝΟΣ ΚΑΤΕΒΑΣΕ
ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΙΑ

Αυτός

ο δεκαεξάχρονος διασταύρωνε
στην οδό Νηφάλιες θλίψεις
και τον σάρωσε ένας τυφλοπόντικας.

Ο δεκαεξάχρονος περπατούσε στο δάσος
και τον έφαγε μια πολική αρκούδα.

0 δεκαεξάχρονος ίπτατω του εδάφους
και τον κατέβασαν με βίντσι
για να τον απομονώσουν.

0 δεκαεξάχρονος γελούσε δυνατά
και είπαν ότι φταρνιζόταν από τα καυσαέρια.

0 δεκαεξάχρονος είπε ότι είναι ελεύθερος
και νομίζαμε ότι μας το έλεγε για πλάκα.

Τους δεκαεξάχρονους ανώνυμους και απάτριδες
εμείς τους στέλνουμε στη χώρα τους.

 

.

 

ΚΑΤΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΚΗ- ΠΑΠΑΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΑΓΑΘΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ

Έπλυνε βιαστικά τα πιάτα
κι έβαλε τις καρέκλες στη θέση τους
πριν φύγει από το σπίτι της
στη Μόρφου
η κυρά-Αγάθη•
σαν θα επέστρεφε
να μην το έβρισκε ασυγύριστο.
Σήμερα τη θάψαμε
σε κάποια ακατάστατη γωνιά της Λευκωσίας
δεκατέσσερα χρόνια απόσταση
από τους πορτοκαλεώνες της Μόρφου.
Κι ήταν Γενάρης
μα μύρισε λεμονανθούς και πάστρα
το ταξίδι της
στην ωραία Μόρφου των ουρανών.

 

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΡΥΣΑΥΓΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ)

.

ΜΑΡΟΥΛΑ ΓΙΑΣΕΜΙΔΟΥ–ΚΑΤΖΗ

ΑΟΡΑΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Φωνές γνώριμες
αγαπημένων προσώπων που έφυγαν,
συχνά απρόσκλητα κι απρόσμενα
σιγοψιθυρίζουν στην ακοή,
απόμακρες συνομιλίες και τραγούδια.

Η αγαλλίαση της επίσκεψης
και η θλίψη της απουσίας
μεγιστοποιούν τη νοσταλγία.

Διεισδύουν στο παρόν
σε μια άλλη διάσταση,
σε μια επικοινωνία καθαρά ενδότερη.

Τόσο ιδανικά προσωπική,
που δεν είναι δυνατή
ανάμεσα σε ζώντες.

 

.

ΖΕΛΕΙΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

ΜΗΔΕΙΑ

II

Στο δημοτικό
τα αναγνωστικά γράφανε
για το χώμα της πατρίδας
τον κυρ Γιάννη που μπόλιαζε δέντρα
τη Φιορούλα που είχε μια γάτα
που έκλεβε ψάρια
το γουρουνάκι
που κατέβασε ξίγκι

Στο γυμνάσιο αποδράσαμε ομαδικά στην Disney

Τώρα
χρόνια μετά
στις εκβολές του αιώνα
περιμένω
ένα κλείσιμο του ματιού
πριν ανοίξω το κλουβί
κι ελευθερώσω και το τελευταίο περιστέρι

Πρέπει να ξέρω
αν ήτανε στημένη απάτη
όπως το γουρουνάκι που κατέβασε ξίγκι
ή μια ακτή
τα σήματα τούτα
στο Αλφαβητάρι του Γκιόνη.

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

 

.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΖΑΜΠΑ

ΔΩΔΕΚΑ ΛΟΞΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

9

Στο φεγγάρι τις είδα
νομίζω –

να τριγυρνούν καθώς απομακρύνονταν
να πληγώνουν καθώς γελούσαν
– νομίζω –
έτρεχαν σε σειρά αχαλίνωτες και
στο απειλητικό διάβα τους έμεναν τα δέντρα

μόνα περιγράμματα με τρεμουλιαστά φύλλα
και τρυφερό σάλεμα ταξίδευαν
– ξαναφέρνοντας –
στα νεανικά μάτια της άνοιξης
αυτό που για πάντα κυλά εν αγνοία

Ήταν, νομίζω, αυτές ήταν
– ή μόνο φύλλα –
πολυσήμαντου πιστού φλοιού; 

 

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

.

 

ΜΑΙΡΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΖΩΗ

Στο σκοτεινό δωμάτιο
που παίζαμε παιδιά
μετρούσαμε τα «όχι» καρφιά
που έπεφταν από το στόμα του πατέρα
ματαιώνοντας την όποια φυγή.
Και τι ανακούφιση το βλέμμα του
εκείνη τη φορά
στην ενηλικίωση του πρώτου «ναι».

Ο ίδιος ο εαυτός μας
με μια αόρατη βελόνα
έσπαζε τα μπαλόνια που μας αγόραζαν
πριν πετάξουν ψηλά.
Ύστερα γυρεύαμε
ποιος έβαζε τρικλοποδιά στη νύχτα
κι εκείνη κουτσή με δεκανίκι δανεικό
ακύρωνε τις εξερευνήσεις
της πρώτης αγάπης.

Μετά
ζήσαμε με τους όρους
κάποιας περαστικής ζωής
κι ενός απλωμένου χεριού
ευγνώμονες που χρεωθήκαμε
την απλοϊκότητα μιας ανοιχτής αγκαλιάς.

 

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΡΥΣΑΥΓΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ)

 

.

 

ΜΑΡΙΑ ΘΩΜΑ

ΚΙΡΚΗ

Έχω στο κορμί μου κόμπους για αρθρώσεις
για να μπορώ να καλπάζω ελεύθερα
τα βράδια δεν κοιμάμαι πια
κάποτε ξαναστήνω λίγο λίγο
τα γυάλινα τείχη μου
Άλλαξα πορείες
αντάλλαξα γέλια φωνές
είμαι λευκή και φωτεινή
για να χύνομαι εύκολα σε ακτίνες
Δεν υπάρχουν κορμιά
που να μην κουράζονται
από ορμές κι επιθυμίες
Κοιμήθηκα πολλούς χειμώνες
κοιμόμουν και ξυπνούσα κλαίγοντας
έχω γαλανές φτερούγες
για να μπορώ να χάνομαι
πίσω απ’ τα σύννεφα

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

.

ΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

ΠΛΗΓΕΣ

Κοίτα πως γράφουν μόνιμα απάνω μας
-σαν τατουάζ.
Δέρμα που’ γιν’ ένα με το δέρμα.

Αν ήταν λεκές ίσως και να ‘σβηνε.
Αν ήταν εκδορές ίσως και να φεύγαν.

Όμως εκείνες ήρθαν με εισιτήριο απλής μετάβασης.
Κι όσο κι αν βάζεις φάρμακο να κοιμηθούν κι αυτές
εκείνες συνεχίζουν να σε εκπλήττουν·

κάθε που βάζεις μπρος τις πληγές να καθαρίσεις
καταλαβαίνεις πως, αυτές πρώτες, έχουν ήδη αρχίσει
να καθαρίζουν εσένα.

.

ΡΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

Ο ΑΔΟΚΗΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑ

Ο αδόκητος θάνατος του έρωτά τους
σε τόσο νεαρή ηλικία
δε συγκλόνισε κανένα
δεν έντυσε στα μαύρα το λαό.
Οι σημαίες δεν κυμάτισαν μεσίστιες
δεν κηρύχθηκε τριήμερο πένθος.
Η κηδεία του δεν έγινε «δημοσία δαπάνη»
δεν παρέστησαν
εκπρόσωποι της Πολιτείας και πλήθος κόσμου
δεν κατέθεσαν στεφάνους
κόμματα, σωματεία και οργανώσεις
ούτε καν εκφωνήθηκε επικήδειος
από κάποιο επίσημο
ή έστω από κάποιο φίλο ή συμφοιτητή.
Ούτε όμως κι εκείνοι τον πενθήσανε όπως του άρμοζε
με μαύρα γυαλιά και με την πρέπουσα αποχή
από τις μικροχαρές της καθημερινής ζωή

.

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΡΥΣΑΥΓΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ)

 

.

ΑΝΤΡΗ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΟΙ ΣΟΦΟΙ

Βγήκαν οι πραματευτάδες σεργιάνι
να διαφημίσουν την πραμάτεια τους.
Έπιασαν μάλιστα κουβέντα μεταξύ τους.
Κι έλεγε ο ένας στον άλλο:
«μα τι ωραίο είναι το δικό σου»,
«όχι, το δικό σου είναι υπέροχο»,
«μα τι εξαίσιο είναι αγαπητέ μου»,
«είναι απίστευτο αυτό που έφτιαξες»,
Στάθηκα για λίγο να τους ακούσω,
Προχώρησα όμως γρήγορα.
Χρειαζόμουν επειγόντως αέρα.

 

.

ΜΑΡΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΙΣΩΣ

Ίσως, λέω ίσως,
γιατί ποτέ δεν είμαι σίγουρη
Ποτέ δεν ήμουν σίγουρη.
Ζητάμε πάντα κάτι διαφορετικό.
Εσύ μιαν αγάπη χάρτινη
Ένα καλό ποίημα
(βραβευμένο, ενδεχομένως, με καλές κριτικές)
που να χαϊδεύει τη ματιά σου όταν το βλέπεις
Να κλείνει τα μικρά κενά.
Και εγώ μιαν αγάπη σάρκινη
Που να μπορώ να κρύβομαι στην αγκαλιά της
Και να ακουμπώ τους πόθους μου.
Να γεμίζει το μεγάλο το κενό.
Εσύ, μια λέξη, μια σκιά.
(πόσο καλός είσαι στις λέξεις, αλήθεια!)
Και εγώ μια πράξη, ένα χαμόγελο – ήλιο.
Δεν ξέρω
Εξάλλου ποτέ δεν ήξερα τίποτε.
Ίσως…

.

 

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

.

 

ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΙΜΑΚΛΙΩΤΗ

ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Νερό και χώμα για το ποίημα
να πάρει σώμα στον τροχό
τα χέρια να του δώσουν σχήμα
να γίνει πλάσμα ζωντανό

Γυρίζει ο δίσκος πήλινο θραύσμα
στην πεθαμένη Σαλαμίνα
βαθιά στο στόμα κρύβω το τραύμα
το εναποθέτω σε μια βιτρίνα

Στον κλίβανο το ποίημα εξαγνίζω
με αλοιφές που αντέχουν προδοσία
αγγείο βαθύ οξυπύθμενο σκαλίζω
περιρραντήριο για τη λατρεία

Έχω ένα ποίημα πήλινο
βαθύ και το λαξεύω
η σπείρα και ο μαίανδρος
κρατούν το αποτύπωμα

Κραδαίνω καπνιστήρι πήλινο
θυμίαμα το ποίημα
η μνήμη αιμορραγεί
με καθαιρεί και με καθαίρει

Είμαι διάτρητο αγγείο
φλοίσβος σε λήκυθο λευκή
πλάσμα και πλάστης

Είμαι η Κύπριδα – Δεν θα χαθώ

.

ΜΑΡΙΑ ΚΑΝΤΩΝΙΔΟΥ

ΙΟΥΛΗΣ

Κι όμως!
Αν η θέα δεν έχει, παράθυρο με συρόμενη σίτα ανοιγόμενης
κίνησης, δεν θα μπορέσεις ποτέ να καυχηθείς πως είδες
κάτι αξιόλογο να γίνεται και να ξεγίνεται (κυρίως αυτό) – τον
Ιούλη, ας πούμε, να παρεμβαίνει χιονάτος, σπέρμα λευκό στο
τζάμι.

 

.

 

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΡΥΣΑΥΓΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ)

 

.

ΕΛΕΝΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ

ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Στης Αφροδίτης το νησί γεννήθηκε.
Ρίζωσε άπλωσε κλώνους και κλαδιά.
Την άνοιξη στις
φυλλωσιές της πουλάκια κελαηδούσαν
Άσματα Αγάπης ειρήνης και χαράς,
Τα άνθη της γέμιζαν τη γειτονιά
Αρώματα ευγενικά.
Άνοιγε τα χέρια και αγκάλιαζε τον ήλιο κάθε πρωινό
το βράδυ μιλούσε με την Πούλια και τον Αυγερινό.
Και την ημέρα
έπαιζε με τα κοχύλια του γιαλού
στις Αμμοχώστου τις χρυσές τις Αμμουδιές
Ανέβαινε στου κάστρου της Ρήγαινας τα σκαλοπάτια.
Κοιμόταν το μεσημέρι κάτω από της Μόρφου τις πορτοκαλιές
Και το απομεσήμερο τριαντάφυλλα
Καρφίτσωνε στα μαύρα της μαλλιά.
Να έρθει ο Κύρης της να τον υποδεχτεί
Να έρθει ο γιος της να τον
Χαρεί.
Γυναίκα και μάνα της Κύπρου εσύ!

Οι ρίζες της χωμένες στου χρόνου
τα χαλάσματα.
Άντεξαν και με πείσμα στάθηκαν σε κάθε συμφορά.
Άνεμοι ήρθαν από την Ανατολή ,
σιδερόφραχτοι εμπόροι από τη Δύση.
Να διαγουμίσουν ήθελαν τα κάλλη της .
Να αρπάξουν τα παιδιά της.
Γυναίκα δύσμοιρη της Κύπρο εσύ !

Και τώρα την ημισέληνο να αντέξει δεν μπορεί στου Πενταδακτύλου την κορυφή.
Με ματωμένο ρούχο σκουπίζει
το δάκρυ της καρδιάς της
Στης Παναγιάς την σπλαχνική πόδια
ακουμπά
Του αδικοχαμένου της παιδιού το πόνο να μερέψει.
Του αγαπημένου Κύρη της το θρήνο
να γιατρέψει
Γυναίκα μάνα της Κύπρου εσύ!
Υπομόνεψε όλα ο χρόνος τα χτίζει και τα χαλά
Άντεξε, στου χρόνου τα γυρίσματα το αλακάτι,
Πάντα ανεβοκατεβαίνει…

 

.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΣΩΝΗ

ΕΛΠΙΔΑ

Ζωντανέψαμε στο πέρασμά μας
το νεκρό φως του καντηλιού.
Δώσαμε λίγο ψωμί στον ζητιάνο
να κορέσει την πείνα του.
Βγάλαμε λίγο νερό
απ’ το πηγάδι
και δώσαμε στον ξένο διαβάτη
να ξεδιψάσει.
Αφήσαμε τα πουλιά
να κελαηδούν στα κλαδιά
και τα πρόβατα να βόσκουν
στο λιβάδι.
Πήραμε το σακί του οδοιπόρου
κι αρχίσαμε
ν’ ανεβαίνουμε στην κορυφή
με μια ελπίδα μόνο…

 

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

 

.

 

ΝΤΙΝΑ ΚΑΤΣΟΥΡΗ

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

Αιωνιότητα είναι το βλέμμα σου
που με κοιτάζει αφηρημένα,
αιωνιότητα είναι το βήμα σου
μετέωρο στο σκαλοπάτι,
αιωνιότητα είναι η κουνιστή πολυθρόνα
και το μισάνοικτο βιβλίο στα χέρια σου,
αιωνιότητα είναι η κρεμάστρα
με το βελούδινο σακάκι σου απάνω,
αιωνιότητα είναι ο κοκκινωπός γάτος
που μασουλά την παντούφλα σου,
αιωνιότητα είναι το ρολόϊ σου
που σταμάτησε ακριβώς τα μεσάνυκτα,
αιωνιότητα είναι η τρίχα από τη γενειάδα σου
που ξέμεινε στο μαξιλάρι μου,
αιωνιότητα είναι η καλημέρα και η καληνύχτα σου.

 

.

 

 

ΝΙΚΗ ΚΑΤΣΑΟΥΝΗ

ΓΥΡΙΣΜΟΣ

Μέρα τη μέρα τριγυρίζω
μα πίσω σβηούν τα βήματά μου
έχουν χαθεί τα χώματα μου

Σπίτι παλιό στην παραλία
πόλη μου 8ύμηση παλιά
φεύγουν οι τόποι σαν πουλιά

Νύχτα η νύχτα δεν τελειώνει
πόλη μητέρα μου χαμένη
αγκάλη που με περιμένει
Όρθρου καμπάνες σας ακούω
φτωχά ξωκλήσια ερειπωμένα
πουλιά ορφανά, παγιδεμένα

Χρόνο το χρόνο μου μετράω
μέρες πληγές που με πονάτε
νύχτες αιχμές με διαπερνάτε
Πόλη και σπίτι κι ακρογιάλι
Γυάλινοι κόσμοι που ραγίσαν
θρύψαλα τη ψυχή μου αφήσαν

Μέρα θα ζήσω ν’ αντικρύσω
Πόλεις, αρχέγονες μητέρες
Νύχτες να λάμπουν σαν ημέρες
Σπίτια ξανά ζωντανεμένα
Φίλους και γέλια από παιδιά
Κι έρωτες πάλι στην καρδιά.

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

 

.

 

ΕΛΕΝΗ ΚΕΦΑΛΑ

ΕΡΩΤΙΚΟ

I can give you my loneliness, my darkness, the hunger
of my heart; I am trying to bribe you
with uncertainty, with danger, with defeat

I σου δίνω την ανάμνηση ενός κρατήρα ηφαιστείου
που αντίκρισα ένα βράδυ στη Νικαράγουα
ενός ηλιοβασιλέματος στη θάλασσα σ’ ένα νησί του Νότου
του δέντρου της αυλής µας που σκαρφάλωνα παιδί.
Σου δίνω την πρώτη µου μέρα στο σχολείο
το πρώτο µου τραγούδι, το πρώτο µου ποίημα, το πρώτο µου βιβλίο.
Σου δίνω το βλέμμα ενός ανθρώπου που ερωτεύεται
την αγκαλιά ενός ανθρώπου που αγαπά
τον φόβο ενός ανθρώπου που θα πεθάνει.
Σου δίνω την απόγνωση αυτού που ξέρει
πως µια μέρα θα χαθούν το ηφαίστειο και το δέντρο και το βλέμμα
θα χαθούν οι αναμνήσεις, θα χαθούν η αγκαλιά και το ποίημα.
Σου δίνω την ήττα ενός ανθρώπου μπροστά στον χρόνο και την απώλεια
τον μαρασμό του κορμιού, τη μοναξιά της αιωνιότητας.
Σου δίνω τον φόβο ενός ανθρώπου που σε αγαπά
παρόλο τον φόβο

 

.

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

.

 

ΦΡΟΣΟΥΛΑ ΚΟΛΟΣΙΑΤΟΥ

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Το άνεμο μην εμπιστεύεσαι
Είναι η θάλασσα χωρίς τα ανεμόφυλλα
Είναι το νερό της απώλειας
Με τη γραφή του γυρισμένη
Προς τα μέσα

Κάτω από λεπτό φιλμ αφρού
Άνθρωποι κρύφτηκαν
Σχεδόν τυφλό
Ένα μελτέμι ελλοχεύει την απόγνωση
Τον ορίζοντα πνίγει ο θάνατος

Παιδικά στόματα δίχως πνοή
Τυλίγουν το νερό
Αναλώσιμα όνειρα και άνθρωποι
Επιπλέουν

Φτερά έχουν τα φύκια
Δες πάλλονται
Πέλαγο πεινασμένο
Δάκρυ κρυστάλλωσε

Αυξάνεται ο χαμός
Σαν να είναι τέρας που ξαναγεννιέται
Όταν ξεφεύγουν από τον θάνατο
Και πάνε σε άλλο θάνατο

Με το πρώτο φεγγάρι της άνοιξης
Μολυσμένες χειρονομίες
Αντανακλούν στα τζάμια της νύχτας
«Θάνατος στην Μεσόγειο»

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

 

.

ΒΕΡΑ ΚΟΡΦΙΩΤΗ

Η ΒΕΡΟΝΙΚΑ

(Για την εγγονή μου Βερόνικα)

Είναι ένα χελιδόνι
με ολόξανθα μαλλιά
φεύγει, έρχεται, ζυγώνει
και πετά ξανά μακριά

Έχει ολάνθιστη καρδιά
σαν της Άνοιξης περβόλι
κι η ματιά σπιθοβολά
ηλιαχτίδα πα’ στο χιόνι

Χελιδονάκι μου, Βερόνικα,
είσαι μια έμπνευση
μες’ στον αέρα
που δεν πιάνεται
είσαι ένας στίχος
στον αιθέρα
που δεν γράφεται

Χελιδονάκι μου, Βερόνικα,
με τα φτερά σου τ’ ανοιγμένα
ταξιδεύεις στα όνειρα
μερόνυχτα
και μαζί σου παίρνεις
κι εμένα

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΡΥΣΑΥΓΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ)

.

ΣΟΝΙΑ ΚΟΥΜΟΥΡΟΥ

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Λένε πώς οι ποιητές
ξεμοναχιάζουνε τις λέξεις
σ’ απόμερα σοκάκια της ψυχής
Τις κάνουν να κλαίνε
να γελάνε να πονούν
Λένε πώς οι ποιητές
ξομολογούν τις λέξεις
κρατώντας τα κλειδιά
των μυστικών
στις μέσα τσέπες
των λυγμών τους
Λένε πώς οι ποιητές
μαγεύουνε τις λέξεις
και γίνονται αγάλματα
καταμεσής του χρόνου
Λένε πώς οι ποιητές
πεθαίνουν με τις λέξεις
πού δεν προλάβανε να πουν
να ζήσουν να γευτούνε.
Νοέμβρης 1998

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

.

 

ΝΙΚΗ ΛΑΔΑΚΗ-ΦΙΛΙΠΠΟΥ

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΕΝΤΑΔΑΧΤΥΛΟΥ

(απόσπασμα)

Χτες έπλυνα όλους τους νεκρούς
κουβέντιασα με τις χαμένες μου φίλες
είπαμε για τα παιχνίδια που έμειναν πίσω
για τη στενή φραγή με τους γρύλους
και για εκείνα τ’ άφτερα κλωσσόπουλα
στην πατρική αυλή μου.

Κουβέντιασα με τα σκοτωμένα περιστέρια
έγινα ένα με τους ίσκιους
Άκουσα τις ρίζες που δεν πρόφτασαν
να μεγαλώσουν,
πόνεσα ακόμα μια φορά.

Τόσοι νεκροί τόσοι χαμένοι.
Γράφω ονόματα γράφω ονόματα
δεν έχω άλλο τετράδιο –
γέμισαν τα τετράδιά μου από ήρωες.

Είκοσι μαρτυρολόγια
δε φτάνουν για την Κύπρο.

Μνήμη, εκείνα τα παιδιά
ήταν οι αγαπημένοι μου φίλοι,
εκείνα τα κοριτσόπουλα
ίδια η ψυχή μου.

Μνήμη,
τ’ αυγουστιάτικα σούρουπα
κράτησε το πρόσωπο τους.

.

ΜΑΡΙΑ ΛΟΥΚΑ

ΠΟΡΤΕΣ ΚΛΕΙΣΤΕΣ

Ήμουνα λέει παιδί, αγόρι αμούστακο
-δυνάμενον παρόλ’ αυτά να οπλοφορεί-
για τους εχθρούς κίνδυνος θάνατος.
Τρέχω με δύναμη τρανή μες στα στενά σοκάκια.
Χτυπά σαν του λαγού η καρδιά στα καλντερίμια.
Πίσω μου ο Καπετάνος* με τη συντροφιά του
σταλμένοι από της Λευκωσίας τους Ρετόρους*.
θερίζει το σπαθί τους κι η φωτιά τους τρώει ανθρώπους
όσους απ’ τους Οθωμανούς* γλυτώσαν.
Γυρεύω κάπου να χωθώ ώσπου να πάψει η αντάρα.
Βρίσκω το σπίτι μου κλειστό, την πόρτα σφαλισμένη
και την πορτούλα της καρδιάς σφικτομανταλωμένη.
-Άνοιξε, πόρτα μου, άνοιξε τα φύλλα της καρδιάς σου!
Άνοιξε πόρτα μου άνοιξε, πάρε με στη σκιά σου!
-Από την πόλιν έρχομαι και στην κορφή κανέλα!
-Αδέρφια, με περιγελά κι εγώ πάω, χάνομαι!
Αδέρφια, μ’ αποστρέφεται κι εγώ έρχομαι απ’ τον ύπνο μου!
Έρχομαι και ξυπνώ και τι να δω:
Πόρτες παλιές, πόρτες κλειστές και πόρτες σφαλισμένες*
και οι καρδιές που καρτερούν διπλομανταλωμένες

 

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΜΑΚΡΙΔΟΥ

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

θαμμένοι βαθιά
μες στους κρατήρες του ονείρου
αποσυνάγωγοι
έχουν τα όνειρα να μηρυκάζουν
στα υπόγεια στρώματα
κάτω από τα λασπωμένα βέλη των Γραμματέων
και τις ατέλειωτες συζητήσεις των Φαρισαίων στις Συναγωγές
τους χαρακτηρισμούς
τις δηλώσεις
τις καταχρήσεις του λόγου
σε ό,τι αντιβαίνει στο political correct
ενώ η θάλασσα ξεβράζει ακόμη τα κουφάρια
των λησμονημένων μας παιδιών…

Κι όμως τρέμουν για το κομμάτι της ζωής
που τους χαρίστηκε
γνωρίζοντας πως δεν πληρούν τις προδιαγραφές της Σατραπείας
των απαιτήσεων συμμόρφωσης
με το ενδεδειγμένο μέτρο.
Στενάζουν στο αδιάκοπο σφυροκόπημα
του πυρακτωμένου σιδήρου των εκτελεστικών οργάνων
και επιμένουν να ντύνονται την ψυχή τους
για να σώσουν τουλάχιστον αυτήν της Ποίησης!

 

.

 

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

 

.

ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΜΑΝΤΑ-ΛΑΖΑΡΟΥ

 

ΤΕΙΧΟΣΚΟΠΙΑ

Φαίνονταν τώρα επί γης,
Τροία, Κερύνεια, Αμμόχωστος,
η Αντιόχεια, η Βηρυτός, Παλμύρα, Δαμασκός,
Ραμάλα, Ιερουσαλήμ…
Χαμηλότερα ένα κομμάτι από Αφρική.
Ξημέρωνε σαν πάντα ωφέλιμο το φως
για εκείνους που είναι το χόρτο της ζωής.
Για τους άλλους μια τελευταία σφαίρα ο ήλιος,
η πιο οδυνηρή,
έξυσε την παγωμένη τους καρδιά.
Είναι νεκροί.

Κανένα τείχος.
Και μόνο ο στοχασμός μάς συγκρατούσε
σαν μέσα σε νεφέλη ελάχιστα πιο πάνω,
χώρια ακόμη από τους σκοτωμένους:

Χρυσό πουλί ανατολή, μαύρο φτερό στη δύση.
Και εν ανθρώποις η μελαγχολία:
ευδοκιμούμε ανάμεσα·
μονοπόδαροι
σε δύο όχθες ραβδιστές του χρόνου.

 

.

.

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

 

.

ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ

ΔΕΝ ΤΗΣ ΠΗΡΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Για την επέτειο του θανάτου της μητέρας μου
Δεν της πήρα λουλούδια αλλά σηκώθηκα νωρίς
να βρω ψάρι καλό στην αγορά
βρήκα και μήλα καθιστά για τάρτα
έτσι όπως τα έφτιαχνε αυτή,
μες τις καλές της μέρες.
Στρούντελ και σνίτσελ απ’ τη Βιέννη
και σβίγγους όπως η θεία Ματίνα.

Δεν της πήρα λουλούδια
αλλά έσβησα στην ώρα του τον φούρνο
για να προλάβω την συνάντηση στο μαγαζί
πήρα τον Γιώργο από το σχολείο
κάναμε μαζί μπάνιο το σκυλί
κι ύστερα ήθελε να του διαβάσω εφτά βιβλία

Δεν της πήρα λουλούδια,
κατάφερα όμως να δουλέψω δυο ώρες
στον υπολογιστή.
Πήγα να δω και την κυρία Δήμητρα,
με κατάλαβε από τη φωνή μου
Είχα καιρό να πάω να την δω, της πήρα γλύκισμα
νηστίσιμο
και κάθισα κοντά της και μου έλεγε.

Δεν της πήρα λουλούδια
κλάδεψα όμως τη λουίζα και έβαλα λίπασμα
στα δέντρα. Μετακίνησα τις γαρδένιες έτσι που να
πιάνουν ήλιο το πρωί
και φύλαξα τα ρούχα τα χειμερινά,
με προσοχή να μην τα φάει ο σκόρος

Με προσοχή αντιγράφω τις κινήσεις της
πως έπλαθε ζυμάρι, έβαζε λάδι στα κιχιά,
ανέβαινε, κατέβαινε, και όλους τους εφρόντιζε.

Δεν της πήρα λουλούδια
μα προσπαθώ ισάξια τ
ούτο το σπίτι να φροντίζω,
τούτο το σπίτι και τους ένοικους του
όπως με έμαθε αυτή σωστά και μετρημένα.

Με προσοχή αντιγράφω στις κινήσεις της
με προσοχή να μην τις φάει ο σκόρος.

.

 

ΝΙΚΗ  ΜΕΝΕΛΑΟΥ

 

.

 

Σαν τ’ αθθισμένον γιασεμίν

.

Μες στην καρκιάν μου μείνετε

.

Εισ’ αέρας που δροσίζει

.

Μάρτυρας μου εν η καρκιά

.

Στου έρωτα τον πόνον

.

 

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

.

ΛΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ

ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ

της Marie Laurencin, 1938

Τα δάχτυλα μόλις που αγγίζουν λεπτά κοτσάνια λουλουδιών.
Τα φύλλα υποκλίνονται στην αφή.
Ένα μπράτσο δροσερό λυγίζει ανεπαίσθητα, συγκρατώντας
στον ώμο ανάλαφρο μετάξι. Το ρούχο δεν κρύβει τίποτα,
απλώς μένει ασάλευτο, ένα με το νεανικό δέρμα.
Αμμουδερά βουναλάκια σαλεύουν διακριτικά στους ρυθμούς της
ανάσας. Το πιγούνι μια καμπή στο διάστημα του προσώπου.
0 λαιμός στηρίζει τη γοητεία του κεφαλιού” είναι γερμένο
ελαφρά, προς τη διάθλαση της μυρωδιάς.
Οι μανόλιες στο ίδιο χρώμα με τα μάγουλα.
Στο φαράγγι των ματιών κρύβονται μυστικά
που το πινέλο προσπαθεί να προσδιορίσει.

Σίγουρα ο ζωγράφος πήρε το μερίδιο του.
Άλλωστε πώς θα μπορούσε να γδύσει αυτό το πλάσμα,
ν’ ανοίξει την πλημμυρίδα των χειλιών, να κολυμπήσει,
να πνιγεί στη μέθη των χρωμάτων, να παραδοθεί
στο επιφώνημα του αιθέριου σπασμού;

Τα μαλλιά πιασμένα με κορδέλα πέφτουν, όπως ο ήλιος
σε μια πλάτη λεία σαν δειλινό.
Αγαπάει το φως που τη χαϊδεύει.
Το πετράδι στ’ αφτί της λικνίζεται απ’ τους τριγμούς
του σιντεφένιου στήθους* ξαναμμένο ψιθυρίζει στο λοβό.

Είναι όμορφη και το αισθάνεται καθώς το πινέλο ακουμπά
την απόλυτη στιγμή που αναδίνει το σώμα της.
Το χρώμα χύνεται σ’ όλη τη γύμνια της, παραλύοντας
το σήμερα και το αύριο των χεριών του

.

 

 

ΝΟΡΑ ΝΑΤΖΑΡΙΑΝ

ΓΙΑΣΕΜΙ

Πλησίασε στη γραμμή.
Το άρωμα, η λευκή ευωδιά
την καθοδηγούσε. Γιασεμί.

Ήταν η παιδική της ηλικία και πάλι
που την επισκεπτόταν. Όπως μια μικρή ανάσα
λουλουδιών απ’ τον κήπο κάποιου άλλου

σαν περνούσε, κοριτσάκι που μελωδούσε
τα κάγκελα σαν να ήταν άρπα.
Έλα, έλα, το άρωμα την τραβούσε

Πάντοτε. Μα ο κήπος δεν ήταν δικός της,
της έλεγαν. Ούτε και το άρωμα που την παρέσερνε
και την προκαλούσε να μπει παράνομα.

Τώρα, ενώ περνούσε την μη ευθεία,
την αόρατη, την αδιαπέραστη γραμμή,
και καθώς ο στρατιώτης με τον γαλάζιο μπερέ

παρακολουθούσε τα πόδια της, μετρώντας τα χιλιοστά
με τα μάτια, και άνοιγε το στόμα του
για να φωνάξει το ΑΛΤ!

αυτή ήταν μικρό παιδί που έτρεχε, δυνατή.

ΑΛΤ! της φώναζαν αλλά δεν γυρνούσε.
Εξοργισμένες σελίδες έλειπαν απ’ το βιβλίο
της ζωής της.

Με κομμένη την ανάσα σκεφτόταν ολοένα
το γιασεμί που θα εύρισκε, το σπίτι που θα έβλεπε,
τον κήπο, τον φράχτη –

Και τη θαμμένη καρδιά
του πατέρα της.

 

.

.

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

 

.

ΕΥΑ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ

ΕΝΟΡΑΣΗ

Αιώνες περπάτησα γυμνή
ανάμεσα στις φυλλωσιές του Αυγούστου
και τις πηγές που δεν στέρεψαν.

Αιώνες ξεδιάλυνα των μαντείων τα ανερμήνευτα,
ξέροντας πως οι ανακατωμένοι αέρηδες
ήταν η ίδια η ζωή.

Τα καμώματα των καιρών πληθαίνουν
– μοίρα του ανήσυχου Ιθακήσιου-

Αιώνες αγρύπνησα
να ανιχνεύω τα σημάδια
από ήχους άλλων ουρανών…

Αιώνες χαράχτηκα
με το λευκό των γιασεμιών
σε αυλές με το αγιόκλημα της λύπης.

Ανήσυχοι
θα καταθέτουν
πανσελήνους.
Οι αιώνες μου.

.

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

 

.

 

ΔΑΦΝΗ ΝΙΚΗΤΑ

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΠΟΥ ΠΑΓΩΣΕ

Το νερό
είναι κρύο
γι’ αυτό λέω να μπω
ο’ αυτό το αναποδογυρισμένο
καρυδότσουφλο που βρήκα
στο τέλος του παλιού παραμυθιού
-αυτό που φεύγει μακριά-
Από τότε γυρνάω
μαζί του σε κύκλους
μέσα σ’ ένα ποτήρι
παγωμένη βροχή.

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

.

ΡΩΞΑΝΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΑΫΠΝΑ ΣΠΙΤΙΑ

Πέρασα από το σπίτι σου- με είδε
ήπιε νερό και πικρογέλασε.
Στο στόμα του έλαμψαν
χρυσά δυο δόντια

ο αραμπάς με την αρτηριοσκλήρωση
και το αναπηρικό του Κρίτωνα.

Κυλούσανε σε αφράτους δρόμους
και συνέχιζαν

πέρα απ’ το τέρμα
μέσα στον ουρανό.

.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ

ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Η χωμάτινη λεία στα παπούτσια μου
συναρμολογεί τα βήματα του πατώματος
λήθαργος θά ’ρθει
θα μπει απ’ της πόρτας την κλεμμένη απόχη
θα μείνει μαζί μας ο πόνος
λούφαξε εδώ, όπου θέλει
κατέβηκε στους οπωρώνες και στις υδάτινες λεύγες
ξεχάστηκε στη φλούδα μας
τη χαραγμένη, τη δαγκωμένη, την πεταμένη
κι ισάξιος με μυγοσκοτώστρα έλαμψε
φάρος μέσα μας.

 

.

ΕΛΛΗ ΠΑΙΟΝΙΔΟΥ

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ

Μου ξέφυγε στους λαβύρινθους του διαδικτύου
Καθώς περιφερόμουνα σε άγνωστους
Και σαγηνευτικούς δικτυοτόπους.

Τώρα ποιος ξέρει πού περιπλανάται
Δίχως περιβολή κι αχτένιστο
Δεμένο χειροπόδαρα με ακτίνες Χι
Και Ρω κι υπεριώδεις και υπέρυθρες.

Σε ποια αστέρια κι αστεροειδείς
Πλανήτες και απλανείς
να βρήκε, το φτωχό μου, καταφύγιο;

Έτσι κι αλλιώς, εγώ για δεύτερη φορά
Θα σε πενθήσω, φίλε μου,
Γιατί το ποίημα που χάθηκε
Προοριζόταν για μνημόσυνο.

Θα προσπαθήσω όσο μπορώ
Αυτό το ποίημα που χάθηκε
να το αναστήσω από μνήμης.

Προοριζόταν για μνημόσυνο.
Μνημόνευα στιγμές ανεπανάληπτες
Που εγώ για δεύτερη φορά τις έχασα.
Και που πλανώνται τώρα στις ιστοσελίδες.

Θα προσπαθήσω ν’ αναστήσω
Το ποίημα που χάθηκε στους λαβυρίνθους
Του Είναι και του Τίποτα.

Θα ‘τανε κάτι σαν ανάσταση για σένα, φίλε μου.

 

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΡΥΣΑΥΓΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ)

 

.

ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

ΟΙ ΥΦΑΝΤΡΕΣ

Παγιδεύτηκαν σ’ ένα κακόφημο ποίημα.
Τα μαλλιά τους αλωνίζουν κυνηγοί κεφαλών.
Και στο στόμα λεπίδι, η ποινή στον αγρότη,
πνιγαλίων κι ο φόβος, χρηματίζει σαν φίλος.

Την ηχώ τους φιμώνει ο Φωνομέτρης χαφιές.
Ήχοι είναι, θα πούνε’ δεν ακούγονται όλοι.
Τα παράθυρα κλείνουν και οι πόρτες κλειδώνουν
και ο τάφος πλευρίζει τον τυχαίο διαβάτη.

Μόνο η τραγωδός η σοπράνο
τον κουρέα αγγέλλει εφιάλτη.
Το χέρι υφάντρας θα υψώνει,
που το νέο της σώμα διασχίζει
ο ροζ σατράπης σταυρός.

Στου Μεχίκο τ’ αφιόνι, ερημιά και αλάνες.
Είναι βρόχι ο σπόρος, το λαρύγγι τους σφίγγει.
Λαναρίζονται νύφες και στο μάτι μπαμπάκι.
Στη φωνή σου η άμετρη θλίψη. Κι ο Μπαχ.

 

.

ΘΕΣΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

ΗΛΕΚΤΡΑ

.

 

.

 

 

.

 

ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ-ΠΑΠΑΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ

ΤΟ ΣΟΝΕΤΟ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΝΕΡΟΥ

Απλώθηκε μετά μια συννεφιά
και τα πουλιά λουφάξανε στα δέντρα
μικρό παιδάκι τη ζωή του εκέντα
στον άσπρο τον καμβά μια ζωγραφιά.

Μαύρα τα καραβάκια στη σειρά
τον ήλιο ένα πύρινο καμίνι
κάπου να επιπλέει ένα παιγνίδι
και τα νερά ζωγράφιζε αλμυρά.

Κι ύστερα τραγουδούσε ολονυχτίς
χωμένο σε μιαν άγνωστην αγκάλη
απόκοσμο τραγούδι της ψυχής

και έλεγε για τα χαμένα κάλλη
για την καυτή την άμμο μιας ακτής
για τη μικρή ζωή που δεν είν’ άλλη.

 

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

 

.

 

ΜΑΡΟΥΛΑ ΠΑΝΑΓΟΥ

Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΙΘΑΚΗ

Στα εικοσάχρονα όνειρά μας
βάλαμε φτερά
Να πετάξουν για πιο πράσινους κάμπους
Ν’ αντικρύσουν άλλες πατρίδες
Σαν έφθασε ή ώρα
ν αφήσουμε πίσω μας την Ιθάκη
και μια υπόσχεση για γυρισμό .

Απόμεινε αιώνια να περιμένει εκπλήρωση ,
Μια ζωή αναβολή ,
παρά τον πόθο
και τέλος δεν φαίνεται

Εμείς φτωχοί μετανάστες ,
Να μην ανήκουμε στο πουθενά
Δένδρο μ’ αλλού τις ρίζες
κι αλλού τραβάνε τα κλαδιά.
Παρά τα πλούσια ελέη
‘τα πληρωμένα με νιάτα
και μια οικογένεια διχασμένη .

Διαφορά ιδεολογίας
που αδιαφορεί
Για το τί πραγματικά
είναι για μας
Η δικιά μας Ιθάκη

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΡΥΣΑΥΓΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ)

.

ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ

ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ, ΜΙΑ ΠΛΗΓΗ ΑΝΟΙΚΤΗ

Τρύγησα το μέλι απ’ τη μορφή σου
σαν φυλακτό να διώχνει κάθε πίκρα
ήπια νερό απ’ την πηγή σου
παρηγοριά σε κάθε δίψα.
Κι από την απαλάμη σου
πήρα το αποτύπωμά της
τη νύχτα σφικτά να το κρατώ
για να μην φοβάμαι, για να μην πονώ.

Σκούπισα με δάκρυα την πληγή σου
και για αντίο, ένα φιλί
πήρα χρώμα και φως από τα πέταλά σου
να βρω το δρόμο μου, να μην χαθώ
για να θυμάμαι, για να μην ξεχνώ…

 

.

ΝΙΚΗ ΠΑΠΑΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ

Η ΡΟΔΙΑ TOΥ ΚΗΠΟΥ

Έχασα φέτος την ανθοφορία της ροδιάς.
Πέρασε η άνοιξη κυνηγημένη
και δεν σταμάτησε· εγώ τυφλή –
χρόνια πικρά. Ακυρωμένη.

Αύγουστος τώρα. Ακούω ρόδια μέσα στον ύπνο μου
σπαργώνουν νύχτα και χαρακώνονται
τα μεσημέρια ανοίγουν σπυριά πορφυρά,
και πικραίνομαι.
Είμαι μακριά.

Με τη ροδιά είμαστε πια φίλες αμήχανες
που απαντήθηκαν κάπου τυχαία.
Ανάμεσά μας χρόνια σιωπής –
κι όλο διστάζουμε ν’ αγκαλιαστούμε.

Κοινή μας μνήμη ένας νεκρός· μεταβολίζεται
μέσα στο μνήμα του
θρέφει τη μια με αποσύνθεση
τρέφει την άλλη με απουσία.

Η μαντζουράνα μες στον πηλό
δεν μαρτυρεί καμιά ταυτότητα
δεν έχει μνήμη.
Σιωπηλή μόνο μαραίνεται.

Η μυρωδιά της θρύμματα, πράσινο
της αμνησίας.

 

.

ΝΑΣΑ ΠΑΤΑΠΙΟΥ

Η ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Έχω ένα περιβόλι μαγικό
Περιφραγμένο
Το ορέγονται πολλοί
Και τριγυρνούν απέξω
Μα δεν τολμούν να μπουν
Έχει εξωτικά φυτά
Και τους τρομάζουν
Εκπέμπει ευωδιές μεθυστικές
Τους προκαλεί λιποθυμία
Άλλωστε στερούνται φαντασίας
Και επιπλέον
Δεν φαντασιώνονται στον έρωτα
Έχω ένα περιβόλι μαγικό
Περιφραγμένο
Ή μάλλον μια σχολή
Να διδαχθείς να μάθεις
Αν είσαι έτοιμος γενναίος
Έλα στο περιβόλι αυτό
Για να σε ξεναγήσω
Πως απ’ το τίποτα
Γεννιέται η Ιστορία
Και από τον λεπτεπίλεπτό μου μίσχο
Θέλεις δεν θες θα ανθοφορήσεις

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

 

.

ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ ΚΟΚΑΡΑΚΗ

ΜΟΝΟΤΡΟΠΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

I

Παρουσία βουνοκορφών
πολύεδρων τραυμάτων,
φωτοβολούν τα Λευκά Όρη
δίχα το χρώμα της αγάπης
να καταγράφει ιχνηλασίες,
μόνο αναμνησιακές στιγμές.
Τοπία «καλημέρας»
που κάποτε αγαπήσαμε,
κι ακίνητα δρομάκια
με τις χανιώτικες μουριές.
Το μυστικό του έρωτα
στις αναρριχητικές συναυλίες του πράσινου
ριπίζουν επαναλαμβανόμενα
των ταξιδιών μας καλοκαίρια.
Ναυαγισμένοι πανσέληνοι
φαντάζουν και φωτίζουν
βυθούς συναισθημάτων
στην πόλη των Χανίων.

 

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

 

.

 

ΕΥΡΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

XΩΡΑΣ ΙΣΤΟΡΗΣΗ

(Απόσπασμα)

Τό ριζικόν φεγγοροδεί μέσα ‘ς τό καταλιάδιν
Καταύτις έρεσίστηκεν τό ούρανίν τ’ ονείρου
Ρέτινον βάλλει τής σωπής ότι τήν δη τριγύρου
Γνέφει τ’ αέρα τών σειλιών βουττά με’ ’ς τό στιάδιν
Ό ουρανός παραστρατά φιλιά φιλά φιλώντα
Τ’ άβαχον ή πανσέληνος καχανικά νικώντα
Τές λέξεις πού οί συλλαβές άρμύρισαν τό σάλιον
Φωνές τά σώματα γροικούν ’ς έναν αέραν κάλλιον
Τό χάδιν γνούδιν μυστικόν θάρητα όρμηνεύκει
’Σ τό μυστικόν τού έρωτα μιά ρύμη σαγηνεύκει
Γλοιά μέ’ ‘ς τήν μετάξενην πού δειλινιάζει Χώραν
Άνάφτει ό κόρφος πεθυμιάν τά πεθυμά όρπίζει
Να ’βρέθετουν ή αφορμή πού νά τής τό ’συγχώραν

Άξιππα πού ’μεγάλωσεν πόψε ή Λευκωσία
Βουττά τής νύχτας άυπνα τά πιο δικά δειλά της

Φιλίν φιλά φιλίν νικά χά σχαφυλόσειλά χης

Οί βούτσές της θκυό δειλινά κροκότσινα λαζούριν
Άρα τζαι πού ‘ς τήν κόξαν της τό βλαφουρίν μαντήλιν
Ή βέρα της ή μαρκουτξιά ή όμορκιά τρισπίλιν
Κατύλην εις τά σέρκα της γιά νά τής φέρνη γούριν

Άντίς ή νύχτα τό βαθύν τό πιο βαθύν χαττίριν
Νά τό κρεμμάση ’ς έρωταν καρκιά νά δή χαΐριν

Νά ψουψουρίση δίστιχα να μοιραστή την αχναν
’Αντάμα ‘ς τούς άστερισμούς τού παραδείσου σπλάχνα

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

.

ΦΙΛΙΩ ΡΟΤΣΙΔΟΥ

ΣΗΜΕΡΑ ΑΣ ΜΗΝ ΠΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΑ

Ας επαναπαυτούμε στο ιδίωμα των λέξεων,
που κείτονται αναπαυτικά
στα συγκροτημένα στενά του μυαλού μας..

Σήμερα ας μην ταράξουμε τους κύκλους,
κι ας πνιγούμε στην αταραξία του καλαίσθητου..

Σήμερα, είναι μια απ’ αυτές τις μέρες,
που κοροϊδεύω το υποσυνείδητο
και μετατοπίζω εύστοχα την απραξία μου,
ενώ μισθώνω, άθελά μου, μισθοφόρους
για περισυλλογή της μισαλλοδοξίας μου..

Ας είναι..
έτσι ελλιπής και μικρός που είμαι,
ας μιμηθώ με επιτυχία το άρτιο,
και ας δώσω μερίδιο στη μοίρα,
να αποκαθηλώσει,
όπως αυτή γνωρίζει, την “πρωτιά” μου…

Έτσι ατελής και έκθυμος που είμαι,
δεν το λες και λίγο,
να θριαμβεύω μες την αδράνεια..

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

.

 

ΣΤΕΛΛΑ ΡΩΤΟΥ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ…

Μες στη θωριά του αναζητώ τη σιγουριά
Και με τα λόγια τους φόβους να καταπραΰνει

Το ψηλό κυπαρίσσι
ξεφύτρωσε εκεί που δεν το έσπειραν, παράταιρα
ανάμεσα στα πεύκα που κάποτε ήταν πυκνά
όταν γίνονταν ίσκιος στη θάλασσα –
η μυρωδιά τους ζευγάρωνε με την αλμύρα
κι ανάσταινε τα στήθη

Ένα χέρι ανέκοψε την ομορφιά
Ζήλεψε την υπεροχή κι έσπειρε τον όλεθρο

Το κυπαρίσσι παραμένει ανάμεσα στα λιγοστά πεύκα
μαραζωμένα να κλαίνε τον πόνο των συντρόφων
να θυμούνται τις ένδοξες ημέρες
να τις σιγοτραγουδούν με μοιρολόι

Ούτ’ έρχονται πίσω οι στιγμές
ούτε τα λόγια έφυγαν ήδη μακριά

Τα ιδανικά που ξεθώριασαν
Ο χαμένος ήλιος γύρω από τα σύννεφα
Η ανάμνηση που απομένει, κι αυτή
σκεπασμένη από μια κατάσταση εντελώς ομιχλώδη.

.

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

 

.

ΜΟΝΑ ΣΑΒΒΙΔΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ

ΗΘΕΛΗΜΕΝΗ ΑΠΟΣΒΕΣΗ

Μα να περιμένεις
τη λήθη
με τόση ανυπομονησία.
Να μετράς τις ώρες,
τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα
για να τα ξεχάσεις.
Καταργείται το απωθημένο;
Ηθελημένη απόσβεση
εαυτού.
Είναι κι αυτή μια θλιβερή
σωτηρία.

Ποιά επανάσταση;
Άκουσα καλά;
Φταίνε οι καθρέφτες.
Εστιάζουν στο μήλο
της Έριδος
ακόμα.

 

.

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

.

ΑΝΤΩΝΙΝΗ ΣΜΥΡΙΛΛΗ

ΕΓΩ ΚΑΙ Η ΓΑΤΑ ΜΟΥ

Σήμερα είμαστε μελαγχολικές
Και άβαφες

Εγώ και η γάτα μου
Έχουμε μια παρά φύσιν σχέση
Μια διαστροφική επικοινωνία

Αρνούμαστε να συμβιβαστούμε
Να κανονικοποιηθούμε

Κουβαλούμε τη θλίψη μας
Και σα μαγνήτες
Τη θλίψη των άλλων

Σ’ έναν λαβύρινθο
Απομονωνόμαστε
Στις αναζητήσεις
Των σκέψεών μας

Μινώταυροι
Αδύνατο να βγούμε
Δεν υπάρχει Αριάδνη
Ούτε μίτος

Έτσι μόνο περιφερόμαστε
Μελαγχολικές
Και άβαφες

 

.

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

.

 

ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ

ΤΟ ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΟ

Η σύναξη των ποιητών μοιάζει, συχνά
με τραγούδι της θάλασσας
πότε θρηνητικό, πότε ελπιδοφόρο
σαν κύμα οργής ή σιωπής,
χειμώνα ή καλοκαίρι.

Τον στίχο νύχτα μέρα πλάθουν,
μα κάποτε ξεχνούν πως ό,τι γεννιέται
δίχως φόβο ή ντροπή καλείται Ποίηση,
αντάρτισσα κυρά με τα λιτά
μαύρα ρούχα της επανάστασης.

.

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

.

 

ΕΛΕΝΑ ΤΟΥΜΑΖΗ

ΓΥΝΑΙΚΑ

Μια φωνή
πού διασχίζει τον Μύθο
την ‘Ιστορία τους αιώνες,
κινούμενη αέναα στο παρόν.

Εκλαμβάνεται από τούς ανθρώπους
ώς τροφή
ώς είκόνα
ώς ένδυμα
ώς κατεύθυνση
ώς καθρέφτης
ώς νόημα.

Αλλά ποτέ ποτέ
ως αυτό πού πραγματικά
είναι:
Μια φωνή.
Γυμνή.
Που αναπνέει.
Εκφερόμενη από ένα
ένσαρκο,
έμφυλο σώμα.
Βροτό.
Χρονικό σώμα.
Μια φωνή πού έναρθρα
καλεί,
κάθε φορά,
εσένα
(γνωρίζοντας σιωπηλά τό όνομά σου).

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

.

ΝΕΝΑ ΦΙΛΟΥΣΗ

ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ

Πρέπει κάποτε να γίνει μια αρχή
να διηγηθούμε τη ζωή μας.
να τη μαζέψουμε από τις γωνίες
και τα δρομάκια
τις κακοφημίες και την έπαρση.
Να την κοιτάξουμε κατάματα
να παίξουμε τάβλι με το φόβο.
Αυτόν που περπατώ
και τον έχω στον ώμο μου
σαν παπαγάλο.
Ούτε τον κοιτάω βέβαια.
Αισθάνομαι μόνο τα νύχια του στη σάρκα μου.

Η γενιά μου βγαίνει και λιβανίζει τις μουσμουλιές
την κληματαριά, τα αδέσποτα.
Οι θόρυβοι που κάνουν τα πιρούνια
προκαλούν τ’ ασυγκράτητα κλάματα
του μεθυσμένου και του σοφού.

Ένα θαύμα θέλουμε, ένα θαύμα.

.

ΘΕΟΔΩΡΑ ΦΟΥΤΡΟΥ

ΠΡΟΣΤΜΦΩΝΗΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ

Πως ήταν, λέει, στημένο το παιχνίδι
και πως ο Ιούδας μια χαρά φιλούσε.

Συνεχίζω να περπατώ στο σκοτάδι
με ένα φανάρι στα μαλλιά-
μόλις που βλέπω τα βήματά μου.
Προς τι η τρεχάλα
σε ακίνητη ρόδα;

Μήπως πρέπει τελικά να την πιστέψω;
Για αυτήν μιλώ
την πολυπόθητη
και προσυμφωνημένη Ανάσταση.

 

.

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

 

.

ΒΑΣΙΛΚΑ ΠΕΤΡΟΒΑ-ΧΑΤΖΗΠΑΠΑ

ΑΡΙΑΔΝΗ

Σουρούπωσε.
Άναψαν των αστεριών οι δάδες.
Κι εγώ μες στο λαβύρινθο
μονάχη προχωρώ
μες στις ξερολιθιές.
Την πλάτη ακουμπώ στον τοίχο
ψηλαφώ ψιθυριστά.
Πότε από το χέρι μου
έπεσε το νήμα
και χωρίς τον Θησέα
πλανώμαι στο σκοτάδι.
Μπροστά δεν ξέρω και πίσω δεν μπορώ.
Δεν βρίσκω ηρεμία.
Μες στο λαβύρινθό μου έχω χαθεί.
Κι ο τοίχος δίπλα μου
όλο και ψηλώνει
βλαστάνοντας λες από τη γη.

 

.

.

(ΠΙΝΑΚΑΣ  ΑΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ)

.

ΑΛΕΒ ΑΝΤΙΛ

ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ: ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ

Ξυπνάς ακόμη τις νύχτες
και σκέφτεσαι τι θα ‘παιρνες μαζί σου
αν έπρεπε να φύγεις
άλλη μια φορά
κι άλλη μια φορά να ξαναρχίσεις;
Ο κανόνας του πρόσφυγα:
μια βαλίτσα για τον καθένα,
δυο για την οικογένεια.
Μήπως θα πάρεις τα σημειωματάρια σου,
τις φωτογραφίες;
Ποια από τα αγαπημένα σου παπούτσια;
Το καλό χειμερινό σακάκι, βέβαια.
Ίσως ένα απ’ τα περσικά χαλιά
– μα τότε δεν παίρνεις τίποτε άλλο.
Τι θα διέσωζες;
Μήπως σε ταράζει ακόμη
η αντίθεση ανάμεσα στη νοοτροπία
του πολιορκημένου που αποθηκεύει τα πάντα
για κάθε απρόβλεπτη έλλειψη,
ακόμη και απομεινάρια παλιών κεριών
για την περίπτωση που θα κοπεί ξαφνικά
το ηλεκτρικό ρεύμα
και τη λογική του πρόσφυγα
ότι μπορεί να κατέχει στ’ αλήθεια
μόνο μια βαλίτσα με αντικείμενα;
Όλα τ’ άλλα είναι τυχαία.
Δεν είναι στ’ αλήθεια δικά σου.
Όλα τ’ άλλα πρέπει να τ’ αφήσεις πίσω.

 

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

.

 

ΝΕΣΙΕ ΓΙΑΣΙΝ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΤΑΛΗΚΑΝ

ΙΙ

Το όνομά σου
έγινε ένας κόμπος μες στο στήθος μου
που όλο τον λύνω
καθώς του έρωτα το κάψιμο κι ο πόνος της ψυχής μεγαλώνουν.
Μα αν ο έρωτας δεν είναι χαρά
γιατί μας χρειάζεται;

θα πρέπει να υποβάλω αίτηση
(όλοι γνωρίζουν την περίπτωσή μου).

«Αιτούμαι άδεια να περάσω στην άλλη πλευρά
λόγω αθεράπευτου πάθους…».
Ένα ερωτοχτυπημένο λουλούδι
πεθαίνει
με τα όπλα στραμμένα επάνω του.
– Ο έρωτας εντοπίστηκε στη γη του κανενός
κι ομολόγησε πως είναι ένας τρελός δραπέτης.

.

 

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ)

.

 

ΣΕΝΕΜ ΓΚΟΚΕΛ

ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ

Ας μείνουνε στη γη οι αυταπάτες μου. Εγώ
τους φόβους μου θέλω να στοιβάξω σε τσουβάλια.

Αφού εσύ ανακοίνωσες σοφά πως θα τους πάρεις.
Θα κατεβείς κάτ’ απ’ τη γη

και θα επιστρέφεις χωρίς αυτούς στο τέλος.
Να σε περιμένω με μεγάλη υπομονή.

Σαν τσόφλι απ’ αμύγδαλο θα σπάσεις,
μ’ ένα μάρμαρο, όσα βλέπουν τα μάτια μας.

Γιατί θέλω να διασχίζω το διάδρομο
χωρίς να κοιτώ πίσω μου.

Για ένα ποτήρι νερό να φτάνω στην κουζίνα
και να το πίνω ήρεμα γουλιά γουλιά.

Χωρίς να υποψιάζομαι πως βγήκε με κουβάδες
από κείνα τα πηγάδια

Από πηγάδια όπου σώματα αδέσποτα υποτίθεται
πετάχτηκαν μ’ όλες τις ιστορίες τους.

.

(ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΡΥΣΑΥΓΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ)

.

 

ΤΟΥΓΤΣΕ ΤΕΚΧΑΝΛΙ

AN ΓΝΩΡΙΖΕ Η ΠΕΤΡΑ TON ΕΡΩΤΑ

εξοργίζομαι

τα πόδια μου
ταράζουν τον βαθύ ύπνο της πέτρας
τη σπρώχνουν στην ακτή, σε κάτι που μοιάζει με λίμνη

λένε ότι εκεί υπάρχει κάποια
που τον αγκαλιάζει ασταμάτητα

υπάρχει κάτι· λάθος γνωρίζουν
αν ο ρυθμός της μουσικής είναι προβλέψιμος,
αυτό το λέμε «αφοσίωση στα λόγια»

πάντα η ίδια χλιαρότητα
και εάν αποτραβηχτεί θα γυρίσει αναγκαστικά, λένε,
και θα αγγίξει την πέτρα στην ακτή της

ήμουν στα βαθιά
πολλές φορές είχα πειστεί για το αντίθετο·

αν η πέτρα γνώριζε τον έρωτα θα αγαπούσε την ψύχρα
αν μη τι άλλο, θα πολλαπλασιάζονταν τα νεογιλά δόντια
στο στόμα των πουλαριών

εκείνος ο κολπίσκος δεν είναι δικός μου, εκείνη η ακτή
μην τα ανακατεύετε

δεν μαζεύεται χιόνι στο σβέρκο της πέτρας

.