Η Μαρία Καραθανάση γεννήθηκε στις Σέρρες και μεγάλωσε στο βιβλιοπωλείο που διατηρούσαν οι γονείς της στην πόλη, για σαράντα περίπου χρόνια. Σπούδασε στο τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Φιλοσοφίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων. Σήμερα διδάσκει στο 5° ΓΕ.Λ. Σερρών, είναι Γ. Γ. στην ΕΛΜΕ Σερρών, Αντιπρόεδρος στο Κ.Π.ΟΑΣΙΣ και τακτικό μέλος του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδας. Συμμετέχει ενεργά στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης και ασχολείται με τη λογοτεχνία. Διδάσκει δημιουργική γραφή στους μαθητές της. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Συμμετείχε σε συλλογικούς τόμους ποίησης «Βαρδάρης», «Άφησέ με να ‘ρθω μαζί σου», «Σιδηρά βελόνη στην ουρήθρα», «Μάνα, κι αν έρθουν οι φίλοι μου», ενώ διηγήματά της περιλαμβάνονται στις συλλογές διηγημάτων «Κάποτε στην Ελλάδα» και «Πατησίων και Βερανζέρου γωνία».Το «Κόκκινο νήμα» είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.
* Για την τεχνοτροπία τού δομημένου ρεαλισμού, με την οποία έχουν συγκροτηθεί τα ποιήματα της συλλογής, ο αναγνώστης δύναται να μελετήσει τα έργα «Τί είναι ο δομημένος ρεαλισμός» (εκδόσεις Γράφημα, 2023) και «Θεωρία και πράξη του δομημένου ρεαλισμού. Τεχνητή επεξήγηση των όρων εφαρμογής τής τεχνοτροπίας α’ και β’ επιπέδου» (εκδόσεις Υψικάμινος, 2024).
.
.
ΚΟΚΚΙΝΟ ΝΗΜΑ (2024)
ΣΤΟ ΜΕΝΤΕΡΙ*
Ξαπλωμένος στο πάτωμα τής σάλας,
με το αίμα να ρέει δεξιά τής κοιλιακής χώρας,
αγγίζω με τ’ ακροδάχτυλα την πληγή·
ανοιγοκλείνω τους οφθαλμούς.
Κομιτατζήδες κλωτσούν δυο γυναίκες.
Ο ένας, εκ των δύο, με τεταμένο τον αριστερό βραχίονα, τραβά,
με τα ματωμένα δάχτυλα, τα μαύρα, σγουρά, μαλλιά τής μάνας.
Πιέζει το κεφάλι προς τα κάτω
και ρίχνοντας την πάνω στο, κόκκινο απ’ το αίμα, κιλίμι,
το στρέφει δεξιά.
Ο άλλος, σπρώχνει το κορίτσι, ως δεκαπέντε ετών,
με τη δερμάτινη μπότα, πάνω στο μεντέρι.
Με τις παλάμες πιάνει τους αστραγάλους
κι ανοίγοντας τα πόδια, σε διάσταση, πέφτει πάνω της.**
* Είδος ανατολίτικου χαμηλού καναπέ, σοφάς, ντιβάνι.
** Οι Βούλγαροι στρατιώτες κομιτατζήδες συνήθιζαν να βιάζουν τις γυναίκες οποιασδήποτε ηλικίας
μπροστά στα μάτια, παιδιών, γονέων και συζυγών.
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ*
Με τη φωτογραφική μηχανή
ν’ ανεβοκατεβαίνει πάνω στον θώρακα,
εισπνέω κι εκπνέω τον αέρα,
ανακατεμένος καθώς είναι με αποκαΐδια.
Πατώντας πάνω σε μισοκαμένη σημαία, με τρεις οριζόντιες,
παράλληλες, λωρίδες, λευκού, πράσινου και κόκκινου χρώματος,
στέκομαι στην ανοιχτή είσοδο δίπατης κατοικίας.
Μια γυναίκα, ούτε τριάντα ετών, με φουσκωμένη κοιλιά,
έχει τυλιγμένα τα άνω άκρα πέριξ ανδρικού σώματος,
κρεμασμένο με σχοινί, τυλιγμένο γύρω απ’ τον λαιμό,
στα κάγκελα της εσωτερικής σκάλας.
Αίμα στάζει, ανάμεσα στα πόδια τής κυοφορούσας, στο πάτωμα.
Λυγίζω τους αγκώνες και,
ανασηκώνοντας τη μηχανή με τις παλάμες,
κοιτώ απ’ το γυαλί·
τώρα, εστιάζω στο ζευγάρι.
* Από την επόμενη μέρα της πυρπόλησης της πόλης των Σερρών, πλήθος
δημοσιογράφοι, διπλωμάτες και προξενικές αρχές επισκέφτηκαν, κατέγραψαν και φωτογράφησαν την ανεπανάληπτη καταστροφή που επέφερε ο βουλγαρικός στρατός κατά την αποχώρησή του από την πόλη τον Ιούνιο του 1913.
ΓΥΜΝΑ ΠΟΔΙΑ
Φορώντας γκρι., κοντό παντελόνι, με τιράντες στους ώμους,
στέκομαι, ανάμεσα σε παιδιά,
μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, ούτε δέκα ετών,
στον περίβολο σχολικού κτηρίου.
Παρατηρώ τις τρύπες, από σφαίρες στρατού κατοχής,
πάνω στις εναλλασσόμενες οριζόντια, λευκές και κυανές, λωρίδες
της σημαίας, που κρέμεται στον ιστό, αντίκρυ,
δίπλα στην ανοιχτή σιδερένια πόρτα.
Τρεις γενειοφόροι με τυφέκια χτυπούν,
σπρώχνοντας, από το εσωτερικό προς την έξοδο,
με τις κάνες των όπλων, δυο γυναίκες*
Το επάνω μέρος τού σώματος είναι γυμνό, τα χέρια δεμένα,
με τρίχινο σχοινί, πισθάγκωνα, ενώ περπατούν, χωρίς υποδήματα,
με τα πόδια κόκκινα απ’ το αίμα, καθώς ρέει απ’ τις πληγές.
*Πριν την αναχώρησή τους (1918), Βούλγαροι απήγαγαν τη δασκάλα τού χωρίου Κουμλή (Κουμπλή ή Γουμλη: Αμμουδιά σήμερα) Ευφροσύνη Καλλιμάρκου, μαζί με την ξαδέρφη της, Μαρία, και τις ανάγκασαν να βαδίσουν ημίγυμνες και ανυπόδητες μέχρι το χωριό Βεσνίκο (Αγίο Πνεύμα σήμερα) όπου έδρευε η 8η βουλγαρική μεραρχία.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΨΙΑΝΗΣ
Fractal 19/11/2024
«Στιγμές από γεγονότα που συνέβησαν στη μακεδονική γη, κατά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής»
Η Μαρία Καραθανάση στοχοθετεί στην πρόσφατα εκδοθείσα συλλογή της, στις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και πιο συγκεκριμένα μεταξύ 1906 και 1918, διαπραγματευόμενη χωροχρονικά στιγμές από γεγονότα που συνέβησαν στη μακεδονική γη, εντός και πέριξ της πόλης και της περιοχής των Σερρών, κατά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής. Η ποίησή της, αποτελούμενη από 21 επιμέρους έργα, χαρακτηρίζεται από συνεκτικότητα, θεματική συνάφεια, αλλά και απόλυτο ρεαλισμό, δομημένο*, όπως ο όρος σημειώνεται στο εξώφυλλο, μοιράζοντας, προφανώς σκόπιμα, σε κάθε έργο τους στίχους, μεταξύ πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης γραφής, κατασκευάζοντας – δομώντας λογοτεχνικά, σχηματοποιημένες λεπτομέρειες, ως η ίδια η συγγράφουσα, να είναι παρούσα και συμμετέχουσα, κατά την αναλυτική περιγραφή των πραγματευόμενων στιγμών.
Αποσπάσματα από το ποίημα «Στον οντά» όπου καταδεικνύεται η μεθοδευμένη υφολογικά πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη γραφή της ποιήτριας: «(…) στέκομαι ορθή, σφίγγοντας τις γροθιές./Μετακινώ αριστερά το κεφάλι ως δύο εκατοστά, και βλέπω/(…) Δυο γυναίκες καλύπτουν με μεταξωτό φερετζέ το πρόσωπο (…)».
Ταυτόχρονα η συλλογή, θέτοντας στο προσκήνιο σε κάθε στίχο την ανθρώπινη παρουσία, όχι ως απλή στείρα συμμετοχή, αλλά ως ενεργητική και παθητική συνάμα για τα πρόσωπα συμπεριφορά ή και νοοτροπία, επιχειρεί εμφανώς να διαμηνύσει ανθρωποκεντρικά μηνύματα, προς τον αναγνώστη, που σχετίζονται με τη διαμορφούμενη κοινωνική κατάσταση της περιόδου εκείνης και όχι μόνο.
Απόσπασμα από το ποίημα «Στο μεντέρι» στο οποίο ξεχωρίζουμε αφενός την πάντοτε παρούσα ανθρώπινη συμπεριφορά, ενεργητική για τον δρώντα την πράξη και παθητική για την υπομένουσα ως καταναγκαστικότητα τη δράση ανήλικη, με τις διαστάσεις της βίας και τη νοοτροπία μεταξύ ισχυρού θύτη και ανίσχυρου θύματος και αυτή της βιαιοπραγίας του ανδρικού φύλου κατά του γυναικείου, όπως και αυτή της βίας κατά ανηλίκων, αλλά και της πράξης του σεξουαλικού βιασμού, να υπερβαίνουν την εν λόγω περίοδο, αποτελώντας διαχρονικές κοινωνικές καταστάσεις και μηνύματα ανήθικων συμπεριφορών και πρακτικών που διεισδύουν στον χρόνο, τόσο πριν, όσο και μετά αυτής. «Ο άλλος, σπρώχνει το κορίτσι, ως δεκαπέντε ετών, με τη δερμάτινη μπότα, πάνω στο μεντέρι. Με τις παλάμες πιάνει τους αστραγάλους κι ανοίγοντας τα πόδια σε διάσταση, πέφτει πάνω της».
Ο ίδιος ο τίτλος, «Κόκκινο νήμα», όπως αποκαλύπτεται έξυπνα εντός της συλλογής, στο ποίημα «Οι σπεσιαλίστες», προκύπτει δανειζόμενος, συνθηματικών φραστικών μεθόδων επικοινωνίας μεταξύ των ατόμων, κάτι που τον καθιστά εξαιρετικά εύστοχο. Απόσπασμα από το εν λόγω ποίημα: «(…) Τραβώντας με τον αντίχειρα και τον δείκτη τη γόπα απ’ το στόμα φωνάζω κόκκινο νήμα (..)». Υποσημείωση συγγραφέως «(…) χρησιμοποιώντας φράσεις συνθηματικές, δινόταν το μήνυμα (…)».
Προκειμένου για την επίτευξη ρεαλιστικού βάθους στη δομή, πέραν της διαμορφούμενης σε κάθε στίχο εικονοποιΐας, η δημιουργός δε διστάζει να κορυφώσει τις πράξεις, χρησιμοποιώντας ελληνική ή βουλγαρική ανά περίπτωση ντοπιολαλιά της εποχής, ως ιδιωματικά μέσα γλωσσικής αναπαραστατικής, που παρουσιάζονται, όμως, στη λεκτική ροή αβίαστα, δίχως να φτάνει η χρήση τους στην υπερβολή. Απόσπασμα από το ποίημα «Εις υγείαν» στο οποίο πέραν της εικονοπλασίας παρατηρούμε τη μετρημένη ιδιωματική χρήση του λόγου, η οποία δρα ως συμπληρωματικό ρεαλιστικό υπόστρωμα στην ποιητική σκηνή. «Γονατιστός στο μαρμαρένιο πάτωμα κελιού, μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο, πιάνω με τις τεντωμένες παλάμες τα σιδερένια κάγκελα/(…) αξιωματικοί χειροκροτούν, φωνάζοντας Β 3ΔpaBe ενώ η φωτιά καίει την επιγραφή που κρέμεται πάνω από την είσοδο ναχιγιέ». (Β 3ΔpaBe: εις υγείαν).
Οι διευκρινιστικές σημειώσεις κάτω από κάθε ποίημα βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε ο αναγνώστης να ερευνήσει, ως ιστορικός αναλυτής, το αποδιδόμενο νόημα, με σοβαρό τον κίνδυνο παρανόησης, παρά του ότι οι περιγραφές είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικές, για εκείνον που έχει μελετήσει -ή που επ’ αφορμής αποφασίζει να ερευνήσει- την περίοδο. Ταυτόχρονα, οι διευκρινίσεις, ως αναπόσπαστο μέρος της προγενέστερης αυτών ποιητικής γραφής, φανερώνουν πως πριν από τη συγγραφή έχει προηγηθεί εκτενής ιστορική έρευνα της δημιουργού, τόσο για την καθημερινότητα, όσο και για τις συνθήκες διαβίωσης και τις συνήθειες των κατοίκων, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Η ποίηση, υπό το πρίσμα αυτό, καλείται να συμπυκνώσει και να (απο)κωδικοποιήσει μέσω της λογοτεχνικότητας, τα συμπεράσματα της σχετικής έρευνας, κάτι που η ποιήτρια επιτυγχάνει απολύτως, με καλοδουλεμένη γραφή, με τους δε αριθμητικούς παραπεμπτικούς δείκτες, όχι μόνο να μη διασπούν, αλλά να καταδεικνύουν τη συγγραφική πύκνωση, των όσων ιστορικά εξηγούνται στο πέρας κάθε έργου, προκαλώντας, μάλιστα, για μια εποικοδομητική επανάγνωσή του.
Στο ποίημα, για παράδειγμα, «Στον σταθμό» (βλ. σταθμός του «Χατζή-Μπελίκ», σημερινή Βυρώνεια) και στο απόσπασμα που ακολουθεί, η αριθμητική παραπομπή λειτουργεί συνδετικά και ταυτόχρονα διευκρινιστικά μεταξύ λογοτεχνίας και ιστορίας, παρότι τα στοχευμένα στην περιγραφή χαρακτηριστικά του άνδρα, με το λευκό γένι και τα στρογγυλά γυαλιά, δύνανται να κατευθύνουν και από μόνα τους τη σκέψη για την αποκάλυψη της ταυτότητάς του. «(…) πέριξ του οποίου κάθονται, σε ψάθινες καρέκλες, τέσσερεις άνδρες (βλ. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο επιτελάρχης Βίκτωρ Δούσμανης και ο τότε αντισυνταγματάχης Ιωάννης Μεταξάς)./Παρακολουθώ συτόν με το λευκό γένι και τα στρόγγυλα ασημί γυαλιά, να τοποθετεί τον δείκτη (…)».
Αναπαραστατική λοιπόν η ποίηση της Μαρίας Καραθανάση, συμπυκνώνει λογοτεχνικά το αποτέλεσμα σημαντικής έρευνας, που εργάζεται μέσω συναφούς θεματολογίας την ιστορικότητα της περιόδου με την οποία καταπιάνεται, με υποκείμενα σε ανθρωποκεντρικούς ρόλους, με το αποτέλεσμα -ακρίτου προθέσεως- να επιτυγχάνει την ανάδειξη διαχρονικότερων μηνυμάτων. Διαβάζοντας τη συλλογή αφουγκράζεσαι την κοινωνική διάσταση μιας πολυτάραχης περιόδου, αποζητώντας μετά τις υποσημειώσεις κάθε ποιήματος, την περεταίρω ανάγνωσή του, δίχως η επανάληψη να σε κουράζει, με τον στίχο, αντίθετα, να αποκαλύπτει κάθε φορά, ένα διαφοροποιημένο επίπεδο αντίληψης, ξετυλίγοντας το νόημα ενός νήματος που συνδέει τον κεντρικό με τους επιμέρους τίτλους, αλλά και τους στίχους της συγγραφέως.
.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Fractal 12/11/2024
«Το κόκκινο νήμα της Βουλγαρικής Κατοχής»
Η ποιητική συλλογή, με τον εμπνευσμένο τίτλο «Κόκκινο νήμα» της Μαρίας Καραθανάση, αποτελεί μια ιδανική σύζευξη Ιστορίας και Ποίησης. Γνωρίζουμε ότι η Ιστορία είναι ένα παράθυρο προς το παρελθόν, ένας θησαυρός γνώσης και σοφίας που μας βοηθά να μάθουμε τι συνέβη παλαιότερα, αλλά και να κατανοήσουμε τις ρίζες των σημερινών κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών εξελίξεων, άρα να πατήσουμε γερά τα πόδια μας στο σήμερα.
Από την άλλη, η Ποίηση προσφέρει εκφραστική διέξοδο, αισθητική απόλαυση, ενδυναμώνει την κριτική σκέψη και τον προβληματισμό και αποτελεί πολιτική πράξη. Ιδιαίτερα, όταν ακολουθεί τις αρχές του Δομημένου Ρεαλισμού, όπου ο ποιητής εμβαθύνει στις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές συνθήκες κι αιτίες μέσα στις οποίες διαμορφώνεται η πράξη που αποτελεί το έναυσμα της γραφής. Όπως υποστηρίζει και ο Εμίλ Ζολά «Μια κοινωνία δεν είναι ισχυρή παρά μόνο όταν βγάζει την αλήθεια στο άπλετο φως»
Με λακωνικό τρόπο, ο ποιητής του Δομημένου Ρεαλισμού σαν σε χειρουργικό τραπέζι καθοδηγεί τον αναγνώστη βήμα το βήμα στην επεξήγηση των αιτιών, για τις οποίες έχει προηγηθεί μελέτη και έρευνα στη συσσωρευμένη γνώση των πηγών απ’ τις οποίες αντλεί τις πληροφορίες τού θέματός του. Όσο για το συναίσθημα των γραφομένων, στον Δομημένο Ρεαλισμό, οι συναισθηματικές συντεταγμένες, παραμένουν δέσμιες των εικόνων στις οποίες αντιστοιχούν και μεταδίδονται με τρόπο στρατευμένο ως προς την τελική θεματική στόχευση.
Η ποιητική συλλογή τής Μαρίας Καραθανάση με τίτλο «Κόκκινο νήμα. Σέρρες, βουλγαρική κατοχή, 1906-1918» αποτελεί ένα σύνολο δεκαπέντε ποιημάτων που προέκυψε μετά από την πολύμηνη ενασχόλησή της με τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, τη μελέτη των πηγών που αφορούν τη βουλγαρική κατοχή της ευρύτερης περιοχής των Σερρών και τις συνέπειές της από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα έως το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου σε όλους τους τομείς του δημόσιου και ιδιωτικού βίου.
Με τη συνδρομή του Δομημένου Ρεαλισμού, μετατρέπει την κατανόηση των γεγονότων του παρελθόντος σε εργαλείο εμβάθυνσης στο παρόν, ενώ με τον Ενεστώτα χρόνο που χρησιμοποιεί και την πρωτοπρόσωπη εστίαση, το δρών υποκείμενο των ποιημάτων της τοποθετείται σε διαλεκτική σχέση με το συγκεκριμένο περιβάλλον αποτελώντας συνάμα και το αντικείμενο της αναπαράστασης. Ήρωας και αναγνώστης γίνονται μάρτυρες κοινών εμπειριών, ο ήρωας με τη φυσική του παρουσία και ο αναγνώστης έμμεσα με τη διαμεσολάβηση των στίχων. Η Μ. Καραθανάση αναπλάθει το περιβάλλον της βουλγαρικής κατοχής όχι για να το περιγράψει, αλλά για να συνθέσει μέσω του ποιητικού λόγου ζωντανές εικόνες που σηματοδοτούν τις αιτίες που επέδρασαν στο σχηματισμό της κατάστασης που περιγράφεται. Αποφεύγει τις ηθολογικές αποτιμήσεις, τιθασεύει τον συναισθηματισμό και εμβαθύνει στις συνθήκες που διαμόρφωσαν το ποιητικό της περιβάλλον με στόχο να φτάσει στις αιτίες που διαμόρφωσαν τα φαινόμενα. Παρουσιάζει τα ιστορικά συμβάντα, τα πρόσωπα, τα γεγονότα της βίας και της αποκτήνωσης, απαλλαγμένα από κάθε προσπάθεια ερμηνείας ή παρερμηνείας προκαλώντας το συναίσθημα αβίαστα μέσω της εξαιρετικής εικονοποΐας
Κι επειδή «ένας ποιητής πριν από οτιδήποτε άλλο, είναι ένας άνθρωπος παράφορα ερωτευμένος με τη γλώσσα», όπως αναφέρει η W.H.Auden, η Μαρία Καραθανάση επιλέγει τις κατάλληλες λέξεις, λέξεις που αρμόζουν στην εποχή και στο ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι προκειμένου να αναπαραστήσει τον χωροχρόνο των ποιημάτων -ιστοριών της και να αποδώσει τη σημαντική λεπτομέρεια των περιγραφών.
Σύμφωνα με την Άντζελα Κάρτερ «H τέχνη που υφίσταται για τον εαυτό της και μόνο, είναι μια τέχνη στο τελευταίο στάδιο της ανικανότητας. Αν κανένας – συμπεριλαμβανομένου και του καλλιτέχνη – δεν αναγνωρίζει την τέχνη ως μέσο εκμάθησης του κόσμου, τότε η τέχνη υποβιβάζεται σ’ ένα είδος θορυβώδους χώρου του νου και της επιπολαιότητας του καλλιτέχνη».
Έτσι η ποιήτρια δε δημιουργεί απλά ποίηση, αλλά με τη βοήθεια της Ποίησης και της Ιστορίας δημιουργεί ένα αντιπολεμικό έργο που ματώνει, για λίγο, τις πληγές του χθες με στόχο τη γνώση και την ανανέωση της ιστορική μνήμης.
Προς επίρρωση των παραπάνω, ξεκινούμε την περιδιάβασή μας στους δίσεκτους χρόνους της βουλγαρικής κατοχής, από το ποίημα «Ο Καπετάνιος» που αναφέρεται στον Καπετάν Μητρούση, ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα. Παρακολουθούμε εκστατικοί σε μια καθόλα ρεαλιστική εικόνα και με ενδιαφέρον λεξιλόγιο, τη δολοφονία του Τούρκου Διοικητή του σώματος που κύκλωσε την ομάδα του Καπετάνιου και στη συνέχεια την αυτοκτονία του ίδιου του Καπετάνιου.
…Τραβά με τ’ ακροδάχτυλα απ’ τη φόδρα τού ντουλαμά
κοντόκανο τυφέκιο, υψώνει τον βραχίονα και, ακουμπώντας
τον κρόταφο τ’ αντικρινού, πατά με τον δείκτη τη σκανδάλη.
Mε το ζερβό ανασύρει ξίφος απ’ τη ζώνη·
το μπήγει στην αριστερή πλευρά τού στέρνου,
σχηματίζοντας ορθή γωνία.
Λυγίζει τα γόνατα·
τώρα, σταγόνες αίματος από το στόμα ρέουν στο χώμα.
Ευαισθητοποιημένη η ποιήτρια και σχετικά με τη γυναικεία παρουσία στα άσχημα αυτά χρόνια, προβάλλει τις ηρωίδες είτε ως πρωταγωνίστριες, όπως η καπετάνισσα Σοφία στο ποίημα «Σαν άλλη σπαρτιάτισσα», είτε ως θύματα της βίας των Κομιτατζήδων. Καταρχάς, η Καπετάνισσα Σοφία, γυναίκα σύμβολο της εποχής συλλαμβάνει τον επικεφαλής της βουλγάρικης αστυνομίας, υπεύθυνου για την πυρκαγιά της πόλης των Σερρών το 1913.Η εικόνα της αλλά και τα λίγα λόγια της στο τέλος προδίδουν ένα άτομο πονεμένο αλλά δυναμικό
γυναίκα, με μαύρη μαντήλα τυλιγμένη γύρω στο κεφάλι
και μακρύκανο τουφέκι περασμένο χιαστί από τον αριστερό ώμο,
και παρακάτω διαβάζουμε
«Δικό σας, το παλιόσκυλο», φωνάζει η καπετάνισσα
Και πάλι γυναίκες, τώρα ως θύματα σε σκηνές που προκαλούν θλίψη και αποτροπιασμό για τα εγκλήματα που διαπράχθησαν τα χρόνια αυτά. Στο ποίημα «Μεντέρι» το ποιητικό υποκείμενο μέσα σε μια λίμνη αίματος γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας της μάνας και βιασμού της κόρης .
Ο ένας, εκ των δύο, με τεταμένο τον αριστερό βραχίονα, τραβά,
με τα ματωμένα δάχτυλα, τα μαύρα, σγουρά μαλλιά τής μάνας.
Πιέζει το κεφάλι προς τα κάτω
Και, ρίχνοντάς την πάνω στο, κόκκινο από το αίμα, κιλίμι
το στρέφει δεξιά.
Ο άλλος, σπρώχνει το κορίτσι, ως δεκαπέντε ετών,
με τη δερμάτινη μπότα, πάνω στο μεντέρι.
Με τις παλάμες πιάνει τους αστραγάλους
κι ανοίγοντας τα πόδια, σε διάσταση, πέφτει πάνω της.
όπως και στον «Οντά», όπου το δρων υποκείμενο κρυμμένο παρακολουθεί τους κομιτατζήδες να αφαιρούν με τη βία τα χρυσά κοσμήματα από Τουρκάλες της περιοχής, ξεσκίζοντας τα στήθη τους
Καθώς κατεβάζει το χέρι προς τα κάτω,
μπήγοντας τα νύχια στο δέρμα,
γυμνώνει τους δύο μαστούς απ’ το χρυσό.
Αίμα ρέει από τις κομμένες θηλές.
Και στο ποίημα «Τα κουδούνια», βλέπουμε τις γυναίκες να χορεύουν γυμνές με κουδούνια κρεμασμένα στο λαιμό τους κατά παραγγελία των Βουλγάρων που με ξιφίδια χαράζουν το σώμα τους
Στρατιώτες, με μαύρα μαλλιά και γένια περιμετρικά στο πρόσωπο,
κινούνται γύρω τους, κρατώντας μυτερά ξιφίδια.
Αίμα κυλά απ’ τις πληγές, κάθε φορά, που με τις άκρες
των μαχαιριών χαράζουν τη σάρκα.
Το δρων υποκείμενο ως δημοσιογράφος στο ποίημα «Αυτόπτης μάρτυς» ανακαλύπτει τα πτώματα των απαχθέντων από τους Βουλγάρους επτά προκρίτων. Η εικόνα δηλωτική της φρίκης
Σε απόσταση ενός μέτρου,
τρεις κεφαλές κείτονται, με πλήθος εντόμων,
γύρω από τους οφθαλμούς.
«Επτά σφαγισθέντες πρόκριτοι τής πόλεως
προ της αναχωρήσεως τού εχθρικού στρατού…»,
γράφω, καθώς καταπίνω τα γαστρικά υγρά,
που ανεβοκατεβαίνουν στον οισοφάγο.
Ενώ, ως φωτογράφος, στο ποίημα «Η επόμενη μέρα» αποδίδει με τον φωτογραφικό φακό το αποκρουστικό συμβάν που συναντά κατά την αποχώρηση του βουλγαρικού στρατού από την πόλη το 1913
Μια γυναίκα, ούτε τριάντα ετών, με φουσκωμένη κοιλιά,
έχει τυλιγμένα τα άνω άκρα πέριξ ανδρικού σώματος,
κρεμασμένο με σχοινί, τυλιγμένο γύρω απ’ τον λαιμό,
στα κάγκελα τής εσωτερικής σκάλας.
Αίμα στάζει, ανάμεσα στα πόδια τής κυοφορούσας, στο πάτωμα.
Τέλος, στο ποίημα «Οι σπεσιαλίστες», παρακολουθούμε βήμα βήμα την εκτέλεση του κομιτατζή Πέτρου Σκρέκα μέσα στην αγορά των Σερρών. Εδώ ακούμε για πρώτη φορά το σύνθημα «κόκκινο νήμα». Ήταν το μήνυμα πως εκείνη την ημέρα τα σπίτια και τα καταστήματα της περιοχής έπρεπε να είναι έτοιμα να φιλοξενήσουν αυτόν που διέπραξε τη δολοφονία του Βούλγαρου Κομιτατζή.
Διαβάζουμε:
Τραβώντας με τον αντίχειρα και τον δείχτη
τη γόπα απ’ το στόμα φωνάζω «κόκκινο νήμα».
Ένας άνδρας, με άσπρη, ολόσωμη, ρόμπα, προχωρά,
κρατώντας ματωμένο μπαλτά στην παλάμη,
ενώ τον ακολουθεί ο Νάσος.
Τραβώντας απ’ την τσέπη τού σακακιού σιδερένιο όπλο,
ανασηκώνει τον βραχίονα, πιέζει με τον δείχτη τη σκανδάλη
και τον πυροβολεί.
Το σύνθημα «Κόκκινο νήμα» αποτέλεσε την αφόρμηση για να δοθεί ο συγκεκριμένος τίτλος στην ποιητική συλλογή μια και η δήλωση αλλά και η συνυποδήλωση του, ευνοεί την πολυδιάστατη ερμηνεία και προσέγγιση των όρων διεγείροντας το ενδιαφέρον και την αγωνία του αναγνώστη.
Συνεπώς, η Μαρία Καραθανάση με τη χρήση του πρώτου προσώπου, τη χρήση του Ενεστώτα, τις ρεαλιστικές της περιγραφές και εικόνες, την απόδοση των λεπτομερειών και την κατάλληλη γλώσσα πλέκει με συνέπεια το κόκκινο νήμα των πράξεων στο πλαίσιο της Βουλγαρικής Κατοχής και μεθοδικά χωρίς περιττά λόγια, με βάση τις ιστορικές της γνώσεις, μας καθοδηγεί στην διαλεύκανση των αιτιών των πράξεων αυτών και στη δημιουργία ενός ζωντανού έργου που πάλλεται, ενός έργου που αποτελεί ορόσημο για την ιστορική μνήμη των κατοίκων των Σερρών και σημείο αναφοράς στα ελληνικά γράμματα.
Η Μαρία Καραθανάση γεννήθηκε στις Σέρρες και μεγάλωσε στο βιβλιοπωλείο, που διατηρούσαν οι γονείς της, στην πόλη, για σαράντα περίπου χρόνια. Σπούδασε στο τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Φιλοσοφίας του ΑΠΘ, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων. Σήμερα διδάσκει στο 5ο ΓΕ.Λ. Σερρών, είναι Γ.Γ. στην ΕΛΜΕ Σερρών, Αντιπρόεδρος στο Κ.Π. ΟΑΣΙΣ και μέλος του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδας. Συμμετέχει ενεργά στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης και ασχολείται με την λογοτεχνία. Διδάσκει δημιουργική γραφή στους μαθητές της. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Συμμετείχε σε συλλογικούς τόμους ποίησης του ΦΟΕ «Βαρδάρης», «Άφησε με να έρθω μαζί σου», «Σιδηρά βελόνη στην ουρήθρα»,, «Μάνα, κι αν έρθουν οι φίλοι μου», ενώ διήγηματά της περιλαμβάνονται στις συλλογές διηγημάτων του ΦΟΕ «Κάποτε στην Ελλάδα» και «Πατησίων κι Βερανζέρου γωνία». Αγάπη της ξεχωριστή η διδασκαλία Δημιουργικής Γραφής στους μαθητές/τριες μου, γιατί πιστεύει πως η γραφή είναι το μυστικό που θ’ αλλάξει το μέλλον του κόσμου.