ΕΥΑ ΠΟΛΥΒΙΟΥ

Η Εύα Πολυβίου γεννήθηκε στη Λευκωσία, όπου και ζει με τον σύζυγο και την κόρη της. Σπούδασε κλασική φιλολογία και ιστορία του αρχαίου κόσμου, πρώτα στην Κύπρο και ακολούθως στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Εργάζεται ως καθηγήτρια στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας και παράλληλα δραστηριοποιείται στον χώρο των γραμμάτων και του πολιτισμού, κυρίως μέσω του Κέντρου Λογοτεχνικών και Πολιτισμικών Σπουδών (ΚΕΛΟΠΟΣ), του οποίου είναι ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος. Μελέτες και άρθρα της έχουν δημοσιευθεί σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων, ενώ έχει δημοσιεύσει επίσης διηγήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά στην Κύπρο και την Ελλάδα. Οι ορτανσίες είναι το πρώτο της βιβλίο.

.

ΟΙ ΟΡΤΑΝΣΙΕΣ (2025)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Από τα σοκάκια ενός ορεινού χωριού της Κύπρου τη δεκαετία του ’70 ως τις μεγάλες λεωφόρους μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής μητρόπολης, η Ελένη αφηγείται θραύσματα της ζωής της, εικόνες, ήχους και παραδόσεις μιας εποχής που πέρασε. Τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια ξεδιπλώνονται μέσα στον απόηχο του πολέμου, αλλά και υπό τη σκιά μιας ψυχικής νόσου, για να συναντήσουν εν τέλει το παρόν. Σταθερό σημείο αναφοράς τού τότε και του τώρα, οι ορτανσίες.
Στο πρώτο της βιβλίο, η Εύα Πολυβίου συνθέτει με μαεστρία μία σπονδυλωτή νουβέλα με εννέα κεφάλαια που, ως άλλα κομμάτια ενός πολύπλοκου παζλ, τοποθετημένα στη σωστή σειρά στοιχειοθετούν μία εν πολλοίς ενιαία αφήγηση, προσφέροντας στον αναγνώστη μια ιστορία ενηλικίωσης, ιδωμένη αντίστροφα μέσα από τη μνήμη, την κρίση και τη λογοτεχνική φαντασία της ηρωίδας της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙ

Τα βράδια του καλοκαιριού, ο κεντρικός δρόμος του χωριού μας με τα μαγαζάκια του και τις ολάνθιστες ορτανσίες στα μεγάλα παρτέρια πάνω στα πεζοδρόμια έσφυζε από ζωή. Οι αργόσχολοι παραθεριστές -κυρίως ζευγάρια συνταξιούχων, αλλά και αρκετοί δημόσιοι υπάλληλοι από την πρωτεύουσα με τα παιδιά και τα σκυλιά τους- περιφέρονταν νωχελικά, φλυαρώντας μεταξύ τους και απολαμβάνοντας τη δροσερή αύρα του βουνού. Κάθε τόσο κοντοστέκονταν, για να χαιρετήσουν κάποιον γνωστό τους που ερχόταν από απέναντι, και ύστερα συνέχιζαν τη βόλτα τους χαζεύοντας αδιάφορα δεξιά κι αριστερά. Τη φασαρία όλου αυτού του συρφετού κάλυπτε πλήρως το κασετόφωνο του Χάμπου απ’ το καφενείο στη γωνιά, που έπαιζε στη διαπασών όλα τα μεγάλα σουξέ της εποχής: «Μαρία με τα κίτρινα» του Βασίλη Δημητρίου, με τη φωνή της Αλεξίου, «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε» με τη Βίκυ Μοσχολιού, «Κορίτσι με τα παντελόνια» του Μανώλη Μητσιά, και φυσικά, «Το πουκάμισο το θαλασσί» του Κουγιουμτζή, με τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα. Γιατί η ζωή προχωρούσε μπροστά, μαζί της και εμείς, κι ας ήταν ακόμη οι μνήμες τόσο νωπές και επώδυνες, τουλάχιστον για τους μεγαλύτερους. Λίγο πριν δύσει ο ήλιος και προτού αρχίσει για τα καλά η
μεγάλη κίνηση, μαζευόμασταν όλες οι φιλενάδες στην ταράτσα του ξενοδοχείου Ηλύσια, στο πιο κεντρικό σημείο του δρόμου, για να τα πούμε και να κόψουμε κίνηση. Η Μαρία, η Φρόσω, η Σοφία, η Φωτεινή κι εγώ. Από τις πέντε μας, η Φωτεινή ήταν η μόνη που έμενε στη Λευκωσία και έμπαινε στην παρέα μας κάθε καλοκαίρι, όταν ερχόταν στο χωριό για να περάσει τις διακοπές με τον παππού και τη γιαγιά της. Αυτή την ώρα ξεπρόβαλλε και ο Νίκος, ο μοναχογιός του μπακάλη, με το μηχανάκι του, για να πουλήσει παγωμένα σιροπιαστά από πόρτα σε πόρτα. Γαλακτομπούρεκα, κανταΐφια, μπακλαβάδες με φιστίκι, και σάμαλι που μοσχομύριζε μαστίχα, είχαν μεγάλη πέραση μεταξύ των παραθεριστών, που σηκώνονταν από τη μεσημεριανή σιέστα και τους χρειαζόταν λίγη ενέργεια πριν βγουν στο βραδινό σουλάτσο.
Ο Νίκος ήταν ο ωραίος του χωριού. Δεν ξέρω αν εκείνο το θαλασσί πουκάμισο που είχε καθιερώσει και φορούσε κάθε μέρα το είχε εμπνευστεί απ’ το ομώνυμο τραγούδι, ή αν είχε αντιληφθεί πόσο πολύ ταίριαζε με το χρώμα των ματιών του, πάντως, αυτή η χρωματική αρμονία σε συνδυασμό με τα τρία ανοικτά κουμπιά που άφηναν να φανεί το ηλιοκαμένο του στέρνο, τον έκαναν να μοιάζει στ’ αλήθεια με σταρ του σινεμά.
Όλες μας ήμασταν λίγο τσιμπημένες μαζί του, αλλά η Σοφία δεν έκανε τίποτε για να το κρύψει.
Το πουκάμισο το θαλασσί,
μια φορούσα εγώ και μια εσύ,
σιγοτραγουδούσε κάθε φορά που τον έβλεπε να περνάει από μπροστά μας. Εκείνος έκανε πως δεν άκουγε, αλλά το στήθος του φούσκωνε σαν παγώνι. Προχωρούσε αργά, περνώντας τάχα αδιάφορα το χέρι του μέσα απ’ την πλούσια σγουρή του κώμη, και οι αθώες καρδούλες μας πήγαιναν να σπάσουν απ’ την πρωτόγνωρη επιθυμία.
Μόνο η Φωτεινή δεν φαινόταν να συμμερίζεται τον ενθουσιασμό μας. Βλέπεις, εκείνη ήταν πρωτευουσιάνα- είχε άλλα στάνταρ, πολύ ανώτερα απ’ τα δικά μας. «Είναι πανύβλακας
και χωριάτης» έλεγε. «Ο άντρας πρέπει να έχει επίπεδο. Και προοπτικές· κυρίως προοπτικές…» Παραδεχόταν όμως και αυτή πως εμφανισιακά δεν ήταν και τόσο άσχημος, και με δυο τρεις στιλιστικές παρεμβάσεις θα μπορούσε να περάσει και για ωραίος.
Όσο για τις προοπτικές του Νίκου, ο πατέρας μου, που τον είχε μαθητή του στο γυμνάσιο, πάντα έλεγε πως αυτό το παιδί μια μέρα θα πήγαινε πολύ μπροστά γιατί, μπορεί το σχολείο γενικά να το βαριόταν και να ήταν στουρνάρι σε όλα τα μαθήματα, στα μαθηματικά όμως δεν τον έπιανε κανένας. Η σχέση του με τους αριθμούς ήταν μαγική. Μπορούσε να κάνει και την πιο περίπλοκη πράξη στο μυαλό του μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Φαίνεται ότι όλες εκείνες οι εργατοώρες στο μπακάλικο του πατέρα του, πίσω απ’ την ταμειακή μηχανή, είχαν πιάσει τόπο. Τα μαθηματικά προβλήματα δε, η ειδικότης του. Για να μη μιλήσουμε για άλγεβρα, που την έπαιζε στα δάκτυλα, κι ας μην είχε ανοίξει βιβλίο ποτέ του.
Μια από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες του καλοκαιριού στο χωριό ήταν η Σόνια, μια πληθωρική κυρία αρμενικής καταγωγής που ερχόταν κάθε Ιούλιο ανελλιπώς. Η διαμονή της κρατούσε συνήθως τρεις με τέσσερις εβδομάδες, όσο χρειαζόταν δηλαδή για να αδειάσει το μυαλό της και να γεμίσει τις μπαταρίες της, όπως έλεγε η ίδια, και επέλεγε πάντα να μένει στα Ηλύσια. Η εντυπωσιακή της εμφάνιση κι ο κοσμοπολίτικος αέρας της, τόσο διαφορετικός από τον μικροαστισμό που απέπνεαν οι υπόλοιποι παραθεριστές, δεν άργησαν να κινήσουν το ενδιαφέρον μας, πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν αντιληφθήκαμε πως και εκείνη επιζητούσε την προσοχή μας.
Στην αρχή κανονίζαμε να πέφτουμε πάνω της δήθεν τυχαία, νωρίς το απόγευμα, όταν κατέβαινε στη μεγάλη βεράντα για τον καφέ της. Σιγά σιγά ξεθαρρέψαμε -ξεθάρρεψε και εκείνη- και πιάσαμε την κουβέντα. Έτσι μάθαμε λοιπόν πως υπήρξε μοντέλο και ότι σε μια πορεία δεκαπέντε χρόνων είχε περπατήσει σε όλες τις μεγάλες πασαρέλες της Ευρώπης και της Αμερικής. Μάθαμε για τα ονειρεμένα ταξίδια της σε όλο τον κόσμο, τις φωτογραφίσεις, τα εξώφυλλα, για τους μεγάλους έρωτες που πέρασαν απ’ τη ζωή της και για τον Πάμπλο, έναν Αργεντίνο φωτογράφο που γνώρισε στο Παρίσι, ο οποίος της ράγισε την καρδιά κι έγινε η αφορμή να καταστρέψει την καριέρα της.
Οι ιστορίες της μας γοήτευαν, μας γέμιζαν ενθουσιασμό, ζήλια, πάθος, ανυπομονησία. Ακόμα και αυτή η ερωτική απογοήτευση φάνταζε τόσο συναρπαστικά δραματική, που δεν βλέπαμε την ώρα να ζήσουμε κάτι αντίστοιχο. Και καθώς, όπως κάθε καλός αφηγητής, είχε καταφέρει να μας πείσει πέρα για πέρα πως όλα αυτά ήταν αληθινά, προσωπικά της βιώματα, αυθεντικές μνήμες και συναισθήματα που μοιραζόταν μαζί μας έτσι απλά και απροσχημάτιστα, αφήνοντάς μας να δούμε βαθιά μες στην ψυχή της, αρχίσαμε σιγά σιγά να νιώθουμε μια οικειότητα που μας επέτρεπε πλέον να παίρνουμε πρωτοβουλίες; να την καλούμε στις βόλτες μας, θεωρώντας δεδομένο ότι δεν είχε τίποτε καλύτερο να κάνει από το να τριγυρίζει μαζί μας στα σοκάκια του χωριού σαν την κυρία Ντορεμί, να της κάνουμε χάρες και θελήματα τα οποία δεν μας είχε ζητήσει ή ακόμα, να την πλησιάζουμε κάθε φορά που τη βλέπαμε στη βεράντα και να στρογγυλοκαθόμαστε απρόσκλητες δίπλα της.
Κάπως έτσι λοιπόν, ένα μεσημέρι που όλοι κοιμούνταν και εμείς
βαριόμασταν, αποφασίσαμε με τη Σοφία να πάμε στο δωμάτιο της να της πάμε φρέσκια σπιτική βυσσινάδα, ελπίζοντας, φυσικά, ότι θα μας καλούσε μέσα για ψιλοκουβέντα. Η κυρία Σόνια καθυστέρησε λίγο να μας ανοίξει και, όταν
τελικά μισάνοιξε την πόρτα, είδαμε πως φορούσε ένα θαλασσί πουκάμισο μισοκουμπωμένο και τα μαλλιά της ήταν ασυνήθιστα ακατάστατα. Είχε πονοκέφαλο, είπε, και είχε ξαπλώσει.
Μας ευχαρίστησε ευγενικά για τη βυσσινάδα και μας ξεφορτώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες.
Είχαμε προσέξει βέβαια πως κάτω απ’ το πουκάμισο δεν φορούσε τίποτε. Ξεχώριζε καθαρά το αφράτο στήθος της και οι απαλοί, καλοσχηματισμένοι της γοφοί, αλλά αυτό εμένα προσωπικά δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Ήξερα, βλέπεις, από μια ξαδέλφη μου, που είχε Αρμένισσες φιλενάδες, πως τους άρεσε γενικά να κοιμούνται γυμνές και μάλιστα θεωρούσαν τα ρούχα στον ύπνο όχι μόνο άβολα, αλλά και ανθυγιεινά. Μόλις όμως έκλεισε η πόρτα και κάναμε δυο βήματα παραπέρα, η Σοφία με έσπρωξε στη γωνιά και μου ψιθύρισε οργισμένη: «Το ’δες αυτό; Αυτή η τσούλα φορούσε το πουκάμισο του Νίκου». «Τι είν’ αυτά που λες;» απόρησα εγώ που, αν και είχα κλείσει τα δεκαπέντε, παρέμενα εν πολλοίς αθώα και κάπως αφελής. «Πού το βρήκε το πουκάμισο του Νίκου και το φόρεσε; Και εν πάση περιπτώσει, τι να το κάνει κιόλας; Αυτή έχει τόσα ωραία ρούχα. Πρόσεξες εκείνο το κίτρινο συνολάκι που φορούσε προχτές;» Η Σοφία ήταν έτοιμη να εκραγεί. «Καλά, είσαι τελείως ηλίθια;» ούρλιαξε σχεδόν μέσα στ’ αυτί μου. Και παρατώντας με σύξυλη στις σκάλες, έτρεξε να το προλάβει στις άλλες.
Οι υποψίες και οι ισχυρισμοί μας δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ, αυτό όμως δεν μας εμπόδισε καθόλου να περάσουμε όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι συζητώντας τη, διασύροντάς την παντού και στολίζοντάς τη με κάθε λογής κοσμητικά επίθετα που η αγωγή και η ηλικία μου δεν θα μου επέτρεπαν πλέον να επαναλάβω. Τελικά, αποφάσισε να φύγει λίγες μέρες νωρίτερα εκείνο το καλοκαίρι η κυρία Σόνια μας. Η μητέρα της αρρώστησε ξαφνικά και έπρεπε να γυρίσει επειγόντως κοντά της, είπε στον κύριο Αντώνη, τον διαχειριστή του ξενοδοχείου, όταν ζήτησε να πάρει πίσω ένα μέρος των χρημάτων που είχε πληρώσει προκαταβολικά. Και τον επόμενο Ιούλιο δεν εμφανίστηκε. Ούτε τον μεθεπόμενο, αλλά πολύ που μας ένοιαζε πια. Μέχρι να δεις και να πεις, την είχαμε κιόλας ξεχάσει.
Τα χρόνια πέταξαν σαν τα πουλιά. Η παρέα των κοριτσιών σκόρπισε κι όλες πήραν τον δρόμο τους εντός ή εκτός. Παιδιά, εγγόνια, έρωτες, διαζύγια, καριέρες… Ό,τι πρόλαβε η καθεμιά. Ο Νίκος ανέλαβε το μπακάλικο του πατέρα του και γρήγορα το μετέτρεψε σε μια σύγχρονη υπεραγορά που εξυπηρετούσε ολόκληρη την περιοχή. Και «Το πουκάμισο το θαλασσί», με την ασύγκριτη φωνή του Νταλάρα, έγινε κλασικό και το μεταδίδουν πλέον στις καλτ εκπομπές.
«Το πουκάμισο το θαλασσί» ήταν το τραγούδι που έπαιζε το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974, όταν διέκοψε ξαφνικά το πρόγραμμά του για να ανακοινώσει ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός. Η μάνα μου, μέχρι το τέλος της ζωής της, δεν κατάφερε ποτέ να το ακούσει ολόκληρο χωρίς να βάλει τα κλάματα. Λες και έφταιγε εκείνο για τις αμαρτίες που μας έφεραν την καταστροφή. Σε μένα πάλι, το τραγούδι αυτό ανασύρει από τον σκοτεινό λαβύρινθο της μνήμης εικόνες μιας εποχής που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί: καλοκαίρι· ο κεντρικός δρόμος του χωριού γεμάτος κίνηση· οι ορτανσίες και από τις δυο μεριές ολάνθιστες· η μουσική στη διαπασών· ο Νίκος με το πουκάμισο το θαλασσί και το μηχανάκι του φορτωμένο γλυκά να τρέχει αφήνοντας πίσω του ρυάκια από σορόπι, και εμείς να τον χαζεύουμε απ’ την ταράτσα των Ηλυσίων ξελιγωμένες.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.