Η Μαρία Κανδύλη γεννήθηκε στη Γερμανία και έως την εφηβεία της έζησε στην πόλη της Καστοριάς. Σπούδασε Λογιστική – Πληροφορική και εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας. Είναι μητέρα δύο παιδιών και σήμερα ζει στην πόλη της Καβάλας. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών (Ε.Ε.Λ.)
Κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο με τον τίτλο «Πλυμένα λάβαρα» από τις εκδόσεις Τύρφη (2017). Συμμετείχε στο συλλογικό βιβλίο με τον τίτλο «Εκ του μη όντος» από τις εκδόσεις Τύρφη (2018).
Το 2019 κυκλοφόρησε η ποιητική της συλλογή με τον τίτλο
«Ονειοπέτρες» από τις εκδόσεις Ανάτυπο.
Η ποιητική της συλλογή με τίτλο «Εκκωφαντικές ανάσες»
κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ανάτυπο (2022)
To 2023 συμμετείχε:
• Στο συλλογικό ημερολόγιο 2024 με τον τίτλο «Ποίησης έργα
εποίησαν» υπό την αιγίδα των συλλόγων Υποτροφιών Καστοριάς
και Society of Kastorians ‘ΟΜΟΝΟΙΑ’ New York Inc.
• Στο συλλογικό βιβλίο με τον τίτλο Λογοτεχνική Χρονιά 2023
της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών (Ε.Ε.Λ.)
• Στο ανθολόγιο – ημερολόγιο ερωτικής ποίησης 2024 με τον
τίτλο «Αχ! Έρωτα» από τις εκδόσεις Βεργίνα.
Κείμενά τη$ έχουν δημοσιευθεί στον ηλεκτρονικό τύπο και παράλληλα συνεργάστηκε με τους Arpeggios Music Productions οι οποίοι έντυσαν με πειραματικό ήχο και εικόνα ποιήματά της.
Εκτός από τη συγγραφή ασχολείται με το ραδιόφωνο ως ραδιοφωνική
παράγωγος.
.
.
ΠΡΩΤΑ Η ΦΩΝΗ, ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ (2024)
24 Γράμματα
24 ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Τα κουβαλώ πάντα πάνω μου.
Βάρος ασήκωτο.
Μα δεν ζυγίζουν ούτε ένα γραμμάριο.
Βάρος ανύπαρκτο.
Δεν μπορώ να τα μετρήσω.
Κανένας αριθμός δεν φτάνει
για το άπειρό τους.
Μα είναι λιγότερα από τριάντα.
Τα έχουν φυλακίσει σε κόκκινα φιλιά
σε χάρτινους πύργους,
σε τσιμεντένιους νόμους,
σε τρυφερές αγκαλιές,
μα εκείνα είναι πάντα ελεύθερα.
Χορεύουν, ενώνονται κάθε στιγμή
με άλλον παρτενέρ.
Με άλλη ντάμα.
Ατίθασα εγκαταλείπουν
και εγκαταλείπονται.
Τη μοναξιά μου διώχνουν,
τη φέρνουν, με παρηγορούν,
με τιμωρούν.
Τα χρειάζομαι για ν’ αναπνέω.
Αδίστακτα τα χρησιμοποιώ.
Μ’ αυτά έχω τη δύναμη να αγαπήσω,
να μισήσω, να ξεχάσω, να θυμηθώ,
να υμνήσω, να καταρρακώσω.
Αδίστακτα με χρησιμοποιούν.
Μ’ αυτά έχουν τη δύναμη
να μ’ αγαπήσουν,
να με μισήσουν, να με ξεχάσουν,
να με θυμηθούν, να με υμνήσουν,
να με καταρρακώσουν.
Τα κουβαλώ πάντα πάνω μου.
Βάρος ασήκωτο.
Βάρος ανύπαρκτο.
Παντοδύναμοι στρατιώτες
του ενός ή των μυρίων
υπό τας διαταγάς μου.
Αδύναμος αιχμάλωτος
υπό τας διαταγάς τους.
Διατάζουν και εκτελώ.
Διατάζω και εκτελούν.
Υποτέλεια αμφίδρομη.
δεσμά ακλόνητα.
Τα δημιουργώ, με δημιουργούν.
Λιγότερα από τριάντα.
Περισσότερα από το άπειρο.
Μυθικά πλάσματα
Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Αέναα πάλλεται γι’ αυτούς που εντός τους
αργοσαλεύουν πλεούμενα αμέτρητα
κι άλλα τόσα ναυάγια
που μεταξύ τους μπερδεύονται
σαν τους ανομολόγητους πόθους.
Κινούμενη υγρή όαση ονειροπόλων.
Η θάλασσα!
Ώρες αμέτρητες την κοιτούν έτσι όπως
με την παραμικρή του αέρα πνοή
λικνίζεται χορευτικά κι ανατριχιάζει σύγκορμη
από την επιφάνεια έως το μυστήριο βάθος.
Σαν γυναίκα ωραία που ανακλαδίζεται νωχελικά
από τα μάτια ως τα τρίσβαθα της καρδιάς.
Αχ και να φυσούσε δυνατά!
Έτσι για να λυθούν οι κάβοι που μ’ αυτούς
κρατά σφιχτοδεμένα καράβια και ναυάγια
η άνυδρη λογική στο λιμάνι της!
Εκείνη που προσπαθεί να πείσει τον άνεμο
πως είναι αναερόβιος κι αρνείται πεισματικά
να χαλαρώσει έστω λίγο τους κόμπους.
Όμως η θάλασσα. Αχ η θάλασσα!
Είναι πάντα εκεί προκλητικά όμορφη
και περιμένει κοιτώντας τον άνεμο
και μετρά πόση ώρα ακόμα εκείνος
θ’ αντέξει χωρίς να πάρει ανάσα.
ΝΑΥΑΓΙΟ ΔΙΧΩΣ ΟΝΟΜΑ
Ογδόντα χρονών. Τόσο ήταν ο γέρο ναυτικός που καθόταν στην προκυμαία
και κοιτούσε νοσταλγικά τα κύματα. Ογδόντα γεμάτα. Ίσως και παραπάνω.
Η εικόνα πλέον γνώριμη στα παραλιακά καταστήματα, στους τακτικούς περαστικούς, στους άτακτους γλάρους.
Φορούσε ένα παμπάλαιο κασκέτο και ένα μαύρο πανωφόρι. Χειμώνα καλοκαίρι το ίδιο φθαρμένο πανωφόρι λες και ποτέ δεν έπαυε να κρυώνει.
Στα χείλη του μόνιμα καρφωμένο ένα τσιγάρο άφιλτρο που σιγόκαιγε κόντρα στον άνεμο. Τις νύχτες αυτό το τσιγάρο έμοιαζε με κατακόκκινο φάρο
που άλλη χρησιμότητα δεν είχε παρά μόνον να δηλώνει την θολή παρουσία
του γέρο ναυτικού, δίχως όνομα, πίσω από ένα προπέτασμα καπνού που θύμιζε θαλασσινό πούσι.
Αν είχες το θάρρος να πλησιάσεις αυτή την άκαμπτη φιγούρα άκουγες πάντα
τα ίδια λόγια να βγαίνουν από τα χείλη μονότονα και συλλαβιστά σα να
μην ήξερε άλλες λέξεις. Τα ίδια ξανά και ξανά:
Οι μεγαλύτερες φουρτούνες θεριεύουν μέσα μας, άκου εμένα που όλη
μου τη ζωή στη θάλασσα την έζησα και τώρα περιμένω το τέλος πάλι
δίπλα της. Γεννιούνται στο στέρνο τρικυμίες με θεόρατα κύματα που
άλλες φορές γαληνεύουν, άλλες όχι και το καταλαβαίνεις από τα
ναυάγια που μετράς μέσα σου. Τις φορές που δεν κοπάζει η οργή της
θάλασσάς σου το καταλαβαίνεις από τα αλμυρά κύματα που δεν χωράνε πια μέσα σου και ξεχειλίζουν από τα μάτια σαν δάκρυα. Τις φορές που πιάνεις λιμάνι και νιώθεις ασφαλής η άγκυρα που πετάς σκαλώνει στα χείλη σαν χαμόγελο.
Ανατρίχιαζες όταν τον άκουγες και παρόλο που τα λόγια του έμεναν βαθιά
χαραγμένα μέσα σου και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τα ξεχάσεις, ήθελες να ξαναπάς κάθε φορά που τρικυμίες και νηνεμίες ένιωθες να ξυπνάνε
τη θάλασσα μέσα σου. Εκεί στο στέρνο. Ήθελες να τα ακούσεις άλλη μια
φορά, άλλη μία, για να ξέρεις για ποιον λόγο κλαις, για ποιον χαμογελάς.
Σκέψεις εποχικές και γύρω φύση
ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΠΟΛΕΩΝ
Σκέφτομαι πως ο θόρυβος που προκαλούν
καταμεσήμερα τζιτζίκια κρυμμένα
στις φυλλωσιές της γέρικης καρυδιάς,
—εκεί στην πλατεία του μικρού χωριού—
είναι απείρως πιο εκκωφαντικός
από κάτι ξεχασμένα κορναρίσματα,
—εκεί στην πλατεία της μεγαλούπολης.
Κι όταν πια βραδιάζει κάπου
στήνονται υπαίθρια πανηγύρια
με πλαστικά τραπεζοκαθίσματα
γεμάτα κρασί, χωματόδρομο
και φρέσκια μουσική.
Κάπου αλλού ανάβουν σποραδικά ένα, δυο φώτα
και από τα παράθυρα ξεχύνεται τηλεοπτικός ήχος
στη διαπασών που τρέχει ανεμπόδιστα
στην έρημη αλλά καυτή άσφαλτο
προσπαθώντας να καλύψει την απουσία
των υπόλοιπων σβησμένων φώτων.
Και τότε δεν μου φαίνεται καθόλου
παράξενη η σκέψη πως το καλοκαίρι
κάνουν διακοπές οι πόλεις
κι όχι οι άνθρωποι.
ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ
Σηκώνοντας μαγνητισμένη το βλέμμα
νιώθω το σώμα ν’ ανταποκρίνεται
στο επίμονο χάδι του ήλιου.
Η τετράγωνη λογική προσπαθεί
να μου τραβήξει την προσοχή
φωνάζοντας επιτακτικά πως
εκείνος ο φωτεινός δίσκος
δεν μπορεί να είναι τόσο ζεστός
αφού είναι Ιανουάριος.
Κι εγώ που, έχω πια τυλιχτεί ολόκληρη
στη θαλπωρή της αναπάντεχης αγκαλιάς,
φοβάμαι μήπως οι αιχμηρές της άκρες
τραυματίσουν ανεπανόρθωτα
τα στρόγγυλα των συναισθημάτων.
Θυμώνω και της λέω επιτέλους να πάψει.
Κι ύστερα —μετανοιωμένη για το μάλωμα—
της χαμογελώ ψιθυρίζοντας πως
όλα θα πάνε καλά.
Γυρίζοντας πίσω
ΠΑΛΙ ΕΔΩ
Πάλι εδώ προσπαθώντας να κλείσω λίγο
της μέρας φως στο τετράδιο.
Όπως κάνω τις νύχτες που προσπαθώ
να κλείσω λίγο σκοτάδι.
Μα είναι οι φορές ελάχιστες που
καλλιγραφικά και πειθήνια υποτάσσονται
κι αμέτρητες εκείνες που δραπετεύουν
αφήνοντας πίσω τσαλακωμένες μουντζούρες
κι ασύμμετρες μπάλες χαρτιού να με περιγελούν
τρέχοντας απ’ άκρη σ’ άκρη στο δωμάτιο
μην λογαριάζοντας αν είναι μέρα ή βράδυ.
Κι όμως εγώ πάλι εδώ για το λιγοστό φως.
Το ελάχιστο σκοτάδι.
ΤΡΟΠΟ (ΠΟΙΗΣΗ)
Ποτέ δεν πίστεψα σε αυτή την παράξενη φράση που άκουγα από μικρό παιδί
σαν παραίνεση, σαν ανταμοιβή, σαν επίπληξη. «Ο τολμών νικά». Αναρωτιόμουν μόνον ποιος διάολος είναι αυτός ο νικητής και γιατί με ζάλιζαν με ξένες υποθέσεις. Αναρωτιόμουν επίσης τι είδους ανόητο έπαθλο θα κέρδιζα εάν προσπαθούσα να του μοιάσω κι αν ήταν διαφορετικό κατά περίπτωση.
Θα πρέπει να ήταν!
Αντιδρούσα αυθόρμητα λοιπόν και ενώ πριν ακούσω την πρόταση —από
στόματα διαφορετικά μα και πολλές φορές τα ίδια— είχα πρόθεση να αγωνιστώ, τα παρατούσα αμέσως και γυρνούσα την πλάτη επιδεικτικά ακόμα κι αν ήθελα πολύ να προσπαθήσω.
Με ενοχλούσε το έπαθλο. Το κάθε φορά διαφορετικό. Που μπορεί και να
το κέρδιζα. Τις περισσότερες φορές τουλάχιστον. Μου φαινόταν επίσης
ότι τελικά ο αγώνας θα γινόταν για τα θέλω των άλλων κι όχι τα δικά μου.
Σχεδόν πίστευα πως εκείνος ο νικητής ίσως να μην είχε πρόσωπο και προσπαθούσε να υποκλέψει το δικό μου. Σα να μου αποσπούσαν βίαια τα
όνειρα βάζοντάς τα σε μια κίτρινη γραμμή εκκίνησης κι εγώ θα έπρεπε
να ελέγξω αν ήταν σφικτά δεμένα τα κορδόνια μου πριν αρχίσω να τρέχω
—χωρίς προπόνηση— για κάτι που τελικά δεν ήμουν σίγουρη εάν ήθελα
να κερδίσω.
Κι ας μην ήταν έτσι.
Είμαι όμως πεισματάρα. Αυτό ξέχασα να το πω. Θέλω να ορίζω τη ζωή μου
χωρίς καλογυαλισμένα βραβεία να με περιμένουν στον τερματισμό παριστάνοντας τα τρόπαια, χωρίς να νιώθω πάνω μου ανάσες παραίνεσης, ανταμοιβής, επίπληξης. Και κυρίως χωρίς να μου λείπει το πρόσωπο.
Έτσι λοιπόν δεν ακολούθησα ποτέ αυτή τη φράση. Με πείσμα ανήκουστο
—παίρνοντας μολύβια και σελίδες λευκές— την άλλαξα. Κάθομαι στο περβάζι των ονείρων τις ώρες που το φως είναι λιγοστό, τις ώρες που διακρίνεται μόνον η σκιά της και ορνιθοσκαλίζω ασύμμετρα γράμματα πάνω σε
κομμάτια ασύμμετρης ζωής.
«Ο τολμών τολμά»:
— Να ονειρεύεται
— Να γελά
— Να χάνει
— Να κλαίει
— Να ζει.
Στις γωνιές σκαρώνω πάντα παιδικές φιγούρες και ξεκάρφωτα φεγγάρια.
Όταν με ρωτούν τι κάνω εκεί στα σκοτεινά απαντώ:
«Τροπο (ποίηση)»
Αλληγορικές μεταμορφώσεις
ΜΑΣΚΑ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ
Να φροντίζεις η μάσκα που αφαιρείς
από το κατά τα άλλα απαθές πρόσωπο
σχολαστικά κάθε βράδυ
να είναι εκείνη που ταιριάζει καλύτερα
στα εμφανή κληρονομικά χαρακτηριστικά σου.
Θα υπάρχει έτσι η αμυδρή πιθανότητα
να ταιριάζουν ομοίως κάποτε
τα επίκτητα ψυχικά μυστικά σου.
Θα υπάρχει η πιθανότητα να αποκτήσει
υπόσταση και να πάψει να είναι
μια απλή αποσπώμενη μάσκα.
Όταν η εικόνα που προβάλει ο καθρέπτης
θα είναι η ίδια —είτε τη φοράς είτε όχι—
θα γεννηθεί το αληθινό πρόσωπο
που στερείσαι.
Φυσικό.
Ψυχικό.
Το πιο πειστικό ψέμα —μην ξεχνά—
είναι εκείνο που απέχει αμυδρά
από την αλήθεια.
Εσύ;
Ποια μάσκα θα βάλεις σήμερα;
ΧΑΡΑΜΑ
Με το χάραμα, πριν ακόμα ξυπνήσει ο νους, ξεκινούν το ταξίδι. Η πτήση δεν
είναι μοναχική. Ένα σμήνος ολόκληρο, με σχεδόν αθόρυβους σχηματισμούς
κατευθύνεται προς την κοιλάδα. Μπροστά πάντα ο ίδιος. Ο γηραιός αρχηγός χαράζει την πορεία. Οι ακόλουθοι δείχνουν, ανάκατα βαλμένοι, ίδιοι.
Όμως δεν είναι. Έστω και για μια απειροελάχιστη λεπτομέρεια, διαφέρουν.
Στη μέση πάντα οι αδύναμοι. Ουραγοί οι φιλόδοξοι μελλοντικοί ηγέτες. Και
είναι αρκετοί. Προσγειώνονται στον προορισμό, πάντα αθόρυβα, εντυπωσιακά εύκολα. Όλη μέρα στην κοιλάδα, οι ώρες μοιάζουν μηδαμινοί χτύποι
ενός ανύπαρκτου ρολογιού. Το κοπάδι μπερδεύεται, μα ο αρχηγός μένει
πάντα σε απόσταση, μόνος, κυρίαρχος, σε επιφυλακή.
Νιώθει υπεύθυνος γι αυτό το μπουλούκι, αλλά έχει και την κρυφή ματαιοδοξία ότι είναι ο καλύτερος κι ας γέρασε τόσο. Πονάει το σώμα, χαμογελάει ειρωνικά το στόμα. Ανησυχεί για τους ουραγούς, περισσότερο απ’ ότι θα ανησυχούσε για μια ξένη εισβολή. Ξέρει πως οι ήττες προέρχονται σχεδόν πάντα εκ των έσω. Ό νικητής δεν είναι βλέπεις πάντα ο καλύτερος, απλά ο ηττημένος είναι ο χειρότερος. Όσο λοιπόν μπορεί να χαμογελά χωρίς κανέναν μορφασμό πόνου θα ξεγελά τους μελλοντικά φιλόδοξους. Το ελπίζει
τουλάχιστον.
Το σούρουπο ήρθε μόνο και μόνο για να ανασυγκροτηθεί η απλωμένη ομοιογένεια και να αποκτήσει σάρκα και οστά εκείνο το ανύπαρκτο ρολόι. Η επιστροφή —σαν μια επαναλαμβανόμενη, αναπόφευκτη διαδικασία— αρχίζει.
Αρχηγός, αδύναμοι, ουραγοί, ευτυχώς ακόμα με την διάταξη της άφιξης,
αθόρυβα, αναχωρούν. Μόνο που η κατεύθυνση είναι αντίθετη τώρα, ο δρόμος όμως ίδιος. Αν μπορούσαν να γίνουν ορατά τα ίχνη τους, ο καθένας
τους θα μπορούσε να διακρίνει τον εαυτό του. Αν μπορούσαν.
Είμαι η μόνη που περιμένει και παρατηρεί. Την αναχώρηση, την άφιξη. Τα
μάτια πάντα στυλωμένα στον αρχηγό. Περηφανεύομαι ότι μπορώ πια να
τον αναγνωρίζω, φοβάμαι μήπως αλλάξει και δεν προηγείται πια. Η μόνη
που παρατηρώ: Σκέψεις, πουλιά, ανθρώπους χωρίς ακόμα να ξέρω αν είμαι
αδύναμη ή ουραγός.
Από δω και πέρα μόνο έρωτας.
Εισέρχεσαι άοπλα…
ΠΡΩΤΑ Η ΦΩΝΗ, ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ
Κι όταν χωρίζουν οι εραστές πρώτα η φωνή ξεχνιέται.
Εκείνη η προσωπική που ήταν μόνο για σένα.
Με τις αισθησιακές διακυμάνσεις
και τα παλλόμενα πορφυρά χρώματα.
Εκείνη που δεν χρειαζόταν να πει πολλά
για να την αναγνωρίσεις.
Έφτανε μοναχά ένα ψίθυρος.
Μια ανάσα.
Κυλάει σαν νερό τρεχούμενο
από της μνήμης τα δάχτυλα κι ας πασχίζεις
μάταια να συγκρατήσεις σταγόνες.
Ποιος μπορεί να φυλακίσει το νερό;
Ποιος τον ψίθυρο;
Τη μια και μόνο ανάσα;
Ύστερα ακολουθούν τα μάτια.
Ξεχνάς όχι το χρώμα μα τον τρόπο
που σε κοιτούσαν.
Κι εσύ μικρή ανόητη που τότε πίστευες
πως ήταν ψυχής καθρέφτες και τώρα πονάς
δεν ξέρεις ακόμα πως θα έρθει
κάποτε η στιγμή που δεν θα θυμάσαι
ποιος τους έσπασε.
ΣΤΙΓΜΕΣ
Σε κανέναν δεν θα πω πως καμιά φορά
κλείνω τα μάτια και σε σκέφτομαι.
Θυμάμαι κυρίως στιγμές που δεν ζήσαμε
ακόμα και με την παραμικρή λεπτομέρεια.
Τις άλλες που μαζί τις διαβήκαμε
τις προσπερνώ τόσο γρήγορα.
Δεν με εκπλήσσουν πια επειδή άφησαν
αποτύπωμα κι όποτε τις συναντώ
—όχι ότι δεν είναι πια όμορφες—
με πειράζει πού είναι πάντα ίδιες.
Όμως οι άλλες που δεν ζήσαμε
διαρκώς με ξαφνιάζουν.
Έρχονται αργά, αναποφάσιστα
και δεν ξέρουν αν θα φέρουν χαρά
ή αβάσταχτο πόνο.
Στέκονται μπρος μου δειλά και ζητούν
από μένα ικετευτικά
να τους σκηνοθετήσω ένα ρόλο.
Όταν πολύ μου λείπεις δεν φέρνουν χαρά.
Όταν δεν λείπεις δεν φέρνουνε πόνο.
Μα αυτό σε κανέναν δεν θα το πω.
Όχι, σε κανέναν δεν θα το πω!
Θα το γράψω σε όλους μόνο.
.
ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ (2024)
ΕΡΩΤΙΚΟ
Θα σου μάθω να δένεις τα κορδόνια
τρυφερά κι επίμονα
για να μη μπερδεύεις το βήμα
καινούργιε μου έρωτα
κάθε που θα τρέχεις στην αγκαλιά μου.
Θα καθίσω πλάι σου στο πλατύσκαλο
να περάσουμε σταυρωτά τον πόθο
σα να υφαίνουμε με πλεγμένα δάχτυλα
ακριβό κέντημα να στολίσει εκείνο
το γυμνό έπιπλο στη σάλα του χρόνου
που από καιρό μας περίμενε
ευάερη, ευήλια, επιβλητική,
μα και τόσο μόνη.
Κι όταν φτάσουμε απ’ τους πρόποδες στην κορφή
μαζί θα δέσουμε σε κόμπο σφιχτό
δοσμένα φιλιά,
τους όρκους μας
κι ένα ανείπωτο κόκκινο χρώμα.
ΠΟΤΑΜΟΙ ΕΦΗΜΕΡΟΙ
Δεν ξέρω αν οι βροχές ήρθαν σαρωτικά
να παρασύρουν χθεσινά καλοκαίρια.
Στου δρόμου τις άκριες ρηχά αυλάκια
σχηματίζουν ποταμούς εφήμερους.
Μέσα τους ταξιδεύουν κλαδιά,
ταξιδεύουν μνήμες και χαλίκια μικρά
στο μέγεθος ενός ελάχιστου,
ακανόνιστου έρωτα.
Άραγε θα καταφέρουν ποτέ
να φθάσουν σε κάποια θάλασσα; Ή θα
στερέψουν ξεδιψώντας τη γη
που αγκαλιάζει το υγρό σώμα τους
με λαίμαργα χέρια;
ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ
Και κει που λέω θα επαναστατήσω
φορώ τη μεταξωτή μου αδράνεια
και πάω στον υπαίθριο χορό
να συναντήσω ακόμα έναν
αδιάφορο πρίγκιπα.
Για να μην εγκαταλείψω αμαχητί
τον εαυτό μου που αντιστέκεται
τα γοβάκια μου πάντα είναι
δυο νούμερα μεγαλύτερα.
Όταν χαθούν καθώς θα τρέχω
τη δωδεκάτη νυχτερινή
στη μαρμάρινη κάθοδο
κανείς δεν θα μπορέσει να πει
πως ήταν δικά μου.
ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΡΩΓΜΗ
Θα παραμείνω η μικρή σου ατέλεια.
Εκείνη η απειροελάχιστη χαραμάδα
στην άψογη σου ζωή που ποτέ
δεν κατάφερες να κλείσεις.
Τώρα ξέρω πως δεν θα ήθελες
να χαθεί η ρωγμή.
Από κει
-όταν όλα γύρω σου θα ναι κατασκότεινα-
θα μπαίνει ένα φως αμυδρό.
Από κει
-όταν όλα γύρω σου θα φεγγοβολούν-
θα μπαίνει μια φέτα σκοτάδι.
Και τις φορές που θα θες να με κρύψεις
-εμένα τη μικρή σου ατέλεια-
θα κρεμάς μπρος μου τετράγωνο κάδρο
κάποιας αδιάφορης θάλασσας
που κανείς δεν θα θέλει
να πάει να πνιγεί.
Ή ένα τοπίο σκουρόχρωμο
από μια φύση νεκρή.
Θα κρεμάς κι ευτυχίες ψεύτικες
με επεξεργασμένα χαμόγελα,
ή απλά θ’ ακουμπάς εκεί μια παλάμη
που δεν θα είναι ζεστή.
Κι ενώ όλοι γύρω σου θα πιστεύουν
πως η ζωή σου είναι τέλεια
εσύ θα γνωρίζεις πως
κάτω από το αδιάφορο κάδρο
κάτω από τα απλωμένα τα δάχτυλα
εκεί στης ζωή σου τον άψογο τοίχο
θ’ αναπνέει η μικρή σου ατέλεια.
Στην κρυμμένη ρωγμή.
ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ
Καταραμένη αγάπη είσαι ανεκπλήρωτη.
Ερμητικά κλειστές οι πύλες
του παραδείσου και της κόλασης
για μια αγάπη σαν εσένα.
Πουθενά να αιτηθείς είσοδο.
Άδικα μη χτυπάς.
Δεν ακούει κανείς.
Μοναδική σου επιλογή
η αθανασία.
ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ
Τη μέρα περνά δίπλα μου η ζωή
κρατώντας στα δάχτυλα απλές συνήθειες,
τυχαίες χαρές, πανομοιότυπα δευτερόλεπτα
και δε σε σκέφτομαι.
Σκορπίζονται οι μνήμες σα κυνηγημένα πουλιά
που κανείς δε θέλει να αιχμαλωτίσει.
Βαθιά μέσα μου εύχομαι να μην επιστρέφουν.
Μα εκείνες δε χάνονται, είναι αποδημητικές
και κάθε βράδυ ξανάρχονται.
Κουρνιάζουν αποκαμωμένες στο φύλλωμα
της καρδιάς ξέροντας καλά πως εκεί ανήκουν
κι αργά τη νύχτα ακόμα μπορούν να πληγώσουν.
Το χάραμα βρίσκω γκρεμισμένες φωλιές
που ορκίζομαι εγώ δεν τις έχω χαλάσει.
ΓΟΡΓΟΝΕΣ
Είναι κι αυτές οι γοργόνες που γεννήθηκαν
για τη στεριά.
Σπάνιες φορές – αν κάνεις απόλυτη ησυχία-
μπορεί να τις δεις να ακροβατούν
πάνω σε λεπτή γραμμή.
Εκεί που το νερό φιλά την άμμο.
Ή εκεί που η άμμος φιλά το νερό.
Κάθε σούρουπο ατενίζουν
την απεραντοσύνη του ορίζοντα
χαϊδεύοντας απαλά τα κύματα.
Έπειτα κοιτούν με μάτια θλιμμένα
τις όμορφές ουρές που θαρρείς πως
μοιάζουν περισσότερο με πόδια.
Αναπνέουν μια χαρά το οξυγόνο
μα μπορούν να ζήσουν και δίχως αυτό.
Νομίζουν τουλάχιστον πως μπορούν.
Κι ενώ τόσο αγαπούν τη θάλασσα
διστάζουν να πέσουν στην αγκαλιά της
επειδή κανείς δεν τους έδειξε πώς.
Μα δε θα αντάλλασσαν τη φοβισμένη ουρά
με κανένα ζευγάρι καλλίγραμμα πόδια.
Κι ας έχουν θλιμμένο βλέμμα.
Είναι κάποιες γοργόνες που γεννήθηκαν
για τη στεριά.
Όμως στέκονται εκεί που το νερό φιλά την άμμο.
Ή εκεί που η άμμος φιλά το νερό.
Σπάνιες φορές.
Απόλυτη ησυχία.
ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙA
Κάτι τέτοιες νύχτες το αιώνιο σύμπαν
τις εφήμερες ζωές μας ελεημονεί.
Ακούει τα μικρά μας τα όνειρα,
τους μεγάλους καημούς, τ’ ανείπωτα
κι αυτοτραυματίζεται σπαρακτικά
-για κάτι τόσο ασήμαντό-
τραβώντας της σάρκας του
ανεκτίμητα κομμάτια.
Σκορπίζει ελπίδες τότε ο νυχτερινός ουρανός
κι όσοι δεν κοιμήθηκαν μα αγρυπνούν
μεταμορφώνουν τ’ άστρα σε ευχές
καθώς κοιτούν τις στιγμιαίες τροχιές
με δάκρυα αφανέρωτα
που λάμπουν στα μάτια.
.
ΕΚΚΩΦΑΝΤΙΚΕΣ ΑΝΑΣΕΣ (2022)
ΓΚΡΕΜΟΙ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ
Τι ιστορίες να διηγηθούν εκείνα τ’ ακροδάχτυλα
τα γεμάτα μόνο δακτυλικά αποτυπώματα.
Φτωχές κυκλικές γραμμές τόσο όμοιες
τόσο φυλακισμένες που, αλίμονο, δεν οδηγούν
σε κανέναν μαγικό τόπο.
Ψάχνουν απεγνωσμένα λευκό χαρτί ν’ αφήσουν
πάνω στο άχρωμο σώμα μουντζούρες,
συνήθειες καθημερινές μήπως έτσι δικαιολογήσουν
τον ατέρμονό τους στροβιλισμό
δίχως να έχουν αγγίξει τίποτα.
Τι ιστορίες να διηγηθούν!
Μα είναι και κείνα που πάλλονται κόκκινα,
εκείνα που από τις άκρες των γκρεμών τους,
ακροβατεί και ρίχνεται στην άβυσσο
σταγόνα-σταγόνα ο πόθος.
Κυρτώνουν απαλά.
Θαρρείς προσπαθούν να κρύψουν
όλα τα μυστικά που κάποτε χάιδεψαν.
Θαρρείς προσπαθούν μάταια
να σιωπήσουν όλα τ’ αγγίγματα
που τόσο φλύαρα κατρακυλούν
σε κείνους τους γκρεμούς της αβύσσου.
Πόσες ιστορίες σκαλώνουν μπλεγμένες άηχα
σε όλα εκείνα τα μοιραία τα δάχτυλα.
Πόσες σταγόνες λαχταρούν κάποιον
ν’ ακολουθήσει τα χνάρια τους.
Αυτά που οδηγούν στην άβυσσο,
στους γκρεμούς ή αλλιώς
στους μαγικούς τόπους.
ΔΥΟ ΣΤΙΓΜΕΣ
Ποτέ μη ρωτάς τι γιατρικά άραγε να φτιάχνουν
αυτοί που μέσα τους ζουν μόνοι
κι έτσι απ’ το πουθενά
οι φρικτές τους πληγές επουλώνονται.
Τη μια στιγμή λες χάθηκαν και η θολή μορφή
αλλοιώνεται σα να έχουν ρίξει σταγόνες μελάνι
σε ιδιαίτερα απορροφητικό χαρτί
που ραγδαία καταλαμβάνει.
Μουτζουρώνει.
Εξαπλώνεται.
Την άλλη στιγμή τους βλέπεις
–σα να μην έλειψαν ποτέ– ν’ ανθίζουν
κι απορείς επειδή εκεί έξω είναι ακόμα
παγωμένη νύχτα και το κρύο κρατά μακριά
τη δικαιολογία κάθε πρόωρης άνοιξης.
Όμως εσύ ποτέ μη ρωτάς πού κρύβουν
το μελάνι ή το λουλουδένιο τους άρωμα.
Γιατί αν ψάξεις στα κλειδωμένα συρτάρια,
κάτω από τις μεταξωτές αναμνήσεις,
τις βαμβακερές σιωπές
και τ’ αταχυδρόμητα γράμματα
ίσως ανακαλύψεις πως κι εσύ τα ’χεις.
ΞΥΠΟΛΗΤΟΣ
Αργότερα είπε πως το καλοκαίρι τον φώναξε
με τη διαδικασία του κατεπείγοντος,
γι’ αυτό έφυγε δίχως αποσκευές.
Όμως η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελε να ξυπνήσει
εκείνη που τόσο ήσυχα είχε αποκοιμηθεί
χρόνια τώρα σε μια πτυχή της καρδιάς του.
Αγαπούσε ν’ ακούει τη ρυθμική ανάσα
και να φαντάζεται πως με κάθε εκπνοή
απελευθερωνόταν κι ένα της όνειρο.
Έτσι λοιπόν έφυγε με τα ρούχα που φόραγε
κρατώντας στα χέρια ένα ζευγάρι αθόρυβα πάνινα
ιδανικά για μάταιες περιπλανήσεις
που μάλλον ήταν λευκά για να μην αφήνουν
κανένα αιχμηρό αποτύπωμα.
Όταν το ρολόι του χρόνου με ζηλευτή ακρίβεια
τριών χτύπων, μετακινήθηκε στην εποχή την επόμενη
είχε ήδη χάσει αναρίθμητες εκπνοές κι όνειρα.
Και το ήξερε. Έστω κι από τόσο μεγάλη απόσταση.
Κι έτσι όπως τώρα κρατούσε επιστρέφοντας
μια ελαφριά βαλίτσα γεμάτη μάταιες περιπλανήσεις
που ανάμεσά τους είχε στριμώξει
τα ακόμα κατάλευκα αθλητικά εισιτήρια,
μοναδικός του φόβος ήταν μη τυχόν
όλον αυτόν τον καιρό που αυτός έλειπε,
εκείνη είχε πλέον ξυπνήσει.
ΦΡΟΥΡΟΣ ΑΓΡΥΠΝΟΣ
Αήττητα όνειρα φωλιάζουν στο μαξιλάρι
κι ευωδιάζουν παρηγοριά καθώς τις νύχτες
παίρνει το σχήμα της αγκαλιάς σου.
«Ποιος ξέρει» αναρωτιέσαι πόσες μάχες
δίνει ακούραστα με τ’ αστέγνωτα δάκρυα.
Απορείς πώς αντέχει σιωπηλά να κρατά
–φρουρός άγρυπνος– όλα τα μυστικά σου.
Κι ενώ είναι απαλό και τόσο ανάλαφρο
πάντα σε ξαφνιάζει η σκέψη πώς γίνεται
κι ώρες-ώρες το νιώθεις γρανίτη σκληρό
μ’ ασήκωτο βάρος.
Εσύ δεν ήσουν που χθες βράδυ
θυμωμένα το πέταξες μήπως τρομάξουν
και φύγουν οι απρόσκλητοι φόβοι;
Κι ύστερα προσωρινά το εξόρισες
σαν εκείνο το φιλί που ακόμα σου λείπει.
Κι όμως!
Αήττητα όνειρα φωλιάζουν στο μαξιλάρι
κι ευωδιάζουν παρηγοριά
καθώς τις νύχτες
παίρνει το σχήμα της αγκαλιάς σου.
ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ
Πόση ελεημοσύνη κρυμμένη
στα γκρίζα σύννεφα τ’ ουρανού!
Αμέτρητα δάχτυλα που βιάζονται
να γδύσουν απαλά
ό,τι γεννήθηκε φυλλοβόλο
με θερμοκρασία ούτε ζεστή ούτε κρύα.
Μοναχά διστακτικά ενδιάμεση.
Σαν το χάδι ενός νέου εραστή
που δεν είναι ακόμα βέβαιος
αν θα παγώσει ή θα κάψει.
Βλέπεις είναι αλλιώς ν’ αγαπάς
κι αλλιώς ν’ αγαπιέσαι.
Πόσο γενναία αυτά τα υγρά δάχτυλα.
Αναλαμβάνουν την ευθύνη της γύμνιας
χαρίζοντας ουτοπική δικαιολογία στα σώματα.
«Αν δεν έβρεχε…»
ΜΕΤΡΗΜΑ
Τα κατάφερες, λοιπόν, όλες μου οι εκπνοές
να ψιθυρίζουν τ’ όνομα σου
εγκαταλείποντας σαν δραπέτες το σώμα.
Κάποιες απ’ αυτές με ρωτούν αν σε ξέρω
και γω δηλώνω παντελή άγνοια
ενώ ταυτόχρονά προσπαθώ
να εισπνεύσω το διοξείδιο μιας ανάμνησης.
Τα κατάφερες να σε θυμούνται εκείνες
κι εγώ όχι.
Ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο;
Κι αυτό το κάψιμο στα σωθικά να μετρά
-ακόμα κι όταν κοιμάμαι-
τις μέρες που λείπεις.
ΕΚΚΩΦΑΝΤΙΚΕΣ ΑΝΑΣΕΣ
Κλυδωνιζόταν ανυπεράσπιστος ο λεπτός σπάγκος
που πάνω του είχαν δέσει ένα φαντασμαγορικό τίποτα.
Κι ο άνεμος σχεδόν ανύπαρκτος.
Κάποιος τον έχασε.
Κάποιος που δεν είχε φροντίσει να τον ασφαλίσει γερά
τυλίγοντάς τον –δυο και τρεις φορές– στα δάχτυλα.
Ασυναίσθητα απλώνεις το χέρι
μήπως καταφέρεις να σταματήσεις το φευγιό του.
Μα σαν βλέπεις τι συγκρατεί η άλλη άκρη μετανιώνεις
και το κρύβεις βαθιά στην πρόθυμη τσέπη.
Πλαστικά σχήματα
γεμάτα εγκλωβισμένο αέρα στα σπλάχνα τους.
Ανάσες οξυγόνου που φύσηξαν άγνωστα χείλη.
Τι μυστικά που αφέθηκαν να παρασυρθούν απ’ τον άνεμο
άραγε να σκεφτόταν την ώρα εκείνη ο ξένος νους;
Αν αυτές οι πνοές είχαν φωνή,
πόσες λέξεις θα στοίβαζαν εκεί μέσα;
Σ’ αγαπώ.
Σε μισώ.
Μου λείπεις.
Σε ξέχασα.
Χάθηκες.
Χάθηκα.
Όσο πιο μεγάλο το μπαλόνι τόσο πιο πολλές
οι ανείπωτες λέξεις.
Όσο πιο ελαφρύ τόσο πιο ασήκωτες οι ανάσες.
Μα εσύ διάλεξες το δικό σου
–το γεμάτο επώδυνες ανάσες–
να μην αφήσεις να παρασυρθεί απ’ τον άνεμο
παίρνοντας μαζί όλα τα μυστικά σου.
Εσύ το κράτησες σφιχτά κι έτρεξες σε κείνον
που φυλάκιζε τη σκέψη σου όταν ακουμπούσες τα χείλη
κι έπαιρνες βαθιά ανάσα.
Όταν ξεσπούσες δίχως να υπολογίζεις το μέγεθος.
Όταν το γέμιζες πνοές, μνήμες, παράπονα.
Δίχως να ξέρεις το χρώμα.
Εσύ διάλεξες –τρυπώντας το– εκείνο να μιλήσει για σένα.
Πόσο εκκωφαντικό θόρυβο έκαναν οι λέξεις!
Τόσον όσο και η σιωπή
που με πείσμα κράταγες καιρό μέσα σου.
Εκείνη που άκουγες στη διαπασών μόνο εσύ.
Σ’ αγαπώ… Κόκκινο
Σε μισώ… Κίτρινο
Μου λείπεις… Μπλε
Σε ξέχασα… Πράσινο
Χάθηκες… Άσπρο
Χάθηκα… Άσπρο…
Άσπρο… Άσπρο… Άσπρο.
ΓΗ
Ήταν μόνη και έδειχνε τόσο λυπημένη.
Οι ζοφερές σκέψεις σκιές σε όμορφο πρόσωπο.
Δεν μπορούσε να πάει πουθενά, μα ονειρευόταν ταξίδια.
Σχεδόν τα ζούσε, μα τα πόδια καρφωμένα βαθιά.
Ούτε ένα ελάχιστο βήμα.
Μα ήρθε ξάφνου νερό και τα δρόσισε.
Σύννεφα έπλεξαν μυστικά στα μαλλιά της.
Χαμογέλασε κι οι σκιές διαλύθηκαν.
Λες και ποτέ δε γεννήθηκαν.
Ήταν η στιγμή που επιτέλους κατάλαβε
πως ακόμα κι αν δεν μπορούσε να πάει πουθενά,
έκρυβαν πάνω της, όλους τους πόθους.
Ευλογημένη ακίνητη γη.
Θάλασσα βρέχει τα πόδια σου.
Αέρας χαϊδεύει τα μαλλιά σου.
ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΕΝΟΧΟΣ
Σήμερα η θάλασσα μου φαίνεται ακίνητη
θαρρείς κι είναι μια ξεχασμένη οδός
που κάποιο στοργικό χέρι έριξε πάνω της
γυάλινο κάλυμμα για να μη φθαρεί η επιφάνεια.
Νιώθω μια περίεργη ανησυχία στα δάχτυλα
σα να λαχταρούν ν’ ανασηκώσουν
έστω μια άκρη από το προστατευτικό κρύσταλλο.
Την πιο εύθραυστη.
Αυτήν που θα σπάσει.
Και τα πόδια –λες κι έχουν δική τους βούληση–
επαναστατούν ξαφνικά κι ονειρεύονται
να βουλιάζουν ή να τρέχουν ή και τα δυο
στην αριστερή λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας.
Κοιτάζω αυτήν τη ρευστή ψευδαίσθηση
κι ύστερα τον ήλιο κατηγορώ
που όταν στέκεται έτσι καταμεσής τ’ ουρανού
ποτέ δεν μπορώ να τον αντικρίσω κατάματα.
«Δε φταίω εγώ» μου αποκρίνεται.
Τότε μαλώνω τάχα τον άνεμο
που ακόμα κρατά την ανάσα του
δηλώνοντας ο μοναδικός ένοχος
–χωρίς ελαφρυντικά–
γι’ αυτόν τον υδάτινο δρόμο.
ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Κάποιος είπε πως σήμερα ο χρόνος σήκωσε
το δεξί χέρι κι έδειξε άνοιξη.
Ίσως ήταν το χελιδόνι που έσκισε τον ουρανό
για μια στιγμή.
Ίσως τα δέντρα του κήπου που άνθισαν τη νύχτα.
Ίσως εκείνο το αλύχτισμα –το τόσο μακρινό–
που δεν μπορώ να του δώσω ένα οποιοδήποτε σχήμα.
Κάποιος το είπε
μα η λαλιά δεν μπορεί να ήταν ανθρώπινη.
Όχι!
Εκείνη δεν έχει τη δύναμη ν’ ακουστεί
απ’ τα εγκλωβισμένα τα σπίτια.
Κι όμως εγώ ακόμα νιώθω την ανάγκη
τ’ απομεσήμερα να χάνομαι αφήνοντας
πίσω μου σιωπηλές τσιμεντένιες φωλιές
κι αυτή την από καιρό αδιάβατη άσφαλτο.
Είναι φορές που στέκομαι τυχερή.
Ακριβώς την ώρα που τα πέλματα
δραπετεύουν αγγίζοντας άγρια γη.
Την ώρα που τα μάτια χαϊδεύουν
ξεχασμένα οπωροφόρα που αφέθηκαν να καρπίζουν
ακλάδευτα από εκείνους που φοβούνται τον θάνατο.
Από κείνους που φοβούνται να εγκαταλείψουν
τα έρημα σπίτια.
Είναι τότε που το αλύχτισμα ξεθαρρεύει
και πλησιάζει δειλά παίρνοντας σχήμα
πιστού σκύλου που ψάχνει τον αφέντη του.
Χωρίς να το ζητώ γελάει τρέχοντας
ξέφοβα πίσω μου.
Τρέχοντας γελάω και γω.
Προσωρινά υποκρίνομαι
πως –χωρίς δεσμά– μου ανήκει.
Στις άκρες του χωματόδρομου εποχιακοί λόφοι
οριοθετούν το άβατο κρατώντας
ανθισμένα μανουσάκια στα δάχτυλα.
Ξάφνου ένα απαλό αγέρι τυλίγει στους ώμους
τη μεθυστική μυρωδιά
κι απ’ τα χαμηλωμένα βλέφαρα
κυλούν μνήμες που νοτίζουν τη ρίζα.
Θυμάμαι να λες
καθώς μου χτένιζες τα μαλλιά
πως είναι η αγάπη ο μόνος θάνατος
που δεν μπορείς ν’ αποφύγεις
και χωρίς φόβο πια
το δεξί χέρι του χρόνου κοιτώ.
Ύστερα κλέβω μια κλωστή απ’ το φουστάνι
της άνοιξης, και τα χνώτα άναρχα σχηματίζουν
ένα ελάχιστο ποίημα που δε θα γραφτεί πουθενά.
Που θα ζήσει για μια στιγμή, μα μπορεί και αιώνια.
ΕΧΕΙΣ;
Ψιθυρίζουν ανεπαίσθητα οι λέξεις
για να μην τις ακούς κάθε που ζωγραφίζουν τον έρωτα.
Μόνο στα σφαλιστά μάτια επιτρέπουν
να θωρούν της αναπνοής τους το σχήμα.
Κι είναι γεμάτες φωνήεντα που λήγουν
μακρόσυρτα καθώς δραπετεύουν
από χείλη φιλήδονα που τα έχουν βάψει
με του πόθου το χρώμα.
Έχεις δει λέξεις να γδύνονται;
Να στέκουν γυμνές για να φανεί
το αραχνοΰφαντο τους το σχήμα;
Έχεις νιώσει ανάσες να καίγονται
κι ό,τι απομένει να μοιάζει με ποίημα;
ΘΥΜΑΜΑΙ
Στην περασμένη ζωή σε θυμάμαι να λες
πως την αυγή εφιάλτες θα ξέπλενες με νερό
που θα ’ταν γλυκό για να ξυπνώ
με βρεγμένα τα χέρια.
Και πως τις νύχτες τον ουρανό θα μου έδειχνες
για ν’ αγγίζω τα άπιαστα αστέρια.
Πόσο φοβόσουν πάντα να πεις
σε ποιές άγριες θάλασσες αρμένιζες.
Κι αν το λιμάνι σου ήμουν εγώ
ή αν ήμουν πυξίδα.
Εγώ που άνοιγα την πόρτα του φόβου σου
κι άφηνα το αγέρι να κλέβει το άρωμα
από τα κρυφά σου ταξίδια.
Ώ! ήτανε όμορφες οι αυγές
της περασμένης ζωής, το νερό το γλυκό
κι όλα εκείνα τα άστρα
πάνω στα βρεγμένα μου χέρια.
Ωραίες και οι άγνωστες θάλασσες,
το λιμάνι και κείνος ο φόβος σου
κι ας περπατώ από τότε
πάνω σε γυμνωμένα μαχαίρια.
Τώρα τα δάχτυλα σφίγγουν το χθες.
Τώρα πλέκω συνέχεια σκάλες μισές
που οδηγούν στην κορφή ή τα υπόγεια.
Κι ούτε με νοιάζει αν θα πάω ως εκεί
πετώντας ψηλά ή τρέχοντας με γυμνά πόδια.
ΓΥΜΝΙΑ
Το πρωί που ξυπνάω αφήνω το βλέμμα
να πλανηθεί στο σώμα μου.
Έτσι νυσταγμένα που γυμνό αναδεύεται
θαρρείς μοιάζει όμορφο κι ας έχει τόσες ατέλειες.
Είναι η στιγμή που σπάζοντας της ώρας τη σιωπή
θέλω να σε ρωτήσω:
«Έτσι έδειχνε κι όταν τ’ αγκάλιαζες;»
Κοιτάζω εκείνον τον γυάλινο ολόσωμο κριτή
που ακίνητος στέκεται δίπλα στο φωτεινό παράθυρο
για να μη μπορώ να του κρύψω τίποτα.
Εκείνον που τις άλλες ώρες παγιδεύει βιαστικές
σκιές ντυμένες με ρούχα όλων των εποχών
και τους φωνάζει πως δεν έχει αισθήματα.
Τότε –με τα μάτια της φαντασίας–
βλέπω το είδωλο των ματιών σου
να διατρέχει κάθε καμπύλη αργά.
Καθυστερεί χαϊδεύοντας τις ωραίες ατέλειες επίμονα.
Ο δροσερός άνεμος ξάφνου νικά της κουρτίνας
το υφασμάτινο οδόφραγμα κι ακουμπά πάνω μου
έναν ψίθυρο της φωνή σου
μόνο και μόνο για να μου πει:
«Ναι…»
.
ΟΝΕΙΡΟΠΕΤΡΕΣ (2019)
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ
Καταπιάνομαι με αντικείμενα
όταν θέλω να μιλήσω για ανθρώπους.
Βλέπω μια σκουριασμένη καρέκλα και θυμάμαι
ότι ο πατέρας μου πάνε είκοσι χρόνια που έφυγε.
Κοιτάζω ένα παρατημένο ποδήλατο
και το κοριτσάκι που λείπει είμαι εγώ.
Κανείς δε μου έδειξε πώς να ισορροπώ
έστω σε δύο ρόδες.
Το λεύκωμα που φυλάω στο συρτάρι, φίλοι παλιοί.
Η πλαστική σακούλα που ανόητα στροβιλίζεται στο δρόμο
περαστικοί που δεν κατάφερα να τους κρατήσω.
Δε με κράτησαν ούτε αυτοί.
Τα αγκαλιάζω με περισσότερη αγάπη απ’ ότι τους ανθρώπους
τα αντικείμενα.
Δίνω ανάσες δικές μου που δε ζητούν
κι όμως τις χρειάζονται.
Καταπιάνομαι με αντικείμενα
όταν θέλω να μιλήσω για ανθρώπους, μα δε μιλώ.
Μόνο που καμιά φορά γελάω
και τότε μου λένε να σοβαρευτώ.
Μόνο που καμιά φορά κλαίω
και δε σου λένε τίποτα.
ΜΑΝΤΗΛΙ
Απαρηγόρητο γέρικο καράβι
ο καπετάνιος σου πρώτος σ’ εγκατέλειψε
μα ξέχασε να σε δέσει με άγκυρα
και τώρα κλυδωνίζεσαι ακυβέρνητο στο πέλαγος.
Ξαφνιασμένε ενήλικα
μόλις σου ανακοίνωσαν ότι μεγάλωσες
και πετάς ένοχα το μονάκριβό σου νεροπίστολο
χωρίς να προλάβεις να σημαδέψεις τίποτα.
Μοναχικό δρομάκι
κανείς πια δεν παίζει κρυφτό στα σοκάκια σου
επειδή μια μπλε πινακίδα σε χαρακτήρισε αδιέξοδο.
Όμορφη φωνή
δε σου επιτρέπουν να τραγουδήσεις
παρά μόνο να φυλακίζεις αναφιλητά
στα πνευμόνια σου.
Άκακο τυφλόφιδο
σε θυσίασαν με τη δικαιολογία του καταραμένου
και συ δεν μπόρεσες να τους κοιτάξεις κατάματα.
Ανόητη μικρή πριγκίπισσα
ούτε ένα παραμύθι δε σε χώρεσε
μα εσύ επιμένεις, ξυπόλητη, να φοράς στραβά
κι αλήτικα το στέμμα σου.
Φτωχό μου χώμα
σε ανακατεύουν συνέχεια και σου ξεριζώνουν ανελέητα
τα μυστικά που βαθιά νόμιζες ότι έθαψες.
Πάρτε αυτές τις λέξεις να σκουπίσετε τα μάτια σας
δεν αντέχω να τα βλέπω δακρυσμένα.
ΣΙΩΠΗΛΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ
Βαριά πόρτα με σιδερένιους μεντεσέδες
ή αλλιώς με μια λέξη;
Αντίο.
Η σκουριά αρχαία. Ασήκωτη.
Θαρρείς τοποθετήθηκε εκεί για να μένει ορθάνοιχτη.
Η πόρτα.
Η μια λέξη.
Όταν κλείσει όμως το κάνει απότομα.
Μονομιάς.
Στιγμιαία διάρκεια του ταξιδιού.
Πορεία αμετάκλητη.
Σαν πιστολιά, μια και μόνη.
Επειδή θα είναι εύστοχη.
Οι σοβάδες που θα πέσουν, ανείπωτες λέξεις.
Οι σκουριές των μεντεσέδων
ασήμαντοι λεκέδες του χρόνου.
Οι κλειδώσεις κλονισμένες συθέμελα
σιωπηλοί φύλακες
μιας ερμητικά σφραγισμένης πόρτας
ή αλλιώς με μια λέξη:
Αντίο.
ΕΡΩΤΑΣ
Αναγνωριστικά πλησίασαν με ειρηνικές προθέσεις
κι ας κρατούσαν στα χέρια γεμάτα όπλα
ένας άντρας μια γυναίκα.
Ένας Αδάμ μια Εύα.
Τα παρέδωσε ο ένας στον άλλον και κοιτάχθηκαν
ύστερα ξεκίνησε ο έρωτας.
Σε κάδε μάχη ήξεραν με ποιο όπλο ·δα τραυμάτιζαν
το χρησιμοποιούσαν αδίστακτα
σημαδεύοντας πάντα λίγο πιο κάτω από την καρδιά
λέγοντας πως δεν ξέρουν καλό σημάδι.
Ήξεραν σου λέω ακριβώς που είναι η καρδιά
μα πάντα σημάδευαν λίγο πιο κάτω
κι όταν τα πυρομαχικά σώνονταν
έτρεχε ο ένας στον άλλον.
«Σε πόνεσα;»
Μοιράζονταν ένα ψεύτικο «όχι»
μια ημερήσια ανακωχή
μέχρι να έρθουν νέα πυρομαχικά.
Και πολύ εύκολα θα τους διέψευδαν οι μορφασμοί πόνου
αν δεν έμοιαζαν τόσο με ερωτευμένα χαμόγελα
και πολύ εύκολα ·&α πετύχαιναν την καρδιά
αν δεν ήξεραν τόσο καλό σημάδι.
ΑΝΑΣΑ
Αν δεν ήταν εκείνος ο σχεδόν υπαρκτός πόνος
στο στήθος που δυσκόλευε τις εισπνοές
ποτέ δε θα πρόσεχε πόσο σημαντική είναι
μια απουσία.
Αναρωτήθηκε μάλιστα εάν έπασχε
από κάτι οργανικό, μα η σκέψη κράτησε
μοναχά μερικά δευτερόλεπτα
τόσα όσο μια ακόμα δύσκολη ανάσα.
Ελάχιστα.
Κατάλαβε πως δεν είχε τίποτα
μόνον όταν η παρουσία ελευθέρωσε την εκπνοή.
ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΠΟΘΟΥ
Μπάσταρδο παιδί της αγάπης ο έρωτας
γεννιέται και κανείς δε δηλώνει πατρότητα.
Τον κυοφορούσε ίσως και χρόνια η μάνα του
χωρίς καμία προφανή ένδειξη πως μεγάλωνε μέσα της.
Τον κυοφορούσε ίσως και παραπάνω από μία ζωές.
Είναι η μόνη που ξέρει ποιος τον έσπειρε μέσα της
η μόνη που δε θα ζητήσει ποτέ επικυρωμένη
ληξιαρχική πράξη γέννησης για να
νομιμοποιήσει το μπάσταρδο.
Οι ωδίνες
–που τον απέσπασαν από μέσα της όταν ήρθε η ώρα,
όταν πέρασαν χρόνια ή παραπάνω από μία ζωές–
αβάσταχτες· κι όμως εκείνη δεν είπε λέξη
δε μόρφασε απ’ τον αφόρητο πόνο.
Γελούσε.
«Είναι δικός μου ο γιος» συλλογιζόταν
καθώς τον έβλεπε που μεγάλωνε
«δικός μου, αφού εσύ δε δηλώνεις πατρότητα».
«Σε ποιον μοιάζω, μάνα μου»
χίλιες φορές τη ρώτησε.
«Ίδιος ο πατέρας σου»
χίλιες φορές του απάντησε.
Ξέρει θα έρθει η στιγμή που θα την αφήσει
μα δε νιώθει λύπη.
Τον περιμένει κάπου μια αγάπη
που θα γεννήσει το δικό του παιδί
και κανείς δε θα δηλώσει πατρότητα.
Αγνώστου Πόθου θα σημειωθεί στα κατάστιχα
μετά από χρόνια
μετά από παραπάνω από μία ζωές.
Ίδιος ο πατέρας του και κείνη γελούσε.
ΜΗΠΩΣ
Κοσκίνισα δυο χούφτες ζωής κι έπεσαν
ανάλαφρες στο μαγειρικό σκεύος
μνήμες έρωτα.
Πρόσδεσα μια κούπα φρέσκα δάκρυα
για να μη λείπει το αλάτι.
Καθώς ζύμωνα μετρούσα
-μετρούσα και ζύμωνα-
αγωνίες παλιές για να
ξεκολλήσουν απ’ τα δάχτυλα
όλα εκείνα τα λάθη.
Μάζεψα κλαδιά ξερά λησμονιάς και
κοιτούσα τη φωτιά που άλλαζε.
Έγινε ζεστή στάχτη.
Ύστερα πάνω της ακούμπησα
το γλυκό τούτο ψωμί και περίμενα
μήπως ο αέρας σού φέρει τη μυρωδιά
μήπως πεινάει η ψυχή
και σου κράτησα μια μπουκιά
μέχρι να ’ρθεις.
ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ
Είναι πολλές οι φορές που καταπίνω
κουκούτσια από κεράσια, μανταρίνια,
ακόμα κι από τα δικά μου τα βύσσινα.
Τα καταπίνω σαν χάπια θαυματουργά
δίχως νερό, μοναχά με το σάλιο.
Βλέπεις είναι που σκέφτομαι πως μπορεί
μέσα μου να φτιάξω έναν μυστικό κήπο.
Ρίχνω λοιπόν τους σπόρους κρυφά
ρίχνω ανάκατα κι ονειρεύομαι να κυλούν
να γαντζώνονται και στη θέση τους
μικρά δέντρα να ανθίζουν
να ζουν ένα θαύμα.
Φουσκώνει τότε το στήθος
ανασαίνω βαθιά.
Ύστερα σφραγίζω τα χείλη
μη φανούν τα λουλούδια.
ΑΝΟΙΞΗ
Ήρθαν χελιδόνια στο μπαλκόνι σου
να χτίσουν φωλιά
και συ πάλι τη χάλασες.
Σκέφτηκες τους φρεσκοβαμμένους
τοίχους εκείνης της φυλακής που
ονόμαζες σπίτι.
Μπορεί και να ζήλεψες που μόλις
η βροχή έφερνε το φθινόπωρο
εκείνα θα έφευγαν και συ όχι.
Ήρθαν χελιδόνια στο μπαλκόνι σου
να χτίσουν φωλιά
και συ πάλι τη χάλασες.
Όμως εκείνα θα επιστρέφουν
κάθε άνοιξη.
Εσένα διάλεξαν να τους γκρεμίζεις
τα όνειρα.
ΣΚΟΡΠΙΑ ΦΥΛΛΑ
Άνοιξα την πόρτα το πρωί
Κι είδα πως απ’ τα δέντρα είχαν
πέσει όλα τα φύλλα.
Κίτρινα, μισοπράσινα, καφέ.
Όλα τα φύλλα.
Σκέφτηκα πως έμοιαζαν με κατευόδιο.
Αν έφυγες.
Με δρόμο που ψάχνεις.
Αν έρθεις.
Και γω εκεί στην άκρη να κρατώ ένα «αντίο»
Που τόσο έμοιαζε με «έλα».
Κοίταξα με απορία τα κλαδιά·
τυλίχθηκαν στα δέντρα τους
έτσι όπως ήταν γυμνά.
Και ψιθύρισαν:
«Δεν ξέρουμε, ρώτα τα φύλλα».
Περπάτησα πάνω τους με άντυτα
πέλματα. Ήταν όλα τόσο υγρά.
Το βράδυ έβρεξε δυνατά,
μα μπορεί και να έκλαιγαν.
Τα μάζεψα σε μια αγκαλιά.
Τα κίτρινα, τα μισοπράσινα, τα καφέ.
Χορέψαμε και μετά στον αέρα
τα σκόρπισα. Στέγνωσαν.
Ύστερα -θέλησαν να πλαγιάσουν.
Δεν απάντησαν ποτέ ούτε ρώτησα.
Αν αποχαιρετούσαν.
Αν καλωσόριζαν.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Πέρασα το χέρι απαλά πάνω από στάχυα ξερά
και κανένα δεν έσπασε ούτε αγκύλωσε την παλάμη.
Μόνο μια θάλασσα κίτρινη στέγνωσε τα πόδια
άδραξε το στρίφωμα υγρά και προσπάθησε
ν’ ανεβεί στο μακρύ μου φουστάνι.
Καθώς σουρούπωνε είδα γλάρους στεριανούς
ν’ αναζητούν δειλινά στον ορίζοντα και
να χάνονται σε άλικο λιβάδι.
Είδα δελφίνια που ξεθάρρεψαν κι ήρθαν
ως την όχθη του χωραφιού ζητώντας
με τα ρούχα του σιταριού να τους πλέξω στεφάνι.
Τότε το φεγγάρι είπε στη νύχτα με πόθο πως
της ταιριάζουν τα κόκκινα κι έκρυψε το ασήμι
στο ακριβό του ουρανού το συρτάρι.
Ύστερα φίλησε τα μάτια μου
με νανούρισε και ψιθύρισε πως
μόλις το όνειρο τέλειωνε θα είχε ξημερώσει
του καλοκαιριού το τελευταίο λιμάνι.
TO ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ
Την είδα πριν λίγο στα μάτια σου.
Φορούσε μακρύ νυχτικό σκισμένο από τον άνεμο
και ισορροπούσε στα κοφτερά βράχια.
Καθόλου δε φοβόταν την αγριάδα της θάλασσας
που μάλωνε για την αποκοτιά
τα ματωμένα της πόδια.
Μόνο την άφηνε να ξεσπά με κύματα
ποτισμένα νερό, θυμό και αλάτι.
Ίσα που άγγιζαν τα μπλεγμένα μαλλιά της.
Ποια είναι αυτή; Πώς τη λεν;
Γιατί τραγουδά με φωνή από δίκταμο
σιωπές και ξυλάκια κανέλας;
Σε ποιον γνέφει, ποιον χαιρετά με αυτά τα χέρια
από ξεχασμένα φτερά γεμάτα μπλε ουρανό
ρίζες ελιάς κι άσβεστες φλόγες;
Την είδα στα μάτια σου, πώς τη λεν;
Σε ρωτώ.
Δε μιλάς.
Σηκώνεις τους ,ώμους λες κι απορείς
γυρνάς την πλάτη για ν’ αποφύγεις το βλέμμα
και συνεχίζεις δήθεν ατάραχα στον νεροχύτη
με τρεμάμενα δάχτυλα να ξεπλένεις
βρώμικα πιάτα.
Η γυναίκα που είδα στα μάτια σου
βουβά σε ρωτά
«Πώς μπορείς και δε σπας ούτε ένα;».
ΟΝΕΙΡΟΠΕΤΡΑ
Είναι μια ξεχασμένη πέτρα στον κήπο μου
μια καρδιά που χωρίς αίμα χτυπά.
Ένας βράχος.
Με πάθος αρνήθηκε να κόψει τις ρίζες
όταν για το καλό του κήπου
μεταλλικοί άρπαγες κλόνισαν
το ακανόνιστο σχήμα.
Αναμετράμε μνήμες.
Φορές του λέω πως οι δικές μου
είναι πιο βαθιές απ’ τις ρίζες του.
Τα μάτια του αιχμηρά βέλη χωρίς ίριδες
τρυπούν το χώμα, διασχίζουν χιλιόμετρα
φτάνουν στο κέντρο της γης.
Με κοιτά.
Μου γελά.
Αναμετράμε μπόι.
Φορές μου λέει πως είμαι ψηλότερη
ακόμα κι αν πέσω στα γόνατα.
Τα μάτια μου κανονικά μάτια με ίριδες
τρυπούν τον ουρανό, κοιτούν σύννεφα
βλέπουν έναν σωρό όνειρα
που όταν γίνουν βροχή
“δα είναι τόσα πολλά που -δα πνίξουν.
Τον κοιτώ.
Δε γελά.
Είναι μια ξεχασμένη πέτρα στον κήπο μου
μια καρδιά που χωρίς αίμα χτυπά.
Ένας βράχος.
Κάθε φορά που ποτίζω
ρίχνω άφθονο νερό πάνω του.
Υπόσχομαι να φυτέψω ένα βουνό
κι όταν μεγαλώσει
να τον ακουμπήσω στα πόδια του.
Υπόσχεται πως τότε εκείνος θ’ ανθίσει
και γω τον πιστεύω.
.
ΠΛΥΜΕΝΑ ΛΑΒΑΡΑ (2017)
ΜΟΥ ΠΑΕΙ ΤΟ ΑΣΠΡΟ
Ανοίγω την ντουλάπα μου, μια διαδικασία τόσο συνηθισμένη. Όμως για μένα μοιάζει άθλος και δεν ξέρω γιατί. Αντικρίζω ένα μονότονα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Μαύρο. Άσπρο. Άσπρο. Μαύρο. Σαν τα πλήκτρα ενός ξεκούρδιστου πιάνου που έχασαν την ικανότητα να παράγουν ήχους και στέκουν βουβά,
άηχα, αλλά με μια τόσο εκκωφαντική σιωπή που δεν αντέχω να ακούω. Ανάμεσα τους ένα κόκκινο κουρελάκι ακαθόριστης χρησιμότητας προσπαθεί να μου τραβήξει την προσοχή. Μάταιος κόπος, είναι τόσο καιρό κρεμασμένο εκεί που είναι πια νεκρό.
Τα σχεδόν ανέγγιχτα ρούχα, πολλά με τις ετικέτες τους ακόμα, δείχνουν πολυφορεμένα, θαμπά, θυμίζοντάς μου πόσο ακριβά μου κόστισαν. Η ώρα περνά, πρέπει να διαλέξω ένα, κανένα δεν θέλει να έχει αυτό το προνόμιο. Νιώθω δήμιος που κάποιον θα καταδικάσει. Πρέπει να ντύσω το γυμνό σώμα μου. Θέλω να ντύσω τη γυμνή ψυχή μου.
Ξέρω, μου πάει το άσπρο, το έχω δει μέσα από βλέμματα θαυμασμού ανθρώπων χωρίς πρόσωπο. Διαλέγω ένα μαύρο. Δεν ξέρω γιατί.
ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΛΛΟΣ ΗΤΑΝ
Ατελείωτες ανασκοπήσεις του τι ζήσαμε. Ανασκοπήσεις δευτερολέπτων. Σύντομες σκέψεις του τι δεν ζήσαμε. Ανασκοπήσεις ωρών. Τα δευτερόλεπτά μας πολύτιμα. Οι ώρες μας Θησαυρός. Όσα και να έχουμε κάνει δε φτάνουν. Ξαφνικά γίνονται ασήμαντα, ευτελή, ένα τίποτα. Όμως όσα ακόμα δεν καταφέραμε φαντάζουν υπέροχα. Αν μας δινόταν η ευκαιρία θα τα κάναμε
μοναδικά, με τον καλύτερο τρόπο. Αν μας δινόταν .
Μια μικρή λέξη ευχής και φόβου το αν. Μια ένοχη ευτυχία επειδή δεν είμασταν εμείς οι εκλεκτοί του θανάτου. Κάποιος άλλος ήταν. Μπορεί αγαπημένος, μπορεί φίλος, μπορεί απλά γνωστός. Όμως δεν ήμασταν εμείς και αυτό είναι λυτρωτικό, όσο και να το κρύβουμε χαμηλώνοντας το βλέμμα, το προδίδει ο χτύπος της καρδιάς, η παρατεταμένη εκπνοή, η λαίμαργη εισπνοή οξυγόνου.
Δεν ήμασταν εμείς και υποσχόμαστε, ναι υποσχόμαστε από δω και πέρα να αλλάξουμε, να κάνουμε κάθε λεπτό που χάνουμε πολύτιμο και ακριβό, να αφήνουμε το σημάδι της ζεστής μας ύπαρξης.
Πόσο ίδιοι όλοι μας. Γενναίοι, δειλοί, ανόητοι και έξυπνοι, μοχθηροί και καλοσυνάτοι. Όλοι ίδιοι στις εκπνοές και εισπνοές μας. Διαφορετικά πανομοιότυποι αλλά ζωντανοί.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη ζωής από το θάνατο. Αυτόν που φοβόμαστε ακόμα και να προφέρουμε, τρέμουμε να σκεφτούμε, δε θέλουμε ποτέ να αντιμετωπίσουμε. Κι όμως, αν τύχει στο δρόμο μας, αν τύχει, αυτόματα κρεμόμαστε απ’ τη ζωή, απεγνωσμένα γαντζωνόμαστε με όλα μας τα δάχτυλα ματώνοντας τα.
Κάθε φορά που η απώλεια κάνει αισθητή την απουσία, παίρνουμε παρουσίες και σιγά-σιγά η ένοχη ευτυχία της απλής μας ύπαρξης ξεφτά, σκουριάζει, μέχρι την επόμενη φορά που δεν θα είμαστε και πάλι οι εκλεκτοί.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Στέκομαι μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο μαζί με άλλους, που νομίζουν ότι με ξέρουν. Η θέα, αν κρίνω από τα επιφωνήματα θαυμασμού, θα πρέπει να είναι υπέροχη. Με ρωτούν αν τη Βρίσκω εξαιρετική και υπερβολικά πρόθυμα, χωρίς να σκεφτώ, απαντάω «ναι».
Λέω ψέματα, κρατώ ορθάνοιχτα τα μάτια μου που αντλούν εικόνες άλλες, δικές μου, για μένα ολοκάθαρες, ζωντανές αλλά όχι επαναλαμβανόμενες, για τους άλλους ανύπαρκτες.
Οι εικόνες που βλέπω δεν θέλουν φως, δεν χρειάζονται ούτε καν τη λάμψη ενός κεριού. Τις βλέπω ακόμα και όταν κλείνω τα μάτια μου όπως βλέπεις και συ τις δικές σου. Έχουν τόσο έντονο χρώμα οι δικές σου, όμως εγώ δεν μπορώ να τις δω όσο γλαφυρά και αν μου τις περιγράφεις. Δε μπορείς ούτε εσύ να δεις τις δικές μου ακόμα και εάν θελήσω να στις δείξω.
Έχεις ποτέ προσέξει πόσες φορές χαμογέλασες χωρίς λόγο απλά κοιτάζοντας έναν μουντό τοίχο, το κενό; Παρατήρησες πόσες φορές χαμογέλασα κοιτάζοντας το τίποτα;
Ορατές μόνο για ιδιωτική προβολή μόνο για μένα, μόνο για σένα, ποτέ για μας. Έστω και αν μαζί τις ζήσαμε, έστω και αν επιφανειακά μοιάζουν, δεν είναι ίδιες. Ακόμα και μια προσπάθεια συνεχόμενης επανάληψης, δευτερόλεπτα μετά, δεν θα δώσει τα ίδια χρώματα, κάτι θα λείπει, κάτι θα περισσεύει,
θα ανακατεύονται οι μπογιές.
Γι’ αυτό ένα διαφορετικό χαμόγελο θα ανθίζει στο πρόσωπό σου κάθε φορά που θα κοιτάς πουθενά.
ΚΑΝΕΝΑ ΙΧΝΟΣ
Ονειρεύομαι χωρίς να κοιμάμαι. Αθόρυβα τραβώ τις κουρτίνες της πραγματικότητας και καλοδέχομαι τη φαντασία, που είναι ορατή μόνο στο ημίφως. Άτακτες σκέψεις που παραμόνευαν ξάφνου ξεχύνονται γυρεύοντας την προσοχή μου. Χαμογελώ σαν να με ξάφνιασαν ενώ δεν είναι αλήθεια. Τις περίμενα.
Φτιάχνω βάρκα για κείνες, απλή, ξύλινη, χωρίς μεγάλη καρίνα, σχεδόν επίπεδη. Θέλω να νιώθω τις διακυμάνσεις του νερού. Ταξιδεύω! Η βάρκα
μου δεν είναι φτιαγμένη για καμία λίμνη. Οι λίμνες έχουν αρχή και τέλος, είναι αρχαίες, τις μαθαίνεις μα δεν τις κατακτάς! Δεν είναι φτιαγμένη ούτε για θάλασσες, φοβάμαι μη χαθώ, παρασυρόμενη από δυνατά ρεύματα, και ναυαγήσω σε άγνωστα νησιά, που κανείς δε θα σκεφτεί να με ψάξει. Ποταμούς θα κατέβω. Ορμητικούς και μυστήριους που συνεχώς αλλάζουν.
Κωπηλατούν τα πρέπει, ρυθμικά με δυνατές και σίγουρες κινήσεις βυθίζοντας τα κουπιά εναλλάξ, κόβοντας στιγμιαία το νερό στα δύο, μόνο και μόνο για να περάσω και ύστερα εκείνο κλείνει αδιαπέραστα και επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση χωρίς να έχω αφήσει κανένα ίχνος της διαδρομής πάνω
του.
Όμως την πορεία χαράζουν τα Θέλω. Όρθια, αγέρωχα, δίνουν κοφτές εντολές χωρίς να κρατούν πυξίδα, χωρίς να τα οδηγεί καμία συντεταγμένη παρά μόνον η καρδιά, λες και ξέρουν που πηγαίνω, λες και ξέρω. Μια μικρή ξύλινη βάρκα, φορτωμένη με μεγάλα όνειρα.
Ξέρω, οι ποταμοί οδηγούν πάντα σε λίμνες με αρχή και τέλος, σε θάλασσες με δυνατά ρεύματα. Ο δικός μου όχι! Οδηγεί σε όνειρα κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μα δεν κοιμάμαι.
ΠΛΥΜΕΝΑ ΛΑΒΑΡΑ
Απλώνω την μπουγάδα στον ήλιο να στεγνώσει, ρούχα παράταιρα αλλά όλα δικά μου, χρωματιστά, άσπρα, μαύρα, κανένα γκρι. Τα χαζεύω που ανεμίζουν σαν κουρτίνες στο ανοιχτό παράθυρο της ζωής, θροΐζουν πιάνοντας κουβέντα μεταξύ τους.
Μερικά δεν θυμάμαι πότε τα φορούσα, όμως εξακολουθούν να είναι δικά μου. Πώς με χωρούσαν; Τι ένιωθα τότε; Ήμουν άραγε ευτυχισμένη; Χαρούμενη; Το εύχομαι, αλλά δεν ψάχνω αναδρομικά το παρελθόν μήπως δεν πιάσει η ευχή. Ναι, ήμουν ευτυχισμένη, χαρούμενη.
Μοιάζουν παλιά, φορεμένα, όμως είναι καθαρά και μοσχοβολάνε ζωή. Είναι το απορρυπαντικό που πάντα χρησιμοποιώ και δεν τσιγκουνεύομαι στις δόσεις. Οι σαπουνάδες σίγουρα ασφυκτιούσαν την ώρα που τα καθάριζαν.
Μπουγάδα βάζω συχνά. Θέλω να βλέπω τα ρούχα να κρέμονται σα λάβαρα, που απέκτησα δίνοντας σιωπηρές μάχες, που κανείς ποτέ δεν έμαθε αν κέρδισα ή έχασα. Εξάλλου οι μάχες δόθηκαν σε κάποια ξέφωτα, χωρίς πολεμικούς ανταποκριτές.
Στέγνωσαν κιόλας. Τα μαζεύω τα ρούχα μου, τα διπλώνω βιαστικά χωρίς να τα σιδερώσω. Θέλω να κρατήσουν τη φρεσκάδα τους, αλλά να μην είναι ατσαλάκωτα. Να έχουν το σχήμα που τους έδωσε ο αέρας, ο ήλιος, εγώ.
Η MIA ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗ
Γεμίζεις τη ζωή με ανώφελες παρουσίες. Τόσες πολλές και όμως δε φτάνουν να γεμίσουν την άδεια ψυχή. Τη σηκώνεις απαλά στο φως, μη τη σχίσεις, και βλέπεις διάσπαρτες τρύπες. Πότε έγιναν τόσες πολλές; Γιατί δεν κλείνουν;
Την απομακρύνεις από το φως, εκεί στα σκοτάδια φαίνεται εντάξει, συμπαγής, άτρωτη. Φοβάσαι, ναι εσύ, τρέμεις τη στιγμή που ακόμα και κει στα σκοτεινά οι τρύπες θα ξεχωρίζουν. Ο φόβος σε πεισμώνει, οι τρύπες που δεν κλείνουν σε θυμώνουν, οι παρουσίες νομίζεις θα σε σώσουν.
Αγόρασες ένα λεύκωμα για φωτογραφίες, γυαλιστερό, με σελίδες πολλές, πάρα πολλές. Εκεί μέσα κόλλησες τις παρουσίες. Όλες. Κάθε σελίδα και ένα πρόσωπο που σε κοιτά με επεξεργασμένο χαμόγελο, για να είναι όσο πιο όμορφο γίνεται, όσο πιο φωτεινό. Το γέμισες και ύστερα το ξεφύλλισες πέντε,
δέκα, είκοσι φορές, χωρίς στο τέλος να θυμάσαι ονόματα, χωρίς να μπορείς να αναγνωρίσεις πρόσωπα.
Και σήμερα, πριν λίγο, πήγες με ψεύτικη αυτοπεποίθηση στο παράθυρο, εκεί που ο ήλιος περίμενε αδέκαστος κριτής. Σήκωσες την ψυχή σου, όχι και τόσο απαλά, βέβαιος πως οι τρύπες δεν θα υπήρχαν πια, σχεδόν βέβαιος. Κι όμως, κι όμως ήταν όλες εκεί. Τόσες όσες και οι παρουσίες. Δεν άλλαξαν, δεν έκλεισαν, προστέθηκε άλλη μία, διαφορετική, μεγαλύτερη.
Αναρωτιέσαι γιατί, ενώ ξέρεις την απάντηση. Κοίταξε το λεύκωμά σου, κοίτα το! Είναι εκεί στο πάτωμα που αδιάφορα το πέταξες. Λείπει κάτι σημαντικό. Νιώθεις έναν φυσικό πόνο στο στήθος, έναν πόνο που δεν υπάρχει, όμως εσύ τον νιώθεις σαν μαχαίρι που στριφογυρίζει στα σωθικά σου αργά, επώδυνα αργά.
Αυτό που λείπει απ’ το γυαλιστερό, όμορφο λεύκωμα είναι το εξώφυλλο, η μία και μοναδική απουσία. Η μεγαλύτερη καινούργια τρύπα της ψυχής σου, που είναι η παλιότερη όλων, αυτή που πια είναι ορατή και στο απόλυτο σκοτάδι, που πάντα ήταν.
ΠΕΡΝΟΥΝ ΑΠΑΡΑΤΗΡΗΤΟΙ
Οι μοναχικοί άνθρωποι γεννήθηκαν μεγάλοι. Από την ώρα που αντίκρισαν τούτο τον κόσμο φορτώθηκαν όλο το βάρος του. Εύκολα τους ξεχωρίζεις, εύκολα τους αποφεύγεις.
Είναι τα παιδιά που κάθονται πάντα μόνα, κρατώντας στη χούφτα τους ένα παιδικό παιχνίδι που από την τόσο σφιχτή αγκαλιά μοιάζει πια με κουρέλι. Καθόλου δε δείχνει ότι είναι ό,τι πιο αγαπημένο έχουν.
Είναι οι ατημέλητοι ενήλικες, πάντα βιαστικοί, πάντα από κάπου φεύγουν χωρίς να πηγαίνουν πουθενά. Συνήθως αξύριστοι, αχτένιστοι, ντυμένοι παράταιρα. Φαίνεται πώς δεν έχουν καθρέφτες. Δε θέλουν να βλέπουν το είδωλό τους, επειδή πιστεύουν ότι δεν το βλέπει και κανένας άλλος. Περπατούν σκυφτοί, σαν κλέφτες που τους τσάκωσαν να κλέβουν ζωή που δεν τους ανήκει. Προσπαθούν να περνούν απαρατήρητοι, σαν κάτι άνευ σημασίας, σαν κάτι που δεν μπορεί να κερδίσει έστω ένα βλέμμα έκπληξης ή δυσαρέσκειας.
Και οι φωνές τους. Οι φωνές όλων αυτών, απόκοσμες, κοφτές, όταν αναγκάζονται να μιλήσουν, όταν αναγκάζονται να ακουστούν. Θαρρείς ξεχνούν μερικούς φθόγγους. Κοντοστέκεσαι για να ακούσεις τι λένε. Στην αρχή με κάποιο ενδιαφέρον είναι η αλήθεια, που όμως γρήγορα μετατρέπεται σε αδιαφορία και ενόχληση για το χάσιμο χρόνου.
Οι μοναχικοί άνθρωποι έχουν τα ομορφότερα μάτια. Είναι φλύαρα αυτά τα ανήσυχα μάτια. Λένε χιλιάδες εγκλωβισμένες ιστορίες, αρκεί να τα αιχμαλωτίσεις. Είναι σοφά μάτια επειδή γνωρίζουν τις αλήθειες που άλλοι ξεπουλάνε για το τίποτα. Είναι έντιμοι κριτές, έχουν ανοσία στα ανούσια και το δείχνουν εστιάζοντας αλλού. Σε φοβίζουν επειδή βλέπουν τη γυμνή σου
ψυχή.
Οι μοναχικοί άνθρωποι είναι σπάνιοι, γεννήθηκαν απλά για να κάνουν φτωχότερους όσους δεν προσπάθησαν να τους πάρουν τη μοναξιά. Αυτούς που εύκολα τους ξεχώρισαν και εύκολα τους απέφυγαν.
ΡΟΥΧΑ ΓΕΝΝΑΙΑ
Τα παλιά ρούχα παίρνουν το σχήμα των ανθρώπων που τα φορούσαν. Μέσα από τις τρύπιες τσέπες, ανάμεσα στις φόδρες, ξεχασμένα όνειρα που παράπεσαν, κάποτε. Το ύφασμα θαμπό, σβολιασμένο αλλά παράδοξα ζωντανό, αναπνέει θαρρείς με βαθιές, ανυπόταχτες ανάσες. Άλλη μία, άλλη μία.
Σπάνια ταιριάζουν σε άλλον εκτός απ’ τον κάτοχό τους, σπάνια δεν δείχνουν παράταιρα πάνω σε άλλο σώμα, ξένα. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν τα αποχωρίζονται εύκολα, όσο και να παλιώσουν τα κρατούν. Τα επιδεικνύουν με την πρώτη ευκαιρία περήφανα, λέγοντας όμορφες ιστορίες για τα κουμπιά
που λείπουν, για τις πανοπλίες που τους προστάτεψαν στις προσωπικές τους μάχες, χωρίς να είναι φτιαγμένες από αδιαπέραστα υλικά, τους προστάτεψαν ντύνοντας τη γυμνή τους ψυχή.
Αυτά που κρέμονται φυλαγμένα σε σκοτεινές και αρωματισμένες ντουλάπες μη τα ζηλέψεις. Με την πάροδο του χρόνου, θα ξεχάσουν την ιστορία τους, θα είναι νεκρά παρά τη θέλησή τους, φυλακισμένα από φοβισμένη αγάπη που τα καταδικάζει να μένουν πάντα νέα αλλά και τόσο κρύα. Λαχταράνε να ντύσουν κάποιον, κάποιον όχι τυχαίο αλλά έναν πρόθυμο αναγνώστη που θα θελήσει να διαβάσει τα μυστικά τους.
Αν σου χαρίσουν ένα παλιό ρούχο μη γελάσεις, μην το αρνηθείς. Φόρα το, τίμησέ το, ίσως σε βοηθήσει να δώσεις τις δικές σου μάχες και να τις κερδίσεις. Ίσως θέλει να σε αγκαλιάσει θαρραλέα επειδή τα ανθρώπινα χέρια, που δειλά στο πρόσφεραν, δεν τόλμησαν.
Χειμώνιασε πια, σε λίγο θα αρχίσει να φυσάει παγωμένη μοναξιά. Ένα παλιό, φθαρμένο ρούχο ίσως θα σε προστατέψει και ίσως δεν τη νιώσεις.
ΗΜΕΡΑ ΟΝΕΙΡΩΝ
Ξύπνησα με μια αίσθηση ευφορίας. Ποτέ δε θυμάμαι τα όνειρα, σχεδόν ποτέ. Ίσως επειδή είναι πολλά και σύντομα, ίσως επειδή το αδυσώπητο ξυπνητήρι με επαναφέρει στην πραγματικότητα σαν σβήστρα ονείρων, επτά και δέκα κάθε πρωί από Δευτέρα έως Σάββατο. Σήμερα όμως είναι Κυριακή, δε χρειάζομαι σβήστρες, μόνο προσωρινή μνήμη.
Ήταν μια έρημος, λέει, και εγώ στη μέση του πουθενά να τη διασχίζω χωρίς να φοβάμαι, χωρίς να αφυδατώνομαι και να προχωρώ μόνο έχοντας την αίσθηση ότι με περιμένει μια ανοιχτή θάλασσα, μόλις περάσω αυτή την τεράστια αμμουδιά. Μυρίζω ήδη την αλμύρα και κάπου στο βάθος καταφέρνω και διακρίνω ένα λευκό πανί ιστιοφόρου.
Ξάφνου, απροειδοποίητα, με κοντοζυγώνει αμμοθύελλα και καλύπτομαι με έναν μανδύα που δεν ήξερα ότι φορούσα. Διάφανος, σχεδόν αόρατος, μου επιτρέπει να βρίσκομαι στη μέση μιας δίνης από εκατομμύρια κόκκους άμμου που με κυκλώνουν μα δε μου κλέβουν την ανάσα, δε με τυφλώνουν. Καταλαγιάζει απροσδόκητα γρήγορα.
Ύστερα, λέει, βρέθηκα σε ένα πλούσιο λιβάδι. Χωρίς να κάνω τη λογική σκέψη ότι ήταν αδύνατον να υπάρχει, εκεί στη μέση της ερήμου, και συνέχισα παράλογα να προχωρώ, χωρίς παπούτσια, με γυμνά πέλματα. Έπρεπε να είναι γυμνά, αλλιώς θα πλήγωνα τα λουλούδια που είχαν το ρόλο πολύχρωμου
μονοπατιού. Είναι ο μόνος δρόμος και πρέπει να τον διασχίσω, φοβάμαι μην αφήσω τα καταστροφικά σημάδια της διαδρομής μου πάνω τους, αλλά δε γίνεται να σταματήσω. Με περιμένει το λευκό πανί κάπου εκεί μπροστά, με περιμένει η αλμύρα. Προσπαθώ να γίνω ελαφρύτερη πετώντας από πάνω μου άχρηστες σκέψεις και μουντές μέρες, ελπίζοντας το βάρος μου τώρα να μην είναι καταδικαστικό. Κλείνω τα μάτια. Απαλά, σχεδόν στις μύτες, σχεδόν παύοντας να αναπνέω, βαδίζω.
Μια δειλία μου αρπάζει την ψυχή, φοβάμαι να γυρίσω για να δω το αποτέλεσμα. Τη διώχνω όμως με μια επιτακτική κίνηση. Πρέπει να γυρίσω. Με κατακλύζει μια αδικαιολόγητη ευτυχία. Αδικαιολόγητη επειδή το μόνο που κάνω είναι να συνεχίζω να κοιμάμαι. Αισθάνομαι να μη πατώ στη γη, να στέκομαι μερικά εκατοστά ψηλότερα, σχεδόν πετάω. Τα λουλούδια είναι
όλα εκεί, ανέπαφα. Κανένα βάρβαρο σημάδι πάνω τους. Στέκουν αγέρωχα, εύθραυστα και λικνίζονται με χάρη, αποτινάσσοντας έτσι τη δική μου εισβολή. Είναι ατίθασα όμορφα.
Επιτέλους θάλασσα! Για μια στιγμή φοβήθηκα μήπως είναι αντικατοπτρισμός μιας εκούσιας όασης. Μήπως πλησιάζοντας πάρει ζωή και αρχίσει να απομακρύνεται από εμένα. Κρύβω τον πανικό μου και δεν τρέχω, βαδίζω αργά με επίπλαστη σιγουριά και με την ξαφνική απόφαση πως, αν είναι ψεύτικη όαση δεν τη θέλω. Προτιμώ την ανύπαρκτη έρημο που άφησα
πίσω στο υπαρκτό μου όνειρο.
Όμως είναι μια αληθινή θάλασσα. Αληθινή όσο ακόμα μου επιτρέπει το σώμα να κοιμάμαι. Το καράβι είναι εκεί και με περιμένει, δεν έφυγε χωρίς εμένα. Στέκει σαν να μην έχει καθόλου βάρος πάνω στο ακύμαντο, αλμυρό νερό. Κανένας θόρυβος της μηχανής, που σίγουρα κρύβει στο γεροδεμένο κύτος του. Ίσως για να μη με ξυπνήσει. Θα ταξιδέψουμε μόνο με τη διάθεση του ανέμου, που θα δώσει πνοή και ρότα σ’ αυτά τα κάτασπρα καραβόπανα. Υπόσχεται να είναι ούριος ο άνεμος.
«Εεεεεε Καπετάνιο» άργησα;
«Όχι, ανέβα πάνω, σήμερα είναι Κυριακή».
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΑ Η ΦΩΝΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΥΦΑΝΤΙΔΟΥ
Fractal 18/02/2025
Πρώτα ο λόγος, μετά η εικόνα
Πρώτα ο λόγος, μετά η εικόνα. 104 σελίδες το βιβλίο της Μαρίας Κανδύλη από τις εκδόσεις 24 γράμματα, με πεζά και ποιήματα και πρώτη σκέψη μου είναι πως γίνεται να προηγείται η φωνή, των ματιών; Συνήθως τα πιο αληθινά, τα περισσότερα, τα μεγαλύτερα, τα ανείπωτα λόγια τα λένε πρώτα τα μάτια, μετά ακολουθεί η φωνή που πολλές φορές επηρεάζεται από την λογική και από ψυχοκοινωνικούς δεσμούς, ώστε αναγκάζεται να προσαρμόσει την χροιά της αλλιώτικα απ’ ότι προστάζει η καρδιά.
Ξεκινώ το ξεφύλλισμα και διαβάζω «Ίσως το μοναδικό ρούχο που χωράει σε μια γενναία ψυχή να είναι η γύμνια». Ειδικά στην σημερινή εποχή της υποκρισίας, του δήθεν καθωσπρεπισμού με υποκρύπτουσα την δειλία υπεράσπισης της αλήθειας του εαυτού, αλλά και του κόσμου, ταυτίζομαι με αυτήν την μικρή, γεμάτη νόημα πρόταση. Πράγματι γενναίο θα ήταν να ξεγυμνώσουμε τις βαθύτερες σκέψεις μας, απαλλαγμένοι από φοβίες και συμβιβασμούς. Άλλωστε αν κινητήριος μοχλός ήταν ο συμβιβασμός κανένα μεγάλο κατόρθωμα δεν θα είχε στ’ αλήθεια επιτευχθεί στον κόσμο.
Ένα βιβλίο που φιλοξενεί στις σελίδες του έξι ενότητες, οι υπότιτλοι των οποίων σε εισάγουν σε αυτό που θα ακολουθήσει κατά κάποιον τρόπο. Η πρώτη τα 24 γράμματα που αποτελείται και από το ομώνυμο ποίημα περιγράφει γλαφυρά, σχεδόν ονειρικά, την σημαντικότητα της γλώσσας και των γραμμάτων, των κόσμων που μας ταξιδεύουν νοητά ή πραγματικά, των συναισθημάτων που τροφοδοτούν την ψυχή μας ή την φυλακίζουν σε φράσεις και λέξεις, άλλοτε ανείπωτες κι άλλοτε ειπωμένες.
Τα κουβαλώ πάντα πάνω μου
Βάρος ασήκωτο
Μα δεν ζυγίζουν ούτε ένα γραμμάριο
Βάρος ανύπαρκτο
Η συγγραφέας προσδίδει ξεκάθαρα την βαρύτητα των λέξεων με τους στίχους της, που φορές γίνονται δεσμά, άλλες πάλι φτερά.
Τα έχουν φυλακίσει σε κόκκινα φιλιά
Σε χάρτινους πύργους
Σε τσιμεντένιους νόμους
Σε τρυφερές αγκαλιές
Μα εκείνα είναι πάντα ελεύθερα
Σαν οι λέξεις να είναι πουλιά, συναίσθημα και συνάμα όριο και στεγανό.
Ενότητα Μυθικά πλάσματα
Στις Γάζες διαβάζουμε για έναν γιατρό. Έναν γιατρό ψυχής. Έναν ταπεινό άνθρωπο που φτιάχνει γάζες για να επουλώσει τους ξένους πόνους μέσω των δικών του. Απλώνει τις λέξεις του, πολλαπλών χρήσεων, σαν βάλσαμο στις πληγές του κόσμου χρησιμοποιώντας πρώτα τις δικές του. Από το χάραμα μέχρι το σούρουπο μάζευε σπόρους από ξεχασμένες λέξεις και έφτιαχνε γιατρικό που όλο και περισσότεροι είχαν, έχουν ανάγκη. Και στις κρυφές του γάζες, κρυφές ευχές. Πληγωμένος μεν, γενναιόδωρος δε τάχθηκε να γιατρεύει κι άλλους. Έτσι όπως μόνο ένας συγγραφέας μπορεί. Να μοιραστεί, να ξεγυμνώσει τις ουλές του και να μοιράσει τον πόνο σε τόσα μικρά κομμάτια γάζας που να γιατρευτούν κι άλλοι πολλοί. Να δώσει την ελπίδα, την δύναμη να οραματιστούμε το πεφταστέρι και να πιστέψουμε πως κάθε πληγή έχει το γιατρικό της, πως κάθε πόνος δεν έχει μόνο αφετηρία αλλά και τερματισμό. Αρκεί με τη σοφία που μας χαρίζει ο πόνος να μπορούμε να βοηθήσουμε κι άλλους ανθρώπους που πονούν.
Η Μάγισσα μας μεταφέρει αυτόματα σε ένα μεσαιωνικό τοπίο, σε εποχές που οι γυναίκες καίγονταν στην πυρά για πρακτικές μαγείας, ξένες εντελώς κι αποκομμένες από λογική κι επιστήμη. Η μάγισσα της Μαρίας Κανδύλη όμως δεν είναι άτρωτη, είναι ήδη καμένη, ήδη πνιγμένη και στραγγισμένη, αφού αγάπησε και δεν αγαπήθηκε, δόθηκε και δεν της δόθηκαν. Όπως κάθε άνθρωπος που βιώνει τον βαθύ πόνο της ανεκπλήρωτης αγάπης, δεν φοβάται πολλές φορές ούτε τον θάνατο, έτσι κι η μάγισσα προκαλεί τους ανθρώπους με την τόλμη της καλοσύνης, αφού τίποτα χειρότερο δεν μπορεί να της συμβεί απ’ όσα ήδη της χάραξε η μοίρα. «Πηγαίνετε στα σπίτια σας λοιπόν ήσυχοι τώρα» κλείνει η μάγισσα αποδεικνύοντας πως ο άνθρωπος στους πόνους του μόνος είναι, πως ελάχιστοι θα υπάρξουν να μας συναισθανθούν και να μας σώσουν. Κάποια παιδιά ίσως μόναχα, που η αθώα τους ψυχή μπορεί να βάλει κι άλλες ανθρώπινες υπάρξεις πάνω από την δική τους, πριν ο εγωισμός, τους μάθει πώς να μεγαλώνουν.
Στο διήγημα Χρώμα Ζωής κυλά αβίαστα στον εγκέφαλο η μνήμη της νιότης και στις φλέβες η νοσταλγία. Θυμόμαστε όλοι τον πρώτο αθώο εφηβικό μας έρωτα. Για τους περισσότερους ανείπωτο, ανέγγιχτο, ανεξομολόγητο κι αβίωτο. Την προσμονή, την λαχτάρα, την απόγνωση της απουσίας, της μη γνώσης. Αθωότητα! Πόσο λείπει αυτή η λέξη από την εποχή μας κι ακόμη δε περισσότερο από τις πράξεις μας! Πόσο λείπει από τον έρωτα! Τόσο όμορφα με τις σύγχρονες πανοπλίες των φούτερ η συγγραφέας μας μυεί στην ελπίδα. Στο ότι ακόμη και σήμερα, παρ’ όλη την εξάλειψη των αποστάσεων λόγω της τεχνολογίας, παρά το γρήγορο προσπέρασμα του πρώτου σκιρτήματος, του ντροπαλού βλέμματος, της παραμικρής ένδειξης ενδιαφέροντος, που καλπάζοντας γίνεται συνύπαρξη, υπάρχει ακόμη ο αγνός, αθώος έρωτας της νιότης. Τα ανύπαρκτα κορδόνια που καθυστερούν να δεθούν, οι τρεχάλες σε μια στάση τρένου ή λεωφορείου, το συναπάντημα σε μια σχολική αυλή, το ντροπαλό κατέβασμα του κεφαλιού, τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα το αποδεικνύουν.
Ένα ακόμη μυθικό πλάσμα είναι η Γυναίκα Σκιά. Η γυναίκα που κρύβεται πίσω από κάθε ύπαρξη που έχει μαρμαρωθεί από κοινωνικές υποταγές και συμβιβαστικές προσταγές. Η σκιά όμως είναι πάντα εκεί. Έτοιμη να λικνιστεί στον ρυθμό των κρυφών πόθων, των απαγορευμένων αισθήσεων και είναι όμορφη, πολύ όμορφη. Το φως της μέρας την φωτίζει και την κρατά μακριά απ’ το σώμα που την φιλοξενεί. Την νύχτα όμως που ο ήλιος χάνεται, η σκιά γίνεται ένα με την γυναίκα, αποδεικνύοντας πως όλοι οι πόθοι μας κοιμούνται μαζί μας, στο μαξιλάρι μας, μας ακολουθούν. Έτσι δεν μένει παρά η γυναίκα του φωτός να αποδεχτεί την ανυπόταχτη φύση της σκιάς της, καθώς είναι ο ίδιος άνθρωπος και κάθε ανθρώπινη πλευρά μας χρειάζεται αγάπη, αποδοχή, κατανόηση.
Ανάμεσα στα μυθικά πλάσματα ξεπετάγεται ένα ποίημα για τα νησιά που’ ναι δέντρα αιωνόβια. Το ρολόι τους ρυθμικό όλες τις εποχές, μα τα καλοκαίρια ξυπνούν κι ανθίζουν. Κι είναι τούτη η εποχή που η γύμνια των νησιών είναι απόλαυση κι απελευθέρωση. Σε ότι δηλαδή μετατρέπεται κι ο άνθρωπος τα καλοκαίρια. Νησί δεν είναι άλλωστε κι αυτός; Κατοικείται από πολλούς μα λίγοι τον αναπνέουν όλες τις εποχές. Στους πολλούς συνεσταλμένος και σε όσους τον ξυπνούν σάρκα και πνεύμα, παραδίδεται νωχελικά.
«Ωραίες γυναίκες που δεν ντρέπονται είναι τα νησιά»
Για να ‘ρθει το ποίημα Θάλασσα αμέσως μετά και να συνεχίσει να μας ταξιδεύει στο θαλασσινό τοπίο παρομοιάζοντας και την θάλασσα ως γυναίκα σαγηνευτική, η οποία όμως επηρεάζεται από λογικές που στενεύουν τους αληθινούς της πόθους , υπό τον φόβο να καταλήξουν σε ναυάγιο.
«Λικνίζεται χορευτικά κι ανατριχιάζει σύγκορμη
Από την επιφάνεια ως το μυστήριο βάθος»
Αχ και να φυσούσε δυνατά!
Έτσι για να λυθούν οι κάβοι που μ’ αυτούς
κρατά σφιχτοδεμένα καράβια και ναυάγια
η άνυδρη λογική της στο λιμάνι της!»
Μη ξεφεύγοντας από τον θαλάσσιο υδάτινο κόσμο, συναντάμε την Ατλαντίδα. Ένα νησί που πρωτοακούστηκε από τον Πλάτωνα στους διαλόγους του Τίμαιου και του Κριτία. Για την συγγραφέα μας η χαμένη Ατλαντίδα υπάρχει και ο κόσμος που την κατοικεί έχει μεταμορφωθεί σε γοργόνες και μυθικά πλάσματα. Κυρίαρχα τα λογής χρώματα και ο μόνος ήχος στο χαμένο νησί, ο ήχος ενός ερωτευμένου δελφινιού! Ο έρωτας γίνεται κινητήριος δύναμη για έναν κόσμο που δεν χάνεται, μα μεταμορφώνεται και ομορφαίνει. Και μια σκισμένη αφίσα στο κείμενο μας δίνει να καταλάβουμε το μέγεθος της αξίας του νησιού και ότι αυτό εκπροσωπεί. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να το καπηλευτεί και να το χρησιμοποιήσει προς τέρψη. Κι ακολουθεί το Ναυάγιο δίχως όνομα με τη σοφία του γέρου ναυτικού να μας αποκαλύπτει
«Οι μεγαλύτερες φουρτούνες θεριεύουν μέσα μας. Γεννιούνται στο στέρνο τρικυμίες με θεόρατα κύματα που άλλες φορές γαληνεύουν άλλες όχι, και το καταλαβαίνεις από τα ναυάγια που μετράς μέσα σου.» Η θάλασσα πάντα συμβόλιζε το συναίσθημα και το ταξίδι προς την αυτογνωσία, το άγνωστο και το μυστήριο, την χαρά και την συμφορά. Άλλωστε κι ο Οδυσσέας στο δεκάχρονο ταξίδι του για την Ιθάκη σε θάλασσες δερνόταν και σε νησιά που άλλοτε τον περίμενε ο έρωτας κι άλλοτε ο θάνατος.
Ενότητα – Σκέψεις εποχικές και γύρω φύση
Μεταφερόμαστε σε ένα τοπίο τόσο οικείο, τόσο καθημερινό. Από τη μια οι καλοκαιρινές συνευρέσεις ανθρώπων σε υπαίθρια πανηγύρια με μουσική, κρασί κι ανεμελιά και από την άλλη το άδειασμα των πολύβουων πόλεων που ίσα προλαβαίνουν να αναπνεύσουν τους θερινούς μήνες καθώς αδειάζουν τα σπλάχνα τους από το πλήθος που εγκαταστάθηκε τους υπόλοιπους μήνες μέσα τους στριμωγμένο. «Το καλοκαίρι κάνουν διακοπές οι πόλεις κι όχι οι άνθρωποι» καταδεικνύοντας η συγγραφέας την τεράστια συμφόρηση των πόλεων, την συγκέντρωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού στα αστικά κέντρα, το διαρκές κυνήγι του ανθρώπου για επιβίωση κι εξέλιξη, σε τέτοιο βαθμό ώστε καμιά φορά ακόμη και στις διακοπές του ξεχνά να αναπνεύσει. Ευτυχώς προλαβαίνουν οι πόλεις έστω για λίγο.
Συνεχίζοντας το ταξίδι βρισκόμαστε στα όρη των Κενταύρων. Στη μυθολογία το βουνό των Κενταύρων ήταν το Πήλιο, όπου ζούσαν τα μισά άνθρωποι – μισά άλογα, μυθικά πλάσματα. Ζούμε το οδοιπορικό της συγγραφέως στη φύση, εκεί που πρωτοβρέθηκε ο άνθρωπος, τόσο οικεία κι εναρμονισμένα με τις ανάγκες του. Ο σύγχρονος κόσμος όμως περιμένει, η σκλαβιά μας στα τεχνητά, πλαστικά περιβάλλοντα που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε για τους εαυτούς και τα παιδιά μας, είναι εκεί και οι πύλες του μας περιμένουν πάντα ορθάνοιχτες, καθώς ξέρουν ότι δύσκολα μπορούμε να αναπνεύσουμε και να ζήσουμε ελεύθεροι στα απλά. Κι αν ακόμη το καταφέρουμε για λίγο, σίγουρα θα έχουμε ξεχάσει πίσω μας ένα δείγμα του φθαρτού μας κόσμου, ένα αντικείμενο που σχεδόν αδιάφορα μας ξεφεύγει μολύνοντας αυτό που γεννήθηκε μόνο του χωρίς την βοήθεια κανενός. Το φυσικό περιβάλλον. Η οργή της φύσης συζητιέται κι αναλύεται ολοένα και περισσότερο με τρομερά φυσικά φαινόμενα να έχουν επιφέρει βαθιές πληγές στην ανθρωπότητα. Η μήπως το αντίστροφο;
«Μια μάχη είναι απλή, καθαρή, ανάμεσα στη φύση και στον άνθρωπο. Όσο και να τραυματίζεται, όσο κι αν γεμίζει ανθρώπινες ουλές, η φύση είναι ο νικητής. Πάντα.» μας λέει η συγγραφέας τονίζοντας την μικρότητα του ανθρώπου απέναντι στην φύση και αναδεικνύοντας τις καταστροφικές επιπτώσεις των ενεργειών του εναντίον της, οι οποίες τελικά περισσότερο πλήττουν τον ίδιο.
Ενότητα – Γυρίζοντας Πίσω
Ένα υπέροχο διήγημα που μου προκαλούσε έκπληξη κάθε φράση που διάβαζα είναι το Πατάρι. Σε αυτήν την εξομολογητική ιστορία θαυμάζω τον τρόπο της Μαρίας Κανδύλη να πει χωρίς να πει, να περιγράψει χωρίς να μακρηγορήσει, να συμπτύξει βαθιά νοήματα σε λίγες γραμμές, να εμβαθύνει σε ανθρώπινες πληγές χωρίς ίχνος μεμψιμοιρίας αλλά θάρρους, που διακρίνει ανθρώπους ικανούς να κοιτάξουν τις αλήθειες τους κατάματα και κυρίως ταπεινούς ώστε να τις αποδεχτούν. Το πατάρι μου θυμίζει την πόρτα του ασυνείδητου που δύσκολα ανοίγουμε. Κι όταν την ανοίξουμε τα περισσότερα πράγματα λείπουν από εκεί. Περνούν οριστικά στην λήθη. Στην απουσία. Μένουν όμως κάποια σημάδια, από ένα βαμβάκι που μέσα ίσως έκρυβε ξυράφια, από γάντια πλαστικά που έκρυβαν την αλήθεια των προθέσεων των χεριών που τα φορούσαν, από γυαλιά μαύρα ηλίου που κρύβουν επιμελώς το φως από αυτόν που τα φοράει αλλά και το καθαρό βλέμμα από αυτόν που τα αντικρίζει απέναντί του. Σημάδια από ανείπωτες λέξεις και άλυτες πράξεις. Κι ένα ερώτημα. Είμαστε όμηροι μιας μοίρας; Ή η μοίρα μας έχει 360 επιλογές κι εμείς δεν έχουμε το θάρρος να επιλέξουμε ούτε μία έξω από προκαθορισμένα μοτίβα; Κι αυτό μήπως δεν είναι ανθρώπινη ενέργεια και συνήθεια εις τους αιώνες των αιώνων; Πολλά και καίρια τα ερωτήματα που μαγικά μέσα από τις λέξεις και τις ιστορίες της μας θέτει η συγγραφέας.
>Ενότητα Αλληγορικές Μεταμορφώσεις
Μας υποδέχεται το ποίημα Μάσκα κατάλληλη που είναι το πιο αντιπροσωπευτικό ποίημα της εποχής που ζούμε. Μια μάχη πανανθρώπινη κι αέναη ανάμεσα στον αληθινό εαυτό και σε κάτι εντελώς διαφορετικό που επιτάσσει να γίνουμε είτε η κοινωνία, είτε η εξουσία, είτε η ίδια η αδυναμία μας να ξεγυμνώσουμε τον πραγματικό εαυτό μας. Στο αρχαίο θέατρο οι ηθοποιοί φορούσαν προσωπεία για να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς του ρόλου τους. Πόσους ρόλους καλούμαστε να υποδυθούμε; Σε πόσους κεντάμε τον εαυτό μας ή μένει ξένο δέρμα πάνω μας; Αμέσως μετά μου ήρθε στο μυαλό το ποίημα του Γιάννη Ποταμιάνου και σας παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα
Για σένα έψαξα να βρω
Την πιο καλή μου μάσκα
Ψάχνοντας μέσα μου βαθιά
Βρίσκω τις μάσκες στη σειρά
Σαρακοφαγωμένες
Απ’ όνειρα ανεκπλήρωτα
Βαριά βαλαντωμένες
Ζούμε στην εποχή της ωραιότητας, των φίλτρων και δεν μιλώ μόνο για τον στρεβλό, ψεύτικο κόσμο της κοινωνικής δικτύωσης, αλλά για αυτόν που μας περιβάλλει. Πόσοι λέμε αλήθειες, πόσοι αντέχουμε να τις ακούμε; Πόσοι τις καταπίνουμε, θάβοντας την ψυχή μας βαθιά πίσω από τόνους υποχωρήσεων, συμβιβασμών, συμφερόντων; Πόσα ψεύτικα χαμόγελα γύρω μας μάς αποδεικνύουν την δυστυχία και την μοναξιά που φυτεύτηκε μέσα στους ανθρώπους που έχασαν την σημασία των λέξεων ειλικρίνεια, αλήθεια, φως, χάνω; Γιατί για να ειπωθεί η αλήθεια κάποιος θα χάσει. Εσύ; Ποια μάσκα θα βάλεις σήμερα; αναρωτιέται η συγγραφέας κι αφού η ποίηση, η συγγραφή είναι φως κι αλήθεια πώς να μην ενοχλεί η προσποίηση και τα ζωγραφισμένα χαμόγελα τους συγγραφείς.
Λύκοι η πρόβατα;
Στην προσπάθεια να παραπλανήσουν, λύκοι
Φοράνε με χάρη δέρμα προβάτου
Πρόβατα φοράνε άτσαλα τομάρι λύκου
Μια ακόμη επιβεβαίωση των μασκών αυτό το ποίημα, των ρόλων που κάποιοι ηθελημένα υιοθετούν και κάποιοι αναγκάζονται. Μόνο που ο λύκος χαμηλώνει τον εαυτό του προσποιούμενος το πρόβατο για να παραπλανήσει, ενώ το πρόβατο αναγκάζεται να φορέσει ένα ρούχο ξένο, δυνατό, πάνω από το απαλό, συννεφένιο τρίχωμά του για να μην πληγωθεί. Αμύνεται! Τι κρίμα που ο κόσμος προτιμά να ταΐζει πολλές φορές λύκους αντί να προστατεύει τους αθώους και λίγους, τους έντιμους κι ευάλωτους. Στον κόσμο των λύκων το να είσαι ευαίσθητο πρόβατο είναι μειονέκτημα.
Πιο άδειο το λίγο από το τίποτα διαβάζω στα Φτερά του τίποτα, και μια ξεχασμένη δόση δοτικότητας, άλλων παλαιότερων εποχών μου θυμίζει το ποίημα Αδέσποτοι ενώ στον τόπο η Μαρία Κανδύλη δίνει φωνή, καρδιά, συναισθήματα σαν ον που αναπνέει. Πράγματι τα Πεδία Βολής δεν τα ρώτησε ποτέ κανένας αν θέλουν να γίνουν τόποι καταραμένοι και δυστυχώς ακόμη και σήμερα δεν άλλαξε ο κόσμος σ’ αυτό. Εφευρίσκει μονίμως καινούριους τόπους να ρημάξει και να σημαδέψει την ανθρωπότητα.
Ενότητα Από ‘δω και πέρα μόνο έρωτας. Εισέρχεσαι άοπλα.
Σε όποια ηλικία κι αν ζήσεις τον έρωτα είναι σαν πρώτη φορά. Πολλές φορές κάνουμε τα ίδια λάθη. Όμως εδώ η συγγραφέας μας εξυμνεί τους πονεμένους του έρωτα. Αυτούς που μόνο περιμένουν. Σε λιμάνια κάποια ναυαγισμένα καράβια, σε κακοτράχαλους δρόμους και σε ουρανούς αφιλόξενους, αφού τουλάχιστον αυτός πρέπει ν’ ακούει τις ευχές τους. Ίσως όμως και όχι. Κι ήρθε το ομώνυμο ποίημα του βιβλίου να μου λύσει την απορία. Γιατί πρώτα η φωνή και μετά τα μάτια; Νόμιζα πρώτα τα μάτια αγαπούν κι ύστερα η φωνή χαϊδεύει. Και κατάλαβα. Όταν χάνεις την αγάπη πρώτα ξεχνάς την φωνή της μας λέει η συγγραφέας.
Ποιος μπορεί να φυλακίσει το νερό;
Ποιος τον ψίθυρο;
Τη μια και μόνο ανάσα;
Ύστερα ακολουθούν τα μάτια
Ξεχνάς όχι το χρώμα, μα τον τρόπο που σε κοιτούσαν.
Μπορεί ο έρωτας να ξεκινά από τα μάτια, τελειώνει όμως με τη φωνή. Κι αυτή πρώτα ξεχνιέται. Έπειτα το βλέμμα, ο τρόπος. Ένα βιβλίο που μιλάει για απώλειες κι ανθρώπινες ελλείψεις με τρόπο περίτεχνο κι αληθινό. Βαθιά λυρική, με αναπαραστάσεις και περιγραφές μέσα από τα στοιχεία της φύσης, η γραφή της Μαρίας Κανδύλη σε αναγκάζει τρυφερά να κοιτάξεις μέσα σου. Σαν οι λέξεις της να γίνονται καθρέφτης. Οι συμβολισμοί της φανερώνουν έκδηλα την ευαισθησία της και το βαθύ της βλέμμα στον άνθρωπο, καθώς και το όραμα της για έναν καλύτερο, πιο αυθεντικό οπωσδήποτε κόσμο. Αν στην αγάπη που χάνεται πρώτα ξεχνιέται η φωνή, η φωνή της Μαρίας Κανδύλη έρχεται να μας θυμίσει και να μας βυθίσει σε ξεχασμένα συναισθήματα, όνειρα, κοινωνικούς προβληματισμούς με ένα τρόπο ονειρικό, αυθεντικό και γνήσιο.
.
ΕΚΚΩΦΑΝΤΙΚΕΣ ΑΝΑΣΕΣ
ΣΟΦΙΑ ΣΚΛΕΙΔΑ
Fractal 28/9/2022
Ο τίτλος του νέου έργου της Μαρίας Κανδύλη είναι «Εκκωφαντικές ανάσες». Τίτλος πρωτότυπος, ευρηματικός, που περιέχει την αντίφαση του έντονου, του θορυβώδους, του ηχηρού, του ταραχώδους, που σχετίζεται με τον όρο εκκωφαντικός και την λέξη «ανάσα», που ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα ανασαίνω, και ως εκ τούτου, ξεκουράζομαι, ανακουφίζομαι, ικανοποιούμαι, παρηγορούμαι.
Μελετώντας το έργο της συγγραφέως μας, μού αποκαλύφθηκε ένας υπέροχος συναισθηματικός κόσμος, το μεγαλείο μιας ποιητικής ψυχής , που έχοντας διανύσει τους Γκρεμούς της Αβύσσου και κολυμπήσει στην πολυτάραχη θάλασσα της ζωής, ανίσχυρη και ανυπόδητη οδοιπόρος αλλά και άγρυπνη φρουρός των επιθυμιών της και των στόχων της, έχοντας ως σταθερούς οδηγούς τους Διψασμένους Φάρους του Νου της, καταφέρνει τελικά να περπατήσει τη Λεωφόρο των ακριβών ονείρων της, με πίστη, δύναμη, ελπίδα, αισιοδοξία και αγαπητική διάθεση.
Διαβάζουμε στο έργο:
«…Τι περιμένεις; Ανεξερεύνητοι ωκεανοί σε περιμένουν μη σπαρταράς στα ρηχά… .. είναι πιο όμορφα από ποτέ…»
«…Αποχαιρετισμοί τα κύκνεια άσματα των ανθρώπων. Όλο και κάτι αφήνουν πίσω τους. Κι είναι ένα χαμόγελο, μια λέξη γραμμένη, ένα δάκρυ… οι άνθρωποι των ασμάτων δεν πεθαίνουν. Ξαναζούν….»
Συγγραφέας και ραδιοφωνική παραγωγός η Μαρία Κανδύλη αποτυπώνει και αυτή την ιδιότητά της στο εν λόγω έργο. Αποκωδικοποιεί, κινητοποιεί, συντονίζει, ελέγχει και καταγράφει με την ποιητική της γραφίδα συναισθήματα, σκέψεις, στάσεις, συμπεριφορές, την υποκειμενική συνειδητή εμπειρία, η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως από ψυχικές καταστάσεις και μεταπτώσεις, σωματικές και ψυχικές εκφράσεις και βιολογικές αντιδράσεις , με μια ισχυρή παρόρμηση για κινητοποίηση.
Επιπλέον, υπάρχουν σταθερά μοτίβα- σύμβολα στην ποίηση της Μαρίας Κανδύλη, που την καθιστούν ιδιαίτερα συνειρμική, υπαινικτική, δηλωτική και ξεχωριστή, και προσδιορίζουν τη λογοτεχνική της ταυτότητα: άβυσσος, νύχτα, σκοτάδι, μέρα, φως, θάλασσα, το χώμα, η γη, τα πουλιά, η σελήνη, ο ήλιος και πολλά άλλα. Και όλα αυτά δοσμένα με έναν λόγο απλό, εύστοχο, συγκινητικό, με παύσεις, σιωπές και δηλωτικές απουσίες.
Η αγάπη και ο έρωτας, ο θάνατος και η απουσία συναισθήματος, συμπλέκονται στο μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής συλλογής και αποτελούν πρωτεύοντα θέματα.
Διαβάζουμε:
«…Αόρατες κλωστές δένουν ανθρώπους. Παράξενες –χωρίς άκρες– για να μην καταλάβεις τον σφιχτό κόμπο…»
«Ο ναός της αγάπης, για τη συγγραφέα μας, έχει μια ιεροσύνη ανώτερη από κάθε ανθρώπινη ή άλλη δύναμη… Είναι γεμάτος κεριά και μνήμες/Γεμάτος ψιθυριστές προσευχές…»
«Τόσο πιο όμορφες οι ερωτευμένες ψυχές απ’ τα ερωτευμένα τα σώματα. Συντηρούν τη φωτιά θυσιάζοντας τα πιο εύφλεκτα τους κομμάτια….»
«Τα κατάφερες, λοιπόν, όλες μου οι εκπνοές να ψιθυρίζουν τ’ όνομα σου εγκαταλείποντας σαν δραπέτες το σώμα/ Κι αυτό το κάψιμο στα σωθικά να μετρά -ακόμα κι όταν κοιμάμαι τις μέρες που λείπεις…»
Ο έρωτας στο εν λόγω έργο κόβει την ανάσα, μεταμορφώνει, παρασύρει και μεταπλάθει τον εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο της συγγραφέως. Μπροστά στο μεγαλείο του οι λέξεις στέκουν βουβές…
Μοιάζει με τη θάλασσα και τις εναλλαγές της, που τόσο συχνά γίνεται αναφορά στο έργο της Μαρίας. Έτσι, το ταξίδι στη θάλασσα αποκτά την αίγλη της απεραντοσύνης, την τόλμη της φυγής, τη λαχτάρα της ανακάλυψης. Η θάλασσα ασκεί τη δυνατότερη επιρροή στο ένστικτο της περιέργειας και της ανάγκης για περιπέτεια. Από τη θάλασσα, λοιπόν, έλκεται το ανήσυχο πνεύμα της Μαρίας, που αναζητά τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.
«…Μήπως πλημμυρίζοντας δάκρυα μπορούσε να γυρίσει πίσω τον χρόνο στο ήρεμο πέλαγος, στη νηνεμία, στο γερό σκαρί που ανάγκη δεν είχε. Είχε τη δική της τη θάλασσα…»
«…Ξέρεις πού είναι η χώρα του έρωτα; Δυτικά της Εδέμ. Κανένα άστρο δε θα σταθεί οδηγός. Καμία πυξίδα. Θα τη βρεις με μάτια δεμένα εκούσια…»
Σύμφωνα με τα προηγούμενα, ο έρωτας είναι μεγαλειώδης, άχρονος και άχωρος και δημιουργεί ένα αίσθημα αιωνιότητας, μιας παράδοξης συντροφικότητας και εγγύτητας με τον άλλον. Εξάλλου, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του έρωτα είναι ότι είναι άμεσα συνυφασμένος με τον θάνατο. Σε όλες τις τέχνες συνυπάρχουν έρως και θάνατος. Το ίδιο και στα τραγούδια.
«…Θυμάμαι να λες καθώς μου χτένιζες τα μαλλιά πως είναι η αγάπη ο μόνος θάνατος που δεν μπορείς ν’ αποφύγεις…/ Έχεις νιώσει ανάσες να καίγονται κι ό,τι απομένει να μοιάζει με ποίημα;»
Ταυτόχρονα, η νύχτα για τη Μαρία μας έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού αναφέρεται σε πολλά ποιήματά της. Είναι η ώρα που ηρεμεί το μυαλό και η ψυχή αναζητά παραδείσους ψυχικής ειρήνευσης και γαλήνης. Είναι εκείνη ακριβώς η στιγμή που εκφράζονται όνειρα, επιθυμίες, σκέψεις, προβληματισμοί, ανησυχίες, αναστολές, φοβίες, ερωτικά σκιρτήματα.
«… Άνοιξα την πόρτα το βράδυ. Ξέρεις πως πάλι περίμενα εσένα να ’ρθεις…»
«…Νύχτα –σκοτεινή μου νύχτα– επιτέλους έλα. Έλα, και γω πουθενά δε θα πω ότι διάλεξες ν’ αφιερώνεις κτερίσματα στις αγάπες που μυρίζουν λιβάνι…»
«…Έλα, νύχτα μου, κάθισε. Χάιδεψε με και μίλα μου…/ Πες μου: Θα έρθεις αύριο πάλι;» (Επίκληση)
Η Μαρία επιλέγει την ελεύθερη ομοιοκαταληξία να στολίσει τους στίχους της, συγκεκριμένους γραμματικούς και συντακτικούς τύπους, είδος λεξιλογίου και σχήματα λόγου, για να τονίσει κάτι, να διαφοροποιήσει σημασίες, να διακρίνει το ύφος των προσώπων, να εκφράσει τις εσώτερες σκέψεις της και τα συναισθήματά της με το δικό της απλό, λιτό, ζωντανό και παραστατικό ύφος . Οι ηχοποιημένες λέξεις της, πολλές φορές, λειτουργούν ειρωνικά, μεταφορικά, υπαινικτικά, συνθηματικά, και δημιουργούν πλήθος εικόνων οπτικών, ηχητικών, οσφρητικών.
Η γραφή της, άλλοτε χαμηλόφωνη κι άλλοτε έντονη, μεταφέρει στον αναγνώστη το ευαίσθητο, τρυφερό, γεμάτο αγάπη βλέμμα της συγγραφέως για τον περιβάλλοντα χώρο και την ανθρώπινη ύπαρξη, με μια ποίηση αφηγηματική, αποκαλυπτική, και έναν λόγο βαθιά διεπικοινωνιακό.
Παράλληλα, η εναλλαγή του β΄ και γ΄ προσώπου και σε κάποιες περιπτώσεις του α΄, προσδίδουν διδακτικό και εξομολογητικό τόνο, σε συνδυασμό με μια πληθώρα εκφραστικών μέσων που η συγγραφέας διανθίζει το έργο της, όπως παρομοιώσεις, μεταφορές, επαναλήψεις, προσωποποιήσεις, αναδιπλώσεις, κύκλους, επαναφορές και άλλα, που δονούν από ένταση, δίνουν ζωντάνια και έμφαση στο κείμενο, αισθητοποιούν τα συναισθήματα, και με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η ανάκληση των αναμνήσεων για πιστή και αντικειμενική απόδοση.
“«…Αήττητα όνειρα φωλιάζουν στο μαξιλάρι κι ευωδιάζουν παρηγοριά…»
«Οι λέξεις δε θεραπεύουν πάντα. Έχουν όμως τη δύναμη να σου θυμίζουν πως ακόμα μπορείς να πονάς…»