ΚΑΣΣΙΑΝΗ ΜΑΡΤΙΝΑΚΗ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

ΣΤΗ ΓΗ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ
πνοές – φωνές της ποίησης  (2025)

Σημειώσεις για τον αναγνώστη

Πίσω από τα παραμύθια κρύβεται πάντα ο ανήσυχος νους του ανθρώπου, αφού μόνο αυτός ερμηνεύει κι αναπαρασταίνει τον φυσικό κόσμο. Θεώρησα πρόκληση την πρόταση να μιλήσω με τη φωνή του ανέμου και δεν το μετάνιωσα στιγμή! Πιστεύω πως αυτό το έργο που ξεπήδησε τόσο γρήγορα στο χαρτί, σαν έτοιμο από καιρό, είναι ένα από τα πιο ώριμα της μέχρι τώρα ποιητικής παραγωγής. Βοήθησε σ’ αυτό πολύ η φίλη ποιήτρια Κασσιανή Μαρτινάκη, που εμπνεύστηκε αυτό το ποιητικό παραμύθι.
Ο άνεμος συμβολίζει την αέναη κίνηση, την κρυμμένη δύναμη, την ανατροπή, την καταστροφή, αλλά και το ταξίδι, την περιπέτεια, την εξερεύνηση, την αποκάλυψη που όλοι ποθούσαν. Από την άλλη, η γη είναι το ανεξάντλητο κεφάλαιο, η περιουσία της ανθρωπότητας, το μόνο μας σπίτι, η τροφή και το νερό μας, η ίδια μας η ζωή.
…/…

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου

Υπάρχουν, λοιπόν, κάποια παράξενα απογεύματα. Στα τελευταία σκιρτήματα της άνοιξης, την ώρα που οι δείκτες του ρολογιού αργοκινούνται μαζί με τις τελευταίες μενεξεδιές αποχρώσεις του ουρανού, τυχαίνει κάποτε και αιωρούνται στιγμές ανεπανάληπτης συγχρονικότητας. Από μια τέτοια στιγμή ξεπήδησε το ποιητικό σύνολο που κρατάτε στα χέρια σας. Ποιητικό παραμύθι το χαρακτηρίζει ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου και σίγουρα ο ισχυρισμός δεν είναι ανυπόστατος. Ποιητικό είναι και παραμύθι είναι ως προς το γεγονός ότι επενδύει στην ανθρωπομορφική προσέγγιση των στοιχείων της γης και του ανέμου. Αποπνέει, όμως, την ίδια στιγμή έντονα έναν αφοπλιστικό ρεαλισμό, καθώς δεν υπάρχει καμιά μυθική διάσταση στις εικόνες που παίρνουν μορφή, όσο ο διάλογος μέσα στη γη και στον άνεμο εξελίσσεται.

…/…

Κασσιανή Μαρτινάκη

Ο άνεμος λέει…
Πνοή πρώτη

Μ’ έχει γεννήσει το πανί σ’ ένα τρικάταρτο
το κρώξιμο του γλάρου και τ’ αλάτι
βροχή που έραινε θολό το μπλε, το μοβ
ο γδούπος ο βαρύς, φύκια γεμάτος
κι όλα στον δρόμο μου αφρός, καρίνα μάχιμη
όλα τα ύφαλα κοράλλια, πεταλίδες

κι ας λένε όσοι τη ζωή
καλά άε γνώρισαν.

Τον άνεμο γεννάει το ταξίδι!

Η γη λέει…
Φωνή πρώτη

Ζάρι στο χέρι ενός αμούστακου θεού
μ’ ένα καπρίτσιο ρίχτηκα
στο προαιώνιο τίποτα.
Καυτό λιωμένο μέταλλο στα σπλάχνα μου
άλλο δε γνώρισα απ’ τη βία και το θειάφι.

Γύρω μου άστρα ατέλειωτα να παίζουνε στη νύχτα
γύρω μου σκόνη λαμπερή, και στην παλάμη μου ένα φως.

Κι έφτιανα χέρια πέτρινα,
για να βρει νύχτα ο καιρός να ξαποστάσει.

Ο άνεμος λέει…
Πνοή έβδομη

Είσαι η μάνα
το νερό κυλάει στα σπλάχνα σου
στην αγκαλιά σου μεγαλώνει το χορτάρι
πάνω στη ράχη σου βουνά,
κατσίκια, άλογα

δέντρα την άνοιξη γιορτάζουν στολισμένα.

Κι αν συννεφάκια σου φυσώ
για να ποτίζεσαι
κι αν σου χαϊδεύω τα μαλλιά τα μεσημέρια,
πέρα από σένα το κενό, το μαύρο τίποτα:

Μόνο το χέρι του Θεού
που βράχια ρίχνει.

Η γη λέει…
Φωνή έβδομη

Ψιλή βροχή ποτίζει μπλε τις αμυχές μου.
Στις παρυφές αρχαίες μνήμες μου κουρνιάζουν.
Ακτίνες φως να ιριδίζουν λαμπερές
σταγόνες να φορούν χιλιάδες χρώματα
με τις αλαφροΐσκιωτες ψυχές να κυνηγούν
γυμνές τόξα ουράνια στο κατόπι.
Μάγουλα, ρόδα άλικα να βάφουν τις στιγμές
φρούτα κι αρώματα γλυκά να ταξιδεύουν.
Να στρίβω κύκλους την κανέλα, να της γνέφω;
«πήγαινε φως μου να γλυκάνεις τους καιρούς».

(Μύρια παιδιά κι ίσως αυτό το πιο ακριβό μου.)

Να ετοιμάζω ανθάκια γιασεμιού χέρια ζεστά
να τα στολίζουν στα μαλλιά μικρά κορίτσια
δαντέλες στις ακτές σπασμένες ·θλίψεις
κι οι αμμουδιές στρωμένες μ’ έρωτα, με πόθους.
Κι οι μεταξένιοι ιστοί, τ’ άσπρα φεγγάρια
στο ασημί τους να γελούν στην εντροπία.

Κι όλα σε κύκλους σιωπηλούς, σχεδόν μοιραίους.

Ο άνεμος λέει…
Πνοή δέκατη τέταρτη

ρίγος στα φύλλα
μικρή ριπή και παύση
σκιές καμπύλες.

[…]

Ρυτιδωμένο
νερό της λίμνης τρέμει
καλάμι μόνο.

Η γη λέει…
Φωνή δέκατη τέταρτη

Πράσινος μίσχος
λουσμένος φως της αυγής
αγιάζι μέρα.

[…]

Σταγόνα δροσιάς
της λίμνης το νούφαρο
λευκή αγάπη.

Ο άνεμος αποχαίρετά…

Τα μεσημέρια σας, κουρνιάζω στις σκιές
ήλιος μονάχος πυρπολεί τα κεραμίδια
μήτε πουλιά μήτε φευγάτα άσπρα σύννεφα
τζιτζίκια μόνο τραγουδούν στα μέσα κλωνιά.

Το κάδρο γέρνει μες στο φως
βαραίνει στ’ όνειρο
μένει για πάντα στο μυαλό
με μια ζωντάνια,
που σε τρομάζει ώρες-ώρες σαν βυθίζεσαι:

Το όνομά σου μουρμουρίζει
σε προσμένει.

Η γη αποχαιρετά..

Αρπάζεσαι από τα μαλλιά μου, στροβιλίζεσαι
σιδηροδέσμιος της δίνης μου, της μοίρας
στις χίλιες γλώσσες των πουλιών χρησμούς αφήνεις
στο φως στο βλέμμα ενός προφήτη γυρολόγου:

«Στάζει Θεός σε κάθε ανατολή, σε κάθε δείλι
Θεός σε κάθε συνοχή, σε κάθε βράχο
κρατιέται η ύλη και το φως με μιαν αγάπη
κι όταν αηδόνια τραγουδούν
κι όταν λουλούδια ξεδιπλώνονται στον ήλιο,
κι όταν γεννιούνται και πεθαίνουν οι εποχές,
το Θέλημά Του».

Και στη σταγόνα του νερού
μήτε στεριά μήτε πνοή, η Θεία Χάρη:

λίγο από σένα κι από μένα και ζωή.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.