Η Νίκη Μουντράκη γεννήθηκε στις Στάβιες Ηρακλείου Κρήτης. Είναι απόφοιτη της Φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και της σχολής Ξεναγών Κρήτης. Ποιήματα και πεζά της έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το βιβλίο της «Άτρωτοι όχι πια» ( Εκδ, Ρώμη 2024) είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.
.
.
ΑΤΡΩΤΟΙ ΟΧΙ ΠΙΑ (2024)
ΦΟΡΩ ΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗΣ
Το σπίτι το ακατοίκητο με τη μουριά
μου είπανε πως είναι στοιχειωμένο
και πως στο πατητήρι τα μεσάνυχτα
στήνουν χορό αερικά αμούστακα
που ’χουν για ταίρι τους
απ’ τον Ορχομενό Μινιάδες.
Το σπίτι το ακατοίκητο με τη μουριά
δεν μου είναι ξένο.
Θεμελιωμένο στα απόκρυφα
κρυμμένο είναι στα βαθιά
κανείς μην το αγγίξει
και εκτεθώ.
Πολλές φορές, πλησίασα από κοντά
να με αφουγκραστώ
από την κλειδαρότρυπα να με κοιτάξω
μα με γυρνούσε πίσω η συστολή
να μη με δω να λιάζομαι γυμνή
σε ακτές με βλάστηση οργιώδη.
ΓΓ αυτό κάθε φορά
που απ’ έξω τυχαίνει να περνώ
μιαν άλλη προσποιούμαι
και με γοργό το βήμα
απομακρύνομαι.
ΠΩΣ ΝΑ ΞΕΦΥΓΕΙΣ ΑΠ’ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ;
Έβραζε ο τόπος
εκείνο το μεσοκαλόκαιρο
που θέλησες να φύγεις.
Έλεγες σε κούφαινε ο αχός
απ’ το ποτάμι.
Αγύρτισσα η μουσική
κι η ηδονή του σώματος
σε κράτησαν μαγεμένο.
Συναναστράφηκες
με υπαίθριους γελωτοποιούς
και σε καταγώγια βρέθηκες
που σύχναζαν κοινές απ’ την Ασίζη.
Τα μονοπάτια δύσβατα
δίσταζες την επιστροφή.
Στίφη κοράκων
μαύρισαν τον ουρανό
οσμίστηκαν τον λιποτάκτη.
ΧΟΡΩΔΙΑΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΡΕΒΕΖΑΣ
ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ
Το σούρουπο ο κόσμος έσπευσε
στο κάστρο του Παντοκράτορα.
Σαν ο πιανίστας άρχισε να παίζει
ασάλευτος παρέμεινε ο πλάτανος
στη μέση της αυλής
κι οι καπαριές
επάνω στις ραγισματιές των τοίχων
σιώπησαν.
Οι ένοικοι του οχυρού
– φαντάσματα στρατιωτών
που φύλαγαν την πόλη στις ένδοξες ημέρες –
δειλά δειλά ξεπρόβαλαν στα παραθύρια
απορημένοι.
Στα ξαφνικά
τα βάτα και οι καλαμιές στήσανε τον χορό.
Τα φίδια ξύπνησαν κι αυτά
στα κίτρινα ξερόχορτα αλαφιασμένα σύρθηκαν.
Το φεγγάρι απηυδισμένο
από τον σάλο τον πολύ
δραπέτευσε
Οι θεατές ακίνητοι σε στάση προσοχής
πενθούσαν τη φυγή του.
ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ
Κουρτίνες τραβηγμένες
από χέρι ενοχλημένο.
Πλοκάμια του ήλιου οι ακτίνες
όρμησαν να καταπιούν
καθίσματα, ανθρώπους και μπαγκάζια.
Η μουσική από τα σπλάχνα του ραδιοφώνου
διατάραξε την ατμόσφαιρα.
Ένα χωράφι με ηλιοτρόπια
πήδηξε στο κινούμενο όχημα
και στρογγυλοκάθισε φαρδιά πλατιά
δίπλα στον οδηγό.
Σε λίγο αποκοιμήθηκε
και ο χώρος βάφτηκε κίτρινος.
Σε όλη τη διαδρομή ακουγόταν
το θρόισμα των κουρτινών
δίπλα από τα ανοιχτά παράθυρα.
Αποκαμωμένη τις εκλιπαρούσα
να σωπάσουν.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Επάνω σε συρμάτινες κατασκευές
σπουργίτια ατενίζουν το πέλαγος.
Στην προβλήτα πλήθος κόσμου
με λαλιές ξενικές
πηγαίνει πέρα-δώθε κρατώντας
μπροσούρες και διαφημιστικά.
Είναι η ώρα μαγική.
0 ήλιος μόλις έχει δύσει.
Αεράκι δροσίζει τους μοναχικούς.
Σε απόσταση αναπνοής τα εμπορικά πλοία
φαντάζουν έρημα και στοιχειωμένα.
Πιο πέρα πλήθος γερανοί
ακίνητοι και επιβλητικοί
σαν ανήμποροι γίγαντες.
Η πόλη αναπνέει και πάλλεται.
Την πόλη τη ζουν και τη χαίρονται
οι νεολαίοι
έρπουν στα τσιμέντα σαν τους όφιδες.
Νιώθω να την ξεζουμίζουν.
Μυρίζουν την ανάσα της
παίρνουν δύναμη από τα σωθικά της.
Δεν την αγάπησα ποτέ.
Τώρα αρχίζει και μου πετά τα αποφάγια της.
Με εκδικείται.
Η παραλιακή
κόκκινο φίδι που κινείται αργά.
Βραδιάζει και οι οδηγοί
άνοιξαν τα φώτα.
Σμήνη πουλιών πετούν ψηλά
κι ακούς αμυδρά
φτερώματός τους.
Καθώς φεύγω στρέφω το βλέμμα
και αντικρίζω σύρριζα στη θάλασσα
πινακίδα με τεράστια γράμματα:
«57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου».
Είναι Νοέμβρης
και αρχίζω να ερωτεύομαι.
Ερωτεύομαι μια πολιτεία.
ΕΝΎΠΝΙΟ
Γαμήλιο τραπέζι
σαν ιερό θυσιαστήριο
στρωμένο με πολυτελή καλύμματα;
τραπεζομάντηλο λευκό από δαντέλα
κι ένα χρωματιστό σεμέν.
Ήταν μια μέρα όμορφη γεμάτη άνοιξη.
Ηχούσαν τα βιολιά
έτρωγαν κι έπιναν με κέφι οι καλεσμένοι.
Και ο γαμπρός ντυμένος με κοστούμι
και ψηλό καπέλο
το λεπτό χεράκι της κρατούσε.
Ύστερα του δέσανε τα μάτια
μ’ ένα λευκό μαντήλι
την αναίμακτη θυσία να μη δει.
Ανέκραζε εκείνη:
Τι περιμένετε, λοιπόν, θυσιάστε με
αν είναι να σωθεί ο κόσμος σας.
Σηκώθηκε αέρας δυνατός
και αναλήφθηκε στους ουρανούς
η άσπιλη παρθένα.
Σαν Ιερά Σινδόνη
απέμεινε πάνω στην καρέκλα
το άσπρο νυφικό της.
TO ΤΗΛΕΦΩΝΟ
Τα φρεσκοσιδερωμένα
είναι επάνω στην μπερζέρα.
Τις νύχτες μένει ανοιχτός ο πολυέλαιος
τη μέρα μπαίνει φως
από τις ανοιχτές κουρτίνες.
Εκείνη πηγαίνει πάνω κάτω στο σαλόνι.
Τα μιλά, τα κάνει παρεούλα.
Κάθεται δίπλα τους στον καναπέ και πλέκει.
Ύστερα σηκώνεται απότομα
τα απλώνει στις καρέκλες της τραπεζαρίας
τα βγάζει στο μπαλκόνι.
Δεν είναι αναγκαίο μα ούτε περιττό
έτσι το κρίνει όμως εκείνη.
Δεν χτύπησε και σήμερα
κι ας στάθηκε από πάνω του τόσες φορές
μήπως και φιλοτιμηθεί το τηλέφωνο.
Την έπαιρνε κάθε μέρα απ’ τη δουλειά.
Στην τσέπη της ποδιάς της το σημείωμα:
«Θ’ αργήσω σήμερα, μητέρα».
Μα πόσο δυσανάγνωστα
τα γράμματά σου, παιδί μου, μουρμουρίζει.
Μαζεύτηκαν σύννεφα πολλά
καιρός να μπούνε μέσα
τα φρεσκοσιδερωμένα του.
Τα βάζει πάνω στην μπερζέρα
τα μιλά, τα κάνει παρεούλα.
Κάθεται δίπλα τους στον καναπέ
πλέκει.
TO ΤΕΛΟΣ
Η άνοιξη δεν μας εξέπληξε εφέτος
νωρίς νωρίς η φύση ξύπνησε.
Μικροί βλαστοί
σχήματος κυλινδρικού
συνέχεια της ρίζας.
Χωρίς αυτούς να γεννηθεί το άνθος
αδύνατον.
Μικροί βλαστοί θαυματουργοί
ως πότε όμως, κανένας δεν το ξέρει.
Αυτό κι αν είναι φόβος
εκτός των άλλων βέβαια:
να κοιμηθείς και να μην ξυπνήσεις
να βγεις στον δρόμο και να μη σε χαιρετά κανείς
να βλέπεις όνειρο ότι πλησιάζεις τα σαράντα
και είσαι δίχως σύντροφο
ν’ αλληλοτρώγονται οι άνθρωποι
να γίνει η συντέλεια του κόσμου.
Και τότε
που δεν θα σε τρομάζει πια ο θάνατος
θα πάψουν τα φυτά να φωτοσυνθέτουν
τα έντομα να ζουζουνίζουν ζωηρά
ο άνεμος να κλείνει τα παραθυρόφυλλα
η βροχή να μουσκεύει τις μπουγάδες
οι γάτες να ουρλιάζουν σε περιόδους οίστρου
οι άνθρωποι να ανασαίνουν.
Το άπειρο
πόσο ν’ αντέξει την αταξία.
Κάποια στιγμή κι αυτό ναυαγεί.
ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Τα τιμαλφή μου κρύβω σε μέρος
που δεν μπορεί κανείς να φανταστεί.
Απ’ τους κακούς δεν ξεμπερδεύεις εύκολα.
Ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, ένας χρυσός σταυρός
τα δαχτυλίδια της γιαγιάς
φλουριά κωνσταντινάτα.
«Συμπόνια για το άδικο και καθαρή καρδιά»
στα τιμαλφή κι αυτά κρυμμένα.
Δεν προσπερνιέται εύκολα ο Δον Κιχώτης
κι ας άλλαξαν οι καιροί.
Με τη γυναίκα του έφτασε μια μέρα άστατη
και χτύπησε την πόρτα.
Ρακένδυτος, βρεγμένος ώς το κόκκαλο.
Στα μάτια κοιταχτήκαμε δίχως να πούμε λέξη
κι έτσι είπαμε πολλά.
Τους έστρωσα στον στάβλο.
Μόνο σανό για το άτι του
δεν ζήτησε τίποτε άλλο.
Μου έφερε τα σχέδια
για την παρατημένη κιβωτό.
Ελάχιστες οι διορθώσεις
τα έβαλα κι αυτά στα τιμαλφή.
Με όρκισε, σαν κόρη οφθαλμού, να τα φυλάω
μήπως και σώσουμε την ανθρωπότητα.
Πρωί πρωί κάλπασε πάνω στον Ροσινάντε του.
Καθώς ξεμάκραινε
η γυναίκα του, μια κούκλα πλαστική
γύρισε και μου έγνεψε
αντίο.