ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΑΒΙΤΗ

Η Τζένη Καραβίτη γεννήθηκε στα Φιλιατρά Μεσσηνίας. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία, Θέατρο και Θεστροπαιδαγωγική, στην Ελλάδα και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι ιδρυτικό μέλος του Πανελλήνιου Δικτύου για το Θέατρο στην Εκπαίδευση. Έχει γράψει: Young Theatre Voices 2007: Ancient myths and contemporary life, To Πορτοκάλι με την Περόνη-Θεατρικές ασκήσεις και δημιουργικές δραστηριότητες (μέλος της συγγραφικής ομάδας) (εκδόσεις του Πανελλήνιου Δικτύου για το Θέατρο στην Εκπαίδευση), …κι εμείς καλύτερα: 33 «Καλλιτεχνικό» παραμύθια (επιμ.) (έκδοση του Καλλιτεχνικού Σχολείου Αμπελοκήπων).
Έχει μεταφράσει; …να σκέφτεσαι τους άλλους: 12 ποιήματα του Παλαιστίνιου ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς (Νήσος & Πανελλήνιο Δίκτυο για το Θέατρο στην Εκπαίδευση), Κρίστοφερ Φίλιπς, Καφέ Σωκράτης: νέα γεύση φιλοσοφίας (Κέδρος), Γκάζι Αλγκοζαΐμπι Μια ερωτική ιστορία (Κέδρος) κ.ά.
Ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμιά της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.
Η ποιητική συλλογή  “Κυρία Santé” (Ενύπνιο 2024) είναι το πρώτο της προσωπικό βιβλίο.

.

.

ΚΥΡΙΑ SANTÉ (2024)

ΑΓΑΠΕΣ

Αχ, αυτές οι αγάπες μου!
Ζωγραφισμένα γράμματα στα πανό
μιας εργατικής Πρωτομαγιάς
στην οδό Σταδίου,
ολιγόζωες νιφάδες χιονιού στις πλαγιές του Υμηττού,
τοίχοι ψυχροί νοσοκομείων,
κοχύλια θαμμένα στις αμμουδιές του Κέρους,
ιδρωμένα μπλουζάκια καλοκαιρινά,
ιτιές κλαίουσες στα ποτάμια του νου,
τροπάρια της Μεγάλης Πέμπτης.

Ένα πακέτο τσιγάρα Rothmans,
μια λευκή νυχτικιά κεντημένη,
ένα σημείωμα σε τσιγαρόχαρτο,
σε γλώσσα άλλη, ανερμήνευτο.

Αχ, αυτοί οι έρωτές μου!
Χαρτοπόλεμος σε γλέντι αποκριάτικο,
σημαδεμένα τραπουλόχαρτα,
στιχάκια σε φτηνά ημερολόγια,
ζωάκια κρυστάλλινα στον Γυάλινο Κόσμο,
τραγούδια στον Ματωμένο Γάμο,
γέροντες του χορού στην Αντιγόνη,
κόρες του Πριάμου στην άλωση της Τροίας,
όστρακα ανασκαφών στο μουσείο της Αίγινας.

Αχ, αυτές οι αγάπες μου!
Γλάροι ξεστρατισμένοι στην Εθνική,
μηχανές απαστράπτουσες σε αγώνα cross,
ροδώνες που τους κατάπιε η αντιπαροχή,
αλμυρίκια σε παραλίες απροσπέλαστες,
Νίκες αλήτισσες, φτερωτές.

Αχ, αυτές τις αγάπες μου,
τάχα εγώ τις ονειρεύτηκα
ή ήταν όνειρα
που άλλοι μου αφηγήθηκαν;

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΝΑΠΟΔΑ

Αχ, μια φορά μονάχα να τον έβλεπα
τον κόσμο ανάποδα!
Με το κεφάλι ανάμεσα στα λιγνά ποδαράκια
-η αλογοουρά σαρώνει το κόκκινο χώμα-
προσπάθησα, ξαναπροσπάθησα,
μα ούτε μια φορά
δεν τα κατάφερα.
Άδικα σέρνεται στο χώμα η αλογοουρά.

Ανάποδα τα τραπέζια κι οι καρέκλες στην πλατεία,
ανάποδα το σιντριβάνι
με τα παχουλά αγγελούδια,
ανάποδα τα σπίτια, οι αυλές, τα κεραμίδια,
τα πιάτα, τα ποτήρια,
τα γραμμένα,
όλα ανάποδα!

Κάθομαι στην αναποδογυρισμένη καρέκλα
χρόνια μετά —
μια μαυροφόρα
χορεύει ζεϊμπέκικο —
και μια λυγίζει το κορμί στο χώμα
και μια υψώνεται στον ουρανό.
Δέηση κάνει,
να γυρίσει ο κόσμος ανάποδα, λέω μέσα μου
και την κοιτάζω που ζυγιάζεται
σαν σκοτεινό περιστέρι.

ΚΥΡΙΑ SANTÉ

Στη ρίζα της ελιάς,
στα φρυγανισμένα χόρτα
ξεθωριάζουν οι μπούκλες της κυρίας Santé
σε κόκκινο φόντο.

Τυχαία τάχα πως πετάχτηκε
να μοιάζει το αδειανό πακέτο —
έτσι συμφώνησαν.

Είκοσι τέσσερις ώρες
καρτερούν κάθε φορά τον παραλήπτη
της άγουρης καρδιάς οι λέξεις
σε λεπτό ρυζόχαρτο —
να μη φουσκώνει και φανεί γεμάτο το πακέτο.

Φιλιά, θωπείες, αγκαλιές,
λαχτάρες, πόθοι, δάκρυα,
«ποτέ», «για πάντα»
πάλλεται κι ανθίζει το ρυζόχαρτο
κατακαλόκαιρο στη ρίζα της ελιάς.

Τώρα
κάθε Νοέμβρη
που τη φέρνει ο δρόμος στο χωράφι
στη ρίζα εκείνης της ελιάς
άφαντες πια οι μπούκλες της κυρίας Santé
σε κόκκινο φόντο.
Εν τη απουσία τους
στην καρτερία της ελιάς αρκείται.

ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ

Η Αγάπη
τη δική μας τη γραμμή του χρόνου
—παρελθόν, μέλλον, παρόν-
την αγνοεί.

Τη γεωγραφία μας
-Ανατολή, Δύση, Βορρά, Νότο,
μοίρες και συντεταγμένες—
δεν την εμπιστεύεται.

Τα «αν», τα «αφού» και τα «εφόσον» μας
-την καρτεσιανή μας λογική
τη στέρεη-
τα ρίχνει σε βαθύ πηγάδι.

Άχρονη
άτοπη
άλογη
άκρως επικίνδυνη —
τι να κάναμε; Ο εγκλεισμός της ήταν αναγκαίος.

ΠΡΕΣΠΕΣ (COUNTER MEMORY)

Σαν αναπαύονται
τις αφέγγαρες νύχτες
οι λίμνες,
εμείς οι εκδρομείς του τριημέρου
φανταζόμαστε
ότι τις νανουρίζουν πυκνοί καλαμιώνες,
ότι μες στον βαθύ τους ύπνο ονειρεύονται
ερωδιούς, αργυροπελεκάνους,
γριβάδια, τσιρόνια,
φασόλια φρεσκομαζεμένα
και πιπεριές κατακόκκινες.

Ήσυχα θα κοιμούνται
τις αφέγγαρες νύχτες
οι λίμνες
φανταζόμαστε.
Δεν άκουσαν ποτέ —κι αν ακούσαν δεν ξέρουν τι θα πει-
φυλακή, εξορία, παράδοση, έξοδος, απαγόρευση εισόδου.

Δεν την καταλαβαίνουμε τη γλώσσα των λιμνών
κι έτσι ποτέ δεν θα μπορέσουν να μας πουν
πώς έγινε

πώς έγινε και μαζεύτηκαν τόσα μαυροπούλια
κι έσπρωξαν απ’ τη βαρκούλα
αυτή την άλλη στοιχειωμένη Μνήμη,
την έσπρωξαν στον πάτο.
Να πνιγεί.

ΔΕΙΠΝΑ

Κάλεσα τα φαντάσματα,
τους έστρωσα τραπέζι,
είδα ξανά τις λάμες της φωτιάς,
άκουσα τις φωνές,
τα ουρλιαχτά, τις απειλές,
μύρισα την αντάρα.

Πριν κάτσει στο τραπέζι ο Πόνος
στάθηκε μπρος μου —
τον δρόμο μού έκλεισε.
Ώρα πολλή τον κοίταζα,
ώσπου τον παρακάλεσα
να με αφήσει
να περάσω από μέσα του.

Έφαγαν, ήπιαν
κι έπιασαν το τραγούδι
τα φαντάσματα.
Σαν χόρτασαν,
πήραν τον δρόμο για τον τόπο τους.

Μάζεψα ασημικά και κρύσταλλα,
τίναξα το λερό τραπεζομάντιλο,
σκούπισα τα πεσμένα ψίχουλα,
μα όσο και αν σφουγγαρίζω —τα χέρια μου έφαγα-
δεν φεύγουν απ’ το πάτωμα οι λεκέδες.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Μ’ αρέσει που κάτσαμε εδώ για καφέ
στον ήλιο
σαν άνθρωποι.
Θα το πω στα κορίτσια!
Κάθε πρωί στη στάση
χαράματα που ξεκινάμε για δουλειά
γελάμε «Κι εσύ για καφέ πας;».

Εγώ ιστορικό πρόσωπο;
Πρώτη φορά με λένε έτσι — πλάκα έχεις.
Σαν τον Λένιν δηλαδή;
Σαν αυτούς στα βιβλία;
Όλη μέρα βιβλία διαβάζει ο Βίκτωρ
-ευτυχώς παίρνει τα φάρμακά του-
άμα πιει μονάχα ξεφεύγει.
Χτες βράδυ είδε λέει όνειρο
τον αδελφό του τον μικρό,
τον πεθαμένο
– κερί δεν βάζουν, σταυρό δεν κάνουν αυτοί.
Το πρωί μού ζήτησε λεφτά,
πήρε ένα γάλα και δύο σοκολάτες
για τη γυναίκα με το κοριτσάκι έξω από το Liddle.
Παλιά δούλευε.
Ναι, στη Ρωσία γεννήθηκα
κι οι δύο γονείς Έλληνες.
Σε νηπιαγωγείο διευθύντρια εκεί.
Πάρε κι ένα γλυκό —
τι είναι η ζωή:
Εγώ θα τα πληρώσω, εντάξει;

ΣΕΛΗΝΗ

Σήμερα γίνεσαι εννέα ημερών, διαβάζω.
Εννέα ημερών
παίζεις κρυφτό, κυνηγητό και «κούκου! τζα!»
στα σύννεφα —
μακρόθεν
και εκ του ασφαλούς ωστόσο.

Μακρόθεν και εκ του ασφαλούς
πολύ θα το ‘θελα κι εγώ
να περιπαίζω τα σκοτάδια,
πυγολαμπίδες να σκορπώ στο παγωμένο χιόνι,
τις λίμνες να ραίνω ασημόσκονη,
στις αϋπνίες όνειρα-κουφέτα να μοιράζω.

Μακρόθεν και εκ του ασφαλούς
όπως κι εσύ να παίζω,
στα ψέματα να τα φυλάω «πέντε, δέκα, δεκαπέντε»
και ποτέ να μην μπορώ να βρω τους φίλους,
στα ψέματα να φεύγει φέτες φέτες η ζωή,
στα ψέματα να με νικάει στο παιχνίδι πάντα ο Χρόνος.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΚΥΡΙΑ SANTE
ΧΑΡΟΥΛΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ

FRACTAL 5/3/2024

Τζένη Καραβίτη: “Κυρία Santé”, εκδόσεις Ενύπνιο, Φεβρουάριος 2024

Τις θαυμάζω πολύ τις ποιήτριες και τους ποιητές. Γιατί; Διότι έχουν την ικανότητα και την υπομονή να καταπιάνονται με τις λέξεις και τα νοήματα, με τις λέξεις και τα συναισθήματα, με τις λέξεις και τις εικόνες, κι όλα αυτά να τα εμπεριέχουν -στο τέλος- ελάχιστες γραμμές. Θεωρώ πολύ δύσκολη αυτή τη δουλειά. Και γι’ αυτό λέω πως είναι σπουδαία. Σ’ αυτήν την ικανή αλλά και υπομονετική ομάδα ανήκει αναμφίβολα και η Τζένη Καραβίτη.

Σ’ αυτήν την ομάδα όπου το χειμαρρώδες, το ορμητικό γίνεται μικρό, κλείνεται σ’ ένα κουτάκι, το οποίο, αν αποφασίσεις να το ανοίξεις, θα σε βρουν τα βέλη που θα εκτοξευθούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάθε φορά που διαβάζω ένα καλό ποίημα αυτή τη διαδικασία περνάω: βλέπω το κουτάκι, το αγγίζω, το περιεργάζομαι – η πρώτη ανάγνωση του ποιήματος – και μετά θέλω να το ανοίξω. Αρχίζω, λοιπόν, τη διαδικασία του ανοίγματος, και τα βέλη αρχίζουν την επίθεση. Άλλο με βρίσκει στο μυαλό, άλλο κατευθείαν στην καρδιά, άλλο στο στομάχι, στον αυχένα, σε όλο μου το σώμα.

Η Κυρία Santé όμως της Τζένης Καραβίτη, καθότι κυρία, πετά τα βέλη της με την ευγένεια μιας κυρίας. Και ας μη θεωρηθεί σεξιστική αυτή μου η αναφορά. Η Κυρία Santé εκτοξεύει τα βέλη της με ηρεμία και μεγάλη ευγένεια, όχι από καθωσπρεπισμό αλλά από μια βεβαιότητα. Ξέρει πολύ καλά η Κυρία Santé – Τζένη Καραβίτη τι γράφει και με ποιον τρόπο το γράφει.

Τι γράφει; Πώς θα μπορούσα να απαντήσω σ’ αυτό το ερώτημα χωρίς να μεροληπτήσω; Πώς θα μπορούσα να πω ότι γράφει για αυτά τα θέματα και όχι για τα άλλα; Με άλλα λόγια, δεν θα κάνω αυτό που υπέστην ως μαθήτρια και το συνέχισα τα πρώτα χρόνια ως καθηγήτρια, προσπαθώντας να απαντήσω στο «Τι θέλει να πει ο ποιητής;». Καταστρέψαμε για δεκαετίες γενιές παιδιών με αυτό το ερώτημα, αποκόβοντας – ελπίζω όχι για πάντα – τα παιδιά από την υγιή σχέση τους με τη λογοτεχνία (αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση).

Δεν θα απαντήσω, λοιπόν, στο τι γράφει η Κυρία Santé-Τζένη Καραβίτη. Επιλέγω να μιλήσω για τα βέλη που με άγγιξαν μέσα από ένα θέμα που διέκρινα στην ποιητική της συλλογή και το είδα νομίζω στα περισσότερα ποιήματα: την απουσία. Στις πολλές της εκδοχές.

Στο ποίημά της με τίτλο «Καλοκαιρινό» το βέλος της με βρήκε κατάστηθα. Διαβάζοντας τον τίτλο κάπου πήγε ο νους μου. Και όταν στους πρώτους στίχους διάβασα για τζιτζίκια, θεώρησα ότι βρίσκομαι σε καλό δρόμο, εύκολο και χωρίς λακκούβες. Καλοκαιρινό, τζιτζίκια, ερωτοτροπούν. Η κυρία Santé μου το φύλαγε το βέλος για το τέλος: η απουσία του ξενιτεμένου, η απουσία του αγνοούμενου. Κατάστηθα αυτό το βέλος.

Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν. «Θερινό σινεμά» ο τίτλος ενός επόμενου ποιήματος. Και πάλι ξεκίνησα την ανάγνωση με αφέλεια και αρκετή επιπολαιότητα – όπως θα διαπίστωνα αμέσως. Θερινό σινεμά και η Μαρία που έφυγε για την Αυστραλία. Την όποια Αυστραλία. Αυτό το βέλος με βρήκε στο στομάχι. Γροθιά. Υποψιασμένη πια, είπα στον εαυτό μου να προσέχει. Δεν παίζουν με αυτά τα πράγματα. Αυτά τα όμορφα μικρά κουτάκια, κατάλαβέ το επιτέλους, κρύβουν κινδύνους!

Στο ποίημα με τίτλο «Ξενιτιά Κοινή» το βέλος με βρήκε στην καρδιά: η Ελένη από το κρατητήριο της Πέτρου Ράλλη και η Άτιφε από τα Διαβατά μου φώναξαν: «Όλοι ξένοι τώρα, σε καιρούς άξενους».

Συνέχισα την ανάγνωση με επίγνωση πια του τρόπου της Καραβίτη: η Κυρία Santé είναι μια κυρία και δε φοβάται να μιλήσει. Δε φοβάται να εκτεθεί. Ανοίγει την ψυχή της και γράφει για την απουσία, για τον φόβο της απουσίας, της απομάκρυνσης, του χωρισμού • σε όλες του τις εκφάνσεις. Και του ερωτικού, εννοείται, όπως αποτυπώνεται λιτά στο ποίημα «Επέτειος».

Όταν έφτασα στο ποίημα «Γιατί δεν καθαρίζω πια τη φακή»,τα βέλη έπεσαν βροχή. Με κατατρύπησαν. Με διέλυσαν. Μη σας παραπλανά ο τίτλος.

Σε επόμενα ποιήματα n Κυρία Santé -Τζένη Καραβίτη μου πετούσε τα βέλη της μέσα από προσωποποιήσεις. Έτσι κάνουν οι κυρίες. Με τρόπο κομψό και βελουδένιο βάζει της λίμνες τής Πρέσπας να κοιμούνται και να κρατούν καλά κρυμμένα τα μυστικά τους για φυλακές – απουσίες, για εξορίες- απουσίες, για εξόδους-απουσίες, για χωρισμούς- απουσίες.

Στο ποίημά της με τίτλο «Για ένα φάουλ» με «έστειλε», όπως μου λένε και τα παιδιά μου στο σχολείο: «για ένα φάουλ ο κόσμος δε χαλάει, δεν τελειώνει το παιχνίδι, δεν κλαίει ο παίχτης ο καλός για ένα φάουλ». Εδώ το βέλος είχε στην άκρη του και μια γλύκα, μια αισιοδοξία πως η απουσία μπορεί και να μην είναι τελεσίδικη.

Θα πρέπει, όμως, να προσθέσω πως η λέξη βέλος δεν είναι καθαρά δική μου επινόηση. Στο ποίημα με τίτλο «Συνάντηση»

γράφει:

« Κατακαλόκαιρο συνάντησα το Κρύο

δεν είχε χρώμα ούτε μυρωδιά

στροβίλου δύναμη είχε και σαν βέλος

με βρήκε κατευθείαν στην καρδιά»

Η απουσία, ο άξενος τόπος, το ξερίζωμα του ανθρώπου από τον τόπο του είναι πάντα βέλη- μαχαίρια. Σε όλες τις εποχές, σε όλους τους τόπους, τους πραγματικούς ή τους τόπους της ψυχής.

Η Τζένη Καραβίτη δεν καμώνεται ότι γνωρίζει. Γνωρίζει βαθιά. Πρώτα-πρώτα είναι ενεργό μέλος της ζωής, δεν είναι απομονωμένη σε γυάλινους θεωρητικούς πύργους. Είναι μέσα σ’ αυτό που συμβαίνει τώρα. Γι’ αυτό και τα θέματά της είναι τόσο αληθινά, τόσο ζωή, τόσο άνθρωπος.

Αλλά και ο τρόπος της είναι το ίδιο άμεσος: χωρίς λεξιθηρία, χωρίς φιλολογικές τζιριτζάντζουλες, με γλώσσα αυτήν που μιλάμε κλείνει μέσα στο όμορφο κουτί τα βέλη της. Τα ετοιμάζει, για να μας τα στείλει, αλλά όχι για να μας πληγώσει, όχι για να μας κουνήσει διδακτικά το δάχτυλο, όχι για να μας πονέσει, αλλά για να μοιραστεί μαζί μας τον πόνο της απουσίας. Γιατί ζωή που δε μοιράζεται είναι ζωή χαμένη. Γιατί όταν μοιραζόμαστε την τέχνη, τη Zωή, « στα ψέματα μας νικάει στο παιχνίδι ο Χρόνος».

.

ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΖΙΜΑ

ΠΕΡΙ ΟΥ 4/5/2024

Η πολύπλευρη Τζένη Καραβίτη, ιδρυτικό μέλος του Πανελληνίου Δικτύου για το Θέατρο στην Εκπαίδευση, έγραψε ποιήματα, μεταφράσεις, δοκίμια κ.ά., που έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Στην καλαίσθητη ποιητική της συλλογή «Κυρία Σαντέ», που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ενύπνιο», απολαμβάνουμε μια ώριμη και δουλεμένη γραφή με θέματα που αφορμώνται από τον έρωτα, τον θάνατο, τις απώλειες γενικότερα, από τις μνήμες, τη μοναξιά, την αγάπη για τη φύση, την αγάπη για το θέατρο, από την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα, από την πολιτική της συνείδηση. Θέματα που δονούν την ευαίσθητη ψυχή της δημιουργού και ενεργοποιούν τη γραφίδα της.

Στο πρώτο ποίημα («Προσευχή») της συλλογής βλέπουμε μια επίκληση για έμπνευση και ελεύθερη δημιουργία («άριστοι να είναι οι οιωνοί») μέσα από την ωραία εικόνα του σμήνους των πουλιών και την επίμονη μεταφορική δήλωση της ποιήτριας: «Τα θεμέλιά μου στα βουνά». Στις «Αγάπες» παραθέτει τις πολυποίκιλες αγάπες της με νοσταλγία για ό τι αγάπησε στο παρελθόν της ενεργής νιότης και που μάλλον δεν υπάρχει πλέον συνολικά.

Η αγάπη και η παντοειδής ενασχόληση με το θέατρο, που αποτελεί βίωμα της ποιήτριας, εμφανίζεται σε αρκετούς στίχους: «ζωάκια κρυστάλλινα στον Γυάλινο κόσμο (του Τενεσί Ουίλιαμς) / τραγούδια στον Ματωμένο γάμο (του Φ. Γκαρθία Λόρκα) / γέροντες του χορού στην Αντιγόνη, (του Σοφοκλή) / κόρες του Πριάμου στην άλωση της Τροίας» και στον τίτλο «Σπουδή στον Harold Pinter».

Την κοινωνική συνείδηση της Τζένης Καραβίτη την διακρίνουμε σε στίχους και σε ποιήματα, όπως στο «Ξενιτιά κοινή»: «Όλοι ξένοι τώρα. / Τα πρόσωπα- μάσκες έγιναν μάσκες-πρόσωπα. / Μονά, διπλά, τριπλά τα βραχιολάκια / του Μάρτη της ξενιτιάς. / Μετράει κάθε ξένος τα δικά του. Μονό το δικό μου, διπλό της Ελένης στο κρατητήριο της Πέτρου/Ράλλη, / τριπλό της Άτιφε στα Διαβατά. Μοίρα είρων, ποτέ κοινή…», στο ποίημα «Πρέσπες»: «Δεν άκουσαν ποτέ – κι αν άκουσαν δεν ξέρουν τι θα πει- φυλακή, εξορία, παράδοση, έξοδος, απαγόρευση εισόδου.»

Στο ερωτικό ποίημα «Κυρία Σαντέ» ξετυλίγεται μια εικόνα – της νιότης – ερωτικής αναμονής «στη ρίζα της ελιάς», με συντροφιά τσιγάρα Σαντέ, ενώ στο παρόν, ώριμη πια, «στην καρτερία της ελιάς αρκείται». Και στα επόμενα ερωτικά ποιήματα ο αναγνώστης διακρίνει απογοήτευση, λύπη, μνήμες που πονούν, με συντροφιά τσιγάρα – υποκατάστατα της ερωτικής συνύπαρξης. Διακρίνουμε επίσης πόνο απ’ την εμμονή σε μια αγάπη που υπήρξε για το ποιητικό υποκείμενο, όχι όμως πλέον για τον αποδέκτη αυτής της αγάπης. Στο ποίημα «Γιατί δεν καθαρίζω πια τη φακή» φανερώνεται το πένθος για την απώλεια του αγαπημένου συντρόφου:

«Κάθομαι στο τραπέζι / -το βλέμμα καρφωμένο στη φακή- / ψάχνω κι εγώ ξεστρατισμένους σβώλους / και πώς να κάνω το άρρητο ρητό, /πως ο μεγάλος της γιος, / ο άντρας μου, / δεν θα καθίσει στο τραπέζι / σήμερα μαζί μας. / Ούτε αύριο. / Ούτε ποτέ». Σε άλλα ερωτικά ποιήματα γίνεται αναφορά σε μια έγκλειστη αγάπη, «άχρονη, άτοπη, άλογη, άκρως επικίνδυνη», σε μια σχέση εμποδισμένη από τον Φόβο, στην οδυνηρή κατεδάφιση ενός αισθηματικού δεσμού, στον χωρισμό «κοινή συναινέσει».

Σε μια πολύ όμορφη εικόνα, όπου συλλειτουργούν συνειρμοί, οι λίμνες Πρέσπες, προσωποποιημένες, ζουν ήσυχα στον δικό τους κόσμο χλωρίδας και πανίδας και δεν συνδέονται με τα ανθρώπινα βάσανα, φυλακές, εξορίες και άλλες τιμωρίες και απαγορεύσεις καθώς και με τις στοιχειωμένες μνήμες, που απαλύνονται ή χάνονται μπρος σ’ ένα τόσο ειρηνικό τοπίο.

Με δεδομένο το ενδιαφέρον της ποιήτριας για κάθε ανθρώπινο τύπο της κοινωνίας, προπάντων δε για τους κατατρεγμένους και τους παρίες, βλέπουμε την ποιητική περιγραφή μιας ιερόδουλης που ζει σε δύσκολες συνθήκες διαβίωσης: «Οι ψηλοτάκουνες κόκκινες γόβες τη βοηθούν να περπατά λικνιστικά, σαν να ζυγιάζεται για να πετάξει. Οι σακούλες την τραβούν να την καρφώσουν, λες, στη γη… Ζει σε ένα σπίτι χωρίς σκάλα, ισόγειο. Το μόνο σκαλί που ανεβοκατεβαίνει καθημερινά είναι το πεζοδρόμιο».

Συγκινητικές είναι οι «Αναλογίες» και οι αντιθέσεις ανάμεσα στα αγριολούλουδα και στα μικρά παιδιά: «Άνοιξη στο βουνό / αγριολούλουδα / καταπώς τα ’φερε ο σπόρος, / τούτα μοναχικά, σε συντροφιές εκείνα / σπαρακτικά αθώα. / Τρέμω / μην τα τρομάξει το κλικ της μηχανής, / στην ησυχία τους τ’ αφήνω. Άνοιξη στις ασφάλτους του ντουνιά / αγριολούλουδα – παιδιά / καταπώς τα ’φερε ο χρόνος, / τούτα μοναχικά, σε συντροφιές εκείνα / σπαρακτικά αθώα. / Προσέχω / άθελά μου μην ποδοπατήσω όνειρα / φυτρωμένα στο τσιμέντο.

Με γνώση και ενσυναίσθηση λοιπόν η Τζένη Καραβίτη διαπλέκει με επιτυχία εξωτερικά ερεθίσματα με εσώτερα αισθήματα και αναμνήσεις, χρησιμοποιώντας αποτελεσματικές λέξεις και αισθητικά μέσα που υπηρετούν, μαγικά πολλές φορές, τα νοήματα των στίχων. Οι εικόνες και οι μεταφορές μάς μεταφέρουν στη σκηνή της ζωής και του πλούσιου ψυχικού κόσμου της ποιήτριας.

.

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

LITERATURE.GR 24/05/2024

Μια από τις παραμέτρους στις οποίες αξίζει να σταθεί κανείς προκειμένου να αποτιμήσει τη δύναμη και την αξία ενός βιβλίου είναι ο βαθμός και η ένταση με την οποία το βιβλίο αυτό τροφοδοτεί τη συζήτηση για τη σύγχρονη ποίηση. Αυτό σημαίνει ότι ο αναγνώστης καλείται να μην περιοριστεί σε μια εσωτερική, εντός πλαισίου ενατένιση, αλλά να ανοίξει το βλέμμα του προς τους ποιητικούς ορίζοντες στους οποίους το συγκεκριμένο βιβλίο στρέφεται και διευρύνει. Μια τέτοια περίπτωση ποιητικής συλλογής, που κεντρίζει την αναγνωστική συνείδηση να επεξεργαστεί το γενικότερο θέμα της ποιητικής συνθήκης της εποχής και τον συνιστωσών της είναι Η Κυρία Santé της Τζένης Καραβίτη. Πρόκειται για ένα σύνολο από τριάντα τρία ελευθερόστιχα ποιήματα τα οποία θέτουν με ιδιαίτερα ευθύ αλλά και ευαίσθητο τρόπο τρία βασικά ζητήματα που σχετίζονται με τρεις βασικές πτυχές του σύγχρονου –και όχι μόνο– ποιητικού φαινομένου: τις θεματικές δεξαμενές, το πρόσωπο του δημιουργού και το ποιητικό ύφος. Τα δύο πρώτα, μάλιστα, προκύπτουν ως προβληματισμοί από τον ίδιο τον τίτλο του βιβλίου, το όνομα μιας παρελθούσας γυναικείας μορφής με μυθιστορηματικό βίο και, το κυριότερο, μυθιστορηματικά χαρακτηριστικά. Η κυρία Santé, που έζησε στις αρχές του 20ου και αποτέλεσε το μοντέλο για τα γνωστά τσιγάρα, υπήρξε μια φιγούρα από τις πιο ελκυστικές, τις πιο ενδιαφέρουσες και προκλητικές της εποχής της.

Αρχικά, λοιπόν, είναι το θέμα της μνήμης που επανέρχεται συχνά στα ποιήματα της συλλογής και συνυφαίνεται στενά με την απώλεια και την απουσία. Η ποιήτρια επιστρέφει στο παρελθόν για να μπορέσει να ανασύρει από εκεί στιγμές, γεγονότα, περιστατικά, ανθρώπους και φωνές και να τις μνημειώσει, να τις απαθανατίσει, να τις «σφηνώσει» στο παρόν και το μέλλον. Η ανακλητική-αναπλαστική λειτουργία φαίνεται, δηλαδή, ότι πραγματοποιείται με σκοπό τη διαρκή, παντοτινή παρουσία των περασμένων μέσα στη συνείδηση και το αίσθημα της δημιουργού. Εδώ, ωστόσο, μπορεί κανείς να εντοπίσει μιαν αντίφαση. Γιατί η ποιήτρια, όπως και κάθε καλλιτέχνης, όταν καταφεύγει στο παρελθόν για να το φέρει στο παρόν, αναγκαστικά και εκ προθέσεως επιλέγει, λειαίνει, ωραιοποιεί τις λεπτομέρειες εκείνες που τελικά θα περάσουν στο ποίημα και θα συγκροτήσουν τον κεντρικό του ιστό. Το ποίημα δηλαδή όχι μόνο δεν αναπαράγει τη μνήμη, αλλά την παραλλάσει και την μορφοποιεί ανάλογα και κατά βούληση. Μετατρέπεται έτσι το ποίημα σε μνήμα της μνήμης και ο καλλιτέχνης όχι σε διασώστη αλλά σε παραγωγό της. Έτσι και η Καραβίτη όταν γράφει Αχ, αυτές οι αγάπες μου!/ Γλάροι ξεστρατισμένοι στην Εθνική,/ μηχανές απαστράπτουσες σε αγώνα cross,/ ροδώνες που τους κατάπιες η αντιπαροχή,/ αλμυρίκια σε παραλίες απροσπέλαστες,/ Νίκες αλήτισσες, φτερωτές// Αχ, αυτές τις αγάπες μου,/ τάχα εγώ τις ονειρεύτηκα/ ή ήταν όνειρα/ που άλλοι μου αφηγήθηκαν; («Αγάπες»), τεχνουργεί το παρελθόν της κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι αυτά που διαβάζει δεν έχουν υποστεί την καίρια, την καταλυτική παρέμβαση της δημιουργού, η οποία οδηγεί τελικά το αληθινό παρελθόν στη λήθη και τη λησμονιά επιλέγοντας, αντ’ αυτού, ένα καλλιτεχνικά μεταπλασμένο τοπίο και σκηνικό.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΓΛΟΥ

WWW.OANAGNOSTIS.GR 16/08/2024

Όλα είναι … καπνός ή το καπνισμένο τσουκάλι της Τζένης Καραβίτη

Πώς να μιλήσεις για μια κυρία-σύμβολο, όταν εσύ ο ίδιος δεν καπνίζεις; Εσύ ήξερες μόνο το μπαράκι Santé στη Μητροπόλεως, και τα τσιγάρα που κάπνιζαν κάποιοι συμμαθητές σου, παλιά, στα χρόνια του ’70, στις τουαλέτες του σχολείου ή στις ομαδικές κοπάνες στα σφαιριστήρια. Και στις μαζώξεις σε εφηβικά δωμάτια, όταν βάζαμε στη διαπασών το « Smoke on the water, a fire in the sky» των Deep Purple.[1] «Καπνός στο νερό, φωτιά στον ουρανό».

Μήπως, τελικά, γι’ αυτό καπνίζουν οι άνθρωποι; Για ν’ ανέβουν σαν φλόγες ψηλά στον ουρανό και να «δουν τον κόσμο ανάποδα»; (σελ. 16); Όχι από άγχος, όχι για κόντρα στους γονείς, όχι για επίδειξη, όχι για απόλαυση.

Επανάσταση κόντρα στη βαρύτητα είναι ο καπνός. Να πετάς χωρίς φτερά. Να πηγαινοέρχεσαι γη-ουρανό, να παρατηρείς, να χορεύεις.

Η ποίηση για την Καραβίτη είναι δέηση. Δέηση ν’ αλλάξουν ο ρυθμός του κόσμου κι ο κόσμος εντός μου. Μόνο που για να φτάσει στην ανάγκη αυτής της δέησης η κυρία Santé πρέπει να ζήσει καρφωμένη στη Γη, «σ’ ένα σπίτι χωρίς σκάλα, ισόγειο. Το μόνο σκαλί που ανεβοκατεβαίνει καθημερινά είναι το πεζοδρόμιο» (σελ. 35).

Δύσκολη δουλειά, δύσκολη ζωή. Σαν το μάζεμα και το παστάλιασμα του καπνού που ποτίζει με τη μυρωδιά του τα ρούχα, το δέρμα, τους τοίχους και που σιγά σιγά γίνεται «μυρωδιά ποτισμένης σκόνης και ληγμένης λαχτάρας» (σελ. 31).

Κι ενώ το σπίτι – και η ζωή- είναι «υπό κατεδάφιση» Κοινή συναινέσει (σελ. 30), συνεχίζουμε τη ζωή «πειθαρχικά», καθόμαστε σε «αόρατα θρανία σε στοίχιση/ διαγωνιζόμαστε σκυφτοί στα Μαθηματικά» (σελ. 27). Αυτό το «Διαγώνισμα», αυτές οι τέσσερις πράξεις που τυραννούν τη ζωή μας (πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμός, διαίρεση), είναι, για την Καραβίτη, ό,τι εμπορευόμαστε, ό,τι ξεπουλάμε. Πουλάμε καπνό, που μαζέψαμε φύλλο – φύλλο, για ν’ αγοράσουμε… τι;

Μα ο καπνός στις μέρες μας… βλάπτει σοβαρά τη υγεία. Τον βλέπεις συχνά στα Διαβατά, σύμβολο φιλοξενίας προσφύγων, καθώς ζεσταίνονται γύρω από τη φωτιά «με τρύπιο πορτοκαλί σωσίβιο/ με ρούχα ξυλιασμένα» (σελ. 47).

Κι εκεί στα καπνισμένα τσουκάλια δεν υπάρχουν καπνιστά χοιρομέρια, ούτε καπνιστά κασέρια, γεύσεις γκουρμέ. Υπάρχουν όμως «οράματα θαυματουργά / γάλα που βράζει, θαλασσινό αλάτι/ πικραμύγδαλα, κορόμηλα άγουρα» (σελ. 48). Μ’ αυτές τις γεύσεις η ποιήτρια μπορεί «να ονειρευτεί ένα μέλλον γιορτή». Οι άλλες είναι αλυσίδες ενός παρόντος γοητευτικά εφιαλτικού.

Η κυρία Santé επιχειρεί να λύσει απορίες μιας ζωής, που έχουν πνιγεί στους καπνούς της Ιστορίας. Καλεί, γι’ αυτόν τον λόγο, σε δείπνο του Πόνου όλα τα φαντάσματα (σελ. 44). Γύρω από το τζάκι, που καίει·και καπνίζει·και θολώνουν τα μάτια·και δακρύζουν. Και τότε, βλέπουν καλύτερα.

Ήταν χορταστικό αυτό το τραπέζι της Νέκυιας. Και αναγκαίο, για να ισορροπήσει τις καθημερινές σχέσεις που καλύπτονται όχι από την καπνιά του τζακιού αλλά από τον καπνό του εργοστασίου. Σχέσεις τυπικές, ρομποτικές. Όπως καταγράφει η Καραβίτη: «τον ακούω να μιλάει σαν ρομπότ στο κινητό» και «τον είδα (…)/ να παίρνει τη θέση του/ ανάμεσα στα εκθέματα της Τεχνητής Νοημοσύνης»(σελ.42).

Και δεν της απομένει άλλος δρόμος από τη φυγή. Στις «αλλόκοτες» και «παράξενες θάλασσες» (σελ. 45). Να βλέπει τον καπνό του πλοίου να υψώνεται – μαύρο φίδι – στον ουρανό, και «δεμένη στο κατάρτι» θα ψάξει να βρει τις πέντε μέρες χωρίς ηλιοφάνεια, που κάπου διαφεύγουν (σελ. 39-40). Ίσως σ’ αυτές τις μέρες να κρύβεται το ριζικό της. Να γυρίσει πίσω ανάμεσα «σ’ ένα σμήνος πουλιά», παρακαλώντας να ’ναι τα θεμέλια της στα βουνά (σελ. 9).

Όσο και να προσπάθησε να ζήσει το όνειρο της κούκλας, να ταξιδέψει στην Αυστραλία, τελικά έμεινε κολλημένη, έναν ολόκληρο χειμώνα, «κάτω από τα άδεια καθίσματα του θερινού σινεμά» (σελ. 17).

Και ο αναθρώσκων καπνός δεν είναι ο καπνός του γενέθλιου τόπου, αλλά μιας ξενιτιάς κοινής όπου «τα πρόσωπα-μάσκες έγιναν μάσκες-πρόσωπα», όπου οι άνθρωποι-αγρίμια λειτουργούν μόνο με τη γεύση και με την όσφρηση, γιατί «όλοι ξένοι τώρα/ σε καιρούς άξενους» (σελ. 19).

Και το ταξίδι της κυρίας Santé συνεχίζεται «Άνοιξη στο βουνό». Και προσέχει άθελά της «μην ποδοπατήσει όνειρα/ φυτρωμένα στο τσιμέντο» (σελ. 46).

Ο αναθρώσκων καπνός είναι οι πυρκαγιές που βάζουμε καθημερινά στη ζωή μας: εσωτερικοί εμπρησμοί. Πυρπολούμε όλα τα όμορφα που μας γεμίζουν. Και βλέπουμε τον καπνό τους τον χρωματιστό να υψώνεται. Γιατί ο καπνός από τις ομορφιές της ζωής δεν είναι γκρίζος· αναλογικά μ’ αυτές είναι πορτοκαλής και γαλάζιος και κυπαρισσής και κίτρινος και καφετής και λευκός και μαβής και κόκκινος.

Και τότε αρχίζει να καίει η εσωτερική φωτιά «που αφουγκράζεται/ τα έγκατα της απόγνωσης» (σελ. 12) μέσα σε «μια καθαρή μοναξιά/ πεντακάθαρη», καπνίζοντας συνεχώς. Γιατί «Τα τσιγάρα/ είναι τα φιλιά που δεν δώσαμε» (σελ. 22) και γι’ αυτό συναντάμε διαρκώς το Κρύο και φωλιάζουμε σ’ αυτό και συγκατοικούμε μ’ αυτό (σελ. 43). Και ο καπνός του Κρύου είναι υδρατμός σαν τον καπνό του θεάτρου. Μια αίσθηση καπνού, μα στην πραγματικότητα ένα ψέμα που δεν υπήρξε «Ποτέ» και το παίρνουμε αγκαλιά και αυτό ξεκαρδίζεται στα γέλια και μετά πάει για ύπνο (σελ. 23).

Γιατί το αληθινό θέατρο δεν εμφανίζεται ποτέ. Μένει μέσα μας και μας τυραννάει. Ποια είναι η ταυτότητά μας; Ποιο το όνομά μας; Από πού ξεκινήσαμε; Πού πάμε; Τι θ’ απογίνουμε με «Εμφύλια Ονόματα» (σελ. 41);

Και η μνήμη – φωτιά που σιγοκαίει αρχίζει να καπνίζει. Θυμάται «Αγάπες», έρωτες, όνειρα (σελ. 10-11). Είναι ο καπνός που ρουφά η κυρία Santé με απόλαυση, είναι η ίδια η έκφραση της ξανθιάς πάνω στο πακέτο τα τσιγάρα.

Αλλά είναι και ο καπνός που «τις αφέγγαρες νύχτες» ξέρει να συνομιλεί με τις λίμνες και να σπρώχνει στον πάτο τη στοιχειωμένη μνήμη. Είναι ο καπνός που ξέρει «τι θα πει/ φυλακή, εξορία, παράδοση, έξοδος, απαγόρευση/ εισόδου» (σελ. 33).

Κι ας νομίζει η ηρωίδα – κι όλοι εμείς – πως ήσυχα κοιμούνται οι λίμνες. Καπνός βγαίνει απ’ τα παγωμένα τους νερά και βάφει μαύρα τα πουλιά, τα πουλιά που τα λένε μαυροπούλια.

Και μέσα απ’ αυτούς τους καπνούς ξεπροβάλλουν πρόσωπα τωρινά και περασμένα. Μια Ρωσοπόντια, Ρωσοελληνίδα, Ρωσόσπορη -πάντα επινοητικοί οι Έλληνες στα σύνθετα- (σελ. 51) κι ένας αρχαίος ήρωας που τον τραυμάτισαν «ανεπανόρθωτα/ λόγια και πράξεις» (σελ. 15) κι αιματοκύλισε τόσο τα ζωντανά όσο και τον εαυτό του, γιατί δεν ήταν τετραπέρατος ούτε εύστροφος ούτε πολυμήχανος – πάντα σκληροί οι Έλληνες σε όσα δεν είναι σύνθετα.

Και ο καπνός της θύμησης όλων αυτών μας πνίγει. Και σηκώνουμε το κεφάλι, μαζί με την ποιήτρια, ψηλά, να πάρουμε αέρα, ν’ αναπνεύσουμε. Και βλέπουμε τη «Σελήνη» να παίζει κρυφτό με τα σύννεφα (σελ. 53). Γιατί και τα σύννεφα καπνός είναι. Καπνός που κρύβει λόγια και βλέμματα· γι’ αυτό κι ο ποιητής λέει: «σιωπές αγαπημένες της σελήνης».[2]

Αλλά σκεπάζει επίσης, σαν πουπουλένιο πάπλωμα τους αγαπημένους μας που έχουν γίνει φεγγαροντυμένοι, και τα δάκρυά τους είναι οι πρώτες σταγόνες της βροχής που μας ραντίζουν τα φθινοπωρινά πρωινά, όταν αποφασίζουμε να μην καθαρίσουμε πια τη φακή (σελ. 25).

Και ξαφνικά η κυρία Santé, «την πιο παγωμένη νύχτα του Δεκέμβρη», αλλάζει γνώμη (σελ. 32) και προσυπογράφει την… απώλεια. Γιατί στον ορίζοντα κάτι φαίνεται και, όπως λέει και ένας ήρωας του Καμπανέλλη,[3] «ή σκόνη είναι ή καπνός». Και τη σκόνη μπορείς να την τινάξεις, να τη βουρτσίσεις· ο καπνός, όμως, ποτίζει.

Και αποφεύγει η ηρωίδα τον καπνό, μαζί με τον ιππότη, που σε λίγο θα την αφήσει, για «ν’ ακολουθήσει πειθήνια τον Φόβο» (σελ. 36). Κι αυτή θα μείνει να περιηγείται στην Tate Modern Gallery, και να βυθίζεται σε πίνακες με νεκρά σώματα.

Η κυρία Santé πλησιάζει στο τέλος του ταξιδιού, με το ραδιόφωνο τέρμα, για να σκεπάζει το εμμονικό τραγούδι των τζιτζικιών· προπέτασμα καπνού η τεχνολογία στον μέσα πόνο, τον βαθύ (σελ.13). Το παιχνίδι – βέβαια – δεν τελειώνει «Για ένα φάουλ»,

και επειδή δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, όλα είναι «νεκρά φιλιά /έπεα πτερέοντα» (σελ. 38). Γίνεται καπνός μπροστά σε μια αγάπη «άχρονη/ άτοπη / άλογη/ άκρως επικίνδυνη» (σελ. 29).

Μα, επιτέλους, τι καπνό φουμάρει η κυρία Santé; Πώς της κάπνισε και μπαστακώθηκε σ’ ένα κόκκινο κουτί, σ’ ένα αδειανό πακέτο, και μας κοιτάζει ηδονικά φυσώντας τον καπνό, κλείνοντας το μάτι στην υγεία; Μα πώς μπορεί να λέγεται Santé, δηλαδή Υγεία, εφόσον το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία;

Κι όμως, όπως έγραψε ο ποιητής του Αιγαίου: «Στη διάρκεια ενός σιγαρέτου που είναι η ζωή μας και όπου χαιρόμαστε και αυτοκαταστρεφόμαστε, όπως άλλωστε και στους έρωτες, τις απόπειρες δημιουργίας, και οπουδήποτε αλλού, το μόνο φωτάκι που δεν σβήνει, ακόμη κι αν ο χρόνος μας το πατά χάμω, είναι το κάλλος. Η απειροελάχιστη στιγμή όπου γευτήκαμε το κάλλος και την ενσωματώσαμε μια για πάντα μες στην ιδιωτική μας αιωνιότητα».[4]

Και αυτό το τσιγάρο είναι υγεία.

Και ότι το φωτάκι της κυρίας Santé του κόκκινου πακέτου δεν έχει σβήσει δεν χρειάζεται ανάλυση. Το ότι η Κυρία Santé της Τζένης Καραβίτη είναι ένα φωτάκι που δεν σβήνει το πιστοποιεί η αλήθεια της ποίησής της. Γιατί «ποίηση μόνον είναι κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία, όπως μπορεί και να την φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι. Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη».[5]

Κείμενο που διαβάστηκε στην παρουσίαση της συλλογής την 1/3/2024, στο βιβλιοπωλείο Γιάφκα στη Θεσσαλονίκη.

.

ΑΛΕΚΑ ΠΛΑΚΟΝΟΥΡΗ

FREAR.GR 04/09/2024

Κυρία Santé: συνδημιουργοί, συμπάσχοντες και συμμέτοχοι

Στην πρώτη της ποιητική συλλογή Κυρία Santé, η Τζένη Καραβίτη φαίνεται πανέτοιμη να διαχειριστεί τα θέματα που επιλέγει ακολουθώντας έναν δρόμο ποιητικής έκφρασης χαμηλότονο, εξομολογητικό, σχεδόν προζαϊκό κάποιες φορές, θεατρικό ή αποστασιοποιημένο άλλοτε, με υποδόριες κλιμακώσεις και αυξομειούμενες τονικότητες, με παύσεις, κορυφώσεις και αποσιωπήσεις. Στη γραφή της, σε ελεύθερο στίχο, εκτός από μία εξαίρεση (στο ποίημα «Συνάντηση»), αναδεικνύεται το μη ειπωμένο, το άρρητο ή το συμβολικά εκπεφρασμένο ως η μεγάλη αλήθεια που μπορούμε να αφουγκραστούμε, να εντοπίσουμε ανάμεσα στους στίχους της και να φέρουμε στο φως μέσα από τη δική μας ανάγνωση, μέσα από τη δική μας πρόσληψη, μέσα από τη δική μας νοητική και συναισθηματική κινητοποίηση. Αυτό μας κάνει συνδημιουργούς, συμπάσχοντες και συμμέτοχους.

Η συλλογή αποτελείται από 33 ποιήματα, τα οποία καλύπτουν ένα εύρος θεμάτων που περικλείουν πολλές εκδοχές της ανθρώπινης κατάστασης. Η φωνή του ποιητικού υποκειμένου ‒η φωνή μιας γυναίκας σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, ίσως η Κυρία Santé του ομώνυμου ποιήματος, μια περσόνα ανεξάρτητης, ερωτικής, πολιτικά σκεπτόμενης, κοινωνικά ευαίσθητης και συγχρόνως ευάλωτης γυναίκας‒ καθορίζει εκλεκτικά τα θέματά της, αλλά και καθορίζεται συγχρόνως από αυτά σε ένα διαρκές δούναι και λαβείν, που συντελείται, θαρρείς, μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Αυτή είναι, θα έλεγα, και η πρώτη μεγάλη αρετή των ποιημάτων. Βιώματα, συναισθήματα, καταστάσεις και αναμνήσεις αναβαπτίζονται κάθε στιγμή στη μεγάλη δεξαμενή της συλλογικής μνήμης και της Ιστορίας, εκείνης που έχει γραφτεί αλλά και εκείνης που γράφεται κάθε στιγμή, έτσι που το πολιτικό γίνεται προσωπικό και το προσωπικό πολιτικό, συνδεδεμένα μεταξύ τους με αδιάρρηκτο τρόπο. Για παράδειγμα, ο έρωτας συναντά την πολιτική στο ποίημα «Αγάπες». Αχ, αυτές οι αγάπες μου! / Ζωγραφισμένα γράμματα στα πανό / μιας εργατικής Πρωτομαγιάς στην οδό Σταδίου… Ή η ανεμελιά του παιδικού καλοκαιριού συναντά το κοινωνικό και το πολιτικό πλαίσιο μιας εποχής, ενώ ακούγεται από ένα ραδιόφωνο το τραγούδι «Στου γιαλού τα βοτσαλάκια», μην ξεστρατίσει και φτάσει μέχρι τη μουριά / εκείνη η φωτιά που βρέχει / στη στράτα του Στράτου Διονυσίου, / δεν ανησυχούν μη και βρεθούν ξαφνικά / μέσα στο τρένο Γερμανίας Αθηνών, / στις φάμπρικές της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές, / δεκάρα δεν δίνουν τι θα πει / «έκτοτε τα ίχνη του χάνονται» / και πόσο μακριά να είναι απ’ τη μουριά άραγε / η υπηρεσία αναζητήσεων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού… Επίσης η γιορτή των Χριστουγέννων και όσα γεννά ως συναισθήματα συνδέεται με το αφιλόξενο παρόν για τον ξένο, τον πρόσφυγα, τον κυνηγημένο στο ποίημα «Χριστούγεννα Φιλοξενίας Προσφύγων». Σήμερον γεννάται / ανάμεσα σε καδρόνια σήποντα, / σκουριασμένα καρφιά, σαμπρέλες χάσκουσες, / στην αδέσποτη άσφαλτο / πλάι σε σόμπες-ντενεκέδες. Ακόμη και τα τοπία δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε, είναι και όσα έχουν εγγραφεί πάνω τους μέσα στο πέρασμα των χρόνων, τα ιστορικά γεγονότα που τα έχουν χρωματίσει ή, αντιθέτως, αποχρωματίσει, όπως συμβαίνει στο ποίημα «Πρέσπες (Counter memory)»: Ήσυχα θα κοιμούνται / τις αφέγγαρες νύχτες / οι λίμνες / φανταζόμαστε. / Δεν άκουσαν ποτέ ‒κι αν άκουσαν δεν ξέρουν τι θα πει‒ φυλακή, εξορία, παράδοση, έξοδος, απαγόρευση εισόδου. Τα τοπία θαρρείς υπάρχουν ή αναδιατάσσονται κάτω από την προσωπική μας ματιά μέσα στα ποιήματα της Καραβίτη, με γνώση και μνήμη και έτσι εντάσσονται στις μεγάλες σελίδες όχι μόνο του συλλογικού συνειδητού, αλλά και ανοίγουν πόρτες και περάσματα για το συλλογικό ασυνείδητο. Άλλοτε η ιστορική μνήμη ορμά καταιγιστικά στο παρόν με τυχαίες αφορμές, όπως είναι ένα έργο τέχνης στο ποίημα «Πλατινένιο Ιωβηλαίο», όπου μέσα στην γκαλερί Tate Modern, σε έναν μεγάλο πίνακα ‒λάδι σε ξύλο, / 1245 x 3075 x 70 mm‒ αναβιώνει η σκηνή εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Τρία νεκρά σώματα στη γη / ανοιχτή βεντάλια, / παραμορφωμένα εξπρεσιονιστικά / ημίγυμνα μέλη, / αντρικά, / αποκαθηλωμένα ‒ πίσω τους οι σταυροί; / Σπασμένα ξύλα βαρελιού και φύλλα λαμαρίνας, / πόδια, χέρια, δάχτυλα ανοιχτά. Ή όπως στο ποίημα «Απορία», όπου η δημιουργός συναντάει το πρόσωπο που Μες στο κελί εσύ έμπαζες κρυφά γεύσεις και μυρωδιές, / οράματα θαυματουργά, / γάλα που βράζει, θαλασσινό αλάτι, / πικραμύγδαλα, κορόμηλα άγουρα, / η Ελένη μαζεύει ελιές και γελάει, / πράσινο αγουρόλαδο / εσύ του σκούπιζες το δάκρυ; Η Ελλάδα του χτες εισχωρεί στο σήμερα, απαιτώντας από τον αναγνώστη να μην ξεχνά, να είναι παρών μέσω της μνήμης.

Σε άλλα ποιήματα η αποκρυπτικότητα, η λεπτή ειρωνεία και το μη ρηθέν, το κενό ανάμεσα στις λέξεις ή στους στίχους κατέχει καίρια θέση. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο αναγνώστης μπορεί να κινητοποιηθεί ψυχοσυναισθηματικά και να συμπληρώσει τα κενά ή να αποκρυπτογραφήσει τα λεχθέντα κάνοντας τη δική του ανάγνωση του ανείπωτου και λειτουργώντας με αυτό τον τρόπο ως συνδημιουργός. Στο ποίημα «Σπουδή στον Harold Pinter» το ποιητικό υποκείμενο περιγράφει μια κατάσταση μέσω διαδοχικών εξαιρέσεων πραγμάτων (εξαιρέσεων ή υπογραμμίσεων τάχα;), που σκιαγραφούν μέσα από τους στίχους ‒και κυρίως μέσα από τις παύσεις και τα κενά‒ βαθιά ενσυναίσθηση και πόνο για τον πόνο των άλλων, αποσιωπώντας ίσως, και ταυτοχρόνως τονίζοντας, τον εσωτερικό πόνο και την προσωπική ερημιά του ίδιου, απευθυνόμενο, όπως αποκαλύπτεται στον τελευταίο στίχο, στη μητρική μορφή: Εκτός από αυτό, / αυτό που κρύβεται / στην καρδιά του κυκλάμινου, / που ξενυχτάει στα μάτια του ξένου, / που δραπετεύει / στο δρολάπι, / που κουρνιάζει / στα έρημα καρνάγια, / που αφουγκράζεται / στα έγκατα της απόγνωσης, / εκτός από αυτό, / ουδόλως συντρέχει / λόγος ανησυχίας, μαμά.

Με έναν λεπτότατο σαρκασμό η ποιητική φωνή απευθύνεται στη Σελήνη, στο ομότιτλο ποίημα, περιγράφοντάς τη σαν ένα μωρό εννέα ημερών που παίζει μακρόθεν / και εκ του ασφαλούς. Μακρόθεν και εκ του ασφαλούς / πολύ θα το ‘θελα κι εγώ / να περιπαίζω τα σκοτάδια, / πυγολαμπίδες να σκορπώ στο παγωμένο χιόνι, / τις λίμνες να ραίνω ασημόσκονη, / στις αϋπνίες όνειρα-κουφέτα να μοιράζω, απογυμνώνοντάς τη έτσι από τον λογοτεχνικό της μύθο και τις όποιες ρομαντικές αναφορές, κατεβάζοντάς τη στη συνθήκη τού εδώ και τώρα, του γειωμένου αγώνα και του καθημερινού κάματου, αποζητώντας σε πραγματικές συνθήκες τη συμμετοχή της στα τεκταινόμενα της ζωής, που σκορπιέται αδόκητα σε ένα παιχνίδι σικέ με τον χρόνο.

Η παιδικότητα και οι αναμνήσεις δεν είναι μόνο παρελθόν και ανακαλούμενος βιωμένος χρόνος, αλλά και παρόν, το οποίο η ποιήτρια το αντιμετωπίζει με το αθώο βλέμμα ενός παιδιού ή θέτοντας τους όρους ενός μετωνυμικού παιχνιδιού, όπου παραλλάσσει και μετακινεί την πραγματικότητα, για να συνυπάρξει μαζί της, όπως στο ποίημα «Ποτέ». «Δεν υπήρξαμε ποτέ μαζί», μου λες. / Κι εγώ το παίρνω αγκαλιά το Ποτέ, / πλένω το ιδρωμένο του μουτράκι, / χτενίζω τα μαλλάκια του, / το ντύνω ρούχα καθαρά, / καινούργια παπουτσάκια, / το πιάνω από το χέρι / και βγαίνουμε μαζί σεργιάνι. Και άλλοτε εκείνο το παιδί που κρύβει βαθιά μέσα της θέλει τόσο πολύ να δει τον κόσμο ανάποδα Ανάποδα τα τραπέζια κι οι καρέκλες στην πλατεία, / ανάποδα το σιντριβάνι / με τα παχουλά αγγελούδια, / ανάποδα τα σπίτια, οι αυλές, τα κεραμίδια, / τα πιάτα, τα ποτήρια, / τα γραμμένα, / όλα ανάποδα! («Ο κόσμος ανάποδα»).

Τα ποιήματα της Τζένης Καραβίτη πραγματεύονται με ποικίλους τρόπους τις απώλειες, από την απώλεια ανθρώπων και πραγμάτων μέχρι την απώλεια του έρωτα, της μνήμης και του χρόνου. Έτσι εκτός από την ερωτική απώλεια (π.χ. στο ποίημα «Κοινή συναινέσει»), Μυρωδιά νοτισμένης σκόνης / και ληγμένης λαχτάρας, / δυο μάσκες / απ’ το καρναβάλι της Βενετίας / στον τοίχο, / ένα καράβι μεσοπέλαγα / μισοτελειωμένο / σε καβαλέτο. / Ηλεκτρικό, νερό τηλέφωνο κομμένα / «Υπό κατεδάφιση» κοινή συναινέσει. / Αριθμός αδείας 24513, υπάρχει η απώλεια της ζωής («Γιατί δεν καθαρίζω πια τη φακή») Κάθομαι στο τραπέζι / ‒το βλέμμα καρφωμένο στη φακή‒ / ψάχνω κι εγώ ξεστρατισμένους σβόλους / και πώς να κάνω το άρρητο ρητό, / πως ο μεγάλος της ο γιος, / ο άντρας μου, / ‒ο μικρός δεκάξι χρόνια τώρα / μια ασπρόμαυρη φωτογραφία «Τάξις Στ΄» / στο κομοδίνο της‒ / ο μεγάλος της ο γιος λοιπόν / δεν θα καθίσει στο τραπέζι / σήμερα μαζί μας. / Ούτε αύριο. / Ούτε ποτέ. Υπάρχει η απώλεια της παιδικότητας, όπως μέσα από τον αποχωρισμό με μια κούκλα (στο ποίημα «Θερινό σινεμά») Καλά έκανες κι έφυγες, Μαρία! / Κι άμα καμιά φορά γυρίσεις απ’ την Αυστραλία, / να μου μιλάς κρυφά τις νύχτες αυστραλέζικα, / να νανουρίζουμε μαζί το σκότος. Όλες αυτές οι απώλειες όμως δεν είναι αποδοχή του πεπρωμένου, δεν είναι μοιρολατρία και θρήνος, είναι κατάφαση στη ζωή με έναν πυρήνα ανατροπής και υπονόμευσης, που καραδοκεί ανάμεσα στους στίχους. …‒μια μαυροφόρα / χορεύει ζεϊμπέκικο‒ / και μια λυγίζει το κορμί στο χώμα / και μια υψώνεται στον ουρανό. / Δέηση κάνει, / να γυρίσει ο κόσμος ανάποδα, λέω μέσα μου / και την κοιτάζω που ζυγιάζεται σαν σκοτεινό περιστέρι («Ανάποδα»).

Σε πολλά ποιήματα η διακειμενικότητα βρίσκει τις καλύτερες στιγμές της, εκεί όπου ο Χάρολντ Πίντερ συναντά τον Ελύτη και τα λαϊκά τραγούδια και οι αναφορές στους ομηρικούς και τραγικούς ήρωες ενώνονται με τα έργα του Τενεσί Ουίλιαμς και του Λόρκα. Έτσι το σύμπαν της Τζένης Καραβίτη διευρύνεται κι εμείς έχουμε κάποια επιπλέον κλειδιά στα χέρια μας για να προσεγγίσουμε τα ποιήματά της. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Προσευχή» «Τα θεμέλια μου στα βουνά» /«Τα θεμέλια μου στα βουνά» / «Τα θεμέλια μου στα βουνά» / προσεύχομαι / άριστοι να ’ναι οι οιωνοί ‒όπου γίνεται μια αναφορά στο Άξιον εστί του Ελύτη‒, αν προσθέσουμε τους στίχους που ακολουθούν και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους / και πάνω τους η μνήμη καίει / άκαυτη βάτος, έχουμε το πλαίσιο μιας οικουμενικής πορείας του ανθρώπου μέσα στην ιστορική συγκυρία για να κατανοήσουμε το ποίημα, το οποίο παίρνει πλέον μια πολιτική διάσταση.

Η Κυρία Santé λοιπόν, αν και η πρώτη συλλογή της Τζένης Καραβίτη, μας βάζει στα βαθιά νερά του ποιητικού λόγου, εκεί όπου η κοσμοθεωρία, τα διαβάσματα, τα συναισθήματα και οι ατομικές εμπειρίες της δημιουργού ‒με τη χρήση πρόσφορων λογοτεχνικών μέσων‒ ενώνονται με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας ως ενεργών αναγνωστών και ως εν δυνάμει υποκειμένων της Ιστορίας· μιας ιστορίας που απαρτίζεται από ό,τι κουβαλάμε ως άτομα, από ό,τι μας χαρακτηρίζει ως ατελή όντα τα οποία πάσχουν και αναζητούν σε αυτό τον αντιφατικό και σύνθετο κόσμο και μέσα από τη λογοτεχνία την ψυχική ανάταση, τη συν-ταύτιση και την τελείωση.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.