ΒΑΣΟΥΛΑ ΜΠΟΥΝΤΟΥΡΗ

 

Η Βασούλα Μπουντούρη ζει στην Καρδίτσα.
Μετά από τις σπουδές της, στην Παιδαγωγική Ακαδημία, εργάστηκε σε πολλά σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Το καλοκαίρι του 2021, δημοσίευσε τα πρώτα της ποιήματα, διαδικτυακά, μέσα από το προσωπικό της προφίλ και ανέλπιστα, έτυχε μεγάλης αποδοχής.
Ποιήματά της, φιλοξενήθηκαν σε αξιόλογα ανθολόγια, όπως «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» 2022, 23 και 24, «Του έρωτα το κόκκινο» : «Ελευθέριες τέχνες» 2024 και «Έντεχνον Πάθος» 2025, «Σύγχρονοι Έλληνες ποιητές 2024», «Άνθη Λόγου και Ψυχής» της Α’ συλλογικής – ποιητικής έκδοσης των εκδόσεων ΚΟΥΡΟΣ, στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΥΔΡΑΝΗ, αλλά και στον τοπικό τύπο.
Σε διαγωνισμό, το 2024, των εκδόσεων ΚΕΦΑΛΟΣ, κέρδισε τιμητικούς επαίνους για δύο έργα της. Το 2022, της έγινε ΑΦΙΕΡΩΜΑ, στον σταθμό LYRA FM, από τον Σπύρο Λιντοβόη και το 2024, έδωσε συνέντευξη στην ΕΡΤ Κέρκυρας, στη δημοσιογράφο Μαρία Παγκράτη.
Μελοποιήθηκαν πολλά ποιήματά της, από αξιόλογους συνθέτες, όπως ο Σπύρος Σαμοΐλης, ο οποίος, πρώτος διέκρινε το ταλέντο της και έχει μελοποιήσει πλήθος ποιημάτων της και οι : Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, Δέσποινα Νταβατζή, Αντώνης Βάμβουκας και Σπύρος Λιντοβόης.
Σε συναυλία – Αφιέρωμα στην μουσική πορεία του συνθέτη Σπύρου Σαμοΐλη, που έγινε το 2023, στην Αθήνα, ακούστηκαν και τραγούδια σε ποίησή της, ερμηνευμένα από την Μαρία Σουλτάτου και τον Γεράσιμο Ανδρεάτο.
Όλα τα μελοποιημένα της, υπάρχουν στο κανάλι της, στο Youtube.
Ασχολείται, πια, ενεργά με την ποίηση και μαζί με τον συνθέτη Σπύρο Σαμοΐλη, ετοιμάζουν την έκδοση ενός μουσικο-ποιητικού βιβλίου, με τίτλο ΑΓΑΠΗ ΚΕΡΝΑ ΜΕ, στο οποίο, μεταξύ των άλλων, θα ερμηνεύουν τραγούδια, η Νένα Βενετσάνου, ο Γεράσιμος Ανδρεάτος και ο Μπάμπης Τσέρτος.
Παράλληλα, προετοιμάζεται και η Β΄ ποιητική της έκδοση.

 

ΜΗ ΓΥΡΙΣΕΙΣ

Μέσα στη νύχτα,
θα βγω να σε γυρέψω
και θα ‘χω σύμμαχο,
το ίδιο το φεγγάρι,
μέρα να κάνει το σκοτάδι,
με το φως του,
τα βήματά μου, τρυφερά,
να σιγοντάρει.
Το δάκρυ της ματιάς μου,
που θα τρέχει,
θ’ αφήνει στο στρατί,
βαθιές ρωγμές,
να κρύβεται η καρδιά,
να σε προσέχει,
μη και χαθείς, σε λάθος
διαδρομές.
Πάντα θυμάμαι στιγμές
που σε κρατούσα
κι ο πόθος όριζε γλυκά
την ύπαρξή μου,
σαν καταιγίδα, σαν φωτιά
και σαν θρησκεία,
με χίλιους τρόπους, πυρπολούσες
την ψυχή μου.
Μα μη γυρίσεις πίσω,
να κοιτάξεις,
αν, πράγματι, το τέλος μας
ζητάς.
Τον δρόμο που ‘χεις πάρει,
μην αλλάξεις
κι ας στέρεψε το αύριο
για μας…

17 – 12 – 2Ο23

 

 

ΣΕΡΓΙΑΝΙ

Σεργιάνι, μες τη θάλασσα
θα κάνω,
να καταλήγω στη δική σου
αγκαλιά,
κι όταν τ’ απόβραδα, παράπονα
θα πιάνω,
πρίμο – σιγόντο, θα μου κάνουν,
τα φιλιά.

Ήλιε μου, σ’ ευχαριστώ,
Μάη μου, πώς σε ποθώ,
αύρα μου θαλασσινή,
πάρε μου κάθε στιγμή.

Σεργιάνι, στων αέρηδων
τις στράτες,
για να με φέρνουν στο δικό σου
το στρατί
κι όταν θα σμίγουνε οι δυο μας
οι ανάσες,
θα ‘ναι ο κόσμος όλος,
σκόλη και γιορτή.

Ήλιε μου, σ’ ευχαριστώ,
Μάη μου, πώς σε ποθώ,
αύρα μου θαλασσινή,
πάρε μου κάθε στιγμή.

 

 

 

ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Πάει καιρός,
πάει καιρός,
που σε καρτερώ
και αποζητώ
το χαμόγελό σου.
Έλα Θερτή
κι Αλωνιστή,
πάρε με αγκαλιά,
θέλω να κρυφτώ
σ’ ένα βότσαλό σου.

Αυτό το καλοκαίρι,
θα ‘ρθει να με βρει
στις Ανατολές
και στα μεσημέρια.
Με τρελούς χορούς
στις ακρογιαλιές,
τις ερωτικές,
κάτω από τ’ αστέρια.

Είσαι ρυθμός,
μπάλος τρελός,
καλοκαιρινός
και σε τραγουδώ
σ’ ένα μαϊστράλι.
Τα πρωϊνά,
τα δειλινά,
κάθε μου λεπτό,
θα σε συναντώ
σ’ ένα περιγιάλι.

 

 

ΑΧ, ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΚΙ ΑΚΡΙΒΟ ΜΟΥ

Να σε πάρω σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη,
αχ, πουλάκι μου γλυκό,
να διαβούμε τα βουνά, με τ’ αγέρι,
αχ, μικρό μου κι ακριβό.

Πού να σε ταξιδέψω, αχ, μάτια μου,
πώς να σε γαληνέψω, με τα γινάτια μου.
Πώς να σε κανακέψω, γαλιάντρα μου,
που θες να μου πετάξεις μακριά, αχ, μάτια μου.

Θα σε κρύψω σε νησί κοραλλένιο,
για να σ’ έχω μόνο εγώ,
το φεγγάρι θα χαρεί, τ’ ασημένιο,
στ’ άγγιγμά σου, σαν ριγώ.

 

 

ΦΕΓΓΑΡΕΝΙΑ ΜΟΥ

Στο γλυκό σου φιλί,
φεγγαρένια μου,
παίρνει η νύχτα φωτιά,
ζαφειρένια μου,
στον ρυθμό της καρδιάς, αρμενίζουμε,
για να φέγγει η Πανσέληνος, μόνο, για μας.

Τώρα είσαι η Φεγγαρένια μου,
η αγάπη μου και η έγνοια μου,
ουρανός, δίχως τέλος, μάτια μου,
είσαι η ανάσα μου πια.

Μες στον κόρφο μου, ανθείς
λουλουδένια μου,
ακριβό γιασεμί
και γαρδένια μου,
με σκοπό σε κοιμίζω, φιλήδονο,
μη θελήσεις να φύγεις, ποτέ, μακριά.

 

 

ΝΑ ΧΑΘΟΥΜΕ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Την ώρα που χάνονταν,
βαθιά στον ορίζοντα,
τα χλωμά τα φώτα της γης,
αλήτης ο Έρωτας,
κρυφά παραμόνευε,
μες στο δίχτυ του να πιαστείς.
Ρ
Έλα φως μου γλυκό,
να με βρεις στ’ ακρογιάλι,
στην καρδιά μ’ έχεις όμηρο.
Γίνε άτι λευκό,
να με πάρει αγάλι,
να χαθούμε στο όνειρο.

Την ώρα που σβήνονται,
σιωπές που ραγίσανε,
η νυχτιά θα ’ρθει νικητής,
με βέλη γλυκόπιοτα,
σιγά κι αναπάντεχα,
να φωλιάσει σαν τρυγητής.

 

 

ΑΧ ΜΩΡΕ ΝΥΧΤΑ

Αχ, μωρέ νύχτα, δε μ’ ακούς,
για δε μ’ ακούς, που σου φωνάζω
και με καημούς ερωτικούς,
πάντα με κάνεις να στενάζω.

Πλέκεις, μ’ αστέρια, στεναγμούς
και δε μ’ αφήνεις να ξεχάσω,
σ’ αυτόν, που έσπειρε λυγμούς,
θέλεις, αγάπη να κεράσω.

Μου λες, κομμάτια να ’χω την καρδιά,
να τον φιλεύω,
τη δίψα να στερεύουμε μαζί
και, σαν το αύριο φέρει συννεφιά,
εγώ να κλέβω
ουράνια τόξα, να τρομάζω τη βροχή.

Κάτω απ’ το φως του φεγγαριού,
απ’ την πνοή μου ξεδιψούσε
και με τη μέθη του φιλιού,
ως το πρωί, γλυκά ριγούσε.

Κι όταν ερχόταν η αυγή,
μ’ άφηνε μόνη, να προσμένω,
μ’ ένα κορμί χωρίς ψυχή,
απ’ τη ματιά του λαβωμένο.

 

 

ΛΟΞΟΔΡΟΜΗΣΕ ΑΠΟΨΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Και το φεγγάρι, λοξοδρόμησε απόψε,
μιας και δεν μπόραγε στα μάτια να με δει…
Είχε κουρνιάσει, σιωπηλά λογοδοτούσε,
για όσα ψέματα, αθέλητα, είχε πει.

Όλο γι’ αγάπες, μου μιλούσε κάθε βράδυ,
για έρωτες, που μοιάζουν παραμύθια,
κένταγε πλάνες, στης καρδιάς μου το υφάδι,
κατάφερνε, να κρύβει την αλήθεια.

Με μια συγνώμη, θέλει άφεση να πάρει
και ο λυγμός του, απ’ τη νύχτα θα πιαστεί.
Με λόγια ανείπωτα, θ’ αρπάξει το δοξάρι
κι ένας σκοπός, γιομάτος πόνο, θ’ ακουστεί.

 

ΥΠΟΓΡΑΦΩ ΕΝ ΛΕΥΚΩ

Μες στη ματιά σου,
τ’ αστέρια κούρνιασαν,
το δάκρυ να στεγνώσουν
της καρδιάς σου.
Την προσμονή μου, εκάναν
κέρασμα,
το μάτωμα να γιάνουν
της θωριάς σου.

Εν λευκώ, σ’ αγαπώ
κι υπογράφω,
στ’ αποτύπωμα του χρόνου
τη μορφή σου.
Κι αν σβηστεί, θα ‘μαι κει,
ν’ αντιγράφω,
μ’ ανεξίτηλο το χάδι,
απ’ την αφή σου.

Και το φεγγάρι, απ’ τη νύχτα
κρύφτηκε,
τον δρόμο μη χαθείς,
για να φωτίζει.
Ακροβατεί, σ’ ένα του πόθου
άγγιγμα,
αλώβητο, στον κόρφο σου
ν’ ανθίζει.

Εν λευκώ, λαχταρώ
και υφαίνω,
ένα όνειρο της άνοιξης,
που θα ‘ρθει.
Κι αν με βρεις, να σκεφτείς,
πως προσμένω,
την ελπίδα στις καρδιές μας,
να ξανάρθει.

 

 

ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΠΙΑΝΟ ΣΟΥ

Βάλε με, απόψε, δίπλα στο πιάνο σου,
τα πλήκτρα όλα, καρδιά μου, να νιώσω.
Παίξε μου κάτι, να ’μπω στον οίστρο σου
κι εγώ, μ’ ένα βλέμμα κρυφό, θα ενδώσω.

Και να μας βρει το πρωινό,
στ’ αστέρι μας το μακρινό,
να είμαστε ένα κορμί και μια ψυχή
κι όταν θα έρθει η Αυγή,
να μην πατάμε, πια, στη γη
και να πετάμε μακριά, σαν δυο παιδιά.

Αχ, της καρδιάς μου ο ρυθμός, ένας ψίθυρος,
τα χείλη μου σιγοντάρουν τις νότες.
Είναι μαζί μας, μόνο ο Ζέφυρος,
στου πόθου τη ρότα, κι οι δυο, ταξιδιώτες.

 

 

ΑΓΑΠΗ ΚΕΡΝΑ ΜΕ

Είναι κάτι σιωπές,
που στα μάτια σκαλώνουν
και τις λέξεις πληγώνουν.
Είναι κάτι κραυγές,
που τη νύχτα λαβώνουν
και τ’ αστέρια παγώνουν,
κι όσες, δεν πρόλαβα, αγκαλιές
μέσα μου να βουρκώνουν.

Μα, εσύ, Αγάπη κέρνα με,
για δυο, εγώ θα πίνω,
χωρίς σταλιά ν’ αφήνω.
Μα, εσύ, στα μάτια κοίτα με,
τη μοναξιά να σβήνεις,
φιλί ζωής να δίνεις.

Είναι κάτι βραδιές,
που τα στήθια ματώνουν
και τη σκέψη θολώνουν.
Είναι κάτι πνοές,
την ψυχή που λυτρώνουν,
μα, ποτέ δε στεριώνουν.
Κι όσες, δε χάρηκα, στιγμές,
πλάι μου αργολιώνουν.

 

 

ΑΧ, ΜΙΝΟΡΑΚΙ ΜΟΥ

Σ’ ένα μινόρε, σε έχω βάλει,
σε τραγουδάω κάθε πρωί,
είσαι ο ήλιος και το φεγγάρι
που μου χαρίζουν κάθε πνοή.

Αχ, μινοράκι μου,
γαρουφαλάκι μου,
είσαι στον κόρφο μου,
το σταυρουδάκι μου.
Αχ, μινοράκι μου,
μελαγχολάκι μου,
νότες μου όμορφες,
στο τραγουδάκι μου.

Σ’ ένα μινόρε, σε έχω βάλει,
σε μια βαρκούλα ονειρική
και στον ρυθμό της, κουπί τραβάω,
να βγούμε, φως μου, σ’ ένα νησί.

Αχ, μινοράκι μου,
γαρουφαλάκι μου,
είσαι στον κόρφο μου,
το σταυρουδάκι μου.
Αχ, μινοράκι μου,
μελαγχολάκι μου,
νότες μου όμορφες,
στο τραγουδάκι μου.

 

 

ΝΥΧΤΙΑΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙΣΜΑ

Το μέλωμα της νύχτας
ασπάζεται το Λυκαυγές,
καθώς αθόρυβα
στ’ ακροθαλάσσι σβήνει.
Ψιθυριστά οι ανάσες του Φλοίσβου
αναθαρρεύουν,
ελπίδες να επωάσουν,
στου ακόρεστου πόθου
τα κρυμμένα βήματα.
Σφιχταγκαλιασμένα
τα λόγια τα ειπωμένα,
αρνούνται απόσταση να πάρουν,
αφού της μουσικής οι νότες
ξεθώριασαν,
απ’ το μοίρασμα
του ανυπότακτου κορμιού.
Τ’ άγρυπνα μάτια,
σαν αποδημητικά πουλιά,
που της επιστροφής
λησμόνησαν τον δρόμο,
την πεθυμιά του ύπνου
εξορίζουν
και τα χνάρια
ανιχνεύουν των χειλιών,
σε μια εκτός ορίων παράδοση.
Ικέτες τα χέρια,
στο παιχνίδισμα
μιας άλογης σκέψης αφημένα,
γνώση σε τόπους άγνωρους
διεκδικούν
και τον ήλιο μην ξημερώσει
ικετεύουν.
Τα τείχη της άμυνας
κατεδαφίζουν οι αισθήσεις,
καλπάζοντας
σε μια κορύφωση να φτάσουν
κι απ’ την απόγνωση,
αξόδευτος
ο έρωτας να μοιάζει
… στην αυλαία!!!

 

 

Μ’ ΑΛΛΟΝ ΤΡΟΠΟ Ν’ ΑΓΑΠΩ

Του κορμιού μου λυτρωμός,
σαν γλυκοχάραμα λυγμός,
η ματιά σου με χαϊδεύει, άγγελέ μου.
Δεν υπάρχει γυρισμός,
τ’ ουρανού αστερισμός,
να με πάρει από πλάι σου, καλέ μου.
Ρ
Αχ, καρδιά μου, πώς ζητώ,
μ’ άλλον τρόπο ν’ αγαπώ,
μ’ άλλον τρόπο, στην αγάπη να ελπίζω.
Αχ, ψυχή μου, λαχταρώ,
μ’ άλλον τρόπο να κοιτώ,
με μπολιάζεις, λουλουδάκι μου, κι ανθίζω.

Του φιλιού ο σπαραγμός,
ένας ανείπωτος καημός,
με το χάδι σου, τον κόσμο όλο, τάζεις.
Ιερός, σαν αγιασμός,
δίχως δαδί, είσ’ εμπρησμός,
τη φωτιά μου, με φωτιά εξουσιάζεις.

 

 

ΑΝ ΑΡΝΗΘΕΙΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ

Δε μου το ζήτησες, να βρω
καρδιά να σε γλυκάνει.
Μονάχη μου σου χάρισα
απάνεμο λιμάνι.

Αν αρνηθείς τα μάτια μου,
αγκάθι θα ‘ναι ο πόνος,
μες στην ψυχή μου θα πιαστεί,
δε θα τον γιάνει ο χρόνος.

Δε μου το ζήτησες, να ‘ρθώ,
μαζί σου να χορέψω.
Στα βήματά σου ταίριαξα,
χωρίς να το διαλέξω.

Αν αρνηθείς τα μάτια μου,
αγκάθι θα ‘ναι ο πόνος,
μες στην ψυχή μου θα πιαστεί,
δε θα τον γιάνει ο χρόνος.

 

 

ΑΧ. ΒΡΕ ΖΩΗ 

Εψές το βράδυ, στο κουτούκι,
πέντε νοματαίοι πίνανε
και τα λέγανε
κι όλο τα χανε με τη ζωή τους,
τα παράπονά τους λέγανε
κι όλο κλαίγανε.

Αχ, βρε ζωή, τρέχεις πολύ
και πώς να σε προφτάσω.
Αχ, βρε ζωή, είσαι μικρή
και πώς να σε χορτάσω.

Εψές το βράδυ, στην ταβέρνα,
έμπαινε ο καημός, από παντού
και τους πόναγε.
Μέσα στον καπνό και στη θολούρα,
έπαιζε και μια βαριά πενιά,
πόνους κέρναγε..

 

 

ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ

Γλυκό ταξίδεμα του νου
και όνειρό του δειλινού,
μακριά μη μου πετάξεις.
Εδώ να είσαι, κάθε αυγή,
τα θέλω που χεις στην ψυχή,
στον άνεμο μη ψάξεις.

Το κύμα θα χουμε αγκαλιά
κι οι νύχτες με αστροφεγγιά,
θα μας φιλάνε
κι όταν θα σμίγουμε μαζί,
φεγγάρια, ήλιοι κι ουρανοί
θα τραγουδάνε.

Κι όταν μεθάει η Αυγή,
με της φωνής σου το κρασί,
ο νους θα ταξιδεύει,
θα παίρνει τ’ όνειρο μαζί
και της ψυχής μου την πνοή,
με νότες θα μαγεύει.

 

 

ΔΕΝ ΗΞΕΡΕΣ ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ

Όλα τα βράδια μας ξεπούλησα,
σε μια τιμή που βρήκα, ευκαιρίας,
να πορευτούν στη λήθη, τ’ άφησα,
απομεινάρια άτολμης πορείας.
Ρ
Δεν ήξερες, στ’ αλήθεια, ν’ αγαπήσεις,
έρμη η ελπίδα, σκάλωνε στ’ αγκάθια
κι όταν, στο αίμα βούλιαζε, μιας Δύσης,
σε γκρίζο φόντο, πνίγονταν στα βάθια.

Με τους χειμώνες, κόντρα πάλευα,
πώς να χαράξει η αυγή, μες στην ψυχή μου,
χέρι βοήθειας, σου ζητιάνευα
κι ήταν φωνή βοώντος, η κραυγή μου.
Ρ
Κι αν η καρδιά μου, έσπασε κομμάτια,
με τις σταγόνες της βροχής, μπαλώνω
των λαβωμένων “σ’ αγαπώ”, τα ξέφτια
και σ’ άλλη αγάπη, βρίσκω οξυγόνο.

 

 

ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ

Παίρνω μαζί μου εποχές
κι έναν χειμώνα πληγωμένο,
να φυγαδεύσω τις στιγμές,
στο πλάι σου, που με κρατούν δεμένο.

Χωρίς προορισμό και εισιτήριο,
τον δρόμο θα πάρω της φυγής,
στον άνεμο, θα ψάξω καταφύγιο
και φάρμακο, να βάλω της πληγής.

Παίρνω μαζί μου ενοχές,
για όσα κουρνιάσαν ξεχασμένα,
να αθωώσω τις σιωπές,
σε όνειρα, ανείπωτα για σένα.

 

 

ΜΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕΣ ΛΙΑΚΑΔΕΣ

Ήσουν συνέχεια δίπλα μου
χωρίς γιατί και απορίες,
το χέρι πάντα άπλωνες,
να με κρατάς στις δυσκολίες.

Ο σταθμός ο τελευταίος,
μες στο τρένο της ζωής,
στις φουρτούνες, άγκυρά μου,
βάλσαμο κάθε πληγής.
Μου ζωγράφιζες λιακάδες,
στις σκιές να μη χαθώ
κι αν χαθώ, να ‘μαι κοντά σου
και στο φως σου να βρεθώ.

Βράχος, για μένα έγινες,
απάνω σου, να σπάει το κύμα
και οδηγός, κάθε στιγμή,
στο κάθε μου δικό μου βήμα.

Ο σταθμός ο τελευταίος,
μες στο τρένο της ζωής,
στις φουρτούνες, άγκυρά μου,
βάλσαμο κάθε πληγής.
Μου ζωγράφιζες λιακάδες,
στις σκιές να μη χαθώ
κι αν χαθώ, να ‘μαι κοντά σου
και στο φως σου να βρεθώ.

 

 

ΕΝΑ ΚΥΜΑ ΘΑΛΑΣΣΙ

Ένα κύμα θαλασσί,
να ’μαστε, εγώ και συ,
στα βαθιά του να βρεθούμε, πέρα,
σε ταξίδια πρίμα, αλαργινά,
και σεργιάνι, αντάμα, κάθε μέρα
σε γαλάζια μέρη, μακρινά.
Ρ
Κι όταν θα βρεθούμε, φως μου,
θα ’ναι όρτσα τα πανιά,
ως τα πέρατα του κόσμου,
ταξιδιώτες του ντουνιά.

Μες στο φως του δειλινού,
θα σαλπάρουμε γι’ αλλού,
ο Μαΐστρος θα κρατάει το τιμόνι
κι όταν, Λίβας καίει τα σωθικά,
ο Πουνέντες τη δροσιά θ’ απλώνει,
στις καρδιές μας, μέσα, μαγικά.

 

 

Σιγόντο μου’ κανε, χθες βράδυ, ο καημός
και τραγουδήσαμε τα ντέρτια μας, παρέα.
Μες στο κουτούκι, αναστέναξε ο λυγμός,
στα ίδια βήματα χορέψαμε, μοιραία.

Ρ
Με πόση γλύκα, αυτός ο πόνος, μας μεθούσε,
σαν ακυβέρνητο καράβι, ξεγλιστρούσε,
στην πλώρη φώλιασαν, ελπίδες ανθισμένες
και μες στ’ αμπάρια του, στιγμές αδικημένες.

Συντρόφια γίναμε, παράφωνε σεβντά,
να σε παλέψουμε, δε βρήκαμε μαχαίρια,
μα στο κρασί, που μας κερνούσες, κουβαρντά,
τους όρκους δώσαμε, να κλείσουμε τεφτέρια.
Μήνυμα στους Βασούλα Μπουντούρη

 

 

ΣΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΣΟΥ ΑΕΤΕ

Στο πέταγμά σου, αετέ,
μαζί σου πάρε με,
σε λάθος διαδρομές μη καταλήγω,
να βλέπω, άγριο, τον καημό
και να του κρύβομαι,
πλανέματα καρδιάς να αποφύγω.

Κι αν, κάποια μέρα, έρωτα,
ξανά σε συναντήσω,
με χρώματα κι αρώματα
τη γη θα ζωγραφίσω.

Στο πέρασμά σου, αετέ,
αν θέλεις μάθε με,
αστέρια τ’ ουρανού να κατεβάζω,
σαν έρθει η αγάπη, εδώ,
να μη το βιάζομαι
τερτίπια του μυαλού να αγκαλιάζω.

 

 
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Δε θα σου πάρω, με το ζόρι, το φιλί,
και την αγάπη, με ζαριές, δε θα σου κλέψω,
Μόνο, αν θες μαζί μου να βρεθείς,
τότε θα τρέξω.

Θα σου δώσω μιαν αγάπη, που δε μοιάζει με καμιά,
φαναράκι, να σου διώχνει το σκοτάδι.
Θα σου δώσω μιαν αγάπη, στο βοριά απανεμιά,
λιμανάκι, να κουρνιάζεις, κάθε βράδυ.

Θα σε κερνάω, κάθε ώρα και λεπτό,
γλυκό κρασί, να σ’ ομορφαίνει, Έρωτά μου
κι όσο μεθάς, θα μπαίνεις πιο βαθιά,
μες στην καρδιά μου.

 

 

ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΔΩ

Θέλω να σ’ αγγίξω,
μα φοβάμαι πως, δεν είσαι δω.
Μόνος πώς μπορώ, να ζήσω;

Θέλω να σε δω, μα συ ακροβατείς,
πάνω σε σχοινί, χωρίς ισορροπία.
Μια πατάς στη γη
και άλλη στον αέρα,
καθόλου σταθερή
και με ματιά θολή,
θα πέσεις μία μέρα.

Πάνω μου κρατήσου,
προσκεφάλι βάζω την καρδιά,
ζήσαμε πολλά…θυμήσου !

Θέλω να σε δω, μα συ ακροβατείς,
πάνω σε σχοινί, χωρίς ισορροπία.
Μια πατάς στη γη
και άλλη στον αέρα,
καθόλου σταθερή
και με ματιά θολή,
θα πέσεις μία μέρα.

 

 

ΦΩΤΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΜΟΥ

Την άγκυρα, άσε με να λύσω,
που σφιχτά, στη ζωή μου έδεσες
και δέσμια την κρατάς.
Στ’ απόβραδα της θλίψης, να χαρίσω
προσμονές, που δεν είχαν νόημα,
φεγγάρια να χρωστάς.
Ρ
Όμως, φωτιά στη λογική μου βάζω
και βαδίζω σε άπατα νερά.
Μόνο για σένανε πληγές θυσιάζω,
στην ελπίδα μου κέντησα φτερά,
φωτιά στη λογική μου,
στα όνειρα φτερά.

Τα χνάρια σου, κάνε να σκορπίσω
και σημάδια, που αναίτια χάραξες,
στη γλύκα της ματιάς.
Χαμόγελο, στα όνειρα ν’ αφήσω,
στο κατώφλι της μέρας, όραμα
και χάδι της νυχτιάς.

 

 
ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ

Ήρθες τη στιγμή,
που έψαχνα όνειρο να γεννηθεί
κι έφερες φως στην άδεια ψυχή.
Είπες δε θα ‘ρθει άλλη βροχή,
εδώ θα μείνεις,
με στίχους ξαστεριάς, ήλιους να στήνεις.

Ουράνιο τόξο, είν’ η ματιά σου,
κάθε πρωινό σαν μου γελά,
κάνει στις φλέβες μου το αίμα,
ρυθμό ν’ αλλάζει σιωπηλά.
Ουράνιο τόξο, είν’ η ματιά σου,
όταν με κλείνει μέσα της, σφαλά,
σ’ όλη την πλάση με ταξιδεύει
και με πάει σε μέρη αλαργινά.

Ήρθες τη στιγμή,
που έμοιαζα έτοιμη να κουραστώ,
γύρευα κάπου να κρατηθώ.
Το βλέμμα ρίχνεις για να πιαστώ
και είπες μένω,
δε θέλω άλλη αγάπη να προσμένω.

Ουράνιο τόξο, είν’ η ματιά σου,
κάθε πρωινό σαν μου γελά,
κάνει στις φλέβες μου το αίμα,
ρυθμό ν’ αλλάζει σιωπηλά.
Ουράνιο τόξο, είν’ η ματιά σου,
όταν με κλείνει μέσα της, σφαλά,
σ’ όλη την πλάση με ταξιδεύει
και με πάει σε μέρη αλαργινά.

Από το τόξο των ματιών σου,
χρώματα κλέβω στα τυφλά
και στις χιλιάδες του τις αποχρώσεις,
λιμάνι πάντα βρίσκω και φωλιά.

 

 
ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΜΟΥ ΛΑΜΠΕΙΣ

Μες στην καρδιά μου,
κόκκινο στάλαξες
και με ανταύγειες μιας χαραυγής,
σαν αγιογράφος,
μέσα μου χάραξες,
τις αποχρώσεις όλης της γης.
Ρ
Τώρα, στον ουρανό μου λάμπεις,
σαν τον Αποσπερίτη και τον Αυγερινό,
σπέρνεις Πλειάδες της αγάπης,
για να γενούν αχτίδες, σε κάθε δειλινό.

Σαν το χάδι, οι λέξεις,
πάνω στις νότες μας,
θρόισμα δίφωνο, μ’ ένα σκοπό
κι όταν, μινόρε, βάζεις στις νύχτες μας,
σαν μελωδία καρδιοχτυπώ.

 

 

ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΠΟΥ ΜΟΥ ‘ΠΕΣ Σ’ ΑΓΑΠΩ

Πώς σ’ ερωτεύτηκα, καρδούλα μου,
το βράδυ, που χορέψαμε ταγκό
και μες στα μάτια σου βυθίστηκα
και χάθηκα σε όραμα θαμπό.
Πώς σ’ ερωτεύτηκα, καρδούλα μου,
την ώρα που μας πήρε η μουσική
και πώς χανόμουνα και νόμιζα
πως είμαστε μονάχα εμείς, εκεί.
Ρ
Το βράδυ, που μου ‘πες Σ’ ΑΓΑΠΩ,
μεθούσα γλυκά, μ’ ένα σκοπό.
Να ζήσω ξανά, πόσο ποθώ,
τα βράδυ, που μου ‘πες Σ’ ΑΓΑΠΩ.

Πώς παραδόθηκα, καρδούλα μου,
στο βλέμμα που πετούσε σαϊτιές
και την ψυχή μου την πυρπόλιζε,
ανάβοντας, του έρωτα, φωτιές.
Πώς παραδόθηκα, καρδούλα μου,
στα χέρια που με σήκωναν ψηλά,
σαν τον αέρα, με στροβίλιζαν
και μ’ άγγιζαν γλυκά και απαλά.

 

 

ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ

Πού να σε κρύψω……..
νεογέννητο αστέρι μου,
που δε χωράς
στην αγκαλιά μου.
Μπροστάρισσα εγώ…
Πώς να διώξω
τις σκιές του Άδη σου;
Πώς να ηρεμήσω
το ηλιοβασίλεμα,
που σπαρταράει
στο χαμόγελό σου;
Πώς να γιατρέψω
τις πληγές σου,
που αιμορραγούν;
Είσαι διαρκής,
περισσότερος
απ’ τον χρόνο.
Μ’ έμαθες ν’ ανοίγω
τις αισθήσεις μου,
και σ’ ένα όνειρο
αντάμωσαν τα θέλω μας.
Όσα αρνήθηκα
και κατηγόρησα,
βρέθηκαν
μπροστά μου.
Έρεβος, που απειλεί
να καταπιεί
ολόκληρη
την ύπαρξή μου.
Με κλεμμένες ανάσες πια,
μετράμε
τη ζωή μας…αφού
τίποτα δεν θά’ ναι
όπως πρώτα!!
Άσε με, απλά
να σ’ αγαπώ…
και να σε κρύβω!!!!!

1-9-2021

 

 

.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.