Η Ραφαέλα Χαμπίπη γεννήθηκε το 1998, στην Αθήνα. Σπούδασε Θεατρολογία, Δημιουργική Γραφή και Επικοινωνία. Έχει ζήσει σε Ελλάδα, Ιρλανδία και Ολλανδία, και έχει δουλέψει στο θέατρο, στη διαφήμιση, στην επικοινωνία και στα social media. Αλλάζει διαρκώς τόπο κατοικίας και χρώμα μαλλιών.
Η Ραφαέλα Χαμπίπη συστήνεται στο αναγνωστικό κοινό με την πρώτη της ποιητική συλλογή Βία και Φόμο, ένα σύνολο ωμών σκέψεων που εστιάζουν στα μοτίβα της βίας και στην αγωνία της ένταξης, υπό τη σκιά του προσωπικού και του συλλογικού τραύματος.
ΒΙΑ ΚΑΙ ΦΟΜΟ (2025)
ΣΕΡΟΤΟΝΙΝΗ
Αυτή η εφιαλτική έκρηξη σεροτονίνης
μετά από μια επιθετική συνθήκη ρομαντισμού
Προσδοκίες, καταστροφικά σενάρια
Τραύματα ορμητικά αναπαράγονται
Απογοητεύσεις γεννημένες από αλήθειες και ψέματα
Η ηδονή πριν την πτώση
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΦΩΝΑΖΕΙ «ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ»
Η ματαίωση της κούρασης
Η ψευδής ανάμνηση μιας άλλης εαυτής
Έτσι, για να λέω πως κάποτε υπήρξα
Για να μπορέσω να υποκύψω στην επανάπαυση
Αλλά δεν είναι αλήθεια
Τύψεις που κυνηγώ κάτι τόσο εκλαϊκευμένο
Υπερβολικά δημοφιλές
Ανιαρό, χλιαρό, καθαρό προϊόν, όπιο κι εμπόρευμα
Μα δεν το θέλω έτσι
Πρέπει να έχω ζήσει πτυχές του
Αποκομμένες από θεωρίες, φεμινιστικές, ηθικές,
φιλοσοφικές
Μόνο το δράμα του, το ζωώδες κομμάτι,
το άγχος που σέρνει μαζί
Ιδανικό για ταπείνωση
Πια θέλω την αλήθεια
Ένα τραγούδι μικρό με απλό στίχο κι εύκολη
μελωδία
Ένα κοίταγμα
Μα είμαι πια τόσο κουρασμένη
ΦΟΜΟ
(Fear Οf Missing Out)
Πρησμένα μάτια και κουρασμένοι αντίχειρες
Σκεπάσματα καταφύγια
Η καρέκλα έχει πάρει ανθρώπινη μορφή
Ποτέ δεν ξέρεις τι θα αποκαλύψει η ανανέωση
Ποια κατάσταση θα γνωστοποιήσει
Ποια μάτια θα ξαναδείς, ενώ είχες ορκιστεί
Είναι μαγικό πως σε κοιτάνε αυτά τα μάτια
χωρίς να το ξέρουν —μονόπλευρη συνάντηση
Η ΣΥΝΗΘΗΣ ΚΡΙΣΗ
Δεν με φοβίζει
Το ξέρω
Το έχω νιώσει
Το έχω ζήσει
Το έχω γεννήσει
Δεν με τρομάζει
Με έχει τσακίσει
Κι όμως είμαι όρθια
Με έχει διαλύσει
Κι όμως είμαι αρτιμελής
Είμαι η Πανδώρα
Και το κουτί έχει ξανανοίξει
Ό,τι νιώθω μεταφράζεται σε νερό
Έχει χαλάσει ο κώδικας
Επανάληψη μήτηρ μαθήσεως
Το ξέρω
Με ξέρω
Του κλείνω το μάτι
Πριν βγάλει το δικό μου
Θύτρια και θύμα
Ένα τανγκό καταστροφής
Ένας οργασμός με φλόγες
Ένα ξημέρωμα που αναδύεται
απ’ τις στάχτες των νυχτερινών
πυροτεχνημάτων
HΘΕΛΑ
Το χέρι σου πέρασε ανάμεσα από τα πόδια μου
και ήμουν ξανά εκείνο το άτομο που μισώ
και έγινα ξανά τα λάθη μου
και ό,τι έχτισα το γκρέμισες με μία και μόνο
σκέψη σου
μόνο για απόψε, είπες
Για μια στιγμή μου έλειψε
το ηδονικό σκοτάδι μιας άλλης εποχής
η βαρύνουσα σημασία του τίποτα
το ψέμα
εσύ
Πρώτα, κοίταξα πίσω
στον θυμό
στα δάκρυα
στην εξιλέωση
ς’ εμένα
Τέλος, κοίταξα το τώρα
στην ενηλικίωση
στη δεύτερη ευκαιρία
στη γαλήνη
στους φίλους μας
Κι αρκούσε μόνο να το ξεκαθαρίσεις
με κούτελο καθαρό από τιμιότητα
μόνο για απόψε
το πρωί ήταν για τη νέα σου ζωή
πόσο βολικό, γέλασα
εγώ δεν χωρίζω πια τις ζωές σε πρωί και βράδυ.
Πάντα ζούσα για τα άκρα
κι άνευ δράματος, δεν ήσουν και τίποτα.
ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΡΑΓΙΣΜΕΝΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Η Αικατερίνη της Αραγωνίας έγινε καλόγρια
δήλωνε σύζυγος μέχρι το τέλος
πέθανε από καρδιά
πιστή στο παραλήρημα
Σε είδα ξανά
δεν ήσουν μόνος
ήμουν πιο μόνη από ποτέ
ξεχνάω καμιά φορά ότι έχω πεθάνει
Ξέρεις, μια μέρα νόμιζα πως ήμουν φάντασμα
πως ξέμεινα πίσω από τους άλλους
δεν είχα σήμα στο κινητό
Καθαρή απόδειξη ανυπαρξίας
Βγήκα να ψάξω τον γείτονα
Με βλέπετε;
Με ακούτε;
Θυμίστε μου να υπάρχω
Δεν μας προδίδει η καρδιά μας
στον θάνατο
εμείς την προδίδουμε
στη ζωή
Καμιά ανάνηψη
ΑΣΤΕΙΟ
Ξέρεις, είπα ένα αστείο
και γέλασαν οι άγνωστοί μου
και τους ένιωσα πιο δικούς μου
και δεν με ένιωσα τόσο ξένη
και κάπως ανάσανα
Καμιά φορά σκέφτομαι πως φεύγω
και πρέπει να γίνουν όλα γρήγορα
να προλάβουν να ενταχθούν
να προλάβεις κι εσύ
κάτι να ζήσουμε
Υπάρχουν μέρες που όλα μοιάζουν μετάβαση
ξύπνημα από ολική νάρκωση
να πιαστώ από έναν περαστικό
να μάθω το όνομά του
δεν είναι μονόλογος η ιστορία μου
ΤΙΠΟΤΑ ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ
Δεν σταματάει να βρέχει
πότε ήταν η τελευταία φορά
που ένιωσα λιγότερο ξένη
μέσα στο μυαλό μου ωστικά κύματα
δεν με ξέρω
Πήγε τρεις
θα έρθει
τα βάζω όλα σε παύση
υποδύομαι τη γυναίκα περιμένοντας
ανάβω κεριά κι ακούω κουδούνια
Μια μέρα υπήρξα μικρή
και δεν το μέτρησα από φόβο
μην και μείνω για πάντα σε παιδικό σώμα
τώρα οι αστράγαλοι σπάνε και το στήθος βαραίνει
Κι αύριο ξανά τα ίδια
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Φωνές πάλι έξω
τρέξε να βοηθήσεις
μόλις απλώσω τα ρούχα
να ποτίσουν με το αίμα της αθήνας
Βγάλαμε κάποια λεφτά αυτόν τον μήνα
σαν παιδιά που τα βρήκαν στον δρόμο
δεν ξέρουμε που να τα επιστρέψουμε
φύλαξέ τα έρχεται πόλεμος
Τις οδηγίες διάβασε καλά, για τον καναπέ
να γίνεται κρεβάτι, να μένουν οι δικοί μας
καταφύγιο αυτό το σπίτι
δικό μας και όλων —όαση στον πυρήνα του χάους
Μην ξυπνάς, πλευρό γυρίζω
δεν πάω δουλειά ακόμα —έχω δέκα λεπτά
θα μου στέλνεις βίντεο με αλπάκα στο γραφείο
το βράδυ να έχεις ανάψει τον θερμοσίφωνα, παρακαλώ
Τα ακουστικά και τα γυαλιά
τα κράνη και τα φούτερ
βάζω μουσική να διαλέξεις ταινία
κάτι με νόημα, μη βουλιάξουμε τελείως
Απίστευτο μου φαίνεται
αντί για τον κόσμο θα αλλάξω το σαλόνι
από κάπου να αρχίσω
αυτήν τη φορά λιγότερο φοβάμαι
Θα κατέβουμε την Κυριακή
θα σε ντύσω καλά, θα φυσάει
να σε βλέπω θέλω, μη χαθείς στο πλήθος
όχι τώρα που σε βρήκα
Κι αν μας χτυπήσουν,
κι αν ματώσουμε κι εμείς, έχουμε γάζες σπίτι μας
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΕΦΗ ΚΑΤΣΟΥΡΟΥ
www.oanagnostis.gr 31/03/2025
Αναδύσεις εαυτού την εποχή του Fear Of Missing Out
Το Βία και Φόμο αποτελεί την πρώτη ποιητική συλλογή της Ραφαέλας Χαμπίμπη, ένα βιβλίο που ήδη από τον τίτλο του τοποθετείται στον χώρο και τον χρόνο της γραφής του, αρθρώνοντας την πρώτη καταγγελτική δήλωση της ποιήτριας. Ζούμε σε ένα κόσμο βίας και φόβου, φόβου για το τι θα χάσουμε αν κλείσουμε τις οθόνες μας, φόβου πως θα χαθούμε μέσα σε αυτές, μέσα στην κίβδηλη εικόνα που άλλοι πλάθουν για εμάς, φόβου πως θα χάσουμε και θα χαθούμε μέσα στους ίδιους τους εαυτούς μας. Ο ίδιος ο τίτλος προϊδεάζει τον αναγνώστη για αυτό που θα επακολουθήσει, μία αγχώδη περιδίνηση σε υπερνεωτερικές δυστοπίες (εξωτερικό περιβάλλον) και μία επώδυνη ανασκαφή στον προσωπικό χωροχρόνο του ποιητικού υποκειμένου, της Ραφαέλας, όπως αυτοαποκαλείται μέσα στα ποιήματά της. ΥΠΑΡΧΩ ΣΑΝ ΑΛΛΗ, γράφει, Σαν τη δική μας τη Ραφαέλα. Κι ένιωσα μια ξένη. Σε ένα σπίτι που μια ζωή προσπαθούσα να γίνω πέτρα. […]Αλλά, ίσως πάλι να μην ήμουν εγώ η γυναίκα με το καμηλό παλτό και τα βαμμένα μαλλιά αλλά η άλλη, αυτή που υπήρχε ακόμα στο μυαλό της σαν πιθανότητα· σαν τη δική τους Ραφαέλα. Όλα αυτά τα πρόσωπα και τα προσωπεία, η Ραφαέλα και η Ραφαέλα των άλλων, εμφανίζονται και εξαφανίζονται μέσα στους στίχους, προφέροντας άλλοτε μία κραυγή και άλλοτε ένα λυγμό, που ζητά απεγνωσμένα να λυτρώσει κάθε έμφυλο αρχέτυπο, την Εύα, τη Γυναίκα, την μάνα, την κόρη, το παιδί, την τρωτή και άτρωτη, συνάμα, φύση κάθε θηλυκής εκφοράς του κόσμου.
Οι παρακάτω σελίδες αποτελούν τη διαστρεβλωμένη εκδοχή μιας ιστορίας κοινότοπης και χιλιοειπωμένης. Ας τις θεωρήσουμε έναν ακριβό καθρέφτη που μόνη μου έσπασα, έτσι, για να δω τα πράγματα λίγο πιο ενδιαφέροντα – κυρίως για να φανεί το είδωλό μου έτσι ακριβώς όπως το έχω στο κεφάλι μου. Αυτά είναι τα εισαγωγικά λόγια της ποιήτριας, ο κατωφλιακός χώρος που μας εισάγει σε μία ανάστροφη οδό ονείρων, σε ένα κόσμο που οι καθρέφτες πρέπει να σπάσουν, οι δεσμοί να διαρραγούν, τα δοχεία σώματα να αδειάσουν και οι προσδοκίες να συμβιβαστούν ή να συντρίψουν την ιδέα μιας μεταειρωνικής δυστοπίας. Οι εικόνες που πλάθει η Ραφαέλα έχουν πάντοτε την υφή του μεταχειρισμένου, δεν ακκίζονται, φυλλοροούν μέσα στη συνθήκη του καθημερινού και χάνονται σε ένα τοπίο κοινόχρηστο και κατοικημένο, μη θέλοντας να διεγείρουν τίποτε άλλο παρά μόνο το συλλογικό ασυνείδητο του υπερνεωτερικού ανθρώπου. Τα κατοικημένα τοπία, λέξεις και στίχοι που μπορούν να πυκνώσουν την φθαρτή μνήμη του καθημερινού εμφανίζονται επαναληπτικά στην πορεία της γραφής προσδίδοντας στον στίχο την διάσταση της αφής. Χαρακτηριστικά αναφέρω:
και το παρελθόν μοιάζει με μια ξένη ζωή / που θυμάσαι από μια ταινία
*
Γράφω νουβέλες να διηγούμαι τα μεθυσμένα βράδια / τους αγαπώ όσους ήρθαν κι έφυγαν / γιατί ασχολήθηκαν / και στα συμβατικά διαλύομαι χαμόγελα / κάποιων τυχαίων συναντήσεων
*
Κι όμως γράφουμε ιστορία / η πρωινή ρουτίνα / το βραδινό ξενύχτι / οι ελεύθερες ροές μέσα στο κεφάλι μας // […] // Τα μηνύματα στα κινητά μας / τα πόστερ στους τοίχους μας / οι μελανιές που έκρυψαν /οι βέρες που δεν κάνουν πια στα δάχτυλά τους // Η αυθάδεια που τις έκανε περήφανες / κι ας μη σου το ’παν
*
δεν έχουμε ώρα για αυτά – αύριο / μα σήμερα θα πάρουμε το μετρό / για το γραφείο
*
Μην ξυπνάς, πλευρό γυρίζω / δεν πάω δουλειά ακόμα -έχω δέκα λεπτά / […] / το βράδυ να έχεις ανάψει τον θερμοσίφωνα, παρακαλώ
Οι γειωμένη εικονοποιία της ρουτίνας, με τις σαφείς αναφορές σε αντικείμενα και καταστάσεις τόσο κοινότοπες που σχεδόν χάνουν την ιδιωτικότητά τους μέσα στη ροή του λόγου, βοηθά την ποιήτρια να αρθρώσει ένα ποιητικό σχόλιο, που μπορεί αφετηριακά να άπτεται του προσωπικού βιώματος αλλά πρακτικά προεκτείνεται και αγγίζει την μεγάλη εικόνα, ασκώντας κριτική στην κοινωνική συνθήκη με τρόπο τελικά ανεπιτήδευτο. Λίγο πριν τη μέση του βιβλίου ωστόσο, με το ποίημα «Υπάρχω σαν άλλη», μοιάζει να συντελείται μία συ-στροφή, μία εστίαση του φακού από το κοινωνικό βίωμα, στον χώρο του απόλυτα ιδιωτικού βιώματος και η Ραφαέλα δεν αναζητά πια τον εαυτό αόριστα ως κομμάτι μίας κοινότητας, ως αρχετυπική μορφή, αλλά κατανοεί ότι για να υπάρξει ως οτιδήποτε τέτοιο, πρέπει να αναζητήσει τον εαυτό μέσα στον εαυτό. Από αυτό το σημείο λοιπόν και έπειτα, η γραφή αρχίζει να αποκτά χαρακτηριστικά έντονα υπαρξιακά, εγκαταλείπει κάθε προηγούμενη ευελιξία και ασάφεια και γίνεται ευθεία και αιχμηρή. Παλινδρομώντας ανάμεσα στη Ραφαέλα και την Ραφαέλα των άλλων, αρχίζει μία επώδυνη ανασκαφή με ποιήματα καθαρά εξομολογητικά, που όμως προικίζονται με δηλώσεις και συνδηλώσεις, έμφυλες προεκτάσεις, κοινωνικές αναιρέσεις και στίχους άμεσους που διαρρηγνύουν τα όρια ανάμεσα στο εγώ του ποιητικού υποκειμένου και το εσύ του αναγνώστη. Παραθέτω χαρακτηριστικά τέτοια παραδείγματα:
Ό,τι νιώθω μεταφράζεται σε νερό
*
Πάντα ζούσα για τα άκρα / κι άνευ δράματος, δεν ήσουν και τίποτα
*
Δεν είχα σήμα στο κινητό / καθαρή απόδειξη ανυπαρξίας
*
Έμαθα να καταπίνω τα δάκρυα της μάνα μου / για να μην πλημμυρίσει το σπίτι
*
Γι’ αυτό πρόσεχε τι μού λες / τι μου ορκίζεσαι / μη με προσέξεις / αν πρόκειται να φύγεις / νιώθω πολλά / νιώθω εύκολα
*
Βαρύ φορτίο / να με βαφτίσεις ελπίδα / να περιμένεις να κάνω το ίδιο / παιδιά χωρίς μέλλον / που τα είπαν ελπίδες
Η κατασκευή αυτή του διπόλου, μεταξύ εαυτού και ειδώλου, η οποία κατονομάζεται σαφώς, και προβάλλεται ως μία σχέση συγκρουσιακή αλλά και αλληλοτροφοδοτούμενη μεταξύ της Ραφαέλας και της Ραφαέλας των άλλων, καθιστά το όνομα της ποιήτριας αναπόσπαστο κομμάτι της ποιητικής της. Εισέρχεται στο χώρο της γραφής και μας συστήνεται ποιητικά με μία κίνηση δυναμική, θραύοντας τα όρια μεταξύ πραγματικού και ποιητικού χώρου, πλάθοντας ένα ρευστό τοπίο, το οποίο ως κάτοικος και ως αρχιτέκτονας του θα μπορεί με ευκολία να μεταποιεί, να εισέρχεται και να εξέρχεται από αυτό άλλοτε ως ποιήτρια και άλλοτε ως το ποιητικό της ανάλογο. Εισάγοντας στα ποιήματα δυναμικά το όνομά της, το ίδιο όνομα, που αρνείται (μέσα από τους στίχους της) να την χαρακτηρίζει, επιτυγχάνει δύο πράγματα, αφενός να αγκιστρώσει το στίχο σε κάτι πολύ χειροπιαστό για τον αναγνώστη και άρα άμεσα οικειοποιήσιμο και αφετέρου να προχωρήσει στον πολυπόθητο για εκείνη εξαγνισμό του ονόματος που την ακολουθεί κάποιες φορές σαν βαρίδι. Συνειδητά ή ασυνείδητα, διανοίγει έναν δίαυλο που επιτρέπει στην ποίηση να παρεισφρήσει ανάμεσα στις συλλαβές του ονόματός της και να γίνει ο συνδετικό τους κρίκος, να υπάρξει ως ύλη συνδετική ανάμεσα στο βάρος και την ελαφρότητα των είμαι που προφέρει παρακλητικά σε μια αγωνιώδη πορεία ανάδυσης:
Ποτέ δεν πίστεψα το όνομά μου
ακούγεται σαν κούφια λέξη
δεν έχει χρώμα, ούτε γεύση
δεν μου μοιάζει, δεν μου μιλάει
μόνο υπάρχει σαν αυτοκόλλητο
ξεβαμμένο από τα αγγίγματα
Με έχω βαφτίσει με όνομα βουβό
μπλεγμένο και πελώριο
δεν το χωράνε συλλαβές
ένα σπίτι το όνομά μου
με πολλούς διαδρόμους
κρυφά δωμάτια και παράθυρα σφραγισμένα
Κι όταν με ρώτησες ποια είμαι
εκείνο το πρώτο βράδυ
από αυτά που γίνονται πικρή ανάμνηση
σου είπα ψέματα
δεν έμαθες ποτέ σου την αλήθεια
κι ας έφτασες κοντά
Το κόβω, το ράβω, το αλλάζω
για άλλους κι άλλο νόημα
κι είναι κι εκείνοι που μου το φόρεσαν
πρωτότυπο, ανέγγιχτο, ιερό
όπως με φαντάστηκαν
πού να ’ξεραν
Το προφέρω σαν φάρμακο
σαν από ξένο λεξιλόγιο
σαν απάντηση σε πρόβλημα άλυτο -γιατί είναι
σαν βόμβα έτοιμη να εκραγεί
προσεκτικά
δύσπιστα
Και δεν έχει καμία σημασία πως με λένε
πως έγιναν βρισιά ή ηδονή
τέσσερις συλλαβές
εγώ μόνο με λέω
το κρατάω για ’μένα, έστω αυτό
αφού τίποτα άλλο δεν μπόρεσα
[ποίημα «Ταυτότητα»]
.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ
https://www.monocleread.gr 28/07/2025
Οι πραγματείες της ζωής μας
[…Το καλοκαίρι είναι η εποχή των ταξιδιών. Λατρεύουμε τους αποχαιρετισμούς που μας πηγαίνουν λίγο πιο πέρα. Ζούμε, λέει για τη χαρά της αντάμωσης, όταν όλα αυτά θα έχουν περάσει και τα μέρη θα ‘χουν παλιώσει. Τότε με μια νοσταλγία θα διαβούμε τις πύλες της πόλεως, θα μετρηθούμε, ίσως να λυπηθούμε για εκείνους που χάθηκαν, μα τότε τα ταξίδια θα ξανάρθουν, αγριότερα σαν αρρώστιες και μνήμες λαμπρές από την περαστική εκείνη δόξα του φωτός…]
Όλα αυτά τα είπε δίχως κανένα τρέμουλο στη φωνή, σαν τάχα να τα’χε διαβάσει κάπου. Και τώρα της φάνηκε η κατάλληλη στιγμή για να τα ανασύρει μέσα από , ποιος ξέρει τι ερμάρια θεόκλειστα, ερμητικά. Εκεί φυλάσσουμε της ανάμνησης τα εφόδια και κάτι από την βαθύτατη, προσωπική μας ταυτότητα.
Όταν θέλησε να της πει ότι ήταν όμορφα εκείνα τα λόγια, δεν βρήκε κανέναν στο πλάι του. Είχε ξεχαστεί, όλες τις εξόδους της ζωής του τις είχε πια χάσει. Τώρα ο προορισμός του υπήρξε μια χαμένη υπόθεση, δεν θα μπορούσε με τίποτε να γυρίσει εκεί που προοριζόταν να πάει. Θυμήθηκε πως με τα ποιήματα ίσως να μπορούσε να κάνει μια κάποια αρχή. Τώρα έπεφτε μια νύχτα, σκέτη “Βία και Φόμο” και ο κόσμος υπέκυπτε ολοένα και περισσότερο στα ρυθμικά ξοδέματα εκείνης της ώρας.
Στάθηκε στην άκρη του δρόμου, αισθάνθηκε πως ήταν κάτι το προσωρινό που δεν θα αλλάξει ποτέ το τοπίο. Αναζήτησε το βιβλίο μες στα χιλιάδες ξεχασμένα πράγματα του αυτοκινήτου. Κοχύλια, αναπνευστήρες, κιτρινισμένες εφημερίδες, διαφημιστικά φυλλάδια, ένα ολόκληρο σύμπαν από τα περισσεύματα αυτού εδώ του κόσμου.
Και κάπου εκεί φυλαγμένο το βιβλίο της Ραφαέλας Χαμπίπη. Οι εκδόσεις Μετρονόμος θαρρείς πως μετρούσανε το ρυθμικό τέμπο των φαναριών του αυτοκινήτου. Κοίταξε το εξώφυλλο. Ένα κολλάζ της Εβίνας Μακρή με φοβισμένα πρόσωπα, ένα μοντέρνο άγαλμα δίχως καρδιά και ο κόσμος αναποδογυρισμένος. Εδώ και εκεί ανάβουν λέξεις, κρυμμένες κάτω από τις συνήθειες της εποχής μας. Τα σύμβολα σκοτεινιάζουν τον κόσμο, μες στην καρδιά του κοριτσιού, φυσάει ένας αδειανός αέρας. “Βία και Φόμο”, έτσι όπως το γράφει στο εξώφυλλο της καινούριας έκδοσης.
Πάντα φανταζόταν πως αυτή η σπάνια συλλογή μες στην φυσικότητα και την ευθύτητά της, δεν αφορούσε παρά μικρά γράμματα, επιστολές, όπως εκείνες που συνθέτουν δίχως κόπο ένα βιβλίο, γεμάτο από το προσωπικό βίωμα μα και την ανάγνωση αυτού εδώ του κόσμου. Μικρά σημειώματα, σαν λεπτομέρειες αποσπασματικές , ψηφίδες μιας πρόζας που φθάνει με την παλίρροια του νου και της καρδιάς, όπως σε κάθε τι που αντλεί από την αθωότητα.
“Το γράφει και εκείνη, για να μην αναζητήσεις τίποτε κλειδιά για αινίγματα που δεν απαντώνται. Φαντάσου όλα να μπορούσες να τα ερμηνεύσεις, τότε το ένστικτο δεν θα σήμαινε τίποτε”, του έλεγε όσο παρέμενε πλάι του, χρόνια πριν. Και η αλήθεια είναι πως η συγγραφέας, είχε σημειώσει με ξεκάθαρα γράμματα, λίγο πριν ξανοιχτεί στο πέλαγος της πρόζας της, είχε παραδεχτεί πως “οι παρακάτω σελίδες αποτελούν τη διαστρεβλωμένη εκδοχή μιας ιστορίας κοινότυπης και χιλιοειπωμένης. Ας τις θεωρήσουμε έναν ακριβό καθρέφτη που μόνη μου έσπασα, έτσι, για να δω τα πράγματα λίγο πιο ενδιαφέροντα – κυρίως για να φανεί το είδωλό μου έτσι ακριβώς όπως το έχω στο κεφάλι μου”.
Ήταν πάντα λοιπόν ο διπλανός, ο άλλος, ο εαυτός που τρέμει σαν φύλλο σε μια τρυφερή προβολή του. Ήταν παιδιά αγέννητα, παιδιά σε λεωφορεία, εκεί που γράφεται η ιστορία της καινούριας μητρόπολης. Ήταν στην οδό Λένορμαν, εκεί “που φοβάται κανείς τους ξένους”, “σε μια παλιά φωτογραφία”, στα χρόνια που έρχονται και φεύγουν με τις πιθανότητες μας δαπανημένες. Υπήρξε κάτι σαν μεταμέλεια, κάτι σαν παράφορη παραδοχή μες στις πρόζες εκείνης της έκδοσης του Μετρονόμου. Ήταν η ατμόσφαιρα, ο καθαρός αέρας της ποίησης που μπορεί και μεταβαίνει από το σύνθετο του πατρικού σου, στα χαρακτηριστικά της εποχής, στο “ακριβό νοίκι”, στο “μεγάλο ψάρι”.
Πόσο μπορούσαν οι πρόζες μες στο βιβλίο να φέρουν μια κάθετη τομή στη νύχτα που φέγγει παράξενα, απροκάλυπτα. Έπειτα θυμήθηκε εκείνο που τόσες φορές έχει ειπωθεί και ας μοιάζει αδάμαστη η αλήθεια του. Πως κάποιος αρκεί για να μεσολαβήσει ανάμεσα στη σκοτεινιά και εκείνο που δεν λέγεται, που δεν προφέρεται και όμως υπάρχει δεμένο γερά με την πραγματικότητα. Σε κάθε έναν από εκείνους τους στίχους, μπορούσε να βρεις έναν καινούριο τρόπο για να ειπωθούν τα πράγματα. Και αυτό καθιστούσε εκείνες τις πρόζες, κάτι σαν επιστολές γεμάτες από τη βιωμένη εμπειρία, εκείνη που επιβάλλουν οι καιροί αλλά και μια άλλη, που συνιστά στάση ζωής με στέρεα λογική.
Τώρα πια η μορφή της καθώς λείπει, θυμίζει τη γυναίκα του εξωφύλλου. Η τελευταία κυοφορεί τις είκοσι και πλέον μικρές και μεγαλύτερες πρόζες. Μες στη δίνη τους η ποιήτρια κατασπαράζει το χρόνο για να βγει στο ξέφωτο του καινούριου εαυτού της, εκείνου που προσχεδιάζουν οι απώλειες, οι σταθερές και οι γκρεμισμένες βεβαιότητες. Ενός εαυτού που ποτέ δεν θα κατορθωθεί. Η Ραφαέλα Χαμπίπη, με στίχους καραβάκια να τραβούν στο πέλαγο του αναπάντητου , πίσω στη μνήμη τρέχει και έπειτα περνάει πάλι ως μέσα στην αγάπη και από την αρχή μικραίνει, καταργώντας κάθε γραμμική εξέλιξη του παράγοντα χρόνου. Και επειδή τα κείμενα μπορεί να σε γελάσουν, η δημιουργός του “Βία και Φόμο” αρνείται κάθε συγκάλυψη που γεννάται μέσα από τη ματαιοδοξία, κάθε επίδειξη που γυρεύει να ραγίσει τα σκοτάδια, εξαρθρώνοντας, αποδυναμώνοντας. Οι πρόζες της σαν να κοιτάζουν πίσω “στα δάκρυα και την εξιλέωση”.
Για μια στιγμή σαν να νιωσε ήρωας μυθιστορηματικός, βαλμένος μες στους κόλπους της κοριτσίστικης σοφίας. Και ήταν η ζωή του στο φόντο, το δεύτερο ενικό πρόσωπο, το αθεράπευτο μοναδικό. Συλλογίστηκε τη θέση από την οποία γράφτηκαν οι πρόζες της έκδοσης από τον Μετρονόμο. Δεν θα μπορούσε τίποτε να φανταστεί, έτσι ουσιαστικά και με αίσθημα που συνοψίζονταν επιθυμίες και πικρίες. Στο νου του επέστρεψε αυτό το δεύτερο, το ενικό πρόσωπο που ξέρει να πολλαπλασιάζεται σε ένα σορό υποκειμενικές προβολές. Δεν υπήρξε τίποτε άλλο από μια εκδοχή του εαυτού μας, όπως δεν θα μπορούσαμε ποτέ να τον συναντήσουμε. Έπειτα κοίταξε την αδειανή θέση στο αυτοκίνητο, ένιωσε τη νύχτα να πέφτει επάνω του με όλη τη βία του κόσμου. Η νύχτα όλα τα έντυνε σαν βάμμα και σαν “φόμο”, κορίτσι που βάφει με σκοτεινιά τα δυο της μάτια. Τα θέματα, όπως τα πρόσωπα και οι τομές στις ιστορίες, μας διαλέγουν και η Ραφαέλα Χαμπίπη σε όλα ετούτα αποκρίνεται, όχι με απροσδόκητες παρεκβάσεις, όχι με ιδιότροπες παρουσιάσεις με λέξεις παράξενες. Μα με την πιο άδολη ευθύτητα και τη σύλληψη του χρόνου, έτσι καθολικά, σαν σε σκηνογραφία προοπτικής, στοχαστικής, βγαλμένης από τα βάθη της καρδιάς, τίποτε λιγότερο. Ολόκληρος ο κόσμος σε μια στιγμή έμοιαζε να ακονίζεται πάνω στην ευφυΐα των αισθημάτων. Σκορπώντας λέξεις και βλέμματα η δημιουργός της καινούριας έκδοσης του Μετρονόμου, ακουμπούσε με τα ακροδάχτυλα της τις θαμπές μποτίλιες, κοιτάζοντας μες στο γυαλί τη μαρτυρία της ζωής της.
“Βία και Φόμο”, ψιθύρισε με μια τσακισμένη φωνή. Και ευθύς σαν να νιωσε τα κύματα που σβήνουν κάθε όνομα. Έσκυψε να δει ότι θα μπορούσε να προλάβει, ένας αμετάδοτος ήχος γεννιόταν μέσα από την καρδιά του. Οι λέξεις αφηγούνταν τον τρόπο που μας παίρνει ο χρόνος τα πάντα , τον τρόπο που η ζωή μας τα επιστρέφει, ζητώντας γι’αντίκρισμα μονάχα την ομορφιά. Το τελευταίο που κατόρθωσε να ακούσει δεν ήταν άλλο από το ρυθμικό μέτρημα του μετρονόμου. Τότε ήταν που είδε τα πράγματα έξω από τον εαυτό τους , δίχως χρόνια και λόγια. Μες στην καρδιά του ακούστηκε ο ήχος των ξεραμένων φύλων του φθινοπώρου. Ακόμη και δίχως την τρυφερότητα, δίχως τη χαρά, η ποίηση μπορεί και τραγουδά. Καρφίτσωσε τ’ονομά της πάνω στον ουρανό και επέστρεψε να βρει την έξοδο. Θα ‘θελε μαζί με την αλλαγή της κατεύθυνσης, να μπορούσε λέει να εξέλθει του εαυτού του. Να μπορούσε να γράψει και εκείνος ποιήματα με εφόδια αποκλειστικά, την εμμονή και τη μνήμη. Με την αισθητοποίηση των εμπειριών.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
http://www.periou.gr 27/09/2025
Στις ρωγμές της σιωπής
Η Βία και Φόμο της Ραφαέλας Χαμπίπη είναι μια συλλογή που αρνείται τις εύκολες ανακουφίσεις. Δεν μιλά απλώς για τη βία και τον φόβο· τους ενσαρκώνει, τους αφήνει να διατρέξουν το σώμα του κειμένου και να το θρυμματίσουν σε μικρά κομμάτια. Η γραφή της δεν είναι μια λογοτεχνική απόπειρα να εξωραΐσει την εμπειρία του τραύματος, αλλά μια χειρονομία ωμότητας: σύντομες, πυκνές εικόνες, λέξεις που μοιάζουν να φέρουν το βάρος μιας σιωπής πιο απειλητικής από τον ίδιο τον λόγο.
Η συλλογή δεν ακολουθεί γραμμικότητα· θυμίζει θραύσματα ημερολογίου ή αποσπασματικές πρόζες, όπου ο χρόνος καταρρέει και η μνήμη γίνεται ένα πεδίο ασταθές. Οι μορφές και οι φωνές που αναδύονται δεν αναζητούν εξιλέωση αλλά καταγράφουν την αγωνία του να ανήκεις, τον τρόμο της απώλειας, την αδυναμία να εκφράσεις όσα παραμένουν πνιγηρά. Σε κάθε σελίδα, η ατμόσφαιρα της βίας λειτουργεί όχι μόνο ως κοινωνικό σχόλιο αλλά και ως υπαρξιακή συνθήκη· δεν είναι κάτι που «συμβαίνει» εκεί έξω, είναι κάτι που διαπερνά την ίδια την εμπειρία του εαυτού.
Αυτό που ξεχωρίζει είναι η πειθαρχία στη γλώσσα: η Χαμπίπη δεν καταφεύγει σε λεκτικές εξάρσεις, αποφεύγει τον εντυπωσιασμό. Επιλέγει την αφαίρεση, την παύση, το άδειο διάστημα. Ο αναγνώστης καλείται να συμπληρώσει τα κενά, να κουβαλήσει μαζί του τις σιωπές του βιβλίου. Το αποτέλεσμα είναι μια αίσθηση εγκλωβισμού, που σε στιγμές μοιάζει σχεδόν σωματική.
Βεβαίως, η ίδια ένταση που κρατά τη συλλογή ζωντανή κρύβει και έναν κίνδυνο: η εμμονή σε συγκεκριμένα μοτίβα μπορεί να δημιουργήσει επαναλήψεις, μια αίσθηση στασιμότητας. Το βιβλίο δεν προσφέρει έξοδο ούτε υπόσχεται λύτρωση· για κάποιους αναγνώστες αυτό μπορεί να μοιάζει με αδυναμία, για άλλους είναι η ακριβής απεικόνιση του πώς λειτουργεί το τραύμα.
Η Βία και Φόμο δεν είναι ποίηση που σε χαϊδεύει· είναι ποίηση που σε γρατζουνά, που σε κοιτάει κατάματα και σε αφήνει μελανιασμένο. Για μια πρώτη συλλογή, δείχνει μια φωνή τολμηρή, συνειδητή, μια φωνή που γνωρίζει πως το σκοτάδι δεν χρειάζεται να κρυφτεί — χρειάζεται να ειπωθεί. Και αυτή η ειπωμένη σιωπή είναι ίσως η πιο ουσιαστική μορφή αλήθειας.
.
ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Fractal 30/09/2025
Προσωπικοί προβληματισμοί, κοινωνικά αδιέξοδα
Πως εκφράζονται οι νέοι ποιητές; Ποιες είναι οι σκέψεις την νέας ποιητικής γενιάς; Ποια είναι τα οράματα των νέων ποιητών; Τι όνειρα κάνουν; Η απάντηση θα μπορούσε να είναι πως οι νέοι ποιητές ανήκουν στο κοινωνικό σύνολο και ως μέρος της σύγχρονης κοινωνίας έχουν τα ίδια βιώματα, που έχει η νέα γενιά στο σύνολό της. Μόνο, που οι ποιητές έχουν και έναν ιδιαίτερο τρόπο να τα εκφράζουν και άρα διαβάζοντας τις ποιητικές τους συλλογές μπορεί να ανακαλύψουμε πολλά και ενδιαφέροντα.
Τέτοιες σκέψεις κάναμε διαβάζοντας την ποιητική συλλογή της Ραφαέλας Χαμπίπη «Βία και φόμο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μετρονόμος». Πρόκειται για ποίηση γραμμένη σε ελεύθερο στίχο, λιτή και περιεκτική με έναν νέο ρεαλισμό, που εκφράζει τις αγωνίες, τις λύπες, τις ιδέες, τα όνειρα, τα οράματα της νέας γενιάς. Τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις.
Το πρώτο συνθετικό του τίτλου είναι η βία, κάτι χειροπιαστό, που ακόμα και όταν κάνουμε τα στραβά μάτια είναι δίπλα μας και η κοινωνία είναι γεμάτη από τέτοια φαινόμενα. Βία, που γεννάει βία και που θα την βρούμε διάχυτη στο σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον. Όμως, τι είναι φόμο; Πρόκειται για μια λέξη, που εκφράζει το πώς νιώθουν οι νέοι σήμερα όταν βλέπουν τα όνειρά τους να γκρεμίζονται. Όταν βλέπουν ότι η ζωή τους δεν πρόκειται να γίνει όπως την είχαν σχεδιάσει. Όταν έχει σκοτωθεί το παιδί μέσα τους. Όταν νιώθουν ένα είδος σύγχρονης κοινωνικής κατάθλιψης. Όταν έχουν να διαχειριστούν ένα συλλογικό τραύμα, που το ίδιο το κοινωνικό περιβάλλον τους έχει προκαλέσει. Το τραύμα πονάει πολύ και επουλώνεται οδυνηρά: «Τα τραύματα επουλώθηκαν / πονάει η γιατρειά / θέλω να σκίσω τα ράμματα / δεν θα υπάρχει γυρισμός / μια λούπα, ένας εφιάλτης μέσα σε έναν άλλον».
Η Ραφαέλα Χαμπίπη μας δείχνει την δική της οπτική γωνία για την μητρότητα. Το πώς αισθάνεται η ίδια για το παιδί, που θα μπορούσε να φέρει στον κόσμο και ποιο θα ήταν το μέλλον του στην σύγχρονη κοινωνία αν ήταν παιδί μετανάστριας, ή παιδί, που ταξίδευε με το μοιραίο τρένο στα Τέμπη: «Δεν σε θέλω εδώ –Δεν τους αξίζεις / δεν αξίζουν την θυσία σου στην Μεσολογγίου / το ξεβρασμένο σωματάκι σου στη Λέσβο / την τέφρα σου στο δεύτερο βαγόνι / ούτε καν την υψωμένη γροθιά σου δεν αξίζουν». Όμως, όσα δεινά και αν συμβούν είναι έτοιμη να το υπερασπίσει: «Σήμερα, όμως, θα παλέψω για λογαριασμό σου» θυμίζοντας μας το άλλο, το υποθετικό παιδί, που είχε αναφέρει στους στίχους του ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και είχε τραγουδήσει ο Παύλος Σιδηρόπουλος, προτρέποντας να το προστατέψουμε με κάθε τρόπο «γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα.»
Η ποιήτρια νιώθει να ασφυκτιά σε ένα περιβάλλον, που μας έχουν πείσει πως έτσι ήταν πάντα, έτσι είναι και πως τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει: «πειστήκαμε πως δεν υπάρχει χάπι εντ, / μη χρειαστεί και το κυνηγήσουμε». Στην γειτονιά της υπάρχει αποξένωση και οι γείτονες δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Το κουδούνι της έχει αντρικό όνομα για ασφάλεια ενώ όσο πιο ψηλά μένει κάποιος τόσο πιο καταξιωμένος νιώθει: «Όσο πιο πάνω ανέβεις, τόσο πιο καθαρή η Ακρόπολη / τόσο πιο καθαρός ο αέρας / τόσο πιο ακριβό το νοίκι / τόσο πιο μεγάλο το ψάρι». Τα κοινωνικά αδιέξοδα γκρεμίζουν τα όνειρα. Η ρουτίνα γίνεται καθημερινή. Το άλλο, το διαφορετικό, το αλλού μοιάζει να μην υπάρχει: «Φτάσαμε / αύριο πάλι / όχι, δεν έχω αλλού να πάω / τα έκοψα τα αλλού / μπορεί να με έκοψαν κι αυτά / Ξέχασα και να ονειρεύομαι», γράφει η Ραφαέλα Χαμπίπη ενώ σε άλλο ποίημα θα διαπιστώσει πικρά: «Απίστευτο μου φαίνεται / αντί για τον κόσμο θα αλλάξω το σαλόνι».
Τέλος, πως βλέπει μια ποιήτρια της νέας γενιάς τη λύση ενάντια στα κοινωνικά αδιέξοδα; Θα κλείσουμε αυτή την σύντομη διερεύνηση στους στίχους της ποιητικής συλλογής της Ραφαέλας Χαμπίπη «Βία και φόμο» με το απόσπασμα, που υπάρχει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της: «Ο βασιλιάς είναι νεκρός / Ζήτω ο βασιλιάς / Στη διαδοχή έχασα το μέτρημα / Ίσως ήρθε η ώρα για μια επανάσταση».
.
Ν.Γ. ΛΥΚΟΜΗΤΡΟΣ
www.oanagnostis.gr 23/10/2025
Ανατομία του Γυναικείου Εαυτού σε μια Δυστοπική Κοινωνία
Στην παρθενική της ποιητική συλλογή, η Ραφαέλα Χαμπίπη μάς παρουσιάζει τη σύγχρονη δυστοπική καθημερινότητα μέσα από τη ματιά μιας νέας γυναίκας. Κυρίαρχα στοιχεία αυτής της καθημερινότητας είναι η βία (σε διάφορες μορφές), καθώς και ο φόβος ότι μπορεί να χάσουμε κάτι, π.χ. μια εμπειρία που βιώνουν οι άλλοι κι όχι εμείς (στα αγγλικά “Fear Of Missing Out — FOMO”).
Το εξώφυλλο του βιβλίου, που φιλοτέχνησε η Εβίνα Μακρή, μας προϊδεάζει για όσα θα ακολουθήσουν. Σε αυτό απεικονίζεται μια γυμνή γυναικεία μορφή, χωρίς να διακρίνονται τα χαρακτηριστικά της, ενώ στο φόντο διαγράφονται διάφορες εικόνες-θραύσματα δημοσιότητας (αποκόμματα εφημερίδων, εξώφυλλα περιοδικών, κ.ο.κ.). Αυτό που κυριαρχεί, όμως, στην εικόνα του εξωφύλλου είναι το παχύ, μαύρο μελάνι που στάζει πάνω στο σώμα της γυναίκας και μεταφέρει στο αναγνωστικό κοινό την ατμόσφαιρα του βιβλίου.
Ένα από τα θέματα που πραγματεύεται η Χαμπίπη είναι ο έρωτας, όπως τον βιώνει η γενιά της, η λεγόμενη “Generation Z” (όσοι/όσες γεννήθηκαν από το 1997 έως το 2009). Το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει την απογοήτευσή του για έναν έρωτα που έσβησε: «Πενθώ εμάς/κι όσα δεν γίναμε/όσα δεν ζήσαμε κι όσα ζήσαμε» («Πένθος», σελ. 13). Η αγάπη μοιάζει να μην αρκεί για να κρατηθεί ζωντανή μια σχέση μέσα σε αυτόν τον κατακερματισμένο κόσμο όπου αυτή η γενιά αναζητά την τρυφερότητα. Οι στίχοι ενός ειδώλου της ποπ μουσικής, της Lana Del Rey, από το τραγούδι με τίτλο “Born to Die” κλείνουν το ποίημα, απηχώντας αυτή τη διαπίστωση: “Sometimes love is not enough and the road gets tough I don’t know why”.
Όταν απουσιάζει η ψυχική σύνδεση, ακόμη και η ερωτική επαφή δεν αρκεί για να φέρει κοντά δύο ανθρώπους: «Κι αρκούσε μόνο να το ξεκαθαρίσεις/με κούτελο καθαρό από τιμιότητα/μόνο για απόψε/το πρωί ήταν για τη νέα σου ζωή/[…] εγώ δεν χωρίζω πια τις ζωές σε πρωί και βράδυ./Πάντα ζούσα για τα άκρα/κι άνευ δράματος, δεν ήσουν και τίποτα» («Ήθελα», σελ. 31). Το ίδιο συμβαίνει και όταν οι σχέσεις σχηματίζονται εν είδει οικονομικού συνεταιρισμού («ένα βιογραφικό που παντρεύεται το άλλο», «Βιογραφικό», σελ. 18). Ανίκανοι να κυνηγήσουν την ουτοπία, οι νέοι συμβιβάζονται μ’ έναν έρωτα που μοιάζει με «συμπλήρωμα διατροφής». Το ποίημα ολοκληρώνεται με μια δραματική διαπίστωση: «[..] φοβισμένοι απ’ τον φόβο/-πρεζάκια του ρεαλισμού/πειστήκαμε πως δεν υπάρχει χάπι εντ,/μη χρειαστεί και το κυνηγήσουμε» (ό.π.).
Κεντρικό ρόλο μέσα στο βιβλίο διαδραματίζει μια δυναμική γυναικεία φωνή που πραγματεύεται μια σειρά από καίρια ζητήματα. Ένα από αυτά είναι η μητρότητα. Η σκέψη της τεκνοποίησης βρίσκεται παντού στην καθημερινότητα. Είναι ταυτόχρονα «μια επιταγή και μια ανάγκη/μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου/ένα καλούπι δελεαστικό» («Μητρότητα», σελ. 16). Κάθε γυναίκα υφίσταται κοινωνική πίεση, η οποία αποτελεί ουσιαστικά μια μορφή βίας, προς την κατεύθυνση της απόκτησης τέκνων. Αυτή η κοινωνική επιταγή πνίγει τη γυναίκα σαν «θηλιά», ενώ ταυτόχρονα της προσφέρει και τη διέξοδο. Η υποταγή στις κοινωνικές συμβάσεις λειτουργεί ως ένα «καλούπι δελεαστικό», το οποίο θα την απαλλάξει από την πίεση που αυτές δημιούργησαν. Από την άλλη, υπάρχει και η «ανάγκη». Η έμμηνος ρύση έρχεται ως υπενθύμιση: «Κάθε μήνα σε περιμένω κι ας μην μπορώ να σε έχω/[…] και μου σκίζει τη σάρκα η απουσία σου/ματώνω φορώντας το χαμόγελο της ανακούφισης» (ό.π.). Το ποιητικό υποκείμενο γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο φωνή όλων των γυναικών. Και αυτών που δεν επιθυμούν ν’ αποκτήσουν παιδιά και αυτών που το επιθυμούν. Ωστόσο, κι αυτές που επιθυμούν τα παιδιά συνθλίβονται από τη μέγγενη της μισθωτής εργασίας («ξαναπεθαίνεις με το πρώτο φως/και το οχτάωρο του γραφείου») αλλά και από τον ζόφο της νεοελληνικής πραγματικότητας. Στους επόμενους στίχους μνημονεύονται, κατά σειρά, η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου («δεν αξίζουν τη θυσία σου στη Μεσολογγίου»), ο πνιγμός ανήλικων προσφύγων («το ξεβρασμένο σωματάκι σου στη Λέσβο») και το έγκλημα στα Τέμπη («την τέφρα σου στο δεύτερο βαγόνι»). Καθίσταται σαφές ότι, ακόμη και αν μια γυναίκα θέλει να αποκτήσει παιδί, οι επικρατούσες πολιτικοοικονομικές συνθήκες λειτουργούν αποτρεπτικά για μια τέτοια απόφαση. Το μόνο που απομένει για το ποιητικό υποκείμενο είναι να παλέψει για να δικαιωθούν τα παιδιά που χάθηκαν και για να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα κάνουν τη ζωή αξιοβίωτη.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα το οποίο πραγματεύεται η φωνή που προαναφέρθηκε είναι αυτό της γυναικείας χειραφέτησης και ενδυνάμωσης. Στο ποίημα «Κάτι σαν επανάσταση» (σελ. 24), το ποιητικό υποκείμενο διατρανώνει την πρόθεσή του να αλλάξει τα πράγματα, καθώς έχει ξεπεράσει το φόβο της προσπάθειας και το φόβο της αποτυχίας. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι πλέον η ζωή του δεν διαφεντεύεται από αυτό που στη φεμινιστική θεωρία αποκαλείται «το ανδρικό βλέμμα» (the male gaze). Γράφει η Χαμπίπη: «Τουλάχιστον δεν φοβάμαι πια/να προσπαθήσω/δεν φοβάμαι να αποτύχω/γιατί δεν είσαι εδώ να με κρίνεις/ζω κάτω από έναν ουρανό/που θα γίνει δικός μου/δεν ζω κάτω από το βλέμμα σου πια». Η αποφασιστικότητα των ανωτέρω στίχων γεννιέται μέσα σ’ ένα περιβάλλον όπου δεσπόζει η συλλογικότητα («είμαι κομμάτι ενός ρεύματος/που θα σαρώσει τα πάντα –μέχρι/και το παρελθόν μου»).
Το μοτίβο της χειραφέτησης και του αυτοκαθορισμού του ποιητικού υποκειμένου απαντάται και στο ποίημα με τίτλο “I am, I am, I am” (σελ. 28). Ο τίτλος παραπέμπει ευθέως στην περίφημη φράση της Esther Greenwood, της κεντρικής ηρωίδας της νουβέλας της Sylvia Plath με τίτλο “The Bell Jar” («Ο γυάλινος κώδων»). Έχοντας καταφέρει να επιβιώσει μιας αλληλουχίας ψυχικών και σωματικών δοκιμασιών, η Esther διακηρύσσει τη συμφιλίωση με την εαυτή της: “I took a deep breath and listened to the old brag of my heart. I am, I am, I am” («Πήρα μια βαθιά ανάσα κι αφουγκράστηκα τον παλιό κομπασμό της καρδιάς μου. Υπάρχω, υπάρχω, υπάρχω», «Ο γυάλινος κώδων», μτφ. Ελένη Ηλιοπούλου, Εκδόσεις Μελάνι, 2007). Κατ’ αντιστοιχία προς την ηρωίδα της Plath, το ποιητικό υποκείμενο διαπιστώνει στο τέλος του ποιήματος: «Κανείς δεν με έζησε όσο εγώ/δεν είμαστε πια δυο ξένες/στο μυαλό μου τα λόγια της Σύλβια/Υπάρχω, υπάρχω, υπάρχω».
Αυτή η πάλη για χειραφέτηση και αυτοκαθορισμό αποκτά και διαγενεακή διάσταση. Οι κόρες αγωνίζονται για όσα δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν οι μητέρες τους. Γράφει η Χαμπίπη στο ποίημα με τίτλο «Αλυσίδα» (σελ. 30): «Κουβαλάμε όσα εκείνες δεν είπαν/όσα δεν τόλμησαν να σκεφτούν/τους πόνους και τους συμβιβασμούς/κι έτσι απλά τις απελευθερώνουμε». Σε αυτόν τον αγώνα, η κατανόηση συνυπάρχει με την οργή και τη θλίψη για όσα δεν έκανε η προηγούμενη γενιά: «Σαν γυναίκα θέλω να σε αγκαλιάσω/σαν κόρη δεν σε συγχωρώ/και λυπάμαι για όσα έχασες/και πενθώ για όσα έζησα» (ό.π.). Κι όσο κι αν οι παλαιότερες αποθαρρύνουν τις νεότερες από το να αγωνιστούν, η ποιήτρια γνωρίζει ότι χαμένοι αγώνες είναι μόνο αυτοί που δεν δίνονται: «Κι αν το πρωί έχω χάσει –το πιθανότερο/θα ξέρω πως δεν πρόδωσα/θα πενθήσω στο τσιμεντένιο μνήμα/πριν πάω στη δουλειά μου/πριν κοιτάξω μόνο αυτή» («Αστική ιστορία», σελ. 45).
Πέρα από τα ζητήματα της χειραφέτησης και του αυτοκαθορισμού, η ποιήτρια θίγει και το ζήτημα της ταξικής διαστρωμάτωσης της κοινωνίας στο ποίημα με τίτλο «Ο μεγάλος κοραλλιογενής ύφαλος» (σελ. 32). Το σκηνικό εξελίσσεται σε μια πολυκατοικία του Παγκρατίου, όπου εξακολουθούν να συμβιώνουν άνθρωποι διαφορετικών εθνικοτήτων («[…] η Κίνα μένει απέναντι […] από πάνω πάντα γαλανόλευκοι»). Όσο ψηλότερα βρίσκεται το διαμέρισμα, τόσο ψηλότερα στην ταξική κλίμακα βρίσκονται και οι ένοικοί του («Όσο πιο πάνω ανέβεις, τόσο πιο καθαρή η Ακρόπολη/τόσο πιο καθαρός ο αέρας/τόσο πιο ακριβό το νοίκι/τόσο πιο μεγάλο το ψάρι»). Κι εδώ, ωστόσο, κάνει αισθητή την παρουσία της η βία που υφίστανται οι γυναίκες με μια διαφορετική μορφή: την άρνηση της ταυτότητάς τους («Το κουδούνι μου γράφει ένα όνομα αντρικό»). Ο φόβος που βιώνει μια γυναίκα όταν μένει μόνη, την αναγκάζει να βάλει στο κουδούνι το όνομα ενός άνδρα για να αποφύγει τις κακοτοπιές. Ως εκ τούτου, η ποιήτρια διαπιστώνει ότι η βία κατά των γυναικών δεν είναι μόνο σωματική. Είναι πολύμορφη και πολυπλόκαμη.
Η συλλογή κλείνει με έναν αισιόδοξο τόνο με το ποίημα «Επίλογος» (σελ. 54). Το ποιητικό υποκείμενο διακηρύσσει την πρόθεσή του να παλέψει για ένα καλύτερο αύριο. Δεν τρέφει αυταπάτες («έρχεται πόλεμος»), ούτε διακρίνεται από μαξιμαλιστικές τάσεις («αντί για τον κόσμο θα αλλάξω το σαλόνι/από κάπου να αρχίσω»). Σημασία έχει ότι ο φόβος έχει υποχωρήσει («αυτήν τη φορά λιγότερο φοβάμαι») και ότι υπάρχει αποφασιστικότητα («Θα κατέβουμε την Κυριακή/[…] Κι αν μας χτυπήσουν,/κι αν ματώσουμε κι εμείς, έχουμε γάζες σπίτι μας»).
Εν κατακλείδι, με την πρώτη της ποιητική συλλογή η Ραφαέλα Χαμπίπη επιτυγχάνει να εκφράσει με ενάργεια τις ανησυχίες της γενιάς της (ή, τουλάχιστον, ενός τμήματος αυτής), μετατρέποντας το προσωπικό βίωμα σε συλλογικό. Διατυπώνει τις σκέψεις της με λόγο χειμαρρώδη (από το βιβλίο απουσιάζουν παντελώς οι τελείες) και αφήνει το αναγνωστικό κοινό να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, χωρίς να προσφέρει έτοιμες λύσεις, παρά μόνο τροφή για σκέψη. Με τη δύναμη της νιότης, κρούει τον κώδωνα της αφύπνισης όσο ακόμα υπάρχει χρόνος:
«Όλα όσα δεν καταλαβαίνεις
τα κάνω για μας
σου δίνω την ευκαιρία
τώρα που ακόμα δεν έχω τη μοίρα σου»
(«Αλυσίδα»)
.


