Η Μαριάννα Νικολάου είναι διδάκτωρ Αρχαίου Δράματος και Θεατροπαιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αιγαίου με μεταπτυχιακό Συγκριτικής Γραμματολογίας στην Ευρωπαϊκή λογοτεχνία & τον Πολιτισμό.
Έχει σπουδάσει Αγγλική Γλώσσα & Φιλολογία, καθώς και Δημοσιογραφία & ΜΜΕ στο ΑΠΘ. Υπήρξε υπότροφος John McGrath του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, όπου σπούδασε Δημιουργική Γραφή.
Εργάζεται ως εκπαιδευτικός Αγγλικής Γλώσσας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Γράφει ποιήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα και παραμύθια, και συντονίζει εργαστήρια δημιουργικής γραφής για παιδιά και ενήλικες.
Έργα της έχουν βραβευτεί και δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και περιοδικά, όπως ο Χάρτης, το Εντευκτήριο, το Περί Ου, το Γραφείον Ποίήσεως, τα (Δε) κατα, το Intellectum. Είναι μέλος του Δικτύου Γυναικών Συγγραφέων κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών Ή Φωνή της”.
Είναι παντρεμένη και μητέρα τριών παιδιών.
Η ποιητική συλλογή “Εκ γυναικός” (Εκδόσεις Γερμανός 2025) είναι το πρώτο της βιβλίο.
.
.
ΕΚ ΓΥΝΑΙΚΟΣ (2025)
A’ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
I. ΣΚΙΟΜΑΧΙΑ
Bασίλισσα μαρμαρωμένη
πετρωμένος Βασιλιάς
αποστρέφουν το βλέμμα
ΘΡΥΜΜΑΤΑ
Πιόνι πεινασμένο
αρπάζει με τους κυνόδοντες
το στήθος
Οι Ίπποι σαν τερμίτες
το σουβλίζουν
Η πείνα δε χορταίνει
Για θώρακα φοράει
ένα βιβλίο
σκληρόδετο
Πού και πού το κατεβάζει
Πετάει πύον
III. ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΓΑΛΑ
Με ψαλίδι ατσάλινο κόβεται
το καλώδιο
Συσπάται
Απ’ το πάρτι απείχαν
Μόνες σβήσαμε κεράκια
Εκκρεμείς στο κενό
Απολαμβάνουν να μας βλέπουν
να αιωρούμαστε
πάνω απ’ τα άπλυτα του νεροχύτη
Ποτέ αριθμός ακέραιος
Πάντα δεκαδικά
ψηφία άπειρα
Οδοστρωθήκαμε απ’ τις αρνήσεις
Και πού να βρεθεί απινιδωτής;
Η ορφάνια μας παρέλυσε
Ευνουχισμένες
πώς να πετάξουμε στ’ όνειρο;
Καθιζάνουμε
Β’ ΑΝΗΡ
II. ΣΤΑ ΔΥΟ
Noi che tignemmo il mondo di sanguigno
Dante
Εμείς που μ’ αίμα βάψαμε τη γη
Φωτιά-Κόκκινο, Ζωηρό-Κίτρινο
Τεμαχίζουμε τον κόσμο που χτίσαμε
με μαχαίρι κοφτερό
Θυσιάζουμε το μαγικό πρόβατο
που μας κρατούσε ζεστούς και ασφαλείς
Το ένα του μάτι δε φαίνεται
κρυμμένο^ πίσω απ’ το μάρμαρο του τοίχου
Το κομμάτι που αγαπήσαμε
Το πλευρό που χάσαμε.
Εμείς που μ’ αίμα βάψαμε τη γη
Αιωρούμαστε ελαφριοί
γεμίζοντας τ’ άτομά μας με φλούδες πορτοκάλι
Σφαίρες ουρανίου ξεπλέκουμε
φλούδες γινγκ και φλούδες γiavγκ στο χάος
Τιμωρημένοι απ’ αυτό που δε συγχωρεί
κανέναν που αγαπήθηκε χωρίς ν’ αγαπήσει
Μοιραζόμαστε μια θλιμμένη μοίρα
Έναν μακρινό θάνατο.
III. ΚΡΕΜΜΥΔΙΑ
Not a red rose or a satin heart.
I give you an onion
Valentine, Carol Ann Duffy
Δεν έρχεται με λουλούδια
Δεν έρχεται με γλυκά
Έρχεται γήινος
με ρίζες στα χέρια
βολβούς και σιτάρι
Τα χέρια του ρέουν
Τα χέρια του κρατούν
Όταν τα δικά μου καταρρέουν
Η φωνή του κρατά
Όταν η δική μου τρέμει
Έρχεται μια μέρα τυχαία
όχι του Αγίου Βαλεντίνου
ούτε γενέθλια
ούτε επέτειος
με ένα ζευγάρι αθλητικά
που είχα βάλει στο μάτι
για να με ωθήσει
να τρέξω
ξανά και ξανά
Πως να μην τον αγαπώ,
που μου φέρνει κρεμμύδια;
Γ’ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΙΙ ΜΕΓΑΛΗ ΜΗΤΕΡΑ
Χάρτης αγαπητικός
Με ρωγμές απλωμένες
σκαλίζει δρόμους
Φιλοξενεί χυμούς
ένας πλακούντας
Δοχείο αυτορρυθμιζόμενης έντασης
Αυξάνεται η πίεση – αυξάνεται η ώθηση
Το χώμα ενώνει
τον πυρήνα της
με τον δικό μου
Ολοστρόγγυλα αγέρωχη
σαν μήτρα πορτοκαλί
ακτινοβολεί
Μ’ αφήνει το Δέντρο
να σμιλέψω
Οι ρίζες του δονούνται
στο πάτημα
Κάθε κρότος απαντά
στο νόημα της ζωής
Στη ρίζα μου βροντά και ψιθυρίζει:
«Τζιέρι μ’! Σπλάχνο μ’! Μανά μ’»
Ακούει την ευχή μου:
«Αχ και να ’μουνα Πουλί
όταν δυναμώνει ο άνεμος
πιο πολύ ν’ ανοίγω τα φτερά»
Πάνω της
ένας Σοφός
αψηφά τα σύννεφα
Ζωγραφίζει
τη σκιά ενός Πουλιού
τη σκιά ενός Δέντρου
και τη δική μου σκιά
Δυο πέτρες βαστώ
σε στάση εκκρεμούς
Με ένα «Βαμ» κι ένα βήμα
να μασουλήσουμε
ξανά το χώμα μας
από κακάο και ζάχαρη
Δ’ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
II
Η Κουζίνα σου
στη ζωή – στον θάνατο
θυσία ψυχής
Αιώνια φυλακή
Μάτια ανοιχτά
στο πάτωμα ψίχουλα
Κουφάρι βαρύ
πνιγμένη στο αίμα σου
Μπροστ’ άπ’ τον φούρνο
ψήνεται το αρνακι
Σφαχτάρι, Εσύ
Μαχαίρι κατάστηθα
V
Μέλι και δάκρυ
μυρωδιά στο άγγιγμα
Κλοτσιά στην κοιλιά
Στον αφαλό μου
δάχτυλο στον δικό σου
Είσαι αφαλός
Άχρονος εσύ
αναίμακτη θυσία
Εγώ ζαρώνω
Ε’ ΘΗΛΥ
ΙΙΙ ΚΑΡΟ ΚΟΥΒΕΡΤΑ
Παντρεύτηκε μία κουβέρτα
λευκή με κίτρινο και μπλε καρό
Ποτέ δεν της άρεσε
Ήταν εκ γενετής
γαριασμένο το λευκό
Μα ήταν προίκα του
Στο δυάρι της
παγωμένος φλεγόταν
ο καναπές – κρεβάτι
Άχρηστη ήταν η κουβέρτα
Την είχαν σηκώσει
στο πατάρι
Τώρα παίζει στο σαλόνι
εκπομπή μαγειρικής
ηρεμιστική
Δίκυκλες ερωμένες
σε καναπέ γωνιακό
Στο υπέρδιπλο
πενήντα τετραγωνικά
υγρασία
Κι εκείνη ένα μέτρο και μισό
Η κουβέρτα
τη σφίγγει
Τη σφίγγει κι εκείνη
Ο αυχένας απλώνει βυθό
Κι έτσι ευλογεί την τύχη της
που ο γάμος πέτυχε
καθώς
παντρεύτηκε μία κουβέρτα
V. ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΝΤΟΥ
Στα κυρίως ονόματα και στα επίθετα,
Στα μονόπετρα και στα κουδούνια των σπιτιών
Στους καφέδες
κυρίως στους ελληνικούς ή τούρκικους
Στα ξεραμένα δάχτυλα
που σιδερώνουν μεσάνυχτα
Στις βαριές σακούλες των σκουπιδιών με ψηλοτάκουνα
Στα κρυφά τσιγάρα στο μπαλκόνι
που σβήνουν βιαστικά
Στα κλάματα των παιδιών, στις μουτζούρες από μάσκαρα
Στις πάνες και στα πεταμένα παιχνίδια
Στις στοίβες με πιάτα στον νεροχύτη
Στην μπουγάδα φοιτήτριας
που δεν της έμαθαν ν’ απλώνει σωστά κι η γειτονιά μιλάει
(Όλες το ξέρουμε αυτό:
«Απλώνουμε μπροστά μπροστά τα μακριά ρούχα
και τα βρακιά από πίσω.
Να μη φαίνονται»)
ΣΤ’ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ
ΑΠΟ ΑΛΕΥΡΙ
I
Εστία θολωτή
Χοντρές φέτες ψωμιού
καλύπτουν τα τοιχώματα
II
Άψητο ζυμάρι
Με τις γροθιές
το τύραννό
III
Παγωμένο το παιδί
Καταβροχθίζει ψίχουλα
Κρατσανίζει κόρες
IV
Τεσσάρων ετών
τις νύχτες γουργουρίζει
γατί παρατημένο
V
Της γιαγιάς
συνταγή για τσουρέκια
Νυχτερινή επιδρομή
κατά μόνας
VI
Κλειδαριά
διαγενεακή
στο ψυγείο
.
.