Η Έλενα Σάββα Κιννή γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λεμεσό. Αφού ακολούθησε Γραμματειακές Σπουδές, εργάστηκε στην «Τράπεζα Κύπρου», από όπου και αφυπηρέτησε πρόωρα το 2022.
Παρακολούθησε τα Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής της ποιήτριας και δοκιμιογράφου Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου και συμμετείχε με ποίηση στον τόμο Συν(γ)ραφές, εκδόσεις «Τεχνοδρόμιον» 2018.
Παρακολούθησε μαθήματα Φιλοσοφίας στη «Σχολή Πρακτικής Φιλοσοφίας» στη Λεμεσό.
Έλαβε μέρος στη συλλογική Ποιητική Ανθολογία <Αποστάγματα Ψυχής» των βιβλιοεκδόσεων «Αναζητήσεις» 2015.
Ασχολείται με τη στιχουργική. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί και κυκλοφορούν σε cd καθώς και σε διάφορες πλατφόρμες.
Το τραγούδι «Το Μονοπάτιν» σε μουσική Νάτιας Έλληνα απέσπασε το 3ο βραβείο στον Διαγωνισμό Σύνθεσης Κυπριακού Τραγουδιού το 2017.
.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ (2024)
ΑΝΑΣΑ
Κι αν κάπου
στο κεντημένο λιβάδι της ακτής
στους πράσινους κάμπους της θάλασσας
σε ένα άλμπουρο μοναχικό
κατακρεουργημένο
που μεσοπέλαγα ιχνηλατεί
κρυμμένη την αγάπη
αντικρύσεις σε πλήρη αταραξία
τον δάσκαλο
ντυμένο τον χιτώνα του φωτός
είναι συνομωσία
μη διστάσεις
άπλωσε το χέρι
ίαση θα ’ναι.
ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΩ ΤΑ ΠΡΟΣΚΑΙΡΑ
I
Δεν είναι επιθυμία απλή
ν’ αναζητώ την πρόγνωση
στη μέση δυο παγόβουνων.
Να προσδοκώ την αλισάχνη
στα πρόθυρα πνιγμού.
Να ψάχνω δεύτερο κλειδί
για το χαμόγελό μου.
Να κρύβομαι
σ’ ενός σπουργίτη τη σκιά
ακόμα κι από μένα.
Γιατί, δεν είσαι γλύπτης
κι εγώ δεν είμαι η πέτρα που λαξεύεις
ωστόσο μ’ έμαθες μαζί σου να μιλώ.
Ούτε ελγίνεια προτομή.
Όμως, αιχμαλωτίζω
τις άβατες χαράδρες σου
να έχει κάτι να θυμάται η αφή.
Η κατάληξη έχει φυσικά προηγηθεί
μα συνεχίζω
να ξεριζώνω τα αγκάθια
με τα χέρια.
TO ΠΟΙΗΜΑ
Η πλημμυρίδα από πού ξεκινά;
Απογειώνονται οι σταγόνες της βροχής
όπως μια πέτρα από παλάμη παιδική.
Αδιάφορες τότε φιγούρες λικνίζονται
προς άγνωστο προορισμό.
Κοίταξε στα μάτια τη γαλήνη
μα δεν την αναγνώρισε.
Φάνταζε αναπάντεχα έγχορδο σκεβρωμένο.
Τον έκανε να επαναστατήσει.
Ήταν άλλες οι συχνότητες.
Μπορεί μια δεύτερη ευκαιρία
να θεωρηθεί
εκτός από προκλητική και επικίνδυνη;
Η σκουριασμένη του κραυγή
ραγίζει τώρα τον ορίζοντα
έσχατη παράκληση πριν τον τορπιλισμό.
Ήταν το χιόνι εκείνο
που τον έσωσε απ’ τη φωτιά;
Οι εμπνεύσεις τελευταία
κατηφορίζουν αμήχανα
ξενυχτούν επίμονα στο προσκέφαλό του
προσμένοντας επίδοξες συλλήψεις.
Πώς έγιναν ποίημα;
Μόνο εκείνος ήξερε
κι ας ήταν από την αρχή
ναυαγισμένο.
ΜΕΤΡΗΜΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
Η μέρα κελαρύζει
οι σκέψεις μεταμφιέζονται
στάχτη στα μάτια της νύχτας σκορπίζουν.
Με οδηγούν σε χειμώνες
για να ’χει ανάγκη η γύμνια μου
διάλυμα ασπιρίνης.
Αιχμαλωτίζω τις πιο αιχμηρές
κι όσες στριφογυρίζουν
χωρίς να ζαλιστούν
χαμογελώντας με κάποια ειρωνεία.
Κόντρα στους δισταγμούς
ανοίγω το παράθυρο
τις αραδιάζω στο περβάζι.
Δίχως λόγο αποχαιρετιστήριο
χωρίς καμία τελετή
σαν να υπήρξαν μέρος
επίπλωσης φθαρμένης
που τώρα ανακαινίζεται
τις αφήνω στον άνεμο να τις πάρει.
Άσκοπες βόλτες στη μνήμη
δεν χωρούν.
ΕΘΕΛΟΤΥΦΛΟΥΜΕ
Μια «καληνύχτα» άνοιξε το παράθυρο
ρίχνοντας στην ανομβρία της ασφάλτου
μια ματιά
και στη δική μας μία δεύτερη.
Το ότι ντυθήκαμε το φως της
ήταν ψευδαίσθηση.
Μπορούσαμε μόνο τη σκιά της
να υποστούμε
και ν’ αγκαλιάσουμε τα μπράτσα μας
που είχαν κλειδώσει από καιρό.
Μια αστραπή γαντζώθηκε
σαν έκπληξη στη μνήμη
κι ένα σκυλί στάθηκε πλάι μας
να μας εξημερώσει.
Έχει ο Θεός.
Θα ’ρθει και το φθινόπωρο.
Προς το παρόν το καλοκαίρι στάζει
τα φώτα προσπερνούν
μα ο παραλογισμός βηματίζει αργά
πίσω από μαύρο μακρύ φουστάνι
με φτερά
που δεν κατάφερε ποτέ του
να γίνει αερόστατο.
ΠΙΣΩ ΔΕΝ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΑΡΑ
Αναγνωρίζω στα σημάδια του καφέ
μια πέστροφα ανάποδα στο ρεύμα.
Λες να ’ναι αυτή που χτες
με φίλησε στο στόμα;
Από καιρό, βαγόνι παριστάνω
με ανάστροφο προορισμό.
Θαρρώ πως σιγοτραγουδά
κάτι από Βιβάλντι.
Λέει πως είναι η πέμπτη εποχή
εκείνη που αργεί
αλλά προβλέπεται να έρθει.
Προλαβαίνω, άραγε, να της πω
πως μόνο αν έβγαζε φτερά
θα με γυρνούσε πίσω;
Μα πώς να χωρέσω
σε διάφανο μπουκάλι
μια τέτοια εύφλεκτη αλήθεια;
Βλέπεις, δεν γράφουμε πια
γράμματα.
ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΞΕΧΝΑ
Σε μύρισε η θάλασσα
κι αντάριασε αμέτοχο το κύμα.
Η πλάτη του πιάνου σου
μόνη αυτή σε στάση ορθή.
Απρόσιτη η βεράντα σου
το καλωσόρισμά της σκουριασμένο.
Ο χρόνος σήμερα πατά στις μύτες των ποδιών
να μη θρυμματιστούν εκείνα που υπήρξανε
και μόνο το αναγνωστικό
«Μάνα μ’ σγουρός βασιλικός
πλατύφυλλος και δροσερός.
Μάνα μου, ποιος τον πότιζε
και ποιος τον κορφολόιζε;»
μόνο αυτό στην ίδια πάντοτε σελίδα να ρωτά.
Κανένας, μάνα μου, ούτε ένας.
Κάποια μπουκάλια πεταμένα στην κουζίνα
μέσα απ’ την κοφτερή τους διαφάνεια
μοιράζονται το δάκρυ τους μαζί σου.
Ένα παπούτσι άνεργο
ψάχνει το δέρμα του σε μια γωνιά.
Δεν πρόλαβε ούτε δυο βήματα να κάνει
απ’ το κουτί του.
Το χτες λιωμένο στα πατώματα.
Καρφί βαθιά μπηγμένο στο κεφάλι το παρόν.
Δεν είναι η λύπη που σκόνταψε
σε χρόνια σκοτεινά.
Δεν της αρκεί η συμπάθεια.
Αξιώνει μια κάποια γιατρειά
σαν τον διαβητικό
που το γλυκό ονειρεύεται
κι αν είναι να πνιγεί, ας γίνει αυτό
σε μία θάλασσα από ζαχαρωτά.
Ο ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ
για τον πεντάχρονο Χρηστάκη
I
Τρέξε και κρύψου στο σπίτι, του είπε.
Όταν παίζει ένα παιδί
ποτέ του δεν φαντάζεται
πως παίζει και η ζωή μαζί.
Σπόρος που βλάστησε κι ευφόρησε
το στερνοπαίδι
ανάσαινε παρέα με τα σύννεφα
κάποτε ακροβατούσε όπως τα προμηνύματα.
Κουλουριάστηκε κάτω από το τραπέζι.
Εκεί το έβρισκαν συχνά τα βράδια
λίγο πριν το «ευλόγησαν
την βρώσιν και την πόσιν».
Δυο τουφεκιές ο άπιστος
και λύγισε ο βλαστός.
Τυφώνας που ενέδρευε
το ουρλιαχτό της μάνας
λευκό σεντόνι ο φόβος της
πίσω του δεν κοιτούσε.
Είπαν, δήθεν, πως χάθηκε
μες στο νοσοκομείο.
Οι τοίχοι να το ρούφηξαν;
Να τους χαλάσει μάταιο.
Πώς ν’ αποτρέψει το θεριό;
Πονούν οι απογνώσεις.
«Αγιά Μαρίνα τζιαί τζυρά
που ποτζοιμίζεις τα μωρά
ταξίδεψε το, φέρμου το
γιατί εν μωρό μου, θέλω το».
Από τότε μες στη σκισμένη αφίσα σιωπά
με κοντό παντελονάκι
φανέλα ασπρόμαυρη ριγέ
με το κλαδάκι του πλεγμένο σφιχτά
γύρω από το δέντρο
που μια σταγόνα χλωροφύλλης περιμένει.
ΠΑΛΙΑ ΗΤΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Χαι έτρεχε ασταμάτητα
θαρρείς και ήταν ήλιος
που η δύση τον τραβούσε απ’ τα μαλλιά.
Όμως, πολύ δεν έλαμψε.
Άλλωστε, στιλβωτικά με αγάπη
δεν υπήρχαν.
Όση κατείχε ήταν ανήμπορη
να την ξοδέψει για τον εαυτό της.
Από επιλογή τον προσπερνούσε
κι όταν θυμόταν να τον θυμηθεί
τον έβρισκε λαχνό για κλήρωση.
Η ισοπέδωση του βωμού της
ξεκίνησε ταυτόχρονα
με τα προβλήματα στα άκρα της.
Κι όμως, δεν τα παράτησε
ακόμα κι όταν κατέληξε
καρέκλα σπασμένη με δυο πόδια
και δεκανίκι δανεικό σε παλιατζίδικο
ποτέ της δεν ικέτεψε
για ένα χέρι λούστρο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δεν είναι πως σε χόρτασα ζωή
ούτε πως δεν προσμένω τα καλύτερα.
Είναι που μπορώ ακόμα
να κρατώ γερά
λευκές γδαρμένες μνήμες.
Μα, αν διστάζω
ή αποφεύγω πλέον
να διαβάζω τις σιωπές σου
είναι που τρομάζω
μη και μιλήσουν
μην απαιτήσουν
κι εγώ δεν τις ακούσω.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ. (2024)
ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
Φανταστείτε μια κοπέλα σε μια εξέδρα της θάλασσας, όχι μπροστά στη θάλασσα, όχι απέναντι από τη θάλασσα, αλλά επάνω στη θάλασσα.
Φανταστείτε την λοιπόν την ίδια στιγμή που άλλοι αβέβαιοι θα ταλαντεύονταν και θα ισορροπούσαν, εκείνη με βεβαιότητα κυρίαρχου και δαμαστή συγχρόνως να δίνει εντολή και να εκφωνεί όχι ένα ποίημα ούτε ένα τραγούδι αλλά την ίδια την ταυτότητά της, θαρρείς και συστήνεται στο άγνωστο, θαρρείς και οφείλει σε κάποιον να απολογηθεί. Μα, βρίσκεται σε δικαστήριο; Της έχει απαγγελθεί κάποια κατηγορία; Εκείνο που μόνο γνωρίζουμε είναι ότι σπεύδει να διευκρινίσει το πρόσωπο και την αγωνία του.
«Η θάλασσα είμαι εγώ» θα πει. Δεν λέει αγαπώ τη θάλασσα, δεν εξωραΐζει το νερό και τα ιάματά του, δεν το δοξολογεί.
Αντιθέτως, σε πλήρη ταύτιση με το πρόσωπο έρχεται να δηλώσει ότι εκείνο που κατά βάθος ρέει μέσα της δεν είναι το αίμα αλλά το υγρό αλμυρό στοιχείο το οποίο
συντηρεί με το αλάτι του ό,τι πάει να αλλοιωθεί
αενάως κινείται άλλοτε υπόκωφα και σιγανά και άλλοτε με την ορμή οργισμένης οντότητας που έρχεται να ανακινήσει και να ταράξει τον βυθό καταποντίζοντας Τιτανικούς και ψαρόβαρκες.
Και τέλος 3. συγγενεύει με τον θρήνο και το παράπονο, με τον λυγμό και φυσικά αναφέρομαι στην αλμύρα των δακρύων.
Όλα αυτά σε έναν μόνο τίτλο ο οποίος ανοίγει την αυλαία και παρουσιάζει τον πρωταγωνιστή. Μα είναι η ποιήτρια ο πρωταγωνιστής; Είναι η θάλασσα; Θα σας απογοητεύσω. Κανένας από τους δύο. Ο πρωταγωνιστής είναι η ίδια η ποίηση, κι ας νομίζει η Κιννή ότι εκείνη συστήνεται, ότι εκείνη τόλμησε αυτή την προκλητική δήλωση.
Θα μπορούσε να λέει σε μια δική μου παράφραση του ποιήματός της:
Ιδού εγώ η θάλασσα η κεντημένη στο λιβάδι της ακτής αυτή που περιμένει τον δάσκαλο ντυμένο τον χιτώνα του φωτός. Μα, έχει το φως χιτώνα; Κι αν είναι χιτώνας αυτό που μεσοπέλαγα κρύβει την αγάπη, τότε οι πράσινοι κάμποι της θάλασσας ποια συνωμοσία τεχνουργούν και γιατί η ποιήτρια απλώνει το χέρι, γιατί επιμένει να ονομάζει δάσκαλο εκείνον που έρχεται προς αυτήν σαν θεραπευτής;
Ό,τι και να είναι, το πρώτο ποίημα της συλλογής το ονομάζει «Ανάσα», λες και η ίδια η γραφή στην απαρχή της, από την πρώτη κιόλας σελίδα της, τη σώζει από πνιγμό. Λες και ένας Χριστός επί των υδάτων την καλεί να περπατήσει μαζί του.
Και μία αναγκαία στο σημείο αυτό διευκρίνηση.
Η ποίηση δεν είναι ενασχόληση των αργόσχολων και των τακτοποιημένων, δεν είναι χόμπι σαν την ορειβασία, τη ζωγραφική, το κέντημα και την πεζοπορία. Είναι μια άκρως επώδυνη συνθήκη που όποιος δεν το γνωρίζει πλανάται πλάνην οικτρά να θεωρεί ότι κάποιος γράφοντας εκτονώνεται, σχεδιάζει λεξούλες, βάζει και λίγο ρυθμό και έτσι περνά τον χρόνο του. Αντιθέτως, είναι μια διαδικασία επώδυνη, μια εγχείρηση χωρίς αναισθητικό, καθώς η γλώσσα εξορύσσει από βάθη μεγάλα τις πιο κρυμμένες ακόμα και από εμάς αλήθειες μας, αυτές που η καθημερινότητα με τις ταχύτητές της τις βάζει κάτω από το χαλί, όμως εκείνες εκδικούνται.
Μια πολυθρόνα ψυχανάλυσης είναι η γραφή και αυτό δεν είναι πάντα αναίμακτο. Γιατί αυτή η εξήγηση;
Γιατί οι στίχοι σε ένα διαρκές και σταδιακό ξεφλούδισμα του εαυτού συστήνουν στο ποιητικό υποκείμενο τον ίδιο του τον εαυτό. Και αυτό προϋποθέτει αν μη τι άλλο γενναιότητα, για να μην πούμε άγνοια κινδύνου.
Συγκεκριμένα, η ταύτιση της ποιήτριας με το υγρό στοιχείο θα λέγαμε πως δεν είναι τόσο δήλωση θαυμασμού και αγάπης όσο κυρίως η αίσθηση ότι η θάλασσα διαθέτει την πλήρη δυνατότητα των εναλλαγών στη διάθεση και στην ελευθερία.
Με άλλα λόγια, της επιτρέπεται η κυκλοθυμία, κάτι που την καθιστά γοητευτική και μυστηριώδη. Κάτι ανάλογο στον άνθρωπο βέβαια θα θεωρούνταν μάλλον απαγορευτικό και κατακριτέο.
Ως εκ τούτου, στην ποίηση της Έλενας Σάββα Κιννή κυρίαρχη προβάλλει η διελκυστίνδα ανάμεσα στη σύμβαση και στην ελευθερία, ο έλεγχος και η συστολή απέναντι στην τρικυμία και το ξέσπασμα.
Ό,τι κινδυνεύει να ξηλωθεί το μπαλώνει, τις σκέψεις της φροντίζει να τις έχει καταχωνιασμένες σε σημείο ασφαλές γιατί «Γυμνά καλώδια ηλεκτροφόρα» οι σκέψεις και «κινδυνεύουν να βραχούν».
Κρατά απόσταση ασφαλείας από τα αιχμηρά και ζημιογόνα των σχέσεων, από τους δισταγμούς και τις επιθυμίες, να έχει το κεφάλι της ήσυχο.
Μικρή κρατούσα αποστάσεις / απ’ τις ανεξιχνίαστες επιθυμίες / αργότερα απ’ τα πλοία που ανέμιζαν δάκρυα
θα πει στο ποίημα «Πρεσβυωπία», ενώ στο ποίημα «Ελένη» γράφει:
Σακατεμένα γόνατα / απ’ τον καιρό της Τροίας σε προδίδουν / μα από τον όλεθρο /κρατιέσαι σε απόσταση.
Το πρόσωπο λοιπόν και το προσωπείο του σε μια προσπάθεια ισορροπίας ανάμεσα στα διεστώτα. Κι αυτά είναι από τη μια η κατά κόσμο εικόνα μας που πάντα συμβαδίζει με τις επιθυμίες των άλλων και από την άλλη η βαθιά μαλακή ύλη της ψυχής που γυρεύει να ανασάνει. Και εδώ παρατηρείται το εξής παράδοξο.
Άκουσον, άκουσον, το σχέδιο διάσωσης επιχειρείται από τον ίδιο τον πνιγμένο.
Δεν είναι επιθυμία απλή / ν’ αναζητώ την πρόγνωση /στη μέση δυο παγόβουνων. / Να προσδοκώ την αλισάχνη στα πρόθυρα πνιγμού./ Να ψάχνω δεύτερο κλειδί / για το χαμόγελό μου. /Να κρύβομαι /σε ενός σπουργίτι τη σκιά /ακόμα κι από μένα.
(Συναρμολογώ τα πρόσκαιρα I)
Η αλισάχνη, το δεύτερο κλειδί για να ξεκλειδωθεί το χαμόγελο αλλά και η σκιά του σπουργίτη που θα κρύψει το πρόσωπό της ακόμα και από τον ίδιο της τον εαυτό είναι όλα τα σημαντικά σύνεργα που η ίδια η ποίηση εγχειρεί στο ποιητικό υποκείμενο για να σωθεί μόνο του.
Κι αν δεν σωθεί; Κι αν αποδειχτεί μικρή η ζωή για σωτηρίες και διασώσεις; Για εκείνη την περίπτωση αφήνει «Υστερόγραφο» και παραγγέλλει:
Όταν θα φύγω / να μου φορέσεις το φουστάνι το γλυφό / και κοίτα να μου κρύψεις στον ποδόγυρο / φως σκοτεινό / τους γρίφους/ τα μετέωρα// προζύμι στην επόμενη ζωή / για να βλαστήσω.
Τουτέστιν, από όλα τα υπάρχοντα παίρνει μαζί της το φόρεμα της θάλασσας, αναθέτοντας σε ρούχο γλυφό να ενδυθεί το άσαρκο. Παίρνει μαζί της φως σκοτεινό, κάτι σαν τον φακό των ανθρακωρύχων, παίρνει το αίνιγμα που είναι η ίδια η ποίηση και η ζωή συγχρόνως, γιατί είναι βαρετός ακόμα και ο θάνατος, αν όλα είναι λυμένα και τέλος παίρνει μαζί της και τα μετέωρα, εκείνες τις περιοχές που δεν στερεώνονται, δεν καταλήγουν, δεν σταθεροποιούνται αλλά ανάμεσα γης και ουρανού βιώνουν την ελευθερία της αιώρησης.
Η ίδια η ζωή, αυτή η σύμβαση ανάμεσα στα «θέλω» και στα «οφείλω» είναι συνθήκη ασφυκτική, ένας δρόμος δύσβατος που η Έλενα Σάββα Κιννή ωστόσο τον διαβαίνει σφυρίζοντας έναν σκοπό.
Ο ρυθμός, τόσο εκείνος της εσωτερικής ρύθμισης και αρμονίας όσο και εκείνος της ποίησης που αναλύεται σε μέλος ή στίχο είναι μαζί με τη θάλασσα οι συνταξιδιώτες της. Διορθώνω, μάλλον η θάλασσα είναι ο κατεξοχήν ρυθμός της αέναης κίνησης και εναλλαγής, η παρηγορητική ηχητική σιωπή που συμπαραστέκεται στα επικίνδυνα εγχειρήματά μας. Και βέβαια κανένα πιο μοναχικό και δραματικό εγχείρημα από την ίδια την αγωνία της ύπαρξης να κρατηθεί στη ζωή.
[…] Σύμφωνα με το λεξικό / η ακινησία δεν μπορεί να θεωρηθεί / συνώνυμη της ασφάλειας. / «Κύριε, πρόσχες τη φωνή της δεήσεώς μου», / Πάγοι είμαστε / που επιπλέουν υπομονετικά / με την ελπίδα / -να αποφύγουμε το παγοθραυστικό- / όλο να ξεμακραίνει.// Κάποτε θα αναρριχηθούν / οκτάβες από μαυρόασπρα πλήκτρα / ώσπου να ξεδιπλωθεί / δοξαστικός λυγμός στο άπειρο. // Γιατί τόσος καπνός;
«Γάζα σε αχρηστεία»
Η ανθρώπινη φύση παγωμένη ήδη από τη γέννησή της μπροστά στη γνώση του επικείμενου τέλους γίνεται εκείνο το απόκομμα πάγου που επιπλέει και προσεύχεται να μην τη συναντήσει το παγοθραυστικό. Η ελπίδα αυτή δυστυχώς αποδεικνύεται φρούδα. Το παγοθραυστικό ολοένα πλησιάζει. Και τότε μια άλλη ελπίδα αναδύεται, εκείνη του ρυθμού και του ήχου που επιφέρει την αρμονία στην ταραχή.
Οι οκτάβες βέβαια που ξεδιπλώνουν λυγμό δοξολογίας διαπιστώνουν ηττημένες τον καπνό να απορροφά την ανάσα.
Και όσο κι αν πάλι επικαλείται τον ρυθμό να συνδράμει και να ελαφρύνει την τραγικότητα, ωστόσο εκείνη αμετανόητα παρούσα αδιαφορεί και συνεχίζει το έργο της. Γράφει αναφερόμενη σε κάποια πουλιά:
Κρυμμένο είχαν στα πέλματα / το νόημα του κόσμου / κι ένα σπυρί ψωμί, ένα λιοκόκκι / – εμένα ας πούμε – / στο πιο μακρύ τους νύχι / σ’ ελεύθερη αναρρίχηση χωρίς εξοπλισμό / ευημερία εφήμερη να ζω/ μα το ολίσθημα άδοξο / παράφωνη η πτώση έστω / και αν τη συνόδευε απ’ το ράδιο / η πέμπτη του Μπετόβεν.
Η ζωή με τους κανόνες, τα μοιρογνωμόνια και τα υποδεκάμετρά της είναι πάντα επί των επάλξεων για τη συνείδηση της ποιήτριας, η οποία δεν τρέφει ψευδαισθήσεις για τους ποικίλους αφανισμούς που καραδοκούν να ακυρώσουν την ύπαρξη.
Η συνειδητοποίηση πάντως πως το ολίσθημα καραδοκεί καθιστώντας την πτώση αναπόφευκτη, την αναγκάζει να πάρει τα μέτρα της από νωρίς και να κρατά τις αποστάσεις από τα αναπάντεχα και οδυνηρά. Με λίγα λόγια, συνήθισε να υπεκφεύγει κρατώντας τον ψυχισμό της σε θερμοκρασία δωματίου.
[…] Τώρα η ζωή γδέρνεται και λαβώνεται / και τα κομμάτια χάνονται/ όπως η αθωότητα. /Έμαθαν και τα δάκρυα να κολυμπούν / μόνο στα μαξιλάρια/ κάποιες φορές σαν υπεκφυγή/ παρέα με το σαπούνι / και στα ποτάμια κάποτε /να μοιάζουν σημαδούρες /θαρρούν πιασμένα στα κλωνιά / πως θα κρυφτούν της νύχτας / μα λυγίζουν.// Μεγαλώνω όπως με ορμήνεψες, μαμά / – εκτός από βολβούς – / σπόρους που δεν λυγίζουν / όνειρα εποχιακά, πρωτόγνωρες ελπίδες./ Κρατιέμαι από κιτρινισμένες συνταγές /με τον διακόπτη της ζωής / σταθερό στη χαρμολύπη. / Κατά τα άλλα / βουλιάζω ξυπόλητη / στην απομόνωση της αγάπης.
«Λευκές σελίδες»
Κι όμως υπάρχει πάντα εκείνο το μυστικό πέρασμα της μνήμης που επέζησε, γιατί είναι μια θωρακισμένη μνήμη που κράτησε λέξεις στη σιωπή μα, όπως λέει: «βρέθηκαν βρεγμένες με οινόπνευμα / λες κι έψαχναν /πριν απ’ το ολοκαύτωμα μια πλεύση».
Βέβαια, η συνθήκη της αδιατάρακτης ειρηνικής ζωής δεν γίνεται αναίμακτα. Αντίθετα, απαιτεί κόπο και μέθοδο και ικανότητα δεινού και ταλαντούχου ηθοποιού.
Προσποιούμαι ένα φεγγάρι / που γεννιέται από τη Δύση./ Κατσαρόλα που κοχλάζω /με το καπάκι μου κλειστό. /Ο θάνατος μυρίζει συντριβή /αδιαφορώ αν δεν ξυπνήσω. Θρύμματα τώρα το ψωμί /που ζύμωνε η πείνα μου. / Γιατί κλαίω; //Η λαχτάρα μου ανεμίζει /πόθους ανυποψίαστους./ Ζωγράφησε, με παροτρύνει /την παράνοια του έρωτα / τη γαλήνη της μουσικής / το μέτρημα της προσευχής / τα φτερά στο παραμύθι / το έλεος.
Αυτά είναι τα πέντε στοιχεία που συγκροτούν και ίσως συγκρατούν την ποίηση της Κιννή.
Επαναλαμβάνω: Ο έρωτας, η μουσική, η προσευχή, το παραμύθι, το έλεος.
Η κλίμακα είναι απόλυτα φυσική και άκρως δικαιολογημένη:
Και έρχεται ο έρωτας ο ξαφνικός που ευθύνεται για την ταχυκαρδία, την αρρυθμία και την ταραχή.
Και έρχεται η μουσική να εναρμονίσει και να συνθέσει, να εκτονώσει την αρρυθμία και την ταραχή.
Και έρχεται η προσευχή να καταθέσει το αίτημα, να επιληφθεί ο ίδιος ο Θεός για την αποκατάσταση της ευρυθμίας, να πάψει η ταραχή.
Και έρχεται το παραμύθι να μας θυμίσει πως έζησαν αυτοί καλά κι εμείς ίσως λίγο καλύτερα. Μα, η ψυχή γνωρίζει πως είναι παραμύθια όλα αυτά, κι εκείνοι που αγαπήσαμε μας πρόδωσαν και πού να κλείσει μάτι η ψυχή τώρα που πιο πολύ επιμένει η αρρυθμία και η ταραχή.
Και τότε έρχεται το έλεος και γίνεται θάλασσα η ψυχή, μια θάλασσα όμως λάδι όπως αυτό που μπαίνει στην πληγή για να την κλείσει.
Και τότε μόνο φεύγει η αρρυθμία και η ταραχή.
Και τότε μόνο η θάλασσα, που είναι η Έλενα, ηρεμεί και γαληνεύει.