Η Μαίρη Χάψα, με καταγωγή από τη Χαλκιδική, ζει στον Άσσο Κορινθίας και εργάζεται ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και έκανε μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου στη Σκοτία(Μ8€ in Classics).
Έχει ανακηρυχθεί διδακτωρ κλασικής φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο Πατρών με διδακτορική διατριβή στον Ομηρικό Ύμνο στην Αφροδίτη (V) με άριστά και από τον Δεκέμβριο του 2023 εκπονεί μεταδιδακτορική έρευνα στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου στη Σχολή Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.
Από το 2008 παραδίδει εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής σε παιδιά και εφήβους, σε συνεργασία με διάφορους φορείς ενώ παράλληλα είναι επιστημονικός συνεργάτης της συστηματικής ανασκαφής στην Αρχαία Τενέα, δημιουργώντας εκπαιδευτικά πολιτιστικά προγράμματα για μαθητές της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και για φοιτητές αρχαιολόγους.
Εκτός από τα βιβλία
Είναι μέλος της Κριτικής Επιτροπής του Παγκορινθιακού Λογοτεχνικού Μαθητικού Διαγωνισμού και μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Είναι ποιήτρια και συγγραφέας παιδικών βιβλίων.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
Aγλαά άποινα (Γαβριηλίδης, 2011)
Ίμερος (Βακχικόν, 2024)
ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Το βραβείο του Αλτερίνου (εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα, 2006)
Επίσης δύο ακόμη χριστουγεννιάτικα παραμύθια, ένα θεατρικό έργο λαογραφικής θεματικής (2018) και η μεταφραστική επιμέλεια του βιβλίου Εικαστικές Ματιές Artistic Sights (έκδοση της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης Κορινθίας, 2002). Επίσης έχει συμμετάσχει στη συλλογική ποιητική έκδοση Cundu Luna Vini (2017), σε διεθνή και πανελλήνια εκπαιδευτικά συνέδρια και σε δύο ομαδικές εκθέσεις καλλιτεχνικής φωτογραφίας. Ως στιχουργός έχει γράψει τραγούδια για μουσικοθεατρικές παιδικές παραστάσεις (έκδοση cd το 2016 σε συνεργασία με το Σύγχρονο Κορινθιακό Ωδείο).
.
.
ΙΜΕΡΟΣ (2024)
ΙΜΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΦΥΗΣ
σώμα της ώρας
φωτιά σκόρπισε γύρω·
γίνε σταγόνα
γυρίζεις χρόνε
και ρίχνεις στα κύματα
παλιές αρνήσεις
άρρητη νύχτα
κρύψε με σε ξέφωτα
άφεση να βρω
ζητώ μαστούς να
θηλάσω αλήθειες
που λησμόνησα
καιρό μέσα της
απόηχοι εφορμούν
εντελώς γυμνοί
πυρακτωμένα
όρια σμιλεύετε
Ίμερους δριμείς
αφιλόξενα
τ’ απάνεμα λιβάδια
βροχές πώς σβήνουν!
πώς να σε βρίσκω
όταν χάνεσαι μέσα
σε ηλιοτρόπια;
με τίνος νεύμα
τα έσω μας τοπία
σκορπίζουν γύρη;
ανέμελες οι
εισπνοές σκοντάφτουνε
εις το ανήκειν
γεύση αλμύρας
να φιλιώσω με καλεί
με τους κρατήρες
κάλεσέ με σε
αυλές όλο γιασεμί
ν’ αλέσω πέτρες
ΙΜΕΡΟΣ ΝΗΜΕΡΤΗΣ
σμίγεις ηδονές
με κοχύλια που κρύβουν
εύμολπες ακτές
σκορπούσες πάντα
ανόνειρες τις ρόγες
στο μυρογυάλι
μορφές χαλούσες
από γυμνούς ανέμους
που καλπάζουνε
παραμιλώντας
δυο ζεστά κορμιά ριγούν
προσπερνώντας μας
αγγίζεις χώρες
που ανήμερα θεριά
τάζουν ουρανούς
κλείνω στη στιγμή
το πριν και το μετά μας
-αγέρας γίνε-
τύλιξες απλά
τη σιωπή με μια ματιά
ξεγυμνωμένη
έλα νιώσε με
ανέγγιχτα καθάρια
μέσα στη φυγή
λευκές σελίδες
στα κατεπείγοντα χθες
θάλπος έρωτα
κολυμπώ σ’ ένα
θησαυρισμένο εγώ
μόνη μαζί σου
ΙΜΕΡΟΣ ΓΛΥΚΥΣ
ώρες που βρίσκει
η πλάση να συζητά
για το είναι μας
μικροί ροδαμοί
βασανίζουν άθελα
το κοίταγμά μας
χύνεται ήχος
αγκάλης σε γιοφύρια
ανενόχλητα
κοίτα η αφή
πώς ατέρμονα ζητά
υετό να βρει
ίριδες νερού
απαιτούσαν το μπλε τους
από τη φύση
ραγίζουν μόνα
τα άγρυπνα κλαδιά
πάνω στην όχθη
με πορτοκάλια
οι ξυπόλητοι καιροί
θαρρώ ξεδιψούν
.
ΑΓΛΑΑ ΑΠΟΙΝΑ (2011)
Ι
Αρχέγονο τραύμα μου
διάσπαση του αδυσώπητου εγώ μου
διαμελισμέ του όλου μου
κόπιασε
φίλιωσέ με
καταλάγιασε την οργή
έκκληση σου κάνω
παράκληση σεπτή!
Μη μου γκρεμίζεις το λόγο
και τα σύμβολά του
ξέπλυνέ με
καθάγιασέ με
εξοικείωσέ με
με το έτερον, το ανοίκειον, το άξενο ξένο μου.
Αποστρέφομαι
τους καθαρτικούς θρήνους.
Πρόσφερέ μου
ευγενικό θυώδη χώρο
για το συγκερασμένο μου εγώ
θέρισε την πηγή
μη σκοντάψω σε λίθινες ελπίδες.
Αρχέγονο τραύμα μου,
εσένα
επικαλούμαι
για να ανακαλέσω μια πρώιμη σκέψη
υπερβατικής αντιδικίας
ΙΙ
Χαίρομαι, όταν αγναντεύουμε οι δυο μας,
εσύ τον Ωκεανό καθώς γεννιέται στον ορίζοντα
και εγώ εσένα καθώς αναδύεις κάθε μορφή σιβυλλική
Με θυμάμαι πάντα να ψάχνω το βλέμμα σου
περιπλανώμενο στην ακύμαντη θάλασσα
γεμάτο χρώματα και γαλάζια όνειρα
Κανένα κύμα δεν σε παρέσυρε ποτέ
Πού τους έβρισκες πάντα εκείνους τους απάνεμους γιαλούς
για να δραπετεύεις από την καταιγίδα μέσα στη νηνεμία;
Θαρρώ, πως θα σε ζήλευε ο Οδυσσέας
Την αλμύρα στα χέρια σου
τον ευνοϊκό άνεμο στη ψυχή σου
τον νόστο σου για έρωτα
το ταξίδι σε δικές σου μακρινές πατρίδες
Και ας τυχαίνεις σε κακοκαιρίες,
θα σου έλεγε
“Ταξιδιώτη, εσύ ανοίγεσαι από την Ιθάκη για το πέλαγος
και όλοι οι θεοί μαζί σου,
ούτε ένασ Ποσειδώνας σκιά στο δρόμο σου”
Τα λόγια του Ιθακήσιου ιερή παρακαταθήκη
Από την Ιθάκη ανοίγεις πανιά
Μην το ξεχνάς
.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ
Δημοσιευμένο στο simiomatario.gr/η-ποίηση/
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης 2024
«Ύμνος προς τα αποδημητικά πουλιά των Τεμπών»
Βάρυπνη η άυλη πύρινη φτερούγα
σαν πλάσμα απόκοσμο, αθώρητο σταλάζει
με ασίγαστο θυμό σε οδοντωτά δοξάρια
μελανά βάφοντας τα άμφια της ζωής.
Χωνευτήρι άγριων οδυρμών
η αχερουσία μεταλλική θάλασσα.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
vakxikon.gr
Μαίρη Χάψα: “Η Ποίηση ριζοβολεί στο πιο αρχέγονο είναι μας”
Η ποιητική σας συλλογή «Ίμερος» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν. Τι σηματοδοτεί για εσάς αυτό το βιβλίο;
Ο «Ίμερος» είναι κάτοπτρο έσω τοπιογραφίας και κοινωνικής ψυχογραφίας, ο άλλος καθρέφτης της πιο βαθιάς φωνής των ορμών και των ενστίκτων μας, του πνεύματος και της ψυχής μας, αναζητήσεων, στοχασμών, απότοκος ενσυναίσθησης της πιο μικρής ταπεινής μας στιγμής. Κραταιά ανάγκη να ειπωθεί και να «κοινωνήσει» το ανείπωτο της προσωπικής μου αισθαντικότητας και αλήθειας. Οι διαθλάσεις του Ίμερου είτε αφορούν τη φύση είτε τη σθεναρή ερωτική επιθυμία είτε τη φιλοσοφική αναζήτηση είτε τις διαπροσωπικές σχέσεις και την καθημερινότητα αίρουν ανερμήνευτα τις συναισθηματικές έδρες μας καθώς ο Ίμερος ως ενεδρεύων πόθος είναι πάντα ορμώμενος από την Κυθέρεια Αφροδίτη. Αναπόδραστα; Eίναι απρόβλεπτος και καταλυτικός σε όλες τις εκφάνσεις του.
Γιατί «Ίμερος»; Τι «δένει» τα ποιήματα που θα διαβάσουμε στις σελίδες της συλλογής;
«Ίμερος», γιατί στοιχειοθετείται από μια φιλομμειδή δράση μέσω δυνάμεων που αρέσκονται στην ανατροπή ρόλων. «Ίμερος», γιατί αφορά στο ερωτικό ανάγλυφο στο οποίο δραστηριοποιείται, στη σφαίρα δράσης και επιρροής του. Τα ποιήματα της συλλογής αυτής τα «δένει» σαν εσωτερική αρχιτεκτονική και μορφολογία η χάικου ποιητογράφηση. Επιτρέψτε μου να δανειστώ τα λόγια του Γιώργου Ρούσκα, ποιητή και κριτικού λογοτεχνίας, σχετικά με την δυναμική της χάικου ποίησης:
Τι είναι το χάικου; H μέγιστη συγκέντρωση της ουσίας αυτών που θα έλεγε σε εκατοντάδες σελίδες ένας συγγραφέας ή σε λίγους στίχους ένας ποιητής, συμπυκνωμένη ακριβώς στο ελάχιστο λεκτικό κύτταρο των δεκαεπτά συλλαβών με μία χθόνια μουσικότητα… Είναι η μικρότερη ολοκληρωμένη, πλήρως ενσωματωμένη αναφορά στο Παν.
(Χοϊκά χάικου και δεπέλλιχοι συν δύο δοκίμια, Κοράλλι, 2021)
Αυτή η ποιητική δυναμική του λεκτικού κυττάρου των 17 συλλαβών σε μόλις 3 στίχους δημιουργεί κατά την προσωπική μου ποιητική αισθητική και αίσθηση έναν άλλον ποιητικό χωροχρόνο. Ενυπάρχει ένας απαράμιλλος σεβασμός στον λεκτικό χώρο, μια σεπτότητα, που δεν υστερεί ποιητικά-τοπογραφικά καθώς το νοηματικό βάθος και το σώμα των λέξεων, όπως αυτό συντίθεται, «οικοδομούν» δικές τους διαστάσεις και χρονικότητα. Ελπίζω να συναποτελέσουν τα χάικου ποιήματα νήματα συνένωσης φωνών, εμού και των άλλων. Από το αυτό- στο συν-, σπουδαίο δεν είναι; Με αφορά το μοίρασμα και η φιλότητα, εξίσου- ομολογώ.
Αν έπρεπε να διαλέξετε μόνο ένα χάικου ποίημα από αυτή τη χάικου ποιητική συλλογή ποιο θα ήταν αυτό και γιατί;
*
το φως τρυπάει
αρχέγονους πυθμένες
μεθώντας νύχτες
*
Θα επέλεγα αυτούς τους στίχους, γιατί ενέχουν την καταλυτική δύναμη του Ίμερου εν τη εμφανίσει του και την αισθαντικότητα της δυναμικής του και των επιταγών του. Ο έρωτας θεωρώ ότι είναι η πιο επαναστατική στάση ζωής και η ζωογονία του παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις, όταν συν-κοινωνεί. έχει ένα φως διαπεραστικό και μια δύναμη με αρχέγονες καταβολές που δύναται να μεθύσει τις νύχτες, να τρυπήσει δηλαδή κάθε στερεοτυπικό της ύπαρξης πυθμένα και να φτάσει αλώβητος και λαμπρός μέχρι το σκότος του υποσυνειδήτου.
Ο «Ίμερος» είναι η δεύτερη ποιητική σας συλλογή. Η πρώτη εκδόθηκε το 2011. Πώς λειτούργησε για εσάς ποιητικά το διάστημα που μεσολάβησε;
Ο τίτλος της πρώτης μου ποιητικής συλλογής «Αγλαά άποινα» (εκδ. Γαβριηλίδη, 2011) παραπέμπει στα λαμπρά αντίδωρα που προσφέρει ο Έρωτας, με τον Ίμερο σαφώς να κατέχει μία μείζονος σημασίας ποιητική παρουσία. Όλο αυτό το διάστημα λειτούργησε για μένα ως καρποφόρος χρονικότητα ποιητικών ζυμώσεων, ως μπόλιασμα αναστοχασμών, εγκυμονώντας μια νέα ποιητική γέννα -θα έλεγα- καθώς η μορφή του Ίμερου επανέρχεται μεν στο ποιητικό προσκήνιο και πάλι αλλά τώρα πρωταγωνιστικά και αποκλειστικά σε χάικου ποιητογράφηση. Στο δεύτερο βιβλίο, ο Ίμερος αποκτά πλέον πολυπρισματικές διαστάσεις και έχει τριημερή σύνθεση: σαν ιδιοσυγκρασία είναι νημερτής, γλυκύς και χρονοφυής. Εγείρει δαίμονες και αγγέλους στο εθελούσιο των ανέμων του, συμπαρασύροντάς μας μέσα στις εύθραστες διαθλάσεις του.
Πότε μπήκε η Ποίηση στη ζωή σας;
Στην εφηβική ηλικία αρκετά νωρίς, και ήταν… εισβολή, δριμύτατη θα έλεγα. Ανεξήγητα για μένα από τότε έδρευε μέσα μου με μια εκκωφαντική σιγή που αναζητούσε διαύλους επικοινωνίας των εφηβικών (και όχι μόνο) έσω τοπίων. Η μολυβομύτα ποιητογράφηση γινόταν όλο και πιο κραταιά καθημερινή ανάγκη συνοδεύοντάς με όλα τα χρόνια της ενηλικίωση αλλά και τα μετέπειτα, σαν μια δεύτερη φύση- προέκταση του εαυτού μου. Ένα συνεχές μετ’ εκπλήξεων ταξίδι αυτοανακάλυψης με δίψα για μοίρασμα, πιστός συνοδοιπόρος για την αναζήτηση της προσωπικής μου αλήθειας. Οι συνισταμένες της Ποίησης -τολμώ να πω- έχουν μια δική τους αυτοδιάθεση, σε καταβάλλουν, σε αναζητούν εκείνες. Ο δε απόηχος των έσω διαλόγων μαζί τους γίνεται στίχος. Πιστέψτε με πολλές φορές συμβαίνει.
Τι είναι η Ποίηση για εσάς και τι πιστεύετε ότι είναι η Ποίηση για τον κόσμο;
Η Ποίηση για μένα είναι χρονοφυής σκιαλύτης, ζωοδότρα φωτογέννηση, έσω ρυθμιστής, νημερτής ίμερος που ποθοπλαντάζει στις ταλαντώσεις της ολάκερο το σύμπαν, περιπλανώμενη πνοή και δίνη. Ναι, δίνη! Είναι γέννα και θάνατος μαζί -αυτοστιγμεί-, φως και σκιά σε παλέτα κοινών αποχρώσεων . η Ποίηση ριζοβολεί στο πιο αρχέγονο είναι μας.
Η Ποίηση για τον κόσμο είναι μια ανώτατη μορφή Τέχνης που λειτουργεί πολυεπίπεδα. Αν υπάρχει κάποιο λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό υπόβαθρο, τόσο το καλύτερο. Το σμίξιμό της και το συνταίριασμά της με άλλες μορφές Τέχνης, όπως την Μουσική, τη Ζωγραφική και τη Φωτογραφία, φέρνει αναμφίβολα περισσότερους στον κόρφο της, προσδίδοντάς της ένα πιο οικείο και φιλικό προφίλ.
Πιστεύω πως Ποίηση είμαι εγώ, είσαι εσύ, είμαστε όλοι. Συνυπάρχουμε μέσα της. Οι ποιητικοί στίχοι είναι κάλεσμα στον Άνθρωπο. Στην Ποίηση ενυπάρχουμε εμείς οι ίδιοι. Εκείνη γίνεται δυνατότητα και αφορμή για «έσω» συναπαντήματα.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΙΜΕΡΟΣ
ΕΛΕΝΗ ΑΡΑΠΗ
culturebook.gr 18/10/2024
Η Μαίρη Χάψα στην δεύτερη ποιητική της συλλογή «Ίμερος» (εκδόσεις Βακχικόν) επιλέγει ως μέσο έκφρασης την εξαιρετικά σύντομη και περιεκτική μορφή των χάικου, μια μορφή αντλημένη από την ποιητική παράδοση της Ιαπωνίας. Τα σκίτσα που κοσμούν την ποιητική της συλλογή ανήκουν στον εικαστικό Βασίλη Καψή και ως προς τη λιτότητά τους δένουν άριστα με τη μορφή των χάικου.
Ο ποιητής και κριτικός Γιώργος Ρούσκας, ο οποίος είναι επιμελητής της παρούσας ποιητικής συλλογής ορίζει το χάικου ως «τη μέγιστη συγκέντρωση της ουσίας αυτών που θα έλεγε σε εκατοντάδες σελίδες ένα συγγραφέας ή σε λίγους στίχους ένας ποιητής, συμπυκνωμένη ακριβώς στο ελάχιστο κύτταρο των δεκαεπτά συλλαβών με μια χθόνια μουσικότητα… Είναι η μικρότερη ολοκληρωμένη, πλήρως ενσωματωμένη αναφορά στο Παν».
Πιο συγκεκριμένα, στο βιβλίο του «Χοϊκά Χάικου και Δεπέλλιχοι στο δοκίμιο» (εκδόσεις Κοράλλι, 2021) επισημαίνει ότι: «το χάικου συμβαίνει όταν μια απρόβλεπτη σεισμική δόνηση στην ψυχή του ποιητή σπάσει τα στεγανά και βγάλει ακαριαία στην επιφάνεια μια Αλήθεια. Αυτή μπορεί να δονήσει χιλιάδες ακόμη, προκαλώντας σεισμούς στων αναγνωστών τις ψυχές, ενεργοποιώντας τα βαθιά ρήγματα του έσω τους κόσμου». Αυτή, λοιπόν, η δόνηση στην ψυχή του ποιητή, η οποία κατά τη γνώμη μου προσομοιάζει με αυτό που ο Λόρκα ονομάζει ως κατάληψη από το “Duende”, κάτι σαν την κοσμική διονυσιακή επιφάνεια, λαμβάνει χώρα στην ψυχή της ποιήτριας μέσω του Ίμερου, ενός πραγματικού σεισμού που όταν βρεθούμε κάτω απ’ την επιρροή του η λογική εξασθενεί και βγαίνουν στην επιφάνεια τα έσω τοπία μας.
Ξεκινώντας από τον ίδιο τον τίτλο της ποιητικής συλλογής πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Ίμερος στην αρχαία ελληνική μυθολογία παρουσιάζεται ως ο πιστός ακόλουθος της Αφροδίτης μαζί με τον Πόθο, την Πειθώ και τον Έρωτα και προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «ιμείρω» που σημαίνει «ποθώ». Ο Πλάτωνας στον Κρατύλο[1] διαχωρίζει τον Ίμερο από τον Πόθο, σε σχέση με την εγγύτητα του ερωτικού υποκειμένου. Όταν, λοιπόν, το αντικείμενο της επιθυμίας είναι παρόν, τότε κυριαρχεί ο Ίμερος, ενώ, όταν είναι απόν, ο Πόθος. Επιπλέον, στην Ιλιάδα στη ραψωδία Ξ[2] (214-217) παρουσιάζεται ως μέρος των θελκτηρίων της Αφροδίτης τα οποία είναι κεντημένα στον «κεστόν ιμάντα» της, στην κεντημένη ζώνη της και εμπερικλείει όλα τα δώρα (φιλότης, ίμερος, οαριστύς, πάρφασις) με τα οποία μπορεί κανείς να σαγηνέψει ακόμα και του θεούς.
Επανερχόμενοι στο ποιητικό σύμπαν της Μαίρης Χάψα ο Ίμερος λαμβάνει τρεις εύθραυστες διαθλάσεις (ενότητες), όπως η ίδια η ποιήτρια μας επισημαίνει στο εισαγωγικό της σημείωμα.
Αρχικά, τον παρουσιάζει ως χρονοφυή, που γεννιέται και σβήνει στην κάθε στιγμή. Αυτό «το σώμα της ώρας» το ποιητικό υποκείμενο το προστάζει να γίνει σταγόνα, για να το γευτεί, λέει χαρακτηριστικά: «σώμα της ώρας/φωτιά σκόρπισε γύρω˙/γίνε σταγόνα». Επιπλέον κυρίαρχη είναι η λαχτάρα του ποιητικού υποκειμένου να ζήσει την πλεύση του έρωτα «πρώτη Μοίρα, πες,/θα τη ζήσω άραγε/ αυτή την πλεύση;» και να θηλάσει απ’ τους μαστούς της ζωής την αλήθεια που λησμόνησε, του έρωτα την αλήθεια «ζητώ μαστούς να/θηλάσω αλήθειες/που λησμόνησα». Νιώθει υπόλογη απέναντι στις ίδιες της τις στιγμές, στα έσω τοπία της που την ανακρίνουν «τα φιλομμειδή/ τοπία των στιγμών μου/ με ανακρίνουν» και συνειδητοποιεί ότι ο άνθρωπος πρέπει να αφεθεί να γευτεί τους λωτούς της στιγμής.
Κυρίαρχη στα περισσότερα χάικου είναι η προστακτική, εν είδει επιτακτικής εντολής και η προτρεπτική υποτακτική. Επιπλέον, η Χάψα παίζει με τις αντιθέσεις της θάλασσας και της φωτιάς, του φωτός και της σκιάς. Μάλιστα, ζητά από το ερωτικό υποκείμενο να γίνει σκιαλύτης, υπονοώντας ότι μόνο ο Ίμερος μπορεί να σβήσει τις σκιές από το παροδικό μας τοπίο και να χαρίσει στα χείλη, έστω για μια στιγμή, τη γλυκιά του ανάσα. Οδηγείται στην ένωση του αγγελικού με το πάθος, για να εξυψώσει την ερωτική ένωση στη θεϊκή της ουσία «αγγέλου φτερά/ προμηνύουν δροσερά/ μυστικά πάθη».
Η μνήμη, η λήθη, η μέθη και η πλάνη απασχολούν, επίσης, το ποιητικό μας υποκείμενο. Η ενδοσκόπηση κυρίαρχη «σκαλώνουμε στα/ ηλιοβασιλέματα/ των γκρι ρωγμών μας». Μήπως αυτός δεν είναι και ένας από τους μέγιστους καρπούς του έρωτα, αντικρίζοντας τα μάτια του ποθούμενου Άλλου, ουσιαστικά αντικρίζουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, ο Άλλος γίνεται καθρέφτης της δικής μας αβύσσου και μας κάνει δυνατούς να αλέσουμε ακόμα και πέτρες, όπως μας λέει χαρακτηριστικά. Αυτή η περιπλάνηση και η καταβύθιση προς τα έσω τοπία μπορεί να σκορπίσει τη γύρη της και να μας αναγεννήσει.
Στη δεύτερη ενότητα ο Ίμερος παρουσιάζεται ως νημερτής εκπροσωπώντας την αλήθεια. Παρομοιάζεται με ένα αέναο ποτάμι που ρέει συνεχώς «σαν αέναο/ ποτάμι ο Ίμερος/γεννά φαρέτρες», θυμίζοντας μας τόσο τον Ηράκλειτο, όσο και την Πλατωνική προσέγγιση του Ίμερου στον Κρατύλο που τον παρουσιάζει[3] να ρέει εφορμώντας από τα πράγματα και εφελκόμενος από αυτά. Μέσα σε αυτό το ποτάμι το σώμα και ο πόθος φιλιώνουν. Η ποιητική φωνή ζητά επιτακτικά από το ερωτικό υποκείμενο το αρχέγονο ανταποδοτικό νεύμα «αγάπησέ με/ με αρχέγονη ματιά/ στο έσω είναι». Όλο το σύμπαν συνωμοτεί σ’ αυτή την ένωση «έναστρη σπορά/ ακατάπαυστα καλεί/ ό,τι δικό σου», «σε πνοές κορμιών/ο ήλιος κεραστής/ το φως ξοδεύει» και οδηγεί σε μια αγχιβασία, όπως θα έλεγε ο Ηράκλειτος, επί ξυρού ακμής «ακροπατώ στα/ «ναι» και τις λάγνες λάμψεις/ που μου χάραξες».
Ο χρόνος και η στιγμή και σε αυτή την ενότητα ανακαλούνται από την Χάψα και προστάζουν το ερωτικό υποκείμενο να γίνει αγέρας, σταγόνα, πέτρα και σκιαλύτης της, να γίνει ο ποταμός της, η ζωογόνος δύναμη και το σώμα που θα τη θηλάζει ζωή. Όλο αυτό το ερωτικό ταξίδι, η περιπλάνηση-καταβύθιση στα έσω τοπία εντέλει την οδηγούν στο να δει την αλήθεια της κατάματα: «διέγερση της/ αλήθειας μου σε βλέπω/ κατάματα πια».
Στην τελευταία ενότητα γευόμαστε τους γλυκείς καρπούς του Ίμερου, τη δίψα την ανεξάντλητη του ποιητικού υποκειμένου για φως «ανεξάντλητη/ μια Μικρή μεθόριος/ φως ξεδιψάει». Πρέπει να επισημανθεί ότι σε αυτή την ενότητα είναι έκδηλες οι υπερρεαλιστικές εικόνες και η ανοικείωση. Η Μαίρη Χάψα κατέχοντας άριστα την ελληνική γλώσσα δεν διστάζει να σπάσει τις νόρμες και να μας προσκαλέσει να δούμε αλλιώς τις ίδιες τις λέξεις, προσδίδοντας ήχο στην αγκαλιά «χύνεται ήχος/ αγκάλης σε γιοφύρια/ ανενόχλητα», ρευστότητα στην αφή «κοίτα η αφή/ πώς ατέρμονα ζητά/ υετό να βρει», φωτιά στην πνοή «στον ωκεανό/ μικρά πηγάδια πνοών/ γεννούν κρατήρες» και βάζοντας ακόμα και τα ψάρια να βουτούν σε πύρινα λιβάδια χλιμιντρίζοντας: «ψάρι βουτάει/ σε πύρινα λιβάδια/ χλιμιντρίζοντας».
Εντέλει, η ποιητική της περιπλάνηση μας κάνει να νιώσουμε το ίδιο το σώμα του Ίμερου μέσα στο πετσί μας, να γίνουμε «Οδυσσεύς» και να αναζητήσουμε νέες πατρίδες, αδιαφορώντας για το «αν» και το «πότε» θα βρούμε την Ιθάκη μας.
Είθε η Φιλότητα, ο Ίμερος και ο Έρωτας να νικήσουν το νείκος των καιρών!
.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
FRACTAL 30/4/2024
Ι.-Αμόλευτος οίστρος, μορφοπλαστική φαντασία, αισθητική καλλιέργεια, γνησιότητα πηγαία, esthète ευαίσθητη, αλληγορίες συμβολικές, γλωσσοπλαστικό ένστικτο, βαθύς στοχασμός, ρυθμική λιτότητα, εγκωμιαστικές βακχείες, αμφίροο γίγνεσθαι, πλαστική κομψότητα, διεισδυτική αποκαθήλωση, απόσταγμα, ατομική πραγμάτωση, άκρα λιτότητα, σπινθηροβόλοι στίχοι, εκφραστική συνέπεια, λαμπρό ύφος, αριστοτεχνήματα ζωογόνα, ποιητική έκσταση, σταθερά ρείθρα της περιδιάβασης, αδιάλειπτη ενδελέχεια, μορφικός έλεγχος, πλούσια έμπνευση.
ΙΙ.- Η ποιήτρια Μαίρη Χάψα εισφέρει στην εγχώρια λογοτεχνία με τη συλλογή της “Ίμερος” (105 τρίστιχα haiku και 315 στίχους), άκρα ρητορική των εικόνων, τιθάσευση της απώλειας, πηγαία μετάπλαση της φόρμας, σπουδή στο ελάχιστο, αναδίφηση του ονείρου, του μέλλοντος, των αναμνήσεων, πολλαπλή ερμηνεία, εξοβελισμό του τετριμμένου, ηδονικό σπαραγμό, αλώβητη τριβή στο είναι, λυρική αφαίρεση, λειτουργικές προσδοκίες, «νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω» (Κ.Καβάφης).
Ας σιγήσουν οι σάλπιγγες του κλασικισμού. Τα ξίφη της υλικής υπόστασης διαπερνούν το επιτάφιο μάρμαρο ανατολικόθεν, υπό ιδιότυπη συμπυκνωμένη στιχουργία. Η αρτιότητα των νοημάτων υπερβαίνει τον πλατυασμό της μεγαλόστομης ποίησης. Πέντε ή επτά συλλαβές ανά στίχο συνθέτουν ολοκληρωμένες ποιητικές περιηγήσεις. Αλυσιδωτές αυτόνομες συνδέσεις, όπου οι στίχοι αλλοιώνονται από την απαγγελία, εισχωρώντας ανεπιτήδευτοι σε σοφιστείες ή συμπαντικές αλήθειες ή φυσιολατρικούς ύμνους.
Εν αρχή ην ο τίτλος: θελκτική ελεγεία του ανείπωτου· αναγκαίος όρος του συλλογισμού· Ίμερος, ως ελάσσων θεότητα, συνοδός της Ολύμπιας θεάς και μητέρας του Αφροδίτης. Σημαίνει τη σφοδρή ερωτική επιθυμία, ως εμφανώς αποτυπώνεται, θέληση για το αδιανόητο, το υπερπέραν, τον άλλο κόσμο, τα σύννεφα . Όμως με τον Ίμερο συνοδεία οι οδοιπόροι του βίου ενστερνίζονται τα θνητά πάθη, ζωογόνα της επιβίωσης.
Η νομοτέλεια ή άλλως ο εθισμός ή το εύρημα του αυστηρού λεκτικού περιορισμού, συν την πιθανή παύση στον πρώτο ή στον δεύτερο στίχο. Άρα προκρίνεται το απλό, το λιτό, το στοιχειώδες, το ανεπιτήδευτο. Ως αναγκαία υπαρξιακή επωδός εισάγεται ο «κανόνας της μιάς ανάσας», δηλαδή ο εκφωνητής να απαγγείλει το χαϊκού μεγαλόφωνα χωρίς να παίρνει δεύτερη ανάσα. Η κανονιστική λιτότητα των Haiku επιβάλλει την όσον το δυνατόν ελάχιστη χρήση αντωνυμιών. Βέβαια, λογικό είναι η εισαγωγή του Χαϊκού στην Ευρώπη να επιφέρει μια ελευθέρωση από την αυστηρότητα του Ιαπωνικού ιδεώδους.
ΙΙΙ.- Η διάδοση στη χώρα μας των Haiku ήταν ευχερής, αφού η αρχαία ελληνική γραμματεία επιδιδιδόταν σε λιγόλογα ευφυή επινοήματα, ονομαζόμενα επιγράμματα, εκτός από τα διάχυτα αποφθέγματα ή τις έξοχες ρήσεις ή τις ποιητικές συνθέσεις.
Ο Σιμωνίδης ο Κείος (556-468 π.Χ.) κατέλιπε παρακαταθήκες: α) «Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν», β) «Ανάγκα και θεοί πείθονται», γ) «Νόμος εστι θεός. Τούτον αεί πάντοτε τίμα», δ) «Το γαρ γεγενημένον ουκετ’ άρεκτον έσται», ε) «Ο χορός είναι σιωπηλή ποίηση». Αλλά και σε επιτύμβια είχε διακριθεί ο λιγόλογος Σιμωνίδης: α) «Ω ξειν’ αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», β) «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων ιστόρεσαν Μήδων δύναμιν».
Στην ποίηση ανευρίσκουμε ολιγόλογα φθέγματα πλήρη νοημάτων: Α) στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή: α) «Ευδαίμονες εισί κακών άγευστος αιών», β) «Ούτοι που’ εχθρός, ουδ’ όταν θάνη, φίλος», γ) «Ενός κακού μύρια έπονται», δ) «Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείων έφυν», Ε) «Πολλά τα δεινά, κουδε΄ν αμθρώπου δεινότερον πέλει», Β) στον Επιτάφιο του Περικλή: «Φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας», Γ): α) Στον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη: «Μοχθείν δε βροτοίσιν ανάγκη», β) Ο Ορέστης αποφαίνεται: «Σοφόν το σαφές».
Η λυρική ποιήτρια Σαπφώ (630-570 π.Χ.) «Δέκατη Μούσα», ηδυμελής, μελιχρόν αύχημα Λεσβίων, θηλυκή Όμηρος, τιμή Λεσβίων γυναικών, θαυμαστόν τέρας στιχουργεί: α) «Ήρος άγγελος ιμερόφωνος αήδων» (της άνοιξης προάγγελε, αηδόνι που η φωνή σου θέλγει), β) «Αι δι’ ήχες έσλων ίμερον ή κάλων/ και μη τι είπεν γλωσσ’ εκύκα κακόν» (Αν είχες πόθο να μου πεις κάτι καλό και όμορφο/ και όχι να σου τρώγεται για το κακό η γλώσσα), γ) «Όσσα δε μοι τέλεσσαι/ θύμος ιμέρρει, τέλεσον» (κι όσα η ψυχή μου/ ποθεί να γίνουν, εκπλήρωσέ τα), δ) «Έρος δι’ επ’ ιμέρτω κέχυται προσώπω» (στο όμορφο πρόσωπο ο έρωτας χυμένος), ε) «Κατθάνην δι’ ίμερος τις» (πόθος θανάτου με κατέχει), στ) «Γλυκύπικρον αμάχανον ορπετόν» (ερπετό γλυκόπικρο ανίκητον), ζ) «Έρως δ’ ετίναξεν μοι/ φρένας, ως άνεμος κατ’ όρος δρύσιν εμπέτω» (Έρως τίναξε τον νου μου/ σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει).
Αργότερα ο Μένανδρος (342-292 π.Χ.) έδωσε δείγματα σύντομου λόγου, επιδεξιότητας και νοηματικού βάθους: α) «Ως χαρίεν εστ’ άνθρωπος αν άνθρωπος ή» και β) Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται».
Αξίζει να αναφερθεί η περισπούδαστη πλατωνική παραίνεση, στην θύρα της Ακαδημίας του: «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω μοι την θύραν».
ΙV.- Αναφέρονται στη συνέχεια haiku Ελλήνων ποιητών, που επιχείρησαν να γράψουν σε αυτή τη μορφή: α) Γιώργος Σεφέρης: «Το δοιάκι τι έχει;/ Η βάρκα γράφει κύκλους/ κι ούτε ένας γλάρος», β) Γιώργος Ρούσκας: «Καθείς και πρίσμα/ Η ποίηση προσπίπτει/ Μα πού το φάσμα;», γ) Αργύρης Χιόνης: «Έσβησε ο κόσμος,/ μένει αναμμένη μόνη,/ μια Ανεμώνη», δ) Γιώργος Πατζόπουλος: «Τρεις φίλοι παίζουν/ στα ζάρια το φιλί της/ κι άλλος το πήρε», ε) Μάτση Χατζηλαζάρου: «Πόσην αγάπη/ εσύ χάροντα στυγνέ/ ρημάζεις φέτος», στ) Ελένη Μωυσιάδου: «Βραδυάζει τώρα./ Στην ώρα της η νύκτα./ Εσύ πού είσαι;», ζ) Χάρης Μελίτας: «Άλλαξε ρόλο/ η Ελπίδα στη σκηνή./ Πεθαίνει πρώτη», η) Άγης Μπράτσος: «Εύπιστο σώμα/ ανασαίνεις και θνήσκεις/ με λόγια, λόγια», θ) Νάσος Βαγενάς: «Έχεις πεθάνει./ Το αίμα σου δεν το ξέρει/ Μήτε το στόμα σου», ι) Τάσος Κόρφης: «Μεγάλη λήξη/ το ανικανοποίητο/ νικάει το χρόνο», ια) Ασημίνα Ξηρογιάννη: «Τρία βλέμματα/ εγώ, εσύ κι αυτή./ Εμείς κι μεις», ιβ) Ηλίας Κεφάλας: «Ποιος αδηφάγος/ ζόφος του ασύλητου/ ρουφά τον κόσμο;», ιδ) Σπύρος Γεωργίου: «Απ’ την οδύνη/ στοχασμός και οδύνη/ απ’ τον στοχασμό», ιε) Ευαγγελία-Αγγελική Πεχλιβανίδου: «Μεταγγίσαμε/ Στις υδρίες της φθοράς/ τα όνειρά μας», ιστ) Μαρίκα Συμεωνίδου: «Στην κάμαρή μου/ το σώμα της, τα μάτια/ Σαν το φεγγάρι», ιζ) Πανταζής Φύσσας: «Α, πόσοι κύκλοι/ σμίγουν αρχή με τέλος!/ Δεν παραιτούμαι», ιη) Θεοχάρης Παπαδόπουλος: «Τί πιο τραγικό;/ Να κάνω διάλογο/ με τη σιωπή σου», ιθ) Δημήτρης Φύσσας: «Χάνομαι πάλι/ παράθυρα του δρόμου/ Βλέπω κουφωτά», κ) Αντώνης Παπαδόπουλος: «Ας ταξιδέψω/ Για αποσκευές αρκούνε/ οι λίγοι στίχοι», κα) Γιάννης Τόλιας: «Λείπεις τις νύχτες/ Τόσα χρόνια ονείρων/ σε περιμένω», κβ) Αθηνά Μέλη: «Αναρωτιέμαι:/ Λίγη αγάπη μόνο/ έχει νόημα;», κγ) Γιώργος Γάββαρης: «Η αρμονία/ είναι θέμα γωνίας,/ παραδέξου το», κδ) Μαρία Χουρδάκη: «Μια βελανιδιά/ είναι ο δάσκαλός μου/ μέσα στο δάσος», κε).- Αντρέας Πίττας: «Του Φοίβου λόγια/ ο άμυαλος Αινείας/ πίστεψε πάλι».
V.- Η ποιήτρια διαιρεί ενσυνείδητα τις τρίστιχες χορδές του “Ίμερου” σε τρείς ενότητες: Α) Στον Χ ρ ο ν ο φ υ ή, ήτοι τον συναρπαστικό, αειθαλή και εύρωστο, αλλά φεύ γηράσκοντα, χωρίς δυνάμεις, γιατί λησμόνησε ότι ο χρόνος τρέχει προς υπηρέτηση της συμπαντικής συμμετρίας. Μόνη άχρονη χώρα – άρα άφθαρτη – είναι η συνείδηση, όπου κινούνται οι ιδέες, οι ψυχές, τα συναισθήματα, εις δόξαν του φθέγματος amo ergo sum, που εξαγνίζει τους εαυτούς και τις προοπτικές. Επομένως η αφθαρσία της ψυχής αίρεται υπεράνω της ταπεινότητας του σαρκίου και θριαμβεύει στο πέρασμα του χρόνου, εξουσιάζοντας τον νημερτή και τον γλυκύ, ως εάν πρόκειται για δουλική υποταγή,
Β).- τον αναμάρτητο, αψευδή, ήπιο, ταπεινό, ξάστερο Ν ημ ε ρ τ ή (βλ. Ομήρου Ηλιάδα, Α 514: «Ει δ’ άγε μοι δμωαί νηπερτέα μυθήσασθε» = Αλάνθαστη υπόσχεση δώσε μου με ένα νεύμα).
Γ) Τον οδηγητή στην αιωνιότητα Γ λ υ κ ύ έρωτα, τον δρεπανηφόρο θεριστή, την ψυχωφελή αφετηρία του πάθους, την ακόλουθο της βροντόπολης, πολύχρυσης, περικαλλούς Κυπρίδας, Κυθέρειας θεάς Αφροδίτης, τον έρωτα, τη σκέψη και το συναίσθημα συμπυκνωμένα, στην κατάλυση του εγώ, από την επίθεση του Ίμερου. Σημαιοφόρος περήφανη οδηγός είναι η αφρογέννητη, φιλομειδής Αφροδίτη, που πρωτοπορεί σε όλες τις ερωτικές ανακλάσεις· ακόμη και στον Όλυμπο δίδαξε το πάθος και την ηδονή, αιρομένη σε νεφελώδεις εξάρσεις. Στο ομηρικό ύμνο προ την Αφροδίτη αναφέρεται: «επί γλυκόν Ίμερον ώρσε και τ’ εδαμάσατο φύλα καταθνητών ανθρώπων = αυτή που ξεσήκωσε τους θεούς με πόθο γλυκύ και τα γένη εδάμασε των θνητών).
Συμπληρωματικά αναφέρονται τα εξής: α) Ο Χρ. Γιανναράς σημειώνει σχετικά με τον έρωτα, ότι επέρχεται αυτοπαραίτηση χάριν του Άλλου, β).- ο Αλ. Παπαδιαμάντης περιγράφει εναργώς: «εσπάραζεν κ’ έρρεεν ολόγυρα της μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας» και «ο έρωτας καθιστά τον άνθρωπο αυτοείδωλον τοις πάθεσι», γ) Τέλος ο Άγιος Γρηγόριος Σηναΐτης “στα κεφάλαια δι΄ ακροστιχίδος πάνυ ωφέλιμον” εκφράζει την αρνητική πλευρά ή άλλως τον οφειλόμενο, κατά τις δοξασίες του, αυτοπεριορισμό: «…οι τη ηδονής προσέρχονται δαίμονες. Τα φιλήδονα πνεύματα τον μεν επιθυμητικόν εκκαίουσι, το δε διανοητικόν συγχέοντες σκοτίζουσι της ψυχής».
VI.- Παρατίθενται – προς σύγκρισιν – ορισμένα haiku από την συλλογή “Ίμερος”, που διακρίνονται για τον συμβολισμό και τους αντικατοπτρισμούς του αιώνιου:
Από την ενότητα Χρονοφυής (που περιέχει συνολικά 39 τρίστιχα και 117 στίχους): «Άρρητη νύχτα/ κρύψε με σε ξέφωτα/ άφεση να βρω», «Πρώτη Μοίρα, πες,/ θα τη ζήσω άραγε/ αυτή την πλεύση;», «Τα φιλομειδή/ τοπία των στιγμών μου,/ με ανακρίνουν», «άγνωστοι δρόμοι/ τις σκιές μου οδηγούν/ φωτίζοντάς με», «με προσπέρασες/ ανελέητη σιωπή/ μ’ ένα λίκνισμα», «σκαλώνουμε στα/ ηλιοβασιλέματα/ των γκρι ρωγμών μας», «πράσινη νιότη/ στα πέρατα καρφώνεις/ βλέμματα λάγνα».
Από την ενότητα Νημερτής (που περιέχει συνολικά 40 τρίστιχα και 120 στίχους): «Σώμα και πόθος/ φίλιωσαν μ’ έναν λυγμό/ μες στη ροή σου», «αγάπησέ με/ με αρχέγονη ματιά/ στο έσω είναι», «σε πνοές κορμιών/ ο ήλιος κεραστής/ το φως ξοδεύει», «Πύρινοι κόσμοι/ στο σώμα σου εισρέουν/ αντιφέγγισμα», «διέγερση της/ αλήθειας μου σε βλέπω/ κατάματα πια», «κολυμπώ σ’ ένα / θησαυρισμένο εγώ/ μόνη μαζί σου»,/ «τόξα χειλιών/ ανασταίνουν άναυδες/ φωτεινές σχισμές», «δεν σταματούσες/ να με ρωτάς για όλα·/ τώρα πού ξέρεις;»
Από την ενότητα Γλυκύς (που περιέχει συνολικά 26 τρίστιχα και 78 στίχους): «Πάνω στις ακτές/ απλώνει ο Ίμερος/ τον αιώνα του», «άδειος ήλιος/ στο έλεος τ’ ανέμου/ αλλάζει πανιά», «ώρες που βρίσκει/ η πλάση να συζητά/ για το είναι μας», «στρώσαμε γιαλούς/ και γέμισε η πλάση/ θαλασσοπούλια», «ίριδες νερού/ απαιτούσαν το μπλε τους/ από τη φύση», «στου Αχέροντα/ τις πηγές αρώματα/ ζωής γεννιούνται», «στις ηλιαχτίδες/ ψιθυρίζει το άχτι/ γνώριμους σκοπούς».
Στα παραπάνω Haikou, πρέπει να προστεθούν και εκείνα που περιέχονται στο κεφάλαιο “Οφειλές με χρονοφυή, νημερτή, γλυκειά ευγνωμοσύνη”, από τα οποία διακρίνω το απευθυνόμενο στην αδελφή Αναστασία: «Το μέσα σου/ ζητά νέες πατρίδες;/ γίνε Οδυσσεύς».
.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ
vakxikon.gr Απρίλιος 2024
τήν δ᾽ Ἀφροδίτην
[ἀφρογενέα τε θεάν καί ἐυστέφανον Κυθέρειαν]
κικλήσκουσι θεοί τε καί ἀνέρες, οὕνεκ᾽ ἐν ἀφρῷ
θρέφθη· ἀτάρ Κυθέρειαν, ὅτι προσέκυρσε Κυθήροις·
Κυπρογενέα δ᾽, ὅτι γέντο περικλύστῳ ἐνί Κύπρῳ·
200 ἠ δέ φιλομμειδέα, ὅτι μηδέ ων ἐξεφαάνθη.
τῇ δ᾽ Ἔρος ὡμάρτησε καί Ἵμερος ἔσπετο καλός
γεινομένῃ τά πρῶτα θεῶν τἐς φῦλον ἰούσῃ·
(Ησιόδου, Θεογονία, στ. 195 – 202)
Δανειζόμαστε τους παραπάνω στίχους από τη Θεογονία του Ησιόδου, προκειμένου αφενός να εισαχθούμε στο ποιητικό βιβλίο της Μαίρης Χάψα με τίτλο Ίμερος, το οποίο κυκλοφορήθηκε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Βακχικόν και σε εικαστική επιμέλεια Βασίλη Καψή, και αφετέρου να γεφυρώσουμε τη φιλολογική επαγγελματική και επιστημονική ιδιότητα της ποιήτριας με το θέμα του βιβλίου, το οποίο υποδηλώνεται ευθύς εξαρχής με τον τίτλο που το κοσμεί. Παρόλο που η ποιήτρια, επιστημονικά αλλά και λογοτεχνικά, εγγίζει το θέμα του ίμερου με σημείο αναφοράς τον πέμπτο Ομηρικό Ύμνο στην Αφροδίτη, εμείς επιλέγουμε στο πλαίσιο μιας ευρύτερης διακειμενικής συνομιλίας ένα χωρίο από τον Ησίοδο, όπου την Κυθέρεια και την Κυπρογέννητη Αφροδίτη, την αφρογέννητη και φιλομειδή, καθώς ανεβαίνει στο γένος των θεών, συνοδεύουν ο Έρωτας και ο Ίμερος. Η ποιήτρια συνδιαλέγεται με την ελληνική μυθολογία, με το σύμβολο αλλά και με την ίδια τη λέξη. Όπως είναι ευρέως γνωστό, ο Ίμερος είναι ελάσσων θεότητα, που ανήκει στην ακολουθία της θεάς Αφροδίτης, και αποτελεί προσωποποίηση της σφοδρής ερωτικής επιθυμίας. Η λέξη «ίμερος» προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα «ἱμείρω», το οποίο σημαίνει «ποθώ». Στο ποιητικό σύμπαν της Χάψα ο ίμερος είναι τρισύποστατος: είναι χρονοφυής, νημερτής και γλυκύς. Εξ ου και ο χωρισμός του βιβλίου στις τρεις προαναφερθείσες διαστάσεις ή διαθλάσεις – όπως προτιμά η ποιήτρια – ενότητες.
Πριν προχωρήσουμε στη θεματική ποιητικώ τω τρόπω εκμετάλλευση του Ίμερου, πρέπει να σημειώσουμε ότι η ποιήτρια επιλέγει εκφραστικά την εξαιρετικά σύντομη, υπαινικτική και περιεκτική μορφή των χάικου, μια μορφή αντλημένη από την ποιητική παράδοση της Ιαπωνίας. Ο ποιητής και κριτικός Γιώργος Ρούσκας, ο οποίος επιμελείται το εν λόγω βιβλίο, σημειώνει εισαγωγικά ότι το χάικου «είναι η μικρότερη ολοκληρωμένη, πλήρως ενσωματωμένη αναφορά στο Παν». (σ. 11) Είναι η ποίηση της μιας ανάσας με μια μουσικότητα υποβλητική να τη συνοδεύει. Έτσι η ποιήτρια χρησιμοποιώντας 17 συλλαβές σε τρεις στίχους (5-7-5), όπως είναι και το πιο σύνηθες μορφολογικό σχήμα των χάικου, φορμάρει τα συστατικά υλικά της ποίησής της. Η ορμή του ερωτικού πάθους, το φλεγόμενο σώμα, η διέλευση του χρόνου και η διελκυστίνδα μεταξύ παρελθόντος – παρόντος, μεταξύ μνήμης – λήθης, οι ψίθυροι της νύχτας που κο(χ)λάζουν και η άφεση που ζητεί από την ίδια τη νύχτα η ποιητική φωνή, η μοίρα και η αλήθεια, ο αυτοφυής Ίμερος και τα όριά του, η συνεσταλμένη παρουσία, ωσάν σκιά, του εαυτού, η σιωπή που προσπερνά το ποιητικό εγώ που μένει εμβρόντητο, το αντάμωμα μέθης και πλάνης, τα πάθη που εγείρουν σκέψεις κι αυτές με τη σειρά τους απαντήσεις, ο ακόρεστος νους, οι ρωγμές και το φίλιωμα με το έσω και το έξω από εμάς, η λαγνεία της νιότης και η ωριμότητα, ακόμα και οι γονικές φιγούρες συγκροτούν τον χρονοφυή Ίμερο. Εκείνον που γεννιέται, θάλλει, γιγαντώνεται και – νομοτελειακά – κάποια στιγμή συν τω χρόνω μαραίνεται. Όμως, ο ίμερος νικά σε μεγάλο βαθμό τη φθαρτότητα του σώματος, προασπίζοντας την αφθαρσία της ψυχής. Είναι η διαλεκτική που το ποιητικό εγώ ανοίγει με τα έσω, κυρίως, τοπία υπό το άγρυπνο βλέμμα, το σχεδόν ανακριτικό βλέμμα του καθρέφτη‧ του ανακλώμενου στον εαυτό αποτελέσματος από την εσωτερική ανασκόπηση. Γι’ αυτό και η άνω τελεία μοιάζει προτιμητέα, διότι είναι επίπονο και εξαιρετικά δύσκολο να κλείσει κανείς τους ανοιχτούς λογαριασμούς με τον εαυτό του.
Ενδεικτικά:
ζητώ μαστούς να
θηλάσω αλήθειες
που λησμόνησα
(σ. 21)
σκαλώνουμε στα
ηλιοβασιλέματα
των γκρι ρωγμών μας
(σ. 31)
Ο νημερτής, ο αψευδής, αλάνθαστος και αληθής Ίμερος έρχεται να συμπληρώσει την προηγούμενη διάσταση χρησιμοποιώντας και πάλι ως πρωταρχικά στοιχεία ποιητικής τα αρχετυπικά σύμβολα (ήλιος, σελήνη, θάλασσα, πέλαγος, ποτάμι, φως, σκοτάδι, κ.λπ.), έντονη εικονοποιία από τη φύση (έμβια όντα, ήχους και συνθήκες, τα τέσσερα στοιχεία: φωτιά, αέρας, χώμα, νερό, κ.λπ.) και, βεβαίως, τα χρώματα και τους ιριδισμούς τους. Γενικότερα, η πλάση τροφοδοτεί, καθώς είναι εξαιρετικά πρόσφορη, την ποιητική πένα και αποκρυσταλλώνει τα χάικου. Το σώμα και ο πόθος φιλιώνουν, οι φωτεινές γραμμές του ορίζοντα συνταιριάζουν με τα έσω τοπία, στα οποία ήδη αναφερθήκαμε, η αμφιταλάντευση της ύπαρξης και το ξόδεμα του ποιητικού εγώ από το αγαπημένο πρόσωπο είναι υπό διερεύνηση, το φως ξοδεύεται στις αναπνοές των σωμάτων που εμφορούνται από το πάθος, ενόσω η ηδονή καλπάζει ωσάν γυμνός άνεμος και ο έρωτας τρυπά με τα βέλη του στο στήθος, ενώ το κορμί ριγεί και παραμιλά ευρισκόμενο υπό την επήρεια του Ίμερου και της λαγνείας. Και πάλι η όραση διεγείρει την αλήθεια, την οποία η ποιητική φωνή προ(σ)καλεί εαυτόν να την κοιτάξει κατάματα. Προοδευτικά την οριστική αντικαθιστά η προτρεπτική υποτακτική και εν συνεχεία η προστακτική έγκλιση – σημάδι της σφοδρής επιθυμίας και ανάγκης, έτσι όπως βιώνεται από την ποιητική φωνή – και από τις αισθήσεις το βάρος δίδεται στην αφή.
Ενδεικτικά:
να με ενώσεις
με το θες και την ηχώ
της σελήνης σου
(σ. 52)
πάλλεσαι γλυκά
η αφή στα μάτια σου
ες πώς λιάζεται
(σ. 53)
ψηλάφισέ με
το χάδι σου γινάτι
γης απόκρυφης
(σ. 56)
Τα παραδείγματα είναι πολλά αλλά είναι κατανοητό ότι δεν γίνεται να αναφερθούν διεξοδικά στο πλαίσιο αυτής της παρουσίασης. Ωστόσο, τα χάικου αυτού του είδους προετοιμάζουν τον αναγνώστη σταδιακά για την επόμενη και τελευταία ενότητα – διάσταση του Ίμερου, την γλυκεία. Όταν, λοιπόν, η ποιητική φωνή βυθίζεται στα χείλη του πάθους και μεθά με το απόσταγμά τους, όταν το φιλί προφητεύει τη σπορά απ’ το σμίξιμο, όταν η άγνοια είναι προτιμότερη, όλη η πλάση μπολιάζεται με τους καρπούς και τα απότοκα του γλυκού πόθου. Πάλι ο Ίμερος δυναμώνει την αίσθηση της αφής, όσο η φύση σε όλες τις εκδοχές και τις εκφάνσεις της μοιάζει να συνομολογεί σε αυτό το σμίξιμο. Η ποιήτρια εκτός από τις εικόνες που χρησιμοποιεί και τις μεταφορές – προσωποποιήσεις, δεν διστάζει να προχωρήσει σε ανοίκειες και τω όντι ενδιαφέρουσες λεκτικές συνάψεις.
Ενδεικτικά:
χύνεται ήχος
αγκάλης σε γιοφύρια
ανενόχλητα
(σ. 68)
με πορτοκάλια
οι ξυπόλητοι καιροί
θαρρώ ξεδιψούν
(σ. 73)
ψάρι βουτάει
σε πύρινα λιβάδια
χλιμιντρίζοντας
(σ. 75)
Είναι, λοιπόν, τα χάικου της Μαίρης Χάψα συντεταγμένα στον σκοπό του εντοπισμού και της αποτύπωσης της μορφής και της ορμής του Ίμερου στα έσω τοπία, τα ερεβώδη και ανεξερεύνητα, που απαιτούν από τον επίδοξο ερευνητή – εαυτό να είναι ειλικρινής και νημερτής, ώστε το ταξίδι του να χαρακτηρίζεται από φως συνοδεία αγγέλων, αφήνοντας πίσω του το σκότος των δαιμόνων. Διότι ο Ίμερος μάς θέλει γυμνούς και αφτιασίδωτους, για να μάς παρασύρει στον δικό του ριψοκίνδυνο συναισθηματικό κυκεώνα που άλλοτε είναι αφόρητα στυφός και άλλοτε ανεπιτήδευτα γλυκύς.
.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΩΚΟΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕ 105 ΧΑΪΚΟΥ
«Ίμερος», το νέο βιβλίο της Μαίρης Χάψα
Η ερμηνεία της ποιητικής γραφής είναι πάντα μια πρόκληση, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για Xαϊκού, όπου η συμπύκνωση των νοημάτων γίνεται μέσα από στίχους λιτούς, ελλειπτικούς και επιγραμματικούς. Η αφαιρετική τους φύση, με τα συμβολικά φορτία που φέρουν, καθιστά δύσκολο το να διεισδύσεις στο βάθος των προθέσεων του ποιητή.
Αυτό γνώριζα από την πρώτη στιγμή που ήρθα σε επαφή με το συγκεκριμένο ποιητικό είδος, αλλά κι αυτό επανεπιβεβαίωσα μόλις πήρα στα χέρια μου την ποιητική συλλογή « Ίμερος» της Μαίρης Χάψα, που παρουσιάστηκε την Κυριακή 6/10/2024 στον πολυχώρο Gustav Athens. Παρά το υψηλό ρίσκο ενδεχόμενης παρανόησης, θα τολμήσω να προχωρήσω στην αποκωδικοποίηση κάποιων Χαϊκού της ποιήτριας, με το άλλοθι ότι και ο αναγνώστης έχει δικαίωμα στην ερμηνεία. Άλλωστε και γι’ αυτόν γράφτηκαν.
Το Χαϊκού, γέννημα της ιαπωνικής παράδοσης, είναι ο δρόμος της σιωπής και του απλού λόγου. Απαλλαγμένο από το «περιττό», αυτό το τρίστιχο σχήμα των 17 συλλαβών, γίνεται μια πύλη προς το άπειρο· μια δυσκολοδιάβατη πύλη την οποία η Μαίρη Χάψα άνοιξε διάπλατα, λαμβάνοντας επίσημα, πλέον, το χρίσμα μιας ακόμα εκλεκτής εκπροσώπου του είδους στη Χώρα μας. Η ποιήτρια στη δική της ελληνική εκδοχή, δεν στέκεται στις παραδοσιακές θεματολογικές νόρμες της Ανατολής γύρω από τη φύση και τη μεταβαλλόμενη κίνηση των εποχών · εισχωρεί βαθύτερα στη δική της φύση, τη γυναικεία, εκφράζοντας το βαθύτερο δικό της ψυχικό τοπίο· γίνεται φορέας της εσωτερικής της παλίρροιας, της αέναης αναζήτησής της για το απόλυτο μέσα στο ελάχιστο, ακούγοντας την ψυχή, την καρδιά, το μυαλό και το σώμα της. Κυρίως το σώμα της.
Ο τίτλος της συλλογής « Ίμερος», με την έννοια της σφοδρής επιθυμίας, θαρρώ ότι περισσότερο από κάθε άλλη επιθυμία, εδώ ταιριάζει με τον ερωτικό κυρίως πόθο, με τη λαχτάρα του κορμιού για ένα άλλο κορμί. Ιδού στίχοι χαρακτηριστικοί: «πύρινοι κόσμοι /στο σώμα σου εισρέουν /αντιφέγγισμα» «παραμιλώντας / δυο ζεστά κορμιά ριγούν / προσπερνώντας μας» «ασυγκράτητες / οι ακτές στο σώμα σου / ποιητογραφούν» “σαρκώδεις μπόρες / τρεμοπαίζουν πάνω σε / ρίγη ονείρων” «σε πνοές κορμιών / ο ήλιος κεραστής / το φως ξοδεύει» Ας μείνω σε αυτό το τελευταίο 17σύλλαβο τρίστιχο: Είναι φανερό ότι «οι πνοές των κορμιών» ανακαλούν τη ζωτική ενέργεια της ένωσης των σωμάτων, εκφράζοντας την αμοιβαία προσφορά του πάθους. Ο ήλιος, ως «κεραστής», ξοδεύει το φως του όπως ο ερωτικός πόθος καταναλώνει ενέργεια και ψυχή, δημιουργώντας την έντονη αίσθηση ότι ο αληθινός έρωτας είναι μια πράξη που ολοκληρώνει αλλά και εξαντλεί τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της. Ένας φυσικός κύκλος που οδηγεί στην ανανέωση και τη συνέχεια. Τα Χαϊκού της ποιήτριας, βέβαια, δεν εξαντλούνται στους… Ίμερους των σωμάτων. Αν ο θεός των Ρωμαίων Ιανός είχε δύο μόνο πρόσωπα, η αρχαιοελληνική θεότητα του Ίμερου είχε πολυποίκιλες όψεις επιθυμίας… Αρκετές ακόμη πλευρές τής προσωπικής, κοινωνικής, έως και οικογενειακής ζωής επεξεργάζεται η πένα της, με τρόπο ξεχωριστά ποιητικό: Υπαρξιακή αναζήτηση: « ώρες που βρίσκει /η πλάση να συζητά / για το είναι μας» Φιλοσοφική ενατένιση: « ρωτά η σκέψη /τι άραγε θα φέρουν / οι απαντήσεις Πάντρεμα φύσης με προσωπικές στιγμές: «στρώσαμε γιαλούς/ και γέμισε η πλάση / θαλασσοπούλια» Οικογένειακή τρυφερότητα: «κατ’ από ήλιους /τα φιλιά της μητέρας/ χρυσοκέντητα» – «πατέρα, δώσε / στα χέρια μου τη γη σου / ζωή να χτίσω » Σε μια γενικότερη θεώρηση: Ανεξάρτητα από τη θεματολογία, τα Χαϊκού της Μαίρης Χάψα, ενσωματώνοντας στοιχεία της ελεύθερης σύγχρονης σκέψης και του ανθρώπινου συναισθήματος, λειτουργούν συχνά ως κάτοπτρο για να εκφραστούν οι εσωτερικές διακυμάνσεις, η νοσταλγία, το βίωμα του υπαρξιακού κενού ή της όποιας πληρότητας. «σαρκώδεις μπόρες / τρεμοπαίζουν πάνω σε /ρίγη ονείρων » Εδώ οι “σαρκώδεις μπόρες” θα μπορούσαν να υπονοούν σωματική επαφή ή ερωτική πράξη, καθώς η πρώτη κιόλας λέξη φέρνει στο νου κάτι έντονο, υλικό και αισθησιακό. Σε αυτήν την ανάγνωση, τα “ρίγη ονείρων” μπορούν να συνδεθούν με τα ψυχικά και συναισθηματικά αποτελέσματα αυτής της εμπειρίας, προσδίδοντας μια διάσταση ερωτικής πληρότητας ή εκστατικής ικανοποίησης.
Αυθαίρετη ερμηνεία; Ίσως. Σε κάθε περίπτωση οι στίχοι έχουν τη γοητεία του αδιευκρίνιστου, αλλά και ευκολοπροσάρμοστου νοήματος, όπως και στα επόμενα τρίστιχα: “ως καταιγίδες/όνειρα μάς ξεπερνούν / Ίμερου ορμές” Σκιαγράφηση μιας δυναμικής αντίθεσης. Από τη μία, τα όνειρα παρομοιάζονται με καταιγίδες, που έντονα και ακατάπαυστα μας ξεπερνούν, υπερβαίνοντας τον έλεγχο μας. Από την άλλη, οι «Ίμερου ορμές» φέρνουν την αίσθηση μιας έντονης, αλλά συγκρατημένης επιθυμίας, η οποία παραμένει σε εσωτερικό διάλογο με τις ανήσυχες καταιγίδες των ονείρων. Έτσι, το ποίημα μπορεί να αποκαλύπτει την πάλη μεταξύ των έντονων επιθυμιών και της ανυπότακτης πραγματικότητας των ονείρων. “συν πλην το τώρα/ το αύριο σαν χτίζει /το χθες γελάει” Ερμηνεία; Προφανώς η ένταση της παροδικότητας του χρόνου, όπου το «τώρα» βρίσκεται σε αβέβαιη ισορροπία, περιμένοντας την οικοδόμηση του «αύριο». Η πράξη της κατασκευής του μέλλοντος γίνεται με ελπίδα, ενώ το παρελθόν γελάει με μια σοφία που κουβαλά την εμπειρία. Στο παρακάτω τρίστιχο τα πράγματα γίνονται πιο καθαρά: “Μόνο την άνω / τελεία κρατώ, δεινός/ υπέρμαχός της” Να που η «ασήμαντη» άνω τελεία, βρίσκει την πρακτική και συμβολική δικαίωσή της, μέσα από τον ποιητικό λόγο μιας άξιας φιλολόγου. Στη σκέψη τής Μαίρης Χάψα αντιπροσωπεύει την παύση, αλλά όχι το τέλος · το σημείο αναμονής που διατηρεί την ετοιμότητα του νου και της δράσης. Η ποιήτρια επιλέγει να κρατήσει αυτή την αβέβαιη, μετέωρη στιγμή και να υπερασπιστεί τη μετρημένη παύση ως κάτι περισσότερο από μια απλή αναμονή, αλλά κι ως κάτι λιγότερο από την τελική απόφαση. Με αυτόν τον τρόπο, η άνω τελεία γίνεται σύμβολο της ζωής, ως μια διαρκής πορεία, που αποφεύγει τα οριστικά συμπεράσματα, υποστηρίζοντας τη συνεχή εξέλιξη και αμφισβήτηση. Το πιο σπουδαίο ωστόσο – πέρα από τη λογοτεχνική θέση του συγκεκριμένου σημείου στίξης – είναι ότι η άνω τελεία δεν παραμένει ανάμεσα στις λέξεις ως κενό «γράμμα», αλλά προβάλλεται και ως θέση ζωής. Μολονότι σε όλη την συλλογή απουσιάσουν παντελώς οι τελείες , η άνω τελεία μάλλον δεν εμφανίζεται τυχαία σε τρία μόνο από τα δεκάδες τρίστιχα: “σώμα της ώρας / φωτιά σκόρπισε γύρω · / γίνε σταγόνα” “ως στήθος γυμνό/ μοσχοβόλησες βέλη · / καιροφυλακτείς” “δεν σταματούσες / να με ρωτάς για όλα · / τώρα που ξέρεις;” Τρεις Άνω τέλειες, λοιπόν, λίγα θαυμαστικά, μερικά ερωτηματικά και καμία τελεία σε ολόκληρη συλλογή! Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Πολλά ή κι ελάχιστα. Το βέβαιο είναι ότι αυτή η μεθοδευμένη μινιμαλιστική αντίληψη συνεισφέρει στο γενικότερο αφαιρετικό πνεύμα του βιβλίου.
Ήδη από το εξώφυλλο ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι δεν θα διαβάσει τίποτα περιττό. Ο μονοσύλλαβος τίτλος και το μονοδιάστατο, γραμμικό – μονοκονδυλιά – σκίτσο κορμιού (του ζωγράφου Βασίλη Καψή), σε λευκό φόντο , μάς προετοιμάζουν για όσα αποκαλύπτονται στις μέσα σελίδες : λιτότητα, απλότητα μορφής, συμπύκνωση νοημάτων, επιλογή λέξεων, αποφυγή επιτηδευμένης ρητορικής, υπαινικτικότητα, αίσθηση στιγμής, αίσθηση κενού, αίσθηση πηγαίας δημιουργίας, φυσική ροή, μουσικότητα… Όλα αυτά; Όχι βέβαια! Θα ήταν άθλος αν τα συναντούσαμε όλα σε όλους τους στίχους. Υπάρχουν και κάποια – ελάχιστα – σημεία, λιγότερο ανταγωνιστικά σε σχέση με το επίπεδο της γενικότερης εικόνας του έργου στο κομμάτι της μουσικότητας, την οποία προσωπικά θεωρώ κορυφαίο στοιχείο σε κάθε μορφή ποιητικής έκφρασης.
Στον «Ίμερο», πάντως, κυριαρχεί η αίσθηση δουλειάς με μεράκι και γνώση · κυριαρχούν οι άψογες διατυπώσεις , χωρίς τα ψεγάδια της δυσκαμψίας, της ακαμψίας ή της ψυχρότητας στα οποία υποκύπτουν οι περισσότεροι ποιητές ( στην προσπάθειά τους να υπηρετήσουν τη φόρμα των 5, 7, 5 συλλαβών ), επιλέγοντας να «τοποθετήσουν» μη οργανικές λέξεις, με αποκλειστικό κριτήριο τον αριθμό των συλλαβών τους.
Παραθέτω ενδεικτικά μερικά Χαϊκού, τα οποία εκφράζουν το σύνολο σχεδόν της ποιητικής μαστοριάς της Μαίρης Χάψα και τα οποία θεωρώ άψογα από κάθε άποψη, καθώς επιτυγχάνουν ισορροπία μεταξύ τεχνικής και έμπνευσης: “σ’ ένα βαγόνι / η παρθενικότητα / λαχανιασμένη” “πως να σε βρίσκω / όταν χάνεσαι μέσα / σε ηλιοτρόπια;” “σώμα και πόθος/ φίλιωσαν μ’ έναν λυγμό / μες στη ροή σου” “ψάρι βουτάει/ σε πύρινα λιβάδια / χλιμιντρίζοντας” “ολονύχτια / διαφωνία χρόνου / πάνω στα κορμιά” “ζητώ μαστούς / να θηλάσω αλήθειες / που λησμόνησα” “σαν αέναο /ποτάμι ο Ίμερος / γεννά φαρέτρες”
Εν κατακλείδι, η Μαίρη Χάψα, μπορώ να πω ότι μάλλον γνωρίζει τη φράση του Αμερικανού ποιητή Robert Frost , που έλεγε ότι « Ποίηση χωρίς κανόνες, είναι σαν αγώνα τένις χωρίς δίχτυ».
Η ποιήτρια έχει τη δυνατότητα να παίζει με το δίχτυ που ορίζουν οι κανόνες κι όχι με εκείνο το αυθαίρετο της παρεξηγημένης ελευθερίας. Έτσι μόνο το παιχνίδι των στίχων γίνεται δίκαιο…
Γιάννης Σώκος Επικοινωνιολόγος /δημοσιογράφος Επ. Γ. Γ. Ένωσης Συντακτών Επαρχιακού Τύπου
.