ΙΩΑΝΝΑ ΛΙΟΥΤΣΙΑ

Η Ιωάννα Λιούτσια γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1992. Διδακτόρισσα του τμήματος Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με αντικείμενο διατριβής την τέχνη της περφόρμανς στα Βαλκάνια και τις πολιτικές της διαστάσεις. Απόφοιτη των τμημάτων Θεάτρου και Ιστορίας-Αρχαιολογίας ΑΠΘ και της Δραματικής σχολής «Σύγχρονο Θέατρο Β. Διαμαντόπουλος». . Το πρώτο της θεατρικό κείμενο “Τη Μοναξιά και τους Ανθρώπους να Φοβάσαι” απέσπασε το Β’ βραβείο στο διαγωνισμό συγγραφής του ΔΗΠΕΘΕ Β. Αιγαίου (2014), ενώ το επόμενο “First we take Manhattan, then we take Berlin” συμπεριλήφθηκε στη shortlist του Berliner Festspiele 2019. Από το 2012 αρθρογραφεί τακτικά σχετικά με τη λογοτεχνία και το θέατρο. Είναι συν-δημιουργός της ομάδας συγγραφέων δρόμου “γραφούλες”. Εργάζεται ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, δραματουργός και θεατροπαιδαγωγός.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Συνομιλίες σε Μη+ (Ars Poetica, 2014),
Αρρυθμίες (ιδιωτική έκδοση mystory, 2016),
Η Σιωπή σε δύο χώρους (Οροπέδιο, 2018)
Ανοιχτά φωνήεντα και δαγκωμένα σύμφωνα (Θράκα 2022)
Αστική Αγωνία (Θράκα 2025)

ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ

Τα δρακουλινάκια (Δωδώνη, 2024)
12 σκετς για 19 Παγκόσμιες Ημέρες (σοφία, 2021)

ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ
Ο Άτλας της δεκαετίας του 2000 (Αντίποδες, 2024)

ΘΕΑΤΡΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ
Η ανάπτυξη και τα είδη του ηχητικού θεάτρου στη Γερμανία (Δωδώνη, 2024)

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Τα έργα του Ε. Ίψεν Νόρμα ή Ο έρωτας ενός πολιτικού (2020) και Η νύχτα του Αγίου Ιωάννη (2023) από τις εκδόσεις Δωδώνη.

.

.

ΑΣΤΙΚΗ ΑΓΩΝΙΑ (2025)

ΔΕΝΤΡΑ ΣΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ

Οι φίλοι μου ήρθαν όλοι
στην Αθήνα για δουλειά,
όπως κι εγώ.
Όσοι δουλέψανε σεζόν
όταν βλεπόμαστε (όχι συχνά)
κερνάνε τους καφέδες
εγώ πάντοτε επιφυλάσσομαι.

Έχω μια φίλη σε κάθε γειτονιά
στο Μετς, στη Νέα Σμύρνη, Αμπελόκηπους
μες στα μικρά μας σπίτια
στην Καισαριανή
με τον καφέ στερεωμένο στην απλώστρα το πρωί
μισός μέσα, μισός έξω
ένα μπαλκόνι για μισό άνθρωπο

όλοι μας έχουμε έρθει για δουλειά
χωρίς δουλειά
ψάχνουμε διαμερίσματα συνέχεια, ο ένας για τον άλλον
ημιυπόγεια ευήλια
τάχα να θυμίζουν λίγο τα πατρικά μας
―είχαμε, βλέπεις, μεγαλώσει αλλιώς―
στο τέλος καταλήγουμε
«ας μοιάζει έστω στο παιδικό δωμάτιό μας»
έτσι κι αλλιώς όλη τη μέρα είμαστε στους δρόμους
παίρνουμε λεωφορεία, κολλάμε σε φανάρια
―από πάνω μας πετάνε τα ραφάλ―
περπατάμε, καθόμαστε στις στάσεις,
μετράμε τον χρόνο σε τραγούδια
διαβάζουμε τα ονόματα και τις αφιερώσεις στις νταλίκες
«ο όμορφος»
«στον παππού μου»
«για ό,τι αναρωτιέσαι, η απάντηση είναι ναι»
η μια πίσω απ’ την άλλη
η κάθε μία μόνη της μα καραβάνι
κάνω πως τίποτα δε μου θυμίζει αυτό
στρέφω το βλέμμα
πίσω μου στο κατάστημα το άδειο
ξεθωριασμένη η ταμπέλα γράφει:
«Διατίθεται το παρόν. Τηλέφωνο…»

για το μέλλον όμως όλοι τσιμουδιά.

ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

Στις μέρες μας
ανάβουμε το φως απ’ το πρωί
οι φίλοι μας κοιτάνε τ’ άσπρα μας μαλλιά
μα δε ρωτούν·
ξυπνάμε τα χαράματα
ευαισθητοκράτωρ ο καιρός
συγκίνηση και ηττοπάθεια
όσο μας σκεπάζει μια κουβέρτα είμαστε καλά
για περισσότερα δεν είμαστε·
η σκέψη μας γύρω απ’ τον χρόνο
―πόσα οχτάωρα έχει μια μέρα;―
κάποτε και γύρω απ’ τον έρωτα
ανάγκη για γενόσημα αισθήματα
ευνουχιστήκαμε αρκετά, τα χέρια μας δεν αγκαλιάζουν
πια δε ζηλεύουμε την άγνοια των παιδιών
ντρεπόμαστε να τ’ αντικρίσουμε
πώς να τους πούμε ότι θα γίνουν σαν εμάς;

Τα λόγια μας δεν κάνουν άλλο για αλληγορίες
ξεσκεπάστηκαν
μονάχα η αλήθεια πρέπει τώρα
ο θάνατος δεν είναι από μόνος του ένα άκρο
μα ούτε η ζωή αρκεί όπως το βλέπω.

Μονάχα η αλήθεια πρέπει τώρα.

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

Κάποτε ήθελα να αδράξω τη μέρα
τώρα η μέρα αδράττει εμένα
από το πόδι με τραβάει
πιάνει τα δάχτυλά μου ένα ένα και τα τραβά
όπως μικρή με ξύπναγε η γιαγιά μου
κι ας σηκωνόμουν τότε εύκολα
γιατί να συνδυάσει τον πόνο με το ξύπνημα
μία ιεροτελεστία
μία προσομοίωση
ποιος ξέρει
τώρα εκείνη κοιμήθηκε για πάντα
κι εγώ δεν ξυπνάω πια και τόσο εύκολα
οι μέρες είναι δύσκολες
μαζεύω τα πόδια μου σαν έμβρυο αγκαλιά
ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί να στα τραβήξει
και πρώτη πρώτη η βιαιότητα της νέας μέρας
οι μέρες είναι δύσκολες
κάλλιο οι νύχτες που συνεχίζονται και πάλι απ’ την αρχή

μία παγίδα
ο πόνος
για να μείνω για πάντα
στο κρεβάτι.

ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΟΝΟΜΑ ΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΟΥ

Νιώθω σαν τα κορίτσια του Κόλια.
Για τα αγόρια είμαι η πόλη μου.
Πάντοτε δεύτερη, ανοιχτή
ταυτόσημη με την αναμονή
κάποτε ιδανική σαν την επιστροφή
από κοντά δική τους
μετά ξένη
απόμακρη και μακρινή
αγαπημένη αιωνίως
μια νοσταλγία εν δυνάμει
για τα αγόρια είμαι η πόλη μου
το παρελθόν της και το μέλλον της.

Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΕΙ ΜΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η αγάπη μου μιλάει με ποιήματα.
Τη μια μού λέει πως μετατρέπεται σε άμμο
—για να μου πει για την ξηροδερμία

την άλλη αναρωτιέται πόσες φορές κλείνω τα μάτια
—για να ρωτήσει γιατί λυπάμαι

γιατί φυτεύουν νεραντζιές στο κέντρο της Αθήνας
—για να μιλήσει για τους ανθρώπους που πεινάνε

και τώρα που τον ακούω να μου γράφει μες στη νύχτα
—ιδέες για βιβλία, σημειώσεις, τη λίστα σουπερμάρκετ,
ποιος ξέρει τι

ξέρω πως έτσι παίρνει το ηρεμιστικό του
πριν στο κρεβάτι μπει να με κυκλώσει
κι εγώ σ’ αυτήν την αίσθηση αφεθώ ότι
η αγάπη μού μιλάει με ποιήματα.

ΑΘΗΝΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Η αγάπη είναι
το τζάμι ενός τρένου τη νύχτα.
Πρέπει να κάνεις προσπάθεια να δεις
πώς τα τοπία και τα φώτα αλλάζουν στην άλλη πλευρά
πρέπει να κάνεις προσπάθεια

ν’ ανοίξεις το βλέμμα πέρα απ’ το είδωλό σου
πρέπει να κάνεις προσπάθεια
μέχρι να δεις την αντανάκλασή σου
λιωμένη, με ασαφή τα περιγράμματά της
τέλεια εναρμονισμένη στο τοπίο

ΤΑ ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Κοιτάμε στα μάτια τα κοράκια
και νομίζουμε πως κοιτάμε τον θάνατο
πως όλα πέρασαν
δεν έχουμε πια να φοβόμαστε τίποτα.

Κάτω από κίτρινα άστρα και κόκκινες μπάλες
συναντάμε ανθρώπους που κάποτε ζήσαμε μαζί
κλαίμε
κλαίμε κι αγκαλιαζόμαστε
χωρίς να μιλάμε -πια δε χρειάζεται-
ξέρουμε όλοι.

Μες στα στολίδια μία κάρτα ξεχασμένη
κι η μπαταρία ακόμη εξαντλήθηκε
χτυπάει μόνο κάποιες νότες απ’ τα κάλαντα.

Παιδί δεν αγαπούσα τα Χριστούγεννα
αλλά την προσμονή τους.
Τώρα με συγκατάβαση χαμογελώ πριν έρθουν
γιατί μου μάθανε
πια να μην περιμένω τίποτα,
κάπως με βία τα γιορτάζω
ξέροντας πως τίποτα δε θα αλλάξει
πως οι ελπίδες μας γεράσανε
—μα αν τις πιστεύουμε ετοιμοθάνατες
αρκεί ένα βλέμμα στα κοράκια
για να αναθαρρήσουν πάλι.

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ

Στη ορθογραφία δεν ήμουνα ποτέ ιδιαίτερα καλή.
Έλεγα όπως όλα τα παιδιά:
«Τι θα μου χρειαστεί; Σχήματα είναι».

Τώρα τη βρίσκω συνεχώς μπροστά μου.
Όταν οι άλλοι με ρωτούν πώς νιώθω και
ποια είναι η θέση μου στον κόσμο
―αυτό κυρίως σε συνεντεύξεις για δουλειά―
δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό, τι ν’ απαντήσω:
απορημένη ή απορριμμένη;

Μετά θυμάμαι πως
«η πρόθεση είναι που μετράει»
και λύνω κάπως τους δεσμούς μου.

ΕΡΩΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Δε θέλω να γεράσω και να γίνω από ‘κείνους
που μόλις ακούνε ασθενοφόρο λένε
«μας χαιρέτησε».
Ούτε από ‘κείνους που στα γέλια των νέων και των παιδιών στα πάρκα,
στα πειράγματα των μεθυσμένων ζευγαριών τη νύχτα
τραβάνε την κουρτίνα και σηκώνονται να δουν.
Δεν θέλω να γεράσω με την αγωνία,
―κατ’ άλλους με τον συμβιβασμό

Κι έφτασα ήδη στα μισά του δρόμου
—κάποιοι θα πουν ακόμη τίποτα δεν είδα,
η επιστήμη έχει προχωρήσει, όχι όμως
κι η θέλησή μου για ζωή
και δεν μπορώ ούτε να κατουρήσω μόνος.
Οι σκέψεις μου δεν με αφήνουν.
Ενώ, όταν ήσουνα εσύ, τι φυσικότητα
να κατουρώ μπροστά σου
ενώ εσύ τακτοποιείς τα μπουκαλάκια στο ντουλάπι
και κάτι μουρμουρίζεις για όσα αύριο έχεις να κάνεις,
ενώ εσύ στο τέλος μου ανοίγεις τη βρύση και μου λες
«τέλειωνε, το νερό είναι λίγο στον πλανήτη»
κι εγώ γελάω γιατί γκρινιάζεις για τα πιο απίστευτα πράγματα του
κόσμου
φέρνεις και την πετσέτα και
μου σκουπίζεις τα χέρια σαν μωρό
κι εγώ τ’ απλώνω
κι ας σε περνάω τόσα χρόνια.
«Άντε» μου λες.
Τι να σημαίνει αυτό το «άντε»;
Να, κάτι τέτοια σκέφτομαι και δεν μπορώ να κατουρήσω αφού λείπεις.

.

ΑΝΟΙΧΤΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ ΚΑΙ
ΔΑΓΚΩΜΕΝΑ ΣΥΜΦΩΝΑ (2022)

Η ΖΩΗ ΜΟΥ

Η ζωή μου
το χτύπημα στην πόρτα ενός λεωφορείου
πάντα λάθος συγχρονισμός με οδηγό
ή χαλασμένο όχημα.
Χτυπάω στη μέση να μ’ ανοίξει
ανοίγει μπρος και πίσω.
Τρέχω μπροστά να ανεβώ
η πόρτα κλείνει μ’ επίδειξη μπροστά μου.
Ανοίγει η μεσαία
σαν τον χαμένο τρέχω
κάποτε καταφέρνω ν’ ανεβώ
όλες οι θέσεις άδειες
μα τα χάνω στην απόφαση
ποια να διαλέξω
έτσι πάντα οι άλλοι προλαβαίνουν
κι απομένω εγώ
όρθιος και καταϊδρωμένος
στη φυσούνα του λεωφορείου
να ταλαντεύομαι δεξιά — αριστερά
όπου με πάνε οι δρόμοι, τα λεωφορεία
κι οι οδηγοί.

ΔΕΣΜΟΣ

Η ιστορία της ζωής μου είναι
ένας άντρας που περιμένει μια γυναίκα
που περιμένει έναν άντρα
που πάντα αργεί να έρθει
που όταν έρχεται είναι εκεί
και μετά εξαφανίζεται
και η γυναίκα αργεί μα πηγαίνει στον
άντρα που την περιμένει
κι όταν πηγαίνει είναι εκεί
κι έπειτα εξαφανίζεται
και περιμένει έναν άντρα που αργεί να έρθει
και πάει λέγοντας αυτή η ιστορία
που μιλάει για άντρες και γυναίκες
που δεν κοιτάζονται στα μάτια
για άντρες και γυναίκες στη ζωή μου
για άντρες και γυναίκες δίχως φύλο
για άντρες και γυναίκες αλυσίδες.

ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΖΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Του Σίσσυφου η ποινή ανανεώθηκε.
Τώρα δεν κουβαλά τον βράχο κάθε μέρα
απάνω του γλιστράει και σκαρφαλώνει.
Θαλασσινή αλμύρα το αίμα απ’ τα ανοιγμένα γόνατά του.
Στρογγυλές πέτρες σε κεραμιδί
ο ήλιος άγουρος, ακόμα πρωινός, αρχαίος
η ποίηση διώχνει τις μέλισσες
ανάμεσα στους κούνους ανάποδα ο γκρεμός
το σύννεφο περνά μέσα απ’ τον ήλιο
ζάλη
αέρας στα παντζούρια
καρτερά ένα σανίδι που δεν τρίζει.

Του αστραγάλου σφιχτό βραχιόλι φύκι
ποτέ μην κοιμηθείς κάτω από καρυδιά
—ανάπαυση μετ’ εμποδίων—
οι ποιητές πρέπει να έχουνε οξεία μνήμη
το πρόσωπο κυλά μέσα στα χρόνια
πάλη
ο ίδιος σου ο εαυτός
στα πρόσωπα των κοριτσιών που αντίκρισα σε μίσησα.

Υστερογράφω: ο έρως, το γυμνόσιτο κακό, παραμονεύει
να με ερωτευτεί, ζητώ, κάποιος που τ’ όνομά του είναι ερημίτης.

ΚΑΚΟΚΑΙΡΙΝΟ

Οι θάλασσές μας γέμισαν πόδια

(εμείς αμέριμνοι
παραθερίζουμε
το δέρμα μας καταλαβαίνει
ότι ο ήλιος του απογεύματος
πάει να δύσει
μόνο και μόνο
για να μας φανερώσει το φεγγάρι)

γι’ αυτό και η επιδερμίδα ανατριχιάζει
γι’ αυτό και βλέπουμε αχνό φεγγάρι

έχουμε μάθει να υποθέτουμε
αυτά που υπάρχουν.

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ

Οι ποιητές πεθαίνουν
κάθε μέρα κι ένας από δαύτους
είναι, λένε, μολυσμένοι.

Στις πέντε τους μαθαίνεις
στις έξι τους ξεχνάς
και Κύριε Ελέησον
κι ανάπαυσον στο ενδιάμεσο.
Αμήν, σταυροκοπήματα και πάμε παρακάτω.

Μα τι με νοιάζει εμένα;
Εγώ σκέφτομαι μοναχά το στόμα σου
που έχω και δεν θέλω τα φιλιά του
που θέλω και δεν έχω τα φιλιά του

σκέφτομαι πως το όνομά μου είναι
Σαρλότ, Ρεβέκκα, Λίζα
ό,τι σ’ αρέσει εσένα, αρκεί όχι εγώ

πηγαίνω στον καθρέφτη και προσεύχομαι
άλλο θεό δεν έχω απ’ το είδωλό μου
κανείς δεν με πιστεύει άλλωστε
πώς να στραφώ εγώ στην πίστη κάποιου άλλου;
αφού κι οι ποιητές πεθαίνουν κάθε μέρα
τι να τις κάνουν πια τις προσευχές μου;
Δεν κάνουνε σουξέ τα μελοδράματα.

Μόνο καμιά φορά αν σε αγγίζω λίγο
στον αγκώνα, στα γόνατα, στα κόκκαλα και τις αιχμές σου
μόνο τότε μαζεύονται κάποιοι απ’ αυτούς τριγύρω
κι αμίλητοι επευφημούν
του θάρρους την πολεμική του έρωτος.

Τι να το κάνεις

φαντάσματα γυρνάνε οι ποιητές
κι αυτοί που δεν πεθάνανε
κι εγώ που τους παρατηρώ
τι άλλο παρά μια τρύπα που κινείται μες στον κόσμο
ένα κενό που περπατά εγώ ο ίδιος
αυτή ’ναι η ταυτότητά μου
κι ας κρύβομαι πίσω
απ’ τα ποιήματα και από τους ποιητές τους.

ΔΩΡΟ

στα βιβλία που μου δίνεις τα γράμματά σου
—αφιερώσεις γραμμένες με μολύβι—
με κάνουν και αναρωτιέμαι
πόσο καιρό αντέχει ο γραφίτης;
γιατί δεν έψαξες να βρεις μελάνι
και εμπιστεύτηκες στα χέρια μου ύλη που σβήνει

μα δεν ανησυχώ
όπως τα μεσημέρια κοιτώ τον δρόμο
για να έρθεις
κι αντί για σένα και τα χνάρια σου
βλέπω τον ουρανό και του φωτός τα βήματα

έτσι

πίσω από κάθε γράμμα σου που σβήνω
πίσω από κάθε συλλαβή που κλέβει
ο χρόνος στο ξεφύλλισμα
βλέπω στο χέρι σου
μία αέναη σισσύφεια προσπάθεια
πάντα να γράφεις.

Η ΠΟΛΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

κουβέρτες
κι άλλες κουβέρτες
σωρός κουβέρτες
μόνο κουβέρτες
κουβέρτες κάθετα
και οριζόντια κουβέρτες
σ’ όλες τις αποχρώσεις του μάλλινου καφέ
ένας δρόμος στρωμένος κουβέρτες
ανάμεσα στις κουβέρτες θα βρεις κουβέρτες
κάτω πάνω γύρω από τον άνθρωπο
κουβέρτες

— πίσω του όμως στο γωνιακό πολυκατάστημα
κούκλες, κουκλάκια και τα ζωάκια τους
κοιμούνται στα κρεβατάκια τους
μακάρια.

ΕΡΩΤΙΚΟ

Ψάχνεις τις νύχτες να δεις φεγγάρι
και την ημέρα άστρα ξεχασμένα
θυμάσαι ονόματα, κοιτάς τους χάρτες
κάπου να πας (χωρίς εμένα)

κι εγώ τι να σου κάνω;
κι άμα διαβάζω ποιήματα για πεφταστέρια
κι άμα κοιτώ από μακριά το ίδιο φεγγάρι
απ’ όλα τα σώματα τα ουράνια
εκείνο που πιο πολύ ποθώ να δω
είναι το σώμα το δικό σου.

ΑΝΑΠΟΔΡΑΣΤΟ

Ένα κορίτσι στη Χαλκιδική
κι ένα αγόρι στη Σαμοθράκη
την ίδια νύχτα
με το κεφάλι ανεστραμμένο
παραφυλούσανε για πεφταστέρια.

Πρώτο το αγόρι έπιασε ένα
μετά και το κορίτσι,
το θήραμά τους όμως
δεν το εξομολογήθηκε κανείς.

Κάποτε συναντήθηκαν.
Κρύβανε από ντροπή τα πεφταστέρια τους
πίσω απ’ την πλάτη
γι’ αυτό ποτέ δε δώσανε τα χέρια
δεν αγκαλιάστηκαν ποτέ.
Χαθήκαν.

Στο μεταξύ τα πεφταστέρια
είχαν γεμίσει τις παλάμες τους πληγές.
Πάλευαν, βλέπετε, να εκπληρώσουν τις ευχές τους.

ΠΑΙΔΙΚΟ

Όταν ήμουν παιδί
όπου κι αν πήγαινα βγαίνοντας απ’ το σπίτι
άκουγα το κελάηδημα ενός πουλιού

Το φανταζόμουν κίτρινο και μικρό
έλεγα πως μάλλον μ’ ακολουθούσε,
με προστάτευε μέχρι να πάω πάλι σπίτι

Μεγαλώνοντας
με τα χέρια στις τσέπες
δίχως ν’ ακούω πια καμιά φωνή
είχα πιστέψει πως το πουλάκι πέθανε.
Λάθος. Φοβήθηκε μονάχα τις άγριες γάτες
που συναντήσαμε στα χρόνια
και κρύφτηκε μέσα στ’ αυτί μου.

Μια νύχτα —απόψε, τώρα—
το άκουσα ξανά καθώς περνούσα
αλαφρυμένος απ’ τις σκέψεις μου
απ’ το παρόν, στο παρελθόν, στο μέλλον.

ΜΕΣΑ ΜΑΣ

Μέσα μου κουβαλώ αυτούς που λείπουν
όσους στα χρόνια μέσα ταξιδεύουν
το καλοκαίρι πια δεν είναι ξένοιαστο
γίνεται φορτικό
από πρόσωπα και μνήμες

Στημένοι με το βλέμμα προς τα πίσω
βαδίζοντας μπροστά δίχως να βλέπουμε
δύο κομμάτια είμαστε
ντε — πιες που λέγανε παλιά
όσοι δεν πρόλαβα
ντε — πιες και ντουμπλ-φας είμαστε
ρούχα δέρματα είμαστε
κομμένοι και ραμμένοι
κυρίως
συγκολλημένοι
επανενωμένοι θα ’λεγα.

Κι άλλα θα έλεγα
μα σαν αυτούς που απαιτούν τη σιωπή
πολύ φλυάρησα.

.

Η ΣΙΩΠΗ ΣΕ ΔΥΟ ΧΩΡΟΥΣ (2018)

ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ

Και τι είναι ο έρωτας;

Κάποιος που υποσχέθηκε να περιμένει
κάποιον που υποσχέθηκε να γυρίσει.

Στο τέλος, κι οι δύο βγαίνουν ψεύτες.

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΡΕΙΠΙΑ

Οι γυναίκες – ερείπια
με τα πόδια τους πάνω σε δίδυμους πύργους
ταξιδεύουν μέσα στη νύχτα.
Πασαλείβονται με λάσπη
για να σ’ αρέσουν όταν τις δεις
στο ανακριτικό, το φως της μέρας.
Ανοίγουν τα μαλλιά τους:
χάλκινο, καστανό, ξανθό.
Σιγά σιγά ανοίγουν κι άλλα.

Οι γυναίκες – ερείπια
κρεμιούνται από κλωστές,
κλωστές ανδρών – όχι υφασμάτινες,
ξυπνούν πριν απ’ τους άντρες τους και περιμένουν.

Τη ζωή τους καθορίζει μια ανάμνηση από το μέλλον,
μια εικόνα από το οικείο παρελθόν τους,
μια γυναίκα – ερείπιο:
μητέρα, αδελφή, θεία, γιαγιά.
Απόκληρες από το ίδιο τους το θρέμμα,
γυναίκες – ερείπια στήνουν τον κόσμο
και κατοικούν έξω απ’ αυτόν.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

δεν είναι πόλη πια αυτή
κουφάρι είναι
κάθε γωνιά και μια πληγἠ
στάζει αίμα και πύον από παντού
πέτσες που κρέμονται
δέρμα που επουλώνεται
κι εμείς
παράσιτα πατάμε πάνω και το ξύνουμε.

τότε ζωντανεύουν αναμνήσεις νεκρές
εκείνος
ο άλλος
η παιδική σου φίλη
το μαγαζί που αγόραζες ζαχαρωτά και έκλεισε
ο τραγουδιστής που αγαπούσες κι έφυγε.

αυτή η πόλη είναι ένα σώμα μολυσμένο που σπαράζει
ανοίγει με τα δόντια τις πληγές της
κι έπειτα γλείφουμε εμείς για να τις κρύψουμε.

όρνια νεκρόφιλα βυζαίνουμε την σηψαιμία της.

ΟΛΑ ΜΕ ΔΟΣΕΙΣ

Τα φιλάκια χωρίς κουκούτσια
οι έρωτες δίχως μέλλον
το γάλα από σόγια
γιαούρτια με 0%
coctails χωρίς αλκοόλ
γαλοπούλα βραστή και
τα μπιφτέκια στον ατμό
σαλάτα χωρίς λάδι
κι αντί για παγωτό frozen yogurt.

Καλά που είναι κι ο Μπουκόβσκι
να ισορροπεί τον αλιτήριο μέσα μας.

ΜΙΚΡΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ

Χθες βράδυ συνάντησα στο πάρκο ένα σαλιγκάρι.
Παραλίγο να το πατήσω.
Τελικά κάθησα και το παρατηρούσα.
Τι μικρή ζωή να κάνει μες σ’ αυτό το μικρό καβούκι
μες σ’ αυτό το τεράστιο πάρκο
μες σ’ αυτήν την τεράστια πόλη
μες σ’ αυτόν τον τεράστιο κόσμο.

Η μύτη μου μούδιασε από συγκίνηση.
Αυτή η απρόσμενη συνάντηση μου αποκάλυψε
δύο αλήθειες:
Ότι ακόμα υπάρχουν πλάσματα που ζουν
-ήσυχα καταπώς φαίνεται-
και πως τηρούν ακόμη τα ονειροπολήματά τους
βγαίνοντας κάθε βράδυ για να κάνουν
τη μοναχική τους βόλτα
στο βρεγμένο χώμα
με κίνδυνο να είναι η τελευταία.

Μικροί ηρωϊκοί ιππότες.

ΜΙΑ ΑΘΩΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Στο πληκτρολόγιο
το γράμμα φ
είναι πλάι στο
γράμμα γ.
Έτσι, αντί γονείς
εύκολα γράφεις και
φονείς.

ΧΩΛ

Τώρα που λιγοστεύουνε οι μέρες
θα πίνω τ’ απογεύματα μονούς ελληνικούς
στον “πιερότο” ή στο φλιτζάνι με τους χάρτες, τον “κολόμβο”
(πάντα μου άρεσε να δίνω ονόματα σ’ αυτά που αγαπώ)

Θα πιάνω ένα σκαμνάκι στο μπαλκόνι
και θα σκέφτομαι:
μια θάλασσα, μια αυλή, ένα φεγγάρι
και μιαν αιώρα.
Κοντά σ’ αυτά κι ένα βιβλίο.

Αυτό το έχω.
Ίσως γι’ αυτό και δεν φοβάμαι.
Στις μέρες που έρχονται και λιγοστεύουν
δεν έχω τίποτα να χάσω.
Εγώ την ίδια διαδρομή θα κάνω.
Απ’ το δωμάτιο στο μπαλκόνι.

Αντέχεται η διαδρομή αυτή
ακόμη και με σκόνες στον καθρέφτη
ακόμη και με χνούδια που χορεύουν
ακόμη και με τα μαλλιά να πέφτουν.

Αντέχεται η διαδρομή αυτή
ακόμη κι αν δεν θέλεις να την κάνεις.

.

ΑΡΡΥΘΜΙΕΣ (2016)

06.08.14

Τη μέρα εκείνη που το φεγγαράκι
αποφάσισε να έρθει στη γη
όλα άλλαξαν.
Τα βράδια δεν τα περνούσε πια
μετρώντας τ’ άστρα
ούτε κυνηγώντας τις μάγισσες
με τα ιπτάμενα σκουπόξυλα.

Είχε το βλέμμα του αλλού στραμμένο.
Κοιτούσε τα μπαλκόνια και τα σπίτια των ανθρώπων.
Χάζευε τα παιχνίδια τους.
Κρυφοκοίταζε στα βιβλία τους.
Αναρωτιόταν ποιο μέσο ήταν το καταλληλότερο
για το κρυφό του ταξίδι.

Κι ένα βράδυ
το φως του χάθηκε από τον ουρανό
κι εκείνο γλίστρησε σ’ ένα, καλά κρυμμένο, αερόστατο.
Το αερόστατο πετούσε και πετούσε για καιρό
και όταν προσγειώθηκε
το φεγγαράκι έφτασε επιτέλους στη γη
κι ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει
με τέτοια δύναμη,
σαν την ορμή των τρένων που περνάνε.

Τη μέρα εκείνη που το φεγγαράκι
αποφάσισε να επισκεφθεί τη γη
ένα μωρό γεννήθηκε στη ζέστη μιας γυναίκας.

8.11

Τι είναι αυτός ο παράξενος ήχος
σαν τρίξιμο ή σφύριγμα
που ακούω κάθε νύχτα
την ώρα που διασχίζω αυτόν τον ίδιο δρόμο
την ώρα που κοιτάω τα φθινοπωρινά φύλλα των δέντρων
την ώρα που τα πόδια μου αδυνατούν ν’ αποφασίσουν μεταξύ
βαρύτητας κι ανυπαρξίας.

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Ας υποθέσουμε πως επιπλέουμε ανάσκελα στη θάλασσα
και πως κρατάμε τα μάτια μας κλειστά,
σαν τον Χριστό την ώρα της ανατομίας.

Ας φανταστούμε, τώρα, ότι τ’ ανοίγουμε με προσοχή
– να μην κοιτάξει το βλεφάρισμα την ηρεμία του νερού –
κι ότι κοιτάμε ευθεία από πάνω μας, τον ουρανό.

Ας δούμε τώρα και τη λευκή γραμμή που άφησε τ’ αεροπλάνο.
Διαπερνά σαν βέλος και τρυπάει κάτι στρογγυλό.
Καίγεται απ’ αυτό, παίρνει φωτιά και συνεχίζει.

Ας υποθέσουμε πως είναι ο ήλιος,
ποτέ η καρδιά μου δεν ήταν τόσο κίτρινη.

ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Κάποτε οι άνθρωποι εφηύρανε τα ποιήματα
για να ναρκώνουνε τη μοναξιά τους
να καταπίνουν σαν χαπάκια το μελάνι
και να εκσφενδονίζουν λέξεις
για να ξορκίσουνε τις ιδιορρυθμίες τους.

Τώρα το ανικανοποίητο δεν βουλώνεται με λέξεις
ούτε με πράξεις ρουτίνας προσυμφωνημένες.
Για να αδειάσω το μυαλό μου μεταφορικώς
–προτού αδειάσει ίσως και κυριολεκτώντας–
χρειάζομαι μονάχα κάτι να με ξαφνιάσει:
ένα παλιό κεράκι γενεθλίων για να το ξανασβήσω
μια λέξη γραμμένη βιαστικά σε μια χαρτοπετσέτα
έναν χορό να με γεμίσει δάκρυα κάποιο απόγευμα στο άδειο σπίτι
κάτι που να ’ρχεται αντίθετα με την πορεία που τραβάμε.
Γιατί ζωή είναι οι μέρες που περνάνε
και τίποτα άλλο.
Δεν έχει νόημα, σκοπό ή κάποιο στόχο.
Στο μόνο τέλος που οδηγεί είναι στην βέβαιη έκπληξη.

ΙΟΥΝΗΣ

Μάτωσαν τα νύχια σου και μάτωσαν τα ρούχα σου
μάτωσαν οι λυγμοί σου γιατί μάτωσε η καρδιά σου
μάτωσαν τα ψέματά σου
και μάτωσαν οι επιθυμίες μου.

Και τι θ’ απομείνει από σένα τελικά;
Εσύ, μια λίμνη αίματος,
να με κοιτάς μ’ αυτά τα μάτια πριν ματώσουν.

Πορεία σε τυχαία εκατόμβη.

Ή ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ

Και μένεις μόνος να κοιτάζεις από το πίσω κάθισμα του αμαξιού
το χάος.
Το δικό σου χάος που απλώνεται μπροστά σου
και που κρύβεται μέσα στο Θερμαϊκό
και μες στα φώτα.
Δεν ξεχωρίζεις ποια πλευρά της πόλης είναι.
Δεν ξεχωρίζεις ποια πλευρά δική σου είσαι.
Δικαιολογείς τις πράξεις σου.
Όλα είναι εμπειρίες.
Κυρίως τα μεγαλύτερά σου λάθη.
Αυτά που κάνεις χωρίς να το καταλαβαίνεις
στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου
νιώθοντας μόνος
ενώ βυθίζεσαι ολοένα στην επιθυμία του άλλου.
Και οι δικές σου επιθυμίες;
Τις σκέφτηκες αυτές ποτέ;

Κρίμα ρε μαλάκα εαυτέ μου.

ΛΗΜΝΙΑ ΓΗ

Πώς περιγράφεται με μία λέξη
αυτό που νιώθεις όταν το πλοίο τρέμει κάτω απ’ τα πόδια σου
και με την καταβύθιση της άγκυρας
βαθαίνει κι η ψυχή σου και βυθίζεται
βυθίζεται ολοένα
την νιώθεις να κατηφορίζει σ’ όλο σου το σώμα.
Φτάνει στα πόδια.
Παγιδεύεται.
Δεν βρίσκει τρόπο διαφυγής.
Την πιάνει πανικός. Χτυπάει συναγερμός.
Νιώθεις ότι θα καταρρεύσεις.
Κοιτάς στο βράχο το εκκλησάκι.
Προσεύχεσαι.
Ελπίζεις να μη γυρίσεις πίσω.
Ελπίζει να γυρίσει πάλι στη θέση της.
Ετοιμάζεσαι να κατέβεις.
Δακρύζεις.
– Άραγε πόσο συχνά νιώθεις αυτήν την προσμονή για κάποιον τόπο άγνωστο;
Με το δεξί πατάς τη γη της Λήμνου
το αριστερό να αιωρείται – από ανάγκη
στη γη του Φιλοκτήτη σέρνεσαι κι εσύ
και την ψυχή σου πάτησε η απάτη.

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Μπορεί να μην ξέρω ποια είμαι
ν’ αναζητώ τον εαυτό μου
ανάμεσα στα σύννεφα και στα πουλιά
– σίγουρα πάντως κάπου στον ουρανό –
Μπορεί να τραγουδάω μόνη μου στους δρόμους
τραγούδια που δεν λένε τίποτα
κι έπειτα να βουβαίνομαι διά παντός
– απάντηση δεν έχω για το πού πηγαίνω –
Μπορεί να μην μπορώ να πω με σιγουριά
ούτε βέβαια και μ’ επιφύλαξη
ποιο είναι το νόημα της ζωής
– ή η ματαιότητα του θανάτου –
ωστόσο έχω κατακτήσει μέσα μου
την πιο βαθιά ου–τοπική αλήθεια:
μόνη πατρίδα μας το σώμα του άλλου.

ΡΟΥΤΙΝΑ

Κοιτάζω κάτω απ’ το λευκό σεντόνι.
Ακούγονται, από μακριά, σκυλιά.
Με αναγνωρίζω.
Με μύρισαν κι έρχονται.

Βραδιάζει.
Ή ξημερώνει.
Πάντως η ώρα προχωρά.
Εγώ ακίνητος.

Κοιτάζω κάτω απ’ το λευκό σεντόνι.
Αυτά τα σκυλιά δεν ήτανε για μένα.
Σκέφτομαι για μια στιγμή τον ήλιο.
Έπειτα το φεγγάρι.
Ανασηκώνω το σεντόνι
προσεύχομαι ψιθυριστά στο όνομά σου
και παίρνω θέση στο τραπέζι.

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΑΥΜΑ

Το ελληνικό θαύμα δεν είναι
η επανάσταση του ’21
ούτε που διώξαμε τους Γερμανούς.
Το ελληνικό θαύμα είναι ο λόγος
που γίνανε αυτά.

Ο ουρανός που ’ναι γαλάζιος
το αεράκι στα φύλλα της ελιάς
ο ήλιος, συμφωνημένος παίκτης σε κρυφτούλι,
κι η θάλασσα, που ξέρει πιο πολλά απ’ όσα φανερώνει.

Πώς να ηρεμήσεις όταν ξες πως τούτους
ο απέραντος κόσμος
δεν φτιάχτηκε για σένα!

.

ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΣΕ ΜΗ+ (2013)

Διαπεραστικό Σκότος
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

Κάποιος με ακολουθεί.
Κρύβεται πίσω μου σ’ όλη μου τη ζωή και
με κρατά μ’ αόρατο λουρί.
Δεν τον βλέπουν οι άλλοι.
Είμαι μόνη και είναι αόρατός.
Μοιάζω μεγάλη και μοιάζει μικρός.
Δεν είναι έτσι.
Άλλο το φαίνεσθαι κι άλλο το είναι.
Γυρίζω απότομα και τον κοιτάω
κατάματα. ,
ψύλλος που μου κόλλησε στο δέρμα.

MAMBO

Να σε βρω και να σε σκοτώσω.
Να θαφτώ μέσα στα χιόνια
για να με πατήσουνε δυο μπότες στο κεφάλι.

Τότε θα βγάλω ό,τι έχω απ’ το λαιμό μου
και θα το πετάξω στον αέρα.

Τα μυαλά μου θα τα κρεμάσω σε ξύλινο δοκάρι, σαν σημαία.
Θα τα τραβάω μέχρι να ξεμπερδέψουν τα καλώδια.
Να γίνουν μια ευθεία γραμμή.

Και τότε, θα πάρω ένα ψαλίδι και θα τα κόψω.
Σαν τον ομφάλιο λώρο.
Κι έτσι μετά δεν θα πονάω.
Θα έχω ελευθερία.
Κι όπως θα φτιάξω μια θηλιά και θα τη δέσω
στα απομεινάρια του λαιμού μου,
τα χέρια και τα πόδια μου θα μείνουν φτερά.

ΕΝΥΔΡΕΙΟ

Γιατί σ’ αρέσουν τα δελφίνια;
Έχεις καταλάβει;
Επειδή μοιάζουν να χαμογελούν;
Κι οι κλόουν χαμογελούν με τον ίδιο φυλακισμένο τρόπο
(ή τρόμο, διάλεξε εσύ).

Επειδή τους αρέσουν τα παιχνίδια;
Και στα παιδιά θα άρεσαν αν δεν τους έκλεινες το στόμα.

Η αλήθεια είναι ότι πιο πολύ σ’ αρέσουνε οι καρχαρίες.
Αλλά σε τρώνε.

Γι’ αυτό πάντοτε κάνεις αυτό που πρέπει,
κι όχι αυτό που θες.

Μόνο να μη σε πιάσω στα δόντια μου.

ΚΟΡΔΟΒΑ

Όταν θα φύγω για την Κόρδοβα
θα με ξεχάσετε όλοι.
Τα πράσινα φωτάκια τ’ ουρανού
θα τα βλέπω πιο όμορφα εκεί.

«Μακρινή και μόνη»;

Εγώ.

Η Κόρδοβα θα μ’ έχει για παρέα.
Φυτεύοντας τα πρωινά ζουμπούλια σε πήλινες γλάστρες,
δροσίζοντας τα πόδια μου μ’ ανθόνερο,
γλυκαίνοντας το στόμα μου με δυόσμο,
θα χαμογελάω στους περαστικούς,
στους διανοούμενους και στους σαλταρισμένους.

Τα βράδια θα με ποτίζω σανγκριά ώσπου να μεγαλώσω.

Θα κλαίω κάποια αγάπη που εχάθη.
Κι ο θρήνος μου θα γίνεται τραγούδι.
Θα βλέπω το φεγγάρι και θα λέω
«Άραγε ποιος μ’ ακούει τώρα;
Με σκέφτεται κανείς;»
Και θ’ απαντώ πως
«Ναι, ο εαυτός σου!»

Και τότε θα γελάω πικραμένα για τα χρόνια που έχασα.

Και θα χορεύω τρελά όλη τη νύχτα
σαν μια μικρή,
σαν μια μικρή πολύ ξελογιασμένη.

Μάγισσα, που σ’ έχασα, των παιδικών μου χρόνων
σε βρήκα πάλι στην Κόρδοβα πίσω.

ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΣ

Όταν κανείς δεν σ’ αφήνει να κλάψεις,
όταν τα δάκρυα σου απαγορεύονται
και πρέπει να κρυφτούν,
όταν το στήθος σου τραντάζεται,
νιώθεις να τρέμεις,
η καρδιά θέλει να ξεπηδήσει, να βγει,
να ζήσει μόνη της, μακριά σου,
να μην την έχεις και να μη σ’ έχει ανάγκη,
να μην την περιορίζεις σ’ αυτό το φέρετρο
το μόνο που φοβάσαι είναι μην παρασύρει μαζί κι άλλα

(τα μάτια σου για να μην κλαίνε,
τα δάχτυλά σου για να μην αγγίζουν,
το μυαλό σου για να μην θυμάται)
το μόνο που φοβάσαι είναι μην παρασύρει μαζί κι άλλα

και ξεχάσει μόνο τη μύτη σου,
και αφήσει πάνω σου τη μυρωδιά κάποιου άλλου.

ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΙΜΑΣΤΕ

Θέλω να φύγω από εδώ.
Αφού ποτέ δεν θα ‘ρθει η ευτυχία.
Κι ό,τι νόμιζα πως ήρθε, με κορόιδεψε.
Όλοι με πουλάνε.
Αλλάζουν τα γούστα τους.
Θέλουν ν’ αλλάξουν και τα δικά μου.
Μα πόσο ίδιοι είναι όλοι;
Αν δεν σπάσει το κεφάλι μου απ’ τα σφυριά
θα το σπάσω εγώ.

Κι η λύπη στην καρδιά μου
βολικός νοικάρης.

Όλοι απομακρύνονται από μένα
για τον λόγο που με πλησίασαν.

Ε, λοιπόν, φωτιά να τους κάψει!

Συνομιλίες σε Μη+
ΕΚΕΙΝΗ
α. Η ζωή θα είναι πάντα Αμελί

Η ζωή είναι ό,τι θέλω.
Η ζωή μου είναι όπως τη θέλω.
Οι μικρές απολαύσεις της ζωής μου δίνουν μεγαλύτερη
χαρά
από τις δήθεν συμβουλές σου.
Ναι, ακριβώς!
Το να χώνω τα χέρια μου στα σακιά με τα όσπρια γεμίζει τα κενά μου.
Καλύπτει όλες τις τρύπες μου.
Ή την μία και μοναδική μου.
Μπορεί ο Σηκουάνας να είναι μακριά,
μα τον αισθάνομαι μέσ’ απ’ τον βρώμικο, απαράλλαχτο Θερμαϊκό.
Κι αν είμαι μόνη μου,
είναι γιατί με άφησες να φύγω τόσο εύκολα.
Μεγάλο λάθος, το ξέρεις ήδη.
Αφού πάντα θα προτιμώ τη φανταστική μου σχέση με κάποιον
μυστηριώδη τύπο που δεν ξέρω.
Παρά τις συναναστροφές με τους
σαχλούς
γλοιώδεις
υπαρκτούς
ανθρώπους της ζωής μου.
Μπορεί η ζωή να μην είναι γλυκιά σαν κρεμ μπρουλέ,
μα ο ήχος όταν σπάει είναι ο ίδιος.
Μπορεί η ζωή να μου πετάει πίσω τις πέτρες που ρίχνω στο ποτάμι,
μα ποτέ δεν πετυχαίνει τον στόχο της: να σταματήσω.
Δεν ξέρω αν η ζωή είναι μικρή
-ίσως να είναι τεράστια και να γυρνάει στους αιώνες-
αυτό που ξέρω είναι
ότι η ζωή μου είναι Αμελί.

β. Έμεινα δάσος

Ακόμα κι όταν βγήκε απ’ το δάσος της, τι έγινε;
Είδε άλλα δάση.
Βρήκε κι άλλα δάση, πιο πυκνά.
Αυτά φοβόνταν.
Τα πυκνά δάση που της έμοιαζαν.

Και πώς αντιδράει ένα δάσος;
Εγώ, λέω, πως αντιδράει σαν εσένα.
Σκύβει για μια στιγμή πάνω απ’ τους άλλους:
ανθρώπους, εκδρομείς, περαστικούς.
Τους ξεκουράζει δίνοντάς τους μιαν ανάσα.
Κι έπειτα, τους την παίρνει πάλι πίσω,
γιατί είδε άλλα κουρασμένα ανθρωπάκια.

Εσύ της έμαθες να είναι δάσος.
Εσύ μου έμαθες να είμαι δάσος.
Κι ας μη με ξέρεις πια καθόλου.

γ. Εξορία

Ερωτεύτηκα. Μια τη ζωή και μια εσένα.
Παράλληλα.
Και παράφορα.
Μέσα από σένα ερωτεύτηκα τη ζωή.
Οριστικά.
Η πόλη είναι μικρή για να σε χάσω
και ξέρω ότι μ’ ακολουθείς.
Όμως, ο κόσμος είναι απέραντος.
Ίσως και να σε χάσω τελικά.

Ζω στον πλανήτη μου, στον κόσμο μου, στον χώρο μου.
Στην Εξορία.
Μπλέκω σε λαβυρίνθους δαιδαλώδεις, νοητούς,
μα έχεις κάνει σύμμαχο και το μυαλό μου
και δεν μ’ αφήνει να σε βρω.
Ποιον δρόμο να πάριο τώρα;
Θα χτίσω γέφυρα από σύννεφα για να περάσω.
Θα σε εκπλήξω και θα με πεις τρελή.
Θα σηκωθείς να φύγεις, βέβαια, μου το ’πες.

Μετά, λες, ξέχασα το άρωμά σου.
Ξεχνιέται, μήπως;
Το μυρίζω παντού.
Το μυρίζω πάνω μου συνέχεια.
Στο δέρμα μου κατοικεί το άγγιγμά σου.
Και σε σβήνω. Προσπαθώ.
Μα έχει κι η αφή δική της μνήμη.

Πώς να θερίσω πάθη μ’ άλλον;
Με σένα μόνο έσπειρα θύελλες.
Στο κρεβάτι μου αγρανάπαυση.
Μόνο ο Ήλιος, αν έρθει, θα οργώσει.

Και μην ξεχνάς,
μόνοι μας διαλέγουμε το κλουβί μας.
Άλλοι, όμως, μας ντύνουν πάντα.
Εσύ τι χρώμα θα διαλέξεις;

Το χάος δεν είναι μακριά.
Σε περιμένω.

στ. Ο μονόλογος της τρελής

Γιατί εξαφανίστηκες;
Τόση ήταν η αγάπη σου;
Έλεγες πως με περίμενες καιρό και
με την πρώτη αστοχία μου, την κάνεις.
Και ξέρω που πας.
Να συνεχίσεις τη μεγάλη ζωή σου
με τα ξενύχτια και τα κοριτσάκια που τρέχουν πίσω σου.
Με τους φίλους που σπάτε πλάκα μαζί
και κοροϊδεύετε τη μικρή που ’φαγε κόλλημα.
Και ξέρω γιατί πας.
Πας γιατί με θέλεις ετερόφωτη και δεν σου βγαίνει.
Δυο εγωιστές μαζί δεν κάνουνε.
Σύγκρουση δύο τρένων.
Ποιος θα γλιτώσει;
Όχι πάντως η αγάπη.
Δεν θέλω να σου φορτώνομαι.
Θέλω να σε βρίσω
Δεν θέλω να σε θυμάμαι.
Θέλω να μη με ξεχάσεις.
Κι, αν όπως λες, η ανασφάλεια χτυπάει κόκκινο σε μένα
-γιατί; τι έχει το κόκκινο αλήθεια;-
βοήθα με να αισθανθώ τη σιγουριά σου.

ΕΚΕΙΝΟΣ
α. Ασυναίσθητος

Άγουρο φρούτο κι από πάνω του ο έρωτας.
Ο έρωτας, μαζί κι ο χάρος.
Προτιμάει τον χάρο. Πιο αληθινός και σίγουρος.
Ο έρωτας ας πάει αλλού να παίξει.
Ν’ απλώσει τα φτερά τα τσακισμένα του
και να μοιράσει ψεύτικες ελπίδες σε τσίγκινες καρδιές.

Φέρε μου το κρασί να πιω.
Αυτό, το κόκκινο, το αγαπημένο της σκιάς μου.
Μη λες πως θα μεθύσω.
Κανείς δεν μέθυσε με αίμα απ’ την πληγή του.
Τίποτα δεν είναι όπως-πρέπει.
Μόνο η συνήθεια συνεχίζει την αδιάκοπη ρουτίνα,
τικ τακ
Σε σκέφτομαι,
τικ τακ
Όχι·
τικ τακ
Και πάλι ναι.
τικ τακ
Το παιχνιδάκι της συνήθειας έχω γίνει.

β. Συγχώρεση

Ποτέ μη ζητάς συγγνώμη γι’ αυτό που θέλησες να κάνεις.
Συγγνώμη από γονείς που εγκαταλείπεις,
από φίλους που δεν θυμάσαι πια,
από «αγάπες» που δεν ξεδίψασες ποτέ,
από όνειρα που ποτέ δεν θα ερμηνεύσεις.

Μη μου ζητάς συγγνώμη.
Και μη μου ξαναλές τα ίδια.
Η αγάπη δεν θέλει θεωρίες κι αναλύσεις.
Απεχθάνεσαι το μπλα-μπλα
αλλά δεν κάνεις τίποτα άλλο.
Με ρώτησαν ποτέ τα μάτια σου για να τους πω;
Εγώ αυτό το λέω λιποταξία.

Τ’ αγρίμια δεν τάζουν στους ανθρώπους.
Φύγε.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
α. Δαίμονες

Είσαι θεός και διάβολος μαζί.
Ξέρω πως νοιάζεσαι και πως πεθαίνεις.
Μα κοιτάς τόσο την πάρτη σου.
Σ’ αρέσει να σπέρνεις ζιζάνια σκέψης
(όχι διχόνοιας -μακριά από ’δω- εσύ τους αγαπάς τους ανθρώπους…)

Θέλεις να σ’ αγαπάνε.
Κυρίως αυτό.
Να σ’ αγαπάνε σαν δαιμονισμένοι.
Το κόκκινο είναι το χρώμα του δαίμονα,
εσένα όμως σ’ ενοχλούσε.
Όταν εκνευρίζεσαι γίνεσαι μαύρος.
Μα είναι μαύρος ο Θεός;

Μάλλον σ’ έχω ερωτευτεί.
Έτσι δεν το ’πε ένας σπουδαίος;
«Έρωτας είναι όταν το μυαλό σου συνδιαλέγεται με τον Θεό
και το κορμί σου με τον Διάβολο».
Είσαι ο θεοποιημένος δαίμονας της ζωής μου.

β. Η σημασία της Ελευθερίας

«Οι μέρες που εναλλάσσονται
Είναι δική μας επινόηση
Μέσα σε μια στιγμή υπάρχει
Πιθανότητα για ελευθερία»
Χρ. Ελμάζης

Αχ, πότε θα ελευθερωθώ από τα καταπιεσμένα ένστικτά μου;
Τα κουβαλάω μέσα μου μια ζωή.
Όλα με κυνηγούν και δεν με πιάνουν.
Πόσο ακόμα θα με καίει η φωτιά του χρόνου;
-παρανάλωμα ενός ήλιου που δεν έδυσε
που θ’ αργήσει μάλιστα να δύσει.
Κι όταν βουτήξω στα βαθιά, θα μείνω να κοιτάω την προκυμαία.
Σημαία σε νωχελικό καιρό η Ελευθερία.
Καρφωμένη σ’ έναν πάσσαλο καμαρώνει με τα τερτίπια του αέρα.
Τόσο ελεύθεροι κι εμείς.

γ. Αέρα!

Νέα εποχή. «Ναι καλά!»
Κι η παλιά πού πήγε;
αφού στέκεται και με κοιτά ειρωνικά.
«Θα ξαναρθώ! Μην κάνεις βήμα! Δεν θα σ’ αφήσω!»
ουρλιάζει στο κεφάλι άγνωστη φωνή.
«Δεν θέλω! Φύγε! Δεν σε γουστάρω πια!»
με τον εαυτό μου, μόνη μου μαλώνω.
Κι αν φύγει, τι; δεν θα ξανάρθει;
κρυμμένη πάντα από κάτω
θα περιμένει.
Αν τη σκοτώσω, σκοτώνω εμένα
αν την αφήσω, ξεψυχώ.
Τι να την κάνω,
αφού μακριά της δεν μπορώ;

Πάλι με τούμπαρε, είδες;
Με κάνει ό,τι θέλει πια.
Σαν μαριονέτα με κρατάει απ’ τα σχοινιά
και όπου θέλει με πηγαίνει.
«Δεν θα μου πάρεις τα μυαλά, ακούς;»
ακούω στο άδειο μου δωμάτιο
και κάνω ένα βήμα προς τα μπρος.

δ. Το Αντιδραστικό Κορδόνι

Το Αντιδραστικό Κορδόνι που λύνεται συνέχεια
είναι το μόνο αντιδραστικό στοιχείο πάνω μου.

Ντύνομαι κόκκινα.
Κόκκινο της φωτιάς, της επανάστασης, του δαίμονα.
Αλλά δεν αντιδρώ.

Το κορδόνι μου αντιδρά στ’ αφεντικό του.
Σιχαίνεται τα θέλω μου.
Κάθεται και το ποδοπατάω.
Όμως, συνεχίζει ν’ αντιδράει

Ενώ εγώ πεθαίνω κάθε μέρα.
Βουλιάζω στην απειροελαχιστότητά μου.
Με ποδοπατούν και δεν καταλαβαίνω.
Ουρλιάζω από μέσα μου.
Ουρλιάζω;
Μάλλον σαρκάζω τον εαυτό μου.

Καλά που είναι και το Κορδόνι.

ΖΩΗ
α. Αφροδίτη

Μικρέ μου πρίγκιπα,

ο ύπνος δεν σβήνει τα γαλανά σου μάτια.
Κάνε με άγγελο των προσδοκιών σου
και θα γλιστρήσουμε στα σύννεφα μαζί.
Πώς δεν φοβάσαι τ’ άστρα;
είναι επικίνδυνοι εχθροί που θέλουν να σε πάρουν.
Η Αφροδίτη μού μιλά για σένα κάθε νύχτα.
Φέγγει το φως της μόνο για να γράφεις εσύ.
Λέει πως ξενυχτάς μόνο για κείνη, κι εγώ ζηλεύω.

Γύρνα στον πλανήτη σου αγάπη μου
κι άσε να θρηνώ στα στάχυα μόνη.

β. Τα νήματα

Η ζωή είναι ένα κουβάρι.
Παίζεις σαν γάτα με αυτό
απ’ τη στιγμή της γέννησής σου.
Στην αρχή το αφήνεις να κυλάει μόνο του
και τρέχεις από πίσω να το φτάσεις.
Παίζεις.
Όσο κυλάει το κουβάρι, τα νήματα μπερδεύονται.
Κάνεις να το ξεδιαλύνεις,
μ’ αυτό μπλέκεται όλο και πιο πολύ.
Στο τέλος, κουρασμένος απ’ την προσπάθεια,
αφήνεις τα νήματα να τυλιχτούν
γύρω απ’ τον λαιμό σου.
Δεν παίζεις πια.

γ. Λανθάνω

Το λάθος είναι ένα.
Οι αλήθειες είναι πολλές.
Ή μήπως ανάποδα;

Λανθάνω θα πει: «Διαφεύγω της προσοχής».
Άρα λάθος τι θα πει;
«Κάνω κάτι χωρίς να προσέχω».
Αν πρόσεχα, θα ήταν σωστό.

Και αλήθεια τι θα πει;
«Παραδέχομαι το λάθος μου».
Δεν πρόσεξα και τώρα το φωνάζω.

Έπειτα έρχεται η λήθη.
Η λήθη τι είναι;
«Ξεχνάω το λάθος που έκανα».
Ή ξεχνάω που δεν πρόσεξα.

Και πιο πονάει πιο πολύ;
Το λάθος;
Η αλήθεια;
Ή η λήθη;

ΤΑ ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ

Ροή. Η μαγική σου λέξη.
Όλη η κατάληξη των σκέψεών σου
και η πηγή τα>ν συναισθημάτων σου.
Δεν τη φυλάς κάτω απ’ τη γλώσσα,
τη μοιράζει η καρδιά σου.
Η ζωή είναι, λες, ροή.
Ποια είναι όμως η δική μου η ροή;
Θα σμίξουν τα ποτάμια μας;
-Τα ρυάκια από καιρό έχουν πεθάνει-
Μην αφήνεις τη ζωή να σε παρασύρει.
Έχεις δική σου.
Ό,τι θες!

***

Ιωάννα, αύριο δεν θα υπάρχεις.
Θα συναντήσεις ένα φάντασμα και θα σε πάρει από το χέρι.
Με σιδερένια γροθιά θα τσακίσει τα μάγουλά σου, όπως έκανε με τις σκέψεις σου.
Και θα πεθάνεις.
Κανείς δεν θα θρηνολογήσει τον χαμό σου.
Όλα θα συνεχίσουν όπως πρώτα.

Φύγε από δω.
Εξιλεώσου κι εξαϋλώσου.·
Τόσο πια που το θέλησες να είσαι άλλη.
A Dio.

***

Να ταξιδέψουμε μαζί μ’ αεροπλάνο
να δω στα μάτια σου τη λάμψη της φωτιάς
το ράγισμα που θα κάνει ο φόβος στη σκιά σου
τη σιωπή που θα γεμίζει με τόσες λέξεις το μυαλό σου
τα χέρια σου που θα ‘ναι γαλήνια
κι άλλοτε πάλι θα μπαίνουν νευρικά το ένα στ’ άλλο
την προσμονή
και την υπόνοια
και τη λαχτάρα.

Την πλευρά σου που κρύβεις
που ούτε φαντάζομαι ότι υπάρχει
αυτή θέλω να δω
μ’ αυτή θέλω να ζήσω
-και να την εγκλωβίσω-
να την κάνω δική μου μ’ όλους τους πιθανούς τρόπους
και με τις αισθήσεις μου όλες,
να τη σβήσω.

***

Φιλί. Ζούνε για ν’ αναπνέουν αυτήν τη μάχη.
Και να καίγονται και να φοβούνται.
Και να λιώνουνε σαν κάρβουνα στο διάστημα.
Και να μην έχουν που να πάνε.
Και πυρκαγιά να σιγοκαίει τα σωθικά τους.
Και να φωτίζει τις πληγές τους.
Φίλα με.

***

Υπέροχα μονάχοι εαυτοί
πετροβολούν ο ένας τον άλλον.
Για λίγο πιάνονται επάνω στο σκοινί.
Τι ώρα θα χτυπήσει το ρολόι;
Τι άραγε η μοίρα θα τους πει;

Φεύγουν, για λίγο, απ’ την κόλαση σκαστοί
και κρύβονται μες στις φωτιές του παραδείσου.
Φοβούνται τις σκιές τους.
Μα ούτε κι αυτοί ξέρουνε ποιοι είναι.

Υπέροχα μονάχοι εαυτοί
με θλίψη ασυγκράτητα να καίει.

***

Λες πως πρέπει να διαλέξω
-τον δρόμο της αρετής ή της κακίας, λένε οι άλλοι.
Μα εγώ δεν ξέρω που βρίσκομαι.
Νομίζω πως τραβώ δικό μου δρόμο.
Δεν είναι πάντα όλα τόσο εύκολα.

Μια ερώτηση θα μου λύσει τον γρίφο.
Αυτή θα οδηγήσει τα βήματά μου.
«Πώς θα έρθει ο θάνατος πιο γρήγορα;»
Αυτόν θα πάρω.

***

Λύκε λύκε είσαι εδώ;
Η Κοκκινοσκουφίτσα σ’ αποχαιρετά.
Θα παίξει σ’ άλλα παραμύθια τώρα.
Θα βρει τους νάνους, όχι τον πρίγκιπα.
Θα συναντήσει την Αλίκη,
που θα της κρύψει επιμελώς τη χώρα των θαυμάτων.
Κι έτσι, μαζί με τη Σταχτοπούτα θα κάνουνε την επανάστασή τους.
Μακριά απ’ τους κακούς.
Σωτήρες μιας άλλης εποχής.

***

Ορίζεις τη ζωή μου.
Η ύπαρξή μου δάσος στον ωκεανό χωρίς εσένα.
Ορίζω την καταστροφή σου.
Ο φόβος μου, τραγούδι στη ζωή σου.

Αν φύγεις, θα χάσω τον δρόμο.
Τα σημάδια σου δεν θα σβηστούν.
Δεν θα μπορέσω να βρω άλλα.
Αν φύγω, δεν ξες τι θα γίνει.

Αν μείνεις, θα μείνω κι εγώ.
Μαζί σου για τα πάντα.
Αν μείνω, θα μείνεις κι εσύ.

Θέλω επιτέλους να μου διώξεις τα σκοτάδια.

***

Σου λέω πως οι κούκοι με συγκινούν κι εσύ γελάς.
Μόνο αυτοί καταφέρνουν να αναιρέσουν την ίδια τους την ύπαρξη.
Ρολόγια μιας άλλης εποχής που ο χρόνος έχει σταματήσει.
Δεν χαλάσανε.
Γέρασαν απλώς.
Και ξεκουράζονται.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΑΣΤΙΚΗ ΑΓΩΝΙΑ

ΑΘΗΝΑ ΡΩΣΣΟΓΛΟΥ

Περιοδικό Χάρτης – 83 Νοέμβριος 2025

Εσωτερικές περιπλανήσεις σε δυστοπικά αστικά τοπία

Αστική αγωνία τιτλοφορείται η νέα ποιητική συλλογή της Ιωάννας Λιούτσια. Ένα βιβλίο όπου το αστικό τοπίο τίθεται σε πρώτο πλάνο, ένα τοπίο ζοφερό και δυστοπικό, στο οποίο η γενιά της ποιήτριας καλείται να ενηλικιωθεί βίαια. Στην απάνθρωπη, νεοφιλελεύθερη πόλη που τελεί σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης», η ποίηση της Ιωάννας Λιούτσια έρχεται να αποτυπώσει ένα ατέρμονο και ασυνάρτητο παρόν. Σε αυτό το δυστοπικό παρόν συχνά απόλυτης συντριβής, το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να βρίσκεται σε έναν αέναο μετεωρισμό, καθηλωμένο σε έναν εις αεί παροντικό χρόνο, σε μια άχρονη παροντικότητα, όπου κάθε σύνδεση, κάθε συνοχή ανάμεσα στο τώρα, το πριν και το μετά έχει σπάσει. Δεν υπάρχει παρελθόν, παρόν και, προσδοκώμενο, έστω αφόρητο, έστω εφιαλτικό, αλλά πάντως μέλλον.

Στις μέρες μας
ανάβουμε το φως απ’ το πρωί
οι φίλοι μας κοιτάνε τ’ άσπρα μας μαλλιά
μα δε ρωτούν·
ξυπνάμε τα χαράματα
ευαισθητοκράτωρ ο καιρός
συγκίνηση και ηττοπάθεια
όσο μας σκεπάζει μια κουβέρτα είμαστε καλά
για περισσότερα δεν είμαστε·
η σκέψη μας γύρω απ’ τον χρόνο
―πόσα οχτάωρα έχει μια μέρα;―

κάποτε και γύρω απ’ τον έρωτα
ανάγκη για γενόσημα αισθήματα
ευνουχιστήκαμε αρκετά, τα χέρια μας δεν αγκαλιάζουν
πια δε ζηλεύουμε την άγνοια των παιδιών
ντρεπόμαστε να τ’ αντικρίσουμε
πώς να τους πούμε ότι θα γίνουν σαν εμάς;

Η αποδυνάμωση, η αποδόμηση, η «κατάργηση» της προσδοκίας του μέλλοντος, δεν γίνεται μέσω του ζόφου της δυστοπίας, αλλά με την κατάργηση της έννοιας του μέλλοντος, μέσω της διάχυσής του, της συμπύκνωσής του, εν τέλει της απορρόφησής του, στο αέναο παρόν. Σε μια εποχή που τα οράματα έχουν διαψευστεί, οι ουτοπίες έχουν εκπέσει, και το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο είναι πλέον απογυμνωμένο από κάθε λογής φαντασιώσεις, η ποίηση της Ιωάννας Λιούτσια έρχεται να περιγράψει το παρόν μιας γενιάς ματαιωμένης εξαρχής, μιας γενιάς που ενηλικιώθηκε σε συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας και κοινωνικοπολιτικής κατάρρευσης.

Οι φίλοι μου ήρθαν όλοι
στην Αθήνα για δουλειά,
όπως κι εγώ.
Όσοι δουλέψανε σεζόν
όταν βλεπόμαστε (όχι συχνά)
κερνάνε τους καφέδες
εγώ πάντα επιφυλάσσομαι.

Έχω μια φίλη σε κάθε γειτονιά
στο Μετς, στη Νέα Σμύρνη, Αμπελόκηπους
μες στα μικρά μας σπίτια
στην Καισαριανή
με τον καφέ στερεωμένο στην απλώστρα το πρωί
μισός μέσα, μισός έξω
ένα μπαλκόνι για μισό άνθρωπο

όλοι μας έχουμε έρθει για δουλειά
χωρίς δουλειά
ψάχνουμε διαμερίσματα συνέχεια, ο ένας για τον άλλον
ημιυπόγεια ευήλια
τάχα να θυμίζουν λίγο τα πατρικά μας
―είχαμε, βλέπεις, μεγαλώσει αλλιώς―

στο τέλος καταλήγουμε
«ας μοιάζει έστω στο παιδικό δωμάτιό μας»
έτσι κι αλλιώς όλη τη μέρα είμαστε στους δρόμους
παίρνουμε λεωφορεία, κολλάμε σε φανάρια
―από πάνω μας πετάνε τα ραφάλ―

περπατάμε, καθόμαστε στις στάσεις,
μετράμε τον χρόνο σε τραγούδια
διαβάζουμε τα ονόματα και τις αφιερώσεις στις νταλίκες
«ο όμορφος»
«στον παππού μου»
«για ό,τι αναρωτιέσαι, η απάντηση είναι ναι»
η μια πίσω απ’ την άλλη
η κάθε μία μόνη της μα καραβάνι
κάνω πως τίποτα δε μου θυμίζει αυτό
στρέφω το βλέμμα
πίσω μου στο κατάστημα το άδειο
ξεθωριασμένη η ταμπέλα γράφει:
«Διατίθεται το παρόν. Τηλέφωνο…»

για το μέλλον όμως όλοι τσιμουδιά.

Η ημερήσια αναβίωση των όσων δεν επιτεύχθηκαν, των όσων χάθηκαν, είναι ένα υπαρξιακό φορτίο που δεν μπορεί εύκολα να απεμποληθεί. Μία γενιά παραλυμένη, που φαίνεται αδύναμη να αντιδράσει, να διεκδικήσει τα βασικά της δικαιώματα, βλέποντας το μέλλον της να από-υποστασιοποιείται. Και η ποιήτρια κατορθώνει μέσα σε λίγους μόνο στίχους να καταγράφει αυτό το συλλογικό αίσθημα ματαίωσης, γνωρίζοντάς το ως προσωπικό βίωμα, καθώς η γενιά που περιγράφει είναι η γενιά στην οποία και η ίδια ανήκει.

Κάποτε ήθελα να αδράξω τη μέρα
τώρα η μέρα αδράττει εμένα

[…] οι μέρες είναι δύσκολες
μαζεύω τα πόδια μου σαν έμβρυο στην κοιλιά
ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί να στα τραβήξει
και πρώτη πρώτη η βιαιότητα της νέας μέρας
οι μέρες είναι δύσκολες
κάλλιο οι νύχτες που συνεχίζονται και πάλι απ’ την αρχή

μία παγίδα
ο πόνος
για να μείνω για πάντα
στο κρεβάτι.

Κληρονόμος ενός ακυρωμένου μέλλοντα και μιας αποκλεισμένης ηλικίας, η σύγχρονη γενιά βιώνει τον κόσμο ως ανία και ως απειλή, ενώ έντονο είναι το αίσθημα της απογοήτευσης, της παραλυσίας, της απόγνωσης. Η ήττα της είναι παγιωμένη και εξακολουθητική, μια ήττα που μαθαίνεις να ζεις μαζί της. Σε έναν ασφυκτικό ποιητικό κόσμο, που σπάνια απαλύνεται από κάποια αισιόδοξη προοπτική, το ποιητικό υποκείμενο αισθάνεται απογοητευμένο, ματαιωμένο από τον αγώνα, τον έρωτα, την ίδια τη ζωή. Συνθλίβεται από το βάρος των όσων καλείται να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί, σε μια χώρα που του στερεί κάθε δυνατότητα αυτοπραγμάτωσης και αυτοεκπλήρωσης. Όπως χαρακτηριστικά γράφει η ποιήτρια, «Όταν ξύπνησα/ μόνο τον εαυτό μου βρήκα πλάι/ κι αυτόν, ριγμένο ήδη/ στην πραγματικότητα».

Στη ορθογραφία δεν ήμουνα ποτέ ιδιαίτερα καλή.
Έλεγα όπως όλα τα παιδιά:
«Τι θα μου χρειαστεί; Σχήματα είναι».

Τώρα τη βρίσκω συνεχώς μπροστά μου.
Όταν οι άλλοι με ρωτούν πώς νιώθω και
ποια είναι η θέση μου στον κόσμο
―αυτό κυρίως σε συνεντεύξεις για δουλειά―
δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό, τι ν’ απαντήσω:
απορημένη ή απορριμμένη;

Μετά θυμάμαι πως
«η πρόθεση είναι που μετράει»
και λύνω κάπως τους δεσμούς μου.

Μέσα από το αδυσώπητο περιβάλλον της πόλης αναφύεται μια υπαρξιακή αγωνία. Η ποιητική φωνή δηλώνει τη δυσφορία της για τη νέα αστική πραγματικότητα μέσα στην οποία αισθάνεται αποξενωμένη και διαλυμένη. Στην ποίηση της Ιωάννας Λιούτσια, το ποιητικό υποκείμενο παρατηρεί και ταυτόχρονα βιώνει την αορατότητά του, καθώς αισθάνεται ότι η πόλη μετασχηματίζεται μπροστά στα μάτια του, μεταμορφώνεται σε κάτι άγνωστο και εχθρικό, χωρίς το ίδιο να μπορεί να παρέμβει, να συμμετέχει και τελικά να ενσωματωθεί.

Δε θέλω να γεράσω και να γίνω από ‘κείνους
που μόλις ακούνε ασθενοφόρο λένε
«μας χαιρέτησε».
Ούτε από ‘κείνους που στα γέλια των νέων και των παιδιών στα πάρκα,
στα πειράγματα των μεθυσμένων ζευγαριών τη νύχτα
τραβάνε την κουρτίνα και σηκώνονται να δουν.
Δεν θέλω να γεράσω με την αγωνία,
―κατ’ άλλους με τον συμβιβασμό.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Maggie Nelson, οι λέξεις δεν αρκούν την ίδια στιγμή που αρκούν. Οι συνηθισμένες λέξεις και το νόημα που τους δίνουμε δεν είναι ποτέ ουδέτερες. Οι λέξεις έχουν ιστορία και τα νοήματά τους οργανώνουν και οργανώνονται γύρω από κοινωνικές δομές, διαφορές ταξικές, πολιτισμικές, έμφυλες, αφορούν την ίδια την προσωπική μας ζωή και τη σχεσιακή μας πορεία[1]. Οι καινούριες λέξεις που αρθρώνουμε πρώτα χαμηλόφωνα, και έπειτα όλο και πιο καθαρά, όλο και πιο σθεναρά, καθίστανται επιτελεστικές ρωγμές, καθώς με αυτές υπάρχουμε, φανταζόμαστε, δημιουργούμε και διεκδικούμε έναν κόσμο έτσι όπως τον φανταζόμαστε και στον οποίο αξίζει να ζούμε.
Γραμμένα κατά βάση σε πρώτο ενικό ή πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, τα ποιήματα της Ιωάννας Λιούτσια δίνουν συχνά την αίσθηση μιας προσωπικής κατάθεσης, ενός προσωπικού βιώματος, μιας προσωπικής και ταυτόχρονα συλλογικής εμπειρίας, ενός προσωπικού και ταυτόχρονα συλλογικού τραύματος, καταγράφοντας μια πραγματικότητα στην αυθεντικότητα, στην αμεσότητα, και την απόλυτη κυριολεξία της. Λέξεις καθημερινές, χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς ιδιαίτερα καλολογικά στοιχεία, που επιδιώκουν να αποτυπώσουν ποιητικά – άλλοτε με θλίψη, πίκρα, απογοήτευση και άλλοτε με τρυφερότητα και χιούμορ – την πολλαπλότητα των πειθαναγκασμών με τους οποίους είναι αντιμέτωπη η γενιά της ποιήτριας στην καθημερινότητά της. Πρόκειται για μια ποίηση πολιτική με την έννοια της επέμβασης στον «μερισμό του αισθητού», σύμφωνα με τον Ζακ Ρανσιέρ, στο ξαναμοίρασμα του κόσμου, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ανθρώπων που ενηλικιώνονται σε μια αφιλόξενη πόλη, στις δικές τους επιθυμίες, στα δικά τους θέλω. Και ίσως είναι η αγάπη, το άνοιγμα στον άλλον, το όχημα για να το πετύχουν.

Η αγάπη είναι
το τζάμι ενός τρένου τη νύχτα.
Πρέπει να κάνεις προσπάθεια να δεις
πώς τα τοπία και τα φώτα αλλάζουν στην άλλη πλευρά
πρέπει να κάνεις προσπάθεια

ν’ ανοίξεις το βλέμμα πέρα απ’ το είδωλο σου
πρέπει να κάνεις προσπάθεια
μέχρι να δεις την αντανάκλασή σου
λιωμένη, με ασαφή τα περιγράμματά της
τέλεια εναρμονισμένη στο τοπίο

Κατά την υλοποίηση της κοινωνίας της πόλης, ο Lefebvre επιφυλάσσει ιδιαίτερο ρόλο στην τέχνη, θεωρώντας ότι η τέχνη μπορεί να νοηθεί ως «ικανότητα μετασχηματισμού της πραγματικότητας, προσοικείωσης στο ανώτατο επίπεδο των δεδομένων του βιώματος, του χρόνου, του χώρου, του σώματος και της επιθυμίας».[2] Με άλλα λόγια, η τέχνη δημιουργεί οικειοποιημένους χρόνους και χώρους – χρονικές ποιότητες εγγεγραμμένες μέσα σε χώρους – προετοιμάζοντας «σαγηνευτικές δομές» που προσφέρουν στους ανθρώπους της πόλης την κίνηση, το απρόοπτο, το πιθανό, το επιθυμητό, το ενδεχόμενο. Εφόσον η πόλη πλάθεται μέσα από τη διαχείριση των εικόνων της και την άρθρωσή τους σε σημαίνουσες ολότητες, τότε η τέχνη συμβάλλει στην αμφισβήτηση των κυρίαρχων μηχανισμών που κατοχυρώνουν την εκπομπή των συλλογικών αναπαραστάσεων.[3]

Aν τα ποιήματα ήτανε φάρμακα
αν τα ποιήματα ήταν τροφή
αν οι ποιητές ήταν στους δρόμους
αν κάθονταν σε σκαμνάκια χαμηλά
αν κάποτε περνούσα από μπροστά τους
αν ήμουν άρρωστος και έβρισκα το θάρρος
θα ρωτούσα:
―Πόσο πάει ένα για τη μοναξιά;
―Ενάμισι ευρώ κι είναι δικό σας.

Αν είχαν πάνω μου ενάμισι ευρώ, θα το αγόραζα
αν δεν με έτρωγε η περιέργεια θα το διάβαζα στο σπίτι
αν ήταν καλό, όταν τελείωνε
θα ένιωθα τα χέρια σου να ντύνουν το σώμα μου
αν, βέβαια, τα ποιήματα ήταν φάρμακα κι εγώ
αν ήμουν έτοιμος να σε γιατρέψω.

Το ζήτημα της πατρίδας φαίνεται επίσης να απασχολεί την ποιήτρια. Όπως οι περισσότεροι ποιητές και ποιήτριες του 21ου αιώνα, η Λιούτσια απομακρύνεται από τον εθνοκεντρισμό της γενιάς του 30, και στρέφεται προς μια διαφορετική κατεύθυνση, αναζητώντας μια νέα ποιητική ιθαγένεια, εναλλακτικές αφηγήσεις που ανταποκρίνονται στην μετανεωτερική συνθήκη στην οποία ζουν. Η εθνογένεση φαντάζει μακρινή και αδιάφορη, όπως και οι προβληματισμοί για την ελληνικότητα, ο ηρωισμός δεν είναι πια της μόδας, και στο επίκεντρο τίθεται η ετερότητα του έθνους, οι αποσιωπημένες πτυχές και τα τραύματα της εθνικής ιστορίας. Τα κυρίαρχα εθνικά και ιδεολογικά αφηγήματα αποδομούνται και τη θέση τους λαμβάνουν αφηγήματα ήττας και οι συνέπειές τους στους ανώνυμους, απλούς ανθρώπους. Στην ποίηση της Λιούτσια η Ελλάδα ταυτίζεται με αρνητικά φορτισμένες λέξεις – πένθος, ελαττώματα, αιματώματα, παραμνησία, τραυματουργία – με την ποιήτρια να τονίζει ότι είναι αυτές ακριβώς οι λέξεις που αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για να μαντέψει την σύγχρονη εικόνα της χώρας της.

«Τα ποιήματα δε γράφονται με ιδέες,
αλλά με λέξεις».
Αν όμως αραδιάσω τις λέξεις
παραμνησία
τραυματουργία
πένθος για ψευδαισθήσεις
αιματώματα
ελαττώματα
«συνέχεια» – το ουσιαστικό
και «κάποτε»
(παρελθόντος και μέλλοντος χρονικό)

δε θα έχετε πάρει μια ιδέα
πώς λέγεται η χώρα μου;

Ένα ακόμη μοτίβο στην ποίηση της Λιούτσια αποτελεί η σχέση με τη μητέρα, η μητρότητα και οι προδιαγεγραμμένοι ρόλοι στους οποίους καλείται μια γυναίκα να ανταποκριθεί λόγω του φύλου της. Η οικογένεια αποτελεί τον πρώτο χώρο όπου εκπαιδεύονται τα μέλη στη σημασία των έμφυλων χαρακτηριστικών ως προς τις καθημερινές πράξεις, τις προσδοκίες και την κατασκευή μιας εικόνας για τον εαυτό τους, καθώς ό,τι συμβαίνει εντός ενός περιβάλλοντος φροντίδας και προστασίας, όπως η οικογένεια, επικυρώνει την ισχύ και την αυτονόητη αποδοχή του.[4] Καθοριστική είναι η επίδραση της μητέρας στην υποκειμενική συγκρότηση, με τον ρόλο της στη διαμόρφωση της γυναικείας ταυτότητας να αναγνωρίζεται ως κάτι αρνητικό. Είναι ακριβώς η μητέρα που μας κληροδοτεί τις θυσίες με τις οποίες θα βρεθούμε αντιμέτωπες, τους κανόνες ορθής συμπεριφοράς που καλούμαστε να τηρούμε μεγαλώνοντας, τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς που μας επιβάλλει το φύλο μας.
Η μητρότητα παρουσιάζεται ως ο κατεξοχήν προορισμός των γυναικών, ως καθοριστικός παράγοντας της σωματικής και διανοητικής τους κατάστασης, όσο και της κοινωνικοπολιτικής πραγμάτωσής τους. Είναι ο φόβος αυτής της αναπόδραστης πορείας που περιμένει τη μία μετά την άλλη, διαδοχικές γενιές γυναικών αυτός που εκφράζεται στους στίχους της ποιήτριας. «Έγινα η μαμά μου», γράφει η Λιούτσια, περιορίστηκα στους προδιαγεγραμμένους ρόλους μου, «πλένω τα πιάτα με Στράτο Διονυσίου», «φορώντας νυχτικιές βαμβακερές», σαν τη μαμά μου ―εκείνη επαγγελματίας μαμά, εγώ «μάνα καριέρας»― να αναρωτιέμαι «πώς τα κατάφερα έτσι κι έγινα εγώ νοικοκυρά».
Η μελαγχολία της αποτυχίας, η επιβεβλημένη κανονικότητα, η απόρριψη των επιθυμιών στον βωμό των αναγκών, οι επιταγές της κοινωνικής και εθνικής κανονικοποίησης δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο στερώντας τελικά την αυτενέργεια και την ελευθερία. Και είναι από αυτό το τραύμα που ξεκινάς τελικά. Για να μιλήσεις με απόλυτη ειλικρίνεια για αυτό, τοποθετώντας το στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Για να μπορέσουμε να ξεφύγουμε από αυτούς τους προδιαγεγραμμένους ρόλους θα πρέπει να σπάσουμε τα καλούπια, γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να σκεφτόμαστε και να ζούμε ελεύθερες, μόνον έτσι μπορούμε να χαράξουμε απείθαρχες τις δικές μας πορείες. Είναι ακριβώς εκεί που η μητρότητα μετατρέπεται σε «μη-terra incognita», στην ποίηση της Ιωάννας Λιούτσια.

Σ’ αυτόν τον κόσμο που γεννήθηκα,
δε γεννήθηκα ο κόσμος.

Γι’ αυτό ζητώ συγγνώμη
που δεν κατάφερα ποτέ να σε γνωρίσω
δεν έχω γίνει μεγαλώνοντας «μαμά»
για μένα κάθε μήνα το κόκκινο υγρό
ανάμεσα στα πόδια μου
ήταν σαν το νερό σε κάποιον που διψάει:
ανακούφιση.

Γι’ αυτό, μη μου κακιώνεις που ακόμη
κάνω ότι δε νοιάζομαι για σένα,
που κρατάω σκληρά τα χαρακτηριστικά μου,
ξέρεις για μένα έμεινες πάντοτε μάνα
ποτέ φίλη
γι’ αυτό με συγχωρείς μαμά
όσο κι αν γύρω μου ο κόσμος με ρωτά
πότε θα γίνω κι εγώ μητέρα να σου μοιάσω
συγχώρα με που επιμένω
και δεν γιορτάζω τις γιορτές σου.

Βλέπεις, στον κόσμο που γεννήθηκα
γεννήθηκα η μάνα όλου του κόσμου.

Απέναντι στον ζοφερό και δυστοπικό χαρακτήρα του σύγχρονου αστικού και πατριαρχικού τοπίου, η Ιωάννα Λούτσια προσφέρει φωτεινές ποιητικές εικόνες, εικόνες γυναικών που «δε χωράνε σε κουτάκια/ δε χωράνε σε στίχους/ δε χωράνε σε κανένα ποίημα ταξινόμησης», εκείνων «που τα κάνουν όλα αυτά μαζί/ κι άλλοτε λίγα λίγα/ κι άλλοτε πάλι τίποτα, ποτέ». Είναι αυτές οι γυναίκες που έρχονται να ξανασυστήσουν τον κόσμο από την αρχή, Εκείνες που μπορούν να μετουσιώσουν τις ήττες και τις ματαιώσεις σε δύναμη εξέγερσης απέναντι σε έμφυλες καταπιέσεις και υποταγές. Είναι οι φίλες μας, οι αγαπημένες μας, αυτές που μαζί τους πορευόμαστε σχεδιάζοντας τις καθημερινές μας μάχες, και τους συλλογικούς μας αγώνες. Αυτές που μαζί τους πορευόμαστε, για τις οποίες και με τις οποίες αντέχουμε.

Μ’ αρέσουν οι γυναίκες
που φοράνε πουκάμισα
πράσινα φορέματα
πίνουν κρασί από τ’ απόγευμα
γελάνε δυνατά
φοράνε βραχιόλια
κοντά μπλουζάκια που φαίνεται η κοιλιά
μαντίλες και μιλάνε δυνατά στην Πανεπιστημίου
που κόβουν τα μαλλιά τους αγορέ
που φοράνε μπαντάνες και πιάνουν τα μαλλιά τους αλογοουρές
που φοράνε τρία μικρά μενταγιόν το ένα πάνω στ’ άλλο
κυκλοφορούν με παντόφλες
με λουλουδάτα φορέματα
αφήνουν τα μαλλιά τους να ασπρίσουν
μαγειρεύουν
που δεν ξέρουν να βράσουν ούτε αυγό
δεν έχουν χρόνο
φοράνε ψηλοτάκουνα
φοράνε αρβύλες
καπνίζουν στο μπαλκόνι
διαβάζουν και γυμνάζονται – ταυτόχρονα
μιλάνε για πολιτική
χορεύουν γιατί θέλουν
τραγουδάνε όταν πλένουνε τα πιάτα
κι όταν βγαίνουν έξω και γλεντάνε
που δεν ξέρουν να οδηγούν
παίρνουν στο σεξ πρωτοβουλία
που είναι πάντα χαμογελαστές
που είναι πάντα μελαγχολικές
που δε θέλουν να γίνουν μητέρες
ή που θέλουν αλλά φοβούνται
ή που είναι ήδη και αγχώνονται
που φοράνε μπικίνι
που ντρέπονται για την κοιλιά τους
που κάνουν δίαιτα όλον τον χρόνο
που τους αρέσει το καλό φαΐ και η καλή παρέα
που χτενίζονται μπρος στον καθρέφτη
που βάφουν τα νύχια τους
που φοράνε όλα τα ρούχα τους μαύρα
κι έχουν μαύρα μαλλιά
που φοράνε τσιγγάνικες φούστες
στρας
φόρμες
κρατούν κομψές τσάντες
ή τεράστιες για να χωρέσουν τη μέρα τους
που το κεφάλι τους είναι ξυρισμένο και κανείς δεν τις ρωτάει
τίποτα
που τα μπούτια τους είναι παχουλά
και δεν ξέρουν αν χαίρονται ή αν πρέπει να ντραπούν

που τα κάνουν όλα αυτά μαζί
κι άλλοτε λίγα λίγα
κι άλλοτε πάλι τίποτα, ποτέ
γιατί γι’ αυτό μ’ αρέσουν οι γυναίκες
δε χωράνε σε κουτάκια
δε χωράνε σε στίχους
δε χωράνε σε κανένα ποίημα ταξινόμησης

Κάθε υποκείμενο φέρει το δικό του βαρύ συναισθηματικό φορτίο βιωμάτων, το οποίο αποτελεί ένα προσωπικό και ευαίσθητο πεδίο, την ίδια στιγμή που μπορεί να αποτελέσει αφετηρία συλλογικών αναζητήσεων και διεκδικήσεων. Παρά τη σημασία των προσωπικών μας βιωμάτων καθ’ εαυτών, παραμένουμε μέρος ενός μεγαλύτερου όλου που συγκροτείται τόσο από σχέσεις καταπίεσης και εκμετάλλευσης όσο και από σχέσεις ισότητας, αλληλεγγύης και ελευθερίας. Και όσο μιλάμε και γράφουμε για τα ατομικά μας βιώματα, για τα προσωπικά μας τραύματα, χωρίς φόβο, με παρρησία, καταφέρουμε πλήγματα στη δομική καταπίεση και ανισότητα, στις πατριαρχικές και ετεροκανονικές εξουσιαστικές σχέσεις και συντελούμε έτσι στην αναμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων με βάση την φροντίδα, την αλληλεγγύη, την ισότητα και την ελευθερία.
Η συντροφικότητα αναφέρεται σε επίμονες ανοχές και αποκαρδιωτικές ρήξεις, αναμοχλεύει απογοητεύσεις και ματαιώσεις, την ίδια στιγμή που έρχεται να αντιπαλέψει την απελπισία, τον φόβο, τη ματαίωση, δημιουργώντας συναισθήματα οικειότητας και αλληλεγγύης. Και έτσι δημιουργείται μια άλλη γεωγραφία, μια τοπογραφία ασφάλειας, χώρων όπου η πόλη δημιουργείται και επαναδημιουργείται συνεχώς, καθώς μεταλλάσσεται και αποκτά πολυδιάστατες ταυτότητες μέσα από τη ζωή των έμφυλων υποκειμένων. Πρόκειται για μια ποίηση που γίνεται κατανοητή ως επιτέλεση οικειότητας, δημιουργώντας χωροχρόνους ανοιχτότητας, κοινών βιωμάτων και συναισθημάτων, οι οποίοι στο πλαίσιο μιας ενδυναμωτικής και επουλωτικής συλλογικότητας, διεκδικούν τις συνθήκες εκείνες όπου η συμμόρφωση δεν θα αποτελεί προαπαιτούμενο κανενός δικαιώματος, οι ζωές θα αξίζουν χωρίς να ιεραρχούνται και τα ατομικά τραύματα δε θα αποτελούν ατομική ευθύνη αλλά αρχή συλλογικής αντίστασης. Και αυτή ακριβώς είναι η ποίηση της Ιωάννας Λιούτσια.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΡΙΤΣΑΣ

www.bookpress.gr 14/08/2025

Ζούμε μέσα σε μια συνεχή πίεση για αστικοποίηση. Μια πίεση για να μεταβούμε σ’ ένα καθεστώς περιορισμένης διαμονής στα «κέντρα των εξελίξεων», όπως συνηθίζεται να ονομάζονται τα μεγάλα αστικά κέντρα. Έτσι, σ’ ανύποπτο χρόνο μεταβαίνουμε σε δρόμους που δεν γνωρίζουμε και σε διαμερίσματα που μας θυμίζουν απλά το πόση προσπάθεια χρειάζεται ακόμη για να κερδίσουμε έστω μια ακόμη σπιθαμή χώρου, σ’ ένα περιβάλλον που κάθε άλλο παρά εύκολο είναι να προσαρμοστούμε, μη έχοντας γεννηθεί καν σ’ αυτό.

Αυτή η συνεχής αγωνία, η αγωνία των πόλεων, αποκτάει φωνή στη νέα ποιητική της Ιωάννας Λιούτσια με τίτλο, Αστική αγωνία (εκδ. Θράκα, Λάρισα 2025). Μέσα στις σελίδες της παρούσας συλλογής, και στα ελευθερόστιχα ποιήματά της, όλα τα όνειρα, όλες οι προσδοκίες αλλά κι όλες οι πιέσεις και οι στερήσεις αποκτούν φωνή, μια φωνή νεανική που βράζει μέσα στα στενά της μεγαλούπολης των Αθηνών αλλά και σ’ άλλα ελλαδικά αστικά κέντρα.

Πιο συγκεκριμένα, ήδη από το πρώτο ποίημα της συλλογής, «Δέντρα στις πέτρες», περιγράφεται, με τον αρκετά μοντέρνο τρόπο της ποιήτριας, όλη αυτή την απόγνωση και το κυνήγι των ονείρων σ’ αντίξοες συνθήκες. Μέσα στις οποίες όλοι κάνουν «τσιμουδιά» για το μέλλον που έρχεται. Ούτως ή άλλως, στο τέλος της ημέρας μένει η αβέβαιη αλήθεια της πραγματικότητας στο τραπέζι για να ταΐσει τις συνειδήσεις («Οι μέρες μας»).

Η ενηλικίωση, εξάλλου, είναι η μόνη επιλογή αυτής της μιας αλήθειας, ακόμη και αν μας πονάει η άδοξη επιλογή της («Ενηλικίωση») κι η πραγματικότητα η μόνη διαθέσιμη βύθιση στα ενδότερα σημεία του εαυτού μας. Ενός εαυτού που μένει ακλόνητος κάθε πρωί και μας περιμένει με τα μάτια ανοιχτά, δίπλα από το μαξιλάρι με το ξυπνητήρι συντροφιά.

Παρά ταύτα, η τρυφερότητα των άλλων προσώπων συνοδεύει πολλές φορές αυτή τη μοναξιά, αφού δεν μπορεί να την υπερκαλύψει, δομώντας έτσι ένα χώρο ασφάλειας. Έναν χώρο ασφάλειας που γεννά ελπίδες.

Μια ποιητική συλλογή, που αναδεικνύει με τον δικό της τρόπο την όλη πορεία της εσωτερικής μετανάστευσης προς τις πόλεις. Με τα όνειρα και τις δυσκολίες τους ως μόνο οδοδείκτη.

Η ΚΥΡΙΑ ΡΗΓΑ

Η κυρία Ρήγα πάντα με χαιρετάει
μου πιάνει την κουβέντα στην εξώπορτα
λέει πως περιμένει κάποιο γράμμα
—αν γράφει τ’ όνομά της να το ξεχωρίσω.

Η κυρία Ρήγα πάντα φοράει
ένα πράσινο πουκάμισο ριχτό
γαλάζιο παντελόνι και παντόφλες
—τα μάτια της με απλωμένη μπλε σκιά απ’ το πρωί.

Η κυρία Ρήγα με πετυχαίνει πάντοτε στις σκάλες
κάθεται στο υπόγειο κι εγώ στον πρώτο
κάθε φορά ρωτά ποια είμαι
—αυτή που βιάζεται / εκείνη στέκει.

Η κυρία Ρήγα κάνει πάντοτε θόρυβο όταν ξυπνάει
είναι αυτή που θέλεις ν’ αποφύγεις
που περιμένεις να περάσει για να βγεις απ’ τ’ ασανσέρ
που περιμένεις να κατέβει για να μπεις στην πολυκατοικία
η κυρία Ρήγα είναι πάντοτε αυτό που θέλεις ν’ αποφύγεις:
η υπενθύμιση της μοναξιάς που περιμένεις.

ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΟΥ

www.oanagnostis.gr 11/12/2025

Σχεδόν ως συνέχεια της προηγούμενης συλλογής αλλά με την εμπειρία της, η Αστική αγωνία πραγματεύεται ό,τι ο τίτλος δηλώνει ρητά: την αγωνία ενός ποιητικού υποκειμένου από τη νεότερη ηλικιακά βιολογική γενιά όπου το βίωμα της αστικής -αθηναϊκής- ζωής σταδιακά γίνεται αντιληπτό ως διαλυτική, πιεστική συνθήκη που δείχνει προς ένα δυσοίωνο μέλλον όπου καταρρέουν οι προσδοκίες. Το παρόν απορροφά τη νεανική ικμάδα με την εργασιακή επισφάλεια (οι λέξεις δουλειά-δουλεύω και συναφείς επανέρχονται στα ποιήματα). Η ματαίωση, η εξουθένωση, η κόπωση (βλ. «Ξυπνητήρια») διαμορφώνονται σε βασική προοπτική της ενηλικίωσης (βλ. «Ενηλικίωση»). Παράλληλες θεματικές η απομάκρυνση από την αγαπημένη πόλη και η προσαρμογή στην Αθήνα, η έμφυλη βία. Ξεχωρίζει το εκτεταμένο Η πραγματικότητα αποδίδεται χωρίς ακραία ρεαλιστικό λεξιλόγιο, σε τόνο απογοήτευσης αλλά όχι παραίτησης καθώς διακρίνεται στα ποιήματα η αντιστάθμιση των αρνητικών βιωμάτων με θετικά: μη αστικές μνήμες αλλά κυρίως οι παρηγορητικές κοινότητες φίλων και ο έρωτας. Εδώ εγγράφονται τα πλέον λυρικά ποιήματα που λειτουργούν ως αντίσταση στην αστική, και γενικότερη, δυστοπία. Ενώ η Λιούτσια δεν πρωτοτυπεί μορφικά κατορθώνει να αναδείξει το τι η σύγχρονη ποίηση επιδιώκει να αναδείξει ως άξιο λόγου, ορατότητας και προβληματισμού.

.

ΑΝΟΙΧΤΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ ΚΑΙ ΔΑΓΚΩΜΕΝΑ ΣΥΜΦΩΝΑ

ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ

Η Αυγή         11/12/2022

Με ποιητική ποικιλία

Η Ιωάννα Λιούτσια (γένν. 1992) είναι ήδη γνωστή στους λογοτεχνικούς κύκλους, καθώς το ποιητικό της ντεμπούτο έγινε το 2014, με τη συλλογή Συνομιλίες σε Μη+ (Αrs Poetica). Έκτοτε, κάθε δύο χρόνια περίπου, εκδίδει μία νέα ποιητική συλλογή: το 2016, τις Αρρυθμίες (ιδιωτική έκδοση), το 2018, τη Σιωπή σε δύο χώρους (Οροπέδιο), και με μια αγρανάπαυση τεσσάρων ετών, το τελευταίο της βιβλίο Ανοιχτά φωνήεντα και δαγκωμένα σύμφωνα (Θράκα), που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες. Η γραφή της, ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνο στον χώρο της ποίησης, αλλά επεκτείνεται και σε άλλα πνευματικά πεδία: γράφει και διασκευάζει κείμενα που προορίζονται για τη θεατρική σκηνή ή για παραστασιακή επιτέλεση (performance) –ορισμένα μάλιστα έχουν αποσπάσει και διακρίσεις, όπως το κείμενο Τη Μοναξιά και τους Ανθρώπους να Φοβάσαι– εκδίδει επίσης έργα εκπαιδευτικού χαρακτήρα, όπως το 12 σκετς για 19 Παγκόσμιες Ημέρες (Σοφία, 2021), μεταφράζει μεγάλους ξένους συγγραφείς, όπως πρόσφατα τη Νόρμα του Ίψεν (Δωδώνη, 2020), και αρθρογραφεί, τέλος, τακτικά γύρω από τη λογοτεχνία, το θέατρο και το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Όλα τα παραπάνω φυσικά, βρίσκονται σε άμεση σχέση με το υπόβαθρο των σπουδών της και τις επαγγελματικές της κατευθύνσεις: έχει αποφοιτήσει από δύο τμήματα του ΑΠΘ, της Ιστορίας-Αρχαιολογίας και του Θεάτρου, και από μία δραματική σχολή· ασχολείται, σήμερα, σε επίπεδο διδακτορικής έρευνας, με την αισθητική και κοινωνικοπολιτική ταυτότητα της βαλκανικής περφόρμανς, ενώ παράλληλα εργάζεται ως ηθοποιός, σκηνόθετιδα και θεατροπαιδαγωγός. Η προσωπική μου γνωριμία βέβαια με την Ιωάννα, δεν έγινε μέσα σε κάποιο θέατρο ή στη διάρκεια κάποιας βιβλιοπαρουσίασης, όπως ενδεχομένως θα ανέμενε κανείς. Καθώς υπήρξε μία από τις πρωτεργάτριες της «Πρωτοβουλίας κατοίκων για την περιοχή της Αλυσίδας», η πρώτη μου επαφή μαζί της υπήρξε στο πλαίσιο του πολύμηνου αγώνα που δόθηκε και εντέλει κερδήθηκε, προκειμένου να μην αναγερθεί μία ακόμα πολυκατοικία στην περιοχή Χαριλάου, αλλά ένα νηπιαγωγείο. Ήθελα να τονίσω το τελευταίο αυτό στοιχείο, γιατί υπάρχει ακόμα η τάση να θεωρείται πως η δουλειά του καλλιτέχνη ή του λογοτέχνη (ιδίως του ποιητή) είναι ασύμβατη με την ενασχόληση με τα κοινά και τους κοινωνικούς αγώνες ευρύτερα· μία αντίληψη βέβαια που υποβιβάζει τη δημιουργική εργασία σε μία ομφαλοσκοπική και ναρκισσιστική ασχολία, με περιορισμένη απήχηση.

Η Λιούτσια σίγουρα δεν βλέπει την ποίηση ως έναν χρυσελεφάντινο πύργο, αποκομμένο από την κοινωνία, αλλά ούτε και γράφει επαναστατικές μπροσούρες. Η κοινωνική κριτική ή το πολιτικό σχόλιο, παρότι δεν αποτελούν κυρίαρχη όψη της ποίησής της, δεν θα λέγαμε ότι απουσιάζουν εντελώς. Στην κατεύθυνση του κοινωνικού προβληματισμού, λ.χ., κινείται το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής της, με τίτλο «Καμιά ελπίδα», όπου αποτυπώνεται η υποκρισία των δημόσιων κοινωνικών σχέσεων, αλλά και η δύσκολη και αντιφατική πραγματικότητα του άσημου –συνήθως άνεργου ή επισφαλώς εργαζομένου– καλλιτέχνη (σ. 7):

(…)

Στα θέατρα, στα μέγαρα, στις εκδηλώσεις
αλληλοθαυμαζόμαστε, ματιάζουμε
μιλάμε για την Τέχνη
–παλεύουμε όλοι, καθένας με τον τρόπο του–
Χαριεντιζόμαστε, γυρνάμε πίσω.

Στο σπίτι βγάζεις τα παπούτσια που σε χτύπησαν,
χαϊδεύεις το μεγάλο δάχτυλο που βγαίνει
απ’ το σκισμένο σου καλσόν,

φοράς τη μια ζακέτα πάνω απ’ την άλλη να ζεσταθείς
χωρίς πετρέλαιο το χειμώνα
ξαπλώνεις με τα γάντια στο κρεβάτι
και προσπαθείς ν’ αλλάξεις τις σελίδες σ’ ένα δοκίμιο
περί αισθητικής.
Με τα γάντια.

Καμιά ελπίδα.

Αλλού πάλι εικονογραφείται η γεμάτη αντινομίες όψη των μεγαλουπόλεων, η οποία προκύπτει από τις κοινωνικές τους ανισότητες: από τη μία, οι πένητες και ανέστιοι που πλανώνται στην πόλη, από την άλλη, οι πολυτελείς βιτρίνες, τα κατ’ εξοχήν σύμβολα της καπιταλιστικής και καταναλωτικής κοινωνίας («Η πόλη τη νύχτα», σ. 29):

κουβέρτες
κι άλλες κουβέρτες
σωρός κουβέρτες
μόνο κουβέρτες

(…)

ένας δρόμος στρωμένος κουβέρτες

κάτω πάνω γύρω από τον άνθρωπο
κουβέρτες

(…)

– πίσω του όμως στο γωνιακό πολυκατάστημα
κούκλες, κουκλάκια και τα ζωάκια τους
κοιμούνται στα κρεβατάκια τους
μακάρια.

Σε άλλα ποιήματα, τέλος, το δημόσιο/συλλογικό συμπλέκεται με το προσωπικό, η πολιτική νύξη με την εσωτερική, συναισθηματική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου. Ενδεικτικό είναι το ποίημα «Διαδρομές» (σ. 37).

Για τίποτα δε λυπάμαι

ούτε για τις λέξεις που δεν σημαίνουν τίποτα
ούτε για το κενό ανάμεσά μας
ούτε για τις μετά βίας διαδρομές
ανάμεσα από τραμπούκους μακεδονομάχους
ούτε καν γι’ αυτήν την πόλη που κάθε χρόνο
μας (εχ)θρέφεται δε νιώθω λύπη.

Το μόνο που κάπως με στεναχωρεί
και με στενεύει μες στο σώμα
είναι που όταν γυρνώ το βράδυ σπίτι

δεν είναι κανείς εκεί ν’ αγαπηθούμε.

Η θεματική που δεσπόζει, εντούτοις, σε αυτή τη συλλογή, όπως και στις προηγούμενες, είναι οι ερωτικές σχέσεις. Ο έρωτας, σε όλες του τις εκφάνσεις, μονόπλευρος ή αμοιβαίος, ανεκπλήρωτος ή πραγματωμένος, και με όλες του τις συναισθηματικές επενέργειες (χαρά, επιθυμία, αγωνία, ματαίωση, θλίψη, απόγνωση κ.λπ.) πρωταγωνιστεί σε πολλά από τα ποιήματα της συλλογής (βλ. λ.χ. «Δεσμός, σ. 9, «Στενό πέρασμα», σ. 15 κ.ά.). Μία νέα διάσταση, από την άλλη, προσδίδουν τα ποιήματα που θα λέγαμε «αυτοαναφορικά», ποιήματα στα οποία επιχειρεί γενικότερα να προσδιορίσει τι είναι και τι κάνει η ποίηση, είτε από την οπτική της ποιήτριας είτε από την οπτική του δέκτη. Από τι αφορμάται ο/η δημιουργός, τι πυροδοτεί τη γέννηση ενός ποιήματος; Ποιος ο ρόλος της ποίησης στη ζωή μας; Έτσι, βλέπουμε την ποιητική τέχνη να προβάλλεται, ανάμεσα σε άλλα, ως ένας τρόπος διαχείρισης των κάθε είδους ματαιώσεων: «Βλέπεις η ποίηση / Αντίθετα από την ιστορία / Γράφεται από τους ηττημένους» (σ. 12), θα γράψει. Αλλού πάλι εμφανίζεται να τροφοδοτείται από τα βιώματα του πόνου, καθώς: «Οι ποιητές δεν αγαπούν το Πάσχα / αγαπούν τον Γολγοθά» (σ. 22). Η ποίηση όμως εμπνέεται και από θετικά συναισθήματα, λ.χ. από την εσωτερική πληρότητα που προσφέρει ο αμοιβαίος έρωτας: «ποίηση είναι να μ’ αγαπάς και να μου το λες, ποίηση είναι να μ’ αγαπάς και να σ’ αγαπώ κι εγώ» (σ. 44). Σε ένα άλλο ποίημα, η αναγνωστική εμπειρία της ποίησης προσομοιάζεται με μία διαδικασία θεραπευτική: «Ανέλαβα την αγωγή εγώ προσωπικά. / (…) του διάβασα Dickinson, Καβάφη, Dylan Thomas Τόμας, / του έστειλα Cummings, και λίγο Rilke, λίγο Ελύτη,/ του διάβασα και δυo δικά μου» (σ. 24). Η ποίηση, τέλος, εξυμνείται ως καταφύγιο και σανίδα σωτηρίας από την πεζότητα της καθημερινής ζωής: «Τα ποιήματα είναι αστερισμοί σε χάρτη ναυσιπλοΐας / (…) οι σημαδούρες της μαύρης θάλασσας που μας σκεπάζει» (σ. 17).

Ένα άλλο στοιχείο που ξεχωρίζει κανείς σε αυτή τη συλλογή είναι η προσπάθεια της ποιήτριας να συνομιλήσει με την ελληνική λογοτεχνική παράδοση, αφομοιώνοντας και αξιοποιώντας δημιουργικά το έργο των μεγάλων «κλασικών» της λογοτεχνίας μας. Το επιχειρεί και ως δραματουργός, όταν λ.χ. δραματοποιεί διηγήματα του Παπαδιαμάντη (βλ. παράσταση «Αγρυπνία»), αλλά και ως ποιήτρια όταν αφορμάται από στίχους άλλων ποιητών, για να τους «επικαιροποιήσει» και να τους μεταφέρει στη σύγχρονή της πραγματικότητα, αναπτύσσοντας πάνω σε αυτούς τον δικό της ποιητικό λόγο. Το πιο χαρακτηριστικό ποίημα είναι το «Ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα» (σ. 27), το οποίο ανοίγει και κλείνει κυκλικά με έναν στίχο του Σεφέρη από το ποίημα «Ο βασιλιάς της Ασίνης», στην αρχή αυτούσιο και στο τέλος παραλλαγμένο

Με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη
λέει ο ποιητής
Και μέσα μου καθαρίζουν αιώνες αποκόμματα.
Πού έφτασε ο άνθρωπος
να κόβεται η καρδιά του
όταν ραγίζει μια οθόνη.
Πώς ξεμπερδεύει με λυκοφιλίες
με τη βοήθεια τηλεφώνων που χαλάνε.
Πώς πια δεν έχει χέρι στην επιλογή του
κι επιλογή στο χέρι του.
Η μόνη μνήμη που θυμάται είναι η RΑΜ του κινητού του.
Διαγραφή – Κάδος – Επαναφορά
Είσαστε σίγουροι πως θέλετε
Διαγραφή – Κάδος – Επαναφορά
Ο χρήστης που ίσως γνωρίζετε είναι στο…

(…)

Με τα σύγχρονα μνημεία και την αρχαία θλίψη
λέμε εμείς

Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως η τελευταία ποιητική συλλογή της Λιούτσια φανερώνει μία διευρυμένη αντίληψη των πραγμάτων και μία ωριμότερη γραφή σε επίπεδο σκέψης και ύφους. Τα ποιήματα που συμπεριέλαβε προσδίδουν μία ενδιαφέρουσα ποικιλία, άλλα στοχαστικά, άλλα πιο λυρικά, άλλα κοινωνικοκριτικά – στο σύνολό τους όμως ιδιαίτερα δουλεμένα από μορφολογική άποψη. Η εικονοποιία, η ρυθμικότητα, η ανοικειωτική γλώσσα, οι ευρηματικές γλωσσοπλασίες, οι πρωτότυπες και εύστοχες μεταφορές είναι μερικές από τις αρετές της συλλογής, οι οποίες προοιωνίζονται ακόμα μεγαλύτερα ποιητικά επιτεύγματα στο μέλλον.

.

ΤΩΝΙΑ ΤΖΙΡΙΤΑ – ΖΑΧΑΡΑΤΟΥ

Περιοδικό Χάρτης – Αρ. Τεύχους: 55 Ιούλιος 2023

Ασκήσεις φθόγγων εκεί που η γραφή συναντά την επιθυμία

Στα ανοι­χτά φω­νή­ε­ντα η πρώ­τη έγνοια αφο­ρά τους ήχους που πα­ρά­γουν οι δο­νή­σεις του αέ­ρα στο εσω­τε­ρι­κό ενός σώ­μα­τος. Στα δα­γκω­μέ­να σύμ­φω­να αφο­ρά εξί­σου τις άη­χες παύ­σεις που χα­ράσ­σουν τα όρια των ήχων. Οι φθόγ­γοι, όταν μέ­νουν ανοι­χτοί, μας το­πο­θε­τούν εξαρ­χής σε μια ποί­η­ση χα­σμω­δί­ας· στο ξε­χεί­λι­σμα της από­λαυ­σης. Τα Ανοι­χτά φω­νή­ε­ντα και δα­γκω­μέ­να σύμ­φω­να της Ιω­άν­νας Λιού­τσια εί­ναι ένα βι­βλίο που ξέ­ρει κα­λά πώς να αφή­νε­ται σ’ αυ­τούς τους παλ­μούς. Αλ­λά η επι­θυ­μία για ανα­πνοή εί­ναι αδια­χώ­ρι­στη από το στό­μα που κλεί­νει: το σύμ­φω­νο κρο­τα­λί­ζει τις οδο­ντο­στοι­χί­ες του και τις μπή­γει στη σάρ­κα του φω­νή­ε­ντος ση­μα­το­δο­τώ­ντας την αρ­χή και το τέ­λος του. Το ελ­λη­νι­κό αλ­φά­βη­το ήταν το πρώ­το που συ­μπε­ριέ­λα­βε φω­νή­ε­ντα, κι ίσως με αυ­τόν τον τρό­πο να διεκ­δί­κη­σε για τη γρα­φή έναν με­γα­λύ­τε­ρο βαθ­μό αι­σθη­σια­κής υλι­κό­τη­τας. Η Αν Κάρ­σον ανα­φέ­ρε­ται στη χρο­νο­λο­γι­κή σύμ­πτω­ση ανά­με­σα στη με­τά­βα­ση σ’ έναν εγ­γράμ­μα­το πο­λι­τι­σμό και την εμ­φά­νι­ση της λυ­ρι­κής ποί­η­σης, δη­λα­δή ανά­με­σα στην ιδιο­συ­στα­σία του ελ­λη­νι­κού αλ­φα­βή­του και τη φύ­ση του έρω­τα. Σχε­τι­κά με τη συμ­βο­λι­κή λει­τουρ­γία του γρα­πτού συμ­φώ­νου ση­μειώ­νει η ποι­ή­τρια: «Όπως ο έρω­τας επι­κε­ντρώ­νε­ται στα όρια των αν­θρώ­πων και στα με­σο­δια­στή­μα­τα που τους χω­ρί­ζουν, έτσι και το γρα­πτό σύμ­φω­νο επι­βάλ­λει όρια στους ήχους της αν­θρώ­πι­νης ομι­λί­ας κι επι­μέ­νει ότι το όριο εί­ναι πραγ­μα­τι­κό, μο­λο­νό­τι, η απαρ­χή του βρί­σκε­ται στη φα­ντα­σία που δια­βά­ζει και γρά­φει».[1]
Κομ­μά­τι της γρα­φής το ερω­τι­κό στοι­χείο κρύ­βει και φα­νε­ρώ­νει κα­τά τρό­πο ανά­λο­γο με τα τε­χνά­σμα­τα της φα­ντα­σί­ας που δη­μιουρ­γούν στιγ­μές προ­σέγ­γι­σης κι απώ­θη­σης. Σ’ έναν τέ­τοιο εν­διά­με­σο χώ­ρο ανα­πτύσ­σε­ται από την αρ­χαιό­τη­τα το παι­χνί­δι της επι­θυ­μί­ας και της γρα­φής. Η σύγ­χρο­νη ποι­ή­τρια μοιά­ζει να γνω­ρί­ζει κα­λά τη φυ­σιο­λο­γία του. Στο ποί­η­μα «Οι ποι­η­τές πε­θαί­νουν κά­θε μέ­ρα» συν­δέ­ει ρη­τά σε μια σχέ­ση συ­νε­νο­χής την ποι­η­τι­κή γρα­φή με την πο­λε­μι­κή του έρω­τος. Στο αμέ­σως επό­με­νο ποί­η­μα, «Οι ποι­η­τές δεν αγα­πούν το Πά­σχα», πε­ρι­γρά­φει την ιδιά­ζου­σα θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα στην οποία πε­ριέρ­χε­ται το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο λό­γω της έλ­ξης του προς τον Γολ­γο­θά. Κι έτσι, αντί για ανα­στά­σι­μα τρα­γού­δια, ένα τε­λε­τουρ­γι­κό έρω­τα και χα­μού τη βρί­σκει στο κρε­βά­τι να χαϊ­δεύ­ε­ται και να γλεί­φει το αί­μα από τις πλη­γές. Η ερω­τι­κή επι­θυ­μία σφρα­γί­ζει το σώ­μα, το αυ­λα­κώ­νει, όπως το μο­λύ­βι χα­ράσ­σει μια λευ­κή σε­λί­δα (Ο έρω­τας)· γρά­φει και γρά­φε­ται κα­τά τρό­πο σισ­σύ­φειο· υστε­ρο­γρα­φεί (Μέ­ρες που ανα­τρι­χιά­ζει η θά­λασ­σα). «Εί­μαι ένα πλά­σμα της επι­θυ­μί­ας, συ­νε­πώς ένα πλά­σμα των λέ­ξε­ων»[2] γρά­φει η Νι­κόλ Μπρο­σάρ. Εδώ και με­ρι­κές δε­κα­ε­τί­ες σκε­φτό­μα­στε πως κα­μιά φο­ρά η ιστο­ρία της γρα­φής μπο­ρεί να εξε­λίσ­σε­ται κι έτσι: Η μή­τρα αι­μορ­ρα­γεί. Μια ορ­χι­δέα κόκ­κι­νη μπο­ρεί να γί­νει κό­μπος στον λαι­μό, όταν η σε­ξουα­λι­κό­τη­τα απο­συν­δέ­ε­ται από την ανα­πα­ρα­γω­γή (Θη­λυ­κό). Ένα πρό­σω­πο ση­μα­δε­μέ­νο από την ακ­μή βιώ­νει πολ­λα­πλές με­τα­μορ­φώ­σεις. Στην επι­φά­νεια του δέρ­μα­τος ξε­πη­δούν δια­δο­χι­κά μια πα­τά­τα, ένα φεγ­γά­ρι κι ένας ύφα­λος για να ψη­λα­φί­σου­με τις ανε­ξε­ρεύ­νη­τες εσο­χές της σάρ­κας, στις οποί­ες κυ­ριαρ­χεί το σκο­τά­δι (Ακ­μή). «Εμείς οι ώρι­μες πριν την ώρας μας, εμείς οι κα­τα­πιε­σμέ­νες από τον πο­λι­τι­σμό, τα ωραία στό­μα­τά μας φι­μω­μέ­να με γύ­ρη, οι ανά­σες μας κομ­μέ­νες, εμείς οι λα­βύ­ριν­θοι, οι σκά­λες, οι πο­δο­πα­τη­μέ­νες εκτά­σεις, τα σμή­νη–εί­μα­στε “μαύ­ρες” και εί­μα­στε όμορ­φες»[3] θυ­μί­ζω το μα­νι­φέ­στο της Ελέν Σι­ξού.
Η σύγ­χρο­νη ποι­ή­τρια των φω­νηέ­ντων και των συμ­φώ­νων αφή­νε­ται να πα­ρα­συρ­θεί από τη σα­γή­νη των αντι­στρο­φών και των πα­ρ’ ολί­γον συμ­πτώ­σε­ων. Στο ποί­η­μα «Γε­νά­ρης» ένας γλά­ρος ψά­χνει τρο­φή σε μια χιο­νι­σμέ­νη πο­λι­τεία. Αντι­στρο­φή: Μια χιο­νι­σμέ­νη πο­λι­τεία πε­ρι­μέ­νει έναν γλά­ρο να φά­ει τα ψί­χου­λά της. Οι δύο ει­κό­νες μπο­ρούν να πα­ρα­μεί­νουν δια­χω­ρι­σμέ­νες με τον τρό­πο που εί­ναι δια­χω­ρι­σμέ­νες οι δυο όψεις της ίδιας κάρ­τας –στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση της κάρ­τας της μο­να­ξιάς. Ωστό­σο, αν παί­ζα­με εκεί­νο το παι­χνί­δι στο οποίο στρι­φο­γυρ­νάς με τα­χύ­τη­τα την κάρ­τα, θα βλέ­πα­με τη μία ει­κό­να να μπαί­νει στο εσω­τε­ρι­κό της άλ­λης. Ο γλά­ρος ως οπτι­κή ψευ­δαί­σθη­ση ή ως φά­ντα­σμα στοι­χειώ­νει τη χιο­νι­σμέ­νη πο­λι­τεία. Να ένας άλ­λος τρό­πος σύν­δε­σης.

Σ’ αυ­τές τις σε­λί­δες διαρ­κώς κά­τι πε­τά­ει. Ας μην απο­στρέ­ψου­με το βλέμ­μα. Ίσως μας βοη­θή­σει να κα­τα­λά­βου­με αν ο βα­σι­λιάς της Ασί­νης που ακό­μα γυ­ρεύ­ου­με στο ποί­η­μα «Ένα κε­νό κά­τω απ’ την προ­σω­πί­δα» εί­ναι η νυ­χτε­ρί­δα η οποία ξε­πε­τά­γε­ται από το βά­θος της σπη­λιάς στο τέ­λος του σε­φε­ρι­κού ποι­ή­μα­τος. Δεν εί­ναι λί­γα τα ποι­ή­μα­τα στα οποία ο Σε­φέ­ρης βρί­σκε­ται μπλεγ­μέ­νος στα παι­χνί­δια της ποι­ή­τριας, και κα­θώς από την αρ­χή ξε­κα­θα­ρί­σα­με πως μας απα­σχο­λούν τα όρια που ενώ­νουν και χω­ρί­ζουν, κα­λού­μα­στε να εξε­τά­σου­με εδώ τα όρια του μο­ντερ­νι­σμού. Τα ονό­μα­τα έχουν αλ­λά­ξει, όπως δια­πι­στώ­νει το ποί­η­μα «Πώς τα αστέ­ρια με ξε­γέ­λα­σαν». Αν δεν μας λέ­νε πια «Γιώρ­γο και Μα­ρώ Σε­φέ­ρη», «Νό­ρα και Τζέ­ημς Τζόις», πό­σα και ποια από τα λό­για τους θα δα­νει­στεί η σκέ­ψη μας; Ποιες λέ­ξεις θα επι­νο­ή­σει η γλώσ­σα, όταν η ποι­ή­τρια απο­φα­σί­σει να μι­λή­σει; Στο πρώ­το ποί­η­μα της συλ­λο­γής, «Κα­μία ελ­πί­δα», η συλ­λο­γι­κό­τη­τα των σε­φε­ρι­κών θε­α­τρί­νων έχει ήδη με­τα­τρα­πεί σε μια συ­ναρ­μο­γή σω­μά­των που ντύ­νο­νται και γδύ­νο­νται με κό­πο. Δεν υπάρ­χει κα­μία ελ­πί­δα όταν το θέ­α­μα γί­νε­ται το ίδιο το σώ­μα στην προ­σπά­θειά του να φτά­σει στο θέ­α­τρο που πα­ρα­μέ­νει απρό­σι­το. Άρα­γε πό­σα σώ­μα­τα συ­στε­γα­ζό­μα­στε κά­τω απ’ αυ­τήν την εμπει­ρία; Υπο­ψιά­ζο­μαι μια συ­ναρ­μο­γή που κα­τα­σκευά­ζε­ται από φθη­νή δερ­μα­τί­νη, μάλ­λι­να γά­ντια και μια επι­θυ­μία για αι­σθη­τι­κή η οποία προ­σκρού­ει στους υλι­κούς φραγ­μούς της πο­λι­τι­κής.

Ποιες μορ­φές παίρ­νει η θλί­ψη όταν με­τα­φέ­ρε­ται από τα αρ­χαία ερεί­πια στα θραύ­σμα­τα της με­τα­νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας; Ο αδύ­να­τος νό­στος του Οδυσ­σέα και των συ­ντρό­φων–τό­σο ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι της μο­ντερ­νι­στι­κής ποι­η­τι­κής– υπο­χω­ρεί, κα­θώς στο προ­σκή­νιο ει­σέρ­χε­ται το ερ­γα­στή­ριο επι­θυ­μί­ας της Πη­νε­λό­πης. Υφα­ντό, επι­θυ­μία, κεί­με­νο δια­πλέ­κο­νται στον αρ­γα­λειό. Το ερ­γα­στή­ριο επι­θυ­μί­ας της Πη­νε­λό­πης· ένα ερ­γα­στή­ρι γρα­φής. «Δεν ύφαι­να, δεν έπλε­κα /ένα γρα­φτό άρ­χι­ζα, κι έσβη­να/ κά­τω απ’ το βά­ρος της τέ­λειας λέ­ξης»[4] λέ­ει η Πη­νε­λό­πη της Κα­τε­ρί­νας Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ· «με το ατί­θα­σό σου σώ­μα έχεις κά­νει πράγ­μα­τα/ που δεν θα έπρε­πε να συ­ζη­τάς σε ποι­ή­μα­τα»[5] μο­νο­λο­γεί η Πη­νε­λό­πη της Louise Glück. Η Πη­νε­λό­πη εί­ναι πα­ρού­σα στην ποί­η­ση της Ιω­άν­νας Λιού­τσια ήδη από το προη­γού­με­νο βι­βλίο της (Η σιω­πή σε δύο χώ­ρους, 2018)·[6] σε κά­ποια ποι­ή­μα­τα κα­το­νο­μά­ζε­ται ρη­τά, ενώ σ’ άλ­λα βρί­σκου­με διά­χυ­τα τα ίχνη της. Πρό­κει­ται για τα ποι­ή­μα­τα όπου ο έρω­τας ορ­γα­νώ­νε­ται γύ­ρω από μια ακτι­νο­βό­λα απου­σία.
Στο ποί­η­μα «Η Πη­νε­λό­πη με τα πέ­τσι­να» ο Οδυσ­σέ­ας έχει πα­ρα­χω­ρή­σει τη θέ­ση του στον δια­δι­κτυα­κό καν-ένα, ο οποί­ος δεν έχει άλ­λη ύπαρ­ξη πέ­ρα από τις από­πει­ρες ανα­σύν­θε­σής του. Το χέ­ρι της Πη­νε­λό­πης ζου­μά­ρει και ξε­ζου­μά­ρει πά­νω στην οθό­νη, ανα­δια­τάσ­σει τα πί­ξελ, και τε­λι­κά γί­νε­ται αυ­τό που «θα σου κρα­τά­ει για πά­ντα την καρ­διά» κα­τα­λή­γει η ποι­ή­τρια. Δεν βρι­σκό­μα­στε τό­σο μα­κριά από τους στί­χους «κι εγώ με λέ­ξεις θα κό­βω/ τις κλω­στές που με δέ­νουν/ με τον συ­γκε­κρι­μέ­νο άντρα που νο­σταλ­γώ/ όσο να γί­νει σύμ­βο­λο νο­σταλ­γί­ας ο Οδυσ­σέ­ας».[7] Η Πη­νε­λό­πη μυ­θο­πλό­κα, όπως ο έρω­τας, υφαί­νει στα λό­για των ποι­η­τριών τον μύ­θο του Οδυσ­σέα.
Μια νυ­χτε­ρί­δα χτυ­πά­ει στο φως και πε­ρι­φέ­ρε­ται σ’ έναν χώ­ρο ο οποί­ος χαρ­το­γρα­φεί­ται από τις συ­νε­χείς από­πει­ρες του βι­βλί­ου να ορί­σει την ποί­η­ση. Για πα­ρά­δειγ­μα, ποί­η­ση εί­ναι «ένα ζευ­γά­ρι νυ­χτε­ρί­δες που κρώ­ζει/ πά­νω απ’ το κε­φά­λι μας το σού­ρου­πο/ ποί­η­ση εί­ναι να προ­σπα­θώ να κα­τα­λά­βω/ απ’ τις κι­νή­σεις σου αν μ’ αγα­πάς» (Αυ­γου­στιά­τι­κο). Κα­θώς η νυ­χτε­ρί­δα ανα­δι­πλα­σιά­ζε­ται σ’ ένα ζευ­γά­ρι που χτυ­πά­ει τα φτε­ρά του, επι­στρέ­φου­με ξα­νά στην επι­μο­νή του βι­βλί­ου να δια­πλέ­κει την ποί­η­ση με τον έρω­τα. Κά­τι πε­τά­ει διαρ­κώς σ’ αυ­τές τις σε­λί­δες. Σ’ ένα νό­θο δί­στι­χο από τον πλα­τω­νι­κό Φαί­δρο δια­βά­ζου­με πως Πτέ­ρω­τας εί­ναι το όνο­μα με το οποίο οι θε­οί απο­κα­λούν τον έρω­τα λό­γω της ανά­γκης του να βγά­ζει φτε­ρά. Το ση­μείο αυ­τό του κει­μέ­νου πα­ρα­μέ­νει αι­νιγ­μα­τι­κό. Η Αν Κάρ­σον συ­νο­ψί­ζει τα ερω­τή­μα­τα: «Τί­νος εί­ναι τα φτε­ρά και τί­νος η ανά­γκη; Έχει ο Έρω­τας φτε­ρά; Έχει ανά­γκη ο Έρω­τας φτε­ρά; Κά­νει ο Έρω­τας τους άλ­λους να έχουν ανά­γκη φτε­ρά; Έχει ανά­γκη ο Έρω­τας να κά­νει τους άλ­λους να έχουν φτε­ρά; Έχει ανά­γκη ο Έρω­τας να κά­νει τους άλ­λους να έχουν ανά­γκη να έχουν φτε­ρά;»[8] Κα­μία απά­ντη­ση δεν εί­ναι ορι­στι­κή ού­τε πλή­ρης. Ο έρω­τας δια­φεύ­γει πε­τώ­ντας.
Στο οπτι­κό πε­δίο της ποι­ή­τριας ει­σβάλ­λουν νε­κρά που­λιά κι άγρια πτη­νά: ση­μεία της επι­θυ­μί­ας, ση­μεία της δια­φο­ράς. Το σα­χτου­ρι­κό αί­τη­μα για ένα κομ­μά­τι ου­ρα­νό επα­νέρ­χε­ται στο ποί­η­μα «Μο­να­χή». Η δύ­σκο­λη κλη­ρο­νο­μιά του ελεγ­κτή-Σα­χτού­ρη εδώ εν­σαρ­κώ­νε­ται στη μορ­φή μια εκ­παι­δεύ­τριας που κα­λεί­ται να αντι­με­τω­πί­σει την ετε­ρό­τη­τα των που­λιών. Τα που­λιά ακο­νί­ζουν τα φτε­ρά τους στο σώ­μα της ποι­ή­τριας, τη γη­τεύ­ουν με το βλέμ­μα τους σε μια εκ­παί­δευ­ση στην οποία εί­ναι αβέ­βαιο ποια εκ­παι­δεύ­ει ποιο κι η οποία πο­τέ δεν κα­τα­λή­γει σε μια χει­ρο­νο­μία ιδιο­ποί­η­σης. «Τ’ αφή­νω να πε­τά­ξουν» κα­τα­λή­γει ανα­γνω­ρί­ζο­ντας τη μη ανα­γώ­γι­μη δια­φο­ρά τους. Πρό­κει­ται για ένα άφη­μα ανα­γκαίο ώστε να ωρι­μά­σουν οι καρ­ποί του αι­νίγ­μα­τος. Προ­κει­μέ­νου ο εαυ­τός να βγει από τον εαυ­τό και να επι­στρέ­ψει χρειά­ζε­ται την επα­φή με «το πράγ­μα που εν μέ­ρει μέ­νει νυ­χτε­ρι­νό και σιω­πη­λό. Το πλη­σί­ον απαι­τεί το αό­ρα­το, την εγκα­τά­λει­ψη της ονο­μα­σί­ας από τη λέ­ξη, το άφη­μα να γί­νε­ται ή να ξα­να­γί­νε­ται η ακε­ραιό­τη­τα του εαυ­τού»[9] με τους όρους της Λυς Ιρι­γκα­ραί. Με τους όρους της Ιω­άν­νας Λιού­τσια χρειά­ζε­ται μια ακα­τά­παυ­στη τα­λά­ντευ­ση ανά­με­σα στο κα­τά­μα­τα και στο κα­τά­χα­μα.
Κα­τά­χα­μα εί­ναι οι στιγ­μές στις οποί­ες η κα­τά­βα­ση από τον ου­ρα­νό στη γη πα­ρου­σιά­ζε­ται ως επώ­δυ­νη. Στο ποί­η­μα «ΚΤ­ΘΛΨ» τα κε­φα­λαία σύμ­φω­να έχουν κα­τα­πιεί τα φω­νή­ε­ντα και χά­σκουν ζο­φε­ρά. Υψώ­νο­νται σαν ψη­φία του ελ­λη­νι­κού συ­στή­μα­τος αρίθ­μη­σης που εδώ μοιά­ζει να ση­μα­το­δο­τούν μια ημε­ρο­μη­νία λή­ξης. Κι όμως, μέ­σω της ποί­η­σης η θλί­ψη της κα­τά­θλι­ψης στην καρ­διά της συλ­λο­γής απλώ­νε­ται ήδη προς το πα­ρα­μύ­θι. «Έχω ένα δέ­ντρο στην καρ­διά μου ακό­μα». Θυ­μά­μαι εκεί­νο το ηπει­ρώ­τι­κο πα­ρα­μύ­θι όπου ένα δέ­ντρο φυ­τρώ­νει στην καρ­διά του βα­σι­λιά. Μα­ζεύ­ο­νται άν­θρω­ποι και του αφη­γού­νται πα­ρα­μύ­θια (ή του γρά­φουν ποι­ή­μα­τα), κι έτσι τον κά­νουν να ξε­χνά τον πό­νο του. Όταν ακού­ει το πα­ρα­μύ­θι που επι­θυ­μεί, χρατς, ένα κλω­νά­ρι ξε­κου­μπί­ζε­ται από το δέ­ντρο στο στέρ­νο του βα­σι­λιά. Όταν ακού­ει το ποί­η­μα που επι­θυ­μεί, χρατς, το δέ­ντρο σω­ριά­ζε­ται κα­τα­γής. Τι άλ­λο εί­ναι η ποί­η­ση;

.

ΑΡΓΥΡΗΣ ΚΟΣΚΟΡΟΣ

Περιοδικό Νησίδες στο τεύχος 24.

Έχει επισημανθεί από πολλούς κριτικούς ότι η ποίηση των τελευταίων δεκαετιών στην Ελλάδα, ακολουθώντας τον ρου της
ελληνικής ιστορίας και την εξέλιξη της κοινωνίας, επικεντρώνεται περισσότερο στην υποκειμενική οπτική του ποιητή και λιγότερο σε
συλλογικά οράματα˙ ότι ακόμα και όταν υπάρχει κοινωνικός προβληματισμός, αυτός εκδηλώνεται περισσότερο ως μια προσωπική επανάσταση που ακολουθεί δικούς της κανόνες παρά ως ένταξη σε κάποια ομάδα δανείζοντας από αυτή ιδέες και εκφραστικά μέσα ή έστω ανοίγοντάς της δρόμους. Παράλληλα όμως, έστω και στο πλαίσιο αυτού του κατακερματισμού, εντοπίζονται και ίχνη μιας διαμορφωθείσας κατάστασης από κοινά χαρακτηριστικά, που συνιστούν κανόνα ή ρεύμα. Η ποιητική συλλογή «Ανοιχτά φωνήεντα και δαγκωμένα σύμφωνα» της Ιωάννας Λιούτσια
δείχνει να εντάσσεται σ’ αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Η Ιωάννα Λιούτσια λοιπόν διαθέτει και αυτή στην ποίησή της μια καθαρά προσωπική οπτική ακόμα και όταν χρησιμοποιεί το «εμείς». Η ποιητική, η χρησιμοποίηση δηλαδή της ίδιας της ποίησής
της ως θέμα για την ποίησή της, είναι ο πλέον αυτοαναφορικός, και κατά συνέπεια απόλυτα προσωπικός, τρόπος που η ίδια επιλέγει να εκφραστεί. Η δημιουργικότητα γενικά αποτελεί τον θεματικό πυρήνα και το συνεκτικό στοιχείο της συλλογής και διαπνέει, άμεσα ή έμμεσα, ολόκληρο το βιβλίο. Η ποιητική ως θέμα λογοτεχνικού έργου ίσως να φαίνεται στον μέσο αναγνώστη περιοριστική, ένα είδος «καπρίτσιου» σε μια προσπάθεια του ποιητή να προβάλει το «εγώ» του, υποκύπτοντας συχνά στην παγίδα του ναρκισσισμού και του αυτοεπαίνου. Και υπάρχουν πράγματι αλλού πολλά παραδείγματα που δικαιώνουν αυτήν την καχυποψία. Επειδή όμως η τέχνη συνίσταται κυρίως στην επεξεργασία και λιγότερο στην επιλογή ενός θέματος, αξίζει ν’ αναλυθεί η προσέγγιση που ακολούθησε στη συγκεκριμένη συλλογή η ποιήτρια, ανεξάρτητα από άλλες σύγχρονες ή παλαιότερες απόπειρες των ομοτέχνων της. Η αυτοαναφορική τέχνη, έκφανση της οποίας είναι και η ποιητική ως λογοτεχνία, μπορεί όντως να καταλήξει σε ένα αποστασιοποιημένο αποτέλεσμα, ή σε κάτι ευχάριστο μόνο αισθητικά όπως το ηλιοβασίλεμα, χωρίς δυνατότητες περαιτέρω νοηματοδότησης. Στην περίπτωση της Ιωάννας Λιούτσια όμως η τέχνη —εν προκειμένω η ποίηση— είναι κάτι βαθύτερο στον άνθρωπο από μια τεχνική που μαθαίνεται, όπως και κάτι
ευρύτερο στην κοινωνία από μια κάστα γραφιάδων: μέσα της βρίσκεται η ουσία του ανθρώπινου.
Ο άνθρωπος υπάρχει, ανακαλύπτει τον εαυτό του και εν τέλει λυτρώνεται μέσω της τέχνης. Το ίδιο το υλικό της ποίησης, η γλώσσα δηλαδή, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξης. Κατά την ποιήτρια, δεν αντιπροσωπεύει απλά ένα σύστημα επικοινωνίας, αλλά εμπεριέχει όλη μας τη ζωή, με προεξέχον στοιχείο αυτό του έρωτα. Μια προσεκτική ματιά στο σύνολο των
ποιημάτων του βιβλίου, κάλλιστα μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι λέξεις έρωτας (σε όλες του τις εκφάνσεις) και γλώσσα (ή ποίηση) εναλλάσσονται περίπου ως συνώνυμες. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ποιήματα ερωτικά που ξεδιπλώνονται ως γλωσσικά παιχνίδια, ή ασκήσεις ποίησης με λέξεις και φθόγγους σχεδόν σωματικούς, απευθυνόμενες σ’ έναν
αναγνώστη-εραστή. Όπως όμως και η έννοια της ποίησης διευρύνεται καταλαμβάνοντας τον χώρο του έρωτα, έτσι και η έννοια του έρωτα κατόπιν διευρύνεται καταλαμβάνοντας το βίωμα της ύπαρξης. Μέσα από τις στίχους της, η ποιήτρια προσπαθεί να παραμείνει ζωντανή. Η ανάγκη της αυτή για
επιβίωση είναι που την παρακινεί στη γραφή, καταλήγοντας να την εμποτίσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να ταυτιστεί μαζί της.
Τα προβλήματα που η ποιήτρια καλείται να ξεπεράσει μέσω της γραφής είναι σε πρώτη ανάγνωση ατομικά. Αδιαφορεί για τη συλλογική διαχρονικότητα, γράφοντας για το ατομικό εδώ και τώρα στο οποίο παρεμβαίνουν βέβαια αναμνήσεις, όμως σε χρόνο όχι αμιγώς παρελθοντικό αλλά, μιλώντας με όρους γραμματικής, παρακείμενο: ένα παρελθόν που άλλοτε στοιχειώνει και άλλοτε κοσμεί το παρόν της. Δεν κάνει καμία αναφορά σε κοινωνικές ζυμώσεις, πολιτικές θέσεις ή συλλογικές ταυτότητες, παρά εκκινεί τους
προβληματισμούς της πάντα από την προσωπική της σχέση με τον κόσμο. Τέλος, δεν εκφράζει καμία πίστη σε κάποιο είδος συλλογικής σωτηρίας (θρησκευτικής, εθνικής ή πολιτικής) παρά στρέφεται συνειδητά στα καταφύγια της γραφής και του έρωτα, τα οποία γνωρίζει καλά ότι μπορούν μέχρι ενός σημείου πάντα να τη λυτρώσουν.
Με μια πιο προσεκτική ανάγνωση βέβαια, αίρεται ως ένα βαθμό η απόλυτη ατομικότητα. Γιατί ο ίδιος ο εαυτός δεν προβάλλεται ως εξαίρεση αλλά ως
δείγμα μιας χώρας, μιας γενιάς, μιας εποχής. Και, ίσως, όχι τυχαία, το πρώτο ποίημα του βιβλίου, με τίτλο «Καμιά ελπίδα», χρησιμοποιεί τον πρώτο πληθυντικό όπως και τον τρίτο ενικό, εκφράζοντας το συλλογικό αδιέξοδο: «[…] Στα θέατρα, στα μέγαρα, στις εκδηλώσεις / αλληλοθαυμαζόμαστε, ματιάζουμε /μιλάμε για την Τέχνη / […] Στο σπίτι βγάζεις τα παπούτσια που
σε χτύπησαν/ […] ξαπλώνεις με τα γάντια στο κρεβάτι / και προσπαθείς ν’ αλλάξεις τις σελίδες σ’ ένα δοκίμιο περί αισθητικής /Με τα γάντια / Καμιά ελπίδα».
Η ματαίωση των προσδοκιών, όπως και το ανέφικτο των «όπλων»
που οι μορφωμένοι νέοι διαθέτουν για να ξεπεράσουν τη στασιμότητα, δηλαδή τη γνώση και την τέχνη, είναι που οδηγεί την ποιήτρια στην εσωστρέφεια. Είναι η ομολογία μιας ήττας που, χωρίς να την απελπίζει, προσπαθεί να την αξιοποιήσει δημιουργικά:
«[…] βλέπεις η ποίηση / αντίθετα από την ιστορία / γράφεται από τους ηττημένους […]». Η έκφραση του συλλογικού υπό τον μανδύα του ατομικού εντοπίζεται κάποιες φορές και από εαυτούς που η ποιήτρια επινοεί να
μιλήσουν σαν να πρόκειται για την ίδια. Έτσι, η κατά περίπτωση χρήση του αρσενικού σε πρώτο πρόσωπο, του γένους δηλαδή και για τα δύο φύλα, υπονοεί ότι το υποκείμενο είναι εν δυνάμει οποιοσδήποτε. Ανεξάρτητα όμως
από το πού απευθύνεται ή ποιος εκφωνεί ένα ποίημα, αφού το «εγώ», το «εσύ» και το «εμείς» συμπλέκονται, το εγωιστικό στοιχείο της γραφής υποχωρεί και δίνει χώρο, δίχως ν’ απαλείφεται η προσωπική οπτική, εξίσου σε κάτι ευρύτερο.
Ο έρωτας, ο δεύτερος άξονας της συλλογής πέρα από τον λόγο, προβάλλεται εξίσου ως καταφύγιο, ομοίως ατελές και ατελέσφορο. Το αίσθημα αυτό, αιώνια εγωιστικό, ζητά να ενωθεί με το ποθητό άλλο ενσωματώνοντάς το στον δικό του εαυτό: «[…] πέφτεις πάνω μου — πέφτω πάνω σου / αυτό είναι ο Έρωτας. / εγωϊσμός ή έλξη.» Παράλληλα όμως το «εσύ» διατηρεί πάντα επίμονα τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αποτρέπουν την πλήρη
ένωση με το «εγώ» της ποιήτριας: «απ’ όλα τα σώματα τα ουράνια /εκείνο που πιο πολύ ποθώ να δω /είναι το σώμα το δικό σου». Όπως όμως με τη γραφή, έτσι και με τον έρωτα, η δημιουργός δεν τρέφει υπερβολικές προσδοκίες. Για την ακρίβεια, αυτήν την έλλειψη κατά βάθος την αποδέχεται ως κάτι όχι μόνο βασανιστικό μα και πολύτιμο: «[…] Άλλωστε οι ποιητές δεν
αγαπούν το Πάσχα / αγαπούν τον Γολγοθά», και αλλού: «στα βιβλία που μου δίνεις / τα γράμματά σου / —αφιερώσεις γραμμένες με μολύβι— […] βλέπω στο χέρι σου /μια αέναη σισύφεια προσπάθεια /πάντα να γράφεις».
Η αντίληψη αυτή της ζωής και της γραφής αντικατοπτρίζεται ειδικότερα και στο γλωσσικό ύφος.
Ο στίχος είναι ελεύθερος, οι γλωσσικές επιλογές από την καθημερινή ζωντανή ομιλία, τα εκφραστικά μέσα χωρίς εκζήτηση. Η γλωσσική
πρωτοτυπία δεν είναι σε αυτή τη συλλογή το ζητούμενο, το ύφος όμως υπηρετεί πάντα την αίσθηση που το κάθε ποίημα επιδιώκει ν’ αφήσει στον αναγνώστη˙ δεν υπάρχει φυσικά ενιαία φόρμουλα, κάθε ποίημα αποτελεί ως μορφή, όπως και ως νόημα, μια δική του ξεχωριστή χώρα, ενταγμένη στο σύμπαν της συλλογής. Απουσιάζει επίσης από τη συλλογή η υπερβολική
«δημιουργική ασάφεια», καθώς η ποιήτρια εκφράζει στέρεες σκέψεις,
ακόμα και στην αμφιβολία της˙ αυτό δε σημαίνει βέβαια πως εκπίπτει σε μια πεζολογικού τόπου κυριολεξία, η εξακτίνωση όμως των νοημάτων από τον αναγνώστη έχει εδώ ως εκκίνηση πάντα μια συγκεκριμένη θέση από τη ζωή ή τον ψυχισμό της ποιήτριας.
Σ’ αυτό το σημείο, αξίζει να επισημανθεί η δυσκολία του εγχειρήματος που αναλαμβάνουν όσοι καλούνται να γράψουν σε ελεύθερο στίχο: η απουσία σταθερού κανόνα σχεδόν επιβάλλει τη δημιουργία καινούργιου. Άλλωστε,
σύμφωνα με τον Έζρα Πάουντ, για τον καλό τεχνίτη κανένας στίχος δεν είναι ελεύθερος. Η Ιωάννα Λιούτσια, είτε μέσα από τη διαμόρφωση των στίχων και των στροφών είτε μέσα από αναζήτηση αρμονικών συνδυασμών στις λέξεις, δείχνει να νοιάζεται για το πώς θα βρει η ψυχή των νοημάτων της το αρμονικό σώμα των στίχων που της ταιριάζει. Κάτι που απαιτεί φυσικά άσκηση στην ανάγνωση πρώτα και έπειτα στη γραφή. Έτσι, ενώ το λεξιλόγιο, η γραμματική και η σύνταξη ανήκουν καθαρά στην καθημερινή ομιλία και δεν περιέχουν τίποτα το λυρικό ή μεγαλεπήβολο, είναι δύσκολο να διαβαστούν χωρίς να γίνει αμέσως αντιληπτή η ποιητική τους φύση. Εξάλλου, τα υλικά
της ποίησης είναι, σύμφωνα με την ίδια τη δημιουργό, απλά: «οι λέξεις που ψάχνουμε είναι τρεις: /μάτια, καρδιά, μυαλό».
Η Ιωάννα Λιούτσια είναι μια ποιήτρια που ανήκει στη γενιά της, μια γενιά που προσπαθεί να βρει πατήματα σ’ έναν κόσμο ασταθή και διαλυμένο, σε μια εποχή αλλεπάλληλων κρίσεων, σε μια κοινωνία που έχει χάσει τους συνεκτικούς της δεσμούς. Δεν νιώθει όμως τελείως μόνη, αισθάνεται δικό της αυτό το σύνολο ανθρώπων που προσπαθούν, ο καθένας με τον τρόπο του, να βρουν στον κόσμο τα πατήματά τους. Και έτσι, από το «εδώ και
τώρα» και το «εγώ», μπορεί και βρίσκει διεξόδους σε κάτι πιο ευρύ,
συλλογικό και διαχρονικό: «Μέσα μου κουβαλώ αυτούς που λείπουν /όσους στα χρόνια μέσα ταξιδεύουν/ το καλοκαίρι πια δεν είναι ξένοιαστο / γίνεται φορτικό / από πρόσωπα και μνήμες […]».

.

Η ΣΙΩΠΗ ΣΕ ΔΥΟ ΧΩΡΟΥΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΑΡΙΣΤΟΣ

Λογοτεχνικό Δελτίο

Η Ιωάννα Λιούτσια συστήνεται στον ποιητικό λόγο μέσα από την τρίτη κατά σειρά ποιητική της συλλογή. Επομένως, στη λογική αλληλουχία των πραγμάτων δεν πρόκειται για εκ νέου γνωριμία. Θα όφειλε να αποτελεί τη συνέχεια μίας εξελισσόμενης πορείας. Εκείνο ωστόσο το οποίο υπηρετεί η ποιήτρια δεν είναι η «συνέχεια» με την τυπική της θεώρηση. Εφαρμόζει την αυτονομία της θεματικής εκλογής στην ποιητική της σύνθεση με γνώμονα, όχι την φωτογραφική αποτύπωση ή/και αναπαραγωγή της εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά την διαμόρφωση αποστάσεων ολογράμματος σε κάθε τίτλο της ποιητικής της διαδρομής. Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή αποκτά αυθύπαρκτη αξία στην μοναδικότητα όχι μόνο των θεματικών της αποτυπώσεων αλλά της διακριτικής αυτής παρέμβασης στο δημόσιο λόγο με τρόπο καθετοποιημένο. Επιβάλλεται η ποιήτρια με την εικονοποιία και τα γλωσσικά σχήματα. Δεν επιτρέπει τη νοηματοδότηση ετεροπροσδιορισμών στην αφαιρετική τους μορφή. Αυτός ο τρόπος γραφής και έκφρασης είναι προτέρημα. Η υλικότητα των εικόνων συναπαντά στην αποδόμηση του εξωτερικού περιτυλίγματος. Η αμορφία των συνεκτικών σχημάτων συναπαντά το ολόγραμμα μετωπικών συγκρούσεων με επίκεντρο το ατομικό «εγώ» της δημιουργού. Η «σιωπή σε δύο χώρους» επιμερίζεται σε τρισυπόστατες καταγραφές εξελικτικών πεδίων. Κάθε ένα εξ αυτών μετουσιώνει την αντίστοιχη θεματική όχι σε αντίθεση αλλά σε σύμπνοια με τα υπόλοιπα διαμερίσματα της σκέψης, οργανωμένα σε επάλληλα επίπεδα. «Ο καθένας ψάχνει να κρεμαστεί/να βρει διέξοδα/…/ Κι εκείνη (….) με χάρη και ηδονή/τα θύματα της αποκεφαλίζει» (σελ 10). Κι όμως δεν πρόκειται για μακάβρια εικόνα ενός ανατέλλοντος θανάτου. Είναι η επαναστατική ρήξη του κομφορμισμού ως τυπολατρίας με την συνείδηση των πεπραγμένων του δρώντος υποκειμένου. Η παρουσία της γυναίκας (όπως θα εμφανιστεί και σε άλλα ποιήματα) ενέχει το στοιχείο υπογράμμισης ενός κατασκευασμένου ρόλου με τα μειονεκτήματα που το συνοδεύουν αλλά και το βασικό πλεονέκτημα ανανέωσης της φύσης των σωμάτων δίχως ταυτότητα φύλλου. Είναι ο άνθρωπος σε αποσύνθεση. Η τελευταία εκκολάπτεται στα συντρίμμια της υλικότητας. Πόσο μάλλον, όταν η ίδια αποκτά διάσταση χώρου ο οποίος με τη σειρά του στενεύει τα όρια και τους αποδεκτούς διαμεσολαβητικούς ορισμούς στο τέλος των πραγμάτων. «Πόσο ψηλά να κρύβεται ο ουρανός για να μας αναγκάσει/ν’ αντικρύσουμε τον Άνθρωπο/στο απέναντι μπαλκόνι» (σελ 12).
Τα όρια περιορίζουν τον ορίζοντα της παρουσίας στη συλλογική της απόφυση. Η ατομική ευθύνη υποσκελίζεται από τα πλήθη των παραδεδεγμένων αληθειών στα οποία διαρκώς καταφεύγουν οι κοινωνικές κατασκευές του ανθρώπινου ομοιώματος προκειμένου να αναγνωρίσουν ψήγματα ετεροπροσδιορισμών-ταυτοτήτων. Παρελθόν, παρόν και μέλλον αυτοκαταργούνται στην αναγκαιότητα στιγμιαίας ανάληψης καθηκόντων τα οποία φέρουν την ιδιαιτερότητα των ανθρωπίνων αδυναμιών στην απολυτότητα των υλιστικών προτύπων. Προτύπων τα οποία αρνούνται πεισματικά την αποθέωση της πολυδιάστατης ατομικότητας ανάγοντας την τελευταία στη δομημένη, σε τεχνικά κακέκτυπα του κοινωνικού όλου, απογραφή της. «Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος σε αιώνιο πένθος/πρέπει να μάθει να πενθεί για ό,τι πρόκειται να ζήσει/πρέπει να μάθει να κλαίει (…)πρέπει να βρίσκει τρόπο να ξεχνάει» (σελ 15). Επομένως, τα στάδια της αυτογνωσίας έχουν εξαλειφτεί. Η μνήμη, κατηγοριοποιείται στις ενδεχομενικότητες ματαιοτήτων καθώς τα ενεργήματα της ζώσας πραγματικότητας ακυρώνουν ολοταχώς τις επιθυμίες στο όνομα μίας αφηρημένης ισορροπίας. Η υποκρισία των πεπραγμένων δονείται απ’ τις αντιφάσεις της διχασμένης ενέργειας. Από τη μία πλευρά ορίζεται η επιφάνεια των ψευδαισθήσεων ως αναγκαιοτήτων αποκτημένης αξίας σε κεκτημένη ταχύτητα. Από την άλλη πλευρά, η αυτογνωσία του ρόλου ή των ρόλων στους οποίους το δρων υποκείμενο διαρκώς αυτό-υπονομεύεται, λειτουργεί και ως έναυσμα για την διάρρηξη των ορισμών που περιστοιχίζουν τα κοινωνικά δεδομένα.
«Εγκλωβισμένοι στα λευκά κουτιά με πολύχρωμους ανθρώπους/παγιδεύουμε τις επιθυμίες μας (…) χαμογελάμε όταν ανοίγει το στόμα-για να μην ουρλιάξουμε (…) κοιτάζουμε το είδωλο μας και βρίσκουμε δύναμη να ξαναβγούμε» (σελ 18).
Στο δεύτερο επίπεδο της ποιητικής δημιουργίας, η καλλιτέχνης μετουσιώνει την ατομική ήττα σε προσμονή εξιλέωσης μέσα από εποχικές αποδράσεις. Όχι, δεν είναι η άνοιξη που θα επιδράσει προκειμένου να ανοιχτούν ορίζοντες ελευθερίας. Είναι η ίδια σε διάσταση από τις ανολοκλήρωτες επιθυμίες επιχειρώντας να χρωματίσει τους αιμάτινους πόρους του φυσικού κάλλους με την αχρωματοψία των αισθήσεων στην οποία έχει βυθιστεί. Μία αέναη επανάληψη τεκμηριώσεων οι οποίες φυτοζωούν σε διαπάλες οντοτήτων με ιδεολογικές αποχρώσεις. Δεν είναι η πολιτική που εξανίσταται. Είναι ο άδηλος ουμανισμός που εκρήγνυται στην πίεση των εσώκλειστα συσσωρευμένων θελήσεων. Η σύνθεση του χαρακτήρων των δεν αποτρέπει την ποιήτρια απ’ την αισιοδοξία των μελλούμενων. Είναι η σύγκρουση σε πρώτο πρόσωπο δίχως τελικό σκοπό αλλά με ουσιαστική αφετηρία την προάσπιση του «εγώ» και των συνεπειών του. «Ν’ αλλάξω όψη, ν’ αλλάξω εαυτό/να βάλω ρούχα που θα με κάνουν αόρατη/ή μάλλον ορατή, να μην σκοντάφτουν πάνω μου/οι άνθρωποι στο δρόμο/να κάψω τα χαρτιά μου, τα βιβλία μου, τον εαυτό μου/να μην υπάρχω» (σελ 29). Από τους συγκλονιστικότερους στίχους της ποιητικής συλλογής. Ολόκληρη η πολιτισμική προέκταση του ανθρώπου μετασχηματίχεται, εν μία νυκτί, σε πεδίο κάθαρσης. Και καταλήγει η εποχική ανάγνωση στην αυγουστιάτικη ατονία του χρονικού κύκλου. Μία εξέλιξη η οποία βυθίζει στην απόγνωση την ποιήτρια. Οι λέξεις ακροβατούν στο μη-τετελεσμένο. Στην προσδοκία του νέου κύκλου ζωής, ο χρόνος καταργείται στις ασυνείδητες εκφάνσεις του υποκείμενου παρόντος, αναπλάθοντας τις θύμησες του «χτες» στην ανασύνταξη που όλο κυλάει να έρθει κι όλο δεν έρχεται ποτέ.
Και οδεύει η αποχαλίνωση των αισθήσεων στην ομαλότητα του ερωτικού παλμού. Ενός παλμού, η γαλήνη του οποίου ζωγραφίζει το απώτερο διάζωμα της συναίσθησης με χρώματα ηρεμίας. Ο έρωτας μεταμφιέζεται για να επιβιώσει στον εκάστοτε άλλο που ενεργεί σε όφελος του «εμείς». Δεν είναι πάντοτε παρών/παρόν. Σώμα και σκέψη σε απόσταση ανασυνθέτουν την επιθυμία ως φαντασίωση και ως αποπλάνηση της αλήθειας. «Κι ο χρόνος σταμάτησε» (σελ 42-43) σε αλλεπάλληλες τροχιές επεισοδίων, η ζωή εν εγρηγόρσει κινείται σε αδιάλειπτους σχηματισμούς μεταπηδώντας από το πάθος των στιγμών στην αποδοχή αυτών ως εθελούσιας μάχης ανάμεσα σε συνδαιτυμόνες της ίδιας ύλης. Ο εαυτός ως «άλλος» και ως «εγώ», ο εκάστοτε «άλλος» και ο συγκεκριμένος «εγώ». Επιβλητική ανάμνηση αλλοτινών υποσχέσεων, βεβιασμένων στην διαχρονικότητά τους, αληθινής ασφυξίας την ώρα της κορύφωσης, τα συμβαλλόμενα μέρη αποξενώνονται στην καρτερία της νοσταλγικής αγάπης. «Έτσι, για να ‘χουμε κάτι για να κλαίμε/ αφού η νοσταλγία μας ζαχαρωτό που πιπιλάμε/για να ξυπνήσουμε το πάθος» (σελ 50). Και ο χρόνος κατοικοεδρεύει στις επάλξεις κενών που δεν λένε να γεφυρώσουν τις αποστάσεις που μετατράπηκαν σε χάσματα. Και είναι οι αναμνήσεις βαρύ φορτίο για το μέλλον που αχνοφαίνεται. Μα, σε όποια στάση κι αν απολήξεις τις ευθύνες σου, σαν έτοιμος από καιρό πάλι για τον ίδιο προορισμό θα εκκινήσεις το ταξίδι σου, δίχως επιστροφή.
Η ποιητική συλλογή της Ιωάννας Λιούτσια απορρέει τους κραδασμούς της ύπαρξης στις κορυφώσεις των συναισθημάτων. Από την κοινωνική αμφισβήτηση έως την ατομική ματαιότητα, η τέχνη καρποφορεί και ανατροφοδοτεί τον εαυτό της με προοπτική την ανέλιξη του ανθρώπου ως αξιακό πρόταγμα.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ

www.vakxikon.gr – Αρ. Τεύχους: 45 Απρίλιος 2019

Αν, σύμφωνα με τον Henri Gouhier, το δράμα του θεατρικού προσώπου της σκηνής είναι το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στον κόσμο, ιδωμένο από μια διαφορετική γωνία, στην πρόσφατη ποιητική συλλογή της ποιήτριας Ιωάννας Λιούτσια με τίτλο, Η σιωπή σε δύο χώρους από τις εκδόσεις Οροπέδιο, το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης εκτυλίσσεται σε δύο τουλάχιστον διαφορετικούς χώρους. Ωστόσο, ακόμη κι όταν μας είναι ξεκάθαρο πως η πραγματικότητα διαδραματίζεται σε πολλαπλά πεδία, η θρυμματισμένη της παρ’ όλα αυτά αλήθεια υφαίνεται και ξε-υφαίνεται, ανάλογα πάντοτε με τη θέση που καλούμαστε να πάρουμε, άλλοτε ως παρατηρητές, άλλοτε ως αφηγητές.

Και τί είναι ο έρωτας;
Κάποιος που υποσχέθηκε να περιμένει
κάποιον που υποσχέθηκε να γυρίσει.
Στο τέλος και οι δυο βγαίνουν ψεύτες.

Το οξύμωρο και το παράδοξο εννοιών εναλλάσσονται με τις επιβεβαιωμένες καταφάσεις των στίχων, τα αντίθετα δεν σημαίνουν πάντα κι αντιφατικά, οι χώροι αριθμούνται δύο, αλλά εγκυμονούν τελικά τρία πεδία δράσης. Όλα σκηνοθετημένα στη λεπτομέρεια, αποκαλύπτοντας την άλλη ιδιότητα της ποιήτριας, αυτή της ηθοποιού και σκηνοθέτιδας. Της δημιουργού εν τέλει, που τοποθετεί τους στίχους στα ποιήματα, τα ποιήματα στις υποενότητες, τις υποενότητες στον μελωδικό ρυθμό της συλλογής, ενορχηστρώνοντας σκηνοθετικά τις τρεις κύριες κατηγορίες του δράματός της: Οι άλλοι. Εγώ. Εμείς. Η ρευστότητα των εννοιών πίσω από τις καλά καρφωμένες λέξεις είναι το μεγάλο αβαντάζ της συλλογής.

Αδίκως προσπαθώ να φτιάξω έναν εαυτό να αγαπήσεις
Κάθε που σε αισθάνομαι,
αλλάζεις.
Δεν είναι το κορμί μου γι’ άλλα πάθη.
Ό,τι μπορούσε να μας σώσει, καταστράφηκε.

Τριάντα οκτώ ποιήματα σε ελεύθερο στίχο, τριάντα οκτώ ποιητικές καταθέσεις για τον έρωτα: άραγε τί έγινε εκείνο που σκεφτόμουνα για σένα; / Ειπώθηκε; /Ξεχάστηκε; / Ξεράθηκε; / Τί κρίμα που οι έρωτες διαλέγουν νυχτολούλουδα. Τη ζωή σε δύο πράξεις, τον χώρο σε πολλαπλά σώματα: αυτή η πόλη είναι ένα σώμα μολυσμένο που σπαράζει /ανοίγει με τα δόντια τις πληγές της / κι έπειτα γλείφουμε εμείς για να τις κρύψουμε. Το γυναικείο πρόσωπο μέσα στο ρου της ιστορίας: Οι γυναίκες ερείπια … Απόκληρες από το ίδιο τους το θρέμμα, /γυναίκες-ερείπια στήνουν τον κόσμο/και κατοικούν έξω απ’ αυτόν.

Τη συλλογιστική πορεία της ανάγνωσης την προσδιορίζει η ίδια η ποιήτρια. Από το εξώφυλλο ήδη, με την ευρηματική σύνθεση τίτλου και φωτογραφίας, ο τίτλος δηλώνει τους χώρους, αυστηρά δύο, η φωτογραφία τον χρόνο (εστιάζοντας σ’ ένα ασυνήθιστο ρολόι με παράκεντρους αριθμούς και λεπτο-ωροδείκτες), μεταξύ τους μεσολαβεί η σιωπή, θα έλεγα του ανθρώπου. Αν ο χώρος και ο χρόνος είναι φλύαρος, η σιωπή είναι αυτή που τους ισορροπεί. Η σιωπή του ανθρώπου που βρέθηκε και στις δυο πλευρές του χώρου, και του εραστή και του ερωμένου, και του νικητή και του ηττημένου, και του θύτη και του θύματος, και του δυνατού και του αδύναμου.

Εγώ που ζούσα για τις σκάλες του Vertigo
να νιώθω ίλιγγο μπροστά στ’ ανάπηρο σκυλί
που δεν μπορεί να επιλέξει να πεθάνει.

Αν ωστόσο, ένα από τα κεντρικά μοτίβα της συλλογής είναι η σιωπή της ώριμης παραδοχής του περάσματος του χρόνου και της επανατοποθέτησης όχι μόνο του υποκειμένου, αλλά και των αντικειμένων στον χώρο, άλλο ένα αξιοσημείωτο σημείο είναι αυτό της ανάδειξης της λεπτομέρειας. Με στίχους που κατακερματίζουν τη ροή του λόγου -χωρίς να χάνεται ωστόσο το μήνυμα-, η ποιήτρια απομονώνει τεχνηέντως το ουσιώδες που φέρουν οι λέξεις του ποιήματος, φωτίζοντας όσο πρέπει στο κέντρο της σκηνής αποσύροντας διακριτικά τους προβολείς από τους δευτερεύοντες ρόλους.

…κοιτούσα τις σόλες από τα παπούτσια.
Έβλεπα βίδες σφηνωμένες
σαπισμένα φύλλα
λάσπες και χλόη
καταχωνιασμένες
κι έφτιαχνα ιστορίες λαμπερές
για τους μυστηριώδεις ταξιδιώτες που
επισκέπτονται τα σπίτια
για βεγγέρες.

Δύο χώροι. Ένα ρολόι. Ανάμεσά τους η σιωπή. Πώς αλλιώς εξάλλου θα μπορούσε να γίνει, ώστε το υπέροχο και ιδιόμορφο “εγώ” του καθενός να μεταπηδήσει από το στενότατο πεδίο “οι άλλοι” και με πλήρη επίγνωση τη συγκεκριμένη ώρα που αυτό θα επιλέξει να διεισδύσει σιωπηλά και αθόρυβα στο ευρύχωρο “εμείς”.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΣΙΔΕΡΙΔΗΣ (ηθοποιός, θεατρολόγος)
ΜΠΡΙΚΕΝΑ ΓΚΙΣΤΟ, (ηθοποιός, σκηνοθέτης)

Εφημερίδα των Συντακτών 11/04/2020

Συγκλίνουσα φυγή

«Πεθαίνουμε οι άνθρωποι χωρίς να γνωριστούμε», αναφέρει στο τρίτο ποιητικό βιβλίο της η Ιωάννα Λιούτσια και έτσι εκκινούμε πάλι από την ίδια σκέψη· η λογοτεχνική δημιουργία είναι ένα σημείο συνάντησης. Το πρώτο ενδιαφέρον στοιχείο βρίσκεται στην εγγενή αντίφαση που εμπεριέχεται στον τίτλο του, «Η σιωπή σε δυο χώρους»· έχουμε μπροστά μας την έκταση μιας διάστασης που είναι δισυπόστατη, διττής μορφής, εκβάλλει σε δυο μέρη. Θα ακολουθήσει, άραγε, μια απόπειρα καταγραφής της; Πώς, όμως, καταγράφεται η σιωπή;

Καθώς ο αναγνώστης αρχίζει να διασχίζει το βιβλίο, αντιλαμβάνεται αυτή τη σιωπή σαν μια υπόκωφη κραυγή που αναζητά διεξόδους, έλκεται από μια ανάγκη απελευθέρωσης. Κάθε λέξη των ποιημάτων μετουσιώνεται σε μια μικρή ανάσα, την ακούμε ξέπνοη, λάγνα, διστακτικά δοτική, συμπιέζεται και διοχετεύεται σε αναφιλητά, σε δάκρυα, σε κρυφά όνειρα. Σταδιακά, δημιουργείται το ηχητικό περιβάλλον μιας διάθεσης που αναμένει να καρποφορήσει και γίνεται κραυγή σε ένα βιβλίο-στόμα, που τρέφεται από τη γρήγορη εναλλαγή εισπνοών-εκπνοών, από τα ασταθή βήματα στον δρόμο, από την καρδιά που πάλλεται δυνατά.

Τα σύμβολα σηκώνουν το βάρος των αφηγήσεων. Η γυναικεία παρουσία τίθεται σε αντίφαση· γυναίκες, άλλοτε με μαχητική διάθεση που αντιστέκονται και διεκδικούν τη ζωή τους, άλλοτε υποτακτικές που περιφέρονται άσκοπα. Η ανάγκη γίνεται κάμερα και φωτογραφίζει τον άνθρωπο στην πραγματικότητα που βιώνει· εστιάζει στην αποξένωση των ημερών, στον κίνδυνο που ελλοχεύει στη διαδρομή του καθενός, στην εγκατάλειψη σε ένα παγιωμένο και παγερό εγώ, στο στροβίλισμα, που αν δεν εισακουστεί, μπορεί να επιφέρει σκέψεις περί τέλους.

Δίπλα στον ανθρώπινο παράγοντα και η πόλη αποτελεί ένα σύμβολο που εμφανίζεται στο βιβλίο· τόπος εξωτερικός, αλλά και κατοπτρισμός του εσωτερικού, εφιαλτικού κόσμου, τον οποίο διαπερνά η αγριότητα. Η πόλη σε διαδικασία σμίκρυνσης παραπέμπει στην παρηκμασμένη εκδοχή της ζωής. Μέσα σε αυτό το τοπίο, το ποιητικό υποκείμενο επιθυμεί να αναζητήσει, να απευθυνθεί, να απλώσει το χέρι. Η επαφή επιστρατεύεται ως διέξοδος· ακόμη και τώρα, όμως, ο δρόμος ορθώνεται άγονος, η ατμόσφαιρα παραμένει αποπνικτική, η προσέγγιση προς τον άλλο επιφέρει την εξαΰλωσή του. Εδώ ο έρωτας αρνείται το βασικό του χαρακτηριστικό· δεν εκτοξεύει την ύπαρξη αλλά, αντιθέτως, τη διαβρώνει, την περιστέλλει, τη συστέλλει.

Στο περιρρέον σκοτάδι καταφέρνει να αναδυθεί το χιούμορ σαν βαλβίδα επιβίωσης. Αυτή η άνοστη ζωή περιγράφεται με καθημερινούς όρους, όπως η βραστή γαλοπούλα, τα γιαούρτια διαίτης, τα μη αλκοολούχα ποτά· αυτά, δηλαδή, που μας συγκρατούν σε μια παραδεδεγμένη, ευθεία γραμμή, ώστε να παραμείνουμε στον άξονά μας. Αργότερα επανέρχεται μια διάθεση πρωτοβουλίας· η ανάγκη για παιχνίδισμα που κατευθύνεται προς τον άλλο μπολιάζεται με την επίκληση της Ανοιξης, το υποκείμενο ορέγεται τις μνήμες, τα χρώματα, τις μυρωδιές που φέρει η εποχή αυτή. Η έλευση, όμως, μιας θετικότητας δεν θα πραγματοποιηθεί ούτε τώρα.
Αυτή η Ανοιξη, που προσωποποιεί τη σύνδεση με τον άλλο, είτε τίθεται σε διαρκή κατάσταση αναμονής που εξουθενώνει είτε μουσκεύεται από τη βουερή κίνηση των αυστηρών, αποστειρωμένων γραμμών των ανθρώπων και των αυτοκινήτων. Αφού δεν υπάρχει καμία διέξοδος, το υποκείμενο βρίσκεται σε μόνιμο καθεστώς (αυτό)εγκλεισμού. Και έτσι οι μέρες λιώνουν, ο χώρος εξατμίζεται, το περιβάλλον φαντάζει καταρρέον, αλλά παραμένει ανεκτό.
Ο αναγνώστης τώρα γίνεται ζωγράφος. Αρπάζει κάρβουνα στα χέρια του, πλησιάζει το λευκό χαρτί και με οξείες και επιθετικές γραμμές σκιαγραφεί ένα μουντό τοπίο της πόλης, στο οποίο αχνοφαίνεται μια μικροσκοπική, πνιγηρή μορφή· κάθεται σε ένα παγκάκι και καταβρέχεται συνεχώς, διαβρώνεται από αδιαφορία και μοιραία διασπάται από τη φθορά. Παραμένει εκεί, ωστόσο, μια σκιά να θυμίζει την ακινησία. Αναγκαία η εκ νέου μετατόπιση της κατάστασης, μια ολική επαναφορά που ευαγγελίζεται την επανέναρξη της ύπαρξης. Τη μετέωρη αυτή στιγμή, που η ανάγκη για αλλαγή γίνεται ζήτημα ζωής και θανάτου, ψελλίζεται για πρώτη φορά η λέξη «αγάπη».
Καθώς βαίνουμε προς στο τέλος, ο λυρισμός που ασφυκτιούσε μέσα σε τόσες λέξεις βρίσκει, επιτέλους, διέξοδο και πυροδοτεί μια νέα αφήγηση. Οι αναζητήσεις γίνονται, μέσα στον νου, συντροφικές, καθώς το «μαζί» αρχίζει να αναρριχάται. Το σκληρό περίβλημα της ζωγραφικής με κάρβουνο, που σχεδιάσαμε πιο πάνω, λιώνει και γίνεται ιδρώτας που απορρέει από την έκσταση της στιγμής, γίνεται αναπνοή, γίνεται χτύπος, γίνεται βλέμμα και όλα αυτά όχι πλήρως απελευθερωμένα αλλά αγκυλωμένα σε ένα πλαίσιο ανάγκης κανόνων. Και έτσι ξεκινάει ένας έρωτας έφηβος, αμήχανος αλλά και μονομάχος. Οι εραστές τίθενται αντιμέτωποι, ψηλαφούν τη νέα ένωση, ανοίγουν έναν αέναο κύκλο υποψίας και διάψευσης· η προσμονή του ονειρώδους προσκρούει σε μια συναισθηματική δυστοπία. Η αντίφαση επανέρχεται.

Και τι μένει στο τέλος της ημέρας, στο τέλος της λέξης, στο τέλος της ανάσας; Ένας ιδιότυπος ηρωισμός, που αναγεννάται διαρκώς, διεκδικώντας ανάταση, μέσα στην υπαρξιακή αγωνία.

ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΟΥ

“Η γοητεία της θερινής λίστας”
Η σιωπή σε δύο χώρους (εκδ. οροπέδιο 2018). Η σχέση τέχνης/ζωγραφικής με την ποίηση σε μια ανταλλαγή κωδίκων, το άτομο στον κόσμο αλλά κυρίως η ερωτική σχέση είναι θεματικές μιας ποίησης που μοιάζει ανακαλυπτική: παρατηρεί ανακαλύπτοντας, σαν να είναι η πρώτη φορά, τον εαυτό, το σύντροφο, τον κόσμο και η καταγραφή ορίζει την αρχή μιας αρνητικής εντύπωσης.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.