Η Αγγέλα Χρονοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη όπου κατοικεί μόνιμα. Σπούδασε στο Αμερικανικό Κολλέγιο Αγίας Παρασκευής στην Αθήνα -Deree College- Bussiness Administration με ειδίκευση Computer Information Systems. Έχει εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα και στο Δήμο Λέσβου ως υπάλληλος γραφείου.
Η ποίηση υπήρχε ανέκαθεν στη ζωή της ως αναπόσπαστο κομμάτι της. Είναι για εκείνη η κατάθεση της ψυχής της, η εξωτερίκευση όσων νιώθει, ο τρόπος που βλέπει τον κόσμο και τον εαυτό της, ο δικός της τρόπος της να μιλάει!
Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος και της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Αμφισημίες της άλλης όχθης (Εκδόσεις Όστρια 2024)
Ποίηση-χαϊκού, ζαπάι, τάνκα (e-book, αυτοέκδοση, Ανοιχτή Βιβλιοθήκη, 2023)
Νυγμοί Ψυχής (e-book, εκδόσεις Rbooks, 2021)
.
.
ΑΜΦΙΣΗΜΙΕΣ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΟΧΘΗΣ (2024)
ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑΤΑ ΒΑΛΤΩΔΗ
(Τιμητική Διάκριση στους 37ους Πανελλήνιους ποιητικούς αγώνες Δελφών)
Το ζήλεψα κείνο το σμήνος των πουλιών.
Αρμονικό κι αθόρυβο
υψώθηκε μεγαλόπρεπα
πάνω απ’ το σιταροχώραφο,
πέρα από τα επίγεια που αιμορραγούν
κι ολοένα’ επιζητούν…
Μα εγώ, σε χρόνο άναρχο,
σε χρόνια ακινησία στο βαλτότοπό μου,
αναθεωρώ σαθρά αισθήματα,
αναζητώ προφάσεις δύσοσμες
στο ρυπαρό βυθό των ημερών.
Ναι, ζήλεψα
τη δυνατότητα των απέραντων οριζόντων,
την κίνηση την απλή και συνάμα μεγαλειώδη·
επιλογές απροσμέτρητες απλόχερα φανερώνονται
στους ατρόμητους ταξιδευτές.
Ζήλεψα
την ευχέρεια της απόδρασης,
την ευκολία της απόφασης!
Κυρίαρχη εντός μου η αδράνεια,
παραγκωνίζει τη θέληση.
Άθικτοι ακόμη στέκουν
τόσοι χαρισμένοι ρεμβασμοί…
Καθηλωμένη
αναμασώ σημάδια της μικρότητας μου,
κυκλωμένη από όνειρα
που ωρύονται για δικαίωση
ενώ εγώ κωφεύω,
κοιτάζοντας τα σμήνη πουλιών
που αιωρούνται και χάνονται σε τολμηρούς ορίζοντες…
ΟΠΤΑΣΙΑ
(Έπαινος στον 40ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών)
Κουράζει αυτό το ένδυμα της θλίψης,
βαρύ απάνω σου.
Λησμόνησαν τα μάτια τ’ άλλα χρώματα.
Τόσα χρόνια δαγκώνει την ψυχή!
Με μανία τ’ αποτινάζεις
Επίμονα αυτό εκεί,
σαν ενοχή.
Έγινε πια εσύ…
Αρχέγονα, αμφίδρομα τα σημάδια στο κορμί’
κοχύλια από μνήμες φευγάτες.
Μοιάζουν με ανάκατες,
κιτρινωπές φωτογραφίες
σε ξεχαρβαλωμένο συρτάρι.
Φύκια πρασινωπά τα ξέθωρα πρόσωπα,
μπλεγμένα στα μαλλιά σου,
άλλα με τα στραβά χαμόγελα
κι άλλα χωρίς το βλέμμα.
Ταχτικά βαλμένα μέσα σου
τα παιδιάστικα πριν
που αρνήθηκαν να ξεριζωθούν.
Στα πόδια γαντζωμένα τα λάθη.
Σ’ ακολουθούν
σαν παιδιά κρεμασμένα στης μάνας το φουστάνι.
Σε είδα που πέρασες
με το θαμπό βλέμμα καρφωμένο σε ανύπαρκτο ορίζοντα.
Δεν αποφάσιζα τι να ρωτήσω.
Πού πας;
Να έρθω;
Δεν πρόφτασα…
ΓΥΜΝΑ ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΑ
Ένδυμα ανεπαρκές η ενοχή·
ακάλυπτα αφήνει τα προσχήματα
που χάσκουν απροστάτευτα.
Περίσσιες οι ευθύνες· δεν της αναλογούν.
Μάταια συνάζονται ευλαβικά οι μαδημένες υποσχέσεις,
αμεταχείριστες,
χωμάτινες, όπως η φύση μας.
θωπείες από μεταξένιους μονολόγους
θρέφουν ευκαιρίες επιπόλαια πλασμένες.
Μια μονάχα σπίθα συντηρεί
τις μέρες που φυλλορροούν ανέγγιχτες.
Πενιχρά που φαίνονται όλα τούτα…
Τα προσχήματα παραμένουν ακάλυπτα.
Εύκολη λεία,
θύματα εξιλαστήρια
οι Καιροί κι οι εποχές,
οι εν δυνάμει αρωγοί τους.
Ανέχονται τις χρόνιες ψευδείς επικλήσεις.
Βουβά βαστούν το βάρος.
Σκόνη κι οργή σηκώνουν οι Καιροί.
Γυμνά εν τούτοις τα προσχήματα, αναμένουν.
Χρέη ανεξόφλητα βαραίνουν ακόμη.
Ίσως, εν καιρώ…
ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΓΚΡΙΖΕΣ
Έφτασες πια σε κείνες τις θάλασσες, παλιό σκαρί!
Ταξίδια αμέτρητα έκαμες.
Σε παζάρια συναισθημάτων
σαθρές οι δοσοληψίες σου…
Πόσα λιμάνια!
Πόσα λιμνάζοντα ύδατα ελπίδας…
Ένα ποτό στα γρήγορα σε κάποια καφενεία
μα ολοένα ο νους
στις γκριζογάλανες θάλασσες.
Αυτές που ποτέ δεν είχες δει ούτε ακούσει.
Ανέκαθεν μέσα σου κατοικούσαν κι ας μην το γνώριζες.
Λαβύρινθοι γαλήνης κι ανήσυχες συνάμα.
Κομμάτια από ναυάγια μοναξιάς
πλέουν ολόγυρα.
Αχτίδες του ήλιου ντροπαλές τις χαϊδεύουν.
Σκοτεινιάζουν όταν κοιμούνται τα όνειρα.
Ομίχλη τις τυλίγει.
Παιχνιδίζοντας γελούν.
Θυμώνουν.
Μερεύουν.
Σε καλούν.
Απλησίαστες πάντα.
Ο ορίζοντας τις παίρνει.
Ανεξερεύνητος ο βυθός τους.
Θησαυρούς γεμάτες, εσένα περιμένουν, τολμηρέ
ταξιδευτή.
Εσένα που αξιώθηκες
σε τέτοιες θάλασσες μονάχος σου να ταξιδεύεις,
σε χωρίς τέλος ταξίδι,
χαμένος σε δυο μάτια…
.
ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ
Το τέλος του σκονισμένου δρόμου δεν φαίνεται∙
κι, ίσως, λέω, καλύτερα έτσι.
Πιο ενδιαφέρον καθίσταται το όλον
επιτρέπει μια προσδοκία.
Το αγιόκλημα στην αντικρινή αυλή
μάταια σκύβει έξω από το φράχτη
μήπως κι ανακαλύψει της ζωής τ’ ανεξερεύνητα,
ενώ το κελάηδημα ενός αηδονιού
φτάνει στ’ αυτιά μου αχνό
από το βάθος των χρόνων
που δεν έζησα…
Δεν ξέρω πια τι ν’ απαντήσω
στην πορφυρή τριανταφυλλιά
έξω από το παράθυρο
που με ρωτά για τα παιδιά της.
Με φοβίζει το ρίγος αυτού του απογεύματος
που με διαπερνά σαν μία ακόμη ευθεία ερώτηση
τούτη την ώρα,
που οι σκιές σιωπηλά γλιστρούν
στον ασβεστωμένο τοίχο
ψάχνοντας, υπομονετικά τα σώματα
από τα οποία δραπέτευσαν.
ΟΔΥΝΗΡΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Σροβιλισμοί σκέψεων εσώτερης ένδειας,
ταράζουν προσωρινά τα λιμνάζοντα ύδατα.
Εκφάνσεις ζωής ασθμαίνουσας
εν μέσω οδυνηρών εκκλήσεων
ατελέσφορα σύμπαντα συγκροτούν.
Διάττοντες αστέρες ορίζουν
παράτολμα, εφήμερα σύμπαντα.
Θύελλες επαναστατημένων λόγων
ωρύονται μάταια, ελλείψει ακροατών.
Δράσεις εν υπνώσει
εξυφαίνονται σε νωχελικούς ιστούς.
Ποταμοί αιώνων ανίσχυροι
να ξεπλύνουν πανάρχαια ανομήματα…
Εν μέσω ομίχλης επιβαλλόμενης
βαδίζουμε αγνοώντας το τέλος
μιας εξ άλλων ορισμένης διαδρομής.
Παντοδύναμοι σε μιας αστραπής τη διάρκεια
επίμονα εμμένουμε στην απώλεια.
Επισκέπτες μοναχικοί
και εν αγνοία μοναδικοί του βίου μας.
ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ανέστια η ειρήνη περιφέρεται
σε βλέμματα αδειανά
για μια ουτοπία εκλιπαρώντας.
Μάταια αποζητά ο ήλιος
τα πουλιά που τρομαγμένα δραπέτευσαν,
ενώ χοντρές στάλες αίμα
λεκιάζουν περίλυπα σύννεφα.
Απόηχοι ξένοιαστων χαμόγελων, χωρίς αποδέκτες,
αντηχούν σε νεκρές πλατείες.
Στους γκριζωπούς τοίχους
κρύβονται σκιές αλλοτινών γιορτών.
Μυρωδιά γης καμένης
πάνω στις δειλές μαργαρίτες,
πάνω στις μαδημένες παπαρούνες.
Θρηνεί η φύση
του ανθρώπου το πισωγύρισμα.
Ένα ζευγάρι παιδικά, θυμωμένα μάτια
ρωτούν για το φταίχτη
και δικάζουν!
Είμαστε υπεύθυνοι
για μια άνοιξη ανάπηρη,
για το σκουριασμένο, ακρωτηριασμένο Αύριο
που αρνείται να μας επισκεφθεί!
Ανώφελα τα θεϊκά χαρίσματα σπαταλήσαμε.
Μα, ίσως και τώρα,
αργά δεν είναι,
αν μέσα από εκείνα τα μάτια
αξιωθούμε να κοιτάξουμε.
Αν γίνουμε μικροί, ώστε να υψωθούμε
πάνω από της ατελούς φύσης μας την κατάρα
και σε ό,τι μέσα μας απόρθητο απόμεινε,
σπόρο ζωής νέας να φυτέψουμε,
πριν η σκοτεινιά σκεπάσει
τα όμορφά μας όνειρα!
ΑΜΦΙΣΗΜΙΕΣ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΟΧΘΗΣ
Σε λασπωμένη όχθη, με χούφτες χαλίκια
βήμα το βήμα έστρωνα το δρόμο μου.
Ποιος άραγε τον όρισε;
Περίεργα μακρύς φαινόταν.
Κι ο χρόνος παγωμένος πάντα…
Θυσίες επουσιώδεις
ή υπέρ του δέοντος υποχωρήσεις;
Εξ’ αρχής ήμουν έτοιμος,
με το νόμισμα στο στόμα
και φρέσκιες ανεμώνες στα χέρια.
Τους έβλεπα καθαρά πίσω από καλαμιές
και σωρούς μαργαρίτες μαδημένες,
μονίμως από την άλλη πλευρά του ποταμού.
Αμέτρητοι.
Ούτε που κοίταζαν κατά δω.
Ήθελα στ’ αλήθεια μια ματιά
από σκουριασμένα βλέμματα;
Προσοχή δεν επιζητώ
από νου που δεν του περνά
πως σε τούτο το ποτάμι
δύο είναι στα σίγουρα οι όχθες.
Μα κι ανάμεσά τους το βλέμμα άπρακτο γλιστρούσε.
Αξόδευτο.
Μουδιασμένο από ακινησία.
Σε σκόνη πολυκαιρίσια τυλιγμένο.
Ανύπαρκτες οι γέφυρες· ποτέ δεν υπήρξαν.
Μια πεταλούδα μόνο στροβιλιζόταν
άλλοτε μπρος κι άλλοτε πίσω μου
μηνύματα γράφοντας σε πηχτό αέρα.
Με πείσμα σε κάθε βήμα μου
μικρά κομμάτια σάρκας μου
πίσω άφηνα
λες κι ήταν αυτόνομα
ή ασήμαντα Εγώ μου.
Κι όταν διάφανος πια απόμεινα,
μόνο τότε κατάλαβα
το δρόμο ποιος ορίζει…
ΝΥΧΤΑΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ
Θυμάσαι εκείνη την κρυψώνα
κάτω από την ξύλινη σκάλα;
Εκεί κρύβαμε τα λαβωμένα πουλιά
μέχρι να γιάνουν.
Έπειτα τ’ αφήναμε ανοίγοντας διάπλατα
στον ουρανό τα χέρια μας.
Τώρα,
στην κρυψώνα των παιδικών μου χρόνων,
λαβωμένα λόγια ζεσταίνω όταν βραδιάζει.
Στης νύχτας τη μαυλιστική αναμονή
φυλλομετρώ στίχους βραχύβιους.
Το σκοτάδι τους καταπίνει πριν ενηλικιωθούν.
Αν προλάβω, τους εξακοντίζω στ αστέρια.
Στενεύουν ολοένα οι στιγμές.
Δεν χωράω μέσα τους.
Θυμητάρια μακρυσμένων καλοκαιριών
δεν κρατώ.
Τα όνειρά μου θάφτηκαν σε υγρή άμμο.
Δεν μ’ ακολουθούν πια στον ύπνο.
Σβήνουν σαν τις πατημασιές
που γελώντας αφήναμε κάποτε στην παραλία.
Κάτω απ’ την παλιά, ξύλινη σκάλα
κρύβομαι μέχρι να γιάνω.
Κάποιες φορές μέσα στα τόσα χρόνια
έχω σκεφτεί να την ανέβω.
Μα ως τώρα, ποτέ δεν τόλμησα.
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
«Αμφισημίες της άλλης όχθης».
Ιδιαίτερος ο τίτλος της τρίτης μου ποιητικής συλλογής μα όχι τυχαίος. Κατ’ αρχάς, επιλέγω συχνά να μιλώ με αμφισημίες. Αγαπώ το διττό τους νόημα. Για παράδειγμα, γράφω για ένα χαμομηλάκι γαντζωμένο στο βράχο, μα παράλληλα εννοώ και την πάλη του καθενός μας με τις καθημερινές αντιξοότητες. Οι αμφισημίες, τα διπλά νοήματα, εμπεριέχουν μια ενδιαφέρουσα πρόκληση.
Τι σημαίνει όμως για μένα «η άλλη όχθη»;
Από παιδί, νιώθω πως βρίσκομαι στην «άλλη όχθη». Ανέκαθεν μοναχική, ελάχιστες οι φιλίες μου στο σχολείο και στο κολλέγιο έπειτα, πάντα διαφορετική, παράταιρη θα έλεγε κανείς, συχνά αόρατη. Προτιμώ να γράφω, να συνομιλώ με τον εαυτό μου, να ταξιδεύω με τα βιβλία… Νιώθω, με λίγα λόγια, πως οι πολλοί βρίσκονται στην απέναντι όχθη και δεν γνωρίζουν καν πως υπάρχω, πως οι όχθες είναι δύο. Επιλογή μου, βέβαια, τούτη η «άλλη όχθη» και στάση ζωής.
Τα ποιήματα αυτής της συλλογής καθρεφτίζουν τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο και τον εαυτό μου. Αντανακλούν τη δική μου οπτική. Η ποιητική συλλογή που κρατάτε στα χέρια σας έχει μέσα της κομμάτια ψυχής. Θα ήθελα να τα μοιραστούμε. Θα ήθελα να επισκεφθείτε τη δική μου όχθη!
.
.
ΠΟΙΗΣΗ- ΧΑΪΚΟΥ, ΖΑΠΑΙ, ΤΑΝΚΑ (2023)
Χαϊκού και ζαπάι
1. Ξεκινήματα
άτσαλα κι εύθραυστα
όλη η ζωή
2. Ήλιος που γέρνει
άνεμος φθινοπώρου
γέρνουν τα φύλλα
3. Μια πεταλούδα
τα φτερά ξετυλίγει –
μιας μέρας ζωή
10. Κοιμάσαι, φύση!
Στην καρδιά του χειμώνα
κυοφορείς φως
13. Λιγοστό κρύο-
τελειώνει ο χειμώνας-
στις ψυχές, πότε ;
14. Δειλά άνθισε!
Φοβάται η κερασιά-
πόσο μοιάζουμε!
24. Τα ηλιοτρόπια
ποτάμι κυματιστό,
υμνούν τη ζωή
25. Άνθη μυγδαλιάς
της αυλής κοσμήματα-
πόσο πρόσκαιρα
26. Άνθη ταπεινά
στον αγρό κυματίζουν-
ζωή εφήμερη
36. Φύλλο χρυσαφί
σε άνεμο δυνατό
στροβιλίζεται
37. Βρεγμένη η γη
Ευωδιάζει το χώμα
Λάμπει η ροδιά
44. Μουντός ο καιρός
παγωμένος αέρας-
θαλπωρή ψάχνω
45. Θολό το τζάμι
έξω πουλιού τρέμουλο-
μέσα το καλώ
46. Άδειος ο δρόμος
φυσάει στο σοκάκι-
μόνο ένα σκυλί
Τάνκα
1. Φωνές των πουλιών
στο ερημικό χωριό
μεθούν τους γέρους
νικώντας τη μοναξιά
ραγίζοντάς την
2. Αυγή ροδαλή
χρώματα απλώνοντας
στρώνει τη μέρα
πλούσια σε ελπίδες
που η νύχτα σκοτώνει
8. Μέχρι να σε δω
αύρα προσμονής θερμή
μόνη συντροφιά
θύμηση του χωρισμού
ταράζει την ψυχή μου
9. Χιόνι απαλό
βαραίνει το μίσχο σου
άνθος χειμώνα
άμυαλο και γενναίο-
περηφάνια ή φθόνος ;
.
ΝΥΓΜΟΙ ΨΥΧΗΣ (2021)
ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ…
Αμείλικτο επάνω μας
το μάτι του Καιρού
στο αμόνι της Υπομονής
σμιλεύεται το μέλλον
ψήγματα αλήθειας
άφαντα
σε παραδείσους ψευδαισθήσεων
Ανέστιοι ταξιδευτές
σε ελώδη ύδατα
νεοφερμένοι,
αδαείς επισκέπτες στη ζωή μας…
Στις καταπακτές των συνειδήσεων,
αιμάσσουσες οι σιωπές
διαμαρτύρονται,
ασφυκτιούν…
Ξεφλουδίζουμε με πείσμα
τις αναμονές
ματώνουν,
ματώνουμε
απροσπέλαστο πάντα το μέσα τους…
Μη ρωτάς, ταξιδιώτη…
Συνέχισε…
ΑΡΧΗ…
Πολλά τα λόγια που τίποτα δεν είπαν,
πολλές μαχαιριές που σημάδι δεν άφησαν.
Πολλές οι σκιές που άνεμος φύσηξε,
γκρίζα θύελλα, στάχτη σκόρπια.
Πολλές οι άνοιξες που δίσταζαν να μπουν,
απ’ τις μισόκλειστες γρίλιες.
Πολλά τα χαμένα πρωινά με φοβισμένο ήλιο,
πολλά τα δάκρυα τα σκαλωμένα,
στις άκρες των ματιών.
Τα πεθαμένα χαμόγελα
πριν προλάβουν να ζήσουν,
πολλά τα ναι που όχι πάσχιζαν να γίνουν.
Τώρα,
λίγα τα λόγια, καθαρά,
λίγα τα πρόσωπα, κοιτάζεις μέσα τους.
Βιαστική η άνοιξη ορμά
απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα
Περήφανος ο ήλιος,
ψήλωσε το μπόι του
κρύφτηκαν οι σκιές,
τρόμαξαν…
Και γέλιο!
Στα μάτια που λάμπουν,
στις καρδιές που σηκώθηκαν ψηλά
Άρνηση και κατάφαση
κει που τους πρέπει!
ΑΝΑΒΟΛΕΣ…
Θυμήσου…
Πόσος καιρός πέρασε
από τότε που
κρέμασες τα όνειρα
στο σκουριασμένο καρφί του χρόνου…
Όχι για πολύ, μονολογούσες
Δεν άκουσες της ελπίδας
το πικραμένο γελάκι
καθώς χάνονταν στα βάθη
των θαμπωμένων σου οριζόντων…
Κάθε μέρα σου αναχώρηση την έλεγες
Μα κει απόμεινες καρφωμένος
όσο κι αν ούρλιαζες,
Ψίθυρος δεν ακούστηκε…
Τώρα…
Ποια δύση, ποια ανατολή…
Έχασε κι ο ήλιος τη ρότα του…
Μέσα σου κενό
Τόσο που διάφανος νιώθεις
στερεμένος κι από χαρές
κι από λύπες
Τίποτα να κουρσέψουν
δεν σ’ απόμεινε…
Ούτε η γλυκιά προσμονή…
Παντιέρα σήκωσαν οι αλήθειες
κι όλων των ειδών τα ψεύδη…
Σ’ άφησαν.
Άδειο…
Το λες κι ελευθερία…
ΕΞΟΡΙΕΣ…
Αλλοτινών θεών αποκαθήλωση
Γκρεμισμένοι άτσαλα από χάρτινα βάθρα
με χάσκοντα στόματα
δεν ερυθριούν…
Λοιδορούμενοι εκείνοι
κι εμείς αυταπατώμενοι
οικειοθελώς οικτιρώμενοι
εθελοτυφλούμε
εξορισμένοι μόνιμα
αιωνίως έκτος
φύσει τε και θέσει ηττημένοι
εκ δαιμόνων εσωτέρων…
.