.
Η Μαρία Γεωργαλά-Καρτούδη γεννήθηκε στη Βουλιαγμένη Αττικής. Σπούδασε Κοινωνιολογία, Διοίκηση Επιχειρήσεων και Δημοσιογραφία στην Αθήνα. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Παρίσι, στον τομέα της Επικοινωνίας και Πληροφορίας. Κατέχει τη διεθνή επαγγελματική πιστοποίηση Συμβούλου Σταδιοδρομίας, GCDF.
Τα παιδικά της βιβλία. Το συναχωμένο αεροπλανάκι και Το παραμύθι με τα χλομά μάγουλα, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ζαχαράκη. Το βιβλίο της Αυτονόητα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φίλντισι. Στο διαδίκτυο κυκλοφορεί το ποιητικό της κείμενο «Το στοργικό χέρι», σε μουσική Α. Καλτσά και σκηνοθεσία Δ. Συλβέστρου.
Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί και περιλαμβάνονται σε συλλογικές δισκογραφικές παραγωγές. Ασχολείται ενεργά με ζητήματα έμφυλης βίας και γυναικείας ενδυνάμωσης.
Η Παρανυχίδα είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.
.
.
ΠΑΡΑΝΥΧΙΔΑ (2025)
Η ΑΡΧΗ
Κοιτάζω γύρω μήπως δω την αρχή.
Τρίβω τα μάτια μου, κάτι νιφάδες χιόνι.
Πιάνω να ξεσκονίσω τον αμφιβληστροειδή.
Τίποτα.
Μόνο τύψεις.
Δεν φαίνονται οι άνθρωποι πουθενά.
Βγάζω στη βεράντα ένα σκαμνί.
Το ’χω από την αρχή αυτό το σκαμνί.
Το ξύλο, οι φλοίδες του ξύλου αλλάζουν
χρώμα όταν θελήσουν.
Άλλες σπάνε και φεύγουν.
Κοιτάζω πέρα. Κανείς.
Μα κανείς; Αναλογίζομαι.
Γιατί;
Ηχούν σειρήνες από άλλους τόπους.
Ισιώνω το χρώμα στο γεράνι.
Ούτε από εκεί απόκριση.
Νέες λέξεις φυτρώνουν στις γλάστρες.
Αυτοφυείς.
Χάρμα οφθαλμών η νεότητα.
Όσο.
Κάθε απόγευμα νοιάζομαι για την αρχή.
Μετά ξεχνιέμαι κι εγώ.
Μαζεύομαι μέσα μόλις δροσίσει.
ΕΡΩΤΙΚΟ
Σαν να είχα ανάγκη τη λύπη σου.
Τίποτα απ’ όσα ήσουν δεν είχα ανάγκη.
Μόνο ένα κατώφλι να περνώ,
μια κούπα αχνιστό νερό με ζάχαρη
κι ένα εχέμυθο δέντρο, δεμένο με σκίνα
και κισσό,
να σε αγκαλιάζω,
να μετρώ τον χρόνο μου στον κορμό του.
Σαν να είχα ανάγκη τη λύπη σου.
Σαν να μην περίσσευε η δική μου.
ΠΑΡΑΝΥΧΙΔΑ
Ασυνόδευτες οι μέρες μου.
Αυτό νιώθω ότι είναι.
Ασυνόδευτες.
Κι οι λέξεις μου το ίδιο κι οι μνήμες
από τον θάνατο ασυνόδευτες,
μοναχικές σαν το δέμα στα ΚΤΕΛ.
Κανείς δεν έρχεται να το παραλάβει,
μουχλιάζει υπό την σκέπη μιας ασεβούς
εγκατάλειψης.
Κοιτάζω ψηλά.
Αποφεύγω να καταμετρήσω απώλειες,
καθημερινές, στην ευθεία
του βλέμματός μου.
Απώλειες ανθρώπων για πάντα
ή «όταν βρω καιρό θα τα πούμε» .
Κοιτάζω ψηλά το φεγγάρι λουσμένο
στο νέον της πόλης.
Όχι, δεν είναι το νέον.
Είναι τσίκνα σε gourmet σελοφάν.
Παρανυχίδα του ουρανού, το φεγγάρι,
ματώνει δημοσίως.
Δεν μας αξίζει τόση αιμορραγία.
Ξαναγυρνώ στην ασυνόδευτη οπτική μου,
παίρνω σβάρνα τους σταθμούς
των λεωφορείων, τραίνων,
ό,τι να ’ναι,
μπας και βρω κάποιο ξεχασμένο δέμα,
δώρο για μένα.
Ψάχνω για νυχοκόπτες ουρανών.
ΜΗΤΕΡΑ
Kt εγώ που νόμιζα πως ήσουν φυλλωσιά.
Ένα ζεστό φαΐ μια κρύα νύχτα.
Το ξεπροβόδισμα στην ανηφόρα.
Στερεή γέφυρα σε μανιασμένο ρέμα.
Σκιά του γίγαντα, οι Άλλοι να φοβούνται.
Κι εγώ που νόμιζα πως ήσουνα το μέλι,
πάνω σε γόνατο που έκλαιγε γδαρμένο.
Πανί βρεγμένο σε μέτωπο που καίει.
Τζάκι φλογάτο να τρώει αγωνίες.
Γωνιά περίκλειστη με χίλια μαξιλάρια.
Δρόμος ξεκάθαρος που δείχνει τη ζωή.
Κι εγώ που νόμιζα πως ήσουν κάτι άλλο,
κι έψαχνα ονόματα για να σε καθορίσω.
Κι εσύ,
μονάχα ήσουνα Μητέρα.
ΚΑΤΙ
Είμαι κάτι.
Δεν ξέρω πώς αλλιώς να με ονομάσω.
Κάτι, ανάμεσα και αντίθετα προς κάτι άλλο.
Κινούμαι χωρίς περιττούς κυματισμούς.
Κάποιες φορές συγκρούομαι τυχαία με κάτι άλλο.
Αποπροσανατολίζομαι.
Όχι.
Αυτή ήταν μια άτυχης περιγραφή.
Ήθελα να πω ότι αιωρούμαι για λίγο
αμήχανα,
αν και δεν έχει εντελώς καμία σημασία
τι ήθελα να πω.
Έπειτα μέσα σε έναν χρονικό συμβιβασμό
κινούμαι εκ νέου,
δίχως περιττούς κυματισμούς.
Προς, από, κάτι άλλο Είμαι κάτι στοιχειώδες.
Αλλοπρόσαλλο.
Ακατέργαστο.
Αδιόρατο.
Απείθαρχο με πειθήνια πορεία.
Κι όμως έτσι είμαι.
Είμαι κάτι.
ΕΜΕΙΣ
Τύλιξα το δέμα και το έθαψα στις ρίζες
της χαρουπιάς.
Η χαρουπιά είναι ένα δέντρο που δύσκολα καίγε¬ται.
Αποτρέπει την πυρκαγιά.
Χάραξα σημάδι.
Το αποτύπωμα της στιγμής που γεννήθηκα.
Να μην ξεχάσω την κρυψώνα.
Μετά από χρόνια,
οι αρχαιολόγοι θα ανακαλύψουν
θαμμένο τον έρωτά μας
Ίσως τον ονοματίσουν κάφφα, σαν σπάνιο
ύφασμα σατέν.
Ίσως να δανειστούν το ανεπαισθήτως του Καβάφη
και ξεκινήσουν φλύαρες συζητήσεις,
πώς τους ήρθε αυτό στη μνήμη.
Μέσα στο δέμα ο έρωτάς μας θα χασκογελά
με τα τερτίπια των άλλων.
Τον Χρόνο,
τον τρέφει η χαρουπιά με το μέλι της.
ΡΗΓΜΑ
Μικρά ρήγματα στην ψυχή μου.
Ένα Ρίχτερ ο σεισμός,
μόνο ένα Ρίχτερ,
πολλές φορές τη μέρα.
Το μικρό που αποτελεί απειλή.
Αυτό που δεν του δίνεις σημασία
και λες «δεν έγινε και τίποτα».
Θέμα χρόνου η κατάρρευση.
Κανείς δε θα μάθει την αιτία.
Μετά την τελική κατάρρευση,
παρακαλώ,
ψάξτε τα υπολείμματα ψυχής.
Βάλτε τα σε δοχείο γεμάτο όστρακα
Γυάλινο να αντανακλά.
Οτιδήποτε γύρω να το αντανακλά.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
Fractal 15/04/2025
«Μόνο η μοιρασιά κάνει τον άνθρωπο να μην φοβάται»
Παρανυχίδα είναι δερματικό εξόγκωμα που δημιουργείται στο πλάι, και συνήθως κοντά στη βάση, του νυχιού -αυτό μας εξηγεί η Wikipedia.
Κι εγώ θυμάμαι τα χρόνια που ήμουνα παιδί πόσο συχνά στις άκριες των δαχτύλων μου εμφανιζόντουσαν παρανυχίδες.
Πρέπει να ήταν γιατί τα χέρια ενός παιδιού ολοένα και ψαχουλεύουνε το κάθε άγνωστο που κρύβεται μέσα σε περιοχές όπου κυκλοφορούν ποικίλες εστίες οργανισμών που αν δεν καταφύγεις στην προστασία της απολύμανσης μπορεί να σου δημιουργήσουν μικρές πληγές, μικρές περιστασιακές ενοχλήσεις.
Ναι αυτό είναι η παρανυχίδα που ξεκινούσε συνήθως από μια μικρή αμυχή, κάποιο ελάχιστο μέρος του δέρματος που ζητούσε να αποχωριστεί από το μέρος όπου ήταν προορισμένο να υπάρχει.
Αυτό λοιπόν είναι η παρανυχίδα -κάτι που ζητά την απελευθέρωσή του χωρίς προηγουμένως να φροντίσει να προστατέψει αυτήν την τάση του.
Οπότε -σκέφτηκα- να γιατί η Μαρία Γεωργαλά έδωσε αυτόν τον τίτλο στην ποιητική της συλλογή.
Κι έτσι αναζήτησα τις μικρές, περιστασιακές ενοχλήσεις που δημιούργησαν τα ποιήματα της συλλογής.
Αλλά από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, η προμετωπίδα φάνηκε να διαφωνεί μαζί μου:
«Το τέλος δεν το φέρνει ο θάνατος
Ο φόβος τον φέρνει»
Μικρή, περιστασιακή ενόχληση δεν είναι το ‘τέλος’ -σκέφτηκα. Αλλά αμέσως μετά πρόσεξα περισσότερο το βάρος των λέξεων: ‘θάνατος’ και ‘φόβος’…
Και διαπίστωσα πως το βάρος δεν πέφτει στον θάνατο, αλλά στον φόβο.
Κι αυτός ο τελευταίος είναι περιστασιακός -έρχεται και φύγει, παρουσιάζεται, αναστατώνει και μετά εξαφανίζεται. Μια παρανυχίδα, λοιπόν, ο φόβος.
Κι έτσι, με μια κάποια σιγουριά, ξεκίνησα να διαβάζω και να ξεφυλλίζω…
Και στο πρώτο ποίημα ανακαλύπτω την πρώτα παρανυχίδα -τον συμβιβασμό:
«Κοιτάζω πέρα. Κανείς.
Μα κανείς; Αναλογίζομαι.
Γιατί;
****
Χάρμα οφθαλμών η νεότητα.
Όσο.
Κάθε απόγευμα νοιάζομαι για την αρχή.
Μετά ξεχνιέμαι κι εγώ.
Μαζεύομαι μόλις δροσίσει»
Ποιήτρια που συλλέγει το πλέον ακραίο νόημα των λέξεων, η Μαρία Γεωργαλά. Εδώ, στο ποίημα αυτό, λέξη κλειδί αυτό το ασήμαντο ΄όσο’ αφήνει να φανούν τα ίχνη του συμβιβασμού.
Και προχωρώ την ανάγνωση:
«Οι δαίμονές μου μ΄ επισκέπτονται
Τη νύχτα.
Πίνουν ρακί και σημαδεύουν τα χαρτιά.
Ψάχνουν αιτίες και κι αφορμές
Να τις καταβροχθίσουν.
Ξανά και ξανά.
***
Κι εγώ μαζί τους ξενυχτώ»
Ποίημα που συνομιλεί με τους εφιάλτες. Και αποδέχεται πως : θα έρχονται ‘Ξανά και ξανά’.
Πάλι μια λέξη κλειδί για το αδιέξοδο.
Και στην επόμενη σελίδα, το επόμενο ποίημα, εικονοποιεί την ενοχή της μη αντίδρασης:
«Τα δυο παιδιά ξεκίνησαν να παίξουνε
στον δρόμο.
Κανένας μας δεν πρόσεξε τις φλόγες
στα μαλλιά τους,
ούτε τα φύκια που έκρυψαν το φως
από τα μάτια.
***
Τα δυο παιδιά δεν πρόλαβαν
να παίξουν μες στον δρόμο.
Ούτε τα χνάρια φαίνονταν, ούτε η
σκανταλιά τους»
Διακόπτω την ανάγνωση. Συναίσθημα ασφυξίας και αναρωτιέμαι αν τελικά η ανάγνωσή μου θα συναντήσει κάτι που ίσως θα συλλαβίσει μια λέξη θετική.
Και να που στο επόμενο ποίημα η λέξη προβάλει: Ερωτικό.
Αλλά έχω βιαστεί, γιατί το ποίημα δυο φορές υπενθυμίζει:
«Σαν να είχα ανάγκη τη λύπη σου»
Ενώ λίγο μετά και λίγο πιο πριν, ξεκάθαρα δηλώνει πρώτα: «Τίποτα απ΄ όσα ήσουν δεν είχα ανάγκη» και λίγο αργότερα: «Σαν να μην περίσσευε η δική μου»
Λέξη κλειδί, λοιπόν, όχι ο έρωτας, αλλά η αποξένωση.
Αποξένωση -τελικά ίσως η εναλλακτική πρόταση τίτλου της συλλογής.
Αυτό σκέφτομαι καθώς διαβάζω το ποίημα με τον τίτλο ‘Παρανυχίδα’ :
«Κοιτάζω ψηλά.
Αποφεύγω να καταμετρήσω απώλειες,
καθημερινές, την ευθεία
του βλέμματός μου.
Απώλειες ανθρώπων για πάντα
ή ‘όταν βρω καιρό θα τα πούμε’»
Μια τόσο εύστοχη, όσο και ευαίσθητη επισήμανση μικρών ενοχλήσεων από την αποξένωση.
Α, αυτός ο ‘άλλος’. Πάντα αναγκαίος και πάντα απορριπτέος. Πού τελικά η παρουσία του θα μας οδηγεί -μέγα λάθος!- στην καταφυγή της απομόνωσης.
«Από ποιους είσαι εσύ;
Από τους καλούς ή τους κακούς;
Τί θέλεις κι έρχεσαι ακάλεστος τέτοια μέρα;
Φοράς κουκούλα στο κεφάλι ή έχεις μάτια
κρίνους;
Σε αυτό το παλιοπαντέλονο, φθαρμένο στους
αιώνες,
τί άραγε κρύβεις;»
Και προτού συνεχίσω την ανάγνωση, δεν μπορώ παρά να σταθώ και να θαυμάσω την ευρηματικότητα της ποιήτριας με εκείνη την έκφραση: παλιοπαντέλονο, φθαρμένο στους αιώνες.
Κι αμέσως μετά… Α, αμέσως μετά, κάθε αρνητική σκέψη, κάθε παράπονο ή φόβος αποσύρονται…
«Το σπίτι μου δεν έχει πόρτες,
μόνο παράθυρα.
Αν θέλετε να έρθετε στο σπίτι μου,
αφήστε τον εαυτό σας,
με όλο του το βάρος,
απ’ έξω.
Αλλιώς μην έρθετε.
Αλλιώς καλώς να ορίσετε»
Εδώ η λέξη κλειδί είναι η επικοινωνία. Η παρανυχίδα εξουδετερώνεται.
Κι άλλωστε:
«Να αλλάζεις το εντός
για να αλλάξει το εκτός» -η συμβουλή σε επόμενο ποίημα.
Και κάπως έτσι συνεχίζω να διαβάζω και να αναζητώ τις λέξεις σύμβολα στο κάθε ποίημα.
Κάποια από αυτά προσωποποιούν συνθήκες : μητέρα = προστασία…
«Πανί βρεγμένο σε μέτωπο που καίει.
Τζάκι φλογάτο να τρώει αγωνίες»
Κάποια από αυτά καταφέρνουν να περιγράψουν το πλέον φευγαλέο: το παρόν.
«Η στιγμή είναι πάγωμα του χρόνου.
Η στιγμή είναι άγγιγμα του χρόνου.
Η στιγμή είσαι εσύ, μέρος του χρόνου.
Η στιγμή σου χαρίζει τον χρόνο»
Και κάποια άλλα να ζωγραφίσουν την φθορά:
«Τώρα τελευταία το λακκάκι
Στο χαμόγελό σου
Έχει γεμίσει λασπόνερα»
Και κάπου εδώ λέω να σταματήσω να καταγράφω τις εντυπώσεις μου από τις αναγνώσεις των ποιημάτων της Μαρία Γεωργαλά.
Να ανακαλύψω λέξεις κλειδιά – διαχρονικές παρανυχίδες της καθημερινότητας… Την ευάλωτη νεότητα: Τα μαλλιά μου, δίχτυα γεμάτα ιππόκαμπους* αλλά και τη νεότητα τη συνώνυμη με το ταξίδι: Ήταν εποχές που είχα συνεχώς μια βαλίτσα κάτω απ΄ το κρεβάτι* όμως και την κατάσταση, τη συναίσθηση του γήρατος: Ήρθε η ώρα να φανεί, πόσο κοντά ήταν το μακριά. Κι όσα πρεσβεύαμε για σίγουρα, να γίνονται άμμος σε τρύπια κλεψύδρα.
Εκείνο που κατάφερα είναι να αισθανθώ της αίσθηση μιας καταβύθισης στα συναισθήματα που όλοι μας βιώνουμε, αλλά που κάποιοι μόνο ποιητές καταφέρνουν με σύντομες φράσεις, κάποτε και μόνο με δυο ή τρεις λέξεις να τα περιγράφουν
Πώς το καταφέρνουν; Μα το ταλέντο θα μου πείτε.
Ασφαλώς το ταλέντο, αλλά το ταλέντο κάθε φορά και με τον εντελώς προσωπικό τρόπο του κάθε δημιουργού εκφράζεται. Και αποκτά τη δική του αυτόνομη οντότητα -τελικά υπάρχει δημιουργός πίσω από ένα έργο; Ή αυτό από τη στιγμή που δημιουργήθηκε, γίνεται οντότητα ελεύθερη και ανεξάρτητη;
«Είμαι κάτι στοιχειώδες.
Αλλοπρόσαλλο.
Ακατέργαστο.
Αδιόρατο.
Απείθαρχο με πειθήνια πορεία.
Κι όμως έτσι είμαι.
Είμαι κάτι»
Η συλλογή ‘Παρανυχίδα» είναι η πρώτη ολοκληρωμένη εκδοτική εμφάνιση της Μαρίας Γεωργαλά στην ποίηση.
Εγώ ο ίδιος δεν είμαι ποιητής. Αλλά ως αναγνώστης ποίησης θα ήθελα να την ευχαριστήσω που μοιράστηκε μαζί μου τόσα πολλά.
Κι άλλωστε -όπως και η ίδια έχει σημειώσει: Μόνο η μοιρασιά κάνει τον άνθρωπο να μην φοβάται.
.
.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ
ΠΕΡΙ ΟΥ 12/04/2025
Παρανυχίδα
Η Μαρία Γεωργαλά-Καρτούδη στην πρώτη ποιητική συλλογής της καταπιάνεται με τα μικρά, καθημερινά ενοχλήματα, τις μικρές, καθημερινές ήττες ή απογοητεύσεις που φύονται ξαφνικά στο σώμα και την ψυχή και απαιτούν εκνευριστικά την προσοχή μας. Γι’ αυτό το γεγονός ότι επιλέγει να τιτλοφορήσει τη συλλογή της ως Παρανυχίδα (εκδόσεις Μετρονόμος, 2025) δεν είναι διόλου τυχαίο. Στο οπισθόφυλλο της καλαίσθητης έκδοσης νομιμοποιείται αυτή η επιλογή. Διαβάζουμε για την παρανυχίδα: Υπάρχει, ενώ, λίγο πριν δεν υπήρχε./ Εθελοτυφλείς, δεν σε αφήνει. Ενοχλεί./ Φλεγμαίνει, κοκκινίζει, απειλεί, αιμορραγεί./ Κι εντός κι εκτός. Εκλιπαρεί για φροντίδα./ Τη φροντίζεις, ηρεμεί, την ξεχνάς, σε ξεχνάει,/ τη θυμάσαι, σε πονάει./ Είναι εκεί. Κομμάτι του κορμιού, του νου,/ παρασιτικά χρήσιμη, υπενθυμίζει τη ζωή./ Σε θυμάται ξανά. Ξαφνικά. Καταλαβαίνουμε, επομένως, ήδη από την πρώτη ανάγνωση ότι η ποιήτρια επιλέγει να φωτίσει, να περιθάλψει και να κατανοήσει τα μικρά εκείνα ολισθήματα του νου και της καρδιάς που γεννούν δυσανάλογο πόνο. Ολισθήματα που προκαλεί είτε ο ίδιος ο εαυτός είτε το εξωτερικό περιβάλλον και βιώνονται ως οδυνηρά ή και ενοχλητικά, μην αφήνοντας το μυαλό και την ψυχή να βρουν απάγκιο γαλήνης και ηρεμίας και δημιουργώντας μικρές ή μεγαλύτερες ρωγμές που την απειλούν («Ρήγμα», σ. 49). Την έκδοση συμπληρώνουν εικαστικά έργα της Αναστασίας Καρούση, τα οποία συνομιλούν διακαλλιτεχνικά με την ποιητική γλώσσα.
Η ποιήτρια ανατέμνει το συμπαγές υλικό της σε τριάντα ένα ποιητικά κείμενα, τα οποία χωρίζονται, περισσότερο νοητά, σε τρεις αλληλοσυμπληρούμενες ενότητες, όπου σε καθεμιά προτάσσεται μια υπαινικτική και αφοπλιστική προμετωπίδα. Πιάνει το νήμα από την αρχή, από την πρωτεϊκή κι αρχέγονη αφετηρία των πραγμάτων αναζητώντας μια πυξίδα ως σημείο αναφοράς στο οποίο όλο και επιστρέφει. Μπορεί να είναι ένα αντικείμενο, μια αίσθηση, ένα πρόσωπο, ένα γεγονός, ένας τόπος, μια ώρα. Ώρα συνήθως νυχτερινή, οπότε αντιμάχεται το υποσυνείδητο παλινδρομώντας στον άξονα της μνήμης. Σκηνοθετεί πρωτοπρόσωπες εξομολογητικές πρόζες με έντονη εικονοποιία, χωρίς να χάνει την ευρύτερα ανθρωπιστική και κοινωνική της θέση («Black lives matter», σ. 37). Δεν ομφαλοσκοπεί, καθώς μιλά για τον έρωτα σε άμεση συνάφεια με το έτερο αγαπημένο πρόσωπο. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο έρωτας στην ποίησή της παρουσιάζεται ως ένας μηχανισμός δράσης – αντίδρασης με τα δυο πρόσωπα να βρίσκονται σε συνεχή εγρήγορση και τα συναισθήματά τους να διαπλέκονται σε μια σχέση πλήρους αλληλεξάρτησης («Δύο», σ. 50-51). Μπροστά στη νομοτελειακή συνθήκη του έρωτα η αξιοπρέπεια και η λογική μοιάζουν παροπλισμένες («Όλα λάθος», σ. 24-25), με τη λυρικότητα και τον ρομαντισμό («Κέρος», σ. 53) να αντανακλούν την πιο ακήρατη και απαράμιλλη ομορφιά του, αυτήν του έρωτα της εφηβείας («Ρυάκι», σ. 54).
Η υπαρξιακή αγωνία της ποιήτριας ωθεί τον χρόνο να διαστέλλεται κάτω από μια ομπρέλα κινδύνου («Αγγείο» σ. 16), ενώ το βάρος του καταργείται μπροστά στα μεγάλα παράθυρα της αλήθειας, δημιουργώντας μια πολύ ενδιαφέρουσα συσχέτιση μεταξύ φωτός, όρασης και πραγματικότητας («Σπίτι», σ. 17). Η διαστολή του χρόνου, το κινηματογραφικό πάγωμα της στιγμής, επιτρέπει την αντιμετώπιση του εαυτού, την κατανόηση της θέσης του και την οριοθέτησή του σε σχέση με τους άλλους («Στιγμή», σ. 23). Η ποιητική φωνή, που αιωρείται σε έναν αναπόφευκτο χρονικό συμβιβασμό («Κάτι», σ. 29), επιλέγει την παιδικότητα ως χρονοτοπικό σημείο αναφοράς, ακόμα κι όταν ο λυρικός λόγος της θυμίζει αρχαίο κομμό και ακροβατεί ανάμεσα στη μνήμη και την απώλεια, το αίμα και το χώμα («Θρήνος», σ. 20-21). Το διακύβευμα επί της ουσίας φαίνεται να μην είναι άλλο από το αν θα τα καταφέρουμε να φανούμε αντάξιοι των προσδοκιών μας, αν θα φανούμε τελικά συνεπείς απέναντι στον εαυτό και τη συνείδησή μας («Τρύπια κλεψύδρα», σ. 36).
Ενδιαφέρον, ακόμα, παρουσιάζει η επιλογή της ποιήτριας να κινείται σε εκφραστικές τεχνοτροπίες που εμφορούνται από το πνεύμα των αισθητικών ρευμάτων του μοντερνισμού και του υπερρεαλισμού, με καλύτερο δείγμα το ποίημα «Υδρορροή» (σ. 30), απ’ όπου ενδεικτικά παραθέτω κάποιους στίχους: Οι υδρορροές της πόλης στάζουν αίμα./ Το αίμα έχει μυρωδιά κόκκινη […] Βάφει τα βρύα και τα υπόγεια νερά./ Αυτά βιάζουν το γαλάζιο της θάλασσας./ Τα ψάρια στέκονται μονόφθαλμα./ Από το μάτι τους στάζει αίμα. […] Το παιδί με τη ματωμένη ανάσα, πεθαίνει./ Γεννιέται ως μονόφθλαμο ψάρι.
Κεντρική θέση στο βιβλίο έχουν τα δύο ποιήματα που συζητούν την επίδραση του φόβου στο σώμα, τον νου και την ψυχή με την έμφυλη προσέγγιση να κατονομάζει την άποψη της ποιήτριας σε ό,τι έχει να κάνει με τη θέση και την αντιμετώπιση της γυναίκας διαχρονικά. Ο φόβος μοιάζει με βδέλλα που κολλάει στο κορμί και δεν μπορεί κάποιος να απαλλαγεί εύκολα από αυτόν αλλά και από τις επιπτώσεις του. Ο φόβος είναι ανεξίτηλο άγγιγμα […] γεννιέται στον ψίθυρο […] κραυγή σε αυτιά κωφών […] αρχίζει να περπατάει μέσα στα ερείπια της λογικής […] δεν έχει χρόνο/ συμβαίνει πάντα/ δεν έχει χώρο/ συμβαίνει παντού[…] έχει φύλο και είναι Γυναίκα/ έχει μνήμη, που δεν μπορεί να σβηστεί («Φόβος», σ. 32-33). Σαρωτική η δύναμη του φόβου κυριαρχεί επί των αισθήσεων, επί της λογικής μουδιάζοντας το σώμα και ακινητοποιώντας τον χρόνο. Το επιμύθιο, η λύση και η λύτρωση εμφανίζονται στους καταληκτικούς στίχους του δεύτερου ποιήματος: Μόνο η μοιρασιά κάνει τον άνθρωπο/ να μη φοβάται. («Φόβος (πάλι)», σ. 34-35).
Η ποιήτρια απέναντι σε ό,τι την κρατά δέσμια επιχειρεί να ανοίξει λαγούμια σκαρφιζόμενη, ενίοτε φανταστικές, διεξόδους, που μοιάζουν ανοίκειες αλλά όχι ανεδαφικές, μετερχόμενη μιας λεπτεπίλεπτης ειρωνείας και ελαφρού σαρκασμού, πάντοτε όμως με ειλικρινή πρόθεση, σε σχέση με την τυφλότητα της εποχής που περί άλλα τυρβάζει («Λαγούμι», σ. 38-39). Πάντως, η Γεωργαλά-Καρτούδη φαίνεται να επιστρέφει στον έρωτα, ακόμα κι όταν διερωτάται ή αμφισβητεί την πραγμάτωσή του («Νεραντζιές», σ. 52), ως τη μόνη πυξίδα που υπερνικά τους ασφυκτικούς χρονικούς περιορισμούς και νομιμοποιεί διεξόδους καθαρτικές φυτεύοντας τον σπόρο που θα γεννήσει το δέντρο («Εμείς», σ. 43). Από την άλλη η ώριμη ποιητική φωνή έχοντας επίγνωση του χρόνου, που δε σταματά ποτέ να τρέχει, συνειρμικά αναπολεί την εποχή της νεότητας, συμφιλιώνεται μαζί της, αν και τη θυμάται με νοσταλγία και τρυφερότητα, και παρατηρεί πώς ερμηνεύει εαυτόν στις διαφορετικές χρονικές στιγμές της («Χαμόγελο», σ. 44-45). Γι’ αυτό και κουβαλά μαζί της πάντα μια βαλίτσα, για να μπορεί να (ξε)φεύγει ή νομίζει ότι μπορεί να (ξε)φύγει, μέχρι που κάτι τέτοιο μοιάζει ανούσιο, όταν αντιλαμβάνεται πια ότι δεν είναι τα εξωτερικά ερεθίσματα που μας καθορίζουν, όσο η εσώτερη διάπλαση του εαυτού: Τώρα κουράστηκα να φεύγω./ Έχω βάλει τη βαλίτσα για προσκεφάλι/ και κοιτάζω τα πεφταστέρια./ Δεν έχω ανάγκη πια ούτε τις φωτογραφίες./ Τις πέταξα και δαύτες./ Όλα από μέσα βαραίνουν και ακινητοποιούν./ Γυρίζει τώρα το μυαλό σε λόγια ατερμάτιστα./ Ως φτερωτή σε μύλο. («Η βαλίτσα», σ. 46-47).


