Ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης γεννήθηκε το 1966. Κατάγεται από το Στόμιο Λάρισας, όπου μεγάλωσε. Σπούδασε ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και απέκτησε μεταπτυχιακό δίπλωμα ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Ζει στη Λάρισα και εργάζεται ως ιατρός ειδικός παθολόγος.
Έχει εκδώσει δέκα ποιητικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό: Ίχνη (1985), Πήλινα πρόσωπα (1992), Νοητή γραμμή (2005), Dunes-Dune [Θίνες] (Ρουμανία, 2007), Ενδόγραμμα (Μαλλιάρης Παιδεία, 2010), Edda [Εδδα] (Ρουμανία, 2010), lluzione [Ψευδαισθήσεις] (Ρουμανία, 2010), Foglie vocali [Φύλλα φωνήεντα] (Ιταλία, 2017), Γραβάτα δημοσίας αιδούς (Κέδρος, 2018) και Menos uno [Μείον ένα] (Ισπανία, 2022).
Το 2011 επιμελήθηκε και εξέδωσε στα αγγλικά την ανθολογία World poetry 2011 (205 ποιητές από 65 χώρες).
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν δημοσιευθεί σε διάφορες χώρες του κόσμου, ενώ έχει συμμετάσχει σε πολλά διεθνή φεστιβάλ ποίησης στο εξωτερικό.
Το 2011 διοργανώθηκαν υπό την προεδρία του στη Λάρισα το 22ο Παγκόσμιο Συνέδριο Ποιητών και το 1ο Μεσογειακό Φεστιβάλ Ποίησης.
Είναι μέλος του PEN Greece (επικεφαλής της Επιτροπής Συγγραφέων για την Ειρήνη), της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών, του World Poetry Movement (WPM) και των Poets of the Planet (POP).
H προσωπική του ιστοσελίδα είναι: https://www.dimitriskraniotis.com
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
– Ίχνη, ποιήματα 1981-1984, Λάρισα, 1985
– Πήλινα πρόσωπα, ποιήματα 1985-1989, Λάρισα, 1992
– Νοητή γραμμή, ποιήματα, τρίγλωσση έκδοση (ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά), Λάρισα, 2005
– Dunes-Dune, ποιήματα, δίγλωσση έκδοση (γαλλικά, ρουμανικά), Editura Academiei Internationale Orient Occident, Ρουμανία, 2007
– Ενδόγραμμα, ποιήματα, εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία, Θεσσαλονίκη, 2010
– Edda, ποιήματα, δίγλωσση έκδοση (γαλλικά, ρουμανικά), Editura Academiei Internationale Orient-Occident, Ρουμανία, 2010
– Iluzione, ποιήματα (αλβανικά), Editura Rawex Corns, Ρουμανία, 2010
– World poetry 2011, 205 ποιητές από 65 χώρες, ανθολογία (αγγλικά), Λάρισα, 2011
– Eoglie vocali, ποιήματα (ιταλικά), Pluriversum Edizioni, Ιταλία, 2017
– Γραβάτα δημοσίας αιδούς, ποιήματα. Κέδρος, 2018
– Menos uno, ποιήματα (ισπανικά), Padilla Libros, Ισπανία, 2022
.
.
ΡΥΤΙΔΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΦΕ (2024)
ΡΥΤΙΔΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΦΕ
Ξυπνώ
Ακούγοντας τον ίδιο ήχο
Κάθε πρωί
Γεμάτος σπασμένα ερωτηματικά
Με τόσες ρυτίδες στον καφέ
Με καρφωμένο το ίδιο ποίημα
Ξανά στο μυαλό μου
Ψάχνω μια λέξη
Θρηνώ
Κι ας ξέχασα να κλάψω
Τόσες νύχτες
Μακριά σου
Γκρινιάζω όπως πάντα
Χωρίς λόγο
Όταν είσαι κοντά μου
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΡΕΥΜΑ
Φιλιά δεμένα
Στο στόμα μας
Οι λέξεις
Ταξιδεύουν την αφή
Στο φως
Η γλώσσα κολυμπά
Σε σώματα
Οδηγώντας ποιήματα
Στο αντίθετο ρεύμα
Χωρίς να φοβάται
Τον θάνατο
Επικίνδυνη η ζωή
Για ποιητές
LOCKDOWN
Κλείδωσα τον Όλυμπο
Στη ματιά μου
Με τον άνεμο
Να σέρνεται
Κάτω από το πέλμα μου
Αμήχανη βροχή
Κρεμάει τον θυμό μου
Σε social media
Που κάηκαν
Κάτω από το δάκτυλό μου
Σε καραντίνα
Οι λέξεις μου μάτωσαν
— Takeaway —
Κι έφυγα σκυθρωπός
Κάτω από τη μάσκα μου
Ξεκινώ από το τέλος
Για να βρω την αρχή
Ό,τι έγραψα κι έσβησα
(Ένα έπος με αυταπάτες)
ΑΤΑΚΤΗ ΦΥΓΗ
Φως
Διαττόντων αστέρων
Σε ακέραιες καταιγίδες
Με αεροπλάνα χάρτινα
Από «ενθύμιον διακοπών»
Καταρριφθέντα
Ηχώ
Συγκοινωνούντων δοχείων
Σε άτακτη φυγή
Από τραυμάτων σύνορα
Παράλογης λογικής
Παραβιασμένα
ΜΙΚΡΗ ΚΙΒΩΤΟΣ
Λιώνει το κουτάλι
Λιμός χαμένος στο αύριο
Έστω ένα μάτι θυμώνει
Ο δρόμος στο πουθενά
Με δεμένα χέρια
Πισθάγκωνα
Μετράμε τα λάθη μας
Χωρίς ζυγαριά
Η ζωή μας στη λήθη
Σαλπάρει τη νύχτα
Φωτιά στις φλέβες μας
Μικρή κιβωτός
ΨΙΘΥΡΟΣ ΣΤΟ ΜΑΞΙΛΑΡΙ
Τα δάχτυλα δείχνουν
Πόσα λάθη κάνω
Χωρίς κιμωλία
Στον πίνακα στέκομαι
Τιμωρία
Δεν θέλω να πω
Όσα πρέπει μου είπαν
Χωρίς ψέματα
Το όνειρο ξεχνώ
Μόλις ξυπνώ
(Αλήθεια, ποια σιωπή
Έστρωσε τον ψίθυρό μου
Στο μαξιλάρι σου;)
Και πάλι η νύχτα
Ελπίδες μάς κερνά
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Η γιαγιά
Μαγείρευε ρήματα
Ο παππούς
Κάπνιζε ουσιαστικά
Η μάνα
Έραβε αντωνυμίες
Ο πατέρας
Οδηγούσε επίθετα
Με φάρμακα τις λέξεις
Θεραπεύω
COVID-19
Αυτός ο Αύγουστος
Γέρασε τις βουτιές μας
Τόσα φιλιά έσβησαν
Χωρίς ένα άγγιγμα
Υπό διωγμό
Η αφή μας
Τον φόβο αγκάλιασε
Γκρέμισε στιγμές
Ιδρώνω, θυμώνω
Χαμένος θρηνώ
Πίσω από μια μάσκα
Κρυμμένος
ΔΙΔΥΜΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ
Από ποιο λιμάνι
Θα σαλπάρουμε το πρωί
Με άδειες αποσκευές
Και υπό έλεγχο αναπνοές;
Συνωστισμός ευχών
Κι ενοχών
Τη στιγμή που το θάρρος
Δεν ρώτησε
Για τις αντοχές μας
Κι ο χρόνος
Δεν προφήτευσε
Τις δίδυμες εκδοχές
Χαμένων ελπίδων
Άτυχων εμπνεύσεων
Κι ανεκπλήρωτων πόθων
ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟΙ
Ράγες των τρένων
Που υπακούουν στις σειρήνες
Της απώλειας
Με εκτροχιασμούς
Συναισθημάτων του συρμού
Χαρτογραφημένος πίνακας
Απρόσιτων διλημμάτων
Κι απρόβλεπτων κινδύνων
Αγνώστου αφετηρίας
Και χαμένου προορισμού
Με εκτροχιασμούς
Ολικής επαναφοράς
Σε αμαρτωλές πορείες
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Γεννήθηκες μια φορά
Για χίλιες επαναστάσεις
Πέθανες μια φορά
Με χίλιες αναστάσεις
Φώτισες αιώνια ιδανικά
Σε σεντούκια ονείρων
Φύσηξες λέξεις ποιητών
Σε ανέμους αρμονίας
Πόνεσες από απρόσωπες πληγές
Χαστούκισες αδικίες
Για την ελευθερία πάλεψες
Νίκησες για την ειρήνη
.
ΓΡΑΒΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΙΔΟΥΣ (2018)
ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ
Έχασα το αλφαβητάρι
Της πρώτης δημοτικού
Και τώρα
Που ψάχνω απεγνωσμένα
Να δώσω στην Άννα
Ένα μήλο
Γέρασα από αναμνήσεις
Χωρίς διακοπή
Για διαφημίσεις
Πίνοντας αναψυκτικό light
Και κάνοντας like
Σε τετράστιχα ημερολογίου
ΓΡΑΒΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΙΔΟΥΣ
Άρχισα να ξηλώνω
Τα ρούχα μου
Ώσπου έμεινα γυμνός
Στη μέση του πουθενά
Φωνάζοντας
Σε μια γλώσσα άγνωστη
(Έτσι κι αλλιώς
Ποιος θα με καταλάβαινε;)
Μα δεν με συνέλαβαν
Για προσβολή δημοσίας αιδούς
Για να σταματήσω τις φωνές
Με κέρασαν αψέντι
Και μ’ έντυσαν στην τρίχα
Όμως τα κορδόνια μου
Δεν ταίριαζαν
Με τη γραβάτα τους
Δεν άφησα ρέστα
Για πουρμπουάρ
Δεν σκόνταψα διαγωνίως
ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ
Πρώιμη στάχτη
Της υψικαμίνου
Πεταμένη στο πέλαγος
Σαν άλλη ξενιτιά
Της μοίρας μας
Το αβέβαιο
Της θέλησής μας
Και το άβατο
Της ηθικής μας
Κάθε πρωί
Που θρηνούμε όνειρα
Κάθε βράδυ
Που κερνάμε υποσχέσεις
ΓΥΜΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Έφυγε η γραφή
Κι έμεινε η σιωπή
Κολλημένη στην άμμο ρίμας
Που έπλασε
Με στάχτες χαϊκού
Ωδές ανάμεικτων προσδοκιών
Σε χαλεπούς καιρούς
Με ενδιάμεσους σταθμούς
Γυμνά διηγήματα
Που δεν άντεξαν
Το καθωσπρέπει της ενδοχώρας
Και ντυμένα ποιήματα
Που τιμωρήθηκαν
Σε ακτές γυμνιστών
Με απαγόρευση εισόδου
ΔΙΨΑΝΕ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Διιψάνε οι λέξεις
Και πίνουν κρασί
Να με μεθύσουν
Οργώνω, θερίζω
Μα χώρα σωπαίνω
Μη σβήσουν
Σαν στεγνές κατάρες
Σε ξερά χόρτα
Σπάζω στάμνες
Με υγρή ηχώ
Να ξαποστάσω
Μες στο λιοπύρι
Χωρίς νερό
Με μια χούφτα λάθη
ΞΕΝΟΣ ΗΛΙΟΣ
Τετραγωνισμένος κύκλος
Στην άσφαλτο
Άστεγων ονείρων
Ξένος ήλιος
Στο παραθύρι
Θαμπών ελπίδων
Που θέλησες να κεντήσεις
Με δύσεις και ανατολές
Χρώματα της παλίρροιας
Ξεβάφουν στην άμπωτη
Που γιόρτασες το τίποτα
Απρόσκλητοι εραστές
Θάβουν βαρκάδες
Στο φεγγάρι
Και η κόλαση
Καίει το δέρμα σου
Χωρίς ανάσταση
Αναίτια ακόμη φυσά
Μάταια πάλι γυρνά
Η απουσία σου
Τη νύχτα
Ξανά προστάζει
ΠΥΡΕΤΟΣ
Μνήμες άναψαν κεριά
Λιώνουν τον πυρετό σου
Τρέχει η ζωή
Για να κρυφτείς
(Δεν θες να την κοιτάξεις)
Φυσά στα μαλλιά σου
Η ξενιτιά
Γεμάτη από ρυτίδες
Σύννεφα στο ποτήρι σου
Σε πνίγουν
(Δεν θες να θυμάσαι)
ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ
Ξηλωμένα πλεκτά
Μεταχειρισμένων ονείρων
– Σε τιμή ευκαιρίας –
Στη λαϊκή
Δοκιμάζουν περαστικοί
Μα να τ’ αγοράσει
Κανένας δεν τολμά
Γιατί αυτά τα όνειρά μας
Ποτέ δεν έμοιαζαν
Με τα συνήθη
Τ ων πολλών
ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ
Η θάλασσα ψαρεύει σύννεφα
Κι η στεριά σπέρνει χιόνια
Σε μέρες περισπωμένης
(Εντός ή εκτός του χειμώνα;)
Όπου πια δεν χαμογελάμε
Σε νύχτες παραλήγουσας
(Πριν ή μετά το καλοκαίρι;)
Όπου πια δεν αγαπάμε
Μια ζωή αιτιατική
— Αναπόφευκτη συνήθεια
Των ημερών που έρχονται –
Σε μια πέμπτη εποχή
ΛΥΤΡΩΣΗ
Αφειδώς μου πρόσφερες
Μη συνειδητά
Παρανοήσεις του ιδεατού
Υπερβατικό μυστήριο
Η ζωή
Με ανακαλεί
Από τον μύθο
Της αθανασίας
Και με παρασέρνει
Στον εγγενή κόσμο
Ανεξίτηλων κωδικών
– Ψυχή και σώματι –
Λύτρωσης
ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟΣ ΛΕΞΕΩΝ
Από δωμάτιο σε δωμάτιο
Τις λέξεις αναστατώνω
Τα ουσιαστικά μαλώνουν
(Ανεξαρτήτως πτώσης)
Χωρίς αιτία
Στο ισόγειο ξαπλώνω
Τα ρήματα διαμαρτύρονται
(Ανεξαρτήτως χρόνου)
Χωρίς δίλημμα
Στο μπαλκόνι ξυπνώ
Ανάμεσα σε σελίδες
Που ακόμη γράφονται
Τα βήματά μου αγνοώ
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΡΥΤΙΔΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΦΕ
ΜΑΡΙΑ ΛΙΑΚΟΥ
Fractal 14/01/2025
«Με φάρμακο τις λέξεις / Θεραπεύω»
Ο Δημήτρης Κρανιώτης είναι ένας ποιητής με συνεχή παρουσία και με αρκετές ήδη εκδόσεις. Διαμορφώνει την ποιητική φωνή του κυρίως από προσωπικά και τοπικά εντυπώματα αλλά συγχρόνως συνομιλεί και με σύγχρονα ζητήματα.
Η νέα του αυτή ποιητική συλλογή περιλαμβάνει 52 ποιήματα που αποτελούν ένα ενιαίο εκφραστικό σώμα, όπου εικόνες και λέξεις συνθέτουν ένα ενδιαφέρον τοπίο ποιητικής αποτύπωσης.
Ξεχωρίζω το ποίημά του με τίτλο Ταυτότητα.
Ταυτότητα
Η γιαγιά
Μαγείρευε ρήματα
Ο παππούς
Κάπνιζε ουσιαστικά
Η μάνα
Έραβε αντωνυμίες
Ο πατέρας
Οδηγούσε επίθετα
Με φάρμακα τις λέξεις
Θεραπεύω
(σελ. 34)
Χωρίς φλυαρίες γράφει για ό,τι τον αγγίζει. Η Ποίηση του είναι οικεία στον αναγνώστη αλλά και ξεχωριστή. Αν και στις μέρες μας έχουμε πολλές ποιητικές εκδόσεις και η Ποίηση δεν διαβάζεται σε σχέση με άλλες περιόδους, αξίζει η αναζήτηση τους από τους αναγνώστες .Εξ άλλου είναι:
Επικίνδυνη η ζωή
Για ποιητές» σελ. 10
Και ζητήματα σύγχρονα όπως ο εγκλεισμός, ο covid-19, τα rapid test, το Lockdown, αποτελούν αποτύπωση μιας περιόδου που έχει η καταγραφή τους την αξία τους μέσω της Τέχνης.
………………………
Σε καραντίνα
Οι λέξεις μου μάτωσαν
-Take away-
Κι έφυγα σκυθρωπός
Κάτω από τη μάσκα μου
(σελ. 17)
Ο Δ. Κρανιώτης ζει στη Λάρισα και εργάζεται ως ιατρός. Με αφετηρία την βιωματική του θέαση ανοίγει διάλογο με τον αναγνώστη και τον προσκαλεί σε μια ποιητική συνομιλία που αφήνει ένα ουσιαστικό αποτύπωμα. Μας βάζει μέσα στο ποιητικό εργαστήριο του και μας δείχνει «πώς φτιάχνονται» τα ποιήματα και πώς επιδρούν στη ζωή. Στην ποίηση του υπάρχει το ποιοτικώς ουσιώδες χωρίς πλατειασμούς που αναδεικνύει την εσωτερική του όραση – βλέμμα με εκφραστική απλότητα.
Η Ποίηση είναι Τέχνη και αποτυπώνει τη δημιουργία της Σκέψης, των Συναισθημάτων, των προσωπικών διλλημάτων και κυρίως τα του έσω κόσμου μας. Το μετέωρο της ζωής και της ψυχής.
………………………….
Υπό διωγμό
Η αφή μας
Τον φόβο αγκάλιασε
Γκρέμισε στιγμές. (σελ. 46 από το ποίημα με τίτλο Covid-19 )
.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ
FRACTAL 4/2/2025
Κάτω από την αρυτίδωτη επιφάνεια υποφώσκει ένας ποιητικός οίστρος από τους διαρκέστερους τού είδους. Επίμονος εποποιός ο Λαρισαίος καλλιεργητής ονείρων βλέπει το έργο του να μεταφράζεται σε όλες τις γλώσσες τού κόσμου και χαίρει οικουμενικής υπολήψεως. Ζωντανό κύτταρο πολιτισμού, καθάρια φωνή, ανεπιτήδευτη.
Ώριμη ποίηση από ένα λάτρη τού είδους, συνεπή πνευματικό εργάτη, μεθοδικό κι επίμονο, υπομονετικό κι ανθεκτικό στις ανοίκειες επιθέσεις. Ούτως ή άλλως, είναι καθαρά νεοελληνική υπόθεση ο πατροπαράδοτος Φθόνος για κάθε έναν και κάθε μία που υπερβαίνει τα στενά χωρικά ύδατα… Το υπέστησαν πολλοί από την Αρχαιότητα. Ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης προκαλεί τους ματαιοκάματους μικρόνοες γιατί ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και τυπωθεί σε πολυάριθμες ανθολογίες ανά τον κόσμο. Ανεξάρτητα από την κοντόφθαλμη, σχολαστική αποτίμηση τής ποιότητας, της οποίας τελικός αλάνθαστος Κριτής είναι ο Πανδαμάτωρ Χρόνος, ενδεχομένως η βροχή βελών να είναι έμμεση ένδειξις αξίας, αλάνθαστη κατά τεκμήριον…
Ιατροφιλόσοφος, αναγεννησιακός άνθρωπος, στου Διαφωτισμού το πλατύ κι ολοένα ορμητικότερο πολιτιστικό ρεύμα ο ποιητής ομονοεί με τα ιδανικά του χωρίς να περιμένει την ουτοπική ευδοκία να τον στεφανώσει. Είπαμε, η ομόνοια και η αλληλεγγύη δεν είναι ίδιον των συγχρόνων μας εαυτιστικών ποιητικολογούντων…
Το ανθρωποκεντρικό κι ανθρωπομετρικό θεματολογικό κλίμα μέσα στο οποίο κινείται αυτή η παγκόσμια Ποιητική είναι εμφανές ακόμα και στους τίτλους των ποιημάτων όπως εμφανίζονται στα Περιεχόμενα:
Ρυτίδες στον καφέ
Ποιήματα στο αντίθετο ρεύμα
Ο φόβος του ποιητή πριν το πέναλτι
Terra incognita
Εγκλεισμός
Έστω ένα γεια
Rapid test
Αέναο κύμα
Lockdown
Πείραμα χωρίς ζωή
Η αλήθεια της ποίησης
Άτακτη φυγή
Μικρή κιβωτός
Επιζών
Προδημοσίευση ημίφωτος
Υποφερτό αύριο
Ποιητής χωρίς ομπρέλα
Ενδιάμεσα εγκλήματα
Κύκνειο άσμα
Νέμεσις
Το ποίημα του κάμπου
Ψίθυρος στο μαξιλάρι
Το ποτάμι της λήθης
Μετάφραση
Νήδυμος ύπνος
Ταυτότητα
Άτιτλο τέλος
Κρυφτό
Μπουρανί
Τα ποιήματα κλαίνε
Το πέμπτο ποτήρι
Ζητείται ελπίς
(Λ)έξεις
Ορφανό ποίημα
Αυτοεξόριστος
Πριν το ποίημα πετάξει
Μετωνυμίες
Covid-19
Αυτόχειρες
Λέγειν
Άλλη διαθήκη
Δίδυμες εκδοχές
Θετές φωνές
Χαμένος χρόνος
Επαίτης
Παρονομαστής
Εκτροχιασμοί
Ιός
Περιεχόμενα
Ευπώλητα
Ωδή στον ποιητή της ειρήνης
Εικοσιένα.
Από αυτόν τον έρρυθμο λεκτικό ποταμό ανθολογώ:
«Φως / Διαττόντων αστέρων / Σε ακέραιες καταιγίδες…» (σελ. 20).
«Λιώνει το κουτάλι / Λιμός χαμένος στο αύριο / Έστω ένα μάτι θυμώνει / Ο δρόμος στο πουθενά // Με δεμένα χέρια / Πισθάγκωνα / Μετράμε τα λάθη μας / Χωρίς ζυγαριά…» (σελ. 21).
«Αδολεσχία ψευδών άλλοθι / Στα μονόχνοτα / Απανωτά κενά / Της ενδόμυχης ενοχής μας // Διπλές φωνές / Που θεριεύουν / Στις καρδιές μας / Μην καταφέρνοντας / Να μας ξυπνήσουν / Απ’ τον λήθαργο // Απ’ τον νήδυμο ύπνο / Που οδηγεί τους δύτες / Σε πνιγμό…» (σελ. 33).
Οικουμενικό το όραμα. Όποιος γράφει …καλύτερα (ή έτσι …νομίζει), πρώτος τον λίθον βαλέτω.
Δουλειά μου, σαν κριτικός, είναι να υπερασπίζομαι το Δίκαιο και να μάχομαι υπέρ αδυνάμων. Μόνον που ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης δεν είναι αδύναμος, όταν μπορεί να συνταιριάζει τις λέξεις έτσι.
Όλοι μας εξελισσόμεθα κερδίζοντας τους εχθρούς και τους φίλους που μας αναλογούν, που ισοδυναμούν με την ιδιοσυχνότητά μας. Οι «άλλοι» είμαστε εμείς και γίνονται «Κόλαση» ή ευτοπία ανάλογα με την οπτική, την προοπτική και την πνευματική πρόθεσή μας.
Γι’ αυτό, προσέχετε ποιους πυροβολείτε, γιατί τα μπούμερανγκ γυρίζουν πάντα στον οπλιστή τους.
Κι ας κλείσω αυτό το σύντομο σημείωμα με ένα δικής μου κοπής γνωμικό: «Όταν σπρώξεις έναν άνθρωπο στον γκρεμό, θα δεις τον δικό σου τον εαυτό να πέφτει». Και το αντίστροφον…
«Ευνο(μ)είτε, ευλογείτε, ευαρεστηθείτε ίνα ευδοκιμείτε, ευτυχείτε!!!» [καινοφανές γνωμικό μου κι ετούτο].
.
ΓΡΑΒΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΙΔΟΥΣ
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ
Fractal Ιούλιος 2018
Ποιητική ένταση και αυτογνωσία
Μετά από μισόν αιώνα θητείας στα Ελληνικά Γράμματα πιστεύω, πως αν για τα διάφορα είδη τού λόγου έχει κάποιος να πει κάτι, για την ποίηση έχει να πει ελάχιστα.
Έχω διαβάσει χιλιάδες σελίδες που αφορούν αναλύσεις και παρουσιάσεις έργων, έχω ακούσει εκατοντάδες ειδικούς να μιλούν για δημιουργούς και δημιουργήματα, αλλά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μου έχει δώσει ούτε το χιλιοστό της αισθητικής χαράς που μου δίνει το ίδιο το έργο, όταν μου μιλά στη σιωπή τής νύχτας για όσα ο ποιητής επιμελώς έχει γεννήσει, στις επίσης μοναχικές, δικές του ώρες.
Πιστεύω πως η ποίηση είναι ένας εντελώς μοναχικός δρόμος, ένας απόλυτα ιδιωτικός χώρος, συχνά ένας πολύ προσωπικός λυγμός, ακόμα κι όταν σ’ αυτήν εντοπίζουμε οικουμενικές αξίες ή οραματισμούς πολλών ανθρώπων.
Σ’ αυτήν την απόλυτα προσωπική έκφραση, συχνά τόσο γρήγορη όσο ένα ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων, αλλά και συχνά τόσο πυκνή που αρκούν λίγες λέξεις για να παραθέσουν ολόκληρα κομμάτια ζωής, κάθε άλλος λόγος, πλην ο λόγος τού ποιητή, περιττεύει. Και ο λόγος τού Δημήτρη Π. Κρανιώτη στο «Γραβάτα δημοσίας αιδούς» (Εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ»), είναι αρκετά ευρύς και βαθύς, που κάθε άλλος λόγος μάλλον περιττεύει.
Όμως, επειδή πιστεύω, και πως η ποίηση μάς ξανασυστήνει τον κόσμο, αλλά, και κάνει πιο υποφερτή τη συνειδητοποίηση της πίκρας, θαρρώ πως έχω χρέος να καταθέσω τον σεβασμό μου απέναντι στις γραφές τού Δημήτρη Π. Κρανιώτη.
Η συνειδητοποίηση της πίκρας, λοιπόν. Στο ποίημα με τον τίτλο «Αλφαβητάρι» οι αναμνήσεις γίνονται δυο χούφτες, που αντί να κρατούν από ένα μήλο, κρατούν τη θλίψη για κάποια χαμένη νεότητα:
Έχασα το αλφαβητάρι
της πρώτης δημοτικού.
Και τώρα,
που ψάχνω απεγνωσμένα
να δώσω στην Άννα
ένα μήλο,
γέρασα από αναμνήσεις
Χωρίς διακοπή
για διαφημίσεις.
Πίνοντας αναψυκτικό λάιτ
και κάνοντας λάικ
σε τετράστιχα ημερολογίου.
(Αλφαβητάρι – σελ. 9)
Ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης ανήκει στους μάχιμους ποιητές, αυτούς δηλαδή, που επιδιώκουν ν’ ακουστούν οι φωνές τους. Δουλεύει τον λόγο του λέξη τη λέξη, αφήνοντας την εντύπωση πως πάντα σε ό,τι και για ό,τι εκφράζεται, πρέπει να καταθέτει και τον αντίλογο
Σου γράφω…
Κορώνα γράμματα
παίζω τον εαυτό μου.
Ματώνω τρέχοντας…
Με τον νου
σκοντάφτω
στην καρδιά μου.
Ληστεύω συναισθήματα,
χορεύω μοιρολόγια.
Σαν τιμωρούμαι
με ποίηση,
με λέξεις αναρρώνω.
(Κορώνα γράμματα – σελ. 38)
‘Όπως δεν έχουμε ιδέα πόσο πονάει ένα λουλούδι όταν ανοίγει για πρώτη φορά τα πέταλά του, έτσι δεν ξέρουμε πόσο πονάει ο ποιητής κάθε φορά που καταθέτει λέξη τη λέξη τον λόγο του. Με βεβαιότητα, εδώ, μπορώ να πω πως, γδέρνεται ο ποιητής, καταπίνει καρφιά, παλεύει με τη λευκότητα του κενού και το σκοτάδι που τον απειλεί.
Έσπασα μέσα μου
δυο ποτήρια κρασί
και τρεις κούπες τσάι,
μα δεν έκοψα το ψωμί
με το μαχαίρι,
που πισώπλατα
κάρφωσα τη λογική μου.
Το βράδυ που ξέφυγε
η ανάσα μου
απ’ το μετέωρο γιατί,
όταν αράχνη έγινε
και παγίδευσε
χώματα και χρώματα,
που η ζωή γεννάει
και τυραννάει…
Καταραμένες ώρες
έμπνευσης και θανάτου.
(Χώματα και χρώματα – σελ.: 35)
Οι ποιητές κατοικούν στην ποίηση και η ποίηση κατοικεί εντός τους. Μια σχέση αλλόκοτη, παράξενη, ανερμήνευτη. Ενίοτε γράφουν για ν’ αποκαλύψουν, αλλά κάποιες φορές γράφουν και για να κρύψουν. Κλειδί για την αποκρυπτογράφηση είναι ο συναισθηματικός κόσμος τού αναγνώστη. Το κλειδί για την ποίηση του Δημήτρη Π. Κρανιώτη είναι ίσως να διαβάσουμε το ποίημα τόσες φορές, όσες να μας δώσει την πεποίθηση ότι το κάναμε δικό μας, σαν ο ποιητής να το έγραψε για μας και μόνο.
Παραβίασε τα σύνορα
που έθαψαν
το γνώθι σαυτόν.
Γκρέμισε φυλακές
πίσω από κουρτίνες,
που πυρπόλησε
η σπίθα της οργής σου.
Χωρίς ουρλιαχτά,
χωρίς ψιθύρους,
στο άψε σβήσε…
Έτσι απλά
γέννησες φως.
Σαν αγκάλιασες
όσα δεν λέγονται
(μα γράφονται)
στο σκοτάδι.
(Άψε σβήσε – σελ.: 19)
Οι λέξεις που για τους πολλούς δεν κοστίζουν, ακόμα και αν είναι να εκφράσουν πράγματα σημαντικά, όπως αυτά του έρωτα και του θανάτου, αλλά και οι λέξεις που για κάποιους είναι η ίδια η ζωή. Αυτές είναι το εργαλείο που θα οδηγήσουν την ενδοσκόπηση του ποιητή στις ομολογίες του, οι οποίες ενδεχομένως να είναι και οδυνηρές. Άραγε να είναι ο ερωτικός πόνος αυτός που βάφει κόκκινο τον ουρανό;
Κόκκινο έβαψα
τον ουρανό.
Μέρες που μ’ έχασα
και μ’ απαρνήθηκα.
Γελώντας αναίτια
τις έζησα.
Κόκκινο έβαψα
το νερό.
Σε δάκρυα μ’ έπνιξα
και με διέσωσα.
Ξεχνώντας τύψεις
με ξεγέλασα.
Κόκκινο έβαψα
το ποίημα αυτό.
Με λέξεις μ’ έσβησα
και μ’ ανάστησα
Γράφοντας μ’ αίμα
μ’ εκδικήθηκα.
(Το κόκκινο ποίημα – σελ.: 23)
Ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης είναι εμφανές πως ζει την ποίησή του. Αναγκάζεται να κατοικήσει εντός της και από τα παραθύρια της να δει τον εαυτό του και τον κόσμο, μέσα σ’ έναν ουρανό αντιφάσεων, αλλά και αυτό-αμφισβητήσεων. Η ποιητική ένταση ομολογεί αυτογνωσία:
Μη μου ζητάς
δανεικά οράματα
με έντοκα χειροκροτήματα,
μα δάνεισέ μου
τα μυστικά των λέξεων.
Τώρα που έπαψα
να ψιθυρίζω προσευχές,
πληγωμένο αγρίμι
από υπερεγώ χαμένα,
σε γραπτές ιαχές,
που χλευάζουν αήττητους…
Σε ηττημένες ζωές
που σιωπούν και φεύγουν.
(Αγρίμι – σελ.: 40)
Ο ποιητής που λειτουργεί στη ρέουσα πραγματικότητα, που βάζει στη δούλεψή του τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, το ασανσέρ, το αυτοκίνητο με όλα τα σύγχρονα συστήματα ασφαλείας. Η απόστασή του από τη ζωή είναι μηδενική, μιλά τη γλώσσα τής καθημερινότητας, μετατρέποντας σε ποιητικό και το πιο αμυδρό αίτημα. Έτσι η ποίησή του γίνεται οικεία, προσιτή ακόμα και σε μάτια που δεν έχουν ασκηθεί σ’ αυτό το άθλημα.
Παράλληλα όμως αφήνει να διαφανεί και μια ειρωνεία για τα τόσα σημαντικά που έχουμε αντικαταστήσει, καθώς ολοένα και περισσότερο μας καταπίνει μια ελαφρότατη ταχύτητα να είμαστε παρόντες στο ανερμάτιστο:
Μη στέλνεις άλλα sms,
με στίχους
να με πείσεις.
Το iPhone μου πέταξα
στου Πηνειού τα «όχι»,
που δεν ληστεύουν δάκρυα
που δεν γυρίζουν πίσω,
που ακυρώνουν
σιωπές και «ναι»,
στη λογική της κρίσης.
(Το sms της κρίσης – σελ.: 59)
Ο κόσμος, όπως διαμορφώνεται μέσα στον ποιητή Δημήτρη Π. Κρανιώτη, μετριέται μ’ έναν θρυμματισμένο χρόνο στα όρια του «είναι» και του «αισθάνομαι». Μετέωρες σκέψεις εκεί που η λύτρωση κοστίζει όσο και η ελευθερία.
Ποιος χρόνος; Ο γραμμικός; Ο κυκλικός; Ή αυτός που μας ζητά τα ρέστα μιας ζωής για όσα διστάσαμε να ζήσουμε;
Ο χρόνος είναι κυνηγός
κι οι σκέψεις ξιφολόγχες.
Γέμισε ο νους μας φυλακές.
Εκεί μέσα δεν ελπίζω.
Βρίσκω χάρτες μεσάνυχτα,
χάνω κλειδιά χαράματα.
Θύτης και θύμα εγώ.
Γεννιέμαι και πεθαίνω…
Μη σταματάς
να με ρωτάς
γιατί κοιτάζω πίσω.
Το αίμα στέγνωσε πια
σ’ ερείπια και δρόμους.
Συνθήματα που θάφτηκαν,
η νιότη τ’ ανασταίνει…
(Γιατί κοιτάζω πίσω – σελ.: 57)
Τεχνικά, ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης, δουλεύει τον στίχο του μέσα σε αντιθέσεις. Αυτό αποκαλύπτει πως η ποίησή του δεν είναι μια φυγή από το πραγματικό, αλλά μια απόπειρα βύθισής του στο κατ’ εξοχήν ρεαλιστικό, αυτό που ίσως κυκλοφορεί εντός μας, όχι μόνο χωρίς ρούχα, αλλά και χωρίς προσχήματα. Το κατ’ εξοχήν πραγματικό είναι που διαφεύγει από τις μέρες μας, ίσως γιατί μας παρηγορεί να ζούμε μέσα σε μυθοπλασίες και αυταπάτες.
Δαπάνη φωτός
για αγορές
φτηνών εσωρούχων,
σε ταξίδι του μέλιτος
στην έρημο.
Κάθε αναστεναγμός
σε σκονισμένα φιλιά,
κάθε ύβρις
σε σκουριασμένα λάβαρα.
Με ανόητα «ξ»
σε ήξεις – αφήξεις,
από ανθρώπους
σαστισμένους
απέναντι στη μοίρα τους,
ανήμπορους να την αλλάξουν.
(Ανόητα «ξ» – σελ.: 31)
Συχνά, διαβάζοντας λογοτεχνία και ιδιαίτερα ποίηση, αναρωτιέμαι ποιος ο ρόλος τους σήμερα, σε μια εποχή που όλα μοιάζουν – και είναι – ρευστά και γκρίζα;
Δεν βρίσκω απαντήσεις κι έτσι αρκούμαι να πίνω γουλιά – γουλιά αυτό που συναντώ στους συγγραφείς. Δεν έχει σημασία να εξομολογηθώ γεύσεις εισπράττω. Σημασία έχει να προσεγγίσουν οι αναγνώστες την ποίηση του Δημήτρη Π. Κρανιώτη με ανοιχτή την καρδιά και τις αισθήσεις καθαρές.
Φυλακισμένοι ισόβια
στο κλεινόν άστυ,
εκεί που η άρνηση
ισοδυναμεί με αφωνία
και η βούληση
με υποταγή.
Σκρίπτα μάνετ
με την ποίηση.
Παραβολή του Ασώτου.
Καταδικασμένοι
δις είς θάνατον
σε δίκη – παρωδία.
Πριν ο αλέκτωρ
λαλήσει τρεις φορές
και γυμνοί ομολογήσουμε
τον ευνουχισμό μας.
(Αλέκτωρ – σελ.: 50)
.
ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Fractal Σεπτέμβριος 2018
Η τελευταία πνοή του ποιητή και η πρώτη ανάσα του αναγνώστη
Το κριτήριο για το αν ένας ποιητής είναι καλός είναι η διαφορά μεταξύ δύο διαδοχικών ποιητικών συλλογών του. Δηλαδή, Αν η πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή του είναι ανώτερη από την προηγούμενη. Τότε μπορούμε να πούμε πως ο ποιητής ωριμάζει ποιητικά.
Διαβάσαμε, λοιπόν, την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Π. Κρανιώτη: «Γραβάτα δημοσίας αιδούς», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» και έχοντας διαβάσει παλιότερα την ποιητική του συλλογή «Ενδόγραμμα», που είναι η προηγούμενη, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι ο ποιητής οχτώ χρόνια μετά έχει ωριμάσει ποιητικά και έχει ξεπεράσει τον εαυτό του.
Πριν προχωρήσουμε, θα θέλαμε να παραθέσουμε το «Αλφαβητάρι», που κατά τη γνώμη μας είναι το πιο αντιπροσωπευτικό ποίημα της συλλογής: «Έχασα το αλφαβητάρι / της πρώτης δημοτικού / και τώρα / που ψάχνω απεγνωσμένα / να δώσω στην Άννα / ένα μήλο / γέρασα από αναμνήσεις / χωρίς διακοπή / για διαφημίσεις / πίνοντας αναψυκτικό light / και κάνοντας like / σε τετράστιχα ημερολογίου».
Όπως φαίνεται και από το ποίημα, που αναφέραμε πιο πάνω πρόκειται για σύγχρονη ποίηση με κοφτό και λιτό στίχο, που λέει καθαρά όσα θέλει να πει. Ο ποιητής δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει σύγχρονους όρους, που μάθαμε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και όρους, που μάθαμε γενικότερα τα τελευταία είκοσι χρόνια και που βρίσκονται διάσπαρτα και σε άλλα ποιήματα, όπως sms, post-it κλπ. Ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης εκφράζεται κυρίως στον ελεύθερο στίχο, ενώ σε ορισμένα ποιήματα υπάρχει μια λανθάνουσα ομοιοκαταληξία, που δίνει ρυθμό και ζωντάνια.
Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής του Δημήτρη Π. Κρανιώτη «Γραβάτα δημοσίας αιδούς» είναι απαισιόδοξα. Μια θλιμμένη ειρωνεία και μια ματιά δυσαρέσκειας και απογοήτευσης σε όσα αδιέξοδα αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος, που ψάχνει στο silver alert τον εαυτό του και παγώνει πριν προλάβει να ανοίξει το ψυγείο. Ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης χρησιμοποιεί αρκετές φορές το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο γιατί δεν αναφέρεται μόνο στον εαυτό του. Αναφέρεται στον σύγχρονο άνθρωπο γενικότερα. Έτσι, ο ποιητής γίνεται ένα με τους ανθρώπους, που θρηνούν όνειρα και κερνούν υποσχέσεις, αλλά αναζητά, ξαναγυρίζοντας στο πρώτο ενικό, λίγη μαρμελάδα στη φρυγανιά για να αντέξει τη μέρα.
Πως, όμως, αντιμετωπίζονται τα σύγχρονα κοινωνικά αδιέξοδα; Ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης καταφεύγει στην ποίηση, που μπορεί να ανατρέψει τα αδιέξοδα. Σε μια ποίηση διαφορετική από εκείνη, που ξέρουμε.
Συμπερασματικά, η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Π. Κρανιώτη «Γραβάτα δημοσίας αιδούς» είναι ένα πολύ ενδιαφέρον έργο και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος στο ποίημα: «Ισοδυναμία» τα ποιήματά του φτάνουν εκεί που: «η τελευταία πνοή / του ποιητή / ισοδυναμεί / με την πρώτη ανάσα / του αναγνώστη».
.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ
Fractal Νοέμβριος 2018
Ανιχνεύοντας την βαρύτητα του καθημερινού
Εξετάζω αισθητική και τεχνικές προσπαθώντας να καταδείξω με πιο τρόπο μια γραβάτα μπορεί να δικαιωθεί ως σύμβολό ήθους ή όχι. Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις πάντα ένα κοστούμι ποιημάτων όσο απλό και να δείχνει το ένδυμα. Χρειάζεται υπομονή και φαντασία. Ειδικά εδώ, που ο ποιητής παίζει μαζί μας όπως παίζει ένα σμάρι από παιδιά σε μια πλατεία. Σκορπάει – συσπειρώνεται, σκορπάει – συσπειρώνεται, μετατρέποντας σε αθώα ματιά την πρόκληση της υπερκινητικότητας. Ο βρασμό του κόσμου εκτοξεύει χυμούς ζωής καταπάνω. Αλλά ο ποιητής Κρανιώτης αντιμετωπίζει με γενναιότητα τα εγκαύματα που προκαλούν οι ύλες της λάβας του. Και μετατρέπει ανάλυση και σύνθεση σε οπτική με ιδιαίτερα συστηματικό τρόπο. Κωδικοποιεί σαν υπερευαίσθητος κριτής. Κάποιοι βέβαια αντιλαμβάνονται την κίνηση μόνο ως τραυματική εμπειρία, αλλά ο αληθινός έρωτας εδώ μέσα δεν ενδιαφέρεται για λεπτομέρειες. Και να
τι ορίζει η 4η στροφή του ποιήματος με τον αντιγραφειοκρατικό τίτλο «Χωρίς ΦΠΑ», -Μα ζήσε τα ποιήματα / Σαν λάφυρα πολέμου / Ζωγράφισε τι
έγραψα / Γυμνός σαν ανασ(τ)αίνω-.
Ο Κρανιώτης προστατεύει την καρδιά του ποιήματος χρησιμοποιώντας την προκάλυψη των γεμισμάτων. Δεν περιφρονεί τίποτα, ούτε τον τίτλο του ποιήματος που μάλλον μοιάζει με τυμπανιστή τάγματος στην πρώτη γραμμή παρά σημείο στον ορίζοντα. Πέρα από τεχνικές και κόλπα έκφρασης, από γενική άποψη, ετούτη την ποιητική την ενδιαφέρει το καθήκον της γνωμάτευσης και της επαλήθευσης. Το ποίημα «Εκποίηση» αρχίζει έτσι: -Εκκωφαντική ένταση / Χωρίς προλόγους / Ευτελής ανομβρία / Με προκάτ επιλόγους-. Αφήνει την Θεραπεία για άλλους. Οι οδηγίες θεραπείας δεν νομιμοποιούνται στην ποίηση. Το γνωρίζει ο Κρανιώτης και δεν ξεπέφτει στον συναισθηματικό εκβιασμό μιας πρότασης, μιας ακόμη αλάνθαστης πρότασης διάσωσης βαδίζοντας αναπόφευκτα προς τον γκρεμό. Στο απέναντι ποίημα της σελίδας 21 καταλήγει επιβεβαιώνοντας: -Σε κρεβάτια φυλακές / Που ως τώρα / Καιγόμουν να μπω / Ν΄ ακούσω / Όσα έγραψα / Απών-. Μελετώντας Δημήτρη Κρανιώτη, πάντα απαγγέλλοντας δυνατά να μην χαθούν τα κεκρυμμένα ηχοχρώματα, φαντάζομαι την ποίηση σαν ένα μικρό κορίτσι με κείνο το σχεδόν αυστηρό ύφος του ερωτηματικού στα μάτια, να στριφογυρίζει στα τραπεζοκαθίσματα. Παίζει μονολογώντας παραμύθι αφαιρετικό όπως στο ποίημα «Παζλ», -Να γεννιέμαι στο δάσος / Από νερό και χώμα / Δέντρο να γίνομαι / Σκορπίζοντας τα φύλλα-. Σχεδόν κοφτές ακμές κυβισμού οι ελλειπτικοί τόποι του λόγου. Και λέω κοριτσάκι διότι η αφθονία των εννοιών και η δύναμη της πρόσληψης είναι πλουραλιστικές και ως εκ τούτου θηλυκές, καθώς ήχοι ξεφεύγουν χαραμάδα την χαραμάδα. Καθαρό οξυγόνο εισβάλει στον έξω κόσμο η αλήθεια με ένταση κυνηγητού. Αυτό το ακαταπόνητο παιχνίδι της ζωής. Τετράγωνα βυθισμένα στις εικόνες και στις λαλιές, ο κόσμος. Τεθλασμένες συστροφές του αληθινού. Αγωνιώδης προσπάθεια για την κατανόηση του θεωρούμενου ενήλικου κόσμου. Και οδύνη, δίχως προσποιήσεις, εν σιωπή σχεδόν. Τέταρτη στροφή του ποιήματος «Δελτίο καιρού»: -Δεν επιστρέφουν αλώβητες/ Πρωί οι προσδοκίες / Σαν γέρασαν απρόσμενα / Χώμα, νερό και πέτρες / ( Ποιος στ΄ όνειρο θ’ αντέξει;)-.
Μια ξεκάθαρη ματιά η ποίηση του Δημήτρη Κρανιώτη, κατισχύει την βεβαιότητα. Αυτήν την γραφειοκρατική διαδικασία που καταντά επιβολή. Και μας παλεύει η αφαίρεση καθώς βυθιζόμαστε στην υπόγεια λυρικότητα του μοντέρνου.
Ορίστε τώρα η ακροτελεύτια στροφή στη σελίδα 26: – Mου αρκεί / Η ξέφρενη προσμονή / Μιας άλλης γοητείας / Που δεν ενοικιάζεται / Ούτε πουλιέται-. Έχουμε μια ποιητική που κάθε φορά, εγκαταλείποντας την άβυσσο της, μοιάζει με γαλαξία. Ό,τι αστραποβολεί στο σκοτάδι του κόσμου. Ενός κόσμου εν οδύνη ανέκαθεν, που έχει ανάγκη εξ ίσου την λύτρωση, την άφεση, το ιδανικό. Ο Κρανιώτης δεν στηρίζεται στο πένθος του. Δεν μοιρολογεί. Αν θέλετε το πένθος εδώ μέσα μοιάζει με απόμακρο ρυθμό ορίζοντα, καθώς σβήνει στην αλλεπάλληλη ανάσταση, στην αθανασία του εντέλει. Κάτι σαν ήχος αύρας στην νεαρή βλάστηση της άνοιξης χαμηλά, πολύ χαμηλά, στο ύψος του αναγνώστη, που βρίσκεται μεν στην πολυθρόνα του αραγμένος για αντικειμενικούς λόγους, αλλά με την ψυχή σ’ εγρήγορση. Βοτάνι μαλακτικό η συγκομιδή της αποδοχής, της κατανόησης σε κάθε ποίημα. Γράφει στη σελίδα 10, -Να αιωρούμαι ανίερα / Ως παζλ στον αέρα / Να με τρώνε τα πουλιά / Ως ρυτίδες με χρώμα-.
Αλλά εδώ καλή ποίηση δεν σημαίνει ζόφος αλλά παρηγοριά. Άλλωστε ο Ιατρός-ποιητής, ο Θεραπευτής- ποιητής, γνωρίζει πολύ καλύτερα από κάθε άλλον πως η Γνωμάτευση, άρα η αποδοχή της αντικειμενικότητας κάθε φορά, είναι η γεννήτρια της ελπίδας. Η ποίηση του Κρανιώτη, ακόμη και όταν ψαλμωδεί για την απώλεια, στέκεται με αξιοπρέπεια, με καρτερία και δύναμη. Κάτι που πηγάζει απ’ την δύναμη της θηλυκής πλευράς. Το Θήλυ, χρεώνεται τη συνέχεια και την μνήμη ακέραια, μέσα στο αδιάφορο Σύμπαν, όπου ο θάνατος εξαρχής ορίστηκε ως δεδομένο. Σχεδόν συνώνυμος του μέλλοντος ο θάνατος. Έτσι παλεύοντας με αλλεπάλληλες γέννες, πλησιάζει ο ποιητής την έννοια της συνέχειας δια μέσου της δημιουργίας. Όπου «πλησιάζω» σημαίνει εντοπίζω τις ατέλειες του θαύματος δηλαδή την έκρηξη, την απώλεια, τη ζωή εντέλει. Και η Δημιουργία στην ποίηση δεν είναι παρά η αναζήτηση κάθε φορά της νέας ισορροπίας ή όπως γράφει ο Κρανιώτης στη σελίδα 59, -Που ακυρώνουν / Σιωπές και «ναι» / Στη λογική της κρίσης-.
Συχνά ο ποιητής μετέρχεται τεχνασμάτων. Με απλά λόγια μας μπερδεύει συνειδητά. Μας αναγκάζει να ξαναρχίζουμε απ’ την αρχή. Στην τρίτη και τελευταία στροφή του ποιήματος «Αυλή χωρίς σιωπές» ορίζει:
-Αν το σκοτάδι φώτισε / Υφαίνοντας αυταπάτες / Αν ο ήλιος βάλτωσε / Σε ρίζες Ερινύων-. Νομίζετε πως εδώ ο Κρανιώτης αφήνει κάτι ανολοκλήρωτο να αιωρείται. Πως πρόκειται για λάθος, ή ακραία πρόκληση από μια λοξή έννοια του μοντέρνου. Αλλά δεν είναι έτσι. Με μια αποφασιστική κίνηση, αν ξαναεπιστρέψεις στην αρχή του ποιήματος, θα νοιώσεις όλα να κουμπώνουν. Και να η πρώτη στροφή του ποιήματος «Αυλή χωρίς σιωπές»: –Έσπασε η γλάστρα / Με τις σιωπές / Ψήλωσε η αυλή μας-. Η αποκάλυψη της ουσίας, όταν συνεπικουρείται απ’ το έγκυρο της επαλήθευσης, οδηγεί στην σφαιρικότητα του συλλαμβάνω. Και στην ποίηση του Κρανιώτη σύλληψη σημαίνει μεταγράφω την αστραπιαία κίνηση. Ελλειπτικοί στίχοι με καθημερινές, οικείες λέξεις, και ήχους σε λοξή προοπτική. Με τι είδος ζωγραφικής θα μπορούσες να εικονογραφήσεις τέτοια Υπόθεση, αν όχι με την γυμνή κομψότητα του κυβισμού. Ή μήπως με την βυζαντινή υπερβατικότητα όπου μάρτυρες, βράχια, δέντρα και σύμβολα πόλεως, παράταιρα και συναφή, πέρα από τη βαρύτητα, γίνονται εικόνα καθαγιασμένη κατά τον συμβολισμό, όπως ορίζει ο ποιητής στη σελίδα 21, -Κρεμώντας στίχους / Στον τοίχο / Με καρφιά συλλαβές / Που ως τώρα / Φοβόμουν να γράψω-.
Συχνά ακουμπά στον υπερρεαλισμό αλλά με παιγνιώδη και ειρωνική διάθεση, ώστε η προσπάθεια του αναγνώστη να μην φτάσει κόπωση. Ποίηση κοντά στην ορθάνοιχτη συμβολική του Νταλί. Και το αψέντι, και η κομψότητα, και η γραβάτα, και η γύμνωση στη μέση του πουθενά, όπως γεμίζουν το λευκό χαρτί μοιάζουν με βήμα ονείρου. Βαρύτητες που απογειώνονται. Ο ποιητής δηλώνει πίσω απ΄ τις λέξεις πως γνωρίζει τα πάντα και τίποτε. Και μάλλον σταματά ηθελημένα εκεί ακριβώς που η ισχύουσα συνθήκη κατακλύζεται από την επόμενη κατάσταση. Κρίκοι αλυσίδας οι Τόποι οδηγούν κάθε φορά στο επόμενο σύμπαν τους. Το αέναο της κίνησης με τροχούς τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις. -Σαν τιμωρούμαι/ Με ποίηση / Με λέξεις αναρρώνω-, γράφει στη σελίδα 38.
Αυτό το ιδιαίτερο άρωμα αναδίδει η ποίηση του Δημήτρη Κρανιώτη. Ωστόσο πρόκειται για ποίηση εν οικονομία και απλότητα. Μα υπάρχει απλή ποίηση; Ναι υπάρχει απλή ποίηση όπως λέμε βαθιά αγάπη. Αγάπη για το ανθρώπινο· από την εποχή της προηγούμενης συντριβής έως το μέλλον της επόμενης ύβρεως. Το ποίημα «Υψικάμινος» τελειώνει έτσι: -Κάθε πρωί / Που θρηνούμε όνειρα / Κάθε βράδυ / Που κερνάμε υποσχέσεις. Αυτή η στροφή μοιάζει με σπαράγματα από αρχαία μάρμαρο όπου οι στιγμές θα μπορούσε να έχουν συγκολληθεί αλλιώς. Αλλά κατά τον βαθύ έρωτα του ποιητή Δημήτρη Κρανιώτη το πιθανό σφάλμα και ο δεδομένος χρόνος χάνουν τη σημασία τους. Να τι ορίζει στην ακροτελεύτια στροφή της σελίδας 19, -Σαν αγκάλιασες / Όσα δεν λέγονται / (Μα γράφονται) / Στο σκοτάδι-.
Το ποίημα, η ποίηση τελικά κατά τον ποιητή Δημήτρη Κρανιώνη, είναι κάτι ζεστό, κάτι οικείο, ένα συναίσθημα από πολύ παλιά. Το υγρό και ζεστό σπήλαιο-μήτρα της ελπίδας για την άλλη μέρα. Ακόμα και αν τραγουδάει την συντριβή κρατά την γενναιότητα και την παρηγοριά ως ισχυρές γεννήτριες του ουμανισμού. Τελειώνω επιλέγοντας δυο στροφές του ποιήματος «Ενός λεπτού σιγή»: -Στρώσε φύλα / Χωρίς θυμό/ Φύτεψε άνθη/ Με θυσία-, Σβήσε το λάθος / Μα μην κοιμηθείς / Γράψε τη μοίρα / Μα μην ξυπνήσεις-.
.
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
tvxs.gr 11/07/2018
Η «δημοσία αιδώς» στην ποίηση του Δημήτρη Π. Κρανιώτη
Ηπερίπτωση του Δημήτρη Π. Κρανιώτη αποτελεί μία ιδιαίτερη ποιητική παρουσία στα ελληνικά γράμματα. Πέρα από τις εξωελλαδικές διακρίσεις (διεθνείς βραβεύσεις, ακαδημαϊκός της Ακαδημίας Tiberina της Ρώμης, Διδάκτωρ Λογοτεχνίας και πολλά άλλα) η ακατάπαυστη παρακολούθηση της σύγχρονής μας ποιητικής παραγωγής με την αφορμή των σχετικών σελίδων του, τον καθιστά έναν από τους λίγους ποιητές που έχουν γνώση της ποίησης του καιρού τους.
Χωρίς να βιάζεται, εκδοτικά, αφήνει τον καιρό να ωριμάσει τη στιχουργική του. Και μαζί με την ποιητική του ωριμάζει κι ο ίδιος ως άνθρωπος, βιώνει κι εξωτερικεύει όσα βλέπει και πονούν την κοινότητα. Και η ένατη ποιητική του συλλογή του Λαρισαίου γιατρού, «Γραβάτα δημοσίας αιδούς» (Κέδρος, 2018) έχει διαρκώς το μάτι στραμμένο στην κοινωνία.
Η κρίση εκτίθεται σε όλη σχεδόν τη συλλογή. Μέσα στον αλληγορικό του λόγο σκηνές κρίσης αποτυπώνονται διαρκώς δίχως να μιλά άμεσα για αυτήν (αγρίμι, άψε σβήσε, ξένος ήλιος). Η κοινωνική πραγματικότητα διαθλάται μέσα από το πρίσμα του ποιητή σε συνθέσεις υπαρξιακές (αλφαβητάρι, αυλή χωρίς σιωπές) ή περί ποιητικής (περισπωμένη) και γλωσσοκεντρικές (περισπωμένη, ύψιλον, πέμπτη εποχή, όχι λοιπόν, συγκάτοικος λέξεων) ή ερωτικές (άλλη γοητεία). Έτσι όμως ο Κρανιώτης συνθέτει έργα πολυκεντρικά δίχως επικαιρικές αναφορές, με το βλέμμα στραμμένο στη διαχρονικότητα.
Ο ποιητής μετατρέπει σε ορατό το αόρατο που μας κυκλώνει. Με γλώσσα μελετημένη και ρίζες στον ήπιο υπερρεαλισμό (αυλή χωρίς σιωπές, μείον ένα) ξαφνιάζει μέσα σε διαρκείς συνυποδηλώσεις ή προσωποποιήσεις (πέμπτη εποχή, διατηρητέο χθες) με τη γλωσσική του ευρηματικότητα μιλώντας για τις ανατροπές της ζωής και τα ανεκπλήρωτα όνειρα (πρωινό ξύπνημα, πέμπτη εποχή, υψικάμινος, μεταχειρισμένα όνειρα, δωμάτια, Ιανός). Μα η φροντισμένη γλώσσα με την μετωνυμική ανοικείωση διατηρεί για τον λειτουργικό στόχο της εξισορρόπησης.
Και μέσα στην πολυκεντρικότητα αυτή έχει σημασία να τονίσουμε τον δυισμό της ποιητικής του. Η ποιητική ελευθερία και ο πλούσιος μετωνυμικός του λόγος ξεπερνά συχνά τα απλά ονοματικά σύνολα και διαμορφώνει ποιήματα που λειτουργούν ως ολόκληρες μεταφορές. Αξιοποιεί απλά σημεία της καθημερινής ζωής (χώματα και χρώματα, πρωινό ξύπνημα, το γνήσιο της υπογραφής, διατηρητέο χθες, μείον ένα, Ιανός) ή της γλώσσας και της ποίησης (διψάνε οι λέξεις, κορώνα γράμματα) ως σύμβολα. Συνθέσεις γλωσσοκεντρικές μετατρέπονται σε υπαρξιακές αναζητήσεις (συγκάτοικος λέξεων) καθιστώντας σύμβολα συναισθηματικά σημεία στίξης, τονικά σημάδια και μέρη του λόγου μέσα από τη μεταφορική διάθεση ιδιαίτερη η ποιητική του.
Ο στίχος του κινείται στο ρυθμό της προφορικότητας. Συνήθως επαυξημένες ολοκληρωμένες προτάσεις, θρυμματισμένες κατά το μεταμοντέρνο πρότυπο, οικοδομούν τη στιχουργική του. Λεκτικά σύνολα ονοματικά συνήθως διαμορφώνουν με σουρεαλιστική διάθεση το αλληγορικό του ύφος.
Ο Δ. Π. Κρανιώτης δεν θέλει να εντυπωσιάσει∙ αποφεύγει βερμπαλισμούς και ρητορείες. Με τόνους ήπιους και με έλεγχο στη συναισθηματική κλιμάκωση διατηρεί το μέτρο. Ο συνυποδηλωτικός του λόγος μετριάζει το μελαγχολικό ύφος και την απογοήτευση από τις διαπιστώσεις του απραγματοποίητου στον ανθρώπινο βίο. Γοητεύει και συνάμα ισορροπεί στο αίσθημα της άρνησης (αλέκτωρ, η δύση της ίριδας).
Και σε τούτο συνηγορεί και η ποιητική ειρωνεία που εμποτίζει όλες τις συνθέσεις της συλλογής. Μία ειρωνεία ανατροπής που δομείται ακριβώς στην άρνηση και τις αντιθέσεις (γιατί κοιτάζω πίσω, δωμάτια, ενδελεχώς, γυμνά διηγήματα, γραβάτα δημοσίας αιδούς). Πρόκειται είτε για τις αρνήσεις της ζωής (γιατί κοιτάζω πίσω, μετακόμιση, το κόκκινο ποίημα, απωλέσθην) είτε για μία εξπρεσιονιστική εισαγωγή κοινωνικής πραγματικότητας μέσα από τον μεταφορικό λόγο (πέμπτη εποχή, γη και ύδωρ, δελτίο καιρού, ανεξόφλητοι καιροί, άστεγες απουσίες).
Άλλοτε σχόλια του ποιητή, σε παρενθέσεις, παρεμβατικά δίνουν μία σαρκαστική διάθεση στην ερμηνεία του στιγμιότυπου (δούναι και λαβείν, Ιανός, μείον ένα, γραβάτα δημοσίας αιδούς, άψε σβήσε, δελτίο καιρού, ενδελεχώς). Εντείνουν το συναίσθημα και την ίδια στιγμή οδηγούν σε μία στοχαστική στροφή.
Ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης πολυμεταφρασμένος και αεικίνητος λογοτεχνικά αφήνει ακόμα μία φορά ένα έργο που μιλά με ποιητική ειλικρίνεια στην καρδιά του κοινού. Εξωτερικεύει τον εσωτερικό πόνο δίχως υποκρισία μα με τη δύναμη των φθόγγων και των συναισθημάτων εκφράζει την κραυγή αγωνία ενός ποιητή που λειτουργεί σαν στιχουργικός παλμογράφος στα κοινωνικό σώμα.
.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ
POIEIN.GR 28/08/2018
Είναι δημιουργικα στοιχεία η θλίψης και η ειρωνεία στην ποίηση του Δ. Κρανιώτη
Ο Δημήτρης Κρανιώτης είναι μία ξεχωριστη και ιδιότυπη ποιητικη φωνη στον ελλαδικο χώρο. Λέω «ξεχωριστη και ιδιότυπη φωνη» με την έννοια ό,τι δεν μπορεις να την κατατάξεις εύκολα και απροβλημάτιστα σε καμία καθιερωμένη λογοτεχνικη σχολη ή ομάδα.
Όπως διαφαίνεται μέσα απο την τελευταία συλλογη-του, που φέρει τον εξεζητημένο τίτλο «Γραβάτα δημοσίας αιδους», γράφει μία πρωτότυπη ποίηση, με μία ιδιότυπη νοηματικη, στέρεη αισθητικη συνοχη, πλαστικότητα στις εικόνες-της, κάποτε κρυπτικη και άλλοτε μυστηριώδης, στοιχεία που της δίνουν το δικαίωμα να επιπλέει και να ξεχωρίζει μέσα στο πέλαγος της ποίησης που παράγεται στις μέρες-μας. Είναι όμως αυτα τα στοιχεία, μαζι με το αυστηρο ύφος-του, που την κάνουν ελκυστικη και ενδιαφέρουσα στο αναγνωστικο κοινο.
Όλη αυτη η ιδιότυπη ποίηση που γράφει ο Δ. Κρανιώτης είναι εξ’ ολοκλήρου επικεντρωμένη στη σύγχρονη εποχη, που αντανακλα αυτόματα και τη σύγχρονη κοινωνικη πραγματικότητα. Γράφει στο ποίημα «Ιανος»:
«Πολυκατοικία πια
Η γειτονια-μας
Το ασανσερ κολλημένο
Μεταξυ ρετιρε
Και ουρανου
Κι εμεις μέσα
Συνωστισμένοι άνετα
Χωρις ανάσα
(Και χωρις σήμα
Το κινητο-μας)
Σελ. 15
Φαινομενικα παρουσιάζεται απλη η ποίηση του Δ. Κρανιώτη γιατι είναι καμωμένη απο γνωστες και εύχρηστες λέξεις. Είναι όμως αρκετα παραπλανητικη αυτη η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει ο αναγνώστης, σχετικα με την απλότητα της ποίησης του Δ. Κρανιώτη. Γιατι, κατα βάθος, η ποίησή-του παρουσιάζει μία πυκνη δομη, δηλαδη είναι καλα μαστορεμένη και συγκροτημένη, με τους δικους-της κανόνες, κώδικες και συμβολισμους, γι’ αυτο και χρειάζεται πολυς κόπος, κυρίως προπαίδεια και εξοικείωση μαζι-της, εννοω απο την πλευρα του αναγνώστη, για να την ερμηνεύσει σωστα αλλα και για να κατορθώσει να φθάσει στη βαθύτερη ουσία-της. Για να το πω πιο απλα και κατανοητα, η ποίηση του Δ. Κρανιώτη έχει τους δικους-της δρόμους και τα δικα-της περασμάτα, τα οποία οπωσδήποτε πρέπει ν’ ανακαλύψει ο αναγνώστης αν θέλει να φθάσει κοντα-της, για να τη νιώσει και να την απολαύσει. Δίνω ένα ενδεικτικο παράδειγμα τέτοιας ποίησης:
«Πρώιμη στάχτη
Της υψικαμίνου
Πεταμένη στο πέλαγος
Σαν αλλη ξενιτια
Της μοίρας-μας
Το αβέβαιο
Της θέλησης-μας
Και το άβατο
Της ηθικης-μας
(Υψικάμινος, Σελ. 18)
Δυστυχως, μέσα απο το σύνολο των ποιημάτων που περιέχει η συλλογη «Γραβάτα δημοσίας αιδους» αναδύεται άφθονη θλίψη αλλα και πόνος. Θλίψη και πόνος για ό,τι χάνεται και σβήνει απο τον πλανήτη-μας και ειδικα απο τον ελληνικο γεωγραφικο χώρο, χωρις να καταβάλλονται οι απαιτούμενες προσπάθειες απο τις αρμόδιες αρχες για να περισωθουν όλα αυτα που αποτελουν την ελληνικη Παράδοση και τα οποία σήμερα αφανίζουν αδιάκοπα οι μυλόπετρες του ανελέητου χρόνου. Και όταν λέω Παράδοση ασφαλως και εννοω το σύνολο των αξιων που επέζησαν απο γενια σε γενια και συνθέτουν το ζωντανο πολιτισμο ενος λαου. Ας δούμε πως δίνει αυτα τα αισθήματά-του μέσα απο το ποίημα «Διατηρητέο χθες»:
«Το σπίτι-μας ξάπλωσε
Με προσκέφαλο
Το δέντρο της αυλης
Ακουμπώντας
Το γαλάζιο του ουρανου
Να μετρα τις ανάσες
Που το έκτισαν
Ξάγρυπνο απο φωνες
Που το γκρέμισαν
Στεγνο απο δάκρυα
Που το σταύρωσαν
Χωρις πόρτα πια
Με κλειστα παραθυρα
Κι ένα μπαλκόνι
Που ξεχάστηκε στο χθες»
Σελ. 45
Ταυτόχρονα, ο Δ. Κρανιώτης, στιγματίζει, μάλιστα με παραδειγματικο τρόπο, την αφθονία και την αλόγιστη κατανάλωση που γίνεται σήμερα σε όλους τους τομεις (οικονομικο, κοινωνικο, πολιτικο) της σύγχρονης ζωης αλλα, παράλληλα, καυτηριάζει με την ποίησή-του την αποξένωση και ασυνεννοησία που υπάρχει στο σύχρονο κόσμο. Είναι συμπτώματα όλα αυτα του επιφανειακου τρόπου ζωης, που οδηγει τον άνθρωπο στην εσωτερικη ένδεια, τη ρηχότητα και την κοσμικη μοναξια. Γράφει στο ποίημα «Αλέκτωρ»:
«Φυλακισμένοι ισόβια
Στο κλεινον άστυ
Εκει όπου η άρνηση
Ισοδυναμει με αφωνία
Και η βούληση
Με υποταγη»
Σελ. 50
Απο τα πυρα του Δ. Κρανιώτη, βέβαια, δεν ξεφεύγει και η ακατανόητη μανία του κόσμου για το πλαστικό και το ψεύτικο που έχουν επικρατήσει για τα καλα και έχουν κατακλύσει τη ζωη-μας, όπως αυτες οι αρνητικες τάσεις εκδηλώνονται π.χ. μέσα απο τη χρήση του πλαστικου χρήματος ή απο τα ψεύτικα συναισθήματα με τα οποία διακατέχονται πολλοι συνάνθρωποί-μας. Περισσότερο όμως, στιγματίζει την έκπτωση των ανθρώπινων αξιων, τη διασάλευση των προσωπικων σχέσεων, τον ευτελισμο της φιλίας, τον μαρασμο της φιλοξενίας κ.ά.. Στο ποίημα «Χωρις ΦΠΑ» θα γράψει:
«Μη μου τοκίζεις όνειρα
Εν είδει τοκογλύφου
Ανεξόφλητων ιδανικων
Κι ερώτων παρελθόντος»
Σελ. 51
Ενω στο ποίημα «Όχι λοιπον» θα σημειώσει:
«Εν δυνάμει ψέμα
Κάθε όρκος-σου
Μ’ έσπρωξε
Στην άβυσσο της οργης»
Σελ. 56
Ο ποιητης αφήνει ν’ αντιληφθούμε πως, όλα αυτα που κρίνει και επικρίνει, ήθελε να τα έβλεπε απο την καθαρη άποψή-τους, μέσα απο την αθώα ματια-του. Γι’ αυτο και τώρα εμμένει πεισματικα στην παιδικη αθωότητα, που με κάνενα τρόπο ή καμία δικαιολογία δεν επιτρέπει να του στερήσουν, εφόσον αυτη τον επαναφέρει, έστω και νοερα, στις αληθινες διαστάσεις που έπρεπε να έχει ο σημερινος κόσμος-μας. Αρκετα ενδεικτικο είναι το ποίημα «Αλφαβητάρι»:
«Έχασα το αλφαβητάρι
Της πρώτης δημοτικου
Και τώρα
Που ψάχνω απεγνωσμένα
Να δώσω στην Άννα
Ένα μήλο
Γέρασα απο αναμνήσεις
Χωρις διακοπη
Για διαφημίσεις
Πίνοντας αναψυχτικα light
Και κάνοντας like
Σε τετράστιχα ημερολογίου»
Σελ. 9
Δεν είναι τυχαίο, λοιπον, που διαπερνάει τους περισσότερους στίχους-του και μία λεπτη ειρωνεία, απότοκο και αυτη φυσικα όλων αυτων των θλιβερων διαπιστώσεών-του.
Ακόμη, δεν είναι τυχαίο που οι στίχοι-του καταλήγουν να είναι, άλλοτε σκληροι και τραχεις, γεμάτη αγανάκτηση και πικρία για την απανθρωπια που εισβάλλει απο παντου μέσα στον κοινωνικο χώρο-μας, και άλλοτε καταλήγουν να είναι τρυφεροι, γεμάτοι νοσταλγία και αγάπη για ό,τι πολύτιμο είχαμε χθες αλλα, δυστυχως, σήμερα σβήνει και χάνεται, αργα αλλα σταθερα, απο τον κόσμο-μας.
Η ποίηση του Δ. Κρανιώτη μπορει να είναι μελαγχολικη, σίγουρα όμως δεν είναι απαισιόδοξη. Αντιθέτως, είναι μία ποίηση με πολλη αισιοδοξία μέσα-της, με τον δημιουργο-της να εναποθέτει τις ελπίδες-του στην εξελικτικη πορεία και κυρίως στην πρόοδο του σύγχρονου κόσμου.
«Μια ζωη αιτιατικη
-Αναπόφευκτη συνήθεια
Των ημερων που έρχονται-
Σε μία πέμπτη εποχη»
Σελ. 52
Ο Δ. Κρανιώτης, όπως έχω διαπιστώσει, μέσα απο τα καινούργια ποιήματά-του, παρουσιάζεται καλος χειριστης της ελληνικης γλώσσας, την οποία κατέχει σε όλες τις διαστάσεις-της, παρόλο που δεν διστάζει μερικες φορες να χρησιμοποιήσει ξένες και αμετάφραστες λέξεις μέσα στην ποίησή-του. Η ενέργειά-του αυτη εκδηλώνει νομίζω την αταλάντευτη πίστη-του στην ανθεκτικότητα της ελληνικης γλώσσας, που είναι ικανη να εξουδετερώνει οποιονδήποτε κίνδυνο την απειλη. Ταυτόχρονα, η χρησιμοποίηση ξένων λέξεων, εξυπηρετει πιστεύω και τον απότερο στόχο-του, που είναι ασφαλως η ευαισθητοποίηση του αναγνωστικου κοινου. Και αυτος ο στόχος επιτυγχάνεται, όπως είπα, άλλοτε με την θλίψη και άλλοτε με την λεπτη ειρωνεία-του. Στην εν λόγω συλλογη, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ποιήματα ποιητικης που υπάρχουν στις σελίδες-της.
Ολοκληρώνοντας αυτη την κριτικη παρουσίασή-μου θα πρόσθετα πως η νέα συλλογη του Δ. Κρανιώτη είναι μία γερη κατάθεση στην τράπεζα της σύχρονης ελληνικης γραμματολογίας, εφόσον εντος-της μεταφέρει όλα τα στοιχεία που αποτελουν τη γνήσια και αληθινη ποίηση.
.
ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
Fractal 31/10/2018
Κοινωνικοί και υπαρξιακοί προβληματισμοί
Με αυτό τον ασυνήθιστο και αινιγματικό τίτλο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος η πρόσφατη ποιητική συλλογή του Λαρισαίου γιατρού /ποιητή Δημήτρη Κρανιώτη. Μια γραβάτα που όχι μόνο δένει κόμπο στο λαιμό αλλά υπάρχει και η κρεμάστρα. Οπότε έχομε αργό μαρτύριο πνιγμού και εξανθρωπισμένη κρεμάλα.
Η συλλογή περιλαμβάνει 52 σύντομα, μικρόστιχα και ολιγόστιχα ποιήματα, από τα οποία κανένα δεν ξεπερνάει τη μία σελίδα. Πρόκειται για ποιήματα λιτά, απλά και ευανάγνωστα, κατανοητά, με προφανείς σύγχρονους κοινωνικούς προβληματισμούς, χωρίς εξάρσεις, αλλά και χωρίς κάτι που να προκαλεί έντονες αντιδράσεις. Ο Δημήτρης Κρανιώτης, ακολουθεί σταθερά μια ευθεία γραμμή, εξ όσων τουλάχιστο γνωρίζω από τα ποιήματα που κατά καιρούς δημοσιεύει στο διαδίκτυο και αλλού, χωρίς παρακάμψεις από τα καθιερωμένα..
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής του με τίτλο: Αλφαβητάρι, φωτογραφίζει το πεδίο πάνω και εντός του οποίου κινείται η ποίησή του, όπου έτσι απλά χωράει η απώλεια, ο χαμένος ορίζοντας, η ειρωνεία, το ασυντέλεστο μιας μικρής, καθημερινής τρέλας ή αναγκαιότητας, εν συντομία:
Έχασα το αλφαβητάρι
Της πρώτης δημοτικού
Και τώρα
Και τώρα
Που ψάχνω απεγνωσμένα
Να δώσω στην Άννα
Ένα μήλο
Γέρασα από αναμνήσεις
Χωρίς διακοπή
Για διαφημίσεις
Πίνοντας αναψυκτικά light
Και κάνοντας like
Σε τετράστιχα ημερολογίου
Οι προβληματισμοί του κινούνται μέσα στην άνετη χρήση μικρών στίχων των δύο το πολύ τριών λέξεων. Δίνει την εντύπωση πως γράφει με μεγάλη ευχέρεια. Το ποίημα με τίτλο «Το κόκκινο ποίημα» είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής:
Κόκκινο έβαψα
Τον ουρανό
Μέρες που μ’ έχασα
Και μ’ απαρνήθηκα
Γελώντας αναίτια
Τις έζησα
Κόκκινο έβαψα
Το νερό
Σε δάκρυα μ’ έπνιξα
Και με διέσωσα
Ξεχνώντας τύψεις
Με ξεγέλασα
Κόκκινο έβαψα
Το ποίημα αυτό
Με λέξεις μ’ έσβησα
Και μ’ ανέστησα
Γράφοντας μ’ αίμα
Μ’ εκδικήθηκα.
Σε κάποια ποιήματα διακρίνει κανείς επιγραμματικές εκφράσεις που φανερώνουν πως υπάρχουν ψήγματα, ποιητικής ουσίας όπως στο ποίημα:
«Αδιαμαρτύρητες ποινές»:
Φόρεσες το «ευ»
Και απώλεσες
Γραπτές παροτρύνσεις
Και προφορικές φιλοφρονήσεις
Ζώντας τελικά μόνος
Σ’ έναν κόσμο
Που συνωστίζεται γύρω σου
Για να σε λιθοβολήσει
Με τετελεσμένα ψεύδη
Και αδιαμαρτύρητες ποινές.
Ο Δημήτρης Κρανιώτης, αναμφίβολα, κατέχει τα μυστικά της τέχνης και έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στη δυναμική του στίχου του βιάζεται να τελειώνει με στίχους επιγραμματικούς, συντομεύσεις απλουστεύοντας και ρευστοποιώντας, κατά κάποιον τρόπο τους σοβαρούς κοινωνικούς, σαφώς, προβληματισμούς και τα διανοήματά του σε μια επαναλαμβανόμενη ποιητική καθημερινότητα ίσαμε που μένει γυμνός, όπως στο ποίημα «Γραβάτα δημοσίας αιδούς»:
Άρχισα να ξηλώνω
Τα ρούχα μου
Ώσπου έμεινα γυμνός
Στη μέση του πουθενά
Παρέμεινε «γυμνός / στη μέση του πουθενά», με μόνο ένδυμα μια λευκή «γραβάτα δημοσίας αιδούς» με θαλασσιές ρίγες. Συσχετίζοντας την εικόνα του εξωφύλλου και ό, τι – προφανώς την υποκρισία – υποδηλώνει, με την παιγνιώδη διάθεση του τελευταίου ποιήματος της συλλογής: «Συγκατοίκηση λέξεων», έχω την αίσθηση πως οι απόψεις μου βρίσκονται σε αντιστοιχία με την ποίηση του Δημήτρη Κρανιώτη:
Συγκατοίκηση λέξεων
Από δωμάτιο σε δωμάτιο
Τις λέξεις αναστατώνω
Τα ουσιαστικά μαλώνουν
(Ανεξαρτήτως πτώσης)
Χωρίς αιτία
Στο ισόγειο ξαπλώνω
Τα ρήματα διαμαρτύρονται
(ανεξαρτήτως χρόνου)
Χωρίς δίλημμα
Στο μπαλκόνι ξυπνώ
Ανάμεσα σε σελίδες
Που ακόμα γράφονται
Τα βήματά μου αγνοώ
.
ΗΛΕΚΤΡΑ ΑΛΕΞΑΚΗ
bookfeed.gr 14/12/2018
Πολλές φορές τείνουμε να διατηρούμε και να αναπαράγουμε κάποιες προκαταλήψεις για άτομα που ασκούν συγκεκριμένα επαγγέλματα, όπως, για παράδειγμα, για τους ιατρούς. Θεωρούμε ότι αντιμετωπίζουν με ψυχρό επαγγελματισμό τον πόνο και τον θάνατο, ενώ συχνά η ψυχρότητά τους υποκρύπτει κυνικότητα, έναν υπέρμετρο ρεαλισμό ή ακόμη και μια γενικευμένη έλλειψη ευαισθησίας.
Ευτυχώς, τουλάχιστον όσον αφορά τον ιατρικό κλάδο, υφίστανται εξαιρέσεις που μας κάνουν να αναθεωρούμε μεταμελημένοι τις -μάλλον αυθαίρετες- γενικεύσεις. Υπάρχουν άνθρωποι της Τέχνης, την οποία έχουν υπηρετήσει με συνέπεια, ευαισθησία και επιτυχία, ταυτόχρονα με την Ιατρική Επιστήμη. Έργο δύσκολο, αξιοθαύμαστο και -ίσως- στα μάτια των πολλών ασυμβίβαστο -και, γι’ αυτό, ακόμη πιο ξεχωριστό.
Την καινούρια ποιητική συλλογή ενός επιστήμονα ιατρού και ταυτόχρονα έγκριτου λογοτέχνη θα σας παρουσιάσω, αγγίζοντας με σεβασμό τους στίχους και τα βαθύτερα νοήματά τους, έτσι όπως τα προσέλαβα, πρωτίστως ως αναγνώστρια και δευτερευόντως ως κριτικός. Πρόκειται για το έργο «Γραβάτα δημοσίας αιδούς», του Δημήτρη Π. Κρανιώτη, από τη Λάρισα.
Τα ποιήματα χαρακτηρίζονται κατ’ αρχάς, όσον αφορά τη μορφή τους, από ελεύθερο στίχο και αστιξία. Πουθενά δεν υπάρχει ούτε μια τελεία· κι όμως, όλοι οι στίχοι -παραβαίνοντας τους κανόνες- ξεκινούν με κεφαλαίο γράμμα! Κατ’ εξαίρεση, κάνουν την εμφάνισή τους μέσα σε παρενθέσεις ερωτηματικά, ενώ σε ένα ποίημα εμφανίζεται ένα μοναδικό θαυμαστικό, σε ένα άλλο ένα ερωτηματικό και σε τρία ποιήματα διπλές παύλες, των οποίων τον ρόλο θα πρέπει να εξετάσει ο αναγνώστης.
Οι αντιθέσεις («συνωστισμένοι άνετα»), οι εικόνες, που άλλοτε κλιμακώνονται («Από τότε που πάγωσα/Πριν προλάβω/Ν’ ανοίξω το ψυγείο») κι άλλοτε παίζουν με τα χρώματα («Ανέκφραστες συλλαβές/Βαμμένες κίτρινες/Σ’ ασπρόμαυρο λιβάδι»), οι προσωποποιήσεις («διψάνε οι λέξεις»), τα επίθετα που μαγεύουν («αστέγων ονείρων», «θαμπών ελπίδων», «ηττημένες ζωές», «λεκτικών πυρών», «ανήμπορος πειρατής») αποτελούν βασικά εκφραστικά εργαλεία του κ. Κρανιώτη.
Κοινό σημείο σε πολλά ποιήματα είναι ο τελευταίος στίχος κάποιων από αυτά, στον οποίο κάτι απροσδόκητο κάνει την εμφάνισή του, καταπλήσσοντας τον αναγνώστη. Συνειδητοποιώντας αυτό το «μοτίβο» -την ανάγκη, ουσιαστικά, του ποιητή να αποκαλύπτεται έντονα μέσα από τον τελευταίο στίχο- αδημονούσα στα επόμενα ποιήματα να φτάσω ως το τέλος, νιώθοντας την ένταση της προσμονής να κλιμακώνεται και να κορυφώνεται ηδονικά.
Στο περιεχόμενο, εντοπίζει κανείς μια καταγραφή αναμνήσεων που συμπλέκονται με την πραγματικότητα της σύγχρονης εποχής της τηλεόρασης, του καταναλωτισμού και των ηλεκτρονικών μέσων. Τα γηρατειά, το πέρασμα του χρόνου, η αναζήτηση του εαυτού είναι θέματα που απασχολούν τον ποιητή. Άλλοτε κινείται απεγνωσμένα να εντοπίσει την ταυτότητά του («Ν’ αναζητώ/ Με Silver Alert/ Δίχως όνομα/ Εμένα») κι άλλοτε επιλέγει τη φυγή και την αντίδραση στην προσπάθεια περιορισμού του («Βρέχει σύνορα/Που μ’ απειλούν/ Και σπάζω πόρτες»). Η μοναξιά, παρά το πλήθος γύρω μας, η οποία μάς απειλεί σε έναν κόσμο με ψεύδη και ποινές, οι ασυνεπείς άνθρωποι που εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους και ακινητοποιήθηκαν (στο ποίημα «Ανόητα «ξ»), η εσωτερική θραύση («Έσπασα μέσα μου/ Δυο ποτήρια κρασί»), οι κινήσεις ρουτίνας και τα μετέωρα «γιατί», οι βαθύτερες επιθυμίες και οι αναζητήσεις («Μα κάτι θα ψάχνεις πάντοτε/ Μια το εγώ/ Μια το εσύ»), τα ξεχωριστά όνειρα που κάποιοι αποπειρώνται να προσεγγίσουν ή και να φθείρουν (στο ποίημα «Μεταχειρισμένα όνειρα»), η ζωή στη φυλακή των αστικών κέντρων, οι ερωτικές σχέσεις και οι συναισθηματικές διακυμάνσεις σε αυτές (στο ποίημα «Όχι λοιπόν»)· όλα αυτά απλώνονται στις σελίδες.
Ανάμεσα στα ποιήματα, όμως, αναζήτησης του εαυτού και καταγραφής προβλημάτων, ονείρων και ενοχών, ξεχωρίζουν τα Ποιήματα Ποιητικής. Είναι η απόπειρα του δημιουργού να εξομολογηθεί τον αγώνα του προκειμένου να συνειδητοποιήσει τα όρια της Τέχνης του («Γέννησες φως/ Σαν αγκάλιασες/ Όσα δεν λέγονται/ (Μα γράφονται)/ Στο σκοτάδι»)· μιας Τέχνης όπου «Κρεμώντας στίχους/ Με καρφιά συλλαβές» προσπαθεί να κερδίσει τη λύτρωσή του («Ξεχνώντας τύψεις/ Με ξεγέλασα»).
Στο ποίημα με τίτλο «Γυμνά διηγήματα» ο κ. Κρανιώτης εκφράζει την πικρία τού κάθε συγγραφέα και ποιητή για τα έργα του που δεν έγιναν αποδεκτά ή που δεν ολοκληρώθηκαν διότι ήταν πολύ τολμηρά, οδηγώντας τον τελικά να επιλέξει τη σιωπή στους χαλεπούς καιρούς. Κι όμως, στο ποίημα «Ενοικιάζεται» δηλώνει τα βαθιά συναισθήματά του για την Τέχνη του («Μόνο θα αγαπώ/ Ανέκφραστες συλλαβές»), ενώ στο ποίημα «Κορώνα γράμματα» κυριαρχεί θεματολογικά η εσωτερική πάλη του ως δημιουργού («Σαν γράφω/ Κορώνα γράμματα/ Παίζω τον εαυτό μου»). Στο ποίημα «Ισοδυναμία» σκιαγραφείται η διαδικασία σύνθεσης ενός ποιήματος, με την έμπνευση να παρομοιάζεται με δαίμονα που κυνηγά τον ποιητή, ενώ η τελευταία του πνοή «Ισοδυναμεί/ Με την πρώτη ανάσα/ Του αναγνώστη»). Αυτόν τον αναγνώστη που στο έργο «Το άγνωστο ποίημα» δηλώνει ότι τον έχει πάντοτε στη σκέψη του όταν γράφει, ενώ με το «Συγκάτοικος λέξεων» η συλλογή ολοκληρώνεται με τη δήλωση ότι μέσα από την Ποίηση θα εντοπίσει την πορεία του, εν τέλει τον εαυτό του που χάνεται και βρίσκεται «ανάμεσα σε σελίδες».
Η συλλογή του Δημήτρη Π. Κρανιώτη με γοήτευσε με την αμεσότητα, την πρωτοτυπία -που είναι εμφανής και στον τίτλο- και τις λεκτικές εκπλήξεις. Ιδιαίτερα αγάπησα το ποίημα «Μείον ένα», με τα επιρρήματα σε -ως και την απόπειρα του ποιητικού προσώπου να διερευνήσει τη σχέση του, την πορεία της και το αύριο που την περιμένει. Επίσης, ξεχώρισα το ποίημα «Ιανός», όπου παρακολούθησα το σφυροκόπημα των αισθήσεων σε ένα «ασανσέρ κολλημένο/ Μεταξύ ρετιρέ/ Και ουρανού», ενώ με εντυπωσίασε το παιχνίδι με τις λέξεις που έχουν δεύτερο συνθετικό τη λέξη γη. Και, οπωσδήποτε, το έργο «Ανόητα «ξ», το πιο αγαπημένο μου! Μια αποκάλυψη για το πώς σκορπάμε το εσωτερικό μας φως σε ανούσια ψώνια, σε ανούσιες σχέσεις, σε «σκονισμένα φιλιά», σε ασυνεπείς ανθρώπους…
Τα ποιήματα του κ. Κρανιώτη δεν διαβάζονται βιαστικά. Απαιτούν εστίαση, δόσιμο, χρόνο, αλλά ανταμείβουν τον αναγνώστη με ελπίδα και δύναμη για μια διαυγή και ελπιδοφόρο πορεία αυτοεντοπισμού και διεκδίκησης του αυτεξούσιου.
.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΚΙΡΓΚΕΝΗΣ
frear.gr 04/01/2019
Το βιβλίο Γραβάτα Δημοσίας Αιδούς των εκδόσεων Κέδρος αποτελεί την πιο πρόσφατη συμβολή του Δημήτρη Π. Κρανιώτη στον χώρο της ποίησης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Θεσσαλός ποιητής αποτελεί μια από τις πιο ώριμες φωνές που δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους στον στίχο σήμερα και ότι η συλλογή είναι από τις σημαντικότερες που εκδόθηκαν το 2018.
Τα ποιήματα που συναποτελούν τη συλλογή χαρακτηρίζονται συνολικά από λιτότητα στο λόγο, πυκνότητα και βραχύτητα στην έκφραση. Είναι χαρακτηριστική η συντομία που τα διακρίνει, αφού ο ποιητής ολοκληρώνει όσα έχει να πει σε κείμενα που η έκτασή τους δεν ξεπερνά ποτέ τη μία σελίδα.
Βασικό γνώρισμα της ποιητικής του τεχνικής είναι το παιχνίδι με τις λέξεις. Για παράδειγμα στο ποίημα με τον τίτλο Μείον ένα η φράση «-1» χρησιμοποιείται πρώτα ως αριθμητικό σύμβολο για τα νούμερα των ορόφων στο μεταφυσικό ασανσέρ που οδηγεί στο χτες, ενώ στη συνέχεια εμφανίζεται γραμμένη ολογράφως στην τελευταία στροφή. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μιας αντίθεσης ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, το χτες και το αύριο:
Ως το χθες / ως το σίγουρο κι απροσδόκητο -1 του ασανσέρ… γεμίζοντας με μείον ένα αύριο ρίζες λωτών και μύθων.
Η τεχνική αυτή δημιουργεί συνηχήσεις που επεκτείνονται ακόμη και στην περίπτωση των ξένων λέξεων, όπως πολύ χαρακτηριστικά συμβαίνει στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής που έχει τον τίτλο «Αλφαβητάρι»: Πίνοντας αναψυκτικό light / Και κάνοντας like.
Η καβαφικού τύπου λιτότητα στο λόγο του ποιητή δημιουργείται επίσης από την πληθωρική χρήση των επιρρηματικών μετοχών: πίνοντας, κάνοντας, σκουπίζοντας τα φύλλα, φωνάζοντας σε μία γλώσσα άγνωστη, υφαίνοντας αυταπάτες, γεμίζοντας με -1 αύριο, και πολλά άλλα παρόμοια.
Ομόλογο υφολογικό χαρακτηριστικό είναι η κυριαρχία των ουσιαστικών και των ρημάτων με την αντίστοιχη μειωμένη παρουσία επιθέτων. Όπου εμφανίζονται ίχνη επιθέτων είναι κυρίως μέσω της μεταμόρφωσής τους στα αντίστοιχα επιρρήματα. Για παράδειγμα: αφοπλιστικά και αναίμακτα, μην μου απαντήσεις βιαστικά, υπόγειο αορίστως κι εντόκως με θυμό. Όλα αυτά σε ένα και μοναδικό ποίημα («Μείον ένα»).
Εναλλακτικά το επίθετο, έναρθρο, μπορεί να μετατρέπεται σε αφηρημένο ουσιαστικό με έναν σχεδόν θουκυδίδειο τρόπο: Το αβέβαιο της θέλησης μας και το άβατο της ηθικής μας, στο ποίημα «Υψικάμινος».
Συναφής υφολογικά είναι η χρήση σχεδόν οποιουδήποτε μέρος του λόγου σε θέση ουσιαστικού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Άρχισα να ξηλώνω τα ρούχα μου ώσπου έμεινα γυμνός στη μέση του πουθενά, στο ποίημα «Γραβάτα Δημοσίας Αιδούς».
Χάθηκε σε ζιζάνια το ψες, στο ποίημα «Αυλή χωρίς σιωπές».
Δούναι και λαβείν κατά φύσιν κεκτημένα… Δούναι και λαβείν παρά φύσιν τεκταινόμενα στο ποίημα «Δούναι και λαβείν».
Στο παρά πέντε απόδρασης από το σαβουάρ βιβρ, στο ποίημα «Ιανός».
Παραβίασες τα σύνορα που έθαψαν το γνώθι σαυτόν… Στο άψε σβήσε έτσι απλά γέννησες φως, στο ποίημα «Άψε σβήσε».
Με αμέτρητα απωλέσθην, στο ποίημα «Απωλέσθην».
Πολλές από αυτές τις εκφράσεις χρησιμεύουν και ως τίτλοι των αντίστοιχων ποιημάτων.
Αξίζει επίσης να επισημανθεί η χρήση των σημείων στίξης ή μάλλον η σχεδόν παντελής απουσία τους. Δεν υπάρχει τελεία, δεν υπάρχει κόμμα. Διασώζεται περιστασιακά η παρένθεση, προκειμένου να δηλωθεί μια δεύτερη σκέψη του ομιλούντος προσώπου, μια αμφιβολία, ένας υπαινιγμός, μια αιφνίδια προσθήκη, μια αποσαφήνιση, συνήθως μέσω κάποιας αντιθετικής έκφρασης και ενός συνοδευτικού ερωτηματικού:
Έτσι κι αλλιώς ποιος θα με καταλάβαινε, στο ποίημα «Γραβάτα Δημοσίας Αιδούς».
Ποια λογική νοικιάστηκε από τη φαντασία μου απόψε, στο ποίημα «Μείον ένα».
Μήτρα ζωής η γη υιών και θυγατέρων, στο ποίημα «Δούναι και λαβείν».
Και χωρίς σήμα το κινητό μας, στο ποίημα «Ιανός».
Πότε προλάβαμε άραγε να ερωτευτούμε, στο ποίημα «Ιανός».
Όσα δεν λέγονται μα γράφονται στο σκοτάδι, στο ποίημα «Άψε σβήσε».
Ποιος ξέρει αν θα βρέξει… Ποιος στο όνειρο θα αντέξει, στο ποίημα «Δελτίο καιρού».
Τα ουσιαστικά μαλώνουν ανεξαρτήτως πτώσης… τα ρήματα διαμαρτύρονται ανεξαρτήτως χρόνου, στο ποίημα «Συγκάτοικος λέξεων».
Περιστασιακά τον ίδιο ρόλο αναλαμβάνει ο εγκιβωτισμός μιας φράσης σε παύλες:
Μέσω πιστωτικής, στο ποίημα «Εκποίηση. Σε τιμή ευκαιρίας, στο ποίημα «Μεταχειρισμένα Όνειρα». Αναπόφευκτη συνήθεια των ημερών που έρχονται, στο ποίημα «Πέμπτη εποχή». Ψυχή και σώματι, στο ποίημα «Λύτρωση».
Ο λόγος των ποιημάτων του Δ. Π. Κρανιώτη χαρακτηρίζεται από μια ιδιόμορφη μίξη γλωσσικών επιπέδων που θυμίζει έντονα σε ορισμένα σημεία τον τρόπο που ο Καβάφης αναμιγνύει την απλή δημοτική, τους ιδιωματισμούς και την καθαρεύουσα. Στον Δ. Π. Κρανιώτη η ιδιομορφία της μίξης στηρίζεται στην ταυτόχρονη χρήση μιας γλώσσας πολύ καθημερινής σε συνδυασμό με μια πληθώρα λέξεων που προέρχονται από τη λόγια παράδοση και χρησιμοποιούνται στον ιδιαίτερα πεπαιδευμένο λόγο. Στο μείγμα προστίθεται και η χρήση πολλών ξένων λέξεων, ορισμένες φορές γραμμένων στο λατινικό αλφάβητο, σε μια προφανή αναγνώριση της σύγχρονης γλωσσικής πραγματικότητας και με μια διάθεση να γειωθεί ο κορμός του ποιήματος στον γλωσσικό νατουραλισμό. Άρα μπορούμε να διακρίνουμε δύο αντίρροπες κινήσεις στο ύφος του Δ. Π. Κρανιώτη: λέξεις υψηλής φόρτισης από τη μια και λέξεις χαμηλού φωτισμού από την άλλη. Παραδείγματα:
Να αναζητώ με silver alert δίχως όνομα εμένα, στο ποίημα «Παζλ».
Δεν άφησα ρέστα για πουρμπουάρ δεν σκόνταψα διαγωνίως, στο ποίημα «Γραβάτα Δημοσίας Αιδούς».
Μήτρα ζωής η γη υιών και θυγατέρων, στο ποίημα «Δούναι και λαβείν».
Το ασανσέρ κολλημένο μεταξύ ρετιρέ και ουρανού, στο ποίημα «Ιανός».
Στο παρά πέντε απόδρασης από το σαβουάρ βιβρ, στο ποίημα «Ιανός».
Άφησες ένα post it, στο ποίημα «Απωλέσθην».
Σε μειδίαμα λευκής μαρμαρυγής… τα κελεύσματα σιωπής επίορκων δωρητών ψυχής, στο ποίημα «Λευκή μαρμαρυγή».
Μην στέλνεις άλλα sms… το iphone μου πέταξα, στο ποίημα «Τα sms της κρίσης».
Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά της γλώσσας και του ύφους του Δ. Π. Κρανιώτη δεν αποτελούν τυχαίες συναθροίσεις λέξεων, αλλά αποτέλεσμα μελετημένης στόχευσης και σκληρής δουλειάς. Δεν προκύπτουν τυχαία, αλλά είναι προϊόν μεθοδικής και λεπτής επεξεργασίας του λόγου, κάτι που κάνει τον Δ. Π. Κρανιώτη να ξεχωρίζει από μια μεγάλη κατηγορία προχειρολόγων ποιητών που δουλεύουν πολύ λίγο τα στιχουργήματά τους, αφού τα γράψουν. Στην προχειρολογία και την ευκολία που βασιλεύουν στο τοπίο του σύγχρονου ελληνικού ποιητικού λόγου, ο Δ. Π. Κρανιώτης αντιτάσσει τον δύσκολο καλβικό αγώνα της πάλης με τις λέξεις, τις φόρμες και τις έννοιες.
Κλείνοντας θα ήθελα να θίξω ακόμη ένα θέμα της τεχνικής του Δ. Π. Κρανιώτη, που αποτελεί προέκταση όσων ειπώθηκαν προηγουμένως σχετικά με τη φροντίδα που δείχνει στην επιλογή των λέξεων και την συστηματική επεξεργασία των λόγων του. Αξίζει, λοιπόν, να προσεχτεί μια ιδιαίτερη κατηγορία ποιημάτων που αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, ένα είδος αποκαλυπτηρίου για το πώς λειτουργεί το «εργαστήριο ποιημάτων Κρανιώτη». Εννοώ φυσικά τα ποιήματα ποιητικής που δεν είναι λίγα μέσα στη συλλογή. Τα ποιήματα αυτά αποκαλύπτουν ποιες ανάγκες του ποιητή ικανοποιεί η ποίηση, γιατί γράφει, πώς γράφει, πώς νομίζει ότι τον αντιμετωπίζει ο κόσμος και οι ομότεχνοι και πολλά άλλα παρόμοια θέματα.
Δεν ξέρω τι πραγματικά σκεφτόταν ο Δ. Π. Κρανιώτης, όταν έγραφε το ποίημα «Αλφαβητάρι», αλλά μοιάζει, σ’ εμένα τουλάχιστον, να σχολιάζει τον τρόπο με τον οποίο θα ήθελε να κατακτήσει την απλότητα του λόγου ο ποιητής: θα ήθελε να έχει στην κατοχή του το πιο απλό εργαλείο του λόγου, το αλφαβητάρι, να ξαναμάθει από την αρχή πώς να δίνει στην Άννα ένα μήλο σε μια προφανή νοσταλγική παραπομπή στην απλότητα της παιδικής ηλικίας. Ο ποιητής μας θέλει λοιπόν να μιλήσει απλά και λιτά, τώρα που μεγάλωσε.
Στη «Γραβάτα δημοσίας αιδούς επιδίδεται σε ένα στριπτίζ απογυμνώνοντας τον εαυτό του σε ένα μέρος που δεν υπάρχει κανείς για να συνομιλήσει μαζί του και φωνάζοντας σε μια γλώσσα άγνωστη, γιατί προφανώς νιώθει ότι η γυμνότητα του λόγου που εκπέμπει δεν έχει εύχερους ακροατές.
Στο ποίημα «Αυλή» χωρίς σιωπές η γλάστρα της σιωπής σπάει δίνοντας τη θέση της στην κραυγή, τον άναρθρο λόγο, μόνο που αυτή η κραυγή έχει απωλέσει τον εαυτό της, αφού δεν θυμάται τι απέγινε το φως και το σκοτάδι.
Στο ποίημα «Μείον ένα» οι λέξεις γίνονται ενδύματα τα οποία, σε αντίθεση με το στριπτίζ της Γραβάτας δημοσίας αιδούς, οι πρωταγωνιστές του κειμένου, το ποιητικό υποκείμενο και η συντροφιά του, πρέπει αντιθέτως εδώ να φορέσουν. Ωστόσο δεν χρειάζεται αυτό να συμβεί βιαστικά. Υπάρχει χρόνος για να δοθούν απαντήσεις και υπομονή.
Στο ποίημα «Άψε σβήσε το ποιητικό υποκείμενο με ορμή παραβιάζει τα σύνορα που του έχουν τεθεί, εισβάλλει στο πραγματικό βασίλειο του εαυτού του για να τον γνωρίσει, γκρεμίζοντας φυλακές και πυρπολώντας κουρτίνες και εμπόδια. Και όλα αυτά γίνονται δίχως κραυγές ή ψιθύρους, ενώ από το αγκάλιασμα των λόγων που γράφονται μες στο σκοτάδι προκύπτει για πρώτη φορά το φως, γεννημένο από την ίδια την ομιλούσα φωνή.
Στην «Εκποίηση» μετά από μια αναφορά στην έλλειψη προλόγων και στην ύπαρξη προκάτ επιλογών που δημιουργούν μία ευτελή ανομβρία, το ποίημα συνεχίζει με υπαινιγμούς σε φλυαρίες που δεν επιτρέπουν την επαφή, σε αστυφιλίες λέξεων που θρυμματίζουν το φίλημα και σε μια εκποίηση που είναι στην πραγματικότητα ποίηση ημιτελών αισθήσεων και στιγμών που δεν μπορούν να ενταχθούν πουθενά.
Στην «Πρώτη απαγγελία» η ποιητική φωνή ως οξύμωρο φωνάζει με ψιθύρους, κρεμά ποιήματα στους τοίχους χρησιμοποιώντας για καρφιά συλλαβές. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας λόγος, ο οποίος απαγγέλει όσα έχουν γραφεί εν απουσία του ποιητή, αλλά με έναν εντελώς παράδοξο τρόπο από τον ίδιο.
Στο «Κόκκινο ποίημα» το χρώμα του ποιήματος παραπέμπει στο αίμα μέσω του οποίου είναι γραμμένο το ποίημα και με τις λέξεις του οποίου ο ποιητής πεθαίνει και ανασταίνεται.
Στο ποίημα «Ενδελεχώς» το ποιητικό υποκείμενο, μέσω της συγγραφής, πότε δημιουργεί τον εαυτό του και ποτέ τον διαγράφει, σβήνοντας εφιαλτικές μνήμες και χαράζοντας άλλες υποστηρικτικές. Στο τέλος όλο το σκηνικό μετατρέπεται μέσα από μια μεταφορά σε διαδικασία που παραπέμπει στη ζωγραφική. Ο ποιητής ζωγραφίζει με καινούργια χρώματα τον εαυτό του σε μια προσπάθεια που ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί.
Στο ποίημα «Γυμνά διηγήματα» γίνεται ολοφάνερα και πάλι λόγος για την συγγραφική διαδικασία: αναφέρονται η γραφή, η σιωπή που την υποκαθιστά, η ρίμα, τα χαϊκού, οι ωδές, ενώ το ποίημα κλείνει στις δύο τελευταίες στροφές του με μια αντίθεση: τα γυμνά διηγήματα του ποιητή δεν άντεξαν τον καθωσπρεπισμό με τον οποίον ήρθαν αντιμέτωπα, ενώ τα ντυμένα ποιήματά του τιμωρήθηκαν με απαγόρευση εισόδου στις ακτές των γυμνιστών. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ο λόγος του ποιητή να μη βρίσκει το ακροατήριο που επιθυμεί.
Στο ποίημα «Ενοικιάζεται» η ποίηση προκύπτει ως κάτι το προσωρινό μέσα από ένα φιλί χωρίς ομοιοκαταληξία. Η αγάπη κλείνεται σε ανέκφραστες συλλαβές που μόνο αυτές έχουνε χρώμα μέσα σε ένα ασπρόμαυρο τοπίο. Ίσως εδώ να υπονοείται μία αδυναμία έκφρασης μέσα από το λόγο του πλέον βαθύτερου συναισθήματος, της αγάπης.
Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολλή ώρα ακόμα με παρόμοιες παρατηρήσεις, αφού η ποιητική διεισδύει σχεδόν σε κάθε ποίημα της συλλογής έμμεσα ή άμεσα. Προτιμώ να κλείσω εδώ με την παράθεση δύο πολύ χαρακτηριστικών ποιημάτων που φανερώνουν το πώς βλέπει την ποιητική διαδικασία ο Δ. Π. Κρανιώτης. Το ένα είναι το ποίημα «Κορώνα γράμματα», όπου η ποίηση λειτουργεί ως βασανιστήριο και ως φάρμακο ταυτόχρονα:
Σαν γράφω,
Κορώνα-γράμματα
Παίζω τον εαυτό μου
Ματώνω τρέχοντας
Με τον νου
Σκοντάφτω
Στην καρδιά μου
Ληστεύω συναισθήματα
Χορεύω μοιρολόγια
Σαν τιμωρούμαι
Με ποίηση
Με λέξεις αναρρώνω
Το άλλο ποίημα είναι ο «Συγκάτοικος Λέξεων», που υπονοεί την πάλη του ποιητή για επιτυχία στην γλωσσική εξωτερίκευση του εσώτερου λόγου:
Από δωμάτιο σε δωμάτιο
Τις λέξεις αναστατώνω
Τα ουσιαστικά μαλώνουν
(Ανεξαρτήτως πτώσης)
Χωρίς αιτία στο ισόγειο ξαπλώνω
Τα ρήματα διαμαρτύρονται
(Ανεξαρτήτως χρόνου)
Χωρίς δίλημμα
Στο μπαλκόνι ξυπνώ
Ανάμεσα σε σελίδες
Που ακόμη γράφονται
Τα βήματά μου αγνοώ
.
ΠΩΛΙΝΑ ΓΟΥΡΔΕΑ
Fractal 29/1/2019
Μια ποιητική συλλογή που στην προμετωπίδα της έχει μια ριγέ γραβάτα κρεμασμένη σε κρεμάστρα είναι το νέο βιβλίο του Δημήτρη Π. Κρανιώτη από τις εκδόσεις Κέδρος. Ξεφυλλίζοντας τη συλλογή ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει τον κοινωνικό προβληματισμό του Κρανιώτη για μια εποχή στην οποία οι γραβάτες μοιάζουν να μην έχουν πια λόγο ύπαρξης. Και το λέω αυτό γιατί η ανάγκη του να φορέσει κανείς επίσημο ένδυμα για να συστηθεί, αλλά και να προκαλέσει τον σεβασμό σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο, δυστυχώς έχει πια καταργηθεί. Οι γραβάτες μυρίζουν ναφθαλίνη από τη χρόνια κλεισούρα τους σε ανήλιαγες ντουλάπες. Αλλά τι είναι αυτό που αναγκάζει έναν ποιητή να ξεκρεμάσει τη γραβάτα του και να τη φορέσει μπροστά στο αναγνωστικό κοινό; Σε μια εποχή που το έμβλημα που κυριαρχεί είναι οι υψωμένοι αντίχειρες του κουμπιού like, οι γραβάτες οφείλουν και μπορούν ακόμα να έχουν θέση.
Πίνοντας αναψυκτικό light/ Και κάνοντας like/ Σε τετράστιχα ημερολογίου (Αλφαβητάρι, σελ. 9).
Όσο λοιπόν ο καθημερινός μας λόγος πετσοκόβεται και χειραγωγείται από την τεχνολογία, τόσο πιο σημαντικό γίνεται η ποίηση να είναι μια απέραντη χώρα, ανοιχτή και ελεύθερη. Επίθετα που δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ για να περιγράψουν ένα γρήγορο πάτημα ενός κουμπιού like ή tweet.
Φλυαρία κινήσεων/ Που δεν αγγίζουν την αφή/ Αστυφιλία λέξεων/ Που θρυμματίζουν το φιλί// Οίνος της ευής/ Σε (εκ)ποίηση/ -Μέσω πιστωτικής-/ Ημιτελών αισθήσεων/ Κι ανένταχτων στιγμών (Εκποίηση, σελ. 20).
Η γλώσσα του Κρανιώτη έχει μια ειλικρίνεια σε αυτό που περιγράφει. Και πολλές φορές το άχρωμο της καθημερινότητας και το σκληρό μοιάζει περισσότερο βιώσιμο, αφού σε κάνει να αισθάνεσαι ότι λίγο – πολύ όλοι εμείς εκεί έξω μια παρόμοια άγευστη κατάσταση ζούμε. Όμως, το ποιητικό ένστικτο εκρήγνυται μέσα στην αφόρητη αυτή πραγματικότητα και ψάχνει τις λέξεις για να εκφράσει ό,τι το εγκλωβίζει. Είναι σαν να ψάχνει μόνιμα ο ποιητής τον ζωικό του αναγνώστη για μια «άλλου τύπου» επικοινωνία, βαθύτερη και πιο ουσιαστική.
Γιατί να θυσιάσω/ Κι άλλες νύχτες/ Θερινού σινεμά/ Με πασατέμπο/ Για παζάρια/ Ημιθανών προσκλήσεων/ Σε γεύμα υποκρισίας;// Μου αρκεί/ Η ξέφρενη προσμονή/ Μιας άλλης γοητείας/ Που δεν ενοικιάζεται/ Ούτε πουλιέται (Άλλη γοητεία, σελ. 43).
Μαζεύοντας λοιπόν, καθημερινά άχρηστες πληροφορίες από τα social media, από τα χαζοπρογράμματα των τηλεοράσεων, από τα άνευ λόγου ύπαρξης άρθρα, ο μέσος σε ευφυΐα άνθρωπος πραγματικά υποφέρει. Υποφέρει από μια υπερπληροφορημένη άγνοια. Σε αυτό μπορούμε ακόμα να αντισταθούμε διαβάζοντας ποιητικές συλλογές ανθρώπων που ζουν ζωές σαν τις δικές μας. Έχοντας όμως, το χάρισμα αυτού του «νεύρου» που μαστιγώνει συνεχώς τον ιδιοκτήτη του. Μηδενίζοντας τον εαυτό της και σπάζοντας τον καθρέφτη της, αντιστεκόμενη στον εθισμό ενός ονόματος δημοσιευμένου συνεχώς σε μέσα κοινωνικής αποβλάκωσης, η ποίηση γίνεται το μοναδικό μας καταφύγιο. Διαβάζουμε ποίηση γιατί μας ανοίγεται έτσι ένας άλλος δρόμος για να ζήσουμε πιο έντιμα. Έτσι κι αλλιώς, όλοι το γνωρίζουμε, η ποίηση ήταν πάντα θέμα επιβίωσης.
Scripta manent/ Με την ποίηση/ Παραβολή του Ασώτου/ Καταδικασμένοι/ Δις εις θάνατον/ Σε δίκη-παρωδία// Πριν ο αλέκτωρ/ Λαλήσει τρεις φορές/ Και γυμνοί ομολογήσουμε/ Τον ευνουχισμό μας (Αλέκτωρ, σελ. 50).
.
ΜΑΡΙΑ ΛΙΑΚΟΥ
Fractal Φεβρουάριος 2019
«Για να σταματήσω τις φωνές», με αίσθηση του καιρού μας
Ο Ποιητής Δημήτρης Κρανιώτης αποτελεί μία ιδιαίτερη παρουσία στα ελληνικά γράμματα. Με εκδοτική παρουσία στην Ελλάδα αλλά και με διεθνείς διακρίσεις -βραβεύσεις. Είναι Ακαδημαϊκός στην Ακαδημία- Tiberina της Ρώμης- Διδάκτωρ Λογοτεχνίας και άλλα.
Με την ένατη νέα ποιητική του συλλογή έρχεται να μας εκφράσει την αγωνία του για την κοινωνική πραγματικότητά μας. Με μια φροντισμένη γλώσσα και με ειρωνεία μιλά στον αναγνώστη για το τώρα της κρίσης (προσωπικής και κοινωνικής).
Μια ριγέ γραβάτα κρεμασμένη σε κρεμάστρα κοσμεί το εξώφυλλο της νέας ποιητικής συλλογής του. Η επιλογή της σαφώς δεν αποτελεί μόνο ένα αξεσουάρ με την βαρύτητα και το μήνυμα που έχει. Συμβολισμός με νόημα που κλείνει το μάτι στον αναγνώστη!
Άρχισα να ξηλώνω
Τα ρούχα μου
Ώσπου έμεινα γυμνός
Στη μέση του πουθενά
Φωνάζοντας
Σε μια γλώσσα άγνωστη
(Έτσι κι αλλιώς
Ποιος θα με καταλάβαινε;)
Μα δεν με συνέλαβαν
Για προσβολή δημοσίας αιδούς
Για να σταματήσω τις φωνές
Με κέρασαν αψέντι
Και μ’ έντυσαν στην τρίχα
Όμως τα κορδόνια μου
Δεν ταίριαζαν
Με τη γραβάτα τους
Δεν άφησα ρέστα
Για πουρπουάρ
Δεν σκόνταψα διαγωνίως
Ο αναγνώστης βρίσκει στην ποίηση του τις δύσκολες συνθήκες που απομυζούν και καταπιέζουν προσωπικά συναισθήματα και καταστάσεις.
Η συναισθηματική φυλακή, ο μικρός απολογισμός ζωής, η άχρωμη καθημερινότητα με την θαμπή ειλικρίνεια της είναι εμφανής στον ποιητικό του λόγο.
Εμφανής και πρόθεσή του όπου το προσωπικό βίωμα «κατακάθεται» μέσα του έως ότου αποφασίσει ο ίδιος πότε και με ποια έκφραση θα το εξωτερικεύσει..
Μια με έγραψα
Μια με έσβησα
(Εσκεμμένα κοιμήθηκα)
Μνήμες στηρίγματα
Χάραξα
(Ενδελεχώς ξύπνησα)
Με καινούργια χρώματα
Την αυγή
Με ζωγράφισα
Μα δεν τελείωσα ακόμη
Κι ας πίστεψα
(«Ενδελεχώς» σελ.28)
Ο Δημήτρης Κρανιώτης είναι Ποιητής που έχει πλήρη αίσθηση του καιρού μας. Παρέχει ένα καταφύγιο στους αναγνώστες και μοιράζεται κοινά ερωτήματα. Μιλά για ηττημένες ζωές «που σιωπούν και φεύγουν».
.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΓΑΡΗΣ
Fractal Μάρτιος 2019
Το ποιητικό σύμπαν του Δ. Π. Κρανιώτη
Ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση εξόχως ενδιαφέρουσα στο χώρο της ποίησης και της ιατρικής. Θα τον κατέτασσα χωρίς ενδοιασμούς στο πάνθεον των καταξιωμένων ποιητών με πλούσιο ποιητικό έργο.
Μια ποίηση χωρίς συμβάσεις και ένας τρόπος γραφής εντελώς προσωπικής τεχνικής όπου οι λέξεις και οι συμβολισμοί δημιουργούν ένα ασύμβατο στιλ γραφής, με το ιδεατό και το φανταστικό σε μια περίτεχνη ιδιάζουσα ένωση να πλάθουν λέξεις που προβληματίζουν αισθαντικά.
Με την τελευταία του ποιητική συλλογή «Γραβάτα δημοσίας αιδούς» (εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ) ο Δ. Π. Κρανιώτης μας προσφέρει ένα θησαυρό λέξεων απίστευτης δημιουργικής ομορφιάς και ευρηματικότητας.
Ένα αυθαίρετο μικρό δείγμα:
«Γυμνοί πια
Χρώματα ντυθήκαμε
Λέξεις και φωνές γδύσαμε
[…]
Πάνω σ’ ένα πουλί
Τη ζωή μας χτίσαμε
Και ξαναπετάξαμε
Απλώς μετακομίσαμε» (σελ. 17)
και αλλού:
«Κόκκινο έβαψα
Τον ουρανό
Μέρες που μ’ έχασα
Και μ’ απαρνήθηκα
[…]
Κόκκινο έβαψα
Το ποίημα αυτό
Με λέξεις μ’ έσβησα
Και μ’ ανέστησα
Γράφοντας μ’ αίμα
Μ’ εκδικήθηκα» (σελ. 23)
Χαμηλών τόνων με άψογη οικοδόμηση των στίχων η ποίηση του δημιουργού εξωτερικεύει αισθήματα, στοχασμό, κραυγές και ψιθύρους ενός ιδιάζοντα βίου, όπου τα πάντα ανατέμνονται σε ένα στιλ εξόχως λυρικό, μια περιήγηση ιχνηλασίας στο χωροχρόνο με επεμβατική συγκινησιακή φόρτιση.
Το ποιητικό σύμπαν που δημιουργεί με την εξαίσια αρχιτεκτονική ο Δ. Π. Κρανιώτης προδιαθέτει μοναδικά τον υποψιασμένο αναγνώστη για την πρωτοτυπία, τη μαγεία και τη γοητεία των στίχων, χωρίς περιορισμούς που αλλοιώνουν την ελευθερία της έκφρασης.
Παραθέτω μια επιλογή στίχων με κριτήριο τη φόρτιση και τον ψυχισμό του δικού μου ιδεατού:
«Έφυγε η γραφή
Κι έμεινε η σιωπή
Κολλημένη στην άμμο ρίμας
[…]
Με ενδιάμεσους σταθμούς
Γυμνά διηγήματα
Που δεν άντεξαν
Το καθωσπρέπει της ενδοχώρας
Και ντυμένα ποιήματα
Που τιμωρήθηκαν
Σε ακτές γυμνιστών
Με απαγόρευση εισόδου» (σελ. 29)
Στίχοι λιτοί, στοχαστικοί που η δυναμική του ποιητή απογειώνει και απογυμνώνει αισθήματα, ενοχές, ιδεολογήματα σε μια Καφκική πορεία της μνήμης στο χθες και στο σήμερα.
Ένα παζλ υπαρξιακής αναζήτησης με ποιητικά υλικά και εφόδια μιας ζωντανής, τρυφερής και γοητευτικής δημιουργίας.
.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ
www.bookpress.gr 08/02/2019
«Ματώνει τρέχοντας με τον νου, σκοντάφτει στην καρδιά του»
Όταν πετάμε τα ρούχα μας και κυκλοφορούμε γυμνοί, και μάλιστα σε δημόσιο χώρο, είναι μια πράξη πρόκλησης και διαμαρτυρίας. Εκδηλώνουμε την ανάγκη μας να αποβάλλουμε την πίεση που δεχόμαστε από κοινωνικούς καταναγκασμούς, να διαμαρτυρηθούμε για τις ασφυκτικές συνθήκες που μας συνθλίβουν και οδηγούν στην αποξένωση και αλλοτρίωση. Η «Γραβάτα δημοσίας αιδούς», που δίνει και τον τίτλο στη ποιητική συλλογή του Κρανιώτη, είναι η επιστροφή στα στενά όρια της συμβατικότητας που τελικά επιβάλλεται στο ποιητικό υποκείμενο μετά το πέταγμα των ρούχων του. Για να σταματήσουν τις φωνές διαμαρτυρίας του τον κερνάνε αψέντι, μαζί με τη γραβάτα τον ντύνουν στην τρίχα. Η προκλητική διαμαρτυρία του με αυτόν τον τρόπο τελικά καλύπτεται. Όμως τα κορδόνια του δεν ταιριάζουν με την γραβάτα που του φόρεσαν, κι όταν φεύγει δεν σκοντάφτει, κι αυτό συμβολικά σημαίνει ότι δεν παραδίδει εύκολα την τάση ή τη θέληση για ανταρσία που κουβαλάει μέσα του.
Η φλυαρία των κινήσεων δεν αγγίζει την αφή και η πληθώρα των λέξεων θρυμματίζει το φιλί. Έτσι οι άνθρωποι περιφέρονται σαστισμένοι με ήξεις αφήξεις, σαστισμένοι απέναντι στη μοίρα τους, και ανήμποροι να την αλλάξουν.
Ο ποιητής αισθάνεται ότι κυκλοφορεί όχι μόνο μέσα σ’ ένα αφιλόξενο αλλά ουσιαστικά σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Ευθαρσώς δηλώνει ότι είναι μόνος, ο κόσμος που συνωστίζεται γύρω του γίνεται κάποιες στιγμές τόσο απειλητικός ώστε να τον λιθοβολεί. Ένας κόσμος σκοτεινός όπου κυριαρχούν «τετελεσμένα ψεύδη» κι «αδιαμαρτύρητες ποινές». Για τον ποιητή το κλεινόν άστυ, ο τόπος διαμονής του, μοιάζει με ισόβια φυλακή όπου «η άρνηση ισοδυναμεί με αφωνία» και «η βούληση με υποταγή». Σε μια αποκορύφωση απόγνωσης δεν διστάζει να φωνάξει μέσα από την τελευταία στροφή του ποιήματος στη σελίδα 50: «Πριν ο αλέκτωρ / λαλήσει τρεις φορές / και γυμνοί ομολογήσουμε / τον ευνουχισμό μας». Ο κόσμος μέσα από τους στίχους προβάλλεται σαν ένα παζάρι ψυχών που περιφέρονται αναζητώντας «πραμάτεια ελπίδας». Ψυχές ηττημένες που «σιωπούν και φεύγουν». Ακόμη κι ο έρωτας είναι έκπτωτος καθώς το ταξίδι του μέλιτος είναι μια έρημος και κάθε αναστεναγμός καταλήγει σε σκονισμένα φιλιά. Η φλυαρία των κινήσεων δεν αγγίζει την αφή και η πληθώρα των λέξεων θρυμματίζει το φιλί. Έτσι οι άνθρωποι περιφέρονται σαστισμένοι με ήξεις αφήξεις, σαστισμένοι απέναντι στη μοίρα τους, και ανήμποροι να την αλλάξουν.
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής ο Κρανιώτης έρχεται αντιμέτωπος με το παρελθόν, κάνοντας συγχρόνως έναν απολογισμό ζωής. Όπως ομολογεί στο ποίημα, αδυνατεί να δώσει ένα μήλο στην Άννα – με το μήλο να αντιπροσωπεύει κάθε χαρά, ζωντάνια και ανάταση. Το αλφαβητάρι της πρώτης δημοτικού με το μήλο έχει χαθεί και το χειρότερο είναι ότι ο ποιητής γέρασε από αναμνήσεις, ενώ περνάει τον χρόνο του με συνήθειες που τον ρίχνουν στην ευτέλεια μιας ρηχής καθημερινότητας. Ενδεικτικοί είναι οι στίχοι: «Γέρασα από αναμνήσεις / χωρίς διακοπή για διαφημίσεις / πίνοντας αναψυκτικό light / και κάνοντας like / σε τετράστιχα ημερολογίου». Το παρελθόν και οι μνήμες στοιχειώνουν τον ποιητή με τα λάθη που διέπραξε, τα ιδανικά που γκρέμισε, τις αγκαλιές που λήστεψε, τα πλαστά χαμόγελα, τα κενά παρών που έδωσε σε άστεγες παρουσίες, τις ενοχές που γέννησαν ερινύες, τις αυταπάτες που τον εξουθένωσαν.
Οι μνήμες ανάβουν κεριά και λιώνουν τον πυρετό του ποιητή, η ζωή τρέχει και δεν θέλει να τον κοιτάξει. Η μοίρα του μοιάζει με στάχτη υψικαμίνου πεταμένη στο πέλαγος «σαν άλλη ξενιτιά». Κάθε πρωί θρηνεί τα όνειρα του και το βράδυ κερνάει υποσχέσεις. Οι προσδοκίες δεν επιστρέφουν αλώβητες, κι αυτές απρόσμενα γέρασαν. «Ο χρόνος είναι κυνηγός / κι οι σκέψεις ξιφολόγχες», σε τέτοιον «βαθμό που αναπότρεπτα νιώθει φυλακισμένος. Ό,τι περισσότερο τον φέρνει στην πιο ακραία απελπισία είναι η διάψευση των ονείρων του, μια λέξη που συχνά επαναλαμβάνεται στη συλλογή. Είναι ενδεικτικές οι φράσεις: «θρηνούμε όνειρα», «όνειρα που ακόμα πεινούν / Κι απρόσφορα ληστεύω», «ποιος τ’ όνειρο θ’ αντέξει», «χαστούκια τα όνειρά σου», «ξηλωμένα πλεκτά / μεταχειρισμένων ονείρων», «Δωμάτια με κλεμμένα όνειρα εντός».
Απελπισμένος γυρεύει καταφυγή πότε «εντός σωμάτων που αγνοεί», ψάχνοντας «Μια το εγώ / μια το εσύ» που του ξεφεύγουν μέρα νύχτα. Αλλά κυρίως στον βαθύτερο μύχιο εαυτό του βρίσκει απάγκιο. Βρίσκει μια αχτίδα φωτός όταν χωρίς ουρλιαχτά, θυμό και οργή αγκαλιάζει τα κρυφά μυστικά του, «Όσα δεν λέγονται / (Μα γράφονται) / Στο σκοτάδι». Βέβαια, η πάλη με τον εαυτό του δεν τον αφήνει σε ησυχία. Αυτή η εναγώνια πάλη αναδύεται μέσα από στίχους που είναι διάσπαρτοι στη συλλογή: «Μέρες που μ’ έχασα / και μ’ απαρνήθηκα», « Ξεχνώντας τύψεις / με ξεγέλασα», «Βρέχει σύνορα / που μ’ απειλούν / και σπάζω πόρτες / για να χαθώ», «Θύτης και θύμα εγώ / γεννιέμαι και πεθαίνω».
H διαδικασία της ποιητικής σύνθεσης δεν είναι ανώδυνη. Μέσα από τις λέξεις χάνεται και ανασταίνεται, γράφοντας για τις πληγές του συγχρόνως απελευθερώνεται αλλά και εκδικείται τον εαυτό του.
Αν κάτι μπορεί να μεθύσει τον Κρανιώτη είναι οι λέξεις με τις οποίες συνθέτει τους στίχους του. Λέξεις που διψάνε και πίνουν κρασί για να τον φέρουν σε μια συναισθηματική και πνευματική ευφορία. Με τις λέξεις οργώνει και θερίζει, σε εγρήγορση πάντα για να μη σβήσουν και καταλήξουν σε «στεγνές κατάρες / Σε ξερά χόρτα». Όμως παράλληλα ομολογεί ότι όταν γράφει: «Κορώνα γράμματα παίζει τον εαυτό του, ματώνει τρέχοντας με τον νου, σκοντάφτει στην καρδιά του, ληστεύει συναισθήματα, χορεύει μοιρολόγια». Χαμένος σε αδιέξοδα καταφεύγει στην ποίηση. Όμως η διαδικασία της ποιητικής σύνθεσης δεν είναι ανώδυνη. Μέσα από τις λέξεις χάνεται και ανασταίνεται, γράφοντας για τις πληγές του συγχρόνως απελευθερώνεται αλλά και εκδικείται τον εαυτό του.
Με γραφή μεστή και λιτή, που βασίζεται κυρίως στο ρήμα και το ουσιαστικό, ο Κρανιώτης κάνει μια κατάθεση που στόχο έχει το γνώθι σ’ αυτόν. Αν οι λέξεις της ποίησης μπορούν να τον μεθάνε, όπως ιδιαίτερα η τέχνη ξέρει να ανταμείβει, άλλο τόσο τον μεθάει η προσδοκία μιας ψυχικής αναγέννησης που θα τον απαλλάξει από τη συναισθηματική φυλακή στην οποία νιώθει εγκλωβισμένος. Κι αυτή η προσδοκία εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο στο παρακάτω ποίημα:
Μια με έγραψα
Μια με έσβησα
(Εσκεμμένα κοιμήθηκα)
Μνήμες στηρίγματα
Χάραξα
(Ενδελεχώς ξύπνησα)
Με καινούργια χρώματα
Την αυγή
Με ζωγράφισα
Μα δεν τελείωσα ακόμη
Κι ας πίστεψα
(«Ενδελεχώς»)
.
ΜΑΡΙΑ ΠΥΛΙΩΤΟΥ
Θράκα 28/04/2019
Έφτασε στα χέρια μου από την αγαπημένη, αξέχαστή μου Λάρισα. Το ξεφυλλίζω με αγάπη κι η χαρά μου μεγάλη που γνωρίζω ακόμα ένα ποιητή και το βιβλίο του. Πρόκειται για ένα καταξιωμένο ποιητή, ένα ποιητή με οκτώ ακόμα ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του, γνωστό στην Ελλάδα, μα και στο εξωτερικό. Ο ποιητής, γιατρός στο επάγγελμα, ειδικός παθολόγος, ζει
κι εργάζεται στη γενέτειρά του πόλη.
Ξεκίνησε το 1980, στα 14 του χρόνια δημοσιεύοντας για πρώτη φορά ποιήματά του σε έντυπα της Λάρισας. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1985, κυκλοφορούν τα «Ίχνη». Το 1992 τα «Πήλινα Πρόσωπα», το 2005 η «Νοητή Γραμμή», το 2007 οι «Θίνες» (Ρουμανία), το 2010 το «Ενδόγραμμα»
κι η «Έδδα» κι αυτό στη Ρουμανία. Ακολουθούν οι «Ψευδαισθήσεις» ξανά
το 2010, (Ρουμανία) και τέλος τα «Φύλλα Φωνήεντα», το 2017 (Ιταλία). Μια πλούσια ποιητική παραγωγή και μια ενδιαφέρουσα θεματική διαδρομή που το αποτέλεσμά της είναι εμφανές και στην τελευταία του συλλογή «Γραβάτα Δημοσίας Αιδούς» που προτείνει σήμερα η Στήλη μας. Ίσως με το βιβλίο του αυτό ο ποιητής ξεκινάει μια νέα περίοδο δημιουργικής παρουσίας. Πριν απ’ αυτό είναι σημαντικό ν’ αναφέρουμε πως το 2011, ο ποιητής επιμελήθηκε και εξέδωσε στα αγγλικά την Ανθολογία «World Poetry» με 205 ποιητές από 65 χώρες. Κι άλλες δραστηριότητές του που ο χώρος δεν μας αρκεί να τις αναφέρουμε. Εξάλλου, το νέο του βιβλίο «Γραβάτα Δημοσίας Αιδούς» μας καλεί να το δούμε και να το σχολιάσουμε με την αγάπη πάντα που βλέπουμε τη σωστή ποίηση.
Πρώιμη στάχτη
Της υψικαμίνου
Σαν άλλη ξενιτιά
Της μοίρας μας
Το αβέβαιο
Της θέλησής μας
Και το άβατο
Της ηθικής μας
Κάθε πρωί
Που θρηνούμε όνειρα
Κάθε βράδυ
Που κερνάμε υποσχέσεις
(«Υψικάμινος»,
σελ. 18)
Ο ποιητής ξεκινάει με το «Αλφαβητάρι» (σελ. 9), συμβολικά ίσως, μα με χιούμορ, για να κλείσει τη συλλογή με ακόμα 51 ποιήματά του. Ποιήματα λιτά, συχνά ολιγόστιχα με το τελευταίο «Συγκάτοικος λέξεων» (σελ. 60) για να μας πει πως δεν θα ’ναι βέβαια το τελευταίο του στη συνέχεια, «καθώς ξυπνάει στο μπαλκόνι ανάμεσα σε σελίδες που ακόμα γράφονται».
Έφυγε η γραφή
Κι έμεινε η σιωπή
Κολλημένη στην άμμο ρίμας
Που έπλασε
Με στάχτες
χαϊκού
Ωδές ανάμεικτων προσδοκιών
Σε χαλεπούς καιρούς
Με ενδιάμεσους σταθμούς
Γυμνά διηγήματα
Που δεν άντεξαν
Το καθωσπρέπει της ενδοχώρας
Και ντυμένα ποιήματα
Που τιμωρήθηκαν
Σε ακτές γυμνιστών
Με απαγόρευση εισόδου
(«Γυμνά διηγήματα», σελ. 29)
Ποίηση μοντέρνα, με προσωπική σφραγίδα, στίχοι που δεν τους λείπει ο ρυθμός και συχνά όπου ταιριάζει η ρίμα, «Το κόκκινο ποίημα» (σελ. 23) κι
άλλα. Ο ποιητής μπορεί να μην αγγίζει τον σουρεαλισμό όπως τον γνωρίζουμε
(Μπρετόν, Αραγκόν κ.ά.), μα σίγουρα έχει την ικανότητα να χρησιμοποιεί ένα δικό του υπερρεαλιστικό τρόπο βασισμένο στις εμπειρίες και στην ικανότητά του να μετατρέπει τις καθημερινές εικόνες σε ποιητικές.
Διψάνε οι λέξεις
Και πίνουν κρασί
Να με μεθύσουν
Οργώνω, θερίζω
Μα τώρα σωπαίνω
Μη σβήσουν
Σαν στεγνές κατάρες
Σε ξερά χόρτα
Σπάζω στάμνες
Μα υγρή ηχώ
Να ξαποστάσω
Μες στο λιοπύρι
Χωρίς νερό
Με μια χούφτα λάθη
(«Διψάνε οι λέξεις»,σελ. 36)
Είναι στιγμές που εξωτερικά ο στίχος δείχνει δυσνόητος, μα γρήγορα ανακαλύπτεις το εσωτερικό του βάθος, γεμάτο ανθρώπινη καθημερινή ζωή. Πρέπει, επίσης, να υπογραμμίσω την πυκνότητα του στίχου, συχνά επιγραμματική και το συνεχές ψάξιμό του για τις λέξεις. Είναι πολύ σημαντικό για ένα ποιητή να ’χει στην έγνοια του τις λέξεις. Τον ήχο τους, πώς τοποθετούνται σ’ ένα ποίημα και πώς βοηθούν στην ολοκλήρωσή του
(«Αγρίμι», σελ. 40).
Ξένος αθέατος αναγνώστης
Άγνωστου ποιήματός μου
Που ακόμη
Δεν εμπνεύστηκα
Το βλέμμα σου
Με ποτίζει λέξεις
Και σκαλίζει μέσα μου
Κήπους ανθέων και δακρύων
Καίγοντας τις άκρες
Των δακτύλων μου
Αρνούμενος να δεχτώ
Να γράψω τους στίχους
Που ήδη ξέρεις
(«Το άγνωστο ποίημα», σελ. 55)
Μια ενδιαφέρουσα ποίηση, πρωτοπόρα. Ακόμα και χωρίς να ’χεις διαβάσει την
προηγούμενη δουλειά του, το τωρινό ποιητικό του βιβλίο περικλείει όλη την
εμπειρία και την ωριμότητα που χρειάζεται ο ποιητής για να προχωρεί κάθε φορά πιο ψηλά.
.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ
Η Αυγή 08/09/2019
Η τεχνική τής μίμησης
Έχασα το αλφαβητάρι / Της πρώτης δημοτικού // Και τώρα / Που ψάχνω απεγνωσμένα / Να δώσω στην Άννα / Ένα μήλο / Γέρασα από αναμνήσεις // Χωρίς διακοπή / Για διαφημίσεις // Πίνοντας αναψυκτικό light / Και κάνοντας like / Σε τετράστιχα ημερολογίου («Αλφαβητάρι»).
Η μεταστρουκτουραλιστική θεωρία πριμοδότησε την αντίληψη της κειμενικής αποσπασματικότητας. Ο Jacques Derrida προσέγγισε το κείμενο ως σύνολο από χωριστές αναγνωστικές μονάδες, επειδή όσα στοιχεία το συγκροτούν, είτε πρόκειται για λέξεις είτε για μεγαλύτερα τμήματα λόγου, μπορούν να τεθούν σε εισαγωγικά και να αποτελέσουν παραπομπές, με συνέπεια τη μόνιμη απόσπασή τους από τα οικεία συμφραζόμενα. Δηλαδή οι λέξεις, οι φράσεις ή οι εκτενέστερες ενότητες ενός κειμένου μετατρέπονται αυτόματα σε παραπομπές μέσα στα συμφραζόμενα αμέτρητων κειμένων. Στο βιβλίο του Derrida Glas βασικό αντικείμενο εργασίας συνιστά το “mourceau”, το οποίο μεταφράζεται ως «κομμάτι, μπουκιά, απόσπασμα». Η ποιητική του Δημήτρη Κρανιώτη σχετίζεται άμεσα με τα προηγούμενα, καθώς περιλαμβάνει στα χαρακτηριστικά της την παραπεμπτικότητα. Εδώ ο στίχος είναι βραχύς και συμμορφώνεται προς ένα συντακτικό ή ρυθμικό μοτίβο, ώστε παρουσιάζει αυξημένη αυτονομία, ή αλλιώς, αυξημένη τάση απόσπασης από το σώμα του ποιήματος και δυνητικής ενσωμάτωσης σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Συνακόλουθα, οι διασκελισμοί από τον ένα στίχο στον επόμενο αντιστοιχούν σε μεγάλες παύσεις. Ειδικότερα για τον ρυθμό, αυτός ενισχύεται από επαναλαμβανόμενες δομές, μουσικές ανακατανομές λέξεων, περιστασιακές ομοιοκαταληξίες και τμήματα όπου το ιαμβικό συνήθως μέτρο υπαγορεύει τον τονισμό.
Ένα επίσης διακριτό γνώρισμα της συλλογής Γραβάτα δημοσίας αιδούς αντιπροσωπεύει η υφολογική μίμηση της κοφτής, αποφθεγματικής ή συνθηματικής γλώσσας στα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας. Χάρη στην τεχνική της μίμησης ο συγκεκριμένος ποιητής αποκτά το δικαίωμα να συγκαταλέγεται στους υποψιασμένους δημιουργούς, οι οποίοι κατανοούν ότι το ζήτημα της αναπαραστατικότητας δεν αφορά πρώτιστα την περιγραφή της πραγματικότητας αλλά την αναπαράσταση του λόγου των μέσων που κατασκευάζουν την πραγματικότητα. Παράλληλα, ο Δημήτρης Κρανιώτης κρατά μία ειρωνική απόσταση από αυτόν τον λόγο. Στη συλλογή προκαλούνται ασυνέχειες στις γραμμές που ενώνουν τα ποιήματα με τους αναγνώστες, γιατί εισάγεται ο υπονομευτικός παράγοντας της επιτεταμένης μεταφορικότητας. Έτσι προκύπτουν ασύμβατοι λεκτικοί συνδυασμοί με παράλογο νόημα που εδραιώνει την πολυσημία. Βέβαια παρατηρείται και ένα αρνητικό επακόλουθο: Μία –μικρή οπωσδήποτε– ομάδα ποιημάτων καταλήγει ερμητική. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι στίχοι αποδεικνύονται κυριολεκτικά εικονοκλαστικοί, όπως στον Γλωσσοκεντρισμό, αφού δεν επιτρέπουν τον σχηματισμό εικόνων.
Από την άλλη, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της συλλογής έγκειται στις προοπτικές της. Ο Michael Heim, στο βιβλίο του Electric Language, εξηγεί ότι η ψηφιακή γραφή μετατρέπει την απομόνωση αυτού που γράφει σε ένα δημόσιο δίκτυο, ώστε το συμβολικό σύστημα του ατόμου αντικαθίσταται από τη σύνδεση με τη συνολική κειμενικότητα των ανθρώπινων εκφράσεων. Δηλαδή σε μεγάλο ποσοστό τώρα αλλά περισσότερο ακόμη στο εξής η ατομική έκφραση θα ανάγεται σε συλλογική και εδώ, στη Γραβάτα δημοσίας αιδούς, εμφανίζονται οι προοπτικές για ένα τέτοιο δημόσιο ύφος. Ο Δημήτρης Κρανιώτης τοποθετείται συνεπώς στον αντίποδα της προσκολλημένης στο παρελθόν πλειονότητας των ελλήνων ομοτέχνων του, χάρη στις τεχνικές της αποσπασματικότητας και της μίμησης τις οποίες χρησιμοποιεί και κυρίως χάρη στον νέο ορίζοντα στον οποίο αποβλέπει.
.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
frear.gr 05/12/2019
Ενάργεια του ποιητικού υποκειμένου
Η Γραβάτα δημοσίας αιδούς (Κέδρος 2018) αποτελεί τη νεώτερη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Π. Κρανιώτη, ποιητή με πολλές διακρίσεις που πρωτοδημοσίευσε ποίηση στα 19 του χρόνια (συλλογή Ίχνη, Λάρισα 1985, η οποία επαινέθηκε τότε από τη Μελισσάνθη, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Σωκράτη Σκαρτσή, τον Δημήτρη Δημητριάδη και τον Νίκο Κρανιδιώτη· που την ακολούθησαν τα βιβλία του Πήλινα πρόσωπα, Λάρισα, 1992, Νοητή γραμμή, Λάρισα, 2005 και Ενδόγραμμα, Μαλλιάρης, Θεσσαλονίκη 2010).
Από τις πρώτες σελίδες της ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με το ποιητικό σύστημα του ΔΠΚ: μια ποίηση στοχαστική και αναστοχαστική, που αφουγκράζεται την εποχή της, την ηλικιακή και συνειδησιακή ωριμότητα του ποιητή, τη διαδικασία της μνήμης του και τις ίδιες τις προϋποθέσεις του λόγου, χωρίς να παρασύρεται σε ευκολίες.
Οι συνθέσεις του βιβλίου χαρακτηρίζονται από λιτότητα και λακωνικότητα, αφήνοντας να φανεί για άλλη μια φορά η ιδιαίτερη γοητεία που ασκούν στον ποιητή η γλώσσα και οι λέξεις. Αυτό, τον κάνει να αφουγκράζεται τις ιδιότητες και τις λεπτές απολήξεις τους και να δημιουργεί, παρατηρώντας τες ή παραποιώντας τες, γλωσσικά γεγονότα, χρησιμοποιώντας τες ως ποιητική α’ ύλη παράλληλα με τα ‘αντικειμενικότροπα’ γεγονότα (φαινόμενο που κάνει την ποίησή του ως ένα βαθμό γλωσσοκεντρική).
Παράθεμα 1ο:
ΔΙΨΑΝΕ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ (σελ. 36)
Διψάνε οι λέξεις
και πίνουν κρασί
να με μεθύσουν […]
Παράθεμα 2ο:
ΠΡΩΤΗ ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ (σελ. 21)
Φώναξα
Κατ’ εξακολούθηση
Πετώντας
Κατ’ ευφημισμόν ψιθύρους
Στο πάτωμα
Κρεμώντας στίχους
Στον τοίχο
Με καρφιά συλλαβές
Που ως τώρα
Φοβόμουν να γράψω
[…]
Παράθεμα 3ο:
ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟΣ ΛΕΞΕΩΝ (σελ. 60)
Από δωμάτιο σε δωμάτιο
Τις λέξεις αναστατώνω
Τα ουσιαστικά μαλώνουν
(Ανεξαρτήτως πτώσης)
Χωρίς αιτία
Στο ισόγειο ξαπλώνω
Τα ρήματα διαμαρτύρονται
(Ανεξαρτήτως χρόνου)
Χωρίς δίλημμα
Στο μπαλκόνι ξυπνώ
Ανάμεσα σε σελίδες
Που ακόμη γράφονται
Τα βήματά μου αγνοώ.
Η γλώσσα, όμως, αποτελεί ένα σημειωτικό σύστημα ήδη αρθρωμένο (οι λέξεις αποτελούν οι ίδιες σημαίνοντα με δικά τους σημαινόμενα). Επομένως, η τυχαία περιπλάνηση ανάμεσά τους, η καταγραφή και χρήση των ιδιοτήτων τους (λεκτικών συγκλίσεων, αποκλίσεων, ομοηχιών, οξύμωρων, κλπ.), δημιουργεί μια ποίηση δευτερογενών επικαθορισμών – στην μακρά παράδοση των Ευρωπαίων μοντερνιστών του 20ου αιώνα (Έρνστ Γιαντλ, Όσκαρ Παστιόρ, Τούμας Τράνστρεμερ, Φρανσίς Πονζ), της Βισουάβα Συμπόρσκα, αλλά και καθ’ ημάς ποιητών όπως η Κική Δημουλά, ο Αντρέας Παγουλάτος, η Αλεξάνδρα Πλαστήρα, η Αλεξάνδρα Μπακονίκα, η Έλενα Πολυγένη από τους πολύ νεώτερους ποιητές μας, κ.ά.
Λέξεις και συλλαβές συμβάλλουν σε διακειμενικά παίγνια.
Παράθεμα 4ο:
Αλφαβητάρι (σελ. 9)
Έχασα το αλφαβητάρι
Της πρώτης δημοτικού
Και τώρα
Που ψάχνω απεγνωσμένα
Να δώσω στην Άννα
Ένα μήλο
Γέρασα από αναμνήσεις
Χωρίς διακοπή
Για διαφημίσεις
Πίνοντας αναψυκτικά light
Και κάνοντας like
Σε τετράστιχα ημερολογίου
(ο ποιητής δεν αποφεύγεται αλλά, αντίθετα, επιδιώκει την ενσωμάτωση ετερογενών, ξενόγλωσσων λέξεων στις συνθέσεις του – πρβλ. iPhone, sms, postit, Silver Alert, κ.ά.)
Η συλλογή του επεκτείνεται σε ποιήματα ποιητικής.
Παράθεμα 5ο:
ΓΥΜΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ (σελ. 29)
Έφυγε η γραφή
Κι έμεινε η σιωπή
Κολλημένη σε άμμο ρίμας
[…]
Με ενδιάμεσους σταθμούς
Γυμνά διηγήματα
Που δεν άντεξαν
Το καθωσπρέπει της ενδοχώρας
Και ντυμένα ποιήματα
Που τιμωρήθηκαν
Σε ακτές γυμνιστών
Με απαγόρευση εισόδου
Παράθεμα 6ο:
ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ (σελ. 55)
[…]
Το βλέμμα σου
Με ποτίζει λέξεις
Και σκαλίζει μέσα μου
Κήπους ανθέων και δακρύων
Καίγοντας τις άκρες
Των δακτύλων μου
Αρνούμενος να δεχτώ
Να γράψω τους στίχους
Που ήδη ξέρεις
Η μέθοδος που κατακτιέται μ’ αυτό τον τρόπο, καταγράφει με ενάργεια τι έχει αλλάξει στον ιστορικό χρόνο και στον κοινωνικό περίγυρο και πώς αποτυπώνεται στη συνείδηση του ποιητή.
Παράθεμα 7ο:
ΓΙΑΤΙ ΚΟΙΤΑΖΩ ΠΙΣΩ (σελ. 57)
[…] Το αίμα στέγνωσε πια
Σ’ ερείπια και δρόμους
Συνθήματα που θάφτηκαν
Η νιότη τ’ ανασταίνει
Παράθεμα 8ο:
ΠΥΡΕΤΟΣ (σελ. 42)
[…] Φυσά στα μαλλιά σου
Η ξενιτιά
Γεμάτη από ρυτίδες
Σύννεφα στο ποτήρι σου
Σε πνίγουν
(Δεν θες να θυμάσαι)
Η (εύλογη) καυστική διάθεση δίνει τον τόνο στη συλλογή, με το ομότιτλο ποίημα «Γραβάτα δημοσίας αιδούς».
Παράθεμα 9ο:
ΓΡΑΒΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΙΔΟΥΣ (σελ. 11)
Άρχισα να ξηλώνω
Τα ρούχα μου
Ώσπου έμεινα γυμνός
Στη μέση του πουθενά
[…]
Μα δεν με συνέλαβαν
Για προσβολή δημοσίας αιδούς
Για να σταματήσω τις φωνές
Με κέρασαν αψέντι
Και μ’ έντυσαν στην τρίχα
Όμως τα κορδόνια μου
Δεν ταίριαζαν
Με τη γραβάτα τους
Δεν άφησα ρέστα
Για πουρμπουάρ
Δεν σκόνταψα διαγωνίως
Η λυρική ενατένιση, που συνοδεύει το έργο του Δημήτρη Κρανιώτη από τα Ίχνη, είναι κι εδώ παρούσα σε αναφορά με το πέρασμα του χρόνου.
Παράθεμα 10ο:
ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟ ΧΘΕΣ (σελ. 45)
Το σπίτι μας ξάπλωσε
Με προσκέφαλο
Το δέντρο της αυλής
Ακουμπώντας
Το γαλάζιο του ουρανού
[…]
Παράθεμα 11ο:
ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ (σελ. 52)
Η θάλασσα ψαρεύει σύννεφα
Κι η στεριά σπέρνει χιόνια
Σε μέρες περισπωμένης
(Εντός ή εκτός του χειμώνα;)
Όπου πια δεν χαμογελάμε
[…]
Μια ζωή αιτιατική
-Αναπόφευκτη συνήθεια
Των ημερών που έρχονται-
Σε μια πέμπτη εποχή.
Τέλος, ακούμε, εκεί που δεν θα περίμενε κανείς, τον απόηχο του δημοτικού τραγουδιού –με τη μορφή ενός ιαμβικού επτασύλλαβου στο μέσον ενός ποιήματος– ως στοιχείο καταγωγής ή ανήκειν του συγγραφέα.
Παράθεμα 12ο:
ΥΨΙΛΟΝ (σελ. 46)
[…] Βρεγμένα ψευδογράμματα
Καίνε λευκές σελίδες
Κι αρχέγονα αρχέτυπα
Τη σκέψη μας ζυγίζουν
Παράθεμα 13ο:
ΤΑ SMS ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ (σελ. 59)
[…] Το iPhone μου πέταξα
Στου Πηνειού τα «όχι»
Που δεν ληστεύουν δάκρυα
Που δεν γυρίζουν πίσω
Έμμετρη ή ελευθερόστιχη, λυρική ή αναστοχαστική, η γλώσσα των ποιημάτων αποτελεί το έδαφος του «ποιητικώς κατοικείν» κατά τον Χαίλντερλιν. Ο ποιητής εδώ σε φάση ωριμότητας, αφού δεν μπορεί να σταματήσει να γράφει, διαλέγει τις λεπτές ιδιότητες των λέξεων και των σημασιών τους να συνδιαμορφώσουν το αντικείμενο της έμπνευσής του.
Το σύνολο όλων των νημάτων που συναντιούνται και τέμνονται στο βιβλίο αυτό, καθιστούν το νέο βιβλίο του Δημήτρη Π. Κρανιώτη ένα επίτευγμα, συνεχίζοντας το απαιτητικό, δημιουργικό –και ενίοτε αντιδημοφιλές, με την έννοια του μη εύκολου– έργο του για το οποίο έχει δεχτεί πολλούς επαίνους.
.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ
literature.gr 05/06/2023
Μια εποχή ανανέωσης [Γραβάτα δημοσίας αιδούς
Ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης (στο εξής: ΔΠΚ), οφείλουμε να ομολογήσουμε, ότι εντάσσεται πλέον επάξια μεταξύ των ηχηρών ονομάτων της «ποιητικής γενιάς του 1990». Συνεπώς, ουσιαστικά με κάθε γραπτό-ποιητικό του απότοκο συνεχίζει την προσπάθεια περί ανανέωσης του νεοελληνικού γίγνεσθαι, όπως αυτή άρχισε να διαφαίνεται στους ποιητικούς κόλπους μετά την επίδραση των ιδεών του «Μάη του 1968». Όμως, από την πρώτη του ποιητική συλλογή Ίχνη (Ιδιωτική Έκδοση, Λάρισα, 1985) μέχρι την προς παρουσίαση ανθολογία του Γραβάτα δημοσίας αιδούς (Κέδρος, Αθήνα, 2018, με 52 ποιήματα), ο ΔΠΚ εξελίχθηκε, αφενός επειδή απελευθέρωσε ασυνείδητα τη γλωσσική του δεινότητα, και αφετέρου, επειδή ανανέωσε συνειδητά την κοινωνική ενσυναίσθηση και συναισθηματική του νοημοσύνη.
Ως εκ τούτου, η Γραβάτα δημοσίας αιδούς μετουσιώθηκε σε μέσον, αρχικώς, τρόμου για ό,τι το ζοφερό εκούσια ή ακούσια βιώνουμε, και έπειτα έτι περισσότερο, αφύπνισης, καθότι, μόνο μία τέτοια επανεκκίνηση δύναται να επιφέρει τη συλλογική κάθαρση, ακόμα και εάν αυτό δεν καθίσταται εξαρχής κατανοητό από όλους: Φωνάζοντας / Σε μια γλώσσα άγνωστη (βλ. «Γραβάτα δημοσίας αιδούς»), Αφειδώς μου πρόσφερες / Μη συνειδητά / Παρανοήσεις του ιδεατού […] Και με παρασέρνει / Στον εγγενή κόσμο / Ανεξίτηλων κωδικών / – Ψυχή και σώματι – Λύτρωσης (βλ. «Λύτρωση»).
Η ειρωνεία δεν λείπει από τα γραφόμενά του, όχι επειδή ο ίδιος διατυμπανίζει την ασέβεια ως αφοπλιστική κίνηση όντας στην πλεονεκτική θέση του δημιουργού, αλλά επειδή η βαθύτερη διάσταση αυτής μάλλον ισοδυναμεί με ένα ευσύνοπτο κάτοπτρο του «θεάτρου του παραλόγου»: και στο En attendant Godot (1948) του Samuel Beckett (1906-1989), οι Βλαντιμίρ και Εστραγκόν μάλλον ειρωνικά – και όχι από αφέλεια – περιμένουν την άφιξη μιας υπερβατικής φιγούρας που θα τους σώσει, όμως, αυτή δεν έρχεται ποτέ, παρά τις διάφορες εξωτερικές επιβεβαιώσεις όσο περνάει η ώρα της αναμονής. Εδώ, η αναμονή ισοδυναμεί με την υπομονή: Μα μην μ’ απαντήσεις βιαστικά / Περίμενε τη σειρά σου / Στην ουρά / Περιμένω απαντήσεις / Από σένα κι από μένα / Ξανά και ξανά (βλ. «Μείον ένα»), αφού, inter alia, ο ΔΠΚ συνεχίζει να αναζητάει συνεχώς, αλλά αγόγγυστα τις ωραιότερες εκ των αναμνήσεων του: Και τώρα / Που ψάχνω απεγνωσμένα / Να δώσω στην Άννα / Ένα μήλο […] Πίνοντας αναψυκτικό light / Και κάνοντας like (βλ. «Αλφαβητάρι»), Προφταίνω να φύγω / Μα υπομένω / Σαν κλάδεψα / Λίγα χρήματα (βλ. «Παντός καιρού»). Οι αναμνήσεις για τον ίδιο δεν είναι απλά απομεινάρια του παρελθόντος, μακρινού ή μη. Πρόκειται για υπάρξεις που λογχίζουν όλο το ανθρώπινο είναι πλάθοντας εκ νέου εμπειρίες στο παρόν: Μνήμες άναψαν κεριά / Λιώνουν τον πυρετό σου / Τρέχει η ζωή / Για να κρυφτείς (Δεν θες να την κοιτάξεις) (βλ. «Πυρετός»). Το να θέλεις να τις κρατήσεις ες αεί ζωντανές απαιτεί τόλμη, ίσως να δηλώνει και άσβεστη επιθυμία για να απαλλαγείς από το βάρος ενός βαθιά χαραγμένου άγους: Αν το σκοτάδι φώτισε / Υφαίνοντας αυταπάτες / Αν ο ήλιος βάλτωσε / Σε ρίζες Ερινύων (βλ. «Αυλή χωρίς σιωπές»).
Ο ποιητής ΔΠΚ δεν έχει τόπο: Βρέχει σύνορα / Που μ’ απειλούν / Και σπάζω πόρτες / Για να χαθώ (βλ. «Γη και ύδωρ»). Υπερβαίνει κάθε είδους σύνορα, φυσικά και τεχνητά, μετοικίζει, και όπου εγκαθίσταται σπέρνει γράμματα και λέξεις, καλλιεργεί ελπίδες και όνειρα σαν άλλος (ενήλικος αυτή τη φορά) Peter Pan, που δεν έχει ανάγκη από την με τετραγωνισμένη λογική Wendy: Πάνω σ’ ένα πουλί / Τη ζωή μας χτίσαμε / Και ξαναπετάξαμε / Απλώς μετακομίσαμε (βλ. «Μετακόμιση»). Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι ο ποιητής ΔΠΚ είναι χωρίς ταυτότητα, καθότι κατά μία έννοια άπατρις. Πρώτα από όλα είναι τολμηρός: Κρεμώντας στίχους / Στον τοίχο / Με καρφιά συλλαβές / Που ως τώρα / Φοβόμουν να γράψω (βλ. «Πρώτη απαγγελία»), κατόπιν προνοητικός: Μνήμες στηρίγματα / Χάραξα / (Ενδελεχώς ξύπνησα) (βλ. «Ενδελεχώς»), και τέλος πεπεισμένος για απόδοση δικαιοσύνης, με όποιο κόστος: Και ντυμένα ποιήματα / Που τιμωρήθηκαν / Σε ακτές γυμνιστών / Με απαγόρευση εισόδου (βλ. «Γυμνά διηγήματα»).
Ο ΔΠΚ απεχθάνεται τις ανούσιες συναναστροφές: Από ανθρώπους / Σαστισμένους / Απέναντι στη μοίρα τους / Ανήμπορους / Να την αλλάξουν (βλ.: «Ανόητα “ξ”»). Αν δεν έχει έτερη επιλογή, προτιμάει την εποικοδομητική απομόνωση: Σβήσε το λάθος / Μα μην κοιμηθείς / Γράψε τη μοίρα / Μα μην ξυπνήσεις (βλ. «Ενός λεπτού σιγή»), και πάντοτε αγωνίζεται για το βέλτιστο: Βουρτσίζω τα δόντια μου / Θέλοντας ν’ αναστήσω / Το λευκό της νύχτας / Που πέρασε (βλ. «Πρωινό ξύπνημα»), Μα ζήσε τα ποιήματα / Σαν λάφυρα πολέμου / Ζωγράφισε τι έγραψα / Γυμνός σαν ανασ(τ)αίνω (βλ. «Χωρίς ΦΠΑ»). Φυσικά, ως θνητός είναι τρωτός, ευάλωτος στο αβυσσαλέο σφυροκόπημα των επικινδύνως μεταβαλλόμενων κοινωνικών συνθηκών: Ανήμπορος πειρατής / Στα ίχνη / Ψευδώνυμης φυγής (βλ. «Ψευδώνυμη φυγή»). Η πολιτισμική ρευστότητα δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη για έναν ποιητή, ακόμα και για τους ποιητές που συστρατεύονται με τη λογική του προχείρου και εμπορικού, καθώς κάποτε το ό,τι μη σταθερό γίνεται ανυπόφορο. Ο ΔΠΚ ουδέποτε δήλωσε «παρών» σε άγημα που στήνει ενέδρες με άξονα το προπαγανδιστικό: Δεν μπορώ / Κατά παραγγελία / Ποίημα να γράψω / Αφού η έμπνευση / Σαν δαίμονας με κυνηγά / Και θα νικήσει / Ξανά αυτή (βλ. «Ισοδυναμία»).
Αν, και σε αυτήν την περίπτωση έχουμε έναν ποιητή που ακολουθεί το κασσανδρικό αρχέτυπο του ποιητή-προφήτη, όπως για παράδειγμα ο Σωτήρης Παστάκας και ο Σταύρος Ξ. Πέτρου, για την ώρα το αφήνουμε ως εκκρεμότητα μιας άλλης κριτικής παρουσίασης, Εν τούτοις, σίγουρα ο ΔΠΚ μιλάει για μια άλλη-πέμπτη κατά σειρά(;) εποχή του χρόνου, μια εποχή ανανέωσης, μακριά από σύγχρονα Σόδομα και Γόμορρα: Σε νύχτες παραλήγουσας / (Πριν ή μετά το καλοκαίρι;) / Όπου πια δεν αγαπάμε (βλ. «Πέμπτη εποχή»), Πραμάτεια ελπίδας / Σε παζάρια ψυχών / Που ακυρώνουν / Κάθε διαθήκη του χθες (βλ. «Η δύση της ίριδας»). Και όλα αυτά είναι απαραίτητα μόνον όταν ο ποιητής έχει πραγματικό λόγο ύπαρξης στη σπειροειδή εκτύλιξη του χρόνου, ήτοι όταν είναι φύσει και θέσει ικανός να ανακοινώσει κάτι (όσα) οι μη ποιητικά κεχρισμένοι αγνοούμε ή αδυνατούμε να κατανοήσουμε: Αρνούμενος να δεχτώ / Να γράψω τους στίχους / Που ήδη ξέρεις (βλ. «Το άγνωστο ποίημα»).
.